Auden Wystan Hugh: Βάρδος Πέρα Από Εποχές

    Βιογραφικό

      Ο Wystan Hugh Auden γεννήθηκε στην Υόρκη, στην Αγγλία21 Φλεβάρη 1907. αλλά μεγάλωσε στο Μπέρμιγχαμ, σ’ επαγγελματική οικογένεια μεσαίας τάξης Ο πατέρας του, Δρ George Auden, ήτανε σχολικός ιατρός, ανώτερος υπάλληλος για το Μπέρμιγχαμ και καθηγητής της δημόσιας υγείας στο εκεί πανεπιστήμιο. Μετακομίσαν οι γονείς του στο Harborne του Μπέρμιγχαμ κι από τα 8 του στάλθηκε μακρυά, οικότροφος, πρώτα στο Surrey και το Σχολείο Gresham στο Norfolk, αλλά επέστρεφε στο Μπέρμιγχαμ για τις διακοπές. Σπούδασε στην Εκκλησία Χριστού, στο Πανεπιστήμιον Οξφόρδης. Τελικά κατάφερε μόνο να πάρει Γ’ βαθμίδας εκπαίδευση. Μετά από την Οξφόρδη πήγε να ζήσει για 1 έτος στη Weimar του Βερολίνου, που στην ανεκτική ατμόσφαιρα του, η ομοφυλοφυλία του θα μπορούσε να εκφραστεί πιο ανοιχτά.



     Η ποίησή του είναι γνωστή για το υφολογικό και τεχνικό επίτευγμά της, την εμπλοκή της με τη πολιτική, την ηθική, την αγάπη, τη θρησκεία και τη ποικιλία της στον τόνο, τη μορφή και το περιεχόμενο. Μερικά από τα πιο γνωστά ποιήματά του είναι για την αγάπη, όπως το Funeral Blues, το Funeral Blues ΙΙ σε πολιτικά και κοινωνικά θέματα, όπως η 1η Σεπτεμβρίου 1939 κι η Ασπίδα του Αχιλλέα, σε πολιτιστικά και ψυχολογικά θέματα, όπως η εποχή του άγχους και σε θρησκευτικά θέματα, όπως Προς το παρόν και Horae Canonicae.

     Μετά την επιστροφή στην Αγγλία, δίδαξε σε 2 σχολεία αρρένων από το 1930 ως το 1935. Το 1935 έκανε γάμο με την Eρρικα Mαν (Erika Julia Hedwig Mann1905-1969) λεσβία κόρη του μεγάλου γερμανού μυθιστοριογράφου Thomas Mann, προκειμένου να της παρασχεθεί βρεττανικό διαβατήριο για να δραπετεύσει από το Γ’ Ράιχ. Αν και το ζεύγος δεν έζησε ποτέ μαζί, παρέμειναν φίλοι και δε χρειάστηκε ποτέ να χωρίσουν. Σε νεαρή ηλικία επηρεάστηκε από τη ποίηση των Thomas HardyRobert FrostWilliam BlakeEmily DickinsonGerard Manley Hopkins και τον αρχαίο αγγλικό στίχο. Στην Οξφόρδη το ταλέντο του ως ποιητή ήταν αμέσως προφανές και διαμόρφωσεν ισόβιες φιλίες με 2 συνάδελφους συγγραφείς: Stephen Spender και Christopher Isherwood.
     Το 1928, δημοσίευσε τη 1η συλλογή ποιημάτων του. Η ποιητική συλλογή που δημοσίευσεν όμως το 1930, τονε καθιέρωσε σαν η κύρια φωνή της νέας γενιάς. Από τότε, έχει θαυμαστεί για τεχνική και δεξιοτεχνία, για τη δυνατότητα να γράφει ποιήματα με σχεδόν κάθε δυνατή μορφή, να εισέρχεται στα τρέχοντα γεγονότα, για το χαρακτηριστικό του γλωσσικόν ιδίωμα, αλλά και για το εύρος της ευφυΐας του. Άντλησεν εύκολα από μιαν εξαιρετική ποικιλία των γραμμάτων, των μορφών τέχνης, των κοινωνικών και πολιτικών θεωριών και των επιστημονικών και τεχνικών πληροφοριών.



     Είχεν αξιοπρόσεκτο πνεύμα και μιμήθηκε συχνά τις μορφές γραψίματος άλλων ποιητών όπως DickinsonYeats και Henry James. Η ποίησή του εξιστορεί συχνά, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, ένα ταξίδι ή μια αναζήτηση και τα ταξίδια, του παρείχαν το πλούσιο υλικό για το στίχο του. Επισκέφτηκε τη Γερμανία, την Ισλανδία και τη Κίνα, ενίσχυσε τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, και το 1939, επισκεπτόμενος τις ΗΠΑ, τη Νέα Υόρκη, έδωσε μια δημόσια ανάγνωση με τον Isherwood και τον Louis MacNeice. Εκεί συνάντησε τον ποιητή, Τσέστερ Kάλμαν, που επρόκειτο να γίνει εραστής και σύντροφος για το υπόλοιπο της ζωής του, αν κι η σχέση ήταν συχνά προβληματική. Έτσι αποφάσισε να μείνει μόνιμα εκεί. Αυτή η απομάκρυνση από την Αγγλία, ακριβώς με το ξεκίνημα του Β’ Παγκ. Πολ., θεωρήθηκεν από πολλούς ως προδοσία κι η φήμη του έπεσε κάπως. Έγινε αμερικανός πολίτης το 1946, επέστρεφεν όμως στην Ευρώπη, κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών, από το 1948 κι ύστερα, πρώτα στην Ιταλία κι έπειτα στην Αυστρία.



     Από το 1956 ως το 1961 ήτανε καθηγητής ποίησης στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, μια θέση που απαιτούσε μόνο, να δίνει τρεις διαλέξεις κάθε χρόνο, έτσι πέρασε μόνο μερικές εβδομάδες στην Οξφόρδη κατά τη διάρκεια της καθηγεσίας του. Οι πεποιθήσεις του άλλαξαν ριζικά απ’ αυτές της νεανικής σταδιοδρομίας του στην Αγγλία, όταν ήταν ένθερμος υποστηρικτής του σοσιαλισμού και της φροϋδικής ψυχανάλυσης και της πιό πρόσφατης φάσης του στην Αμερική, όταν η κύρια ανησυχία του έγινε ο χριστιανισμός κι η θεολογία των σύγχρονων προτεσταντικών θεολόγων.
     Παραγωγικός ποιητής, συγγραφέας, ήταν επίσης εξαιρετικός θεατρικός συγγραφέας, λιμπρετίστας, συντάκτης και δοκιμιογράφος. Γενικά επαναπροσδιόρισε τα μέγιστα, τον αγγλικό στίχο/ποιητή του 20ού αιώνα. Η εργασία του έχει ασκήσει σημαντικήν επιρροή στις επόμενες γενιές ποιητών και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού. Διετέλεσε πρόεδρος της ακαδημίας των αμερικανών ποιητών, από το 1954 ως το 1973 και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του δεύτερου μισού της ζωής του, μεταξύ των 2 σπιτιών του, στην Νέα Υόρκη και την Αυστρία.
     Πέθανε στη Βιέννη 29 Σεπτέμβρη 1973, σ’ ηλικία 66 ετών.
    Δημοσίευσε περίπου 400 ποιήματα, συμπεριλαμβανομένων 7 μεγάλων ποιημάτων. Η ποίησή του ήταν εγκυκλοπαιδική σ’ έκταση και μέθοδο, κυμαινόμενη σε ύφος από τον σκοτεινό μοντερνισμό του εικοστού αιώνα έως τις διαυγείς παραδοσιακές φόρμες όπως μπαλάντες και λίμερικ, από doggerel ως haiku και villanelles σ’ ένα ορατόριο των Χριστουγέννων κι ένα μπαρόκ eclogue σε αγγλοσαξονικά μέτρα. Ο τόνος και το περιεχόμενο των ποιημάτων του κυμαίνονταν από κλισέ ποπ τραγουδιών ως σύνθετους φιλοσοφικούς στοχασμούς, από τα καλαμπόκια στα δάχτυλα των ποδιών του ως τα άτομα και τ’ αστέρια, από τις σύγχρονες κρίσεις ως την εξέλιξη της κοινωνίας.



     Έγραψε επίσης περισσότερα από 400 δοκίμια και κριτικές για τη λογοτεχνία, την ιστορία, τη πολιτική, τη μουσική, τη θρησκεία και πολλά άλλα θέματα. Συνεργάστηκε σε θεατρικά έργα με τον Christopher Isherwood και σε λιμπρέτα όπερας με τον Chester Kallman και συνεργάστηκε με μια ομάδα καλλιτεχνών και κινηματογραφιστών σε ντοκιμαντέρ τη 10ετία του 1930 και με το πρώιμο μουσικό συγκρότημα New York Pro Musica τις 10ετίες του 1950 και του 1960. Σχετικά με τη συνεργασία έγραψε το 1964: “Η συνεργασία μου έφερε μεγαλύτερη ερωτική χαρά . . . από οποιεσδήποτε σεξουαλικές σχέσεις είχα“.
     Aμφιλεγόμενα ξαναέγραψε ή απέρριψε μερικά από τα πιο διάσημα ποιήματά του όταν ετοίμασε τις μεταγενέστερες εκδόσεις του. Έγραψε ότι απέρριπτε ποιήματα που έβρισκε βαρετά ή ανέντιμα με την έννοια ότι εξέφραζαν απόψεις που δεν είχε ποτέ υποστηρίξει, αλλά είχε χρησιμοποιήσει μόνον επειδή ένιωθε ότι θα ήταν ρητορικά αποτελεσματικές. Τα απορριφθέντα ποιήματά του περιλαμβάνουν την Ισπανία και τη 1η Σεπτέμβρη 1939. Ο λογοτεχνικός εκτελεστής του, Έντουαρντ Μέντελσον, υποστηρίζει στην εισαγωγή του στα Επιλεγμένα Ποιήματα ότι η πρακτική του Όντεν αντανακλούσε την αίσθηση της πειστικής δύναμης της ποίησης και την απροθυμία του να τη καταχραστεί. Επιλεγμένα ποιήματα περιλαμβάνουν μερικά ποιήματα που απέρριψε ο Auden και πρώιμα κείμενα ποιημάτων που αναθεώρησε.



    Ο Auden άρχισε να γράφει ποιήματα το 1922, σε ηλικία 15 ετών, κυρίως στο στυλ ρομαντικών ποιητών του 19ου αι., ειδικά του Wordsworth κι αργότερα ποιητών με αγροτικά ενδιαφέροντα, ειδικά του Thomas Hardy. Στα 18 του ανακάλυψε τον T.S. Eliot κι υιοθέτησε ακραία εκδοχή του στυλ του. Βρήκε τη δική του φωνή στα 20 του, όταν έγραψε το 1ο ποίημα που αργότερα συμπεριλήφθηκε στη συλλογή του, Από την πρώτη κιόλας πτώση. Αυτό κι άλλα ποιήματα του τέλους της 10ετίας του 1920 έτειναν να είναι σε αποκομμένο, αόριστο ύφος που υπαινίσσεται, αλλά δεν δηλώνει άμεσα, τα θέματα της μοναξιάς και της απώλειας. 20 απ’ αυτά τα ποιήματα εμφανίστηκαν στο 1ο του βιβλίο Poems (1928), ένα φυλλάδιο που τυπώθηκε με το χέρι από τον Stephen Spender.
     Το 1928 έγραψε το 1ο του δραματικό έργο, Paid on Both Sides, με υπότιτλο A Charade, που συνδύαζε ύφος και περιεχόμενο από τις ισλανδικές σάγκα με αστεία από την αγγλική σχολική ζωή. Αυτό το μείγμα τραγωδίας και φάρσας, με ένα ονειρικό παιχνίδι μέσα σε ένα έργο, εισήγαγε το μικτό ύφος και περιεχόμενο μεγάλου μέρους του μεταγενέστερου έργου του. Αυτό το δράμα και 30 σύντομα ποιήματα εμφανίστηκαν στο 1ο δημοσιευμένο βιβλίο του Ποιήματα (1930, 2η έκδοση με 7 ποιήματα που αντικαταστάθηκαν, 1933). Τα ποιήματα του βιβλίου ήτανε κυρίως λυρικοί και γνωμικοί στοχασμοί για τη προσδοκώμενη ή ανολοκλήρωτη αγάπη και για θέματα προσωπικής, κοινωνικής κι εποχιακής ανανέωσης. Μεταξύ αυτών των ποιημάτων ήταν Ήταν το Πάσχα καθώς περπατούσα, Η μοίρα είναι σκοτεινήΚύριε, κανένας εχθρός κανενός κι Αυτή η σεληνιακή ομορφιά. Ένα επαναλαμβανόμενο θέμα σ’ αυτά τα πρώιμα ποιήματα είναι η επίδραση των οικογενειακών φαντασμάτων, ο όρος του Auden για τις ισχυρές, αόρατες ψυχολογικές επιδράσεις των προηγούμενων γενεών σε οποιαδήποτε ατομική ζωή (και ο τίτλος ενός ποιήματος). Ένα παράλληλο θέμα, παρόν σε όλο το έργο του, είναι η αντίθεση μεταξύ της βιολογικής εξέλιξης (μη επιλεγμένης και ακούσιας) και της ψυχολογικής εξέλιξης των πολιτισμών και των ατόμων (εκούσια και σκόπιμη ακόμη και στις υποσυνείδητες πτυχές της)

=======================

                Funeral Blues I

Σταμάτα χρόνε πια κι εσείς τηλέφωνα σιγήστε…
Με κάποιο κόκαλο γλυκό συχάστε το σκυλί…
Σιωπήστε πιάνα. Σιγανό τύμπανο ξεκινήστε…
Βγάλτε το φέρετρο σιγά, που μοιρολόι καλεί…

Ας κάνουν τ’ αερόπλανα κύκλους εκεί ψηλά,
γράφοντας “ΧΑΘΗΚΕ“, στο σκοτισμένον ουρανό…
Φορέστε κρέπια πένθιμα στα περιστέρια τα λευκά…
Με μαύρα γάντια, οι τροχονόμοι να βγουν’ στο δειλινό…

Ήταν Βορράς και Νότος μου, Δύση κι Ανατολή μου,
της Κυριακής η ανάπαυση κι οι καθημερινές μου,
απόγιομα, μεσάνυχτα, σιωπή μα και φωνή μου!
Λάθος… Για πάντα πίστεψα ετούτες τις χαρές μου…

Τ’ αστέρια πια να σβήσουνε, καμμιά δε τα ‘χω χρεία…
Κρύψτε το φως του φεγγαριού… Και βγάλτε μου παρακαλώ
τον ήλιο απ’ τη πρίζα… Χαθείτε με τη μία,
δάση κι ωκεανοί… Τίποτε πια για ‘με δε θα ‘ν’ καλό…

                   Funeral Blues II

Aχ! η πανέμορφη κοιλάδα που μαζί περπατήσαμε
πλάι στο ποτάμι -πολύ πολύ περπατήσαμε-
λουλούδια στρωμένα στα πόδια μας και πάνωθέ μας πουλιά
γλυκά φλυαρούσανε για την Ατέλειωτην Αγάπη
ακούμπησα πάνω σου θυμάμαι -“Έλα να παίξουμε
αλλά εσύ… με κοίταξες δήθεν αυστηρά… κι άρχισες να τρέχεις…

Κείνη τη Παρασκευή -καλά το θυμάμαι- πριν τα Χριστούγεννα
που πήγαμε μαζί στον Επίσημο Χορό αγκαζέ
τόσο λείο το πάτωμα κι η ορχήστρα έπαιζε δυνατά
ήμασταν τόσον όμορφοι κι οι δυο μας -γέμισα περηφάνεια-
-“Κράτα με σφιχτά κι ας χορέψουμε μέχρι να ξημερώσει
αλλά εσύ…

Κείνη τη βραδιά -πως να ξεχάσω- στην Όπερα
που η μουσική θαρρείς κι ανάβλυζε μες από κάθ’ αστέρι
διαμάντια πέρλες στραφταλίζανε τη μουσική του Έρωτα
κομψά κοστούμια ασημένια και χρυσά φορέματα
-“Αχ! θαρρώ πως είμαι στη Παράδεισο” ψιθύρισα
αλλά εσύ…

Αχ! η ομορφιά σου όπως ένας ολάνθιστος κήπος
λυγερόκορμα με κοιτούσες όπως ο Πύργος του ‘Αιφελ
όταν το βάλς έπαλλε γλυκά έξω στον μώλο
-“Αχ! κράτα με για πάντα αγάπη μου θα ‘μαστε όμορφα μαζί
αλλά εσύ…

Αχ! χτες το βράδυ σ’ ονειρεύτηκα μοναδική μου Αγάπη
είχες στο ‘να σου χέρι τον ήλιο και το φεγγάρι στ’ άλλο
η θάλασσα πάλι ήτανε γαλάζια και πράσινο το χορτάρι
καθ’ αστέρι λίκνιζε με χαρά κι από ‘να ντέφι
-“Δέκα χιλιάδες μίλια βαθιά σε λάκο βρίσκομαι
αλλά εσύ… με κοίταξες δήθεν αυστηρά… κι έφυγες…

    Η Πτώση Της Ρώμης

Τα κύματα χτυπάνε τα μουράγια·
Σ’ ένα χωράφι χέρσο αφηρημένο
Δέρνει η βροχή ένα ρημαγμένο τραίνο·
Φυγόδικοι μες σε σπηλιές και βράχια.

Πέπλοι νυχτιάτικοι αλλοπαρμένοι·
Αυτός απ’ το Δημόσιο Ταμείο
Τους οφειλέτες πάει στο πειθαρχείο,
Σε οχετούς επαρχιών κρυμμένοι.

Τελετουργικές μαγείες με ζήλο
Τις πόρνες του ναού για ύπνο στέλνουν·
Όλοι οι γραφιάδες και οι λόγιοι θέλουν
Ένα φανταστικό δικό τους φίλο.

Στοχαστικός ο Κάτων την αρχαία
Πειθαρχία μπορεί να εγκωμιάζει,
Μα ο στιβαρός ο Ναύτης στασιάζει
Για το ψωμί και για τα αναγκαία.

Του Καίσαρα ζεστό διπλό κρεβάτι
καθώς στο ροζ διπλότυπο κοιτάω:
“ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΟΥ ΔΕΝ ΑΓΑΠΑΩ”
Που ‘γραφε ο υπάλληλος για να πει κάτι.

Δίχως υπάρχοντα και δίχως λύπη,
Μικρά πουλιά με κόκκινα ποδάρια,
Απ’ της φωλιάς τ’ αυγά και τα χορτάρια»
Κοιτούν την πόλη άρρωστη απ’ τη γρίπη.

Πολύ μακριά αποδώ σε άλλα μέρη
Κοπάδια τάρανδοι στην ησυχία
Σε κάμπους σπαρμένους με χρυσά βρύα
Μίλια και μίλια τρέχουν σαν αγέρι…

Αν Ήξερα Θα Σου ‘Λεγα

Ο χρόνος δε θα δείξει τίποτα,
αλλ’ αυτό στο ‘πα,
ο χρόνος ξέρει μόνο αυτό
που πρέπει να πληρώσουμε.
Αν μπορούσα να σου πω,
αν ήξερα, θα στο έλεγα.

Αν είναι να κλαίμε
όταν παίζουν οι κλόουν,
αν είναι να σκοντάφτουμε
σαν παίζουν μουσικοί,
ο χρόνος θα το δείξει,
αλλά κι αυτό στο ‘πα.

Δεν έχω να σου πω
κάτι περισπούδαστο,
αν και καθώς σ’ αγαπώ
πιότερο απ’ όσο μπορώ να πω,
αν μπορούσα να σου πω
τι θα γενεί, θα στο ‘λεγα.

Όταν φυσάνε οι άνεμοι,
έρχονται από κάπου
και σίγουρα υπάρχει λόγος
που τα φύλλα μαραίνονται.
Ο χρόνος θα δείξει ή δε θα δείξει,
αλλά κι αυτό στο είπα.

Ίσως τα ρόδα θέλουνε
στ’ αλήθεια να ανθίσουν
και τ’ όνειρο να θέλει σοβαρά
να μείνει μαζί μας.
Κι αν ήξερα τι να πω,
θα στο ‘λεγα.

Φαντάσου να φεύγαν
όλα τα λιοντάρια,
να στέρευαν οι ποταμοί,
να το ‘σκαγαν οι φαντάροι.
Ο χρόνος θα ‘λεγε:
σας το ‘πα πως θα γίνει.
Κι εγώ, αν ήξερα,
θα στο ‘λεγα.

         Η Πόλη Αυτή

Πες πως η πόλη αυτή
έχει δέκα μύρια ψυχές
άλλοι ζουν σε μέγαρα,
άλλοι σε τρύπες μικρές
κι όμως δεν έχει θέση πια για μας,
δεν έχει θέση αγάπη μου, για μας.

Είχαμε κάποτε μια πατρίδα
και μας φαίνονταν όλα καλά,
ψάξε μέσα στον Άτλαντα
και θα τηνε βρείς κειδά
τώρα να πάμε κει δεν ημπορούμε,
αγάπη μου, να πάμε κει δεν ημπορούμε.

Στο κοιμητήρι του χωριού
ένα σμιλάγκι μεγαλώνει
κάθε άνοιξη απ’ την αρχή
μες στο άνθος του φουντώνει

τα παλιά διαβατήρια
δεν μπορούνε να το κάνουν,
αγάπη μου, δεν μπορούν να το κάνουν.
Ο πρόξενος είπε χτυπώντας
το γραφείο του εμπρός
“Αν δεν έχεις το διαβατήριο,
τυπικά θεωρείσαι νεκρός”
όμως να που ακόμα ζούμε,
αγάπη μου, να που ακόμα ζούμε.

Πήγα σε μια επιτροπή,
έκατσα να ξαποστάσω
με παρακάλεσαν ευγενικά
του χρόνου να ξαναπεράσω
όμως σήμερα πού θα πάμε,
αγάπη μου, σήμερα πού θα πάμε;

Ήρθα σε μια συγκέντρωση
σηκώθηκε ο ομιλητής να πει
“Αν τους αφήσουμε να μπουν,
θε να μας κλέψουν το ψωμί”
Μιλούσε για σένα και για μένα,
αγάπη μου, για σένα και για μένα.

Σαν ν’ άκουσα μπουμπουνητά
στα ουράνια να κατρακυλούν
ήταν ο Χίτλερ στην Ευρώπη,
που έλεγε “Πρέπει να εξοντωθούν”.
Α, εμάς είχε στο νου του,
αγάπη μου, εμάς είχε στο νου του.

Είδα μια σκυλίτσα που φορούσε
μια ζακέτα κουμπωμένη,
είδα μια πόρτα ολάνοιχτη
και μια γάτα να μπαίνει:
όμως δεν ήταν Γερμανοεβραίοι,
αγάπη μου, δεν ήταν Γερμανοεβραίοι.

Τράβηξα στο λιμάνι,
στο μόλο στάθηκα μπροστά,
είδα τα ψάρια να τρέχουν στο νερό,
δε ζούνε στη σκλαβιά:
μόλις τρία μέτρα μακρυά μου,
αγάπη μου, τρία μέτρα μακρυά μου.

Περπάτησα σ’ ένα δάσος,
είδα στα δένδρα τα πουλιά
δεν είχανε πολιτικούς
και κελαηδούσαν χαρωπά:
δεν ήταν άνθρωποι σαν και μας,
αγάπη μου, δεν ήταν σαν και μας.

Στον ύπνο μου ονειρεύτηκα χιλιόροφα κτίρια
με χίλιες πόρτες και χίλια παραθύρια
ούτε ένα δεν ήταν δικό μας,
αγάπη μου, δεν ήταν δικό μας.

Στάθηκα μέσα στο χιόνι
που ‘πεφτε σε μια ανοιχτή πεδιάδα
δέκα χιλιάδες στρατιώτες
που βαδίζανε αράδα:
Ψάχναν για μας τους δυο,
αγάπη μου, ψάχναν για μας τους δυο.

Musée des Beaux Arts

Ποτέ δεν κάναν λάθος για τον πόνο
Οι Παλιοί Δασκάλοι
πόσο κατάλαβαν τη θέση του
Στην ανθρώπινη ζωή
πώς φτάνει και μας βρίσκει
Την ώρα που ο άλλος τρώει
ή ανοίγει ένα παράθυρο
ή έστω περπατάει βαριεστημένα
Πώς, όταν οι γέροντες προσμένουν,
μ’ ευλάβεια και πάθος,
Το θαύμα της Γέννησης,
πρέπει πάντα να υπάρχουν παιδιά
Που δεν το πολυθέλουν να συμβεί
και γλιστρούν με παγοπέδιλα
Σε μια λιμνούλα στην άκρη του δάσους.

Ποτέ αυτοί δε λησμόνησαν
Ότι και το πιο φριχτό μαρτύριο
πρέπει να συντελεστεί
Με κάποιο τρόπο, σε μια γωνιά,
σ’ έναν τόπο λερό
Εκεί που ο σκύλος ζει
τη σκυλίσια ζωή του
και τ’ άλογο του βασανιστή
Ξύνει τ’ αθώα του καπούλια
σ’ ένα δέντρο.

Στον Ίκαρο του Μπρέγκελ,
λόγου χάρη: πώς καθετί
Γυρίζει αμέριμνα
τη πλάτη στη καταστροφή
Μπορεί ο ζευγολάτης
να τον άκουσε τον παφλασμό,
Την έρημη κραυγή,
μα δεν ήταν γι’ αυτόν κακό μεγάλο
Ο ήλιος έλαμπε, έτσι όπως έπρεπε,
πάνω στ’ άσπρα πόδια
Που χάνονταν στο πράσινο νερό

Και το λεπτοφτιαγμένο ακριβό καράβι,
Που σίγουρα είδε κάτι εκπληκτικό,
ένα παιδί να πέφτει απ΄τον αιθέρα,
Είχε να πάει σε κάποιο προορισμό
κι ήσυχα αρμένισε πέρα.

     Τελικά Το Μυστικό Βγαίνει Στη Φόρα…

Τελικά το μυστικό βγαίνει στη φόρα κι έτσι πάντα συμβαίνει,
γίνεται πικάντικη ιστορία, σε στενό φίλο ειπωμένη
την ώρα του τσαγιού στην πλατεία, η γλώσσα ποθεί να λυθεί˙
δίχως φωτιά καπνός δεν βγαίνει, το σιγανό ποτάμι είναι το βαθύ.

Πίσω απ΄το πτώμα στη δεξαμενή, το φάντασμα που τριγυρνά
πίσω απ΄την κυρία που χορεύει κι’ εκείνον που μεθοκοπά,
πίσω απ΄ την αποσταμένη όψη, τον στεναγμό και την ημικρανία
πέρα από κείνα που βλέπει το μάτι, υπάρχει πάντα μια ιστορία.

Τ’ απρόσμενο τραγούδι λαγαρής φωνής, ψηλά στον τοίχο της μονής
το μύρο της αφροξυλιάς, των αθλητών εικόνες στους κοιτώνες
θερινά παιχνίδια του κροκέ, το φιλί, ο βήχας και η χειραψία,
κρύβουνε πάντα πονηρό ένα μυστικό, μια μύχια, κρυφή αιτία.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *