Βιογραφικό
Ο Χέρμπερτ Τζορτζ Γουέλς (Herbert George Wells, 21 Σεπτέμβρη 1866 – 13 Αυγούστου 1946) ήταν Άγγλος συγγραφέας, παραγωγικός σε πολλά είδη. Έγραψε περισσότερα από 50 μυθιστορήματα και δεκάδες διηγήματα. Η μη μυθιστορηματική παραγωγή του είχε έργα κοινωνικού σχολιασμού, πολιτικής, ιστορίας, εκλαϊκευμένης επιστήμης, σάτιρας, βιογραφίας κι αυτοβιογραφίας. Ο Γουέλς είναι πιότερο γνωστός σήμερα για τα πρωτοποριακά μυθιστορήματά του ΕΦ. Έχει χαρακτηριστεί ως ο «πατέρας της ΕΦ». Εκτός από τη φήμη του ως συγγραφέας, ήταν εξέχων στη ζωή του ως προοδευτικός, ακόμη και προφητικός κοινωνικός κριτικός που αφιέρωσε τα λογοτεχνικά του ταλέντα στην ανάπτυξη ενός προοδευτικού οράματος σε παγκόσμια κλίμακα. Ως μελλοντολόγος, έγραψε σειρά από ουτοπικά έργα και προέβλεψε την έλευση των αεροσκαφών, των τανκς, των διαστημικών ταξιδιών, των πυρηνικών όπλων, της δορυφορικής τηλεόρασης και κάτι που μοιάζει με τον Παγκόσμιο Ιστό. Η ΕΦ του φανταζόταν το ταξίδι στο χρόνο, την εισβολή εξωγήινων, την αορατότητα και τη βιολογική μηχανική πριν αυτά τα θέματα γίνουν κοινά στο είδος. Ο Brian Aldiss αναφέρθηκε στον Wells ως τον «Σαίξπηρ της ΕΦ», ενώ ο Charles Fort τον αποκάλεσε «άγριο ταλέντο».

Ο Γουέλς έκανε τα έργα του πειστικά ενσταλάζοντας κοινότοπες λεπτομέρειες μαζί με μια μοναδική εξαιρετική υπόθεση ανά έργο -που ονομάστηκε “νόμος του Γουέλς”- οδηγώντας τον Τζόζεφ Κόνραντ να τον χαιρετήσει το 1898 με το “O Realist of the Fantastic!”. Τα πιο αξιοσημείωτα έργα EΦ του είναι: Η μηχανή του χρόνου (1895), που ήταν η 1η του νουβέλα, Το νησί του γιατρού Moreau (1896), Ο αόρατος άνθρωπος (1897), Ο πόλεμος των κόσμων (1898), η στρατιωτική ΕΦ, Ο πόλεμος στον αέρα (1907) και το δυστοπικό When the Sleeper Wakes (1910). Μυθιστορήματα κοινωνικού ρεαλισμού όπως το Kipps (1905) και το The History of Mr Polly (1910), που περιγράφουνε την αγγλική ζωή της κατώτερης μεσαίας τάξης, οδήγησαν στη πρόταση ότι ήταν άξιος διάδοχος του Charles Dickens, αλλά περιέγραψε σειρά κοινωνικών στρωμάτων και μάλιστα επιχείρησε, στο Tono-Bungay (1909), μια διάγνωση της αγγλικής κοινωνίας στο σύνολό της. Προτάθηκε 4 φορές για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Η 1η εξειδικευμένη εκπαίδευση του ήτανε στη βιολογία και η σκέψη του για ηθικά θέματα έλαβε χώρα σε ένα δαρβινικό πλαίσιο. Ήταν επίσης ειλικρινής σοσιαλιστής από νεαρή ηλικία, συχνά (αλλά όχι πάντα, όπως στην αρχή του Α’ Παγκ. Πολ.) συμπαθώντας τις ειρηνιστικές απόψεις. Στα τελευταία του χρόνια, έγραψε λιγότερα μυθιστορήματα και περισσότερα έργα που εξηγούσαν τις πολιτικές και κοινωνικές του απόψεις, μερικές φορές δίνοντας το επάγγελμά του δημοσιογράφος. Ήτανε διαβητικός και συνίδρυσε τη φιλανθρωπική οργάνωση The Diabetic Association το 1934.
Ο Χέρμπερτ Τζορτζ Γουέλς γεννήθηκε στο Atlas House, 162 High Street στο Μπρόμλεϊ του Κεντ, στις 21 Σεπτέμβρη 1866. Αποκαλούμενος “Bertie” από την οικογένειά του, ήταν το 4ο και τελευταίο παιδί του Joseph Wells, πρώην οικιακού κηπουρού και κείνη την εποχή καταστηματάρχη κι επαγγελματία κρίκετ και της Sarah Neal, πρώην οικιακής βοηθού. Κληρονομιά επέτρεψε στην οικογένεια να αποκτήσει κατάστημα που πωλούσε πορσελάνες κι αθλητικά είδη, αν κι απέτυχε να ευημερήσει εν μέρει επειδή το απόθεμα ήτανε παλιό και φθαρμένο κι η τοποθεσία ήτανε κακή. Ο Joseph κατάφερε να κερδίσει πενιχρό εισόδημα, αλλά λίγα από αυτά προέρχονταν από το κατάστημα κι έλαβε ασταθές χρηματικό ποσό παίζοντας επαγγελματικό κρίκετ για την ομάδα της κομητείας Kent.
Καθοριστικό περιστατικό της ζωής του νεαρού Γουέλς ήταν ατύχημα το 1874 που τον άφησε κλινήρη με σπασμένο πόδι. Για να περάσει η ώρα του άρχισε να διαβάζει βιβλία από τη τοπική βιβλιοθήκη, που του ‘φερνε ο πατέρας. Σύντομα αφιερώθηκε στους άλλους κόσμους και ζωές που του ‘διναν πρόσβαση τα βιβλία. Τόνωσαν επίσης την επιθυμία του να γράψει. Αργότερα εκείνο το έτος εισήλθε στην Εμπορική Ακαδημία του Thomas Morley, ιδιωτικό σχολείο που ιδρύθηκε το 1849, μετά τη πτώχευση του προηγούμενου σχολείου Morley. Η διδασκαλία ήταν ακανόνιστη και το πρόγραμμα σπουδών επικεντρωνόταν κυρίως, στη παραγωγή γραφικού χαρακτήρα από χάλκινες πλάκες σε ποσά χρήσιμα για εμπόρους. Συνέχισε στην Ακαδημία Μόρλεϊ μέχρι το 1880. Το 1877, ο πατέρας του, Joseph Wells, έσπασε το μηριαίο οστό του. Το ατύχημα έθεσε ουσιαστικά τέλος στην καριέρα του Joseph ως παίκτη κρίκετ και τα επακόλουθα κέρδη του ως καταστηματάρχη δεν ήταν αρκετά για να αντισταθμίσουν την απώλεια της κύριας πηγής οικογενειακού εισοδήματος.
Μη μπορώντας πλέον να συντηρηθούν οικονομικά, η οικογένεια προσπάθησε να τοποθετήσει τους γιους της ως μαθητευόμενους σε διάφορα επαγγέλματα. Από το 1880-83, είχε δυστυχισμένη μαθητεία ως υφασμάτινος στο Hyde’s Drapery Emporium στο Southsea. Οι εμπειρίες του στο Hyde’s, όπου εργαζότανε 13 ώρες τη μέρα και κοιμόταν σε κοιτώνα με άλλους μαθητευόμενους, αργότερα ενέπνευσαν τα μυθιστορήματά του The Wheels of Chance, The History of Mr Polly και Kipps, που απεικονίζουνε τη ζωή μαθητευόμενου υφασματουργού καθώς και παρέχουνε κριτική στη κατανομή του πλούτου από τη κοινωνία.

Η Μητέρα
Οι γονείς του Γουέλς είχανε ταραχώδη γάμο, κυρίως λόγω του ότι η μητέρα ήταν Προτεστάντισσα κι ο πατέρας ήταν ελεύθερος στοχαστής. Όταν η μητέρα του επέστρεψε στη δουλειά ως υπηρέτρια (στο Uppark, εξοχική κατοικία στο Δυτικό Σάσεξ), ένας από τους όρους εργασίας ήταν ότι δεν θα της επιτρεπόταν να έχει χώρο διαβίωσης για τον σύζυγο και τα παιδιά. Στη συνέχεια, κείνη κι ο Τζόζεφ έζησαν χωριστές ζωές, αν και παρέμειναν πιστοί ο ένας στον άλλον και δεν χώρισαν ποτέ. Κατά συνέπεια, τα προσωπικά προβλήματα του Herbert αυξήθηκαν καθώς στη συνέχεια απέτυχε ως υφασματογράφος κι επίσης, μετά ως βοηθός χημικού. Ωστόσο, το Uppark είχε υπέροχη βιβλιοθήκη που βυθίστηκε, διαβάζοντας πολλά κλασσικά έργα, μαζί και τη Πολιτεία του Πλάτωνα, την Ουτοπία του Thomas More και των έργων του Daniel Defoe. Όταν έγινε 1ος doyen της ΕΦ ως ξεχωριστό είδος μυθοπλασίας, αναφέρθηκε στον Φρανκενστάιν της Shelley σε σχέση με τα έργα του, γράφοντας, ανήκουν σε κατηγορία γραφής που περιλαμβάνει την ιστορία του Φρανκενστάιν.
Τον Οκτώβρη του 1879, η μητέρα του Γουέλς κανόνισε μέσω μακρινού συγγενή, του Άρθουρ Ουίλιαμς, να ενταχθεί στο Εθνικό Σχολείο στο Γούκι στο Σόμερσετ ως μαθητής-δάσκαλος, ανώτερος μαθητής που ενεργούσε ως δάσκαλος μικρότερων παιδιών. Τον Δεκέμβρη του ίδιου έτους, ωστόσο, ο Williams απολύθηκε για παρατυπίες στα προσόντα του κι ο Wells επέστρεψε στο Uppark. Μετά από σύντομη μαθητεία σε χημικό στο κοντινό Midhurst κι ακόμη μικρότερη παραμονή ως οικότροφος στο Midhurst Grammar School, υπέγραψε τα χαρτιά μαθητείας του στο Hyde’s. Το 1883, έπεισε τους γονείς του να τον απαλλάξουν απ’ τη μαθητεία, εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία που του πρόσφερε ξανά το Midhurst Grammar School να γίνει μαθητής-δάσκαλος. Η επάρκειά του στα λατινικά και την επιστήμη στη διάρκεια της προηγούμενης σύντομης παραμονής του είχε μείνει στην ιστορία.
Τα χρόνια που πέρασε στο Southsea ήταν τα πιο άθλια της ζωής του μέχρι κείνο το σημείο, αλλά η καλή του τύχη να εξασφαλίσει θέση στο Midhurst Grammar School σήμαινε ότι θα μπορούσε να συνεχίσει σοβαρά την αυτοεκπαίδευσή του. Τον επόμενο χρόνο, κέρδισε υποτροφία στο Normal School of Science (αργότερα το Royal College of Science στο South Kensington, που έγινε μέρος του Imperial College London) στο Λονδίνο, σπουδάζοντας βιολογία υπό τον Thomas Henry Huxley. Ως απόφοιτος μετά, βοήθησε στη δημιουργία του Royal College of Science Association, που έγινε ο 1ος πρόεδρος το 1909. Φοίτησε στο νέο του σχολείο μέχρι το 1887, με εβδομαδιαίο επίδομα 21 σελίνια (μια γουινέα) χάρη στην υποτροφία του. Αυτό θα έπρεπε να ήταν ένα άνετο χρηματικό ποσό (εκείνη την εποχή πολλές οικογένειες της εργατικής τάξης είχαν «περίπου μια λίρα την εβδομάδα» ως ολόκληρο το εισόδημα του νοικοκυριού τους), ωστόσο στο Πείραμα στην Αυτοβιογραφία του ο Γουέλς μιλάει για συνεχή πείνα, και πράγματι φωτογραφίες του εκείνη την εποχή δείχνουν έναν νεαρό που είναι πολύ αδύνατος και υποσιτισμένος.
Σύντομα εισήλθε στη κοινωνία συζητήσεων του σχολείου. Αυτά τα χρόνια σηματοδοτούν την αρχή του ενδιαφέροντός του για πιθανή αναμόρφωση της κοινωνίας. Προσεγγίζοντας αρχικά το θέμα μέσω της Πολιτείας του Πλάτωνα, σύντομα στράφηκε στις σύγχρονες ιδέες του σοσιαλισμού, όπως εκφράστηκαν από τη νεοσυσταθείσα Fabian Society και τις δωρεάν διαλέξεις που παραδόθηκαν στο Kelmscott House, το σπίτι του William Morris. Ήταν επίσης μεταξύ των ιδρυτών του The Science School Journal, σχολικού περιοδικού που του επέτρεψε να εκφράσει τις απόψεις του για τη λογοτεχνία και τη κοινωνία, καθώς και να δοκιμάσει τις δυνάμεις του στη μυθοπλασία. Πρόδρομος του μυθιστορήματός του Η μηχανή του χρόνου δημοσιεύθηκε στο περιοδικό με τον τίτλο «Οι Χρόνιοι Αργοναύτες». Το σχολικό έτος 1886-87 ήταν το τελευταίο έτος των σπουδών του.

Στη διάρκεια του 1888, έμεινε στο Stoke-on-Trent, ζώντας στο Basford. Το μοναδικό περιβάλλον του The Potteries ήταν σίγουρα έμπνευση. Έγραψε σ’ επιστολή σε φίλο από τη περιοχή ότι «η περιοχή μου έκανε τεράστια εντύπωση». Η έμπνευση για μερικές από τις περιγραφές του στον Πόλεμο των Κόσμων πιστεύεται ότι προήλθε από το σύντομο διάστημα που πέρασε εδώ, βλέποντας τους φούρνους χυτηρίου σιδήρου να καίγονται πάνω από τη πόλη, ρίχνοντας τεράστιο κόκκινο φως στον ουρανό. Η παραμονή του στο The Potteries οδήγησε επίσης στο μακάβριο διήγημα “The Cone” (1895, σύγχρονο με το διάσημο The Time Machine), που διαδραματίζεται στα βόρεια της πόλης.
Αφού δίδαξε για κάποιο χρονικό διάστημα -ήταν για λίγο στο προσωπικό της Ακαδημίας Holt στην Ουαλλία- θεώρησε απαραίτητο να συμπληρώσει τις γνώσεις του σχετικά με τις εκπαιδευτικές αρχές και τη μεθοδολογία κι εισήλθε στο College of Preceptors (College of Teachers). Αργότερα έλαβε τα διπλώματα Licentiate και Fellowship FCP από το κολλέγιο. Μόλις το 1890 απέκτησε πτυχίο Bachelor of Science στη ζωολογία από το Εξωτερικό Πρόγραμμα Πανεπιστημίου Λονδίνου. Το 1889-90, κατάφερε να βρει θέση ως δάσκαλος στο Henley House School στο Λονδίνο, όπου δίδαξε τον A.A. Milne (που ο πατέρας διηύθυνε το σχολείο). Το 1ο δημοσιευμένο έργο του ήταν Εγχειρίδιο Βιολογίας σε 2 τόμους (1893).
Μετά την αποχώρησή του από την Κανονική Σχολή Επιστημών, έμεινε χωρίς πηγή εισοδήματος. Η θεία του Μαίρη, κουνιάδα του πατέρα του, τονε κάλεσε να μείνει μαζί της για λίγο, κάτι που έλυσε το άμεσο πρόβλημα της στέγασης. Στη διάρκεια της παραμονής του στη θεία, άρχισε να ενδιαφέρεται όλο και περισσότερο για τη κόρη της, Ισαβέλλα, που αργότερα και παντρεύτηκε. Για να κερδίσει χρήματα, άρχισε να γράφει σύντομα χιουμοριστικά άρθρα για περιοδικά όπως το The Pall Mall Gazette, συλλέγοντάς τα μετά στα Select Conversations with an Uncle (1895) και Certain Personal Matters (1897). Τόσο παραγωγικός έγινε σ’ αυτό τον τρόπο δημοσιογραφίας που πολλά από τα 1α του κομμάτια παραμένουν αγνώστου ταυτότητας. Σύμφωνα με τον David C. Smith:
“Τα περισσότερα από τα περιστασιακά κομμάτια του Wells δεν έχουν συλλεχθεί και πολλά δεν έχουν καν αναγνωριστεί ως δικά του. Ο Γουέλς δεν έλαβε αυτόματα το byline που απαιτούσε η φήμη του παρά μόνο μετά το 1896 περίπου. Ως αποτέλεσμα, πολλά από τα 1α του κομμάτια είναι άγνωστα. Είναι προφανές ότι πολλά πρώιμα αντικείμενα του Wells έχουν χαθεί“.

Η επιτυχία του με αυτά τα μικρότερα κομμάτια τον ενθάρρυνε να γράψει έργα μεγάλου μήκους και δημοσίευσε το 1ο του μυθιστόρημα, The Time Machine, το 1895. Το 1891, παντρεύτηκε τη ξαδέλφη του Ιζαμπέλ Μαίρη Γουέλς (1865-1931, από το 1902 την Ιζαμπέλ Μαίρη Σμιθ). Το ζευγάρι συμφώνησε να χωρίσει το 1894, όταν είχε ερωτευτεί τη μαθήτριά του, την Amy Catherine Robbins (1872-1927, αργότερα γνωστή ως Jane), που μετακόμισε στο Woking του Surrey, τον Μάη του 1895. Έζησαν σε νοικιασμένο σπίτι, το «Lynton» (τώρα Νο 141), Maybury Road, στο κέντρο της πόλης για κάτι λιγότερο από 18 μήνες και παντρεύτηκαν στο ληξιαρχείο του St Pancras τον Οκτώβρη του 1895. Η σύντομη περίοδος του στο Woking ήταν ίσως η πιο δημιουργική και παραγωγική ολάκερης της συγγραφικής του καρριέρας. Ενώ ήταν εκεί, σχεδίασε κι έγραψε το The War of the Worlds και το The Time Machine, ολοκλήρωσε το The Island of Doctor Moreau, έγραψε και δημοσίευσε το The Wonderful Visit και το The Wheels of Chance κι άρχισε να γράφει άλλα 2 βιβλία, When the Sleeper Wakes and Love και Mr Lewisham.
Τέλη του καλοκαιριού του 1896, ο Γουέλς κι η Τζέιν μετακόμισαν σε μεγαλύτερο σπίτι στο Worcester Park, κοντά στο Kingston upon Thames, για 2 χρόνια. Αυτό κράτησε μέχρι που η κακή υγεία του τους οδήγησε στο Sandgate, κοντά στο Folkestone, όπου έχτισε μεγάλο οικογενειακό σπίτι, το Spade House, το 1901. Είχε 2 γιους με την Τζέιν: τον Τζορτζ Φίλιπ (γνωστός ως “Gip”, 1901-1985) και τον Φρανκ Ρίτσαρντ (1903-1982) (παππού του σκηνοθέτη Σάιμον Γουέλς). Η Jane πέθανε στις 6 Οκτωβρη 1927, στο Dunmow, στα 55, γεγονός που τον άφησε συντετριμμένο. Αποτεφρώθηκε στο Golders Green, με φίλους του ζευγαριού παρόντες, συμπεριλαμβανομένου του George Bernard Shaw.
Ο Γουέλς είχε πολλές ερωτικές σχέσεις. Η Dorothy Richardson ήτανε φίλη που είχε σύντομη σχέση που οδήγησε σε εγκυμοσύνη κι αποβολή, το 1907. Η σύζυγος του Γουέλς ήταν συμμαθήτρια του Ρίτσαρντσον. Τον Δεκέμβρη του 1909, απέκτησε κόρη, την Άννα-Τζέιν, με τη συγγραφέα Άμπερ Ριβς, που τους γονείς, Γουίλιαμ και Μοντ Πέμπερ Ριβς, είχε γνωρίσει μέσω της Φαβιανής Εταιρείας. Η Άμπερ είχε παντρευτεί τον δικηγόρο Γ. Ρ. Μπλάνκο Γουάιτ τον Ιούλιο του ίδιου έτους, όπως συνδιοργάνωσε ο Γουέλς. Αφού η Μπεατρίς Γουέμπ εξέφρασε την αποδοκιμασία της για την «άθλια ίντριγκα» του Γουέλς με την Άμπερ, απάντησε επικρίνοντας την Μπεατρίς Γουέμπ και τον σύζυγό της Σίντνεϊ Γουέμπ στο μυθιστόρημά του The New Machiavelli του 1911 ως «Altiora και Oscar Bailey», ζευγάρι κοντόφθαλμων, αστών χειραγωγών. Μεταξύ 1910 και 1913, η μυθιστοριογράφος Elizabeth von Arnim ήταν από τις ερωμένες του. Το 1914, απέκτησε γιο, τον Άντονι Γουέστ (1914-1987), από τη μυθιστοριογράφο και φεμινίστρια Ρεμπέκα Γουέστ, 26 χρόνια νεότερή του. Το 1920-21, και κατά διαστήματα μέχρι το θάνατό του, είχε ερωτική σχέση με την Αμερικανίδα ακτιβίστρια ελέγχου των γεννήσεων Margaret Sanger.
Μεταξύ 1924 και 1933, είχε σχέση με την 22χρονη νεότερη Ολλανδή τυχοδιώκτρια και συγγραφέα Οντέτ Κιουν, που έζησε στο Λου Πιντού, σπίτι που έχτισαν μαζί στο Γκρας της Γαλλίας. Της αφιέρωσε το μεγαλύτερο βιβλίο του (The World of William Clissold, 1926). Όταν επισκέφθηκε τον Μαξίμ Γκόρκι στη Ρωσία το 1920, είχε κοιμηθεί με την ερωμένη του, Μούρα Μπούντμπεργκ, τότε ακόμα κόμισσα Μπένκεντορφ και 27 χρόνια νεότερή του. Το 1933, όταν έφυγε από τον Γκόρκι και μετανάστευσε στο Λονδίνο, η σχέση τους ανανεώθηκε και τον φρόντισε μέχρι την τελευταία του ασθένεια. Tης ζήτησε επανειλημμένα να τον παντρευτεί, αλλά η Μπούντμπεργκ απέρριψε έντονα τις προτάσεις του. Στο Πείραμα στην Αυτοβιογραφία (1934), ο Γουέλς έγραψε: «Δεν ήμουν ποτέ μεγάλος αμοραλιστής, αν κι έχω αγαπήσει πολλούς ανθρώπους πολύ βαθιά». Το μυθιστόρημα του David Lodge A Man of Parts (2011) -«αφήγηση βασισμένη σε πραγματικές πηγές» (σημείωμα του συγγραφέα)- δίνει πειστική και γενικά συμπαθητική περιγραφή των σχέσεων του Wells με τις γυναίκες που αναφέρθηκαν παραπάνω κι άλλες.

Μερικά από τα 1α μυθιστορήματά του, που ονομάζονται επιστημονικά ειδύλλια, εφηύραν διάφορα θέματα που είναι πλέον κλασσικά στην ΕΦ σ’ έργα όπως Η μηχανή του χρόνου, Το νησί του γιατρού Μορό, Ο αόρατος άνθρωπος, Ο πόλεμος των κόσμων, Όταν ξυπνάει ο κοιμισμένος κι Οι πρώτοι άνθρωποι στο φεγγάρι. Έγραψε επίσης ρεαλιστικά μυθιστορήματα που έλαβαν κριτική αναγνώριση, συμπεριλαμβανομένου του Kipps και κριτικής του αγγλικού πολιτισμού στην εδουαρδιανή περίοδο, Tono-Bungay. Έγραψε επίσης δεκάδες διηγήματα και νουβέλες, συμπεριλαμβανομένου του “The Flowering of the Strange Orchid”, που βοήθησε να φέρει τον πλήρη αντίκτυπο των επαναστατικών βοτανικών ιδεών του Δαρβίνου σ’ ευρύτερο κοινό κι ακολουθήθηκε από πολλές μεταγενέστερες επιτυχίες όπως το “The Country of the Blind” (1904).
Ο συγγραφέας James E. Gunn υποστήριξε ότι από τις σημαντικότερες συνεισφορές του στο είδος της ΕΦ ήταν η προσέγγισή του, αναφερόμενος σε αυτό ως το «νέο σύστημα ιδεών» του. Θεώρησε ότι ο συγγραφέας πρέπει πάντα να προσπαθεί να κάνει την ιστορία όσο το δυνατόν πιο αξιόπιστη, ακόμη κι αν ο συγγραφέας κι ο αναγνώστης γνώριζαν ότι ορισμένα στοιχεία είναι αδύνατα, επιτρέποντας στον αναγνώστη να δεχτεί τις ιδέες ως κάτι που θα μπορούσε πραγματικά να συμβεί, που σήμερα αναφέρεται ως «το εύλογο αδύνατο» κι «αναστολή της δυσπιστίας». Ενώ ούτε η αορατότητα ούτε το ταξίδι στο χρόνο ήταν νέα κερδοσκοπική μυθοπλασία, πρόσθεσε αίσθηση ρεαλισμού στις έννοιες που οι αναγνώστες δεν ήταν εξοικειωμένοι. Συνέλαβε την ιδέα της χρήσης οχήματος που επιτρέπει σε χειριστή να ταξιδεύει σκόπιμα κι επιλεκτικά προς τα εμπρός ή προς τα πίσω στο χρόνο. Ο όρος «μηχανή του χρόνου», που επινοήθηκε από τον Wells, χρησιμοποιείται σχεδόν παγκοσμίως για να αναφερθεί σε τέτοιο όχημα. Εξήγησε ότι ενώ έγραφε τη Μηχανή του Χρόνου, συνειδητοποίησε ότι «όσο πιο αδύνατη ήταν η ιστορία που έπρεπε να πω, τόσο πιο συνηθισμένο πρέπει να ήταν το σκηνικό κι οι συνθήκες που τώρα τοποθετώ τον Ταξιδιώτη του Χρόνου ήταν το μόνο που μπορούσα να φανταστώ για σταθερές ανέσεις της ανώτερης τάξης». Στο “Wells’s Law”, ιστορία ΕΦ θα πρέπει να περιέχει μόνο μία εξαιρετική υπόθεση. Ως εκ τούτου, ως δικαιολογία για το αδύνατο, χρησιμοποίησε επιστημονικές ιδέες και θεωρίες. Η πιο γνωστή δήλωσή του για τον «νόμο» εμφανίζεται στην εισαγωγή του σε συλλογή έργων του που δημοσιεύθηκε το 1934:
“Μόλις ολοκληρωθεί το μαγικό κόλπο, όλη η δουλειά του συγγραφέα φαντασίας είναι να κρατήσει όλα τ’ άλλα ανθρώπινα κι αληθινά. Οι πινελιές πεζής λεπτομέρειας είναι επιτακτικές κι αυστηρή τήρηση της υπόθεσης. Οποιαδήποτε επιπλέον φαντασίωση έξω απ’ την υπόθεση δίνει αμέσως άγγιγμα ανεύθυνης ανοησίας στην εφεύρεση“.
Ο Δρ Griffin, Ο Αόρατος Άνθρωπος είναι λαμπρός ερευνητής επιστήμονας που ανακαλύπτει μέθοδο αορατότητας, αλλά δε μπορεί ν’ αντιστρέψει τη διαδικασία. Λάτρης της τυχαίας κι ανεύθυνης βίας, έχει γίνει εμβληματικός χαρακτήρας στη μυθοπλασία τρόμου. Το νησί του γιατρού Moreau βλέπει ναυαγό ν’ αφήνεται στο νησί-σπίτι του γιατρού Moreau, τρελλού επιστήμονα που δημιουργεί ανθρώπινα υβριδικά όντα από ζώα μέσω ζωοτομίας. Η 1η απεικόνιση της ανάτασης, ασχολείται με σειρά φιλοσοφικών θεμάτων, συμπεριλαμβανομένου του πόνου και της σκληρότητας, της ηθικής ευθύνης, της ανθρώπινης ταυτότητας και της ανθρώπινης παρέμβασης στη φύση. Στο The First Men in the Moon, χρησιμοποιήθηκε η ιδέα της ραδιοεπικοινωνίας μεταξύ αστρονομικών αντικειμένων, σημείο πλοκής εμπνευσμένο από τον ισχυρισμό του Nikola Tesla ότι είχε λάβει ραδιοσήματα από τον Άρη. Εκτός από την ΕΦ, παρήγαγε έργα που ασχολούνται με μυθολογικά όντα όπως άγγελος στο The Wonderful Visit (1895) και γοργόνα στο The Sea Lady (1902).

Αν και το Tono-Bungay δεν είναι μυθιστόρημα ΕΦ, η ραδιενεργός διάσπαση παίζει μικρό αλλά επακόλουθο ρόλο σ’ αυτό. Η ραδιενεργός διάσπαση παίζει πολύ μεγαλύτερο ρόλο στο The World Set Free (1914), βιβλίο αφιερωμένο στον Frederick Soddy, που θα λάβει Νόμπελ για την απόδειξη της ύπαρξης ραδιενεργών ισοτόπων. Αυτό το βιβλίο περιέχει αυτό που είναι σίγουρα το μεγαλύτερο προφητικό χτύπημά του, με τη 1η περιγραφή πυρηνικού όπλου (που ονόμασε «ατομικές βόμβες»). Οι επιστήμονες της εποχής γνώριζαν καλά ότι η φυσική διάσπαση του ραδίου απελευθερώνει ενέργεια με αργό ρυθμό για χιλιάδες χρόνια. Ο ρυθμός απελευθέρωσης είναι πολύ αργός για να ‘χει πρακτική χρησιμότητα, αλλά το συνολικό ποσό που απελευθερώνεται είναι τεράστιο. Το μυθιστόρημα περιστρέφεται γύρω από απροσδιόριστη εφεύρεση που επιταχύνει τη διαδικασία της ραδιενεργού αποσύνθεσης, παράγοντας βόμβες που εκρήγνυνται με τη δύναμη των συνηθισμένων υψηλών εκρηκτικών -αλλά που «συνεχίζουν να εκρήγνυνται» για μέρες στο τέλος. «Τίποτα δε θα μπορούσε να ‘ναι πιο προφανές στους ανθρώπους των αρχών του 20ού αι., από τη ταχύτητα που ο πόλεμος γινόταν αδύνατος, αλλά δεν το είδαν μέχρι που οι ατομικές βόμβες σκάσανε στα χέρια τους». Το 1932, ο φυσικός κι εμπνευστής της πυρηνικής αλυσιδωτής αντίδρασης Leó Szilárd διάβασε το The World Set Free (την ίδια χρονιά που ο Sir James Chadwick ανακάλυψε το νετρόνιο), στο βιβλίο που ‘γραψε στα απομνημονεύματά του είχε κάνει «πολύ μεγάλη εντύπωση σε μένα». Το 1934, ο Szilárd πήρε τις ιδέες του γι’ αλυσιδωτή αντίδραση στο Βρεττανικό Γραφείο Πολέμου κι αργότερα στο Ναυαρχείο, αναθέτοντας το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας του στο Ναυαρχείο για να κρατήσει τα νέα από το να πέσουνε στη προσοχή της ευρύτερης επιστημονικής κοινότητας. Έγραψε: «Γνωρίζοντας τι θα σήμαινε αυτό -αλυσιδωτή αντίδραση- και το ‘ξερα επειδή είχα διαβάσει τον H.G. Wells- δεν ήθελα αυτή η πατέντα να δημοσιοποιηθεί».
Ο Γουέλς έγραψε επίσης μη μυθοπλασία. Το 1ο του μπεστ-σέλλερ ήταν το Anticipations of the Reaction of Mechanical and Scientific Progress on Human Life and Thought (1901). Όταν αρχικά δημοσιεύτηκε σε συνέχειες σε περιοδικό, είχε υπότιτλο “An Experiment in Prophecy” και θεωρείται το πιο ρητά φουτουριστικό έργο του. Πρόσφερε το άμεσο πολιτικό μήνυμα των προνομιούχων τμημάτων της κοινωνίας που συνέχιζαν να αποκλείουν ικανούς άνδρες από άλλες τάξεις από τη πρόοδο μέχρι ο πόλεμος ν’ αναγκάσει να προσληφθούν οι πιο ικανοί, παρά οι παραδοσιακές ανώτερες τάξεις, ως ηγέτες. Προβλέποντας πώς θα ‘ταν ο κόσμος το έτος 2000, το βιβλίο είναι ενδιαφέρον για τις επιτυχίες του (τραίνα κι αυτοκίνητα που είχαν ως αποτέλεσμα τη διασπορά των πληθυσμών από τις πόλεις στα προάστια, οι ηθικοί περιορισμοί μειώνονται καθώς οι άνδρες κι οι γυναίκες αναζητούν μεγαλύτερη σεξουαλική ελευθερία, η ήττα του γερμανικού μιλιταρισμού κι η ύπαρξη μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης) όσο και για τις αστοχίες του (δεν περίμενε πετυχημένα αεροσκάφη πριν από το 1950, και δήλωσε ότι «η φαντασία μου αρνείται να δει οποιοδήποτε είδος υποβρυχίου να κάνει οτιδήποτε άλλο παρά να πνίξει το πλήρωμα και τον ιδρυτή του στη θάλασσα»).
Το μπεστ-σέλλερ 2τομο έργο του, The Outline of History (1920), εγκαινίασε νέα εποχή εκλαϊκευμένης παγκόσμιας ιστορίας. Έλαβε μικτή κριτική απάντηση από επαγγελματίες ιστορικούς. Ωστόσο, ήτανε πολύ δημοφιλές στο γενικό πληθυσμό και τον έκανε πλούσιο. Πολλοί άλλοι συγγραφείς ακολούθησαν με δικά τους «Περιγράμματα» σ’ άλλα θέματα. Επανέλαβε το Περίγραμμά του το 1922 με πολύ μικρότερο δημοφιλές έργο, το A Short History of the World, βιβλίο ιστορίας που επαινέθηκε από τον Άλμπερτ Αϊνστάιν και 2 μακροχρόνιες προσπάθειες, The Science of Life (1930) -γραμμένο με τον γιο του G.P. Wells και τον εξελικτικό βιολόγο Julian Huxley, και The Work, Wealth and Happiness of Mankind (1931). Τα «Περιγράμματα» έγιναν αρκετά συνηθισμένα ώστε ο James Thurber να παρωδήσει τη τάση στο χιουμοριστικό δοκίμιό του, «An Outline of Scientists» -πράγματι, το Wells’s Outline of History παραμένει σ’ έντυπη μορφή με νέα έκδοση του 2005, ενώ το A Short History of the World έχει επανεκδοθεί (2006).

Από πολύ νωρίς στη καρριέρα του, αναζήτησε καλύτερο τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας κι έγραψε σειρά από ουτοπικά μυθιστορήματα. Το 1ο από αυτά ήταν το A Modern Utopia (1905), το οποίο δείχνει μια παγκόσμια ουτοπία με «όχι εισαγωγές αλλά μετεωρίτες και καθόλου εξαγωγές». 2 ταξιδιώτες από τον κόσμο μας εμπίπτουν στην εναλλακτική ιστορία του. Οι άλλοι συνήθως ξεκινούν με τον κόσμο να σπεύδει προς τη καταστροφή, μέχρι οι άνθρωποι να συνειδητοποιήσουν καλύτερο τρόπο ζωής: είτε από μυστηριώδη αέρια από κομήτη που κάνουν τους ανθρώπους να συμπεριφέρονται ορθολογικά κι εγκαταλείπουν ευρωπαϊκό πόλεμο (In the Days of the Comet (1906)), είτε από παγκόσμιο συμβούλιο επιστημόνων που αναλαμβάνει, όπως στο The Shape of Things to Come (1933, που μετά διασκεύασε για τη ταινία ο Αλεξάντερ Κόρντα το 1936, Things to Come). Αυτό έδειξε, με μεγάλη ακρίβεια, τον επικείμενο Παγκόσμιο Πόλεμο, με πόλεις να καταστρέφονται από εναέριες βόμβες. Απεικόνισε επίσης την άνοδο των φασιστών δικτατόρων στο The Autocracy of Mr Parham (1930) και στο The Holy Terror (1939). Το Men Like Gods (1923) είναι επίσης ουτοπικό μυθιστόρημα. Ο Γουέλς εκείνη τη περίοδο θεωρήθηκε σα προσωπικότητα με τεράστια επιρροή. Ο κριτικός λογοτεχνίας Malcolm Cowley δήλωσε: «μέχρι την ηλικία των 40, η επιρροή του ήταν ευρύτερη από οποιονδήποτε άλλο εν ζωή Άγγλο συγγραφέα».
Ο Wells εξετάζει τις ιδέες της φύσης και της ανατροφής κι αμφισβητεί την ανθρωπότητα σε βιβλία όπως το The First Men in the Moon, όπου η φύση καταπιέζεται εντελώς από την ανατροφή και το The Island of Doctor Moreau όπου ισχυρή παρουσία της φύσης είναι απειλή για πολιτισμένη κοινωνία. Δεν κατέληξαν όλα τα επιστημονικά του ειδύλλια σε ουτοπία κι έγραψε επίσης δυστοπικό μυθιστόρημα, Όταν ξυπνάει ο κοιμισμένος (1899, ξαναγραμμένο ως The Sleeper Awakes, 1910), που δείχνει μελλοντική κοινωνία όπου οι τάξεις έχουνε διαχωριστεί όλο και περισσότερο, οδηγώντας σ’ εξέγερση των μαζών εναντίον των κυβερνώντων. Το νησί του γιατρού Moreau είναι ακόμα πιο σκοτεινό. Ο αφηγητής, έχοντας παγιδευτεί σε ένα νησί ζώων που ζωοποιήθηκαν (ανεπιτυχώς) σε ανθρώπους, τελικά επιστρέφει στην Αγγλία. Όπως ο Γκιούλιβερ στην επιστροφή του από τους Houyhnhnms, αδυνατεί ν’ αποτινάξει τις αντιλήψεις των συνανθρώπων του ως ελάχιστα πολιτισμένα θηρία, επιστρέφοντας σιγά-σιγά στη ζωώδη φύση τους.
Έγραψε επίσης τον πρόλογο για τη 1η έκδοση των ημερολογίων του W.N.P. Barbellion, The Journal of a Disappointed Man, που δημοσιεύθηκε το 1919. Δεδομένου ότι το “Barbellion” ήταν το ψευδώνυμο του πραγματικού συγγραφέα, πολλοί κριτικοί πίστευαν ότι ο Wells ήταν ο πραγματικός συγγραφέας του περιοδικού. Πάντα το αρνιόταν, παρά το γεγονός ότι ήταν γεμάτος επαίνους γι’ αυτό.
Το 1927, η Καναδή δασκάλα και συγγραφέας Φλόρενς Ντικς μήνυσε ανεπιτυχώς την Γουέλς για παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων και παραβίαση εμπιστοσύνης, υποστηρίζοντας ότι μεγάλο μέρος του Περιγράμματος της Ιστορίας είχε λογοκλαπεί από το αδημοσίευτο χειρόγραφό της, The Web of the World’s Romance, που ‘χε περάσει σχεδόν 9 μήνες στα χέρια του Καναδού εκδότη του Γουέλς, Macmillan Canada. Ωστόσο, ορκίστηκε στη δίκη ότι το χειρόγραφο παρέμεινε στο Τορόντο υπό τη φύλαξη του Macmillan κι ότι δε γνώριζε καν ότι υπήρχε, πόσο μάλλον ότι το είδε. Το δικαστήριο δεν βρήκε καμμία απόδειξη αντιγραφής κι αποφάσισε ότι οι ομοιότητες οφείλονταν στο γεγονός ότι τα βιβλία είχαν παρόμοια φύση κι οι 2 συγγραφείς είχανε πρόσβαση στις ίδιες πηγές. Η υπόθεση πήγε σ’ έφεση από τα καναδικά δικαστήρια στη Δικαστική Επιτροπή του Privy Council, τότε το ανώτατο εφετείο της Βρεττανικής Αυτοκρατορίας, που απέρριψε την έφεση στην υπόθεση Deeks v Wells. Το 2000, ο A.B. McKillop, καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Carleton, παρήγαγε βιβλίο για την υπόθεση, The Spinster &; The Prophet: Florence Deeks, H.G. Wells, and the Mystery of the Purloined Past. Σύμφωνα με τον McKillop, η αγωγή ήταν ανεπιτυχής λόγω της προκατάληψης εναντίον γυναίκας που μήνυσε γνωστό και διάσημο άνδρα συγγραφέα και ζωγραφίζει λεπτομερή ιστορία βασισμένη στα περιστασιακά αποδεικτικά στοιχεία της υπόθεσης. Το 2004, ο Denis N. Magnusson, ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Queen’s του Οντάριο, δημοσίευσε άρθρο σχετικά με την υπόθεση Deeks v. Wells. Αυτό επανεξετάζει την υπόθεση σε σχέση με το βιβλίο του McKillop. Ενώ έχει κάποια συμπάθεια για τη Deeks, υποστηρίζει ότι είχε αδύναμη υπόθεση που δεν παρουσιάστηκε καλά και παρ’ όλο που μπορεί να αντιμετώπισε σεξισμό από τους δικηγόρους της, έλαβε δίκαιη δίκη, προσθέτοντας ότι ο νόμος που εφαρμόζεται είναι ουσιαστικά ο ίδιος νόμος που θα εφαρμοζόταν σε παρόμοια υπόθεση σήμερα (2004).
Το 1933, ο Γουέλς προέβλεψε στο The Shape of Things to Come ότι ο παγκόσμιος πόλεμος φοβόταν ότι θα ξεκινούσε το Γενάρη του 1940, πρόβλεψη που τελικά επαληθεύτηκε 4 μήνες νωρίτερα, τον Σεπτέμβρη του 1939, με το ξέσπασμα του Β’ Παγκ. Πολ.

Το 1936, ενώπιον του Βασιλικού Ιδρύματος, ζήτησε τη σύνταξη συνεχώς αναπτυσσόμενης και μεταβαλλόμενης Παγκόσμιας Εγκυκλοπαίδειας, που θα αναθεωρηθεί από εξαιρετικές αρχές και θα γίνει προσβάσιμη σε κάθε ανθρώπινο ον. Παρουσίασε επίσης την αντίληψή του για παγκόσμια εγκυκλοπαίδεια στο Παγκόσμιο Συνέδριο Παγκόσμιας Τεκμηρίωσης στο Παρίσι το 1937. Το 1938, δημοσίευσε μια συλλογή δοκιμίων για τη μελλοντική οργάνωση της γνώσης και της εκπαίδευσης, World Brain, συμπεριλαμβανομένου του δοκιμίου “The Idea of a Permanent World Encyclopaedia”.
Πριν από το 1933, τα βιβλία του Γουέλς διαβάζονταν ευρέως στη Γερμανία και την Αυστρία και τα περισσότερα από τα έργα ΕΦ του είχαν μεταφραστεί λίγο μετά τη δημοσίευσή τους. Μέχρι το 1933, είχε προσελκύσει τη προσοχή των Γερμανών αξιωματούχων λόγω της κριτικής του για τη πολιτική κατάσταση στη Γερμανία και στις 10 Μάη 1933, τα βιβλία του κάηκαν από τη ναζιστική νεολαία στην Opernplatz του Βερολίνου κι απαγορεύτηκαν από βιβλιοθήκες και βιβλιοπωλεία. Ο Γουέλς, ως πρόεδρος της PEN International (Ποιητές, Δοκιμιογράφοι, Μυθιστοριογράφοι), εξόργισε τους Ναζί επιβλέποντας την αποβολή της γερμανικής λέσχης PEN από τον διεθνή οργανισμό το 1934 μετά την άρνηση της γερμανικής PEN να δεχτεί μη Άριους συγγραφείς ως μέλη της. Σε συνέδριο PEN στη Ραγκούσα, αρνήθηκε να υποκύψει στους συμπαθούντες των Ναζί που απαίτησαν να εμποδιστεί ο εξόριστος συγγραφέας Ernst Toller να μιλήσει. Κοντά στο τέλος του Β’ Παγκ. Πολ., οι συμμαχικές δυνάμεις ανακάλυψαν ότι τα SS είχαν συντάξει καταλόγους ατόμων που προορίζονταν για άμεση σύλληψη στη διάρκεια της εισβολής στη Βρεττανία στην εγκαταλελειμμένη επιχείρηση Sea Lion, με τον Wells να περιλαμβάνεται στον αλφαβητικό κατάλογο της «Μαύρης Βίβλου».
Αναζητώντας πιο δομημένο τρόπο για να παίξει πολεμικά παιχνίδια, έγραψε το Floor Games (1911) ακολουθούμενο από το Little Wars (1913), που ‘θεσε κανόνες για τη διεξαγωγή μαχών με στρατιώτες-παιχνίδια (μινιατούρες). Ειρηνιστής πριν απ’ τον Α’ Παγκ. Πόλ., δήλωσε «πόσο καλύτερος είναι αυτός ο συμπαθής μικροσκοπικός πόλεμος από τον πραγματικό». Σύμφωνα με τον Wells, η ιδέα του παιχνιδιού αναπτύχθηκε από επίσκεψη του φίλου του Jerome K. Jerome. Μετά το δείπνο, άρχισε να πυροβολεί στρατιώτες με κανόνι παιχνιδιών κι ο Wells συμμετείχε για ν’ ανταγωνιστεί.
Τον Αύγουστο του 1914, αμέσως μετά το ξέσπασμα του Α’ Π.Π., δημοσίευσε σειρά άρθρων σ’ εφημερίδες του Λονδίνου που στη συνέχεια εμφανίστηκαν ως βιβλίο με τίτλο Ο πόλεμος που θα τερματίσει τον πόλεμο. Επινόησε την έκφραση με την ιδεαλιστική πεποίθηση ότι το αποτέλεσμα του πολέμου θα καθιστούσε αδύνατη μελλοντική σύγκρουση. Κατηγόρησε τις Κεντρικές Δυνάμεις για τον ερχομό του πολέμου κι υποστήριξε ότι μόνον η ήττα του γερμανικού μιλιταρισμού θα μπορούσε να φέρει τέλος στον πόλεμο. Χρησιμοποίησε τη συντομότερη μορφή της φράσης, «ο πόλεμος για τον τερματισμό του πολέμου», στο In the Fourth Year (1918), που σημείωσε ότι η φράση «τέθηκε σε κυκλοφορία» το 2ο 6μηνο του 1914. Στη πραγματικότητα, είχε γίνει από τις πιο κοινές φράσεις του πολέμου.
Το 1918, ο Γουέλς εργάστηκε για το Βρεττανικό Γραφείο Πολεμικής Προπαγάνδας, που ονομάζεται επίσης Wellington House. Ήταν επίσης απ’ τους 53 κορυφαίους Βρεττανούς συγγραφείς -αριθμός που περιελάμβανε τον Κίπλινγκ, τον Τόμας Χάρντι και τον Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ– που υπέγραψαν στη «Διακήρυξη των Συγγραφέων». Αυτό το μανιφέστο δήλωνε ότι η γερμανική εισβολή στο Βέλγιο ήτανε βάναυσο έγκλημα κι ότι η Βρεττανία «δεν θα μπορούσε χωρίς ατίμωση ν’ αρνηθεί να συμμετάσχει στον παρόντα πόλεμο».
Ο Γουέλς επισκέφθηκε τη Ρωσία 3 φορές: το 1914, το 1920 και το 1934. Μετά τις επισκέψεις του στην Πετρούπολη και τη Μόσχα, το Γενάρη του 1914, επέστρεψε στην Αγγλία, «ένθερμος ρωσόφιλος». Οι απόψεις του καταγράφηκαν σε άρθρο εφημερίδας, “Russia and England: A Study on Contrasts”, που δημοσιεύθηκε στην The Daily News την 1η Φλεβάρη 1941 και στο μυθιστόρημά του Joan and Peter (1918). Στη διάρκεια της 2ης επίσκεψής του, είδε τον παλιό του φίλο Γκόρκι και με τη βοήθειά του, συναντήθηκε με τον Βλαντιμίρ Λένιν. Στο βιβλίο του Russia in the Shadows, απεικόνισε τη Ρωσία ν’ ανακάμπτει από συνολική κοινωνική κατάρρευση, «τη πληρέστερη που έχει συμβεί ποτέ σε οποιαδήποτε σύγχρονη κοινωνική οργάνωση». Στις 23 Ιουλίου 1934, αφού επισκέφθηκε τον πρόεδρο των ΗΠΑ Φραγκλίνο Ρούσβελτ, πήγε στη Σοβιετική Ένωση και πήρε συνέντευξη από τον Ιωσήφ Στάλιν για 3 ώρες για το περιοδικό New Statesman, κάτι που ήταν εξαιρετικά σπάνιο κείνη την εποχή. Είπε στον Στάλιν πώς είχε δει «τα χαρούμενα πρόσωπα των υγιών ανθρώπων» σε αντίθεση με την προηγούμενη επίσκεψή του στη Μόσχα το 1920. Ωστόσο, επέκρινε επίσης την ανομία, τις ταξικές διακρίσεις, τη κρατική βία και την απουσία ελεύθερης έκφρασης. Ο Στάλιν απόλαυσε τη συζήτηση κι απάντησε ανάλογα. Ως πρόεδρος της PEN International μ’ έδρα το Λονδίνο, που προστάτευε τα δικαιώματα των συγγραφέων να γράφουνε χωρίς να εκφοβίζονται, ήλπιζε ότι με το ταξίδι του θα μπορούσε να κερδίσει τον Στάλιν με τη δύναμη των επιχειρημάτων. Πριν φύγει, συνειδητοποίησε ότι καμμία μεταρρύθμιση δεν επρόκειτο να συμβεί στο εγγύς μέλλον.
Η μεγαλύτερη λογοτεχνική παραγωγή του Γουέλς συνέβη πριν από τον Α’Π.Π., σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Τζορτζ Όργουελ τονε περιέγραψε ως «πολύ λογικό για να κατανοήσει τον σύγχρονο κόσμο» και «από το 1920 έχει σπαταλήσει τα ταλέντα του σκοτώνοντας χάρτινους δράκους». Ο G.K. Chesterton χαριτολογώντας: «Ο κ. Wells είναι ένας γεννημένος αφηγητής που έχει πουλήσει το αναφαίρετο δικαίωμά του για δοχείο κριτικής».

Ο Γουέλς είχε διαβήτη κι ήτανε συνιδρυτής το 1934 της Διαβητικής Ένωσης (τώρα Diabetes UK, η κορυφαία φιλανθρωπική οργάνωση για άτομα με διαβήτη στη Βρεττανία). Στις 28 Οκτώβρη 1940, στο ραδιοφωνικό σταθμό KTSA στο Σαν Αντόνιο του Τέξας, έδωσε ραδιοφωνική συνέντευξη στον Όρσον Γουέλς, που 2 χρόνια νωρίτερα είχε εκτελέσει διάσημη ραδιοφωνική προσαρμογή του Πολέμου των Κόσμων. Στη διάρκεια της συνέντευξης, από τον Charles C Shaw, ραδιοφωνικό παρουσιαστή του KTSA, ο Wells παραδέχτηκε την έκπληξή του για την αίσθηση που προέκυψε από την εκπομπή, αλλά αναγνώρισε το χρέος του στον Welles για την αύξηση των πωλήσεων ενός από τους «πιο σκοτεινούς» τίτλους του.
Ο Γουέλς πέθανε στις 13 Αυγούστου 1946, σε ηλικία 79 ετών, στο σπίτι του στο 13 Hanover Terrace, με θέα στο Regent’s Park του Λονδίνου. Φουτουριστής κι «οραματιστής», προέβλεψε την έλευση αεροσκαφών, τανκς, διαστημικών ταξιδιών, πυρηνικών όπλων, δορυφορικής τηλεόρασης και κάτι που μοιάζει με τον Παγκόσμιο Ιστό. Υποστηρίζοντας ότι «τα οράματά του για το μέλλον παραμένουν αξεπέραστα», ο John Higgs, συγγραφέας του Stranger Than We Can Imagine: Making Sense of the Twentieth Century, δηλώνει ότι στα τέλη του 19ου αι. ο Wells «είδε τον επόμενο αιώνα πιο καθαρό από οποιονδήποτε άλλο. Προέβλεψε πολέμους στον αέρα, τη σεξουαλική επανάσταση, τις μηχανοκίνητες μεταφορές που προκάλεσαν την ανάπτυξη των προαστίων και πρωτο-Βικιπαίδεια που ονόμασε «παγκόσμιο εγκέφαλο». Στο μυθιστόρημά του The World Set Free, φαντάστηκε «ατομική βόμβα» τρομακτικής δύναμης που θα έπεφτε από αεροπλάνα. Αυτή ήταν εξαιρετική διορατικότητα για συγγραφέα που έγραφε το 1913 κι έκανε βαθειά εντύπωση στον Τσώρτσιλ».
Πολλοί αναγνώστες έχουν χαιρετίσει τον Χ. Γ. Γουέλς και τον Τζορτζ Όργουελ ως είδη συγγραφέων, προικισμένων με αξιοσημείωτες κανονιστικές και προφητικές δυνάμεις. Ο Γουέλς ήταν το πρωτότυπο του 20ού αι. αυτής της λογοτεχνικής κενής φιγούρας: εφηύρε το ρόλο, διερεύνησε τις δυνατότητές του, ειδικά μέσω νέων μορφών πεζογραφίας και νέων τρόπων δημοσίευσης και καθόρισε τα όριά του. Ο αντίκτυπός του στον πολιτισμό του ήταν βαθύς. Όπως έγραψε ο Όργουελ, «Τα μυαλά όλων μας κι επομένως ο φυσικός κόσμος, θα ήταν αισθητά διαφορετικά αν ο Γουέλς δεν είχε υπάρξει ποτέ».

Στον πρόλογό του στην έκδοση του 1941 του The War in the Air, είχε δηλώσει ότι ο επιτάφιος του θα έπρεπε να είναι: «Σας το είπα. Καταραμένοι ανόητοι». Το σώμα του αποτεφρώθηκε στο κρεματόριο Golders Green στις 16 Αυγούστου 1946. Οι στάχτες του στη συνέχεια διασκορπίστηκαν στη Μάγχη στο Old Harry Rocks, το ανατολικότερο σημείο της ακτής Jurassic και περίπου 3,5 μίλια (5,6 χιλιόμετρα) από το Swanage στο Dorset. Αναμνηστική μπλε πλάκα προς τιμή του τοποθετήθηκε από το Συμβούλιο του Μείζονος Λονδίνου στο σπίτι του στο Regent’s Park το 1966.
Το 2011, ήταν μεταξύ ομάδας συγγραφέων ΕΦ που εμφανίστηκαν στη σειρά Prophets of Science Fiction, εκπομπή που παράγεται και φιλοξενείται από τον σκηνοθέτη Sir Ridley Scott, που δείχνει πώς οι προβλέψεις επηρέασαν την ανάπτυξη των επιστημονικών εξελίξεων, εμπνέοντας πολλούς αναγνώστες να βοηθήσουν στη μετατροπή αυτών των φουτουριστικών οραμάτων σε καθημερινή πραγματικότητα. Σε κριτική του 2013 για τη Μηχανή του Χρόνου για το περιοδικό New Yorker, ο Brad Leithauser γράφει: «Στη βάση του μεγάλου οραματικού κατορθώματος του Wells είναι αυτή η ορθολογική, τελικά επιστημονική προσπάθεια να πειράξει τις πιθανές μελλοντικές συνέπειες των σημερινών συνθηκών –όχι όπως θα μπορούσαν να προκύψουν σε λίγα χρόνια, ή ακόμα και δεκαετίες, αλλά χιλιετίες ως εκ τούτου, εποχές. Είναι ο Μεγάλος Προεκλογέας της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Όπως κανένας άλλος μυθιστοριογράφος πριν από αυτόν, αγκάλιασε τον «βαθύ χρόνο».
Ο Γουέλς ήτανε σοσιαλιστής και μέλος της Φαβιανής Εταιρείας. Ήταν υποψήφιος του Εργατικού Κόμματος για το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου στις γενικές εκλογές του 1922 και του 1923.
Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ ήταν φανατικός αναγνώστης των βιβλίων του Γουέλς. Αφού συναντήθηκαν για 1η φορά το 1902, κράτησαν επαφή μέχρι το θάνατο του Wells το 1946. Ως υφυπουργός, ο Τσώρτσιλ δανείστηκε γραμμές από τον Γουέλς για τις πιο διάσημες 1ες ομιλίες ορόσημα το 1906. Ως πρωθυπουργός, η φράση «η καταιγίδα συγκέντρωσης» -που χρησιμοποιήθηκε από τον Τσώρτσιλ για να περιγράψει την άνοδο της ναζιστικής Γερμανίας- είχε γραφτεί από τον Γουέλς στον Πόλεμο των Κόσμων, που απεικονίζει επίθεση στη Βρεττανία από Αρειανούς. Τα εκτενή γραπτά του για την ισότητα και τα ανθρώπινα δικαιώματα, κυρίως το πιο σημαντικό έργο του, Τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (1940), έθεσαν τις βάσεις για την Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του 1948, που υιοθετήθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη λίγο μετά το θάνατό του.
Οι προσπάθειές του σχετικά με την Κοινωνία των Εθνών, που συνεργάστηκε στο έργο με τον Leonard Woolf με τα βιβλιαράκια Η Ιδέα μιας Κοινωνίας των Εθνών, Προλεγόμενα στη Μελέτη της Παγκόσμιας Οργάνωσης και Ο Δρόμος της Κοινωνίας των Εθνών, έγιναν απογοητευτικές καθώς η οργάνωση αποδείχθηκε αδύναμη ανίκανη να αποτρέψει τον Β’ Παγκ. Πόλ. που συνέβη προς το τέλος της ζωής του κι αύξησε μόνο την απαισιόδοξη πλευρά της φύσης του. Στο τελευταίο του βιβλίο Mind at the End of Its Tether (1945), σκέφτηκε ότι η ιδέα ότι η ανθρωπότητα αντικαθίσταται από άλλο είδος μπορεί να μην είναι κακή ιδέα. Αναφέρθηκε στην εποχή μεταξύ των 2 Παγκοσμίων Πολέμων ως «Η εποχή της απογοήτευσης».

Ο Γουέλς ήταν αρχικά αντίπαλος του σιωνισμού. Στις μέρες του κομήτη, οι Εβραίοι περιγράφονται ως παράσιτα στην ευρωπαϊκή κοινωνία. Ωστόσο, μετά έγινε ισχυρός υποστηρικτής της ίδρυσης εβραϊκού κράτους ως απάντηση στο Ολοκαύτωμα. Ήταν μέλος του The Other Club, κλαμπ εστίασης στο Λονδίνο. Οι απόψεις του για τον Θεό και τη θρησκεία άλλαξαν στη διάρκεια της ζωής του. Νωρίς αποστασιοποιήθηκε από τον Χριστιανισμό κι αργότερα από τον θεϊσμό. Τελικά, αργά στη ζωή του, ήταν ουσιαστικά αθεϊστής. Ο Martin Gardner συνοψίζει αυτή την εξέλιξη. Δεν είχε αντίρρηση στη χρήση της λέξης «Θεός», υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπονοούσε τίποτα που να μοιάζει με την ανθρώπινη προσωπικότητα. Στα ώριμα χρόνια του, ο Γουέλς πέρασε από φάση υπεράσπισης της έννοιας ενός «πεπερασμένου Θεού», παρόμοιου με τον θεό τέτοιων θεολόγων όπως ο Σάμιουελ Αλεξάντερ, ο Έντγκαρ Μπράιτμαν και ο Τσαρλς Χάρτσχορν. (Έγραψε ακόμη και βιβλίο γι’αυτό που ονομάζεται Θεός ο Αόρατος Βασιλιάς.) Αργότερα ο Γουέλς αποφάσισε ότι ήταν πραγματικά άθεος. Στο God the Invisible King (1917), ο Wells έγραψε ότι η ιδέα του για το Θεό δεν αντλούσε από τις παραδοσιακές θρησκείες του κόσμου:
“Αυτό το βιβλίο καθορίζει όσο το δυνατόν πιο βίαια και με ακρίβεια τη θρησκευτική πίστη του συγγραφέα. Που είναι βαθειά πίστη σε προσωπικό κι οικείο Θεό. … Θέτοντας τη κύρια ιδέα αυτού του βιβλίου πολύ χονδρικά, αυτές οι 2 ανταγωνιστικές τυπικές αντιλήψεις για το Θεό μπορούν να αντιπαραβληθούν καλύτερα μιλώντας για τη μία ως Θεό-ως-Φύση ή τον Δημιουργό και για την άλλη ως Θεό-ως-Χριστό ή τον Λυτρωτή. Ο ένας είναι ο μεγάλος Εξωτερικός Θεός. ο άλλος είναι ο Εσώτατος Θεός. Η πρώτη ιδέα αναπτύχθηκε ίσως πιο έντονα και ολοκληρωτικά στον Θεό του Σπινόζα. Είναι μια αντίληψη του Θεού που τείνει προς τον πανθεϊσμό, σε μια ιδέα ενός περιεκτικού Θεού που κυβερνά με δικαιοσύνη και όχι στοργή, σε μια αντίληψη αποστασιοποίησης και δέους λατρείας. Η δεύτερη ιδέα, η οποία έρχεται σε αντίθεση με αυτή την ιδέα ενός απόλυτου Θεού, είναι ο Θεός της ανθρώπινης καρδιάς. Ο συγγραφέας πρότεινε ότι το μεγάλο περίγραμμα των θεολογικών αγώνων εκείνης της φάσης του πολιτισμού και της παγκόσμιας ενότητας που παρήγαγε τον Χριστιανισμό, ήταν μια επίμονη αλλά ανεπιτυχής προσπάθεια να συγκεντρωθούν αυτές οι δύο διαφορετικές ιδέες για τον Θεό“.
Αργότερα στο έργο, ευθυγραμμίζεται με μια «αναγεννημένη ή σύγχρονη θρησκεία ούτε άθεος ούτε βουδιστής ούτε μωαμεθανός ούτε χριστιανός ότι έχει βρει μεγαλώνοντας στον εαυτό του».
Για το Χριστιανισμό, είπε: «Δεν είναι τώρα αλήθεια για μένα. Κάθε πιστός χριστιανός είναι, είμαι βέβαιος, ο πνευματικός μου αδελφός αλλά αν συστηματικά αποκαλούσα τον εαυτό μου Χριστιανό, αισθάνομαι ότι για τους περισσότερους άνδρες θα έπρεπε να υπονοώ πάρα πολλά και έτσι να πω ένα ψέμμα». Για άλλες θρησκείες του κόσμου, γράφει: «Όλες αυτές οι θρησκείες είναι αληθινές για μένα, όπως ο καθεδρικός ναός του Canterbury είναι αληθινό πράγμα κι όπως ένα ελβετικό σαλέ είναι αληθινό πράγμα. Εκεί είναι, κι έχουν υπηρετήσει σκοπό, έχουν εργαστεί. Μόνο που δεν είναι αλήθεια για μένα να ζω μέσα τους. Δεν δουλεύουν για μένα». Στο The Fate of Homo Sapiens (1939), ο Wells επέκρινε σχεδόν όλες τις θρησκείες και φιλοσοφίες του κόσμου, δηλώνοντας ότι «δεν υπάρχει κανένα δόγμα, κανένας τρόπος ζωής στον κόσμο που να ανταποκρίνεται πραγματικά στις ανάγκες της εποχής. Όταν έρθουμε να τα δούμε ψύχραιμα, όλες οι κύριες θρησκείες, πατριωτικά, ηθικά κι εθιμικά συστήματα που βρίσκουνε καταφύγιο σήμερα τα ανθρώπινα όντα, φαίνεται να βρίσκονται σε κατάσταση στριμωγμένων κι αμοιβαία καταστροφικών κινήσεων, όπως τα σπίτια και τα παλάτια κι άλλα κτίρια κάποιας τεράστιας, εκτεταμένης πόλης που εγκαταλείφθηκε από κατολίσθηση.

Η αντίθεση του Γουέλς στην οργανωμένη θρησκεία κορυφώθηκε το 1943 με τη δημοσίευση του βιβλίου του Crux Ansata, με υπότιτλο «Ένα κατηγορητήριο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας», που επιτέθηκε στον καθολικισμό, τον Πάπα Πίο XII και ζήτησε τον βομβαρδισμό της πόλης της Ρώμης.
Ο ιστορικός επιστημονικής φαντασίας John Clute περιγράφει τον Wells ως «τον πιο σημαντικό συγγραφέα που έχει δει ποτέ το είδος» και σημειώνει ότι το έργο του ήταν κεντρικό τόσο στη βρετανική όσο και στην αμερικανική επιστημονική φαντασία. Ο συγγραφέας και κριτικός επιστημονικής φαντασίας Algis Budrys δήλωσε ότι ο Wells «παραμένει ο εξαιρετικός εκθέτης τόσο της ελπίδας όσο και της απελπισίας, που ενσωματώνονται στην τεχνολογία και τα οποία είναι τα σημαντικότερα γεγονότα της ζωής στον κόσμο μας». Ήταν υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1921, το 1932, το 1935 και το 1946. Ο Γουέλς επηρέασε τόσο πολύ τη πραγματική εξερεύνηση του διαστήματος που οι κρατήρες στον Άρη και τη Σελήνη πήραν το όνομά του:
“Η ιδιοφυΐα του Γουέλς ήταν η ικανότητά του να δημιουργεί ροή ολοκαίνουργιων, εντελώς πρωτότυπων ιστοριών από το πουθενά. Η πρωτοτυπία ήταν η τηλεφωνική κάρτα του. Σε 6ετή περίοδο από το 1895-01, παρήγαγε σειρά από αυτό που αποκαλούσε «επιστημονικά ρομαντικά» μυθιστορήματα, που ήταν η Μηχανή του Χρόνου, το Νησί του Γιατρού Μορό, ο Αόρατος Άνθρωπος, ο Πόλεμο των Κόσμων & οι Πρώτοι Ανθρώποι στη Σελήνη. Αυτή ήταν εκθαμβωτική επίδειξη νέας σκέψης, που αντιγράφηκε ατελείωτα από τότε. Ένα βιβλίο όπως ο Πόλεμος των Κόσμων ενέπνευσε κάθε μία από τις χιλιάδες ιστορίες εξωγήινης εισβολής που ακολούθησαν. Έκαιγε το δρόμο του στη ψυχή της ανθρωπότητας και μας άλλαξε όλους για πάντα“.
— Ιστορικός πολιτισμού John Higgs, The Guardian.
Στη Βρεττανία, το έργο του ήτανε βασικό μοντέλο για το βρεττανικό «επιστημονικό ειδύλλιο» κι άλλους συγγραφείς με αυτόν τον τρόπο, όπως ο Όλαφ Στέιπλεντον, ο Τζέι Ντ. Μπέρεσφορντ, ο Σ. Φάουλερ Ράιτ κι η Ναόμι Μίτσισον, όλοι άντλησαν από το παράδειγμα του Wells. Άσκησε επίσης σημαντική επιρροή στη βρεττανική ΕΦ της περιόδου μετά το Β’ Παγκ. Πόλ. με τον Άρθουρ Κλαρκ και τον Άλντις να εκφράζουν έντονο θαυμασμό για το έργο του. Aυτοαποκαλούμενος θαυμαστής του, ο John Wyndham, συγγραφέας των The Day of the Triffids και The Midwich Cuckoos, απηχεί την εμμονή του Wells με τη καταστροφή και τα επακόλουθά της. Το πρώιμο έργο του (πριν από το 1920) έκανε τον Γουέλς λογοτεχνικό ήρωα του δυστοπικού μυθιστοριογράφου Τζορτζ Όργουελ. Μεταξύ των σύγχρονων Βρεττανών συγγραφέων ΕΦ, ο Stephen Baxter, ο Christopher Priest κι ο Adam Roberts έχουν όλοι αναγνωρίσει την επιρροή του στη γραφή τους. Κι οι 3 είναι αντιπρόεδροι της H.G. Wells Society. Είχε επίσης ισχυρή επιρροή στο Βρεττανό επιστήμονα J.B.S. Haldane, που έγραψε τον Δαίδαλο. ή, Science and the Future (1924), “The Last Judgement” κι “On Being the Right Size” από τη συλλογή δοκιμίων Possible Worlds (1927) και Biological Possibilities for the Human Species in the Next Ten Thousand Years (1963), που είναι εικασίες για το μέλλον της ανθρώπινης εξέλιξης και ζωής σε άλλους πλανήτες. Ο Haldane έδωσε αρκετές διαλέξεις σχετικά με αυτά τα θέματα, που με τη σειρά τους επηρέασαν άλλους συγγραφείς ΕΦ.Στις ΗΠΑ, ο Hugo Gernsback ανατύπωσε το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς του Wells στο pulp περιοδικό Amazing Stories, θεωρώντας το έργο του ως «κείμενα κεντρικής σημασίας για το ενσυνείδητο νέο είδος». Μεταγενέστεροι Αμερικανοί συγγραφείς όπως ο Ρέι Μπράντμπερι, ο Ισαάκ Ασίμοφ, ο Φρανκ Χέρμπερτ, ο Καρλ Σαγκάν κι η Ούρσουλα Κ. ΛεΓκεν όλοι θυμούνται ότι επηρεάστηκαν απ’ αυτόν. Τα 1α μυθιστορήματα του Sinclair Lewis επηρεάστηκαν έντονα από τα ρεαλιστικά κοινωνικά μυθιστορήματά του, όπως το The History of Mr Polly. Ο Lewis ονόμασε επίσης τον 1ο του γιο Wells από τον συγγραφέα. Ο Λιούις πρότεινε τον Χ. Γ. Γουέλς για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1932. Σε συνέντευξή του στο The Paris Review, ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ περιέγραψε τον Γουέλς ως τον αγαπημένο του συγγραφέα όταν ήταν αγόρι και «σπουδαίο καλλιτέχνη». Συνέχισε αναφέροντας τους Παθιασμένους Φίλους, την Ann Veronica, τη Μηχανή του Χρόνου και τη Χώρα των Τυφλών ως ανώτερα από οτιδήποτε άλλο γράφτηκε από τους Βρεττανούς συγχρόνους του Wells. Ο Ναμπόκοφ είπε: «Οι κοινωνιολογικές του σκέψεις μπορούν να αγνοηθούν με ασφάλεια, φυσικά, αλλά τα ειδύλλια κι οι φαντασιώσεις του είναι υπέροχα».

Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες έγραψε πολλά σύντομα κομμάτια για τον Γουέλς, που επιδεικνύει βαθειά εξοικείωση με μεγάλο μέρος του έργου του. Έγραψε αρκετές κριτικές, συμπεριλαμβανομένης κυρίως αρνητικής κριτικής για την ταινία του Γουέλς Things to Come, τον αντιμετώπιζε τακτικά ως κανονική φιγούρα ΕΦ. Προς το τέλος της ζωής του, συμπεριέλαβε τον Αόρατο Άνθρωπο και τη Μηχανή του Χρόνου στον Πρόλογο σε Προσωπική Βιβλιοθήκη, επιμελημένο κατάλογο 100 μεγάλων λογοτεχνικών έργων που ανέλαβε κατ’ εντολή του αργεντίνικου εκδοτικού οίκου Emecé. Ο Γουέλς ενέπνευσε επίσης συγγραφείς της ηπειρωτικής ΕΦ όπως ο Κάρελ Τσάπεκ, ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ κι ο Γεβγκένι Ζαμιάτιν. Το 2021, ήταν απ’ τους 6 Βρετανούς συγγραφείς που μνημονεύονται σε σειρά γραμματοσήμων της Βρεττανίας που εξέδωσε η Royal Mail για να γιορτάσει τη Βρεττανική ΕΦ. 6 κλασσικά μυθιστορήματα ΕΦ απεικονίστηκαν, ένα από κάθε συγγραφέα, με τη Μηχανή του Χρόνου να επιλέγεται για να εκπροσωπήσει τον Γουέλς.
==========================================
Ο Αόρατος Άνθρωπος
(αποσπ. τα 3 πρώτα κεφ.)
- Η Άφιξη Του Μυστηριώδους Άνδρα
Ο ξένος εμφανίστηκε μια παγερή μέρα νωρίς το Φλεβάρη, μέσα σε έναν αέρα που περόνιαζε και πυκνό χιόνι -ήταν η τελευταία χιονόπτωση της χρονιάς. Κατηφόριζε την πλαγιά ερχόμενος από τη μεριά του σιδηροδρομικού σταθμού του Μπράμπλχερστ και στο γαντοφορεμένο χέρι του κρατούσε ένα μαύρο βαλιτσάκι. Ήταν φασκιωμένος από την κορυφή μέχρι τα νύχια, και το γείσο του μαλακού τσόχινου καπέλου του δεν άφηνε να φανεί ούτε σπιθαμή του προσώπου του εκτός από τη γυαλιστερή άκρη της μύτης του. Σο χιόνι είχε καλύψει τους ώμους και το στέρνο του και είχε σχηματίσει μια λευκή κρούστα πάνω στο βαλιτσάκι του. Μπήκε παραπαίοντας στο Πανδοχείο “Άμαξα και Άλογα”, με όψη που πιότερο έφερνε σε πεθαμένο παρά σε ζωντανό και απίθωσε το βαλιτσάκι του. «Μια φωτιά!» φώναξε. «Για το όνομα του Θεού! Μια κάμαρη και μια φωτιά!». Φτύπησε τα πόδια του στο δάπεδο του μπαρ και ακολούθησε την κυρία Φολ στο σαλόνι των επισκεπτών για να κλείσουν τη συμφωνία. Δεν χρειάστηκαν παραπάνω λόγια, οι δύο χρυσές λίρες που πέταξε στο τραπέζι ήταν αρκετές για να εγκατασταθεί στο πανδοχείο.
Η κυρία Φολ άναψε τη φωτιά και τον άφησε στο σαλονάκι, για να πάει να του μαγειρέψει φαγητό από τα χεράκια της. Σο να σταματήσει κάποιος στο Άιπινκ μέσα στο καταχείμωνο ήταν ανήκουστη τύχη –και μάλιστα κάποιος που δεν ήταν δεκαρολόγος, οπότε η κυρία του πανδοχείου ήταν αποφασισμένη να φανεί αντάξια της καλής της τύχης. Αφού έβαλε το χοιρομέρι να γίνεται και κατσάδιασε τη Μίλλυ, τη νωθρή υπηρέτριά της, να βιαστεί, ξεκουβάλησε μονάχη τραπεζομάντηλο, πιάτα και ποτήρια στο σαλονάκι κι άρχισε να τα στήνει με την πρέπουσα μεγαλοπρέπεια. Παρόλο που η φωτιά είχε πια φουντώσει, σάστισε λίγο βλέποντας τον επισκέπτη της να φοράει ακόμα το καπέλο και το πανωφόρι του. Ο ξένος, με στραμμένα τα νώτα, κοιτούσε έξω από το παράθυρο το χιόνι που έπεφτε στην αυλή. Σα γαντοφορεμένα του χέρια ήταν σφιχτοπλεγμένα πίσω του και έμοιαζε χαμένος στις σκέψεις του. Η κυρία Φολ παρατήρησε ότι το λιωμένο χιόνι που ξαπόσταινε ακόμα στους ώμους του, έσταζε στο χαλί της. «Μπορώ να πάρω το καπέλο και το πανωφόρι σας, κύριε, και να τα στεγνώσω στην κουζίνα;» του είπε.
«Όχι» της απάντησε χωρίς να στραφεί.
Η κυρία Φολ δεν ήταν σίγουρη ότι την είχε ακούσει, γι’ αυτό ετοιμαζόταν να επαναλάβει την ερώτησή της.
Ο άνδρας έστρεψε το κεφάλι και της έριξε ένα βλέμμα πάνω από τον ώμο του. «Θα προτιμούσα να συνεχίσω να τα φοράω» της τόνισε και η κυρία Φολ πρόσεξε ότι ο επισκέπτης φορούσε μεγάλα γαλάζια γυαλιά με βραχίονες και είχε θηριώδεις φαβορίτες που ενώνονταν με το εξίσου θηριώδες μουστάκι του πάνω από τα πέτα του πανωφοριού του, κρύβοντας εντελώς τα μάγουλα και το πρόσωπό του.
«Πολύ καλά, κύριε» του είπε. «Όπως επιθυμείτε. Σε λιγάκι, το δωμάτιο θα είναι πιο ζεστό».
Δεν της έδωσε καμμία απάντηση παρά απέτρεψε ξανά το πρόσωπό του κι η κυρία Φολ, νιώθοντας ότι οι προσπάθειές της να του πιάσει την κουβέντα έπεφταν στο κενό, τακτοποίησε σβέλτα τα υπόλοιπα πράγματα στο τραπέζι και βγήκε από το σαλονάκι. ‘Οταν επέστρεψε, ο άνδρας στεκόταν στην ίδια θέση, σαν να ήταν από πέτρα, με κυρτωμένη την πλάτη, ανασηκωμένα τα πέτα του πανωφοριού, το γείσο του καπέλου του να στάζει κατεβασμένο χαμηλά, ώστε τα αυτιά και το πρόσωπό του να μη φαίνονται καθόλου. Η κυρία Φολ απίθωσε με μια εύγλωττη κίνηση τα αυγά με το χοιρομέρι στο τραπέζι και περισσότερο ανάγγειλε παρά του απηύθυνε τον λόγο: «Σο φαγητό σας είναι έτοιμο, κύριε».
«ας ευχαριστώ» της απάντησε ευθύς αμέσως, παρέμεινε όμως ακίνητος μέχρι η γυναίκα να βγει από το δωμάτιο και να κλείσει ξοπίσω της την πόρτα. Σότε μόνο, στράφηκε και πλησίασε το τραπέζι με μια ορμή γεμάτη λαχτάρα.
Καθώς η κυρία Φολ κατευθυνόταν από το πίσω μέρος του μπαρ προς την κουζίνα, άκουγε έναν τακτικά επαναλαμβανόμενο ήχο. Σσιρκ, τσιρκ, τσιρκ. Δεν ήταν παρά ο ήχος ενός κουταλιού που χτυπιόταν με ταχύτητα στα τοιχώματα μιας λεκάνης. «Αυτό το κορίτσι!» αναφώνησε η κυρία Φολ. «Το ξέχασα εντελώς. Πόσο αργή είναι!» Και καταπιάστηκε να τελειώσει μόνη της το ανακάτεμα της μουστάρδας ενώ ταυτόχρονα πετούσε αιχμές στη Μίλλυ για την υπερβολική αργοπορία της. Είχε άδικο; Όση ώρα της είχε πάρει για να μαγειρέψει τα αυγά και το χοιρομέρι, να στρώσει το τραπέζι και να τακτοποιήσει, η Μίλλυ (υπηρέτρια να σου πετύχει!) το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να καθυστερήσει τη μουστάρδα. Και μετά η κυρία Φολ προσδοκούσε να θέλει να μείνει ο καινούριος πελάτης! Γέμισε το δοχείο της μουστάρδας κι αφού το τοποθέτησε μεγαλόπρεπα σ’ έναν δίσκο με μαύρες και χρυσές αποχρώσεις, το μετέφερε στο σαλονάκι.
Χτύπησε τη πόρτα και μπήκε ευθύς αμέσως. Η κίνησή της έκανε τον επισκέπτη να μετακινηθεί στα γρήγορα κι έτσι το μόνο που πρόλαβε να δει στιγμιαία η κυρία Φολ ήταν ένα άσπρο αντικείμενο που εξαφανίστηκε πίσω από το τραπέζι. Έμοιαζε σαν ο άνδρας να σήκωνε κάτι από το πάτωμα. Η κυρία Φολ απίθωσε με θόρυβο το δοχείο της μουστάρδας στο τραπέζι και κατόπιν παρατήρησε ότι το πανωφόρι και το καπέλο του άνδρα ήταν τώρα απλωμένα στην καρέκλα μπροστά από τη φωτιά, κι ένα ζευγάρι βρεγμένες μπότες απειλούσαν να σκουριάσουν το ατσάλινο προστατευτικό του τζακιού. Θα αναλάμβανε αμέσως δράση. «Τποθέτω ότι μου επιτρέπετε να βάλω τα πράγματα να στεγνώσουν τώρα» είπε με μια φωνή που δεν σήκωνε αντίρρηση.
«Αφήστε το καπέλο» είπε ο επισκέπτης της με μια πνιχτή φωνή. Η κυρία Φολ στράφηκε και τον είδε να έχει υψώσει το κεφάλι και να τη περιεργάζεται καθιστός.
Για μια στιγμή η γυναίκα τα έχασε τόσο, που δεν άρθρωσε λέξη.
Ο άνδρας κρατούσε ένα λευκό ύφασμα -ήταν μια πετσέτα που είχε μαζί του- μπροστά στο κάτω μέρος του προσώπου του, με τέτοιον τρόπο που το σαγόνι και το στόμα του ήταν εντελώς αθέατα, κι αυτός ήταν ο λόγος που η φωνή του ακούστηκε πνιχτή. Δεν ήταν όμως αυτό που έκανε τη κυρία Φολ να τρομάξει, αλλά το γεγονός ότι όλο του το μέτωπο πάνω από τα γαλάζια γυαλιά του ήταν καλυμμένο από έναν λευκό επίδεσμο και άλλος ένας κάλυπτε τα αυτιά του, αφήνοντας ακάλυπτη μόνο τη ροζ σουβλερή μύτη, που εξακολουθούσε να έχει αυτό το γυαλιστερό, φωτεινό χρώμα όπως ακριβώς την είχε πρωτοδεί. Ο άνδρας φορούσε ένα σκούρο καφέ βελούδινο σακάκι με ένα ψηλό, μαύρο φοδραρισμένο κολάρο ανασηκωμένο μέχρι επάνω στον λαιμό του. Σα πυκνά μαύρα μαλλιά, όσα ξέφευγαν από τους σταυρωτούς επιδέσμους, σχημάτιζαν ουρίτσες και κερατάκια, προσδίδοντάς του την πιο παράξενη εμφάνιση που μπορούσε κάποιος να φανταστεί. Αυτό το μπανταρισμένο κεφάλι με την πνιχτή φωνή ήταν κάτι τόσο απροσδόκητο που για μια στιγμή η κυρία Φολ πάγωσε στη θέση της.
Ο άνδρας δεν μετακίνησε τη πετσέτα, αλλά συνέχιζε να τη κρατά, όπως παρατηρούσε μόλις η κυρία Φολ, με ένα καφετί γαντοφορεμένο χέρι και την ατένιζε πίσω από τα ανεξιχνίαστα γαλάζια γυαλιά του. «Αφήστε το καπέλο» είπε και τα λόγια του ακούστηκαν ολοκάθαρα κάτω από το λευκό πανί.
Σα νεύρα της κυρίας Φολ άρχισαν να συνέρχονται από το σοκ. Σοποθέτησε ξανά το καπέλο πάνω στην καρέκλα δίπλα στη φωτιά. «Δεν ήξερα, κύριε, ότι…» ξεκίνησε να λέει, αλλά σταμάτησε ντροπιασμένη.
«Σας ευχαριστώ» της είπε ξερά, ενώ το βλέμμα του περιφερόταν από τη γυναίκα στη πόρτα κι από τη πόρτα στη γυναίκα.
«Θα φροντίσω αμέσως να στεγνώσουν καλά, κύριε» του είπε και παίρνοντας τα ρούχα βγήκε από το δωμάτιο. Καθώς περνούσε την πόρτα, έριξε μια ακόμα ματιά στο λευκοφασκιωμένο κεφάλι και τα γαλάζια γυαλιά, η πετσέτα όμως βρισκόταν ακόμη μπροστά στο πρόσωπό του. Καθώς έκλεινε ξοπίσω της την πόρτα, την έπιασε ένα ελαφρύ ρίγος, ενώ το πρόσωπό της μαρτυρούσε έκπληξη και σαστιμάρα μαζί. «Κοίτα κάτι πράγματα!» ψιθύρισε. «Σώρα μάλιστα!» Μπήκε αθόρυβα στην κουζίνα και ήταν τόσο απορροφημένη που ούτε καν ρώτησε τη Μίλλυ τι ανακατωσούρα σκάρωνε πάλι.
Ο επισκέπτης κάθισε ακούγοντας τα βήματά της να σβήνουν. Έριξε μια ερευνητική ματιά στο παράθυρο προτού απομακρύνει την πετσέτα από το πρόσωπό του και μετά συνέχισε το φαγητό του. Έφαγε μια μπουκιά, κοίταξε καχύποπτα κατά το παράθυρο, έφαγε άλλη μια μπουκιά, κατόπιν σηκώθηκε και με την πετσέτα στο χέρι, διέσχισε το δωμάτιο και κατέβασε την περσίδα μέχρι το ύψος της λευκής μουσελίνας που έκρυβε το κάτω μέρος του τζαμιού. Σο δωμάτιο βυθίστηκε στο μισοσκόταδο. Μόνο τότε, ο άνδρας επέστρεψε στο τραπέζι και το γεύμα του καθησυχασμένος.
«Ο κακομοίρης έπαθε κάποιο ατύχημα ή έκανε εγχείριση ή κάτι τέτοιο» είπε η κυρία Φολ. «Τρομάρα που πήρα με εκείνους εκεί τους επιδέσμους!»
Συμπλήρωσε κι άλλα κάρβουνα, ξεδίπλωσε την απλώστρα και τέντωσε πάνω της το πανωφόρι του ταξιδιώτη. «Κι εκείνα τα πατομπούκαλα! Μα την πίστη μου, πιο πολύ με σκάφανδρο μοιάζει παρά με άνθρωπο!» Κρέμασε το κασκόλ του σε μια άκρη της απλώστρας. «Και να έχει κι εκείνο το μαντήλι μπροστά από το στόμα του όλη την ώρα. Και να βγαίνει η φωνή του μέσα από αυτό! Μπορεί και το στόμα του να είχε πληγές –ποιος ξέρει!»
Ξάφνου, έστρεψε το σώμα της σαν να θυμήθηκε μόλις. «Πωπώ!» είπε ξεφεύγοντας από το θέμα. «Ακόμα δεν τελείωσες με τις πατάτες, Μίλλυ;»
Όταν η κυρία Φολ πήγε να μαζέψει τα πιατικά, η ιδέα της ότι και το στόμα του μάλλον είχε παραμορφωθεί από το ατύχημα, που υπέθετε ότι είχε πάθει ο ξένος, επιβεβαιώθηκε. Κι αυτό γιατί ναι μεν ο άνδρας κάπνιζε τη πίπα του, όμως όση ώρα η κυρία Φολ ήταν στο δωμάτιο, εκείνος ούτε μια στιγμή δεν χαλάρωσε το μεταξωτό κασκόλ που είχε τυλιγμένο γύρω από την κάτω μεριά του προσώπου του για να βάλει την πίπα στο στόμα. Κι αυτό δεν οφειλόταν σε αφηρημάδα, αφού η γυναίκα τον έβλεπε που κοίταζε την πίπα καθώς σιγόκαιγε. Ο ξένος καθόταν στη γωνία με την πλάτη στην περσίδα του παράθυρου και πλέον, αφού είχε φάει, είχε πιει κι είχε ζεστάνει τα κόκκαλά του, η ομιλία του ήταν λιγότερο επιθετική και κοφτή. Οι ανταύγειες της φωτιάς χάριζαν μια ροδαλή ζωντάνια στα μεγάλα του γυαλιά, κάτι που δεν συνέβαινε πρωτύτερα.
«Έχω κάποιες αποσκευές στον σταθμό του Μπράμπλχερστ» είπε και ρώτησε τη κυρία Φολ πώς μπορούσαν να του αποσταλούν. Οι πληροφορίες που του έδωσε τον έκαναν να κλίνει ευγενικά το κεφάλι. «Αύριο;» την ξαναρώτησε. «Δεν γίνεται συντομότερα;» και φάνηκε αρκετά απογοητευμένος όταν πήρε αρνητική απάντηση. Ήταν σίγουρη; Δεν υπήρχε κάποιος που να διαθέτει μια άμαξα για να πάει να τις φέρει;
Άλλο που δεν ήθελε η κυρία Φολ να πιάσει τη κουβέντα. «Ο δρόμος που περνάει από τον λοφίσκο είναι απότομος, κύριε» του απάντησε στην ερώτησή του σχετικά με την άμαξα και βρίσκοντας ευκαιρία, συνέχισε: «Μια άμαξα αναποδογύρισε εκεί πέρα, θα είναι πάνω από χρόνος τώρα. Σκοτώθηκε ένας επιβάτης κι ο οδηγός. Τα ατυχήματα δεν θέλουν παρά μια στιγμή για να συμβούν. Έτσι δεν είναι, κύριε;»
Ο επισκέπτης πάντως δεν έδειξε να παρασύρεται σε λογοδιάρροια. «Σωστά» είπε μέσα από το κασκόλ του, κοιτάζοντάς την ήρεμα πίσω από τα αδιαπέραστα γυαλιά του.
«Χρειάζεται χρόνο όμως για να γιάνουν, έτσι δεν είναι; … Να, ο Σομ, ο γιος της αδερφής μου έκοψε το μπράτσο του με ένα δρεπάνι, όταν σκόνταψε πάνω του στο σταροχώραφο και ήταν -Παναγιά μου- τρεις μήνες που παιδευόταν, κύριε. Ούτε να το πιστέψει κανείς. Με έπιασε τρομάρα με τα δρεπάνια, κύριε».
«Σο καταλαβαίνω απόλυτα» είπε ο επισκέπτης.
«Κάποια στιγμή φοβήθηκε πως έπρεπε να το εγχειρίσει -τόσο άσχημα ήταν, κύριε».
Ο επισκέπτης γέλασε απότομα, ένα γέλιο σαν γάβγισμα που έπνιξε στο στόμα του. «Αλήθεια;» είπε.
«Αλήθεια, κύριε. Και δεν θα γέλαγε κανένας, αν έπρεπε να τον περιποιείται όπως έκανα εγώ, μια και η αδελφή μου ήταν απασχολημένη να φροντίζει τα μικρότερα παιδιά της. Είχα να λύσω και να δέσω τόσους επιδέσμους… Οπότε, αν μου επιτρέπετε, κύριε…»
«Θα μου φέρετε μερικά σπίρτα;» είπε απότομα ο επισκέπτης. «Η πίπα μου έσβησε».
Σης κυρίας Φολ τής κόπηκε η φόρα αμέσως. Και το βρήκε σαφώς αναίδεια από μέρους του, ενώ μόλις του είχε εξιστορήσει όλα όσα είχε κάνει για τον ανιψιό της. Για μια στιγμή έμεινε να τον κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα, θυμήθηκε όμως τις δύο χρυσές λίρες και τράβηξε να φέρει τα σπίρτα.
«Ευχαριστώ» της είπε λακωνικά όταν του τα άφησε στο τραπέζι και στρέφοντάς της την πλάτη, ξανάπιασε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Ήταν μια στάση ολότελα απογοητευτική. Προφανώς ήταν ευαίσθητος στο θέμα των εγχειρήσεων και των επιδέσμων. Κι έτσι, της κυρίας Φολ δεν της “επιτράπηκε” να μιλήσει, τελικά. Ο περιφρονητικός του τρόπος πάντως την εκνεύρισε, και εκείνο το απόγευμα ξέσπασε τα νεύρα της στη Μίλλυ.
Ο επισκέπτης έμεινε στο σαλονάκι μέχρι τις τέσσερις η ώρα, χωρίς να δώσει ευκαιρία στον οποιονδήποτε να διακόψει την απομόνωσή του. Σον περισσότερο χρόνο τον πέρασε ακίνητος. Υαινόταν σαν να καθόταν στο σκοτάδι που όλο και πύκνωνε καπνίζοντας την πίπα του δίπλα στη φωτιά –ίσως και να λαγοκοιμόταν.
Μια δυο φορές, αν κάποιος έστηνε αυτί, ίσως τον άκουγε να ανασκαλεύει τα κάρβουνα, ενώ για περίπου πέντε λεπτά ήταν αισθητό ότι βημάτιζε πάνω κάτω στο δωμάτιο. Υαινόταν σαν να μιλούσε μοναχός του. Κατόπιν, ακούστηκε η πολυθρόνα να τρίζει καθώς καθόταν ξανά.
- Οι Πρώτες Εντυπώσεις Του Κυρίου Τέντυ Χένφρι
Στις τέσσερις η ώρα, όταν είχε σκοτεινιάσει σχεδόν, και η κυρία Φολ προσπαθούσε να βρει το θάρρος να πάει να ρωτήσει τον επισκέπτη αν θα ήθελε λίγο τσάι, ο Σέντυ Φένφρι, ο ρολογάς, έκανε την εμφάνισή του στο μπαρ. «Να πάρει! Κυρία Φολ» είπε «τι παλιόκαιρος αν δεν έχεις γερές μπότες!» Έξω, το χιόνι έπεφτε όλο και πιο πυκνό.
Η κυρία Φολ συμφώνησε και τότε παρατήρησε ότι είχε φέρει μαζί του την τσάντα του. «Μια και είστε εδώ, κύριε Σέντυ» του είπε «θα μου κάνατε χάρη να ρίξετε μια ματιά στο παλιό ρολόι στο σαλονάκι. Μια χαρά δουλεύει και μια χαρά χτυπάει. Ο ωροδείκτης όμως είναι κολλημένος στις έξι».
Και οδηγώντας τον ρολογά, κατευθύνθηκε προς το σαλονάκι, χτύπησε και μπήκε. Με το που άνοιξε την πόρτα, είδε ότι ο επισκέπτης της ήταν καθισμένος στην πολυθρόνα μπροστά στη φωτιά, μάλλον λαγοκοιμόταν, και το μπανταρισμένο του κεφάλι έγερνε στο πλάι. Σο μόνο φως στο δωμάτιο ήταν το λιγοστό που έμπαινε από την ανοιχτή πόρτα και οι αναλαμπές του τζακιού, που έκαναν τα μάτια του επισκέπτη να φωτίζονται σαν τους σηματοδότες ενός τρένου, άφηναν όμως το υπόλοιπο πρόσωπό του στο σκοτάδι. Η όραση της κυρίας Φολ ήταν θαμπή, τα έβλεπε όλα σαν ακαθόριστες σκιές, ίσως γιατί μόλις είχε ανάψει τη λάμπα του μπαρ και τα μάτια της ήταν ζαλισμένα. Μα για μια στιγμή τής φάνηκε πως ο άνδρας είχε ένα πελώριο ορθάνοιχτο στόμα –ένα απίστευτα αχανές στόμα που κατάπινε όλο το κάτω μέρος του προσώπου του. Μα ήταν απλά μια στιγμιαία εντύπωση που δημιουργούσαν το μπανταρισμένο κεφάλι, τα τερατώδη μάτια με τα πατομπούκαλα κι εκείνο τα ατελείωτο χάσμα από κάτω. Μετά, ο άνδρας κινήθηκε, ανακάθισε και σήκωσε το χέρι. Η κυρία Φολ άνοιξε διάπλατα την πόρτα και καθώς το δωμάτιο φωτίστηκε περισσότερο, διέκρινε τον επισκέπτη καθαρότερα. Έκρυβε το πρόσωπο με το κασκόλ του, όπως τον είχε δει να κάνει πρωτύτερα με την πετσέτα του φαγητού. Ψς φαίνεται, οι σκιές την είχαν ξεγελάσει.
«Κύριε, θα σας πείραζε να έρθει αυτός ο άνδρας να ρίξει μια ματιά στο ρολόι;» είπε, ενώ συνερχόταν από το στιγμιαίο της ξάφνιασμα.
«Να ρίξει μια ματιά στο ρολόι;» τη ρώτησε νυσταγμένα μιλώντας με το χέρι μπροστά στο στόμα, κι έπειτα, σαν να είχε ξυπνήσει για τα καλά, πρόσθεσε: «Φυσικά».
Η κυρία Φολ τράβηξε να φέρει μια λάμπα, κι ο επισκέπτης σηκώθηκε και τεντώθηκε. Κι ύστερα, το δωμάτιο φωτίστηκε, κι ο κύριος Τέντυ Χένφρι, που μόλις έμπαινε, ήρθε αντιμέτωπος με τον φασκιωμένο άντρα. Κι όπως λέει, “έμεινε άναυδος”.
«Καλησπέρα» είπε ο ξένος, παρατηρώντας τον –όπως λέει ο κύριος Χένφρι– ζωηρά πίσω από τα σκούρα γυαλιά του, “σαν να ήταν αστακός”.
«Ελπίζω να μη σας ενοχλώ» είπε ο κύριος Χένφρι.
«Καθόλου» είπε ο ξένος. «Αν κι όπως αντιλαμβάνομαι, αυτό το δωμάτιο προορίζεται για προσωπική μου χρήση». Αυτό το τελευταίο το είπε στρέφοντας προς το μέρος της κυρίας Φολ.
«Είχα την εντύπωση, κύριε, ότι θα προτιμούσατε να επιδιορθωθεί…» είπε η κυρία Φολ.
«Βεβαίως, βεβαίως» είπε ο ξένος. «Κατά κανόνα όμως, θα προτιμούσα να παραμείνω μόνος και ανενόχλητος». Βλέποντας τον κύριο Χένφρι να στέκεται διστακτικός, συμπλήρωσε: «Χαίρομαι όμως που φέρατε να κοιτάξουν το ρολόι. Πολύ χαίρομαι».
Ο κύριος Χένφρι το είχε σκοπό να ζητήσει συγγνώμη και να αποχωρήσει, η προσδοκία όμως του ξένου τον καθησύχασε.
Ο ξένος στράφηκε με την πλάτη στο τζάκι και τα χέρια πίσω από την πλάτη. «Κι αμέσως μετά την επιδιόρθωση του ρολογιού, νομίζω ότι θα έπινα ευχαρίστως ένα τσάι. Αφού τελειώσει η επιδιόρθωση» τόνισε.
Η κυρία Φολ ετοιμαζόταν να βγει από το δωμάτιο -δεν είχε διάθεση για κουβέντα αυτή τη φορά, γιατί δεν ήθελε να δεχτεί άλλες προσβολές παρουσία του κυρίου Χένφρι-, όταν ο επισκέπτης της τη ρώτησε αν είχε κανονίσει για τα κιβώτιά του στο Μπράμπλχερστ. Του απάντησε ότι είχε αναφέρει το θέμα στον ταχυδρόμο κι ότι ο αγωγιάτης θα μπορούσε να τα φέρει την επαύριον. «Είστε σίγουρη ότι είναι το συντομότερο δυνατόν;» τη ρώτησε.
Η κυρία Φολ βεβαίωσε ψυχρά ότι ήταν σίγουρη.
«Σας οφείλω μια εξήγηση» πρόσθεσε ο ξένος. «Κάτι που ήμουν καταβεβλημένος από τη κούραση και το κρύο για να το κάνω νωρίτερα. Είμαι πειραματικός ερευνητής».
«Τί μου λέτε!» έκανε η κυρία Φολ, φανερά εντυπωσιασμένη.
«Κι οι αποσκευές μου περιέχουν εξοπλισμό κι εφόδια».
«Πολύ χρήσιμα όλα αυτά, πράγματι, κύριε» είπε η κυρία Φολ.
«Και φυσικά ανυπομονώ να συνεχίσω τις έρευνές μου».
«Φυσικά, κύριε».
«Ο λόγος που ήρθα στο Άιπινκ» συνέχισε κάπως επιτηδευμένα «ήταν μια επιθυμία απομόνωσης. Δεν επιθυμώ να με ενοχλούν όσο εργάζομαι. Επιπροσθέτως, ένα ατύχημα…»
«Το φαντάστηκα» μονολόγησε η κυρία Φολ.
«…κάνει απαραίτητη μια μορφή απομόνωσης. Σα μάτια μου –μερικές φορές είναι τόσο ασθενικά και κουρασμένα που πρέπει να κάτσω στο σκοτάδι επί ώρες. Να απομονωθώ. Πότε πότε, σίγουρα όχι προς το παρόν. Σε κάτι τέτοιες στιγμές κι η παραμικρή διακοπή, η είσοδος ενός ξένου στο δωμάτιο, είναι πηγή εξουθενωτικής ενόχλησης –καλό είναι όλα αυτά να γίνουν κατανοητά».
«Φυσικά, κύριε» είπε η κυρία Φολ. «Επιτρέψτε μου το θάρρος να ρωτήσω…»
«Δεν έχω κάτι άλλο να πω» τη διέκοψε ο ξένος, με μια ακαταμάχητη οριστικότητα στη φωνή του. Η κυρία Φολ έβαλε στην άκρη την ερώτηση και τη συμπόνια της για μια άλλη καλύτερη ευκαιρία.
Με το που έφυγε από το δωμάτιο η κυρία Φολ, ο ξένος παρέμεινε στην ίδια θέση μπροστά από το τζάκι, παρακολουθώντας, όπως το θέτει ο κύριος Χένφρι, την επιδιόρθωση του ρολογιού. Ο κύριος Χένφρι, όχι μόνο αποσυναρμολόγησε τους δείκτες και το πρόσωπο του ρολογιού, αλλά αφαίρεσε και τον μηχανισμό, προσπαθώντας να εργαστεί όσο πιο αργά, αθόρυβα και ταπεινά του ήταν δυνατόν. Δούλευε κοντά στη λάμπα, και το πράσινο καπέλο της έριχνε ένα αστραφτερό φως στα χέρια του, στο περίβλημα και τον μηχανισμό του ρολογιού, αφήνοντας το υπόλοιπο δωμάτιο στη σκιά. Όταν ύψωσε το βλέμμα του, τα μάτια του έβλεπαν πολύχρωμα μυγάκια. Από τη φύση του περίεργος, ο κύριος Χένφρι είχε αποσυναρμολογήσει αχρείαστα το ρολόι, μόνο και μόνο για να καθυστερήσει την αναχώρησή του κι ίσως να πιάσει κουβέντα με τον ξένο. Ο ξένος όμως έστεκε εκεί, ακίνητος και σιωπηλός. Τόσο ακίνητος ήταν που δημιούργησε μια νευρικότητα στον κύριο Χένφρι. Γιατί ο κύριος Χένφρι ένιωσε πως ήταν ολομόναχος μέσα στο δωμάτιο και καθώς σήκωσε το βλέμμα, είδε μπροστά του μια θαμπή γκριζούρα, μα δεν ήταν παρά το φασκιωμένο κεφάλι κι οι τεράστιοι γαλάζιοι φακοί που τον κοιτούσαν επίμονα εκλύοντας μια πρασινωπή πάχνη. Τόσο αποσυντονίστηκε, που για ένα λεπτό είχαν απομείνει να κοιτάζονται ανέκφραστα μεταξύ τους. Μετά, ο κύριος Χένφρι αποτράβηξε το βλέμμα του γυρίζοντας στη δουλειά του. Τι άβολη κατάσταση! Κάτι έπρεπε να ειπωθεί. Να παρατηρούσε άραγε ότι ο καιρός ήταν πολύ ψυχρός για αυτή την εποχή του χρόνου;
Σήκωσε το βλέμμα σαν να ήθελε να βρει τον στόχο του με αυτή τη λεκτική εισαγωγή. «Ο καιρός…» ξεκίνησε να λέει.
«Γιατί δεν τελειώνετε τη δουλειά σας να φύγετε;» είπε η πετρωμένη φιγούρα, εμφανώς σε κατάσταση οργής που μετά βίας συγκρατούσε. «Το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να επισκευάσετε το σημείο του άξονα που ακουμπάει ο ωροδείκτης. Κι εσείς απλά αερολογείτε…»
«Βεβαίως, κύριε -μια στιγμούλα ακόμα θα κάνω. Δεν το αντιλήφθηκα…» και ο κύριος Χένφρι τελείωσε τη δουλειά του και αποχώρησε.
Αποχώρησε όμως νιώθοντας ιδιαίτερα ενοχλημένος. «Να πάρει!» μονολόγησε ο κύριος Χένφρι, καθώς βάδιζε με αργά βήματα στο χιόνι που έλιωνε. «Σίγουρα ένα ρολόι χρειάζεται την επισκευή του κάπου κάπου».
Και λίγο μετά: «Δεν μπορούμε να σε κοιτάξουμε; Τι μας λες!»
Και ακόμα πιο μετά: «Μάλλον όχι. Αν σε γύρευε η αστυνομία, πιο φασκιωμένος δεν γινόταν να είσαι».
Στη γωνία του Γκλίσον, είδε τον Φολ, που είχε πρόσφατα παντρευτεί την οικοδέσποινα του ξένου στο πανδοχείο “Άμαξα & Άλογα” και που τώρα εκτελούσε τις μεταφορές του Άιπινκ προς τη διασταύρωση του Φίντερμπριτζ όταν περιστασιακά υπήρχε ανάγκη, να έρχεται προς το μέρος του καθώς επέστρεφε από τη διαδρομή του. Ο Φολ εμφανέστατα είχε “κάνει μια στάση” στο Φίντερμπριτζ, κατά πώς έδειχνε ο τρόπος που οδηγούσε την άμαξα. «Τι χαμπάρια, Τέντυ;» του είπε καθώς περνούσε.
«Θρονιάστηκε ένας αλλόκοτος σπίτι σου!» είπε ο Τέντυ.
Ο Φολ έκανε μια στάση για λόγους κοινωνικής αβρότητας. «Τι πάει να πει αυτό;»
«Θρονιάστηκε ένας αλλόκοτος στην “Άμαξα & Άλογα” είπε ο Σέντυ. «Βοήθειά σου!»
Κι έπιασε να κάνει στον Φολ μια ολοζώντανη περιγραφή του αποκρουστικού πελάτη. «Σαν να μοιάζει κάπως με μεταμφίεση, δε σου φαίνεται; Από μέρους μου, θα ήθελα να βλέπω το πρόσωπο κάποιου αν ήταν να τον βάλω στο σπίτι μου» είπε ο Χένφρι. «Οι γυναίκες όμως είναι τόσο ευκολόπιστες όταν πρόκειται για ξένους. Έπιασε δωμάτιο κι ούτε το όνομά του δεν έδωσε, Φολ».
«Μη μου πεις!» έκανε ο Φολ, που ήταν κομματάκι νωθρός στην αντίληψη.
«Ναι» είπε ο Σέντυ. «Το έπιασε με τη βδομάδα. Ό,τι λογής και να είναι, δεν μπορείς να τον ξεφορτωθείς σαν δεν περάσει η βδομάδα. Κι έχει να περιμένει ένα σωρό αποσκευές αύριο, έτσι λέει. Ας ελπίσουμε πως δεν θα έχουν πέτρες τα μπαγκάζια του, Φολ».
Αφηγήθηκε στον Φολ πώς ένας ξένος είχε τουμπάρει τη θεία του στο Χέιστινκς παρουσιάζοντάς της ένα άδειο ταξιδιωτικό μπαούλο. Γενικά κίνησε μια κάποια καχυποψία στον Φολ. «Άντε, σήκω, γριούλα μου!» είπε στο άλογο. «Μάλλον πρέπει να κανονίσω το θέμα».
Ο Τέντυ συνέχισε τον δρόμο του με τη συνείδησή του φανερά ανακουφισμένη.
Αντί να “κανονίσει το θέμα”, πάντως, με το που επέστρεψε, ο Φολ έφαγε κατσάδα από τη γυναίκα του για τον χρόνο που ξόδεψε στο Φίντερμπριτζ κι η ήπια ερευνητική του διάθεση έτυχε κοφτών κι άσχετων απαντήσεων. Όμως, ο σπόρος της καχυποψίας που είχε φυτέψει ο Τέντυ βλάστησε στο μυαλό του κυρίου Φολ παρά την αποτρεπτική συμπεριφορά της κυρίας Φολ. «Δεν τα ξέρεις όλα, γυναίκα» της είπε, αποφασισμένος να εξακριβώσει καλύτερα την προσωπικότητα του πελάτη του στη πρώτη ευκαιρία. Κι αφού ο ξένος έπεσε για ύπνο, γύρω στις εννέα και μισή, ο κύριος Φολ όρμησε στο σαλονάκι και κοίταξε με πολύ εξεταστικό ύφος την επίπλωση της γυναίκας του, μόνο και μόνο για να δείξει ότι ο ξένος δεν ήταν αφέντης εκεί μέσα, και μελέτησε εξονυχιστικά και με κάτι σαν περιφρόνηση ένα χαρτί με μαθηματικούς υπολογισμούς που είχε αφήσει ο ξένος. Και προτού πέσει για ύπνο, έδωσε οδηγίες στη γυναίκα του να κοιτάξει προσεκτικά τις αποσκευές του ξένου όταν θα έφταναν την επόμενη μέρα.
«Να κοιτάς τις δουλειές σου, Φολ» είπε η κυρία Φολ «κι εγώ θα κοιτάω τις δικές μου».
Αφορμή έψαχνε να ξεσπάσει στον Φολ, γιατί ο ξένος ήταν ένας ασυνήθιστα παράξενος ξένος και το μυαλό της δεν είχε καθησυχάσει στο ελάχιστο από τις αμφιβολίες. Στη μέση της νύχτας πετάχτηκε από τον ύπνο της ξυπνώντας από τρομερά όνειρα: τεράστια λευκά κεφάλια σαν γογγύλια να τη καταδιώκουν, κεφάλια που εξείχαν από ασαφείς λαιμούς, κεφάλια με χαώδη μαύρα μάτια. Ήταν όμως γυναίκα με σύνεση, γι’ αυτό κι υπέταξε τον τρόμο της, άλλαξε πλευρό και κοιμήθηκε ξανά.
- Χίλιες Και Μία Φιάλες
Ετσι, στις είκοσι εννέα Φεβρουαρίου, πάνω που άρχιζε να λιώνει το χιόνι, αυτό το ξεχωριστό άτομο έπεσε από το πουθενά στο χωριό του Άιπινκ. Σην επόμενη μέρα οι αποσκευές του κατέφθασαν μέσα στο λασπόχιονο -και τι αξιομνημόνευτες αποσκευές που ήταν! Βέβαια υπήρχαν δυο μπαούλα, από το είδος που ένας συνετός άνθρωπος είχε ανάγκη, επιπροσθέτως όμως υπήρχε ένα κιβώτιο με βιβλία -μεγάλα χοντρά βιβλία, κάποια από αυτά ήταν γεμάτα ακατανόητα γραψίματα- και καμιά δωδεκάδα, ίσως και παραπάνω, κασόνια, κιβώτια και θήκες, που περιείχαν αντικείμενα συσκευασμένα σε άχυρο, έτσι του φάνηκε του κυρίου Φολ καθώς πιλάτευε με μια κάποια περιέργεια το άχυρο -γυάλινες φιάλες. Ο ξένος, φασκιωμένος με καπέλο, παλτό, γάντια και κασκόλ, βγήκε ανυπόμονα για να ανταμώσει το κάρο του Φίαρενσαϊντ, ενώ ο Φολ αντάλλασσε κουτσομπολιά, προεόρτια της μεταφοράς των αποσκευών. Ο ξένος βγήκε χωρίς να προσέξει το σκυλί του Φίαρενσαϊντ, το οποίο μύριζε κατά τη προσφιλή του συνήθεια τα πόδια του Φολ. «Τελειώνετε με τα κιβώτια» είπε ο ξένος. «Αρκετά περίμενα».
Κι άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά με κατεύθυνση τη πίσω μεριά του κάρου και τη πρόθεση να πιάσει το μικρότερο κασόνι.
Όμως, με το που τον είδε το σκυλί του Φίαρενσαϊντ, του ορθώθηκαν οι τρίχες κι άρχισε να γρυλίζει έξαλλα. Καθώς ο ξένος κατέβαινε με φόρα τα σκαλιά, το σκυλί έδωσε έναν παρορμητικό σάλτο κι όρμησε κατευθείαν στο χέρι του. «Κάντο καλά!» φώναξε ο Φολ, αναπηδώντας προς τα πίσω, γιατί δεν ήταν και κανένας ήρωας όταν είχε να αντιμετωπίσει σκυλιά κι ο Φίαρενσαϊντ ούρλιαξε: «Κάτω!» κι έπιασε το μαστίγιό του.
Είδαν ότι τα δόντια του σκυλιού είχαν αφήσει το χέρι, άκουσαν μια κλωτσιά, παρακολούθησαν το σκυλί να εκτελεί ένα πλευρικό άλμα και να προσγειώνεται στα σκέλια του ξένου και άκουσαν το σκίσιμο του παντελονιού του. Αμέσως η λεπτή άκρη του μαστιγίου του Φίαρενσαϊντ έφτασε το σκυλί, κι αυτό, κλαψουρίζοντας απογοητευμένο, λούφαξε στους τροχούς του κάρου. Όλα αυτά δεν πήραν παρά μισό λεπτό. Δεν άκουγες κουβέντες, μόνο φώναζαν όλοι μαζί. Ο ξένος έριξε μια γρήγορη ματιά στο ξεσκισμένο του γάντι και στο πόδι του, για μια στιγμή έδειξε ότι θα έσκυβε να το επιθεωρήσει, τελικά όμως έκανε στροφή κι ανεβαίνοντας βιαστικά τα σκαλιά, μπήκε στο πανδοχείο. Σον άκουσαν να διασχίζει τον διάδρομο και να ανεβαίνει τη γυμνή από χαλί σκάλα που έβγαζε στην κάμαρά του.
«Βρωμιάρη!» είπε ο Φίαρενσαϊντ πηδώντας από το κάρο με το μαστίγιο στο χέρι, ενώ το σκυλί τον παρατηρούσε πίσω από τον τροχό. «Σο καλό που σου θέλω, έλα εδώ!»
Ο Φολ είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. «Τον δάγκωσε. Καλύτερα να πάω να δω τι γίνεται» είπε και κίνησε με γοργό βήμα στο κατόπι του ξένου. Στον διάδρομο συνάντησε τη κυρία Φολ. «Το σκυλί του αγωγιάτη τον δάγκωσε» της είπε.
Πήγε κατευθείαν επάνω και, μια και βρήκε τη πόρτα του ξένου μισάνοιχτη, την έσπρωξε και μπήκε στο δωμάτιο χωρίς να τηρήσει το εθιμοτυπικό, παρακινούμενος από συμπόνια.
Οι περσίδες ήταν κατεβασμένες και το δωμάτιο σκοτεινιασμένο. Ο κύριος Φολ είδε φευγαλέα κάτι πολύ ιδιαίτερο, κάτι που έμοιαζε με μπράτσο χωρίς παλάμη να κυματίζει προς το μέρος του κι ένα πρόσωπο που το αποτελούσαν τρία αόριστα λευκά σημάδια, σαν χλωμό λουλούδι. Ξαφνικά, κάτι τον χτύπησε βίαια στο στήθος, τον έσπρωξε προς τα πίσω κι η πόρτα έκλεισε στο πρόσωπό του και το κλειδί γύρισε στη κλειδαριά. Έγιναν όλα τόσο απότομα που δεν του έμεινε χρόνος να καταλάβει τι είχε συμβεί ακριβώς. Ένα φτεροκόπημα ακαθόριστων σχημάτων, ένα χτύπημα, ένα τράνταγμα. Και να που στεκόταν στο σκοτεινό στενόχωρο πλατύσκαλο να αναρωτιέται τι να ήταν αυτό που είχε δει.
Λίγα λεπτά αργότερα, πήγε να συναντήσει τη μικρή ομάδα ανθρώπων που είχε σχηματιστεί έξω από το “Άμαξα & Άλογα”. Από τη μία ο Φίαρενσαϊντ διηγούταν για δεύτερη φορά το περιστατικό. Από την άλλη η κυρία Φολ έλεγε ότι το σκυλί του δεν είχε καμιά δουλειά να δαγκώνει τους πελάτες της. Ανάμεσά τους, να και ο Φάξτερ, που είχε το γενικό εμπόριο πιο πάνω στον δρόμο, με ύφος ανακριτή. Και ο Πάντυ Γουάτζερς από το σιδεράδικο, με ύφος δικαστή. Και παραδίπλα γυναίκες και παιδιά, να λέει ο καθένας το κοντό και το μακρύ του: «Εγώ ξέρω πως δεν θα άφηνα να με δαγκάσει», «Δεν είναι σωστά πράματα να έχεις τέτοια σκυλιά», «Γιατί να τον δαγκάσει;» και πάει λέγοντας.
Ο κύριος Φολ, καθώς τους κοιτούσε και τους άκουγε από τα σκαλοπάτια, το έβρισκε απίστευτο ότι είχε δει ένα τόσο αξιοσημείωτο συμβάν στον επάνω όροφο. Κι από την άλλη, το λεξιλόγιό του ήταν πολύ περιορισμένο ώστε να εκφράσει τις εντυπώσεις του.
«Δε χρειάζεται βοήθεια, λέει» ήταν η απάντηση που έδωσε στη σχετική ερώτηση της γυναίκας του. «Καλύτερα να πάρουμε μέσα τα μπαγκάζια του».
«Θα έπρεπε να το καυτηριάσει άμεσα» είπε ο κύριος Φάξτερ «ειδικά αν έχει φλεγμονή».
«Εγώ θα το τουφέκαγα, αυτό θα έκανα» είπε μια κυρία από την ομάδα.
Ξαφνικά, το σκυλί άρχισε να γρυλίζει ξανά.
«Εμπρός! Βιαστείτε!» φώναξε μια αγριεμένη φωνή από την είσοδο του πανδοχείου. Εκεί ήταν που στεκόταν ο φασκιωμένος ξένος με το κολάρο του σηκωμένο και το γείσο του καπέλου του κατεβασμένο. «’Οσο γρηγορότερα κουβαλήσετε τα πράγματα, τόσο περισσότερο θα με ευχαριστήσετε». Κάποιος ανώνυμος περαστικός είπε πως ο ξένος είχε αλλάξει παντελόνι και γάντια.
«Λαβωθήκατε, κύριε;» είπε ο Φίαρενσαϊντ «Λυπάμαι που το σκυλί…»
«Ούτε τόσο δα» απάντησε ο ξένος. «Ούτε μια αμυχή στο δέρμα. Βιαστείτε με τις αποσκευές!»
Και μετά βλαστήμησε μέσα από τα δόντια του, αυτό επιβεβαιώνει ο κύριος Φολ.
Αμέσως μόλις το πρώτο κιβώτιο μεταφέρθηκε, σύμφωνα με τις οδηγίες του ξένου, στο σαλονάκι, αυτός το άνοιξε ανυπόμονα κι άρχισε να ξεπακετάρει σκορπίζοντας το άχυρο, χωρίς να δίνει τη παραμικρή σημασία στο χαλί της κυρίας Φολ. Κι από μέσα άρχισε να βγάζει φιάλες -μικρές στρουμπουλές φιάλες γεμάτες σκόνες, μικρές και λεπτές φιάλες που περιείχαν χρωματιστά και διαυγή υγρά, φιάλες με αυλακώσεις που είχαν την ετικέτα “Δηλητήριο”, φιάλες με στρογγυλό σώμα και λεπτεπίλεπτο λαιμό, μεγάλες φιάλες από πρασινωπό γυαλί, μεγάλες φιάλες από διάφανο γυαλί, φιάλες με γυάλινα πώματα κι ημιδιάφανες ετικέτες, φιάλες με λεπτούς φελλούς, φιάλες με βουλώματα, με ξύλινα καπάκια, φιάλες κρασιού, επιτραπέζιες φιάλες λαδιού- και να τις τοποθετεί στη σειρά πάνω στη σιφονιέρα, στο γείσο του τζακιού, στο τραπέζι κάτω από το παράθυρο, στο πάτωμα, στα ράφια της βιβλιοθήκης –παντού. Σο φαρμακείο στο Μπράμπλχερστ δεν μπορούσε να καυχηθεί ότι διέθετε ούτε τις μισές από αυτές. Τι θέαμα κι εκείνο! Σα κιβώτια, το ένα μετά το άλλο, γεννούσαν φιάλες, ώσπου άδειασαν και τα έξι και το άχυρο είχε φτάσει μέχρι ψηλά στο τραπέζι. Σα μόνα άλλα αντικείμενα που βγήκαν από αυτά τα κιβώτια πέρα από τις φιάλες ήταν δοκιμαστικοί σωλήνες και μια προσεκτικά πακεταρισμένη ζυγαριά.
Με το που άδειασε τα κιβώτια, ο ξένος πήγε κατευθείαν στο παράθυρο κι έπιασε δουλειά, χωρίς διόλου να νοιαστεί για το σκουπιδαριό που είχε δημιουργήσει με το πεταμένο άχυρο, τη φωτιά που είχε σβήσει στο τζάκι, το κιβώτιο με τα βιβλία που βρισκόταν έξω, τα μπαούλα και τις άλλες αποσκευές που είχαν κουβαληθεί στον επάνω όροφο.
‘Οταν η κυρία Φολ τού ‘φερε το γεύμα του, ήταν ήδη τόσο απορροφημένος από τη δουλειά του -έσταζε μικρές ποσότητες υγρών από τις φιάλες στους δοκιμαστικούς σωλήνες- που δεν την άκουσε παρά μόνο όταν εκείνη παραμέρισε τον όγκο του άχυρου για να τοποθετήσει τον δίσκο του φαγητού στο τραπέζι, κάπως επιδεικτικά, σαν για να επισημάνει τη κατάσταση στην οποία βρισκόταν το πάτωμα. Τότε μόνο ο ξένος μισόστρεψε το κεφάλι κι αμέσως ξαναγύρισε στη δουλειά του. Πάντως η κυρία Φολ είδε ότι είχε βγάλει τα γυαλιά του, αφού αυτά ήταν δίπλα του στο τραπέζι. Της φάνηκε ότι οι κόχες των ματιών του ήταν υπερβολικά βαθιές. Ο ξένος φόρεσε ξανά τα γυαλιά του, στράφηκε και τη κοίταξε. Η κυρία Φολ ήταν έτοιμη να παραπονεθεί για το άχυρο στο πάτωμα, εκείνος όμως την πρόλαβε.
«Θα επιθυμούσα να μη μπαίνατε χωρίς να χτυπήσετε τη πόρτα» είπε με το ύφος της αφύσικης αγανάκτησης που τον χαρακτήριζε.
«Χτύπησα, προφανώς όμως…»
«Ίσως και να το κάνατε. Στις έρευνές μου όμως -τις πολύ επείγουσες κι αναγκαίες έρευνές μου- η παραμικρή ενόχληση, ο θόρυβος μιας πόρτας -θα πρέπει να σας ζητήσω…»
«Φυσικά, κύριε. Μπορείτε να κλειδώσετε αν νιώθετε έτσι, όποια ώρα θέλετε, να το ξέρετε».
«Πολύ καλή ιδέα» είπε ο ξένος.
«Αυτό το άχερο, κύριε, αν μου επιτρέπετε την αυθάδεια της παρατήρησης…»
«Μη μπαίνετε στον κόπο. Αν σας ενοχλεί το άχυρο, χρεώστε το στον λογαριασμό μου». Και κάτι μουρμούρισε -λέξεις που σε έβαζαν σε υποψία ότι ήταν βρισιές.
Ήταν τόσο παράξενος έτσι όπως στεκόταν εκεί πέρα, τόσο επιθετικός και εκρηκτικός, με τη φιάλη στο ένα χέρι και τον δοκιμαστικό σωλήνα στο άλλο, που η κυρία Φολ θορυβήθηκε πολύ. Ήταν όμως μια ανένδοτη γυναίκα. «Σε αυτή την περίπτωση, κύριε, θα ήθελα να ξέρω ποια τιμή θεωρείτε…»
«Ένα σελίνι –προσθέστε ένα σελίνι. Αρκετό δεν είναι;»
«Ας γίνει έτσι» είπε η κυρία Φολ πιάνοντας το τραπεζομάντηλο για να το στρώσει στο τραπέζι. «Εφόσον αυτό σας ικανοποιεί…»
Ο ξένος στράφηκε και κάθισε στο τραπέζι γυρίζοντάς της την πλάτη.
Όλο το απόγευμα δούλευε με τη πόρτα κλειδωμένη και, όπως επιβεβαιώνει η κυρία Φολ, τον περισσότερο χρόνο σε απόλυτη ησυχία. Κάποια στιγμή όμως ακούστηκε τράνταγμα κι ήχος από φιάλες που συγκρούονταν μεταξύ τους σαν κάποιος ή κάτι να είχε χτυπήσει το τραπέζι, το θρυμμάτισμα μιας φιάλης που εκτοξεύτηκε βίαια και μετά ένας γοργός βηματισμός από τη μια στην άλλη άκρη του δωματίου. Φοβούμενη “ότι κάτι συνέβαινε”, πλησίασε κι έστησε αυτί, μην μπαίνοντας στον κόπο να χτυπήσει τη πόρτα.
«Δεν γίνεται να συνεχίσω» παραληρούσε ο ξένος. «Δεν γίνεται. Τριακόσιες χιλιάδες, τετρακόσιες χιλιάδες! Τέτοια πληθώρα! Ξεγελάστηκα! Μπορεί να μου πάρει κι όλη μου τη ζωή! Υπομονή! Υπομονή, μα την αλήθεια!… Ανόητε! Ανόητε!»
Ακούστηκε ήχος από παπουτσόπροκες στο μπαρ και η κυρία Φολ αναγκάστηκε απρόθυμα να χάσει τον υπόλοιπο μονόλογο. Όταν επέστρεψε, το δωμάτιο ήταν και πάλι βυθισμένο στη σιωπή, πέρα από το αδύναμο τρίξιμο της καρέκλας του ξένου και το σποραδικό κουδούνισμα μιας φιάλης. Ο μονόλογος είχε τελειώσει κι ο ξένος είχε ξαναπιάσει τη δουλειά του.
Όταν του πήγε το τσάι του, είδε σπασμένα γυαλιά στη γωνία του δωματίου κάτω από τον κοίλο καθρέφτη κι έναν χρυσαφί λεκέ που είχε σκουπιστεί τσαπατσούλικα. Του επισήμανε τις ζημιές.
«Χρεώστε τις στον λογαριασμό μου» γάβγισε ο επισκέπτης. «Για όνομα του Θεού, μη με απασχολείτε. Αν έχει γίνει κάποια ζημιά, χρεώστε τη στον λογαριασμό» και συνέχισε να τσεκάρει μια λίστα στις σημειώσεις που είχε μπροστά του.
«Θα σας πω κάτι» είπε ο Φίαρενσαϊντ, με μυστηριώδες ύφος. Ήταν αργά το απόγευμα, και βρίσκονταν στη μικρή μπυραρία του Άιπινκ Φάνγκερ.
«Λοιπόν;» είπε ο Τέντυ Χένφρι.
«Αυτός ο τύπος που λες, αυτός που δάγκωσε ο σκύλος μου. Λοιπόν –είναι μαύρος. Τουλάχιστον, είναι μαύρα τα πόδια του. Θώρησα εκεί που ήταν σκισμένο το παντελόνι και τα γάντια του. Δεν θα περίμενες να φαίνεται κάτι ροδαλό από μέσα; Ε, λοιπόν -δεν υπήρχε τίποτα. Μαυρίλα μόνο. Στο λέω και στο υπογράφω, είναι μαύρος σαν το καπέλο μου».
«Παναγιά μου!» είπε ο Χένφρι. «Άλλο πάλι και τούτο! Εδώ που τα λέμε, η μύτη του είναι σαν να την έχεις μπογιατίσει!»
«Σωστά τα λες» είπε ο Φίαρενσαϊντ. «Το ξέρω. Και θα σου πω τι σκέφτομαι. Ο τύπος είναι παρδαλός, Τέντυ. Μαύρος εδώ κι άσπρος εκεί -όλο μπαλώματα. Και ντρέπεται γι’ αυτό. Είναι σαν κάτι μπάσταρδο και το χρώμα αντί να ανακατευτεί ένα πράμα, βγήκε στάμπες στάμπες. Έχω ξανακούσει τέτοια περίπτωση. Πολύ συνηθισμένο στα άλογα, όλοι το ξέρουν»…
(τέλος αποσπ.)
