Baudelaire Charles Pierre: Κολασμένα Παθιασμένος Ποιητής

                                     Βιογραφικό

     Ο Charles Pierre Baudelaire (Σαρλ Πιερ Μπωντλαίρ) ήταν από τους σημαντικότερους ποιητές της Γαλλικής αλλά και της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας. Στη ζωή του δέχτηκε δριμεία κριτική για τα γραπτά και τη θεματική του. Ελάχιστοι από τους σύγχρονούς του τονε κατανόησαν. Η Φιγκαρό της 5ης Ιουλίου 1857, έγραψε τα εξής, σχετικά με τη πρόσφατη εμφάνιση των Ανθέων Του Κακού:

   “Σε μερικά σημεία αμφιβάλλουμε για τη πνευματική υγεία του κυρίου Μπωντλαίρ. Όμως μερικά άλλα δε μας επιτρέπουνε περαιτέρω αμφιβολίες. Κυριαρχεί, ως επί το πλείστον, μονότονη κι επιτηδευμένη επανάληψη ίδιων πραγμάτων, των ίδιων σκέψεων. Η αηδία πνίγει την αχρειότητα, -για να τη καταπολεμήσει σμίγει με το μίασμα“.

     Σήμερα αναγνωρίζεται ως μέγας ποιητής της γαλλικής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας και συγκαταλέγεται μεταξύ των κλασικών. Χαρακτηριστικά, ο Μπαρμπέ ντ’ Ωρεβιγί τον αποκάλεσε «Δάντη μιας παρηκμασμένης εποχής». Προσπάθησε να ενυφάνει την ομορφιά με τη κακία, τη βία με την ηδονή, καθώς και να δείξει τη σχέση μεταξύ τους. Παράλληλα με τη γραφή σοβαρών και σκανδαλιστικών για την εποχή, ποιημάτων, κατόρθωσε επίσης να εκφράσει τη μελαγχολία και τη νοσταλγία.
     Γεννήθηκε στο Παρίσι, στις 9 Απρίλη 1821, εποχή που ξεσπούσε η Ελληνική Επανάσταση. Πατέρας του ήταν ο Ζοζέφ-Φρανσουά Μπωντλαίρ, άνθρωπος μορφωμένος, αφοσιωμένος στα ιδανικά του Διαφωτισμού κι ερασιτέχνης ζωγράφος. Μητέρα του η Καρολίν Αρσεμπό-Ντιφί. Έχασε τον πατέρα του όταν ήταν μόλις 6 ετών, το 1827, -που του αφήνει πλούσια πνευματική κληρονομιά-, γεγονός που επέδρασε καταλυτικά στο ψυχισμό του. 1 έτος μετά, η νέα μητέρα του ξαναπαντρεύεται το Στρατηγό Οπίκ. πράμα που δε της συγχώρησε ποτέ. Αντιπάθησε αμέσως τον πατρυιό του κι είδε στη συμπεριφορά του ανάλογο συναίσθημα. Πίστευε πως ενσάρκωνε το εμπόδιο σ’ όλα όσα είχεν αγαπήσει: τη μητέρα του, τη ποίηση, τ’ όνειρο και γενικά μια ζωή χωρίς δυστυχία. Έγραψεν αργότερα:

   “Αντιπάθησα αμέσως αυτόν τον υπέροχο ηλίθιο που με το ύφος του προσπαθούσε να μου εμφυσήσει όλο το Γαλλικό Πνεύμα“.

     Το 1836, στα 15, γράφεται στο Κολλέγιο Λουί Λε Γκραν, στο Παρίσι, αφού πέρασε προηγουμένως 4 χρόνια στο βασιλικό κολέγιο της Λιόν (1832-36). Διαβάζει Σατωμπριάν και Σεν-Μπεβ. Τελειώνοντας το σχολείο, Αύγουστος 1839, συχνάζει στο Καρτιέ Λατέν, κάνοντας ζωή που το πατρικό του σπίτι χαρακτήριζε «σκανδαλώδη», θέλοντας να στραφεί ενάντια σ’ ό,τι πίστευε πως ενσάρκωναν η μητέρα κι ο πατρυιός του, ενώ κείνοι θα τονε προτιμούσανε πρεσβευτή, αυτός προτιμούσε να γίνει ποιητής. Σχεδόν πάντα γυρνούσε σπίτι μεθυσμένος ή, αργότερα, ποτισμένος με ουσίες που τον έκαναν να δραπετεύει από την ανυπόφορη γι’ αυτόν πραγματικότητα.

   “Η παιδική μου ηλικία σημαδεύτηκε, από ακατάπαυστη θύελλα, που τη σπάζανε μικρά διαλείμματα ηλιοφάνειας. Αλλά στον κήπο της ψυχής μου, η θύελλα δεν άφησε παρά ελάχιστα φρούτα. Αχ! Δυστυχία… ο χρόνος τρώει τη ζωή μας. Είναι ο σκοτεινός εχθρός που μας ρουφά το αίμα..”

     Τον Ιούνιο του 1841, πιεσμένος από τη πατρική οικογένεια ν’ αλλάξει ζωή, αποφασίζει να ταξιδέψει στις Ινδίες. Ουσιαστικά πιέστηκε από τους γονείς του να μπαρκάρει στα καράβια. Δε θα φτάσει ποτέ, καθώς σταματά στον ‘Αγιο Μαυρίκιο. Το μόνο που θ’ αποκομίσει από την 7μηνη εξορία και το ταξίδι του αυτό, είναι τα όμορφα μάτια της Ντοροθέα, μιας όμορφης μιγάδας που τονε μάγεψε κι έγραψε για χάρη της μερικά από τα πρώτα ποιήματά του, όπως “Σε Μια Μιγάδα“, “Το Αλμπατρός“, το “Εξωτικό ‘Αρωμα” κ.λπ.
     Το Φλεβάρη του 1842 επιστρέφει στο Παρίσι και την ίδια χρονιά γνωρίζεται με τη Ζαν Ντιβάλ (Jeanne Duval), νεαρή μιγάδα, που θα τον μυήσει στις ηδονές αλλά και στις πληγές του πάθους αλλά και θα τον εμπνεύσει να γράψει πολλούς στίχους. Επωφελούμενος από τη γονική κληρονομιά, ξοδεύει ανεξέλεγκτα σε αλκοόλ, εφήμερους έρωτες και στη τέχνη. Δανδής και χρεωμένος τίθεται υπό δικαστική επιτήρηση το 1842 και διάγει άθλιο βίο. Ως δημοσιογράφος και κριτικός τέχνης μάχεται τις μεγαλόστομες μορφές του Ρομαντισμού. Από τότε μέχρι το 1846 γράφει πολλά ποιήματα, που μέσα τους απορρίπτει τη κοινωνία της εποχής. Λέγεται ότι μια μέρα που βρισκότανε στην επήρεια ναρκωτικών ουσιών, περνούσε έξω από το σπίτι του τζαμάς, κουβαλώντας τζάμια που επρόκειτο να τοποθετήσει σε γειτονικό σπίτι. Όρμησε έξω και φωνάζοντας: «γιατί δε βλέπω μέσα από τα τζάμια σου τη ζωή στα ρόζ;» έσπασε όλα τα τζάμια του άτυχου μαγαζάτορα, θέτοντας τη ζωή και των δυο σε κίνδυνο. Αποτέλεσμα κείνης της οργής του ήταν το ποίημα “Ρόδινη Ζωή” (La Vie En Rose).

 η Duval (πίνακας του Μανέ, υπάρχει στο Στέκι)    

    Το 1847 ανακαλύπτει τον Πόε, που στα γραπτά του αναγνωρίζει ένα πνευματικό αδελφό. Έλεγε πως οι δυο τους συνδέθηκαν «χάρη στη κοινή αγάπη τους για τον πόνο». Νιώθει πως τον συνδέει με τον καταραμένο Αμερικανό ποιητή, μεγάλη συνενοχή: έχουν όμοια αντίληψη για τη τέχνη, σαγηνεύονται από το Κακό. Θα μεταφράσει σχεδόν ολόκληρο το έργο του. Κείνη τη χρονιά, μια άλλη γυναίκα μπαίνει στη ζωή του: Τη λένε Μαρί Ντομπρέν (Marie Daubrun) και λέγεται ότι τα μάτια της τον ενέπνευσαν να γράψει το ποίημα “Το Δηλητήριο Του Ουρανού“. Στις εξεγέρσεις του Φλεβαρη 1848 βλέπει την απόρριψη της κοινωνίας της εποχής του και συμμετέχει στην επανάσταση των οδοφραγμάτων. Λέγεται ότι παροτρύνει τους επαναστάτες να πυροβολήσουν τον πατρυιό του.
     Αργότερα, συμπράττει με την απέχθεια των Γουστάβ Φλωμπέρ και Βικτόρ Ουγκό για τη κυβέρνηση Ναπολέοντα Γ’. Η απόφασή του αυτή γκρεμίζει το μύθο που συνόδευε πολύ καιρό τ’ όνομα του, ότι δηλαδή ο εθισμός του σε ναρκωτικές ουσίες κι αλκοόλ, είχεν εξουδετερώσει κάθε ενδιαφέρον για κοινωνικές εξελίξεις και τον είχε κλείσει στον εαυτό του και τον κόσμο του. Ιδρύει μιαν επαναστατική εφημερίδα με τίτλο Le Salut Public. Από την επόμενη χρονιά κι έπειτα, απομακρύνεται βαθμηδόν από τη πολιτική, έχοντας πια πειστεί μέσα του πως ο αληθινός αγώνας βρίσκεται στη ποίηση. Ωστόσο, το 1851, βρίσκει το θάρρος να καταγγείλει το πραξικόπημα του Ναπολέοντα.
     Το 1852 γνωρίζει μιαν άλλη μοιραία γυναίκα στη ζωή του και της στέλνει πολλά ποιήματά του, τη κυρία Απολλωνία Σαμπατιέ (Apollonie Sabatier). Ανάμεσά τους “Η Αρμονία Του Απομεσήμερου” κι “Η Πνευματική Αυγή“. Λίγον αργότερα, παίρνει πρωτοβουλία να μεταφράσει στα γαλλικά τις “Ιστορίες” και τις “Νέες Υπέροχες Ιστορίες” του Πόε. Το 1857, πεθαίνει ο πατρυιός του. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους, δημοσιεύει τη πιο γνωστή ποιητική του συλλογή, με τίτλο “Τα ‘Ανθη Του Κακού” (Les Fleurs Du Mal), που ξεσηκώνει θύελλα κατηγοριών από τη καλή κοινωνία της εποχής. Τον Αύγουστο περνά από δίκη για ανηθικότητα. Ο ποιητής κι ο εκδότης Πουλέ Μαλασί, παρά την υψηλή υποστήριξη ανθρώπων των γραμμάτων όπως ο Σεν Μπεβ, θα δικαστούνε για 6 ποιήματα, «για προσβολή των δημοσίων και των καλών ηθών», που έκτοτε αποτέλεσαν ειδική ομάδα με τίτλο “Καταδικασμένα Κομμάτια” και θα ‘πρεπε ν’ αφαιρεθούν από την ανθολογία. Την επόμενη χρονιά συμφιλιώνεται με τη μητέρα του.
     Το 1860 δημοσιεύει τους “Τεχνητούς Παραδείσους” όπου αναφέρεται στον κόσμο των αισθήσεων και τη λατρεία του ατελεύτητου. Το 1861 “Τα ‘Ανθη Του Κακού” κυκλοφορούν σε 2ην έκδοση. Η έκδοση αυτή εμπλουτισμένη, αναδομημένη αλλά κι ακρωτηριασμένη κατά 6 ποιήματα (τα απαγορευμένα: “Les Bijoux“, “Le Léthé“, “À Celle Qui Est Trop Gaie“, “Lesbos“, “Femmes Damnées” -το 1o ποίημα της συλλογής- “Les Métamorphoses Du Vampire“), τη δημοσίευση των οποίων απαγόρευσε ο δικαστής Πινάρ. Τον Απρίλη, δημοσιεύει μακροσκελές άρθρο γύρω από τη μουσική του Ρίχαρντ Βάγκνερ, ενώ αντιλαμβάνεται πως ο αέρας του Παρισιού δεν τονε σηκώνει. Πνίγεται κι αποφασίζει να εγκατασταθεί στις Βρυξέλλες (1864), ούτε μακρυά ούτε κοντά στη γαλλική πρωτεύουσα. Εκεί δίνει σειρά διαλέξεων, συγγράφει φυλλάδιο για το Βέλγιο, που θεωρεί καρικατούρα της γαλλικής αστικής τάξης.
     Επίσης, συναντά κει τον Φελισιέν Ροπ που θα εικονογραφήσει τα “‘Ανθη“. Γρήγορα συνειδητοποιεί πως ούτε κει μπορεί να εγκατασταθεί, καθώς η βελγική καλή κοινωνία αντιδρά. Η υγεία του όμως, είχε κλονιστεί από τη σκανδαλώδη ζωή, που από νέος είχε διαλέξει, υποφέρει από σύφιλη. Σε μιαν επίσκεψή του στον ναό του Σαν Λου Ντε Ναμίρ, χάνει τις αισθήσεις του. Αργότερα τις ανακτά, αλλά από τότε είχε πολλά κι αλλεπάλληλα προβλήματα υγείας.

 
Πίνακας του Κουρμπέ (υπάρχει)
             Σαρλ Μπωντλαίρ

     Το 1867 η απώλεια των αισθήσεών του είναι πλέον κανόνας κι ο μέγας ποιητής αφήνει τη τελευταία του πνοή στο Παρίσι, από πάρεση κι αφασία, στις 31 Αυγούστου, σ’ ηλικία 46 ετών και θάβεται στις 2 Σεπτέμβρη, στο 6ο τμήμα του κοιμητήριου Μονπαρνάς. στον ίδιο τάφο με τη μητέρα και τον πατρυιό του. Η 3η έκδοση των “Ανθών” (1868) δε θα τονε βρει στη ζωή. Μετά θάνατον η λογοτεχνική του κληρονομιά δημοπρατήθηκε και τελικά αγοράστηκε από τον εκδότη Μισέλ Λεβί για 750 φράγκα. Η δικαστική απόφαση του 1857 δεν ανακλήθηκε πριν από το 1949, οπότε κι έγινε πλήρης αποκατάσταση του έργου του.

========================

              Ύμνος

Στη πολυαγάπητη, στη πιο όμορφή μου
που φως γεμίζει μου τη καρδιά,
στο αθάνατο είδωλο, στο σεραφείμ μου,
ένα μου “χαίρε” παντοτινά!

Δροσοξεχύνεται μες στη ζωή μου
σαν ένα αγέρι θαλασσινό
και την αχόρταγη φέρνει ψυχή μου,
σ’ αθανασίας πόθο τρανό.

Σα μυροφόρι πάντα σκορπίζει
στην ατμόσφαιρα γλυκιά ευωδιά,
σα θυμιατήρι κρυφά καπνίζει
λησμονημένο μες στη νυχτιά.

Έρωτα αμόλυντε πως να σου γράψει
ο νους τις χαρές της αληθινά;
Σπόρος του μόσχου ‘ναι που ‘χουνε θάψει
μέσα στου τάφου μου τη σκοτεινιά

Στη πολυαγάπητη, στη πιο όμορφή μου
που ‘ναι η χαρά μου κι όλη μου η υγειά,
στο αθάνατο είδωλο, στο σεραφείμ μου,
ένα μου “χαίρε” παντοτινά!

              Ο Εχθρός

Η νιότη μου όλη στάθηκε κατάμαυρη μια μπόρα
που αργά και που την έφεγγαν κάτι ήλιοι χαρωποί.
Τόσο τη ρήμαξε η βροχή κι ο κεραυνός που τώρα
λίγοι απομείναν ρόδινοι στον κήπο μου καρποί.

Και να ‘μαι στο φθινόπωρο των ιδεών φτασμένος
κι είν’ ώρα χτένι παίρνοντας και φτυάρι όσο μπορώ
τον κάθε λάκκο που έμεινε σαν τάφος ορυγμένος
να τον αδειάσω απ’ το πολύ του χαλασμού νερό.

Θα βρούνε τάχα οι νέοι βλαστοί που τόσο περιμένω
στο χώμα αυτό που σα γιαλός νερό είναι ποτισμένο
το μυστικό το λίπασμα που η ρίζα τους γυρεύει;

Ω θλίψη! Ο Χρόνος τη ζωή τη δόλια μας ρημάζει,
εχθρός μας τρώγει την καρδιά κι απ’ το αίμα μας που στάζει
μέρα τη μέρα πιότερο τρανεύει και θεριεύει!

   Ο Βρυκόλακας

Εσύ που μπήκες μαχαιριά
μεσ’ στην καρδιά μου τη θλιμμένη,
αγέλη εσύ δαιμονικιά
που αλλόφρονη και στολισμένη,

το ταπεινό μου ήρθες μυαλό
να κάνεις κοίτη σου και χτήμα
– Άνανδρη που ‘χεις με δετό
καθώς την άλυσο στο κρίμα,

καθώς τον παίχτη στα χαρτιά,
καθώς τον πότη στο μπουκάλι
και το νεκρό στην σκουληκιά,
– Καταραμένη ας είσαι πάλι!

Είπα του γρήγορου σπαθιού
τη λευτεριά να μου χαρίσει,
είπα του δόλιου φαρμακιού
τη δείλια μου να σταματήσει,

Μ’ αλί! Φαρμάκι και σπαθί
μου αντείπανε με καταφρόνια:
Δεν πρέπει σου να ‘χεις λυθεί
απ’ τη σκλαβιά σου την αιώνια,

γιατί απ’ Εκείνης τη σκλαβιά
-χαμένε- αν σ’ έλυναν, στοχάσου,
θ’ ανάσταινες με τα φιλιά
το πτώμα του βρυκόλακά σου!

Τύψη Μεταθανάτια

Ωραία μου αγάπη ερέβινη
σαν έρθει η ώρα εκείνη
σ’ ένα μελανομάρμαρο
μνήμα να κοιμηθείς
και κρύπτη και καστέλι σου
μοναδικό ο βαθύς
λάκκος της νοτισμένης γης
μονάχα θ’ απομείνει,

το στήθος το περίτρομο
η πέτρα όταν βαρύνει,
τα ισχία με περίγραμμα
γραμμής νωχελικής
κι όταν νεκρώσει της καρδιάς
το χτύπημα χωρίς
γοργόποδη πια να μπορείς
να τρέξεις στη σαγήνη,

ο τάφος τότε φύλακας
του ονείρου μας πιστός
(γιατί γραφτό ‘ναι ο Ποιητής
να νιώθεται απ’ το μνήμα),
στα βάθη τ’ αξημέρωτα
της άγρυπνης νυχτός,

άτολμη εταίρα θα σου πει
κρίμα, δεν ήταν κρίμα
αγνοημένο π’ άφησες
ό,τι οι νεκροί θρηνούν;
Και τα σκουλήκια πάνω σου
σα τύψη θα γυρνούν…

Ο Πόθος Της Εκμηδένισης

Σκέψη πικρή, που μια φορά
ριχνόσουνα στη πάλη,
η Ελπίδα που σπιρούνιαζε
την άκρατη ορμή σου,
δε σε κεντάει τώρα πια.

Δίχως ντροπή, κοιμήσου,
παλιάλογο, που σου ‘ρχεται
σε κάθε εμπόδιο ζάλη.
Πάρ’ το, καρδιά μου, απόφαση
κοιμού σαν κτήνος πάλι.

Ω Σκέψη, νικημένη εσύ
και κατακουρασμένη,
η αμάχη πια δε σε τραβά
και του έρωτα ο αγέρας.
Γεια σας, τραγούδια χάλκινα
και στεναγμοί φλογέρας!
Χαρές, αφήστε μια καρδιά
μαύρη πια, χολιασμένη.
Παν’ οι ευωδιές σου, πέταξαν
Άνοιξη αγαπημένη!

Με καταπίνει ο καιρό
με τόση γρηγοράδα,
όση το χιόνι τ’ άσωστο
κορμί, κοκκαλιασμένο,
κοιτάζω από ψηλά τη γη
σαν ένα αστέρι ξένο
κι εκεί πια δε ζητώ σκεπή
καλύβας και ζεστάδα.
Στο πέσιμό σου πάρε με,
ω σύ, χιονοστιβάδα!

Ύμνος Στην Ομορφιά

Έρχεσαι απ’ το βαθύ ουρανό
για ή άβυσσος σε βγάζει
εσέ, Ομορφιά; Το βλέμμα σου,
θείο, σατανικό,
μαζί με το ευεργέτημα
το έγκλημα μοιράζει,
γι’ αυτό μπορώ με το κρασί
πως μοιάζεις να σου πω.

Κρύβεις βαθιά στα μάτια σου
ανατολή και δύση,
σκορπάς αρώματα σαν μια
βραδιά θυελλική,
το φίλημά σου φίλτρο είναι,
το στόμα μόσχου βρύση,
που κάνουν τον ήρωα άναντρο
κι αντρείο το παιδί.

Από το μαύρο βάραθρο
ή απ’ τ’ αστέρια φτάνεις;
Η μοίρα το φουστάνι σου
σαν σκύλος ακλουθά,
τον κόσμο πότε μια χαρά
πότε ρημάδι κάνεις,
και κυβερνάς τα πάντα Εσύ,
δίχως ευθύνη μια.

Πάνω σε πτώματα, Ομορφιά,
πατάς και κοροϊδεύεις,
η Φρίκη απ’ τα διαμάντια σου
δε λείπει, τα καλά,
κι ο Φόνος, απ’ τα αρεστά
στολίδια που μαζεύεις,
χορεύει στη περήφανη
κοιλιά σου ερωτικά.

                  Η Γάτα

Έλα, όμορφή μου γάτα! Στη καρδιά μου μπες δοσμένη·
του πέλματός σου μην πετάς τ’ αγκρίφια· κάτι
ζητά η ματιά μου στα ωραία σου μάτια βυθισμένη
που κράμα μέταλλου είναι και ευγενούς αχάτη.

Μιας και τα χάδια των δαχτύλων μου θα μου τα πάρει
η κεφαλή σου και η ελαστική σου ράχη
και αφού το χέρι μου το μεθυσμένο εδώ τη χάρη
το ηλεκτρικό κορμί σου να θωπεύει θά ’χει,

γυναίκα μου εγώ σε λογιάζω με τον νού μου. Βλέμμα
σαν σένανε έχει, κτήνος λατρευτό, κι εκείνη·
και μου τρυπάει τα μύχια μου και μου παγώνει το αίμα

από την κορυφή ώς τα νύχια· και διευθύνει
πανούργα κόλπα ή κινδυνώδη αρώματα με το όμμα
να πλέχουν γύρω από το μελαψό της σώμα.

Ο Θάνατος Των Εραστών

Κρεββάτια θα ‘χουμε άνθινα
γεμάτα αιθέρια μύρα·
ντιβάνια ολοβελούδινα
σα μνήματα βαθιά·
στις εταζέρες λούλουδα
παράξενα τριγύρα,
που ανοίξανε μόνο για μας
σε μέρη μαγικά.

Και ποια την άλλη να υπερβεί
στην ύστατη φωτιά τους,
οι δυο καρδιές μας -σα τρανές
λαμπάδες δυο- μαζί
θα διπλοκαθρεφτίσουνε
το διπλοφώτισμά τους
στα πνεύματά μας που ‘ναι δυο
καθρέπτες αδερφοί.

Και μια βραδυά ολογάλανη,
ρόδινη, μυστική
θε ν’ ανταλλάξουμε άξαφνα
την ίδια αναλαμπή,
σαν ένα μακροθρήνημα
που φέρνει ο χωρισμός
κι αργότερα ένας Άγγελος
θα έρθει φως να χύσει,
-τις πόρτες μισανοίγοντας
πιστός και χαρωπός-
στους δυο καθρέπτες τους θαμπούς,
στις φλόγες που ‘χαν σβήσει.

       Ο Αυτοτιμωρούμενος

Χωρίς θυμούς θα σε χτυπήσω και μίση,
όπως ένας χασάπης τυχαίος,
όπως το βράχο η ράβδος του Μωυσέως!
Κι έτσι θα σε χτυπώ, ώσπου να ποτίσει,

τη Σαχάρα μου, το νερό αυτό που οι πόνοι
θ’ αναβρύσουν απ’ τα βλέφαρά σου.
Ο πόθος μου, που από ελπίδα θα φουσκώνει
θα πλέει μες στα δάκρυα τ’ αλμυρά σου

σαν πλοίο που για το πέλαγο βαδίζει,
και στην καρδιά μου, που θα τη μεθύσουν
οι λατρευτοί λυγμοί σου, ως θ’ αντηχήσουν
καθώς τύμπανο που έφοδο σαλπίζει!

Δεν είμαι μήπως οι σφαλεροί τόνοι
μέσα σε μιαν εξαίσια συμφωνία,
χάρη στην αδηφάγον Ειρωνεία
που με ταράζει και που με δαγκώνει;

Στη φωνή μου είναι τόνοι όλοι τραχύτης.
Το αίμα μου, αυτό το μαύρο είναι φαρμάκι.
Το δυσοίωνόν της είμαι καθρεφτάκι
που η μέγαιρα κοιτάζει τη μορφή της.

Είμαι η πληγή και το μαχαίρι. Ο πόνος
του ραπίσματος κι η πάρεια με τα ρόδα,
Τα κομμένα είμαι μέλη, είμαι κι η ρόδα
το θύμα κι ο φονιάς του είμαι συγχρόνως.

Της καρδιάς μου ο βρυκόλακας είμαι, ένας
απ’ τους μεγαλύτερους εκείνους εγκαταλειμένους,
σ’ αιώνιο γέλιο καταδικασμένους,
μα π’ ουδέ να μειδιά μπορεί κανένας.

                 Η Γιγάντισσα

Στα χρόνια που στη δυνατήν ορμή της πάνω, η Φύση,
εγκυμονούσε αδιάκοπα τεράστια παιδιά,
κοντά σε μια γιγάντισσα θά ‘θελα νά ‘χα ζήσει
σα γάτος ηδονόχαρος σε ρήγισσας ποδιά.

Ν’ανθεί μαζί με το κορμί η ψυχή της ν’αγναντεύω,
να μεγαλώνει λεύτερα, παίζοντας μ’ αφοβιά,
κι απ’τις ομίχλες των υγρών ματιών της να μαντεύω
αν καμιά φλόγα σκοτεινή κρύβει μες στην καρδιά.

Να της χαϊδεύω ξέγνοιαστος τα εξαίσιά της κάλλη,
στα πλάγια των πελώριων της γονάτων να γλυστρώ
κι όταν το θέρος απ’του ηλιού καμιά φορά τη ζάλη,

ξάπλωνε αποσταμένη στα λαγκάδια τ’ανθισμένα,
να υπνόγερνα στον κόρφον της τον ίσκιο λαγγεμένα,
σαν ήσυχο μικρό χωριό κάτω απ΄το βουνό.

           Το Δηλητήριο

Το κρασί ντύνει και τη πιο άθλια τρώγλη
με λαμπρή πολυτέλεια,
τη μεταμορφώνει σε χρυσό παλάτι
με τις χρυσές, τις πορφυρές λάμψεις του
που μοιάζουν ήλιο που δύει στην ομίχλη.

Το όπιο μεταμορφώνει το απέραντο
μεγαλώνει το αέναο
μακραίνει τον καιρό,
επιμηκύνει τον καιρό,
βαθαίνει τη λαγνεία
και τις σκοτεινές,
τις ερεβώδεις ηδονές
οδηγεί τη ψυχή πέρα απ’ τα σύνορα.

Όμως όλα τούτα είναι χλωμά
μπροστά στο δηλητήριο που κυλά
από τα μάτια σου -τα πράσινά σου μάτια λίμνες
και μέσα τους ριγεί η ψυχή μου και ταράζεται
οι σκέψεις μου ορυμαγδός κι υψώνονται
πάνω από τις πικρές αβύσσους.

Όμως όλα τούτα είναι χλωμά
μπροστά στο θαύμα το υπέροχο
του σάλιου σου που με σπαράζει
που ρίχνει στη λήθη τη ψυχή μου
στον ίλιγγο τη παρασύρει δίχως τύψεις
κι άπνοη τήνε σέρνει
στην όχθη του θανάτου…

                   Η Ψυχική Αυγή

Όταν το φως της ρίχνει η αυγή το λευκορροδισμένο
στους γλεντοκήπους και γροικούν σαν τύψη το Ιδεώδες,
κάτι το εκδικητικό και το μυστηριώδες,
έν’ άγγελο στο κτήνος τους, ξυπνά, το ναρκωμένο.

Των ψυχικών τότε ουρανών τ’ άφθαστο γαλανό,
για κείνον που ρεμβάζει ωχρός και που υποφέρει ακόμα,
ανοίγεται και τον τραβά καθώς βαράθρου στόμα.
Έτσι, γλυκιά Θεά μου, αγνό Πλάσμα και φωτεινό,

στα καπνισμένα ερείπια των ηλιθίων γλεντιών,
πιο φωτεινή, πιο ρόδινη, πιο ωραία η θυμησή σου,
αδιάκοπα στα εκστατικά μάτια μου φτερουγίζει.

Ο ήλιος εσκοτείνιασε τη φλόγα των κεριών·
έτσι νικήτρα πάντοτε, μοιάζει η σκιά η δική σου
με τον αθάνατο ήλιον, ω ψυχή, που φως σκορπίζει!

                To Παλιό Μπουκαλάκι

Σα σεντούκι ανοίξεις παλιό, απ’ την Ανατολή φερμένο
που η κλειδαριά του μορφάζει, τρίζοντας φρικτά
κι απ’ αυτό ξεχυθούν, μύρια αρώματα βαριά που ζαλίζουν
ή σε σπιτιού ερημωμένου ντουλάπα παμπάλαιη.

Σκονισμένο και μαύρο ξεβιδώσεις μπουκαλάκι
κι απ’ αυτό αναπηδήσει μια ψυχή με λαχτάρα να επιστρέψει
Χίλιες σκέψεις που κοιμόνταν στα βαριά τα ερέβη, επιστρέφουν
-χρυσαλίδες που αστράφτουν, με ορμή
τα γαλάζια και ροζ σα με γλάσο φτιαγμένα
φτερά τους τινάζουν
ζαλισμένος τα μάτια σου κλείνεις
τη ψυχή σου ο ίλιγγος νικημένη αδράχνει
με ορμή τη σκουντά σε βάραθρο μαύρο
σκοτεινό, από ανθρώπινα μιάσματα γεμάτο.

Στην άκρη του γκρεμού τηνε σπρώχνει
κει όπου ο Λάζαρος ζέων, το σάβανο του
με δύναμη σκίζει και το πτώμα ξυπνά
γοητευτικό μα και πένθιμο, μιας αγάπης παλιάς ξεχασμένης
Κι εγώ έτσι, όταν θα ‘χω απ’ τη μνήμη των γύρω χαθεί
και θα μ’ έχουν πετάξει ραγισμένο, ευτελές μπουκαλάκι
στη γωνιά μιας απαίσιας ντουλάπας λυπημένο και βρώμικο
θολό, σκονισμένο.

Το φέρετρο σου θα ‘χω γίνει αγαπημένη μου ανομία,
μάρτυς ολέθριας δύναμης που πάνω μου, κάποτε ασκούσες
προσφιλές δηλητήριο από αγγέλους φτιαγμένο
ηδύποτο που μου κατέτρωγε τη καρδιά και το αίμα.

                   Βραδυνή Αρμονία

Νάτοι, ξανάρθαν οι καιροί που στο κλαδί ανοιγμένο,
τ’ άνθος τρεμίζει, αχνοβολά σα θυμιατήρι·
τα μύρα κι οι ήχοι, που η πνοή του απόβραδου έχει σπείρει,
κυλάν σε βαλς μελάγχολο, τρελό και λαγγεμμένο!

Τ’ άνθος τρεμίζει, αχνοβολά σα θυμιατήρι·
και το βιολί, σα μια καρδιά που θλίβουν, δονισμένο,
ξεσπά σε βαλς μελάγχολο, τρελό και λαγγεμμένο!
κι ώρια έχει θλίψη ο ουρανός σα μέγα θυσιαστήρι.

Ξεσπάει το βιολί ως καρδιά που θλίβουν, δονισμένα
καρδιά όλο αγάπη που μισεί το μαύρο κοιμητήρι!
ώρια έχει θλίψη ο ουρανός σα μέγα θυσιαστήρι
κι ο ήλιος μες το αίμα του, πνίγηκε, το πηγμένο…

Καρδιά όλο αγάπη που μισεί το μαύρο κοιμητήρι,
ζει μόνο απ’ το παρελθόν, ρημάδι φωτισμένο·
ο ήλιος μες το αίμα του, πνίγηκε, το πηγμένο…
Μέσα μου ως άγιο, η μνήμη σου, λάμπει δισκοποτήρι!

                               Spleen

Είμαι σαν ένας βασιλιάς σε βροχερό ένα μέρος,
πλούσιος μα χωρίς δύναμη, νιός κι όμως πολύ γέρος,
που στους σοφούς του αδιάφορος που σκύφτουνε μπροστά του,
πλήττει με τα γεράκια του, τ’ άλογα, τα σκυλιά του.

Κυνήγι, ζώα, τίποτα πια αυτόν δεν τον φαιδρύνει,
ούτε ο λαός του που μπροστά στ’ ανάκτορα του φθίνει.
Μα και τ’ αστεία που ο τρελός παλιάτσος κάνει εμπρός του,
δε διώχνουν τη βαρυθυμιά τ’ άκαρδου αυτού αρρώστου·

τάφο τη κλίνη του θαρρεί, που ‘χει κρινένιαν άρμα
κι οι αυλικές που βασιλιά σαν δούν τον βρίσκουν χάρμα,
δεν ξέρουν πια με τί άσεμνες στολές να φιγουράρουν,
ίσως απ’ το κουφάρι αυτό, χαμόγελο ένα πάρουν.

Κι ο αλχημιστής όπου μπορεί χρυσάφι να του κάνει,
δε μπόρεσε από μέσα του το μαρασμό να βγάνει,
κι ούτε μες στα αιμάτινα ρωμαϊκά λουτρά,
που τα θυμούνται οι άρχοντες πάνω στα γηρατειά,

δε μπόρεσε το πτώμα αυτό το ηλίθιο ν’ αναστήσει,
που αντίς για αίμα μέσα του, της Λήθης τρέχει η βρύση.

                    Στον Αναγνώστη

Η ανοησία, τ’ αμάρτημα, η απληστία κι η πλάνη
κυριεύουνε τη σκέψη μας και φθείρουν το κορμί μας,
κι ευχάριστα τις τύψεις μας θρέφουμε στη ψυχή μας,
καθώς που θρέφουν πάνω τους τις ψείρες οι ζητιάνοι.

Στα μετανιώματα άναντροι κι αμαρτωλοί ως την άκρια,
ζητάμε πληρωμή ακριβή για κάθε μυστικό μας
και ξαναμπαίνουμε εύκολα στο βούρκο τον παλιό μας,
θαρρώντας πως ξεπλένεται με τα δειλά μας δάκρυα.

Πάνω απ το προσκεφάλι μας ο Σατανάς γερμένος
πάντα στα μάγια του κακού το νου μας νανουρίζει,
τη πιο ατσαλένια θέληση μεμιάς την εξατμίζει,
αυτός ο Μέγας χημικός, ο Τετραπερασμένος.

Ο Διάολος, το νήμα αυτός κρατά που μας κουνά!
Τα πράματα τα βρωμερά πιότερο τ’ αγαπάμε,
κι όλο και προς τη Κόλαση κάθε στιγμή τραβάμε,
με δίχως φρίκη, ανάμεσα στο σκότος που βρωμά.

Σαν το φτωχό ξεφαντωτή που πιπιλά με ζάλη
μιας παλιάς πόρνης αγκαλιά πολιομαρτυρισμένη,
κλεφτάτα αρπάζουμε κι εμείς καμιά ηδονή θλιμμένη,
που τηνε ξεζουμίζουμε σα σάπιο πορτοκάλι.

Σαν ένα εκατομμύριο σκουλήκια, μυρμηγκιώντας,
μες στο μυαλό μας κραιπαλούν του Δαίμονα τα πλήθη,
κι όταν ανάσα παίρνουμε, ο Θάνατος στα στήθη
σαν άϋλος ποταμός κυλά, σιωπηλά θρηνώντας.

Αν το φαρμάκι κι η φωτιά κι η βιά και το μαχαίρι
δεν έχουνε τα φανταχτά κεντίδια ακόμα κάνει
στο πρόστυχο της μοίρας μας άθλιο καραβοπάνι,
είναι που λείπει απ’ τη ψυχή το θάρρος κι απ’ το χέρι.

Μα μες στις σκύλες, τους σκορπιούς, τα φίδια, τα τσακάλια,
τους πάνθηρες, τους πίθηκους, τους γύπες, τα θηρία
που γρούζουν, σέρνουνται, αλυχτούν κι ουρλιάζουν με μανία
μες στων παθών μας το κλουβί, προβαίνει αγάλια,

θεριό πιο βρώμικο, κακό, την ασκημιά να δείξει!
Kι α δε σαλεύει κι ούτε ακούει κανένας το ουρλιαχτό του,
όλη γης θα ρήμαζε, και στο χασμουρητό του
θα ‘θελε να κατάπινε τον κόσμο -αυτό ‘ναι η πλήξη!-

πού, μ’ ένα δάκρυ αθέλητο στα μάτια της κοιτάζεις,
καθώς καπνίζει τον ουκά, κρεμάλες να στυλώνει.
Και ξέρεις, αναγνώστη, αυτό το τέρας πως δαγκώνει!
Ώ αναγνώστη υποκριτή, αδέρφι που μου μοιάζεις!

                           Albatros

Πολλές φορές οι ναυτικοί, την ώρα να περνάνε,
πιάνουν τους άλμπατρους -πουλιά της θάλασσας τρανά-
που ράθυμα, σα σύντροφοι του ταξιδιου, ακλουθάνε
το πλοίο που μες στα βάραθρα γλυστράει, τα πικρά.

Μα μόλις σκλαβωμένα κει στη κουπαστή τα δέσουν,
οι βασιλιάδες τ’ ουρανού, σκυφτοί κι άχαροι πια,
τ’ άσπρα μεγάλα τους φτερά τ’ αφήνουνε να πέσουν,
και στα πλευρά τους θλιβερά να σέρνουνται κουπιά.

Αυτοί που ‘ν’ τόσον όμορφοι, τα σύννεφα σα σκίζουν,
πώς είναι τώρα κωμικοί κι άσκημοι και δειλοί!
‘Αλλοι με πίπες αναφτές τα ράμφη τους κεντρίζουν,
κι άλλοι, για να τους μιμηθούν, πηδάνε σα κουτσοί.

Μ’ αυτούς τους νεφοπρίγκηπες κι ο Ποιητής πως μοιάζει!
δε σκιάζεται τις σαϊτιές, τις θύελλες αψηφά·
μα ξένος μες στον κόσμο αυτό που γύρω του χουγιάζει,
σκοντάφτει απ’ τα γιγάντιά του φτερά σα περπατά.

                         Συνομιλία

Είσαι όμορφη σα ρόδινο του φθινοπώρου δείλι!
μα η λύπη ως κύμα μέσα μου φουσκώνει σκοτεινό,
κι αφήνει όταν πισωδρομά στα ράθυμά μου χείλη,
της θύμησης της πιο πικρής τον κατασταλαγμό.

Μάταια γλυστρά το χέρι σου στου στήθους μου τα ψύχη·
καλή μου, κείνο που ζητά ρημάδι εγίνη πιά,
απ’ της γυναίκας τ’ άγριο το δόντι και το νύχι.
Μη τη καρδιά μου πια ζητάς, τη φάγανε θεριά.

Είν’ η καρδιά μου ανάκτορο, απ’ όχλους ρημαγμένο·
μεθούν εκεί, σκοτώνονται, τραβιούνται απ’ τα μαλλιά!
Μ’ από το στήθος σου άρωμα βγαίνει, το γυμνωμένο!…

Ω των ψυχών κακιά πληγή! Το θες κι εσύ Ομορφιά!
Με τα λαμπρά, τα φλογερά σου μάτια ως φωταψία,
κάψε και τα ρημάδια αυτά π’ αφήσαν τα θηρία!

                    Semper Eadem

-“Πούθ’ η αλλώτικη», έλεγες, «η θλίψη αυτή σε πιάνει,
που λούζει σα τη θάλασσα το βράχο το γυμνό
“;
‘Αμα η καρδιά μας μια φορά το τρύγημά της κάνει,
και ζει κανείς ειν’ άσκημο! το ξέρουν όλοι αυτό·

είν’ ένας πόνος ξάστερος, δεν είναι κρύφιος! έλα!
σα τη δική σου τη χαρά, φαίνεται στη στιγμη.
Πάψε λοιπόν να με ρωτάς, περίεργη κοπέλα,
κι αν κι η φωνή σου είναι γλυκιά, σώπα, ωραία μου συ.

Σώπαινε, ανίδεη ψυχή, μ’ όλα ξετρελαμένη!
στόμα με γέλιο παιδικό! Οι άνθρωποι είναι δεμένοι
πιότερο με το Θάνατο παρά με τη Ζωή.

‘Αστη καρδιά μου, άστηνα στο ψέμα να μεθύσει!
στου ώριου ματιού σου τ’ όνειρο τ’ ωραίο ν’ αρμενίσει,
και στων βλεφάρων σου τη σκιά πολύ να κοιμηθεί!

                 Μεθάτε

Πρέπει να μαστε όλο μεθυσμένοι.
Είναι το παν: η μόνη λύση.
Μη μας βαραίνει το φριχτό φορτίο του Χρόνου,
που μας τσακίζει και στη γης μας σπρώχνει,
μας πρέπει ένα μεθύσι χωρίς τέλος.

Μα με τί;
Με κρασί, με ποίηση ή μ’ αρετή.
Διαλέχτε. Όμως μεθάτε.

Κι αν κάποτε ξυπνήσετε ίσως
πάνω σε σκάλες αναχτόρων,
στο χλωρό χορτάρι μίας τάφρου,
μέσα στη μοναξιά της κάμαρής σας,
και νιώσετε πως το μεθύσι σας περνάει
ή κιόλας πως κοντεύει να περάσει,
ρωτήσετε τον άνεμο, το κύμα, το άστρο, το πουλί και το ρολόγι,
το κάθε τι που φεύγει, κλαίει, τρέχει, που τραγουδά, που μιλεί:
Τί ώρα να ναι;
Θα σας πούν κι ο άνεμος και τ’ άστρι και το ρολόγι, το πουλί:

Είναι ώρα για μεθύσι.
Μην είστε ανελέητοι σκλάβοι του Χρόνου,
μεθάτε, μεθάτε δίχως τελειωμό, μεθάτε.
Με κρασί, με ποίηση ή μ’ αρετή, διαλέχτε
.

             Η Άρρωστη Μούσα.

Τί έχεις, Μούσα μου φτωχή σήμερα, δε μου λες;
Φάσματα νύχτια τ’ αμαυρά τα μάτια σου κοιτάνε,
και βλέπω από την όψη σου μια-μια ν’ αντιπερνάνε
τρέλα και φρίκη, σκοτεινές, κρύες και σιωπηλές.
.
Τάχα το ρόδινο στοιχειό κι οι πρασινοξωθιές,
το φόβο και τον έρωτα στα στήθια σου σκορπάνε;
Τάχα ο βραχνάς με τη σκληρή, βαρειά γροθιά του νά ’ναι
που σ’ έπνιξε σε μυστικές, βαθιά, βαλτονεριές;
.
Θε νά ’θελα, ξεχύνοντας υγείας ευωδιά,
αιώνια σκέψεις δυνατές τα στήθια σου να κλείνουν,
και το αίμα σου, χριστιανικό, νά ’τρεχε ρυθμικά,
.
σαν ήχος πλούσιος συλλαβών αρχαίων που λαμπρύνουν
βασιλικά με τη σειρά, του τραγουδιού ο αφέντης
ο Φοίβος, κι ο μεγάλος Παν, των τρύγων ο λεβέντης.

                    Η Ομορφιά

Ωραία σαν πέτρινο όνειρο είμαι, θνητοί μου φίλοι!
Τα στήθια μου, που τις καρδιές πληγώνουν και τις καίουν,
πανέμορφα πλαστήκανε, στον ποιητή να εμπνέουν
κάποιαν αγάπη σιωπηλή κι αιώνια σαν την ύλη.

Σαν σφίγγα ακατανόητη στους ουρανούς καθίζω,
λευκή σαν κύκνος, με καρδιά από χιόνι καμωμένη.
Εχθρεύομαι την κίνηση που τη γραμμή ασκημαίνει
κι ούτε γελάω εγώ ποτέ ούτε ποτέ δακρύζω.

Οι ποιητές, τις φανταχτερές πόζες μου σαν κοιτάνε,
που λες των πιο περήφανων μνημείων τη χάρη κλέβουν,
μέρα και νύχτα τρώγονται για να τις μελετάνε

γιατί τους εραστές μου αυτούς κάνω και τους μαγεύουν
κάτι καθρέφτες διάφανοι, που όλα πιο ωραία τα δείχνουν:
τα μάτια, τα θεία μάτια μου, που φέγγη αιώνια ρίχνουν!

                                         Το Λιμάνι

     Ένα λιμάνι είναι ένας τόπος όλο χάρες, για μια ψυχή που απόκαμε απ’ τη σκληρή τη πάλη της ζωής. Η άπλα τ’ ουρανού, η διαβατάρικια των σύννεφων αρχιτεκτονική, της θάλασσας η ατέλειωτη εναλλαγή των αποχρώσεων, των φάρων τα λαμπρά φωτοβολήματα, είναι ένα πρίσμα θαυματουργό, που δίνει πάντα χαρά στα μάτια δίχως να τα κουράσει ποτέ. Τα σχήματα τα ευγενικά των καραβιών με τις περίπλοκες αρματωσιές, καθώς σαλεύουνε στο κύμα αρμονικά, διατηρούνε συνεχώς μες στη ψυχή, το αίσθημα της ομορφιάς και του ρυθμού. Κι είναι πριν απ’ όλα, μια ηδονή μυστηριώδης κι υψηλή για κείνον που δε του μείνανε πια μήτε φιλοδοξίες, μήτε περιέργειες, να κοιτάζει ξαπλωμένος πάνω στη βίγλα ή ακουμπισμένος ήρεμα στο παραπέτασμα της προκυμαίας, όλη τούτη τη κίνηση αυτών που επιστρέφουν κι αυτών που φεύγουν, αυτών που ‘χουν ακόμα τη δύναμη να θέλουνε κάτι, τον πόθο να ταξιδέψουνε και να πλουτίσουν.

                               Απώλεια Φωτοστέφανου

 -“Έι! Τί! σεις εδώ φίλτατε; Σεις σε τούτο το αισχρό μέρος! Σεις ο λάτρης της πεμπτουσίας, της θείας αμβροσίας ο καταναλωτής! Μα την αλήθεια, με το δίκιο μου σαστίζω“.
 -“Να σας πω αγαπητέ μου. Γνωρίζετε τον τρόμο που με πιάνει με τ’ άλογα και τ’ αμάξια. Προ ολίγου ενώ διέσχιζα τη λεωφόρο βιαστικός χοροπηδώντας στις λάσπες, μες σ’ αυτό το κινούμενο χάος, όπου ο Χάροντας καταφθάνει καλπάζοντας απ’ όλες τις μεριές, το φωτοστέφανό μου, με μιαν απότομη κίνηση, γλύστρησε από τη κεφαλή μου κι έπεσε μες στο βούρκο της δημοσιάς. Δεν είχα κουράγιο να σκύψω να το σηκώσω. Έκρινα λιγότερο δυσάρεστο να χάσω τα διακριτικά μου, από τον κίνδυνο να μου τσακίσουνε τα κόκκαλα. Κι έπειτα σκέφτηκα: ουδέν κακόν αμιγές καλού. Τώρα πια είμαι λεύτερος να κυκλογορώ αγνώριστος, να κάνω ταπεινές πράξεις και να παραδίνομαι στη χυδαιότητα, σαν τους κοινούς θνητούς. Και να μαι τώρα ολόιδιος με σας, όπως με βλέπετε“.
 -“Θα ‘πρεπε τουλάχιστον να δημοσιέψετε μιαν αγγελία ή να ειδοποιήσετε το κοντινότερο αστυνομικό τμήμα“.
 -“Μπα, όχι! Είμαι πολύ καλά δω που βρίσκουμαι. Κοιτάχτε πως μόνο σεις μ’ αναγνωρίσατε. Άλλωστε η αξιοπρέπεια μ’ ενοχλεί. Και στο κάτω-κάτω της γραφής, χαίρουμαι με τη σκέψη πως ίσως το βρει κανείς κακός ποιητής και το στολιστεί αυθαδέστατα. Να δημιουργήσω έναν ευτυχή, που θα με κάνει να ξεκαρδίζομαι. Βάλτε με το νου σας τον Τ, ή τον Ω. Ε! τί θαύμα που θα ‘ναι“!

                                    Τεχνητοί Παράδεισοι

απόσπασμα: κεφάλαιο Περί της κάνναβης και του οίνου ως μέσων για την διεύρυνση της ατομικότητος.

     Αρχικά σε κυριεύει μια παράλογη, ακαταμάχητη ευθυμία. Οι κοινότερες λέξεις, οι απλούστερες ιδέες αποχτούν μια νέα, αλλόκοτη όψη. Αυτή η ευθυμία σου είναι αφόρητη -όμως είναι μάταιο να της αντισταθείς. Σ’ έχει κυριέψει ο δαίμονας…
     Συμβαίνει μερικές φορές άνθρωποι εντελώς ακατάλληλοι για τα γλωσσικά παιχνίδια ν’ αυτοσχεδιάζουν μιαν ατελείωτη σειρά λογοπαίγνιων και τελείως απίθανες σχέσεις μεταξύ ιδεών, κατάλληλες να ξεπεράσουν και τους πιο ικανούς μαστόρους αυτής της τεχνικής. Μετά ωστόσο από μερικές στιγμές, η σχέση ανάμεσα στις ιδέες γίνεται τόσον αόριστη και το νήμα των σκέψεών σου τόσον επίμοχθο που μόνον οι σύντροφοί σου μπορούν να σε καταλάβουν…
     Κατόπιν οι αισθήσεις σου γίνονται εξαιρετικά οξείες και διορατικές. Η όρασή σου είναι άπειρη. Το αυτί σου μπορεί να διακρίνει και τον πιο αδιόρατο ήχο, ακόμη κι ανάμεσα στους πιο εκκωφαντικούς θορύβους…
     Προκύπτουν οι πιο λεπτές αμφισημίες, οι πιο ανεξήγητες επικαλύψεις ιδεών. Στους ήχους υπάρχει χρώμα. Στα χρώματα υπάρχει μουσική… κάθεσαι και καπνίζεις. Πιστεύεις ότι κάθεσαι μες στη πίπα σου κι ότι η πίπα σου καπνίζει εσένα. Εκπνέεις τον εαυτό σου σε γαλαζωπά σύννεφα…
     Αυτή η φαντασίωση συνεχίζεται αιώνια. Ένα φωτεινό διάλειμμα και μια τεράστια προσπάθεια, σου επιτρέπουν να κοιτάξεις το ρολόι. Η αιωνιότητα αποδείχνεται πως ήταν ένα μονάχα λεπτό…
     Η τρίτη φάση… είναι πέρα από κάθε περιγραφή. Είναι αυτό που οι ανατολίτες αποκαλούν kef είναι ολοκληρωτική ευτυχία. Δέν έχει καμιά παραζάλη και καθόλου ορυμαγδό. Είναι μια ήρεμη και θυμόσοφη μακαριότητα. Όλα τα φιλοσοφικά προβλήματα έχουνε λυθεί. Όλα τα δύσκολα ερωτήματα που αποτελούν σημεία διαμάχης για τους θεολόγους κι απελπίζουνε τους σκεπτόμενους ανθρώπους γίνονται σαφή και διάφανα. Λύνονται όλες οι αντιθέσεις. Ο άνθρωπος έχει ξεπεράσει τους θεούς…

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *