Rabelais François: Όλo Γιάλα Χαρωπό, Μα Λόγιο

Βιογραφικό

Το Σπίτι Του

Ο Φρανσουά Ραμπελαί (François Rabelais, 1483 ή 1494 – 9 Απρίλη 1553) ήτανε Γάλλος γιατρός και συγγραφέας της Αναγέννησης, γνωστός για τα βιβλία του που περιγράφουν τις περιπέτειες 2 γιγάντων-βασιλιάδων, του Γκαργκαντούα και του γιου του Πανταγκρυέλ. Έχει χαρακτηριστεί ως 1ος μεγάλος Γάλλος πεζογράφος. Ανθρωπιστής της Γαλλικής Αναγέννησης κι Έλληνας λόγιος, τράβηξε τη προσοχή του Προτεστάντη θεολόγου Ιωάννη Καλβίνου και της ιεραρχίας της Καθολικής Εκκλησίας. Αν και στην εποχή του ήτανε περισσότερο γνωστός ως γιατρός, λόγιος, διπλωμάτης και καθολικός ιερέας, αργότερα έγινε περισσότερο γνωστός ως σατιρικός για τις απεικονίσεις του γκροτέσκο και για τους μεγαλύτερους χαρακτήρες του. Το έργο του επηρέασε βαθιά τη γέννηση και την εξέλιξη του σύγχρονου μυθιστορήματος, παρότι λογοκρίθηκε τόσο από το Πανεπιστήμιο του Παρισιού όσο κι απ’ τη Καθολική Εκκλησία. Μέσω της σάτιρας , άσκησε κριτική σε πρόσωπα (όπως στον θεολόγο Ιωάννη Καλβίνο) και σε κοινωνικές δομές της εποχής του, στρέφοντας σημαντικό κομμάτι των καυστικών του σχολίων κατά της Θεολογικής Σχολής της Σορβόννης, που δεν δίστασε να κάψει τα έργα του δημόσια. Η ακριβής ημερομηνία γέννησης του μάς είναι άγνωστη. Σύμφωνα με το Dictionnaire historique του Moréri, όταν πέθανε ήταν 70 ετών. Αυτή η πληροφορία τοποθετεί τη γέννησή του το 1483, στη Λα Ντεβινιέ (La Devinière), στη Σινόν, στο σημερινό νομό Εντρ-ε-Λουάρ, μεγάλο κομμάτι της ερευνητικής κοινότητας προτείνει και το 1494 ως πιθανό έτος γέννησής του, έπειτα από προσεκτικές αναγνώσεις του έργου του. Ο πατέρας του, Αντουάν Ραμπελαί, ήτανε δικηγόρος.

Ζώντας στη θρησκευτική και πολιτική αναταραχή της Μεταρρύθμισης, αντιμετώπισε τα μεγάλα ερωτήματα της εποχής του στα μυθιστορήματά του. Θαύμαζε τον Έρασμο κι όπως κι αυτός θεωρείται χριστιανός ανθρωπιστής. Ήταν επικριτικός απέναντι στον μεσαιωνικό σχολαστικισμό και καυτηρίαζε τις καταχρήσεις ισχυρών πριγκήπων και παπών. Είναι ευρέως γνωστός για τους 2 1ους τόμους που σχετίζονται με τη παιδική ηλικία των γιγάντων Gargantua και Pantagruel γραμμένοι στο στυλ bildungsroman. Τα μεταγενέστερα έργα του -το Τρίτο Βιβλίο (που προεικονίζει το φιλοσοφικό μυθιστόρημα) και το Τέταρτο Βιβλίο είναι πολύ πιο πολυμαθή σε τόνο. Η λογοτεχνική κληρονομιά του δημιούργησε τη λέξη Rabelaisian, επίθετο που σημαίνει «χαρακτηρίζεται από χονδροειδές στιβαρό χιούμορ, υπερβολή καρικατούρας ή τολμηρό νατουραλισμό».
Σύμφωνα με μια παράδοση που χρονολογείται από τον Roger de Gaignières (1642-1715), ήτανε γιος του seneschal και δικηγόρου Antoine Rabelais και γεννήθηκε στο κτήμα La Devinière στο Seuilly (κοντά στο Chinon), Touraine στο σημερινό Indre-et-Loire, όπου ένα Μουσείο Rabelais υπάρχει σήμερα. Οι ακριβείς ημερομηνίες γέννησής του (περ. 1483-1494) και θανάτου (1553) είναι άγνωστες, αλλά οι περισσότεροι μελετητές δέχονται ότι η πιθανή ημερομηνία γέννησής του είναι το 1483. Η εκπαίδευσή του ήταν πιθανώς χαρακτηριστική της ύστερης μεσαιωνικής περιόδου: ξεκινώντας με το πρόγραμμα σπουδών trivium που περιλάμβανε τη μελέτη της γραμματικής, της ρητορικής και της διαλεκτικής πριν προχωρήσει στο quadrivium, που ασχολήθηκε με την αριθμητική, τη γεωμετρία, τη μουσική και την αστρονομία.

Το 1623, ο Jacques Bruneau de Tartifume έγραψε ότι ξεκίνησε τη ζωή του ως δόκιμος του Τάγματος των Φραγκισκανών Κορδελιέρων, στο Μοναστήρι των Κορδελιέρων, κοντά στην Ανζέ. Ωστόσο, δεν υπάρχουν άμεσα στοιχεία που να υποστηρίζουν αυτή τη θεωρία. Μέχρι το 1520, ήτανε στο Fontenay-le-Comte στο Poitou, έγινε φίλος με τον Pierre Lamy, φραγκισκανό κι αλληλογραφούσε με τον Guillaume Budé, που παρατήρησε ότι ήταν ήδη ικανός νομικά. Μετά το σχολιασμό του Έρασμου στη πρωτότυπη ελληνική έκδοση του Ευαγγελίου του Λουκά, η Σορβόννη απαγόρευσε τη μελέτη της ελληνικής γλώσσας το 1523, πιστεύοντας ότι ενθάρρυνε τη «προσωπική ερμηνεία» της Καινής Διαθήκης. Ως αποτέλεσμα, ο Lamy κι ο Rabelais χάσανε τα ελληνικά βιβλία τους. Απογοητευμένος από την απαγόρευση, υπέβαλε αίτηση στον Πάπα Κλήμη Ζ’ (1523-1534) κι έλαβε προσβλήτική απάντηση του επισκόπου Geoffroy d’Estissac, έτσι έφυγε από τους Φραγκισκανούς για το Τάγμα των Βενεδικτίνων στο Maillezais. Στο αβαείο Saint-Pierre-de-Maillezais, εργάστηκε ως γραμματέας του επισκόπου -καλά διαβασμένος ιεράρχης διορισμένος από τον Φραγκίσκο Α’- κι απολάμβανε τη προστασία του.
Γύρω στο 1527 εγκατέλειψε το μοναστήρι χωρίς άδεια, έγινε αποστάτης μέχρι που ο Πάπας Παύλος Γ’ τον απάλλαξε από αυτό το έγκλημα, το οποίο έφερε μαζί του τον κίνδυνο αυστηρών κυρώσεων, το 1536. Μέχρι τότε, ο εκκλησιαστικός νόμος του απαγόρευε να εργάζεται ως γιατρός ή χειρουργός. Ο J. Lesellier υποθέτει ότι στη διάρκεια του χρόνου που πέρασε στο Παρίσι από το 1528 ως το 1530 γεννήθηκαν δύο από τα τρία παιδιά του (François και Junie). Μετά το Παρίσι, ο Ραμπελαί πήγε στο Πανεπιστήμιο του Πουατιέ και στη συνέχεια στο Πανεπιστήμιο του Μονπελιέ για να σπουδάσει ιατρική. Το 1532 μετακόμισε στη Λυών, ένα από τα πνευματικά κέντρα της Αναγέννησης, και άρχισε να εργάζεται ως γιατρός στο νοσοκομείο Hôtel-Dieu de Lyon. Στη διάρκεια της παραμονής του στη Λυών, επιμελήθηκε λατινικά έργα για τον τυπογράφο Sebastian Gryphius και έγραψε μια διάσημη επιστολή θαυμασμού προς τον Έρασμο για να συνοδεύσει τη διαβίβαση ενός ελληνικού χειρογράφου από το τυπογραφείο. Ο Γρύφιος δημοσίευσε τις μεταφράσεις και τους σχολιασμούς του Ραμπελαί για τον Ιπποκράτη, τον Γαληνό και τον Τζιοβάνι Μανάρντο. Το 1537 επέστρεψε στο Μονπελιέ για να πληρώσει τα δίδακτρα για να αποκτήσει την άδεια άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος (3 Απριλίου) και έλαβε το διδακτορικό του τον επόμενο μήνα (22 Μάη). Στην επιστροφή του στη Λυών το καλοκαίρι, έδωσε ένα μάθημα ανατομίας στο Hôtel-Dieu της Λυών χρησιμοποιώντας το πτώμα ενός απαγχονισμένου άνδρα, το οποίο ο Etienne Dolet περιέγραψε στο Carmina του. Ήταν μέσω του έργου και της υποτροφίας του στον τομέα της ιατρικής που ο Rabelais κέρδισε ευρωπαϊκή φήμη.

Το 1532, με το ψευδώνυμο Alcofribas Nasier (αναγραμματισμός του François Rabelais), δημοσίευσε το 1ο του βιβλίο, Pantagruel King of the Dipsodes, το 1ο της σειράς Gargantua, κυρίως για να συμπληρώσει το εισόδημά του στο νοσοκομείο. Η ιδέα να βασιστεί αλληγορία στη ζωή των γιγάντων του ήρθε απ’ το λαογραφικό μύθο les Grandes chroniques du grand et énorme géant Gargantua, που πωλούνταν από βιβλιοπώλες και στις εκθέσεις της Λυών ως λαϊκή λογοτεχνία με τη μορφή φθηνών φυλλαδίων. Η 1η έκδοση ενός αλμανάκ που παρωδεί τις αστρολογικές προβλέψεις της εποχής που ονομάζονται προγνωστικά Pantagrueline εμφανίστηκε για το έτος 1533 από τον εκδότη του, François Juste. Περιείχε το όνομα “Maître Alcofribas” στο πλήρη τίτλο του. Τα δημοφιλή αλμανάκ συνεχίστηκαν ακανόνιστα μέχρι τη τελική έκδοση του 1542, που προετοιμάστηκε για το “αέναο έτος”. Από το 1537, τυπώθηκαν στο τέλος των εκδόσεων του Pantagruel του Juste. Ο πανταγκριελισμός είναι φιλοσοφία «φάτε, πιείτε και χαρείτε», που οδήγησε τα βιβλία του σε δυσμένεια με τους θεολόγους, αλλά του έφερε λαϊκή επιτυχία και τον θαυμασμό μεταγενέστερων κριτικών για την εστίασή τους στο σώμα. Αυτό το 1ο βιβλίο, κριτικό για το υπάρχον μοναστικό κι εκπαιδευτικό σύστημα, περιέχει τη 1η γνωστή εμφάνιση στα γαλλικά των λέξεων encyclopédie, caballe, progrès και utopie, μεταξύ άλλων. Το βιβλίο έγινε δημοφιλές, μαζί με το πρίκουελ του 1534, που ασχολήθηκε με τη ζωή και τα κατορθώματα του πατέρα του Pantagruel, Gargantua και που ήτανε πιο εμποτισμένο με τη πολιτική της εποχής κι ανοιχτά ευνοϊκό για τη μοναρχία από ό,τι ο προηγούμενος τόμος. Η επανέκδοση του Pantagruel το 1534 περιέχει πολλές ορθογραφικές, γραμματικές και τυπογραφικές καινοτομίες, ιδιαίτερα τη χρήση διακριτικών (τόνων, αποστρόφων και diaereses), που ήτανε τότε νέα στα γαλλικά. Η Mireille Huchon αποδίδει αυτή τη καινοτομία εν μέρει στην επιρροή του De vulgari eloquentia του Δάντη στα γαλλικά γράμματα.

Δεν υπάρχουνε σαφή στοιχεία που ν’ αποδεικνύουνε πότε συναντήθηκαν ο Jean du Bellay κι ο Rabelais. Ωστόσο, όταν ο Bellay στάλθηκε στη Ρώμη Γενάρη του 1534 για να πείσει τον Πάπα Κλήμη VII να μην αφορίσει τον Henry VIII, συνοδευόταν από τον Rabelais, που εργάστηκε ως γραμματέας και προσωπικός γιατρός του μέχρι την επιστροφή του τον Απρίλη. Στη διάρκεια της παραμονής του, βρήκε τη πόλη συναρπαστική κι αποφάσισε να παρουσιάσει νέα έκδοση της Topographia antiqua Romae του Bartolomeo Marliani με τον Sebastien Gryphe στη Λυών.
Ο Ραμπελαί έφυγε από το Hôtel Dieu de Lyon στις 13 Φλεβάρη 1535 αφού έλαβε το μισθό του, εξαφανίζεται μέχρι τον Αύγουστο του 1535 ως αποτέλεσμα της ταραχώδους υπόθεσης των πλακάτ, που οδήγησε τον Φραγκίσκο Α’ να εκδώσει διάταγμα που απαγόρευε κάθε εκτύπωση στη Γαλλία. Μόνο η επιρροή του Bellays επέτρεψε στα τυπογραφεία να λειτουργήσουνε ξανά. Το Μάη, ο Bellay ονομάστηκε καρδινάλιος κι ακόμα μια διπλωματική αποστολή για τον Φραγκίσκο Α’ -είχε τον Rabelais μαζί του στη Ρώμη. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, εργαζόταν επίσης για τα συμφέροντα του Γοδεφρείδου ντ’ Εστισάκ και διατηρούσε αλληλογραφία μαζί του μέσω διπλωματικών οδών (υπό βασιλική σφραγίδα μέχρι το Πουατιέ). 3 επιστολές από τον Ραμπελαί έχουν διασωθεί. Στις 17 Γενάρη 1536, ο Παύλος Γ’ εξέδωσε παπική εντολή εξουσιοδοτώντας τον Ραμπελαί να ενταχθεί σε μοναστήρι Βενεδικτίνων και να ασκήσει την ιατρική, εφόσον απείχε από χειρουργική επέμβαση. Αφού ο Jean du Bellay ονομάστηκε ηγούμενος του αββαείου Saint-Maur, ο Rabelais κανόνισε να διοριστεί εκεί, γνωρίζοντας ότι οι μοναχοί επρόκειτο να γίνουν κοσμικοί κληρικοί το επόμενο έτος.
Το 1540, έζησε για μικρό χρονικό διάστημα στο Τορίνο ως μέλος της οικογένειας του αδελφού του du Bellay, Guillaume. Ήταν εκείνη την εποχή που τα 2 παιδιά του νομιμοποιήθηκαν από τον Παύλο Γ’, την ίδια χρονιά που το 3ο παιδί του (Théodule) πέθανε στη Λυών στα 2 του. Ο Ραμπελαί πέρασε επίσης κάποιο χρονικό διάστημα ήσυχα, υπό την περιοδική απειλή να καταδικαστεί για αίρεση ανάλογα με την υγεία των διαφόρων προστατών του. Το 1543, ο Gargantua κι ο Pantagruel καταδικάστηκαν από τη Σορβόννη, τότε θεολογική σχολή. Μόνο η προστασία του du Bellay έσωσε τον Rabelais μετά τη καταδίκη του μυθιστορήματός του από τη Σορβόννη. Τον Ιούνιο του 1543 ο Ραμπελαί έγινε Κύριος των Αιτημάτων. Μεταξύ 1545-47 έζησε στο Μετς, τότε ελεύθερη αυτοκρατορική πόλη και δημοκρατία, για να ξεφύγει από τη καταδίκη από το Πανεπιστήμιο του Παρισιού. Το 1547 έγινε επιμελητής του Saint-Christophe-du-Jambet στο Maine και του Meudon κοντά στο Παρίσι.

Με την υποστήριξη των μελών της εξέχουσας οικογένειας Bellay, είχε λάβει έγκριση από το βασιλιά Φραγκίσκο Α’ να συνεχίσει να δημοσιεύει τη συλλογή του στις 19 Σεπτέμβρη 1545 για 6 χρόνια. Ωστόσο, στις 31 Δεκέμβρη 1546, το Tiers Livre εντάχθηκε στον κατάλογο απαγορευμένων βιβλίων της Σορβόννης. Μετά το θάνατο του βασιλιά το 1547, η ακαδημαϊκή ελίτ αποδοκίμασε το Ραμπελαί και το Κοινοβούλιο των Παρισίων ανέστειλε τη πώληση του Τέταρτου Βιβλίου, που δημοσιεύθηκε το 1552, παρά το γεγονός ότι ο Ερρίκος Β’ του είχε παραχωρήσει βασιλικό προνόμιο. Αυτή η αναστολή αποδείχθηκε αναποτελεσματική, προς το παρόν, καθώς ο βασιλιάς επανέλαβε την υποστήριξή του για το βιβλίο. Ο Ραμπελαί παραιτήθηκε της προσπάθειας Γενάρη του 1553 και πέθανε στο Παρίσι στο ίδιον έτος.
Ήδη το 1511, ο Ραμπελαί φαίνεται να είναι δόκιμος μοναχός στο Τάγμα των Φραγκισκανών. Το ενδιαφέρον του για τη κλασσική αρχαιότητα, καθώς κι η «εξαιρετική γνώση» των αρχαίων ελληνικών και των λατινικών, του επέτρεψαν να μελετήσει σειρά αρχαίων κειμένων, που η επιρροή τους είναι φανερή στο σύνολο του έργου του, αλλά και ν’ αλληλογραφήσει με μερικές από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες της εποχής, όπως τον ανθρωπιστή Γκιγιόμ Μπυντέ. Το 1524 ή το 1525, γίνεται δεκτός στο Τάγμα των Βενεδικτίνων, που έχει τη φήμη του πιο «ελεύθερου» τάγματος, που ενθαρρύνει τη πνευματική εργασία και την ενασχόληση με τους κλασσικούς. Λίγα χρόνια μετά, εγκαταλείπει το τάγμα, προκειμένου να ολοκληρώσει τις σπουδές του στη φημισμένη Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Μονπελλιέ. Παίρνει πτυχίο το 1530, έπειτα από μόλις μερικές βδομάδες εντατικής φοίτησης και ξεκινά να εργάζεται ως γιατρός στο νοσοκομείο Hôtel-Dieu στη Λυών. Εκεί εκδίδει το 1532 το βιβλίο Πανταγκρυέλ (Pantagruel) με το ψευδώνυμο “Αλσοφρυμπά Νασιέ” (Alcofrybas Nasier), αναγραμματισμό του ονόματός του, και γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Παρά την επιτυχία, το βιβλίο δέχεται σφοδρή κριτική από τους θεολόγους της συντηρητικής Θεολογικής Σχολής της Σορβόννης. Θ’ ακολουθήσουν άλλα 3 βιβλία που περιγράφουνε τις περιπέτειες του Πανταγκρυέλ και του Γκαργκαντούα. Το Τρίτο Βιβλίο (Tiers Livre), που εκδίδεται το 1546 στο Παρίσι, είναι και 1ο που φέρει το αληθινό όνομά του, καθώς και τη σφραγίδα του βασιλιά και την άδειά του για την έκδοση. Το Τέταρτο Βιβλίο (Quart Livre) εκδίδεται το 1552, επίσης με βασιλική σφραγίδα, αλλά η κυκλοφορία του διακόπτεται 15 μέρες, έπειτα από αίτημα της Θεολογικής Σχολής της Σορβόννης.

Ο Φρανσουά Ραμπελαί πεθαίνει το Μάρτη του 1553. Στα επιταφολόγια της Εκκλησίας του Αγίου Παύλου, ως ημερομηνία θανάτου του αναφέρεται η 9η Απρίλη 1553. 11 χρόνια μετά το θάνατό του, θα εμφανιστεί το υποτιθέμενο 5ο Βιβλίο (Cinquiesme Livre), που η πατρότητά του θα αμφισβητηθεί έντονα. Εκτός του συγγραφικού του έργου, ασχολήθηκε και με τις μεταφράσεις αρχαίων κειμένων (Αύγουστο του 1532 μετέφρασε έργα του Ιπποκράτη και του Γαληνού στα λατινικά) και δημοσίευσε πολλούς καζαμίες, για να σατιρίσει τη πεποίθηση των ανθρώπων ότι μπορούν να γνωρίζουνε το μέλλον. Επίσης, διετέλεσε προσωπικός γιατρός και γραμματέας του κληρικού και διπλωμάτη Ζαν ντυ Μπελλαί και τον ακολούθησε σε διπλωματικές αποστολές στην Ιταλία, που η 1η έγινε το 1534.
Το πρώτο βιβλίο των περιπετειών του γίγαντα Πανταγκρυέλ εκδίδει ο Ραμπελαί με το ψευδώνυμο Alcofrybas Nasier (αναγραμματισμό του ονόματός του) στη Λυών. Το όνομα του ήρωα θυμίζει αυτό του νάνου Penthagruel, μιας φιγούρας της λαϊκής κουλτούρας, ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, έριχνε αλάτι στα στόματα των μεθυσμένων προκειμένου να στεγνώσει ο οισοφάγος τους και να ξυπνήσουν για να προετοιμαστούν για νέα μεθύσια.
Το 1ο βιβλίο αφηγείται τη παιδική ηλικία, την εφηβεία, τις σπουδές και τις περιπέτειες του Πανταγκρυέλ, γίγαντα από βασιλική γενιά, και του πολυμήχανου αλλά δειλού φίλου του, Πανούργου (Panurge). Στο εξώφυλλο αναφέρεται ότι ο Πανταγκρυέλ είναι ο γιος του βασιλιά-γίγαντα Γκαργκαντούα -πρόκειται για σαφή αναφορά στο ανώνυμο έργο Τα μεγάλα κι ανεκτίμητα χρονικά του μεγάλου και τρανού γίγαντα Γαργαντούα (Grandes et Inestimables Cronicques: du grant et énorme geant Gargantua) που αν και δε διέθετε «μεγάλη λογοτεχνική αξία», σύμφωνα με τον μελετητή του Ραμπελαί, Μάικλ Σκρητς (Michael Screech), μοιάζει να είναι άμεση πηγή για τις περιπέτειές του. Άλλη πηγή είναι τα ιπποτικά μυθιστορήματα της εποχής, που περιγράφουν αναλυτικά την ανατροφή, τις αρετές καθώς και το ταξίδι του ήρωα, που στο τέλος πρέπει να σώσει το βασίλειο από τον εχθρό. Στον Pantagruel συναντάμε όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά, αλλά με παρωδική χροιά, που κυριαρχεί σ’ όλο το έργο. Πρόκειται σίγουρα, για έντονα κριτική ματιά στο είδος του ιπποτικού μυθιστορήματος και στα λογοτεχνικά έργα, γενικότερα.

Οι ιδέες του ανθρωπισμού και της Αναγέννησης κυριαρχούν σε όλο το βιβλίο, το οποίο είναι επίσης επηρεασμένο από την αρχαία ελληνορωμαϊκή γραμματεία· ο Λουκιανός αναφέρεται συχνά ως βασική πηγή του έργου του Ραμπελαί. Το γράμμα το οποίο στέλνει ο Γαργαντούας στο γιο του, γεμάτο συμβουλές για τις σπουδές και για τη ζωή, θεωρείται ότι αποτελεί ένα μανιφέστο του Ανθρωπισμού.
Το βιβλίο περιλαμβάνει πολλές κωμικές σκηνές που ασκούν έντονη κριτική στην εποχή του Ραμπελαί: από το νέο από τη Λιμόζ που παριστάνει τον Παριζιάνο και τον Πανούργο που μιλάει σε πολλές γλώσσες προτού απαντήσει στις ερωτήσεις του Πανταγκρυέλ στα γαλλικά, ως τον πνιγμό του αντίπαλου στρατού σε θάλασσα από ούρα και τη φωτιά στο στρατόπεδό τους, ο Ραμπελαί δημιουργεί έναν καρναβαλικό κόσμο, γεμάτο σκατολογικές αναφορές προκειμένου να ασκήσει κριτική σε αυτά που θεωρεί κακώς κείμενα της εποχής του. Εξαιρετικά γνωστές είναι δύο σκηνές του βιβλίου: στην πρώτη, ο χαρακτήρας Επιστήμων επιστρέφει από τον κόσμο των Νεκρών και τον περιγράφει ενώ στη δεύτερη, ο αφηγητής μπαίνει μέσα στο γιγάντιο στόμα του Πανταγκρυέλ και γνωρίζει ένα στρατό που κατοικεί εκεί.
Το δεύτερο βιβλίο των Χρονικών του Ραμπελαί περιγράφει τη ζωή και τις περιπέτειες του πατέρα του Πανταγκρυέλ, του πανίσχυρου γίγαντα Γαργαντούα. Όπως και στον Pantagruel έτσι κι εδώ, παρουσιάζεται με πολλές περιγραφές η γέννηση και η παιδική και εφηβική ηλικία του ήρωα, η εκπαίδευσή του, τα ταξίδια του, οι περιπέτειές του καθώς και η τελική μάχη, στην οποία το στρατόπεδο του Γαργαντούα και του πατέρα του, κερδίζει. Στην αρχή του βιβλίου, υπάρχει ένα από τα γνωστότερα ποιήματα του Ραμπελαί το οποίο και αφιερώνει στο αναγνωστικό κοινό.

Βασικό θέμα του 2ου βιβλίου είναι η εκπαίδευση. Ο Ραμπελαί κοροϊδεύει τις συντηρητικές εκπαιδευτικές μεθόδους του Μεσαίωνα, που κάνουνε τον προικισμένο Γκαργκαντούα «παλαβό, χαζό, ολότελα αφηρημένο κι αρλουμπατζή» και προτείνει τη παιδεία της Αναγέννησης που στοχεύει στη δημιουργία του Homo Universalis, ατόμου με ολοκληρωμένη και πολύπλευρη μόρφωση. Επηρεασμένος από το έργο του Έρασμου, που είναι σταθερό σημείο αναφοράς σ’ όλα τα χρονικά, σατιρίζει με σκληρό τρόπο το συντηρητισμό της Θεολογικής Σχολής της Σορβόννης και βάζει τον ήρωά του, να κλέψει τις καμπάνες της Παναγίας των Παρισίων, να δώσει στους Παριζιάνους να πιούν από τα ούρα του και να αντιμετωπίσει τους θεολόγους της Σορβόννης σε δίκη για το θέμα των κλεμμένων καμπάνων. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με τη περιγραφή του Αββαείου του Θελήματος, πρωτότυπου μοναστηριού που είναι αντίθετο απ’ όλα τ’ άλλα της εποχής του. Στο Αββαείο αυτό δεν υπάρχουνε τείχη, στο τάγμα μπορούν να ενταχθούν άντρες και γυναίκες ενώ ο μόνος κανόνας που υπάρχει είναι ο ακόλουθος: «Κάνε ό,τι γουστάρεις». Το Αββαείο του Θελήματος είναι πρωτοποριακή σύλληψη για την εποχή του, όπως ήταν άλλωστε κι η Ουτοπία του Τόμας Μορ, έργο που επηρέασε και τον Ραμπελαί, που την ονόμασε χώρα καταγωγής της μητέρας του Πανταγκρυέλ.
Το Τρίτο Βιβλίο των περιπετειών του Πανταγκρυέλ, του Γκαργκαντούα και της παρέας τους είναι το 1ο που εκδίδεται με το πραγματικό όνομά του και φέρει τη σφραγίδα του βασιλιά (privilège du roi) έπειτα από αίτημά του, που ήθελε να προστατέψει το βιβλίο από τις επιθέσεις που δεχόταν και, κυρίως, από τη λογοκρισία της Σορβόννης. Διαφέρει ριζικά από τα 2 πριν βιβλία, σε μορφή και σε περιεχόμενο, καθώς δεν περιλαμβάνει περιγραφές ταξιδιών και περιπετειών αλλά παρουσιάζει τις προσπάθειες του Πανούργου να παντρευτεί μέσα από συζητήσεις του με τον Πανταγκρυέλ. Η διαλογική μορφή του Τρίτου Βιβλίου ανακαλεί τους πλατωνικούς διαλόγους και θέτει υπό αμφισβήτηση την παραδοσιακή μορφή των λογοτεχνικών κειμένων. Ασκεί έτσι κριτική στη λογοτεχνία και τις μορφές της, διατηρώντας ταυτόχρονα στάση σεβασμού απέναντι στην ιστορία της λογοτεχνίας και στην αρχαία Ελληνική και Ρωμαϊκή γραμματεία, από την οποία εμπνέεται αυτή τη διαλογική μορφή.

Βασικό θέμα του 3ου Βιβλίου είναι η πρόβλεψη του μέλλοντος. Ο Ραμπελαί, ήδη εξέδιδε καζαμίες για πλάκα, στοχεύοντας στο να δείξει ότι το μέλλον είναι απρόβλεπτο, βάζει τον Πανούργο να τρέχει σε ψευδοπροφήτες, τσαρλατάνους, επιστήμονες και μάγους προκειμένου να μάθει αν πρέπει να παντρευτεί ή όχι. Η απάντηση που παίρνει από κάθε συμβουλάτορα είναι η ίδια: «θα απατηθεί, θα δαρθεί και θα μείνει στην ψάθα». Δοκιμάζει κάθε δυνατή μέθοδο πρόβλεψης του μέλλοντος, μεταξύ των οποίων την αστρολογία, την ονειρομαντεία, την τυρομαντεία, τη γυρομαντεία και άλλες για να μάθει τι θα του συμβεί και μετατρέπεται έτσι, σύμφωνα με τον Michael Screech, «από τον χαρισματικό ήρωα του Pantagruel που μπορούσε να επισκιάσει και να βοηθήσει τον αφέντη του, στην αντίθεση όλων αυτών που συμβολίζει ο Πανταγκρυέλ».
Το 3ο Βιβλίο είναι, επίσης, βαθιά επηρεασμένο από το έργο του Πλάτωνα και, κυρίως, απ’ το Συμπόσιο και τον Τίμαιο. Μας παρουσιάζει επίσης συμπόσιο, που έχουνε κληθεί ξακουστοί επιστήμονες να δώσουνε τη συμβουλή τους στον Πανούργο, όπου σατιρίζει πολλές από τις απόψεις τις εποχής του. Το ίδιο το συμπόσιο μοιάζει επηρεασμένο απ’ το αντίστοιχο πλατωνικό κι από άλλα λογοτεχνικά συμπόσια της αρχαιότητας. Με βάση τις παρατηρήσεις του Μιχαήλ Μπαχτίν, που στο βιβλίο του Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του μελέτησε τη σχέση του έργου του με τον κόσμο της λαϊκής γιορτής, θα μπορούσαμε να συνδέσουμε το συμπόσιο με την έννοια του γκροτέσκου σώματος, του απόλυτα υλικού σώματος που αντιπροσωπεύει ολόκληρο τον υλικό κόσμο και τη κυκλική του πορεία. Απ’ αυτή την άποψη, το έργο του Ραμπελαί μοιάζει να ισορροπεί ανάμεσα σε 2 κόσμους, αυτόν της ανθρωπιστικής κουλτούρας και πολυμάθειας κι αυτόν της λαϊκής γιορτής, κατορθώνοντας να τους ενώσει. Το 3ο Βιβλίο κλείνει με την απόφαση του Πανούργου να βρει το θρυλικό μαντείο της Θείας Μπουκάλας και να πάρει από ‘κει συμβουλή για το αν πρέπει να παντρευτεί ή όχι. Οι πρωταγωνιστές ξεκινάνε, λοιπόν, μακρύ ναυτικό ταξίδι που θα ‘ναι κι ο κορμός του 4ου Βιβλίου. Παράλληλα, πλέκεται το εγκώμιο μαγικού βοτάνου, του πανταγκρυελίνου, που φαίνεται ν’ αντιστοιχεί στη κάνναβη.

Το Τέταρτο Βιβλίο των περιπετειών του Πανταγκρυέλ, του Γαργαντούα και της παρέας τους εκδίδεται με το πραγματικό όνομα του Φρανσουά Ραμπελαί και φέρει επίσης τη βασιλική σφραγίδα. Είναι το τελευταίο βιβλίο που εκδίδει εν ζωή ο Ραμπελαί και περιγράφει μία σατιρική οδύσσεια των ηρώων, οι οποίοι μπλέκουν σε περιπέτειες κατά τη διάρκεια του ναυτικού τους ταξιδιού, προσπαθώντας να φτάσουν στο μαντείο της Θείας Μπουκάλας. Σε αντίθεση με τα προηγούμενα βιβλία, εδώ παρουσιάζει επεισόδια βίας με περισσότερο ρεαλισμό -και ξεκάθαρη κριτική διάθεση. Από τα πιο γνωστά επεισόδια του βιβλίου είναι αυτό των «προβάτων του Πανούργου», όπου αυτός μετά από πολλά παζάρια, αγοράζει πρόβατο και, για να εκνευρίσει τον εκτροφέα, το ρίχνει στη θάλασσα. Τα υπόλοιπα πρόβατα το ακολουθούν, με αποτέλεσμα να πνιγούν, ενώ τραγικό τέλος έχει κι ο εκτροφέας τους, που πέφτει στη θάλασσα για να τα σώσει και πνίγεται επίσης. Ενώ στο Gargantua φαίνεται ότι ο πνιγμός «200418 κατοίκων δίχως να λογαριάσουμε γυναίκες και μικρά παιδιά» είναι υπερβολή με στόχο τη σάτιρα, εδώ οι σκηνές βίας παρουσιάζονται πιο ρεαλιστικές, με περισσότερες λεπτομέρειες, αντικατοπτρίζοντας το τεταμένο κλίμα της εποχής. Δε διστάζει ν’ ασκήσει κριτική στους Καθολικούς και στους Προτεστάντες, παρουσιάζοντας τ’ άτομα που ακολούθησαν τον Ιωάννη Καλβίνο ως «καννιβάλους».
Το 4ο Βιβλίο ολοκληρώνεται χωρίς να έχουνε βρει οι ήρωες το μαντείο της Θείας Μπουκάλας. Έπειτα από θαλάσσια περιπέτεια, που οι πρωταγωνιστές βγαίνουν αλώβητοι, ο Πανούργος έχει χεστεί πάνω του από το φόβο του κι όλοι αποφασίζουν να πιούνε. Τελειώνει με τη προτροπή “Beuvons”, «ας πιούμε». Σύμφωνα με τον Michael Screech, το 4ο Βιβλίο είναι το «κύκνειο άσμα» του Ραμπελαί, καθώς παρουσιάζει «πληρότητα, τελειότητα […] τέλειο τέλος». Είναι επίσης το μοναδικό έργο που υπογράφει απλώς ως «Φρανσουά Ραμπελαί, γιατρός», αποποιούμενος κάθε άλλη ιδιότητα ή μάσκα και το μοναδικό που δεν υπόσχεται συνέχεια. Με βάση αυτή την ερμηνεία, αυτό είναι και το τελευταίο που ‘γραψε.

Η πατρότητα του 5ου βιβλίου, που εμφανίζεται 9 χρόνια μετά το θάνατο του Ραμπελαί, έχει αμφισβητηθεί έντονα απ’ τους ερευνητές, με τη πιο σύγχρονη άποψη να κάνει λόγο για «διαχείριση» σημειώσεων ή ανολοκλήρωτου έργου του, από διορθωτές. Θεωρείται απ’ την έρευνα ως 1ος σύγχρονος μυθιστοριογράφος, καθώς τα έργα του ξέφυγαν απ’ τη κλασσική μορφή των ιπποτικών ιστοριών ή των διαλόγων και παρουσίασαν νέες αφηγηματικές μεθόδους, ασκώντας ταυτόχρονα κριτική στην έννοια του βιβλίου και στη διαδικασία αφήγησης ιστορίας. Επηρέασε πολλά έργα του 16ου αι., που ανάμεσά τους αυτό του φιλοσόφου Μισέλ ντε Μονταίν, του Γάλλου Προτεστάντη ποιητή Αγκριππά ντ’Ωμπινιέ και του Άγγλου δραματουργού Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Το έργο του Λώρενς Στερν είναι επίσης βαθιά επηρεασμένο από τις περιπέτειες του Γkαργkαντούα και του Πανταγκρυέλ, σ’ αφηγηματικό επίπεδο και σ’ επίπεδο μορφής.

Ο γαλλικός κλασσικισμός αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό το έργο του “μεθύστακα” Ραμπελαί, ενώ ο 19ος αι. εμφανίζεται πιο λυρικός, με το Φρανσουά-Ρενέ ντε Σατωμπριάν να υποστηρίζει ότι ο Ραμπελαί “δημιούργησε τα γαλλικά γράμματα” και τον Βίκτωρα Ουγκώ να του πλέκει το εγκώμιο. Ο Γκυστάβ Φλωμπέρ επίσης φαίνεται επηρεασμένος από τις περιπέτειες του Γκαργκαντούα και του Πανταγκρυέλ. Τον 20ό αι. το ενδιαφέρον της λογοτεχνίας και της έρευνας για το έργο του δείχνει αυξημένο και μπαίνει στο πάνθεον των Γάλλων συγγραφέων. Το σύνολο των έργων του εκδίδεται από την σειρά Pléiade των εκδόσεων Gallimard, ενώ πολλά έργα της θεωρίας της λογοτεχνίας, όπως αυτό του Μιχαήλ Μπαχτίν, είναι επηρεασμένα από το καρναβαλικό του σύμπαν.
Τον 21ο αι. ως στιγμής στην έρευνα φαίνεται να ισχύει αυτό που έγραψε ο Σάμιουελ Τέυλορ Κόλεριτζ: «Τοποθετώ τον Ραμπελαί μαζί με τα πνεύματα που δημιούργησαν τον κόσμο: τον Σαίξπηρ, τον Δάντη, τον Θερβάντες», με το έργο του Ραμπελαί να κατέχει σημαντική θέση στην έρευνα στη γαλλική και παγκόσμια λογοτεχνία.

=================================================

Γκαργκαντούα & Πανταγκρυέλ

(απόσπ)

Πρόλογος

Φίλοι που τούτο το βιβλίο διαβάζετε,
το κάθε πάθος από πάνω σας πετάξετε
κι από το διάβασμά του μη σκανταλιστείτε:
ούτε κακό ή προστυχιά μέσα θα βρείτε.
Κι αλήθεια είναι πως στάλα τελειότητας ‘δώ πάλι
δε θα μάθετε, πάρεξ για το ζήτημα του γέλιου.

Άλλο θέμα η καρδιά δε ‘μπόρειε να διαλέξει,
σα βλέπει το σαράκι που σας σκάβει και σας τρώει.
Κάλλιο για γέλιο παρά κλάματα να γράφω,
αφού το γέλιο ίδιον είναι μόνο του ανθρώπου.

Μπεκρήδες περιφημότατοι κι εσείς, βλογιοκομμένοι πολυτιμότατοι, (σε σας και σ’ άλλον κανέναν είναι τα γραφτά μου αφιερωμένα), στο διάλογο του Πλάτωνα που τιτλοφορείται Το Συμπόσιον, ο Αλκιβιάδης, καθώς πλέκει το εγκώμιο του παιδαγωγού του, Σωκράτη, αναντίρρητα ηγεμόνα των φιλοσόφων, του λέει, μεταξύ των άλλων λόγων του, όμοιο με τους Σιληνούς. Σιληνοί ήταν στα χρόνια τα παλιά κάτι κουτάκια -όπως αυτά που βλέπουμε στις μέρες μας στα μαγαζιά των φαρμακοποιών- κι απ’ έξω είχαν ζωγραφιστές φιγούρες χαρωπές κι αστείες, όπως Άρπυιες, Σάτυρους, χηνόπουλα με φτερά στη μύτη καρφωμένα, λαγούς με κέρατα, πάπιες σαμαρωμένες, τράγους πετούμενους, ελάφια σ’ άμαξες ζευγμένα κι άλλες παρόμοιες ζωγραφιές, παραμορφωμένες επίτηδες, για να ερεθίζουν τον κόσμο να γελάει (τέτοιος ήταν ο Σιληνός, αφέντης του καλού Βάκχου). Μέσα όμως διατηρούσαν διαλεχτά αρώματα, όπως βάλσαμο, άμπαρη, άμωμο, μόσχο, μοσχόμυρο, πετράδια κι άλλα πράγματα πολύτιμα. Έτσι έλεγε πως ήταν κι ο Σωκράτης, γιατί, βλέποντας το εξωτερικό και κρίνοντας από την εμφάνισή του, δε θα δίνατε ούτε κρεμμυδόφλουδα γι’ αυτόν, τόσο άσχημος ήταν στο σώμα και γελοίος στη συμπεριφορά του, με μύτη σουβλερή, με μάτια βοϊδίσια, με πρόσωπο κωμικό, απλός στις συνήθειές του, παρακατιανός στο ντύσιμο, φτωχός από βιός, κακότυχος με τις γυναίκες, ανίκανος για οποιοδήποτε δημόσιο λειτούργημα, πάντα γελαζούμενος, πάντα έτοιμος να τσουγκρίσει το ποτήρι του με όλους, πάντα περιγελαστής, πάντα καλός να κρύβει τη θεία γνώση του. Ανοίγοντας όμως αυτό το κουτί, θα βρίσκατε μέσα του ένα ουράνιο κι αξετίμητο άρωμά: διάνοια παραπάνω από ανθρώπινη, δύναμη ψυχής θαυμαστή, θάρρος ακαταμάχητο, εγκράτεια που όμοιά της δεν υπάρχει, γαλήνη αδιαφιλονίκητη, παρρησtα τελει6τατη, έλλειψη εκτίμησης απtστευτη προς ό,τι κάνει τους ανθρώπους να ξενυχτούν, να πιλαλούν, να μοχθούν, να θαλασσοδέρνονται και ν’ αλληλομάχονται.
Προς τι, κατά τη γνώμη σας λοιπόν, ετούτη η εισαγωγή και 1η βυθομέτρηση; Για το λόγο πως εσείς, μαθητάδες μου καλοί και κάποιοι άλλοι παλαβιάρηδες χασομέρηδες, διαβάζοντας τους χαρωπούς τtτλους κάποιων βιβλίων της φαντασίας μας, όπως Γαργαντούας, Πανταγκρυέλ, Αδειοκανάτης1, Η Σεμνότητα της Πεοδόχης2, Για Μπιζέλια με Λαρδ(, πασπαλισμένα μ’ ένα Σχόλιο και τα λοιπά, κρtνετε μ’ ευκολία περισσή πως εκεί μέσα δε γίνεται λόγος παρά για κοροϊδίες, παλαβομάρες και χαρωπές ψευτιές, αφού η εξωτερική ταμπέλα (ο τίτλος δηλαδή), δtχως να ψάξετε πιο πέρα, έχει γίνει δεκτή απ’ όλους για γελοιοποtηση και καλαμπούρι. Δεν ταιριάζει ωστόσο να κρίνονται μ’ επιπολαιότητα τέτοια οι ανθρώπινες πράξεις.

Γιατί εσείς οι ίδιοι λέτε πως το ράσο δεν κάνει τον παπά και πως ο τάδε, στα παπαδίστικα ντυμένος, ανάθεμα κι αν έχει στάλα παπαδοσύνης μέσα του, όπως κι ο δείνα, που κάπα σπανι6λικη φοράει, κατά βάθος δεν έχει σχέση ούτε απ6 μακρυά με την Ισπανία. Γι’ αυτό πρέπει ν’ ανοίξετε το βιβλίο και προσεκτικά να ζυγίσετε ό,τι εκει μέσα μολογιέται. Τ6τε θ’ αναγνωρίσετε πως το άρωμα που μέσα περιέχεται άλλη τελείως αξία έχει από κείνη που το κουτί υποσχ6ταν. Με άλλα λ6για, τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται δεν είναι τ6σο αστεία, όσο ο τtτλος που από πάνω άφηνε να διαφαίνεται.
Κι αν δεχτούμε τη περίπτωση πως κατά λέξη βρίσκετε θέματα αρκετά χαρωπά κι απόλυτα ανταποκρινόμενα στον τίτλο, δεν πρέπει πάντως να σταθείτε σε αυτά, σαν μαγεμένοι από το τραγούδι των Σειρήνων, αλλά να ερμηνεύσετε με τη βαθύτερη έννοια ό,τι ίσως νομίζετt πως ειπώθηκε ελαφρά τη καρδία.
Καταπιαστήκατε ποτέ να βγάλετε φελλό από μπουκάλι; Ανάθεμα τα σκυλιά! Για θυμηθείτε το ύφος που είχατε! Και δεν είδατε ποτέ σκυλί να συναπαντάει κανένα μεδουλωμένο κόκαλο; Είναι, κατά πως λέει ο Πλάτων στην Πολιτεία, βιβλίο 2ο, το πιο φιλόσοφο ζωντανό του κόσμου. Αν λοιπόν έχετε δει κανένα, θα παρατηρήσατε με πόση ευλάβεια το κιαλάρει, με τι έγνοια το φυλά, με πόσο ζήλο το κρατά, με πόση φρονιμάδα το αρχινίζει, με πόση λαχτάρα το σπάζει και με τι επιμέλεια το πιπιλίζει. Τι τον προτρέπει να κάνει έτσι; Τι ελπίζει από αυτό το παtδεμά του; Σαν τι όφελος περιμένει; Τίποτα πιότερο από λίγο μεδούλι. Η αλήθεια όμως είναι πως αυτό το λίγο είναι νοστιμότερο από το πολύ που βρίσκεται σε άλλα πράγματα, για το λόγο ότι το μεδούλι αποτελεί πολυδουλεμέvη τροφή φυσικής τελειότητας, όπως μαρτυρεί ο Γαληνός στο Περί των Φυσικών Ιδιοτήτων, βιβλίο 3ο και στο Περί της Χρήσης των Μερών του Σώματος, βιβλίο 11ο. Κατά το παράδειγμα αυτού του σκύλου, πρέπει να είσαστε διορατικοί, ώστε να μυριστείτε, να νιώσετε και να εκτιμήσετε τούτα τα ωραία και ζουμερά βιβλία, ταχύποδοι στο κυνήγημα και τολμηροί στην επίθεση. Ύστερα, με προσεκτική μελέτη κι αδιάκοπο στοχασμό, να σπάσετε το κόκκαλο και να πιπιλίσετε το γεμάτο ουσία μεδούλι -πάει να πει το νόημα που δtνω σ’ τούτα τα πυθαγορικά σύμβολα με τη βέβαιη ελπίδα πως θα γίνετε γνωστικοί κι αγαθο{ με τέτοια ανάγνωση: σε αυτή θα βρείτε μια πολύ διαφορετική νοστιμάδα και μια πιο απόκρυφη διδαχή, που θα σας αποκαλύψει μεγάλα μυστικά και μυστήρια φρικτά, σχετικά τόσο με τη θρησκεία μας, όσο και με τη πολιτική κατάσταση και την οικονομική ζωή.

Μήπως πιστεύετε, με όλη σας την καλοπιστία, πως γράφοντας τότε ο Όμηρος την Ιλιάδα και την Οδύσσεια σκέφτηκε καμμιά στιγμή τις αλληγορίες με τις οποίες του παραγέμισαν τα έργα του ο Πλούταρχος, ο Ηρακλείδης ο Ποντικός3, ο Ευστάθιος, ο Φορνούτος4 κι όσα ο Πολιτιανός5 έκλεψε από δαύτους; Αν το πιστεύετε, ούτε με τα χέρια ούτε με τα πόδια δε πλησιάζετε τη γνώμη μου, που διαλαλεί ότι όλα αυτά πέρασαν τόσο λίγο από το νου του Ομήρου όσο κι από το μυαλό του 0βίδιου τα μυστήρια του Ευαγγελίου στις Μεταμορφώσεις του, πράγμα που κάποιος καλόγερος με το όνομα Βαρεμένος6, πραγματικός τσανακογλείφτης, ίδρωσε και ξίδρωσε ν’ αποδείξει, μήπως κατά τύχη θα βρίσκονταν άνθρωποι εξίσου παλαβοί μ’ ελόγου του, οπότε (όπως λέει η παροιμία) θα κυλούσε ο τέντζερης και θα έβρισκε το καπάκι. Αν δεν το πιστεύετε, για ποιο λόγο δε θα κάμετε το ίδιο με τούτα τ’ αστεία και καινούρια Χρονικά, δεδομένου ότι, εκεί όπου τα συνταίριαζα, δεν τα σκέφτηκα διόλου περισσότερο από εσάς, που ίσως μεθοκοπούσατε σαν εμένα. Γιατί δεν έχασα, για τη σύνθεση αυτού του αρχοντικού βιβλίου, ούτε χαλάλισα περισσότερο, ούτε άλλο χρόνο από εκείνον που είχε καθοριστεί για το σωματικό μου ξαναστύλωμα, δηλαδή για το πιοτό και το φαί. Αυτή είναι αυτοδίκαια η ώρα για γράψιμο τέτοιων σπουδαίων πραγματειών και βαθειάς σοφίας, όπως πολύ σωστά ήξερε να το κάνει ο Όμηρος, υπόδειγμα όλων των φιλολόγων κι ο Έννιος, πατέρας των Λατίνων ποιητών, όπως μαρτυρεί ο Οράτιος7, παρόλο που ένας ασχημομούρης έχει πει πως τα ποιήματά του μύριζαν κρασίλα πιότερο παρά λαδίλα8.
Τα ίδια μπορεί να πει ένας τιποτένιος για τα βιβλία μου. Σκατά στα μούτρα του! Η μυρουδιά του κρασιού, ω! πόσο πιο ορεκτική, γελαζούμενη, τραβηχτική είναι, πιο επουράνια και πιο γλυκειά από τη λαδίλα! Κι άλλο τόσο θα το είχα δόξα και τιμή μου να λεγόταν για την αφεντιά μου πως σε κρασί ξόδεψα περισσότερα παρά σε λάδι, όπως έκανε ο Δημοσθένης, που γι’ αυτόν λεγόταν πως ξόδευε περισσότερο για λάδι παρά για κρασί. Για μένα δεν είναι άλλο από δόξα και τιμή να λέει ο κόσμος και να διαλαλεί πως είμαι μάγκας καλός και φιλαράκος φίνος κι ως εκ τούτου καλόδεχτος σ’ όλες τις καλές παρέες από Πανταγκρυελιστές9 , ενώ κάποιος γκρινιάρης κατηγόρησε το Δημοσθένη πως οι Λόγοι του έζεχναν σαν τη πατσαβούρα ενός βρωμιάρη και λιγδή λαδά. Γι’ αυτό πιάστε να ερμηνεύσετε όλες τις πράξεις και τις κουβέντες μου από τη τελειότερη πλευρά. Πάντα να σεβόσαστε το μυαλό που έχει σχήμα σαν μυζήθρα και σας ταίζει με τούτες τις όμορφες αρλούμπες
κι όσο μπορείτε κρατάτε με πάντα κεφάτο.
Ώρα λοιπόν να διασκεδάσετε, αγάπες μου, και χαρωπά να διαβάσετε τα παρακάτω, για πλήρη ευφροσύνη του κορμιού κι ωφέλεια των νεφρών! Ακούστε όμως, γαϊδουρόπουτσες (που κουτσαμάρα να σας βρει από κακιά πληγή): θυμηθείτε να πιείτε στην υγειά μου πότε πότε
και θα σας το ανταποδώσω το κέρασμα λίαν προσεχώς!

___________________________________________

1. Fessepinte (=videpinte): αυτός που αδειάζει τα κανάτια του κρασιού. Πρόκειται για ήρωα λαϊκών διηγήσεων.
2. La dignitc! des Braguettes. Φανταστικό βιβλίο. Braguette ήταν το άνοιγμα στο αντρικό παντελόνι της εποχής, όπου έμπαιναν, σαν σε θήκη, τα γεννητικά όργανα.
3. Αλεξανδρινός φιλόλογος, που μελέτησε τις αλληγοριες στα Ομηρικά Έπη.
4. Cornutus: στωικός φιλόσοφος, συγγραφέας θεωρίας περί της θεϊκής φύσεως. Άκμασε στον lo μ.Χ. αιώνα.
5. ‘Άγγελος Πολιτιανός (1454-1494), Φλωρεντίνος ποιητής κι ουμανιστής, που ‘γραψε το εγκώμιο του Ομήρου και δε δίστασε να οικειοποιηθεί αρχαία κειμενα.
6. Frere Lubin (αδελφός/ καλόγερος φεγγαροπαρμένος): αποτελεί το πρότυπο του άξεστου κι ηλίθιου μοναχού. Στο Μεσαιωνα, ο Άγγλος δομινικανός ιερωμένος Thomas de Walleys είχε «ηθικοποιήσει» τις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου, ερμηνεύοντας τους ειδωλολατρικούς μύθους ως προχριστιανικούς προϊδεασμούς της Αλήθειας. Αυτή η εργασία συμπληρώθηκε το 16ο α. με άλλες «τροπολογικές» ερμηνείες ιδιαίτερης λεπτότητας και συλλογιστικής επιδεξιότητας.
7. Κατά τον Οράτιο (Επ{yραμμα 1, 19, στίχοι 6-8), ο Όμηρος κι ο Έννιος (239-169 π.Χ.) ήταν φίλοι του κρασιού.
8. Κατά την αντίληψη των αρχαίων, ο πνευματικός κόπος της δημιουργίας δεν έπρεπε να είναι εμφανής στο τελικό αποτέλεσμα. Το ξενύχτι του ποιητή υπό το φως του λύχνου (που άναβε με λάδι) δεν έπρεπε να δίνει τέτοια οσμή στο κείμενο. Η κατηγορία λοιπόν ήταν ότι το δύσκολο και πολύ φροντισμένο έργο «όζει ελλυχνίων» (βρομάει λυχναρίλα, λαδίλα).
9. Pantagruel είναι το όνομα του γιου του Γαργαντούα. Το βιβλίο με τα κατορθώματά του είχε κυκλοφορήσει δνο χρόνια νωρίτερα (1532) με μεγάλη επιτυχία, έτσι που η αναφορά του εδώ απευθύνεται σ’ ένα ενημερωμένο κοινό. Εκτός αυτού, ο Πανταγκρυέλ ήταν ευρύτερα γνωστός ως ήρωας των Μυστηρίων, δήλαδή των μεγάλων παραστάσεων θρύλων με θέματα θρησκευτικά και υπερφυσικά, που ο κύκλος τους ολοκληρωνόταν μετά από πολλές μέρες και ώρες σκηνικών αλλαγών. Ο ρόλος του Πανταγκρυέλ στα Μυστήρια ήταν, με τη μορφή του μικρού θαλασσινού διαβολάκου, να ρίχνει αλάτι στο στόμα των μπεκρήδων, προκαλώντας έτσι αστείρευτη
δίψα. Για το Ραμπελαί όμως είναι ένας γίγαντας, όπως κι ο πατέqας του.

Περί γενεαλογίας και καταγωγής του Γαργαντούα

Κεφ.1ο

Σας παραπέμπω στο μεγάλο πανταγκρυελικό χρονικό10, για να λάβετε γνώση της γενεαλογίας και της παλιάς γενιάς απ’ όπου μας ήρθε ο Γαργαντούας. Εκεί θα μάθετε πιο λεπτομερειακά πώς γεννήθηκαν οι γίγαντες σε τούτο εδώ τον κόσμο και πώς από αυτούς, κατευθείαν, γραμμή βγήκε ο Γαργαντούας, πατέρας του Πανταγκρυέλ. Δε θα σας κακοφανεί, αν προς το παρόν παραιτηθώ από αυτό το θέμα, παρόλο που το πράγμα είναι τέτοιο, ώστε όσο περισσότερο αναμασιέται, τόσο πιο πολύ θ’ αρέσει στην αφεντιά σας. Έχετε επί του προκειμένου την αυθεντία του Πλάτωνα στο Φίληβο και στο Γοργία, καθώς και του Οράτιου Φλάκκου, που λένε ότι ανάμεσα σε ορισμένες κουβέντες -σαν κι αυτές εδώ, αναμφίβολα-, πιο τερπνές είναι εκείνες που συχνότερα επαναλαμβάνονται.
Ο Θεός να έδινε να γνώριζε ο καθένας με τόση σιγουριά τη γενεαλογία του από την εποχή της Κιβωτού του Νώε ως τα χρόνια μας! Σκέφτομαι πως πολλοί, σημερινοί αυτοκράτορες, βασιλιάδες, δούκες, πρίγκιπες και πάπες πάνω στη Γη είναι κατιόντες από κάτι ζήτουλες που κουβαλούν λείψανα αγιωτικά κι από κάτι τρυγητές μεροκαματιάρηδες, όπως, αντίθετα, ορισμένοι άποροι στ’ άσυλα, κακόπαθοι και κακομοιριασμένοι, είναι απόγονοι εξ αίματος κι από το σόι των μεγάλων βασιλιάδων κι αυτοκρατόρων, αν λάβουμε υπόψη μας τη θαυμαστή μεταβίβαση των βασιλείων και των αυτοκρατοριών:

από τους Ασσύριους στους Μήδους,
από τους Μήδους στους Πέρσες,
από τους Πέρσες στους Μακεδόνες,
από τους Μακεδόνες στους Ρωμαίους,
από τους Ρωμαίους στους Γραικούς,
από τους Γραικούς στους Φράγκους.

Και για να σας δώσω να καταλάβετε για μένα που σας μιλάω, νομίζω πως είμαι απόγονος κάποιου πλούσιου βασιλιά ή ηγεμόνα του παλιού καιρού, γιατί ποτέ σας δεν είδατε άνθρωπο που να τον έχει κυριεύσει μεγαλύτερο πάθος από ελόγου μου να γίνω βασιλιάς και πλούσιος, με σκοπό να τρώω καλά, να μη δουλεύω, να μη σκοτίζομαι και να καλοπλουτίζω τους φίλους μου, καθώς κι όλους τους ανθρώπους του καλού και της γνώσης. Παρηγοριέμαι ωστόσο με τη σκέψη πως στον άλλο κόσμο θα είμαι ίσως σπουδαιότερος απ’ ό,τι θα τολμούσα να ευχηθώ ετούτη τη στιγμή. Κι εσείς λοιπόν με τέτοια σκέψη ή ακόμα καλύτερη παρηγορηθείτε για την κακοτυχία σας και πιείτε, όσο είναι μπορετό, κρασάκι δροσερό. Επανερχόμενος εις το προκείμενον, σας πληροφορώ ότι, δώρο αγαθό τ’ ουρανού, η καταγωγή κι η γενεαλογία του Γαργαντούα έφτασαν ως τις μέρες μας, πληρέστερες απ’ οποιεσδήποτε άλλες, πλην της Βίβλου Γενέσεως του Μεσσία, που δεν κάνω λόγο, επειδή δεν έχω τέτοια αρμοδιότητα. Κι εξάλλου τούτοι οι δαίμονες (που ‘ναι οι συκοφάντες κι υποκριτές) εναντιώνονται. [Τα γενεαλογικά του Γαργαντούα] βρέθηκαν από τον Ιωάννη Αυδαίο11 σ’ ένα λιβάδι που είχε κοντά στο θολωτό του Γκαλό12, πάνω από την Ολίβ12, τραβώντας κατά το Ναρσαί12. Σε αυτό το λιβάδι, όπου είχε βάλει να του καθαρίσουν τα χαντάκια, οι σκαφτιάδες χτύπησαν με τις αξίνες τους μεγάλο μπρούντζινο τάφο, που το μάκρος του τελειωμό δεν είχε, γιατί ποτέ δε βρέθηκε μέσα στα υδατοφράγματα του ποταμού Βιέν. Ανοίγοντάς τον σε κάποιο σημείο, σημαδεμένο από ένα κύπελλο, γύρω από το οποίο ήταν γραμμένο με γράμματα ετρουσκικά «HIC BIBITUR»13, βρήκαν 9 καραφάκια κατά τη τάξη που βάζουμε τα τσούνια στη Γασκόνη14. Εκείνο που βρισκόταν στη μέση έκρυβε ένα χοντρουλό, λαδερό, μεγάλο, σταχτί, μικρό, μουχλιασμένο βιβλιαράκι, που μύριζε δυνατότερα, όχι όμως καλύτερα απ’ ό,τι τα τριαντάφυλλα. Εκεί μέσα βρέθηκε η περί ης ο λόγος γενεαλογία, γραμμένη ολάκερη με γράμματα μπιχλιμπιδωτά, όχι πάνω σε χαρτί ούτε σε περγαμηνή ούτε σε κερί, αλλά πάνω σε φύλλα από κορμό νεαρής φτελιάς, τόσο όμως φαγωμένα από την πολυκαιρία, που μετά βίας μπορούσες να ξεχωρίσεις 3 στη σειρά. Εγώ παρ’ όλο που ανάξιος κλήθηκα να τα διαβάσω και με τη σοβαρή επικουρία ματογυαλιών, εφαρμόζοντας τη τέχνη σύμφωνα με την οποία μπορούμε να διαβάσουμε γράμματα που δε φαίνονται, όπως διδάσκει ο Αριστοτέλης15, μεταγλώττισα τη γενεαλογία, καθώς θα μπορέσετε να δείτε, πανταγκρυελίζοντας ωστόσο, πάει να πει πίνοντας όσο τραβούσε η όρεξή μου και διαβάζοντας τα περιλάλητα κατορθώματα του Πανταγκρυέλ. Στο τέλος του βιβλίου υπήρχε μικρή πραγματεία με τίτλο Οι Ανοσιοποιημένες Πομφόλυγες16. Οι αρουραίοι κι οι κατσαρίδες ή (για να μη ψεύδομαι) άλλα βλαβερά ζούδια είχανε ροκανίσει την αρχή. Το υπόλοιπο το περίλαβα παρακάτω, από σεβασμό προς τα αρχαία πράγματα.
________________________________________________________

10. Σαφής αναφορά στις Τρομερές και Φοβερές Πράξεις κι Ανδραγαθίες του ξακουστού Πανταγκρυέλ, βασιλιά των Διψοδών.
11. Jean Audeau: άγνωστος αρχαιολόγος. Πρόκειται ίσως για παραφθορά του Audee ή Audie, Αυδαίος ιπα ελληνικά. αιρετικός, επί βασιλείας Κωνσταντίνου (342 μ.Χ.). Εξορίστηκε και κατέφυγε στους Γότθους, διδάσκοντας ότι ο Θεός είναι ανθρωπόμορφος. Υποθέτουμε πως ο Ραμπελαί γνώριζε την ίιπαρξή του. σε μια εποχή που γινόταν διαρκής λόγος για αιρέσεις και για όργανα του Σατανά.
12. Galeau, Oliνe, Narsay: τοπωνύμια της περιοχής γύρω από το Σινόν, που γεννήθηκε ο Ραμπελαί κι όπου τοποθετείται το βασίλειο των προγόνων του Γαργαντούα. Αν θελήσουμε να μεταφέρουμε στα ελληνικά αυτές τις ονομασίες, θα λέγαμε περίπου Χαρμονέρι (gal = χαρμοσύνη, eau = νερό), Λιοχώρι (oliνe = ελιά), Ναρδότριχα (nard = νάρδο, saye = τρίχινο ίιφασμα). Αυτή η απόπειρα «μεταγλώττισης» γίνεται επειδή συχνά ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ονόματα για τις έννοιες που
αυτά μεταφέρουν ή πλάθει ονόματα για να ταιριάζουν στα χαρακτηριστικά τόπων ή προσώπων. Μεταγλωττίζουμε ονόματα ανθρώπων και ονομασίες τόπων κάθε φορά που κάτι τέτοιο απαιτούν τα συμφραζόμενα.
13. Οι επιγραφές των Ετρούσκων αποτελούσαν μυστήριο στα χρόνια του Ραμπελαί. Ωστόσο η επιγραφή Hic bibitur (= ένθάδε πίθι, δηλ. εδώ πιες) είναι λατινική.
14. Quilles en Gascogne: τα κωνοειδή πασσαλάκια (τσούνια) τοποθετούνται ανά 3 σε κάθε σειρά, σχηματίζοντας τετράγωνο γύρω από το 10ο. που βρίσκεται μόνο του στο κέντρο. Σκοπός των παικτών είναι να ρίξουν, με τη βοήθεια μπάλας, όσα γίνεται περισσότερα τσούνια.
15. Ο Αριστοτέλης μελέτησε την Οπτική ως φαινόμενο, καθώς και τις ανωμαλίες της, αλλά δε δίδαξε τη τέχνη της κρυπτολογίας ή της αποκρυπτογράφησης, εδώ ειρωνεύεται ο Ραμπελαί μάλλον όλους εκείνους -και κυρίως τη Σορβόννη- που εξηγούσαν τα πάντα κατά την αυθεντία του Σταγειρίτη φιλόσοφου.
16. Les fanfreluches antidotees = μπουρμπουλήθρες που έχουν λάβει αντίδοτο, έχουν δηλαδή ανοσοποιηθεί.

Οι Ανοσιοποιημένες Πομφόλυγες που βρέθηκαν σ’ αρχαίο μνημείο

Κεφ. 2ο

Ου (;)17 όμενος ο μέγας των Κίμβρων18 δαμαστής
δεύοντας εναέρια, από φόβο της δροσούλας.
έμισαν τα σκαφίδια λόγω της αναμονής
βούτυρον φρέσκου που πέφτουν σαν βροχούλας
=όταν από τις στάλες ποτίστηκε η γιαγιά19
φωνή μεγάλη έβγαλε: «Μίστερ, ψαρεύατε τον, παρακαλώ,
γιατί το γένι του ολάκερο σχεδόν γέμισε γελαδίσια σβουνιά
ή κρατήστε του τουλάχιστον μια σκάλα εδώ».

Το γλείψιμο της παντούφλας, έλεγαν μερικοί,
πιότερο άξιζε από συγχώρεσες που μαζεύονται.
Να όμως που κατέφτασε ένας σαλεμένος περιπλανητής,
βγαλμένος απ’ το βαθούλωμα, όπου ψαρεύονται
τ’ ασπρόμαυρα, κι είπε: «Αφέντες, προς Θεού,
ας φυλαχτούμε απ’ αυτόν· το χέλι είναι στον πάγκο
ακουμπιστό και μέσα τεμπελιάζει.
Θα βρείτε εκειδά, αν από κοντά τον δείτε, μια μεγάλη φύρα
στο βάθος της γουνωτής σκούφιας {που τον σκεπάζει».

Και σαν ήρθε η στιγμή η ευχή να διαβαστε{,
άλλο δε βρέθηκε εκεί από κέρατα μοσχαριού:
«Νιώθω (είπε τότε αυτός) τον πάτο στο καμηλαυκ{
μου τόσο ψυχρό που μου φέρνει γρίπη του μυαλού».

Μ’ άρωμα πράσου τονε ζέσταναν καλά
και μ’ ευχαρίστηση κάθισε κοντά στη πυροστιά,
αρκεί να ετοιμαζόταν ζέψιμο ξανά απ’ την αρχή
για όλους αυτούς που είναι δύστροποι πολύ.
Η κουβέντα τους γινόταν για την τρύπα τ’ Αϊ-Πατρίκιου20
του Γιβραλτάρ, και γι’ άλλες χίλιες τρύπες,
που μακάρι να μαζεύονταν και να έδεναν διά βίου,
για να μην τις πιάνουν έτσι βήχας και οι γρίππες,
μια και σ’ όλους φαινόταν αυθάδικο αρκετά
να τις βλέπουν να χάσκουν σ’ όποιου αέρα τα φυσά.
Έτσι και τρόπος να κλειστούν μεμιάς βρισκόταν,
να παραδοθούν για όμηροι θα γινόταν.

Σε τούτο το σταμάτημα, ο κόρακας ξεπουπουλιάστηκε
από τον Ηρακλή, που έφτασε μες από τη Λιβύη.
«Βρε» είπε ο Μίνως, «τ’ όνομά μου στο στόμα τους δεν πιάστηκε;
Εκτός εμένα, όλον τον κόσμο προσκαλούν
κι ύστερα θα ‘θελαν να μου περάσει η πεθυμιά μου,
ώστε με στρείδια και βατράχια να εφοδιαστούν!
Ο διάολος να με πάρει, αν, όσο είμαι στα καλά μου,
παίρνω κατάκαρδα ότι τις ρόκες τους πουλούν».

Για να τους τιθασεύσει στην ώρα έφτασε ο Ανοιχrοκώλης21 ο χωλός
με το λεύτερο που έλαβε απ’ τους μύστες τα ψαρόνια.
Ο ψιλοκοσκινιστής, του Κύκλωπα του μέγα ξαδερφός,
τους πέρασε μαχαίρι. Καθείς σκουπίζει της μύτης του τα μακαρόνια:
Σε τούτο το φρέσκο τ’ όργωμα γεννηθήκαν σοδομίτες λίγοι,
που να μην κανακεύτηκαν στο μύλο του δρυοφλοιού.

Όλοι τρεχάτε κατά κει και συναγερμό καλέστε, που ανοίγει
τα κέρδη για καλύτερα απ’ του παλιού καιρού.
Και μια στιγμούλα αργότερα, του Δία το πουλί22
απόφαση το πήρε να ποντάρει στο χειρότερο πάνω,
βλέποντάς τους όμως με μάνητα τόσο δυνατή,
τρόμαξε μήπως η αυτοκρατορία έρθει τα κάτω πάνω
και προτίμησε του έμπυρου ουρανού να κλέψει τη φωτιά
από τον πάγκο, όπου πουλιούνται ρέγκες καπνιστές,
αντί το γαλήνιο αέρα, που εναντίον του βάζουμε κάθε μπαμπεσιά,
υπόδουλο να ρίξει στα ρητά που βγάζουν των γραφών οι κριτές.
Το πράγμα όλο τέλος πήρε με τις κάμες τροχισμένες
παρ’ όλη την Άτη23 με τα λιπόσαρκα κανιά,
που εκεί πέρα κάθισε, βλέποντας τη Πενθεσίλεια24
στα στερνά της να της έχουν δώσει κάρδαμο να πουλά.

Κι ο καθένας έκραζε: «Παλιοκαρβουνιάρισσα, μωρή,
στου δρόμου μου πρέπει να βρίσκεσαι τα βασίλεια;
Τη σήκωσες ψηλά τη σημαία τη ρωμαϊκή
που φτιάξαμε τραβώντας κι απλώνοντας την περγαμηνή!».

Δίχως την Ήρα, που υπό το τόξο τ’ ουρανού αυτή
έβγαλε τον γκιώνη της να πιπίσει25 τα πουλιά,
θα της είχαν παίξει τόσο ολέθρια ζαβολιά,
που απ’ όλες τις μεριές θα είχε κουρελιαστεί.
Η συμφωνία ήταν πως από κείνη τη μπουκιά
της Περσεφόνης θα είχε δυο αυγά γερά·
κι αν της τύχαινε γρίππη ποτέ ν’ αρπάξει,
θα την έδεναν στο βουνί με το λευκαγκάθι.
Εφτά μήνες πιο αργά (αφαιρέστε είκοσι δύο)
εκείνος που την Καρχηδόνα έκανε ρημαδιό26
με πολλή φιλοφροσύνη γλίστρησε ανάμεσά τους
ζητώντας τους να λάβει τη κληρονομιά του
ή τουλάχιστον δίκαια να κάμουνε τη μοιρασιά τους,
κατά το νόμο ότι ο καθένας ισόμερα παίρνει τα δικά του,
μοιράζοντας μια ιδέα από τη σουπίτσα, διανομή
στους βαστάζους του που το συμβόλαιο έφτιαξαν γράμμα και γραφή.

Όμως θα έρθει η χρονιά, σημαδεμένη από τόξο τουρκικό,
αδράχτια πέντε και πάτους τσουκαλένιους τρεις,
όπου η πλάτη ενός βασιλιά -στους τρόπους αγενής
θα γεμίσει κοψιές κάτω από της ερμίνας το παλτό.
Έλεος, λοιπόν! Για έναν κατεργάρη υποκριτή
τόσα στρέμματα θ’ αφήσετε να πάνε στο χαμό;
Σταματήστε, σταματήστε! Κανείς το προσωπείο αυτό μη μιμηθεί,
αποτραβηχτείτε κοντά στων φιδιών τον αδερφό27.
Θα βασιλέψει ο Πλάστης σαν θα περάσει κείνη η χρονιά
ειρηνικά με τους καλούς του φίλους συντροφιά.

Κι ούτε βρισιά κι ούτε καυγάς θα κυριαρχήσει πια
και σε συμβιβασμό θα έρχεται κάθε πεθυμιά
κι η απόλαυση, που υπόσχεση δόθηκε παλιά
στους ανθρώπους τ’ ουρανού, θα γυρίσει στη δική της τη σκοπιά.
Τότε τ’ άλογα που ήταν σαν διαλυμένη στρατιά
θα θριαμβεύσουν περνώντας με σέλλα βασιλικιά.
Και θα κρατήσει αυτός ο καιρός της αγυρτείας,
ώσπου ο Άρης να μπει κάτω απ’ το χαλκά.
Ύστερα θά ‘ρθει κάποιος που τους πάντες ξεπερνά,
γλυκός, ευχάριστος κι ωραίος δίχως σύγκριση καμμιά.

Περιμένετε αυτό το γεύμα, άνω σχώμεν τας καρδίας
οι πιστοί μου όλοι εσείς, αφού ούτε οι πεθαμένοι
για τ’ αγαθά όλου του κόσμου δε θα γύριζαν στη γη
τόσο θα ‘ναι ζητημένοι οι καιροί οι περασμένοι.
Και στο τέλος τέλος πια, εκείνος που ‘ταν από κερί
θα κουρνιάσει στου ωροδείχτη το σφυρί28.
Κανείς δε θα φωνάζει: «Κύριε, κύριε» πια
στον κωδωνοκρούστη που βαστά τη καζανιά.
Αχ! και να γινόταν να του πάρουμε το μαυρομάνικό του,
όλες οι φουντοκέφαλες σκοτούρες θα ‘βρισκαν το λύσιμό τους
κι όπως πάει το σκοινί, θα μας ήταν μπορετό στη στιγμή
να κομπιαστεί της αυθαιρεσίας το σακί.
__________________________________________

17. Το ποίημα αποτελεί ένα Αίνιγμα, αλλά δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί η αρχική λέξη του. Υπολογίζεται πως ο συγγραφέας παρωδεί σιβυλλικά στιχάκια και μακρόπνοους οιωνούς της εποχής του, κάτι σαν τις διδαχές κάθε παλιού καζαμία. Υποψιάζεται κανείς πως οι στίχοι συγκροτούν μια σκηνή σαρκικής σχέσης, αφού η γενεαλογία που περιγράφεται έχει ανάγκη συνεύρεσης για να ξεκινήσει. Ο καθηγητής του πανεπιστημίου της Νίκαιας Claude Gaignebet υποστηρίζει στο βιβλίο του Rabelais decrypte (εκδ. Maisonneuνe et Larose, 1986) πως το ποίημα αυτό συνδέεται με λαϊκές μεσαιωνικές δοξασίες, σχετίζεται με την αλχημεία και τις μυστικές συντεχνίες, οπότε είχε σαφές περιεχόμενο για τους μυημένους.
18. Οι Κίμβροι, φύλα γερμανικά, που είχαν φτάσει στις ακτές της Μεσογείου, νικήθηκαν από το Ρωμαίο στρατηγό Μάριο το 101 π.Χ.
19. Οι αρχικές λέξεις των 1ων 5 στίχων, που υποτίθεται ότι φαγώθηκαν από τους αρουραίους, θα μπορούσαν να είναι:
Ιδού ο ερχόμενος ο μέγας των Κίμβρων δαμαστής
ταξιδεύοντας εναέρια, από φόβο της δροσούλας.
Γέμισαν τα σκαφίδια λόγω της αναμονής
κομμάτια βούτυρου φρέσκου που πέφτουν σαν βροχούλας
οτάλες, οπότε, όταν από τις στάλες ποτίστηκε κτλ.
20. Η τρύπα του Αγίου Πατρικίου στην Ιρλανδία θεωρούνταν ως η είσοδος στο Καθαρτήριο. Ο Ραμπελαί φαίνεται ότι χλευάζει αυτή την αντίληψη και κάνει λόγο για τη τρύπα του Αγίου Πατρικίου του Γιβραλτάρ.
21. Το κείμενο είναι surνint Q.B. Δεν είναι γνωστό αν πρόκειται για υπαρκτό πρόσωπο. Κάναμε τη παραδοχή ότι σ’ ένα ποίημα σαν αυτό, γεμάτο λογοπαίγνια κι υπονοούμενα, το πρόσωπο που φτάνει είναι ο C[ul] Be[ant], δηλαδή ο ορθάνοιχτος κώλος.
22. Εννοείται ο αετός.
23. Ο Όμηρος αναφέρει πως η Άτη. δηλαδή η Υβρις, προέρχεται από το Δία: βλ. Ιλιάδα Ζ στ. 356, Ι στ. 18, Τ στ. 136 κ.α.
24. Βασίλισσα των Αμαζόνων. που έσπευσε να βοηθήσει τους Τρώες, αλλά σκοτώθηκε από τον Αχιλλέα.
25. Είδος κυνηγιού όπου τα πουλιά παγιδεύονται από το άκουσμα του κελαηδήματός τους, που μιμείται ένα άλλο εκπαιδευμένο πουλί (a la pipee).
26. Ο Σκιπίων ο Αφρικανός πολιόρκησε, κυρίευσε και κατάστρεψε τη Καρχηδόνα το 146 π.Χ.
27. Εννοείται ο διάβολος
28. Στα μεγάλα ρολόγια των πόλεων μια μορφή (jacquemart) κρατούσε σφυρί που σήμαινε τις ώρες.

Πώς ο Γαργαντούας κυήθηκε 11 μήνες στη κοιλιά της μάνας του

Κεφ. 3ο,

Ο Γκρανγκουζιέ29 ήτανε στον καιρό του σπουδαίος γλεντζές, που του άρεσε να πίνει μια και κάτω, όπως κάθε άνθρωπος που στα χρόνια κείνα βρισκόταν πάνω στη γη, και πρόθυμα έτρωγε παστά. Γι’ αυτόν το σκοπό, είχε συνήθως ένα καλό απόθεμα από χοιρομέρια της Μαγεντίας και της Μπαγιόν, άφθονες βοϊδόγλωσσες καπνιστές, πληθώρα λουκάνικων, όταν ήταν η εποχή τους, και κομμάτια βοδινού καπνιστού με μουστάρδα, επικουρία αυγοτάραχων, προμήθειες από σαλάμια, όχι της Μπολόνιας (γιατί φοβόταν τη λομβαρδική μπουκιά30), αλλά της Μπιγκόρ, του Λονγκοναί, της Μπρεν και του Ρουέργκ31.
Σαν έφτασε στην αντρική ηλικία, παντρεύτηκε την Γκαργκαμέλ32, κόρη του βασιλιά των Πεταλουδάδων33, λεβεντοκοπέλα και γελαζούμενη. Και συχνά πυκνά, οι δυο τους αντάμα έκαναν μαζί το ζωντανό με τις δυο ράχες34, χαρωπά τρίβοντας το λαρδί τους35, έτσι που κείνη συνέλαβε ένα ωραίο αγόρι και το κράτησε μέσα της ως τον 11ο μήνα. Γιατ( τόσο -και περισσότερο μάλιστα- μπορούν να κυοφορήσουν οι γυναίκες, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για κάποιο αριστούργημα ή επιφανές άτομο που θα φέρει σε πέρας μεγάλα κατορθώματα στον καιρό του. Ο Όμηρος λέει για παράδειγμα πως το παιδ( της νύμφης (Τυθώς], που το συνέλαβε με τον Ποσειδώνα, γεννήθηκε αφού είχε κλείσει χρόνος, δηλαδή το 12ο μήνα. Γιατί (όπως λέει ο Αύλος-Γέλλιος36 (στις Αττικές Νύχτες, βιβλίο 3ο) τόσο μακρύς χρόνος ταίριαζε στη μεγαλοσύνη του Ποσειδώνα, ώστε, κατ’ αυτή τη διάρκεια, το παιδί να σχηματιστεί τέλεια. Για τον ίδιο λόγο ο Ζευς έκανε να διαρκέσει 48 ώρες η νύχτα, όπου πλάγιασε με την Αλκμήνη, γιατί δε θα του ήταν μπορετό σε λιγότερο χρόνο να πλάσει τον Ηρακλή, που ξεκαθάρισε τον κόσμο από τέρατα και τυράννους.
Οι κύριοι παλαιοί Πανταγκρυελιστές επιβεβαίωσαν τα λεγόμενά μου και δήλωσαν όχι μόνο δυνατή αλλά και θεμιτή τη γέννηση παιδιού από γυναίκα τον 11ο μήνα μετά το θάνατο του συζύγου της: βλέπε τον Ιπποκράτη στο βιβλίο Περί των Τροφών, τον Πλίνιο, βιβλίο 7, κεφάλαιο 5, τον Πλαύτο, (στη κωμωδία του) Το Σεντούκι, το Μάρκο Βάρρονα, στη σάτιρά του επιγραφόμενη Η Διαθήκη, όπου μνημονεύει την αυθεντία του Αριστοτέλη σχετικά με αυτό το θέμα,
τον Κενσορίνο στο Περί της Ημέρας Γέννησης, τον Αριστοτέλη στο βιβλίο 7, κεφάλαια 3 και 4 του Περί της Φύσης των ζώων, τον Αύλο-Γέλλιο στο βιβλίο 3, κεφάλαιο 16, το Σέρβιο στις Εκλογές του, όπου παραθέτει το στίχο του Βιργίλιου:
Matή longa decem, etc37
και μια χιλιάδα άλλους παλαβούς, που ο αριθμός τους αυξήθηκε από τους δικανικούς: βλέπε Πανδέκται, Περί των Ιδίων και Νομίμων τινός, νόμος Άνευ Διαθήκης, παράγραφος Περί των Υιών και Αυθεντικοί, Περί Αποκαταστάσεων και Περί της Γυναικός της Τεκούσης εν τω Ενδεκά τω Μηνί38. Με αυτά πασάλειψαν πλούσια το Γάλλο, τον κλεφτοκρυφολαρδοφαγά νόμο τους, βλέπε Πανδέκται Περί Παίδων και Οψιγενών Κληρονόμων και νόμος 7ος, βλέπε Πανδέκται Περί της Ανθρωπίνης
Καταστάσεως και κάποιους άλλους νόμους που δεν τολμάω προς το παρόν ν’ αναφέρω. Δυνάμει αυτών των νόμων οι χήρες μπορούν -χωρίς καμμιά υποχρέωση- να παίζουν, σφιχτοκάπουλα κάνοντας κόντρα ρελάνς και μπαίνοντας με τα ρέστα τους, 2 μήνες μετά τη τελευτή των συζύγων τους. Σας παρακαλώ λοιπόν να μου κάνετε τη χάρη, καλοί μου μπαγαπόντηδες, αν από δαύτες βρείτε, που αξCζουν ν’ ανοίξει κανείς το βρακί του, να τις καβαλήσετε και να μου τις φέρετε. Γιατί, αν τον 3ο μήνα γκαστρωθούν, ο καρπός της κοιλίας τους θα ε(ναι κληρονόμος του μακαρίτη. Κι όταν η εγκυμοσύνη τους γίνει γνωστή, θα τους είναι βολικό να συνεχίσουν αναίσχυντα και δώσ’ του να λάμνει η γαλέρα κυματιστά, αφού η μπάκα τους είναι κάργα για καλά! Σαν την Ιουλία, κόρη του αυτοκράτορα Οκταβιανού [Αύγουστου], που αφηνότανε στους τυμπανοκρούστες της, μόνο όταν ήξερε πως ήταν γκαστρωμένη, με τον ίδιο τρόπο που το πλοίο δε δέχεται τον κυβερνήτη του, αν πρώτα δεν έχει καλαφατιστεί και φορτωθεί. Κι αν κανείς τις μεμφθεί ότι κάθονται και μουνοκωλομπαλώνονται έτσι, ενώ είναι έγκυες, τη στιγμή που τα θηλυκά ζώα, όταν έχουνε συλλάβει, δεν ανέχονται ποτέ τις φουσκωμάρες του σερνικού, θ’ απαντήσουν ότι αυτά τα θηλυκά δεν είναι άλλο από ζώα, αλλά ότι κείνες είναι γυναίκες μαθημένες ν’ αρπάζουν από τη σωστή μεριά τα όμορφα και χαρωπά ψιλοδικαιώματα της μιας εγκυμοσύνης πάνω στην άλλη, όπως παλιά απάντησε η Ποπουλία, κατά τη μαρτυρία του Μακρόβιου, στα Σατουρνάλια, βιβλίο 2. Αν ο διάβολος δε θέλει να συλλαμβάνουν, θα πρέπει να στραμπουλίζεται ο πίρος και μιλιά να μη βγαίνει.

Ο Πανούργος

___________________________________

29. Τ’ όνομα προέρχεται ίσως από τις λέξεις grand-gosier (= μεγάλος καταπιώνας, σπουδαίος φαγάς), grand-gousse (= μεγάλος λοβός και κατ’ επέκταση ευτραφής, στρογγυλός) ή ακόμη grand-goilt-j’ ai (= έχω όρεξη, μου κάνει κέφι κτλ.).
30. Bouchon Lombard ή, στα ιταλικά, boccone del cardinale (=μπουκιά δηλητηριασμένη, που προσφερόταν σαν δόλωμα στο υπσψήφιο θύμα).
31. Περιοχές της Γαλλίας, περίφημες ως τις μέρες μας για τ’ αλλαντικά τους.
32. Τ όνομα προέρχεται από τις λέξεις grand-mamelle ( = μεγαλοβύζα), αν κι υπάρχει στην εποχή του Ραμπελαί το ουσιαστικό gargamelle (= φάρυγγας, λαιμός, γούργουλας).
33. Parpaillos = papillons. Ο βασιλιάς των Πεταλούδων (Parpaillons ή Parpaillots) ήταν πρωτόγονος ειδωλολάτρης, εχθρός του χριστιανισμού. Τ’ όνομα παρέμεινε και χαρακτήρισε αργότερα, υβριστικά βέβαια, τους διαμαρτυρομένους και καλβινιστές.
34. Εννοείται η ερωτική περίπruξη. Βλ. επίσης στο Σαίκσπηρ (Οθέλλος, ΠQ. 1, σκ. 1): Your daughter and the More are now making the beast with two backs.
35. Se frotans leur lard. Κατά λέξη μετάφραση, που συνδέεται όμως με τη παροιμία manger son lard = σφάλλω και το ρήμα se frotter = τρίβομαι, αλλά και προκαλώ. Συνδυάζοvrας αυτές τις 2 αναφορές, θα μπορούσαμε να πούμε: ξαγκρίζοντας ο ένας τον άλλο μ’ ερωτικά τριψίματα, ολοκλήρωναν το σφάλμα τους.
36. Λαtίνος φιλόλογος κι ερανιστής του 2ου μ.Χ. αι.
37. Η μητέρα το 10ο μήvα κτλ.
38. Εvώ η απαρίθμηοη των συγγραφέων της αρχαιότητας δεν έχει καμμιά σχέση με το θέμα, εκτός από τοv Αρισιοtέλη, πον παραδέχεται τη γέvvηοη στον 11ο μήνα, όλες οι αναφορές σε vομομαθε(ς αφορούv πράγματι συγγράμματα για γεννήσεις μετά το όριο των 9 μηvώv. Σημειώνεται πως ο Ραμπελα( αναφέρει αυτά τα έργα συντομογραφικά (π.χ. De suis et Jegit, 1 Intestato fί, ίn Autet κτλ.) κατά τη σuvήθεια των vομικώv του καιρού τοu.

Πώς η Γκαργκαμέλ, έγκυος στο Γαργαντούα, έφαγε αφειδώς πατσάδες

Κεφ. 4ο.

Ορίστε η ευκαιρία κι ο τρόπος όπου η Γκαργκαμέλ ξεγέννησε. Κι αν δεν το πιστεύετε, ο πάτος σας ν’ ανοίξει! Ο πάτος της της άνοιξε ένα απόγεμα, τη 3η μέρα του Φλεβάρη, γιατί είχε φάει μέχρι σκασμού λαδοπατσάδες. Λαδοπατσάδες είναι βουτυράτα εντόσθια από χορτοβοϊδάρες. Χορτοβοϊδάρες είναι βόδια παχυμένα στο παχνί και στα δίφορα λιβάδια. Δίφορα λιβάδια είναι κείνα που γεννούν χορτάρι 2 φορές το χρόνο. Από αυτά τα παχιά βόδια είχανε καθίσει κι είχανε σφάξει 367.014, για να τα παστώσουν την τελευταία μέρα της Αποκριάς και να έχουν την άνοιξη άφθονο βόδι εποχής, ώστε να μπορούν να κάνουν ένα εισόδιο με αλμυρά στην αρχή κάθε γεύματος και να ξεκινήσουν καλύτερα τη κρασοκατάνυξη. Όπως αντιλαμβάνεστε, άφθονοι υπήρξαν οι πατσάδες κι ήτανε τόσο γευστικοί, ώστε όλοι έγλειφαν τα δάχτυλά τους. Όμως το τετρασατανοζήτημα39 ήταν πως δε γινόταν να διατηρηθούνε για πολύ αυτά τα εντόσθια, γιατί θα σάπιζαν, πράγμα που θεωρούνταν απαράδεκτο. Αποφασίστηκε λοιπόν ότι θα καταβροχθίζονταν κι ότι τίποτα δε θ’ αφηνόταν να πάει χαμένο.
Γι’ αυτό το σκοπό προσκλήθηκαν στο τσιμπούσι όλοι οι χωριάτες του Σιναί, του Σεϊγύ, της Λα Ρος-Κλερμό, του Βογκοντρύ, δίχως να ξεχάσουμε κι εκείνους που ήρθαν από το Κουντραί-Μονπανσιέ, από το Πέρασμα του Βεντ κι άλλα μέρη γειτονικά40, όλοι τους σπουδαίοι στο πιοτό, σπουδαίοι στη παρέα και ξακουστοί στο παιχνίδι «τρία έχω, τα κουνάω … »41.
Ο καλόγνωμος ο Γκρανγκουζιέ ευχαριστιόταν πολύ όλα αυτά κι έδινε διαταγή να κατεβάζουν οι καλεσμένοι ολόκληρες τσανάκες. Έλεγε ωστόσο στη γυναίκα του να τρώει πιο ταπεινά, δεδομένου ότι πλησίαζε η ώρα της [να λευτερωθεί] κι όλα κείνα τα πατσατσοεντόσθια δεν ήτανε τροφή που μπορούσε κανείς να τη συστήσει με ιδιαίτερη θέρμη. “‘Εχει μεγάλη πεθυμιά (έλεγε) να μασήσει σκατό όποιος τρώει άντερα”. Παρ’ όλες τις νουθεσίες, εκείνη έφαγε 16 μόδια, 2 βαρελάκια κι 6 κάδους τέτοια πράγματα42. Για σκέψου πόσο σκατένιο υλικό πρέπει να έκανε μπουρμπουλήθρες μέσα της! Μετά το φαγοπότι, όλοι ανάκατα πήγαν στις Ιτιές43 κι εκεί, πάνω στο πυκνό χορτάρι, χόρεψαν, καθώς ηχούσαν χαρωπά σουραύλια και γλυκειές τσαμπούνες με τόσο κέφι, που ήταν ουράνιο χασομέρι να τους βλέπεις να διασκεδάζουν έτσι.

______________________________________
40. Χωριά και τοποθεσίες γύρω από την Ντεβινιέρ, το πατρικό αγρόκτημα του Ραμπελαί. Βλ. σημ. 12.
41. Beaulx joueurs de quille-la (Βλ. και σημ. 14). Θα λέγαμε: σπουδαίοι παίκτες της τσουτσούνας. Η έκφραση συναντιέται σε λαϊκά τραγούδια και διηγήσεις της εποχής (jouer la quille iι une fille = Εκμαυλίζω κόρη). Πρόκειται για ένα είδος βωμολοχίας που βρίσκουμε και στον τόπο μας:
Τρία έχω τα κουνάω και στον κώλο σου τα βάνω.
42. Αυτή η ποσότητα αντιστοιχεί σε 2000 κιλά περίπου.
43. Sauslaie: περιοχή φυτεμένη με ιτιές, που υπάρχει ακόμη στη περιοχή της Ντεβινιέρ, κοντά στο Σεϊγύ (βλ. τοποθεσίες, σημ. 40).

(τέλος αποσπ.)

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *