Τα δάκρυα είναι ένα ακραίο χαμόγελο.
Η λογική δεν είναι ούτε τέχνη ούτε επιστήμη, αλλά υπεκφυγή.
Το καλύτερο στυλ είναι αυτό που δεν γίνεται αντιληπτό.

Βιογραφικό
Ο Μαρί-Ανρί Μπελ (Marie-Henri Beyle), γνωστός με το φιλολογικό του ψευδώνυμο Σταντάλ (Stendhal), ήτανε Γάλλος συγγραφέας. Οι βαθύτατες ψυχολογικές αναλύσεις του στα «μυθιστορήματα μαθητείας» που έγραψε, τον τοποθετούν στην πρώτη σειρά των μυθιστοριογράφων του 19ου αι. Τα περιφημότερα από τα μυθιστορήματα αυτά, Το Κόκκινο και το Μαύρο και Το μοναστήρι της Πάρμα, αναφέρονται σε νέους με ρομαντικούς πόθους, δύναμη αισθημάτων και όνειρα δόξας. εκτιμάται ιδιαίτερα για την οξεία ανάλυση της ψυχολογίας των χαρακτήρων του και θεωρείται ένας από τους οι πρώτοι και κορυφαίοι ασκούμενοι του ρεαλισμού. Αυτοαποκαλούμενος εγωτικιστής, επινόησε το ίδιο χαρακτηριστικό στους χαρακτήρες του Beylism (Η τάση να ‘χει κανείς μεγαλύτερη εκτίμηση για τον εαυτό του απ’ ό,τι δικαιολογείται απ’ τα γεγονότα και να καυχάται για τις ικανότητες και τα κατορθώματά του. Η υπερβολική εκτίμηση για τη σπουδαιότητα ενός ατόμου για τον εαυτό του, εγωισμός, έπαρση. Η στάση που καθορίζεται από την αντίληψη ότι βασικός κανόνας της συμπεριφοράς είναι η επιδίωξη της ατομικής τελειοποίησης.).
Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους γάλλους λογοτέχνες του 19ου αι. κι ορισμένα μυθιστορήματά του, όπως το Κόκκινο και το Μαύρο ή Το Μοναστήρι της Πάρμα, συγκαταλέγονται στα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Διορίστηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας (Conseil d’État) το 1810 κι έλαβε μέρος ως αξιωματικός της Επιμελητείας στην εκστρατεία του Ναπολέοντα στη Ρωσία (1812). Εγκαταστάθηκε μετά στο Μιλάνο ως το 1821 και διετέλεσε πρόξενος της Γαλλίας στη Τεργέστη και στη Τσιβιταβέκια. Υπήρξε λάτρης της Τέχνης, της Ιταλίας και των γυναικών.
Γεννήθηκε στη Γκρενόμπλ στις 23 Γενάρη 1783, της Ιζέρ, τις παραμονές της μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης, την έζησε στα παιδικά και νεανικά του χρόνια και πέρασε την ωριμότητά του στον απόηχό της αλλά και της άρνησής της, στα χρόνια που ο ιστορικός Χoμπσμπάουμ αποκάλεσε “Εποχή των Επαναστάσεων“, και στα 7 έμεινε ορφανός από μητέρα, Ήτανε δυστυχισμένο παιδί, που αντιπαθούσε τον χωρίς φαντασία πατέρα του και θρηνούσε τη μητέρα του, που λάτρευε με πάθος. Ο πατέρας ήταν εύπορος δικηγόρος και κτηματίας. Πέρασε τα πιο ευτυχισμένα χρόνια της ζωής του στο εξοχικό Beyle στο Claix κοντά στη Γκρενόμπλ. Η στενότερη φίλη του ήταν η μικρότερη αδερφή του, Pauline, με την οποία διατηρούσε σταθερή αλληλογραφία καθ’ όλη τη διάρκεια της 1ης 10ετίας του 19ου αι.. Η οικογένειά του ήταν μέρος της αστικής τάξης κι ήτανε προσκολλημένη στο αρχαίο καθεστώς, εξηγώντας τη διφορούμενη άποψή του για τον Ναπολέοντα, την αποκατάσταση των Βουρβώνων και τη μοναρχία αργότερα.
Το 1799 έφυγε για το Παρίσι, κυρίως για να ξεφύγει από τη πατρική εξουσία. Κατατάχθηκε στον στρατό του Ναπολέοντα το Μάη του 1800 κι έλαβε μέρος στις εκστρατείες στην Αυστρία, στη Γερμανία και στη Ρωσία. Ο στρατιωτικός κι ο θεατρικός κόσμος της 1ης Γαλλικής Αυτοκρατορίας ήταν μια αποκάλυψη για τον Beyle. Ονομάστηκε ελεγκτής με το Conseil d’État στις 3 Αυγούστου 1810 και στη συνέχεια έλαβε μέρος στη γαλλική διοίκηση και στους Ναπολεόντειους πολέμους στην Ιταλία. Ταξίδεψε πολύ στη Γερμανία κι ήτανε μέρος του στρατού του Ναπολέοντα στην εισβολή του 1812 στη Ρωσία. Όταν έφτασε, είδε το κάψιμο της Μόσχας λίγο έξω από τη πόλη καθώς και τη χειμερινή υποχώρηση του στρατού.
Διορίστηκε Επίτροπος Πολεμικών Προμηθειών και στάλθηκε στο Σμολένσκ για να προετοιμάσει τις προμήθειες για τον στρατό που επέστρεφε. Διέσχισε τον ποταμό Berezina βρίσκοντας μια χρησιμοποιήσιμη γέφυρα παρά τη κατακλυσμένη γέφυρα, που πιθανότατα έσωσε τη ζωή του και των συντρόφων του. Έφτασε στο Παρίσι το 1813, αγνοώντας σε μεγάλο βαθμό το γενικό φιάσκο που είχε γίνει η υποχώρηση. Ο Σταντάλ έγινε γνωστός, στη διάρκεια της ρωσικής εκστρατείας, για το ότι του έλεγε το μυαλό του κι ότι διατήρησε το τραγουδισμένο και καθαρό μυαλό του. Διατήρησε επίσης τη καθημερινή του ρουτίνα, ξυριζότανε κάθε μέρα στη διάρκεια της υποχώρησης από τη Μόσχα.

Μετά τη Συνθήκη του Φοντενεμπλό του 1814 και τη πτώση του Ναπολέοντα, έφυγε για την Ιταλία, όπου εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο. Το 1830 διορίστηκε Γάλλος πρόξενος στην Τεργέστη και τη Τσιβιταβέκια. Διαμόρφωσε ένα ιδιαίτερο δέσιμο με την Ιταλία, όπου πέρασε μεγάλο μέρος της υπόλοιπης καρριέρας του, απ’ όπου απελαύνεται ύστερα από 7 έτη ως ύποπτος κατασκοπείας. Επιστρέφει στο Παρίσι και διαμένει εκεί ως το 1831, οπότε επανέρχεται στην Ιταλία ως πρόξενος στην Τσιβιταβέκια, κοντά στη Ρώμη. Ταυτίστηκε με τον εκκολαπτόμενο φιλελευθερισμό κι η παραμονή του στην Ιταλία τον έπεισε ότι ο ρομαντισμός ήταν ουσιαστικά το λογοτεχνικό αντίστοιχο του φιλελευθερισμού στη πολιτική. Όταν διορίστηκε σε προξενικό γραφείο στη Τεργέστη το 1830, ο Metternich αρνήθηκε το Διάταγμα -με το οποίο η κυβέρνηση μιας χώρας εξουσιοδοτεί ένα ξένο πρόξενο να ασκεί τα καθήκοντά του στη χώρα αυτή- λόγω του φιλελευθερισμού και του αντικληρικαλισμού του.
Το μυθιστόρημα Το Μοναστήρι Της Πάρμα (The Charterhouse of Parma), γραμμένο σε 52 μέρες, διαδραματίζεται στην Ιταλία, που τη θεωρούσε πιο ειλικρινή και πιο παθιασμένη χώρα από την Αναγεννημένη Γαλλία. Άλλο μέρος σε κείνο το μυθιστόρημα, που αναφέρεται σε χαρακτήρα που σκέφτεται να αυτοκτονήσει αφού τον τσακώσουν, μιλά για τη στάση του απέναντι στη πατρίδα του: “Για να καταστήσω σαφή αυτή τη πορεία δράσης στους Γάλλους αναγνώστες μου, πρέπει να εξηγήσω ότι στην Ιταλία, μια χώρα πολύ μακριά μακριά μας, οι άνθρωποι εξακολουθούν να οδηγούνται στην απόγνωση από την αγάπη“.
Ο Σταντάλ ήτανε δανδής κι ευφυής στη πόλη του Παρισιού, καθώς κι εμμονικός γυναικάς. Η γνήσια ενσυναίσθησή του προς τις γυναίκες είναι εμφανής στα βιβλία του. Η Σιμόν ντε Μποβουάρ μίλησε με θετικά λόγια για αυτόν στο Δεύτερο Φύλο. Από τα 1α του έργα είναι το On Love, μια ορθολογική ανάλυση του ρομαντικού πάθους που βασίστηκε στον ανεκπλήρωτο έρωτά του για τη Mathilde, τη Countess Dembowska, που τη γνώρισε ενώ ζούσε στο Μιλάνο. Αργότερα, θα υπέφερε επίσης με ανησυχία στο πνεύμα, όταν μια από τις παιδικές του φίλες, η Victorine παντρεύτηκε. Σ’ γράμμα προς τη Pauline, τη περιέγραψε ως τη γυναίκα των ονείρων του και θα είχε ανακαλύψει την ευτυχία αν γινότανε σύζυγός της. Αυτή η συγχώνευση κι η ένταση μεταξύ της ξεκάθαρης ανάλυσης και του ρομαντικού συναισθήματος είναι χαρακτηριστική των μεγάλων μυθιστορημάτων του, θα μπορούσε να θεωρηθεί ρομαντικός ρεαλιστής.
Υπέφερε από άθλιες σωματικές αναπηρίες στα τελευταία του χρόνια καθώς συνέχισε να παράγει μερικά από τα πιο διάσημα έργα. Προσβλήθηκε από σύφιλη Δεκέμβρη του 1808. Όπως σημείωσε στο ημερολόγιό του, έπαιρνε ιωδιούχο κάλιο και ζωικό ασήμι για να θεραπεύσει τη σεξουαλική του νόσο, με αποτέλεσμα πρησμένες μασχάλες, δυσκολία στη κατάποση, πόνους στους συρρικνωμένους όρχεις του, αϋπνία, ζάλη, βούισμα στ’ αυτιά, ταχυπαλμία και τρέμουλο, τόσο πολύ που μετά βίας μπορούσε να κρατήσει ένα πιρούνι ή ένα στυλό. Η σύγχρονη ιατρική έχει δείξει ότι τα προβλήματα υγείας του οφείλονταν πιότερο στη θεραπεία παρά στη σύφιλη. Αναζήτησε τη καλύτερη θεραπεία σε Παρίσι, Βιέννη και Ρώμη.
Πέθανε στις 23 Μάρτη 1842, σ’ ένα δρόμο του Παρισιού, όπου είχε επανέλθει με αναρρωτική άδεια. Είχε ήδη συνθέσει την επιτύμβια επιγραφή του: “Έζησα, έγραψα, ερωτεύτηκα” και θάβεται στο Cimetière de Montmartre. Η ζωή του ήτανε γεμάτη περιπλανήσεις κι ερωτικά πάθη. Στα νεανικά του χρόνια αποπειράθηκε να γράψει θέατρο. Έμαθε να ζωγραφίζει και φιλοτέχνησε αίθουσες στο Παρίσι. Έγραψε μυθιστορήματα, βιβλίο για την ιταλική ζωγραφική, βιογραφίες του Χάιντν και του Μότσαρτ, ταξιδιωτικές εντυπώσεις. Στο αριστούργημα του Το Κόκκινο και το Μαύρο, η Ιστορία συνδέεται με τις προσωπικές ιστορίες εμβληματικών χαρακτήρων. Έχει χαρακτηρισθεί το μεγαλύτερο μυθιστόρημα του 19ου αι. κι είναι η 1η πραγματεία για την “επιτυχία“, τη νέα κοινωνική θεότητα.
Η αναζήτησή του προχωρά σε 2 επίπεδα. Το 1ο επίπεδο συγκροτείται από το έργο του και τον τρόπο που ο λογοτέχνης επεξεργάζεται σ\ αυτό τα βιώματά του -τον ενθουσιασμό του, τις ελπίδες, τις απέχθειες και τις απογοητεύσεις του- από τη συναρπαστική περίοδο της Επανάστασης και του Ναπολέοντα. Καθώς όμως, και σε αυτή την περίπτωση, το έργο επέζησε του δημιουργού του, η Διπλή Ζωή αναζητά σε 2ο επίπεδο τις εναλλαγές της δεξίωσης του έργου του απ’ τη λογοτεχνική κριτική και τη κοινωνία. Μας οδηγεί εδώ από τη περιορισμένη απήχηση που ‘χε το έργο στη πλειονότητα των συγχρόνων του Σταντάλ, αλλά και την απόρριψή του από τους Ουγκώ και Φλωμπέρ, στην ανάδειξή του στο 2ο μισό του 19ου αι. σε αγαπημένο θέμα της λογοτεχνικής κριτικής από τον Ταιν μέχρι τον Προυστ. Οι μεταπτώσεις της κριτικής συνεχίστηκαν και στον 20ό αι. όπου οι πολυσχιδείς όψεις του έργου του επέτρεψαν σ’ εκ διαμέτρου αντίθετα πολιτικά και λογοτεχνικά κινήματα και συγγραφείς -π.χ. τη φιλομοναρχική οργάνωση Action francaise, τον Γκέοργκι Λούκατς και τον Μαξίμ Γκόρκυ– να θεωρήσουν ότι βρήκανε σ’ αυτό τα στοιχεία που αναζητούσαν.
Πριν καταλήξει στη συγγραφή τελικά και στο Σταντάλ πιο συγκεκριμένα, δημοσίευσε με πολλά ψευδώνυμα, συμπεριλαμβανομένων των “Louis Alexandre Bombet” και “Anastasius Serpière”. Το μόνο βιβλίο που δημοσίευσε με τ’ όνομά του ήτανε το The History of Painting (1817). Από την έκδοση Ρώμης, Νάπολι, Φλωρεντίας (Σεπτέμβρης 1817) και μετά δημοσίευσε τα έργα του με το ψευδώνυμο «M. de Stendhal, officier de cavalerie». Δανείστηκε αυτό το nom de plume από τη γερμανική πόλη Stendal, γενέτειρα του Johann Joachim Winckelmann, ενός ιστορικού τέχνης και αρχαιολόγου διάσημου εκείνη την εποχή. Παρέμεινα σ’ αυτό, όταν το 1807, ερωτεύτηκε μια γυναίκα που ονομαζόταν Wilhelmine, που την ονόμασε Minette και για χάρη της οποίας στη πόλη. “Δεν έχω καμμία τάση, τώρα, εκτός από τη Μινέτ, γι’ αυτήν τη ξανθιά και γοητευτική Μινέτ, αυτή τη ψυχή του Βορρά, όπως δεν έχω ξαναδεί παρόμοια στη Γαλλία ή την Ιταλία” και πρόσθεσε ένα επιπλέον “H” για να κάνει πιο σαφή τη γερμανική προφορά.
Χρησιμοποιούσε πολλά ψευδώνυμα στα αυτοβιογραφικά του γραπτά και στην αλληλογραφία του και συχνά όριζε ψευδώνυμα σε φίλους, ορισμένοι από τους οποίους υιοθέτησαν τα ονόματα για τον εαυτό τους. Χρησιμοποίησε περισσότερα από 100 ψευδώνυμα, που ήταν εκπληκτικά διαφορετικά. Κάποια τα χρησιμοποίησε όχι περισσότερο από μία φορά, ενώ άλλα τα κράτησε σε όλη του τη ζωή. Το “Dominique” και το “Salviati” χρησίμευαν ως οικεία ονόματα κατοικίδιων. Δημιουργεί κωμικά ονόματα που τον κάνουν ακόμα πιο αστό από ό,τι πραγματικά είναι: Cotonnet, Bombet, Chamier». Χρησιμοποιεί πολλά γελοία ονόματα: Don phlegm, Giorgio Vasari, William Crocodile, Poverino, Baron de Cutendre κλπ. Ένας από τους ανταποκριτές του, ο Prosper Mérimée, είπε: “Ποτέ δεν έγραψε γράμμα χωρίς να υπογράψει ψεύτικο όνομα“. Το περιοδικό του και τ’ αυτοβιογραφικά κείμενα περιλαμβάνουνε πολλά σχόλια για τις μάσκες και τις απολαύσεις του “να νιώθεις ζωντανός σε πολλές εκδοχές, κοίτα τη ζωή σαν μια καλυμμένη μπάλα“, είναι η συμβουλή που δίνει στον εαυτό του στο ημερολόγιό του για το 1814. Στο Memoirs of an Egotist γράφει: “Θα με πιστέψουν αν πω ότι θα φορούσα μια μάσκα με ευχαρίστηση και θα ήμουν ευχαριστημένος να αλλάξω το όνομά μου;…για μένα η υπέρτατη ευτυχία θα ήταν να μεταμορφωθώ σε μια μικρή, ξανθιά Γερμανιδούλα και να περπατήσω έτσι στο Παρίσι“.
Οι σύγχρονοι αναγνώστες δεν εκτίμησαν πλήρως το ρεαλιστικό ύφος του στη ρομαντική περίοδο που έζησε. Δεν εκτιμήθηκε πλήρως μέχρι τις αρχές του 20ού αι.. Αφιέρωσε τη γραφή του στους The Happy Few (αγγλικά στο πρωτότυπο). Αυτό μπορεί να ερμηνευθεί ως αναφορά στο Canto 11 του Δον Ζουάν του Βύρωνα, που αναφέρεται στους χίλιους ευτυχισμένους λίγους που απολαμβάνουνε την υψηλή κοινωνία ή στη γραμμή “εμείς λίγοι είμαστε, λίγοι κι ευτυχισμένοι, εμείς η ομάδα των αδερφών” του Σαίξπηρ Henry V, αλλά η χρήση του Stendhal πιο πιθανόν αναφέρεται στον The Vicar of Wakefield του Oliver Goldsmith, πυ μέρη του είχε απομνημονεύσει για τη διάρκεια της διδασκαλίας του αγγλικά. Εκεί λοιπόν το, “οι λίγοι ευτυχισμένοι” αναφέρεται ειρωνικά στο μικρό αριθμό κοινού που διαβάζει τη σκοτεινή και παιδαγωγική πραγματεία του χαρακτήρα του τίτλου για τη μονογαμία. Ως κριτικός λογοτεχνίας, όπως στο Racine και Shakespeare, υπερασπίστηκε τη ρομαντική αισθητική συγκρίνοντας δυσμενώς τους κανόνες και τις αυστηρότητες του κλασσικισμού του πρώτου με τον πιο ελεύθερο στίχο και τις ρυθμίσεις του άλλου, υποστηρίζοντας τη συγγραφή θεατρικών έργων σε πεζογραφία.
Σύμφωνα με το θεωρητικό της λογοτεχνίας Kornelije Kvas, στο μυθιστόρημά του Το Κόκκινο & Το Μαύρο, ο Σταντάλ αναφέρεται σ’ ένα μυθιστόρημα ως έναν καθρέφτη που μεταφέρεται σε καλάθι. Η μεταφορά του ρεαλιστικού μυθιστορήματος ως καθρέφτη της σύγχρονης πραγματικότητας, προσιτή στον αφηγητή, έχει ορισμένους περιορισμούς, τους οποίους γνωρίζει ο καλλιτέχνης. Ένα πολύτιμο ρεαλιστικό έργο ξεπερνά τη πλατωνική έννοια της τέχνης ως αντίγραφο της πραγματικότητας. Ένας καθρέφτης δεν αντικατοπτρίζει τη πραγματικότητα στο σύνολό της, ούτε ο στόχος του καλλιτέχνη είναι να τη τεκμηριώσει πλήρως. Στο Κόκκινο & Το Μαύρο, ο συγγραφέας τονίζει τη σημασία της επιλογής όταν πρόκειται για τη περιγραφή της πραγματικότητας, με σκοπό την πραγματοποίηση της γνωστικής λειτουργίας ενός έργου τέχνης, που επιτυγχάνεται μέσω των κατηγοριών της ενότητας, της συνοχής και της τυπικότητας. Θαυμαστής του Ναπολέοντα και του μυθιστορήματός του Le Rouge et le Noir θεωρείται ο λογοτεχνικός φόρος τιμής του στον αυτοκράτορα.
Σήμερα, τα έργα του Stendhal τραβούν τη προσοχή για την ειρωνεία, τις ψυχολογικές κι ιστορικές τους διαστάσεις. Ήτανε φανατικός θαυμαστής της μουσικής, ιδιαίτερα των έργων των συνθετών Domenico Cimarosa, Wolfgang, Mozart και Rossini. Έγραψε μια βιογραφία του Rossini, Vie de Rossini (1824), που τώρα εκτιμάται πιότερο για την ευρεία μουσική κριτική της παρά για το ιστορικό της περιεχόμενο. Εξιδανίκευσε επίσης την αριστοκρατία, σημειώνοντας την αντι-ισότητα της, αλλά εκτιμώντας πόσο φιλελεύθερη είναι στην αγάπη της για την ελευθερία.
Στα έργα του, επανέλαβε αποσπάσματα από τους Giuseppe Carpani, Théophile Frédéric Winckler, Sismondi κι άλλους.
ΡΗΤΆ:
* Η αγάπη ήταν πάντα η πιο σημαντική επιχείρηση στην ζωή μου, ή μάλλον η μόνη.
* Η εξουσία, μετά την αγάπη, είναι η πρώτη πηγή ευτυχίας.
* Η πιο χρήσιμη ιδέα για τους τυράννους είναι η ιδέα του Θεού.
* Η σεμνοτυφία είναι ένα είδος φιλαργυρίας, το χειρότερο απ’ όλα.
* Κάποιος μπορεί να αποκτήσει τα πάντα στη μοναξιά, εκτός από χαρακτήρα.
* Το βασικό προσόν ενός ιστορικού είναι να μην έχει την ικανότητα να επινοεί.
* Μια σαραντάρα γυναίκα έχει αξία μόνο για τους άντρες που την αγάπησαν στα νιάτα της!
* Οι ηδονές της αγάπης είναι πάντα ανάλογες με τους φόβους μας.
* Οι Ρώσοι μιμούνται τους γαλλικούς τρόπους, αλλά πάντα από μια απόσταση πενήντα χρόνων.
* Η μόνη δικαιολογία που έχει ο Θεός για όλα αυτά που συμβαίνουν, είναι ότι δεν υπάρχει.
* Όλες οι θρησκείες είναι θεμελιωμένες στο φόβο των πολλών και στην πονηριά των λίγων.
* Η λογική δεν είναι ούτε τέχνη ούτε επιστήμη, αλλά υπεκφυγή.
* Στην Αμερική υπάρχει πολύ λιγότερο φθόνος απ’ ό,τι στη Γαλλία. Και πολύ λιγότερο πνεύμα.
* Τα δάκρυα είναι ένα ακραίο χαμόγελο.
* Η απόλαυση συχνά καταστρέφεται προσπαθώντας να την περιγράψουμε.
* Παράξενο πράγμα: Η φωτεινή περίοδος στην Ιταλία όταν οι μικροί αιμοδιψείς τύραννοι αντικαταστάθηκαν από μετριοπαθείς μονάρχες.
* Πρέπει να δίνει κανείς στην κατάκτηση μιας γυναίκας την προσοχή που δίνει σε μια παρτίδα μπιλιάρδο.
* Η ζωή είναι πολύ σύντομη και ο χρόνος που σπαταλιέται σε χασμουρητά δεν μπορεί να αναπληρωθεί.
* Το στυλ είναι ο ξεχωριστός τρόπος του καθενός να εκφράζει το ίδιο πράγμα.
* Όλες οι θρησκείες είναι θεμελιωμένες στο φόβο των πολλών και στην εξυπνάδα των λίγων.
* Το καλύτερο στυλ είναι αυτό που δεν γίνεται αντιληπτό.
* Η ζωή είναι πολύ σύντομη και ο χρόνος που σπαταλιέται σε χασμουρητά δεν μπορεί να αναπληρωθεί.
* Η ομορφιά είναι μια υπόσχεση ευτυχίας.
* Το καλύτερο στυλ είναι αυτό που δεν γίνεται αντιληπτό.
* Ό,τι και να λένε οι διπλωμάτες και οι ποιητές, το βασικό πλεονέκτημα της γλώσσας είναι η σαφήνεια.
* Η τύχη σ’ αρπάζει απ’ τα μαλλιά, αλλά η ίδια είναι φαλακρή.
ΈΡΓΑ:
Armance (1827)
Le Rouge et le Noir (The Red and the Black, 1830)
Lucien Leuwen (1835, unfinished, published 1894)
The Pink and the Green (1837, unfinished)
La Chartreuse de Parme (1839) (The Charterhouse of Parma)
Lamiel (1839–1842, unfinished, published 1889)
Mina de Vanghel (1830, later published in the Paris periodical La Revue des Deux Mondes)
Vanina Vanini (1829)
Italian Chroniques, 1837–1839
Vittoria Accoramboni
The Cenci (Les Cenci, 1837)
The Duchess of Palliano (La Duchesse de Palliano)
The Abbess of Castro (L’Abbesse de Castro, 1832)
A Life of Napoleon (1817–1818, published 1929)
A Life of Rossini (1824)
Τα σύντομα απομνημονεύματά του, Souvenirs d’Égotisme (Απομνημονεύματα ενός εγωιστή) δημοσιεύθηκαν μεταθανάτια το 1892. Δημοσιεύτηκε επίσης ένα πιο εκτεταμένο αυτοβιογραφικό έργο, λεπτώς μεταμφιεσμένο ως Η ζωή του Henry Brulard.
The Life of Henry Brulard (1835–1836, published 1890)
Souvenirs d’Égotisme (written in 1832 and published in 1892) (Memoirs of an Egotist)
Journal (1801–1817) (The Private Diaries of Stendhal)
Rome, Naples et Florence (1817)
De L’Amour (1822) (On Love [fr])
Racine et Shakespéare (1823–1835) (Racine and Shakespeare)
Voyage dans le midi de la France (1838; though first published posthumously in 1930) (Travels in the South of France)
Άλλα έργα του περιλαμβάνουν διηγήματα, δημοσιογραφία, ταξιδιωτικά βιβλία (A Roman Journal), μια διάσημη συλλογή δοκιμίων για την ιταλική ζωγραφική και βιογραφίες πολλών εξέχων προσωπικοτήτων της εποχής του, συμπεριλαμβανομένων των Ναπολέοντα, Χάυντν, Μότσαρτ, Ροσίνι και Μεταστάσιο.
Στο κλασσικό On Love του 1822 του Stendhal περιγράφει ή συγκρίνει τη γέννηση της αγάπης, στην οποία το αντικείμενο αγάπης κρυσταλλώνει στο νου, ως μια διαδικασία παρόμοια ή ανάλογη μ’ ένα ταξίδι στη Ρώμη. Στην αναλογία, η πόλη της Μπολόνια αντιπροσωπεύει την αδιαφορία κι η Ρώμη αντιπροσωπεύει τη τέλεια αγάπη:
“Όταν βρισκόμαστε στη Μπολόνια, είμαστε εντελώς αδιάφοροι. Δεν μας ενδιαφέρει να θαυμάσουμε με κανέναν ιδιαίτερο τρόπο το άτομο που ίσως μια μέρα θα είμαστε τρελά ερωτευμένοι. Ακόμη λιγότερο η φαντασία μας τείνει να υπερεκτιμά την αξία τους. Με μια λέξη, στη Μπολόνια η κρυστάλλωση δεν έχει αρχίσει ακόμα. Όταν ξεκινά το ταξίδι, η αγάπη φεύγει. Φεύγει κανείς από τη Μπολόνια, ανεβαίνει στα Απέννινα και παίρνει το δρόμο για τη Ρώμη“.
Η αναχώρηση, σύμφωνα με τον Stendhal, δεν έχει καμία σχέση με τη θέληση κάποιου. είναι ενστικτώδης στιγμή. Αυτή η διαδικασία μετασχηματισμού ενεργοποιείται με βάση τέσσερα βήματα κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού:
* Θαυμασμός – θαυμάζει κανείς τις ιδιότητες του αγαπημένου προσώπου.
* Αναγνώριση – αναγνωρίζει κανείς την ευχαρίστηση του να έχει κερδίσει το ενδιαφέρον του αγαπημένου του προσώπου.
* Ελπίδα – οραματίζεται κανείς να κερδίσει την αγάπη του αγαπημένου προσώπου.
* Απόλαυση – απολαμβάνει κανείς όταν υπερεκτιμά την ομορφιά και την αξία του ατόμου που την αγάπη ελπίζει να κερδίσει.
Αυτό το ταξίδι ή η διαδικασία κρυστάλλωσης περιγράφηκε λεπτομερώς από τον Stendhal στο πίσω μέρος ενός τραπουλόχαρτου ενώ μιλούσε στη Madame Gherardi, στη διάρκεια του ταξιδιού του στο αλατωρυχείο του Σάλτσμπουργκ.
Ο Ιππόλυτος Τάιν θεώρησε ότι τα ψυχολογικά πορτραίτα των χαρακτήρων του ήτανε πραγματικά, γιατί είναι πολύπλοκα, πολύπλευρα, ιδιαίτερα και πρωτότυπα, όπως τα ζωντανά ανθρώπινα όντα. Ο Émile Zola συμφώνησε με την εκτίμηση του Taine για τις δεξιότητες του Stendhal ως ψυχολόγου και παρόλο που επαινούσε τη ψυχολογική ακρίβειά του και την απόρριψη της σύμβασης, αποδοκίμασε τα διάφορα απίθανα των μυθιστορημάτων και τη σαφή συγγραφική παρέμβαση του.
Ο Γερμανός φιλόσοφος Nietzsche αναφέρεται στον Stendhal ως ο τελευταίος μεγάλος ψυχολόγος της Γαλλίας στο Beyond Good and Evil του (1886). Τον αναφέρει επίσης στο Twilight of the Idols (1889) στη διάρκεια μιας συζήτησης για τον Ντοστογιέφσκυ ως ψυχολόγο, λέγοντας ότι η συνάντηση μαζί του ήτανε το πιο όμορφο ατύχημα της ζωής μου, περισσότερο από την ανακάλυψή μου για τον Σταντάλ.
Ο Φορντ Μάντοξ Φορντ, στο Αγγλικό μυθιστόρημα, ισχυρίζεται ότι στον Ντιντερό και στον Σταντάλ το μυθιστόρημα οφείλει το επόμενο μεγάλο του βήμα προς τα εμπρός. “…Σε κείνο το σημείο έγινε ξαφνικά φανερό ότι το μυθιστόρημα αυτό καθαυτό μπορούσε να θεωρηθεί ως μέσο βαθιάς σοβαρότητας και πολύπλευρη συζήτηση κι επομένως ως μέσο βαθειάς σοβαρής έρευνας για την ανθρώπινη υπόθεση“.
Ο Έριχ Άουερμπαχ θεωρεί ότι ο σύγχρονος σοβαρός ρεαλισμός ξεκίνησε με τον Σταντάλ και τον Μπαλζάκ. Στο Mimesis, παρατηρεί μια σκηνή στο Λόκκινο & Το Μαύρο ότι “θα ήταν σχεδόν ακατανόητο χωρίς μια πιο ακριβή και λεπτομερή γνώση της πολιτικής κατάστασης, της κοινωνικής διαστρωμάτωσης και των οικονομικών συνθηκών μιας απόλυτα καθορισμένης ιστορικής στιγμής, δηλαδή αυτό στο οποίο βρέθηκε η Γαλλία λίγο πριν την Επανάσταση του Ιουλίου“. Κατά την άποψή του, στα μυθιστορήματα του Stendhal “οι χαρακτήρες, οι στάσεις κι οι σχέσεις του dramatis personæ, λοιπόν, συνδέονται πολύ στενά με τις σύγχρονες ιστορικές συνθήκες, οι σύγχρονες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες είναι υφασμένες στη δράση με τρόπο πιο λεπτομερή και πιο αληθινό από ό,τι είχε συμβεί. έχει εκτεθεί σε οποιοδήποτε προηγούμενο μυθιστόρημα και μάλιστα σε οποιοδήποτε έργο λογοτεχνικής τέχνης, εκτός από εκείνα που ρητά ισχυρίζονται ότι είναι πολιτικοσατυρικά κομμάτια“.
Ο κατάλογος γυναικών που ‘χε αγαπήσει, μπήκε στο Life of Henry Brulard, το 1835:
“Ονειρευόμουνα βαθιά αυτά τα ονόματα και τις εκπληκτικές ηλιθιότητες και βλακείες που μου κάνανε“.
Από αριστερά προς δεξιά: Virginie Kubly, Angela Pietragrua, Adèle Rebuffel,
Mina de Griesheim, Mélanie Guilbert, Angelina Bereyter, Alexandrine Daru,
Angela Pietragrua,[b] Matilde Dembowski, Clémentine Curial,
Giulia Rinieri, Madame Azur-Alberthe de Rubempré.
Η Simone de Beauvoir τονε χρησιμοποιεί ως παράδειγμα φεμινιστή συγγραφέα. Στο The Second Sex γράφει “Ο Stendhal δεν περιγράφει ποτέ τις ηρωίδες του ως συνάρτηση των ηρώων του: τους παρέχει τη μοίρα τους“. Επισημαίνει επιπλέον ότι “είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο Σταντάλ είναι τόσο βαθιά ρομαντικός και τόσο αποφασιστικά φεμινιστής. Οι φεμινίστριες είναι συνήθως λογικά μυαλά που υιοθετούν μια καθολική άποψη για όλα τα πράγματα. αλλά δεν είναι μόνο στο όνομα της ελευθερίας γενικά, αλλά και στο όνομα της ατομικής ευτυχίας που ο Στανταλ ζητά τη χειραφέτηση των γυναικών“. Ωστόσο, τον επικρίνει γιατί, αν και θέλει μια γυναίκα να είναι ίση του, το μόνο πεπρωμένο που οραματίζεται για αυτή παραμένει ένας άντρας.
Ακόμη και τα αυτοβιογραφικά έργα του, όπως The Life of Henry Brulard ή Memoirs of an Egotist, συνδέονται “πολύ πιο στενά, ουσιαστικά και συγκεκριμένα με πολιτική, κοινωνιολογία κι οικονομία της περιόδου από ό,τι, π.χ., τα αντίστοιχα έργα του Ρουσσώ ή Γκαίτε· νιώθει κανείς ότι τα μεγάλα γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας επηρέασαν τον Σταντάλ πολύ πιο άμεσα απ’ ό,τι τ’ άλλα δύο· ο Ρουσσώ δεν έζησε για να τα δει κι ο Γκαίτε είχε καταφέρει να μείνει μακριά τους“. Κι ο Auerbach συνεχίζει λέγοντας: “Μπορούμε να αναρωτηθούμε πώς προέκυψε ότι η σύγχρονη συνείδηση της πραγματικότητας άρχισε να βρίσκει λογοτεχνική μορφή για πρώτη φορά ακριβώς στον Henri Beyle της Γκρενόμπλ. Ο Beyle-Stendhal ήταν ένας άνθρωπος με έντονη ευφυΐα, γρήγορος και ζωντανός, διανοητικά ανεξάρτητος και θαρραλέος, αλλά όχι αρκετά σπουδαία φιγούρα. Οι ιδέες του είναι συχνά ισχυρές κι εμπνευσμένες, αλλά είναι ακανόνιστες, αυθαίρετα προχωρημένες και, παρά τη τόλμη τους, στερούνται εσωτερικής βεβαιότητας και συνέχειας. Υπάρχει κάτι αδιευκρίνιστο σ’ όλη τη φύση του: η διακύμανσή του μεταξύ της ρεαλιστικής ειλικρίνειας γενικά και της ανόητης μυστικοπάθειας στις ιδιαιτερότητες, μεταξύ της ψυχρής αυτοκυριαρχίας, της αρπακτικής εγκατάλειψης σε αισθησιακές απολαύσεις και της ανασφαλούς και μερικές φορές συναισθηματικής ματαιοδοξίας, δεν είναι πάντα εύκολο να υποβληθεί. Το λογοτεχνικό του ύφος είναι πολύ εντυπωσιακό κι αναμφισβήτητα πρωτότυπο, αλλά είναι σύντομο, όχι ομοιόμορφα επιτυχημένο και σπάνια καταλαμβάνει και διορθώνει πλήρως το θέμα. Αλλά, όπως ήταν, προσφέρθηκε στη στιγμή. Οι περιστάσεις τον έπιασαν, τον πέταξαν και του έδωσαν ένα μοναδικό και απροσδόκητο πεπρωμένο. τον διαμόρφωσαν έτσι ώστε αναγκάστηκε να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα με τρόπο που κανείς πριν από αυτόν δεν είχε κάνει“.
Ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ ήτανε περιφρονητικός για τον Σταντάλ, στο Strong Opinions αποκαλώντας τον “αυτό το κατοικίδιο όλων εκείνων που τους αρέσει η γαλλική πεδιάδα τους“. Στις σημειώσεις στη μετάφρασή του για τον Eugene Onegin, του Πούσκιν ισχυρίζεται ότι το Le Rouge et le Noir είναι πολύ υπερεκτιμημένο κι ότι ο Stendhal έχει ασήμαντο στυλ. Στο Pnin, ο Nabokov έγραψε σατιρικά: “Τα λογοτεχνικά τμήματα εξακολουθούσαν να δουλεύουν με την εντύπωση ότι ο Stendhal, ο Galsworthy, ο Dreiser και ο Mann ήτανε σπουδαίοι συγγραφείς“. (Ε αφού το λέει ο συγγραφεάρας εμείς… περισσεύουμε! Δεν έγραφε βλέπεις για μικρά κοριτσάκια τίποτε! Σιχτίρια κι έχω και πίεση!)
Ο Μάικλ Ντίρντα θεωρεί τον Σταντάλ “τον σπουδαιότερο Γάλλο συγγραφέα όλων των περιστάσεων -του συγγραφέα 2 από τα 20 κορυφαία γαλλικά μυθιστορήματα, του συγγραφέα μιας εξαιρετικά πρωτότυπης αυτοβιογραφίας (Vie de Henry Brulard), έναν υπέροχο ταξιδιωτικό συγγραφέα και μια απαράμιλλη παρουσία στις σελίδες ενός συγγραφέα που θα μπορέσεις να συναντήσεις εκεί“.
Το 1817 ο Stendhal φέρεται να ξεπεράστηκε από τον πολιτιστικό πλούτο της Φλωρεντίας που συνάντησε όταν επισκέφτηκε για 1η φορά τη πόλη της Τοσκάνης. Όπως περιέγραψε στο βιβλίο του Naples and Florence: A Journey from Milan to Reggio: “Καθώς έβγαινα από τη βεράντα του Santa Croce, μ’ έπιασε ένας σφοδρός παλμός της καρδιάς (το ίδιο σύμπτωμα που, στο Βερολίνο, αναφέρεται ως επίθεση των νεύρων). το πηγάδι της ζωής στέρεψε μέσα μου και περπατούσα με διαρκή φόβο μην πέσω στο έδαφος“.
_________
Το Σύνδρομο Σταντάλ (Stendhal Syndrome) είναι μια ψυχοσωματική ασθένεια που συμβαίνει ως αντίδραση στην τέχνη και είναι επίσης γνωστό ως υπερκουλτούρα. Η συγκεκριμένη κατάσταση παράγει μια συντριπτική αντίδραση σε overdose έργων τέχνης που βρίσκονται σε ένα μέρος ή δημιουργείται αν ένα μεμονωμένο έργο τέχνης είναι ιδιαίτερα ελκυστικό για τον θεατή. Το σύνδρομο Σταντάλ παράγει πραγματικά σωματικά συμπτώματα ως αποτέλεσμα της ψυχολογικής και συναισθηματικής αντίδρασης στην τέχνη. Ονομάστηκε έτσι προς τιμή του διάσημου Γάλλου συγγραφέα, Σταντάλ, που βίωσε συντριπτικά συμπτώματα άγχους και μάλιστα λιποθύμησε παρακολουθώντας έργα τέχνης στην Ιταλία. Ηταν, ωστόσο μόλις το 1970 όταν η Ιταλίδα ψυχολόγος Γκρατσιέλα Μαγκερίνι χρησιμοποίησε αυτό τον όρο για ασθενείς της με συμπτώματα παρόμοια με αυτά που περιγράφει 1η φορά ο Σταντάλ τον 19ο αι. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν άγχος, ταχυπαλμία, ζάλη, αποπροσανατολισμό και λιποθυμία. Ορισμένα άτομα που βιώνουν αυτό έχει παρατηρηθεί πως παρουσιάζουν ακόμα και ψευδαισθήσεις, την ώρα που παρατηρούν σπουδαία έργα τέχνης.
Μπορεί να το βιώσει οποιοσδήποτε συγκλονιστεί από καλλιτεχνικά αριστουργήματα. Συχνά εμφανίζεται, ωστόσο, σε άτομα που επισκέπτονται έργα τέχνης στη Φλωρεντία της Ιταλίας για το λόγο αυτό ονομάζεται επίσης σύνδρομο Φλωρεντίας. Το συγκεκριμένο εμφανίζεται μάλιστα τόσο συχνά εκεί, ώστε το νοσοκομειακό προσωπικό που εργάζεται στη περιοχή αναφέρει ότι πολλές φορές αποπροσανατολισμένοι ασθενείς φτάνουν στα νοσοκομεία της πόλης αμέσως μετά την επίσκεψή τους σε μουσεία ή γκαλερί, όπου είδαν από κοντά κάποια σημαντικά έργα τέχνης.
Οι ταξιδιωτικοί πράκτορες συχνά συμβουλεύουν τους τουρίστες να μην προσπαθούν να επισκεφθούν όλα τα έργα τέχνης μονομιάς όταν ταξιδεύουν στην Ιταλία, προκειμένου να αποφύγουν την ανάπτυξη του συνδρόμου Σταντάλ. Τους συμβουλεύουν, επίσης, να εξισορροπούν το χρόνο τους ανάμεσα στις επισκέψεις σε μουσεία και βόλτες στην αγορά, ή στην παρακολούθηση αθλητικών εκδηλώσεων. Με τον τρόπο αυτό μειώνονται οι πιθανότητες ο τουρίστας να συγκλονιστεί από την υπερβολική καλλιτεχνική ομορφιά και κατά συνέπεια μειώνονται κι οι πιθανότητες να εμφανίσει τα συμπτώματα του συνδρόμου Σταντάλ.
Στο βιβλίο της για το σύνδρομο Σταντάλ η δρ Μαγκερίνι εξηγεί πως το σύνδρομο αυτό είναι μια σπάνια ψυχοσωματική ασθένεια που εμφανίζεται συνήθως στους τουρίστες που αγχώνονται επειδή θέλουν να προλάβουν να τα δουν όλα μονομιάς κι επισκέπτονται σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μουσεία, γκαλερί τέχνης και ιστορικά μνημεία. Παρόμοια σύνδρομα, όπως το σύνδρομο του Παρισιού ή το σύνδρομο της Ιερουσαλήμ έχουν συμβεί σ’ αυτές τις πόλεις, καθώς τα άτομα βλέπουν σημαντικά πολιτιστικά ή θρησκευτικά μνημεία. Για μερικούς τα συμπτώματα των συνδρόμων αυτών έχουν οδηγήσει ακόμα και σε νοσηλεία κι έχουν δημιουργήσει την ανάγκη σε κάποια άτομα να υποβληθούν σε αντικαταθλιπτικές θεραπείες.
__________
Σε φόρο τιμής στον Stendhal, η Trenitalia ονόμασε τη νυχτερινή σιδηροδρομική υπηρεσία από το Παρίσι στη Βενετία Stendhal Express, αν και δεν υπάρχει καμμία σωματική δυσφορία που να συνδέεται μ’ αυτήν.========================
Το Μοναστήρι Της Πάρμα
(απόσπ.)
Κεφ. 1o: Το Μιλάνο στα 1796
Στις 15 Μάη 1796, έμπαινε στο Μιλάνο ο στρατηγός Βοναπάρτης, οδηγώντας τη νεαρή εκείνη στρατιά που, πριν από λίγο, είχε διαβεί τη γέφυρα του Λόντι7. Κι όλος ο κόσμος έμαθε πως, ύστερα από τόσους αιώνες, φάνηκε πια ο διάδοχος του Καίσαρα και του Αλεξάνδρου. Η Ιταλία είδε με τα ίδια της τα μάτια, μέσα σε λίγους μήνες, τόσα θαύματα παλικαριάς και μεγαλοφυΐας, που ξύπνησαν έναν λαό κοιμισμένο. Οκτώ μόλις μέρες πριν από τον ερχομό των Γάλλων, οι Μιλανέζοι τους έβλεπαν σαν έναν συρφετό από ληστές, που πάντα το έβαζαν στα πόδια όταν αντίκριζαν το στρατό της Αυτού Αυτοκρατορικής και Βασιλικής Μεγαλειότητας.
Το Μεσαίωνα οι Λομβαρδοί δημοκράτες το είχανε δείξει πως ήτανε παλικάρια, σαν τους Γάλλους. Καλά τους κάναν λοιπόν οι Γερμανοί αυτοκράτορες και δεν άφησαν πέτρα πάνω στην πέτρα όταν πάτησαν την πόλη τους. Από τότε που έγιναν πιστοί υπήκοοι, η πιο σπουδαία τους δουλειά ήταν να τυπώνουν σονέτα πάνω σε μικρά μαντιλάκια από ροζ ταφτά, όταν γινόταν ο γάμος ενός νέου κοριτσιού από κάποια αριστοκρατική ή πλούσια οικογένεια. Κι αφού περνούσαν δυο-τρία χρόνια μετά από τη μεγάλη τούτη στιγμή της ζωής της, η κοπέλα αποκτούσε μόνιμο καβαλιέρο: μερικές φορές το επώνυμο του επιβήτορα, που διάλεγε πάντα η οικογένεια του συζύγου, κατείχε τιμητική θέση στο προικοσύμφωνο. Πόσο διαφορετική, από τα θηλυπρεπή αυτά ήθη, φάνταζε η βαθιά συγκίνηση, που τους συγκλόνισε με τον ξαφνικό ερχομό του γαλλικού στρατού! Σε λίγο ξεπρόβαλαν ήθη καινούρια, γεμάτα πάθος. Ένας λαός ολόκληρος ένιωσε, στις 15 Μαΐου 1796, πως όλα όσα είχε σεβασθεί ως τότε ήταν απίθανα γελοία, και πολλές φορές αηδιαστικά. Η αναχώρηση του τελευταίου αυστριακού συντάγματος ήταν το σύνθημα για το γκρέμισμα όλων των παλιών ιδεών. Έγινε της μόδας να μη λογαριάζουν τη ζωή τους. Είδαν πως για να είναι ευτυχισμένοι έπρεπε, ύστερα από αιώνων αίσθηση μαλθακότητας, να αγαπήσουν την πατρίδα τους με αληθινό έρωτα και με ηρωικές πράξεις.
Ήτανε βυθισμένοι σε νύχτα βαθειά, όσο κρατούσε ο καχύποπτος δεσποτισμός του Καρόλου του 2ου. Γκρέμισαν τ’ αγάλματά τους και, ξάφνου, όλα πλημμύρισαν φως. Τώρα και καμιά πενηνταριά χρόνια, κι ενώ η Εγκυκλοπαίδεια κι ο Βολταίρος συγκλόνιζαν τη Γαλλία, οι καλόγεροι διαλαλούσαν στον καλό λαό του Μιλάνου πως το να μαθαίνει κανείς γράμματα, ή ό,τι άλλο, στον μάταιο τούτο κόσμο, ήταν ένας κόπος ολότελα περιττός, και πως, πληρώνοντας με ακρίβεια τη δεκάτη στο παπά της ενορίας, κι εξιστορώντας του όλα τα μικροαμαρτήματά του, ήταν περίπου σίγουρος για μια καλή θέση στον Παράδεισο. Και για να αποδυναμώσει μια για πάντα το λαό αυτόν, που κάποτε ήταν τόσο φοβερός, κι όλα τα ψιλολογούσε, η Αυστρία του είχε εκχωρήσει, σε καλή τιμή, το προνόμιο να μη στέλνει κληρωτούς στον στρατό της.
Το 1796, ο μιλανέζικος στρατός είχε, όλους κι όλους, είκοσι τέσσερις μασκαράδες, ντυμένους στα κόκκινα, που φρουρούσαν την πόλη, σε συνεργασία με τέσσερα μεγαλόπρεπα συντάγματα Ούγγρων γρεναδιέρων. Η ελευθεριότητα των ηθών ήταν απεριόριστη, το ερωτικό όμως πάθος σπανιότατο. Άλλωστε, εκτός από το δυσάρεστο γεγονός να πρέπει να τα εξιστορεί κανείς όλα στον παπά της ενορίας, υπό ποινή κολασμού ακόμα και στον μάταιο ετούτο κόσμο, τον καλό λαό του Μιλάνου τον ταλαιπωρούσαν και μερικά ακόμα μοναρχικά περδικλώματα που, όσο να ‘ναι, ήταν εξοργιστικά. Ο αρχιδούκας, λόγου χάρη, που έδρευε στο Μιλάνο, και κυβερνούσε εν ονόματι του αυτοκράτορα, είχε συλλάβει την επικερδή ιδέα να κάνει αυτός ο ίδιος το εμπόριο του σταριού. Κατά συνέπεια, απαγόρευε στους χωριάτες να πουλούν το στάρι τους, ώσπου η Αυτού Υψηλότης να γεμίσει τις αποθήκες της.
Το Μάη του 1796, τρεις μέρες μετά τον ερχομό των Γάλλων, ένας νεαρός, εκκολαπτόμενος ζωγράφος, λίγο τρελούτσικος, ονόματι Γκρο που αργότερα έγινε διάσημος και που τότε είχε έρθει μαζί με τον στρατό, άκουσε να εξιστορούν στο μεγάλο καφενείο των Σέρβι (πολύ της μόδας τον καιρό εκείνο) τα κατορθώματα του αρχιδούκα που, κοντά στ’ άλλα ήταν και θεόρατος. Πήρε τον κατάλογο των παγωτών, τυπωμένο με αραιά στοιχεία πάνω σ’ ένα φύλλο κίτρινο παλιόχαρτο και στην πίσω μεριά του φύλλου ζωγράφισε τον χοντρό αρχιδούκα. Ένας Γάλλος στρατιώτης τον λόγχιζε στην κοιλιά, κι αντί για αίμα έβγαινε από μέσα του μια απίθανη ποσότητα σταριού. Το πράγμα αυτό, επονομαζόμενο αστείο ή γελοιογραφία, ήταν άγνωστο στον τόπο εκείνο, που τον κυβερνούσε ως τότε ένας κουτοπόνηρος δεσποτισμός. Ο Γκρο παράτησε το σκίτσο στο τραπέζι του καφενείου των Σέρβι. Θεωρήθηκε ουρανοκατέβατο θαύμα. Το τύπωσαν την ίδια νύχτα, και την άλλη μέρα πουλήθηκαν είκοσι χιλιάδες αντίτυπα.
Την ίδια μέρα τοιχοκολλήθηκε μια ανακοίνωση που μιλούσε για μια πολεμική εισφορά έξι εκατομμυρίων φράγκων, για τις ανάγκες του γαλλικού στρατού, που μόλις πριν από λίγο είχε νικήσει σε έξι μάχες και κατακτήσει είκοσι επαρχίες, μα που του έλειπαν μονάχα οι αρβύλες, τα πανταλόνια, τα ρούχα και τα πηλίκια.
Η ευτυχία και η αγαλλίαση που πλημμύρισαν τη Λομβαρδία, μαζί με τους πάμπτωχους αυτούς Γάλλους, ήταν τόσο μεγάλες που μόνο οι παπάδες, και μερικοί αριστοκράτες, ένιωσαν το βάρος αυτής της εισφοράς των έξι εκατομμυρίων, που σε λίγο ακολουθήθηκε από πολλές άλλες. Οι Γάλλοι στρατιώτες γελούσαν και τραγουδούσαν όλη μέρα. Ήταν όλοι τους κάτω από τα εικοσιπέντε, και τον αρχιστράτηγο, που ήταν είκοσι επτά χρονών, τον θεωρούσαν σαν το πιο ηλικιωμένο του στρατού τους. Η ευθυμία, τα νιάτα, η ανεμελιά ήταν η χαρούμενη απάντηση στα λυσσαλέα κηρύγματα των καλογέρων που, από έξι μήνες πριν, ανάγγελλαν, από του ύψους του ιερού άμβωνος, πως οι Γάλλοι ήταν τέρατα, υποχρεωμένοι, επί ποινή θανάτου, να τα κάψουν όλα και να σφάξουν όλο τον κόσμο και πως τάχα κάθε σύνταγμα βάδιζε με την καρμανιόλα μπροστά.
Στα χωριά έβλεπες στην πόρτα κάθε καλυβιού τον Γάλλο φαντάρο να νανουρίζει το μωρό της γυναίκας του σπιτιού και, σχεδόν κάθε βράδυ, κάποιος τυμπανιστής, παίζοντας βιολί, αυτοσχεδίαζε έναν χορό. Κι επειδή οι καντρίλιες ήταν πολύ περίτεχνες και πολύπλοκες για να μπορέσουν οι στρατιώτες, που άλλωστε δεν τις ήξεραν, να τις διδάξουν στις γυναίκες του τόπου, εκείνες έδειχναν στους νεαρούς Γάλλους τη Μονφερίνα, τον Πηδηχτό κι άλλους ιταλικούς χορούς…
(τέλος αποσπ...)
