Bishop Elizabeth: Έζησε, Ερωτεύτηκε, Έγραψε & Έφυγε…

Βιογραφικό

     Η Ελίζαμπεθ Μπίσοπ (Elizabeth Bishop) ήταν Αμερικανίδα ποιήτρια και συγγραφέας διηγημάτων, Σύμβουλος Ποίησης στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου 1949-50, κέρδισε το Βραβείο Πούλιτζερ για τη ποίηση το 1956, το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου το 1970 και το Διεθνές Βραβείο Λογοτεχνίας Neustadt το 1976. Ο Ντουάιτ Γκάρνερ έγραψε πως “Ήταν ίσως η πιο αμιγώς προικισμένη ποιήτρια του 20ού αι“. Μοναχοπαίδι, γεννήθηκε στο Worcester της Μασαχουσέτης, 8 Φλεβάρη 1911, από τους William Thomas & Gertrude May (Bulmer) Bishop. Ο πατέρας της, πετυχημένος οικοδόμος, πέθανε όταν ήταν 8 μηνών κι η μητέρα της αρρώστησε ψυχικά και μπήκε σε θεραπεία το 1916. Η Μπίσοπ θα γράψει αργότερα για την εποχή των αγώνων της μητέρας της στο διήγημά της In The Village).



     Ορφανή αλλά δραστήρια στη διάρκεια της πολύ πρώιμης παιδικής της ηλικίας, έζησε με τους παππούδες της σε αγρόκτημα στο Great Village της Νέας Σκωτίας, περίοδος που αναφέρθηκε επίσης στα γραπτά της. Η μητέρα της παρέμεινε στο άσυλο μέχρι το θάνατό της το 1934 κι οι 2 τους δεν επανενώθηκαν ποτέ. Αργότερα στη παιδική ηλικία, η ανάδοχη οικογένεια των Μπίσοπ κέρδισε την επιμέλεια. Απομακρύνθηκε από τη φροντίδα των παππούδων της και μετακόμισε με τη πλουσιότερη οικογένεια του πατέρα της στο Worcester της Μασαχουσέτης. Ωστόσο, ήτανε δυστυχισμένη εκεί κι ο χωρισμός από τους παππούδες και τη μητέρα της, την έκανε μοναχική. Ενώ ζούσε στο Worcester, ανέπτυξε χρόνιο άσθμα, που υπέφερε για το υπόλοιπο της ζωής της. Ο χρόνος που πέρασε στο Worcester περιγράφεται εν συντομία στο ποίημά της Στην αίθουσα αναμονής.



     Το 1918, οι παππούδες της, συνειδητοποιώντας ότι ήτανε δυστυχισμένη που ζούσε μαζί τους, τη στείλανε στη μεγαλύτερη αδελφή της μητέρας της, Μοντ Μπάλμερ Σέφερνσον και τον σύζυγό της Τζορτζ. Οι Μπίσοπ πλήρωσαν τη Μοντ για να στεγάσει και να εκπαιδεύσει την εγγονή τους. Οι Shepherdsons ζούσανε σε κατάλυμμα σε μια φτωχική γειτονιά, τη Revere της Μασαχουσέτης, που κατοικούνταν κυρίως από Ιρλανδούς κι Ιταλούς μετανάστες. Η οικογένεια μετακόμισε αργότερα σε καλλίτερες συνθήκες στο Cliftondale της Μασαχουσέτης. Ήταν η θεία που της παρουσίασε έργα Βικτωριανών ποιητών, συμπεριλαμβανομένων των ΆλφρεντΛόρδου ΤένισονΤόμας Καρλάιλ, Ρόμπερτ Μπράουνινγκ και Ελίζαμπεθ Μπάρετ Μπράουνινγκ.



     Η Ελίζαμπεθ ήτανε πολύ φιλάσθενη σαν παιδί κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, να λάβει πολύ λίγη επίσημη εκπαίδευση μέχρι να παρακολουθήσει το Λύκειο Saugus για το 1ο έτος. Έγινε δεκτή στο σχολείο Walnut Hill School, στο Natick της Μασαχουσέτης για το 2ο έτος της, αλλά έμεινε πίσω από τους εμβολιασμούς και δεν της επιτράπηκε να παρακολουθήσει. Αντ’ αυτού, πέρασε το χρόνο στο North Shore Country Day School στο Swampscott της Μασαχουσέτης. Ξαναγύρισε στη συνέχεια στο Walnut Hill, όπου σπούδασε μουσική. Εκεί, τα 1α της ποιήματα, είδανε το φως από τη φίλη της Frani Blough στο μαθητικό περιοδικό. Στη συνέχεια, εισήλθε στο Vassar College στο Poughkeepsie της Νέας Υόρκης το φθινόπωρο του 1929, λίγο πριν από τη συντριβή του χρηματιστηρίου, σχεδιάζοντας να γίνει συνθέτις. Εγκατέλειψε τη μουσική εξ αιτίας φοβίας της παράστασης και μεταπήδησε στ’ αγγλικά όπου παρακολούθησε μαθήματα, συμπεριλαμβανομένης της λογοτεχνίας των 16ου-17ου αι. και του μυθιστορήματος.



     Δημοσίευσε το έργο της στο τελευταίο έτος στο The Magazine (με έδρα τη Καλιφόρνια). Το 1933, ίδρυσε το Con Spirito, αντάρτικο λογοτεχνικό περιοδικό στο Vassar, με τη συγγραφέα Mary McCarthy (1 έτος μεγαλύτερή της), Margaret Miller και τις αδελφές Eunice κι Eleanor Clark. Πήρε το πτυχίο της στο Vassar το 1934. Επηρεάστηκε πολύ από τη ποιήτρια Marianne Moore, που της τη γνώρισε μια βιβλιοθηκονόμος στο Vassar την ίδια χρονιά. Η Moore ενδιαφέρθηκε έντονα για το έργο της Bishop και κάποια στιγμή, την αποθάρρυνε να συνεχίσει την Ιατρική Σχολή του Cornell, όπου είχε για λίγο γραφετεί όταν μετακόμισε στη Νέα Υόρκη μετά την αποφοίτησή της από τον Βασσάρ. Σχετικά με την επιρροή της Moore στη γραφή της Bishop, της φίλης και των 2, η συγγραφέας Mary McCarthy δήλωσε: “Σίγουρα μεταξύ τους υπάρχουν ομοιότητες: το είδος της στενής μικροσκοπικής αναζήτησης ορισμένων τμημάτων εμπειρίας. Ωστόσο, νομίζω πως υπάρχει κάτι λίγο υπερβολικό για τη Μαριάν και δεν υπάρχει τίποτα ανόητο στην Ελίζαμπεθ“.
     Η Μουρ τη βοήθησε να δημοσιεύσει πρώτα μερικά από τα ποιήματά της σε ανθολογία με τίτλο, Δοκιμαστικές Ισορροπίες, που καθιερωμένοι ποιητές εισήγαγαν το έργο αγνώστων, νεώτερων ποιητών. Ήταν 4 χρόνια πριν η Μπίσοπ που την αποκάλεσε “Αγαπητή δεσποινίς Μουρ” και μετά “Αγαπητή Μαριάννα” και μόνο τότε μετά από πρόσκληση της σαν μεγαλύτερη. Η φιλία των 2 γυναικών, που μνημονεύτηκε από εκτεταμένη αλληλογραφία, κράτησε μέχρι το θάνατο της Moore το 1972. Το At Τhe Fishhouses (1955) της Bishop περιέχει υπαινιγμούς σε διάφορα επίπεδα στο ποίημα της Moore A Grave του 1924.



     Γνώρισε τον Robert Lowell και τον Randall Jarrell το 1947 κι έγιναν καλοί φίλοι, κυρίως μέσω γραπτής αλληλογραφίας, μέχρι τον θάνατο του Lowell το 1977. Μετά, έγραψε: Η φιλία μας, που διατηρήθηκε συχνά ζωντανή τα χρόνια του χωρισμού μόνο με γράμματα, παρέμεινε σταθερή και στοργική και θα ‘μαι πάντα βαθιά ευγνώμων γι’ αυτό. Επηρέασαν επίσης τη ποίηση του ενός στον άλλο. Ο Lowell ανέφερε την επιρροή της Bishop στο ποίημά του Skunk Hour, όπως είπε, “Ήταν το πρότυπο του The Bishop Armadillo“. Επίσης, το ποίημά του The Scream προέρχεται από το δίηγημα της In the Village. Το North Haven, ένα από τα τελευταία ποιήματα που δημοσίευσε όσο ζούσε, γράφτηκε στη μνήμη του Lowell το 1978.
     Η Μπίσοπ είχε ανεξάρτητο εισόδημα από τη πρώιμη ενηλικίωση, ως αποτέλεσμα κληρονομιάς από τον νεκρό πατέρα της, που δεν εξαντλήθηκε μέχρι το τέλος της ζωής της. Αυτό το εισόδημα της επέτρεψε να ταξιδέψει ευρέως, αν και φθηνά, χωρίς ν’ ανησυχεί για την απασχόληση και να ζήσει σε πολλές πόλεις και χώρες που περιγράφονται στα ποιήματά της. Έγραψε συχνά για την αγάπη της στα ταξίδια, σε ποιήματα όπως Questions of Travel κι Over 2000 Illustrations and a Complete Concordance. Έζησε στη Γαλλία αρκετά χρόνια στα μέσα της 10ετίας του ’30 με μια φίλη από το Vassar, τη Louise Crane, που ήτανε κληρονόμος χαρτοβιομηχανίας. Το 1938, οι δυο τους αγόρασαν ένα σπίτι στο 624 White Street στο Key West της Φλόριντα. Ενώ ζούσε εκεί γνώρισε τη Πολίν Φάιφερ Χέμινγουαίη, που ‘χε χωρίσει από τον Έρνεστ το 1940. Αργότερα έζησε σε διαμέρισμα στην οδό Frances 611.
     Τα 1949-50, ήτανε Σύμβουλος Ποίησης στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου και ζούσε στο Bertha Looker’s Boardinghouse, 1312 30th Street Northwest, Washington, D.C., στη Georgetown. Μόλις έλαβε μια σημαντική ταξιδιωτική υποτροφία (2.500 $) από το κολλέγιο Bryn Mawr το 1951, ταξίδεψε με πλοίο στη Ν. Αμερική. Φτάνοντας στο Σάντος της Βραζιλίας τον Νοέμβρη, περίμενε να μείνει 2 βδομάδες αλλά έμεινε 15 χρόνια. Ζούσε στη Πετρόπολη με την αρχιτέκτονα Lota (Maria Carlota de Macedo Soares), που καταγόταν από εξέχουσα κι αξιόλογη πολιτική οικογένεια. Παρ’ όλο που δεν είχε ανακοινώσει λεπτομέρειες για το ειδύλλιο της με τη Soares, μεγάλο μέρος της σχέσης τους τεκμηριώθηκε στην εκτενή αλληλογραφία της Bishop με τον Samuel Ashley Brown. Ωστόσο, η σχέση επιδεινώθηκε στα επόμενα χρόνια, έγινε ασταθής και θυελλώδης, που χαρακτηρίστηκε από περιόδους κατάθλιψης, ξεσπάσματος κι αλκοολισμού.
     Η σχέση απεικονίζεται στη ταινία του 2013, Reaching for the Moon. Όσο έμενε στη Βραζιλία, άρχισε να ενδιαφέρεται όλο και περισσότερο για τις γλώσσες και τη λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής. Επηρεάστηκε από Λατινοαμερικάνους ποιητές, συμπεριλαμβανομένου του Μεξικανού ποιητή Octavio Paz και των Βραζιλιάνων ποιητών João Cabral de Melo Neto & Carlos Drummond de Andrade και μετέφρασε το έργο τους στ’ αγγλικά. Όσον αφορά τον de Andrade, είπε: “Δεν τον ήξερα καθόλου. Υποτίθεται ότι είναι πολύ ντροπαλός. Υποτίθεται ότι είμαι πολύ ντροπαλή. Συναντηθήκαμε μια φορά -στο πεζοδρόμιο τη νύχτα. Μόλις είχαμε βγει από το ίδιο ρεστωράν και μου φίλησε ευγενικά το χέρι όταν μας συστήσανε“.
     Όταν η Σοάρες αυτοκτόνησε το 1967, η Μπίσοπ πέρασε περισσότερο χρόνο στις ΗΠΑ. Για τόσο σημαντική Αμερικανίδα ποιήτρια, δημοσίευσε με πολύ φειδώ. Το 1ο της βιβλίο, North & South, πρωτοκυκλοφόρησε το 1946 και κέρδισε το βραβείο Houghton Mifflin για τη ποίηση. Αυτό το βιβλίο περιελάμβανε σημαντικά ποιήματα όπως το The Man-Moth (που περιγράφει ένα σκοτεινό και μοναχικό φανταστικό πλάσμα εμπνευσμένο από αυτό που η ίδια έγραψε πως “ήτανε τυπογραφικό λάθος της εφημερίδας αντί για μαμούθ“) και The Fish (οπου περιγράφει τ’ αλιευμένα ψάρια με ακριβείς λεπτομέρειες).



     Αλλά δεν δημοσίευσε παρά 9 χρόνια μετά. Αυτός ο τόμος, με τίτλο Poems: North & South -A Cold Spring, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1955, περιλάμβανε το 1ο της βιβλίο, συν τα 18 νέα ποιήματα που αποτελούσανε τη νέα ενότητα Ψυχρή Άνοιξη. Η Μπίσοπ κέρδισε το Βραβείο Πούλιτζερ γι’ αυτό το βιβλίο το 1956. Στη συνέχεια, υπήρχε μια άλλη μεγάλη αναμονή πριν από τον επόμενο τόμο της, Questions of Travel, το 1965. Αυτό το βιβλίο έδειξε την επίδραση στη γραφή της που ‘χε η ζωή της στη Βραζιλία.
     Περιλάμβανε ποιήματα στη 1η ενότητα του βιβλίου, που αφορούσανε ρητά τη ζωή στη Βραζιλία, όπως Άφιξη στο ΣάντοςΜανουελζίνιο κι Ο ποταμός. Αλλά στη 2η ενότητα, περιελάμβανε επίσης κομμάτια που ‘ταν σ’ άλλες τοποθεσίες όπως το In the Village και First Death in Nova Scotia, που λαμβάνουνε χώρα στη γενέτειρά της. Το Questions of Travel ήτανε το 1ο της βιβλίο που περιλάμβανε κι ένα από τα διηγήματά της (το προαναφερθέν Στο χωριό). Η επόμενη σημαντική δημοσίευση ήταν Τα πλήρη ποιήματα (1969), που περιλάμβανε 8 νέα ποιήματα και κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου. Το τελευταίο νέο βιβλίο ποιημάτων που εμφανίστηκε στη ζωή της, η Γεωγραφία ΙΙΙ (1977), περιλάμβανε συχνά ανθολογημένα ποιήματα όπως Στην αίθουσα αναμονής και Μια τέχνη. Αυτό το βιβλίο κέρδισε το Διεθνές Βραβείο Λογοτεχνίας Bishop the Neustadt, που καμμία γυναίκα κι Αμερικανίδα δεν είχε κερδίσει ποτέ στο παρελθόν. Το Bishop’s The Complete Poems, 1927-1979 δημοσιεύτηκε μετά το θάνατο της το 1983.



     Άλλες μεταθανάτιες δημοσιεύσεις περιλαμβάνουνε τη Συλλεγμένη Πεζογραφία, 1984, (συλλογή δοκιμίων και διηγημάτων της) κι Edgar Allan Poe & the Juke-box: Uncolleded Poems, Drafts, and Fragments το 2006, που η δημοσίευσή του προκάλεσε κάποια διαμάχη. Η Meghan O’Rourke σημειώνει σε άρθρο από το περιοδικό Slate, “Δεν είναι περίεργο… ότι η πρόσφατη δημοσίευση των μέχρι τώρα ασυνήθιστων ποιημάτων, σχεδίων & θραυσμάτων της Μπίσοπ αντιμετώπισε σφοδρή αντίσταση και κάποια συζήτηση για την αξία της δημιουργίας αυτού του έργου για διάθεση στο κοινό“.
     Σ’ ένα αγανακτισμένο κομμάτι, η Έλεν Βάντλερ χαρακτήρισε τα προσχέδια ακρωτηριασμένα κι επέπληξε τους Φαράρ, Στράους & Ζιρού επειδή επέλεξαν να δημοσιεύσουν το βιβλίο. Όπου μερικοί από τους αξιόλογους συγχρόνους της, όπως ο Robert Lowell κι ο John Berryman, έκαναν τις προσωπικές λεπτομέρειες της ζωής τους σημαντικό μέρος της ποίησής τους, εκείνη απέφυγε τελείως αυτή τη πρακτική. Σ’ αντίθεση μ’ αυτό το εξομολογητικό ύφος που έχει μεγάλο μέρος αυτοέκθεσης, το στυλ γραφής της, αν και μερικές φορές περιλάμβανε αραιές λεπτομέρειες από τη προσωπική της ζωή, ήτανε γνωστό για την εξαιρετικά λεπτομερή, αντικειμενική και μακρυνή άποψή του και για την επιφυλακτικότητά του ειδικά προσωπικών θεμάτων που περιλάμβανε το έργο των συγχρόνων της. Χρησιμοποίησε τη διακριτικότητα όταν έγραφε λεπτομέρειες κι άτομα από τη δική της ζωή. Το Στο χωριό, ένα κομμάτι για τη παιδική της ηλικία και τη ψυχικά ασταθή μητέρα της, γράφεται ως αφήγηση 3ου προσώπου κι έτσι ο αναγνώστης θα γνώριζε την ιστορία αυτοβιογραφικής προέλευσης, μόνο γνωρίζοντας τη παιδική της ηλικία.



     Η Μπίσοπ δεν θεωρούσε τον εαυτό της λεσβία ποιήτρια ή γυναίκα ποιήτρια. Επειδή αρνήθηκε να δημοσιεύσει το έργο της σε ανθολογίες γυναικείας ποίησης, άλλες γυναίκες ποιήτριες που συμμετείχανε στο γυναικείο κίνημα θεώρησαν ότι ήταν εχθρική απέναντι στο κίνημα. Για παράδειγμα, μια φοιτήτρια στο Χάρβαρντ που ήτανε κοντά της τη 10ετία του ’60, η Κάθλιν Σπίβακ, έγραψε στ’ απομνημονεύματά της: “Νομίζω πως εσωτερικοποίησε τη μισογυνία της εποχής. Πώς το μπορούσε; Η Μπίσοπ είχε μια πολύ αμφίρροπη σχέση με το να ‘σαι γυναίκα συν ποιήτρια -συν λεσβία- στη σχέση Βοστώνης/Κέιμπριτζ/Χάρβαρντ ...”
     Εξαιρετικά ευάλωτη, ευαίσθητη, έκρυψε μεγάλο μέρος της ιδιωτικής της ζωής. Δεν ήθελε να κάνει τίποτα με οτιδήποτε φαίνεται να εμπλέκει το γυναικείο κίνημα. πολλές από τις αντρικές στάσεις της εποχής απέναντι στις γυναίκες, που υποτίθεται πως ήταν ελκυστικές, ελκυστικές για τους άνδρες και δεν ζητούσαν ίση αμοιβή ή δουλειά με παροχές.
     Ωστόσο, αυτό δεν ήτανε το πώς θεωρούσε απαραίτητα τον εαυτό της. Σε συνέντευξή της στο The Paris Review του 1978, είπε ότι, παρά την επιμονή της ν’ αποκλειστεί από τις γυναικείες ποιητικές ανθολογίες, εξακολουθούσε να θεωρεί τον εαυτό της ως ισχυρή φεμινίστρια, αλλά ότι θέλει μόνο να κριθεί με βάση τη ποιότητα της γράφοντας κι όχι για το φύλο ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό της. Αν και γενικά υποστήριζε το εξομολογητικό στυλ του φίλου της, Ρόμπερτ Λόουελ, τράβηξε τη γραμμή στο εξαιρετικά αμφιλεγόμενο βιβλίο του The Dolphin (1973), που χρησιμοποίησε ιδιωτικές επιστολές με την πρώην σύζυγό του, Elizabeth Hardwick (τη χώρισε μετά από 23 χρόνια γάμου), ως υλικό για τα ποιήματά του. Σε μια επιστολή προς τον Λόουελ, με ημερομηνία 21 Μαρτίου 1972, τονε παρότρυνε να μη δημοσιεύσει το βιβλίο: “Κάποιος μπορεί να χρησιμοποιήσει τη ζωή του ως υλικό για ποιήματα -ένας ούτως ή άλλως- αλλά αυτά τα γράμματα -δεν παραβιάζετε μιαν εμπιστοσύνη; ΑΝ σας δόθηκε άδεια- ΑΝ δεν τα είχατε αλλάξει… Αλλά η τέχνη απλά δεν αξίζει τόσο πολύ”. Το In Waiting Room της, που γράφτηκε το 1976, ασχολήθηκε με το κυνήγι της ταυτότητας και της ατομικότητας σε μια διαφορετική κοινωνία ως ένα 7χρονο κορίτσι που ζούσε στο Worcester της Μασαχουσέτης στη διάρκεια του Α’ Παγκ. Πολ..



     Το ποίημα της First Death in Nova Scotia, που δημοσιεύτηκε 1η φορά το 1965, περιγράφει τη 1η της συνάντηση με το θάνατο όταν πέθανε ο ξάδερφός της Άρθουρ. Σ’ αυτό, η εμπειρία της από το γεγονός είναι μες από την οπτική γωνία ενός παιδιού. Υπογραμμίζει πως αν και μικρό κι αφελές το παιδί, έχει κάποια ενστικτώδη επίγνωση του σοβαρού αντίκτυπου του θανάτου. Συνδυάζει τη πραγματικότητα και τη φαντασία, μια τεχνική που χρησιμοποιείται επίσης στο ποίημά της Σέστινα. Το ποίημα αυτό, που δημοσιεύτηκε το 1965, απεικονίζει μια πραγματική εμπειρία. Μετά το θάνατο του πατέρα της όταν ήταν μωρό και μετά από τη νευρική κρίση της μητέρας της όταν ήταν 5 ετών, στο ποίημα σημειώνει πως η εμπειρία της είναι αφού έχει πάει να ζήσει με συγγενείς. Μιλά για τη ζωή της με τη γνώση ότι δεν θα ξαναδεί τη μητέρα της. Γράφει:

Σήμερα να φυτέψουμε δάκρυα,
λέει το αλμανάκ.
Η γιαγιά τραγουδά
στην υπέροχη σόμπα
και το παιδί ζωγραφίζει
έν’ άλλο ακαθόριστο σπίτι.

    Το ύφος του ποιήματός της, είναι ένα στυλ ποίησης που δημιουργήθηκε από τον Arnaut Daniel τον 12ο αι., επικεντρώθηκε στις υπογραμμίσεις των τερματικών λέξεων σε κάθε γραμμή, δίνοντας στο ποίημα μια αίσθηση μορφής και σχεδίου. Η Bishop είναι ευρέως γνωστή για την ικανότητά της στη μορφή Sestina. Έδωσε διαλέξεις στη τριτοβάθμια εκπαίδευση για αρκετά χρόνια ξεκινώντας από τη 10ετία του 1970, όταν η κληρονομιά της άρχισε να εξαντλείται.



     Για μικρό χρονικό διάστημα δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον, πριν διδάξει στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ για 7 χρόνια. Συχνά περνούσε τα καλοκαίρια της στο εξοχικό της στη νησιωτική κοινότητα του Νορθ Χέιβεν, Μέιν. Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, πριν τελειώσει στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης. Η ίδια σχολίασε: “Δεν πιστεύω καθόλου στη συγγραφή μαθημάτων, είναι αλήθεια ότι τα παιδιά μερικές φορές γράφουν υπέροχα πράγματα, ζωγραφίζουν υπέροχες εικόνες, αλλά νομίζω ότι πρέπει να αποθαρρυνθούν”. Το 1971 η Μπίσοπ ξεκίνησε μια σχέση με την Alice Methfessel. Ποτέ δεν ήταν πολυγραφότατη συγγραφέας, ωστόσο σημείωσε ότι θα ξεκινούσε πολλά έργα και θα τα άφηνε ημιτελή. 2 χρόνια μετά τη δημοσίευση του τελευταίου της βιβλίου, Geography III (1977), στις 6 Οκτώβρη 1979, πέθανε από εγκεφαλικό ανεύρυσμα στο διαμέρισμά της στο Lewis Wharf της Βοστώνης. Θάφτηκε στο νεκροταφείο Hope (Worcester, Μασαχουσέτη). Η Alice Methfessel ήταν η λογοτεχνική της εκτελέστρια.



     Ο επιτάφιος τίτλος της, οι δύο τελευταίες γραμμές από το ποίημά της The Bight:

Όλη η ακατάστατη δραστηριότητα
υνεχίζεται, φοβερή αλλά χαρούμενη.

     Προστέθηκε, μαζί με την επιγραφή της, στο οικογενειακό μνημείο το 1997, με αφορμή το Συνέδριο Elizabeth Bishop House & Φεστιβάλ Ποίησης στο Worcester. Μετά τον θάνατό της, το Elizabeth Bishop House, ένα καταφύγιο καλλιτεχνών στο Great Village, Nova Scotia, ήταν αφιερωμένο στη μνήμη της.



     Το Reaching for the Moon (2013) είναι μια βραζιλιάνικη ταινία για τη ζωή της Bishop όταν ζούσε στη Βραζιλία με τη Lota de Macedo Soares. Ο πορτογαλικός τίτλος της ταινίας είναι Flores Raras. Ο συγγραφέας Michael Sledge δημοσίευσε το μυθιστόρημα The More I Owe You, για τη Bishop και τη Soares, το 2010. Η φιλία της Bishop με τον Robert Lowell αποτέλεσε το θέμα της παράστασης Dear Elizabeth, της Sarah Ruhl, η οποία πρωτοεμφανίστηκε στο Yale Repertory Theatre το 2012. Το έργο προσαρμόστηκε στις επιστολές των 2 ποιητών που συγκεντρώθηκαν στο βιβλίο Words in Air: The Complete Correspondence Between Elizabeth Bishop & Robert Lowell.



======================

                 Μια Τέχνη

Δεν εiναι δύσκολο να μάθεις πώς να χάνεις.
Σ’ αυτό τον κόσμο όλα εiναι γραμμένα,
πολλά και διάφορα στο δρόμο να ‘ν’ χαμένα.
Αρκεi μονάχα λiγη εξάσκηση να κάνεις.

Να χάνεις κάτι κάθε μέρα, αυτό να κάνεις.
Τί και να πάνε λίγες ώρες ξοδεμένα;
Μη σε τρομάζουν τα κλειδιά σου τα χαμένα.
Δεν εiναι δύσκολο να μάθεις πώς να χάνεις.

Μετά εξασκήσου στο να μάθεις να ξεχνάς:
τόπους, ονόματα, ταξίδια, λησμονάς.
Τίποτ’ απ’ όλα δεν κοστίζει να τ’ αφήνεις.
Αρκεi να μάθεις χωρiς πόνο να τα σβήνεις.

Καιρό τώρα, το σπίτι ρίξανε το πατρικό μου,
έχασα πρόσφατα κι ένα ενθύμιο μητρικό μου.
Κει που ‘μενα έπεσε κι αυτό, μα τί να κάνεις;
Δεν εiναι δύσκολο να μάθεις πώς να χάνεις.

Έχασα πόλεις, και ηπείρους, και λιμάνια,
κάποια βασίλεια που μου ανήκαν, παιδικά,
μου λείπουν όλα κι όμως ζω χωρίς αυτά.
Δεν με κατέστρεψε ακόμα κι η ορφάνεια.

Ακόμα κι όταν έχασα εσένα που αγαπώ,
-το γέλιο, τη φωνή-, ψέμματα δε θα πω,
γιατί είναι πλέον φανερό, ό,τι κι αν κάνεις,
δεν είναι δύσκολο να μάθεις πώς να χάνεις.

Όσο κι αν νιώθεις ότι θέλεις να πεθάνεις…

         Για Τη Μοναξιά

Ίσως υπάρχουνε φαντάσματα στο σχολείο,
ή λύκοι πονηροί,
κρυμμένοι κάτω απ’ τη στέγη
ή και κακά πνεύματα ακόμα,
που κατοικούνε στο δωμάτιο του καυστήρα
κι αναρριχώνται
στα δώματά μας, από σωλήνες.
Μα δεν τα έχουμε ιδεί ποτέ.

Δύο εξάμηνα πέρασανε
κι εμείς ανέγγιχτοι
από κάθε υποψία μεταφυσική,
δεν υπάρχουνε στοιχειωμένα σπίτια
στο άμεσο γειτονικό μας περιβάλλον,
ούτε παρατημένα νεκροταφεία
-ούτε καν κάποιο ξερό δέντρο,
τούτη την εαρινή περίοδο,
ούτε ένα άγονο χωράφι-,
απωθητικά σύμβολα τρόμου και θανάτου.

Γιατί λοιπόν, αν δεν υπάρχει τίποτε
να φοβηθούμε κι αφού, βέβαια,
ξεπεράσαμε μ’ επιτυχία
τους μπαμπούλες της παιδωμής μας,
γιατί τότε, τόσοι πολλοί από εμάς,
τρέμουμε τη μοναξιά;
Λέμε ο ένας στον άλλο:
Μισώ τις Κυριακές,
έχουνε τόσες ήσυχες ώρες“,
ή “Πρέπει να ‘ναι υπέροχο να ‘χεις συγκάτοικο,
κάποιονε να μιλάς τις ώρες της μελέτης“.

Μοιάζουν περίεργα όλ’ αυτά.
Γιατί το να μείνουμε μόνοι,
όταν τις πιότερες ώρες της μέρας
περιτριγυριζόμαστε από κόσμο,
να μοιάζει τόσο μεγάλη δοκιμασία,
ή γιατί να θέλουμε
να παρατείνουμε τη κουβέντα εσαεί;

Ο φόβος μιας και μόνης ήσυχης στιγμής
μοιάζει μεγαλύτερος από τον τρόμο
των ατελείωτων στιγμών
ησυχίας και μοναξιάς
που όλοι έχουμε μπροστά μας.
Υπάρχει μια περίεργη ποιότητα στη μοναξιά,
μια ατμόσφαιρα που κανείς ήχος
ή κανέν άτομο δε μπορούνε να προσφέρουν.

Είναι λες κι η συνύπαρξη με άλλους
αντιπροσωπεύει τη Γη στο μυαλό μας,
το έδαφος με τους λόφους και τις κοιλάδες,
τις μυρωδιές και τη μουσική του:
όμως στη μοναξιά,
το μυαλό βρίσκει τη Θάλασσά του,
μια αχανή, ήσυχη έκταση,
με πολλά φωτάκια στον ουρανό
και διαφορετικούς, μυστικούς ήχους.

Όμως, φαίνεται πως μας τρομοκρατεί
το πρώτο κιόλας κύμα
που θα σκάσει στα πόδια μας
και τώρα δεν θα κάνουμε
πια ερευνητικά ταξίδια
και δε θα νιώσουμε ποτέ
τους ανέμους που ‘χουν φυσήξει
πάνω απ’ τα νερά
και δε θα βρούμε ποτέ
τα νησιά της Φαντασίας,
όπου ζούνε τόσα παράξενα τέρατα
και ενδιαφέροντες λαοί!

Η μοναξιά μπορεί
να είναι διασκεδαστική,
μόνο του το μυαλό,
μπορεί να κάνει ό,τι θέλει,
χωρίς να ‘χει ανάγκη
ούτε το βελούδινο χαλινάρι του ύπνου.
Όμως αυτό δε μπορούμε
να το κατανοήσουμε
όσο στεκόμαστε στην ακτή,
με τη πλάτη στο νερό,
κλαίγοντας τους συντρόφους μας.

Πιθανόν να μη γνωρίσουμε ποτέ
τον σύντροφο που ‘χουμε μέσα μας,
που ‘ναι μαζί μας
σ’ όλη τη ζωή μας,
τη παντοτινή εγγύτητα του νου μας
στο άτομο εκείνο όπου
η καρδιά χτυπάει γρηγορώτερα
κάθε φορά που ένα πουλί
ανεβαίνει πολύ ψηλά,
μόνο του στον καθαρό αγέρα.

Από το βιβλίο της, Prose (The Centenary Edition), 2011.

     Όνειρο Kαλοκαιριού

Στη γερμένη αποβάθρα
λίγα πλοία μπορούσαν να ‘ρθουν.
Ο πληθυσμός αριθμούσε
δυο γίγαντες, ένα χαζό, μια τσιλιβήθρα,

έναν μειλίχιο καταστηματάρχη
κοιμισμένο πίσω από τον πάγκο του
και την ευγενική μας σπιτονοικοκυρά –
η τσιλιβήθρα ήτανε η ράφτρα της.

Τον χαζό μπορεί και να τον ξεγελούσε
το να μαζεύει βατόμουρα,
μα τα πετούσε πέρα μετά.
Η συρρικνωμένη ράφτρα χαμογελούσε.

Στη θάλασσα παντού, είχε στάξει
μπλε σαν ψάρι του Ατλαντικού,
η πανσιόν μας ξεμοναχιασμένη
λες κι είχε πάει να κλάψει.

Ασυνήθιστοι τύποι γερανιών
στριμώχνονταν στα μπροστινά παράθυρα,
τα πατώματα γυαλοκοπημένα με
μουσαμάδες πολλών ειδών.

Κάθε νύχτα στήναμε αυτί
για κουκουβάγιας φωνή
σαν ένα χωνί.
Με της λάμπας τη φλόγα
μες από το χωνί
η ταπετσαρία φαινόταν γυαλί.

Ο γίγαντας με το τραύλισμα
ήτανε της σπιτονοικοκυράς ο γιος,
που γκρίνιαζε στις σκάλες
σκυμμένος σε μια παλιά γραμματική.

Αυτός ήτανε σκυθρωπός
μα αυτή ήτανε χαρωπή.
Η κρεβατοκάμαρα ήτανε ψυχρή,
το πουπουλένιο κρεβάτι σιμά.

Ημαστε ξάγρυπνοι στο σκοτάδι
στο ρυάκι που υπνοβατούσε
κοντά στη θάλασσα
και τ’ όνειρό μας
ακόμα σχεδόν αντηχούσε.

Έχω Ανάγκη Μια Μουσική

Έχω ανάγκη μια μουσική
π’ αμήχανα θε να κυλάει
στα ακροδάχτυλά μου
αισθήσεις σαν να οφείλει
πά’ στα πικρά και μολυσμένα,
τρεμάμενά ωχρά μου χείλη,
βαθειά, καθαρια μελωδία,
κι έτσι ρευστά, αργή να πάει.

Ω, παλιά και χαμηλόφωνη,
θεραπευτικά να με κουνάει
τραγουδιού τραγουδισμένου
ν’ αναπαύσει κουρασμένο νεκρό,
τραγούδι που να πέφτει στο κεφάλι μου
πάνω σαν το νερό,
στ’ ανατριχιασμένα άκρα,
όνειρο ξαναμμένο να φεγγοβολάει.

Υπάρχει ένα μαγικό
που ‘ναι φτιαγμένο από μελωδία
ένα ξόρκι ανάπαυσης
κι αθόρυβης ανάσας
και καρδιά γαλήνης,
που να βουλιάζει
μες από ξέθωρα χρώματα, βαθιά,
μέσα στην υποβρύχια
την ηρεμία της θάλασσας,
κι αρμενίζει πάντοτε
στο φεγγαρίσιο πράσινο μιας λίμνης
πιασμένη στου ρυθμού
και στου υπνού την αγκαλιά.

      O Nυχτοπεταλούδας

Εδώ, επάνω,
οι ρωγμές στα κτίρια
γιομάτες είναι παραμορφωμένο σεληνόφως.
Ολάκερη η σκιά του Ανθρώπου
είναι μονάχα τόση
όσο είναι το καπέλο του.
Αυτή κείτεται στα πόδια του
σα μια περίμετρος
για να σταθεί πάνω μια κούκλα,
κι εκείνος μοιάζει ανάστροφη καρφίτσα,
που ‘χει τη μύτη της
μαγνητισμένη στη σελήνη.
Δε βλέπει τη σελήνη,
μόνο συντριπτικές ιδιότητές της
παρατηρεί, νιώθοντας τ’ αλλόκοτο φως
στα χέρια του, μήτε θερμό μήτε ψυχρό,
μιας θερμοκρασίας αδύνατης
από θερμόμετρα να μετρηθεί.

Όταν όμως ο Νυχτοπεταλούδας
κάνει τις σπάνιες, παρότι συγκυριακές,
επισκέψεις του στην επιφάνεια,
η σελήνη φαίνεται
τελείως αλλιώτικη σ’ αυτόν.
Αυτός αναδύεται από ‘να άνοιγμα
κάτω απ’ τη προεξοχή
ενός από τα πεζοδρόμια
και νευρικά πιάνει να σκαρφαλώνει
στις όψεις των κτιρίων.
Νομίζει τη σελήνη
για μια μικρή τρύπα
στη κορυφή του ουρανού,
που κάνει το στερέωμα
μάλλον άχρηστο για προστασία.
Τρέμει, μα πρέπει να διερευνήσει
τόσο πιο πάνω όσο μπορεί ν’ ανέβει.

Ψηλά επάνω στις προσόψεις,
με τη σκιά του να τραβιέται
σαν το πανί του φωτογράφου
στο κατόπι του, αναρριχιέται φοβισμένα,
πιστεύοντας πως τούτη τη φορά θα καταφέρει
να σπρώξει το μικρό κεφάλι του μέσα
σε κείνο το ευκρινές στρόγγυλο άνοιγμα
και μέσα από κει να ρουφηχτεί,
σαν από κάποια σήραγγα,
σε μαύρες σπείρες προς το φως.
(Ο Άνθρωπος, που στέκεται κάτω απ’ αυτόν,
ουδόλως έχει τέτοιες ψευδαισθήσεις.)
Μα ό,τι ο Άνθρωπος-Νυχτοπεταλούδα
φοβάται πιο πολύ πρέπει να κάνει,
παρ’ ότι αποτυγχάνει, φυσικά
και πέφτει πάλι πίσω τρομαγμένος,
μα πάνω-κάτω αβλαβής.

Ύστερα επιστρέφει
στους κάτωχρους υπόγειους του τσιμέντου
που σπίτι του αποκαλεί.
Ίπταται, φτερουγίζει
και δε μπορεί τα σιωπηλά
τα τραίνα να πλευρίσει
τόσο γοργά που να του αρκεί.
Οι πόρτες κλείνουνε με βία.
Ο Άνθρωπος-Νυχτοπεταλούδα
πάντα κάθεται κοιτώντας
στην ανάποδη φορά
και το τραίνο ευθύς ξεκινά
με όλη του τη τρομερή ταχύτητα,
δίχως μιαν αλλαγή ταχυτήτων
ή έστω μια κλιμάκωση
σε κάποια της μορφή.
Δε μπορεί να υπολογίσει το ρυθμό
με τον οποίο ταξιδεύει προς τα πίσω.

Κάθε νύχτα είν’ αναγκασμένος
να μεταφέρεται μέσα από τούνελ
και να ονειρεύεται διαλείποντα όνειρα.
Όμοια με τις συνδέσεις που ξαναέρχονται
κάτω απ’ το τραίνο του,
αυτά υφέρπουν στο πυρετικό μυαλό του.
Δεν το τολμά να δει
έξω από το παράθυρο,
καθώς η τρίτη ράγα,
το αδιάκοπο στάξιμο του δηλητήριου,
τρέχει εκεί δίπλα του.
Τη βλέπει σαν κάποια αρρώστια
για την οποία κληρονόμησε μια ευπάθεια.
Πρέπει να κρατά τα χέρια του στις τσέπες,
όπως οι άλλοι πρέπει να φοράν κασκόλ.

Αν τον πετύχετε,
κρατήστε ένα φακό στο μάτι του.
Είναι ατόφιο μια κατασκότεινη ίριδα,
μία ολόκληρη νύχτα από μόνο του,
που ο τρίχινος ορίζοντάς της στενεύει
καθώς αυτός επίμονα κοιτάζει πίσω
και το μάτι κλείνει.
Τότε από τα βλέφαρα
ένα δάκρυ, η μόνη του περιουσία,
σαν το κεντρί της μέλισσας, τού ξεφεύγει.
Πονηρά το κρύβει στη παλάμη
και αν δεν προσέχετε
θα το καταπιεί.
Αν όμως παρακολουθείτε,
θα σας το παραδώσει,
δροσερό σαν από υπόγειες πηγές
και καθαρό αρκετά
για να το πιείτε.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *