


Βιογραφικό
Γεννήθηκε πρόωρα στις 24 Αυγούστου 1899 στο Μπουένος ‘Αιρες -την ίδια μέρα με τη γέννηση του Βλαντιμίρ Ναμπόκωφ (Vladimir Nabokov)- και πέθανε, προώρως επίσης, 14 Ιουνίου 1986, 87 χρονών, στη Γενεύη. Στα χρόνια που μεσολαβήσανε μεγαλούργησε. Ο άνθρωπος που ‘λεγε πως επιθυμία του είναι να γράψει «μια σελίδα, μια παράγραφο, ένα βιβλίο που να ‘ναι για όλο τον κόσμο» έγραψε δεκάδες δοκίμια, μυθιστορήματα και ποιήματα. Η τύφλωσή του το 1960 δεν τον εμπόδισε να ταξιδέψει και να δώσει διαλέξεις σ’ όλο το κόσμο. Απέκτησε φανατικούς αναγνώστες κι αγαπήθηκε όσο λίγοι.
Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες (Jorge Francisco Isidoro Luis Borges Acevedo, -αλλά, ακολουθώντας την αργεντίνικη παράδοση, δεν το χρησιμοποιούσε ποτέ ολόκληρο- γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες, Αργεντινή, 24 Αυγούστου 1899 και πέθανε στη Γενεύη, Ελβετία, 14 Ιουνίου 1986), ήταν Αργεντινός συγγραφέας και θεωρείται μία από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές μορφές του 20ού αιώνα. Παρ’ όλο που είναι πιο γνωστός για τα διηγήματά του (όπου κυριαρχεί το στοιχείο του φανταστικού), ήταν επίσης δοκιμιογράφος, ποιητής και κριτικός.

Ο πατέρας του Χόρχε Γκιγέρμο Μπόρχες Ασλάμ, εν μέρει Ισπανός, εν μέρει Πορτογάλος και μισός Βρετανός, ήτανε δικηγόρος και δάσκαλος ψυχολογίας κι επίσης είχε λογοτεχνικές φιλοδοξίες. “Προσπάθησε να γίνει συγγραφέας και δε τα κατάφερε”, είπε κάποτε ο Μπόρχες. “Έγραψε μερικά πολύ καλά σονέτα”. Η μητέρα του Λεονόρ Ασεβέδο Σουάρες, Ισπανίδα και πιθανόν Πορτογαλίδα, ήταν από παλιά οικογένεια της Ουρουγουάης. Στο σπίτι μιλούσανε τόσον ισπανικά όσο κι αγγλικά κι από πολύ νωρίς ο Μπόρχες ήταν ουσιαστικά δίγλωσσος. Λένε ότι διάβαζε Σαίξπηρ στα 12 του, στα αγγλικά. Μεγάλωσε στη τότε μακρινή κι όχι πολύ ευημερούσα συνοικία του Παλέρμο, σε μεγάλο σπίτι με μεγάλη βιβλιοθήκη.
Ο πατέρας αναγκάστηκε να εγκαταλείψει νωρίς το επάγγελμα του δικηγόρου εξαιτίας τη σταδιακής τύφλωσης, η οποία αργότερα θα επηρέαζε και τον γιο και το 1914 η οικογένεια μετακόμισε στη Γενεύη, όπου έτυχε περίθαλψης από ειδικό οφθαλμίατρο, ενώ ο Μπόρχες κι η αδελφή του Νόρα (γενν. 1902) πηγαίνανε σχολείο. Εκεί έμαθε γαλλικά, με τα οποία προφανώς δυσκολεύτηκε αρχικά, μελέτησε μόνος του γερμανικά και πήρε το μπακαλορεά από το Κολέγιο της Γενεύης το 1918.
Αφού τέλειωσε ο Α΄ Παγκ. Πόλ., η οικογένεια πέρασε για τρία χρόνια σε διάφορα μέρη: το Λουγκάνο, τη Βαρκελώνη, τη Μαγιόρκα, τη Σεβίλλη και τη Μαδρίτη. Στην Ισπανία έγινε μέλος του αβάν-γκαρντ ουλτραϊστικού λογοτεχνικού κινήματος. Το 1ο του ποίημα, “Ύμνος Στη Θάλασσα”, γραμμένο στο στυλ του Γουόλτ Γουίτμαν, εκδόθηκε στο περιοδικό Grecia (Ελλάδα). Εκεί συναναστράφηκε αξιόλογους Ισπανούς συγγραφείς, όπως τον Ραφαέλ Κασίνος Ασένς και τον Ραμόν Γκόμεθ ντε λα Σέρνα.

Μπόρχες και Σούζαν Σόνταγκ
Το 1921 ο επέστρεψε με την οικογένειά του στο Μπουένος Άιρες όπου εισήγαγε το δόγμα του Ουλτραϊσμού και ξεκίνησε καριέρα ως συγγραφέας δημοσιεύοντας ποιήματα και δοκίμια σε λογοτεχνικά περιοδικά. Η 1η συλλογή ποιημάτων του ήταν η «Fervor de Buenos Aires» (Πάθος για το Μπουένος Άιρες, 1923). Συνεισέφερε στην αβάν-γκαρντ επιθεώρηση Martín Fierro (της οποίας η “τέχνη για την τέχνη” προσέγγιση ήταν αντίθετη με την πιο πολιτικοποιημένη ομάδα του Μποέδο), συνίδρυσε τα περιοδικά Prisma (1921–1922) και Proa (1922–1926). Ήτανε τακτικός συνεργάτης, από το 1ο κιόλας τεύχος, στο Sur, το οποίο ξεκίνησε το 1931 από τη Βικτόρια Οκάμπο κι έγινε το σημαντικότερο λογοτεχνικό περιοδικό της Αργεντινής. Η Οκάμπο γνώρισε τον Μπόρχες στον Αδόλφο Μπιόι Κασάρες, που έγινε τακτικός συνεργάτης του και σημαντική φυσιογνωμία της αργεντίνικης λογοτεχνίας.
Το 1933 έγινε συντάκτης του λογοτεχνικού ένθετου της εφημερίδας Crítica, στην οποία και πρωτοεμφανιστήκανε τα γραπτά του που αργότερα περιληφθήκανε στην Historia universal de la infamia (Παγκόσμια Ιστορία της Ατιμίας). Τα επόμενα χρόνια εργάστηκε ως λογοτεχνικός σύμβουλος στον εκδοτικό οίκο Emecé κι είχε εβδομαδιαία στήλη στην El Hogar, που κυκλοφόρησε από το 1936 μέχρι το 1939. Το 1937 έπιασε δουλειά στο παράρτημα Μιγκέλ Κανέ της Δημοτικής Βιβλιοθήκης του Μπουένος Άιρες ως βοηθός. Οι συνάδελφοι του απαγόρευσαν αμέσως να καταλογογραφεί περισσότερα από 100 βιβλία τη μέρα, κάτι που ο Μπόρχες έκανε μέσα σε περίπου μια ώρα. Περνούσε το υπόλοιπο της ημέρας στο υπόγειο της βιβλιοθήκης γράφοντας άρθρα και διηγήματα. Όταν ανέβηκε στην εξουσία το 1946 ο Χουάν Περόν, ο Μπόρχες ουσιαστικά απολύθηκε: “προήχθηκε” στη θέση του επιθεωρητή πουλερικών για τη δημοτική αγορά του Μπουένος Άιρες (που παραιτήθηκε αμέσως -όταν αναφερόταν σ’ αυτό, διακοσμούσε πάντα τον τίτλο σε “Επιθεωρητής Πουλερικών & Κουνελιών”). Οι επιθέσεις του κατά των περονιστών μέχρι κείνο το σημείο περιορίζονταν κυρίως στην υπογραφή διακηρύξεων υπέρ της δημοκρατίας, όμως σύντομα μετά την παραίτησή του απευθύνθηκε στον Αργεντίνικο Σύνδεσμο Γραμμάτων λέγοντας, με το χαρακτηριστικό του στυλ, ότι “Οι δικτατορίες προωθούν την καταπίεση, οι δικτατορίες προωθούν τη δουλοπρέπεια, οι δικτατορίες προωθούν τη βαναυσότητα, πιο αποτρόπαιο είναι το γεγονός ότι προωθούν την ηλιθιότητα“.

Ο θάνατος του πατέρα το 1938, ήτανε βαρύ πλήγμα γιατί είχανε πολύ στενή σχέση. Τη παραμονή Χριστουγέννων το 1938, ο Μπόρχες χτύπησε άσχημα στο κεφάλι σε ατύχημα. Στη διάρκεια της θεραπείας της πληγής παρ’ ολίγο να πεθάνει από σηψαιμία -το διήγημά του “Ο Νότος” του 1944, βασίζεται σε αυτό ακριβώς το γεγονός. Ενώ ανάρρωνε από το ατύχημα, άρχισε να γράφει σε ένα στυλ για το οποίο έγινε διάσημος κι η 1η του συλλογή διηγημάτων, El jardín de senderos que se bifurcan (Ο Κήπος με τα Μονοπάτια που Διακλαδώνονται) εμφανίστηκε το 1941. Το βιβλίο περιλάμβανε το διήγημα “Ο Νότος”, ιστορία που περιείχε αυτοβιογραφικά στοιχεία, και για την οποία ο συγγραφέας αργότερα είπε: “ίσως η καλύτερή μου ιστορία“. Παρόλο που γενικά έτυχε θετικής αποδοχής, δεν κατάφερε να αποσπάσει τα λογοτεχνικά βραβεία που ο κύκλος του Μπόρχες ανέμενε και πολλοί γράψανε κείμενα με τα οποία τον υποστήριξαν.
Χωρίς δουλειά, με την όρασή του να μειώνεται εξαιτίας του γλαυκώματος και ανήμπορος να στηρίξει πλήρως τον εαυτό του ως συγγραφέας, ο Μπόρχες ξεκίνησε μια νέα καριέρα δίνοντας δημόσιες διαλέξεις. Παρά το ότι πολιτικά διώχθηκε κάπως, οι διαλέξεις του είχαν αρκετή επιτυχία και μετατράπηκε σε δημόσιο πρόσωπο. Έγινε Πρόεδρος του Αργεντίνικου Συνδέσμου Συγγραφέων (1950–1953) και Καθηγητής Αγγλικής και Αμερικανικής Λογοτεχνίας (1950–1955) στον Αργεντίνικο Σύνδεσμο Αγγλικού Πολιτισμού. Το διήγημά του Emma Zunz γυρίστηκε σε ταινία (με τίτλο Días de odio- Μέρες μίσους) το 1954 από τον Αργεντίνο σκηνοθέτη Λεοπόλδο Τόρρε Νίλσον. Τον ίδιο καιρό ο Μπόρχες άρχισε να γράφει σενάρια για ταινίες.
Το 1955, με πρωτοβουλία της Βικτόρια Οκάμπο, η νέα αντι-περονική στρατιωτική κυβέρνηση τον διόρισε επικεφαλής της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Μέχρι τότε είχε τυφλωθεί εντελώς. Όπως ο ίδιος ο Μπόρχες παρατήρησε, “ο Θεός μου έδωσε ταυτόχρονα τα βιβλία και τη νύχτα”. Τον επόμενο χρόνο κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας κι ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας από το Πανεπιστήμιο του Κούγιο (αργότερα ακολούθησαν πολλές τέτοιες ανακηρύξεις). Από το 1956 μέχρι το 1970, ήταν επίσης καθηγητής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες, ενώ προσκλήθηκε και από άλλα πανεπιστήμια για σύντομες χρονικές περιόδους. Μη μπορώντας να διαβάσει και να γράψει (δεν έμαθε ποτέ του Σύστημα Μπράιγ), εξαρτιόταν από τη μητέρα, που είχε πάντοτε στενή σχέση κι η οποία άρχισε να δουλεύει ως προσωπική του γραμματέας.
Η διεθνής φήμη του ξεκίνησε στις αρχές 10ετίας ’60. Το 1961 μοιράστηκε με τον Σάμιουελ Μπέκετ το Βραβείο Φορμεντόρ. Το γεγονός ο Μπέκετ ήταν ήδη πολύ γνωστός στον αγγλόφωνο κόσμο, ενώ μέχρι τότε παρέμενε άγνωστος κι αμετάφραστος, κίνησε τη περιέργεια πολλών να μάθουνε ποιος είναι. Η ιταλική κυβέρνηση τον ονόμασε Commendatore, ενώ το Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Ώστιν τονε κάλεσε για 1 χρόνο. Αυτό οδήγησε στη 1η περιοδεία διαλέξεών του στις ΗΠΑ. Ακολούθησαν οι 1ες μεταφράσεις έργων του στα αγγλικά το 1962, και τα επόμενα χρόνια περιοδείες στην Ευρώπη και τη περιοχή των Άνδεων στη Νότια Αμερική. Το 1965 τιμήθηκε με διάκριση από τη βασίλισσα της Αγγλίας Ελισάβετ Β’. Το 1980 του δόθηκε το Prix mondial Cino Del Duca, ενώ πολλές άλλες τιμές και βραβεία ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια, όπως η γαλλική Λεγεώνα της Τιμής το 1983 και το Βραβείο Θερβάντες.

Το 1967 ξεκίνησε 5ετή συνεργασία με τον Αμερικανό μεταφραστή Νόρμαν Τόμας ντι Τζοβάνι, χάρη στον οποίο έγινε πιο γνωστός στον αγγλόφωνο κόσμο. Επίσης συνέχισε να εκδίδει βιβλία, μεταξύ αυτών El libro de los seres imaginarios (Το Βιβλίο των Φανταστικών Όντων, 1967, μαζί με τη Μαργαρίτα Γκερρέρο), El informe de Brodie (Η Έκθεση του Μπρόντι, 1970), και El libro de arena (Το Βιβλίο της Άμμου, 1975). Έδωσε επίσης πάρα πολλές διαλέξεις. Πολλές από αυτές τις διαλέξεις ανθολογήθηκαν στις εκδόσεις Siete noches (7 Νύχτες) και Nueve ensayos dantescos (9 δαντικά δοκίμια).
Αν και πασίγνωστος τουλάχιστον από τα τέλη 10ετίας ’60, δε του δόθηκε ποτέ το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Κυρίως περί τα τέλη της 10ετίας ’80, όταν είχεν ήδη γεράσει κι η υγεία του είχε αρχίσει να φθίνει, αυτή η μη απονομή, ήταν εμφανής παράλειψη. Εικάζεται ότι το βραβείο δεν του απονεμήθηκε ποτέ, λόγω της σιωπηλής στήριξής του ή έστω απροθυμίας του να καταδικάσει τις στρατιωτικές δικτατορίες σε Αργεντινή, Χιλή, Ουρουγουάη κι αλλού. Παρ’ όλο που αυτή η πολιτική του στάση πήγαζε από αυτό που ίδιος ο Μπόρχες αποκαλούσε άναρχο ειρηνισμό, τον πρόσθεσε στον κατάλογο των διακεκριμένων συγγραφέων που δεν κέρδισαν ποτέ Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, που βρίσκονται, μεταξύ άλλων, οι Γκράχαμ Γκριν, Τζέιμς Τζόις, Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ και Λέων Τολστόι. Παρ’ όλα αυτά, του δόθηκε το Βραβείο Ιερουσαλήμ το 1971, το οποίο δίδεται σε συγγραφείς που ασχολούνται με θέματα ανθρώπινης ελευθερίας και κοινωνίας.
Όταν ο Χουάν Περόν επέστρεψε από την εξορία κι επανεξελέγη πρόεδρος το 1973, ο Μπόρχες παραιτήθηκε αμέσως από διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Νυμφεύτηκε 1η φορά το 1967, κατόπιν φοβερής πίεσης που δέχθηκε από τη μητέρα του, που έχοντας περάσει τα 90, ήθελε να βρει κάποιαν να φροντίζει τον τυφλό της γιο. Έτσι, κανόνισαν μαζί με την αδελφή του Μπόρχες, Νόρα, να παντρευτεί τη πρόσφατα χήρα Έλσα Αστέτε Μιγιάν. Λέγεται ότι δεν είχε ποτέ ερωτική επαφή με τη γυναίκα αυτή. Κοιμόντουσαν σε χωριστά δωμάτια κι ο γάμος κράτησε λιγότερο από 3 χρόνια. Μετά το διαζύγιο, ο Μπόρχες επέστρεψε στη μητέρα του, με την οποία έζησε μέχρι το θάνατό της, στα 99. Μετά απ’ αυτό έζησε μόνος στο ίδιο μικρό διαμέρισμα και τονε φρόντιζε η οικιακή βοηθός που την είχανε για 10ετίες.

Μετά το 1975, τη χρονιά που πέθανε η μητέρα του, ο Μπόρχες άρχισε μια σειρά από μεγάλα ταξίδια σε όλο τον κόσμο, τα οποία συνεχίστηκαν μέχρι τον θάνατό του. Συχνά τον συνόδευε στα ταξίδια αυτά μία βοηθός του, η Δεσποινίδα Μαρία Κοδάμα, Αργεντινή ιαπωνικής και γερμανικής καταγωγής. Το 1984, ήρθε στην Ελλάδα, συγκεκριμένα στην Αθήνα, κι ύστερα στο Ρέθυμνο, όπου αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες πέθανε από καρκίνο του ήπατος στη Γενεύη και τάφηκε στο Βασιλικό Κοιμητήριο (Πλενπαλέ). Στη Γενεύη, προς μεγάλη έκπληξη των στενών του φίλων, όπως ήταν ο Αδόλφο Μπίου Κασάρες, λίγο πριν πεθάνει παντρεύτηκε τη Μαρία Κοδάμα. Η Κοδάμα απέκτησε όλα τα δικαιώματα των γραπτών του, που υπολογίζεται ότι της αποφέρουν ετήσιο εισόδημα πολλών εκατομμυρίων. Ο γνωστός εκδοτικός οίκος Gallimard και πολλοί διανοούμενοι καταδικάσανε την όλη στάση της Κοδάμα, που τη θεωρούν ως πολύ μεγάλο εμπόδιο για τη πρόσβαση στα γραπτά του.
Εκτός από τα διηγήματά του για τα οποία είναι περισσότερο γνωστός, έγραψε επίσης ποίηση, δοκίμια, διάφορα σενάρια και σημαντικό όγκο λογοτεχνικής κριτικής, προλόγους και βιβλιοκριτικές, επιμελήθηκε πολλές ανθολογίες, και μετέφρασε στα ισπανικά πολλά έργα από αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά (ακόμη και από αρχαία αγγλικά και αρχαία σκανδιναβικά). Το γεγονός ότι τυφλώθηκε (όπως και ο πατέρας του, ενώ ήταν ενήλικας) επηρέασε πολύ τα μετέπειτα γραπτά του. Ιδιαίτερη θέση στα πνευματικά του ενδιαφέροντα έχουν στοιχεία από τη μυθολογία, τα μαθηματικά, τη θεολογία, τη φιλοσοφία και, ως προσωποποίηση αυτών, η αίσθηση του Μπόρχες για τη λογοτεχνία ως ψυχαγωγία -όλα αυτά ο συγγραφέας τα μεταχειρίζεται άλλοτε ως παιγνίδι κι άλλοτε τα βλέπει πολύ σοβαρά.

Ο Μπόρχες έζησε το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αι. κι έτσι επηρεάστηκε από τη περίοδο του Μοντερνισμού κι ιδιαίτερα από τον Συμβολισμό. Η πεζογραφία του αναδεικνύει τη σε βάθος μόρφωση του συγγραφέα και είναι πάντοτε περιεκτική. Όπως τον σύγχρονό του Ναμπόκοφ και τον κάπως παλιότερο Τζόυς, συνδύασε το ενδιαφέρον του για τη πατρίδα του με πολύ ευρύτερα ενδιαφέροντα. Ήταν κι αυτός επίσης πολύγλωσσος και παιχνιδιάρης με τη γλώσσα, αλλά ενώ τα έργα των Ναμπόκοφ και Τζόυς έτειναν να γίνονται όλο και πιο μεγάλα με τη πάροδο του χρόνου, ο Μπόρχες παρέμεινε οπαδός του μικρού. Επίσης σε αντίθεση με τους Τζόις και Ναμπόκοφ, το έργο του σταδιακά απομακρύνθηκε από αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε “το μπαρόκ”, ενώ των πρώτων κινήθηκε προς αυτό: τα τελευταία έργα του Μπόρχες δείχνουν ένα ύφος πολύ πιο διάφανο και νατουραλιστικό από ό,τι έδειξε στα πρώτα του έργα.
Πολλές από τις πιο γνωστές του ιστορίες αφορούν τη φύση του χρόνου, το άπειρο, καθρέφτες, λαβύρινθους, την πραγματικότητα και την ταυτότητα. Μερικές ιστορίες επικεντρώνονται σε φανταστικές ιδέες, όπως μια βιβλιοθήκη η οποία περιλαμβάνει όλα τα πιθανά κείμενα 410 σελίδων (“Η βιβλιοθήκη της Βαβέλ”), κάποιος που δεν ξεχνά τίποτα απολύτως (“Φούνες ο μνημονικός”), οπή που μέσα μπορεί κανείς να δει τα πάντα στο σύμπαν (“Το άλεφ”) κι έτος στάσιμο που δίνεται σε κάποιον που στέκεται μπρος στο εκτελεστικό απόσπασμα (“Το μυστικό θαύμα”). Ο ίδιος Μπόρχες αφηγήθηκε αρκετά ρεαλιστικές ιστορίες της ζωής στη Ν. Αμερική, που αναφέρονταν σε λαϊκούς ήρωες, μάγκες το δρόμου, στρατιώτες, γκάουτσο, ντετέκτιβ, ιστορικές φυσιογνωμίες. Ανέμιξε το πραγματικό με το φανταστικό και σε μερικές περιπτώσεις, κυρίως στα 1α του κείμενα, αυτές οι αναμίξεις δεν απείχαν πολύ από κάποιου είδους απάτη ή παραποίηση της πραγματικότητας.
Η πληθώρα του μη λογοτεχνικού έργου του συνίσταται σε κριτικές ταινιών και βιβλίων, σύντομες βιογραφίες, και φιλοσοφικά κείμενα σε θέματα όπως τη φύση του διαλόγου, της γλώσσας και της σκέψης, καθώς και τις σχέσεις μεταξύ τους. Από αυτή την άποψη, και λαμβάνοντας υπ’ όψη το προσωπικό πάνθεον του Μπόρχες, θεωρούσε τον Μεξικανό δοκιμιογράφο παρόμοιων θεμάτων Αλφόνσο Ρέγες ως “τον καλύτερο ισπανόφωνο πεζογράφο όλων των εποχών”. Στα μη λογοτεχνικά του κείμενα επίσης εξερευνά πολλά από τα θέματα που εμφανίζονται στη λογοτεχνία του. Δοκίμια όπως “Η ιστορία του τανγκό” ή τα κείμενά του για το επικό ποίημα “Μαρτίν Φιέρρο” εξερευνούν συγκεκριμένα αργεντίνικα θέματα, όπως η ταυτότητα των Αργεντινών και των διάφορων υποσυνόλων του πληθυσμού της χώρας. Ο Μπόρχες συνέγραψε μαζί με τον Αδόλφο Μπίου Κασάρες αρκετές συλλογές ιστοριών από το 1942 μέχρι το 1967, συχνά με διαφορετικά ψευδώνυμα.

Έγραφε ποίηση όλη τη ζωή του. Καθώς η όρασή του μειωνόταν, επικεντρώθηκε όλο και πιότερο στη ποίηση, καθώς μπορούσε να αποστηθίσει ολόκληρο το κείμενο. Τα ποιήματά του καταπιάνονται με το ίδιο ευρύ φάσμα θεμάτων όπως και τα διηγήματά του, καθώς και με θέματα που προκύπτουν από το κριτικό του έργο, τις μεταφράσεις και άλλες προσωπικές ενασχολήσεις. Αυτό το εύρος ενδιαφερόντων συναντάται στην πεζογραφία, τα ποιήματα και τα μη λογοτεχνικά του κείμενα. Για παράδειγμα, το ενδιαφέρον του στον φιλοσοφικό ιδεαλισμό αντανακλάται στον φανταστικό κόσμο του Τλον στο “Τλον, Ούκμπαρ, Όρμπις Τέρτιους”, στο δοκίμιο “Νέα διάψευση του χρόνου” και στο ποίημα “Πράγματα”. Ομοίως, ένα κοινό θέμα υπάρχει στο διήγημα “Τα κυκλικά ερείπια” και το ποίημα “Το Γκόλεμ”.
Εκτός από τα δικά του έργα, ο Μπόρχες είναι γνωστός και για τις μεταφράσεις του στα ισπανικά. Μεταξύ άλλων μετέφρασε Όσκαρ Ουάιλντ, Έντγκαρ Άλαν Πόε, Φραντς Κάφκα, Έρμαν Έσσε, Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, Χέρμαν Μέλβιλ, Αντρέ Ζιντ, Γουίλιαμ Φώκνερ, Γουόλτ Γουίτμαν, Βιρτζίνια Γουλφ, Τόμας Μπράουν και Γ. Κ. Τσέστερτον. Σε διάφορα άρθρα και διαλέξεις ο Μπόρχες αξιολογεί τη τέχνη της μετάφρασης κι αρθρώνει τη δική του άποψη για το θέμα: μια μετάφραση μπορεί να είναι βελτίωση του πρωτότυπου, εναλλακτικές ή κι αντιφατικές εκδοχές του ιδίου έργου μπορούν να έχουν την ίδια ισχύ και μία πρωτότυπη ή κυριολεκτική μετάφραση μπορεί να απέχει πολύ από το πρωτότυπο έργο.
Ο Μπόρχες χρησιμοποίησε επίσης δύο πολύ ασυνήθιστα λογοτεχνικά στοιχεία: τη παραποίηση της πραγματικότητας αναφορικά με την ιστορία κειμένων και την κριτική ανύπαρκτων έργων. Και τα δύο αποτελούν μορφές σύγχρονων ψευδεπιγράφων. Παρόλο που ο Μπόρχες χρησιμοποίησε πολύ και διέδωσε την κριτική ανύπαρκτων έργων, εντούτοις αυτό δεν αποτέλεσε δική του επινόηση. Πιθανόν να συνάντησε αυτή την ιδέα για πρώτη φορά στο μακρύ κείμενο “Ο ράφτης ξανά ραμμένος” του Τόμας Κάρλαϊλ, το οποίο ήταν κριτική ενός ανύπαρκτου γερμανικού φιλοσοφικού έργου και βιογραφία του επίσης φανταστικού του συγγραφέα. Στην εισαγωγή της πρώτης συλλογής διηγημάτων που εξέδωσε, Ο Κήπος με τα Μονοπάτια που Διακλαδώνονται, ο Μπόρχες αναφέρει:
“Είναι μεγάλη τρέλα κι άσκοπο να γράφει κανείς τεράστια βιβλία -αναπτύσσοντας σε 500 σελίδες μια ιδέα η οποία μπορεί κάλλιστα να αποδοθεί σε πέντε λεπτά κουβέντας. Το καλύτερο πράγμα είναι να προσποιείσαι ότι αυτά τα βιβλία ήδη υπάρχουν και να δίνεις μια σύνοψη ή κάποιο σχόλιο“.

Το έργο του έχει χαρακτήρα κοσμοπολίτικο, κάτι που είναι αντανάκλαση της πολυ-πολιτισμικής Αργεντινής, της έκθεσής του από νωρίς στη μεγάλη συλλογή παγκόσμιας λογοτεχνίας που διέθετε ο πατέρας του, και τα πολλά ταξίδια που έκανε στη ζωή του. Νεαρός, επισκέφθηκε περιοχές των πάμπας όπου τα σύνορα της Αργεντινής, της Ουρουγουάης και της Βραζιλίας θολώνουν, και έζησε και πήγε σχολείο στην Ελβετία και την Ισπανία. Μεσήλικας, ταξίδεψε σε όλη την Αργεντινή για να δώσει διαλέξεις και σε διάφορα μέρη του κόσμου ως επισκέπτης καθηγητής. Συνέχισε να γυρίζει τον κόσμο στα γεράματά του, πεθαίνοντας στη Γενεύη, όπου είχε πάει λύκειο (δεν πήγε ποτέ πανεπιστήμιο).
Ο Μπόρχες διάβασε λογοτεχνία αργεντίνικη, ισπανική, γερμανική, βορειοαμερικανική, αγγλική, γαλλική, ιτςλική και βορειοευρωπαϊκή/ισλανδική. Διάβασε επίσης πολλές μεταφράσεις έργων από τη Μέση και την Άπω Ανατολή. Η παγκοσμιότητα που τον έκανε να ενδιαφερθεί για την παγκόσμια λογοτεχνία -κι αναγνώστες σε όλο τον κόσμο να ενδιαφερθούν για αυτόν- αντανακλούσε μία στάση που ερχότανε σε πλήρη αντίθεση με τον ακραίο εθνικισμό της κυβέρνησης του Περόν. Όταν ακραίοι Αργεντίνοι εθνικιστές, οι οποίοι ταυτίζονταν -τουλάχιστον εν μέρει- με τους Ναζί, υποστήριξαν ότι ο Μπόρχες ήταν Εβραίος -υπονοώντας ότι δεν ήταν αρκετά Αργεντίνος- ο Μπόρχες αποκρίθηκε “Yo Judío” (Εγώ, Εβραίος), υποδεικνύοντας ότι θα ήταν περήφανος αν ήταν Εβραίος, και παρουσίασε το χριστιανικό του γενεαλογικό δέντρο, υπενθυμίζοντας όμως ότι οποιοσδήποτε “βέρος Ισπανός” θα μπορούσε κάλλιστα να έχει κάποια εβραϊκή καταγωγή.
Η Αργεντινή του ήτανε πολυ-πολιτισμική και το Μπουένος Άιρες, η πρωτεύουσα, κοσμοπολίτικη πόλη. Αυτό ίσχυε ακόμη περισσότερο κατά την εποχή της σχετικής ευημερίας των παιδικών και νεανικών χρόνων του Μπόρχες, παρά σήμερα. Κατά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Αργεντινής το 1816 ο πληθυσμός ήταν μικτός, κυρίως ισπανικής καταγωγής, αλλά και με πολλούς μιγάδες. Η εθνική ταυτότητα των Αργεντίνων διαμορφώθηκε σταδιακά, με την πάροδο πολλών δεκαετιών μετά την ανεξαρτησία. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου ήρθαν πολλοί μετανάστες από Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία, Γερμανία, Ρωσία, Συρία και Λίβανο (τότε μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), Ηνωμένο Βασίλειο, Αυστροουγγαρία, Πορτογαλία, Πολωνία, Ελβετία, Γιουγκοσλαβία, Βόρεια Αμερική, Βέλγιο, Δανία, Ολλανδία, Σουηδία και Κίνα, με τους Ιταλούς και τους Ισπανούς να αποτελούν τις μεγαλύτερες ομάδες. Η συνύπαρξη διαφόρων εθνοτικών ομάδων και κουλτούρων στην Αργεντινή φαίνεται έντονα στα Έξι προβλήματα για τον Δον Ισίδρο Παρόδι, το οποίο ο Μπόρχες συνέγραψε με τον Κασάρες, και στην ανώνυμη πολυ-εθνοτική πόλη που εκτυλίσσεται το “Ο θάνατος κι η πυξίδα”, που μπορεί να είναι ή να μην είναι το Μπουένος Άιρες. Στα κείμενά του υπάρχουν επίσης επιδράσεις και πληροφορίες από χριστιανικά, βουδιστικά, ισλαμικά κι εβραϊκά κείμενα.

Παρά το ότι ο Μπόρχες επικεντρωνόταν συχνά σε παγκόσμια θέματα, ασχολήθηκε επίσης με το φολκλόρ, την ιστορία και άλλα θέματα της Αργεντινής. Το πρώτο του βιβλίο, Fervor de Buenos Aires (Πάθος για το Μπουένος Άιρες), εκδόθηκε το 1923. Λαμβάνοντας υπ’ όψη την ενασχόληση του Μπόρχες με αργεντίνικα θέματα -από αργεντίνικη κουλτούρα (“Ιστορία του τανγκό”, “Επιγραφές σε άμαξες”), φολκλόρ (“Χουάν Μουράνια”, “Η νύχτα των δώρων”), λογοτεχνία (“Ο Αργεντίνος συγγραφέας και η παράδοση”, “Αλμαφουέρτε”, “Εβαρίστο Καριέγο”) και σύγχρονα θέματα- μοιάζει μάλλον ειρωνικό που οι υπερ-εθνικιστές αμφισβήτησαν την αργεντίνική του ταυτότητα.
Το ενδιαφέρον του Μπόρχες σε αργεντίνικα θέματα αντανακλά εν μέρει την έμπνευσή του από το γενεαλογικό του δέντρο. Η γιαγιά του Μπόρχες από την πλευρά του πατέρα του ήταν Αγγλίδα και παντρεύτηκε, γύρω στο 1870, τον ισπανικής καταγωγής Φρανσίσκο Μπόρχες, ο οποίος ήταν στρατιωτικός και είχε ιστορικό ρόλο στους εμφύλιους πολέμους που έγιναν στην περιοχή που σήμερα καταλαμβάνουν η Αργεντινή και η Ουρουγουάη. Περήφανος για την ιστορική κληρονομιά της οικογένειάς του, ο Μπόρχες χρησιμοποίησε αρκετές φορές αυτούς τους εμφύλιους πολέμους σε πεζά (π.χ. “Η ζωή του Ταδέο Ισιδόρο Κρους”, “Ο νεκρός”, “Αβελίνο Αρεδόντο”) και ποίηση (“Ο Στρατηγός Κιρόγα οδεύει προς τον θάνατο με άμαξα”). Ο προπάππος του Μπόρχες από την πλευρά της μητέρας του ήταν επίσης ήρωας του στρατού, και ο Μπόρχες τον απαθανάτισε στο ποίημα “Μια σελίδα στη μνήμη του Συνταγματάρχη Σουάρες, νικητή στο Χουνίν”.

=========================
Ο Νεκρός
Το να εισχωρήσει μια μέρα στα πεδινά της βραζιλιάνικης μεθορίου ένας άνθρωπος από τα περίχωρα του Μπουένος ‘Αιρες, ένας φουκαράς κομπαδρίτο, με μοναδικό του εφόδιο τη μωρία του θάρρους και να φτάσει να γίνει αρχηγός των κοντραμπαντιέρηδων, είναι κάτι που εκ πρώτης όψεως, φαίνεται αδύνατον. Για όσους συμμερίζονται αυτή την άποψη, θέλω να διηγηθώ την ιστορία του Βενιαμίν Οτάλορα, που κανένας δε θα πρέπει πια να τον θυμάται στη γειτονιά του Μπαλβανέρα και που τον σκότωσαν, όπως του άξιζε, μ’ ένα περίστροφο, στα σύνορα του Ρίο Γκράντε ντου Σουλ. Αγνοώ τις λεπτομέρειες της περιπέτειάς του, όταν μια μέρα θα μου αποκαλυφθούν, θα διορθώσω και θ’ αναπτύξω την αφήγησή μου. Για την ώρα, η σύνοψη που ακολουθεί μπορεί να φανεί χρήσιμη.
Γύρω στο 1891, ο Βενιαμίν Οτάλορα είναι δεκαεννιά χρονών. Είναι ένας παλικαράς με στενό κούτελο, καθαρό κι ανοιχτόχρωμο βλέμμα, γερός σαν Βάσκος, μια εύστοχη μαχαιριά του αποκάλυψε πως είναι λεβέντης, δεν τον νοιάζει που ο αντίπαλος του πέθανε, ούτε που αναγκάστηκε να φύγει άρον-άρον από τη πατρίδα του. Ο κοινοτάρχης του δίνει επιστολή για κάποιον Ασεβέδο Μπαντέιρα, από την Ουρουγουάη. Ο Οτάλορα παίρνει το πρώτο καράβι. Το καράβι τρίζει, η θάλασσα λυσσομανά. Την άλλη μέρα, περιπλανιέται στους δρόμους του Μοντεβίδεο, με μια θλίψη που δεν θέλει να τη παραδεχτεί και που ίσως, δε την έχει καταλάβει.
Δε βρίσκει τον Ασεβέδο Μπαντέιρα. Γύρω στα μεσάνυχτα, σε καπηλειό του Πάσο δελ Μολίνο, βλέπει κάποιους αλογατάρηδες να καβγαδίζουν. Ένα μαχαίρι αστράφτει. Ο Οτάλορα δε ξέρει σε ποιανού μέρος είναι το δίκιο, αλλά η γεύση του κινδύνου τονε τραβά, όπως άλλους η τράπουλα ή η μουσική. Μες στον σαματά, γλιτώνει από τη μαχαιριά ενός πεόν, έναν άντρα που φορά σκουρόχρωμο καπέλο και πόντσο. Αποδεικνύεται πως αυτός ο άντρας είναι ο Ασεβέδο Μπαντέιρα. (Όταν το μαθαίνει, ο Οτάλορα, σκίζει το γράμμα, γιατί δε θέλει να χρωστά σε κανένα, παρά μόνο στον εαυτό του.) Παρά το ότι είναι γεροδεμένος, ο Ασεβέδο Μπαντέιρα δίνει κάπως την εντύπωση του σακάτη. Στο πρόσωπό του συνυπάρχουν ο εβραίος, ο νέγρος κι ο ινδιάνος. Στο φέρσιμό του, ο πίθηκος κι ο τίγρης. ‘Αλλα στολίδια του είναι μια ουλή, που χαράζει το πρόσωπό του πέρα ως πέρα κι ένα σκούρο δασύτριχο μουστάκι.
Απότελεσμα είναι (μπορεί σ’ αυτό να φταίει και το πιοτό) πως ο καβγάς σταματά με την ίδια γρηγοράδα που άρχισε. Ο Οτάλορα πίνει παρέα με τους αλογατάρηδες, ύστερα τους ακολουθεί σ’ ένα ξεφάντωμα κι ύστερα σε μια σπιταρώνα στη Παλιά Πόλη, την ώρα που ο ήλιος έχει ανεβεί για τα καλά. Στο βάθος του σπιτιού, στη τελευταία αυλή, οι άντρες στρώνουνε καταγής να κοιμηθούν. Ο Οτάλορα γι’ άγνωστους λόγους, συγκρίνει αυτή τη νύχτα με τη προηγούμενη. Τώρα δε κλυδωνίζεται, τώρα είναι με φίλους. Εντάξει, τον ενοχλούν κάποιες τύψεις, ας πούμε που δε νοσταλγεί το Μπουένος ‘Αιρες.
Κοιμάται ως τον εσπερινό, οπότε τονε ξυπνά ο χωριάτης που μες στο μεθύσι του είχε ριχτεί στον Μπαντέιρα. (Ο Οτάλορα θυμάται πως αυτός ο άντρας είχε μοιραστεί μ’ όλους τους άλλους τη νύχτα του σαματά και του γλεντιού και πως ο Μπαντέιρα τον ήθελε να κάθεται στα δεξιά του και του ‘βαζε συνέχεια να πίνει.) Ο άντρας λέει στον Οτάλορα πως τονε ζητά τ’ Αφεντικό. Σ’ ένα γραφείο που βλέπει στον προθάλαμο (πρώτη φορά στη ζωή του ο Οτάλορα βλέπει προθάλαμο με συρόμενες πόρτες), τονε περιμένει ο Ασεβέδο Μπαντέιρα συντροφιά με μια γυναίκα μ’ ύφος ακατάδεχτο, ανοιχτόχρωμην επιδερμίδα και κόκκινα μαλλιά. Ο Μπαντέιρα τονε παινεύει, του προσφέρει ρακή, του ξαναλέει πως σχημάτισε γι’ αυτόν την εντύπωση ότι είναι άντρας που το λέει η ψυχή του, του προτείνει να πάει βόρεια μαζί με τους άλλους να φέρουν ένα κοπαδι. Ο Οτάλορα δέχεται. Πριν ακόμη χαράξει, έχουνε κιόλας πάρει το δρόμο για το Τακουαρεμπό.
Αρχίζει λοιπόν για τον Οτάλορα μια ζωή διαφορετική, μια ζωή γεμάτη αχανή ξημερώματα και μέρες ποτισμένες με αλογίσια μυρωδιά. Αυτή η ζωή είναι για τον Οτάλορα κάτι καινούργιο και συχνά ανυπόφορο, αλλά φαίνεται πως την είχε στο αίμα του, γιατί, όπως σ’ άλλες χώρες οι άνθρωποι λατρεύουν και προαισθάνονται τη θάλασσα, έτσι κι εμείς (χωρίς να εξαιρείται κι ο άνθρωπος που πλέκει αυτά τα σύμβολα) ποθούμε μ’ όλη μας τη ψυχή να ζήσουμε στον απέραντο κάμπο που αντηχεί κάτω από τα πόδια μας. Ο Οτάλορα έχει μεγαλώσει στις γειτονιές των αμαξάδων και των καροτσέρηδων. Πριν κλείσει χρόνος έχει γίνει γκάουτσο. Μαθαίνει να δαμάζει τ’ άλογα, να τα μαντρώνει, να πετσόκοβει ένα σφαχτάρι, να χειρίζεται το λάσο για να πιάνει τα ζωντανά κι εκείνο το άλλο, με τις μπίλιες, για να τα σκοτώνει, ν’ αντέχει το ξενύχτι, τις καταιγίδες, τις παγωνιές και τον ήλιο, να οδηγεί το κοπαδι με φωνές ή με σφυρίγματα.
Όλο τούτο τον καιρό της μαθητείας, μπορεί να ‘χει δει τον Ασεβέδο Μπαντέιρα μόνο μια φορά, αλλά δεν τον βγάζει από το νου του, όχι μόνο γιατί το να ‘σαι παλικάρι του Μπαντέιρα παναπεί πως σε λογαριάζουν και σε φοβούνται, αλλά και γιατί, κάθε φορά που γίνεται κάποια παλικαριά, οι γκάουτσος λένε πως ο Μπαντέιρα τα καταφέρνει καλύτερα. Κάποιος λέει πως ο Μπαντέιρα έχει γεννηθεί στη πέρα όχθη του Κουαρεΐμ, στο Ρίο Γκράντε ντου Σουλ. Αυτό το στοιχείο, όχι μόνο δε ρίχνει τον Μπαντέιρα στα μάτια του Οτάλορα, αλλ’ αντίθετα, εμπλουτίζει την εικόνα του με πυκνά δάση, με βάλτους, με ανεξερεύνητες και σχεδόν άπειρες αποστάσεις. Με τον καιρό, ο Οτάλορα καταλαβαίνει πως ο Μπαντέιρα έχει κι άλλες ασχολίες και πως η πιο βασική απ’ όλες είναι το κοντραμπάντο. Ο αλογατάρης είναι δούλος. Ο Οτάλορα αποφασίζει να εξελιχθεί σε κοντραμπαντιέρη. Μια νύχτα, δυο από τους συντρόφους του περνούν τα σύνορα για να φέρου μια παρτίδα ζαχαροκάλαμα. Ο Οτάλορα προκαλεί τον ένα τους, τον τραυματίζει και παίρνει τη θέση του. Ωθείται από τη φιλοδοξία κι από μιαν ανεξήγητη πιστότητα. “Ας καταλάβει επιτέλους αυτός ο άνθρωπος“, λέει μέσα του, “πως αξίζω πιο πολύ απ’ όλους μαζί τους Ουρουγουανούς του“.
Περνά κι άλλος ένας χρόνος μέχρι να γυρίσουν στο Μοντεβιδέο. Ο Οτάλορα κι οι σύντροφοί του μπαίνουν στα περίχωρα, διασχίζουν τη πόλη που τους φαίνεται τεράστια. Φτάνουν στ’ αφεντικό. Οι άντρες στρώνουν τα πράματά τους στη τελευταία αυλή. Περνούν οι μέρες κι ο Μπαντέιρα δε λέει να φανεί. Κάτι φοβισμένοι ψίθυροι τον θέλουν άρρωστο. Ένας νέγρος του ανεβάζει κάθε μέρα τη μπουγιότα και το ματέ. Ένα βράδυ αναθέτουν αυτή τη δουλειά στον ξένο. Ο Οτάλορα αισθάνεται μια μικρή ταπείνωση, αλλά και ταυτόχρονα μιαν ικανοποίηση.
Η κρεβατοκάμαρα είναι ανάστατη και σκοτεινή. Υπάρχει ένα μπαλκόνι που βλέπει δυτικά, υπάρχει ένα μακρύ τραπέζι μ’ ένα εκθαμβωτικό συνονθύλευμα από καμτσίκια, φυσιγγιοθήκες, πυροβόλα και σπαθιά, υπάρχει ένας απόμακρος καθρέφτης με το γυαλί του σκουριασμένο. Ο Μπαντέιρα είναι ξαπλωμένος ανάσκελα. Κοιμάται και στενάζει. Φέρνει στο νου την ικμάδα ύστερου ήλιου.
Το πελώριο άσπρο κρεβάτι θαρρείς και τον συρρικνώνει, τον εξαϋλώνει. Ο Οτάλορα προσέχει τ’ άσπρα μαλλιά, τη κούραση, την ανημποριά, τις ρωγμές του χρόνου. Τον εξαγριώνει η ιδέα πως αυτός ο γέρος τους προστάζει. Πάνω που σκέφτεται ότι μια μαχαιριά είναι αρκετή για να τον ξεφορτωθούν, βλέπει στον καθρέφτη ότι κάποιος μπήκε στο δωμάτιο: η κοκκινομάλλα. Είναι μισόγυμνη, ξυπόλητη και τον περιεργάζεται ψυχρά. Ο Μπαντέιρα ξυπνά. Όσην ώρα μιλά για τη ζωή στην επαρχία, πίνοντας το ένα μάτε πίσω από τ’ άλλο, τα δάχτυλά του παίζουν με τις μπούκλες της γυναίκας. Κάποτε, δίνει στον Οτάλορα την άδεια ν’ αποχωρήσει.
Λίγες μέρες αργότερα, έρχεται διαταγή να ξαναφύγουν για τα βόρεια. Φτάνουν σ’ ένα χαμένο αγρόκτημα, που θα μπορούσε να ‘ναι σε οποιοδήποτε σημείο του απέραντου κάμπου. Δεν υπάρχουν δέντρα, ούτε νερά, που θα μπορούσαν να το κάνουν πιο ευχάριστο κι από το πρωΐ ως το βράδυ ο ήλιος το χτυπά ανελέητα. Υπάρχουν μαντριά από ξερολιθιές για κάτι πειναλέα ζωντανά με μακριά κέρατα. Το άθλιο κτήμα λέγεται Στεναγμός.
Ο Οτάλορα μαθαίνει από τους πεόνες ότι δε θ’ αργήσει να καταφτάσει ο Μπαντέιρα από το Μοντεβιδέο. Ρωτά γιατί και κάποιος του εξηγεί πως ένας ξένος, που έγινε γκάουτσο, πολύ το αφεντικό παριστάνει τώρα τελευταία. Ο Οτάλορα το δέχεται σαν αστείο, αλλ’ ακόμη και γι’ αυτό το αστείο καμαρώνει. Αργότερα θα μάθει πως ο Μπαντέιρα τσακώθηκε μ’ ένα κομματάρχη, που αποφάσισε ν’ αποσύρει την υποστήριξή του. Το μαντάτο τον ευχαριστεί.
Φτάνουν κάσες με τουφέκια, φτάνουν μια κανάτα κι ένα λαβομάνο για τον κοιτώνα της γυναίκας, φτάνουν κουρτίνες από πλουμιστό δαμάσκο κι ένα πρωΐ φτάνει από τα βουνά ένας βαρύθυμος καβαλάρης με πυκνά γένια, που φορά πόντσο. Τον λένε Ουλπιάνο Σουάρες κι είναι ο καπάνγκα, ο μπράβος του Ασεβέδο Μπαντέιρα. Δε λέει πολλά κι η προφορά του έχει βραζιλιάνικο χρώμα. Ο Οτάλορα δε ξέρει αν θα πρέπει ν’ αποδώσει την επιφυλακτικότητα του στην εχθρότητα, στην αδιαφορία ή στο γεγονός ότι είναι ένας άξεστος και τίποτ’ άλλο. Το μόνο που ξέρει είναι ότι για να πετύχει το σχέδιο που ‘χει κατά νου, πρέπει να κερδίσει τη φιλία του.
Και να που, μια μέρα, εμφανίζεται στο πεπρωμένο του Βενιαμίν Οτάλορα ένας ντορής με μαύρη ουρά και χαίτη, με φάλαρα ασημοποίκιλτα και χράμι κροσωτό από τίγρη, που φέρνει από τα νότια τον Ασεβέδο Μπαντέιρα. Και μόνο με τη θέα αυτού του αγέρωχου αλόγου, που συμβολίζει την εξουσία του αφέντη, ο νεαρός αρχίζει να ποθεί, μ’ ένα πόθο αβυσσαλέο, τη γυναίκα με τα φλογάτα μαλλιά. Η γυναίκα, τα φάλαρα κι ο ντορής, ανήκουν ή προσδιορίζουν τον άντρα που θέλει να καταστρέψει.
Στο σημείο αυτό, η ιστορία περιπλέκεται και βαθαίνει. Ο Ασεβέδο Μπαντέιρα είναι μάστορας στη τέχνη του προοδευτικού εκφοβισμού, στους σατανικούς ελιγμούς με τους οποίους ταπεινώνει βαθμιαία τον συνομιλητή του συνδυάζοντας αλήθειες και κουτσομπολιά. Ο Οτάλορα αποφασίζει να εφαρμόσει την ίδιαν αμφίλοξη μέθοδο στο δύσκολο σχέδιο που ‘χει καταστρώσει. Αποφασίζει να παραγκωνίσει, σταδιακά, τον Ασεβέδο Μπαντέιρα. Επωφελείται από κάτι μέρες στις οποίες μοιράστηκαν τον ίδιο κίνδυνο και καταφέρνει να κερδίσει τη φιλία του Σουάρες. Του εκμυστηρεύεται το σχέδιό του κι ο Σουάρες του υπόσχεται την υποστήριξή του. Ύστερα συμβαίνουν ένα σωρό πράματα, από τα οποία γνωρίζω πολύ λίγα.
Ο Οτάλορα δεν υπακούει στις διαταγές του Μπαντέιρα, πότε τις ξεχνά, πότε τις διαστρέφει ή τις αντιστρέφει. Το σύμπαν δείχνει να συνωμοτεί μαζί του κι επιταχύνει τα γεγονότα. Ένα μεσημέρι, στο Τακουαρεμπό, πέφτουν πυροβολισμοί με τους ντόπιους του Ρίο Γκράντε κι ο Οτάλορα παίρνει τη θέση του Μπαντέιρα και μπαίνει επικεφαλής των Ουρουγουανών. Μια σφαίρα του τρυπά τον ώμο, αλλά το ίδιο απόγευμα ο Οτάλορα επιστρέφει στον Στεναγμό πάνω στον ντορή του αρχηγού και το ίδιο απόγευμα το αίμα του λεκιάζει τη προβιά του τίγρη και την ίδια νύχτα πλαγιάζει με τη γυναίκα με τα φλογάτα μαλλιά. ‘Αλλες εκδοχές της ιστορίας αλλάζουν τη σειρά των γεγονότων κι αρνούνται πως όλα συνέβησαν την ίδια μέρα. Όμως ο Μπαντέιρα, κατ’ όνομα τουλάχιστον, είναι πάντα ο αρχηγός. Δίνει διαταγές που δεν εκτελούνται κι ο Βενιαμίν Οτάλορα δε τον αγγίζει, από ένα κράμα ρουτίνας κι ευσπλαχνίας.
Η τελευταία σκηνή της ιστορίας διαδραματίζεται μες στον αναβρασμό της τελευταίας νύχτας του 1894. Εκείνη τη νύχτα, οι άνθρωποι του Στεναγμού τρώνε φρεσκοσφαγμένο αρνί και πίνουν ένα πιοτό δυναμίτη. Κάποιος γρατσουνίζει στη κιθάρα την ίδια και την ίδια μιλόνγκα. Στη κορφή του τραπεζιού, ο Οτάλορα, σκνίπα στο μεθύσι, δε σταματά να ορθώνει όλο και πιο ψηλά τον ιλιγγιώδη πύργο της χαράς του, σύμβολο του αναπότρεπτου πεπρωμένου του. Ο Μπαντέιρα, σιωπηλός ανάμεσα στους φωνασκούς, αφήνει τη πολυτάραχη νύχτα να περάσει. Όταν το ρολόι σημαίνει μεσάνυχτα, σηκώνεται σα να ‘χει ξεχάσει να κάνει κάτι. Σηκώνεται και χτυπά σιγά τη πόρτα της γυναίκας. Εκείνη του ανοίγει αμέσως, θαρρείς και περίμενε το κάλεσμα. Εμφανίζεται μισόγυμνη και ξυπόλητη. Παίρνοντας μια κοροϊδευτική φωνή, μακρόσυρτη και γυναικεία, ο αρχηγός τη διατάζει:
-“Αφού εσύ κι ο λιμοκοντόρος αγαπιέστε τόσο πολύ, θα πας τώρα αμέσως να του δώσεις ένα φιλί μπροστά σ’ όλο τον κόσμο“.
Προσθέτει μια χυδαία λεπτομέρεια. Η γυναίκα κάνει ν’ αντισταθεί, αλλά δυο άντρες την έχουνε πιάσει από τα μπράτσα και τη ρίχνουν επάνω στον Οτάλορα. Πνιγμένη στα δάκρυα, του φιλά το στήθος και το πρόσωπο. Ο Ουλπιάνο Σουάρες έχει φουχτώσει το περίστροφό του. Πριν πεθάνει ο Οτάλορα, καταλαβαίνει πως τον είχανε προδώσει από την αρχή, πως τον είχανε καταδικάσει σε θάνατο, πως του ‘χαν επιτρέψει τον έρωτα, το πρόσταγμα και τον θρίαμβο, γιατί τον είχανε για νεκρό, γιατί για τον Μπαντέιρα ήταν ήδη νεκρός.
Ο Σουάρες σχεδόν με ακαταδεξία, πυροβολεί…
Βιογραφία Του Ταδέο Ισιδόρο Κρους (1829-1874)
Στις 6 Φλεβάρη 1829, οι αντάρτες που, επειδή ο Λαβάγιε είχεν ήδη αρχίσει να τους παρενοχλεί, τραβούσαν βόρεια για να ενωθούν με τα τάγματα του Λόπες, στάθμευσαν σ’ ένα ράντσο χωρίς όνομα, τρεις τέσσερεις λεύγες έξω από το Περγαμίνο. Γύρω στα χαράματα, ένας από τους άντρες είδε έναν επίμονον εφιάλτη: μέσα στο μισόφωτο υπόστεγο, η άναρθρη κραυγή του ξύπνησε τη γυναίκα που κοιμόταν πλάι του. Κανείς δεν έμαθε τι ονειρεύτηκε, αλλά την άλλη μέρα, στις τέσσερεις το απόγευμα, οι αντάρτες χτυπήθηκαν από το ιππικό του Σουάρες, που τους πήρε στο κυνήγι εννιά ολάκερες λεύγες, μέχρι τους πυκνούς σιτώνες κι ο άντρας άφησε τη τελευταία του πνοή σ’ ένα χαντάκι, με το κεφάλι του ανοιγμένο στα δυο από πολεμικό σπαθί της Βραζιλίας και του Περού. Η γυναίκα λεγόταν Ισιδόρα Κρους κι ο γιος που γέννησε, ονομάστηκε Ταδέο Ισιδόρο.
Ο σκοπός μου δεν είναι να επαναλάβω την ιστορία του. Από τα μερόνυχτα που τη συνθέσανε, μόνο μια νύχτα μ’ ενδιαφέρει. Από τα υπόλοιπα θ’ αναφερθώ μονάχα σ’ ό,τι είναι απαραίτητο για να κατανοηθεί αυτή η νύχτα. ‘Αλλωστε, ολάκερη η περιπέτεια αποτελεί τη βάση ενός πασίγνωστου βιβλίου. Μ’ άλλα λόγια, ενός βιβλίου, που το περιεχόμενο του μπορεί να ‘ναι “τοις πάσι τα πάντα” (Α’ Προς Κορινθίους Επιστολή, Θ’ 22), γιατί επιδέχεται σχεδόν ανεξάντλητες επαναλήψεις, αλλαγές, παραλλαγές. Όσοι σχολιάσανε -και δεν είναι λίγοι- την ιστορία του Ταδέο Ισιδόρο, υπογραμμίζουνε την επίδραση του κάμπου στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, υπάρχουν όμως και γκάουτσος που δε διαφέρουν σε τίποτε απ’ αυτόν και που γεννήθηκαν και πέθαναν στις δασωμένες όχθες του Παρανά και στα βουνά της Ουρουγουάης. Είναι αλήθεια, πάντως, πως έζησε σ’ ένα κόσμο μονότονης βαρβαρότητας. Όταν το 1874 πέθανε από ευλογιά, δεν είχε δει ποτέ του ούτε βουνό ούτε γκαζιέρα, ούτε ανεμόμυλο. Ούτε όμως και πόλη. Το 1849, πήγε στο Μπουένος ‘Αιρες μ’ ένα κοπάδι άλογα από τους στάβλους του Φρανσίσκο Ασεβέδο. Οι αλογατάρηδες μπήκανε στη πόλη για να ξαλαφρώσουνε το πουγκί τους. Ο Κρους, επιφυλακτικός, δε το κούνησε από το πανδοχείο που ‘τανε δίπλα σα ιπποστάσια. Έμεινε κει κάμποσες μέρες, σιωπηλός. Κοιμόταν καταγής, έπινεν απανωτά ματέ, σηκωνότανε το χάραμα κι έπεφτε να κοιμηθεί την ώρα του εσπερινού. Κατάλαβε (πέρα των λέξεων, πέραν ακόμη και της λογικής), πως η πόλη του ‘τανε ξένη. Ένας από τους πεόνες, μεθυσμένος, τον άρχισε στο δούλεμα. Ο Κρους δε του απάντησε, αλλά ο άλλος συνέχισε τα πειράγματα και τότε ο Κρους (που μέχρι κείνη τη στιγμή δεν είχε δείξει καμιάν έχθρα, μήτε καν ενόχληση) έβγαλε το μαχαίρι του και τον σκότωσε. Το ‘σκασε και βρήκε καταφύγιο σ’ ένα βάλτο. Λίγες νύχτες αργότερα, το κρώξιμο ενός τσαχά του ‘δωσε να καταλάβει πως τον είχε περικυκλώσει η αστυνομία. Δοκίμασε το μαχαίρι του σ’ ένα θάμνο κι έβγαλε τα σπιρούνια του για να μη τον ενοχλούνε σε περίπτωση που γινότανε μάχη σώμα με σώμα. Προτίμησε να χτυπηθεί παρά να παραδοθεί. Πληγώθηκε στον πήχυ του, στον ώμο, στο αριστερό του χέρι, πλήγωσε βαριά τους πιο αντρειωμένους του αποσπάσματος κι όταν είδε το αίμα να κυλά μες από τα δάχτυλά του, πολέμησε με πιο πολύ κουράγιο από ποτέ. Πλησιάζοντας ξημερώματα, καθώς είχε ζαλιστεί από την αιμορραγία, τον αφόπλισαν. Εκείνο τον καιρό, ο στρατός είχε σωφρονιστικό χαρακτήρα και στείλανε τον Κρους σ’ ένα φυλάκιο στα βόρεια. Ως πεζικάριος, πήρε μέρος στους εμφυλίους πολέμους, πότε στο πλευρό των συγχωριανών του, πότε εναντίον τους. Στις 23 Γενάρη 1856, στη περιοχή Λαγούνας δε Καρδόσο, ήταν ένας από τους τριάντα χριστιανούς που, υπό τις διαταγές του επιλοχία Εουσέμπιο Λαπρίδα, χτυπηθήκανε με διακόσιους Ινδιάνους. Στη μάχη αυτή τονε πλήγωσε μια λόγχη.
Υπάρχουνε πολλά χάσματα στη σκοτεινή, παλικαρίσια βιογραφία του. Γύρω στα 1868 τονε ξαναβρίσκουμε στο Περγαμίνο: είναι παντρεμένος (ή απλώς συζεί με μια γυναίκα), έχει ένα γιο κι ένα χωραφάκι. Το 1869, ονομάστηκε λοχίας της πολιτοφυλακής. Είχεν αμνηστευτεί. Εκείνο τον καιρό θα πρέπει να ‘νιωθεν ευτυχισμένος, αν και κατά βάθος δεν ήταν. (Τονε περίμενε, κρυμμένη στο μέλλον, μια νύχτα πάμφωτη, θεμελιακή: η νύχτα που είδεν επιτέλους το πρόσωπό του, η νύχτα που άκουσε επιτέλους τ’ όνομά του. Όποιος καταλάβει καλά τούτη τη νύχτα, έχει εξαντλήσει την ιστορία του κι ίσως όχι ολάκερη τη νύχτα, αλλά μια στιγμή της, μια πράξη αυτής της νύχτας, γιατί οι πράξεις μας είναι το σύμβολό μας.) Οποιοσδήποτε βίος, όσο μακρύς ή σύνθετος κι αν είναι, αποτελείται στη πραγματικότητα από μια και μόνη στιγμή: τη στιγμή που ο άνθρωπος μαθαίνει μια για πάντα ποιός είναι. Λένε πως ο Αλέξανδρος Ο Μακεδόνας είδε το σιδερένιο του μέλλον ν’ αντικατοπτρίζεται στη θρυλική ζωή του Αχιλλέα, ο Κάρολος ΙΒ’ της Σουηδίας, στη ζωή του Αλέξανδρου. Στον Ταδέο Ισιδόρο Κρους, που δεν ήξερε να διαβάζει, η γνώση αυτή δε του αποκαλύφτηκε σε κάποιο βιβλίο. Ο ίδιος γνώρισε τον εαυτό του σε μια μάχη και σ’ έναν άνθρωπο. Τα γεγονότα έχουν ως εξής:
Τις τελευταίες μέρες του Ιουνίου του 1870, ο Κρους πήρε διαταγή να συλλάβει ένα κακοποιό, που ‘πρεπε να λογοδοτήσει για δυο φόνους. Ήτανε λιποτάκτης από τα στρατεύματα του Νότου, που διοικούσεν ο συνταγματάρχης Μπενίτο Ματσάδο. Σ’ ένα μπορντέλο, είχε σκοτώσει μες στη σούρα του ένα νέγρο και σ’ έν’ άλλο του μεθύσι, κάποιο κομματάρχη από το Ρόχας. Στην αναφορά ήταν ακόμα γραμμένο, πως καταγόταν από τη Λαγούνα Κολοράδα. Στο μέρος αυτό, πριν σαράντα χρόνια, είχαν συγκεντρωθεί οι αντάρτες για τη μοιραία περιπέτεια που ‘μελλε να δώσει τα κουφάρια τους στο όρνια και στα σκυλιά. Από κει είχε ξεκινήσει ο Μανουέλ Μέσα, που εκτελέστηκε στη Πλατεία της Νίκης, ενώ δε λέγαν να σταματήσουνε τα ταμπούρλα για να μην ακούγεται η οργή του κι από κει ήτανε κι εκείνος ο άγνωστος που γέννησε τον Κρους και που άφησε τη τελευταία του πνοή σ’ ένα χαντάκι, με το κεφάλι κομμένο στα δυο από ένα πολεμικό σπαθί της Βραζιλίας και του Περού. Ο Κρους είχε ξεχάσει τ’ όνομα του τόπου. Το αναγνώρισεν όμως, με μιαν ελαφριά, αλλ’ ανεξήγητην ανησυχία… Ο φονιάς, περικυκλωμένος από τους στρατιώτες, στριφογύρισε καβάλα στ’ άλογό του, γράφοντας στο χώμα ένα μεγάλο λαβύρινθο. Τη νύχτα όμως της 12ης Ιουλίου, τον εντόπισαν. Είχε λουφάξει ανάμεσα σε κάτι ψηλά χόρτα. Το σκοτάδι ήτανε σχεδόν αδιαπέραστο. Ο Κρους κι οι άντρες του πήραν να βαδίζουνε με προφύλαξη για τα τρεμάμενα βάθη του αγρού, όπου παραμόνευε ή κρυβόταν ο κρυμμένος. Ένα τσαχά έκρωξε κι ο Ταδέο Ισιδόρο Κρους αισθάνθηκε πως εκείνη τη στιγμή την είχε ξαναζήσει. Ο φονιάς βγήκεν από το κρυψώνα του για να χτυπηθεί μαζί τους. Ο Κρους τον είδε καλά, ήτανε τρομερός. Τα μακριά μαλλιά κι γκρίζα του γενειάδα ήτανε σα να του ‘χανε καταβροχθίσει το πρόσωπο. Ένα ευνόητο κίνητρο με ωθεί να παραλείψω τη περιγραφή της μάχης. Ας μου επιτραπεί μόνο να θυμίσω πως ο λιποτάκτης πλήγωσε βαριά ή σκότωσε πολλούς άντρες του αποσπάσματος. Ενώ ο Κρους πολεμούσε στο σκοτάδι (ενώ το σώμα του πολεμούσε στο σκοτάδι), άρχισε να καταλαβαίνει. Κατάλαβε πως κανενός το πεπρωμένο δεν είναι καλύτερο από του άλλου, αλλά και πως κάθε άνθρωπος οφείλει να σεβαστεί αυτό που φέρει εντός του. Κατάλαβε πως η στολή κι οι επωμίδες είχαν αρχίσει να τον ενοχλούν. Κατάλαβε πως η δική του η μοίρα ήταν μοίρα λύκου κι όχι κυνηγόσκυλου. Ξημέρωσε στον απέραντο κάμπο. Ο Κρους πέταξε το πηλήκιό του καταγής, φώναξε πως δε θα συνεργούσε στο φονικό ενός λεβέντη και ρίχτηκε στη μάχη ενάντια στους στρατιώτες, στο πλευρό του λιποτάκτη Μαρτίν Φιέρρο.
Οι Δυο Βασιλιάδες & Οι Δυο Λαβύρινθοι
Μια φορά κι ένα καιρό, όπως αφηγούνται αξιόπιστοι άνθρωποι (αν κι ο Αλλάχ ξέρει περισσότερα), ζούσε στα νησιά της Βαβυλωνίας ένας βασιλιάς, που μάζεψε μια μέρα τους αρχιτέκτονες και τους μάγους του και τους παράγγειλε να χτίσουν ένα λαβύρινθο τόσο περίπλοκο και τόσον αριστοτεχνικό, ώστε κανένας γνωστικός δε τολμούσε να διασχίσει το κατώφλι του κι όπος έμπαινε χανότανε. Το κτίριο αυτό αποτελούσε σκάνδαλο, γιατί τα θαύματα κι η σύγχυση, είν’ έργα του Θεού κι όχι των ανθρώπων. Με τον καιρό, ήρθε στην αυλή του ένας βασιλιάς των Αράβων κι ο βασιλιάς της Βαβυλωνίας (για να διασκεδάσει με την αφέλεια του μουσαφίρη του), τον άφησε να μπει στον λαβύρινθο, που περιπλανήθηκε ταπεινωμένος, ζαλισμένος, ώσπου έπεσε το βράδι. Τότε παρακάλεσε τον Θεό να βάλει το χέρι Του κι έτσι βρήκε τη πόρτα. Κανένα παράπονο δε βγήκε από τα χείλια του. Το μόνο που είπε στον βασιλιά της Βαβυλωνίας ήταν ότι στην Αραβία είχεν έναν άλλο λαβύρινθο κι ότι αν ήθελε ο Θεός, θα ‘ρχότανε κάποτε η μέρα που θα του τον έδειχνε.
Ύστερα γύρισε στην Αραβία, μάζεψε τους στρατηγούς και τους φύλαρχούς του κι εξαπέλυσεν επίθεση στα βασίλεια της Βαβυλωνίας με τέτοιαν ευτυχή κατάληξη, ώστε γκρέμισε τα κάστρα της, ρήμαξε το στρατό της κι έπιασεν αιχμάλωτο τον ίδιο τον βασιλιά. Τον έδεσε πάνω σε μια γοργή καμήλα και τον πήγε στην έρημο. Μετά από τρεις μέρες ταξίδι, του είπε:
-“Ω βασιλιά του χρόνου, ουσία και σύμβολο του αιώνα! Στη Βαβυλωνία μ’ άφησες να χαθώ σ’ ένα μπρούτζινο λαβύρινθο, μ’ άφθονες σκάλες, πόρτες και τοίχους. Τώρα το ‘φερεν ο Παντοδύναμος να σου δείξω κι εγώ τον δικό μου, που δεν έχει σκάλες ν’ ανεβείς, ούτε πόρτες που να μη σου ανοίγουν, ούτε τοίχους να σου κόβουνε το δρόμο.”
Τότε τον έλυσε και τον άφησε στη μέση της ερήμου, όπου και πέθανε από τη πείνα και τη δίψα. Δόξα σε Κείνον που δε πεθαίνει…
—————————————————————–
Γλωσσάρι
κομπαδρίτο= κουμπαράκι, μάγκας των πόλεων, κουτσαβάκι
πεόν= δουλοπάροικος
πόντσο= παραδοσιακό πανωφόρι
γκάουτσο= παλικαράς κτηνοτρόφος, καυγατζής και μαχαιροβγάλτης και το αρχέτυπο αυτών ο Μαρτίν Φιέρρο
ματέ= εθνικόν αφέψημα της Αργεντινής, λέγεται και “Τσάι της Παραγουάης”
μιλόνγκα= παραδοσιακό λαϊκό τραγούδι της Αργεντινής που τραγουδιέται συνοδεία κιθάρας
τσαχά= χαρακτηριστικό ελόβιο πτηνό της Νότιας Αμερικής, με διαπεραστική φωνή
………………………………………………………………………………………………….
Τρία διηγήματα από το βιβλίο διηγημάτων του, με τίτλο “Το ‘Αλεφ“, μετάφραση: Αχιλλέα Κυριακίδη, Εκδόσεις: ΥΨΙΛΟΝ/ΓΡΑΜΜΑΤΑ 1991
………………………………………………………………………………………………….
Η Γραφή Του Θεού
Στην Έμα Ρίσσο Πλατέρο
Το μπουντρούμι είναι βαθύ και πέτρινο. Tο σχήμα του, ενός σχεδόν τέλειου ημισφαίριου, αν και το πάτωμα (που είναι επίσης πέτρινο) είναι λίγο μικρότερο από ένα μεγάλο κύκλο, γεγονός που εντείνει κάπως τα αισθήματα της καταπίεσης και της απεραντοσύνης. Ένας μεσότοιχος το χωρίζει στα δυο. O τοίχος αυτός, παρόλο που είναι πανύψηλος, δε φτάνει ως τη κορφή του θόλου. Aπό τη μια μεριά είμαι γω, ο Τζινακάν, μάγος της πυραμίδας του Καολόμ, που πυρπολήθηκε απ’ τον Πέδρο δε Αλβαράδο, από την άλλη, είναι ένας ιαγουάρος, που με τον μυστικό κι ισοσκελή βηματισμό του μετράει τον χρόνο και τον χώρο της αιχμαλωσίας του. Ένα μεγάλο παράθυρο με κάγκελα, σύρριζα στο πάτωμα, κόβει τον κεντρικό τοίχο. Την ώρα που δεν έχει σκιά (το μεσημέρι), ανοίγει στο ταβάνι μια καταπακτή, κι ένας δεσμοφύλακας, που τον έχουν ξεθωριάσει πια τα χρόνια, πιάνει να γυρίζει μια σιδερένια τροχαλία και μας κατεβάζει, στην άκρη ενός σκοινιού, κανάτες με νερό και κομμάτια κρέας. Τότε, στο μπουντρούμι μπαίνει φως, εκείνη τη στιγμή, μπορώ να δω τον ιαγουάρο.
Δεν ξέρω πια πόσα χρόνια κείτομαι εδώ κάτω στα σκοτάδια. Εγώ, που κάποτε, ήμουν νέος και μπορούσα να πηγαινοέρχομαι σ’ αυτή τη φυλακή, τώρα δεν έχω τίποτα να κάνω παρά να περιμένω παίρνοντας τη στάση του θανάτου μου, το τέλος που μου προορίζουν οι Θεοί. Κάποτε, με το βαθύ οψιδιανό μαχαίρι μου άνοιγα τα στήθια των θυμάτων μου και τώρα μου είναι αδύνατον χωρίς τα μάγια να σηκωθώ απ’ το χώμα.
Την προηγουμένη της πυρπόλησης της Πυραμίδας, οι άνθρωποι που ξεπέζεψαν απ’ τα θεόρατα άλογα με βασάνισαν με πυρακτωμένα σίδερα για να τους αποκαλύψω τη κρυψώνα του θησαυρού. Γκρέμισαν, μπροστά στα μάτια μου, το είδωλο του Θεού, εκείνος όμως δεν μ’ εγκατέλειψε στα βασανιστήρια και με κράτησε σιωπηλό. Με μαστίγωσαν, μου σπάσανε τα κόκαλα, με παραμορφώσανε κι ύστερα ξύπνησα σ’ αυτή τη φυλακή, απ’ όπου δε θα ξαναβγώ ποτέ στη διάρκεια της θνητής ζωής μου.
Ωθούμενος απ’ την ανάγκη να κάνω κάτι, να γεμίσω τέλος πάντων τον χρόνο μου, θέλησα να θυμηθώ, μες στο σκοτάδι μου, όλα όσα γνώριζα. Νύχτες ολόκληρες σπατάλησα για να θυμηθώ τη σειρά και τον αριθμό ορισμένων ερπετών σκαλισμένων σε πέτρα ή το σχήμα ενός φαρμακευτικού δέντρου. Έτσι υπέταξα τα χρόνια, έτσι ανέκτησα ό,τι μου ανήκε.
Μια νύχτα ένιωσα ότι προσέγγιζα μια πολύτιμη ανάμνηση. Πριν ακόμη δει τη θάλασσα, ο ταξιδιώτης νιώθει μια αναταραχή στο αίμα του. Λίγες ώρες αργότερα, άρχισα να διακρίνω καθαρότερα αυτή την ανάμνηση• ήταν μία από τις παραδόσεις του θεού. Τη πρώτη μέρα της Δημιουργίας, ο θεός, προβλέποντας ότι στη συντέλεια των καιρών θα επισυμβούν ερήμωση και χαλασμός, έγραψε την μαγική φράση που μπορεί να εξορκίσει όλα αυτά τα δεινά. Την έγραψε δε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να φτάσει και στις πιο απόμακρες γενιές και να είναι απρόσβλητη απ’ την τύχη. Κανείς δεν ξέρει ούτε πού την έγραψε ούτε με τι χαρακτήρες, μας αρκεί όμως να γνωρίζουμε ότι κάπου υπάρχει, μυστική, κι ότι μια μέρα κάποιος εκλεκτός θα την διαβάσει.
Σκέφτηκα λοιπόν ότι, όπως πάντα, είχαμε φτάσει στη συντέλεια των καιρών κι ότι η μοίρα, που μ’ έφερε να είμαι ο τελευταίος ιερέας του θεού, μπορεί και να μου έδινε το προνόμιο να διαισθανθώ αυτή τη γραφή. Το γεγονός ότι ήμουν κλεισμένος σε μια φυλακή δεν μου απαγόρευε αυτή την ελπίδα. Μπορεί και να ‘χα δει χιλιάδες φορές την επιγραφή στο Καολόμ και να υπολειπόταν απλώς το να την καταλάβω. Η σκέψη αυτή, πρώτα με εμψύχωσε κι ύστερα με βύθισε σ’ ένα είδος ιλίγγου. Πάνω στη γη υπάρχουν σχήματα αρχαία, σχήματα άφθαρτα και αιώνια. Οποιοδήποτε απ’ αυτά θα μπορούσε να είναι το σύμβολο που αναζητούσα. Ο λόγος του θεού θα μπορούσε να ‘ναι ένα βουνό ή ένας ποταμός ή η αυτοκρατορία ή η διάταξη των άστρων. Όμως στο πέρασμα των αιώνων τα βουνά ισοπεδώνονται και η πορεία ενός ποταμού εκτρέπεται συνήθως κι οι αυτοκρατορίες γνωρίζουν αλλαγές και συντριβή κι η διάταξη των άστρων μεταβάλλεται. Όλα αλλάζουν στο στερέωμα. Το βουνό και τ’ άστρα είναι άτομα -και τ’ άτομα περνούν. Έψαξα κάτι πιο ανθεκτικό, πιο άτρωτο.
Σκέφτηκα τα γένη των δημητριακών, των χορταρικών, των πουλιών, των ανθρώπων. Μπορεί η μαγική φράση να ‘τανε γραμμένη στο πρόσωπό μου, μπορεί εγώ ο ίδιος να ήμουν το τέρμα της αναζήτησής μου. Σ’ αυτή την αγωνία βρισκόμουν, όταν θυμήθηκα ότι ο ιαγουάρος ήταν μία από τις ιδιότητες του θεού. Και τότε η ψυχή μου γέμισε ευσπλαχνία. Φαντάστηκα το πρώτο πρωινό του χρόνου, φαντάστηκα τον θεό μου να εμπιστεύεται το μήνυμα στο ολοζώντανο δέρμα των ιαγουάρων, που θα ζευγάρωναν και θα γεννοβολούσαν αδιάκοπα, σε σπήλαια, σε φυτείες ζαχαροκάλαμου, σε νησιά, μέχρι να δεχθούν το μήνυμα οι τελευταίοι άνθρωποι. Φαντάστηκα αυτό το δίκτυο των τίγρεων, αυτόν τον έμπυρο λαβύρινθο των τίγρεων, που σκορπούσε τον τρόμο στις βοσκές και στα κοπάδια, μόνο και μόνο για να φυλάξει ένα σχέδιο. Στο διπλανό κελί υπήρχε ένας ιαγουάρος. Εξέλαβα αυτή τη γειτνίαση ως επιβεβαίωση της εικασίας μου και ως μυστική χάρη.
Αφιέρωσα πολλά χρόνια για να μάθω τη σειρά και τη διάταξη των κηλίδων. Κάθε τυφλή μέρα που περνούσε, μου παραχωρούσε μιαστιγμή φως, κι έτσι μπόρεσα να εντυπώσω στη μνήμη μου τα μαύρα σχήματα πάνω στο κίτρινο τρίχωμα. ‘Αλλα ήτανε στίγματα, άλλα σχημάτιζαν εγκάρσιες ραβδώσεις στο μέσα μέρος των πελμάτων, άλλα, δακτυλιωτά, επαναλαμβάνονταν. Μπορεί και να ήταν ένας μόνον ήχος ή μια μόνη λέξη. Πολλά είχαν κόκκινο περίγραμμα.
Δεν θα πω πόσο κοπιαστικό ήταν το έργο μου. Πολλές φορές ούρλιαξα μέσα στο μπουντρούμι ότι ένα τέτοιο κείμενο δεν μπορεί να το αποκρυπτογραφήσει κανείς. Σιγά σιγά, το συγκεκριμένο αίνιγμα που με βασάνιζε άρχισε να με ανησυχεί λιγότερο από το γενικό: Τι φράση γράφει ένας θεός; Τι είδους φράση θα συνέθετε μια απόλυτη διάνοια; Αναλογίστηκα ότι σε όλες τις ανθρώπινες γλώσσες δεν υπάρχει ούτε μία πρόταση που να μην περικλείει το σύμπαν. Όταν λες «ο τίγρης», λες τις τίγρεις που τον γέννησαν, τις χελώνες και τα ελάφια που κατασπάραξε, τα χόρτα που έτρωγαν αυτά τα ελάφια, τη γη που βλάστησε αυτά τα χόρτα, τον ουρανό που φώτισε τη γη. Aναλογίστηκα ότι, στη γλώσσα ενός θεού, κάθε λέξη θα έπρεπε όχι απλώς να εκφράζει αυτή την άπειρη αλληλουχία των γεγονότων, αλλά και να την εκφράζει μ’ έναν τρόπο όχι περιφραστικό, αλλά απερίφραστο, όχι διαδοχικό, αλλά ακαριαίο. Με τον καιρό, η ιδέα μιας θείας φράσης άρχισε να μου φαίνεται παιδαριώδης ή βλάσφημη. Ένας θεός, σκέφτηκα, πρέπει να λέει μόνο μία λέξη και, μ’ αυτή τη λέξη, να εκφράζεται η πληρότητα.
Κανένα φώνημά του δεν μπορεί να είναι έλασσον του σύμπαντος ή ατελέστερο του σύμπαντος χρόνου. Οι φιλόδοξες και φτωχές ανθρώπινες λέξεις όλα, κόσμος, σύμπαν, δεν είναι παρά απόηχοι ή ομοιώματα αυτού του φωνήματος που είναι ισότιμο με μια ολόκληρη γλώσσα ή με όλα όσα μπορεί να περιλαμβάνει μία γλώσσα. Μια μέρα ή μια νύχτα -ανάμεσα στις μέρες και τις νύχτες μου, τι διαφορά υπάρχει; Ονειρεύτηκα ότι στο πάτωμα του κελιού μου υπήρχε ένας κόκκος άμμου. Ξανακοιμήθηκα, αδιάφορος. Ονειρεύτηκα ότι ξυπνούσα κι έβλεπα δύο κόκκους.
Ξανακοιμήθηκα. Ονειρεύτηκα ότι οι κόκκοι της άμμου ήταν τρεις. Πολλαπλασιάζονταν έτσι ώσπου το κελί κατακλυζόταν κι εγώ έβρισκα το θάνατο κάτω απ’ αυτό το αμμώδες ημισφαίριο. Τότε κατάλαβα ότι ονειρευόμουν και, καταβάλλοντας τεράστια προσπάθεια, ξύπνησα. Ήταν ανώφελο: μ’ έπνιγε η αναρίθμητη άμμος. Κάποιος μου είπε: Δεν ξύπνησες στον ξύπνο, αλλά σ’ ένα προγενέστερο όνειρο. Το όνειρο αυτό είναι μέσα σ’ ένα άλλο όνειρο κι ούτω καθεξής επ’ άπειρον, που είναι κι ο συνολικός αριθμός των κόκκων της άμμου. Η οδός της παλινδρόμησής σου είναι ατελείωτη, και θα πεθάνεις πριν ξυπνήσεις στ’ αλήθεια. Ένιωσα χαμένος. Η άμμος είχε γεμίσει το στόμα μου, μπόρεσα όμως να φωνάξω: Ούτε μπορεί να με σκοτώσει μια άμμος που ονειρεύτηκα, ούτε υπάρχουν όνειρα μέσα σε όνειρα. Με ξύπνησε μια λάμψη. Στη κορφή του σκοταδιού, διαγραφόταν ένας φωτεινός κύκλος. Είδα το πρόσωπο του δεσμοφύλακα, τα χέρια του, την τροχαλία, το σκοινί, το κρέας και τις κανάτες.
Κάθε άνθρωπος συγχέεται, βαθμιαία, με τη μορφή της μοίρας του. Κάθε άνθρωπος είναι, πάνω απ’ όλα, οι περιστάσεις του. Πάνω από αποκρυπτογράφος ή εκδικητής, πάνω από ιερέας του θεού, ήμουν ένας φυλακισμένος. Γύρισα στη σκληρή μου φυλακή απ’ τον ανεξάντλητο λαβύρινθο των ονείρων, σαν να επέστρεφα στο σπίτι μου. Ευλόγησα την υγρασία της, ευλόγησα τον τίγρη της, ευλόγησα τον φεγγίτη, ευλόγησα το γέρικο, βασανισμένο μου κορμί, ευλόγησα το σκότος και την πέτρα.
Και τότε συνέβη αυτό που δεν μπορώ ούτε να ξεχάσω ούτε να περιγράψω. Συνέβη η ένωσή μου με το θείον, με το σύμπαν (δεν ξέρω αν αυτές οι λέξεις διαφέρουν). Η έκσταση δεν επαναλαμβάνει τα σύμβολά της. Υπάρχουν κάποιοι που είδαν τον Θεό σε μια λάμψη, υπάρχουν άλλοι που τον διέκριναν σ’ ένα σπαθί ή στους κύκλους ενός ρόδου. Εγώ είδα έναν θεόρατο Τροχό, που δεν ήταν μπρος στα μάτια μου, ούτε πίσω, ούτε στο πλάι μου, αλλά παντού, ταυτόχρονα. Ο Τροχός αυτός ήταν φτιαγμένος από νερό, αλλά και από φωτιά, παρόλο δε που φαινόταν το περίγραμμά του, ήταν άπειρος. Τον αποτελούσαν, το ‘να μέσα στ’ άλλο, όλα τα πράγματα που θα είναι, που είναι και που ήταν. Εγώ ήμουν μία ίνα μέσα σ’ εκείνον τον ολοκληρωτικό μίτο κι ο Πέδρο δε Αλβαράδο, που με βασάνιζε, μια άλλη. Εκεί ήταν τα αίτια και τ’ αποτελέσματα, και δεν χρειαζόταν παρά να δω αυτόν τον Τροχό για να τα καταλάβω όλα, μέχρι τέλους. Ω χαρά τού να καταλαβαίνεις, πόσο πιο μεγάλη είσαι απ’ τη χαρά τού να φαντάζεσαι ή του να αισθάνεσαι! Είδα το σύμπαν και είδα τα κρυφά σήματα του σύμπαντος. Είδα τις απαρχές, όπως τις περιγράφει η Βίβλος των Κοινών. Είδα ταβουνά που αναδύθηκαν απ’ το νερό, είδα τους πρώτους ανθρώπους από ξύλο, είδα τα πιθάρια που χιμήξαν στους ανθρώπους, είδα τα σκυλιά που τους ρήμαξαν τα πρόσωπα. Είδα τον απρόσωπο θεό που υπάρχει, πίσω απ’ τους θεούς. Είδα άπειρες διεργασίες που κατέληγαν σε μία και μόνη μακαριότητα και, καταλαβαίνοντας τα πάντα, μπόρεσα να καταλάβω και τη γραφή του τίγρη.
Είναι ένας τύπος, ο οποίος αποτελείται από δεκατέσσερις τυχαίες λέξεις (από δεκατέσσερις λέξεις που δείχνουν τυχαίες). Θα μου ‘φτανε να τον εκφέρω με δυνατή φωνή για να γίνω παντοδύναμος. Θα μου ‘φτανε να τον εκφέρω για να γκρεμίσω αυτό το πέτρινο μπουντρούμι, για να εισχωρήσει η μέρα μες στη νύχτα μου, για να γίνω νέος, για να γίνω αθάνατος, για να ξεσκίσει ο τίγρης τον Αλβαράδο, για να βυθίσω το άγιο μου μαχαίρι σε στήθια ισπανικά, για να παλινορθώσω τη πυραμίδα, για να παλινορθώσω την αυτοκρατορία. Σαράντα συλλαβές, δεκατέσσερις λέξεις κι εγώ, ο Τζινακάν, θα κυβερνούσα τα εδάφη που κάποτε κυβέρνησε ο Μοντεζούμα. Κι όμως το ξέρω πως δε θα τις πω ποτέ αυτές τις λέξεις, γιατί τον Τζινακάν δεν τονε θυμάμαι πια.
Ας πεθάνει μαζί μου το μυστήριο που ‘ναι γραμμένο στους τίγρεις. Όποιος έχει δει το σύμπαν, όποιος έχει δει τα έμπυρα σήματα του σύμπαντος, δε μπορεί πια να σκέφτεται έναν άνθρωπο, να σκέφτεται τις κοινότοπες ευτυχίες ή δυστυχίες του, ακόμη κι αν πρόκειται για τον εαυτό του. Τι τον νοιάζει η ζωή αυτού του άλλου, η πατρίδα αυτού του άλλου, τώρα που ο ίδιος δεν είναι πια κανένας; Γι’ αυτό και δεν εκφέρω τον τύπο, γι’ αυτό κι αφήνω τις μέρες να με ξεχάσουνε, γερμένος εδώ κάτω στο σκοτάδι.
Ένα Ποίημα Για Τους Φίλους
Δεν µπορώ να σου δώσω λύσεις,
για όλα τα προβλήµατα της ζωής,
ούτε έχω απαντήσεις
στις αµφιβολίες ή τους φόβους σου,
αλλά µπορώ να σε ακούσω
και να τα µοιραστώ µαζί σου.
Δεν µπορώ ν’ αλλάξω
το παρελθόν σου ούτε το µέλλον σου.
Αλλά όταν µε χρειάζεσαι
θα ‘µαι δίπλα σου.
Δεν µπορώ ν’ αποτρέψω
να µη σκοντάψεις.
Μόνο µπορώ να σου προσφέρω το χέρι µου,
για να κρατηθείς
και να µη πέσεις.
Οι χαρές σου.
Οι θρίαµβοί σου
κι οι επιτυχίες σου
δεν είναι δικά µου.
Αλλά χαίροµαι ειλικρινά
να σε βλέπω ευτυχισµένο.
Δεν κρίνω τις αποφάσεις
που παίρνεις στη ζωή.
Περιορίζοµαι στο να σε στηρίζω,
να σε παροτρύνω
και να σε βοηθώ όταν µου το ζητάς.
Δεν µπορώ να σου χαράζω όρια
που µέσα τους οφείλεις να κινείσαι,
αλλά σου προσφέρω αυτό το χώρο,
τον απαραίτητο για ν’’ αναπτυχθείς.
Δεν µπορώ να αποτρέψω τον πόνο σου
όταν κάποια λύπη σου σχίζει την καρδιά,
αλλά µπορώ να κλάψω µαζί σου
και να µαζέψω τα κοµµάτια,
για να τη φτιάξω από την αρχή.
Δεν µπορώ να σου πω ποιος είσαι
ούτε ποιος θα όφειλες να είσαι.
Μονάχα µπορώ να σ’ αγαπώ όπως είσαι
και να ‘µαι φίλος σου.
Αυτές τις ηµέρες σκέφτηκα
τους φίλους και τις φίλες µου.
Δεν ήσουν ψηλά ούτε χαµηλά ούτε στη µέση.
Δεν ήσουν στην αρχή
ούτε στο τέλος της λίστας.
Δεν ήσουν το νούµερο ένα
ούτε το τελικό,
ούτε διεκδικώ να ‘µαι πρώτος,
δεύτερος ή ο τρίτος στη δική σου.
Φτάνει που µε θες για φίλο.
Ευχαριστώ που ‘µαι αυτό.
