Βιογραφικό

Ο Γκουίντο Ρένι (Guido Reni, μπαρόκ), ήταν Ιταλός ζωγράφος του μπαρόκ, αν και τα έργα του δείχνανε κλασσικά, παρόμοια με τον Σιμόν Βουέ, τον Νικολά Πουσέν και τον Φιλίπ ντε Σαμπέιν. Ζωγράφισε κυρίως θρησκευτικά, αλλά και μυθολογικά έργα κι αλληγορικά θέματα. Ενεργός στη Ρώμη, τη Νάπολι και τη γενέτειρά του Μπολώνια, έγινε η κυρίαρχη φιγούρα στη Σχολή της που αναδύθηκε υπό την επιρροή των Καρράτσι. Γεννημένος 4 Νοέμβρη 1575 στη Μπολώνια σε οικογένεια μουσικών, ο Reni ήτανε μοναχοπαίδι του Daniele Reni και της Ginevra Pozzi. Μαθήτευσε στα 9 του στο στούντιο της Μπολώνια του Denis Calvaert, σύντομα ενώθηκε σε αυτό το στούντιο με τους Albani και Domenichino. Στα 20 του, οι 3 μαθητές του Κάλβερτ μετανάστευσαν στο ανερχόμενο αντίπαλο στούντιο, που ονομαζόταν Accademia degli Incamminati (Ακαδημία των «νεοσύστατων» ή προοδευτικών), με επικεφαλής τον Λουδοβίκο Καρράτσι. Συνέχισαν να αποτελούν τον πυρήνα παραγωγικής κι επιτυχημένης σχολής ζωγράφων της Μπολώνια που ακολούθησαν τον ξάδερφο του Λουδοβίκου, Αννίμπαλε Καρράτσι, στη Ρώμη. Ο Ρένι ολοκλήρωσε παραγγελίες για τα πρώτα του ρετάμπλ ενώ βρισκότανε στην ακαδημία του Καρράτσι. Εγκατέλειψε την ακαδημία το 1598, μετά από μια διαμάχη με τον Λουδοβίκο γι’ απλήρωτη εργασία. Εκείνη την εποχή έκανε τις πρώτες του εκτυπώσεις, μια σειρά για τον εορτασμό της επίσκεψης του Πάπα Κλήμη Η’ ́στη Μπολόνια το 1598.
Μέχρι τα τέλη του 1601 ο Ρένι κι ο Αλμπάνι είχαν μετακομίσει στη Ρώμη για να συνεργαστούν με τις ομάδες με επικεφαλής τον Αννίμπαλε Καρράτσι στη διακόσμηση τοιχογραφιών του παλατιού Φαρνέζε. Μέχρι το 1604–05 έλαβε ανεξάρτητη παραγγελία για ρετάμπλ της Σταύρωσης του Αγίου Πέτρου. Αφού επέστρεψε για λίγο στη Μπολώνια, επέστρεψε στη Ρώμη για να γίνει ένας από τους κορυφαίους ζωγράφους στη διάρκεια της παποσύνης του Πάπα Παύλου Ε’ (Μποργκέζε). Μεταξύ 1607 και 1614 έγινε ένας από τους ζωγράφους που υποστηρίχθηκαν περισσότερο από την οικογένεια Μποργκέζε. Στο Casino dell’ Aurora, στους χώρους του Palazzo Pallavicini-Rospigliosi, βρίσκεται το αριστούργημα της τοιχογραφίας του Reni, L’Aurora. Το κτίριο ήταν αρχικά ένα περίπτερο που παραγγέλθηκε από τον καρδινάλιο Scipione Borghese, το πίσω μέρος έχει θέα στην Piazza Montecavallo και στο Palazzo del Quirinale.

Η ογκώδης τοιχογραφία πλαισιώνεται σε quadri riportati και απεικονίζει τον Απόλλωνα στο άρμα του πριν από την Αυγή (Aurora) που φέρνει φως στον κόσμο. Το έργο είναι συγκρατημένο στον κλασικισμό, αντιγράφοντας πόζες από ρωμαϊκές σαρκοφάγους και δείχνοντας πολύ περισσότερη απλότητα και αυτοσυγκράτηση από τον ταραχώδη Θρίαμβο του Βάκχου και της Αριάδνης του Καρράτσι στο Farnese. Σε αυτόν τον πίνακα, συμμαχεί πιότερο με τη πιο αυστηρή «Σχολή» της μυθοϊστορικής ζωγραφικής των Καβαλιέρε ντ’ Αρπίνο, Λανφράνκο κι Αλμπάνι και λιγότερο με τις πιο πολυσύχναστες τοιχογραφίες που χαρακτηρίζουν τον Πιέτρο ντα Κορτόνα. Υπάρχει μικρή παραχώρηση στη προοπτική και το ζωηρά χρωματισμένο στυλ είναι αντίθετο με τον τενεμπρισμό των οπαδών του Καραβάτζιο. Τα έγγραφα δείχνουν ότι πληρώθηκε 247 scudi και 54 baiocchi μετά την ολοκλήρωση του έργου του στις 24 Σεπτέμβρη 1616.
Το 1630 η οικογένεια Μπαρμπερίνι του Πάπα Ουρβανού Η’ του παρήγγειλε πίνακα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ για την εκκλησία της Santa Maria della Concezione dei Cappuccini. Ο πίνακας, που ολοκληρώθηκε το 1636, έδωσε αφορμή για παλιό θρύλο ότι είχε αναπαραστήσει το Σατανά -συνθλιμμένο κάτω από το πόδι του Αγίου Μιχαήλ- με τα χαρακτηριστικά του προσώπου του καρδινάλιου Τζιοβάνι Μπατίστα Παμφίλι ως εκδίκηση για μια προσβολή. Τοιχογράφησε επίσης το παρεκκλήσι Paoline της Santa Maria Maggiore στη Ρώμη καθώς και τις πτέρυγες Aldobrandini του Βατικανού. Σύμφωνα με φήμες, το παπικό παρεκκλήσι του Montecavallo (Παρεκκλήσι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου) ανατέθηκε στον Ρένι για να το ζωγραφίσει. Ωστόσο, επειδή ένιωθε κακοπληρωμένος από τους παπικούς υπουργούς, ο καλλιτέχνης έφυγε άλλη μια φορά από τη Ρώμη για τη Μπολώνια, αφήνοντας το ρόλο του εξέχοντος καλλιτέχνη στη Ρώμη στον Ντομενικίνο.

Επιστρέφοντας στη Μπολώνια λίγο-πολύ μόνιμα μετά το 1614, ίδρυσε εκεί πετυχημένο και παραγωγικό στούντιο. Του ανατέθηκε να διακοσμήσει τον τρούλο του παρεκκλησίου του Αγίου Δομίνικου στη Βασιλική του Αγίου Δομίνικου της Μπολώνια μεταξύ 1613-15, με αποτέλεσμα τη λαμπερή τοιχογραφία του Αγίου Δομίνικου στη Δόξα, αριστούργημα που μπορεί να συγκριθεί με το εξαίσιο Arca di San Domenico κάτω απ’ αυτό. Συνέβαλε επίσης στη διακόσμηση του παρεκκλησίου του Ροδαρίου στην ίδια εκκλησία με την Ανάσταση και το 1611 είχε ήδη ζωγραφίσει για τον Άγιο Δομίνικο μια υπέροχη Σφαγή των Αθώων που έγινε σημαντική αναφορά για το γαλλικό νεοκλασσικό στυλ, καθώς και μοντέλο για λεπτομέρειες στη Γκουέρνικα του Πικάσσο. Το 1614–15 ζωγράφισε τους Ισραηλίτες που μαζεύουν μάννα για ένα παρεκκλήσι στον καθεδρικό ναό της Ραβέννα.
Γύρω στο 1615 στη Μπολώνια, δημιούργησε ένα από τα πιο αναπαραγόμενα έργα του, τον Άγιο Σεβαστιανό (μερικές φορές αποκαλείται από τους Ιταλούς Σαν Σεμπαστιάνο). Ο πίνακας πιστεύεται ότι ήταν παραγγελία για μέλος της παπικής αυλής λόγω της παρουσίας λάπις λάζουλι στο μπλε του ουρανού, ακριβό υλικό που συνήθως προμηθεύουν οι πελάτες. Ζωγράφισε τον Άγιο Σεβαστιανό συνολικά 6 φορές, αν κι η απόδοση του 1615 είναι αναμφισβήτητα η πιο αναγνωρίσιμη. Συγκεκριμένα, ο πίνακας έχει λατρευτεί από τον Όσκαρ Ουάιλντ κι άλλους ομοφυλόφιλους καλλιτέχνες σε όλη την ιστορία.
Φεύγοντας για λίγο από τη Μπολόνια το 1618, ταξίδεψε στη Νάπολι να ολοκληρώσει παραγγελία για οροφή σε παρεκκλήσι του καθεδρικού ναού του San Gennaro. Ωστόσο, στη Νάπολι, άλλοι εξέχοντες ντόπιοι ζωγράφοι, συμπεριλαμβανομένων των Corenzio, Caracciolo και Ribera, αντιστάθηκαν σθεναρά στους ανταγωνιστές και σύμφωνα με φήμες, συνωμότησαν για να δηλητηριάσουν ή να βλάψουν με άλλο τρόπο τον Reni (όπως μπορεί να συνέβη στον Domenichino στη Νάπολη μετά από αυτόν). Ο βοηθός του Ρένι τραυματίστηκε τόσο άσχημα που επέστρεψε στη Ρώμη. Ο Ρένι, που φοβόταν πολύ μήπως δηλητηριαστεί, επέλεξε να μη μείνει περισσότερο. Μετά την αναχώρησή του από τη Ρώμη, ο Ρένι ζωγράφιζε εναλλάξ σε διαφορετικά στυλ, αλλά εμφάνιζε λιγότερο εκλεκτικά γούστα από πολλούς από τους εκπαιδευόμενους του Καρράτσι. Για παράδειγμα, το ρετάμπλ του για τον Σαμψών Νικηφόρο διατυπώνει στυλιζαρισμένες πόζες, όπως αυτές που χαρακτηρίζουν τον μανιερισμό.

Αντίθετα, η Σταύρωση κι η Ατλάντα & Ιππομένης απεικονίζουν δραματική διαγώνια κίνηση σε συνδυασμό με τα εφέ του φωτός και της σκιάς που δείχνουνε τη πιο μπαρόκ επιρροή του Καραβάτζιο. Η ταραχώδης αλλά ρεαλιστική Σφαγή των Αθώων είναι ζωγραφισμένη με τρόπο που θυμίζει τον ύστερο Ραφαήλ. Το 1625 ο Πολωνός πρίγκηψ Władysław Sigismund Vasa, επισκέφθηκε το εργαστήρι του καλλιτέχνη στη Μπολώνια στην επίσκεψή του στη Δ. Ευρώπη. Η στενή σχέση μεταξύ του ζωγράφου και του Πολωνού πρίγκηπα είχε ως αποτέλεσμα την απόκτηση σχεδίων και πινάκων. Το 1630, ενώ η Μπολώνια υπέφερε από πανώλη, ο Ρένι ζωγράφισε το Pallion del Voto με εικόνες των Αγίων Ιγνατίου Λογιόλα και Φραγκίσκου Ξαβιέ.
Μέχρι τη 10ετία 1630 το στυλ ζωγραφικής του έγινε πιο χαλαρό, λιγότερο εντυπωσιακό και κυριαρχούνταν από πιο ανοιχτά χρώματα. Όντας ψυχαναγκαστικός τζογαδόρος, βρισκότανε συχνά σε οικονομική δυσπραγία παρά τη σταθερή ζήτηση για τους πίνακές του. Σύμφωνα με τον βιογράφο του, Carlo Cesare Malvasia, η ανάγκη του ν’ ανακτήσει απώλειες από τον τζόγο είχε ως αποτέλεσμα την εσπευσμένη εκτέλεση και την παραγωγή πολλαπλών αντιγράφων των έργων του από το εργαστήρι. Οι πίνακες των τελευταίων χρόνων του περιλαμβάνουν πολλά ημιτελή έργα. Τα θέματα του είναι κυρίως βιβλικά και μυθολογικά. Ζωγράφισε λίγα πορτραίτα, του Σίξτου Ε’ και του Καρδινάλιου Bernardino Spada είναι από τα πιο αξιοσημείωτα, μαζί με της μητέρας του και μερικές αυτοπροσωπογραφίες -από τα νιάτα κι από τα γηρατειά του.
Η λεγόμενη «Βεατρίκη Σέντσι», που παλαιότερα αποδιδόταν στο Ρένι κι επαινούνταν από γενιές θαυμαστών, θεωρείται τώρα ως αμφίβολη. Η Beatrice Cenci εκτελέστηκε στη Ρώμη πριν καν ζήσει εκεί ο Reni κι έτσι δεν θα μπορούσε να καθίσει για το πορτραίτο. Πολλά χαρακτικά αποδίδονται στο Reni, μερικά από τους δικούς του πίνακες και μερικά από άλλους δασκάλους. Είναι ζωηρά, σ’ ελαφρύ στυλ λεπτών γραμμών και κουκκίδων. Η τεχνική του Ρένι, όπως χρησιμοποιήθηκε από τη σχολή της Μπολώνια, ήτανε πρότυπο για τους Ιταλούς χαράκτες της εποχής του.

Ο Ρένι πέθανε 18 Αυγούστου 1642 στη Μπολώνια και τάφηκε εκεί στο παρεκκλήσι του Ροδαρίου της Βασιλικής του San Domenico. Η ζωγράφος Elisabetta Sirani* (που ο πατέρας ήταν μαθητής του Reni και που ωρισμένοι θεωρούσανε καλλιτεχνική μετενσάρκωση του) ενταφιάστηκε αργότερα στον ίδιο τάφο. Ο Ρένι ήταν ο πιο διάσημος Ιταλός καλλιτέχνης της γενιάς του. Μέσω των πολλών μαθητών του, είχε ευρεία επιρροή στο μεταγενέστερο μπαρόκ. Στο κέντρο της Μπολώνια, ίδρυσε 2 στούντιο, γεμάτα με σχεδόν 200 μαθητές. Ο πιο διακεκριμένος μαθητής του ήταν ο Simone Cantarini, ονόματι Il Pesarese, που ζωγράφισε το πορτραίτο του δασκάλου του που βρίσκεται τώρα στη Πινακοθήκη της Μπολόνια.
Οι άλλοι μαθητές του Ρένι από τη Μπολόνια ήταν ο Αντόνιο Ράντα (στην αρχή της καρριέρας του θεωρούνταν ο καλύτερος μαθητής του, μέχρι που προσπάθησε να τονε σκοτώσει), ο Βιντσέντζο Γκότι, ο Εμίλιο Σαβονάντσι, ο Σεμπαστιάνο Μπρουνέτι, ο Τομάζο Καμπάνα, ο Ντομένικο Μαρία Κανούτι, Μπαρτολομέο Μαρεσκότι, Τζιοβάνι Μαρία Ταμπούρινο και Πιέτρο Γκαλινάρι (Πιερίνο ντελ Σινιόρ Γκουίντο). Άλλοι καλλιτέχνες που εκπαιδεύτηκαν από τον Ρένι είναι: Antonio Giarola (Cavalier Coppa), Giovanni Battista Michelini, Guido Cagnacci, Giovanni Boulanger της Τρουά, Paolo Biancucci της Lucca, Pietro Ricci ή Righi της Lucca, Pietro Lauri Monsu, Giacomo Semenza, Gioseffo και Giovanni Stefano Danedi, Giovanni Giacomo Manno, Carlo Cittadini του Μιλάνου, Luigi Scaramuccia, Bernardo Cerva, Francesco Costanzo Cattaneo της Φερράρα, Giulio Dinarelli, Francesco Gessi και Marco Bandinelli.

Πέρα από την Ιταλία, η επιρροή του Reni ήταν3 σημαντική στο στυλ πολλών Ισπανών καλλιτεχνών του μπαρόκ, όπως ο Jusepe de Ribera κι ο Murillo. Αλλά το έργο του εκτιμήθηκε ιδιαίτερα στη Γαλλία -ο Stendhal πίστευε ότι πρέπει να είχε «γαλλική ψυχή»- κι επηρέασε γενιές Γάλλων καλλιτεχνών όπως ο Le Sueur, ο Le Brun, ο Vien και ο Greuze, καθώς και σε μεταγενέστερους Γάλλους νεοκλασσικούς ζωγράφους. Τον 19ο αι., η φήμη του μειώθηκε ως αποτέλεσμα της αλλαγής του γούστου -που συνοψίζεται από τη λογοκριτική κρίση του Τζον Ράσκιν ότι το έργο του καλλιτέχνη ήτανε συναισθηματικό και ψεύτικο. Αναβίωση του ενδιαφέροντος για τον Ρένι συνέβη από το 1954, όταν σημαντική αναδρομική έκθεση του έργου του διοργανώθηκε στη Μπολόνια.
__________________________________
* Η Elisabetta Sirani (Ελιζαμπέτα Σιράνι (8 Γενάρη 1638 – 28 Αυγούστου 1665), ήταν εξαιρετική ζωγράφος και μετά το θάνατο του πατέρα και δάσκαλού της, κράτησε το ρόλο ζωγράφου και του δασκάλου και μάλιστα με επιτυχία. Μεταγενέστερη λίγο του Ρένι, απλά δε πρόλαβε να κάνει πολλά ωστόσο η Μπολώνια την είχε ψηλά. Ο πρόωρος θάνατός της δεν έχει διευκρινιστεί σίγουρα…
———————————————

Κάποτε τα απομνημονεύματα του Guido θα τον είχαν εξυψώσει στη ψηλότερη θέση, ειδικά αν είχανε γραφτεί στην Αγγλία, γιατί τα έργα του ήτανε περιζήτητα από τους γνώστες της τέχνης. Οι πίνακές του απέφεραν τεράστια ποσά κι έχαιραν της υψηλότερης εκτίμησης από τους συλλέκτες που δεν γνώριζαν τίποτα και νοιάζονταν λιγότερο για τα έργα των προηγούμενων Ιταλών ζωγράφων όπως ο Gentile da Fabriano κι ο Fra Angelico. Τώρα, προς το παρόν, τα έργα αυτού του μεγάλου τεχνίτη βρίσκονται κάτω από ένα σύννεφο κι οι εξαιρετικές του ικανότητες σύνθεσης και σύλληψης κι η ικανότητά του στο σχέδιο, κινδυνεύουν να παραβλεφθούν λόγω ολόκληρης αλλαγής της μόδας. Στα πρώτα του χρόνια ήτανε καλλιτέχνης μεγάλης καθαρότητας, συνθέτης με δραματική δύναμη, που θεωρούνταν από τους μεγαλύτερους δασκάλους της εποχής του και περιβαλλόταν από άξιους μαθητές. Αλλά μετά, η ίδια η επιτυχία του απέφερε τη καταστροφή του κι οι εικόνες της ωριμότητας και των γηρατειών του, αν και χαρακτηρίζονται από ευκολία και επιδεξιότητα, μαρτυρούν ένα ορισμένο μονότονο μελόδραμα και μια λεπτότητα του impasto που δεν έτεινε στη μονιμότητά τους.
Ήταν ένας άνθρωπος με μεγάλη ενέργεια, αλλά δυστυχώς με σημαντική έπαρση και τεράστια δραστηριότητα. Ήταν επιδέξιος χαράκτης και χαράκτης. Δούλεψε σε ασημένιο σημείο και σε παστέλ, ζωγράφισε οροφές και τοίχους σε νωπογραφία και αναρίθμητες εικόνες. Στην εποχή του ήταν ίσως ο πιο δημοφιλής καλλιτέχνης στην Ιταλία και τον 18ο αι. κατείχε παρόμοια θέση στην Αγγλία. Τώρα το έργο του θα εκτιμηθεί περισσότερο για χάρη του από ό,τι στο παρελθόν, τα ελαττώματά του θα γίνουν πιο καθαρά αντιληπτά και οι αρετές του έχουν μεγαλύτερη αξία.
============================================























