…”Και τί να κάνω;” τέλος, ψέλλισα,
ράκος απ’ τη κουραστική δουλειά.
Και η νεράιδα είπεν ήσυχα:
“Δεν πρέπει να ρωτάς πολλά“!

Βιογραφικό
O Τσαρλς Λούτγουϊτζ Ντότζσον (Charles Lutwidge Dodgson), πιότερο γνωστός με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Λιούις Κάρολλ (Lewis Carroll), ήταν ένας παγκοσμίου φήμης Άγγλος συγγραφέας -κυρίως παιδικής μυθοπλασίας-, μαθηματικός, φωτογράφος και διάκονος, με κύρια χαρακτηριστικά του, τα λογοπαίγνια κι η εξαιιρετικά γόνιμή του φαντασία. Ανάμεσα στα πιο δημοφιλή λογοτεχνικά έργα του είναι Η Αλίκη Στη Χώρα Των Θαυμάτων (η Alice Liddell, -κόρη του Κοσμήτορα της Χριστιανικής Εκκλησίας, Henry Liddell-, αναγνωρίζεται ευρέως ως το πρωτότυπο για την Αλίκη, αν κι ο ίδιος πάντα το αρνιότανε) και τα ποιήματα Το Κυνήγι Του Καρχαρομεζέ (The Hunting of the Snark) και Jabberwocky (Ο Καυγατζούκος).
Η οικογένεια του ήτανε Βορειοαγγλικής καταγωγής με ιρλανδικές ρίζες, αριστοκρατική κι ιδιαίτερα συντηρητική, διατηρώντας παραδοσιακά ισχυρούς δεσμούς με την Αγγλικανική Εκκλησία. Η πλειοψηφία των προγόνων του, προέρχονταν από τη μεσαία ή ανώτερη τάξη, καταλαμβάνοντας συχνά θέσεις στην εκκλησία και στο στρατό. Ο προπάππους του υπήρξε επίσκοπος, ενώ ο παππούς του ήταν αρχηγός του στρατού, όταν πέθανε το 1803 εν ώρα μάχης. Ο πατέρας του είχε ιδιαίτερη κλίση στα μαθηματικά, ωστόσο απέρριψε το ενδεχόμενο να ακολουθήσει μία ακαδημαϊκή σταδιοδρομία, επιλέγοντας το ρόλο του εφημέριου. Υπήρξε ενεργό μέλος της Αγγλικανικής εκκλησίας κι ένθερμος υποστηρικτής του Τζον Χένρυ Νιούμαν, ο οποίος ηγήθηκε του κινήματος της Οξφόρδης, διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στην επιστροφή της Εκκλησίας της Αγγλίας στον καθολικισμό. Το 1827, παντρεύτηκε τη 1η του ξαδέλφη, Φράνσις Τζέην Λούτγουϊτζ, με την οποία απέκτησε συνολικά 11 παιδιά, 7 κόρες και 5 γιους, μεταξύ αυτών κι ο Τσαρλς.
Γεννήθηκε στις 27 Γενάρη 1832 κι έζησε τα πρώτα του παιδικά χρόνια στο Daresbury της βόρειας Αγγλίας ενώ στα 11 ακολούθησε την οικογένειά του στο χωριό Croft-on-Tees, όπου μετακόμισε. Ο μικρός Τσαρλς λοιπόν είχε ν’ αναπτύξει μιαν αμφίρροπη σχέση με τις αξίες του πατέρα του και με την Εκκλησία της Αγγλίας στο σύνολό της. Οι 1ες του σπουδές περιλάμβαναν μαθήματα κατ’ οίκον, -οι λίστες ανάγνωσής του που διατηρούνται στα αρχεία της οικογένειας μαρτυρούν ένα πρόωρο πνεύμα: στην ηλικία των επτά, διάβαζε βιβλία πολύ πάνω για τα έτη του. Είχεν επίσης κι ένα τραύλισμα -κατάσταση που μοιράζονται τα περισσότερα από τα αδέλφια του- που συχνά επηρέασαν τη κοινωνική του ζωή καθ ‘όλη τη διάρκεια τηςζωής του.. Στα 12, οι γονείς του τον έστειλαν σε ιδιωτικό σχολείο, στη γειτονική περιοχή του Ρίτσμοντ του Βόρειου Γιορκσάιρ. Τον αμέσως επόμενο χρόνο, μεταφέρθηκε στο Rugby School, ένα από τα παλαιότερα δημόσια σχολεία του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι επιδόσεις του υπήρξαν εξαιρετικές, ωστόσο ο ίδιος σημείωσε αργότερα για τη περίοδο της φοίτησής του, “δεν μπορώ να πω πως αναπολώ τη ζωή μου στο δημόσιο σχολείο με κάποια αίσθηση ευχαρίστησης κι οι δυσκολίες που αντιμετώπισα εκεί, ήτανε συγκριτικά μεγαλύτερες από αυτές της καθημερινής ζωής μετά“.
Νεαρός ενήλικας πλέον ο Τσαρλς ήτανε ψηλός, περίπου 6 πόδια (1,83 μ.), λεπτός κι είχε καστανά μαλλιά και μπλε ή γκρίζα μάτια. Περιγράφηκε αργότερα ως κάπως να βάδιζε περίεργα, άκαμπτα κι αμήχανα, αν κι αυτό μπορεί να οφείλεται σε τραυματισμό στο γόνατο που υπέστη παλιότερα κι έμεινε κουσούρι. Επίσης μικρό παιδί, υπέστη έναν πυρετό που τον άφησε κωφά στο ένα αυτί. Στην ηλικία των 17 ετών, υπέστη σοβαρή κρίση βήχα, ο οποίος πιθανότατα ήταν υπεύθυνος για το χρόνιο αδύναμο στήθος του στη μετέπειτα ζωή. Ένα άλλο ελάττωμα που έφερε στην ενηλικίωση ήταν αυτό που χαρακτήρισε ως τραύλισμα, πράγμα που απέκτησε στην πρώιμη παιδική του ηλικία και που τονακολούθησε σ’ όλη τη ζωή του.
Το τραύλισμα ήτανε πάντα ένα σημαντικό κομμάτι της εικόνας του. Λέγεται ότι το πάθαινε μόνο με ενήλικα άτομα κι ήταν άνετος κι άπταιστος με παιδιά, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία που να υποστηρίζουν αυτή την εκδοχή. Πολλά παιδιά της γνωριμίας του θυμήθηκαν το τραύλισμα, ενώ πολλοί ενήλικες δεν κατάφεραν να το προσέξουν. Ο ίδιος ο Dodgson φαίνεται να έχει πολύ μεγαλύτερη επίγνωση αυτού από τους περισσότερους τους οποίους συνάντησε. λέγεται πως έπλασε τον εαυτό του ως Dodo (προϊστορικό αστείο μυθολογικό πουλί) στις περιπέτειες της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων, αναφερόμενος στη δυσκολία του να εκφράσει το επώνυμό του, αλλά αυτό είναι ένα από τα πολλά γεγονότα που επαναλαμβάνονται συχνά και για τα οποία δεν υπάρχουνε στοιχεία από πρώτο χέρι. Ο ίδιος πράγματι αναφερότανε στον εαυτό του ως dodo, αλλά το αν ή όχι αυτή η αναφορά ήταν για το τραύλισμα του είναι απλά εικασία.
Ζούσε σε μια εποχή που οι άνθρωποι σχεδίαζαν συνήθως τις δικές τους διασκεδάσεις κι όταν απαιτούσαν κοινωνικές δεξιότητες, τραγούδι κι απαγγελία, ο νεαρός Ντόντζσον ήτανε καλά εξοπλισμένος για να είναι ένας αστείος ψυχαγωγός, παρόλο του το υποτιθέμενο τραύλισμα. Σύμφωνα με πληροφορίες, θα μπορούσε να τραγουδήσει ανεκτά καλά και δεν φοβόταν να το κάνει σε ακροατήριο. Ήταν ειδικός στη μίμηση και την αφήγηση κι ήταν εξαιρετικά προικισμένος στους γρίφους, τους συλλαβόγριφους, τις αμφισημίες και τα λογοπαίγνια. Κλείνω τη παρένθεση και συνεχίζω στο βίο του.
Ο Ντάντε Γκάμπριελ Ροσσέτι υπό Κάρολλ
Το Γενάρη του 1851 εγκαταστάθηκε στην Οξφόρδη, όπου φοίτησε στο κολλέγιο Christ Church, στο οποίο είχε σπουδάσει παλιότερα κι ο πατέρας του. Εκεί, μόλις 2 μέρες αργότερα έλαβε μήνυμα πως η μητέρα του είχε πεθάνει από φλεγμονή του εγκεφάλου -ίσως μηνιγγίτιδα ή εγκεφαλικό επεισόδιο- μόλις στα 47 της. Η πρώιμη ακαδημαϊκή του πορεία παλινδρομούσε ανάμεσα σε υψηλές υποσχέσεις κι ακαταμάχητη απόσπαση της προσοχής. Δεν εργάστηκε πάντα σκληρά, αλλά ήταν εξαιρετικά ταλαντούχος κι η επιτυχία ήρθε εύκολα. Οι ακαδημαϊκές του επιδόσεις υπήρξαν υψηλές, ειδικώτερα στα μαθηματικά, εξασφαλίζοντάς του υποτροφίες κι άλλες διακρίσεις, από τον παλιό φίλο του πατέρα του Canon Edward Pusey. Τον Οκτώβρη του 1855 έγινε λέκτορας του κολλεγίου στα μαθηματικά, θέση που θα διατηρούσε μέχρι το 1881. Του χορηγήθηκε υποτροφία (studentship) από το Christ Church, την οποία διατήρησε φροντίζοντας να ακολουθήσει τα θρησκευτικά ήθη που επέβαλε το κολλέγιο, μεταξύ αυτών και την υπόσχεση να παραμείνει άγαμος -κι όπου το γραφείο του ήταν κοντά στο Deanery όπου ζούσε η Αλίκη Λίντελ.
Στις 22 Δεκεμβρίου του 1862, χρίστηκε διάκονος της Εκκλησίας της Αγγλίας, ωστόσο δεν ανελίχθηκε στην εκκλησιαστική ιεραρχία, όπως αναμενόταν. Δεν είναι γνωστοί οι λόγοι για τους οποίους αρνήθηκε μία τέτοια εξέλιξη, κάτι που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα οδηγούσε στην αποβολή του από το κοlλέγιο, αν ο τότε πρύτανης, Χένρι Λίντελ, δεν του επέτρεπε να παραμείνει, παραβιάζοντας ανεξήγητα τους κανόνες του κολλεγίου. Μία από τις ερμηνείες που έχουνε διατυπωθεί, προκειμένου να εξηγηθεί η στάση του Ντότζσον, είναι πως διαπνεόταν εκείνη τη περίοδο από συναισθήματα ενοχής κι αμαρτίας, όπως ο ίδιος εκφράζει στα ημερολόγιά του, αν και δεν είναι σαφείς οι λόγοι που τον οδηγούσανε σε τέτοιου είδους σκέψεις. Είναι πιθανό να υπήρξε διστακτικός και λόγω γενικώτερων αμφιβολιών του απέναντι στην ίδια την Αγγλικανική Εκκλησία. Ο 1ος του βιογράφος, Στιούαρτ Ντότζσον Κόλλιγκγουντ, αποδίδει εν μέρει την απόφασή του στο τραύλισμά του, που θα τονε δυσκόλευε να κηρύττει, αν κι όπως ο ίδιος σημειώνει, δεν ήτανε λίγες οι φορές που κήρυττε ανεπίσημα.
Ο Μιλέ δια φωτό, Κάρολλ
Με την ιδιότητα του μαθηματικού, δημοσίευσε αρκετά βιβλία, ως επί το πλείστον εγχειρίδια, όπως τα A syllabus of plane algebraical geometry (1860), Two Books of Euclid (1860), The Formulae of Plane Trigonometry (1861), Condensation of Determinants (1866), Elementary Treatise on Determinants (1867), Examples in Arithmetic (1874), Euclid and his modern rivals (1879), Curiosa Mathematica, Part I: A New Theory of Parallels (1888) και Curiosa Mathematica, Part II: Pillow Problems thought out during Sleepless Nights (1893). Κανέν απ’ τα έργα αυτά δε διήρκεσε στο χρόνο, ούτ’ είχε σημαντική συμβολή στα μαθηματικά, αλλά το Euclid and his modern rivals που υπερασπίζεται τη χρήση των Στοιχείων του Ευκλείδη για τη διδασκαλία της γεωμετρίας, παρουσιάζει ιστορικό ενδιαφέρον, ενώ είναι γραμμένο σε μορφή θεατρικού έργου, περιγράφοντας την εμφάνιση του φαντάσματος του Ευκλείδη μπρος στους σύγχρονους μαθηματικούς.
Ήδη από νεαρή ηλικία, έγραφε ποιήματα και διηγήματα, που δημοσίευε σε λογοτεχνικά περιοδικά με σχετική επιτυχία. Το 1854, ξεκίνησε να συνεισφέρει ως συντάκτης, στο περιοδικό The Comic Tunes, δημοσιεύοντας ποιήματα, κυρίως σατιρικού ύφους. Λίγο αργότερα, γράφοντας στο περιοδικό The Train, χρησιμοποίησε 1η φόρα λογοτεχνικό ψευδώνυμο, για τη δημοσίευση του ποιήματος Solitude. Αρχικά, πρότεινε στον εκδότη του περιοδικού, Έντμουντ Γέιτς, το όνομα Dares, προερχόμενο από το Daresbury που αποτελούσε τον τόπο γέννησης του. Ο Γέιτς δεν το ‘κανε αποδεκτό κι ο Ντότζσον του πρότεινε 4 εναλλακτικά ονόματα, εκ των οποίων τελικά, ο Γέιτς επέλεξε το Λιούις Κάρολλ (Lewis Caroll). Δημοσίευσε έργα του και σε μικρότερα περιοδικά όπως τα Whitby Gazette κι Oxford Critic.
To 1856, γνωρίστηκε με τον νέο πρύτανη του κολλεγίου του, τον Χένρυ Λίντελ, που μόλις είχε τοποθετηθεί κι εγκαταστάθηκε στο Chist Church με την οικογένειά του, αποτελούμενη από τη σύζυγό Λορίνα του και 3 κόρες, μεταξύ αυτών κι η Άλις. Συνδέθηκε στενά με την οικογένεια κι ειδικώτερα με τη μητέρα και τα 3 κορίτσια τους, Λορίνα, Ήντιθ κι Άλις. Το 1862, στη διάρκεια μιας εκδρομής, προκειμένου να τα διασκεδάσει τους διηγήθηκε μιαν ιστορία που θ’ αποτελούσε τη βάση για τη μετέπειτα συγγραφή του πιο δημοφιλούς λογοτεχνικού του έργου. Όταν η Άλις του ζήτησε να καταγράψει την ιστορία αυτή, εκείνος της παρουσίασε αργότερα, το Νοέμβρη του 1864, ένα χειρόγραφο με τον τίτλο Alice’s Adventures Under Ground (Οι περιπέτειες της Αλίκης κάτω από το έδαφος). Νωρίτερα, είχε παρουσιάσει το ημιτελές χειρόγραφο στους αδελφούς Μακμίλαν, του ομώνυμου εκδοτικού οίκου, από τους οποίους είχε γίνει θερμά δεκτό. Το έργο εκδόθηκε τελικά το 1865 με τον τίτλο Alice’s Adventures in Wonderland (Οι περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων), με εικονογράφηση του Σερ Τζον Τένιελ κι είχε σημαντική εμπορική απήχηση, προσδίδοντάς του μεγάλη φήμη. Θεωρείται εν γένει πως ο χαρακτήρας της Αλίκης είναι βασισμένος στην Άλις Λίντελ, ωστόσο ο ίδιος ο Κάρολλ, αργότερα διέψευσε πως η ηρωίδα του βιβλίου στηρίζεται σε κάποιο υπαρκτό πρόσωπο.
Έχει σημειωθεί πως ο ίδιος αρνήθηκε και μάλιστα επανειλημμένα, αργότερα, πως η μικρή του ηρωίδα βασίστηκε σε οποιοδήποτε πραγματικό παιδί και συχνά αφιέρωνε τα έργα του σε κορίτσια που γνώριζε, προσθέτοντας τα ονόματά τους σε ακροστιχίδες-ποιήματα στην αρχή του κειμένου. Το όνομα της Gertrude Chataway εμφανίζεται σ’ αυτή τη μορφή στην αρχή του The Hunting of the Snark και δεν προτείνεται πως αυτό σημαίνει ότι κάποιος από τους χαρακτήρες της αφήγησης βασίζεται σε αυτήν.
Εν τω μεταξύ, μεταξύ των πρώιμων δημοσιευμένων γραπτών του και της επιτυχίας των βιβλίων της Αλίκης, άρχισε να κινείται στο χώρο των προρραφαηλιτών. Συναντήθηκε 1η φορά με τον John Ruskin το 1857 κι γίνανε φίλοι. Περί το 1863 ανέπτυξε στενή σχέση με τον Dante Gabriel Rossetti και την οικογένειά του. Συχνά έβγαζε φωτογραφίες της οικογένειας στον κήπο του σπιτιού του Rossetti στο Τσέλσι του Λονδίνου. Γνώριζε επίσης τον William Holman Hunt, τον John Everett Millais και τον Arthur Hughes, μεταξύ άλλων καλλιτεχνών. Γνώριζε καλά τον παραμυθά συγγραφέα Γκρέιτς Μακντόναλντ -ήταν η ενθουσιώδης υποδοχή της Αλίκης από τα νεαρά παιδιά του MacDonald που τον πείσανε να υποβάλλει το έργο για δημοσίευση.
Τα χριστούγεννα του 1871, δημοσιεύτηκε η συνέχεια του βιβλίου (Through the Looking-Glass, and What Alice Found There) ενώ το 1876 εκδόθηκε το τελευταίο σημαντικό του έργο, Το Κυνήγι Του Καρχαρομεζέ (The Hunting of the Snark), ένα μακροσκελές ποίημα μ’ έντονα στοιχεία φαντασίας, όπως κι η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων. Το τελευταίο του μυθιστόρημα (Silvie and Bruno) δημοσιεύτηκε σε 2 τόμους, το 1889 και 1893 αντίστοιχα, χωρίς να ‘χει θερμή υποδοχή. Παρά την επιτυχία του ως συγγραφέας, μετά την έκδοση της Αλίκης, συνέχισε να διδάσκει στο κολλέγιο του Christ Church, όπου και διέμενε, μέχρι το 1881. Τότε εγκατέλειψε τη διδασκαλία των μαθηματικών και τα επόμενα χρόνια αφοσιώθηκε αποκλειστικά στο συγγραφικό του έργο. Το 1869, απέκτησε σπίτι στο Γκίλντφορντ (Guildford), όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του, μαζί με 6 αδελφές του.
Η μόνη γνωστή περίπτωση στην οποία ταξίδεψε στο εξωτερικό ήταν ένα ταξίδι στη Ρωσία το 1867 ως εκκλησιαστικός, μαζί με τον Αιδεσιμώτατο Χένρι Λίντον. Αναφέρει το ταξίδι στη “ρωσική εφημερίδα” του, που κυκλοφόρησε 1η φορά στο εμπόριο το 1935. Στο δρόμο του προς τη Ρωσία και πίσω, είδε επίσης διαφορετικές πόλεις στο Βέλγιο, τη Γερμανία, στη Πολωνία και τη Γαλλία. Ο Dodgson πέθανε από πνευμονία μετά από τη γρίππη στις 14 Γενάρη 1898 στο σπίτι των αδελφών του, “The Chestnuts”, στο Guildford, στο νομό Surrey. Ήταν 2 βδομάδες πριν κλείσει τα 66 του. Η κηδεία του πραγματοποιήθηκε στη κοντινή εκκλησία της Αγίας Μαρίας. Το σώμα του είναι θαμμένο στο νεκροταφείο του Mount Guildford.
Σε γενικές γραμμές, παραδοσιακά θεωρείται, πολιτικά, θρησκευτικά και προσωπικά, συντηρητικός. Ο Μάρτιν Γκάρντνερ τον επισημαίνει σαν Τόρι, πους “άρεσε στους άρχοντες κι είχε την τάση να είναι σνομπ με τα παρακατιανά”. Ο Αιδεσιμότατος W. Tuckwell, στο Reminiscences of Oxford (1900), τονε θεωρούσε ως “αυστηρό, ντροπαλό, εντελώς απορροφημένο από το μαθηματικό ύφος, αδιάφορο για την αξιοπρέπειά του, άκαμπτα συντηρητικό στη πολιτική, θεολογική, κοινωνική θεωρία“. Χρίστηκε διάκονος στην εκκλησία της Αγγλίας στις 22 Δεκέμβρη 1861. Στην εφημερίδα The Life and Letters ο συντάκτης του δηλώνει ότι “το ημερολόγιό του είναι γεμάτο τέτοιες μετριοπαθείς υποτιμήσεις του εαυτού του και του έργου του, διαστρεβλωμένη με σοβαρές προσευχές (κι ιδιωτικό για να αναπαραχθεί εδώ) ότι ο Θεός θα του συγχωρούσε το παρελθόν και θα τονε βοηθήσει να εκτελέσει το άγιον του θέλημα στο μέλλον“. Όταν ένας φίλος τονε ρώτησε για τις θρησκευτικές του απόψεις, ο Dodgson απάντησε πως ήταν μέλος της Εκκλησίας της Αγγλίας, αλλά “αμφισβητούσε ό,τι ήταν απόλυτο, ο Υψηλός Εκκλησιαστής”. Αυτός πρόσθεσε:
“Πιστεύω πως όταν εσείς κι εγώ πλαγιάσουμε για στερνή φορά, αν μόνο μπορούμε να κρατήσουμε σταθερά τις μεγάλες αλήθειες που μας δίδαξε ο Χριστός -η δική μας απόλυτη άνευ αξίας κι η άπειρη αξία Του κι ότι μας έχει φέρει πίσω στον ένα Πατέρα και γίνουμε αδελφοί Του κι αδελφοί ο ένας στον άλλο- θα ‘χουμε όλα όσα πρέπει να μας καθοδηγήσουν μες απ’ τις σκιές. Ασφαλώς αποδέχομαι πλήρως τα διδάγματα που αναφέρετε -πως ο Χριστός πέθανε για να μας σώσει, ότι δεν έχουμε άλλον τρόπο σωτηρίας ανοιχτό σε μας, αλλά μέσω του θανάτου Του κι ότι με τη πίστη σ’ Αυτόν και χωρίς καμμιάν αξία από τη μεριά μας, είμαστε συμφιλιωμένοι με τον Θεό· και σίγουρα μπορώ να πω θερμά: «χρωστάω τα πάντα σ’ Εκείνον που με αγάπησε και πέθανε στο Σταυρό του Γολγοθά“. – Carroll (1897)
Ο Κάρολλ άφησε ένα πολύ σημαντικό αριθμό επιστολών καθώς κι ημερολογιακές καταγραφές, στις οποίες παρουσίαζε αναλυτικά τις δραστηριότητες του. Συνολικά υπήρχανε 13 τόμοι προσωπικών ημερολογίων, 4 εκ των οποίων αγνοούνται σήμερα. Ο 1ος ξεκινά πριν τον Οκτώβρη του 1853 ενώ η τελευταία καταγραφή σημειώνεται το Δεκέμβρη του 1897. Μετά το θάνατο του, οι χειρόγραφες σημειώσεις του παραμείνανε στην οικογένεια Ντότζσον, ενώ τα ημερολόγιά του πουληθήκανε στη Βρεττανική Βιβλιοθήκη το 1969, όταν κι ανακαλύφθηκε πως ήσαν ελλιπή. Ο 1ος βιογράφος κι ανηψιός του, Στιούαρτ Ντότζσον Κόλιγκγουντ, υπήρξεν ο μοναδικός που ‘χε πρόσβαση σ’ όλο το ημερολογιακό υλικό, προκειμένου να ολοκληρώσει τη 1η βιογραφία του, που εκδόθηκε το 1898. Σε κάποια χρονική στιγμή μέχρι το 1932, χρονιά των 100 ετών από τη γέννησή του, κατά την οποία αναβίωσεν έντονο ενδιαφέρον για το συγγραφέα, 4 τόμοι ημερολογίων εξαφανίστηκαν καθώς και 10 μεμονωμένες σελίδες από τους υπόλοιπους 9.
Επισήμως, οι τόμοι αυτοί χάθηκαν από αμέλεια, ωστόσο έχει αναπτυχθεί έντονη φημολογία περί σκόπιμης απόκρυψής τους από μέλη της οικογένειας του Κάρολλ, προκειμένου να προστατευθεί η υπόληψή του ή να μη δημοσιοποιηθούνε συγκεκριμένες πτυχές της ζωής του. Άγνωστο παραμένει επίσης αν οι μεμονωμένες σελίδες που απουσιάζουν από τους υπόλοιπους εννέα τόμους των ημερολογίων, έχουν αφαιρεθεί από τον ίδιο τον Κάρολλ ή κάποιον συγγενή του. Τόσο οι χαμένοι τόμοι, όσο και οι σελίδες που έχουν αφαιρεθεί, καλύπτουν χρονικά την περίοδο 1853-1862, ενώ μία από τις σελίδες, έχει αφαιρεθεί από τις καταγραφές του Κάρολλ για τον Ιούνιο του 1863. Το χαμένο υλικό, περιγράφει συνολικά μία περίοδο πέντε χρόνων από τη ζωή του συγγραφέα, για την οποία έχουν γίνει πολλές υποθέσεις, χωρίς όμως να στηρίζονται σε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία. Εκτός από τα ημερολόγια, εκτιμάται ότι συνολικά το 80% του προσωπικού αρχείου του Κάρολλ, που περιείχε εκτός από πληθώρα επιστολών και αρκετές φωτογραφίες, έχει χαθεί ή καταστραφεί.
Κατά τη διάρκεια της ζωής του είχε αρκετές “παιδικές φίλες” (child-friends, όπως ο ίδιος τις αποκαλούσε), νεαρά κορίτσια που βρίσκονταν στη προεφηβική περίοδο, ενώ παρουσιάζεται ως δεδομένη η αγάπη του κι η προσήλωσή του στα παιδιά. Το γεγονός αυτό, έχει συχνά ερμηνευτεί από αρκετούς σύγχρονους βιογράφους του ως δείγμα παιδοφιλίας, σε πλατωνικό ωστόσο επίπεδο. Προς υποστήριξη αυτής της ερμηνείας, προβάλλονται ρομαντικές και θερμές επιστολές του προς “παιδικές φίλες” καθώς και φωτογραφίες του -ορισμένες από αυτές γυμνές- που απεικονίζουν νεαρά κορίτσια. Σύμφωνα με τον βιογράφο του Κάρολλ, Μόρτον Ν. Κοέν, “δεν μπορούμε να γνωρίζουμε σε ποιον βαθμό, οι σεξουαλικές ορμές του Ντότζσον βρίσκονται πίσω από την προτίμησή του να ζωγραφίζει και να φωτογραφίζει γυμνά παιδιά. Εκείνος υποστήριζε πως η προτίμηση αυτή ήταν καθαρά αισθητική. Ωστόσο, με δεδομένη την συναισθηματική του προσήλωση στα παιδιά καθώς και την εκτίμησή του απέναντι στις αισθητικές τους φόρμες, ο ισχυρισμός του ότι το ενδιαφέρον του ήταν αυστηρά καλλιτεχνικό, είναι αφελής”. O Κοέν, καθώς κι άλλοι βιογράφοι, έχουν επίσης ισχυριστεί πως ο Κάρολλ είναι πιθανό να ζήτησε σε γάμο την 11χρονη Άλις Λίντελ, αν και κάτι τέτοιο δεν έχει αποδειχθεί ούτε υποστηρίζεται από τα διαθέσιμα ημερολόγιά του. Οι απόψεις περί ενδεχόμενης παιδοφιλίας του Κάρολλ συνδέονται συχνά με τα χαμένα ημερολόγιά του και προβάλλονται ως πιθανή εξήγησή τους, θεωρώντας δηλαδή πως αυτά περιέχουν αναφορές στην “ιδιαιτερότητα” του.
Πρόσφατες μελέτες της Καρολάιν Λιτς, επιδιώκουν να ανατρέψουν αυτή τη διαδεδομένη αντίληψη για τον Κάρολλ. Η συγγραφέας υποστηρίζει πως η δεδομένη αγάπη του για τις παιδικές του φίλες έχει τονιστεί υπερβολικά, χωρίς να υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για ενδεχόμενη παιδοφιλία, ενώ χαρακτηρίζει πολλές από τις παγιωμένες απόψεις γύρω από την προσωπικότητά του ως “μύθο” που έχει διατηρηθεί στο πέρασμα των χρόνων από την πλειοψηφία των βιογράφων του. Έπειτα από μελέτη των ημερολογίων του Κάρολλ, καταλήγει στο συμπέρασμα πως πολλές από τις αποκαλούμενες παιδικές του φίλες ήταν στη πραγματικότητα μεγαλύτερης ηλικίας, ενώ τονίζει και τις σχέσεις του με ενήλικες γυναίκες. H αμφισβήτηση των υποθέσεων περί παιδοφιλίας του Κάρολλ, στηρίζεται επίσης στο επιχείρημα πως τέτοιου είδους σύγχρονες ερμηνείες, δεν λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες αντιλήψεις, σε ζητήματα αισθητικής και ηθικής, που ίσχυαν στη Βικτωριανή Εποχή.
Έδειξεν επίσης ενδιαφέρον για άλλους τομείς. Ήταν πρώιμο μέλος της Εταιρείας Ψυχικής Έρευνας και μία από τις επιστολές του υποδηλώνει ότι δέχτηκε ως πραγματικό αυτό που στη συνέχεια ονομάστηκε “ανάγνωση σκέψης”. ‘Εγραψεν επίσης μερικές μελέτες διαφόρων φιλοσοφικών επιχειρημάτων. Το 1895 ανέπτυξε φιλοσοφικό επιχείρημα regressus σχετικά με τη παραπλανητική συλλογιστική στο άρθρο του “Τι η χελώνα έλεγε στον Αχιλλέα“, που εμφανίστηκε σ’ έναν από τους 1ους τόμους του Νου. Το άρθρο ανατυπώθηκε στο ίδιο περιοδικό 100 χρόνια μετά το 1995, συνοδευμένο με ένα άρθρο του Simon Blackburn με τίτλο “Practical Tortoise Raising“.
Το πάθος του Τσαρλς ήτανε τα Mαθηματικά, αλλά στον ελεύθερο χρόνο του ασχολιόταν επίσης και με πλήθος άλλων δημιουργικών ασχολιών, ανάμεσά τους η συγγραφή κι η φωτογραφία. Το κεντρικό θέμα των δημιουργιών του ήταν, ως επί το πλείστον, τα μικρά κορίτσια. Του άρεσε να ζωγραφίζει και να φωτογραφίζει τις μικρές του φίλες. Το γνωστότερο βιβλίο του ήταν εμπνευσμένο από ένα 10χρονο κορίτσι, το οποίο ήταν και το αγάπημενο του μοντέλο στις φωτογραφίσεις.
Στις 4 Ιουλίου του 1862, ο Αιδεσιμότατος Τσαρλς Ντότζσον κι ένας φίλος του, συνόδευαν τη 10χρονη Άλις Σιντέλ και τις αδερφές της σε μια βαρκάδα. Καθώς έκαναν κουπί, η μικρή Άλις ζήτησε από τον Τσαρλς να της πει μια ιστορία. Ο Αιδεσιμότατος συνήθιζε να ψυχαγωγεί τους νεαρούς φίλους του με ευφάνταστα παραμύθια και κείνη τη μέρα, δημιούργησε νέο, για κοπέλα που πέφτει σε τρύπα στο έδαφος. Το κοινό του ενθουσιάστηκε τόσο πολύ με την ιστορία, που του ζήτησε να τη γράψει σε χαρτί για να την έχουν μαζί τους. Λίγους μήνες μετά, ο Τσαρλς παρέδωσε στην Άλις το χειρόγραφο, στο οποίο είχε βάλει τον τίτλο: “Οι Περιπέτειες της Άλις Κάτω από το Έδαφος”.
Ένας γνωστός του, ο Τζορτζ Μακντόναλντ, έτυχε να διαβάσει το βιβλίο και το λάτρεψε. Αφού το διάβασαν και τα παιδιά του και έδωσαν την έγκρισή τους, ο Μακντόναλντ απευθύνθηκε σε ένα εκδότη. Μετά την απόρριψη πιθανών εναλλακτικών τίτλων –Alice Among the Fairies και της Χρυσής Ωρας της Alice– το έργο δημοσιεύθηκε τελικά ως γνωστόν πλέον, το 1865 με το ψευδώνυμο Lewis Carroll, που το χρησιμοποίησε 1η φορά 9 χρόνια νωρίτερα. Οι εικονογραφήσεις αυτή τη φορά ήταν από τον Sir John Tenniel. Ο Dodgson προφανώς σκέφτηκε ότι ένα δημοσιευμένο βιβλίο θα χρειαζόταν τις δεξιότητες ενός επαγγελματία καλλιτέχνη. Τελικά το βιβλίο βγήκε στα ράφια των βιβλιοπωλείων 2 Αυγούστου 1865, με τίτλο Η Αλίκη Στη Χώρα Των Θαυμάτων.
Οι σχολιασμένες εκδόσεις παρέχουν ιδέες σε πολλές από τις ιδέες και τις κρυφές έννοιες που επικρατούνε σ’ αυτά τα βιβλία. Η κριτική συχνά πρότεινε τις φροϋδικές ερμηνείες του βιβλίου ως “κατάβαση στο σκοτεινό κόσμο του υποσυνείδητου”, καθώς επίσης και την εμφάνιση του ως σάτιρα στις σύγχρονες μαθηματικές εξελίξεις. Να επίσης να σημειωθεί πως πολύ αργότερα αυτό το χειρόγραφο δόθηκε σε δημοπρασία από την ίδια την Alice Liddell στο Sothebys και πουλήθηκε σε συλλέκτη για περίπου 1/2 εκ. δολλάρια. Οι Περιπέτειες της Αλίκης περιγράφουν με φαντασία και παιδικό αυθορμητισμό τις περιπέτειες ενός κοριτσιού, η οποία μετά τη πτώση της σε λαγότρυπα, περιπλανιέται σε φανταστικό κόσμο. Αψηφά τους νόμους της βαρύτητας, βρίσκει ποτά που τη κονταίνουνε και τρώει κέικ που τη μεγαλώνουνε, συναντά λαγούς που μιλάνε και γάτες που μόνιμα γελάνε.
Η συντριπτική εμπορική επιτυχία αυτού του βιβλίου, άλλαξε τη ζωή του Dodgson με πολλούς τρόπους. Η φήμη του alter ego “Lewis Carroll” εξαπλώθηκε σύντομα σ’ όλο το κόσμο. Κατακλύστηκε μερικές φορές με μιαν ανεπιθύμητη προσοχή. Πράγματι, σύμφωνα με μια δημοφιλή φήμη, η ίδια η βασίλισσα Βικτόρια απολάμβανε το βιβλίο τόσο πολύ που διέταξε να της αφιερώσει το επόμενο βιβλίο του κι ότι αυτός το έκανε σε κάποιο επόμενο μαθηματικό του βιβλίο. Ο ίδιος αρνήθηκε έντονα αυτή τη φήμη, σχολιάζοντας: “Είναι εντελώς ψευδής σε κάθε περίπτωση: ούτε καν πλησιάζει στη πραγματικότητα“, κι είναι απίθανο για άλλους λόγους. Όπως ο Τ. Β. Πάουερ σχολίασε σε άρθρο του στους Times, “Θα ‘τανε καθαρά πρακτικά παράλογο ως αδύνατο να εντοπίσει τον συγγραφέα της Αλίκης από το συγγραφέα των μαθηματικών έργων του“. Ξεκίνησε επίσης να κερδίζει αρκετά σημαντικά χρηματικά ποσά, αλλά συνέχισε με τη φαινομενικά ανικανοποίητη θέση του στην Εκκλησία του Χριστού.
Αργά το 1871, δημοσίευσε τη συνέχεια. (Η σελίδα τίτλου της 1ης έκδοσης αποδίδει λανθασμένα ως “1872” την ημερομηνία δημοσίευσης.) Η κάπως πιο σκοτεινή του διάθεση στην έκδοση του 2ου βιβλίου της Αλίκης, αντικατοπτρίζει ενδεχομένως τις αλλαγές στη ζωή του. Ο θάνατος του πατέρα του το 1868 τον έριξε σε κατάθλιψη που κράτησε μερικά χρόνια.
Η σχέση του 29χρονου Ντότζσον με τη νεαρή Άλις τράβηξε το ενδιαφέρον των μελετητών, αν και δεν είχε σχολιαστεί αρνητικά από τους σύγχρονούς του. Τη γνώρισε μέσω του πατέρα της, που ήτανε συνεργάτης του. Ο ντροπαλός Ντότζσον συνήθιζε να τραυλίζει και μόνο με τα παιδιά μπορούσε να μιλήσει κανονικά. Είχε πολλούς μικρούς φίλους και λάτρευε να τους διδάσκει Mαθηματικά αν είχαν κλίση. Η 10χρονη Άλις κι η οι αδερφές της έγιναν η αγαπημένη του παρέα μέχρι και το 1863, όταν διακόπηκαν απότομα οι σχέσεις του με την οικογένεια Λιντέλ… Μέχρι προσφάτως, οι μελετητές υποστήριζαν ότι η ρήξη προκλήθηκε, επειδή ο Ντότζσον έκανε πρόταση γάμου στην ανήλικη Άλις. Τα πραγματικά γεγονότα δεν ήταν γνωστά, γιατί έλειπαν οι σελίδες εκείνης της περιόδου από το ημερολόγιό του. Το 1996 όμως, η ερευνήτρια Κάρολλιν Λιτς, εντόπισε τις χαμένες σελίδες και αποκάλυψε την αληθινή αιτία. Ο κόσμος είχε αρχίσει να μιλά για τη σχέση του Ντότζσον, όχι με τη 10χρονη κόρη, αλλά την ενήλικη γκουβερνάντα. Μάλιστα, η μεγαλύτερη αδελφή της Άλις, η 15χρονη Λορίνα, έτρεφε πολύ τρυφερά αισθήματα για τον νεαρό Αιδεσιμότατο κι η οικογένειά της, έκρινε σκόπιμο να την απομακρύνει από αυτόν.
Το 1876, παρήγαγε την επόμενη μεγάλη του δουλειά, The Hunting of the Snark, ένα φανταστικό ποίημα “ανοησίας” που εξερευνά τις περιπέτειες ενός παράξενου πληρώματος από 9 εμπόρους κι ένα κάστορα που ξεκίνησε να βρει το σκουός. Έχει λάβει κατά κύριο λόγο ανάμικτα σχόλια από τους σύγχρονους κριτικούς του, αλλά ήταν εξαιρετικά δημοφιλές στο κοινό, αφού ανατυπώθηκε 17 φορές μεταξύ 1876 και 1908 κι είδε διάφορες προσαρμογές σε μουσικά όργανα, όπερα, θέατρο, έργα και μουσική. Ο Dante Gabriel Rossetti φημολογείται είναι το πρόσωπο που απεικονίζεται σε αυτό, αλλά άλλοι ερευνητές θεωρούνε πως είναι απεικόνιση του ίδιου του Κάρολλ.
Το 1895, 30 χρόνια μετά τη δημοσίευση των αριστουργημάτων του, προσπάθησε να επιστρέψει, δημιουργώντας μια ιστορία δύο τόμων με το Sylvie & Bruno. δυο αδέλφια ξωτικών. Ο Carroll περικλείει δύο τοπία σε δύο παράλληλους κόσμους, ένα στην αγροτική Αγγλία κι άλλο στα παραμύθια του Elfland, Outland κι άλλα. Ο παραμυθένιος κόσμος σατιρίζει την αγγλική κοινωνία και πιο συγκεκριμένα τον κόσμο της ακαδημαϊκής κοινότητας. Το βιβλίο αυτό θεωρείται μικρότερης αξίας έργο, παρόλο που ‘χει παραμείνει στο πρώτο λύκο ύλη για περισσότερο από έναν αιώνα.
Το 1856, καταπιάστηκε με τη νέα μορφή της τέχνης της φωτογραφίας κάτω από την επιρροή του θείου του Skeffington Lutwidge κι αργότερα του φίλου του της Οξφόρδης Reginald Southey. Σύντομα διακρίθηκε στην τέχνη κι έγινε ένας γνωστός διάσημος φωτογράφος επίσης και μάλιστα φαίνεται να ‘χει παίξει με την ιδέα ν’ αλλάξει δραστηριότητα στη ζωή του, στα πρώτα χρόνια.
Μια μελέτη των Ρότζερ Τέιλορ κι Edward Wakeling απαριθμεί εξαντλητικά κάθε σωμένη εκτύπωση κι ο Taylor υπολογίζει ότι πάνω από το ήμισυ των έργων του απεικονίζει νεαρά κορίτσια, αν και το 60% του αρχικού του φωτογραφικού χαρτοφυλακίου λείπει τώρα. Ο Dodgson έκανε επίσης πολλές μελέτες για άνδρες, γυναίκες, αγόρια και τοπία. τα θέματα του περιλαμβάνουν επίσης σκελετούς, κούκλες, σκυλιά, αγάλματα, πίνακες ζωγραφικής και δέντρα. Οι παιδικές φωτογραφίες του τραβήχτηκαν με έναν γονέα παρόντα και πολλές από τις φωτογραφίες τραβήχτηκαν στον κήπο του Liddell επειδή το φυσικό ηλιακό φως ήταν απαραίτητο για καλές λήψεις. Βρήκε επίσης τη φωτογραφία να είναι ένα χρήσιμο εισόδημα σε υψηλότερους κοινωνικούς κύκλους. Στη διάρκεια του πιο παραγωγικού μέρους της καρριέρας του, έκανε πορτραίτα αξιοσημείωτων καλλιτεχνών της εποχής, όπως ο John Everett Millais, η Ellen Terry, ο Dante Gabriel Rossetti, η Julia Margaret Cameron, ο Michael Faraday, ο Λόρδος Salisbury κι ο Alfred Tennyson.
Μέχρι τη στιγμή που σταμάτησε απότομα τη φωτογραφία (1880, πάνω από 24 χρόνια), είχε εγκαταστήσει το δικό του στούντιο στην οροφή του Tom Quad, δημιούργησε περίπου 3.000 φωτογραφίες κι ήταν ερασιτέχνης κύριος του μέσου, αν και σώθηκαν λιγότερες από 1.000 συνεπεία χρόνου και καταστροφής εξ επίτηδες. Σταμάτησε τη λήψη φωτογραφιών επειδή η διατήρηση του εργαστηρίου του ήτανε χρονοβόρα. Χρησιμοποίησε τη διαδικασία του υγρού κολλοειδούς, -οι εμπορικοί φωτογράφοι που άρχισαν να χρησιμοποιούνε τη διαδικασία ξηρής πλάκας στη 10ετία του 1870 και βγάζανε φωτογραφίες πιο γρήγορα. Η δημοφιλής ασχολία άλλαξε με την έλευση του Μοντερνισμού, επηρεάζοντας τους τύπους φωτογραφιών που παρήγαγε.
Για να προωθήσει το γράψιμο των επιστολών, ο Dodgson εφηύρε το The Wonderland Postage-Stamp Case το 1889. Αυτός ήταν ένας φάκελος που είχε 12 υποδοχές, 2 χαρακτήρες: ο ένας για την εισαγωγή της πιο συνηθισμένης σφραγίδας πεννών κι ο άλλος για τις άλλες τρέχουσες ονομασίες μέχρι ένα σελλίνι.. Ο φάκελος τοποθετήθηκε στη συνέχεια σε μια παντόφλα διακοσμημένη με μιαν εικόνα της Alice στο μπροστινό μέρος και της γάτας Cheshire στο πίσω. Προοριζόταν να λαμβάνει γραμματόσημα όπου κι αν αποθηκεύονταν τα σκεύη γραφής τους. Ο Carroll σημειώνει ρητώς σε Οκτώ ή Εννέα Wise Words Σχετικά με την Επιστολή Γραφής πως δεν προορίζεται να μεταφερθεί σε τσέπη ή πορτοφόλι, καθώς τα πιο συνηθισμένα ξεχωριστά γραμματόσημα θα μπορούσαν εύκολα να μεταφερθούν μόνα τους. Το πακέττο περιλάμβανε ένα αντίγραφο μίας φυλαγμένης έκδοσης αυτής της διάλεξης. Επίσης έγραψε κι έλαβε 98.721 επιστολές, σύμφωνα μ’ ένα ειδικό μητρώο επιστολών που επινόησε. Έγραψε τις συμβουλές του για το πώς να γράψει πιο ικανοποιητικές επιστολές, σε μια επιστολή με τίτλο: 8 Οr 9 Wise Words About Letter-Writing.

Μια άλλη εφεύρεση ήταν ένα δισκάκι γραφής που ονομάζεται nyctograph που επέτρεψε τη λήψη σημείων στο σκοτάδι, εξαλείφοντας έτσι την ανάγκη να σηκωνόμαστε από το κρεββάτι και να χτυπάμε σε έπιπλο χωρίς να ανάψουμε φως όταν κάποιος ξύπνησε με μια ιδέα. Η συσκευή αποτελείται από μια κάρτα με 16 τετράγωνα κι ένα σύμβολο που αντιπροσωπεύει ένα αλφάβητο του σχεδίου του Dodgson, χρησιμοποιώντας σχήματα γραμμάτων παρόμοια με το σύστημα γραφής Graffiti σε μια συσκευή Palm. Έχει επίσης επινοήσει μια σειρά παιχνιδιών, συμπεριλαμβανομένης μιας πρόωρης έκδοσης αυτού που σήμερα είναι γνωστό ως Scrabble. Φαίνεται ότι εφευρέθηκε -ή τουλάχιστον σίγουρα δημοφιλής- το “διπλό” (βλέπε λέξη κλίμακα), μια μορφή εγκεφάλου-teaser που είναι ακόμα δημοφιλής σήμερα, αλλάζοντας μια λέξη στην άλλη, αλλάζοντας ένα γράμμα κάθε φορά, κάθε διαδοχική αλλαγή οδηγώντας πάντα σε μια γνήσια λέξη. Για παράδειγμα, το CAT μετατρέπεται σε DOG με τα παρακάτω βήματα: CAT, COT, DOT, DOG. Τα παιχνίδια και τα παζλ του Carroll αποτέλεσαν το αντικείμενο της στήλης Μαθηματικών Αγώνων του Μάρτιν Γκάρντνερ, 1960, στο Scientific American.
Άλλα στοιχεία περιλαμβάνουν έναν κανόνα για την εύρεση της ημέρας της εβδομάδας για οποιαδήποτε ημερομηνία. μέσο για τη δικαιολόγηση των σωστών περιθωρίων σε μια γραφομηχανή · μια διάταξη διεύθυνσης για velociam (τύπος τρικύκλου). νέα συστήματα κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, πιο δίκαιους κανόνες αποκλεισμού σε τουρνουά τέννις. ένα νέο είδος ταχυδρομικής χρηματικής παραγγελίας. κανόνες για τον υπολογισμό των ταχυδρομικών τελών, κανόνες για μια νίκη στο στοίχημα, κανόνες για τη διαίρεση ενός αριθμού από διάφορους διαιρέτες, μια κλίμακα από χαρτόνι για την Ανώτερη Κοινή αίθουσα στην Εκκλησία του Χριστού που, δίπλα σε ένα ποτήρι, εξασφάλιζε τη σωστή ποσότητα λικέρ για τη καταβληθείσα μεταλαβή, κολλητική ταινία διπλής όψεως για να στερεώνετε φακέλους ή να τοποθετείτε πράγματα σε βιβλία. μια συσκευή για να βοηθήσετε μιαν έγκυο άκυρο να διαβάσει από ένα βιβλίο τοποθετημένο πλευρικά και τουλάχιστον δύο κρυφές ψηφιακές κρυπτογραφίες.
Στο πλαίσιο της ακαδημαϊκής πειθαρχίας των μαθηματικών, εργάστηκε κυρίως στους τομείς της γεωμετρίας, της αλγεβρας γραμμικής και μήτρας, της μαθηματικής λογικής και των ψυχαγωγικών μαθηματικών, δημιουργώντας σχεδόν 12 βιβλία με το πραγματικό του όνομα. Ανέπτυξε επίσης νέες ιδέες στη γραμμική άλγεβρα (π.χ. τη 1η έντυπη απόδειξη του θεωρήματος Kronecker-Capelli), τη πιθανότητα και τη μελέτη των εκλογών (π.χ., της μεθόδου Dodgson) και των επιτροπών. Μερικά από αυτά τα έργα δεν δημοσιεύθηκαν παρά πολύ μετά το θάνατό του. Η απασχόλησή του ως Μαθηματικού Λέκτορα στην Εκκλησία του Χριστού του ‘δωσε κάποιαν οικονομική ασφάλεια.
Το μαθηματικό του έργο προσείλκυσε ανανεωμένο ενδιαφέρον στα τέλη του 20ου αιώνα. Το βιβλίο του Martin Gardner για τις λογικές μηχανές και διαγράμματα κι η μεταθανάτια δημοσίευση του William Warren Bartley για το 2ο μέρος του συμβολικού λογικού βιβλίου του Dodgson προκάλεσαν μιαν επανεκτίμηση των συμβολών του Dodgson στη συμβολική λογική. Οι έρευνες των Robbins και Rumsey σχετικά με τη συμπύκνωση Dodgson, μια μέθοδο αξιολόγησης των καθοριστικών παραγόντων, τους οδήγησαν στην εικασία Alternating Sign Matrix, τώρα είναι πια ένα θεώρημα. Ο αλγόριθμος γνωστός ως συμπύκνωση Dodgson σχετίζεται στενά με το συμπλήρωμα Schur και την ταυτότητα Desnanot-Jacobi.
Η ανακάλυψη, κατά τη 10ετία του 1990, πρόσθετων κρυφών ψηφίων που ο Dodgson είχε κατασκευάσει, εκτός από την “Memoria Technica”, έδειξε ότι είχε χρησιμοποιήσει εξεζητημένες μαθηματικές ιδέες κατά τη δημιουργία τους.
Ο Ντότζσον κατέγραψε τις σκέψεις και τη καθημερινή του ζωή σε προσωπικά ημερολόγια και σε αλληλογραφία με φίλους. Πολλές δηλώσεις του θα ακούγονταν ανησυχητικές σε ανθρώπους του 21ου αιώνα. Έγραψε στη ζωγράφο Γκέρτρουντ Τόμσον: «Ομολογώ ότι δεν θαυμάζω τις εικόνες με γυμνά αγόρια. Πάντα δείχνουν να χρειάζονται ρούχα, ενώ οι υπέροχες φιγούρες των κοριτσιών δεν θα έπρεπε να καλύπτονται ποτέ». Σε γράμμα προς μία 10χρονη γνωστή του: «Πολλά ευχαριστώ και φιλιά για την τούφα απ’ τα μαλλιά σου. Την έχω φιλήσει πολλές φορές. Αφού δεν έχω εσένα να φιλήσω, τα μαλλιά είναι καλύτερα απ’ το τίποτα». Οι δηλώσεις του Ντότζσον θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν, υποστηρίζουν πολλοί μελετητές, καθώς έτσι ήταν ο τρόπος γραφής του. Είχε ιδιαίτερο χιούμορ, που ελάχιστοι μπορούσαν να αντιληφθούν. Οι ύποπτες εκφράσεις του λένε, δεν είναι παρά το ιδιόμορφο χιούμορ του. Ούτε το γεγονός ότι φωτογράφιζε μικρά κορίτσια σημαίνει ότι ήταν παιδεραστής, συνεχίζουν οι μελετητές. Πολλοί φωτογράφοι ασχολήθηκαν με μικρά παιδιά, καθώς ήταν ένα συνηθισμένο μοτίβο στην τέχνη της βικτωριανής εποχής. Εκτός από κορίτσια, άλλωστε, ο Ντότζσον φωτογράφισε ενήλικα μοντέλα, πολλά τοπία και αντικείμενα. Πάντως σε αυτό που συμφωνούν όλοι οι μελετητές είναι ότι, ακόμα και αν έτρεφε ερωτικά συναισθήματα προς ανήλικα κορίτσια, ο Ντότζσον δεν προχώρησε και σε σωματική επαφή.
Η ύπαρξη του Dodgson παρέμεινε ελάχιστα επηρεασμένη τα τελευταία 20 χρόνια της ζωής του, παρά τον αυξανόμενο πλούτο και τη φήμη του. Συνέχισε να διδάσκει στην Εκκλησία του Χριστού μέχρι το 1881 και παρέμεινε στη κατοικία του μέχρι το θάνατό του. Οι 2 τόμοι του τελευταίου μυθιστορήματός του, Sylvie & Bruno, δημοσιεύθηκαν το 1889 και το 1893, αλλά η πολυπλοκότητα αυτού του έργου προφανώς δεν εκτιμήθηκε από τους σύγχρονους αναγνώστες. δεν πέτυχε τίποτα σαν την επιτυχία των βιβλίων της Alice, με απογοητευτικές κριτικές και πωλήσεις μόνο 13.000 αντίτυπα.
Ορισμένοι βιογράφοι του τέλους του 20ού αι. πρότειναν ότι το ενδιαφέρον του Dodgson για τα παιδιά είχε ερωτικό στοιχείο, συμπεριλαμβανομένου του Morton N. Cohen στο Lewis Carroll: Μια βιογραφία (1995), Donald Thomas στο Lewis Carroll: Ένα πορτρέτο με φόντο (1995) Michael Bakewell στο Lewis Carroll: Μια βιογραφία (1996). Συγκεκριμένα, ο Cohen θεωρεί ότι οι “σεξουαλικές ενέργειες της Dodgson επιδιώκουν την εξωστρέφεια” και επιπλέον γράφει:
“Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε σε ποιο βαθμό οι ερωτικές τάσεις κρύβονται πίσω από τη προτίμησή του για το σχέδιο και τη φωτογράφηση των παιδιών στο γυμνό, υποστήριξε πως η προτίμηση ήταν απολύτως αισθητική αλλά, δεδομένης της συναισθηματικής προσκόλλησής του στα παιδιά καθώς και της αισθητικής του εκτίμησης των μορφών τους, το ό,τι το ενδιαφέρον του ήταν αυστηρά καλλιτεχνικό είναι αφελές, πιθανότατα αισθάνθηκε περισσότερα απ’ όσα τολμούσε να ομολογήσει, ακόμα και στον ίδιο του τον εαυτό“.
Ο Cohen συνεχίζει πως ο Dodgson “φρόντισε να πείσει πολλούς από τους φίλους του ότι η προσκόλλησή του στη γυμνή γυναικεία μορφή παιδιών ήταν απαλλαγμένη από οποιοδήποτε ερωτισμό”, αλλά προσθέτει πως “οι επόμενες γενιές φαίνονται κάτω από την επιφάνεια” (σελ.229). Υποστηρίζει ότι ο Dodgson μπορεί να ήθελε να παντρευτεί την 11χρονη Alice Liddell κι ότι αυτό ήταν το αίτιο του ανεξήγητου “σπασίματος” με την οικογένεια τον Ιούνιο του 1863, γεγονός που προσφέρονται κι άλλες εξηγήσεις. Οι βιογράφοι Derek Hudson & Roger Lancelyn Green σταματούν να αναγνωρίζουν τον Dodgson ως παιδεραστή (ο Green επίσης επεξεργάζεται τα ημερολόγια και τα χαρτιά του Dodgson), αλλά συμφωνούν ότι είχε πάθος για μικρά παιδιά και δεν έδειξε ενδιαφέρον για τον κόσμο των ενηλίκων. Η Catherine Robson αναφέρεται στο Carroll ως “ο πιο διάσημος (ή κακόφημος) εραστής της βικτωριανής εποχής”.
Αρκετοί άλλοι συγγραφείς και μελετητές αμφισβήτησαν την αποδεικτική βάση για τις απόψεις του Cohen και των άλλων σχετικά με τα σεξουαλικά ενδιαφέροντα του Dodgson. Ο Lebailly προσπάθησε να θέσει τη παιδική φωτογραφία του Dodgson μέσα στο “βικτωριανό παιδικό Cult”, το οποίο αντιλήφθηκε το παιδικό γυμνό σαν ουσιαστικά έκφραση αθωότητας. Ο Lebailly ισχυρίζεται ότι οι μελέτες παιδικών γυμνών ήταν κυριολεκτικά και μοντέρνες στην εποχή του Dodgson κι ότι οι περισσότεροι φωτογράφοι τις έκαναν φυσικά, όπως ο Oscar Gustave Rejlander κι η Julia Margaret Cameron. Συνεχίζει ότι τα παιδικά γυμνάκια εμφανίστηκαν ακόμη και στις βικτωριανές κάρτες Χριστουγέννων, υποδηλώνοντας μια πολύ διαφορετική κοινωνική κι αισθητική αξιολόγηση αυτού του υλικού. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ήταν λάθος οι βιογράφοι του Dodgson να βλέπουν την παιδική φωτογραφία του με τα μάτια του 20ου ή του 21ου αι. και να το παρουσιάζουν ως κάποια μορφή προσωπικής ιδιοσυγκρασίας όταν ήταν στη πραγματικότητα μια απάντηση σε μια επικρατούσα αισθητική και φιλοσοφικό κίνημα της εποχής.
Η επανεκτίμηση του Dodgson από τη Karoline Leach επικεντρώθηκε ιδιαίτερα στην αμφιλεγόμενη σεξουαλικότητα του. Υποστηρίζει ότι οι ισχυρισμοί της παιδοφιλίας αυξήθηκαν αρχικά από μια παρεξήγηση των βικτωριανών ηθών, καθώς κι από τη λανθασμένη ιδέα -που υποστηρίχθηκε από τους διάφορους βιογράφους του- ότι δεν είχε κανένα ενδιαφέρον για ενήλικες γυναίκες. Ονομάζεται η παραδοσιακή εικόνα του Dodgson “ο μύθος Carroll”. Επισήμανε στα πολλά αποδεικτικά στοιχεία στα ημερολόγια και τις επιστολές του ότι ενδιαφέρεται επίσης έντονα για ενήλικες γυναίκες, παντρεμένες και μοναχικές κι απολάμβανε πολλές σχέσεις μαζί τους, οι οποίες θα θεωρούνταν σκανδαλώδεις από τα κοινωνικά πρότυπα της εποχής του. Τόνισε επίσης το γεγονός ότι πολλοί από κείνους που χαρακτήρισε ως παιδίικοί φίλοι, ήτανε κορίτσια στα τέλη της εφηβείας τους κι ακόμα και στα 20. Υποστηρίζει πως οι εισηγήσεις παιδεραστίας εμφανίστηκαν μόνο πολλά χρόνια μετά το θάνατό του, όταν η καλοπροαίρετη οικογένειά του είχε καταστείλει όλες τις αποδείξεις για τις σχέσεις του με τις γυναίκες σε μια προσπάθεια διατήρησης της φήμης του, δίνοντας έτσι μια ψευδή εντύπωση ενός ανθρώπου που ενδιαφέρεται μόνο για μικρά κορίτσια. Ομοίως, η Leach επισημαίνει μια βιογραφία του 1932 από τον Langford Reed ως πηγή του αμφίβολου ισχυρισμού ότι πολλές από τις γυναίκες φίλες του Carroll σταμάτησαν όταν τα κορίτσια φτάσανε στα 14. Εκτός από τα βιογραφικά έργα που συζήτησαν τη σεξουαλικότητα του Dodgson, υπάρχουν σύγχρονες καλλιτεχνικές ερμηνείες της ζωής και της δουλειάς του που το κάνουν, κι ιδιαίτερα, ο Dennis Potter στο έργο του Alice και το σενάριο για την ταινία Dreamchild κι ο Robert Wilson στη ταινία της Alice.
Είχε επιλεγεί από το χειροτονικό συμβούλιο στην Εκκλησία της Αγγλίας από πολύ νεαρή ηλικία κι αναμενόταν να χειροτονηθεί μέσα σε 4 χρόνια από την απόκτηση του μεταπτυχιακού του τίτλου, ως προϋπόθεση της διαμονής του στη Εκκλησία του Χριστού. Ο ίδιος καθυστέρησε τη διαδικασία για κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά τελικά χειροτονήθηκε ως διάκονος στις 22 Δεκεμβρίου 1861. Αλλά όταν έφτασε η στιγμή ένα χρόνο αργότερα για χειροτονία ως ιερέας, απευθύνθηκε στον κοσμήτορα για άδεια να μη προχωρήσει. Αυτό ήταν εναντίον κανόνων του κολλεγίου και, αρχικά, ο πρύτανης Liddell του είπε ότι θα ‘πρεπε να συμβουλευτεί το κυρίως σώμα της συγκλήτου, πράγμα που σχεδόν βέβαια θα είχε οδηγήσει στην αποβολή του. Για άγνωστους λόγους, ο Liddell άλλαξε νου εν μία νυκτί και του επέτρεψε να παραμείνει στο κολλέγιο κατά παράβαση των κανόνων. Ο Dodgson δεν έγινε ποτέ ιερέας, μοναδικός μεταξύ των ανώτερων φοιτητών της εποχής του.
Δεν υπάρχουν επί του παρόντος καθόλου αποδεικτικά στοιχεία για το γιατί ο Dodgson απέρριψε την ιερωσύνη. Κάποιοι πρότειναν ότι το τραύλισμά του τον έκανε απρόθυμο να κάνει το βήμα, επειδή φοβότανε πως πρέπει να κηρύξει. Ο Wilson παραθέτει τις επιστολές του που περιγράφουνε τη δυσκολία στην ανάγνωση των μαθημάτων και των προσευχών αντί να κηρύττουν με τα δικά του λόγια. Αλλά κήρυξε πράγματι αργότερα, αν κι όχι τις εντολές του ιερέα, έτσι φαίνεται απίθανο ότι το κώλυμμά του ήταν ο βασικός παράγοντας που επηρέασε την επιλογή του. Ο Wilson επισημαίνει επίσης ότι ο επίσκοπος της Οξφόρδης Samuel Wilberforce, που χειροτόνησε τον Dodgson, είχεν ισχυρές απόψεις εναντίον των κληρικών που πηγαίνουνε στο θέατρο, έν απ’ τα μεγάλα ενδιαφέροντα του Dodgson. Επίσης ενδιαφερότανε για τις μειωνοτικές μορφές του Χριστιανισμού (ήτανε θαυμαστής του F.D. Maurice) κι “εναλλακτικές” θρησκείες (θεοσοφία). Ο Ντόντζον ήτανε βαθιά προβληματισμένος από μιαν ανεξήγητη αίσθηση αμαρτίας κι ενοχής την εποχή εκείνη (στις αρχές της 10ετίας του 1860) και συχνά εξέφραζε την άποψη στα ημερολόγιά του ότι ήταν ένας “άθλιος κι άχρηστος” αμαρτωλός, ανάξιος της ιερωσύνης κι αυτή η αίσθηση της αμαρτίας και της αναξιότητας μπορεί να έχει επηρεάσει την απόφασή του να εγκαταλείψει τη τελική χειροτονία.
Ο Καυγατζούκος σκίτσο του Κάρολλ για το… τέρας
Τουλάχιστον 4 πλήρεις τόμοι και περίπου 7 σελίδες κειμένου λείπουν από τα 13 ημερολόγιά του. Η απώλεια αυτή παραμένει ανεξήγητη. οι σελίδες έχουν αφαιρεθεί από άγνωστο χέρι. Οι περισσότεροι μελετητές υποθέτουν ότι το υλικό του ημερολογίου αφαιρέθηκε από μέλη της οικογένειας για λόγους διατήρησης του οικογενειακού ονόματος, αλλά αυτό δεν έχει αποδειχθεί. Εκτός από μία σελίδα, λείπει υλικό από τα ημερολόγιά του για τη περίοδο μεταξύ 1853 και 1863 (όταν ο Dodgson ήταν 21-31 ετών). Αυτή ήτανε περίοδος που άρχισε να υποφέρει από μεγάλη ψυχολογική και πνευματική θλίψη και να ομολογεί μια συντριπτική αίσθηση της αμαρτίας του. Αυτή ήταν κι η χρονική περίοδος που συνέθεσε την εκτεταμένη ποίηση του για την αγάπη, οδηγώντας σε εικασίες ότι τα ποιήματα μπορεί να ήταν αυτοβιογραφικά.
Πολλές θεωρίες έχουν ειπωθεί για να εξηγήσουν το υλικό που λείπει. Μια δημοφιλής εξήγηση για μια σελίδα που λείπει (27/6/1863) είναι ότι θα μπορούσε να ‘χει σκιστεί για να αποκρύψει μια πρόταση γάμου κείνη τηνμέρα στην 11χρονη Alice. Ωστόσο, δεν υπήρξανε ποτέ στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι αυτό συνέβαινε κι ένα έγγραφο προσφέρει ορισμένες αποδείξεις για το αντίθετο, το οποίο ανακαλύφθηκε από τη Karoline Leach στο ιστορικό της οικογένειας Dodgson το 1996. Αυτό το έγγραφο είναι γνωστό ως “κομμένες σελίδες στο ημερολόγιο” και συντάχθηκε από διάφορα μέλη της οικογένειας του Carroll μετά το θάνατό του. Μέρος του μπορεί να έχει γραφτεί κατά τη στιγμή που οι σελίδες καταστράφηκαν, αν κι αυτό είναι ασαφές. Το έγγραφο προσφέρει μια σύντομη περίληψη δύο σελίδων ημερολογίου που λείπουνε, για τις 27 Ιουνίου 1863. Η περίληψη γι’ αυτή τη σελίδα δηλώνει ότι η κ. Liddell είπε στον Dodgson ότι κυκλοφορούσαν κουτσομπολιά γι ‘αυτόν και τον κυβερνήτη της οικογένειας Liddell, καθώς και για τη σχέση του με την “Ίνα”, πιθανώς τη μεγαλύτερη αδερφή της Αλίκης Λορίνα Λίντελ. Το “σπάσιμο” με την οικογένεια Liddell που συνέβη σύντομα μετά, ήταν πιθανώς ως απάντηση σε αυτό το κουτσομπολιό. Μια εναλλακτική ερμηνεία έγινε σχετικά με τη φήμη του Carroll με την “Ina”: Lorina ήταν κι η μητέρα της Alice. Αυτό που θεωρείται πιο κρίσιμο κι εκπληκτικό είναι ότι το έγγραφο φαίνεται να υποδηλώνει ότι ο χωρισμός του Dodgson με την οικογένεια δεν ήταν καθόλου συνδεδεμένος με την Αλίκη. -ως ότου ανακαλυφθεί μια κύρια πηγή, τα γεγονότα της 27/6/1863 θα παραμείνουν σε αμφιβολία.
Στο ημερολόγιό του για το 1880, γράφει για το πρώτο επεισόδιο της ημικρανίας με αύρα, περιγράφοντας με ακρίβεια τη διαδικασία που είναι μια εκδήλωση της φάσης της αύρας του συνδρόμου. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν σαφείς αποδείξεις για το αν αυτή ήταν η 1η εμπειρία της ημικρανίας per se ή αν μπορεί να έχει προηγουμένως υποστεί τη πολύ συνηθέστερη μορφή ημικρανίας χωρίς αύρα, παρόλο που η τελευταία φαίνεται πιο πιθανή, δεδομένου ότι η ημικρανία αναπτύσσεται συχνά στην εφηβεία ή τη πρώιμη ενηλικίωση. Μια άλλη μορφή ημικρανίας που ονομάζεται σύνδρομο Alice in Wonderland έχει ονομαστεί από τη μικρή ηρωίδα του επειδή η εκδήλωσή της μπορεί να μοιάζει με τις ξαφνικές αλλαγές στη πλοκή του βιβλίου. Είναι επίσης γνωστή ως μικροψία και μακροψία, μια κατάσταση του εγκεφάλου που επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο τα αντικείμενα γίνονται αντιληπτά με το μυαλό. Για παράδειγμα, ένα προσβλητικό άτομο μπορεί να κοιτάξει ένα μεγαλύτερο αντικείμενο όπως μια μπάλλα μπάσκετ και να το αντιληφθεί σαν να ήταν το μέγεθος μιας μπάλλας γκολφ. Κάποιοι μελετητές έχουνε προτείνει ότι μπορεί να υπέφερε από αυτό το είδος της αύρας και να το χρησιμοποίησε σαν έμπνευση για το έργο του, αλλά δεν υπάρχουν αποδείξεις ούτε γι’ αυτό.
Υπέστη επίσης 2 κρίσεις στις οποίες έχασε τη συναίσθηση. Διαγνώστηκε από τον Δρ Morshead, τον Δρ Brooks και τον Δρ Stedman, και πίστευαν ότι η κι οι 2 αυτές ήταν επιληπτικές (αρχικά θεωρήθηκε λιποθυμία, αλλά ο Brooks άλλαξε γνώμη). Κάποιοι έχουνε καταλήξει στο συμπέρασμα πως υπέφερε κι από επιληψία, αλλά δεν υπάρχουν ενδείξεις άλλες γι’ αυτό στα ημερολόγιά του πέρα από τη διάγνωση των 2 κρίσεων αυτών που αναφέρθησαν ήδη. Κάποιοι συγγραφείς, ειδικότερα ο Sadi Ranson, έχουν προτείνει πως μπορεί να υπέφερε από επιληψία του κροταφικού λοβού, στην οποία η συνείδηση δεν είναι πάντα εντελώς χαμένη, αλλά αλλοιωμένη και στα συμπτώματα μιμούνται πολλές από τις ίδιες εμπειρίες όπως η Alice in Wonderland. Ο Carroll είχε τουλάχιστον ένα περιστατικό στο οποίο υπέστη πλήρη απώλεια συνείδησης και ξύπνησε με μύτη που αιμορραγούσε, την οποία κατέγραψε στο ημερολόγιό του και σημείωσε ότι το επεισόδιο τον άφησε να μην αισθάνεται τον εαυτό του για “αρκετό καιρό αργότερα”. Αυτή η κρίση διαγνώστηκε ως πιθανώς «epileptiform» κι ο ίδιος έγραψεν αργότερα για τις «επιληπτικές κρίσεις» του στο ίδιο ημερολόγιο. Οι περισσότερες από τις τυπικές διαγνωστικές εξετάσεις του σήμερα δεν ήταν διαθέσιμες τον 19ο αι.. Ο Yvonne Hart, σύμβουλος νευρολόγος στο Νοσοκομείο John Radcliffe της Οξφόρδης, εξέτασε τα συμπτώματα του Dodgson. Το συμπέρασμά του, που αναφέρθηκε στο μυστήριο της Τζέινι Γουόλφ του 2010, είναι ότι ο Dodgson πολύ πιθανόν είχε ημικρανία και μπορεί να είχε επιληψία, αλλά υπογραμμίζει ότι θα είχε αμφιβολίες σχετικά με τη διάγνωση της επιληψίας χωρίς περαιτέρω πληροφορίες.
=============================
Προς Τιμήν Του:
* Υπάρχουνε κοινωνίες σε πολλά μέρη του κόσμου αφιερωμένες στην απόλαυση και τη προώθηση των έργων και στη διερεύνηση της ζωής του.
* Στην οδό Κοπεγχάγης στο Islington είναι η βιβλιοθήκη Lewis Carroll για παιδιά.
* Το 1982, ο μεγάλος ανηψιός του αποκάλυψε μια μνημειακή πλάκα στη Γωνιά των ποιητών, στο Αβαείο Γουέστμινστερ.
==============================
Ρηθέντα του:
* Όταν δεν ξέρεις πού πας, όλοι οι δρόμοι σε οδηγούν εκεί.
* Δεν μπορώ να πάω πίσω στο χθες, γιατί ήμουν κάποιος άλλος.
* Ένα από τα μυστικά της ζωής είναι πως ό,τι αξίζει να κάνουμε είναι αυτά που κάνουμε για τους άλλους.
* Ποιο είδος παροιμίας προτιμάτε: “κάλλιο αργά παρά ποτέ” ή “κάλλιο ποτέ παρά αργά”;
* Χρειάζεται να τρέξεις όσο πιο πολύ μπορείς για να μπορέσεις να μείνεις στο ίδιο σημείο.
* Πάντα να λες την αλήθεια, να σκέφτεσαι προτού μιλήσεις και να κρατάς σημειώσεις μετά.
* Άρχισε από την αρχή και πήγαινε μέχρι το τέλος. Μετά σταμάτα.
* Είναι κακής ποιότητας μνήμη αυτή που δουλεύει μόνο προς τα πίσω.
===============================
Ποιήματά του
Συγγνώμη αλλά θα μακρυγορήσω λιγάκι για τον Καυγατζούκο κι αυτό που τον έφερε στα… νύχια μου ήτανε μια ταινία που έβλεπα με τον ίδιο τίτλο, των μοναδικών Μόντυ Πάιθονς που μου ΄χει ξεφύγει. Εκπληκτική και μοναδική σάτιρα για όλους κι όλα. Όπως βέβαια κάνανε πάντα! Mια… πρώιμη ταινία του μοναδικού Τέρρυ Γκίλλιαμ!!!
Στο Μεσαίωνα (νταρκ έητζις σκοτεινές εποχές) υπήρχε τέρας (Καυγατζούκος) που τρομοκρατούσε όλη την Επαρχία, με αποτέλεσμα να φέρνει τον κόσμο, όσους δηλαδή δεν σκότωνε κι ΑΠΟΣΤΕΩΝΕ το τέρας, στη μεγάλη πόλη με το κάστρο. Ένα κάστρο που διαλύονταν οι σοβάδες του, πέφτανε κομμάτια από τους τοίχους, με βασιλιά ξεμωραμένο χούφταλο, υπερβολικό πρωτόκολλο, τη στιγμή που πάνω τους έπεφτε σκόνη και σοβάς, με τους προύχοντες και τους ευγενείς αλλά και τον κλήρο, να εκμεταλλεύονται αυτή την αστυφιλία και να μη κάνουνε τίποτα για τον κίνδυνο. Πριγκηπέσσα να καρτερά ‘φαίνοντας κεντίδια και πλουμίδια για τη προίκα της φουλ ρομαντική με μύθους για πρίγκηπες με άσπρα αλόγατα και παντελώς ηλίθια κατά τ’ άλλα.
Ο νεαρός που καταφεύγει εκεί εξασκεί επάγγελμα που θεωρείται πλέον ξεπερασμένο (!!!!) αλλά και διότι για να το εξασκήσει στη πόλη πρέπει να γραφτεί στην αντίστοιχη συντεχνία, που για να γραφτείς πρέπει να πλερώσεις τα μαλλιοκέφαλά σου, όπως τα μαλλιοκέφαλά σου πρέπει να πλερώσεις για να μπεις καν στη πόλη.
Ο Βασιλιάς Ο Αμφιβαλλων Ψ’ λατρεύει άρτον και θεάματα κι οργανώνει ένα τουρνουά αλλά μέχρι θανάτου, για να βρει τον ικανότερο που θα αναλάβει να σκοτώσει το τέρας (ΑΝΕΡΓΙΑ ΑΔΙΑΦΟΡΊΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ κλπ) και στο τουρνουά αυτό σκοτώνονται πολύ περισσότεροι απ’ όσους έχει ήδη σκοτώσει ο Καυγατζούκος που υπονομεύουν ιερείς κι ευγενείς γιατί δε θέλουνε να λείψει ο κόσμος από τη πόλη, επειδή έχουνε τεράστια κέρδη…
Αργότερα και ατα λάθο,ς έπεσε στα χέρια μου το ποίημα του Λιούις Κάρολλ με τίτλο που θα δείτε πιο κάτω, κι έμεινα κάγκελλο. Ο τύπος είχε εφεύρει πριν από μένα (αααααπίστευτο) τα μορφώματα ή μορφήματα ή πολυσημισμούς λέξεων και τα ‘κανε και ποίημα! (αστειεύομαι φυσικά, έτσι!). Και τότε μια λάμψη ξάστραψε μέσα μου. Να το πάρω, να το μεταφράσω και να το κάνω και “δικό μου”.
Άρχισα πυρετωδώς αυτό το δύσκολο πράμα, πήδησα και κάποιες μαντρίτσες και νομίζω πως κάτι έκαμα. Ο τίτλος σημαίνει όπως θα δείτε παρακάτω: το αποτέλεσμα μιας θερμής συζήτησης, με την όχι σεξουαλικήν έννοια θερμή, αλλά της έντονης αντιπαράθεσης, δηλαδή του καυγά -κι επειδή έχω 2 φιλαράκια που όλο μαλλώνουνε, επέλεξα το χαϊδευτικό τίτλο “Καυγατζούκος”, επειδή δε μιλά δα και για σκοτωμό, αλλά μικρό καυγά, έντονη αντιπαράθεση ας πούμε. Τα υπόλοιπα πια είναι ιστορία.
Jabberwocky ([Τζαμπεργουόκι) είναι ο τίτλος του ποιήματος και θεωρείται έν από τα σημαντικότερα δείγματα της παράδοξης λογοτεχνίας. Δημοσιεύτηκε αρχικά ως τμήμα του παιδικού βιβλίου Through the Looking-Glass, and What Alice Found There (1871). Περιλαμβάνει πληθώρα λέξεων που επινόησε ο Κάρολλ και portmanteaux (λέξη ή μόρφημα της οποίας η μορφή κι η έννοια προέρχονται από ανάμιξη δύο ή περισσότερων διακριτών υπαρκτών λέξεων), ορισμένες από τις οποίες πέρασαν τελικά στην Αγγλική γλώσσα και συμπεριλαμβάνονται σε σύγχρονα λεξικά. Σύμφωνα με την ετυμολογία του Κάρολλ, ο τίτλος του ποιήματος, που συχνά χρησιμοποιείται στα αγγλικά ως συνώνυμο του παράδοξου, προέρχεται από τις λέξεις jabber και wocer (ή wocor) και υποδηλώνει το “αποτέλεσμα μιας θερμής συζήτησης” κι έχει και το χαϊδευτικό y στο τέλος της..
Το ποίημα, όπως εμφανίστηκε αρχικά στο 1ο κεφάλαιο του βιβλίου, ολοκληρώθηκε σε δύο διακριτές χρονικές περιόδους. Η 1η 4στιχη στροφή (stanza) παρουσιάστηκε το 1855 σα δείγμα αγγλοσαξονικής ποίησης, στο περιοδικό Misch-Masch που αποτελούσε ένα είδος οικογενειακού ημερολογίου, γραμμένο κι εικονογραφημένο από τον Κάρολλ. Οι στίχοι συνοδεύονταν από σύντομο λεξικό για τους όρους που είχε επινοήσει. Σύμφωνα με το βιογράφο κι ανιψιό του Κάρολλ, Στιούαρτ Ντότζον Κόλινγουντ (Stuart Dodgon Collingwood), το ποίημα συντέθηκε τη περίοδο που διέμενε με τις εξαδέλφες του στο Γουίτμπερν, κοντά στη πόλη του Σάντερλαντ. Ειδικώτερα, ο Collingwood υποστηρίζει πως υπήρξε το αποτέλεσμα ενός παιγνίου δημιουργίας α-νόητων στίχων, στη διάρκεια ενός απογεύματος. Η εκδοχή αυτή θεωρείται, ωστόσο, εσφαλμέν
Σύμφωνα με το βιβλιογραφικό κατάλογο του Γουόρεν Γουίβερ (Warren Weaver), μέχρι το 1964 καταγράφονταν μεταφράσεις του Jabberwocky σε 16 γλώσσες, παρά τις μεγάλες δυσκολίες που παρουσιάζει η μεταφορά του ποιήματος σε άλλη γλώσσα. Μία από τις παλαιότερες μεταφράσεις του έργου ολοκληρώθηκε από τον Ρόμπερτ Σκοτ στα γερμανικά, και δημοσιεύτηκε το 1872 υπό τον τίτλο Der Jammerwoch στο περιοδικό Macmillan’s Magazine. Η 1η μετάφραση του Jabberwocky στα λατινικά, υπό τον τίτλο Mors Iabrochii (1872), ήταν έργο του Augustus Arthur Vansittart, ενώ ο φιλόλογος Ronald Arbuthnot Knox μετέφρασε το ποίημα στα αρχαία ελληνικά με τίτλο Ίαμβρωξ Ιαμβικώς, έκδοση που δημοσιεύτηκε το 1918 στη περιοδική έκδοση Salopian της σχολής του Σριούσμπερι (Shrewsbury). Εκτιμάται πως σήμερα υπάρχουν μεταφράσεις του έργου σε περισσότερες από 50 γλώσσες, καθώς και πολυάριθμες παρωδίες του.
Όπως επισημαίνει ο Ρότζερ Γκρην (Roger Lancelyn Green) (Times Litterary Supplement, 1η Μαρτίου 1957), θεωρείται πιθανό πως ο Κάρολλ εμπνεύστηκε την κεντρική ιδέα του ποιήματος από μία γερμανική μπαλλάντα του Friedrich Heinrich Karl de Motte, που μεταφράστηκε στα αγγλικά το 1846 από τη Menella Bute Smedley. Η μπαλλάντα, με τον αγγλικό τίτλο The Shepherd of the Giant Mountains (Ο Ποιμένας των Γιγάντιων Βουνών), περιγράφει τον άθλο ενός νεαρού ποιμένα που φονεύει ένα τερατόμορφο κέρβερο. Η θεματική ομοιότητα των 2 έργων ενισχύει την υπόθεση αυτή.
Καυγατζούκος*
Κει που μεσοσουρούπωνε, γλοιώδη καρκαλέτσια
γύρω λυχτούσαν συνοδειά και στρουφοκοπανούσαν
λιγνά κι ασχημομούρικα, στα χόρτα εγογγούσαν
μακροσυρτοκαισφυριχτά, πηδάγαν στα κοττέτσια.
“Τον Καυγατζούκο πρόσεχε καλό μου παλικάρι
τι ‘χει σαγόνι’ αρπαχτερά, γαμψόνυχα που δράχνουν.
Και το Τζοτζόμπι το πουλί μην έρθει και σε πάρει,
και κειόν τον Αρχιλήσταρχο, που όλοι τονε ψάχνουν“.
Πήρε το δρόμοκαιστρατί με το στραφτόσπαθό του,
μ’ απόκαμε και πλάγιασε απ’ το πολύταξίδι,
κάτω απ’ του δέντρου του Ταμτάμ άραξε στον κορμό του
κι εχώθηκε στις σκέψεις του, όλες σε στριμωξίδι.
Κι όπως χαμένος κείτονταν στες σκέψεις ναρκωμένος,
ο Καυγατζούκος φάνηκε με μάτια φλογεσμένα
ξερνοφωτιά μουγροβρουχά πατάγει μανιασμένα
κλανοσκαζά, πηλαλοδρά επάνω του με μένος.
Και μια και δυό κι απάνου του και πάλε κατεπάνω
με το στραφτόσπαθο χτυπά, του κόβει το καυκάλι
χάμου το ρίχνει καταγής και το χτυπάει πάλι
κι ο Καυγατζούκος ξάκεφος τώπεσεν από πάνω.
“Τον Καυγατζούκο σκότωσες, του πήρες το καυκάλι!
Ω έλα δω λεβέντη μου στριφτοξυπνομαγκάκι!
Μέρα λαμπροξεμέρωσε! Έλα μου στην αγκάλη!
Και μπρά- και μπράβο! Τί χαρά για μένα λεβεντάκι!”
Και που μεσοσουρούπωνε, γλοιώδη καρκαλέτσια
γύρω λυχτούσαν συνοδειά και στρουφοκοπανούσαν
λιγνά κι ασχημομούρικα, στα χόρτα εγογγούσαν
μακροσυρτοκαισφυριχτά, πηδάγαν στα κοττέτσια.
* Όπως εξήγησα και στην εισαγωγή, η έννοια στα ελληνικά της λέξης του πρωτοτύπου σημαίνει, “προϊόν θερμής συζήτησης, οχι με την ερωτική έννοια”, αλλ’ αυτή της ζωηρής αντιπαράθεσης, δηλαδή ένος μικρού καυγά, κι επειδή υπάρχει και το χαϊδευτικό y στο τέλος της, επέλεξα το Καυγατζούκος, που άρμοζε καλλίτερα από το Καυγαδάκος, καθώς είναι πιότερο κωμικοσατιρικό. Μτφρ. δική μου.

Ο Άλσιππος* Κι Ο Ξυλουργός
Στον ήλιο ξάστραφτε ο πόντος,
που χρύσιζε με όλη την ισχύ του:
Έκανε μ’ όλα του τα δυνατά
τα νέφη λεία και φωτεινά
Κι ήταν περίεργο πολύ όντως,
γιατί ήταν ώρα μεσονύχτου.
Η σελήνη ψευτολάμπει μουτρωμένη,
γιατί σκεφτόταν πως δεν ειχε καμμιά,
να λάμπει ο ήλιος κει, δουλειά.
Δεν έπρεπε να ‘ναι κει πέρα
Αφού τέλειωσε η μέρα.
“Μεγάλη αγένεια να ‘ρθει και να χαλάσει”,
είπε, “τη νύχτα μας, μόνο να διασκεδάσει“.
Ο πόντος ήτανε βρεγμένος όσο πάει.
Η άμμος ήτανε κατάξερη, ξανθή.
Τα σύννεφα είχανε ρεπό
κανένα τους στον ουρανό:
Μήτε πουλί στον ουρανό πετάει
για δεν υπήρχε και πουλί.
Ο Άλσιππος με το Ξυλουργό,
πλάι-πλάι βαδίζανε στην άκρη.
Κι οι δυο σαν είδανε αυτό,
τόση άμμο βρωμερή, τους ήρθε δάκρυ.
Είπαν: “Αν καθαρίζονταν ωραία,
θα γίνονταν η ακτή σπουδαία“.
“Αν υπηρέτριες εφτά τη σφουγγαρίζαν
και σκούπιζαν για έξι μήνους,”
είπεν ο Άλσιππος, “λες τάχα
πως την ακτή θα καθαρίζαν“;
“Μπα! Δε νομίζω!” απάντησεν οξύννους
ο Ξυλουργός, σκουπίζοντας τα μάτια.
“Ελάτε Στρείδια μαζί να περπατήσουμε“
πρότειν’ ο Άλσιππος με ικεσία.
“Ωραία βόλτα και μαζί να συζητήσουμε,
σ’ αυτή την αλμυρή τη παραλία.
Μονάχα μέχρι τέσσερα μπορούμε:
σε κάθε χέρι κι από ένα να κρατούμε“.
Το γέρικο το Στρείδι τονε κοίταξε
μα δεν απηλογήθη, κλείνοντας το μάτι του.
Κούνησε μόνο το κεφάλι του, σα να ‘λεγε
πως δεν αφήνει το κρεββάτι του.
Αλλά τέσσερα στρείδια, σπεύσαν, νεαρά,
όλ’ ανυπόμονα γι’ αυτή τη προσφορά:
Πρόσωπα καθαρά, τα παλτά βουρτσισμένα,
παπούτσια γυαλισμένα, τακτοποιημένα.
Κι αυτό ήταν περίεργο πολύ,
γιατί κανέν δεν είχε πόδια στο κορμί.
Τέσσερα ακόμα Στρείδια ακολούθησαν
και μετά κι άλλα, κι άλλα γύρω πύκνωσαν
και γρήγορα στο τέλος φτάσαν πιότερα
και περισσότερα κι ακόμα περισσότερα,
κι όλα στ’ αφρώδη κύματα χοροπηδάν
και στην ακτή με φούρια να ορμαν.
Ο Άλσιππος κι ο Ξυλουργός
για κανά μίλλι περπατήσανε.
Έπειτα σ’ ένα βράχο εκαθίσανε
που ήταν βολικά τους χαμηλός.
Και όλα τους τα στρείδια νεαρά,
σταθήκανε σιμά τους σε σειρά.
“Ήρθ’ η ώρα“, είπ’ ο Άλσιππος γοερά,
“να σας μιλήσω για πράγματά σοβαρά:
Για βουλοκέρια, παπούτσια και πλοία,
για λάχανα, βασιλιάδες και γιατί
είν’ η θάλασσα τόσο καυτή,
ως κι αν τα γουρούνια έχουν φτερά“.
Τα στρείδια φωνάξαν: “Μα σταθείτε λιγάκι,
πριν τα πούμ’ όλ’ αυτά. Σε πολλά από μας
δεν μας έμεινε στη τρεχάλα, μήτε αναπνοή
κι όλοι μας όλόι, είμαστε και χοντροί“!
“Δεν βιαζόμαστε!” λόγια από τον Ξυλουργό,
και τον ευχαριστήσανε πολύ γι’ αυτό.
Ο Άλσιππος είπε: “Μια φρατζόλα ψωμί,
είν’ αυτό που θέλουμε πιο πολύ:
Πιπέρι, ξυδάκι, τα δυο τους μαζί
είναι πράγματι, πολύ καλά.
Τώρα στρειδάκια μου αγαπητά,
αν είστε έτοιμα, φαΐ ξεκινά“.
Τα στρείδια φωνάξανε, λιγάκι… μπλε:
“Αλλ’ όχι εμάς, θα ‘ταν αγένεια,
θα ‘ταν θλιβερό, μετά τόσην ευγένεια!”
Κι ο Άλσιππος είπε: “Η νύχτα είν’ ωραία.
Τάχα θαυμάζετε τη θέα;
Ήταν τόσο καλό να ‘ρθείτε μαζί!
Κι είσαστε και καλή παρέα!”
Ο Ξυλουργός είπε μονάχα:
“Μα κόψτε μας άλλη μια φέτα, τάχα:
Είθε μην ήσασταν τόσο κουφά,
να το ζητήσω δυο φορές ορθά-κοφτά!”
Ο Άλσιππος είπε: “Μοιάζει ντροπή
να τους κάνουμε τέτοια κλοπή,
ενώ τα φέραμε τόσο μακρυά
και μάλιστα τρέχοντας τόσο γοργά!”
Ο Ξυλουργός δεν άνοιξε τό στόμα
αλλά βούτυρο άπλωσε, παχύ στρώμα.
Είπεν ο Άλσιππος: “Βαθιά σας συμπονώ!”
κλαίγοντας με λυγμούς, “Για σας θρηνώ!”
Αμέσως εξεχώρισε τα πιο μεγάλα και παχιά,
σκουπίζοντας τα δάκρυα, στη ματιά,
με το μαντήλι που ‘χε στη κωλότσεπη.
Κι ο Ξυλουργός συνέχισε: “Ω στρείδια,
είχατε μια διαδρομήν ωραία.
Τώρα θα επιστρέψουμε παρέα“;
Καμμιάν απάντηση δε πήρε απ’ τα στρείδια
κι αυτό δεν ήτανε παράξενο πολύ,
γιατί είχαν όλα… φαγωθεί!
* Στο πρωτότυπο χρησιμοποιεί το όνομα Walrus που σημαίνει θαλάσσιος ίππος. Βάσει της ιδιοσυγκρασίας του κήτους, συν ότι ήθελα όνομα κομψό, μικρό και κάπως ποιητικώτερο, απέφυγα το Γουώλρας, και το Θαλασσόϊππος, με το αλς – αλός της ομηρικής θάλασσας και το ίππος της αρχικής σημασίας.
Μτφρ.: Ελένη Παπαδοπούλου, μέτρο, ρίμα, επεμβάσεις, δικά μου!
To Κυνήγι Του Καρχαρομεζέ*
(απόσπασμα του έργου: όλο το 1ο μέρος του από τα συνολικά 8)

Μέρος 1ον: Η Αποβίβαση
Πλήρωμα:
Διαλαλής (Bellman) καπετάνιος.
Κλωτσιάς (Βoots),
Χασοδίκης (Barrister),
Tζογαδώρος (Βroker),
Mπιλλιαρδάρης (Βilliard-Marker),
Λαδικός (Banker),
ναύτες.
κάστορας (beaver) κυριολεκτικά κάστορας.
Άγνωστος Χι (ο αφελής, ατάλαντος ξεχασιάρης)
“Να μέρος για τον Καρχαρομεζέ!” φώναξ’ ο Διαλαλής,
όσο αποβίβαζε με προσοχή το πλήρωμά του,
βοηθώντας όλους στης παλίρροιας την ορμή,
περνώντας μέσα στα μαλλιά τα δάχτυλά του..
“Να μέρος για τον Καρχαρομεζέ! Ήδη το είπα δις:
Μ’ αυτό, το πλήρωμα έπρεπε να βγάζει πια φωτιές.
“Να μέρος για τον Καρχαρομεζέ! Το είπα τώρα τρις:
Και είν’ αλήθεια ό,τι λέω τρεις φορές”.
Το πλήρωμα ήταν πλήρες: με το γέροντα Κλωτσιά
που έφτιαχνε τις κουκούλες και σκουφιά,
το Χασοδίκη που τους λύνει διαφορές
και με τον Τζογαδώρο που μετράει τις δραχμές.
Είναι κι ο Μπιλιαρδάρης, επιδέξιος πολύ,
τα κέρδη του, απ’ το δέμας, μεγαλύτερα.
Κι ο Λαδικός που γνώριζε καλλίτερα,
τα χρήματά τους φρόντιζε μ’ αγάπη περισσή.
Υπήρχε κι ένας κάστορας στο ντεκ, που σεριανούσε
ή θα καθότανε στη πλώρη για να δένει τα σχοινιά:
Τους έσωνε (λέι ο Διαλαλής) από ναυάγια συχνά,
αν και κανείς δεν ήξερε το πώς του το χρωστούσε.
Υπήρχε στη παρέα τους και ξεχασιάρης ήδη,
ξέχασε τα μπαγκάζια του, σα μπήκε στο σκαρί:
Ομπρέλλα, το ρολόι του και τ’ άλλα τιμαλφή
καθώς και ρούχα που ‘χε πάρει για ταξίδι.
Είχε σαρανταδυό κουτιά, με τρόπο σκευασμένα,
με τ’ όνομά του καθαρά γραμμένο στο καθένα,
μα ξέχασε να τους τη πει τη λεπτομέρεια αυτή
κι έτσι όλα μείναν πίσω ντανιασμένα στην ακτή.
Των ρούχων η έλλειψη δεν τον ενδιέφερε πολύ,
γιατί φορούσε εφτά παλτά σαν έφτασε εκεί
και τρία ζεύγη μπότες. Κι όμως το κακό:
είχε ξεχάσει όνομα, μεγάλο και μικρό.
Στο “Γεια σας!”, απαντούσε, σε κάθε δυνατή κραυγή,
στο “Ψήσε με!”, ή “Σκίσε τη περρούκα μου!”, ορθώς,
στο “Πώς τα λεν’ αυτά;” ή “Πώς τον λέγανε στη γη;”
κι ιδιαίτερα σ’ αυτό το: “Ωραίο πράμμα ο χορός“!
Γι’ αυτούς που προτιμούσαν λέξη πιο σκληρή,
είχε για για τον καθένα τους μια διαφορετική:
Οι φίλοι τον φωνάζανε, Κερί Τελυωμένω!
κι οι οχτροί του τονε λέγανε,Τυρί Ξερωψημένω!
“H μορφή του είν’ ασύνειδη, η διάνοιά του μικρή,”
(Μ’ αυτά τα λόγια ο Διαλαλής συχνά παρατηρεί)
“το θάρρος του όμως τέλειο! Κι αυτό μετρά για ‘με,
καθένας θα το χρειαστεί στον Καρχαρομεζέ“.
“Κορόιδευε τις ύαινες, κοντράροντας το βλέμμα τους
με θράσος τους εγρύλλιζε παγώνοντας το αίμα τους!
Κάποτε βάδισε μ’ αρκούδα, βήμα-βήμα,” έφη
ο Διαλαλής, “απλά για να της φτιάξει κέφι“!
Ήρθε σα Φούρναρης: μα παραδέχτηκε αργά
-κόντεψε να τρελλάνει τον καημένο Διαλαλή-
πως έψηνε μονάχα μια τούρτα νυφική
κι αυτή, -το λέω- δεν έπρεπε να είχε υλικά!
Ο τελευταίος του πληρώματος χρειάζοταν βοήθεια
αν κι έμοιαζε τούβλο απίστευτο στ’ αλήθεια.
Είχε μονάχα μιά του Καρχαρομεζέ ιδέα
κι ο Διαλαλής τον πήρε, που τη έβρηκεν ωραία.
Ήρθε και σα Χασάπης μα μας είπε σοβαρά,
-όταν είχε στο πλοίο περάσει μια βδομάδα,-
μπορούσε μόνο να σκοτώνει κάστορες αράδα
κι ο Διαλαλής αμίλητος φοβήθηκε γερά!
Εξήγήσεν όμως καλά, τρέμοντας στη φωνή
πως ένας μόνο κάστορας υπάρχει στο σκαρί.
Κι αυτός ήτανε ήμερος, δεν έπρεπε να σκοτωθεί,
γιατί η πράξη αυτή, θα είχ’ αποδοκιμαστεί.
Ο κάστορας, που έτυχε ν’ ακούσει τη συζήτηση,
διαμαρτυρήθηκε έντονα, με δάκρυα στα μάτια,
ξεχνώντας και του Καρχαρομεζέ την αναζήτηση.
Και μόνο αυτό το γεγονός, τους έκανε κομμάτια.
Έπειτα τους συμβούλεψε έντονα και με μπρίο
πως ο Χασάπης έπρεπε να πάει μ’ άλλο πλοίο.
αλλά ο Διαλαλής είχ’ αντιρρήσεις ήδη,
γιατί είχε κάνει σχέδια για τούτο το ταξίδι.
Να κουμαντάρεις ένα πλοίο είναι δύσκολη δουλειά,
με μια ντουντούκα, σκέψου, κι ένα μόνο πλοίο.
Ο Διαλαλής αρνήθηκε και κατηγορηματικά,
με το φόβο του να κουμαντάρει πλοία δύο.
Η χρησιμότητα του κάστορα, χωρίς αμφιβολία,
ήταν να τους προσφέρει εν αδιάβροχο παλτό,
κι ο Χι τονε συμβούλεψε με κάποιαν ευκολία,
να βρει για τη ζωή του έναν άλλονε σκοπό.
Ο Λαδικός αμέσως πρόσφερε μια πρόταση
ασφάλισης, με όρους αρκετά ευνοϊκούς,
δυο καλύψεις: μια, από φωτιάς τη κόλαση,
κι άλλη από θεομηνίας κίνδυνους, φρικτούς,
Ακόμα και μετά απ’ αυτή τη θλιβερήν ημέρα,
κάθε φορά που ο Χι περνούσε σιωπηλός
από κοντά στον κάστορα, αυτός έκανε πέρα,
κοιτούσ’ αλλού και φαίνοταν σα να ‘ταν ντροπαλός.
(τέλος του 1ου Μέρους)
* Στο πρωτότυπο χρησιμοποιεί μια καρολλίστικη λέξη, Snark κι εγώ θέλοντας να πέσω μέσα, μελετώντας τη, είδα πως πρόκειται για μόρφημά του, απαρτιζόμενο από 2 λέξεις: S N A C K & S H A R K , θέλωντας, λοιπόν να πετύχω μ’ ένα σμπάρο 2 τρυγόνια, δίνω το εξελληνισμένο όνομα Καρχαρομεζές, εκ του σνακ και του σαρκ, –μεζές, καρχαρίας. Έχει συνάφεια και το S N A – K E , αλλά η ιστορία είναι θαλασσινή κι έτσι απέρριψα χωρίς καν να το πολυσκεφτώ, τη συμμετοχή του… φιδιού εδώ.
Μετάφραση Ελένη Παππά, μέτρο, ρίμα, επεμβάσεις, δικά μου!
Βάρκα Στη Λιακάδα
Μια βάρκα μέσα στη λιακάδα
λικνίζεται νωχελικά.
Σ’ ενός Ιούλη μεσημέρι,
τρία παιδιά αράξανε κοντά,
πρόθυμα μάτια κι αυτιά ανοιχτά
για έν απλό παραμυθάκι τοσοδά.
Η προσμονή θάμπωσε το φεγγάρι,
μνήμες νεκρές κι αχνή και η ηχώ
ξεψύχησ’ ο Ιούλης μες στον παγετό.
Φάντασμα π’ ακόμα με στοιχειώνει,
η Άλις να ‘ν’ ψηλά στον ουρανό
και δε την είδε μάτι ξυπνητό.
Παραμύθι προσμένουν ακόμα, παιδιά,
πρόθυμα μάτια κι ανοιχτά τα αυτιά
μ’ αγάπη θ’ αράξουνε πάλι κοντά.
Στων Θαυμάτων τη χώρα, κει δα ξαπλωμένα
ονειρεύονται καθώς μέρες κυλήσαν,
ονειρεύονται με καλοκαίρια πεθαμένα.
Πάντα στο ίδιο ρέμα τους παρασυρμένα,
στη λάμψη τη χρυσή που ‘χει φωτίσει:
Τί άλλο, παρά όνειρο, να είν’ η ζήση;
Μτφρ.: Ελένη Παππά, μέτρο, ρίμα, επεμβάσεις, δικά μου!
Ευχαριστώ πολύ Ελένη, υπήρξες τεράστια βοήθεια και στα 3!
(απόσπ. από ποίημα)
Μάθε καλή ορθογραφία
και μη τραυλίζεις πουθενά.
Γράφε ωραία και στρωτά
τραγούδα λίγο πιο γλυκά.
Γενού πιο δημιουργικός,
Kάνε έξι μίλια πεζοπορία,
κι η αγάπη θα φανεί ξανά
με το χαμόγελο σιμά
και γέλιο σα γελοιογραφία,
όλα θα ‘ναι μετά πιο μαλακά.
(μτφρ.: Πάτροκλος)
