Βρέθηκα στη ζωή μέσα σε δυο αιώνες,
σάμπως πάνω στη συμβολή δυο ποταμών.
Βούτηξα στα νερά τα θολωμένα τους
και όλος λύπη ξεμακραίνω απ’ τη γέρικη
την όχθη που γεννήθηκα κι όλος ελπίδα
κολυμπώ προς ένα άγνωστο ακρογιάλι.
Βιογραφικό

Ο Φρανσουά-Ωγκύστ-Ρενέ, υποκόμης ντε Σατωμπριάν (François-Auguste-René, vicomte de Chateaubriand, ή Σατωβριάνδος, 1768-1848), ήτανε Γάλλος συγγραφέας, περιηγητής, πολιτικός, στρατιωτικός κι ένθερμος φιλέλληνας, που προερχόταν από παμπάλαια, αλλά ξεπεσμένη, αριστοκρατική οικογένεια. Σπούδασε (1777-1783) στα κολλέγια της Ντολ (Dol), Ρεν (Rennes) και Ντινάν (Dinan), όπου διακρίθηκεν ιδιαιτέρως κι ενώ ταλαντευόταν μεταξύ της ναυτικής και της εκκλησιαστικής σταδιοδρομίας, γίνεται ανθυπολοχαγός στη φρουρά του Καμπραί το 1786. Το 1788, λοχαγός πλέον, βρίσκεται στο Παρίσι, όπου συναναστρέφεται συγγραφείς της εποχής και δημοσιεύει τους 1ους του στίχους στο Almanach des Muses. Υπηρέτησε ως διπλωμάτης και Πρέσβης της Γαλλίας σε διάφορες πρωτεύουσες της Ευρώπης και χρημάτισε Υπουργός Εξωτερικών κατά τη περίοδο 1823-1824. Υποστήριξε σθεναρά την Ελλάδα κατά την Επανάσταση του 1821. Θεωρείται ιδρυτής του γαλλικού ρομαντισμού, από τα μεγάλα ονόματα της γαλλικής λογοτεχνίας, αυτός που ενέπνευσε στον άλλο μεγάλο ρομαντικό, τον Βίκτωρα Ουγκώ, την αποστροφή: Θέλω να είμαι ή Σατωβριάνδος ή τίποτα.
Γεννιέται στο Σαιν-Μαλό της Βρεττάνης στις 4 Σεπτέμβρη 1768, -τη στιγμή που στη περιοχή επικρατεί σφοδρή καταιγίδα κι επίσης δε θέλει να λέει πως γεννήθηκε τότε αλλά το 1769, το γενέθλιο έτος του θαυμαστή του Ναπολέοντα- τελευταίο από τα 10 παιδιά του Ρενέ ντε Σατωμπριάν, τιτλούχου άρχοντα, που ‘χεν αναγκαστεί να γίνει θαλασσινός για να ζήσει και μεγάλωσε στον οικογενειακό πύργο του Κομπούργκ της ίδιας περιοχής. Ο πατέρας ήτανε τολμηρός πλοίαρχος κι έμπορος μαζί, σχημάτισε αρκετή περιουσία κι είχεν αγοράσει τον πύργο και τον τίτλο του κόμη. Περιούσια που κατά μέγα μέρος τη κληρονόμησε ο 1ος γιος, όπως ήταν τότε τα έθιμα. Η 1η λοιπόν επαφή του Σατωβριάν ήταν με τη τραχιά γη και την άγρια θάλασσα της Βρεττάνης. Αν κι ευγενής, παίζει στο λιμάνι με τα παιδιά των ψαράδων και νιώθει σαν απελευθερωμένος αντάρτης. Στα 1777-9 σπουδάζει στα κολλέγια της Ντολ, της Ρεν και της Ντινάν αποκαλύπτοντας στους δασκάλους του πολλά και καταπληκτικά χαρίσματα μαθητή με τεράστια μνήμη, μεγάλη έφεση για μάθηση, καθώς κι ευκολία αφομοίωσης των κλασσικών συγγραφέων, καλλιτεχνικών αλλά κι επιστημονικών γνώσεων, εντυπωσιάζοντας αυτούς αλλά και τους συμμαθητές του. Έχει κλίση και προς τη θάλασσα και προς τη θρησκεία.
Καθώς το μεγαλύτερο μέρος της οικογενειακής περιουσίας μαζί με τους τίτλους πηγαίνανε στον πρωτότοκο, κείνος σα μικρότερος έπρεπε να διαλέξει σταδιοδρομία. Στο Πύργο-φρούριο Κομπούρ περιμένοντας κλήση για τη στρατιωτική του θητεία, αρχίζει να πλάθει το μύθο του. Ξεχνά την αγάπη για τη μουσική και την αρχιτεκτονική κι ανακαλύπτει τη μελαγχολία. Το φρούριο είναι γεμάτο μυστικά περάσματα και πύργους, υπόγειες διαβάσεις κι αποθήκες. Είναι το βασίλειο του σκότους. Ο νεαρός νοικοκύρης το τριγυρνά άσκοπα απ’ το πρωί ως το βράδυ, με παρέα τους δαίμονές του και τη Λουσίλ, την αγαπημένη του αδελφή και προφήτη. Μαζί της ανακαλύπτει τον ιλιγγιώδη ρομαντισμό που ασκούνε τα μοναχικά μέρη και καλλιεργεί τη περιφρόνηση για τη κανονική ζωή. Στο Κομπούρ γράφει μετά από χρόνια το μυθιστόρημα του Ρενέ, τραγικό και χυδαίο βιβλίο που φέρνει μεγάλη αναστάτωση σ’ όλη τη Γαλλία. Είναι η στιγμή της γέννησης του ρομαντισμού. Έτσι στα 1786-90 δοκίμασε, χωρίς πραγματικό ενδιαφέρον, το στρατιωτικό πεδίο. το 1786 τονε βρίσκουμε ανθυπολοχαγό στο Σύνταγμα της Ναβάρρα, που ήτανε φρουρά στο Καμπραί. γίνεται ανθυπολοχαγός και βρίσκεται στην ευχάριστη θέση, να πηγαίνει στο Παρίσι με αστραφτερή κυανόλευκη στολή. Εκεί όμως το 1789 ξεσπά η Γαλλική Επανάσταση και τα ιδανικά της δεν αρέσουνε στο Σατομπριάν. Συμπαθών αρχικά, γρήγορα απογοητεύεται. Στη γαλλική επανάσταση δεν παίρνει μέρος, θα ‘ναι στο Παρίσι και θα συναναστρέφεται τους αναρίθμητους συγγραφείς του καιρού του, ανάμεσα στους οποίους είναι ο περίφημος Λα Αρπ, ο Σαμφόρ κι ο Φοντάν. Τότε η λεγομένη φιλοσοφία του Διαφωτισμού, δηλαδή η φιλοσοφία των προοδευτικών ιδεών του Βολταίρου και του Ρουσσώ, αρχίζει να ασκεί πάνω του μεγάλην επίδραση, μολονότι ήταν ειλικρινής πιστός της μοναρχίας κι ιδίως της συνταγματικής.
Τα 2 πρώτα χρόνια της Επανάστασης κυλάνε σε αβεβαιότητα. Τα πάντα απειλούνται -και σ’ αυτή την αβεβαιότητα ο νεαρός, ρομαντικός, ανήσυχος, ονειροπόλος και διψώντας για καινούριες εμπειρίες, Σατωμπριάν ονειρεύεται να γίνει εξερευνητής. Μπαρκάρει σε πλοίο με κατεύθυνση τον Βόρειο Πόλο αλλά το εγκαταλείπει στις Αζόρες κι αποφασίζει να ταξιδέψει στις ΗΠΑ για να γνωρίσει τη μεγάλη αυτή χώρα και να μελετήσει τους δημοκρατικούς θεσμούς της, αλλά και τη ζωή των Ινδιάνων, που τους θεωρούσε φορείς μιας αληθινά ελεύθερης ζωής. Στις 8 Απρίλη 1791, μες στη φωτιά της Επανάστασης, μπαρκάρει για τις ΗΠΑ, φτάνει στη Βαλτιμόρη, πάει στη Φιλαδέλφεια και μπαίνει στην υπηρεσία του αγωνιστή της ελευθερίας, Τζωρτζ Ουάσιγκτον, θαυμάζει τους καταρράκτες του Νιαγάρα και μεταμφιέζεται σε Ινδιάνο, όσο γράφει το έργο του για τις μισητές επαναστάσεις. Τότε φτάνουν οι πληροφορίες για τα γεγονότα στη Γαλλία. Το Γενάρη του 1791, 8 μήνες μετά την άφιξή του εκεί, φεύγει και φτάνει στη Χάβρη. Πρέπει όμως να φύγει αμέσως, γιατί στην απουσία του τον έχουνε καταδικάσει σε θάνατο κι έχοντας εξαντλήσει στο ταξίδι αυτό και το τελευταίο του φράγκο από το κατάλοιπο της πατρικής κληρονομιάς, επιστρέφει να βοηθήσει στην υπεράσπιση της μοναρχίας, αλλά αναγκάζεται να παντρευτεί με συνοικέσιο της αδελφής του τη Σελεστίνη Μπουισσόν, γυναίκα που ποτέ δεν την αγάπησε, την απατούσε συστηματικά, μα ποτέ δε χώρισε. Αλλά έπεσε θύμα όπως και πολλοί άλλοι, καθώς κι η αδελφή του, που έκαμε το συνοικέσιο, της ψεύτικης φήμης πως η Σελεστίνη ήτανε πολύ πλούσια, ενώ πραγματικά είχε πολύ μικρή περιουσία.
Επιστρέφει λοιπόν παντρεύεται και θα καταταγεί στο στρατό των εξόριστων Γάλλων ευγενών πριγκήπων (émigrés) για να υπερασπιστεί το βασιλικό καθεστώς, πολεμώντας κατά της Επανάστασης. Η γυναίκα του κι η αγαπημένη του αδελφή Λουσίλ συλλαμβάνονται στη Τρομοκρατία του Ροβεσπιέρρου και της παρέας του, που κυρίως ανέβαζε στη γκιλοτίνα κεφάλια αριστοκρατών, κι ο αδελφός του καρατομείται. Πληγώνεται στη πολιορκία της Τιονβίλ και παίρνει το δρόμο της εξορίας μεταμφιεσμένος, στο Λονδίνο -όπου χιλιάδες αριστοκράτες προσπαθούν να ζήσουνε κάνοντας όλα τα επαγγέλματα και πιστεύοντας πως η Επανάσταση γοργά θα κατέρρεε. Θα μείνει στην Αγγλία 7 χρόνια (1793-1800), στο Λονδίνο νοικιάζει άθλιο μικρό δωμάτιο που σήμερα είναι μουσείο. Ζει σ’ έσχατη ένδεια, δίνοντας μαθήματα Γαλλικής και κάνοντας μεταφράσεις, αλλά περνά περιόδους φρικτής δυστυχίας και πείνας.
η Σελέστ Μπουϊσόν
Το 1797 δημοσιεύει στο Λονδίνο, το 1ο του έργο, το Δοκίμιο Για Τις Επαναστάσεις, που εκφράζει τη δυσπιστία του για τη Γαλλική αλλά και για όλες τις επαναστάσεις και που πέρασε απαρατήρητο. Περί το 1798 επανέρχεται στο Ρωμαιοκαθολικό δόγμα απ’ όπου είχε αποστασιοποιηθεί. Στην Αγγλία ο Σατωμπριάν, που κατά βάθος ήτανε πλέγμα θεοσεβούς δανδή και χριστιανού Καζανόβα, αφήνεται ν’ αγαπηθεί παράφορα από τη κόρη ενός πάστορα. Στη κρίσιμη στιγμή των προτάσεων για γάμο από μέρους του πάστορα, ο Σατωβριάνδος, που ήτανε κι αυτός ερωτευμένος, σα πιστός καθολικός αποκαλύπτει στο μέλλοντα πεθερό του πως είναι παντρεμμένος. Επακολουθούνε σκηνές τραγικές κι ο πιστός στο δεσμό του γάμου καθολικός ξεκινά κι επιστρέφει στο Παρίσι τον Μάη του 1800, όπου ήδη είχε αρχίσει να επικρατεί κάποια τάξη κάτω από το άστρο του ύπατου Ναπολέοντα, επωφελούμενος της αμνηστίας που παραχωρεί και τον οποίο θαύμαζε αρχικά. Την άλλη χρονιά δημοσιεύεται η Αταλά (που ‘χε και 2ο τίτλο: Οι Έρωτες Δύο Αγρίων Μες Στην Έρημο) με καταπληκτική επιτυχία γιατί, όπως είπε η κριτική: “η Γαλλική λογοτεχνία διψά για μεγάλα έργα μετά τόσες ταραχές κι αναστατώσεις” κι ο Ρενέ, εμπνευσμένα και τα 2 από το ταξίδι του στις ΗΠΑ. Τεράστιος παρθένος κόσμος ανοιγότανε μπρος στον αναγνώστη, η απαρχή του ρομαντισμού.
Το 1802 δημοσιεύτηκε το μνημειώδες κι από τα κύρια έργα του, που άρχισε να γράφει πριν από την Αταλά, στα 1800, είναι Το Πνεύμα Του Χριστιανισμού, που δίνει στη θρησκεία της αγάπης και της συγνώμης μια καινούρια θέρμη, που τόσο την αναζητούσε ο ταλαιπωρημένος Γάλλος του 1800, μια απολογία του Ρωμαιοκαθολικού δόγματος, που συνετέλεσε στην αναβίωση του Καθολικισμού στην Γαλλία. Μετά απ’ αυτό, συλλαμβάνει το σχέδιο ενός άλλου έργου θρησκευτικού, των Μαρτύρων, που θα δούνε το φως της δημοσιότητας στα 1809. Μα, πριν απ’ αυτό, νιώθει την ανάγκη -συγγραφική κι ανθρώπινη μαζί- να επισκεφθεί την Αγία Γη, τη Παλαιστίνη, και γενικά να γνωρίσει, να μυρίσει, να γευτεί, με τον τρόπο που αυτός ήξερε, τους τόπους όπου ρίζωσε και βλάστησε η νέα θρησκεία. Αποφασίζει λοιπόν αυτό το περιπετειώδες ταξίδι, αυτός ο μέγας φίλος των ταξιδιών, και συμπεριλαμβάνει σ’ αυτό και την Ελλάδα, τη χώρα που 1η δέχτηκε ολόψυχα το κήρυγμα του Χριστού μέσα από τα λόγια και τη θέρμη των Αποστόλων. Ο Ναπολέων δε, που ήθελε να επανασυνδέσει τη Γαλλία με τη Καθολική Εκκλησία, τονε διόρισε γραμματέα της διπλωματικής αποστολής στο Παπικό Κράτος. Αλλά το 1804, μετά την απαγωγή κι εκτέλεση του δούκα ντ’ Ανγκιέν, ξαδέλφου του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄, παραιτείται και διακόπτει κάθε σχέση του με τον Ναπολέοντα. Στο εξής θα ζει μόνο από τα βιβλία του.
Έργο Anne-Louis Girodet de Roussy-Trioson (1767- 1824) 1808
Το 1806 πραγματοποιεί το περίφημο ταξίδι του σε Ελλάδα, Μικρά Ασία, Παλαιστίνη, Αίγυπτο και Ισπανία. 3 βιβλία ήτανε προϊόντα του ταξιδιού αυτού : Οι Μάρτυρες, ένα ακόμα θρησκευτικό έργο αναφερόμενο στους διωγμούς των 1ων Χριστιανών, Οι περιπέτειες του τελευταίου Αβενσεράγου, νουβέλα εμπνευσμένη από τη παραμονή του στην Ισπανία και τέλος η περιγραφή του ίδιου του ταξιδιού, το Οδοιπορικόν εκ Παρισίων εις Ιεροσόλυμα (1811) όπου εκφράζεται η αρχαιολατρεία και συμπάθειά του για τους συγχρόνους του Έλληνες. Άλλωστε η Ελλάδα δεν ήταν μόνο το 1ο σκαλοπάτι του χριστιανισμού. Ήτανε κι η χώρα που τα χώματά της είχανε ζυμωθεί με τη δόξα της λαμπρότερης ιστορίας του κόσμου και που όσα ερείπια μέναν ακόμα ορθά πάνω στα χώματα αυτά ακτινοβολούσανε κάτω από τον ίδιον ήλιο, την ασύγκριτη και τη μοναδική αρχαία πνευματική και καλλιτεχνική αίγλη. Η φαντασία του, ερεθισμένη από τις κλασσικές του σπουδές και ρομαντικά διαμορφωμένη, τον έκαμε κιόλας να φαντάζεται πως στην Ελλάδα θα μπορούσε να βρει κάτι από τη ζωντανή ύπαρξη του Λεωνίδα, του Λυκούργου, του Θεμιστοκλή και των άλλων ημίθεων της ιστορίας και του πνεύματος -πως ίσως ν’ άκουγε τα ονόματά τους να τα ψιθυρίζουν οι ελληνικοί άνεμοι, δίπλα σε ποτάμια με πικροδάφνες και μυρτιές και σε κρήνες όπου καλλίγραμμες και λευκοφόρες νέες θ’ αντλούσαν νερό γεμίζοντας αμφορείς εξαίσια τεχνουργημένους! Ο χορός των ποιητών, των βασιλέων, των στρατηγών, των ιστορικών έμοιαζε για τον Σατωβριάνδο με τα Τάγματα των χριστιανικών Αγγέλων, που η θερμή ευλάβεια μπορεί να σε κάνει να τα αισθανθείς να φτερουγίζουν ολόγυρά σου. Αναφέρεται κι άλλο ένα ακόμα κίνητρο για το ταξίδι αυτό προς τους αρχαίους και τους Αγίους Τόπους -ο φλογερός δεσμός του με ωραία κυρία, τη κόμησσα ντε Νοάιγ, όχι βέβαια τη γνωστή μεγάλη ποιήτρια, που γεννήθηκε 1 αιώνα αργότερα. Υποστηρίζεται ότι το ταξίδι έγινε για να τελειώσει στην Ισπανία, όπου στην Ανδαλουσία είχε συμφωνηθεί να συναντήσει το ερωτικό του ίνδαλμα.
Ξεκινώντας για την Ελλάδα και τη Μέση Ανατολή και γυρίζοντας από κει με βιβλίο, καθιέρωσε σταθερά 2 μοντέρνους τύπους ζωής και δημιουργίας. Τον συγγραφέα που ταξιδεύει και το πεζογράφημα των λογοτεχνικών ταξιδιωτικών εντυπώσεων. Και το 1ο μέρος του Οδοιπορικού του, που σχεδόν πιάνει και το μισόν όγκο του βιβλίου, είναι θρεμμένο από την Ελλάδα της εποχής εκείνης του 1806, δίνοντας εξαίσιες περιγραφές της φυσικής ομορφιάς της, των παραμελημένων ιστορικών μνημείων που μαρτυρούσαν το μεγαλείο του ελληνικού πολιτισμού, αλλά και ρεαλιστικές εικόνες από τις απαίσιες συνθήκες ζωής των υπόδουλων Ελλήνων. Κι αν η αρχαία Ελλάδα, που με τόσο ρομαντικό πάθος την αναζήτησε στη Σπάρτη, την Ελευσίνα, το Άργος και την Αθήνα, ήταν ακόμα ολόκληρη σχεδόν θαμμένη κάτω από βαθιά στρώματα σκόνης που αγωνιζόταν από καιρό σε καιρό να τα ξεσκαλίσει μια πρωτόπειρη κι ερασιτεχνική αρχαιολογία σποραδικών ξένων περιηγητών, η Ελλάδα η σύγχρονη του Σατωβριάνδου ήτανε κι αυτή σα χαμένη, σαν αόρατη, σα να ήταν όλα τα έμψυχα όντα κάπου κρυμμένα και κουρνιασμένα, “γιατί τα ‘σκιαζ’ η φοβέρα και τα πλάκων’ η σκλαβιά“. Πέρα από το καλαισθητικό ή οποιοδήποτε άλλο, αυτό είναι το 1ο αίσθημα που νιώθει ανατριχιάζοντας ο σημερινός Έλληνας αναγνώστης καθώς βυθίζεται στα 1α κεφάλαια του Οδοιπορικού. Κι ασφαλώς πρόκειται για αίσθημα που σήμερα δεν μπορεί τόσο έντονα να το νιώσει παρά μόνον Έλληνας ή το πολύ-πολύ ένας ξένος βαθύτατα φίλος της χώρας. Όμως το Οδοιπορικό φαίνεται πως την εποχή εκείνη -δηλαδή από το 1807 κι έπειτα- κυρίως στους κύκλους των διανοουμένων, κέντρισε το ενδιαφέρον για την υπόδουλη Ελλάδα, τους έκαμε να συγκινηθούνε γι’ αυτό το λαό των ανέλπιδων σχεδόν σκλάβων. Και θα πρέπει κανείς να θαυμάσει τη συγγραφική δύναμη του Σατωβριάνδου, κυρίως αυτή τη γοργή “απορροφητικότητα” που είχε ταξιδεύοντας. Γιατί τα σχετικά με την Ελλάδα κεφάλαιά του μας δίνουνε την εντύπωση πως ο ταξιδιώτης χριστιανός θα έμεινε πάρα πολύ καιρό στον τόπο μας, ενώ όλος αυτός ο τεράστιος για τις συγκοινωνιακές δυσκολίες της εποχής ταξιδιωτικός κύκλος άρχισε στο Παρίσι, όπου επέστρεψε στις 5 Ιουνίου 1807.
Οι κύριοι σταθμοί του ήταν Παρίσι, Μιλάνο, Βενετία, Μεθώνη, Τρίπολη, Μυστράς, Σπάρτη, ‘Αργος, Αθήνα, Σούνιο, Τζια, Χίος, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Ρόδος, Ιερουσαλήμ, Αλεξάνδρεια, Κάιρο, Καρχηδόνα, Κόρδοβα, Γρανάδα, Μαδρίτη. Απ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα κατανάλωσε μόνο 50 μέρες για τη παραμονή του και τη μετακίνησή του μες στον κυρίως ελληνικό χώρο -ας πούμε στον χώρο της Μεγάλης Ιδέας, που περιλαμβάνει τη Πόλη, τη Σμύρνη και τη Κύπρο. Αλλά οι διακινήσεις, επίπονες κι αργές, με άλογα και μουλάρια που τριποδίζανε σε δύσβατους κι επισφαλείς δρόμους, με ιστιοφόρα που η ταχύτητά τους ήταν εξαρτημένη από τα καπρίτσια των ανέμων, τρώγανε πιο πολύ καιρό από τη παραμονή στα μέρη των ενδιαφερόντων του. Στη προεπαναστατική περίοδο μπορεί να χαρακτηρισθεί ως απλός περιηγητής κι ως ρομαντικός λογοτέχνης, που μελαγχολεί βλέποντας τους απογόνους των αρχαίων Ελλήνων να ζούνε σ’ ελεεινή κατάσταση, υπόδουλοι άξεστου δυνάστη. Όμως με το ξέσπασμα της Επανάστασης, βλέποντας την αγωνιστικότητα των Ελλήνων από τη μια και την εχθρική στάση των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης προς το αγωνιζόμενο ελληνικό έθνος, μεταμορφώνεται σε ένθερμο φιλέλληνα, και τάσσεται ανεπιφύλακτα υπέρ του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων. Τον τίτλο του φιλέλληνα τον οφείλει κυρίως στο περίφημο Υπόμνημα Περί Της Ελλάδος (Note sur la Grėce, 1825), που κατά κάποιο τρόπο αποτέλεσε φιλελληνικό μανιφέστο στη διάρκεια της ελληνικής Επανάστασης.
Στο Παρίσι δε, σαν επέστρεψε, η δημοσίευση μιας δριμύτατης κριτικής κατά του Ναπολέοντα, όπου τον συγκρίνει με το Νέρωνα, του στοιχίζει την εκτόπιση. Ήδη έχει αναδειχθεί σε κεντρική μορφή της αντιπολίτευσης. Πολέμιος πλέον του Ναπολέοντα, επωφελείται τη πτώση του και την επιστροφή των Βουρβόνων κι αρχίζει τη πολιτική και διπλωματική του σταδιοδρομία. Ονομάζεται Ομότιμος, υπηρετεί σα πρέσβης της Γαλλίας σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και διορίζεται υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου, κι έπειτα Εξωτερικών τη περίοδο 1823-24, -υπεύθυνος για την γαλλική επέμβαση στην Ισπανία- αλλά γρήγορα πέφτει σε δυσμένεια, ο κεφάτος και συγκεχυμένος τρόπος του, τον οδηγεί σύντομα σε διάσταση με την εξουσία, αλλά και καθώς αρνείται να συνεργαστεί με ανθρώπους της Επανάστασης που γίναν αποδεκτοί από τη Παλιννόρθωση. Η απώλεια μεγάλου μέρους της περιουσίας του κι η ασθένεια της γυναίκας του, υποχρεώνουνε το ζεύγος να ζει φιλοξενούμενο από φίλους και θαυμαστές. Απτόητος όμως περί τα ερωτικά συνδέεται (1817) με τη θρυλική Μαντάμ Ρεκαμιέ (Madame Récamier), που είναι γι’ αυτόν πηγή έμπνευσης κι ενεργητικότητας.
Το 1818 ιδρύει την εφημερίδα Le Conservateur (Ο Συντηρητικός, 1818-20) κι ασκεί οξύτατη κριτική κατά της κυβερνήσεως. Στη νέα κυβέρνηση Βιλλέλ διορίζεται υπουργός Εξωτερικών και προσπαθεί να επιβάλει τις απόψεις του κατά της “ηθικής των συμφερόντων” και της διαφθοράς. Το 1824 αποπέμπεται από τη κυβέρνηση κι αναδεικνύεται σε ηγέτη της φιλελεύθερης αντιπολίτευσης αρθρογραφώντας στην Journal des Débats (Εφημερίδα των Συζητήσεων), με μεγάλη απήχηση στη νεολαία, που τονε θαύμαζε ως συγγραφέα κι ως πολιτικό. Το 1826 εκδίδεται το μυθιστόρημά του Οι Νατσέζ, εμπνευσμένο από το ταξίδι του της Αμερικής, που επεξεργασμένα επεισόδια του ήταν η Αταλά κι ο Ρενέ. Το 1828 διορίζεται πρεσβευτής στην Αγία Έδρα αλλά τον επόμενο χρόνο παραιτείται. Το 1830 μετά τη πτώση των Βουρβόνων, ο Σατωμπριάν αρνείται να δώσει όρκο πίστης στο Λουδοβίκο Φίλιππο, του δευτερότοκου κλάδου (των Ορλεανιδών) κι αποσύρεται από τον δημόσιο βίο.
Ήδη από το 1817 είχε αρχίσει να γράφει το μεγαλόπνοο έργο του Απομνημονεύματα Πέραν Του Τάφου, με τη προοπτική να εκδοθεί το βιβλίο αυτό 50 χρόνια μετά το θάνατό του. Αλλά το 1836, πιεζόμενος οικονομικά, πούλησε τα δικαιώματα σ’ εκδοτική εταιρεία υπό τον όρο της μεταθανάτιας έκδοσης. Η εταιρεία πούλησε με τη σειρά της τα δικαιώματα στην εφημερίδα La Presse που άρχισε να δημοσιεύει το έργο σε συνέχειες. Εν πάση περιπτώσει η οριστική σε βιβλίο έκδοση ήταν όντως μεταθανάτια, το 1848. Πρόκειται για έργο αυτοβιογραφικό, λυρική αφήγηση της ζωής και της εποχής του, με σατιρικές αιχμές και γραφικές περιγραφές. Τα απομνημονεύματά του αυτά γίνονται το μνημείο κι ο θρύλος του, ο καθρέφτης των μεγάλων φιλοδοξιών και της πλούσιας φαντασίας του.
Το 1844 εκδίδει τη Ζωή Του Ρανσέ, ενός κοσμικού αριστοκράτη που αποσύρθηκε από τη κοινωνία για να ιδρύσει το αυστηρότατο τάγμα των Τραπιστών μοναχών. Πρόκειται για έργο με εμφανή αυτοβιογραφικά στοιχεία και προσπάθεια εκτίμησης της πορείας του 19ου αι.. Το 1847 πεθαίνει η γυναίκα του, που τη σεβόταν αλλά απατούσε και μένει μόνος με τη Μαντάμ Ρεκαμιέ, που την αγαπούσε αλλά επίσης απατούσε. Πέθανε στη διάρκεια της επανάστασης, 4 Ιουλίου 1848, σε ηλικία 80 ετών και τάφηκε κατά την επιθυμία του στο νησί Grand Be κοντά στο Σαιν-Μαλό, προσιτό μόνο στην άμπωτη. Αυτός ο κομψός κι ανιαρός ρομαντικός κι αντιδραστικός γέρος, είχε ήδη επιζήσει 3 επαναστάσεων.
Η ζωή του Σατωμπριάν ήταν ένα υπόδειγμα εντονότατων αντιφάσεων. Η σχέση του με την αγαπημένη του αδελφή Λουσίλ σκιάζεται από την υπόνοια (αν όχι βεβαιότητα) της αιμομιξίας. Ήταν υπέρμαχος της θρησκείας αλλά ζούσε τόσον εκτός των επιταγών της που ο Λουδοβίκος ΙΗ΄ αναφώνησε κάποτε: Πολύ θα ‘θελα να γνώριζα τ’ όνομα του εξομολογητή του κυρίου ντε Σατωμπριάν!. Ήταν μοναρχικός των άκρων και πρωτεργάτης της επέμβασης για τη κατάπνιξη της επανάστασης στην Ισπανία, αλλά κι οπαδός της ελευθερίας του τύπου κι υπερασπιστής της Ελληνικής Επανάστασης που κατηγορήθηκε από τη συντηρητική παράταξη γιατί με τα έργα του προκαλούσε επαναστατικές ανησυχίες στη νεολαία. Ήταν ένας αντιδραστικός που ενέπνευσε τον Μπάυρον και τον Ουγκώ. Ο ίδιος είχε δηλώσει: Είμαι δημοκρατικός εκ φύσεως, μοναρχικός εξ αιτίας της λογικής και βουρβωνικός για λόγους τιμής.
Στο Οδοιπορικό του ο Σατωμπριάν, που πίστευε ότι η Γαλλία ήταν “η πρωτότοκος θυγάτηρ της Ελλάδος κατά τε την ανδρείαν, την ευφυΐαν και τας τέχνας”, έψαξε αλλά δε βρήκε την αρχαία Ελλάδα (“”Λεωνίδα” έκραξα…αλλ’ ουδέν των ερειπίων επανέλαβε το μέγα τούτο όνομα” οι μεταφράσεις του Εμμανουήλ Ροΐδη). Τους νέους Έλληνες δεν τους καλογνώρισε αλλά εκφράζει την αισιοδοξία του για το μέλλον τους βασιζόμενος στο λαμπρό παρελθόν τους αλλά και τους φόβους του για τις συνέπειες της δουλείας. Όταν άρχισε η Ελληνική Επανάσταση, συνδέθηκε με τις φιλελληνικές εταιρείες και σε νέα έκδοση του Οδοιπορικού προέταξε το Υπόμνημα περί Ελλάδος, όπου υποστήριζε από νομικής, ιστορικής κι ηθικής απόψεως τα δίκαια της Ελλάδος.
Τον τίτλο του φιλέλληνα τον οφείλει κυρίως στο περίφημο Υπόμνημα περί της Ελλάδος, που κατά κάποιο τρόπο αποτέλεσε φιλελληνικό μανιφέστο στη διάρκεια της ελληνικής Επανάστασης. Γι’ αυτό, ο Κυριάκος Αμανατίδης στα Επίκαιρα & Επίμαχα, Νέος Κόσμος –ομογενειακή ενημέρωση- γράφει:
Το Υπόμνημα του Σατωβριάνδου δυστυχώς δεν κυκλοφορεί σε μορφή βιβλίου. Στάθηκα τυχερός να το εντοπίσω στη ψηφιακή Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης (κωδικός 122700), από όπου το εκτύπωσα. Είναι σε ελληνική μετάφραση από τα γαλλικά.
Ο Σατωμπριάν στη 2η παράγραφο του Υπομνήματος λέει:
Μήπως έμελλε ο αιώνας μας να δει πλήθη αγρίων ανθρώπων να καταπνίξουν τον αναγεννώμενο πολιτισμό στον τάφο ενός έθνους, το οποίο εξημέρωσε και εκπολίτισε την οικουμένη; Θα επιτρέψουν οι Χριστιανοί στους Τούρκους να σφάζουν ανεμπόδιστα τους Χριστιανούς; Και τα νόμιμα κράτη της Ευρώπης θα ανεχθούν χωρίς αγανάκτηση να δίνεται το ιερό όνομα της νομιμότητας σε ένα τυραννικό καθεστώς, το οποίο θα έκανε και αυτόν τον Τιβέριο να αισθάνεται ντροπή;
Στη συνέχεια γράφει πως η πρόθεσή του δεν είναι να αναφερθεί στην ιστορία του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων, γιατί όπως λέει επί αυτού είχαν γραφεί πολλά συγγράμματα. Εκείνο που επιδιώκει να κάνει με το Υπόμνημά του είναι να ανασκευάσει τα επιχειρήματα των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης, για την εχθρική τους στάση έναντι του αγωνιζόμενου ελληνικού λαού. Οι ακόλουθοι 4 λόγοι, προβάλλονται για να δικαιολογήσουν αυτήν την στάση των Ευρωπαίων, βάσει λεγομένων του:
1. Επειδή η Τουρκία αναγνωρίσθηκε στη Συνέλευση Βιέννης, αναπόσπαστο μέρος της Ευρώπης.
2. Επειδή ο Σουλτάνος είναι νόμιμος κύριος των Ελλήνων κι ως εκ τούτου οι Έλληνες είναι αντάρτες.
3. Επειδή η παρέμβαση των Δυνάμεων θα μπορούσε να δημιουργήσει πολιτικές δυσκολίες.
4. Επειδή δεν συμφέρει να συσταθεί δημοκρατικό κράτος στην ανατολική Ευρώπη. (Βαλκάνια).
Ο Σατωβριάνδος, με τα δικά του επιχειρήματα, αναιρεί τους λόγους που πρόβαλαν οι Μεγάλες Δυνάμεις για τη μη παρέμβασή τους υπέρ της Ελλάδας. Αναφορικά με τον 1ο, αποδεικνύει το ανυπόστατο της αναγνώρισης της Τουρκίας ως αναπόσπαστου μέρους της Ευρώπης. Για το 2ο, ότι ο Σουλτάνος αναγνωρίζεται από τις μεγάλες Δυνάμεις ως νόμιμος κύριος των Ελλήνων, παρατηρεί πως ο Σουλτάνος “βασιλεύει επ’ ονόματι του Κορανίου και της μαχαίρας“. Επιπρόσθετα, αναφέρεται στο γεγονός ότι οι υπήκοοι του Σουλτάνου είναι Μωαμεθανοί. Οι Έλληνες, ως Χριστιανοί, ούτε νόμιμοι υπήκοοί του είναι, ούτε παράνομοι, μάλλον “σκύλοι γεννημένοι διά να αποθνήσκουν κάτω από την ράβδον των Μουσουλμάνων, ήτοι των αληθώς πιστών“. Πιο κάτω συνεχίζει ως ακολούθως:
Αλλ’ αφού τέλος πάντων κρεμάσανε τους ιερείς του (ελληνικού έθνους), μόλυναν τους ναούς του̇ αφού έσφαξαν, έκαψαν, έπνιξαν χιλιάδες Ελλήνων̇ αφού διαπόμπευσαν τις γυναίκες τους, άρπαξαν τα παιδιά τους και τα πούλησαν ως ανδράποδα στις αγορές της Ασίας, τότε πλέον όσον αίμα έμενε ακόμη στην καρδιά τόσων δυστυχισμένων κόχλασε μέσα τους κι οι μέχρι τότε σιδηροδέσμιοι δούλοι ξεσηκώθηκαν κι έκαναν όπλα τα δεσμά τους. Ο Έλληνας, ο οποίος μέχρι πρότινος δεν ήταν υπήκοος σύμφωνα με το αστικό δίκαιο, ζητά τώρα την ελευθερία του στο όνομα του φυσικού δικαίου κι απέσεισε τον ζυγό χωρίς να γίνει αντάρτης, χωρίς να παραβιάσει κανένα νόμιμο δεσμό, γιατί δεν είχε συμφωνηθεί κανένας δεσμός με τον δυνάστη.
Αναφερόμενος στον τρόπο με τον οποίο οι Μεγάλες Δυνάμεις ήταν σε θέση να εξασφαλίσουν την ανεξαρτησία της Ελλάδας, ο Σατωβριάνδος γράφει:
Μια σταθερή, γενναία κι αφιλοκερδής πολιτική μπορεί να θέσει τέρμα στις τόσες σφαγές, να δώσει ένα νέο έθνος στον κόσμο, και να επαναφέρει την Ελλάδα στην Οικουμένη.
Και κλείνει ως ακολούθως το Υπόμνημά του:
Αλλά οποιεσδήποτε κι αν είναι οι πολιτικές αποφάσεις, ο αγώνας των Ελλήνων έχει καταστεί κοινός αγώνας όλων των εθνών. Φαίνεται πως τα αθάνατα ονόματα των Σπαρτιατών και των Αθηναίων κέρδισαν τη συμπάθεια όλου του κόσμου. Σε όλα τα μέρη της Ευρώπης έχουν συσταθεί Επιτροπές για τη βοήθεια των Ελλήνων, οι συμφορές και τα ανδραγαθήματα των οποίων έστρεψαν την προσοχή όλων στην ελευθερία τους….
Τα αποσπάσματα που παρετέθησαν από το Υπόμνημα περί της Ελλάδος του Σατωβριάνδου, πους έζησε τα γεγονότα που περιγράφει από κοντά, δεν αφήνουνε περιθώρια αμφιβολίας, αλλά ούτε και για σκεπτικισμό, αναφορικά με τη γνησιότητα του φιλελληνικού κινήματος, αλλά και τη νομιμότητα της Ελληνικής Επανάστασης. Το γεγονός ότι το Υπόμνημα γράφτηκε από έναν επιφανή Γάλλο, που ως Υπουργός εξωτερικών της Γαλλίας ήταν πλήρως εξοικειωμένος με τη κατάσταση, όπως αυτή επικρατούσε στη διάρκεια της Επανάστασης, δίνει στις θέσεις που προβάλλει μεγαλύτερη βαρύτητα.
Στο Οδοιπορικό του δε, αναφέρει χαρακτηριστικά για το πέρασμά του από το Άργος:
[… Στις 20 Αυγούστου κατά την αυγή βρισκόμουν στο Άργος. Το χωριό που αντικατάστησε την ένδοξη αυτήν πόλη είναι πιο καθαρό και πιο ζωηρό από τα περισσότερα χωριά του Μοριά. Η θέση του είναι πολύ όμορφη, προς το βάθος του Αργολικού κόλπου και μιάμιση λεύγα απέχοντας από τη θάλασσα. Από τη μια πλευρά υψώνονται τα βουνά της Κυνουρίας και της Αρκαδίας κι από την άλλη οι ακρώρειες της Τροιζήνας και της Επιδαύρου. Όμως, είτε γιατί μ’ είχαν κυριέψει οι θλιβεροί διαλογισμοί, που τους είχε προκαλέσει η ανάμνηση των συμφορών και των εγκλημάτων των Πελοπιδών, είτε γιατί πραγματικά έβλεπα ολόγυμνη γύρω μου την αλήθεια, η γη της Αργολίδας μου φάνηκε ακαλλιέργητη κι ερημωμένη, τα βουνά γυμνά και σκοτεινά και, με δυο λόγια, όλη η φύση γόνιμη σε μεγάλα εγκλήματα και σε μεγάλες αρετές.
Επισκέφθηκα τα λεγόμενα λείψανα των ανακτόρων του Αγαμέμνονα, καθώς και τα ερείπια του θεάτρου κι ενός ρωμαϊκού υδραγωγείου κι ύστερ’ ανέβηκα στην ακρόπολη επιθυμώντας να ιδώ και τις ελάχιστες πέτρες απ’ αυτές που μετακίνησε το χέρι του βασιλιά των βασιλιάδων. Ποιος μπορεί να καυχηθεί πως χάρηκε κάποια δόξα αν συγκριθεί με τους οίκους που ύμνησαν ο Όμηρος, ο Αισχύλος, ο Ευρυπίδης κι ο Ρακίνας; Μα κι αντίστοιχα μεγάλη είναι η έκπληξή μας όταν βλέπουμε τι λιγοστά πράγματα απόμειναν απ’ αυτούς τους οίκους.
Πολύς καιρός πέρασε από τότε που τα ερείπια του Άργους πάψαν ν’ ανταποκρίνονται στο μεγαλείο αυτής της πόλης. Ο Τσάντλερ στα 1756 τα βρήκε όπως ακριβώς τα ‘δα κι εγώ τώρα. Ούτε ο αββάς Φουρμόν στα 1746 ούτε ο Πελλεγκρέν στα 1719 στάθηκαν πιο τυχεροί. Στη φθορά των μνημείων του Άργους συντέλεσαν προπάντων οι Ενετοί: μεταχειρίστηκαν τα συντρίμματά τους για να χτίσουν το φρούριο του Παλαμηδιού. Στα χρόνια του Παυσανία υπήρχε στο Άργος άγαλμα του Δία, αξιοσημείωτο για τα 3 του μάτια κι ακόμα πιο αξιοσημείωτο για τον εξής λόγο: το ‘χε μεταφέρει από την Τροία ο Σθένελος. Και, καθώς λένε, πρόκειται για το ίδιο τ’ άγαλμα που στη βάση του ο γιος του Αχιλλέα έσφαξε τον Πρίαμο. Μα το Άργος, που περηφανευόταν δείχνοντας μες στα τείχη του εκείνους που πρόδωσαν τις εστίες του Πρίαμου, ύστερ’ από λίγο έγινε παράδειγμα της μετάπτωσης των ανθρωπίνων.
Όταν βασίλευε ο Ιουλιανός ο Αποστάτης, τόσο είχε ξεπέσει από την παλαιά του δόξα ώστε εξαιτίας της μεγάλης του φτώχειας δεν μπόρεσε να συνεισφέρει για τους αγώνες στην εορτή των Ισθμίων. Ο Ιουλιανός αγόρευσε υπερασπίζοντας το Άργος κατά των Κορινθίων κι η δημηγορία του διασώθηκε στα συγγράμματά του. Πρόκειται για μια από τις πιο περίεργες σελίδες της ιστορίας των πραγμάτων και των ανθρώπων. Τέλος, το Άργος, η πατρίδα του βασιλιά των βασιλιάδων, αφού στον Μεσαίωνα έγινε κληρονομιά χήρας από τη Βενετία, πουλήθηκε απ’ αυτή στην Ενετική Δημοκρατία για 200 δουκάτα τον χρόνο ισοβίως και 500 μετρητά. Το συμβόλαιο αυτό το μνημονεύει ο Κορονέλλι. Omnia vanitas! -Ματαιότης ματαιοτήτων!
Με φιλοξένησε στο Άργος ο Ιταλός γιατρός Αβραμιόττι*, που γνώρισε κάποτε τον κ. Πουκβίλ στο Ναύπλιο κι έκαμε σε μια του εγγονή χειρουργική επέμβαση για υδροκεφαλία. Ο κ. Αβραμιόττι μου ‘δειξε χάρτη της Πελοποννήσου, όπου, με τη σύμπραξη του κ. Φωβέλ, είχε σημειώσει τα παλαιά ονόματα κοντά στα νέα. Εργασία αληθινά πολύτιμη, που θα μπορούσαν να ‘χουν εκπονήσει μόνο όσοι έμεναν πολλά χρόνια στην Ελλάδα. Ο γιατρός που με φιλοξένησε, πλούσιος πια τώρα, λαχταρούσε να επιστρέψει στην Ιταλία. Και πραγματικά 2 αισθήματα αναζωπυρούνται στη καρδιά του ανθρώπου όσο γερνά: η πατρίδα κι η θρησκεία. Νέοι όταν είμαστε, μπορεί να ξεχνάμε τα αισθήματα αυτά, γερνώντας όμως, ξαναβλέπουμε και τη πατρίδα και τη θρησκεία γιομάτες θέλγητρα και νιώθουμε πιο ζωηρή τη λατρεία που τους χρωστάμε. Κουβεντιάσαμε λοιπόν στο Άργος για την Ιταλία και τη Γαλλία για τον ίδιο λόγο που κι ο Αργείος στρατιώτης που ακολούθησε τον Αινεία θυμήθηκε το Άργος όταν πέθαινε στην Ιταλία.
Και μόνο στο τέλος αναφερθήκαμε στον Αγαμέμνονα, που τον τάφο του θα τον έβλεπα την άλλη μέρα. Κουβεντιάζαμε στο μπαλκόνι ενός σπιτιού απάνω από τον Αργολικό κόλπο -και δεν αποκλείεται από δω να ‘ριξε η φτωχή εκείνη γυναίκα το κεραμίδι που διέκοψε τη δόξα και τις τύχες του Πύρρου. Ο κ. Αβραμιόττι, δείχνοντάς μου ακρωτήρι απέναντι, “εκεί”, έλεγε, “η Κλυταιμνήστρα τοποθέτησε το δούλο που θα μηνούσε την επιστροφή του ελληνικού στόλου” κι ύστερα πρόσθεσε: “Έρχεστε από τη Βενετία; Νομίζω πως κι εγώ θα ‘καμα πολύ καλά να γύριζα στη Βενετία”. Την άλλη μέρα τα ξημερώματα άφησα τον εξόριστον τούτο στην Ελλάδα, και με νέα άλογα και νέον οδηγό πήρα τον δρόμο για την Κόρινθο …]
Για το πέρασμά του από τις Μυκήνες γράφει:
[…Ύστερα από μισής ώρας πορεία περάσαμε τον Ίναχο, τον πατέρα της Ιώς, της πασίγνωστης από τη ζηλοτυπία της Ήρας. Στα χρόνια τα παλιά, βγαίνοντας από το Άργος και πριν τις όχθες του Ίναχου, ήταν η Πύλη της Ειλείθυιας κι ο βωμός του Ήλιου. Μισή λεύγα πιο μακριά, από την άλλη μεριά του ποταμού, ο ναός της Μυσίας Δήμητρας κι ύστερ’ απ’ αυτόν ο τάφος του Θυέστη και το ηρώο του Περσέα. Στάθηκα για λίγο στη θέση που υψώνονταν αυτά τα μνημεία ακόμα και στα χρόνια του Παυσανία κι ύστερα αποχαιρέτησα την πεδιάδα του Άργους, που ο κ. Μπαρμπιέ ντυ Μποκάζ έγραψε αξιόλογο υπόμνημα. Έτοιμοι ν’ ανεβούμε τα βουνά της Κορινθίας, βλέπαμε πίσω μας το Ναύπλιο. Το μέρος που ‘μαστε εκείνη τη στιγμή λεγόταν Χαρβάτι -κι από δω αφήνεις τον δρόμο για να ζητήσεις λίγο προς τα δεξιά τα ερείπια των Μυκηνών, που ο Τσάντλερ τα ‘χε προσπεράσει γυρίζοντας από το Άργος. Σήμερα τα ερείπια αυτά γίναν πασίγνωστα από τις ανασκαφές που ‘καμε ο λόρδος Ελγίνος περνώντας από την Ελλάδα. Ο κ. Φωβέλ τα περιέγραψε στις Αναμνήσεις του κι ο κ. ντε Σουαζέλ-Γκουφφιέ έχει τα σχέδιά τους. Πριν από τους περιηγητές αυτούς ο αββάς Φουρμόν είχε κάνει λόγο για τη πόλη των Μυκηνών, που την είχε ιδεί κι ο Ντυμονσώ. Περάσαμε περιοχή με ρείκια. Στενό μονοπάτι μάς έφερε σ’ αυτά τα ερείπια, που είναι σχεδόν όπως ήταν στον καιρό του Παυσανία, γιατί 2280 χρόνια πέρασαν από τότε που οι Αργείοι κατάστρεψαν τις Μυκήνες. Είχανε φθονήσει τη δόξα που ‘χε αποκτήσει η πόλη αυτή επειδή είχε στείλει 40 πολεμιστές στις Θερμοπύλες να πεθάνουν μαζί με τους Σπαρτιάτες.
Αρχίσαμε πρώτα από τον λεγόμενο τάφο του Αγαμέμνονα, κυκλικό μνημείο κάτω από τη γη, που δέχεται το φως από τον θόλο και που δεν έχει τίποτα το αξιόλογο εκτός από την απλότητα της αρχιτεκτονικής του. Μπαίνεις από όρυγμα που καταλήγει στη θύρα του τάφου, που τη κοσμούνε παραστάδες από γαλαζωπό συνηθισμένο μάρμαρο από τα γειτονικά βουνά. Ο λόρδος Ελγίνος άνοιξε το μνημείο αυτό και το καθάρισε από τα χώματα που το ‘χαν φράξει εσωτερικά. Μικρή πόρτα οδηγεί από τον κυριότερο θάλαμο σ’ άλλον, μικρότερο, που, όταν τον εξέτασα, καθώς δε βρήκα ίχνος τοίχου, έβγαλα το συμπέρασμα πως ήταν απλός λάκκος, καμωμένος από τους εργάτες έξω από τον τάφο. Κι η πορτούλα κείνη, μία ακόμα είσοδος του τάφου. Άραγε ο τάφος αυτός ήταν πάντα κάτω από τη γη, όπως οι κατακόμβες της Αλεξάνδρειας στη Ροτόντα ή υψωνόταν απάνω από το έδαφος σαν τον τάφο της Καικηλίας Μετέλλας στη Ρώμη; Είχε μια εξωτερική αρχιτεκτονική; Κι αν είχε, τι ρυθμού ήταν; Οι απορίες αυτές δε λύθηκαν ακόμα γιατί τίποτα δε βρέθηκε μες σ’ αυτόν τον τάφο και γιατί δεν είμαστε καν βέβαιοι πως πρόκειται για τον τάφο του Αγαμέμνονα που αναφέρει ο Παυσανίας.
Βγαίνοντας απ’ αυτό το μνημείο, πέρασα άγονη κοιλάδα, είδα τα ερείπια των Μυκηνών σε μια πλευρά των αντικρινών λόφων -και προπαντός θαύμασα μία από τις πύλες της πόλης, οικοδομημένη με γιγαντιαία κομμάτια βράχων, στηριγμένων στο ίδιο το βουνό, που ήταν ενιαίο σύνολο. 2 κολοσσιαία λιοντάρια χωρίς κεφάλια, σκαλισμένα από τις δύο πλευρές της πύλης, είναι το μόνο της στόλισμα. Στέκονται ορθά, το ένα εναντίον του άλλου, όπως τα λιοντάρια που υποστηρίζουν τα οικόσημα των παλαιών ιπποτών μας. Δεν υπάρχει πουθενά, μήτε και στην Αίγυπτο, τόσο επιβλητική αρχιτεκτονική κι η έρημος, που μες απ’ αυτήν υψώνεται η πύλη, προσθέτει στο μεγαλείο της. Ανήκει στο είδος των έργων που ο Στράβων κι ο Παυσανίας αποδίδουν στους Κύκλωπες και που ίχνη τους βρίσκονται στην Ιταλία. Ο κ. Πετί-Ραντέλ βεβαιώνει πως η αρχιτεκτονική αυτή είναι προγενέστερη από την επινόηση των ρυθμών. Κι ένα παιδί ολόγυμνο, ένας βοσκός, μου ‘δειχνε μέσα σ’ αυτή τη μοναξιά τον τάφο του Αγαμέμνονα και τα ερείπια των Μυκηνών.
Πιο κάτω από την πύλη αυτήν υπάρχει βρύση που θα μπορούσε κανείς να την εκλάβει για τη βρύση που ανακάλυψε ο Περσέας κάτω από έναν μύκητα -και γι’ αυτό τάχα ονομάστηκαν έτσι οι Μυκήνες. “Μύκης” στους αρχαίους σήμαινε “μανιτάρι” ή “λαβή ξίφους”. Κι αυτός ο μύθος για τις Μυκήνες είναι του Παυσανία. Ξαναγυρνώντας στο δρόμο της Κορίνθου, αισθάνθηκα το έδαφος ν’ αντηχεί κάτω από τις οπλές του αλόγου μου. Ξεπέζεψα κι ανακάλυψα τον θόλο άλλου τάφου. Ο Παυσανίας μέτρησε στις Μυκήνες 5 τάφους: του Ατρέα, του Αγαμέμνονα, του Ευρυμέδοντα, του Τηλέδαμου και του Πέλοπα και της Ηλέκτρας, λέγοντας πως ο Αίγισθος κι η Κλυταιμνήστρα θάφτηκαν έξω από τα τείχη. Λοιπόν ο τάφος που ανακάλυψα εγώ ήταν πιθανώς του Αίγισθου και της Κλυταιμνήστρας; Τον υπόδειξα στον κ. Πουκβίλ, που βέβαια θα τον αναζητήσει στη 1η εκδρομή που θα κάνει στο Άργος. Παράδοξη τούτη η μοίρα, αλήθεια, που μ’ έκαμε να φύγω επίτηδες από το Παρίσι για ν’ ανακαλύψω τη τέφρα της Κλυταιμνήστρας…]
Σατωμπριάν, Οδοιπορικό: Η Ελλάδα Του 1806, Εκδόσεις Δωδώνη, 1979
* Αβραμιώτης Διονύσιος. Ιατρός, γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1770. Σπούδασε στην Πάδοβα της Ιταλίας. Εξάσκησε το ιατρικό επάγγελμα στο Άργος και στην Αθήνα. Κατά το 1817 εξέδωσε στα Ιταλικά ανακατασκευή του “Οδοιπορικού” του Σατωμπριάν. Συνεργάστηκε για μεγάλο διάστημα με τους εν Ελλάδι Άγγλους αρχαιολόγους της εταιρείας των Διλεττάντι , υπήρξε από τα πρώτα μέλη της εταιρείας των Φιλομούσων που ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1814, της οποίας πρόεδρος υπήρξε ο Ιωάννης Καποδίστριας και η οποία προπαρασκεύαζε εν πολλοίς το έδαφος για τη μετέπειτα Φιλική εταιρεία. Κατά το 1820 ο Αβραμιώτης διορίστηκε πρόξενος της Γαλλίας στην Αθήνα. Πέθανε το 1835.
Το μνημειώδες έργο του Φραγκίσκου Αυγούστου Ρενέ υποκόμη ντε Σατομπριάν, πατέρα του γαλλικού ρομαντισμού, δεν έχει πια πολλούς αναγνώστες. Η περιπετειώδης, όμως, ύπαρξή του, το κάνει μέχρι σήμερα πρότυπο για τη ζωή μιας μεγαλοφυΐας κι ενός αντικομφορμιστή. Ο Σατομπριάν είπε για τον εαυτό του: Θέλω να ‘μαι η ολότητα ενός πράγματος ή τίποτα.===================
Έργα
* Essai historique, politique et moral sur les révolutions anciennes et modernes, considérées dans leurs rapports avec la Révolution française (Ιστορικό, πολιτικό και ηθικό δοκίμιο περί των παλαιών και συγχρόνων επαναστάσεων, θεωρουμένων σε σχέση με την γαλλική Επανάσταση, Λονδίνο, 1797)
* Atala, ou les Amours de deux sauvages dans le désert (Αταλά, ή Οι έρωτες των δύο αγρίων στην έρημο, 1801, μυθιστόρημα)
* René, ou les Effets des passions (Ρενέ, ή τα Αποτελέσματα του πάθους, 1802, μυθιστόρημα)
* Le Génie du Christianisme (Το Πνεύμα του Χριστιανισμού, 1802)
* Les Martyrs, ou le Triomphe de la foi chrétienne (Οι Μάρτυρες, ή Ο θρίαμβος της Χριστιανικής πίστης, 1809)
* Itinéraire de Paris à Jérusalem et de Jérusalem à Paris, en allant par la Grèce et revenant par l’Égypte, la Barbarie et l’Espagne (Οδοιπορικό από το Παρίσι στην Ιερουσαλήμ και από την Ιερουσαλήμ στο Παρίσι, κατά την μετάβαση μέσω Ελλάδος και κατά την επιστροφή μέσω Αιγύπτου, Μπαρμπαριάς και Ισπανίας, 1811)
* De Buonaparte, des Bourbons, et de la nécessité de se rallier à nos princes légitimes pour le bonheur de la France et celui de l’Europe (Περί του Βοναπάρτη, των Βουρβώνων, και περί της ανάγκης συσπείρωσης γύρω από τους νόμιμους ηγεμόνες μας για την ευτυχία της Γαλλίας και της Ευρώπης, 1814)
* Aventures du dernier Abencerage (Οι περιπέτειες του τελευταίου Αβενσεράγου, 1826)
* Les Natchez (Οι Νατσέζ, 1827)
* Voyages en Amérique et en Italie (Ταξίδια στην Αμερική και στην Ιταλία, 1827)
* Vie de Rancé (Η ζωή του Ρανσέ, 1844)
* Mémoires d’outre-tombe (Απομνημονεύματα πέραν του τάφου, 1848, μεταθανάτια έκδοση)
Στα Ελληνικά
* Αταλά – Ρενέ : Ευγ.Τσελέντη (“Printa”)
* Το Πνεύμα του Χριστιανισμού : Εμμανουήλ Ροΐδης (μαζί με το Οδοιπορικό)
* Οι Μάρτυρες (τμήμα): Εμμανουήλ Ροΐδης (μαζί με το Οδοιπορικό)
* Οδοιπορικό από το Παρίσι στην Ιερουσαλήμ:
* Εμμανουήλ Ροΐδης, 1860 (φωτοτυπική επανέκδοση που περιλαμβάνει και το Υπόμνημα περί Ελλάδος, “Αφοι Τολίδη”, 1979)
* Αντρέας Καραντώνης (τα περί Ελλάδος και Μικράς Ασίας, “Δωδώνη”, 1979)
* Οι περιπέτειες του τελευταίου Αβενσεράγου: Εμμανουήλ Ροΐδης (μαζί με το Οδοιπορικό)
* Οι Νατσέζ: Κ.Ι.Δραγούμης, ως Οι Νατσαίοι, 1864
* Το έργο του Αντρέ Μωρουά René ou La vie de Chateaubriand (Ρενέ ή Η ζωή του Σατωμπριάν, 1938) μεταφράστηκε στα Ελληνικά από το Γιώργο Πράτσικα (Νέα Εστία 1957 Α’ και “Γκοβόστης” χχ)===================
Ρητά
* Βρέθηκα στη ζωή ανάμεσα σε δυο αιώνες, σάμπως πάνω στη συμβολή δυο ποταμών. Βούτηξα στα θολωμένα τους νερά, και όλο λύπη ξεμακραίνω από τη γέρικη όχθη όπου γεννήθηκα, και όλο ελπίδα κολυμπώ προς ένα άγνωστο ακρογιάλι”.
* Αν κρεμούσαμε το δίκωχο και το πανωφόρι του Ναπολέοντα σε ένα παλούκι στις ακτές της Βρέστης, όλη η Ευρώπη, από τη μια άκρη στην άλλη, θα έτρεχε να πάρει τα όπλα.
* Μην είστε βασιλικότεροι του βασιλέως.
* Οι θεσμοί περνούν τρεις φάσεις: τη φάση του κοινωφελούς έργου, τη φάση των προνομίων και τη φάση της κατάχρησης.
* Μη σπαταλάτε απερίσκεπτα την περιφρόνησή σας. Υπάρχει μεγάλος αριθμός ανθρώπων που την δικαιούται.
* Η δικαιοσύνη είναι το ψωμί του έθνους. Πεινά πάντοτε γι’ αυτό.
* Δεν είναι ο άνθρωπος που σταματά το χρόνο, είναι ο χρόνος που σταματά τον άνθρωπο.
* Τα δάση προηγούνται των λαών, οι έρημοι τους ακολουθούν.
* Η Γαλλία υπό τον Ναπολέοντα: σκλαβιά μείον η ντροπή.
* Θέλω να ‘μαι η ολότητα ενός πράγματος ή τίποτα
* Πάντα οι άλλοι μας φαίνονται πιο ευτυχισμένοι από εμάς. Κι όμως, είναι παράξενο ότι ο άνθρωπος που πρόθυμα θα άλλαζε την κατάστασή του δεν θα δεχόταν σχεδόν ποτέ σε αλλαγή της προσωπικότητάς του.
* Η αρχαία ελληνική ιστορία είναι ένα ποίημα, η λατινική μια εικόνα, η σύγχρονη είναι ένα χρονογράφημα.=====================
Υπόμνημα Περί Της Ελλάδος
(Μεταφρασμένον από την Γαλλικήν γλώσσαν, Εν Παρισίοις,
εκ της Τυπογραφίας Φιρμινού Διδότου, 1825)
Τα εσχάτως συμβάντα εις την Ελλάδα είλκυσαν εκ νέου της Ευρώπης τα βλέμματα προς την άτυχον ταύτην γην. Κοπάδια ανδραπόδων Μαύρων, από τους μυχούς της Αφρικής μεταφερμένων, συντρέχουν δια ν’ αποτελειώσουν εις τας Αθήνας το έργον των μαύρων του σαραϊου ευνούχων. Εκείνοι έρχονται ν’ ανατρέψουν με την δύναμίν των τα ερείπια τα οποία τούτων η αδυναμία άφινε τουλάχιστον να διαμένουν.
Έμελλεν άρα ο αιών μας να ιδή πλήθη αγρίων καταπνίγοντα τον αναγεννώμενον πολιτισμόν εις τον τάφον ενός έθνους το οποίον εξημέρωσε και επολίτισε την οικουμένην ; οι Χριστιανοί θέλουν άρα αφήσει τους Τούρκους να σφάζουν ανεμποδίστως Χριστιανούς; Και αι Νόμιμαι της Ευρώπης Πολιτείαι θέλουν άρα υποφέρει χωρίς αγανάκτησιν να δίδεται το ιερόν της Νομιμότητος όνομα εις μίαν τυραννίαν η οποία και αυτόν τον Τιβέριον ήθελε κάμει να εντραπή;
Δεν αποβλέπομεν ουδέ ποσώς εις το ν’ αναγράψωμεν εδώ την αρχήν και ιστορίαν των ταραχών της Ελλάδος, επειδή πρόχειρα είναι εις όλους τα εις την θλιβεράν ταύτην υπόθεσιν καταγινόμενα παμπληθή συγγράμματα. Ο μόνος του παρόντος υπομνήματος σκοπός είναι να ανακαλέσωμεν την προσοχήν του Κοινού εις έναν αγώνα ο οποίος πρέπει να λάβη τέλος· έτι δε να διορίσομεν τινάς αρχάς, να λύσωμεν τινάς ζητήσεις, να προβάλωμεν τινάς γνώμας αι οποίαι ημπορούν να καρποφορήσουν ωφελίμως εις τας κεφαλάς των άλλων· ν’ αποδείξωμεν ότι δεν είναι τίποτε απλούστερον και ευκατορθώτερον από της Ελλάδος την ελευθέρωσιν· και τέλος πάντων να κινήσωμεν, ει δυνατόν, δια μέσου της υπολήψεως την των κρατούντων θέλησιν· διότι και όταν δεν δυνάμεθα πλέον να προσφέρωμεν εις την ταλαιπωρουμένην θρησκείαν και ανθρωπότητα ει μη ευχάς, πάλιν χρεωστούμεν να εκφωνίσωμεν καν τα ευχάς μας, δια να τας ακούσουν οι δυνατοί.
Δεν είναι κανείς ος τις δεν επιθυμεί των Ελλήνων την απολύτρωσιν, ή τουλάχιστον δεν είναι κανείς ος τις ήθελε τολμήσει να εναγκαλισθή αναφανδόν την μερίδα των δυναστευόντων κατά των δυναστευομένων· η δε εντροπή αύτη είναι προδιάθεσις ευνοϊκή εις τον αγώνα περί του οποίου ο λόγος. Αλλ’ οι περί των Ελλήνων πραγμάτων, χωρίς όμως έχθραν κατά των Ελλήνων, γράψαντες πολιτικοί, διϊσχυρίσθησαν ότι δεν πρέπει να λάβωμεν μέρος εις αυτά, δια τέσσαρας μάλιστα λόγους:
Α. Επειδή η βασιλεία των Τούρκων ανεγνωρίσθη εις την εν Βιέννη Συνέλευσιν ως μέλος αναγκαίον εις την ολοσχέρειαν της Ευρώπης·
Β. Επειδή ο Σουλτάνος είναι νόμιμος κύριος των Ελλήνων, όθεν έπεται ότι οι Έλληνες είναι αντάρται·
Γ. Επειδή η μεσιτεία των Δυνάμεων αι οποίαι ήθελαν μεσολαβήσει ημπορεί να προξενήση πολιτικάς δυσκολίας.
Δ. Επειδή δεν συμφέρει να συστηθή δημοκρατουμένη πολιτεία ει τα ανατολικά της Ευρώπης.
Κατά πρώτον ας εξετάσωμεν τους πρώτους δύο λόγους:
Α λόγος: Η βασιλεία των Τούρκων ανεγνωρίσθη εις την εν Βιέννη Συνέλευσιν ως μέλος αναγκαίον εις την ολοσχέρειαν της Ευρώπης.
Η εν Βιέννη Συνέλευσις εγγυήθη λοιπόν εις τον Σουλτάνον την ακεραιότητα της Επικρατείας του ; Πως ! την ασφάλισεν άρα και ως προς τα τύχας του πολέμου ; Οι πρέσβεις της Πόρτας ευρέθησαν παρόντες εις την Συνέλευσιν ; ο Βεζίρης υπέγραψεν εις το πρωτόκωλον ; ο Μουφτής υπεσχέθη να υπερασπισθή τον Αρχιερέα της Ρώμης, και ο Αρχιερεύς τον Μουφτήν ; Αλλά φοβούμεθα μήπως ηθέλαμεν παρεκτραπή από την σεμνοπρέπειαν την οποία απαιτεί η υπόθεσις, επιμένοντες εις δόξας τόσον αλλκότους και στραβάς επίσης. Προς τούτοις δε και η Πόρτα με μεγάλην έκπληξιν ήθελεν ακούσει ότι εφαντάσθησαν τινές να την εγγυηθούν κανέν πράγμα·μάλλον δε αι τοιαύται εγγυήσεις ήθελαν φανή εις αυτήν αυθαδιάσματα. Ο Σουλτάνος βασιλεύει επ’ ονόματι του Κουρανίου και της μαχαίρας, και το ν΄αναγνωρίση κανείς τα δικαιώματά του είναι ταυτό ως να επέχη περί αυτών, αυτό δηλαδή ως να υποθέση ότι αυτός δεν εξουσιάζει καθ’ όλην την θέλησίν του· επειδή εις την δεσποτικήν διοίκησιν νόμος είναι το αμάρτημα ή το παρανόμημα, κατά την μεγαλητέραν ή μικροτέραν νομιμότητα της πράξεως. Αλλ’ οι συγγραφείς οι διϊσχυριζόμενοι ότι η Επικράτεια του Σουλτάνου ετέθη υπό την προστασίαν της εν Βιέννη Συνελεύσεως, ενθυμούνται ότι αι κτήσεις των χριστιανών ηγεμόνων, συμπεριλαμβανομένων και των αποικιών αυτών, τωόντι ετέθησαν υπό την εγγύησιν των συνθηκών της ειρημένης Συνελεύσεως ; Εννοούν πού ημπορεί να φέρη η ζήτησις αύτη, την οποίαν εν παρόδω εδώ προτείνομεν ; Όταν πρόκειται λόγος περί των Ισπανικών αποικιών, αναφέρουν τίποτε περί της εν Βιέννη ταύτης Συνελεύσεως, την οποίαν τόσον αλλόκοτα προβάλλουν όταν ο λόγος πρόκειται περί της Ελλάδος;
Ας μας συγχωρεθή τουλάχιστον ν’ απαιτήσωμεν χάριν των θυμάτων του Μουσουλμανικού δεσποτιμού την ελευθερίαν την οποίαν νομίζουν τινές ότι έχουν δικαίωμα ν’ απαιτήσουν υπέρ των υπηκόων της Καθολικής Μεγαλειότητος. Το να παραβή τις τα άρθρα μιας γενικής συνθήκης υπογεγραμμένης απ’ όλας τας μερίδας, επί λόγω του να προξενήση εις ολοκλήρους λαούς ό,τι νομίζει μέγιστον αγαθόν, δεδόσθω· αλλά τότε καν ας μη επικαλήται πλέον την αυτήν συνθήκην και προς συντήρησιν της αθλιότητος, της αδικίας και της δουλείας.
Β λόγος: Ο Σουλτάνος είναι νόμιμος κύριος των Ελλήνων, όθεν έπεται ότι οι Έλληνες είναι αντάρται.
Πρώτον μεν ο Σουλτάνος δεν αντιποιείται τας τιμάς της νομιμότητος τας οποίας καλοπροαίρετοι τινές φίλοι του αποδίδουν εις αυτόν, και ήθελε μάλιστα δυσαρεστηθή εις αυτάς καθ’ υπερβολήν, ή μάλλον ειπείν αυτός δεν συνηθίζει να προβιβάζη τους χριστιανούς εις τον βαθμόν των νομίμων υπηκόων. Έπειτα οι νόμιμοι υπήκοοι του διαδόχου του Μωάμεθ είναι μωαμεθανοί· οι δε Έλληνες, ως χριστιανοί, ούτε νόμιμοι υπήκοοί του είναι ούτε άνομοι, αλλ’ είναι δούλοι, ή μάλλον ειπείν σ κ ύ λ ο ι γεννημένοι δια ν’ αποθνήσκουν κάτω από την ράβδον των Μουσουλμάνων, ήτοι των αληθώς πιστών.
Το δε Ελληνικόν έθνος, το οποίον οι Τούρκοι δεν ένωσαν εις εν και το αυτό σώμα με το ίδιόν των έθνος, μη προσκαλέσαντες αυτό εις την μετοχήν της ιδιωτικής και πολιτικής των κοινότητος, δεν υπόκειται εις καμμίαν από τας συμφωνίας αι οποίαι συνδένουν τους υπηκόους προς της ηγεμόνας και τους ηγεμόνας προς τους υπηκόους. Καθυποβληθέν κατ’ αρχάς εις το δικαίωμα της κατακτήσεως, αξιώθη από τον νικητήν μερικά προνόμια εις αμοιβήν ενός φόρου τον οποίον κατένευσε να πληρόνη. Επλήρωσεν, υπήκουσεν έως ότου εφυλάχθησαν αυτά τα προνόμια· επλήρωσε μάλιστα και υπήκουσε και αφ’ ου τα προνόμιά του αθετήθησαν. Αλλ’ αφ’ ου τέλος πάντων εκρέμασαν τους ιερείς του, και εμόλυναν τους ναούς του· αφ’ ου έσφαξαν, έκαυσον, έπνιξαν χιλιάδας Ελλήνων· αφ’ ου κατεπόρνευσαν τας γυναίκας των, και αρπάσαντες τα τέκνα των τα επώλησαν ως ανδράποδα εις τας αγοράς της Ασίας, τότε πλέον όσον αίμα έμενεν έτι εις την καρδίαν τόσων δυστυχών ανεσηκώθη και ανέβρασε· τότε οι εκ βίας και σιδηροδέσμιοι ούτοι δούλοι άρχισαν να διαφεντεύωνται μ’ αυτά τα ίδια σίδηρά των. Ο Έλλην, ο οποίος προτού δεν ήτον υπήκοος κατά το πολιτικόν δίκαιον, έγινε τώρα ελεύθερος δυνάμει του φυσικού δικαίου, και απέσεισε τον ζυγόν χωρίς να γενή αντάρτης, χωρίς να διαρρήξη κανένα νόμιμον δεσμόν, επειδή ουδέ είχε συμφωνηθή κανείς δεσμός με αυτόν. Ο Μουσουλμάνος και ο Χριστιανός εις τον Μωρέαν είναι δύο εχθροί οι οποίοι είχον συμφωνήσει ανακωχήν με κάποιας συνθήκας, ο δε Χριστιανός ανέλαβε τα όπλα· δηλαδή ευρίσκονται πάλιν και οι δύο εις την αυτήν εκείνην θέσιν όπου ήσαν όταν άρχισαν τον πόλεμον προ τριακοσίων εξήντα ετών.
Πρόκειται λοιπόν τώρα να ιδώμεν αν η Ευρώπη θέλη και δύναται να σταματήση την αιματοχυσίαν.
Εδώ όμως απαντώνται οι τελευταίοι δύο λόγοι: Ότι η μεσιτεία των δυνάμεων αι οποίαι ήθελαν μεσολαβήσει ημπορεί να γεννήση πολιτικάς δυσκολίας, και ότι δεν συμφέρει να συστηθή δημοκρατουμένη πολιτεία εις τα ανατολικά της Ευρώπης. Οι λόγοι ούτοι ημπορούν ν’ αναιρεθούν από τα πράγματα. Η μορφή της πολιτικής σκηνής άλλαξε κατά πολλά, και δεν είναι πλέον καθώς όταν εφάνησαν τα πρώτα της επαναστάσεως κινήματα εις την Πελοπόννησον. Το Διβάνιον και η αυλή της Πετρουπόλεως άρχισαν να συνδένουν εκ νέου τας παλαιάς των σχέσεις· οι αυθένται διωρίσθησαν· οι Τούρκοι ευκαίρωσαν σχεδόν την Βλαχομολδαυίαν από τα στρατεύματά των· και αν μένη ακόμη καμμία ζήτησις άλυτος ως προς τας Αυθεντίας, μ’ όλον τούτο δεν είναι ολιγώτερον αληθές ότι τα πράγματα της Ελλάδος δεν συμπλέκονται πλέον με τα ιδιαίτερα πράγματα της Ρωσίας.
Επομένως ευρισκόμεθα εις θέσιν πάντη νέαν δια να πραγματευθώμεν· μάλιστα η Ρωσία έχει δυνάμει των συνθηκών της, και κυρίως των εν Ιασίω και Βουκουρεστίω υπογεγραμμένων, αναντίρρητον δικαίωμα να λάβη μέρος εις τας θρησκευτικάς της Ελλάδος υποθέσεις.
Έπειτα η Ευρώπη δεν ευρίσκεται πλέον, ούτε ως προς την φύσιν των πολιτικών διατάξεών της, ούτε λόγω των αρετών των ηγεμόνων της, ούτε λόγω των φώτων των συμβουλίων και των εθνών της, εις την οποίαν ευρίσκετο θέσιν όταν ωνειρεύετο την διαμοιρασίαν της Τουρκίας. Εν γενικώτερον αίσθημαδικαιοσύνης εισεχώρησεν εις την πολιτικήν, αφ’ ότου αι κυβερνήσεις αύξησαν την δημοσιότητα των πράξεών των. Ποίος φαντάζεται σήμερον να διαμερίση την Επικράτειαν του Σουλτάνου; Ποίος στοχάζεται πόλεμον προς την Πόρταν; Ποίος ορέγεται τόπους και εμπορικά προνόμια, εν ω έχομεν περιουσίαν τόπων, και εν ω τα έθνη δεν εύχονται ή δεν νομοθετούν άλλο ει μη ισονομίαν και εμπορικήν ελευθερίαν;
Δεν πρόκειται λοιπόν, δια ν’ απολαύσωμεν την αυτονομία της Ελλάδος, να ορμήσωμεν ομού κατά της Τουρκίας, και να πολεμήσωμεν έπειτα αναμεταξύ μας δια την διανομήν των λαφύρων· αλλά πρόκειται απλώς ν’ απαιτήσωμεν ομοφώνως από την Πόρταν το να πραγματευθή με τους Έλληνας, και να δώση τέλος εις τον εξολοθρευτικόν πόλεμόν της ο οποίος καταθλίβει τους Χριστιανούς, διακόπτει τας εμπορικάς σχέσεις και επιμιξίας, εμποδίζει την θαλασσοπορείαν, υποχρεόνει τους ουδετέρους εις το να συνοδεύονται από πολεμικά πλοία, και καταταράττει τέλος πάντων την γενικήν ευταξίαν. Αν το Διβάνιον δεν κατανεύση εις τα δικαιότατα ταύτα ζητήματα, τότε η αναγνώρισις της αυτονομίας της Ελλάδος από όλας τας δυνάμεις της Ευρώπης ήθελεν είναι το άμεσον επόμενον της μη συγκατανεύσεώς του· και με τούτο μόνον το έργον η Ελλάς ήθελε σωθή, χωρίς να ριφθή ουδέ μία μόνη βολή κανονίου εις βοήθειάν της· η δε Πόρτα ήθελεν αναγκασθή και αυτή ν’ ακολουθήση, ογλίγωρα ή αργά, το παράδειγμα των χριστιανικών δυνάμεων.
Αλλ’ ημπορούμεν να αρνηθώμεν εις την Οθωμανικήν κυβέρνησιν το της κυριαρχίας δικαίωμα επάνω εις τους τόπους της Επικρατείας της; Όχι· η Γαλλία μάλιστα χρεωστεί περισσότερον παρά πάσαν άλλην δύναμιν, να σεβαστή τον παλαιόν της σύμμαχον, και να διατηρήση ό,τι δυνατόν να διατηρηθή από τας προτέρας της συνθήκας και από τας αρχαίας της σχέσεις· πρέπον όμως είναι να πολιτευθώμεν με την Τουρκίαν, καθώς πολιτεύεται και αυτή με τ’ άλλα έθνη. Δια την Τουρκίαν, αι ξέναι διοικήσεις δεν είναι ει μη πραγματικαί διοικήσεις, επειδή ουδέ αυτή η ίδια θεωρεί μ’ άλλον τρόπον τον εαυτόν της. Αυτή δεν αναγνωρίζει το πολιτικόν της Ευρώπης δίκαιον, αλλά διοικείται κατά τον κώδηκα των Ασιανών εθνών·δια τούτο ουδέ ποσώς δυσκολεύεται, παραδείγματος χάριν, να βάλη εις την φυλακήν τους πρέσβεις των εθνών με τα οποία αρχίζει πόλεμον. Δεν αναγνωρίζει ουδέ το εθνικόν ημών δίκαιον· επομένως αν ο οδοιπόρος ος τις περιτρέχει την επικράτειάν της προστατεύεται από τα εν γένει φιλόξενα ήθη των κατοίκων και από τα ελεημονικά του Κουρανίου παραγγέλματα, από τους νόμους όμως δεν προστατεύεται.
Εις τας εμπορικάς ομολογίας ο Μουσουλμάνος, μοναδικώς θεωρούμενος, είναι ειλικρινής, και φυλάττει με ευσέβειαν και πίστιν τας συμφωνίας του· ο φίσκος όμως, ήτοι ο δημόσιος θησαυρός, είναι άνομος και άπιστος. Το δίκαιον του πολέμου των Τούρκων δεν είναι καθόλου το αυτό με το δίκαιον του πολέμου των Χριστιανών, επειδή εκείνο συγχωρεί τον θάνατον αντί της διαφεντεύσεως, και τον ανδραποδισμόν μετά την κατάκτησιν. Το δικαίωμα της κυριαρχίας δεν ημπορεί να το επικαλεσθή νομίμως η Πόρτα, ει μη ως προς τας μουσουλμανικάς επαρχίας της·εις δε τας χριστιανικάς, όπου αυτή δεν υπερισχύει πλέον, αυτού έπαυσε και να βασιλέυη· επειδή η παρουσία των Τούρκων μεταξύ των Χριστιανών δεν είναι κοινωνίας σύστασις, αλλά στρατιωτική απλώς κατάσχεσις (εις όλα τα μέρη της Ελλάδος όπου η τοποθεσία είναι αρμοδία εις τα πολεμικά, οι Έλληνες είναι εις ιδιαιτέραν κωμόπολιν εξωρισμένοι και χωρισμένοι από τους Τούρκους). Αλλ’ η Ελλάς, αν την υποθέσωμεν πολιτείαν αυτόνομον, άρα θέλει είναι και λόγου αξία εξίσου με την Τουρκίαν εις τας της Ευρώπης συνθήκας ; άρα θέλει ημπορέσει να χρησιμεύση αρκετά, με μόνας τας ιδίας της δυνάμεις, ως προπύργιον εναντίον των επιχειρήσεων μιας οποιασδήποτε δυνάμεως; Η Τουρκία είναι τάχα οχυρότερος προμαχών; η ευκολία με την οποία ημπορεί να κτυπηθή δεν είναι τάχα αποδεδειγμένη και πασίδηλος;
Είδαμεν εις τους προς την Ρωσσίαν πολέμους της, είδαμεν εις την Αίγυπτον πόσον δύναται ν’ ανθέξη. Οι πολεμισταί της είναι μεν πολυάριθμοι και αρκετά ανδρείοι κατά την πρώτην προσβολήν, πλην ολίγα μόνον τάγματα γυμνασμένων στρατιωτών αρκούν εις διασκορπισμό των. Η πυροβολική της είναι μηδενική, και αυτό το επαινούμενον ιππικόν της δεν ηξεύρη να κάμη τα πρέποντα κινήματα, αλλά συντρίβεται εις τας εφόδους του και εναντίον ενός μόνου λόχου πεζών· μία φούκτα Γάλλων στρατιωτών αφάνισε τους πολυθρυλλήτους Μαμελούκους. Εάν λοιπόν μία γνωστή δύναμις δεν έκαμεν εισβολήν εις την Τουρκίαν, ας αποδοθή μάλλον χάρις εις την επιείκειαν η οποία ευρέθη και επάνω εις θρόνον. Αν θελήσωμεν δε να υποθέσωμεν ότι η Τουρκία εφυλάχθη δια τον οποίον καθείς συνέλαβε γνωστικόν φόβον του μήπως αναφθή γενικός πόλεμος, δεν είναι καθαρά φανερόν ότι όλαι αι αυλαί ήθελαν προσέχει ωσαύτως εις το να εμποδίσουν και της Ελλάδος την πτώσιν ; Η Ελλάς ογλίγωρα ήθελεν αποκτήσει συμμαχίας και συνθήκας, και δεν ήθελεν ευρεθή μόνη και αβοήθητος εις τον κίνδυνον.
Έτι δε η Ελλάς ελευθερωμένη, ωπλισμένη καθώς τα λοιπά χριστιανά έθνη, ωχυρωμένη και φυλαττομένη από οχυρωτάς και πυροβολιστάς τους οποίους ήθελε δανεισθή εις τας αρχάς από τους γείτονάς της, διωρισμένη από την φύσιν να κατασταθή εντός ολίγου με την ευφυΐαν της δύναμις θαλασσοκρατική· η Ελλάς αύτη, μ’ όλην την μικρότητα της εκτάσεώς της, ήθελε φυλάξει τα ανατολικά της Ευρώπης καλλιώτερα παρά την ευρύχωρον Τουρκίαν, και ήθελε χρησιμέυσει περισσότερον εις την πολιτικήν ισορροπίαν. Τέλος πάντων ο αποχωρισμός της Ελλάδος από την Τουρκίαν δεν ήθελε καταλύσει την δύναμιν ταύτην, η οποία πάλιν ήθελεν αριθμεί εις την επικράτειάν της τόσας άλλας ευρωπαϊκάς πολεμικάς επαρχίας. Ημπορούμεν μάλιστα και να διϊσχυρισθώμεν ότι η Τουρκική Βασιλεία ήθελεν αποκτήσει περισσοτέραν δύναμιν, όταν συσταλθή οπωσούν και τρόπον τινά συγκεντρωθή, γινομένη όλη μουσουλμανική, και απαλλαττομένη από τα χριστιανικά εκείνα πλήθη τα συνορεύοντα με τους Χριστιανούς, τα οποία αυτή είναι αναγκασμένη να παρατηρή και να φυλάττη, καθώς παρατηρούν και φυλάττουν όλοι οι άνθρωποι τους εχθρούς των. Οι πολιτικοί μάλιστα της Πόρτας δοξάζουν ότι το Οθωμανικόν Κράτος δεν θέλει έχει όλην την δύναμίν του ει μη όταν επιστρέψη εις την Ασίαν· ίσως δεν απατώνται.
Όπως λοιπόν και αν εξετάσωμεν το πράγμα, το δικαίωμα της κυριαρχίας δεν ημπορεί να θεωρηθή με τον αυτόν τρόπον εις τους τόπους όπου δεσπόζει το Μισοφέγγαρον, καθώς εις εκείνους όπου βασιλεύει ο Σταυρός. ( … ) Οι Έλληνες τους οποίους καμμία δύναμις δεν εδυνήθη μέχρι τούδε να βοηθήση, δια τον φόβον μήπως κινδυνεύσουν να βλαφθούν άλλα πλέον άμεσα συμφέροντα· οι Έλληνες οι οποίοι ή θέλουν οικοδομήσει την ελευθερίαν των με τα ιδίας των χείρας, ή θέλουν ταφή υποκάτω εις τα ερείπιά της… ( … ). Η Ελλάς αναγεννάται ηρωικώς από την στάκτην της. ( … ) Αναγνώρισε τας διηγήσεις των Γάλλων στρατιωτών οι οποίοι γνωρίζουν τι εστίν ανδρία, ανάγνωσε την διήγησιν των αγώνω εκείνων εις τους οποίους και αυτοί έχυσαν το ίδιόν των αίμα, και θέλεις ομολογήσει ότι οι άνδρες οι κατοικούντες την Ελλάδα είναι άξιοι να πατούν εκείνην την ένδοξον γην. Οι Κανάραι και οι Μιαούλαι ήθελαν ανακηρυχθή ως γνήσιοι Έλληνες και εις την Μυκάλην και την Σαλαμίνα. ( … )
Αλλ’ οποιαιδήποτε και αν ήθελαν είναι της πολιτικής αι αποφάσεις, των Ελλήνων ο αγών κατήντησεν αγών κοινός όλων των εθνών. Φαίνεται ότι τα αθάνατα της Σπάρτης και των Αθηνών ονόματα εκίνησαν εις οίκτον και συμπάθειαν όλον τον κόσμον· εις όλα τα μέτη της Ευρώπης εσυστήθησαν εταιρείαι προς βοήθειαν των Ελλήνων· αι συμφοραί και τα ανδραγαθήματά των προσήλωσαν εκ νέου όλων τας ψυχάς εις την ελευθερίαν των. Ευχαί, προσφοραί στέλλονται εις αυτούς έως από τους αιγιαλούς της Ινδίας και έως από τους μυχούς των ερήμων της Αμερικής· παρόμοια δε δείγματα της ευγνωμοσύνης του ανθρωπίνου γένους επιθέτουν την κορωνίδα εις την δόξαν της Ελλάδος.
——————————-
Οι Περιπέτειες Του Τελευταίου Των Αβενσεράγων
Όταν ο Βοαβδίλ, ο τελευταίος βασιλιάς της Γρανάδα, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το βασίλειο των προγόνων του, στάθηκε για λίγο στη κορφή του όρους Παντούλ. Από το ψηλό αυτό σημείο φαινόταν η θάλασσα, εκεί όπου ο άτυχος μονάρχης θα ‘παιρνε το πλοίο για την Αφρική, φαινόταν ακόμα η Γρανάδα, η Βέγα κι ο ποταμός Χενίλ· στις όχθες του είχανε στηθεί οι σκηνές του Φερδινάνδου και της Ισαβέλλας. Σαν αντίκρυσε την όμορφη αυτή χώρα και τα κυπαρίσσια που ορθώνονταν εδώ κι εκεί, σημαδεύοντας ακόμα τους τάφους των Μουσουλμάνων τον πήρανε τα κλάμματα. Η μητέρα του, σουλτάνα Αϊσά, που τον συνόδευε στην εξορία παρέα με τους άρχοντες που αποτελούσανε κάποτε την αυλή του, του είπε:
-’‘Θρήνησε τώρα σα γυναίκα για ένα βασίλειο που δεν μπόρεσες να το διαφεντέψεις σαν άντρας’‘. Κατέβηκαν από το βουνό κι η Γρανάδα χάθηκε για πάντα από τα μάτια τους.
Οι Μαυριτανοί της Ισπανίας, που είχανε την ίδια μοίρα με το βασιλιά τους, σκορπιστήκανε στην Αφρική. Οι φυλές των Ζεγρίδων και των Γομελεσίδων εγκαταστάθηκαν στο βασίλειο της Φεζ, από όπου και κατάγονταν. Οι Βανεγασίδες κι οι Αλαμπεσίδες σταμάτησαν στις ακτές, από το Οράν ως το Αλγέρι. Οι Αβενσεράγοι, τέλος, εγκαταστάθηκαν στα περίχωρα της Τύνιδας. Κοντά στα ερείπια της Καρχηδόνας, ίδρυσαν μιαν αποικία που ξεχωρίζει ακόμα και σήμερα από τους άλλους Μαυριτανούς της Αφρικής, χάρη στην ευγένεια των ηθών της και στην ηπιότητα των νόμων της.
Οι οικογένειες αυτές πήραν μαζί τους στη νέα πατρίδα τη θύμηση της παλιάς. Ο Παράδεισος της Γρανάδα ζούσε πάντα στη μνήμη τους κι οι μητέρες έλεγαν και ξανάλεγαν τ’ όνομά του στα βυζανιάρικα ακόμα μωρά τους. Τα νανούριζαν με τα τραγούδια των Ζεγρίδων και των Αβενσεράγων. Κάθε Παρασκευή προσεύχονταν στο τζαμί με το πρόσωπο στραμμένο στη Γρανάδα. Ζητούσαν από τον Αλλάχ να δώσει πίσω στους εκλεκτούς του την γη αυτή της επαγγελίας. Μάταια η χώρα των Λωτοφάγων πρόσφερε στους εξόριστους τους καρπούς της, τα νερά της, την βλάστηση και το λαμπερό της ήλιο. Μακρυά από τους Ρόδινους Πύργους δεν υπήρχαν ούτε νόστιμοι καρποί ούτε βρύσες με λαγαρά νερά ούτε δροσερή βλάστηση ούτε ήλιος άξιος να τον κοιτάξει κανείς. Σαν έδειχναν σε κάποιον εξόριστο τις πεδιάδες της Μπαγκράντα, κουνούσε το κεφάλι κι αναφωνούσε στενάζοντας: ‘‘Γρανάδα!’‘
Περισσότερο απ’ όλους, οι Αβενσεράγοι διατηρήσανε τη πιο τρυφερή και πιστή ανάμνηση της πατρίδας τους. Είχαν εγκαταλείψει με θανάσιμη θλίψη τα μέρη που δοξαστήκανε και τ’ ακρογιάλια που τόσο συχνά αντήχησε η πολεμική τους ιαχή: ‘‘Για τη τιμή και την αγάπη!’‘ Τώρα που δεν μπορούσαν πια να κραδαίνουνε το δόρυ στην έρημο ούτε να φορέσουνε τη περικεφαλαία σε μια αποικία γεωργών, αφοσιωθήκανε στη μελέτη των βοτάνων, ενασχόληση που οι Άραβες εκτιμούν το ίδιο με την εξάσκηση στα όπλα. Έτσι αυτή η πολεμόχαρη ράτσα, που κάποτε άνοιγε πληγές, τώρα πια αφοσιώθηκε στη τέχνη της θεραπείας τους. Σ’ αυτό είχανε διατηρήσει κάτι από την αρχική τους ιδιοφυΐα, αφού συχνά οι ιππότες επιδένανε οι ίδιοι τα τραύματα των εχθρών που είχαν νικήσει.
Η καλύβα αυτής της οικογένειας, που κάποτε έζησε σε παλάτια, δε βρισκότανε στο χωριουδάκι των άλλων εξόριστων, στους πρόποδες του όρους Μαμελίφ. Ήτανε κτισμένη ανάμεσα στα ερείπια της Καρχηδόνας, στην ακροθαλασσιά, στο μέρος όπου αποτεφρώθηκε η σορός του Αγίου Λουδοβίκου κι όπου σήμερα βρίσκεται ένα μουσουλμανικό ερημητήρι. Στους τοίχους της καλύβας ήτανε κρεμασμένες ασπίδες από δέρμα λιονταριού, στις οποίες ήτανε σκαλισμένες δυο άγριες μορφές που γκρέμιζαν με ρόπαλο μια πόλη. Γύρω απ’ αυτή τη παράσταση διάβαζε κανείς τις λέξεις: ‘‘Μπορούμε περισσότερα’‘, έμβλημα κι επίγραμμα των Αβενσεράγων. Δόρατα στολισμένα με άσπρες και γαλάζιες παντιέρες, κελεμπίες και μανδύες από σκισμένα μετάξια ήτανε τοποθετημένα δίπλα στις ασπίδες κι έλαμπαν ανάμεσα στα σπαθιά και στα μαχαίρια. Υπήρχαν ακόμα, κρεμασμένα εδώ κι εκεί, χειρίδες από πανοπλίες, χαλινάρια κατάφορτα από διαμάντια, φαρδιοί, ασημένιοι αναβολείς, μακριά σπαθιά, που το θηκάρι τους είχανε κεντήσει χέρια πριγκηπισσών, και ολόχρυσα σπιρούνια, που οι διάφορες Ιζόλδες, Γενιέβρες κι Οριάνες είχαν περάσει κάποτε γύρω από τις μπότες των γενναίων ιπποτών.
Κάτω από αυτά τα ένδοξα τρόπαια, πάνω σε τραπέζια, βρίσκονταν τα τρόπαια μιας ειρηνικής ζωής: διάφορα φυτά, που τα είχαν μαζέψει στις βουνοκορφές του Άτλαντα και στην έρημο της Σαχάρα· πολλά μάλιστα τα ‘χανε φέρει από τη πεδιάδα της Γρανάδας. Κάποια ήτανε κατάλληλα για να ανακουφίζουν τους σωματικούς πόνους, ενώ άλλα θεράπευαν ακόμα και τις ψυχικές αρρώστιες. Οι Αβενσεράγοι εκτιμούσανε κυρίως εκείνα που χρησιμεύανε να καταπραΰνουν τις μάταιες θλίψεις, να διώχνουνε τις τρελές παραισθήσεις, καθώς και τη προσδοκία για ευτυχία, που αδιάκοπα γεννιέται κι αδιάκοπα διαψεύδεται. Δυστυχώς όμως τα βότανα αυτά είχανε τις αντίθετες ιδιότητες και συχνά το άρωμα ενός λουλουδιού φερμένου από τη πατρίδα λες κι ήτανε δηλητήριο για τους ένδοξους εξόριστους.
Εικοσιτέσσερα έτη είχανε κυλήσει από τότε που έπεσε η Γρανάδα. Στο σύντομο αυτό διάστημα δεκατέσσερις Αβενσεράγοι είχανε πεθάνει από την επίδραση του νέου κλίματος, τις κακουχίες της νομαδικής ζωής και κυρίως από τον καημό που υπονομεύει βουβά την αντοχή του ανθρώπου. Ένα μόνο βλαστάρι συγκέντρωνε όλες τις ελπίδες του φημισμένου αυτού οίκου. Ο Μπεν Χαμίντ είχε το όνομα του Αβενσεράγου εκείνου που κατηγορήθηκε από τους Ζεγρίδες πως ξελόγιασε την σουλτάνα Αλφαϊμά. Πάνω του είχανε συνταιριάξει η ομορφιά, η αξιοσύνη, η ευγένεια κι η μεγαλοψυχία των προγόνων με την αχνή λάμψη και την ελαφρά θλιμμένη έκφραση που προσδίδει η δυστυχία σε όποιον την υπομένει ευγενικά. Ήταν εικοσιδύο μόνο χρόνων σαν έχασε τον πατέρα του. Αποφάσισε τότε να πάει να προσκυνήσει τη χώρα των προγόνων, θέλοντας να ικανοποιήσει τις ανάγκες της καρδιάς, αλλά και να πραγματοποιήσει κάποιο σχέδιο, που με ζήλο κρατούσε κρυφό από τη μητέρα.
Πήρε το πλοίο στη Σκάλα της Τύνιδας κι ένας ούριος άνεμος τον οδήγησε μέχρι την Καρθαγένη. Αποβιβάζεται και παίρνει το δρόμο για τη Γρανάδα. Παρουσιαζόταν ως Άραβας γιατρός, που είχε έρθει να μαζέψει βότανα στους βράχους της Σιέρα Νεβάδα. Ένα ήσυχο μουλάρι τον μετέφερε αργά-αργά στην χώρα κείνη που κάποτε οι Αβενσεράγοι πετούσαν καβάλα στα πολεμόχαρα άτια τους. Μπρος του πήγαινε ένας οδηγός, σέρνοντας άλλα δυο μουλάρια στολισμένα με κουδούνια και με πολύχρωμες μάλλινες φούντες. Ο Μπεν Χαμίντ διέσχισε τα φοινικοδάση και τους απέραντους θαμνότοπους του βασιλείου της Μούρθια. Από την ηλικία των φοινικόδεντρων κατέληξε στο συμπέρασμα πως πρέπει να τα είχαν φυτέψει οι πρόγονοί του κι η καρδιά του πλημμύρισε από θλίψη. Από τη μια υψωνόταν ένας πύργος, όπου, τον καιρό του πολέμου των Μαυριτανών με τους Χριστιανούς, φυλούσε σκοπιά κάποιος φρουρός. Από την άλλη πρόβαλλε κάποιο ερείπιο που η αρχιτεκτονική του φανέρωνε την μαυριτανική καταγωγή του -μια ακόμα αιτία πόνου για τον Αβενσεράγο. Κατέβαινε από το μουλάρι και με την πρόφαση πως έψαχνε βότανα κρυβόταν για λίγο μες στα χαλάσματα κι άφηνε τα δάκρυά του να κυλήσουν ελεύθερα. Συνέχιζε μετά τον δρόμο του ονειροπολώντας στον ήχο από τα κουδούνια του καραβανιού και στο μονότονο τραγούδι του οδηγού του. Εκείνος πάλι σταματούσε τη μακρόσυρτη μελωδία του μόνο για να ενθαρρύνει τα μουλάρια του φωνάζοντάς τα ‘‘ομορφούλια’‘ και ‘‘γενναία’‘ ή για να τα μαλώσει αποκαλώντας τα ‘‘τεμπέλικα’‘ και ‘‘ξεροκέφαλα’‘.
Κοπάδια με πρόβατα, που ένας βοσκός οδηγούσε μέσα σε κιτρινωπές και χέρσες πεδιάδες λες κι ήτανε στράτευμα, και μερικοί μοναχικοί ταξιδιώτες δεν έφταναν να δώσουνε ζωή στον τόπο και το μόνο που κατάφερναν ήταν να τον κάνουν να φαίνεται ακόμα πιο μελαγχολικός κι έρημος. Οι ταξιδιώτες είχαν όλοι ένα σπαθί περασμένο στη ζώνη, ήτανε τυλιγμένοι σ’ ένα πανωφόρι και φορούσανε φαρδιά καπέλα που κατεβαίνανε χαμηλά μισοσκεπάζοντάς τους το πρόσωπο. Περνώντας χαιρετούσανε τον Μπεν Χαμίντ, που το μόνο που διέκρινε σ’ αυτό τον ευγενικό χαιρετισμό ήταν οι λέξεις Θεός, άρχοντας κι ιππότης. Τα βράδια στο καπηλειό ο Αβενσεράγος καθόταν ανάμεσα στους ξένους, που διόλου δεν τον ενοχλούσαν με την αδιάκριτη περιέργειά τους. Ούτε του μιλούσαν ούτε τον ρωτούσανε τίποτα. Το σαρίκι, η κελεμπία, τα άρματά του δεν προκαλούσαν καμιά έκπληξη. Από τη στιγμή που ήταν θέλημα του Αλλάχ να χάσουν οι Μαυριτανοί της Ισπανίας την όμορφη πατρίδα τους, ο Μπεν Χαμίντ δεν μπορούσε να μην εκτιμά τους σπουδαίους κατακτητές της.
Ακόμα όμως πιο έντονες συγκινήσεις περίμεναν τον Αβενσεράγο στο δρόμο του. Η Γρανάδα είναι κτισμένη στους πρόποδες της Σιέρα Νεβάδα, πάνω σε δυο ψηλούς λόφους που τους χωρίζει μια βαθειά κοιλάδα. Τα σπίτια που καλύπτουνε τις πλαγιές των λόφων αλλά και το βάθος της κοιλάδας δίνουνε στη πόλη την εικόνα και τη μορφή ενός μισανοιγμένου ροδιού· σε αυτό οφείλει και τ’ όνομά της. Δύο ποτάμια, ο Χενίλ κι ο Ντούρο, που το ένα κυλά πούλιες από χρυσάφι και το άλλο ασημένια άμμο, γλείφουνε τους πρόποδες των λόφων και κατόπιν σμίγουνε και φιδοσέρνονται στη μέση μιας μαγευτικής πεδιάδας που ονομάζεται Βέγα. Η πεδιάδα αυτή, που πάνωθέ της δεσπόζει η Γρανάδα, είναι κατάφυτη με αμπέλια, ροδιές, συκιές, μουριές, πορτοκαλιές· τη περιβάλλουν βουνά με υπέροχο χρώμα και σχήμα. Ένας μαγεμένος ουρανός, ένας αέρας καθαρός και μυροβόλος φέρνουν μες στη ψυχή μια κρυφή χαύνωση, που ακόμα κι ο περαστικός ταξιδιώτης δύσκολα καταφέρνει να την υπερνικήσει. Νιώθει κανείς πως σε τούτη τη χώρα τα τρυφερά αισθήματα θα είχανε γρήγορα καταπνίξει τα ηρωικά πάθη, αν ο έρωτας δεν είχε πάντα ανάγκη, για να είναι αληθινός, να συνοδεύεται από την δόξα.
Μόλις ο Μπεν Χαμίντ αντίκρυσε τις σκεπές των πρώτων κτηρίων της Γρανάδα, η καρδιά του χτύπησε με τόση δύναμη, που αναγκάστηκε να σταματήσει το μουλάρι του. Σταύρωσε τα μπράτσα στο στήθος και, με τα μάτια καρφωμένα στην ιερή πόλη, απέμεινε βουβός κι ασάλευτος. Ο οδηγός σταμάτησε κι αυτός με τη σειρά του και καθώς οι Ισπανοί αντιλαμβάνονται εύκολα κάθε ανώτερο συναίσθημα, έδειξε συγκινημένος μαντεύοντας πως ο Μαυριτανός ξανάβλεπε τη παλιά του πατρίδα. Ο Αβενσεράγος διέκοψε επιτέλους τη σιωπή του.
-’‘Οδηγέ’‘, φώναξε, ‘‘καλότυχος να είσαι! Μη μου κρύψεις την αλήθεια για τη μέρα που γεννήθηκες, είχε απλωθεί στην θάλασσα γαλήνη και το φεγγάρι έπαιρνε να γεμίζει. Ποιοι είναι αυτοί οι πύργοι που λάμπουνε σαν άστρα πάνω από το πράσινο δάσος’‘;
-’‘Είναι η Αλάμπρα’‘, απάντησε ο οδηγός.
-’‘Κι ο άλλος πύργος πάνω στον άλλο λόφο;’‘ ξαναρωτά ο Μπεν Χαμίντ.
-’‘Είναι το Χενεραλίφ’‘, αποκρίθηκε ο Ισπανός. ‘‘Στον πύργο αυτόν υπάρχει ένας κήπος κατάφυτος με μυρτιές, όπου λένε πως πιάστηκε ο Αβενσεράγος με τη σουλτάνα την Αλφαϊμά. Λίγο πιο πέρα βλέπεις το Αλμπαϊζίν και δώθε, προς το μέρος μας, τους Ρόδινους Πύργους’‘.
Κάθε λέξη του οδηγού τρυπούσε τη καρδιά του Μπεν Χαμίντ. Είναι σκληρό να καταφεύγεις στους ξένους για να γνωρίσεις τα μνημεία των προγόνων σου και να ζητάς από τους άσχετους να σου διηγηθούνε την ιστορία της οικογένειας και των φίλων σου. Ο οδηγός, βάζοντας τέρμα στους στοχασμούς του Μπεν Χαμίντ, φώναξε:
-’‘Πάμε, αφέντη Μαυριτανέ, εμπρός, ήτανε θέλημα Θεού! Κουράγιο! Μήπως ο Φραγκίσκος ο Πρώτος δεν είναι σήμερα αιχμάλωτος στη Μαδρίτη μας; Έτσι το θέλησε ο Θεός!’‘
Έβγαλε το καπέλο του, έκανε μεγαλοπρεπώς το σταυρό του και χτύπησε τα μουλάρια του. Ο Αβενσεράγος, σκουντώντας το δικό του, φώναξε με την σειρά του: ‘‘Έτσι ήτανε γραφτό!’‘ και κατηφόρισαν προς τη Γρανάδα. Περάσανε κοντά από τη χοντρόκορμη μελικουκκιά, τη φημισμένη από τη μάχη του Μουσά και του μεγάλου άρχοντα της Καλατράβα, που έγινε την εποχή του τελευταίου βασιλιά της Γρανάδα. Κάνανε το γύρο του περιπάτου της Αλαμέιδα και μπήκανε στη πόλη από την πύλη της Ελβίρα. Ανηφόρισαν τη Ράμπλα και δεν άργησαν να φτάσουν σε μια πλατεία τριγυρισμένη απ’ όλες τις μεριές με σπίτια μαυριτανικής αρχιτεκτονικής. Στην πλατεία αυτή είχε ανοίξει ένα χάνι για τους Μαυριτανούς της Αφρικής, που το εμπόριο των μεταξωτών της Βέγα τους τραβούσε στη Γρανάδα. Εκεί πήγε και τον Μπεν Χαμίντ ο οδηγός του.
Ο Αβενσεράγος ήτανε πολύ ταραγμένος για να αισθανθεί έστω και λίγη ξεκούραση στο νέο του κατάλυμα· η πατρίδα τον βασάνιζε. Ανίκανος ν’ αντισταθεί στα συναισθήματα που αναστατώνανε τη καρδιά του, βγήκε μες στην άγρια νύχτα για να περιπλανηθεί στους δρόμους της Γρανάδα. Πάσχιζε ν’ αναγνωρίσει, πότε με τα μάτια και πότε με τα χέρια, μερικά από τα μνημεία που τόσες φορές τού είχανε περιγράψει οι γέροντες. Ίσως αυτό το ψηλό κτήριο, που ξεχώριζε μες στα σκοτάδια, να ήτανε κάποτε η κατοικία των Αβενσεράγων· ίσως σ’ αυτήν εδώ την έρημη πλατεία να γίνονταν οι γιορτές εκείνες που ανεβάσανε τη φήμη της στα ουράνια. Από δω περνούσαν οι ουλαμοί των ιππέων με τις υπέροχες χρυσομέταξες στολές, εδώ παρήλαυναν οι γαλέρες φορτωμένες με άρματα κι άνθη κι οι δράκοντες που πετούσανε φωτιές, κρύβοντας στα πλευρά τους ένδοξους πολεμιστές. Έξυπνες επινοήσεις διασκέδασης κα αρχοντιάς. Αλίμονο όμως· αντί για ήχους των αυλών, αντί για σαλπίσματα κι ερωτικά τραγούδια, βαθειά σιγή τύλιγε τον Μπεν Χαμίντ. Η βουβή πόλη είχε αλλάξει κατοίκους και τώρα οι νικητές αναπαύονταν πάνω στο στρώμα των νικημένων.
-’‘Κοιμούνται λοιπόν αυτοί οι υπερήφανοι Ισπανοί’‘, φώναξε αγανακτισμένος ο νεαρός Μαυριτανός, ‘‘κοιμούνται κάτω απ’ αυτές τις στέγες, απ’ όπου εξόρισαν τους προγόνους μου! Κι εγώ, ο Αβενσεράγος, αγρυπνώ, άγνωστος κι έρημος, μπρος στη πόρτα του πατρογονικού μου παλατιού!’‘
Ο Μπεν Χαμίντ άρχισε να φιλοσοφεί για την ανθρώπινη μοίρα, τα σκαμπανεβάσματα της τύχης, τη πτώση των αυτοκρατοριών, ακόμα και γι’ αυτήν εδώ τη Γρανάδα, που, ενώ γλεντούσε, κυριεύτηκε άξαφνα από τους εχθρούς της κι έτσι αντικατέστησε, από τη μια στιγμή στην άλλη, τις λουλουδένιες γιρλάντες της με αλυσίδες· νόμιζε πως έβλεπε τους κατοίκους της να εγκαταλείπουν τα σπιτικά τους ντυμένοι στα γιορτινά τους, όπως οι συνδαιτυμόνες που ξαφνικά πυρκαγιά τους αναγκάζει να εγκαταλείψουνε κακήν κακώς την αίθουσα της γιορτής. Όλες αυτές οι εικόνες, όλες αυτές οι σκέψεις στριμώχνονταν στη ψυχή του Μπεν Χαμίντ. Γεμάτος πόνο και θλίψη, συλλογιζότανε κυρίως πώς να πραγματοποιήσει το σχέδιο που τον είχε φέρει στη Γρανάδα. Ο ερχομός της μέρας τον ξάφνιασε. Ο Αβενσεράγος είχε χαθεί: βρισκόταν μακρυά από το χάνι, σε κάποιο απόμερο προάστιο της πόλης. Τα πάντα ησυχάζανε· κανείς θόρυβος δεν τάραζε την ησυχία των δρόμων· οι πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών ήτανε κλειστά· μόνον η φωνή του πετεινού ανήγγελλε στο σπιτάκι του φτωχού πως είχε έρθει η ώρα να ξαναρχίσει ο μόχθος κι η δουλειά.
Αφού περιπλανήθηκε αρκετά χωρίς να μπορέσει να ξαναβρεί το δρόμο του, άκουσε ν’ ανοίγει κάποια πόρτα. Είδε τότε να προβάλλει μια νεαρή γυναίκα, ντυμένη σχεδόν σαν μια από αυτές τις γοτθικές βασίλισσες τις λαξεμένες στα μνημεία των παλαιών μας αβαείων. Το μαύρο μπουστάκι της, κεντημένο με πετράδια, έσφιγγε τη κομψή της μέση· η κοντή φουστίτσα της, ίσια και χωρίς σούρες, άφηνε να φανεί μια λεπτή γάμπα και ένα χαριτωμένο πόδι. Ένα μαντίλι, μαύρο επίσης, ήταν ριγμένο πάνω στο κεφάλι της· με το αριστερό της χέρι κρατούσε το μαντίλι αυτό, που ήταν δεμένο σταυρωτά κάτω από το πηγούνι της έτσι που από το πρόσωπό της έβλεπες μόνο τα μεγάλα της μάτια και το τριανταφυλλένιο της στόμα. Πίσω της βάδιζε η βάγια ενώ ένας ακόλουθος πήγαινε μπρος κρατώντας θρησκευτικό βιβλίο· δυο έφιπποι υπηρέτες, που φορούσανε στολή με τα διακριτικά χρώματα της οικογένειάς της, ακολουθούσανε την όμορφη άγνωστη από κάποια απόσταση: πήγαινε στον όρθρο, που κάποια καμπάνα σήμαινε, σ’ ένα κοντινό μοναστήρι.
Ο Μπεν Χαμίντ νόμισε πως αντίκρυσε τον άγγελο Ισραφίλ ή το πιο νέο ουρί του Παραδείσου. Η Ισπανίδα, εξίσου ξαφνιασμένη, κοίταζε τον Αβενσεράγο, που το σαρίκι του, η κελεμπία και τα όπλα του έκαναν την αρχοντική του μορφή να φαίνεται ακόμα πιο όμορφη. Αφού συνήλθε απ’ τη πρώτη έκπληξη, με χάρη κι ελευθερία που χαρακτηρίζουνε τις γυναίκες αυτής της χώρας, έκανε νόημα στον ξένο να πλησιάσει.
-’‘Μαυριτανέ άρχοντα’‘, του είπε, ‘‘μοιάζετε νιόφερτος στη Γρανάδα. Μήπως έχετε χαθεί’‘;
-’‘Σουλτάνα των λουλουδιών’‘, αποκρίθηκε ο Μπεν Χαμίντ, ‘‘χαρά των ανδρικών ματιών, ω Χριστιανή εσύ σκλάβα, ομορφότερη κι από τις Γεωργιανές παρθένες, μάντεψες σωστά. Είμαι πράγματι ξένος σ’ αυτή τη πόλη. Χάθηκα μέσα σ’ όλα τούτα τα παλάτια και δε μπορώ να ξαναβρώ το χάνι των Μαυριτανών. Μακάρι ο Μωάμεθ ν’ αγγίξει τη καρδιά σου και ν’ ανταμείψει τη φιλοξενία σου!’‘
-’‘Οι Μαυριτανοί είναι φημισμένοι για την ευγένειά τους’‘, συνέχισε η Ισπανίδα μ’ ένα ολόγλυκο χαμόγελο, ‘‘μα εγώ δεν είμαι ούτε σουλτάνα των λουλουδιών ούτε σκλάβα, ούτε και χαίρομαι να επικαλούνται για χάρη μου τον Μωάμεθ. Ακολουθήστε με άρχοντα ιππότη. Θα σας δείξω το δρόμο για το χάνι των Μαυριτανών’‘. Προπορεύτηκε με χάρη κι οδήγησε τον Αβενσεράγο ως το χάνι κι αφού του έδειξε τη πόρτα, γλύστρισε πίσω από ένα παλάτι κι εξαφανίστηκε.
Από τί εξαρτάται άραγε η γαλήνη της ζωής; Η πατρίδα έπαψε να είναι η μόνη κι η αποκλειστική έγνοια του Μπεν Χαμίντ: η Γρανάδα δεν είναι πια γι’ αυτόν έρημη, εγκαταλειμμένη, μοναχική· η καρδιά του εξακολουθεί να την αγαπά, τώρα περισσότερο παρά ποτέ, αλλά μια νέα γοητεία ομορφαίνει τα ερείπιά της· έν άλλο θέλγητρο ήρθε να προστεθεί στη θύμηση των προγόνων. Ο Μπεν Χαμίντ ανακάλυψε το κοιμητήρι που αναπαύονται οι τέφρες των Αβενσεράγων, αλλά καθώς προσεύχεται, καθώς προσκυνά, καθώς χύνει άφθονα δάκρυα σα καλός γιος, συλλογιέται πως η νεαρή Ισπανίδα πρέπει να πέρασε μερικές φορές απ’ αυτούς τους τάφους κι έτσι οι πρόγονοί του δεν του φαίνονται πια και τόσο κακότυχοι.
Μάταια προσπαθεί να συγκεντρώσει τη σκέψη του αποκλειστικά στο προσκύνημά του στην χώρα των πατέρων του, μάταια τριγυρνά στις όχθες του Ντούρο και του Χενίλ, μόλις ξημερώνει, για να μαζέψει βότανα: το λουλούδι που γυρεύει τώρα πια είναι η ωραία Χριστιανή. Πόσες από τις μέχρι τώρα προσπάθειές του να ξαναβρεί το παλάτι της κόρης που τον μάγεψε στάθηκαν ανώφελες! Πόσες φορές νόμισε πως αναγνωρίζει τον ήχο της καμπάνας και το λάλημα του πετεινού που ‘χε ακούσει κοντά στη κατοικία της Ισπανίδας! Ξεγελασμένος απ’ αυτούς τους θορύβους, τρέχει γρήγορα προς τη μεριά τους, αλλά το μαγικό παλάτι αρνείται να εμφανιστεί μπρος του. Υπήρξαν πάλι φορές που το πανομοιότυπο ντύσιμο των γυναικών της Γρανάδας του ‘δωσε κάποιες στιγμές ελπίδας: από μακρυά όλες οι Χριστιανές έμοιαζαν με την αφέντρα της καρδιάς του, από κοντά καμμιά τους δεν είχε την ομορφιά ή τη χάρη της. Ο Μπεν Χαμίντ έψαξε ακόμα και στις εκκλησίες για να ανακαλύψει τη ξένη· έφτασε μάλιστα να μπει στον τάφο του Φερδινάνδου και της Ισαβέλας· κι αυτό ήταν η πιο μεγάλη θυσία που είχε ποτέ κάνει για τον έρωτα.
Μια μέρα μάζευε βότανα στην κοιλάδα του Ντούρο. Στη λουλουδισμένη πλαγιά της νότιας πλευράς απλώνονταν τα τείχη της Αλάμπρα κι οι κήποι του Χενεραλίφ· τον βορεινό λόφο στόλιζε το Αλμπαϊζίν, τα χαρωπά περιβόλια, κι οι σπηλιές, που ζούσε πολυάριθμο πλήθος ανθρώπων. Στη δυτική άκρη της κοιλάδας έβλεπες τα καμπαναριά της Γρανάδας να προβάλλουν όλα μαζί μέσα από τις καταπράσινες βαλανιδιές και τα κυπαρίσσια. Στην άλλη άκρη, προς την ανατολή, το μάτι έπεφτε, περνώντας πάνω από τις κορυφές των βράχων, σε μοναστήρια, σκήτες και σε κάποια ερείπια της αρχαίας Ιλλιβηρίας, και πιο μακριά στις βουνοκορφές της Σιέρα Νεβάδα. Ο Ντούρο κυλούσε ανάμεσα στη κοιλάδα και στις όχθες του έβλεπες δροσερούς μύλους, πολύβοους καταρράκτες, γκρεμισμένες αψίδες από κάποιο ρωμαϊκό υδραγωγείο, ακόμα και χαλάσματα από ένα γεφύρι της εποχής των Μαυριτανών.
Ο Μπεν Χαμίντ δεν ήτανε τώρα πια ούτε αρκετά δυστυχής αλλά ούτε κι αρκετά ευτυχής για να μπορεί να ευχαριστηθεί τη γοητεία της μοναξιάς: τριγυρνούσε, αφηρημένος κι αδιάφορος, σ’ αυτές τις μαγευτικές ακροποταμιές. Βαδίζοντας έτσι τυχαία ακολούθησε δεντροστοιχία που προχωρούσε στη πλαγιά του λόφου του Αλμπαϊζίν. Σε λίγο φάνηκε μπρος του μια εξοχική έπαυλη με πορτοκαλεώνα ολόγυρά της. Καθώς πλησίαζε, άκουσε τους ήχους μιας φωνής και μιας κιθάρας. Ανάμεσα στη φωνή, στα χαρακτηριστικά και στο βλέμμα μιας γυναίκας υπάρχουν ομοιότητες που δεν ξεγελούνε ποτέ έναν ερωτευμένο. ‘‘Είναι το ουρί μου!’‘ μονολογεί κι αφουγκράζεται με τρεμάμενη καρδιά· μα η καρδιά του χτυπά ακόμα πιο δυνατά ακούγοντας το όνομα των Αβενσεράγων να επαναλαμβάνεται πολλές φορές. Η άγνωστη τραγουδούσε καστιλιάνικη ρομάντσα, που μιλούσε για την ιστορία των Αβενσεράγων και των Ζεγρίδων. Ο Μπεν Χαμίντ δε μπορεί ν’ αντισταθεί άλλο στη συγκίνησή του· ορμά μες από τις μυρτιές και βρίσκεται καταμεσίς σε μια συντροφιά από νεαρές κοπέλες που σκορπίζουνε φωνάζοντας τρομαγμένες. Η Ισπανίδα που τραγουδούσε προηγουμένως και που κρατά ακόμα στα χέρια της τη κιθάρα αναφωνεί:
-’‘Είναι ο Μαυριτανός άρχοντας!’‘ και καλεί τις συντρόφισσές της να επιστρέψουν.
-’‘Αγαπημένη των πνευμάτων’‘, λέει ο Αβενσεράγος, ‘‘σε γύρευα όπως γυρεύει ένας Άραβας μια πηγή στη κάψα του μεσημεριού. Άκουσα τους ήχους της κιθάρας σου. Υμνούσες τους ήρωες της πατρίδας μου. Από την ομορφιά της φωνής σου μάντεψα πως είσαι εσύ και στα πόδια σου ακουμπώ τη καρδιά του Μπεν Χαμίντ’‘.
-’‘Κι εγώ’‘, του αποκρίνεται η δόνα Μπλάνκα, ‘‘εσάς σκεφτόμουν καθώς τραγουδούσα αυτή τη ρομάντσα των Αβενσεράγων. Από τότε που σας αντίκρυσα θαρρούσα πως όλοι αυτοί οι Μαυριτανοί ιππότες σας μοιάζουνε’‘. Καθώς έλεγε αυτά τα λόγια, ένα αδιόρατο κοκκίνισμα ανέβηκε ως το μέτωπό της. Ο Μπεν Χαμίντ ένιωσε έτοιμος να πέσει στα γόνατα της νεαρής Χριστιανόπουλος και να της φανερώσει πως αυτός ήταν ο τελευταίος Αβενσεράγος. Αλλά η λίγη φρόνηση που του ‘χε απομείνει τον συγκράτησε. Φοβήθηκε μήπως το όνομά του, που ήτανε ξακουστό στη Γρανάδα, προκαλέσει ανησυχίες στον κυβερνήτη της. Ο πόλεμος με τους Μαυριτανούς μόλις είχε τελειώσει κι η παρουσία Αβενσεράγου, τη στιγμή αυτή, μπορούσε να προκαλέσει στους Ισπανούς εύλογες ανησυχίες. Όχι πως ο Μπεν Χαμίντ φοβότανε τους κινδύνους, έτρεμε όμως στη σκέψη πως ίσως να υποχρεωνόταν να απομακρυνθεί για πάντα από τη κόρη του δον Ροδρίγο.
Η οικογένεια της δόνα Μπλάνκα καταγόταν από τον Σιντ ντε Μπιβάρ κι από την Χιμένη, κόρη του κόμητα Γκομές ντε Γκόρμας. Η αγνωμοσύνη της αυλής της Καστίλλης είχεν οδηγήσει τους απογόνους του νικητή της Βαλένθια σε μεγάλη φτώχεια -τόσο μεγάλη μάλιστα ήταν η αφάνεια στην οποία ζούσανε για αρκετούς αιώνες, που πολλοί νομίζανε πως η γενιά τους είχε σβήσει. Όμως την εποχή περίπου που κατακτήθηκε η Γρανάδα κάποιο τελευταίο βλαστάρι της οικογένειας των Μπιβάρ, ο παππούς της Μπλάνκα, έγινε και πάλι διάσημο, όχι χάρη στους τίτλους του μα χάρη στη λάμψη της αντρειοσύνης του. Μετά την εκδίωξη των Άπιστων, ο Φερδινάνδος παραχώρησε στον απόγονο του Σιντ τη περιουσία πολλών μαυριτανικών οικογενειών και τον ονόμασε δούκα της Σάντα Φε. Ο νέος δούκας εγκαταστάθηκε στη Γρανάδα, όπου και πέθανε, νέος ακόμη, αφήνοντας έναν μοναχογιό, παντρεμένο ήδη, τον δον Ροδρίγο, πατέρα της Μπλάνκα. Η δόνα Τερέζα ντε Χέρες, σύζυγος του δον Ροδρίγο, έφερε στον κόσμο ένα γιο που, μόλις γεννήθηκε, ονομάστηκε Ροδρίγο, σαν όλους τους προγόνους του, αλλά τον φώναζανε δον Κάρλος, για να τον ξεχωρίζουν από τον πατέρα του. Τα σημαντικά γεγονότα που ξετυλιχτήκανε μπρος στα μάτια του δον Κάρλος, οι κίνδυνοι τους οποίους πέρασε, ενώ ήταν ακόμα παιδί, ήδη από τη πιο τρυφερή του ηλικία, έκαναν ακόμα πιο βαρύ κι αυστηρό ένα χαρακτήρα που από την φύση του έκλινε προς την αυστηρότητα. Ο δον Κάρλος ήταν μόλις δεκαπέντε χρόνων όταν ακολούθησε τον Κορτές στο Μεξικό.
Είχε ζήσει όλους τους κινδύνους κι ήταν μάρτυρας όλων των φρικαλεοτήτων της εκπληκτικής αυτής περιπέτειας. Ήτανε παρών στη πτώση του τελευταίου βασιλιά ενός κόσμου άγνωστου μέχρι τότε. Τρία χρόνια μετά από αυτή τη καταστροφή ο δον Κάρλος βρέθηκε στην Ευρώπη, στη μάχη της Παβίας, ειδικά θαρρείς για να δει το θάρρος και τη τιμή να γονατίζουνε κάτω από τα χτυπήματα της μοίρας. Η εικόνα μιας νέας οικουμένης, τα μακρόχρονα ταξίδια του σε ανεξερεύνητες ακόμα θάλασσες, οι τόσες επαναστάσεις και τα τόσα σκαμπανεβάσματα της τύχης, στα οποία στάθηκε μάρτυρας, είχανε κλονίσει σοβαρά το θρησκευτικό και μελαγχολικό χαρακτήρα του δον Κάρλος: κατατάχτηκε στο ιπποτικό τάγμα της Καλατράβα και, παρά τις ικεσίες του δον Ροδρίγο, απαρνήθηκε τον γάμο κι όλη του η περιουσία προοριζότανε για την αδελφή του. Η Μπλάνκα ντε Μπιβάρ, μοναδική αδελφή του δον Κάρλος και πολύ νεότερη του, ήτανε το ίνδαλμα του πατέρα της. Είχε χάσει τη μητέρα της και μόλις έμπαινε στα δεκαοκτώ της όταν ο Μπεν Χαμίντ έκανε την εμφάνισή του. Τα πάντα σ’ αυτή τη θελκτική κοπέλλα απέπνεαν γοητεία: η φωνή της ήτανε μαγευτική, ο χορός της πιο ανάλαφρος κι από τον ζέφυρο· της άρεσε άλλοτε να οδηγεί ένα άρμα σαν την Αρμίδα κι άλλοτε να πετά καλπάζοντας στη ράχη της πιο γοργής ανδαλουσιανής φοράδας, σαν αυτές τις χαριτωμένες νεράιδες που εμφανίζονταν στον Τριστάνο και στον Γκαλαόρ μες στα δάση. Στην Αθήνα θα την έπαιρναν για την Ασπασία και στο Παρίσι για την Ντιαν ντε Πουατιέ, που τότε μόλις άρχιζε να λάμπει στην βασιλική αυλή. Όμως μαζί με τα θέλγητρα της Γαλλίδας είχε το πάθος της Ισπανίδας κι η έμφυτη κοκεταρία της δεν μείωνε διόλου τη σιγουριά, τη σταθερότητα, τη δύναμη και την ανωτερότητα των αισθημάτων της καρδιάς. Ακούγοντας τις φωνές που είχανε βάλει οι νεαρές Ισπανίδες, όταν ο Μπεν Χαμίντ όρμησε μες στο δασάκι, ο δον Ροδρίγο έτρεξε να δει τι συμβαίνει.
-’‘Πατέρα’‘, είπε η Μπλάνκα, ‘‘αυτός είναι ο Μαυριτανός άρχοντας για τον οποίο σας μίλησα. Με άκουσε να τραγουδώ και με αναγνώρισε. Μπήκε στον κήπο μας για να μ’ ευχαριστήσει που του ‘δειξα το δρόμο’‘.
Ο δούκας της Σάντα Φε υποδέχτηκε τον Αβενσεράγο με την αυστηρή αλλά κι ανεπιτήδευτη ευγένεια των Ισπανών. Σ’ αυτό το έθνος δεν διακρίνει κανείς τίποτε από κείνο το δουλικό ύφος και τα ψευτοευγενικά λόγια που φανερώνουνε ταπεινές σκέψεις και διεφθαρμένη ψυχή. Η γλώσσα του άρχοντα και του χωρικού είναι η ίδια, ο χαιρετισμός ο ίδιος, οι φιλοφρονήσεις, οι συνήθειες, τα έθιμα είναι τα ίδια. Όσο όμως η εμπιστοσύνη κι η γενναιοδωρία αυτού του λαού προς τους ξένους είναι χωρίς όρια, τόσο τρομερή είναι η εκδίκησή του όταν τον προδίδουνε. Προικισμένος με ηρωικό θάρρος και με ανεξάντλητη υπομονή, δεν πτοείται από τη κακή μοίρα: πρέπει ή να τη νικήσει ή να συντριβεί απ’ αυτή. Δεν διέθετε ιδιαίτερο πνεύμα, όπως το ονομάζουνε· τα φλογερά όμως πάθη υποκαθιστούν αυτή τη λάμψη που προσφέρει η ευφυΐα κι ο πλούτος των ιδεών. Ένας Ισπανός που περνά τη μέρα του χωρίς κουβέντες, που δεν είδε ποτέ τίποτα, που δεν ενδιαφέρεται να δει τίποτα, που δεν διάβασε ποτέ τίποτα, δεν μελέτησε ποτέ τίποτα, δεν συνέκρινε ποτέ τίποτα, τη δύσκολη στιγμή θα αντλήσει μες από τις υψηλόφρονες αποφάσεις του όλες τις αναγκαίες λύσεις.
Ήταν η μέρα των γενεθλίων του δον Ροδρίγο κι η Μπλάνκα, μες στην υπέροχη μοναξιά, έδινε μια τερτούλια, μια μικρή γιορτή, για να τιμήσει τον πατέρα της. Ο δούκας της Σάντα Φε κάλεσε τον Μπεν Χαμίντ να καθίσει ανάμεσα στα κορίτσια, που διασκέδαζαν με το σαρίκι και τη κελεμπία του ξένου. Έφεραν μερικά βελούδινα μαξιλάρια κι ο Αβενσεράγος κάθισε πάνω τους όπως κάθονταν οι Μαυριτανοί. Του κάναν ερωτήσεις για τη χώρα και τις περιπέτειές του: οι απαντήσεις του ήτανε πνευματώδεις κι εύθυμες. Μιλούσε άψογα τα καστιλλιάνικα και θα μπορούσε να τον πάρει κανείς για Ισπανό, αν δεν έλεγε σχεδόν πάντα εσύ αντί για εσείς. Η λέξη αυτή είχε κάτι το τόσο τρυφερό στο στόμα του, που η Μπλάνκα δεν μπορούσε να καταπνίξει μια κρυφή μικρή αγανάκτηση σαν τον άκουγε να απευθύνεται σε κάποια από τις συντρόφισσές της. Ήρθανε πολλοί υπηρέτες κουβαλώντας φλυτζάνια με σοκολάτα, γλυκίσματα με φρούτα και ζαχαρένια τσουρεκάκια της Μάλαγα, άσπρα σαν το χιόνι, αφράτα κι ανάλαφρα σαν σφουγγάρια. Μετά από τα αναψυκτικά παρακαλέσανε τη Μπλάνκα να χορέψει ένα λαϊκό χορό, όπου τα κατάφερνε καλλίτερα κι από τις πιο επιδέξιες τσιγγάνες. Αναγκάστηκε να ενδώσει στις παρακλήσεις των φιλενάδων της. Ο Μπεν Χαμίντ δεν μιλούσε, όμως το ικετευτικό του βλέμμα μιλούσε καλύτερα από το στόμα. Η Μπλάνκα διάλεξε να χορέψει μια ζάμπρα, έναν εκφραστικό χορό που οι Ισπανοί είχανε πάρει από τους Μαυριτανούς.
Μια κοπέλλα αρχίζει να παίζει στη κιθάρα τη μελωδία του ξενόφερτου αυτού χορού. Η κόρη του δον Ροδρίγο βγάζει το πέπλο και περνά στα λευκά της χέρια καστανιέτες από μαύρο έβενο. Τα μαύρα της μαλλιά πέφτουνε σε μπούκλες πάνω στον αλαβάστρινο λαιμό. Το στόμα και τα μάτια της χαμογελούν αρμονικά. Το χρώμα της έχει ζωηρέψει από τους χτύπους της καρδιάς της. Ξάφνου χτυπά τρεις φορές το ρυθμό κι αφήνει ν’ αντηχήσει το κροτάλισμα του έβενου· αρχίζει να τραγουδά τη μελωδία της ζάμπρα και σμίγοντας τη φωνή της με τους ήχους της κιθάρας, ξεχύνεται σαν αστραπή. Τί ποικιλία στα βήματα! Τί κομψότητα στις κινήσεις! Άλλοτε σηκώνει ζωηρά τα χέρια κι άλλοτε πάλι τα αφήνει να πέσουνε χαλαρά. Πότε ορμά σα μεθυσμένη από απόλαυση και πότε αποτραβιέται τσακισμένη από τη θλίψη. Γυρίζει το κεφάλι, μοιάζει να καλεί κάποιο αόρατο πρόσωπο, προσφέρει συνεσταλμένα το ρόδινο μάγουλό της στο φιλί κάποιου άγνωστου μνηστήρα, φεύγει όλο ντροπή, ξανάρχεται λαμπερή και παρηγορημένη, βαδίζει με αρχοντικό και σχεδόν πολεμικό βήμα κι ύστερα στριφογυρίζει πάνω στην χλόη. Η αρμονία που έδενε τα βήματα, το τραγούδι και τον ήχο της κιθάρας ήτανε τέλεια. Η φωνή της, με την αδιόρατη βραχνάδα, είχε τόνο που ξεσηκώνει τα πάθη ως τα μύχια της ψυχής. Η ισπανική μουσική, με τους αναστεναγμούς, τις ζωηρές μεταπτώσεις της, τις λυπητερές επωδούς της και τις μελωδίες που κόβονται απροσδόκητα, προσφέρει ένα ανεπανάληπτο μείγμα χαράς και μελαγχολίας. Η μουσική αυτή κι ο χορός καθόρισαν μια για πάντα τη μοίρα του τελευταίου Αβενσεράγου: ήταν άλλωστε αρκετά για να αναστατώσουν και καρδιές λιγότερο παθιασμένες από τη δική του.
Επέστρεψε στη Γρανάδα αργά το βράδυ από τη κοιλάδα του Ντούρο. Ο δον Ροδρίγο, γοητευμένος από τους αρχοντικούς κι ευγενικούς τρόπους του, δεν τον άφησε να φύγει παρά μόνον αφού τον έκανε να του υποσχεθεί πως θα έρχεται συχνά να διασκεδάζει τη Μπλάνκα με τις θαυμάσιες ιστορίες του για την Ανατολή. Ο Μαυριτανός πανευτυχής αποδέχτηκε τη πρόσκληση του δούκα της Σάντα Φε κι από την άλλη κιόλας μέρα πήγε στο παλάτι όπου ανάσαινε κείνη που αγαπούσε πιο πολύ κι από το φως της μέρας.
Η Μπλάνκα δεν άργησε να κυριευτεί από ένα παντοδύναμο πάθος, ακριβώς επειδή νόμιζε πως ήταν αδύνατον να αισθανθεί ποτέ της κάτι τέτοιο. Το να αγαπήσει έναν Άπιστο Μαυριτανό, έναν άγνωστο, ήτανε κάτι που της φαινότανε τόσο περίεργο, ώστε δεν πήρε καμμιά προφύλαξη απέναντι στο κακό που άρχισε να κυλά στις φλέβες της. Μόλις κατάλαβε ότι είχε προσβληθεί από το κακό, το αποδέχτηκε σαν αληθινή Ισπανίδα. Οι κίνδυνοι και τα βάσανα που διαγράφονταν μπρος της δε μπόρεσαν να την κάνουν να υποχωρήσει, αν και βρισκότανε στο χείλος της αβύσσου, ούτε και να το συζητήσει για πολύ με τη καρδιά της. Είπε μέσα της: ‘‘Ας γίνει ο Μπεν Χαμίντ Χριστιανός, ας με αγαπήσει, κι εγώ θα τον ακολουθήσω μέχρι την άκρη της γης’‘.
Απ’ τη πλευρά του ο Αβενσεράγος ένιωθε όλη τη δύναμη ενός ακαταμάχητου πάθους: τώρα πια ζούσε μόνο για τη Μπλάνκα. Δεν τον απασχολούσανε πια τα σχέδια που τον είχανε φέρει στη Γρανάδα: του ήτανε πολύ εύκολο να πάρει τις πληροφορίες που γύρευε, όμως κάθε άλλο ενδιαφέρον πέρα από την αγάπη του είχε χαθεί από τα μάτια του. Φοβόταν μάλιστα τις πληροφορίες που μπορούσαν να φέρουνε κάποιες αλλαγές στη ζωή του. Δε ρωτούσε τίποτα, δεν ήθελε να μάθει τίποτα, έλεγε μέσα του: ‘‘Ας γίνει η Μπλάνκα Μουσουλμάνα, ας μ’ αγαπήσει κι εγώ θα την υπηρετώ ως τη τελευταία μου πνοή’‘. Έτσι ο Μπεν Χαμίντ κι η Μπλάνκα δεν περιμένανε τίποτ’ άλλο πια παρά μια ευκαιρία για να φανερώσουν ο ένας στον άλλο τα αισθήματά τους. Κείνη την εποχή έκανε τις ομορφώτερες μέρες της χρονιάς.
-’‘Τόσον καιρό και δεν έχετε δει ακόμα την Αλάμπρα’‘, είπεν η κόρη στον Αβενσεράγο. ‘‘Κι αν κατάλαβα καλά από κάποιες κουβέντες που σας έχουνε ξεφύγει, η οικογένειά σας κατάγεται από τη Γρανάδα. Θα σας ευχαριστούσε ίσως να επισκεφθείτε το παλάτι των παλιών σας βασιλιάδων; Θέλω να γίνω η ίδια ξεναγός σας απόψε’‘. Ο Μπεν Χαμίντ ορκίστηκε στο όνομα του Προφήτη πως κανείς άλλος περίπατος δε θα μπορούσε να του είναι ποτέ πιο ευχάριστος.
Όταν έφτασεν η ώρα που ‘χαν ορίσει για το προσκύνημα στην Αλάμπρα, η κόρη του δον Ροδρίγο καβάλησε μιαν άσπρη φοραδίτσα μαθημένη να σκαρφαλώνει στους βράχους σα ζαρκάδι. Ο Μπεν Χαμίντ συνόδευε την εκθαμβωτική Ισπανίδα ιππεύοντας έν ανδαλουσιανό άτι στολισμένο και σελωμένο όπως συνήθιζαν οι Τούρκοι. Καθώς ο νεαρός Μαυριτανός κάλπαζε, το πορφυρό του φόρεμα φούσκωνε πίσω του, το γιαταγάνι του χτυπούσε πάνω στη ψηλή σέλα και το αγέρι ανέμιζε το φτερό που στόλιζε τη κορφή του σαρικιού του. Ο κόσμος, γοητευμένος από τη χάρη του, σιγοψιθύριζε καθώς τον έβλεπε να περνά: ‘‘Είναι πρίγκιπας Άπιστος, που η δόνα Μπλάνκα θα τον κάνει ν’ αλλαξοπιστήσει’‘.
Στην αρχή πήραν ένα μακρύ δρόμο που ‘χε ακόμα τ’ όνομα μιας ξακουστής μαυριτανικής οικογένειας· ο δρόμος αυτός κατέληγε στον εξωτερικό περίβολο της Αλάμπρα. Διέσχισαν μετά ένα δάσος με φτελιές, φτάσανε σε μια κρήνη και σε λίγο βρέθηκαν μπρος στον εσωτερικό περίβολο του παλατιού του Βοαβδίλ. Σ’ ένα τείχος με πύργους και πολεμίστρες υπήρχε πύλη που τη λέγανε Πύλη της Κρίσεως. Δρασκέλισαν την πρώτη πύλη κι ακολούθησαν ένα στενό δρομάκι που προχωρούσε φιδωτά ανάμεσα στα ψηλά τείχη και στα μισογκρεμισμένα φτωχόσπιτα. Το δρομάκι αυτό τους οδήγησε στη πλατεία των Αλγίβων· εκεί κοντά ο Κάρολος ο Ε’ έκτιζε κείνη την εποχή έν ανάκτορο. Προχωρώντας προς το βορρά σταματήσανε σε μιαν ερημική αυλή κάτω από ένα τοίχο γυμνό κι ερειπωμένο από τους αιώνες. Ο Μπεν Χαμίντ πήδηξε ανάλαφρα στη γη και πρόσφερε χέρι στη Μπλάνκα να κατεβεί απ’ τη φοράδα. Οι υπηρέτες χτύπησαν μιαν εγκαταλειμμένη πόρτα, που το κατώφλι της το σκεπάζανε τα αγριόχορτα· η πόρτα άνοιξε κι άφησε μεμιάς να φανούν τα μυστικά καταφύγια της Αλάμπρα.
Όλη η γοητεία κι η νοσταλγία για τη πατρίδα, ανακατεμένες με τα μάγια του έρωτα, κατακλύσανε τη καρδιά του τελευταίου Αβενσεράγου. Ακίνητος, βουβός, βύθιζε το θαμπωμένο του βλέμμα σ’ αυτό το κατάλυμα των πνευμάτων. Νόμιζε ότι τον είχανε μεταφέρει στη πόρτα κάποιου παλατιού, όπως διαβάζουμε στις περιγραφές των αραβικών παραμυθιών. Ανάλαφρες στοές, μαρμάρινες τάφροι τριγυρισμένες με ανθισμένες λεμονιές και πορτοκαλιές, συντριβάνια, μοναχικές αυλές παρουσιάζονταν από παντού μπρος στα μάτια του και μες από τους θόλους διέκρινε κι άλλους λαβύρινθους και καινούριες ομορφιές. Το γαλάζιο του ομορφώτερου ουρανού πρόβαλλε ανάμεσα στις κολόνες που στηρίζανε μια σειρά γοτθικές αψίδες. Οι τοίχοι, καταστόλιστοι με αραβουργήματα, θύμιζαν στην όψη τα ανατολίτικα κείνα υφάσματα που μες στη πλήξη του χαρεμιού τα γεμίζει με κεντίδια η φαντασία μιας σκλάβας. Κάτι το ηδονικό, το θρησκευτικό και το πολεμικό έμοιαζε να αναδύεται απ’ αυτό το μαγικό οικοδόμημα, λες κι ήταν μοναστήρι του έρωτα, μυστηριώδες ησυχαστήρι, που οι Μαυριτανοί βασιλιάδες γεύονταν όλες τις απολαύσεις και ξεχνούσαν όλες τις υποχρεώσεις της ζωής.
Μετά από λίγες εκστατικές και σιωπηλές στιγμές, οι δυο ερωτευμένοι προχώρησαν μες σ’ αυτό το μέγαρο της χαμένης εξουσίας και της περασμένης ευτυχίας. Κάνανε στην αρχή το γύρο της αίθουσας του Μεσουκάρ, μες στο άρωμα των λουλουδιών και στη δροσιά των νερών. Μπήκανε κατόπιν στην Αυλή των Λεόντων. Σε κάθε βήμα η συγκίνηση του Μπεν Χαμίντ μεγάλωνε.
-’‘Αν δε γέμιζες τη ψυχή μου με τόσην αγαλλίαση’‘, γύρισε κι είπε στη Μπλάνκα, ‘‘πόση θα ‘ταν η θλίψη μου καθώς είμαι αναγκασμένος να ρωτώ εσένα, μιαν Ισπανίδα, για την ιστορία αυτών των κτισμάτων. Αχ, οι χώροι αυτοί είναι φτιαγμένοι για καταφύγιο της ευτυχίας κι εγώ…-’‘ Ο Μπεν Χαμίντ διέκρινε το όνομα του Βοαβδίλ στριμωγμένο ανάμεσα στα ψηφιδωτά. ‘‘Τί απέγινες, καλέ μου βασιλιά;’‘ φώναξε. ‘‘Πού να σε βρω μες σ’ αυτή την έρημη Αλάμπρα σου;’‘ -και δάκρυα πίστης, αφοσίωσης και τιμής πλημμυρίζανε τα μάτια του νεαρού Μαυριτανού.
-’‘Οι παλιοί σας άρχοντες’‘, είπεν η Μπλάνκα, ‘‘ή, καλλίτερα, οι βασιλιάδες των προγόνων σας ήταν αγνώμονες’‘.
-’‘Τί σημασία έχει!’‘ απάντησε ο Αβενσεράγος. ‘‘Ήτανε δυστυχισμένοι!’‘
Καθώς πρόφερε αυτά τα λόγια, η Μπλάνκα τον οδήγησε σ’ ένα θάλαμο που ‘μοιαζε να ‘ναι το ιερό του ναού του έρωτα. Δεν υπήρχε τίποτα να ξεπερνά σε κομψότητα αυτό το καταφύγιο: ολάκερος ο θόλος, βαμμένος με γαλάζιο και χρυσό χρώμα και στολισμένος με αραβουργήματα, άφηνε να περνά το φως όπως μέσα από ανθοκεντημένο ύφασμα. Στη μέση του κτηρίου ανάβλυζε ένα συντριβάνι και τα νερά του, που πέφτανε σα δροσοσταλίδες, κυλούσαν μέσα σ’ ένα αλαβάστρινο κοχύλι.
-’‘Μπεν Χαμίντ’‘, είπε η θυγατέρα του δούκα της Σάντα Φε, ‘‘κοιτάξτε καλά αυτό το σιντριβάνι: μέσα του έπεσαν τα παραμορφωμένα κεφάλια των Αβενσεράγων. Διακρίνονται ακόμα πάνω στο μάρμαρο οι κηλίδες από το αίμα των άτυχων που ο Βοαβδίλ θυσίασε εξαιτίας της καχυποψίας του. Έτσι φέρονται στην χώρα σας στους άντρες που ξελογιάζουνε τις ευκολόπιστες γυναίκες’‘.
Ο Μπεν Χαμίντ δεν άκουγε πια την Μπλάνκα. Προσκυνούσε και φιλούσε με σεβασμό τα ίχνη από το αίμα των προγόνων του. Τέλος ανασηκώθηκε κι είπε:
-’‘Ω Μπλάνκα! Ορκίζομαι στο αίμα αυτών των ιπποτών να σ’ αγαπώ με όλη τη πίστη τη σταθερότητα και την φλόγα ενός Αβενσεράγου’‘.
-’‘Με αγαπάτε λοιπόν;’‘ αποκρίθηκε ενώνοντας τα πανέμορφα χέρια της η Μπλάνκα κι υψώνοντας το βλέμμα της στον ουρανό. ‘‘Μα δεν αναλογιστήκατε πως είστε ένας Άπιστος, ένας Μαυριτανός, ένας εχθρός, κι εγώ Χριστιανή κι Ισπανίδα’‘;
-‘‘Άγιε μου Προφήτη’‘, είπε ο Μπεν Χαμίντ, ‘‘γίνε μάρτυρας των όρκων μου– ’‘
Η Μπλάνκα τότε, διακόπτοντάς τον, του λέει:
-‘‘Τί εμπιστοσύνη μπορώ να έχω στους όρκους ενός διώκτη του Θεού μου; Ξέρετε αν εγώ σας αγαπώ; Ποιός σας έδωσε την άδεια να μου μιλάτε έτσι’‘;
Ο Μπεν Χαμίντ περίλυπος αποκρίνεται:
-‘‘Είναι αλήθεια, είμαι απλώς ένας σκλάβος σου. Δεν με διάλεξες για ιππότη σου’‘.
-‘‘Μαυριτανέ’‘, λέει τότε η Μπλάνκα, ‘‘άσε τις πονηριές· το είδες μες στο βλέμμα μου πως σ’ αγαπώ. Η τρέλλα μου για σένα ξεπερνά κάθε όριο. Γίνε Χριστιανός και τίποτα δεν θα με εμποδίσει να γίνω δική σου. Αν όμως η κόρη του δούκα της Σάντα Φε τολμά να σου μιλά με τόση ευθύτητα, από αυτό και μόνο μπορείς να καταλάβεις πως είναι ικανή να επιβληθεί στον εαυτό της και πως ποτέ ένας εχθρός των Χριστιανών δεν θ’ αποκτήσει δικαιώματα πάνω της’‘.
Ο Μπεν Χαμίντ, σε μια παράφορα πάθους, αρπάζει τα χέρια της Μπλάνκα, τα ακουμπά πάνω στο σαρίκι του και κατόπιν πάνω στην καρδιά του.
-‘‘Ο Αλλάχ είναι παντοδύναμος κι ο Μπεν Χαμίντ ευτυχισμένος! Ω Μωάμεθ! Ας γίνει να γνωρίσει αυτή η Χριστιανή τον νόμο σου και τίποτα δεν θα μπορέσει -’‘
-‘‘Βλασφημείς’‘, λέει η Μπλάνκα. ‘‘Ας φύγουμε από δω’‘.
Ακούμπησε στο μπράτσο του Μαυριτανού και πλησίασε στην κρήνη των Δώδεκα Λεόντων, που είχε δώσει το όνομά της σε μια από τις αυλές της Αλάμπρα.
-‘‘Ξένε’‘, λέει η αυθόρμητη Ισπανίδα, ‘‘σαν βλέπω την κελεμπία, το σαρίκι και τα όπλα σου και συλλογιέμαι τον έρωτά μας, θαρρώ πως βλέπω την σκιά του ωραίου Αβενσεράγου να κάνει τον περίπατό της σ’ αυτό εδώ το εγκαταλειμμένο καταφύγιο μαζί με την άμοιρη την Αλφαϊμά. Εξήγησέ μου τι λέει αυτή η αραβική επιγραφή, η χαραγμένη πάνω στο μάρμαρο της κρήνης’‘.
Ο Μπεν Χαμίντ διάβασε τούτες τις λέξεις:
-“Η όμορφη πριγκήπισσα, που στολισμένη ολάκερη με μαργαριτάρια κάνει τον περίπατό της στον κήπο της, πόσο εξαίσια πληθαίνει την ομορφιά του… η υπόλοιπη επιγραφή είχε σβηστεί. –‘Για σένα έχει γραφτεί αυτή η επιγραφή’‘, λέει ο Μπεν Χαμίντ. “‘Ούτε στα νιάτα του, σουλτάνα μου πολυαγαπημένη, τούτο το παλάτι δεν ήταν τόσο όμορφο όσο τώρα που είναι ερειπωμένο. Άκουτον ήχο από τις κρήνες που τα βρύα έχουν αλλάξει την ροή των νερών τους, κοίτα τους κήπους που προβάλλουν μέσα από αυτές τις μισογκρεμισμένες καμάρες, αγνάντεψε το φωτεινό άστρο της μέρας που δύει πέρα από τις στοές: τι όμορφα που είναι να περιπλανιέται κανείς μαζί σου σ’ αυτούς τους χώρους! Τα λόγια σου, σα ρόδα του υμέναιου, σκορπούνε την ευωδιά τους σε όλο τον τόπο. Με πόση ευχαρίστηση αναγνωρίζω μες στη λαλιά σου κάποιους απόηχους της γλώσσας των προγόνων μου! Και μόνο το θρόισμα του φορέματός σου πάνω σ’ αυτά τα μάρμαρα με κάνει να ριγώ. Ο αέρας μοσκοβολά αγγίζοντας τα μαλλιά σου. Είσαι όμορφη μες στα χαλάσματα, σαν να ’σουνα το Πνεύμα της πατρίδας μου. Να ελπίζει άραγε ο Μπεν Χαμίντ πως θα κερδίσει τη καρδιά σου; Τι είναι αυτός δίπλα σ’ εσένα; Διέσχισε βουνά μαζί με τον πατέρα του, γνώρισε τα βότανα της ερήμου… Αλίμονο όμως, δεν υπάρχει ούτε ένα ικανό να γιατρέψει την πληγή που του άνοιξες! Κρατάει όπλα, μα δεν είναι ιππότης. Κάποτε έλεγα στον εαυτό μου: Το θαλασσινό νερό που κοιμάται προφυλαγμένο μέσα στο κοίλωμα του βράχου είναι βουβό κι ήσυχο, ενώ δίπλα του η απέραντη θάλασσα είναι ανταριασμένη και βουερή. Έτσι περνά κι η δική σου ζωή, Μπεν Χαμίντ: σιωπηλή και γαλήνια, ξεχασμένη σε κάποια άγνωστη γωνιά της γης, την ώρα που η αυλή του σουλτάνου συνταράζεται από τις θύελλες. Αυτά έλεγα στον εαυτό μου, μικρή μου Χριστιανή, κι ήρθες εσύ να μου αποδείξεις πως η καταιγίδα μπορεί ν’ αναστατώσει ακόμα κι αυτή τη σταγόνα του νερού τη κρυμμένη στο κοίλωμα του βράχου’‘.
Η Μπλάνκα άκουγε εκστατική αυτά τα πρωτάκουστα για κείνη λόγια, που το ανατολίτικο ύφος τους έμοιαζε να ταιριάζει με αυτή την κατοικία των Νυμφών όπου τριγύριζε με τον αγαπημένο της. Ο έρωτας τρύπωνε από παντού μες στην καρδιά της. Ένιωθε τα γόνατά της να λυγίζουν· αναγκάστηκε να στηριχτεί πιο γερά στο μπράτσο του οδηγού της. Ο Μπεν Χαμίντ συγκρατούσε το γλυκό του φορτίο κι έλεγε ξανά και ξανά:
-‘‘Αχ, γιατί να μην είμαι ένας ξακουστός Αβενσεράγος!’‘
‘‘Θα μου άρεσες λιγότερο’‘, είπε η Μπλάνκα, ‘‘γιατί θα τυραννιόμουν περισσότερο. Μείνε άσημος και ζήσε μόνο για μένα. Δεν είναι λίγες οι φορές που κάποιος ιππότης ξέχασε την αγάπη για τη φήμη’‘.
-‘‘Εσύ δεν διατρέχεις τέτοιο κίνδυνο’‘, απάντησε ζωηρά ο Μπεν Χαμίντ.
-‘‘Και πώς θα μ’ αγαπούσες λοιπόν αν ήσουν Αβενσεράγος;’‘ ρώτησε η απόγονος της Χιμένης.
-‘‘Θα σ’ αγαπούσα πιότερο από τη δόξα και λιγότερο από την τιμή’‘, αποκρίθηκε ο Μαυριτανός.
Καθώς οι δύο ερωτευμένοι κάνανε τον περίπατό τους, ο ήλιος είχε βασιλέψει πέρα στον ορίζοντα. Είχανε διασχίσει όλη την Αλάμπρα. Πόσες αναμνήσεις ήρθαν στην σκέψη του Μπεν Χαμίντ! Σε αυτό εδώ το μέρος η σουλτάνα απολάμβανε το θυμίαμα των αρωμάτων που έκαιγαν για χάρη της· εκεί, στο απόμερο αυτό κρησφύγετο, στολιζόταν με όλα τα γιορντάνια της Ανατολής. Κι αυτή που διηγιόταν όλες αυτές τις λεπτομέρειες στον όμορφο νεαρό άντρα που λάτρευε ήταν η Μπλάνκα, ήταν η πολυαγαπημένη γυναίκα. Το φεγγάρι, ανεβαίνοντας στον ουρανό, σκόρπισε το αβέβαιο φως του στα εγκαταλειμμένα ιερά και στους έρημους περιβόλους της Αλάμπρας. Οι λευκές του ακτίνες σχεδίαζαν πάνω στην χλόη των παρτεριών και στους τοίχους των αιθουσών την δαντέλα κάποιας ανάερης αρχιτεκτονικής, τις αψίδες των μοναστηριών, την αεικίνητη σκιά των νερών που ανέβρυζαν αλλά και την σκιά των δενδρυλλίων που τα λικνίζει ο ζέφυρος. Το αηδόνι κελαηδούσε σ’ ένα κυπαρίσσι που η κορφή του είχε τρυπώσει μέσα από τους θόλους ενός ερειπωμένου τζαμιού κι η ηχώ επαναλάμβανε το μοιρολόι του. Ο Μπεν Χαμίντ έγραψε κάτω από το σεληνόφως το όνομα της Μπλάνκα πάνω στο μάρμαρο της αίθουσας των Δύο Αδελφών· το
χάραξε με αραβικούς χαρακτήρες, έτσι ώστε ο ταξιδιώτης να έχει ένα ακόμα μυστήριο να ξεδιαλύνει μέσα σ’ αυτό το γεμάτο μυστήρια παλάτι.
-‘‘Μαυριτανέ, τα παιχνίδια αυτά είναι σκληρά’‘, είπε η Μπλάνκα, ‘‘ας φύγουμε από αυτό το μέρος. Το πεπρωμένο μου είναι πια καθορισμένο για πάντα. Θυμήσου καλά τα λόγια μου: μένεις Μουσουλμάνος, μένω η αγαπημένη σου χωρίς ελπίδα· γίνεσαι Χριστιανός, γίνομαι η καλότυχη σύζυγός σου’‘.
Ο Μπεν Χαμίντ απάντησε:
-‘‘Μένεις Χριστιανή, μένω ο απελπισμένος σκλάβος σου· γίνεσαι Μουσουλμάνα, γίνομαι ο δοξασμένος σου σύζυγος’‘. Έτσι οι δυο ευγενείς ερωτευμένοι εγκατέλειψαν το επικίνδυνο εκείνο παλάτι.
Το πάθος της Μπλάνκα μεγάλωνε μέρα με τη μέρα, αλλά και του Μπεν Χαμίντ φούντωνε με την ίδια δύναμη. Τόση ήταν η χαρά του επειδή κάποια τον είχε αγαπήσει γι’ αυτό και μόνο που ήταν κι επειδή τα αισθήματα που ‘χε εμπνεύσει δεν οφείλονταν σε καμμιάν άλλη αιτία, ώστε κράτησε καλά φυλαγμένη τη μυστική καταγωγή του από τη κόρη του δούκα της Σάντα Φε. Ένιωθε ιδιαίτερη απόλαυση σαν σκεφτόταν πως τη μέρα που κείνη θα δεχόταν να του δώσει το χέρι της θα της αποκάλυπτε το ένδοξο όνομά του. Απροσδόκητα όμως τον κάλεσαν να επιστρέψει στη Τύνιδα: κάποια αγιάτρευτη αρρώστια είχε βρει τη μητέρα του, που λαχταρούσε να τον αγκαλιάσει και να του δώσει την ευχή της πριν φύγει από τη ζωή.
Ο παρουσιάζεται στο παλάτι της Μπλάνκα.
-‘‘Σουλτάνα μου’‘, της λέει, ‘‘η μητέρα μου πεθαίνει. Με καλεί να της κλείσω τα μάτια. Θα κρατήσεις την αγάπη σου για μένα’;‘
-‘‘Μ’ εγκαταλείπεις λοιπόν’‘, αποκρίθηκε χλομιάζοντας η Μπλάνκα. ‘‘Θα σε δω ξανά τάχα’;‘
-‘‘Έλα’‘, της λέει ο Μπεν Χαμίντ. ‘‘Θα σου ζητήσω έναν όρκο και θα σου δώσω κι εγώ έναν, που μόνον ο θάνατος θα μπορέσει να πατήσει. Ακολούθησέ με’‘. Βγαίνουν από το παλάτι. Φτάνουν σ’ ένα νεκροταφείο που κάποτε ήταν μαυριτανικό. Εδώ κι εκεί μπορούσε κανείς να δει ακόμα επιτύμβιες στήλες που κάποτε πάνω τους ο γλύπτης είχε σκαλίσει ένα σαρίκι. Από καιρό όμως οι Χριστιανοί είχαν αντικαταστήσει τα σαρίκια με σταυρούς. Ο Μπεν Χαμίντ οδήγησε την Μπλάνκα σ’ αυτές τις στήλες.
-‘‘Μπλάνκα’‘, της είπε, ‘‘εδώ αναπαύονται οι πρόγονοί μου. Ορκίζομαι στην τέφρα τους πως θα σ’ αγαπώ ως τη μέρα που ο Άγγελος της Κρίσης θα με καλέσει στο δικαστήριο του Αλλάχ. Σου υπόσχομαι να μη δώσω ποτέ τη καρδιά μου σε καμμιά άλλη γυναίκα και να σε κάνω σύζυγό μου μόλις σε φωτίσει το άγιο φως του Προφήτη. Κάθε χρόνο, τέτοια εποχή, θα γυρίζω στη Γρανάδα να διαπιστώνω αν μου ‘χεις μείνει πιστή κι αν θες να απαρνηθείς τα σφάλματά σου’‘.
-‘‘Κι εγώ’‘, είπε με δάκρυα η Μπλάνκα, ‘‘κάθε χρόνο θα σε περιμένω. Θα κρατήσω ως τη τελευταία μου πνοή τη πίστη που σου ορκίστηκα και θα σε πάρω για άντρα μου όταν ο Θεός των Χριστιανών, ισχυρότερος από την αγαπημένη σου, συγκινήσει την άπιστη καρδιά σου’‘.
Ο Μπεν Χαμίντ φεύγει. Οι άνεμοι τον οδηγούν ως τα αφρικανικά παράλια. Η μητέρα του έχει μόλις ξεψυχήσει. Τη θρηνεί κιαγκαλιάζει το φέρετρό της. Οι μήνες κυλούν. Άλλοτε τριγυρίζοντας ανάμεσα στα ερείπια της Καρχηδόνας κι άλλοτε καθισμένος στον τάφο του Αγίου Λουδοβίκου, ο εξόριστος Αβενσεράγος καρτερεί τη μέρα που θα τον φέρει πίσω στη Γρανάδα. Κάποτε, επιτέλους, η μέρα αυτή ξημερώνει. Επιβιβάζεται σ’ ένα καράβι και βάζει πλώρη για τη Μαλάγα. Με τι έξαρση, με τι χαρά ανάκατη με φόβο αντίκρυσε τους πρώτους θαλασσόβραχους της Ισπανίας! Άρα η Μπλάνκα περιμένει ακόμα σ’ αυτά τα περιγιάλια; Θυμάται ακόμα ένα φτωχό Άραβα, που δεν έπαψε ποτέ να τη λατρεύει κάτω από τις φοινικιές της ερήμου;
Η κόρη του δούκα δεν είχε διόλου παραβεί τους όρκους της. Παρακάλεσε τον πατέρα της να τη πάει στη Μάλαγα. Απ’ τις βουνοπλαγιές που ζώνανε την ακατοίκητη ακτή παρακολουθούσε με τα μάτια κάθε μακρυνό καράβι και κάθε φευγαλέο πανί. Αν ξεσπούσε θύελλα, αγνάντευε με τρόμο τη θεριεμένη από τους ανέμους θάλασσα: τέτοιες στιγμές ευχόταν να χαθεί μες στα σύννεφα, να βρεθεί στα ίδια επικίνδυνα περάσματα, να νιώσει να τη λούζουνε τα ίδια κύματα και να την αρπάζει ο ίδιος ανεμοστρόβιλος που απειλούσε τη ζωή του Μπεν Χαμίντ. Σαν έβλεπε τον παραπονιάρη γλάρο να περνά ξυστά πάνω από τα κύματα με λυγισμένες τις μεγάλες του φτερούγες, πετώντας προς τα παράλια της Αφρικής, του παράγγελνε να μεταφέρει μηνύματα γεμάτα λόγια αγάπης, με όλες τις παράλογες υποσχέσεις που αναβρύζουν από μια καρδιά που τη κατατρώγει το πάθος.
Μια μέρα, εκεί που περιπλανιόταν στο ακρογιάλι, διέκρινε ένα μακρύ σκάφος που η ανασηκωμένη πλώρη, το γερτό του κατάρτι και τα τριγωνικά πανιά μαρτυρούσαν τη κομψή ναυπηγική τέχνη των Μαυριτανών. Τρέχει στο λιμάνι και βλέπει μετά από λίγο το πλοίο από τη Μπαρμπαριά να μπαίνει σκορπώντας αφρούς στο γρήγορο πέρασμά του. Μαυριτανός ντυμένος με υπέροχα ρούχα στεκόταν όρθιος πάνω στη πλώρη. Πίσω του δυο μαύροι σκλάβοι συγκρατούσαν απ’ το χαλινάρι ένα αραβικό άτι, που τ’ αχνισμένα ρουθούνια κι η ανακατεμένη χαίτη του φανέρωναν την ατίθαση φύση του και συνάμα τον τρόμο που του είχε προκαλέσει η βουή των κυμάτων. Το σκάφος φτάνει, μαζεύει τα πανιά, πλησιάζει στο μώλο, πλευρίζει: ο Μαυριτανός ορμά στην όχθη, που αντηχεί από τη κλαγγή των όπλων του. Οι σκλάβοι κατεβάζουν το σα λεοπάρδαλη άτι, που χλιμιντρίζει κι αναπηδά από τη χαρά του ξαναπατώντας στη στεριά. Δυο άλλοι σκλάβοι κατεβάζουν απαλά ένα καλάθι, όπου βρίσκεται μια γαζέλα ξαπλωμένη πάνω σε φύλλα φοινικιάς. Τα λεπτά της πόδια ήτανε δεμένα και λυγισμένα κάτω από το κορμί της, από φόβο μη σπάσουν από το ταρακούνημα του πλοίου. Στον λαιμό της είχε περασμένο ένα περιδέραιο από σπόρους αλόης και πάνω σε μια ολόχρυση πλακέτα, που ένωνε τις δυο άκρες του περιδέραιου, ήταν χαραγμένα στα αραβικά ένα όνομα και μια ευχή.
Η Μπλάνκα αναγνωρίζει τον Μπεν Χαμίντ. Δεν τολμά όμως να φανερωθεί μπρος στα μάτια του πλήθους. Αποτραβιέται και στέλνει την Δωροθέα, μια από τις συνοδούς της, να πληροφορήσει τον Αβενσεράγο πως τον περιμένει στο παλάτι των Μαυριτανών. Ο Μπεν Χαμίντ τη στιγμή εκείνη παρουσίαζε στον κυβερνήτη το φιρμάνι του γραμμένο με γαλάζια γράμματα πάνω σε πολύτιμη περγαμηνή και κλεισμένο σε μεταξωτή θήκη. Η Δωροθέα πλησιάζει κι οδηγεί τον πανευτυχή Αβενσεράγο στα πόδια της Μπλάνκα. Τι παράφορη χαρά που ξαναβρέθηκαν οι δυο τους, πιστοί στους όρκους τους! Τ ι ευτυχία που βλέπονταν ξανά ύστερα από τόσο μακροχρόνιο χωρισμό! Καινούριοι όρκοι αιώνιας αγάπης! Οι δυο σκλάβοι φέρνουν το άλογο της Νουμιδίας, που, αντί για σέλα, είχε ριγμένο στη ράχη του ένα δέρμα λιονταριού δεμένο με πορφυρή ζώνη. Κουβαλούν μετά και τη γαζέλα.
-‘‘Σουλτάνα μου’‘, λέει ο Μπεν Χαμίντ, ‘‘αυτό είναι ένα ζαρκάδι της χώρας μου, που έχει την ίδια σχεδόν με σένα ελαφράδα’‘.
Η Μπλάνκα λύνει με τα χέρια της το χαριτωμένο ζώο, που μοιάζει να την ευχαριστεί ρίχνοντάς της ολόγλυκα βλέμματα. Όσο έλειπε ο Αβενσεράγος, η κόρη του δούκα της Σάντα Φε μελέτησε αραβικά. Έτσι διάβασε με βλέμμα γεμάτο τρυφερότητα το όνομά της πάνω στο περιδέραιο της γαζέλας. Αυτή πάλι, λεύτερη τώρα πια, με δυσκολία κρατιόταν στα πόδια της, αλυσοδεμένα τόσον καιρό· ξάπλωνε καταγής κι ακουμπούσε το κεφάλι της πάνω στα γόνατα της αφέντρας της. Η Μπλάνκα της έδινε φρέσκους χουρμάδες και χάιδευε συνέχεια τη κατσικούλα αυτή της ερήμου, που το ευαίσθητο δέρμα της είχε κρατήσει την ευωδιά των ρόδων της Τύνιδας και του ξύλου της αλόης.
Ο Αβενσεράγος, ο δούκας της Σάντα Φε κι η κόρη του αναχώρησαν όλοι μαζί για τη Γρανάδα. Οι μέρες του ευτυχισμένου ζευγαριού κύλησαν όπως και τη περασμένη χρονιά· ίδιοι περίπατοι, ίδια θλίψη και πόνος στη θέα της πατρίδας, ίδιος έρωτας, ή μάλλον έρωτας όλο και πιο μεγάλος, πάντα αμοιβαίος· ταυτόχρονα όμως ίδια προσήλωση των δυο ερωτευμένων στην θρησκεία των πατέρων τους. ‘‘Γίνε Χριστιανός’‘, έλεγε η Μπλάνκα. ‘‘Γίνε Μουσουλμάνα’‘, έλεγε ο Μπεν Χαμίντ κι έτσι χώρισαν, για μιαν ακόμα φορά, χωρίς να υποκύψουνε στο πάθος που τους τραβούσε τον ένα στον άλλο.
Ο Μπεν Χαμίντ ξαναφάνηκε την τρίτη χρονιά, σαν ταξιδιάρικο πουλί που ο έρωτας φέρνει ξανά και ξανά κάθε άνοιξη στα μέρη μας. Αυτή τη φορά δε βρήκε στην ακρογιαλιά τη Μπλάνκα, ένα γράμμα μόνο της λατρεμένης του, που πληροφορούσε τον πιστό Άραβα πως ο δούκας της Σάντα Φε είχε φύγει για την Μαδρίτη και πως ο δον Κάρλος είχε έρθει στη Γρανάδα. Ο δον Κάρλος συνοδευόταν από έναν Γάλλο αιχμάλωτο, φίλο του αδελφού της Μπλάνκα. Ο Μαυριτανός ένιωσε τη καρδιά του να σφίγγεται καθώς διάβαζε το γράμμα. Ξεκίνησε από τη Μάλαγα για την Γρανάδα με τα πιο άσχημα προαισθήματα. Του φάνηκε πως τα βουνά είχανε τρομακτική μοναξιά και πολλάκις γύρισε το κεφάλι για να δει τη θάλασσα που μόλις είχε διασχίσει.
Η Μπλάνκα δεν μπορούσε, τώρα που έλειπε ο πατέρας της, να αφήσει μόνο του έναν αδελφό που τον αγαπούσε, έναν αδελφό που ήθελε για χάρη της να απογυμνωθεί από όλη του την περιουσία και τον οποίο ξανάβλεπε μετά από επτά χρόνια απουσίας. Ο δον Κάρλος είχε όλη τη γενναιότητα και όλη την περηφάνια της φυλής του: προκαλούσε δέος όπως όλοι οι κατακτητές του Νέου Κόσμου, που ανάμεσά τους είχε περάσει τα πρώτα του χρόνια· ήτανε θρήσκος όπως οι Ισπανοί ιππότες, οι νικητές των Μαυριτανών κι έτρεφε στη καρδιά του μίσος για τους Άπιστους, που το είχε κληρονομήσει από το αίμα του Σιντ.
Ο Θωμάς ντε Λωτρέκ, από την ένδοξη οικογένεια του Φουά, που η ομορφιά των γυναικών κι η γενναιότητα των αντρών θεωρούνταν κληρονομικά αγαθά, ήταν ο μικρότερος αδελφός της κόμισσας του Φουά και του θαρραλέου αλλά άτυχου Οντέ ντε Φουά, άρχοντα του Λωτρέκ. Σε ηλικία δεκαοκτώ χρόνων ο Θωμάς είχε χριστεί ιππότης από τον ίδιο τον Μπαγιάρ, στο κρησφύγετο κείνο που είχε τελικά στοιχίσει τη ζωή στον άφοβο κι άμεμπτο ιππότη. Λίγο καιρό μετά ο Θωμάς, διάτρητος από τραύματα, πιάστηκε αιχμάλωτος στη Παβία, ενώ υπερασπιζόταν τον ιππότη βασιλιά, που σε αυτή την μάχη έχασε ‘‘τα πάντα εκτός από την τιμή του’‘.
Ο δον Κάρλος ντε Μπιβάρ, που υπήρξε μάρτυρας της γενναιότητας του Λωτρέκ, είχε διατάξει να φροντίσουν τα τραύματα του νεαρού Γάλλου. Πολύ σύντομα ανάμεσά τους γεννήθηκε μια από κείνες τις ηρωικές φιλίες, που θεμέλιό τους είναι η αρετή κι η εκτίμηση. Ο Φραγκίσκος ο A’ είχε γυρίσει στη Γαλλία, αλλά ο Κάρολος ο E’ είχε κρατήσει όλους τους άλλους αιχμαλώτους. Ο Λωτρέκ είχε τη τιμή να μοιραστεί την αιχμαλωσία του βασιλιά του και να κοιμάται στα πόδια του στη φυλακή. Αφού έμεινε στην Ισπανία, ύστερα από την αναχώρηση του μονάρχη, παρέμεινε πιστός στον λόγο που είχε δώσει στον δον Κάρλος, ο οποίος τον πήρε μαζί του στη Γρανάδα.
Όταν ο Μπεν Χαμίντ παρουσιάστηκε στο παλάτι του δον Ροδρίγο, οδηγήθηκε στην αίθουσα όπου βρισκόταν η κόρη του δούκα της Σάντα Φε. Εκεί τότε αισθάνθηκε ένα μαρτύριο πρωτόγνωρο για κείνον. Στα πόδια της δόνα Μπλάνκα ήτανε καθισμένος ένας νεαρός άντρας, που τη κοίταζε σιωπηλός και γοητευμένος. Φορούσε στενό παντελόνι από δέρμα βουβαλιού κι έναν ομοιόχρωμο εφαρμοστό επενδύτη, σφιγμένο με ζωστήρα από όπου κρεμόταν το σπαθί του στολισμένο με τα βασιλικά κρίνα. Ένας μεταξωτός μανδύας ήτανε ριγμένος στους ώμους και στο κεφάλι φορούσε ένα στενό γκρι καπέλο στολισμένο με φτερά· μια δαντελωτή τραχηλιά ανοιχτή στο στήθος άφηνε να φαίνεται ο ακάλυπτος λαιμός του. Το μαύρο σαν τον έβενο μουστάκι του έδινε στο γλυκό από τη φύση του πρόσωπο το ανδροπρεπές ύφος του πολεμιστή. Στις φαρδιές μπότες του, χαλαρές κι αναδιπλωμένες γύρω από τα πόδια, είχε ολόχρυσα σπιρούνια, σύμβολο ιπποσύνης.
Λίγο μακρύτερα έστεκε όρθιος ένας άλλος ιππότης, που στηριζότανε στον σταυρό του μακριού σπαθιού του. Ήτανε ντυμένος όμοια με τον προηγούμενο, αλλά έμοιαζε πιο ηλικιωμένος. Το αυστηρό, αν και γεμάτο φλόγα και πάθος, ύφος του προκαλούσε σεβασμό και φόβο. Ο κόκκινος σταυρός της Καλατράβα ήτανε κεντημένος στον επενδύτη του μαζί με το έμβλημα: Για κείνη και τον βασιλιά μου. Μια αθέλητη κραυγή ξέφυγε από το στόμα της Μπλάνκα μόλις αντίκρυσε τον Μπεν Χαμίντ.
-‘‘Ιππότες’‘, βιάστηκε να πει, ‘‘να ο Άπιστος που τόσο πολλά σας έχω πει. Προσέξτε, γιατί μπορεί να νικήσει. Μοιάζει με τους Αβενσεράγους, που ήταν αξεπέραστοι σε αφοσίωση, θάρρος κι αρχοντιά’‘.
Ο δον Κάρλος προχώρησε για να υποδεχτεί τον Μπεν Χαμίντ:
-‘‘Μαυριτανέ άρχοντα’‘, είπε, ‘‘ο πατέρας κι η αδελφή μου μου ‘πανε τ’ όνομά σας. Πιστεύουνε πως κατάγεστε από ένα ευγενικό κι ανδρείο γένος. Εσείς ο ίδιος ξεχωρίζετε με την ευγένειά σας. Ο ηγεμόνας μου, ο Κάρολος, δεν θ’ αργήσει να μεταφέρει τον πόλεμο στη Τύνιδα κι ελπίζω πως τότε θα συναντηθούμε στο πεδίο της τιμής’‘.
Ο Μπεν Χαμίντ ακούμπησε το χέρι του στο στήθος, κάθισε καταγής χωρίς μιλιά κι έμεινε έτσι, με τα μάτια καρφωμένα στη Μπλάνκα και στον Λωτρέκ, που, με τη γαλλική του περιέργεια, θαύμαζε το θαυμάσιο φόρεμα, τα αστραφτερά όπλα και την ομορφιά του Μαυριτανού. Η Μπλάνκα δεν έδειχνε καθόλου αμήχανη. Όλη η ψυχή της είχε μαζευτεί στο βλέμμα της: η ειλικρινής Ισπανίδα δεν προσπαθούσε διόλου να κρύψει το μυστικό της καρδιάς της. Ύστερα από λίγα λεπτά σιωπής ο Μπεν Χαμίντ σηκώθηκε, υποκλίθηκε μπρος στη κόρη του δον Ροδρίγο κι αποσύρθηκε. Απορημένος από τη στάση του Μαυριτανού και από τα βλέμματα της Μπλάνκα, ο Λωτρέκ βγήκε από την αίθουσα έχοντας κάποιαν υποψία που δεν άργησε να μετατραπεί σε βεβαιότητα. Ο δον Κάρλος έμεινε μόνος με την αδελφή του.
-‘‘Μπλάνκα’‘, της είπε, ‘‘απαιτώ κάποια εξήγηση! Σε τί οφείλεται η ταραχή που σου προκάλεσε ο ερχομός αυτού του ξένου’’;
-‘‘Αδελφέ μου’‘, αποκρίθηκε η Μπλάνκα, ‘‘αγαπώ τον Μπεν Χαμίντ κι αν κάποτε θελήσει να γίνει Χριστιανός, το χέρι μου είναι δικό του’‘.
-‘‘Τί είπες;’‘ φώναξε ο δον Κάρλος. ‘‘Τον αγαπάς! Η κόρη των Μπιβάρ αγαπά Μαυριτανό, έναν Άπιστο, έναν εχθρό που το διώξαμε απ’ αυτά εδώ τα παλάτια!’‘
-‘‘Δον Κάρλος’‘, του αποκρίθηκε, ‘‘αγαπώ τον Μπεν Χαμίντ. Ο Μπεν Χαμίντ με αγαπά. Εδώ και τρία χρόνια προτιμά να απαρνιέται εμένα παρά να απαρνηθεί την πίστη των πατέρων του. Διαθέτει ευγένεια, εντιμότητα κι ιπποτικότητα. Κι εγώ μέχρι τη τελευταία μου πνοή θα τον λατρεύω’‘.
Ο δον Κάρλος ήταν σε θέση να νιώσει πόσο μεγαλόψυχη ήταν η απόφαση αυτή του Μπεν Χαμίντ, μολονότι βέβαια αποδοκίμαζε τη τυφλότητα του Άπιστου.
-‘‘Κακότυχη Μπλάνκα’‘, είπε, ‘‘πού θα σε οδηγήσει αυτός ο έρωτας; Είχα ελπίσει πως ο φίλος μου ο Λωτρέκ θα γινόταν κάποτε ο αδελφός μου’‘.
-‘‘Γελάστηκες’‘, του απάντησε, ‘‘δεν μπορώ ν’ αγαπήσω αυτό τον ξένο. Όσο για τα αισθήματά μου προς τον Μπεν Χαμίντ, δεν έχω να δώσω λογαριασμό σε κανέναν. Εσύ μείνε πιστός στους όρκους της ιπποσύνης σου κι εγώ θα μείνω πιστή στους όρκους της αγάπης μου. Μάθε μόνο, να παρηγορηθείς, πως η Μπλάνκα δε θα γίνει ποτέ γυναίκα ενός Άπιστου’‘.
-‘‘Θα σβήσει λοιπόν η οικογένειά μας από το πρόσωπο της γης;’’ αναφώνησε ο δον Κάρλος.
-‘‘Από σένα εξαρτάται να τη ξαναζωντανέψεις’‘, είπε η Μπλάνκα. ‘‘Τί σημασία έχουν άλλωστε οι γιοι που δεν πρόκειται ποτέ να δεις και που θα εκφυλίσουν την ανδρεία σου; Δον Κάρλος, το νιώθω πως είμαστε οι τελευταίοι της γενιάς μας. Ξεφεύγουμε τόσο πολύ από το κοινό μέτρο, ώστε είναι αδύνατον το αίμα μας να φέρει μετά από μας άλλους ανθούς. Ο Σιντ, που ήταν ο προπάππος μας, θα είναι κι ο απόγονός μας’‘. Η Μπλάνκα βγήκε από το δωμάτιο.
Ο δον Κάρλος τρέχει σαν αστραπή στον Αβενσεράγο.
-‘‘Μαυριτανέ’‘, του λέει, ‘‘ή απαρνιέσαι την αδελφή μου ή δέχεσαι να μονομαχήσεις μαζί μου’‘.
-‘‘Σ’ έβαλε πράγματι η αδελφή σου’‘, απαντά ο Μπεν Χαμίντ, ‘‘να μου ζητήσεις να την απαλλάξω από τους όρκους της’‘;
-‘‘Όχι’‘, αποκρίνεται ο δον Κάρλος, ‘‘εκείνη σ’ αγαπά περισσότερο παρά ποτέ’‘.
-‘‘Ω άξιε αδελφέ της Μπλάνκα!’‘ αναφωνεί ο Μπεν Χαμίντ διακόπτοντάς τον. ‘‘Στο δικό σου αίμα πρέπει να οφείλεται όλη μου η ευτυχία! Ω καλότυχε Μπεν Χαμίντ! Ω, τι ευτυχισμένη μέρα! Κι εγώ που πίστεψα πως η Μπλάνκα έπαψε να μου είναι πιστή εξαιτίας αυτού του Γάλλου ιππότη…’‘
-‘‘Αυτή είναι και η δυστυχία σου!’‘ φωνάζει με την σειρά του ο δον Κάρλος εκτός εαυτού. ‘‘Ο Λωτρέκ είναι φίλος μου κι αν δεν ήσουν εσύ, θα γινόταν αδελφός μου. Ξεπλήρωσέ μου τα δάκρυα που έχυσε η οικογένειά μου εξαιτίας σου’‘.
-‘‘Πολύ το θέλω’‘, αποκρίθηκε ο Μπεν Χαμίντ. ‘‘Όμως, αν κι είμαι γέννημα μιας φυλής που ίσως πολέμησε με τη δική σου, ο ίδιος ωστόσο δεν είμαι ιππότης και δεν βλέπω να υπάρχει εδώ κανένας που θα μπορούσε να μου απονείμει αυτό τον τίτλο, ώστε να αναμετρηθείς μαζί μου χωρίς να ξεπέσεις από την τάξη σου’‘.
Ο δον Κάρλος, ξαφνιασμένος από την σκέψη αυτή του Μαυριτανού, του έριξε ένα βλέμμα γεμάτο θαυμασμό και οργή. Ύστερα, εντελώς απότομα:
-‘‘Εγώ θα σε χρίσω ιππότη! Είσαι άξιος γι’ αυτό’‘.
Ο Μπεν Χαμίντ λυγίζει το γόνατο μπρος στον δον Κάρλος κι εκείνος του δίνει το ιπποτικό χρίσμα χτυπώντας τον τρεις φορές με το πλατύ μέρος του σπαθιού του στον ώμο. Ύστερα ο δον Κάρλος του ζώνει το σπαθί εκείνο που μπορεί να είναι το ίδιο που σε λίγο ο Αβενσεράγος θα του βυθίσει στο στήθος: έτσι απαιτούσε ο αρχαίος κώδικας τιμής.
Πηδάνε κι οι δυο στ’ άλογα, βγαίνουν πετώντας από τα τείχη της Γρανάδα και φτάνουνε στη κρήνη του Πεύκου. Η πηγή αυτή ήταν από παλιά φημισμένη για τις μονομαχίες των Μαυριτανών με τους Χριστιανούς. Εκεί μονομάχησε ο Μαλίκ Αλαμπές με τον Πονς ντε Λεόν κι ο μέγας άρχοντας της Καλατράβα τραυμάτισε θανάσιμα τον αντρειωμένο Αβαγιάδο. Μπορούσε ακόμα να δει κανείς τα απομεινάρια από τα όπλα του Μαυριτανού ιππότη κρεμασμένα στα κλαδιά του πεύκου και να ξεχωρίσει πάνω στον φλοιό του λίγα γράμματα από μια νεκρική επιγραφή. Ο δον Κάρλος έδειξε τον τάφο του Αβαγιάδου στον Αβενσεράγο:
-‘‘Ακολούθησε κι εσύ’‘, του φώναξε, ‘‘τη μοίρα του γενναίου αυτού Άπιστου κι από το χέρι μου δέξου το βάφτισμα και το θάνατο’‘.
-‘‘Το θάνατο ίσως ναι’‘, αποκρίθηκε ο Μπεν Χαμίντ, ‘‘μα δοξασμένος ας είναι ο Αλλάχ κι ο Προφήτης του!’‘
Πήρανε τις θέσεις τους κι όρμησαν με μανία ο ένας στον άλλο. Είχανε μόνο τα σπαθιά τους. Ο Μπεν Χαμίντ ήταν λιγότερο επιδέξιος στην μάχη από τον δον Κάρλος, αλλά η ποιότητα των όπλων του, που ήτανε φτιαγμένα στη Δαμασκό κι η ελαφράδα του αραβικού αλόγου του τον έφερναν σε πλεονεκτικότερη θέση από τον αντίπαλό του. Ρίχτηκε ορμητικά με το άλογό του, όπως έκαναν οι Μαυριτανοί, και με τον φαρδύ κοφτερό αναβολέα του έκοψε το δεξί πόδι του αλόγου του δον Κάρλος κάτω από το γόνατο. Το πληγωμένο άλογο σωριάστηκε καταγής κι ο δον Κάρλος, πεζός πια ύστερα από το πετυχημένο αυτό χτύπημα, προχώρησε ενάντια στον Μπεν Χαμίντ με υψωμένο το σπαθί. Ο Μπεν Χαμίντ ξεπεζεύει κι άφοβος αντιμετωπίζει τον δον Κάρλος. Αποκρούει τα πρώτα χτυπήματα του Ισπανού και το δαμασκηνό του σίδερο κομματιάζει το σπαθί του αντιπάλου του. Προδομένος δεύτερη φορά από τη τύχη, ο δον Κάρλος χύνει δάκρυα οργής και φωνάζει στον εχθρό του:
-‘‘Χτύπα, Μαυριτανέ, χτύπα. Ο άοπλος δον Κάρλος προκαλεί εσένα κι όλη την άπιστη γενιά σου’‘.
-‘‘Θα μπορούσες και να με σκοτώσεις’‘, αποκρίνεται ο Αβενσεράγος, ‘‘εγώ όμως ποτέ δεν σκέφτηκα καν να σε πληγώσω· το μόνο που θέλησα ήταν να αποδείξω πως είμαι άξιος να γίνω αδελφός σου και να σε κάνω να πάψεις να με περιφρονείς’‘.
Κείνη τη στιγμή φάνηκε ένα σύννεφο σκόνης. Ο Λωτρέκ κι η Μπλάνκα σπηρουνίζανε τ’ άλογα της Φεζ, που ήταν ελαφρύτερα κι από τον άνεμο. Φτάνουνε στη κρήνη του Πεύκου και βλέπουνε τη μονομαχία που μόλις έχει διακοπεί.
-‘‘Νικήθηκα’‘, λέει ο δον Κάρλος. ‘‘Ο ιππότης αυτός μου χάρισε τη ζωή. Λωτρέκ, εσύ μπορεί να σταθείς πιο τυχερός από μένα’‘.
-‘‘Οι πληγές μου’‘, λέει ο Λωτρέκ με αρχοντική κι όμορφη φωνή, ‘‘μου επιτρέπουν να αρνηθώ την μονομαχία μ’ αυτό τον ευγενικό ιππότη. Και δεν θα ’θελα διόλου’‘, πρόσθεσε κοκκινίζοντας, ‘‘να πληροφορηθώ το αντικείμενο της διαμάχης σας και να μάθω κάποιο μυστικό που μπορεί να μου προκαλέσει θανάσιμο πλήγμα στη καρδιά. Σύντομα η απουσία μου θα ξαναφέρει ομόνοια ανάμεσά σας, εκτός κι αν η Μπλάνκα με διατάξει να παραμείνω στο πλάι της’‘.
-‘‘Ιππότη’‘, λέει η Μπλάνκα, ‘‘θα μείνετε κοντά στον αδελφό μου. Θα με βλέπετε σαν αδελφή σας. Όλων μας οι καρδιές υποφέρουν από κάποιον καημό. Εμείς θα σας μάθουμε πώς να υποφέρετε τα βάσανα της ζωής’‘.
Η Μπλάνκα θέλησε να αναγκάσει τους τρεις ιππότες να δώσουνε τα χέρια: αρνήθηκαν κι οι τρεις. ‘‘Μισώ τον Μπεν Χαμίντ!’‘ φώναξε ο δον Κάρλος. ‘‘Τον ζηλεύω’‘, είπε ο Λωτρέκ. ‘‘Εγώ’‘, είπε ο Αβενσεράγος, ‘‘εκτιμώ τον δον Κάρλος και λυπάμαι τον Λωτρέκ, αλλά δεν πρόκειται πότε να νιώσω αγάπη γι’ αυτούς’‘.
-‘‘Ας συνεχίσουμε ωστόσο να βλεπόμαστε’‘, είπε η Μπλάνκα, ‘‘κι αργά ή γρήγορα η φιλία θα ακολουθήσει την εκτίμηση. Ας μη μαθευτεί ποτέ στη Γρανάδα το μοιραίο αυτό γεγονός που μας συγκέντρωσε σήμερα εδώ’‘.
Από εκείνη την στιγμή ο Μπεν Χαμίντ έβλεπε να γίνεται χίλιες φορές πιο μεγάλη η αγάπη της κόρης του δούκα της Σάντα Φε, γιατί η ανδρεία τρέφει τον έρωτα. Τώρα πια τίποτα δεν έλειπε από τον Αβενσεράγο, μια που και γενναίος ήτανε κι ο δον Κάρλος του χρωστούσε τη ζωή του. Ο Μπεν Χαμίντ, ακολουθώντας την συμβουλή της Μπλάνκα, απέφυγε να εμφανιστεί για λίγες μέρες στο παλάτι τους, αφήνοντας τον θυμό του δον Κάρλος να καταλαγιάσει.
Ένα μείγμα από γλυκόπικρα συναισθήματα πλημμυρίζανε τη ψυχή του Αβενσεράγου: από τη μια η σιγουριά πως η Μπλάνκα τον αγαπούσε με τόση πίστη και θέρμη ήταν γι’ αυτόν αστείρευτη πηγή αγαλλίασης· από την άλλη, όμως, η βεβαιότητα πως δεν θα γινότανε ποτέ ευτυχής, αν δεν απαρνιότανε πρώτα την θρησκεία των πατέρων του, λύγιζε το θάρρος του. Είχανε περάσει ήδη αρκετά χρόνια χωρίς να γιατρευτούν οι πόνοι του· έτσι άραγε θα κυλούσε όλη η υπόλοιπη ζωή του;
Βρισκόταν βυθισμένος σε μια άβυσσο γεμάτη από τις πιο σοβαρές και τρυφερές σκέψεις, όταν κάποιο βράδυ άκουσε να σημαίνει ο εσπερινός, αυτή η χριστιανική προσευχή που αναγγέλλει το τέλος της μέρας. Σκέφτηκε τότε να μπει στον ναό του Θεού της Μπλάνκα και να ζητήσει συμβουλές από το Δημιουργό της φύσης. Βγαίνει έξω, φτάνει στη πόρτα ενός παλιού τζαμιού που ‘χε γίνει από τους πιστούς εκκλησία. Με τη καρδιά κυριευμένη από θλίψη και θρησκευτικά αισθήματα, μπαίνει μέσα στον ναό αυτό που κάποτε ανήκε στο δικό του Θεό και στη πατρίδα του. Η προσευχή μόλις είχε τελειώσει. Κανείς δεν ήτανε πια στην εκκλησία. Ένα σκοτάδι γεμάτο ιερότητα βασίλευε ανάμεσα σ’ ένα πλήθος κολώνες, ίδιες με κορμούς δέντρων κάποιου αρμονικά φυτεμένου δάσους. Η ανάλαφρη αρχιτεκτονική των Αράβων είχε συναιρεθεί με τη γοτθική αρχιτεκτονική και, χωρίς να χάσει τίποτε από τη κομψότητά της, είχε κερδίσει μια σοβαρότητα που ταίριαζε καλύτερα στο στοχασμό. Μερικά καντήλια φώτιζαν αμυδρά τους θόλους, μα στην λάμψη των πολλών αναμμένων κεριών έβλεπες να ακτινοβολεί η Άγια Τράπεζα· άστραφτε από το χρυσάφι και τα πετράδια. Οι Ισπανοί θεωρούν μεγάλη τους τιμή να θυσιάζουν όλα τα πλούτη τους για να στολίσουν τα αντικείμενα της λατρείας τους· έτσι η εικόνα του ζώντος Θεού, τοποθετημένη ανάμεσα σε δαντελωτά πέπλα, μαργαριταρένια διαδήματα και ρουμπινένια στολίδια, λατρεύεται από ένα λαό που δυστυχεί.
Μες στον απέραντο αυτό χώρο δεν υπήρχε ούτε ένα κάθισμα. Ένα μαρμάρινο βάθρο που σκέπαζε μερικούς τάφους χρησίμευε, σ’ άρχοντες και ταπεινούς, για τις προσευχές τους μπρος στον Κύριο. Ο Μπεν Χαμίντ προχωρούσε αργά στα έρημα κλίτη, που αντηχούσαν απ’ τα μοναχικά του βήματα. Η σκέψη του ήταν μοιρασμένη ανάμεσα στις αναμνήσεις που το αρχαίο αυτό δόμημα της ισλαμικής πίστης ζωντάνευε στη μνήμη του και στα αισθήματα που η θρησκεία των Χριστιανών γεννούσε στη καρδιά του. Στη βάση κάποιας κολόνας μισοξεχώρισε μια ακίνητη μορφή, που τη πήρε στην αρχή για άγαλμα πάνω σε τάφο. Πλησιάζει προς τα κει και διακρίνει έναν νεαρό ιππότη, γονατισμένο, με το μέτωπο ευλαβικά σκυμμένο και τα δυο του χέρια σταυρωμένα πάνω στο στήθος. Ο ιππότης δε σαλεύει καθόλου στον ήχο των βημάτων του Μπεν Χαμίντ. Κανένας περισπασμός, κανέν εξωτερικό σημάδι ζωής δεν τάραξαν τη βαθειά προσευχή του. Το σπαθί ήταν απλωμένο μπρος του καταγής και το στολισμένο με φτερά καπέλο ακουμπισμένο δίπλα, πάνω στο μάρμαρο. Έδειχνε σαν να του είχανε κάνει μάγια, που τον καθήλωσανε στη στάση αυτή.
Ήταν ο Λωτρέκ. Α, είπε μέσα του ο Αβενσεράγος, ο νέος κι όμορφος Γάλλος ζητά από τον ουρανό κάποιο ευνοϊκό σημάδι. Ο πολεμιστής αυτός, φημισμένος ήδη για την ανδρεία του, ανοίγει την καρδιά του εδώ πέρα, μπρος στον Κυρίαρχο των ουρανών, σαν τον πιο ταπεινό κι ασήμαντο άνθρωπο. Ας προσευχηθούμε λοιπόν στον θεό των ιπποτών και της δόξας. Ο Μπεν Χαμίντ ήταν έτοιμος να γονατίσει στο μάρμαρο, όταν στο φως ενός καντηλιού διέκρινε κάποια αραβικά γράμματα κι ένα στίχο από το Κοράνι πάνω σ’ ένα ξεθωριασμένο τοίχο. Τύψεις κατακλύζουνε τη καρδιά του και βγαίνει βιαστικά από το κτήριο, όπου για μια στιγμή σκέφτηκε να απαρνηθεί τη θρησκεία και τη πατρίδα του.
Το νεκροταφείο που υπήρχε γύρω από το παλιό αυτό τζαμί ήταν ένας κήπος γεμάτος πορτοκαλιές, κυπαρίσσια και φοίνικες, που ποτιζόταν από δυο πηγές. Ένα μοναστήρι δέσποζε κεί δίπλα. Ο Μπεν Χαμίντ, καθώς διέσχιζε μια στοά του, αντιλήφθηκε μια γυναίκα που ετοιμαζόταν να μπει στην εκκλησία. Μολονότι ήταν τυλιγμένη μ’ ένα πέπλο, ο Αβενσεράγος αναγνώρισε τη κόρη του δούκα της Σάντα Φε. Τη σταματά λέγοντάς της:
-‘‘Μήπως ήρθες εδώ για να συναντήσεις τον Λωτρέκ’‘;
-‘‘Άφησε κατά μέρος αυτές τις χυδαίες ζήλειες’‘, απάντησε η Μπλάνκα. ‘‘Αν είχα πάψει να σ’ αγαπώ, θα σου το ‘λεγα. Δε θα καταδεχτώ ποτέ να σε απατήσω. Έρχομαι εδώ να προσευχηθώ για σένα. Εσύ τώρα πια είσαι το μόνο αντικείμενο των προσευχών μου: για χάρη της ψυχής σου έχω ξεχάσει την δική μου. Δεν έπρεπε να με μεθύσεις με το φαρμάκι του έρωτά σου. Αλλιώς ας δεχόσουν να υπηρετήσεις το Θεό που υπηρετώ. Αναστατώνεις ολάκερη την οικογένειά μου: ο αδελφός μου σε μισεί, ο πατέρας μου είναι τσακισμένος από τη λύπη του γιατί αρνούμαι να διαλέξω σύζυγο. Δεν βλέπεις άλλωστε πως κι η δική μου υγεία είναι κλονισμένη; Δες τούτο εδώ το καταφύγιο του θανάτου· πόσο ωραίο είναι! Πολύ σύντομα θ’ αναπαυθώ εδώ, αν αρνηθείς να ασπαστείς τη πίστη μου στα πόδια της Άγιας Τράπεζας των Χριστιανών. Οι ψυχικές δοκιμασίες μού ροκανίζουν την ζωή· το πάθος που μου εμπνέεις δεν θα στηρίζει για πολύ την εύθραυστη ύπαρξή μου. Για να το πω και με δικά σου λόγια: σκέψου, Μαυριτανέ, πως η φλόγα που ανάβει το δαδί είναι η φλόγα που το καίει’‘.
Η Μπλάνκα μπαίνει στην εκκλησία αφήνοντάς τον συντετριμμένο ύστερα από τα τελευταία της λόγια. Τα κατάφερε: ο Αβενσεράγος έχει νικηθεί. Θα απαρνηθεί τις πλάνες της θρησκείας του· πολύ κράτησε ήδη ο αγώνας του. Ο φόβος πως μπορεί να δει τη Μπλάνκα να πεθαίνει σβήνει κάθε άλλο αίσθημα από τη καρδιά του. Μήπως άλλωστε, αναρωτιέται, ο θεός των Χριστιανών είναι ο αληθινός Θεός; Ο θεός αυτός είναι πάντως θεός ευγενικών ψυχών, αφού είναι ο θεός της Μπλάνκα, του δον Κάρλος και του Λωτρέκ.
Με αυτές τις σκέψεις περίμενε με αδημονία την άλλη μέρα, για να φανερώσει στη Μπλάνκα την απόφασή του και να μετατρέψει τη γεμάτη θλίψη και δάκρυα ζωή της σε μια ζωή γεμάτη χαρά κι ευτυχία. Δεν κατόρθωσε να πάει στο παλάτι του δούκα της Σάντα Φε πριν το βράδυ. Εκεί έμαθε πως η Μπλάνκα είχε πάει με τον αδελφό της στο Χενεραλίφ, όπου ο Λωτρέκ έδινε κάποια γιορτή. Αναστατωμένος και πάλι από νέες υποψίες, ακολουθεί τρέχοντας τα ίχνη της Μπλάνκα. Ο Λωτρέκ κοκκίνισε σαν είδε να εμφανίζεται ο Αβενσεράγος· όσο για τον δον Κάρλος, υποδέχτηκε τον Μαυριτανό με ψυχρή ευγένεια, που άφηνε όμως να διαφαίνεται η εκτίμησή του.
Ο Λωτρέκ διέταξε να προσφέρουνε τα ωραιότερα φρούτα της Ισπανίας και της Αφρικής σε μια από τις αίθουσες του Χενεραλίφ, που λεγόταν η αίθουσα των Ιπποτών. Ολόγυρα στην αίθουσα αυτή ήτανε κρεμασμένες οι προσωπογραφίες των πριγκίπων κι ιπποτών που είχανε πολεμήσει νικηφόρα τους Μαυριτανούς, δηλαδή του Πελάγιο, του Σιντ, του Γονσάλβου της Κόρδοβα. Το σπαθί του τελευταίου βασιλιά της Γρανάδα ήτανε κρεμασμένο πάνω από αυτές τις προσωπογραφίες. Ο Μπεν Χαμίντ έκρυψε μέσα του τον πόνο που ένιωσε κι είπε μόνο, σαν το λιοντάρι, κοιτάζοντας τους πίνακες:
-‘‘Εμείς δεν ξέρουμε να ζωγραφίζουμε’‘.
Ο γενναιόψυχος Λωτρέκ, που έβλεπε τα μάτια του Αβενσεράγου να στρέφουν άθελά του προς το σπαθί του Βοαβδίλ, του είπε:
-‘‘Μαυριτανέ ιππότη, αν είχα προβλέψει πως θα τιμούσατε με τη παρουσία σας τη γιορτή μου, δεν θα σας είχα δεξιωθεί σ’ αυτήν εδώ την αίθουσα. Σπαθιά χάνονται κάθε μέρα· είδα με τα μάτια μου ακόμα και τον πιο γενναίο βασιλιά να παραδίνει το δικό του στον καλότυχο αντίπαλό του’‘.
-‘‘Αχ’‘, αναστέναξε ο Μαυριτανός σκεπάζοντας το πρόσωπό του με την άκρη του μανδύα, ‘‘να το χάσει κανείς όπως ο Φραγκίσκος ο Α’ ναι, μα όχι όπως ο Βοαβδίλ!…’‘
Νύχτωσε κι έφεραν πυρσούς· το θέμα της συζήτησης άλλαξε. Παρακάλεσαν τον δον Κάρλος να τους διηγηθεί την ανακάλυψη του Μεξικού. Μίλησε για τον άγνωστο αυτό κόσμο με την πομπώδη ευφράδεια που είναι έμφυτη στους Ισπανούς. Εξιστόρησε την κακή τύχη του Μοντεζούμα, τα ήθη των Αμερικανών, τα θαυμαστά ανδραγαθήματα των Καστιλιάνων, ακόμα και τις φρικαλεότητες που είχανε διαπράξει οι συμπατριώτες του και που θεωρούσε ότι δεν άξιζαν ούτε την κατηγόρια ούτε τον έπαινο. Οι διηγήσεις αυτές γοήτευσαν τον Μπεν Χαμίντ, που το πάθος για τις θαυμαστές ιστορίες πρόδινε το αραβικό του αίμα. Σαν ήρθε η σειρά του, ζωντάνεψε μπροστά τους την εικόνα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που πρόσφατα είχε εγκατασταθεί στα ερείπια της Κωνσταντινούπολης, όχι όμως χωρίς να εκφράσει και κάποια νοσταλγία για κείνη την πρώτη αυτοκρατορία του Μωάμεθ, για την ευτυχισμένη εκείνη εποχή όπου ο Κυβερνήτης των Πιστών έβλεπε να λάμπουν ολόγυρά του η Ζοβέιδα, το Άνθος της Ομορφιάς, η Δύναμη της Καρδιάς, η Θύελλα κι αυτός ο γενναιόψυχος Γανέμ, σκλάβος του έρωτα.
Ο Λωτρέκ ζωγράφισε τη γεμάτη αρχοντιά αυλή του Φραγκίσκου του Α’, τις τέχνες που αναγεννήθηκαν μέσα από τη βαρβαρότητα, την εντιμότητα, την αφοσίωση, τον ιπποτισμό των παλαιότερων εποχών, που συνυπάρχουν με την ευγένεια των πολιτισμένων αιώνων, τους γοτθικούς πυργίσκους τους διακοσμημένους σύμφωνα με τον ελληνικό ρυθμό και τις Γαλάτισσες κυρίες να τονίζουν τις πλούσιες χάρες τους με αθηναϊκή κομψότητα.
Ύστερα απ’ όλες αυτές τις αφηγήσεις, ο Λωτρέκ, που ήθελε να διασκεδάσει τη θεά της γιορτής, πήρε μια κιθάρα και τραγούδησε ένα ερωτικό τραγούδι, που το είχε ταιριάξει ο ίδιος πάνω στη μελωδία ενός τραγουδιού των ορεινών περιοχών της πατρίδας του:
Γλυκειά είναι η θύμηση
της όμορφης της χώρας,
το χώμα που γεννήθηκα!
Αχ, αδελφούλα μου καλή,
σαν ήμουν στη Γαλλία,
οι μέρες ήταν όμορφες!
Αχ, πατρίδα μου γλυκειά,
για πάντα μείνε έρωτάς μου!
Θυμάσαι, αγαπημένη μου,
τη μάνα τη καλή μας,
δίπλα στο τζάκι του σπιτιού
σαν ήταν καθισμένη,
πόσο θερμά μας κράταγε
στη πρόσχαρη καρδιά της πάνω,
ενώ εμείς οι δυο αντάμα
τ’ άσπρα της τα μαλλιά φιλούσαμε
και γελούσαμε;
Θυμάσαι, αδελφούλα μου,
τον πατρικό μας πύργο,
όπου κάτω στα πόδια του
ο Ντορ γλυκοκυλούσε,
κι εκείνη τη πανάρχαια
ψηλή του πολεμίστρα
εκείνη του Μαυριτανού,
όπου καμπάνα σήμαινε το χάραμα
του κάθε πρωινού;
Θυμάσαι ακόμα, φίλη μου,
την ήσυχη την λίμνη,
που πάνω της η γρήγορη
πετούσε χελιδόνα,
θυμάσαι και τον άνεμο
που καλαμιές λυγούσε
και διόλου δεν τις σπούσε,
τον ήλιο που πανέμορφος
έγερνε στα νερά;
Πίσω ποιός θα μου τη φέρει
αχ, την εδικιά μου Ελένη;
Πίσω θέλω τα βουνά,
την γέρικη βαλανιδιά!
Η θύμησή τους κάθε μέρα
πόνος είναι πια για μένα.
Η πατρίδα μου θα μείνει
έρωτάς παντοτινός μου!
Ο Λωτρέκ, τελειώνοντας και τη τελευταία στροφή, σκούπισε με το γάντι του ένα δάκρυ, που η θύμηση της ευγενικής Γαλλίας έκανε να κυλήσει από τα μάτια του. Ο Μπεν Χαμίντ κατάλαβε πλήρως τη λύπη του όμορφου αιχμαλώτου, γιατί κι ο ίδιος, σαν τον Λωτρέκ, θρηνούσε τη χαμένη του πατρίδα. Όταν τον παρακάλεσαν να πάρει κι εκείνος με τη σειρά του τη κιθάρα, δικαιολογήθηκε λέγοντας πως δεν ήξερε παρά ένα μόνο τραγούδι, που δεν θα ήταν ιδιαίτερα ευχάριστο στους Χριστιανούς.
-‘‘Αν μιλά για Άπιστους που θρηνολογούν για τις νίκες μας’‘, είπε περιφρονητικά ο δον Κάρλος, ‘‘μπορείτε να το τραγουδήσετε. Τα δάκρυα ταιριάζουνε στους ηττημένους’‘.
-‘‘Μάλιστα’‘, είπε η Μπλάνκα. ‘‘Μήπως γι’ αυτό κι οι πατέρες μας, που ζούσανε κάποτε σκλάβοι κάτω από τον ζυγό των Μαυριτανών, μας άφησαν τόσα μοιρολόγια’‘;
Τότε λοιπόν ο Μπεν Χαμίντ τραγούδησε τούτη τη μπαλάντα, που του ‘χε μάθει κάποτε ένας ποιητής της φυλής των Αβενσεράγων:
Ο ρήγας δον Χουάν,
μια μέρα που με τ’ άτι του επήγαινε καβάλα,
βλέπει πάνω στα βουνά εκεί ψηλά
την όμορφη Σπανιόλα, τη Γρανάδα.
Της λέει τότε ξαφνικά:
‘‘Πόλη γεμάτη χάρη,
σου δίνω τη καρδιά μου
με το ίδιο μου το χέρι.
Γυναίκα μου εγώ θε να σε κάνω
και πολλά δώρα θα σου πάρω,
τη Κόρδοβα και τη Σεβίλλη,
για πάντα δική σου να μείνει:
Γιορντάνια πολλά και θαυμαστά
κι ένα λαμπρό μαργαριτάρι
στη χάρη σου όλα θα τα δώσω,
την αγάπη μας να επικυρώσω’‘.
Μα η Γρανάδα η πιστή
απόκριση τέτοια δίνει ευθύς:
‘‘Μεγάλε ρήγα της Λεόν,
ταίρι είμαι του Μαυριτανού.
Τα δώρα να κρατήσεις.
Εγώ για στέμμα μου κρατώ
μια ζώνη όλο πετράδια
και τα παιδιά μου τα καλά
έχω μαργαριτάρια’‘.
Τέτοια ήταν τα λόγια σου,
τέτοια τα ψέματά σου.
Η ύβρις σου θανατερή!
Επίορκη στάθηκες, Γρανάδα!
Κατάρα να ‘χει ο Χριστιανός
του Αβενσεράγου τρώει το βιος.
Έτσι ήταν λόγος ο γραφτός!
Ποτέ πια δεν θα φέρει η καμήλα,
στους τάφους δίπλα στη Πισκίνα
και το χατζή απ’ την Μεδίνα.
Κατάρα να ‘χει ο Χριστιανός
του Αβενσεράγου τρώει το βιος.
Έτσι ήταν λόγος ο γραφτός!
Ω πανέμορφη Αλάμπρα,
αχ παλάτι σύ του Αλλάχ,
πόλη με τις χίλιες κρήνες,
με τις πράσινες κοιλάδες!
Κατάρα να ‘χει ο Χριστιανός
του Αβενσεράγου τρώει το βιος.
Έτσι ήταν λόγος ο γραφτός!
Η απροσποίητη ειλικρίνεια του θρήνου, παρ’ όλες τις κατάρες του ενάντια στους Χριστιανούς, συγκίνησε ακόμα και τον αγέρωχο δον Κάρλος. Ο ίδιος προτιμούσε να μη τραγουδήσει, όμως από φιλοφρόνηση στον Λωτρέκ υπέκυψε στις παρακλήσεις του. Ο Μπεν Χαμίντ έδωσε τη κιθάρα στον αδελφό της Μπλάνκα, που άρχισε να εξυμνεί τα ανδραγαθήματα του ξακουστού προγόνου, του Σιντ.
Ο Σιντ αρματωμένος απ’ αντρειωσύνη λάμπει,
στης Χιμένης τη ποδιά με τη κιθάρα άδει
στίχους λαμπρούς που η τιμή του φτιάχνει
στης Αφρικής τα μέρη σαν είναι να σαλπάρει.
Η Χιμένη του είχε πει: ‘‘Μαυριτανούς πολέμα
κι από τη μάχη νικητής κοίταξε να γυρίσεις.
Έτσι θα πιστέψω πως καρδιά Ροδρίγο έχω:
τη τιμή του αν λογιάσει πιότερο κι απ’ την αγάπη’‘.
‘‘Περικεφαλαία και το δόρυ φέρτε μου γοργά!
Σ’ όλους να δείξω θέλω ποια είναι του Ροδρίγο η καρδιά!
Στις μάχες σαν ορμήσει με την ανδρεία του γι’ ασπίδα,
η ιαχή του θα ’ναι για την τιμή του και τη κυρά του.
‘‘Από μεγαλ οψυχία παίνεψες τον Μαυριτανό,
το τραγούδι της νίκης μου στον δικό σου σκοπό
στην Ισπανία όλη μια μέρα θα ακουστεί
γιατί θα υμνεί τον έρωτα μαζί και τη τιμή.
‘‘Στης Ανδαλουσίας μέσα τη κοιλάδα
την αξία μου θα υμνούν οι γέροντες οι Χριστιανοί.
Προτίμησε, θα λένε, απ’ τη ζωή του
το Θεό, το βασιλιά, τη καλή και τη τιμή του!’‘
Ο δον Κάρλος έδειχνε τόσο περήφανος τραγουδώντας αυτά τα λόγια με αρρενωπή και βροντερή φωνή, που έμοιαζε σαν να ’ταν ο ίδιος ο Σιντ. Ο Λωτρέκ συμμεριζόταν τον πολεμοχαρή ενθουσιασμό του φίλου του· όμως ο Αβενσεράγος είχε χλωμιάσει ακούγοντας το όνομα του Σιντ.
-‘‘Αυτός ο ιππότης’‘, είπε, ‘‘που οι Χριστιανοί αποκαλούν Λουλούδι των Μαχών, έχει ακόμα σ’ εμάς το όνομα του σκληρού. Αν η γενναιοψυχία του ήταν όμοια με την ανδρεία του -’‘
-‘‘Η γενναιοψυχία του’‘, απάντησε ζωηρά ο δον Κάρλος διακόπτοντάς τον, ‘‘ξεπερνούσε ακόμα και το θάρρος του κι οι Μαυριτανοί τον συκοφαντούν αυτόν απ’ όπου κατάγεται η οικογένειά μου’‘.
-‘‘Μα τι λες;’‘ αναφώνησε ο Μπεν Χαμίντ και τινάχτηκε από το κάθισμα όπου ήταν μισοξαπλωμένος. ‘‘Ο Σιντ είναι πρόγονός σου’‘;
-‘‘Το αίμα του κυλά στις φλέβες μου’‘, απάντησε ο δον Κάρλος ‘‘κι αναγνωρίζω αυτό το αίμα στο μίσος που τρέφω για τους εχθρούς του Θεού μου και μου καίει τη καρδιά’‘.
-‘‘Έτσι λοιπόν’‘, είπε ο Μπεν Χαμίντ κοιτάζοντας τη Μπλάνκα. ‘‘Κατάγεστε από τον οίκο των Μπιβάρ, που ξεχύθηκαν μετά τη κατάκτηση της Γρανάδα στα σπίτια των δυστυχισμένων Αβενσεράγων και θανάτωσαν ένα γέροντα που θέλησε να υπερασπιστεί τους τάφους των προγόνων του!’‘
-‘‘Μαυριτανέ!’‘ αναφώνησε ο δον Κάρλος κατακόκκινος από θυμό. ‘‘Δε δέχομαι ανακρίσεις. Μου ανήκουνε σήμερα τα λάφυρα των Αβενσεράγων, γιατί οι πρόγονοί μου τα κατέκτησαν με το αίμα και με το σπαθί τους’‘.
-‘‘Ένα λόγο ακόμα’‘, είπε ο Μπεν Χαμίντ όλο και πιο συγκινημένος. ‘‘Στην εξορία μας αγνοούσαμε πως οι Μπιβάρ πήρανε τον τίτλο της Σάντα Φε, γι’ αυτό διέπραξα αυτό το λάθος’‘.
-‘‘Ο τίτλος αυτός’‘, απάντησε ο δον Κάρλος, ‘‘δόθηκε στον Μπιβάρ, τον νικητή των Αβενσεράγων, από τον Φερδινάνδο τον Καθολικό’‘.
Το κεφάλι του Μπεν Χαμίντ έγειρε στο στήθος του. Παρέμεινε όρθιος ανάμεσα στους κατάπληκτους δον Κάρλος, Λωτρέκ και Μπλάνκα. Δυο μικροί χείμαρροι δακρύων κύλησαν από τα μάτια του, φτάνοντας μέχρι το μαχαίρι που είχε περασμένο στην ζώνη του.
-‘‘Συγχωρήστε με’‘, είπε, ‘‘οι άντρες, το ξέρω, δεν πρέπει να κλαίνε. Αν και μου μέλλεται πολύ να κλάψω, από δω και πέρα θα κρύβω τα δάκρυά μου. Ακούστε με. Αγαπημένη μου Μπλάνκα, ο έρωτάς μου για σένα είναι τόσο φλογερός, όσο ο καυτός αέρας της Αραβίας. Χτες η εικόνα του Γάλλου ιππότη που προσευχόταν, αλλά και τα λόγια που μου είπες στο κοιμητήρι του ναού, με κάναν να πάρω την απόφαση να γνωρίσω το θεό σου και να σου προσφέρω τη πίστη μου…’‘.
Μια κίνηση χαράς της Μπλάνκα κι έκπληξης του δον Κάρλος διέκοψαν τον Μπεν Χαμίντ. Ο Λωτρέκ έκρυψε το πρόσωπό του στα χέρια. Ο Μαυριτανός μάντεψε τη σκέψη του και κούνησε το κεφάλι μ’ ένα σπαρακτικό χαμόγελο.
-‘‘Ιππότη’‘, είπε, ‘‘μη χάνεις κάθε ελπίδα. Κι εσύ, Μπλάνκα, κλάψε για πάντα τον τελευταίο Αβενσεράγο!’‘
Η Μπλάνκα, ο δον Κάρλος κι ο Λωτρέκ σηκώνουνε και οι τρεις τα χέρια στον ουρανό και μια κραυγή ξεφεύγει από τα χείλη τους: ‘‘Ο τελευταίος Αβενσεράγος!’‘
Βασιλεύει σιωπή· ο φόβος, η ελπίδα, το μίσος, ο έρωτας, η έκπληξη, η ζήλεια αναστατώνουν τις καρδιές τους. Η Μπλάνκα γονατίζει.
-‘‘Ω Θεέ μου’‘, λέει, ‘‘δικαιώνεις την επιλογή μου! Μόνο έναν απόγονο ηρώων θα μπορούσα ν’ αγαπήσω!’‘
-‘‘Αδελφή μου’‘, φώναξε θυμωμένος ο δον Κάρλος, ‘‘μη ξεχνάς πως είναι κι ο Λωτρέκ εδώ!’‘
-‘‘Δον Κάρλος’‘, λέει ο Μπεν Χαμίντ, ‘‘συγκράτησε το θυμό σου. Δικό μου χρέος είναι να ηρεμήσω τα πνεύματα’‘. Και συνέχισε γυρνώντας προς τη Μπλάνκα, που είχε στο μεταξύ ξανακαθίσει: ‘‘Ουρί του ουρανού, Πνεύμα του έρωτα και της ομορφιάς, ο Μπεν Χαμίντ θα μείνει σκλάβος σου μέχρι τη τελευταία του πνοή. Πρέπει όμως να μάθεις ολάκερη τη δυστυχία του. Ο γέροντας που θανατώθηκε από τον πρόγονό σου, την ώρα που υπερασπιζόταν την εστία του, ήταν ο πατέρας του πατέρα μου. Μάθε ακόμα ένα μυστικό που σου έκρυψα, ή μάλλον που με έκανες να το ξεχάσω. Όταν για πρώτη φορά επισκέφθηκα τη θλιβερή αυτή πατρίδα, είχα κυρίως κατά νου να βρω κάποιους απογόνους των Μπιβάρ, για να πάρω πίσω το αίμα που είχανε χύσει οι πρόγονοί τους’‘.
-‘‘Και τώρα λοιπόν’‘, είπε η Μπλάνκα με μια φωνή γεμάτη πόνο που συγκρατούσε η περηφάνεια της, ‘‘τώρα ποιά είναι η απόφασή σου’‘;
-‘‘Η μόνη που να σου αξίζει’‘, απάντησε ο Μπεν Χαμίντ. ‘‘Να σε αποδεσμεύσω από τον όρκο σου και να ξεπληρώσω με τηπαντοτινή απουσία και το θάνατό μου το χρέος που έχουμε κι δυο μας στην εχθρότητα των θεών, των πατρίδων και των οικογενειών μας. Αν κάποτε η εικόνα μου έσβηνε από την καρδιά σου, αν ο χρόνος, που όλα τα σαρώνει, έσβηνε από την μνήμη σου την εικόνα του Αβενσεράγου… αυτός ο Γάλλος ιππότης… πρέπει να κάνεις αυτή τη θυσία για τον αδελφό σου’‘.
Ο Λωτρέκ πετάγεται και πέφτει στην αγκαλιά του Μαυριτανού.
-‘‘Μπεν Χαμίντ’‘, αναφωνεί, ‘‘μη θαρρείς πως με ξεπερνάς σε γενναιοψυχία: είμαι Γάλλος, ο Μπαγιάρ με έχρισε ιππότη, έχυσα το αίμα μου για τον βασιλιά μου. Θα φανώ άφοβος κι άμεμπτος σαν τον πρίγκιπά μου, σαν τον ανάδοχό μου. Αν μείνεις μαζί μας, ικετεύω τον δον Κάρλος να σου δώσει το χέρι της αδελφής του. Αν φύγεις από τη Γρανάδα, ποτέ μια λέξη ερωτική δεν θα ενοχλήσει την αγαπημένη σου. Δεν θα ζεις στην εξορία με την βασανιστική ιδέα πως ο Λωτρέκ, αδιάφορος στην αρετή, γυρεύει να εκμεταλλευτεί την δυστυχία σου’‘.
Ο νεαρός ιππότης έσφιξε τον Μαυριτανό πάνω στο στήθος του με τη θέρμη και τη ζωηρότητα που δείχνουν οι Γάλλοι.
-‘‘Ιππότες’‘, είπε ο δον Κάρλος με τη σειρά του, ‘‘δεν θα περίμενα τίποτα λιγότερο από τις ξακουστές σας ράτσες. Μπεν Χαμίντ, ποιό σημάδι θα με πείσει πως είσαι ο τελευταίος Αβενσεράγος’‘;
-‘‘Η συμπεριφορά μου’‘, απάντησε εκείνος.
-‘‘Τη θαυμάζω’‘, είπε ο Ισπανός. ‘‘Προτού όμως σου εξηγήσω, δείξε μου ένα σημάδι της καταγωγής σου’‘.
Ο Μπεν Χαμίντ έβγαλε από τον κόρφο του, κρεμασμένο με χρυσή αλυσίδα, το οικογενειακό δαχτυλίδι των Αβενσεράγων. Βλέποντας αυτό το σημάδι ο δον Κάρλος άπλωσε τα χέρια του στο δυστυχισμένο Μπεν Χαμίντ.
-‘‘Ευγενικέ ιππότη’‘, είπε, ‘‘τώρα πια σε θεωρώ αληθινό βασιλικό απόγονο. Τα σχέδιά σου για την οικογένειά μου με τιμούν: αποδέχομαι την μονομαχία που μυστικά ήρθες να ζητήσεις. Αν νικηθώ, όλη μου η περιουσία -που ήτανε κάποτε δική σου- θα σου επιστραφεί ακέραια. Αν αρνηθείς ν’ αγωνιστείς, δέξου τη προσφορά μου: γίνε Χριστιανός και πάρε το χέρι της αδελφής μου, που ο Λωτρέκ γύρεψε για σένα’‘.
Ο πειρασμός ήταν μεγάλος· όχι όμως μεγαλύτερος από τη δύναμη του Μπεν Χαμίντ. Από τη μια ο έρωτας μιλούσε με όλη του τη δύναμη στη καρδιά του, από την άλλη όμως με τρόμο αναλογιζότανε πως θα ένωνε το αίμα των θυτών με το αίμα των θυμάτων. Θαρρούσε πως έβλεπε τη σκιά του προγόνου του να βγαίνει από τον τάφο και να τονε κατηγορεί γι’ αυτή τη βέβηλη ένωση. Συντετριμμένος από τον πόνο ο Μπεν Χαμίντ φώναξε:
-‘‘Αχ, ήταν ανάγκη να συναντήσω εδώ τόσες υπέροχες ψυχές, τόσους γενναίους ήρωες, να νιώσω καλλίτερα τι χάνω! Ας μιλήσει η Μπλάνκα. Ας πει τι πρέπει να κάνω για να μείνω άξιος της αγάπης της’‘.
-‘‘Φύγε, γύρνα πίσω στην έρημο!’‘ φώναξε η Μπλάνκα και σωριάστηκε λιπόθυμη.
Ο Μπεν Χαμίντ γονάτισε· κείνη τη στιγμή η λατρεία του για τη Μπλάνκα έφτανε στα ουράνια. Έφυγε ύστερα χωρίς να πει ούτε μια λέξη. Το ίδιο βράδυ αναχώρησε για τη Μαλάγα, επιβιβάστηκε σ’ ένα καράβι που θα προσέγγιζε στο Οράν. Εκεί συνάντησε το καραβάνι που διασχίζει κάθε τρία χρόνια την Αφρική, ξεκινώντας από το Μαρόκο, κι ενώνεται στην Υεμένη με το καραβάνι για τη Μέκκα. Ο Μπεν Χαμίντ ακολούθησε τους προσκυνητές.
Η Μπλάνκα, που τον πρώτο καιρό η υγεία της κλονίστηκε, συνήλθε. Κάθε χρόνο, την εποχή που ο αγαπημένος της είχε συνήθειο να έρχεται από την Αφρική, περιπλανιόταν στα βουνά της Μάλαγα.
Καθότανε στα βράχια, αγνάντευε από μακριά την θάλασσα και τα καράβια κι έπειτα γύριζε πίσω στην Γρανάδα. Περνούσε τις υπόλοιπες μέρες της στα ερείπια της Αλάμπρας. Δεν παραπονιόταν καθόλου, δεν έκλαιγε, δεν μίλαγε ποτέ για τον Μπεν Χαμίντ. Ένας ξένος θα τη νόμιζε ευτυχισμένη. Ήταν η μόνη που απέμεινε από την οικογένειά της. Ο πατέρας της πέθανε από θλίψη κι ο αδελφός της σκοτώθηκε σε μια μονομαχία, όπου ο Λωτρέκ παραστάθηκε σαν μάρτυρας. Κανένας δεν έμαθε ποτέ τι απέγινε ο Μπεν Χαμίντ.
Βγαίνοντας από τη Τύνιδα, από τη πύλη που οδηγεί στα ερείπια της Καρχηδόνας, συναντάς ένα νεκροταφείο: σε μια γωνιά του, κάτω από μια φοινικιά, μου δείξαν ένα τάφο που τον ονομάζουν ο τάφος του τελευταίου Αβενσεράγου. Δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερο· η πλάκα του τάφου είναι μονοκόμματη: μόνο που, σύμφωνα με την συνήθεια των Μαυριτανών, έχουνε λαξέψει με τη σμίλη στη μέση της ένα μικρό βαθούλωμα. Το νερό της βροχής μαζεύεται στο βάθος αυτού του νεκρικού ποτηριού και, στο θερμό κλίμα της περιοχής, χρησιμεύει για να ξεδιψάνε τα πετεινά του ουρανού.
