Βιογραφικό
O Φιοντόρ Ντοστογιέφσκη γεννήθηκε 30 Οκτώβρη 1821 στη Μόσχα, σ’ ένα νοσοκομείο για φτωχούς, 2ος από 7 παιδιά στην οικογένεια. Μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του Μιχαήλ έκαναν τη στοιχειώδη εκπαίδευση σε σχολείο στη Μόσχα. Μετά το θάνατο της μητέρας του το 1837, με τον αδερφό του μετακόμισε στην Αγία Πετρούπολη. Την επόμενη χρονιά σπουδάζει μηχανικός στη στρατιωτική ακαδημία, όχι όμως κι ο αδερφός του. Το 1839 ο πατέρας δολοφονείται ενδεχομένως απ’ τους δουλοπάροικούς του στο κτήμα του, στη Chermashnya, στην επαρχία της Tula. Αποφοιτά απ’ τη σχολή το 1843, σαν υπολοχαγός. Μεταφράζει ρωσικά την “Ευγενία Γκραντέ” του Μπαλζάκ.




Το 1844 εξέδωσε το λογοτεχνικό του ντεμπούτο “Οι Φτωχοί“, με το οποίο έγινε από την πρώτη στιγμή γνωστός, αποσπώντας θετικές κριτικές από τους σύγχρονούς του. Την επόμενη χρονιά γνωρίζεται και συνάπτει φιλία με τον ισχυρό κριτικό Vissarion Grigorievich Belinsky. Το 1847 συμμετείχε στους κύκλους των επαναστατών. Το 1949 δημοσιεύει τη “Νιέτοτσκα“, αλλά παρουσίασε ένα απαγορευμένο κείμενο του κριτικού Μπελίνσκι προς τον Νικολάι Γκόγκολ. Αφού τον κατέδωσαν, συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο. Πρώτες κρίσεις επιληψίας. Ο τσάρος Νικόλαος Ι ωστόσο του χάρισε τη ζωή και τον εξόρισε σε καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία -όπου θα εκτίσει 4 χρόνια στο Ομσκ (1850-54)- κι αργότερα σε καταναγκαστική στρατιωτική θητεία (1854-59) στο Semipalatinsk. Από τον στρατό απαλλάχθηκε λίγα χρόνια αργότερα, αφού υπέφερε από βαριές κρίσεις επιληψίας. Γάμος με τη χήρα Marya Dmitrievna Isaeva το 1857. Το ζεύγος επιτρέπεται για να κατοικήσει στην ευρωπαϊκή Ρωσία το 1859. Έτσι επιστρέφει το 1859 στην Αγία Πετρούπολη, μαζί με τη σύζυγό του, όπου από επαναστάτης μετατρέπεται σε συντηρητικό Χριστιανό.
Από κείνο τον καιρό κι έπειτα ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με τη συγγραφή των έργων του, ενώ παράλληλα εξέδωσε μαζί με τον αδελφό του ένα περιοδικό, το Επόκ . Στη συνέχεια ταξίδεψε για αρκετό καιρό στην Ευρώπη, (Γαλλία, Ελβετία, Βρεττανία κλπ) όπου έχασε την περιουσία του στο τζόγο. Λίγο καιρό μετά πέθαναν όλα τα οικεία του πρόσωπα, ο αδελφός του κι η γυναίκα του το 1864 κι ο καλύτερός του φίλος. Την επόμενη χρονιά απαγορεύεται η κυκλοφορία του Επόκ, λόγω αντιπατριωτικών άρθρων. Το 1866, έχει δημοσιεύσει τα: “Έγκλημα & Τιμωρία” και τον “Παίκτη“, βιβλίο που στηρίζεται και σε προσωπικά του βιώματα από τον τζόγο κι η Polina Suslova αρνείται τη πρόταση γάμου που της κάνει. Το 1867 παντρεύεται την Anna Grigorievna Snitkina. Από τα χρέη αναγκάστηκε να φύγει για κάποιο διάστημα από τη Ρωσία, στην οποία επέστρεψε το 1871. Στη διάρκεια του ταξιδιού του, μαζί με τη σύζυγό του, επισκέφτηκε τη Δ. Ευρώπη. Ζούνε στη Γενεύη για ένα χρόνο, έπειτα Φλωρεντία, Βιέννη, Πράγα και τελικά Δρέσδη. Το 1868, δημοσίευση του “Ηλίθιου” και το 1870 του “Αιώνιου Συζύγου“.
Μετά την επιστροφή του, εξακολουθεί να γράφει πυρετωδώς και παράλληλα να δημοσιεύει ένα είδος ημερολογίου σ’ ένα εβδομαδιαίο περιοδικό, τον Πολίτη. Το 1874 συλλαμβάνεται και φυλακίζεται ξανά γιατί παραβιάζει τους κανόνες λογοκρισίας. Το 1877 δημοσιεύει “Το Όνειρο Ενός Γελοίου Ανθρώπου“, στα 1879-80, τους “Αδερφούς Καραμαζόφ“. Τον Ιούνιο του 1880 γράφει κι απαγγέλλει το διάσημο λόγο για τον Πούσκιν στον εορτασμό του στη Μόσχα και προκαλεί παραλήρημα στα πλήθη που ‘χανε συρρεύσει για να παρακολουθήσουνε.
Το τέλος της ζωής του πέρασε ήσυχα και πέθανε 28 Γενάρη 1881 από πνευμονικό οίδημα, σ’ ηλικία 60 ετών και στη κηδεία του, 1η Φλεβάρη στο Κοιμητήρι Aleksandr Nevsky Monastery, παρίσταντο πάνω από 60.000 άτομα.
Με Περισσότερα Λόγια
Ο Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι (Fyodor Mikhailovich Dostoevsky) ήτανε Ρώσος μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος. Θεωρείται ως ένας από τους μεγαλύτερους μυθιστοριογράφους τόσο στη ρωσική όσο και στη παγκόσμια λογοτεχνία και πολλά από τα έργα του θεωρούνται αριστουργήματα με μεγάλη επιρροή. Τα λογοτεχνικά έργα του Ντοστογιέφσκι διερευνούν την ανθρώπινη κατάσταση στις ταραγμένες πολιτικές, κοινωνικές και πνευματικές ατμόσφαιρες της Ρωσίας του 19ου αιώνα και ασχολούνται με μια ποικιλία φιλοσοφικών και θρησκευτικών θεμάτων. Τα πιο μεγάλα μυθιστορήματά του είναι: Έγκλημα και τιμωρία (1866), Ο ηλίθιος (1869), Δαίμονες (1872), Ο έφηβος (1875) κι Οι αδελφοί Καραμάζοφ (1880). Οι Σημειώσεις του από το υπόγειο, νουβέλα που δημοσιεύθηκε το 1864, θεωρείται ένα από τα 1α έργα της υπαρξιακής λογοτεχνίας.
Γεννημένος στη Μόσχα μυήθηκε στη λογοτεχνία σε νεαρή ηλικία μέσα από παραμύθια, θρύλους και μέσα από βιβλία Ρώσων και ξένων συγγραφέων. Η μητέρα του πέθανε από φυματίωση στις 27 Φλεβάρη 1837, όταν ήταν 15 ετών και περίπου την ίδια εποχή, εγκατέλειψε το σχολείο για να εισέλθει στο Ινστιτούτο Στρατιωτικής Μηχανικής του Νικολάγιεφ (αργότερα μετονομάστηκε σε Στρατιωτική Μηχανική-Τεχνικό Πανεπιστήμιο). Μετά την αποφοίτηση, εργάστηκε ως μηχανικός και για λίγο απόλαυσε πλούσιο τρόπο ζωής, μεταφράζοντας βιβλία για να κερδίσει επιπλέον χρήματα.
Στα μέσα 10ετίας του 1840, έγραψε το 1ο του μυθιστόρημα, Poor Folk, που τον έμπασε στους λογοτεχνικούς κύκλους της Αγίας Πετρούπολης. Ωστόσο, συνελήφθη το 1849 επειδή ανήκε σε λογοτεχνική ομάδα, τον Κύκλο Πετρασέφσκι, που συζητούσε απαγορευμένα βιβλία επικριτικά για τη τσαρική Ρωσία. Καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά η ποινή μετατράπηκε τελευταία στιγμή. Πέρασε 4 χρόνια σε στρατόπεδο αιχμαλώτων της Σιβηρίας, ακολουθούμενα από 6 χρόνια υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας στην εξορία. Τα επόμενα χρόνια, εργάστηκε ως δημοσιογράφος, εκδίδοντας κι εκδίδοντας αρκετά δικά του περιοδικά και μετά το Ημερολόγιο ενός συγγραφέα, συλλογή των γραπτών του. Άρχισε να ταξιδεύει σε όλη τη Δ. Ευρώπη κι ανέπτυξε εθισμό στα τυχερά παιχνίδια, γεγονός που οδήγησε σε οικονομικές δυσκολίες. Για ένα διάστημα, έπρεπε να ικετεύει για χρήματα, αλλά τελικά έγινε ένας από τους πιο ευρέως διαβασμένους κι ιδιαίτερα σεβαστούς Ρώσους συγγραφείς.
Το έργο του έχει 13 μυθιστορήματα, 3 νουβέλες, 17 διηγήματα και πολλά άλλα. Τα γραπτά του διαβάστηκαν ευρέως εντός κι εκτός της πατρίδας του, επηρεάζοντας εξίσου μεγάλο αριθμό μεταγενέστερων συγγραφέων, συμπεριλαμβανομένων Ρώσων όπως ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν κι ο Άντον Τσέχωφ, οι φιλόσοφοι Φρίντριχ Νίτσε, Αλμπέρ Καμύ και Ζαν-Πωλ Σαρτρ και την εμφάνιση του Υπαρξισμού και του Φροϋδισμού. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 170 γλώσσες και χρησίμευσαν ως έμπνευση για πολλές ταινίες.
Οι πρόγονοι του πατέρα του Ντοστογιέφσκι ήταν μέλη ευγενούς οικογένειας Ρώσων Ορθοδόξων Χριστιανών. Η οικογένεια έχει τις ρίζες της πίσω στον Aslan Chelebi-Мurza, Τάταρο πολέμαρχο που αυτομόλησε από τη Χρυσή Ορδή κι εντάχθηκε στη ρωσική πλευρά το 1389, τελικά ασπάστηκε τον Χριστιανισμό από το Ισλάμ. Λίγους αιώνες μετά, άλλος πρόγονος του Ντοστογιέφσκι, ο Ντανίλο Ίρτις, έλαβε εδάφη στη περιοχή του Πινσκ (αιώνες μέρος Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας, τώρα στη Λευκορωσία) το 1509 για υπηρεσίες υπό τοπικό πρίγκηπα, οι απόγονοί του πήραν τότε το όνομα “Ντοστογιέφσκι” με βάση χωριό εκεί που ονομαζόταν Dostojewo (προέρχεται από το παλιό πολωνικό dostojnik – αξιωματούχος) Οι άμεσοι πρόγονοι του από τη πλευρά της μητέρας του ήταν έμποροι. Η αρσενική γραμμή από την πλευρά του πατέρα του ήταν ιερείς.

Ο πατέρας του Μιχαήλ
Το 1809, ο 20χρονος Μιχαήλ Ντοστογιέφσκι εγγράφηκε στην Αυτοκρατορική Ιατροχειρουργική Ακαδημία της Μόσχας. Από εκεί, ανατέθηκε σε νοσοκομείο της Μόσχας, όπου υπηρέτησε ως στρατιωτικός γιατρός και το 1818 διορίστηκε ανώτερος γιατρός. Το 1819 παντρεύτηκε τη Μαρία Νετσάγιεβα. Τον επόμενο χρόνο, ανέλαβε μια θέση στο νοσοκομείο Mariinsky για τους φτωχούς. Το 1828, όταν οι 2 γιοι του, Μιχαήλ και Φιοντόρ, ήταν 8 κι 7 αντίστοιχα, προήχθη σε συλλογικό εκτιμητή, θέση που ανέβασε το νομικό του καθεστώς σ’ αυτό της αριστοκρατίας και του επέτρεψε να αποκτήσει μικρό κτήμα στο Darovoye, μια πόλη περίπου 150 χιλιόμετρα (100 μίλια) από τη Μόσχα, όπου η οικογένεια περνούσε συνήθως τα καλοκαίρια. Οι γονείς του Ντοστογιέφσκι απέκτησαν στη συνέχεια άλλα 7 παιδιά:
Βαρβάρα (1822–1893) – Παντρεύτηκε δημόσιο υπάλληλο και έζησε μια ήσυχη ζωή,
Αντρέι (1825–1897) – Απομνημονευματογράφος κι έγραψε για την οικογενειακή ιστορία,
Λιούμποφ (γεννήθηκε και πέθανε το 1829),
Βέρα (1829–1896) – Παντρεύτηκε γιατρό και διατήρησε οικογενειακούς δεσμούς,
Νικολάι (1831–1883) – Πάλευε με τον αλκοολισμό κι είχε ταραγμένη ζωή,
Αλεξάνδρα (1835–1889) – Παντρεύτηκε αξιωματικό του στρατού κι έζησε ιδιωτικά,
Yelizaveta (γεννήθηκε και πέθανε το 1837).

Η μητέρα του Μαρία Νετσάγιεβα
Ήταν το 2ο παιδί του Δρ Μιχαήλ Ντοστογιέφσκι και της Μαρίας Ντοστογιέφσκα (το γένος Νετσάγιεβα). Μεγάλωσε στο σπίτι της οικογένειας στους χώρους του νοσοκομείου Mariinsky για τους φτωχούς, το οποίο ήταν σε μια περιοχή χαμηλότερης τάξης στις άκρες της Μόσχας. Ο Ντοστογιέφσκι συνάντησε τους ασθενείς, οι οποίοι βρίσκονταν στο χαμηλότερο άκρο της ρωσικής κοινωνικής κλίμακας, όταν έπαιζαν στους κήπους των νοσοκομείων.
Ο Ντοστογιέφσκι εισήχθη στη λογοτεχνία σε νεαρή ηλικία. Από τα 3 του διάβαζε ηρωικές σάγκα, παραμύθια και θρύλους με τη νταντά του, Alena Frolovna, ιδιαίτερα σημαντική προσωπικότητα στην ανατροφή του και την αγάπη του για φανταστικές ιστορίες. Όταν ήτανε 4, η μητέρα του χρησιμοποίησε τη Γραφή για να τον διδάξει να διαβάζει και να γράφει. Οι γονείς του τον εισήγαγαν σε ένα ευρύ φάσμα λογοτεχνίας, συμπεριλαμβανομένων Ρώσων συγγραφέων Νικολάι Καραμζίν, Αλεξάντερ Πούσκιν και Γκαβρίλα Ντερζάβιν. Γοτθική μυθοπλασία όπως τα έργα της Αγγλίδας μυθιστοριογράφου Ann Radcliffe. ρομαντικά έργα των Friedrich Schiller και Johann Wolfgang von Goethe. ηρωικές ιστορίες των Miguel de Cervantes και Walter Scott. και τα έπη του Ομήρου, Ιλιάδα κι Οδύσσεια. Επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από το έργο του Νικολάι Γκόγκολ. Αν κι η προσέγγιση του πατέρα του στην εκπαίδευση έχει περιγραφεί ως αυστηρή και σκληρή, ο ίδιος ανέφερε ότι η φαντασία του ζωντάνευε από τις νυχτερινές αναγνώσεις των γονιών του.
Μερικές από τις εμπειρίες της παιδικής του ηλικίας βρήκαν το δρόμο τους στα γραπτά του. Όταν 9χρονο κορίτσι βιάστηκε από μεθυσμένο, του ζητήθηκε να φέρει τον πατέρα του για να τη φροντίσει. Το περιστατικό τον στοίχειωσε και το θέμα της επιθυμίας ενός ώριμου άνδρα για νεαρό κορίτσι εμφανίζεται στους Δαιμονισμένους, Οι αδελφοί Καραμάζοφ, Έγκλημα και τιμωρία και άλλα γραπτά. Περιστατικό που αφορά οικογενειακό υπηρέτη ή δουλοπάροικο, στο κτήμα στο Darovoye, περιγράφεται στο The Peasant Marey: όταν ο νεαρός Ντοστογιέφσκι φαντάζεται να ακούει έναν λύκο στο δάσος, η Marey, που εργάζεται κοντά, τον παρηγορεί. Άλλη ανάμνηση που αναφέρθηκε στη πεζογραφία του ήταν τα καλοκαιρινά ταξίδια στο κτήμα του πατέρα στη περιοχή Κασίρσκι του Κυβερνείου της Τούλα, που αγοράστηκε μεταξύ 1831-33.
Αν κι είχε λεπτή φυσική κατάσταση, οι γονείς του τον περιέγραψαν ως θερμοκέφαλο, πεισματάρη και θρασύ. Το 1833, ο πατέρας του, που ήτανε βαθιά θρησκευόμενος, τον έστειλε σε γαλλικό οικοτροφείο και στη συνέχεια στο οικοτροφείο Chermak. Περιγράφηκε ως χλωμός, εσωστρεφής ονειροπόλος κι υπερβολικά ευερέθιστος ρομαντικός. Για να πληρώσει τα δίδακτρα, δανείστηκε χρήματα κι επέκτεινε την ιδιωτική ιατρική πρακτική του. Ο Ντοστογιέφσκι ένιωθε παράταιρος ανάμεσα στους αριστοκράτες συμμαθητές στη σχολή της Μόσχας κι η εμπειρία αντανακλάται μετά σε μερικά από τα έργα του, κυρίως στον Έφηβο.
Στις 27 Φλεβάρη 1837 η μητέρα του πέθανε από φυματίωση. Τον προηγούμενο Μάη, οι γονείς του έστειλαν αυτόν και τον μεγαλύτερο αδελφό του Μιχαήλ (τα δύο μεγαλύτερα παιδιά τους) στην Αγία Πετρούπολη για να παρακολουθήσουν το Ινστιτούτο Στρατιωτικής Μηχανικής Νικολάγιεφ (μετά μετονομάστηκε σε Στρατιωτική Μηχανική-Τεχνικό Πανεπιστήμιο), αναγκάζοντας τους αδελφούς να εγκαταλείψουν τις ακαδημαϊκές σπουδές τους στρατιωτική σταδιοδρομία. Ο Ντοστογιέφσκι εισήλθε στην ακαδημία Γενάρη του 1838, αλλά μόνο με τη βοήθεια μελών της οικογένειας. Ο Μιχαήλ δεν έγινε δεκτός για λόγους υγείας και στάλθηκε σε ακαδημία στο Ρεβάλ (τώρα Ταλίν, Εσθονία).

Αντιπαθούσε την ακαδημία, κυρίως λόγω της έλλειψης ενδιαφέροντος για την επιστήμη, τα μαθηματικά και τη στρατιωτική μηχανική και την προτίμησή του για το σχέδιο και την αρχιτεκτονική. Όπως είπε κάποτε ο φίλος του Κονσταντίν Τρουτόφσκι, «Δεν υπήρχε φοιτητής σε ολόκληρο το ίδρυμα με λιγότερο στρατιωτικό νου από τον Φυοντόρ. Κινήθηκε αδέξια και σπασμωδικά. Η στολή του κρεμόταν αδέξια πάνω του. Και το σακίδιό του, ο σάκος του και το τουφέκι του έμοιαζαν όλα με κάποιο είδος δεσμού που είχε αναγκαστεί να φορέσει για ένα διάστημα και που τονε βάραινε». Ο χαρακτήρας και τα ενδιαφέροντά του τον έκαναν αουτσάιντερ μεταξύ των 120 συμμαθητών του: έδειξε γενναιότητα κι ισχυρό αίσθημα δικαιοσύνης, προστάτευσε τους νεοφερμένους, ευθυγραμμίστηκε με τους δασκάλους, επέκρινε τη διαφθορά μεταξύ των αξιωματικών και βοήθησε τους φτωχούς αγρότες. Αν κι ήταν μοναχικός και κατοικούσε στον δικό του λογοτεχνικό κόσμο, ήταν σεβαστός από τους συμμαθητές του. Η απομόνωση και το ενδιαφέρον του για τη θρησκεία του χάρισαν το παρατσούκλι Μοναχός Φώτιος.
Τα σημάδια της επιληψίας του μπορεί να εμφανίστηκαν 1η φορά στα 17 όταν έμαθε για το θάνατο του πατέρα στις 16 Ιουνίου 1839, αν κι οι αναφορές για κατάσχεση προήλθαν από αφηγήσεις που έγραψε η κόρη του (αργότερα επεκτάθηκαν από τον Σίγκμουντ Φρόιντ) που τώρα θεωρούνται αναξιόπιστες. Η επίσημη αιτία θανάτου του πατέρα του ήταν αποπληκτικό εγκεφαλικό επεισόδιο, αλλά γείτονας, ο Pavel Khotiaintsev, κατηγόρησε τους δουλοπάροικους του πατέρα για δολοφονία. Αν οι δουλοπάροικοι είχαν κριθεί ένοχοι κι είχαν σταλεί στη Σιβηρία, ο Khotiaintsev θα ήταν σε θέση να αγοράσει την άδεια γη. Οι δουλοπάροικοι αθωώθηκαν σε μια δίκη στην Τούλα, αλλά ο αδελφός του Ντοστογιέφσκι, Μιχαήλ, διαιώνισε την ιστορία. Μετά το θάνατο του πατέρα του, ο Ντοστογιέφσκι συνέχισε τις σπουδές του, πέρασε τις εξετάσεις του κι απέκτησε το βαθμό του δόκιμου μηχανικού, δίνοντάς του το δικαίωμα να ζήσει μακρυά από την ακαδημία. Επισκεπτόταν τον Μιχαήλ στο Ρεβάλ και παρακολουθούσε συχνά συναυλίες, όπερες, θεατρικά έργα και μπαλέτα.
Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι φίλοι του τον εισήγαγαν στα τυχερά παιχνίδια. Στις 12 Αυγούστου 1843 έπιασε δουλειά ως υπολοχαγός μηχανικός κι έζησε με τον Άντολφ Τότλεμπεν σε διαμέρισμα που ανήκε στον Δρ Ρίζενκαμπφ, φίλο του Μιχαήλ. Ο Rizenkampf τον χαρακτήρισε ως «όχι λιγότερο καλοπροαίρετο κι όχι λιγότερο ευγενικό από τον αδελφό του, αλλά όταν δεν είχε καλή διάθεση συχνά έβλεπε τα πάντα μέσα από σκούρα γυαλιά, εκνευριζόταν, ξεχνούσε καλούς τρόπους και μερικές φορές παρασύρθηκε σε σημείο κακοποίησης κι απώλειας αυτογνωσίας». Το 1ο ολοκληρωμένο λογοτεχνικό έργο του, μετάφραση του μυθιστορήματος του Ονορέ ντε Μπαλζάκ Eugénie Grandet, δημοσιεύθηκε Ιούνιο κι Ιούλιο 1843 στον 6ο κι 7ο τόμο του περιοδικού Ρεπερτόριο & Πάνθεον, ακολουθούμενο από αρκετές άλλες μεταφράσεις. Καμμία δεν ήταν επιτυχής κι οι οικονομικές του δυσκολίες τον οδήγησαν να γράψει μυθιστόρημα.
Ολοκλήρωσε το 1ο μυθιστόρημα, Φτωχοί, το Μάη του 1845. Ο φίλος του Ντμίτρι Γκριγκορόβιτς, που μοιραζόταν διαμέρισμα τότε, πήγε το χειρόγραφο στον ποιητή Νικολάι Νεκράσοφ, που με τη σειρά του το έδειξε στον σημαντικό κριτικό λογοτεχνίας Βησσαρίωνα Μπελίνσκι. Αυτός το περιέγραψε ως το 1ο κοινωνικό μυθιστόρημα της Ρωσίας. Το Poor Folk κυκλοφόρησε 15 Γενάρη 1846 στο αλμανάκ της συλλογής της Αγίας Πετρούπολης κι έγινε εμπορική επιτυχία.
Θεώρησε ότι η στρατιωτική καρριέρα θα ‘θετε σε κίνδυνο την ακμάζουσα πλέον λογοτεχνική, οπότε έγραψε ζητώντας να παραιτηθεί. Λίγο μετά έγραψε 2ο μυθιστόρημα, The Double, που εμφανίστηκε στο περιοδικό Notes of the Fatherland στις 30 Γενάρη 1846, πριν δημοσιευθεί Φλεβάρη. Περίπου την ίδια εποχή, ανακάλυψε τον σοσιαλισμό μέσα από τα γραπτά των Γάλλων στοχαστών Charles Fourier, Étienne Cabet, Pierre-Joseph Proudhon κι Henri de Saint-Simon. Μέσα από τη σχέση του με τον Μπελίνσκι διεύρυνε τις γνώσεις του για τη φιλοσοφία του σοσιαλισμού. Τον έλκυε η λογική της, το αίσθημα δικαιοσύνης κι η ενασχόλησή της με τους άπορους και τους μειονεκτούντες. Ωστόσο, η ρωσική ορθόδοξη πίστη κι οι θρησκευτικές ευαισθησίες του δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν με την ανάμειξη αθεϊσμού, ωφελιμισμού κι επιστημονικού υλισμού του Μπελίνσκι, οδηγώντας σε αυξανόμενες τριβές μεταξύ τους. Ο Ντοστογιέφσκι τελικά χώρισε μαζί του και τους συνεργάτες του.

Η πλάκα της μικρής Σόφυα
Αφού ο Διπλός έλαβε αρνητικές κριτικές (συμπεριλαμβανομένης μιας ιδιαίτερα καυστικής από τον Μπελίνσκι) η υγεία του Ντοστογιέφσκι επιδεινώθηκε κι οι επιληπτικές κρίσεις γίνανε πιο συχνές, αλλά συνέχισε να γράφει. Από το 1846-48 δημοσίευσε αρκετά διηγήματα στο περιοδικό Σημειώσεις της Πατρίδας, μεταξύ των Mr. Prokharchin, The Landlady, A Weak Heart & White Nights. Η αρνητική υποδοχή αυτών των ιστοριών, σε συνδυασμό με τα προβλήματα υγείας του και τις επιθέσεις του Belinsky, του προκάλεσαν δυσφορία κι οικονομικές δυσκολίες, αλλά αυτό μετριάστηκε σε μεγάλο βαθμό όταν εντάχθηκε στον ουτοπικό σοσιαλιστικό κύκλο Beketov, σφιχτά δεμένη κοινότητα που τον βοήθησε να επιβιώσει. Όταν ο κύκλος διαλύθηκε, έγινε φίλος με τον Απόλλωνα Μάικοφ και την αδελφή του Βαλεριάνα. Το 1846, μετά από σύσταση του ποιητή Aleksey Pleshcheyev, εντάχθηκε στον Κύκλο Petrashevsky, που ιδρύθηκε από τον Mikhail Petrashevsky, που είχε προτείνει κοινωνικές μεταρρυθμίσεις στη Ρωσία. Ο Μιχαήλ Μπακούνιν έγραψε κάποτε στον Αλεξάντερ Χέρτσεν ότι η ομάδα ήταν η πιο αθώα κι ακίνδυνη παρέα και τα μέλη της ήταν συστηματικοί αντίπαλοι όλων των επαναστατικών στόχων και μέσων. Χρησιμοποιούσε τη βιβλιοθήκη του κύκλου τα Σάββατα και τις Κυριακές και περιστασιακά συμμετείχε στις συζητήσεις τους για την ελευθερία από τη λογοκρισία και τη κατάργηση της δουλοπαροικίας. Η περιγραφή του Μπακούνιν, ωστόσο, δεν ίσχυε για τον αριστοκράτη Νικολάι Σπέσνιεφ, που προσχώρησε στον κύκλο το 1848 και ξεκίνησε να δημιουργεί μυστική επαναστατική κοινωνία μεταξύ των μελών της. Ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι έγινε μέλος αυτής της εταιρείας, γνώριζε τους στόχους της και συμμετείχε ενεργά, αν κι έτρεφε σημαντικές αμφιβολίες για τις ενέργειες και τις προθέσεις τους.
Το 1849, τα 1α μέρη του Netochka Nezvanova, μυθιστορήματος που σχεδίαζε από το 1846, δημοσιεύθηκαν στις Σημειώσεις της Πατρίδας, αλλά η εξορία του τερμάτισε το έργο αφήνοντας μόνο αυτό που υποτίθεται ότι ήταν ο πρόλογος του μυθιστορήματος. Δεν επιχείρησε ποτέ να το ολοκληρώσει αφήνοντας πίσω μόνο ένα σκίτσο του μυθιστορήματος. Τα μέλη του Κύκλου Petrashevsky καταγγέλθηκαν στον Liprandi, υπάλληλο του Υπουργείου Εσωτερικών. Ο Ντοστογιέφσκι κατηγορήθηκε ότι διάβασε έργα του Μπελίνσκι, συμπεριλαμβανομένης της απαγορευμένης Επιστολής προς τον Γκόγκολ κι ότι κυκλοφόρησε αντίγραφα αυτών κι άλλων έργων. Ο Antonelli, ο κυβερνητικός πράκτορας που είχε αναφέρει την ομάδα, έγραψε στη δήλωσή του ότι τουλάχιστον μία από τις εφημερίδες επέκρινε τη ρωσική πολιτική και θρησκεία. Ο Ντοστογιέφσκι απάντησε σε αυτές τις κατηγορίες δηλώνοντας ότι είχε διαβάσει τα δοκίμια μόνον ως λογοτεχνικό μνημείο, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο. Μίλησε για προσωπικότητα και ανθρώπινο εγωισμό κι όχι για πολιτική. Ακόμα κι έτσι, αυτός κι οι συνάδελφοί του συνωμότες συνελήφθησαν στις 23 Απρίλη 1849 κατόπιν αιτήματος του κόμη Αλεξέι Φιοντόροβιτς Ορλόφ και του τσάρου Νικολάου Α ́, που φοβούνταν επανάσταση όπως η εξέγερση των Δεκεμβριστών του 1825 στη Ρωσία κι οι επαναστάσεις του 1848 στην Ευρώπη. Τα μέλη κρατήθηκαν στο καλά προστατευμένο φρούριο Πετροπαυλόσκ που στέγαζε τους πιο επικίνδυνους κατάδικους.
Η υπόθεση συζητήθηκε 4 μήνες από ερευνητική επιτροπή με επικεφαλής τον τσάρο, με τον υπασπιστή στρατηγό Ιβάν Ναμπόκοφ, τον γερουσιαστή πρίγκιπα Πάβελ Γκαγκάριν, τον πρίγκιπα Βασίλι Ντολγκορούκοφ, τον στρατηγό Γιάκοβ Ροστόβτσεφ και τον στρατηγό Λεόντι Ντουμπέλ, επικεφαλής της μυστικής αστυνομίας. Καταδίκασαν τα μέλη του κύκλου σε θάνατο μ’ εκτελεστικό απόσπασμα κι οι κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στο Semyonov Place στην Αγία Πετρούπολη στις 23 Δεκέμβρη 1849. Χωρίστηκαν ανά 3 κι η 1η οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ο Ντοστογιέφσκι ήτανε 3ος στη 2η σειρά. δίπλα του στέκονταν ο Pleshcheyev κι ο Durov. Η εκτέλεση αναβλήθηκε όταν ένα κάρρο παρέδωσε επιστολή από τον Τσάρο που μετέτρεπε τη ποινή. Περιέγραψε μετά την εμπειρία αυτού που πίστευε ότι ήταν οι τελευταίες στιγμές της ζωής του στο μυθιστόρημά του Ο ηλίθιος. Η ιστορία ενός νεαρού άνδρα που καταδικάστηκε σε θάνατο από εκτελεστικό απόσπασμα, αλλά αναστέλλεται τη τελευταία στιγμή αφηγείται ο κύριος χαρακτήρας, ο πρίγκηπας Myshkin, που περιγράφει την εμπειρία από την άποψη του θύματος κι εξετάζει τις φιλοσοφικές και πνευματικές επιπτώσεις.

Υπηρέτησε 4 χρόνια εξορίας με καταναγκαστικά έργα σε στρατόπεδο αιχμαλώτων κατόργκα στο Ομσκ της Σιβηρίας, ακολουθούμενη από περίοδο υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας. Μετά από 14ήμερη βόλτα μ’ έλκηθρο, οι κρατούμενοι έφτασαν στο Tobolsk, σταθμό κρατουμένων. Παρά τις περιστάσεις, παρηγόρησε τους άλλους κρατούμενους, όπως τον Ιβάν Γιαστρζέμπσκι, που εξεπλάγη από τη καλοσύνη του και τελικά εγκατέλειψε την απόφασή του ν’ αυτοκτονήσει. Στο Tobolsk, τα μέλη έλαβαν τρόφιμα και ρούχα από τις γυναίκες του Decembrist, καθώς και πολλά αντίγραφα της Καινής Διαθήκης με τραπεζογραμμάτιο δέκα ρουβλίων μέσα σε κάθε αντίγραφο. 11 μέρες μετά, έφτασε στο Ομσκ μαζί με ένα μόνο άλλο μέλος του Κύκλου Πετρασέφσκι, τον συγγραφέα Σεργκέι Ντούροφ. Ο Ντοστογιέφσκι περιέγραψε τους στρατώνες του:
“Το καλοκαίρι, ανυπόφορη εγγύτητα. το χειμώνα, αφόρητο κρύο. Όλοι οι όροφοι ήτανε σάπιοι. Βρωμιά στα δάπεδα πάχους μιας ίντσας. κάποιος θα μπορούσε να γλιστρήσει και να πέσει … Ήμασταν συσκευασμένοι σαν ρέγγες σε βαρέλι … Δεν υπήρχε χώρος για αναστροφή. Από το σούρουπο μέχρι την αυγή ήταν αδύνατο να μη συμπεριφέρονται σαν χοίροι … Ψύλλοι, ψείρες και μαύρα σκαθάρια από το μπούσελ“.
Χαρακτηρισμένος ως από τους πιο επικίνδυνους κατάδικους, είχε τα χέρια και τα πόδια του αλυσοδεμένα μέχρι την απελευθέρωσή του. Του επιτρεπόταν μόνο να διαβάζει τη Βίβλο. Εκτός από τις επιληπτικές κρίσεις, είχε αιμορροΐδες, έχασε βάρος και κάηκε από κάποιο πυρετό, έτρεμε κι είχε κρυάδες κάθε βράδυ. Η μυρωδιά του μυστικού διαπέρασε ολόκληρο το κτίριο και το μικρό μπάνιο έπρεπε να αρκεί για περισσότερα από 200 άτομα. Στάλθηκε περιστασιακά στο στρατιωτικό νοσοκομείο, όπου διάβαζε εφημερίδες και μυθιστορήματα του Ντίκενς. Ήταν σεβαστός από τους περισσότερους από τους άλλους κρατούμενους, αλλά περιφρονήθηκε από ορισμένους πολωνούς πολιτικούς κρατούμενους λόγω του ρωσικού εθνικισμού και των αντιπολωνικών αισθημάτων του.
Μετά την απελευθέρωσή του στις 14 Φλεβάρη 1854, ζήτησε από τον Μιχαήλ να τον βοηθήσει οικονομικά και να του στείλει βιβλία των Giambattista Vico, François Guizot, Leopold von Ranke, Georg Wilhelm Friedrich Hegel κι Immanuel Kant. Το σπίτι των νεκρών, βασισμένο στην εμπειρία του στη φυλακή, δημοσιεύθηκε το 1861 στο περιοδικό Vremya (Time) -ήταν το 1ο δημοσιευμένο μυθιστόρημα για τις ρωσικές φυλακές. Πριν μετακομίσει στα μέσα Μάρτη στο Σεμιπαλατίνσκ, όπου αναγκάστηκε να υπηρετήσει στο Σιβηρικό Σώμα Στρατού του Τάγματος 7ης Γραμμής, συναντήθηκε με το γεωγράφο Πιότρ Σεμιόνοφ και τον εθνογράφο Σοκάν Βαλιχανούλι. Γύρω στο Νοέμβρη του 1854, συναντήθηκε με το βαρόνο Alexander Egorovich Wrangel, θαυμαστή των βιβλίων του, που είχε παρακολουθήσει την αποτυχημένη εκτέλεση. Κι οι 2 νοίκιαζαν σπίτια στον κήπο των Κοζάκων έξω από το Σεμιπαλατίνσκ. Ο Βράνγκελ παρατήρησε ότι «έμοιαζε μελαγχολικός. Το ασθενικό, χλωμό πρόσωπό του ήταν καλυμμένο με φακίδες και τα ξανθά μαλλιά του ήταν κομμένα κοντά. Ήταν λίγο πάνω από το μέσο ύψος και με κοίταξε έντονα με τα κοφτερά, γκριζογάλανα μάτια του. Ήταν σαν να προσπαθούσε να κοιτάξει μέσα στην ψυχή μου και να ανακαλύψει τι είδους άνθρωπος ήμουν».
Στο Σεμιπαλατίνσκ, δίδαξε αρκετούς μαθητές κι ήρθε σ’ επαφή με οικογένειες της ανώτερης τάξης, συμπεριλαμβανομένης αυτής του αντισυνταγματάρχη Belikhov, που συνήθιζε να τον καλεί να διαβάσει αποσπάσματα από εφημερίδες και περιοδικά. Στη διάρκεια επίσκεψης στο Belikhov, συναντήθηκε με την οικογένεια του Alexander Ivanovich Isaev και της Maria Dmitrievna Isaeva και την ερωτεύτηκε. Ο Αλέξανδρος Ισάεφ ανέλαβε νέα θέση στο Κουζνέτσκ, όπου πέθανε τον Αύγουστο του 1855. Η Μαρία κι ο γιος της μετακόμισαν με τον Ντοστογιέφσκι στο Μπαρναούλ. Το 1856, ο Ντοστογιέφσκι έστειλε επιστολή μέσω του Βράνγκελ στον στρατηγό Έντουαρντ Τλέμπεν, ζητώντας συγγνώμη για τη δραστηριότητά του σε διάφορους ουτοπικούς κύκλους. Ως αποτέλεσμα, απέκτησε το δικαίωμα να εκδίδει βιβλία και να παντρεύεται, αν και παρέμεινε υπό αστυνομική παρακολούθηση για το υπόλοιπο της ζωής του. Η Μαρία παντρεύτηκε τον Ντοστογιέφσκι στο Κουζνέτσκ στις 7 Φλεβάρη 1857, παρόλο που αρχικά είχε αρνηθεί τη πρόταση γάμου του, δηλώνοντας ότι δεν προορίζονταν ο ένας για τον άλλον κι ότι η κακή οικονομική του κατάσταση απέκλειε το γάμο. Η οικογενειακή τους ζωή ήταν δυστυχισμένη και δυσκολευόταν να αντιμετωπίσει τις επιληπτικές κρίσεις του. Περιγράφοντας τη σχέση τους, έγραψε: «Λόγω του παράξενου, ύποπτου και φανταστικού χαρακτήρα της, σίγουρα δεν ήμασταν ευτυχισμένοι μαζί, αλλά δεν μπορούσαμε να σταματήσουμε να αγαπάμε ο ένας τον άλλον. Και όσο πιο δυστυχισμένοι ήμασταν, τόσο πιο δεμένοι γίναμε μεταξύ μας». Ζούσανε κυρίως χωριστά. Το 1859 απαλλάχθηκε από τη στρατιωτική θητεία λόγω επιδείνωσης της υγείας του και του χορηγήθηκε άδεια να επιστρέψει στην ευρωπαϊκή Ρωσία, πρώτα στο Τβερ, όπου συνάντησε τον αδελφό του για 1η φορά μετά από 10 χρόνια και στη συνέχεια στην Αγία Πετρούπολη.
Το διήγημα Ένας μικρός ήρωας (το μόνο έργο του που ολοκληρώθηκε στη φυλακή) εμφανίστηκε σε περιοδικό, αλλά το Όνειρο του θείου και Το χωριό Στεπαντσίκοβο δεν δημοσιεύθηκαν μέχρι το 1860. Σημειώσεις από το Σπίτι των Νεκρών κυκλοφόρησε στο Russky Mir (Ρωσικός Κόσμος) Σεπτέμβρη του 1860. Το Ταπεινοί Και Καταφρονεμένοι δημοσιεύθηκε στο νέο περιοδικό Vremya, που είχε δημιουργηθεί με τη βοήθεια κεφαλαίων από το εργοστάσιο τσιγάρων του αδελφού του.
Ταξίδεψε 1η φορά στη δυτική Ευρώπη στις 7 Ιουνίου 1862, επισκεπτόμενος τη Κολωνία, το Βερολίνο, τη Δρέσδη, το Βισμπάντεν, το Βέλγιο και το Παρίσι. Στο Λονδίνο συνάντησε τον Αλεξάντερ Χέρτσεν κι επισκέφθηκε το Κρίσταλ Πάλας. Ταξίδεψε με τον Nikolay Strakhov μέσω της Ελβετίας κι αρκετών πόλεων της Β. Ιταλίας, συμπεριλαμβανομένου του Τορίνο, του Λιβόρνο και της κεντρικής ιταλικής πόλης της Φλωρεντίας. Κατέγραψε τις εντυπώσεις απ’ αυτά τα ταξίδια στο δοκίμιο Winter Notes on Summer Impressions, που επέκρινε επίσης τον καπιταλισμό, τον κοινωνικό εκσυγχρονισμό, τον υλισμό, τον καθολικισμό και τον προτεσταντισμό. Έβλεπε το Κρυστάλ Πάλας ως μνημείο της άψυχης σύγχρονης κοινωνίας, του μύθου της προόδου και της λατρείας του κενού υλισμού.
Από Αύγουστο ως Οκτώβρη 1863, έκανε άλλο ένα ταξίδι στη Δ. Ευρώπη. Γνώρισε τη 2η αγάπη του, Polina Suslova, στο Παρίσι κι έχασε σχεδόν όλα τα χρήματά του παίζοντας τυχερά παιχνίδια στο Wiesbaden και στο Baden-Baden. Το 1864 η σύζυγός του Μαρία κι ο αδελφός του Μιχαήλ πέθαναν κι έγινε μόνος γονέας του θετού γιου του Πασά και μοναδικός υποστηρικτής της οικογένειας του αδελφού του. Η αποτυχία του Epoch, του περιοδικού που είχε ιδρύσει με τον Μιχαήλ μετά τη καταστολή της Vremya, επιδείνωσε την οικονομική του κατάσταση, αν κι η συνεχής βοήθεια των συγγενών και των φίλων του απέτρεψε τη χρεωκοπία. Τα 2 1α μέρη του Έγκλημα και Τιμωρία δημοσιεύθηκαν Γενάρη και Φλεβάρη 1866 στο περιοδικό Ο Ρώσος Αγγελιοφόρος, προσελκύοντας τουλάχιστον 500 νέους συνδρομητές στο περιοδικό.
Επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη στα μέσα Σεπτέμβρη κι υποσχέθηκε στον εκδότη του, Φιοντόρ Στελλόφσκι, ότι θα ολοκλήρωνε τον Παίκτη, σύντομο μυθιστόρημα επικεντρωμένο στον εθισμό στα τυχερά παιχνίδια, μέχρι τον Νοέμβρη, αν και δεν είχε ακόμη αρχίσει να το γράφει. Ένας από τους φίλους του, ο Αλεξάντρ Μιλιουκόφ, τον συμβούλεψε να προσλάβει γραμματέα. Ο Ντοστογιέφσκι επικοινώνησε με τον στενογράφο Pavel Olkhin από την Αγία Πετρούπολη, που του συνέστησε τη μαθήτριά του, την 20χρονη Anna Grigoryevna Snitkina. Η στενογραφία της τονε βοήθησε να το τελειώσει στις 30 Οκτώβρη, μετά από 26 μέρες δουλειάς. Ο Ντοστογιέφσκι είχε μέσο ύψος, αλλά πάντα προσπαθούσε να φέρει τον εαυτό του όρθιο. «Είχε ανοιχτά καστανά, ελαφρώς κοκκινωπά μαλλιά, χρησιμοποιούσε μαλακτικό μαλλιών και χτένιζε τα μαλλιά του με επιμελή τρόπο… Τα μάτια του, ήταν διαφορετικά: το ένα ήταν σκούρο καφέ. Στο άλλο, η κόρη ήταν τόσο μεγάλη που δεν μπορούσες να δεις το χρώμα της, [αυτό προκλήθηκε από τραυματισμό]. Η παραξενιά των ματιών του έδωσε στον Ντοστογιέφσκι κάποια μυστηριώδη εμφάνιση. Το πρόσωπό του ήταν χλωμό και φαινόταν ανθυγιεινό».
Στις 15 Φλεβάρη 1867 παντρεύτηκε τη Σνίτκινα στον καθεδρικό ναό της Αγίας Τριάδας στην Αγία Πετρούπολη. Τα 7.000 ρούβλια που είχε κερδίσει από το Έγκλημα και Τιμωρία δεν κάλυπταν τα χρέη τους, αναγκάζοντας την Άννα να πουλήσει τα τιμαλφή της. Στις 14 Απρίλη 1867, ξεκίνησαν καθυστερημένο μήνα του μέλιτος στη Γερμανία με τα χρήματα που κέρδισαν από τη πώληση. Έμειναν στο Βερολίνο κι επισκέφθηκαν την Gemäldegalerie Alte Meister στη Δρέσδη, όπου αναζήτησε έμπνευση για το γράψιμό του. Συνέχισαν το ταξίδι τους στη Γερμανία, επισκεπτόμενοι τη Φρανκφούρτη, το Ντάρμσταντ, τη Χαϊδελβέργη και την Καρλσρούη. Πέρασαν 5 βδομάδες στο Μπάντεν-Μπάντεν, όπου είχε διαμάχη με τον Τουργκένιεφ κι έχασε ξανά πολλά χρήματα στο τζόγο. Κάποια στιγμή, η σύζυγός του φέρεται να αναγκάστηκε να βάλει ενέχυρο τα εσώρρουχά της. Το ζευγάρι ταξίδεψε στη Γενεύη.
Σεπτέμβρη 1867, άρχισε να γράφει τον Ηλίθιο και μετά από παρατεταμένη διαδικασία σχεδιασμού που είχε μικρή ομοιότητα με το δημοσιευμένο μυθιστόρημα, κατάφερε τελικά να γράψει τις 1ες 100 σελίδες σε μόλις 23 ημέρες. Η παρουσίαση σε συνέχειες ξεκίνησε στον Ρωσικό Αγγελιοφόρο Γενάρη 1868. Το πρώτο τους παιδί, η Σόφυα είχε συλληφθεί στο Μπάντεν-Μπάντεν και γεννήθηκε στη Γενεύη στις 5 Μάρτη 1868. Το μωρό πέθανε από πνευμονία 3 μήνες μετά κι η Άννα θυμήθηκε πώς ο Ντοστογιέφσκι «έκλαιγε και έκλαιγε σαν γυναίκα σε απόγνωση». Η Σοφία θάφτηκε στο Cimetière des Rois (Νεκροταφείο των Βασιλέων), το οποίο θεωρείται το Πάνθεον της Γενεύης. Ο τάφος διαλύθηκε αργότερα, αλλά το 1986 η Διεθνής Εταιρεία Ντοστογιέφσκι δώρισε αναμνηστική πλάκα. Το ζευγάρι μετακόμισε από τη Γενεύη στο Vevey και στη συνέχεια στο Μιλάνο πριν συνεχίσει στη Φλωρεντία. Ο Ηλίθιος ολοκληρώθηκε εκεί το Γενάρη 1869, με το τελευταίο μέρος να εμφανίζεται στο Ρώσο Αγγελιοφόρο Φλεβάρη 1869. Η Άννα γέννησε 2η κόρη τους, Λιούμποφ, 26 Σεπτέμβρη 1869 στη Δρέσδη. Απρίλη του 1871, ο Ντοστογιέφσκι έκανε τελευταία επίσκεψη σε αίθουσα τυχερών παιχνιδιών στο Βισμπάντεν. Η Άννα ισχυρίστηκε ότι σταμάτησε να παίζει τυχερά παιχνίδια μετά τη γέννηση της 2ης κόρης τους, αλλ’ αυτό το συζητάμε.
Αφού άκουσε την είδηση ότι η σοσιαλιστική επαναστατική ομάδα «Λαϊκή Εκδίκηση» είχε δολοφονήσει ένα από τα ίδια της τα μέλη, τον Ιβάν Ιβάνοφ, στις 21 Νοέμβρη 1869, άρχισε να γράφει τους Δαιμονισμένους. Το 1871, το ζεύγος ταξίδεψε με τραίνο στο Βερολίνο. Στη διάρκεια του ταξιδιού, έκαψε αρκετά χειρόγραφα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του Ηλίθιου, επειδή ανησυχούσε για πιθανά προβλήματα με τα τελωνεία. Η οικογένεια έφτασε στην Αγία Πετρούπολη στις 8 Ιουλίου, σηματοδοτώντας το τέλος μήνα του μέλιτος (αρχικά προγραμματισμένου για 3 μήνες) που ‘χε διαρκέσει πάνω από 4 χρόνια. Πίσω στη Ρωσία τον Ιούλιο του 1871, η οικογένεια αντιμετώπιζε και πάλι οικονομικά προβλήματα κι έπρεπε να πουλήσει τα υπόλοιπα υπάρχοντά της. Ο γιος τους Fyodor γεννήθηκε στις 16 Ιουλίου και μετακόμισαν σε διαμέρισμα κοντά στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας. Ήλπιζαν να ακυρώσουν τα μεγάλα χρέη τους πουλώντας το ενοικιαζόμενο σπίτι τους στο Peski, αλλά οι δυσκολίες με τον ενοικιαστή οδήγησαν σε σχετικά χαμηλή τιμή πώλησης κι οι διαμάχες με τους πιστωτές συνεχίστηκαν. Η Άννα πρότεινε να συγκεντρώσουν χρήματα από τα πνευματικά δικαιώματα του συζύγου της και να διαπραγματευτούν με τους πιστωτές για να εξοφλήσουν τα χρέη τους σε δόσεις.
Ο Ντοστογιέφσκι αναβίωσε τις φιλίες του με τον Μάικοφ και τον Στράχοφ κι έκανε νέες γνωριμίες, συμπεριλαμβανομένου του εκκλησιαστικού πολιτικού Τέρτι Φιλίποφ και των αδελφών Βσέβολοντ και Βλαντιμίρ Σολοβιόφ. Ο Konstantin Pobedonostsev, μελλοντικός Αυτοκρατορικός Ύπατος Αρμοστής Ιεράς Συνόδου, επηρέασε τη πολιτική εξέλιξη του Ντοστογιέφσκι στο συντηρητισμό. Γύρω στις αρχές του 1872 η οικογένεια πέρασε αρκετούς μήνες στη Staraya Russa, πόλη γνωστή για τα ιαματικά λουτρά της. Το έργο του καθυστέρησε όταν η αδελφή της Άννας, Μαρία Σβατκόφσκαγια, πέθανε την 1η Μάη 1872, είτε από τύφο είτε από ελονοσία κι η Άννα ανέπτυξε απόστημα στο λαιμό της. Η οικογένεια επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη Σεπτέμβρη. Οι Δαίμονες ολοκληρώθηκαν στις 26 Νοέμβρη και κυκλοφόρησαν Γενάρη 1873 από την «Εκδοτική Εταιρεία Ντοστογιέφσκι», που ιδρύθηκε από τον Ντοστογιέφσκι και τη σύζυγό του. Αν και δέχονταν μόνο πληρωμές σε μετρητά και το βιβλιοπωλείο ήτανε στο δικό τους διαμέρισμα, η επιχείρηση ήταν επιτυχής και πούλησαν περίπου 3.000 αντίτυπα των Δαιμόνων. Η Άννα διαχειριζόταν τα οικονομικά. Ο Ντοστογιέφσκι πρότεινε να ιδρύσουν νέο περιοδικό, που θα ονομαζόταν Ημερολόγιο Συγγραφέα και θα περιλάμβανε μια συλλογή δοκιμίων, αλλά έλειπαν τα κεφάλαια και το Ημερολόγιο δημοσιεύθηκε στον Πολίτη του Βλαντιμίρ Μεσκέρσκι, ξεκινώντας απ’ τη 1η Γενάρη, με αντάλλαγμα μισθό 3.000 ρούβλια ετησίως. Καλοκαίρι του 1873, η Άννα επέστρεψε στη Staraya Russa με τα παιδιά, ενώ ο Ντοστογιέφσκι έμεινε στην Αγία Πετρούπολη για να συνεχίσει με το ημερολόγιό του.
Μάρτη 1874, εγκατέλειψε τον Πολίτη λόγω της αγχωτικής εργασίας και της παρέμβασης της ρωσικής γραφειοκρατίας. Στους 15 μήνες του με τον Πολίτη, είχε οδηγηθεί στο δικαστήριο δις: στις 11 Ιουνίου 1873 επειδή ανέφερε τα λόγια του πρίγκιπα Meshchersky χωρίς άδεια και ξανά στις 23 Μάρτη 1874. Ο Ντοστογιέφσκι προσφέρθηκε να πουλήσει νέο μυθιστόρημα που δεν είχε ακόμη αρχίσει να γράφει στον Ρώσο Αγγελιοφόρο, αλλά το περιοδικό αρνήθηκε. Ο Νικολάι Νεκράσοφ πρότεινε να δημοσιεύσει το Ημερολόγιο ενός συγγραφέα στις Σημειώσεις της Πατρίδας. Θα έπαιρνε 250 ρούβλια για κάθε φύλλο εκτυπωτή -100 περισσότερα από όσα θα κέρδιζε η δημοσίευση του κειμένου στον Ρώσο Αγγελιοφόρο. Ο Ντοστογιέφσκι δέχτηκε. Καθώς η υγεία του άρχισε να επιδεινώνεται, συμβουλεύτηκε αρκετούς γιατρούς στην Αγία Πετρούπολη και τον συμβούλεψαν να κάνει θεραπεία εκτός Ρωσίας. Γύρω στον Ιούλιο, έφτασε στο Ems και συμβουλεύτηκε γιατρό, που του διέγνωσε οξεία καταρροή. Στη διάρκεια της παραμονής του ξεκίνησε τον Έφηβο. Επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη τέλη Ιουλίου. Η Άννα πρότεινε να περάσουν το χειμώνα στη Staraya Russa για να επιτρέψουν στον Ντοστογιέφσκι να ξεκουραστεί αν κι οι γιατροί είχαν προτείνει 2η επίσκεψη στο Ems επειδή η υγεία του είχε προηγουμένως βελτιωθεί εκεί. Στις 10 Αυγούστου 1875 ο γιος του Alexey γεννήθηκε στη Staraya Russa και μέσα Σεπτέμβρη η οικογένεια επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη. Τελείωσε τον Έφηβο τέλη του 1875, αν κι αποσπάσματα του είχανε δημοσιευτεί σε συνέχειες στις Σημειώσεις της Πατρίδας από το Γενάρη. Ο Έφηβος εξιστορεί τη ζωή του Arkady Dolgoruky, του παράνομου παιδιού του γαιοκτήμονα Versilov και μητέρας αγρότη. Ασχολείται κυρίως με τη σχέση μεταξύ πατέρα και γιου, που έγινε συχνό θέμα στα επόμενα έργα του.
Αρχές του 1876, συνέχισε να εργάζεται στο Ημερολόγιό του. Το βιβλίο περιλαμβάνει πολυάριθμα δοκίμια και μερικές σύντομες ιστορίες για την κοινωνία, τη θρησκεία, την πολιτική και την ηθική. Η συλλογή πούλησε πάνω από δύο φορές περισσότερα αντίτυπα από τα προηγούμενα βιβλία του. Ο Ντοστογιέφσκι έλαβε περισσότερα γράμματα από αναγνώστες από ποτέ και άνθρωποι όλων των ηλικιών και επαγγελμάτων τον επισκέφθηκαν. Με τη βοήθεια του αδελφού της Άννας, η οικογένεια αγόρασε μια ντάτσα στη Staraya Russa. Το καλοκαίρι του 1876, άρχισε να βιώνει ξανά δύσπνοια. Επισκέφθηκε το Ems 3η φορά και του είπαν ότι θα μπορούσε να ζήσει για άλλα 15 χρόνια αν μετακόμιζε σε πιο υγιές κλίμα. Όταν επέστρεψε στη Ρωσία, ο Τσάρος Αλέξανδρος Β ́ τονε διέταξε να επισκεφθεί το παλάτι για να του παρουσιάσει το Ημερολόγιο και του ζήτησε να εκπαιδεύσει τους γιους του, Σεργκέι και Παύλο. Αυτή η επίσκεψη αύξησε περαιτέρω τον κύκλο γνωριμιών του. Ήτανε συχνός επισκέπτης σε πολλά σαλόνια στην Αγία Πετρούπολη και γνώρισε πολλούς διάσημους ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων των Countess Sophia Tolstaya, Yakov Polonsky, Sergei Witte, Alexey Suvorin, Anton Rubinstein κι Ilya Repin.

Η υγεία του Ντοστογιέφσκι επιδεινώθηκε περαιτέρω και τον Μάρτη του 1877 είχε 4 επιληπτικές κρίσεις. Αντί να επιστρέψει στο Ems, επισκέφθηκε το Maly Prikol, ένα αρχοντικό κοντά στο Kursk. Ενώ επέστρεφε στην Αγία Πετρούπολη για να ολοκληρώσει το ημερολόγιό του, επισκέφθηκε το Darovoye, όπου είχε περάσει μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας. Τον Δεκέμβρη παρευρέθηκε στη κηδεία του Νεκράσοφ κι έβγαλε λόγο. Διορίστηκε επίτιμο μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών, που έλαβε τιμητικό πιστοποιητικό το Φλεβάρη του 1879. Αρνήθηκε πρόσκληση σε διεθνές συνέδριο για πνευματικά δικαιώματα στο Παρίσι, αφού ο γιος του Alyosha είχε σοβαρή επιληπτική κρίση και πέθανε στις 16 Μάη. Η οικογένεια μετακόμισε στο διαμέρισμα όπου είχε γράψει τα 1α του έργα. Περίπου κείνη την εποχή, εξελέγη στο διοικητικό συμβούλιο της Σλαβικής Φιλανθρωπικής Εταιρείας στην Αγία Πετρούπολη. Κείνο το καλοκαίρι, εξελέγη στη τιμητική επιτροπή της Association Littéraire et Artistique Internationale, που στα μέλη ήταν οι: Victor Hugo, Ivan Turgenev, Paul Heyse, Alfred Tennyson, Anthony Trollope, Henry Longfellow, Ralph Waldo Emerson και Leo Tolstoy. Έκανε τη 4η και τελευταία επίσκεψη στο Εμς στις αρχές Αυγούστου 1879. Διαγνώστηκε με πνευμονικό εμφύσημα πρώιμου σταδίου, που ο γιατρός του πίστευε ότι θα μπορούσε ν’ αντιμετωπιστεί με επιτυχία, αλλά όχι να θεραπευτεί.
Ήταν αυτή η παραβολή της παράβασης, της μετάνοιας και της συγχώρεσης που ήθελε να αφήσει ως τελευταία κληρονομιά στα παιδιά του, και μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ως η δική του απόλυτη κατανόηση του νοήματος της ζωής του και του μηνύματος του έργου του.
Ανάμεσα στα τελευταία λόγια του ήταν η παράθεση των εδαφίων Ματθαίος 3:14–15: «Αλλά ο Ιωάννης τον απαγόρευσε, λέγοντας, έχω ανάγκη να βαπτιστώ από σένα, και έρχεσαι σε μένα; Και ο Ιησούς αποκρινόμενος του είπε: Να υποφέρεις να γίνει έτσι τώρα· γιατί έτσι γίνεται σε μας να εκπληρώσουμε κάθε δικαιοσύνη», και τελείωσε με το «Άκουσε τώρα – επίτρεψέ το. Μη με συγκρατείς!». Τα τελευταία του λόγια προς τη σύζυγό του Άννα ήταν: «Θυμήσου, Άνια, πάντα σε αγαπούσα με πάθος και ποτέ δεν ήμουν άπιστος απέναντί σου, ακόμη και στις σκέψεις μου!» Όταν πέθανε, το σώμα του τοποθετήθηκε σε τραπέζι, ακολουθώντας το ρωσικό έθιμο. Ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο Τίχβιν στο μοναστήρι του Αλεξάντερ Νιέφσκι, κοντά στους αγαπημένους του ποιητές, Νικολάι Καραμζίν και Βασίλι Ζουκόφσκι. Δεν είναι σαφές πόσοι παρευρέθηκαν στη κηδεία του. Σύμφωνα με δημοσιογράφο, περισσότεροι από 100.000 πενθούντες ήταν παρόντες, ενώ άλλοι περιγράφουν συμμετοχή μεταξύ 40.000 και 50.000. Η επιτύμβια στήλη του είναι χαραγμένη με γραμμές από τη Καινή Διαθήκη:
Αληθινά, αληθινά, σας λέω: Εκτός αν ένα καλαμπόκι σιτάρι πέσει στη γη και πεθάνει, μένει μόνο του: αλλά αν πεθάνει, φέρνει πολύ καρπό.
-Ιωάννης 12:24

Στη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου του 1877-78, υποστήριξε ότι ο πόλεμος θα μπορούσε να είναι απαραίτητος αν επρόκειτο να δοθεί σωτηρία. Ήθελε την εξάλειψη της Μουσουλμανικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την αποκατάσταση της Χριστιανικής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κι ήλπιζε στην απελευθέρωση των Βαλκάνιων Σλάβων και την ένωση με τη Ρωσική Αυτοκρατορία.
——————————————————————-
Ένας Τίμιος Κλέφτης
Ένα πρωί, την ώρα που ήμουν έτοιμος να φύγω για την υπηρεσία μου, ήρθε η Αγκραφιένα, που ‘κανε χρέη μαγείρισσας, πλύστρας κι οικονόμου, και προς μεγάλη μου έκπληξη μου ‘πιασε τη κουβέντα. Ήτανε τόσο λιγομίλητη γυναίκα, που έξι χρόνια τώρα, εκτός από τη καθημερινή συζήτηση που κάναμε σχετικά για το τι θα μαγειρέψει για το βράδυ, δε μου ‘χε πει καμίαν άλλη λέξη.
-“E, λοιπόν, κύριε, ήθελα να σας πω”, άρχισε ξαφνικά, “ότι δε θα ήταν άσχημα να νοικιάζατε το καμαράκι”.
-“Ποιό καμαράκι”; -“Αυτό, πλάι στη κουζίνα. Ποιό άλλο“;
-“Γιατί“;
-“Γιατί; Γιατί ο κόσμος νοικιάζει δωμάτια. Για τί άλλο“;
-“Και ποιός θα το νοικιάσει“;
-“Ποιός θα το νοικιάσει! Κάποιος νοικάρης, ποιός άλλος“;
-“Εκεί ούτε ένα κρεβάτι δε χωρά να βάλεις, είναι πολύ στενάχωρα. Ποιός θα πάει να ζήσει κει μέσα; Και γιατί να ζήσει κει μέσα“;
-“Μόνο για έναν ύπνο μπορεί να πηγαίνει, θα ζει στο παράθυρο“.
-“Ποιό παράθυρο“;
-“Λέτε και δε ξέρετε! Στο παράθυρο του διαδρόμου. Εκεί θα κάθεται και θα ράβει ή θα κάνει ό,τι άλλο θέλει, τέλος πάντων. E, μπορεί να κάθεται και στη καρέκλα. ‘Έχει καρέκλα και τραπέζι. Απ’ όλα έχει“.
-“Και ποιός είναι αυτός“;
-“Α, ένας εξαιρετικός άνθρωπος και κοσμογυρισμένος… Θα του μαγειρεύω εγώ. Για το δωμάτιο και για το φαγητό θα του παίρνω τρία ασημένια ρούβλια το μήνα“.
Τελικά, ύστερα από πολλές προσπάθειες, έμαθα ότι ένας μεσόκοπος άντρας είχε καταφέρει με κάποιον τρόπο να πείσει την Αγκραφιένα να τον πάρει νοικάρη και να του μαγειρεύει. Κι όταν της Αγκραφιένας της μπει κάτι στο μυαλό, δεν της το βγάζεις με τίποτα· ήξερα ότι, αν διαφωνούσα δε θα μ’ άφηνε σ’ ησυχία. Σε τέτοιες περιπτώσεις, όταν δε γινότανε το δικό της, γινόταν ξαφνικά σκεπτική, έπεφτε σε βαθιά μελαγχολία κι αυτό δε της περνούσε εύκολα. Κρατούσε δυο-τρεις βδομάδες. Στο μεταξύ το φαγητό δεν τρωγότανε, τα ρούχα χάνονταν, το πάτωμα βρώμιζε, κοντολογίς η κατάσταση γινότανε φοβερά δυσάρεστη. Είχα παρατηρήσει από καιρό πως αυτή η σιωπηλή γυναίκα δεν ήτανε σε θέση να καταλήξει σε κάποια απόφαση, να ‘χει μιαν οποιαδήποτε δική της, προσωπική κι ολοκληρωμένη γνώμη. Αν όμως στο μικρό μυαλό της σχηματιζόταν με κάποιον τυχαίο τρόπο κάτι που να μοιάζει με ιδέα, με πρωτοβουλία, τότε το να της αρνηθείς σήμαινε να της νεκρώσεις τη ψυχή για αρκετό χρονικό διάστημα. Γι’ αυτό λοιπόν, επειδή πάνω απ’ όλα θέλω την ησυχία μου, συμφώνησα ευθύς μαζί της.
-“Είναι τουλάχιστον εντάξει η ταυτότητά του, το διαβατήριο και τ’ άλλα σχετικά χαρτιά του“;
-“Βέβαια, βέβαια, είναι. Σας είπα είναι θαυμάσιος άνθρωπος, κοσμογυρισμένος κι υποσχέθηκε ότι θα δίνει κάθε μήνα τρία ασημένια ρούβλια“.
Την άλλη κιόλας μέρα στη φτωχική εργένικη κατοικία μου εμφανίστηκε ο νέος ένοικος. Το γεγονός δε με στενοχώρησε, αντίθετα μάλιστα, μέσα μου χαιρόμουν. Ως τώρα, ζω μοναχική ζωή. Είμαι ένας σωστός ερημίτης. Δεν έχω σχεδόν κανένα γνωστό, έξω βγαίνω σπάνια. Έχοντας ζήσει δέκα χρόνια μόνος κι έρημος, συνήθισα στη μοναξιά. Αλλά να ζήσω δέκα, δεκαπέντε ή και παραπάνω χρόνια στην ίδια απομόνωση, με την ίδια Αγκραφιένα, στο ίδιο εργένικο διαμέρισμα είναι αρκετά άχαρη περίπτωση. Αφού λοιπόν ήταν έτσι τα πράγματα, ένας καινούριος ήσυχος άνθρωπος στο σπίτι μου ήταν ευλογία Θεού.
Η Αγκραφιένα δε μου ‘πε ψέματα. Ο νοικάρης ήτανε πράγματι κοσμογυρισμένος άνθρωπος. Το διαβατήριό του έλεγε πως ήταν απόστρατος στρατιώτης. Αυτό το ‘χα καταλάβει και πριν δω το διαβατήριο, ρίχνοντας στον ίδιο μια ματιά. Πάντως, ο Αστάφι Ιβάνιτς έτσι λεγόταν ο νοικάρης μου ήταν από τους καλούς του είδους. Περνούσαμε καλά. Το καλύτερο όμως απ’ όλα ήταν ότι ο Αστάφι Ιβάνιτς άρχιζε κάθε τόσο να μου διηγείται ιστορίες από τη ζωή του. Στη χρόνια βαρεμάρα της ζωής μου, ένας τέτοιος αφηγητής ήτανε θείο δώρο.
Μια μέρα μου διηγήθηκε κάποια από τις ιστορίες του, που μου ‘κανε μεγάλην εντύπωση. Να όμως με ποιά αφορμή μου τη διηγήθηκε: Έτυχε μια φορά να ‘μαι μόνος στο σπίτι, έλειπε ο Αστάφι κι η Αγκραφιένα. Ξάφνου άκουσα από το άλλο δωμάτιο κάποιον να μπαίνει στο σπίτι και τα βήματά του δε μου φανήκανε γνώριμα. Βγήκα στο διάδρομο κι είδα ένα νεαρό, μετρίου αναστήματος· παρά το έντονο φθινοπωρινό κρύο φορούσε μόνον ένα πουκάμισο.
-“Τί θες;” τον ρώτησα.
-“Τον Αλεξαντρόφ, τον υπάλληλο, εδώ μένει“;
-“Κάποιο λάθος κάνεις, νεαρέ, άντε, γεια σου“.
-“Μα πώς. Ο θυρωρός μου είπε ότι εδώ είναι“, είπε ο επισκέπτης, οπισθοχωρώντας σιγά-σιγά προς τη πόρτα.
-“Πήγαινε, κύριε, τράβα στη δουλειά σου“.
Την επομένη το απόγευμα, την ώρα που με τον Αστάφι προβάραμε τη ρεντιγκότα μου, για να της κάνει κάποιες επιδιορθώσεις, μπήκε πάλι κάποιος στο διάδρομο. Πήγα κι άνοιξα τη πόρτα. Ήταν ο χτεσινός κύριος. Μπρος στα μάτια μας, πήρε τη καπαρντίνα μου από τη κρεμάστρα μ’ όλη του την άνεση, την έχωσε κάτω απ’ τη μασχάλη κι έγινε άφαντος. Όλη αυτή την ώρα η Αγκραφιένα τον κοιτούσε μ’ ανοιχτό το στόμα και δεν έκανε καμιά κίνηση για να τον εμποδίσει. Ο Αστάφι Ιβάνιτς όρμησε πίσω από τον κλέφτη και δέκα λεπτά αργότερα γύρισε καταϊδρωμένος και μ’ άδεια χέρια. Ο κλέφτης είχε εξαφανιστεί, λες κι άνοιξε η γη και τον κατάπιε!
-“Ε λοιπόν, τη πατήσαμε, Αστάφι Ιβάνιτς“, του είπα. “Πάλι καλά που μας έμεινε και το παλτό! Θα μας είχε γδύσει τελείως ο παλιοκλέφτης“!
Αλλά ο Αστάφι Ιβάνιτς τα \χε τόσο χαμένα, ώστε κι εγώ ο ίδιος, κοιτάζοντάς τον, ξέχασα τη κλοπή. Δεν μπορούσε να το χωνέψει με τίποτα. Κάθε τόσο σταματούσε τη δουλειά του και ξανάρχιζε να διηγείται από την αρχή πώς έγιναν όλα, πώς εκεί, μπροστά στα μάτια μας, μας πήρανε τη καπαρντίνα, πώς ήρθανε τα πράματα έτσι που να μη καταφέρει να συλλάβει τον κλέφτη. Υστέρα από λίγο ξανάπιανε τη δουλειά, για να την αφήσει ξανά σε λίγο και να μου τα ξαναδιηγηθεί όλα φτου κι απ’ την αρχή. Στο τέλος σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο για να του πει τι είχε γίνει και για να του βάλει τις φωνές που αφήνει να γίνονται τέτοια πράγματα μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Γύρισε έπειτα κι έστησε ένα μικρό καβγά με την Αγκραφιένα. Υστέρα ξανάπιασε τη δουλειά του και για πολλήν ώρα ακόμη μουρμούριζε για το πώς έγινε όλη αυτή η ιστορία, ότι αυτός στεκόταν εδώ, ενώ εγώ εκεί, και να! μπρος στα μάτια μας, μας έκλεψε. Με λίγα λόγια ο Αστάφι Ιβάνιτς ήξερε να κοιτά τη δουλειά του, παράλληλα όμως ενδιαφερότανε πραγματικά κι υπέφερε για τον άλλο.
-“Μας κοροϊδέψανε, Αστάφι Ιβάνιτς κι εσένα κι εμένα“, του είπα το βράδυ, προσφέροντάς του ένα φλιτζάνι τσάι. Ήθελα έτσι, από βαρεμάρα να τον προκαλέσω, ώστε να ξαναρχίσει την αφήγηση για τη κλοπή της καπαρντίνας, που από τη συχνή επανάληψη αλλά και την ειλικρίνεια του αφηγητή είχε αρχίσει να γίνεται εξαιρετικά κωμική.
-“Μας κοροϊδέψανε, κύριε. Και παρόλο που δε κλέψανε δικό μου ρούχο, η στενοχώρια μου δε λέγεται. Νομίζω πως στον κόσμο ολόκληρο δεν υπάρχουν πιο σιχαμένοι άνθρωποι από τους κλέφτες. Και καλά, μπορεί καμιά φορά κανείς να κλέψει τίποτα άχρηστο· τούτος εδώ όμως σου ‘κλεψε τον καρπό του μόχθου σου, τον ιδρώτα που ‘χυσες, για ν’ αγοράσεις τη καπαρντίνα αυτή. Τον κερατά, φτου του! Να, τα λέω πάλι και μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Καλά σεις, κύριε, δε λυπάστε για τη καπαρντίνα σας“;
-“E, βέβαια, Αστάφι Ιβάνιτς. Αν είναι να πάρει πράμα δικό μου ο κλέφτης, προτιμώ να του βάλω φωτιά και να το κάψω“.
-“Έτσι είναι! Βέβαια, κλέφτης από κλέφτη διαφέρει. Μου ‘τυχε κάποτε μια περίπτωση, κύριε, να πέσω και σε τίμιο κλέφτη“.
-“Τίμιο; Και ποιός κλέφτης είναι τίμιος, Αστάφι Ιβάνιτς“;
-“Αυτό είναι αλήθεια, κύριε! Κλέφτης τίμιος δε γίνεται. Ήθελα μόνο να πω πως εκείνος ήταν μάλλον τίμιος άνθρωπος κι όμως έκλεψε. Ήτανε κρίμα απ’ το Θεό, ο καημένος“.
-“Πώς έτσι, Αστάφι Ιβάνιτς“;
-“Που λέτε λοιπόν, κύριε, ήταν πριν από δυο, περίπου, χρόνια, που ‘τυχε να μείνω χωρίς δουλειά γύρω στον ένα χρόνο. Όσο ακόμα δούλευα, είχα γνωρίσει ένα χαμένο κορμί. Είχαμε γνωριστεί στο καπηλειό. Ήταν ένας φοβερός μεθύστακας, ένα παράσιτο, ένας χαραμοφάης. Πρώτα δούλευε κάπου, αλλά τον είχανε διώξει χρόνια τώρα, επειδή έπινε πολύ. Το πώς ήταν ντυμένος δε περιγράφεται! Καμιά φορά αναρωτιόμουν αν φορούσε πουκάμισο κάτω απ’ το παλτό. Μια δεκάρα να ‘βρισκε, πήγαινε αμέσως και την έπινε. Δεν έκανε όμως φασαρία· ήταν ήσυχος χαρακτήρας, καλόκαρδος, γλυκομίλητος και ντροπαλός, ποτέ του δε σου ζητούσε τίποτα. Αλλά, βέβαια, έβλεπες μόνος σου πόσο ήθελε να πιει, ο καημένος, και τον κερνούσες. Έτσι λοιπόν τον γνώρισα η μάλλον εκείνος μου έγινε κολλιτσίδα. Ήταν αφοσιωμένος σαν σκυλάκι. Όπου και να πήγαινες να σου κι αυτός από κοντά. Και να σημειώσεις ότι τον είχα δει όλο κι όλο μια φορά.
Στην αρχή τον άφησα να μείνει μια νύχτα στο σπίτι μου· είδα που το διαβατήριό του ήταν εντάξει και είπα, ας έρθει ο άνθρωπος! Ύστερα, τη δεύτερη μέρα, πάλι τον άφησα να κοιμηθεί σπίτι μου-κι έρχεται και η τρίτη μέρα. Όλη τη μέρα αυτή τη πέρασε μπρος στο παράθυρο, το βράδυ έμεινε πάλι στο σπίτι. Ωραία, σκέφτηκα: τον ποτίζω και τον ταΐζω εγώ κι από πάνω μου κοιμάται και στο σπίτι μου, λες και δε μου έφτανε η δικιά μου η φτώχεια, απέκτησα και οικότροφο!
Αυτός και πριν, όπως τώρα κι εγώ, έμενε στο σπίτι κάποιου υπάλληλου· του είχε κολλήσει κι όλη την ώρα τα πίνανε οι δυο τους. Εκείνον, τελικά, τον πέθανε το πολύ πιοτό. Τον δικό μου λοιπόν οικότροφο τον έλεγαν Γιεμελιάν Ιλίτς Γιεμελιέι. Κάθισα κάτω κι έστυβα το μυαλό μου, να βρω τι κάνουμε τώρα μ’ αυτόν. Να τον διώξω ήτανε κρίμα -ντρεπόμουν να διώξω έναν άνθρωπο άθλιο, αξιολύπητο. Κι αμίλητος, ντροπαλός, να μη σου ζητάει τίποτα, να κάθεται μόνος του και να σε κοιτάει στα μάτια παρακλητικά σαν σκυλάκι! Τόσο τον εξαθλιώνει τον άνθρωπο το πιοτό! Σκεφτόμουν να του πω κάποια στιγμή: άιντε τώρα, Γιεμελιάνουσκα, πήγαινε, τι να κάνεις πια μαζί μου; Σε λίγο κι εγώ δε θα ‘χω να φάω, όχι να ‘χω να τρέφω κι εσένα. Κάθομαι όμως και σκέφτομαι: τί θα κάνει εκείνος άμα του μιλήσω έτσι; Τον φαντάζομαι πως θα με κοιτάει πολλή ώρα, μόλις ακούσει τα λόγια μου, πως θα κάθεται πολλή ώρα χωρίς να καταλαβαίνει λέξη, πως μετά, αφού θα έχει πια καταλάβει, θα σηκωθεί από τη θέση του, πλάι στο μεγάλο παράθυρο θα πάρει το κόκκινο μπογαλάκι του, που ήταν γεμάτο τρύπες και που ένας Θεός ξέρει τι είχε χωμένο εκεί μέσα και το ‘σερνε παντού μαζί του, θα σιάξει όπως-όπως το παλτό του, για να είναι όσο γίνεται ζεστό αλλά και να μη φαίνονται οι τρύπες κι έπειτα θα ανοίξει την πόρτα και θα βγει στη σκάλα με δάκρυα στα μάτια. Κι έτσι να χαθεί ένας άνθρωπος. Δεν είναι κρίμα απ’ το Θεό; E, και στο κάτω-κάτω της γραφής, σκέφτηκα, δε μου ήταν και τόσο μεγάλο βάρος! Περίμενε, έλεγα μέσα μου, Γιεμελιάνουσκα, και δε θα κάθεσαι για πολύ ακόμα στο τραπέζι μου, όπου να ‘ναι θα πρέπει να φεύγω και τότε άντε να με βρεις.
Ε λοιπόν, κύριε, πραγματικά αναγκαστήκαμε να φύγουμε: Έρχεται μια μέρα το αφεντικό μου, ο Αλεξάντρ Φιλημόνοβιτς και μου λέει: Έμεινα πολύ ικανοποιημένος από σένα, Αστάφι κι όταν γυρίσουμε απ’ το χωριό, δε θα σε ξεχάσουμε. θα σε προσλάβουμε πάλι. Ζούσαμε στην έπαυλή του. Καλό αφεντικό, μα πέθανε τον ίδιο χρόνο. Τους ξεπροβοδίσαμε λοιπόν και κατόπιν μάζεψα τα υπάρχοντά μου, κάτι λίγα χρήματα που είχα μα ζεμένα και πήγα και νοίκιασα μια γωνίτσα στο σπίτι μιας γριούλας. Κάποτε έκανε τη νταντά, αλλά τώρα ζούσε μόνη της με μια μικρή σύνταξη. E, τώρα, λέω, Γιεμελιάνουσκα, φίλε μου, γεια χαρά! δε με βρίσκεις εδώ με τίποτα! Και τι λέτε έγινε, κύριε; Γυρίζω σπίτι το βραδάκι και βλέπω μπρος μου τον Γιεμέλια να στρογγυλοκάθεται πάνω στο σεντούκι μου, με το καρό μπογαλάκι του δίπλα και να με περιμένει… Και μάλιστα για να μη πλήττει είχε δανειστεί ένα θρησκευτικό βιβλιαράκι από τη γερόντισσα και το κρατούσε το πάνω-κάτω, τάχα ότι διάβαζε. E, λοιπόν, σκέφτηκα, γιατί δεν τον είχα διώξει από την αρχή; Κάθομαι λοιπόν, κύριε, και λογαριάζω: πόσο θα μου στοιχίσει αυτός ο τύπος; Λογάριασα, λογάριασα και κατέληξα ότι δε θα μου στοιχίσει και πάρα πολλά. Θα πρέπει, φυσικά, να τρώει. Εντάξει, ένα κομμάτι ψωμί το πρωί και, για να μη το φάει σκέτο, άντε κανένα κρεμμύδι. Και το μεσημέρι πάλι ψωμί και κρεμμύδι θα ‘τρωγε. Για βραδινό πάλι κρεμμύδι και κβας και ψωμί, αν θέλει. Κι αν μας τύχει και καμιά λαχανόσουπα, τρώμε κι οι δυο μας. Έτσι κι αλλιώς, είμαστε λιγόφαγοι. Εξάλλου, όπως όλοι ξέρουν, όποιος πίνει, δεν τρώει σχεδόν τίποτα, του φτάνει η βότκα του και το κρασί του. Θα με ξεθεώσει στο πιοτό, σκέφτηκα, αλλά τότε όμως, κύριε, μου ήρθε και μια άλλη σκέψη.
Σκέφτηκα ότι έτσι κι έφευγε ο Γιεμελιάν, θα γινόμουν δυστυχισμένος στη ζωή μου. Γι’ αυτό αποφάσισα εκείνη τη στιγμή να γίνω πατέρας και προστάτης του. Θα τον βγάλω απ’ τον κακό δρόμο, σκέφτηκα. Θα τον κάνω να κόψει το πιοτό! Περίμενε και θα δεις, σκεφτόμουν. Εντάξει, Γιεμέλια του είπα, μείνε εδώ, αλλ’ από δω κι εμπρός θα με ακούς και θα στηρίζεσαι πάνω μου. Έτσι, λοιπόν, σκεφτόμουν μοναχός μου: θα αρχίσω σιγά-σιγά να του μαθαίνω κάποια δουλειά, αλλά χωρίς πίεση. Ασ’ τον στην αρχή να κάθεται κι εγώ στο μεταξύ θα δω για ποια δουλειά είναι κατάλληλος. Γιατί για κάθε δουλειά, κύριε, πρέπει πρώτα να βλέπουμε αν ο άνθρωπος είναι ικανός. Βάλθηκα, λοιπόν, να τον παρατηρώ στα κρυφά. Στην αρχή, τον έπιασα με το καλό.
-“Έτσι κι έτσι“, του λέω, “Γιεμελιάν Ιλίτς, φτάνει πια, θα πρέπει να κοιτάξεις τι θα κάνεις με τον εαυτό σου, ώστε, να διορθωθείς. Κοίτα πώς γυρνάς, κουρελής και με συγχωρείς που στο λέω, αλλά το παλτό σου είναι γεμάτο τρύπες. Δεν είναι κατάσταση αυτή! Πρέπει να γίνεις άνθρωπος“!
Ο Γιεμελιάνουσκα κάθεται και με ακούει με σκυμμένο το κεφάλι. Τί να σας πω, κύριε! Είχε φτάσει σε τέτοια κατάσταση απ’ το πιοτό, που δεν ήξερε τι έλεγε. Του ‘λεγες για αγγούρια και σου απαντούσε για κουκιά! Με ακούει, με ακούει τόσην ώρα, κι έπειτα αναστενάζει:
-“Τί αναστενάζεις, Γιεμελιάν Ιλίτς“;
-“Έτσι, τίποτα, Αστάφι Ιβάνιτς, μην ανησυχείτε. Να, σήμερα, Αστάφι Ιβάνιτς, δυο γριές τσακώθηκαν στη μέση του δρόμου, γιατί η μια αναποδογύρισε κατά λάθος της άλλης το πανέρι και της σκόρπισε κάτω τα μούρα“.
-“E και λοιπόν“;
-“Μετά η δεύτερη αναποδογύρισε επίτηδες το πανέρι της πρώτης, της σκόρπισε χάμω τα δικά της μούρα κι άρχισε μετά να τα τσαλαπατάει“.
-“E και τί έγινε, Γιεμελιάν Ιλίτς“;
-“Να, τίποτα, Αστάφι Ιβάνιτς, έτσι το ‘πα“.
Αχ, Γιεμέλια, πάει τα ‘χασες, καημένε μου, απ’ το πιοτό, σκέφτηκα.
-“Κι ένας κύριος, εκεί που πήγαινε στη Σαντόβαγια, του ‘πεσε ένα χαρτονόμισμα στο πεζοδρόμιο. Το βλέπει ένας μουζίκος, τυχερό μου, λέει. Και να σου κι ένας άλλος, όχι, δικό μου τυχερό, λέει. Το ‘δα πρώτος…”
-“Λοιπόν, Γιεμελιάν Ιλίτς“;
-“Τσακωθήκαν οι μουζίκοι, Αστάφι Ιβάνιτς. Ήρθε μετά ο χωροφύλακας, έδωσε το χαρτονόμισμα στον κύριο, που του ‘χε πέσει και τους μουζίκους τους απείλησε και τους δυο ότι θα τους πάει μέσα“.
-“E, και λοιπόν τί έγινε; Ποιό είναι, τελικά, το συμπέρασμα Γιεμελιάνουσκα“;
-“Έτσι, τίποτα. Ο κόσμος γελούσε, Αστάφι Ιβάνιτς“.
-“Αχ, Γιεμελιάνουσκα! Ο κόσμος! Πούλησες τη ψυχή σου για τρία καπίκια! Και ξέρεις, Γιεμελιάν Ιλίτς, να σου πω κάτι“;
-“Τί, Αστάφι Ιβάνιτς“;
-“Να βρεις μια δουλειά, οποιαδήποτε, αυτό να κάνεις. Χίλιες φορές θα στο πω. Βρες μια δουλειά. Λυπήσου πια τον εαυτό σου“.
-“Και τί δουλειά να βρω, Αστάφι Ιβάνιτς; Εγώ δε ξέρω να κάνω τίποτα. Κανείς δε θα με πάρει εμένα, Αστάφι Ιβάνιτς.
-“Αχ, Γιεμέλια, για το πιοτό σε έδιωξαν απ’ τη δουλειά σου! Πρέπει να το σταματήσεις.
-“Σήμερα, φώναξαν στο γραφείο τον Βλας, τον μπουφετζή, Αστάφι Ιβάνιτς“.
-“Και γιατί τον φώναξαν, Γιεμελιάνουσκα“;
-“Δε ξέρω, γιατί τον φώναξαν, Αστάφι Ιβάνιτς. Φαίνεται θα τον χρειάζονταν εκεί, γι’ αυτό τον κάλεσαν…”
Αχ, σκέφτομαι, πάμε χαμένοι με σένα, Γιεμελιάνουσκα! Μας τιμωρεί ο Μεγαλοδύναμος για τις αμαρτίες μας! Πείτε μου, κύριε, πώς να συνεννοηθείς με έναν τέτοιον άνθρωπο; Ήταν όμως παμπόνηρος! Με άκουγε καλά-καλά, κι έπειτα, αφού χόρταινε να ακούει, μόλις έβλεπε πως άρχιζα και θύμωνα, φόραγε το παλτό του και μη τον είδατε! Έλειπε όλη τη μέρα και μου ‘ρχότανε το βράδυ τύφλα στο μεθύσι. Ποιός του ‘δινε να πιει, πού τα ‘βρισκε τα λεφτά, ένας Θεός ξέρει! Πάντως, δεν ήμουν εγώ ο ένοχος!..
-“Αμάν πια, Γιεμελιάν Ιλίτς”, του έλεγα, “θα το φας το κεφάλι σου! Τέρμα το πιοτό, μ’ ακούς; τέρμα! ‘Αλλη φορά, άμα μου ‘ρθεις μεθυσμένος, θα κοιμηθείς έξω. Δε θα σ’ αφήσω να μπεις μέσα“!
Ακούει ο Γιεμέλια την απόφασή μου και κάθεται μέσα μια μέρα, δυο μέρες… Τη τρίτη τη κοπάνησε πάλι. Περιμένω, περιμένω, άφαντος! E, με ζώσανε πια και μένα τα φίδια. ‘Αρχισα ν’ ανησυχώ. Τί του έκανα; Σκεφτόμουν. Εγώ τον τρομοκράτησα. Και πού να ‘ναι τώρα ο έρημος; Αχ, ας έρθει, Θεέ μου, Σε παρακαλώ ! Νύχτωσε και πουθενά ο Γιεμελιάν… Βγαίνω το πρωί στο κατώφλι, κοιτάζω, και τον βλέπω εκεί και κοιμάται. Ήταν ξαπλωμένος και είχε ακουμπήσει το κεφάλι του σ’ ένα σκαλοπάτι· είχε κοκαλώσει από τη παγωνιά.
-“Τί κάνεις αυτού, Γιεμέλια; Για τ’ όνομα του θεού! εδώ βρήκες να κοιμηθείς”;
-“Μα σεις, Αοτάφι Ιβάνιτς, θυμώσατε προχτές, στενοχωρηθήκατε και μου ‘πατε πως, αν έρθω ξανά μεθυσμένος θα με βάλετε να κοιμηθώ στη σκάλα. Γι’ αυτό κι εγώ δε τόλμησα να μπω μέσα, Αστάφι Ιβάνιτς και ξάπλωσα δω, αφού ήμουν μεθυσμένος. Μ’ είχε πιάσει στενοχώρια και δε τόλμησα να χτυπήσω“.
-“Δε κάνεις καμιά άλλη δουλειά, λέω εγώ, Γιεμελιάν, που πας και κοιμάσαι έξω“;
-“Τί άλλη δουλειά, Αστάφι Ιβάνιτς“;
-“Σου λέω, βρε ανεπρόκοπε, να μάθεις να γίνεις ράφτης. Κοίτα σε τι κατάσταση είναι το παλτό σου! Πιάσε τη βελόνα να κλείσεις καμιά τρύπα να γίνεις, επιτέλους, άνθρωπος. ‘Αντε, μεθύστακα“.
Κι εκείνος, κύριε, πάει και πιάνει τη βελόνα -εγώ έτσι το ‘πα, στ’ αστεία, κι εκείνος τα ‘χασε και πήρε τη βελόνα. Έβγαλε το παλτό του και προσπάθησε να περάσει τη κλωστή στη βελόνα. Καθόμουν και τον κοίταζα, αλλά πού να τα καταφέρει! Τα μάτια του ήταν υγρά και κατακόκκινα, τα χέρια του τρέμαν, αυτός εκεί! Προσπαθούσε, προσπαθούσε αλλά η κλωστή στη βελόνα δεν έμπαινε! Κι όλο τη σάλιωνε, την έστριβε με τα δάχτυλα, αλλά τίποτα! Τα παράτησε και γύρισε και με κοίταξε…
-“Τώρα, Γιεμέλια, με υποχρέωσες! Να ‘τανε κι άλλοι μπροστά, να μας έβλεπαν, δε θα ήξερα πού να κρυφτώ! Αφού έτσι στο ‘πα, βρε αφελή άνθρωπε, γι’ αστείο, για να σε πειράξω. Πήγαινε, όπου θες κι ο Θεός να σε φυλά! Αν θες, κάτσε δω, αλλά μη κοιμάσαι στις σκάλες, μη με ντροπιάζεις”!
-“Και τί να κάνω, Αστάφι Ιβάνιτς; Αφού το ξέρω κι ο ίδιος ότι είμαι πάντα μεθυσμένος και δε κάνω για τίποτα! Μόνον εσάς που κακοκαρδίζω… τον ευεργέτη μου“!
Κι έτσι όπως άρχισαν να τρέμουν τα χλομά του χείλη, ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο κι έβρεξε τη γενειάδα του. Ξάφνου ξέσπασε σε λυγμούς o Γιεμελιάν μου… Αχ, πατερούλη, σαν να μου μπήξανε το μαχαίρι στη καρδιά.
-“Αχ εσύ, πονόψυχε άνθρωπε, καθόλου δεν το σκέφτηκα! Πού να το ξέρω, πού να το φανταστώ; Όχι, νομίζω, Γιεμέλια, πως θα σ’ αφήσω στην ησυχία σου, να σβήσεις σα το κεράκι“!
E, λοιπόν, κύριε, ας μη μακρηγορώ. Η όλη ιστορία είναι τόσο άθλια, που δεν αξίζει να τη διηγείσαι. θέλω μόνο να προσθέσω κάτι: είχα ένα παντελόνι ιππασίας πολύ όμορφο, μου το ‘χε παραγγείλει κάποιος τσιφλικάς που ‘ρχόταν εδώ. ‘Ύστερα όμως δεν το πήρε, γιατί του ήταν, λέει, στενό. Έτσι, λοιπόν, μου ‘μεινε το παντελόνι αυτό. Πολύτιμο πράμα, σκέφτηκα. Στο παζάρι μπορεί να ‘πιανε μέχρι και πέντε ρούβλια. Αν το ξήλωνα, μ’ αυτό το ύφασμα μπορούσα να φτιάξω δυο παντελόνια για τους κυρίους της Πετρούπολης και θα μου περίσσευε και για γιλέκο.
Εμείς οι φτωχοί, βλέπετε, όλο κάτι τέτοιες πατέντες κάνουμε, για να τα βγάλουμε πέρα. Τον καιρό εκείνο ο Γιεμελιάνουσκα ήτανε πολύ βαρύς και μελαγχολικός. Μια μέρα χωρίς πιοτό, δεύτερη, τρίτη, χωρίς να βάλει γουλιά στο στόμα του. Έτσι ήτανε για λύπηση. Καθόταν εκεί κι ένιωθε δυστυχισμένος. τώρα, φίλε μου, σκέφτηκα ή δεν έχεις φράγκο ή μπήκες στον ίσιο δρόμο. Ίσως άκουσες τη φωνή της λογικής κι είπες: τέρμα.
Ακούστε λοιπόν, κύριε, τι έγινε κατόπιν: τις μέρες εκείνες ήτανε κάποια μεγάλη γιορτή. Γυρίζω το βράδυ από τον εσπερινό και βλέπω το Γιεμέλια να κάθεται στο παράθυρο και να κουνιέται πέρα-δώθε, τύφλα στο μεθύσι. ‘Αειντε πάλι, Γιεμελιούσκα, είπα μέσα μου. Πηγαίνω να πάρω κάτι απ’ το σεντούκι, κοιτάζω μέσα, πουθενά το παντελόνι της ιππασίας… Ψάχνω, ξαναψάχνω, τίποτα! Αφού έφαγα όλο τον κόσμο και δε το βρήκα, σφίχτηκε η καρδιά μου! Έτρεξα στη γερόντισσα, τη σπιτονοικοκυρά μου. Την υποψιάστηκα άδικα τη καημένη, ενώ στο Γιεμέλια ούτε που πήγε το μυαλό, παρόλο που ήταν ύποπτος, έτσι που καθόταν μεθυσμένος.
-“Όχι,” μου λέει η γριούλα, “για τ’ όνομα του θεού, κύριε, αν είναι δυνατόν! Τί να το κάνω γω το παντελόνι της ιππασίας; Δηλαδή να το φορέσω; Κι εγώ μόλις προχθές έχασα μια φούστα”.
-“Ήρθε κανένας από δω;” τη ρωτάω.
-“Όχι, κανείς δεν ήρθε, κύριε, εγώ ήμουνα συνέχεια δω. Ο Γιεμελιάν Ιλίτς βγήκε για λίγο και ξαναγύρισε. Νάτος, εκεί είναι… Αυτόνε ρώτα“.
-“Μήπως έτυχε, Γιεμέλια, να χρειαστείς το παντελόνι μου της ιππασίας, ξέρεις αυτό που ‘χα φτιάξει για κείνο τον τσιφλικά;” τονε ρωτώ.
-“Όχι“, μου απαντά, “Αστάφι Ιβάνιτς, δεν το πήρα εγώ“.
Τί διάολο; Ψάχνω, ψάχνω, ξαναψάχνω, τίποτα! Κι ο Γιεμέλια κάθεται και κουνιέται πέρα δώθε. Εγώ, κύριε, καθόμουν σταυροπόδι κει μπρος του, σκυμμένος στο σεντούκι και ξάφνου του ‘ριξα μια πλάγια ματιά… Αμάν! σκέφτηκα. Η καρδιά μου σφίχτηκε μες στο στήθος μου κι αναψοκοκκίνισα. Το βλέμμα του Γιεμέλια συνάντησε το δικό μου.
-“Όχι“, μου λέει, “Αστάφι Ιβάνιτς, εγώ το παντελόνι σας;… Ίσως να νομίζετε, ότι το πήρα εγώ, αλλά δεν το πήρα“.
-“Και πού μπορεί να πήγε, Γιεμελιάν Ιλίτς“;
-“Όχι“, μου λέει, “Αστάφι Ιβάνιτς, δε ξέρω τίποτα“.
-“Πώς δηλαδή, Γιεμελιάν Ιλίτς, είναι ποτέ δυνατό να χάθηκε μόνο του“;
-“Ίσως, Αστάφι Ιβάνιτς“, μου, απαντά!
Μόλις τ’ άκουσα αυτό, σηκώθηκα, πήγα στο παράθυρο, άναψα τη λάμπα κι άρχισα τη δουλειά μου. Είχα να κάνω κάτι διορθώσεις στο γιλέκο ενός υπαλλήλου, που ‘μενε στον από κάτω όροφο. Ήμουνα φοβερά ταραγμένος. Πιο καλά θα ‘ταν να ‘πιανα όλα μου τα ρούχα να τα ‘ριχνα στη σόμπα, για να τα κάψω. Και βέβαια ο Γιεμέλια καταλάβαινε την οργή που ‘βραζε μέσα μου γιατί ο άνθρωπος που ‘χει κάνει κάτι κακό, νιώθει απ’ τα πριν τη συμφορά που του ‘ρχεται, όπως τα πουλιά νιώθουνε τη καταιγίδα, προτού ακόμα ξεσπάσει.
-“Το λοιπόν, Αστάφι Ιβάνιτς“, άρχισε να λέει o Γιεμελιούσκα κι η φωνή του έτρεμε, “σήμερα ο Αντίπ Πραχόριτς, ο νοσοκόμος, παντρεύτηκε τη γυναίκα του αμαξά, κείνου που πέθανε τις προάλλες“.
Κι εγώ τότε του έριξα μια ματιά με τόση κακία… Κατάλαβε ο Γιεμέλια. Τον βλέπω να σηκώνεται, να πηγαίνει στο κρεβάτι και ν’ αρχίζει να ψαχουλεύει. Συνεχίζει για πολλή ώρα το ψάξιμο κι όλο σιγομουρμουρίζει μέσα απ’ τα δόντια: Μπα, ούτε εδώ είναι, πουθενά δεν είναι, πού χώθηκε το άτιμο; Περιμένω να δω τι Θα γίνει. Βλέπω το Γιεμέλια να ξαπλώνεται χάμω και να χώνεται κάτω απ’ το κρεβάτι. Δε κρατήθηκα άλλο.
-“Γιατί ξαπλώθηκες έτσι, Γιεμελιάν Ιλίτς;” του λέω.
-“Μήπως και βρω το παντελόνι σας της ιππασίας, Αστάφι Ιβάνιτς. Είπα να ρίξω μια ματιά μήπως και παράπεσε πουθενά“.
-“Μα όχι, κύριε μη μπαίνεις σε κόπο για μένα, έναν απλό και φτωχό άνθρωπο, μπορεί να λερώσεις τα γόνατά σου, έτσι που σέρνεσαι κάτω“!
-“Γιατί, Αστάφι Ιβάνιτς, εγώ… Μπορεί να το βρούμε κάπου, ας ψάξουμε“.
-“Xμ… ‘Ακου εδώ, Γιεμελιάν Ιλίτς“!
-“Τί πράμα, Αστάφι Ιβάνιτς“;
-“Μήπως” του λέω, “απλώς εσύ μου ‘κλεψες το παντελόνι σα κοινός κλέφτης για να με ξεπληρώσεις για το ψωμί και το αλάτι που ‘χουμε φάει μαζί“;
Τόσο μ’ είχεν εξοργίσει, κύριε, έτσι που είχε πέσει στα γόνατα και σερνόταν κάτω στο πάτωμα.
-“Όχι… Αστάφι Ιβάνιτς…”
μεινε εκεί, όπως ήταν, κάτω απ’ το κρεβάτι. Έμεινε αρκετή ώρα, κι έπειτα σηκώθηκε. Τον κοιτάζω και βλέπω να ‘ναι κατάχλομος. Σηκώνεται κι έρχεται και κάθεται δίπλα μου στο παράθυρο για κανά δεκάλεπτο.
-“Όχι“, μου λέει, “Αστάφι Ιβάνιτς, δεν το πήρα εγώ το παντελόνι σας…”
Σειόταν ολόκληρος, χτυπούσε το στήθος του με τρεμάμενο δάχτυλο κι η φωνή του έτρεμε τόσο, που κατατρόμαξα κι απόμεινα καρφωμένος στη θέση μου.
-“Ε λοιπόν, συγχωρήστε με, Γιεμελιάν, Ιλίτς, αν εγώ από βλακεία μου σας κατηγόρησα άδικα. Κι όσο για το παντελόνι, δεν πάει στο διάολο! Θα ζήσουμε και χωρίς παντελόνι. Τα χέρια μου, δόξα τω Θεώ, πιάνουν ακόμα. Δε θα γίνω κλέφτης ούτε παράσιτο, να ζω από τους άλλους… Θα δουλέψω και θα ζήσω“.
Μ’ άκουσε λοιπόν, ο Γιεμέλια όρθιος μπροστά μου, με κοίταξε κι έπειτα κάθισε κάτω.
Όλο το βράδυ έμεινε εκεί, δίχως να κουνήσει από τη θέση του. Όταν εγώ πήγα για ύπνο, ο Γιεμέλια καθόταν ακόμα στην ίδια θέση.
Το πρωί είδα πως είχε κοιμηθεί στο γυμνό πάτωμα, τυλιγμένος στο παλτό του, αισθανότανε τόσο ταπεινωμένος, που δεν τολμούσε να ξαπλώσει στο κρεβάτι. Δεν τον αγαπούσα όμως πια, κύριε. Τις πρώτες μέρες, μάλιστα, τον μισούσα. Ένιωθα λες και μ’ είχε κλέψει και μ’ είχε πληγώσει ο ίδιος μου ο γιος. Αχ, Γιεμέλια, Γιεμέλια, έλεγα μέσα μου. Κι ο Γιεμέλια, κύριε, δυο βδομάδες δε σταμάτησε να πίνει, γινόταν συνέχεια σκνίπα στο μεθύσι. Έφευγε νωρίς το πρωί και γυρνούσε νύχτα. Επί δυο εβδομάδες δεν άκουσα απ’ το στόμα του μια λέξη. Φαίνεται πως και τον ίδιο τότε τον κατάτρωγε η πίκρα ή ήθελε με κάποιο τρόπο να εξαφανιστεί από προσώπου γης. Κάποια στιγμή, τελικά, σταμάτησε και κάθισε πάλι στο παράθυρο.
Φαίνεται πως θα ‘χε πιει όλα του τα λεφτά. Τον θυμάμαι τρία βράδια να κάθεται αμίλητος, ξάφνου τον βλέπω να κλαίει και τί κλάμα! Τα δάκρυα τρέχανε ποτάμι απ’ τα μάτια του. Κι είναι φοβερό, κύριε, να βλέπεις έναν ώριμο άνθρωπο και μάλιστα ένα γέροντα, σαν τον Γιεμέλια, να κλαίει τόσο πολύ.
-“Τί έχεις, Γιεμέλια;” ρωτάω.
Εκείνος τινάχτηκε. Ήταν η πρώτη φορά που του μιλούσα από εκείνη τη μέρα.
-“Τίποτα… Αστάφι Ιβάνιτς“.
-“Για το Θεό, Γιεμέλια, ξέχνα το, άστο να πάει στο διάολο. Τί κάθεσαι έτσι αυτού“;
-“Έτσι, Αστάφι Ιβάνιτς, όχι για… Θα ‘θελα να πιάσω καμιά δουλειά, Αστάφι Ιβάνιτς“.
-“Τί δουλειά, Γιεμελιάν Ιλίτς“;
-“Οτιδήποτε. Μπορεί να βρω καμιά θέση κάπου, όπως παλιά, ήδη πήγα και παρακάλεσα τον Φεντασιέι Ιβάνιτς… Δε θέλω να σας γίνομαι άλλο βάρος. Θα κοιτάξω αν μπορέσω να βρω καμιά δουλειά και τότε όλα θα σας τα ξεπληρώσω εγώ και το φαΐ και τα πάντα“.
-“Φτάνει, Γιεμέλια, φτάνει, έγινε ένα κακό και πέρασε. Ας πάει στο καλό! Έλα να ζήσουμε όπως και πρώτα“.
-“Όχι, Αστάφι Ιβάνιτς, εσείς τώρα ίσως… αλλά εγώ δεν το πήρα το παντελόνι σας, Αστάφι Ιβάνιτς“!
-“Καλά, ο Θεός μαζί σου, Γιεμελιάνουσκα! Κάνε ότι εσύ αποφασίσεις“.
-“Όχι, Αστάφι Ιβάνιτς. Δε μπορώ πια να ζήσω μαζί σας και να με συγχωρείτε! θα πρέπει να φύγω“.
-“Μα για τ’ όνομα του Θεού, Γιεμελιάν Ιλίτς“, του λέω, “ποιός σ’ ενοχλεί, ποιός σε διώχνει απ’ το σπίτι”;
-“Όχι, δεν είναι σωστό πια να μένω μαζί σας, Αστάφι Ιβάνιτς. Καλύτερα να πηγαίνω…”
Ο άνθρωπος είχε προσβληθεί και το είχε πάρει για τα καλά απόφαση. Σε λίγο σηκώθηκε κι έριξε στη πλάτη το παλτό του.
-“Για πού το ‘βαλες λοιπόν, Γιεμελιάν Ιλίτς; Λογικέψου, σκέψου το λιγουλάκι πού θα πας“;
-“Όχι, έχετε γεια, Αστάφι Ιβάνιτς, αφήστε με να φύγω, Αστάφι Ιβάνιτς. Δεν είστε τώρα πια αυτός που ‘σασταν προηγουμένως“.
-“Τί δεν είμαι; Πού θα πας μονάχος σου, θα χαθείς, Γιεμελιάν Ιλίτς, σα μωρό παιδί κι άμυαλο“.
-“Όχι, Αστάφι Ιβάνιτς, τώρα πια σεις, όταν βγαίνετε κλειδώνετε το σεντούκι σας κι εγώ, το βλέπω αυτό και κλαίω… Όχι, καλύτερα αφήστε με, Αστάφι Ιβάνιτς και συγχωρήστε με, για όσες φορές σας πίκρανα όλο αυτό τον καιρό που ζήσαμε εδώ μαζί“.
Κι έτσι λοιπόν, κύριε, έφυγε. Περίμενα μια μέρα, λέω κατά το βραδάκι θα φανεί, τίποτα! Δεύτερη μέρα, τρίτη μέρα… Τίποτα! Μ’ έπιασε και φόβος και στενοχώρια, δεν έτρωγα, δεν έπινα, δεν κοιμόμουν. Αυτός ο άνθρωπος με είχε αφοπλίσει τελείως. Την τέταρτη μέρα πήρα σβάρνα τα καπηλειά μπας και τον βρω κάπου. Ρωτούσα, έψαχνα, τίποτα, είχε γίνει άφαντος! Το έφαγες το ξερό σου το κεφάλι, σκεφτόμουν. Ένας Θεός ξέρει που ξέπεσες μεθυσμένος και πέθανες, και τώρα κείτεσαι σαν το κούτσουρο.
Γύρισα στο σπίτι σε άθλια κατάσταση. Την άλλη μέρα βγήκα πάλι και τον έψαχνα. Κατηγορούσα τον εαυτό μου, πώς το έκανα αυτό, πώς άφησα αυτόν τον ανόητο και αφελή άνθρωπο να σηκωθεί να φύγει. Ξημερώματα όμως της πέμπτης μέρας ακούω την πόρτα να τρίζει-κοιτάζω και να σου ο Γιεμέλια, κατάχλομος και με λάσπες στα μαλλιά, λες και είχε κοιμηθεί στο δρόμο κι απ’ την αδυναμία είχε γίνει σαν φάντασμα. Έβγαλε το παλτουδάκι του, κάθισε δίπλα μου στο σεντούκι και με κοίταξε.
Χάρηκα, αλλά ταυτόχρονα ένιωσα μέσα μου μια θλίψη βαθύτερη από πριν. Γιατί, αν είχε τύχει, κύριε, να κάνω εγώ τέτοιο πράγμα που ‘κανε κείνος, μα το Θεό σας λέω, χίλιες φορές θα προτιμούσα να πέθαινα σαν το σκυλί, παρά να γυρίσω πίσω. Κι ο Γιεμέλια γύρισε! Φυσικά είναι φοβερό να βλέπεις άνθρωπο σ’ αυτή τη κατάσταση.
‘Αρχισα τότε να τον καλοπιάνω και να τον παρηγορώ.
-“Πολύ χαίρομαι που γύρισες, Γιεμελιάνουσκα“, του είπα. “Αν αργούσες λίγο ακόμα να ‘ρθεις, θα ‘βγαινα να σ’ αναζητήσω στα καπηλειά. Έφαγες τίποτα“;
-“Έφαγα, Αστάφι Ιβάνιτς“.
-“Αλήθεια, έφαγες; Έλα, φίλε μου, έχει μείνει λίγη χορτόσουπα απ’ τα χθες, ήταν με κρέας, όχι σκέτη. Να και κρεμμύδι και ψωμί. Φάε, μια φορά, κακό δε θα σου κάνει“.
Του έδωσα να φάει κι αμέσως κατάλαβα ότι είχε μέρες να φάει ο άνθρωπος, πεινούσε σα λύκος. Φαίνεται πως η πείνα του τον είχε φέρει σε μένα. Τον λυπόταν η ψυχή μου, τον έρημο. Μου ‘ρθε η ιδέα και πετάχτηκα στο κρασοπουλειό κι έφερα λίγο κρασί, για να του ευφράνω τη καρδιά και να φιλιώσουμε.
-“Δε σου κρατάω πια κακία, Γιεμελιάνουσκα. Έφερα το κρασάκι“, του είπα. “Έλα Γιεμελιάν Ιλίτς, να πιούμε, που ‘ναι και χρονιάρα μέρα. Θες ένα ποτηράκι; Κάνει καλό“. Έκανε ν’ απλώσει το χέρι, να πιάσει το ποτήρι, αλλά σταμάτησε. Για λίγο δεν έκανε τίποτα, τον βλέπω που πιάνει το ποτήρι και το φέρνει στο στόμα με τρεμάμενο χέρι. Την ίδια στιγμή το κρασί χύνεται στο μανίκι του. Δεν κατάφερε να πιει. Κατέβασε με μια κίνηση το ποτήρι και το άφησε στο τραπέζι.
-“Τί τρέχει, Γιεμελιάνουσκα“;
-“Μα τίποτα, εγώ να… Αστάφι Ιβάνιτς…”
-“Δε θα το πιεις“;
-“Εγώ, Αστάφι Ιβάνιτς, δε θα… δε θα ξαναπιώ, Αστάφι Ιβάνιτς“.
-“Τί; Αποφάσισες να το κόψεις τελείως, Γιεμελιούσκα ή μόνο σήμερα δε θα πιεις“;
Έμεινε αμίλητος. Υστέρα από κάνα λεπτό τον είδα να φέρνει το χέρι του στο μέτωπο.
-“Τί, δεν πιστεύω να ‘σαι άρρωστος, Γιεμέλια;” του ‘πα.
-“Ναι, δεν είμαι καλά, Αστάφι Ιβάνιτς“.
Τον πήρα και τον ξάπλωσα στο κρεβάτι. Πραγματικά ήταν χάλια: το μέτωπό του έκαιγε και είχε ρίγη. Έμεινα όλη τη μέρα στο προσκεφάλι του, τη νύχτα χειροτέρεψε. Του έδωσα να φάει κβας ανακατωμένο με γάλα, με κρεμμύδι και λίγο ψωμί.
-“Φάε“, του ‘λεγα, “μπορεί να σου κάνει καλό”!
Εκείνος όμως κούνησε το κεφάλι:
-“Όχι, δε θα φάω απόψε, Αστάφι Ιβάνιτς“.
Του έφτιαξα ένα τσάι, όλο το βράδυ τη γερόντισσα τη σπιτονοικοκυρά μου κυριολεκτικά την τρέλανα, δε γινόταν τίποτα. Χάλια είναι, σκέφτηκα. Τη τρίτη μέρα το πρωί πήγα στο γιατρό. Ήταν γνωστός μου ο γιατρός Κοστοπράβοφ. Είχαμε γνωριστεί παλιότερα, όταν ακόμα δούλευα για τους Μποσομιάγκιν, μια φορά που είχα αρρωστήσει και μ’ είχε κάνει καλά. Ήρθε ο γιατρός, τον κοίταξε.
-“Δε γίνεται τίποτα, είναι πολύ άσχημα“, μου είπε. “Τζάμπα με κουβαλήσατε. Δώστε του πάντως αυτή, τη σκόνη“.
Ο γιατρός έφυγε. Εγώ τη σκόνη δεν του την έδωσα. Έτσι μας κοροϊδεύει ο γιατρός, είπα μέσα μου. Στο μεταξύ ήρθε η πέμπτη μέρα. Ήταν εκεί ξαπλωμένος κι έσβηνε μπρος στα μάτια μου. Εγώ καθόμουνα στο παράθυρο κι έραβα. H γριούλα άναβε τη σόμπα. Ήμασταν όλοι αμίλητοι. Σχιζόταν η καρδιά μου, κύριε, γι’ αυτό το δυστυχισμένο κορμί, λες κι ήταν να θάψω τον ίδιο μου το γιο. Ήξερα πως ο Γιεμέλια τώρα με κοιτούσε συνέχεια, πως ο άνθρωπος προσπαθούσε ήθελε κάτι να πει και, φαίνεται ότι δεν μπορούσε. Τελικά, στράφηκα και τον κοίταξα, είδα πόσο θλιμμένα ήτανε τα μάτια του, του καημένου, που δεν τα ‘παιρνε ούτε μια στιγμή από πάνω μου. Μόλις κατάλαβε ότι τον κοιτάζω, χαμήλωσε το βλέμμα του.
-“Αστάφι Ιβάνιτς“!
-“Τί είναι, Γιεμελιούσκα“;
-“Αν ήταν να πουλήσω το παλτό μου στο παζάρι, πόσα περίπου θα ‘πιανε, Αστάφι Ιβάνιτς“;
-“E, δε ξέρω“, απάντησα, “πόσα ακριβώς θα ‘πιανε! Ίσως να ‘πιανε και τρία ρούβλια“.
Για πήγαινε να το πουλήσεις, τίποτα δεν θα έπιανες, μόνο που θα σου γελάγανε κατάμουτρα που προσπαθείς να πουλήσεις τέτοιο κουρέλι. Έτσι όμως το ‘πα σ’ αυτό τον άνθρωπο του Θεού, που ‘ξερα το απλοϊκό πείσμα του, για να τον παρηγορήσω.
-“Κι εγώ νόμιζα πως θα ‘πιανε τρία ρούβλια ασημένια, Αστάφι Ιβάνιτς. Είναι τσόχινο. Μόνο τρία ρούβλια, τσόχινο παλτό“;
-“Δε ξέρω“, του λέω, “Γιεμελιάν Ιλίτς, άμα θες να πας να το πουλήσεις, τότε βέβαια θα ζητήσεις τουλάχιστον τρία ρούβλια με τη πρώτη κουβέντα“.
Έμεινε για λίγο αμίλητος ο Γιεμέλια, έπειτα με φώναξε πάλι.
-“Αστάφι Ιβάνιτς“!
-“Τί είναι, Γιεμελιάνουσκα“;
-“Αν πεθάνω, να πουλήσετε το παλτό μου, να μη με θάψετε μ’ αυτό. Έτσι κι αλλιώς, εγώ ξαπλωμένος θα ‘μαι, ενώ αυτό είναι ακριβό πράμα μπορεί να σας φανεί χρήσιμο“.
Δεν μπορείτε να φανταστείτε, κύριε, πόσο σφίχτηκε τότε η καρδιά μου. Έβλεπα στον άνθρωπο αυτόν τη θλίψη που αισθάνεται κανείς, όταν νιώθει το τέλος του να πλησιάζει. Μείναμε και πάλι αμίλητοι. θα πρέπει να πέρασε έτσι καμιά ώρα. Κάθε τόσο τον κοίταζα. Εκείνος δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω μου και μόνο όταν συναντιόταν το βλέμμα μας τα χαμήλωνε.
-“Δε θέλετε να πιείτε λίγο νεράκι, Γιεμελιάν Ιλίτς“; ρώτησα.
-“Ναι, δώστε μου λίγο νεράκι, που να ‘χετε την ευχή του Θεού, Αστάφι Ιβάνιτς“.
Του έδωσα νερό. Το ήπιε.
-“Σας ευχαριστώ, Αστάφι Ιβάνιτς“.
-“Μήπως θες τίποτ’ άλλο, Γιεμελιάνουσκα“;
-“Όχι! Δε θέλω τίποτα άλλο, Αστάφι Ιβάνιτς. Εγώ μόνο, να…”
-“Τί“;
-“Εκείνο…”
-“Ποιό εκείνο, Γιεμελιούσκα“;
-“Το παντελόνι… κείνο… εγώ σας το ‘χα πάρει τότε… Αστάφι Ιβάνιτς…”
-“Ο Θεός να σε συγχωρέσει, Γιεμελιάνουσκα φουκαρά μου“, του λέω. “Ύπαγε εν ειρήνη…”
Η ανάσα μου κόπηκε και τα μάτια μου γεμίσανε δάκρυα. Γύρισα το κεφάλι μου απ’ την άλλη.
-“Αστάφι Ιβάνιτς…”
Βλέπω πως ο Γιεμέλια κάτι θέλει να μου πει, ανασηκώνεται μόνος του, προσπαθεί, τα χείλη του κουνιούνται… Για μια στιγμή γίνεται κατακόκκινος και με κοιτάζει… Χλομιάζει, χλομιάζει και γέρνει πάλι πίσω, το κεφάλι του έπεσε απαλά στο πλάι, πήρε μια βαθιά ανάσα και παρέδωσε ήρεμα το πνεύμα του στο Θεό”.
