Βιογραφικό
O Ζαν-Ζακ Ρουσσώ (Jean-Jacques Rousseau) ήτανε φιλόσοφος, συγγραφέας και συνθέτης από τη Γενεύη. Η πολιτική του φιλοσοφία επηρέασε τη πρόοδο της Εποχής του Διαφωτισμού σε όλη την Ευρώπη, καθώς και πτυχές της Γαλλικής Επανάστασης και την ανάπτυξη της σύγχρονης πολιτικής, οικονομικής κι εκπαιδευτικής σκέψης. Ο Λόγος του για τη Κοινωνική Ανισότητα, που υποστηρίζει ότι η ιδιωτική ιδιοκτησία είναι η πηγή της και το Κοινωνικό Συμβόλαιο, που σκιαγραφεί τη βάση για νόμιμη πολιτική τάξη, είναι οι ακρογωνιαίοι λίθοι στη σύγχρονη πολιτική και κοινωνική σκέψη. Το συναισθηματικό μυθιστόρημά του Julie, or the New Heloise (1761) ήτανε σημαντικό για την ανάπτυξη του προρρομαντισμού και του ρομαντισμού στη μυθοπλασία. Το Emile, ή On Education (1762) είναι εκπαιδευτική πραγματεία για τη θέση του ατόμου στη κοινωνία. Τα αυτοβιογραφικά γραπτά του -οι μεταθανάτια δημοσιευμένες Εξομολογήσεις (ολοκληρώθηκαν το 1770), που ξεκίνησαν τη σύγχρονη αυτοβιογραφία κι οι ημιτελείς Ονειροπολήσεις του Μοναχικού Περιπατητή (που γράφτηκε το 1776-1778) -είναι παράδειγμα της «Εποχής της Ευαισθησίας» στα τέλη του 18ου αι. και παρουσίασαν αυξημένη εστίαση στην υποκειμενικότητα και την ενδοσκόπηση που μετά χαρακτήρισαν τη σύγχρονη γραφή.
Ο Ρουσσώ γεννήθηκε 28 Ιουνίου 1712 στη Δημοκρατία της Γενεύης, που ήτανε τότε πόλη-κράτος και προτεστάντης συνεργάτης της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, τώρα καντόνι της Ελβετίας. Από το 1536, ήτανε δημοκρατία των Ουγενότων κι έδρα του Καλβινισμού. 5 γενιές πριν, ο πρόγονός του Ντιντιέ, βιβλιοπώλης που μπορεί να εξέδιδε προτεσταντικά φυλλάδια, είχε ξεφύγει από τις διώξεις των Γάλλων Καθολικών καταφεύγοντας στη Γενεύη το 1549, όπου έγινε έμπορος κρασιού.
Ήτανε περήφανος που η οικογένειά του, της τάξης των moyen (της μεσαίας τάξης), είχε δικαίωμα ψήφου στη πόλη. Σ’ όλη του τη ζωή, υπέγραφε γενικά τα βιβλία του «Jean-Jacques Rousseau, Πολίτης της Γενεύης». Θεωρητικά, κυβερνιότανε δημοκρατικά από τους άνδρες ψηφοφόρους πολίτες της. Οι πολίτες αποτελούσαν μειοψηφία του πληθυσμού σε σύγκριση με τους μετανάστες (κατοίκους) και τους απογόνους τους (γηγενείς). Στη πραγματικότητα, αντί να διοικείται από τη ψήφο των πολιτών, η πόλη κυβερνιόταν από μικρό αριθμό πλούσιων οικογενειών που αποτελούσαν το Συμβούλιο των Διακοσίων. Ανέθεσαν την εξουσία τους σε μια 25μελή εκτελεστική ομάδα από αυτούς που ονομάζεται «Μικρό Συμβούλιο».

Υπήρξε πολλή πολιτική συζήτηση στη Γενεύη, που επεκτάθηκε στους εμπόρους. Πολλή συζήτηση έγινε για την ιδέα της λαϊκής κυριαρχίας, που η ολιγαρχία της άρχουσας τάξης κορόιδευε. Το 1707, ο δημοκρατικός μεταρρυθμιστής Pierre Fatio διαμαρτυρήθηκε γι’ αυτή τη κατάσταση, λέγοντας «Ένας κυρίαρχος που δεν εκτελεί ποτέ πράξη κυριαρχίας είναι ένα φανταστικό ον». Εκτελέστηκε με εντολή του Μικρού Συμβουλίου. Ο πατέρας του Ρουσσώ, Ισαάκ, δεν ήταν τότε στη πόλη, αλλά ο παππούς του υποστήριξε τον Φατιό και τιμωρήθηκε γι’ αυτό. Ο πατέρας ακολούθησε τον παππού, τον πατέρα και τα αδέρφια του στην επιχείρηση ωρολογοποιίας. Δίδαξε επίσης χορό για σύντομο χρονικό διάστημα. Παρά την ιδιότητα του τεχνίτη, ήταν μορφωμένος και λάτρης της μουσικής. Ο Ρουσσώ έγραψε ότι «Ωρολογοποιός της Γενεύης είναι άνθρωπος που μπορεί να παρουσιαστεί οπουδήποτε, Παριζιάνος ωρολογοποιός είναι κατάλληλος μόνο για να μιλήσει για ρολόγια». Το 1699, ο Ισαάκ αντιμετώπισε πολιτικές δυσκολίες μπαίνοντας σε διαμάχη μ’ επισκέπτες Άγγλους αξιωματικούς, που σε απάντηση τράβηξαν τα ξίφη τους και τον απείλησαν. Αφού παρενέβησαν οι τοπικοί αξιωματούχοι, ήταν ο Ισαάκ που τιμωρήθηκε, καθώς η Γενεύη ενδιαφερόταν για τη διατήρηση των δεσμών της με ξένες δυνάμεις.
Η μητέρα του Rousseau, Suzanne Bernard Rousseau, ήταν από οικογένεια ανώτερης τάξης. Ανατράφηκε από το θείο Samuel Bernard, καλβινιστή ιεροκήρυκα. Φρόντιζε τη Σουζάν αφού ο πατέρας της, Ζακ, που είχε προβλήματα με τις νομικές και θρησκευτικές αρχές για πορνεία κι ερωμένη, πέθανε στις αρχές της 10ετίας του ’30. Το 1695, η Σουζάν έπρεπε να απαντήσει στις κατηγορίες ότι είχε πάει σε θέατρο δρόμου μεταμφιεσμένη σε αγρότισσα για να μπορέσει να δει τον Βινσάν Σαρασίν. που λάτρευε παρά το γάμο του. Μετά από ακρόαση, διατάχθηκε από το Consistory της Γενεύης να μην αλληλεπιδράσει ποτέ ξανά μαζί του.
Παντρεύτηκε τον πατέρα του Ρουσσώ στα 31 της. Η αδερφή του Ισαάκ είχε παντρευτεί τον αδερφό της Σουζάνας 8 χρόνια πριν, αφού είχε μείνει έγκυος κι είχανε τιμωρηθεί από το Consistory. Το παιδί πέθανε στη γέννα. Στον νεαρό Ρουσσώ ειπώθηκε κατασκευασμένη ιστορία για τη κατάσταση που η νεανική αγάπη είχε απορριφθεί από αποδοκιμαστικό πατριάρχη, αλλά μετά επικράτησε, με αποτέλεσμα 2 γάμοι να ενώσουν τις οικογένειες την ίδια μέρα. Ο Ρουσσώ δεν έμαθε ποτέ την αλήθεια.
Ο Ρουσσώ γεννήθηκε στις 28 Ιουνίου 1712 και μετά αφηγήθηκε: «Γεννήθηκα σχεδόν πεθαίνοντας, είχανε λίγες ελπίδες να με σώσουνε». Βαφτίστηκε στις 4 Ιουλίου 1712, στον μεγάλο καθεδρικό ναό. Η μητέρα του πέθανε από επιλόχειο πυρετό 9 μέρες μετά τη γέννησή του, που μετά περιέγραψε ως «τη 1η απ’ τις ατυχίες μου».

Αυτός κι ο μεγαλύτερος αδελφός του Φρανσουά ανατράφηκαν από τον πατέρα τους και μια θεία από τον πατέρα τους, που ονομαζόταν επίσης Σουζάν. Όταν ήταν 5, ο πατέρας πούλησε το σπίτι που είχε λάβει η οικογένεια από τους συγγενείς της μητέρας του. Ενώ η ιδέα ήταν ότι οι γιοι του θα κληρονομούσαν το κεφάλαιο όταν μεγάλωναν κι ο ίδιος θα ζούσε από τους τόκους στο μεταξύ, στο τέλος, ο πατέρας πήρε το μεγαλύτερο μέρος των σημαντικών εσόδων. Με την πώληση του σπιτιού, η οικογένεια μετακόμισε από τη γειτονιά της ανώτερης τάξης σε πολυκατοικία στη γειτονιά τεχνιτών -αργυροχόων, χαρακτών κι άλλων ωρολογοποιών. Μεγαλώνοντας γύρω από τεχνίτες, μετά θα τους αντιπαραβάλει ευνοϊκά με κείνους που παρήγαγαν πιο αισθητικά έργα, γράφοντας «εκείνα τα σημαντικά πρόσωπα που ονομάζονται καλλιτέχνες και όχι τεχνίτες, εργάζονται αποκλειστικά για τους αργόσχολους και πλούσιους και βάζουν αυθαίρετη τιμή στα μπιχλιμπίδια τους». Ήταν επίσης εκτεθειμένος στη ταξική πολιτική σ’ αυτό το περιβάλλον, καθώς οι τεχνίτες συχνά προπαγάνδιζαν σ’ εκστρατεία αντίστασης ενάντια στη προνομιούχα τάξη που κυβερνούσε τη Γενεύη.
Ο Ρουσσώ δεν θυμότανε πως έμαθε να διαβάζει, αλλά θυμότανε πώς όταν ήτανε 5-6 ετών ο πατέρας του ενθάρρυνε την αγάπη για το διάβασμα:
“Κάθε βράδυ, μετά το δείπνο, διαβάζαμε κάποιο κομμάτι μικρής συλλογής ρομάντζων, που ήτανε της μητέρας μου. Το σχέδιό του ήταν μόνο να βελτιώσει την ανάγνωσή μου και πίστευε ότι αυτά τα διασκεδαστικά έργα είχαν υπολογιστεί για να μου δώσουνε συμπάθεια γι’ αυτό. Αλλά σύντομα βρήκαμε τους εαυτούς μας να ενδιαφερόμαστε τόσο πολύ για τις περιπέτειες που περιείχαν, που διαβάζαμε εναλλάξ ολόκληρες νύχτες μαζί και δεν αντέχαμε να τα παρατήσουμε παρά μόνο μετά από ένα τόμο. Μερικές φορές, το πρωί, ακούγοντας τα χελιδόνια στο παράθυρό μας, ο πατέρας μου, ντροπιασμένος γι’ αυτή την αδυναμία, φώναζε: «Έλα, έλα, ας πάμε για ύπνο. Είμαι περισσότερο παιδί από σένα“.
Η ανάγνωση ιστοριών απόδρασης από τον Ρουσσώ (όπως το L’Astrée του Honoré d’Urfé) τον επηρέασε. Μετά έγραψε ότι «μου έδωσαν παράξενες και ρομαντικές αντιλήψεις για την ανθρώπινη ζωή, που η εμπειρία κι ο προβληματισμός μου δεν μπόρεσαν ποτέ να με θεραπεύσουν». Αφού τελείωσαν την ανάγνωση των μυθιστορημάτων, άρχισαν να διαβάζουνε συλλογή αρχαίων και σύγχρονων κλασσικών που άφησε ο θείος της μητέρας του. Απ’ αυτά, το αγαπημένο του ήταν οι Βίοι των Ευγενών Ελλήνων και Ρωμαίων του Πλούταρχου, που τα διάβαζε στον πατέρα ενώ έφτιαχνε ρολόγια. Είδε το έργο του Πλούταρχου ως άλλο είδος μυθιστορήματος -τις ευγενείς πράξεις των ηρώων- και θα ‘παιζε τις πράξεις των χαρακτήρων που διάβαζε. Στις Εξομολογήσεις του, δήλωσε ότι η ανάγνωση των έργων του Πλούταρχου κι «οι συνομιλίες που προκλήθηκαν μεταξύ μας, διαμόρφωσαν μέσα μου το ελεύθερο και δημοκρατικό πνεύμα».

Το να βλέπει τους ντόπιους κατοίκους της πόλης να συμμετέχουνε σε πολιτοφυλακές του ‘κανε μεγάλη εντύπωση. Σ’ όλη του τη ζωή, θυμότανε σκηνή που, αφού η εθελοντική πολιτοφυλακή είχε τελειώσει τους ελιγμούς, άρχισαν να χορεύουνε γύρω από συντριβάνι κι οι περισσότεροι άνθρωποι από γειτονικά κτίρια βγήκαν να τους ακολουθήσουνε, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου και του πατέρα του. Έβλεπε πάντα τις πολιτοφυλακές ως ενσάρκωση του λαϊκού πνεύματος σε αντίθεση με τους στρατούς των ηγεμόνων, που τους έβλεπε σαν επαίσχυντους μισθοφόρους. Όταν ήτανε 10, ο πατέρας του, άπληστος κυνηγός, μπήκε σε νομική διαμάχη με πλούσιο γαιοκτήμονα που τα εδάφη είχε πιαστεί να καταπατά. Για να αποφύγει τη βέβαιη ήττα στα δικαστήρια, μετακόμισε στη Νιόν στην επικράτεια της Βέρνης, παίρνοντας μαζί του τη θεία του Ρουσσώ, Σουζάν. Ξαναπαντρεύτηκε κι από εκείνο το σημείο, ο Ζαν-Ζακ τον είδε ελάχιστα. Έμεινε με το θείο απ’ τη μητέρα του, που μάζεψε αυτόν και το γιο του, Abraham Bernard, για να πάνε 2 χρόνια με καλβινιστή ιερέα σε χωριουδάκι έξω από τη Γενεύη. Εδώ, τα αγόρια πήρανε στοιχεία μαθηματικών και σχεδίου. Ο Ρουσσώ, που ήτανε πάντα βαθιά συγκινημένος με τις θρησκευτικές λειτουργίες, ονειρευόταν ακόμη και να γίνει προτεστάντης ιερέας. Σχεδόν όλες οι πληροφορίες για τα νιάτα του προέρχονται από τις μεταθανάτιες Εξομολογήσεις του, που οι χρονολογίες είναι κάπως συγκεχυμένες, αν και πρόσφατοι μελετητές έχουνε χτενίσει τ’ αρχεία για να επιβεβαιώσουνε στοιχεία για να συμπληρώσουνε κενά. Στα 13 μαθήτευσε πρώτα σε συμβολαιογράφο και μετά σε χαράκτη. Στα 15 έφυγε από τη Γενεύη (στις 14 Μάρτη 1728) κι επέστρεψε στη πόλη μα βρήκε τις πύλες κλειδωμένες λόγω απαγόρευσης κυκλοφορίας.
Στη γειτονική Σαβοΐα βρήκε καταφύγιο σε Ρωμαιοκαθολικό ιερέα, που τονε σύστησε στη Françoise-Louise de Warens, 29 ετών. Ήταν ευγενής προτεσταντικής καταγωγής που ‘χε χωρίσει από τον σύζυγό της. Ως επαγγελματίας λαϊκός προσηλυτιστής, πληρώθηκε από τον βασιλιά του Πεδεμόντιου για να βοηθήσει τους Προτεστάντες να έρθουν στον Καθολικισμό. Έστειλαν το αγόρι στο Τορίνο, πρωτεύουσα της Σαβοΐας (που περιλάμβανε το Πεδεμόντιο, στη σημερινή Ιταλία), για να ολοκληρώσει τη μεταστροφή του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ν’ αναγκαστεί να εγκαταλείψει την υπηκοότητα της Γενεύης, αν κι αργότερα θα επέστρεφε στον Καλβινισμό για να την ανακτήσει. Μεταστρεφόμενοι στον Καθολικισμό, η de Warens κι ο Rousseau πιθανότατα αντιδρούσαν στην επιμονή του Καλβινισμού στη πλήρη εξαχρείωση του ανθρώπου. Ο Leo Damrosch γράφει: «Μια λειτουργία της Γενεύης του 18ου αι. απαιτούσε ακόμα από τους πιστούς να δηλώσουν «ότι είμαστε άθλιοι αμαρτωλοί, γεννημένοι στη διαφθορά, με τάση προς το κακό, ανίκανοι από μόνοι μας να κάνουμε το καλό». Η De Warens, θεΐστρια από κλίση, προσελκύστηκε από το δόγμα του Καθολικισμού για συγχώρεση των αμαρτιών.
Βρίσκοντας τον εαυτό του μονάχο, αφού πατέρας και θείος τον είχανε λίγο-πολύ αποκηρύξει, ο έφηβος συντηρούσε τον εαυτό του για ένα διάστημα ως υπηρέτης, γραμματέας και δάσκαλος, περιπλανώμενος στην Ιταλία (Πεδεμόντιο και Σαβοΐα) και τη Γαλλία. Μεταξύ των μαθητών του ήταν η Stéphanie Louise de Bourbon-Conti. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, ζούσε ξανά και ξανά με τη de Warens, που λάτρευε. Ο Maurice Cranston σημειώνει, «Η Madame de Warens […] Τον πήρε στο σπίτι της κι έκανε τη μητέρα. Την αποκαλούσε «μαμά» και κείνη τον αποκαλούσε «Petit». Κολακευμένη από την αφοσίωσή του, προσπάθησε να τον κάνει να ξεκινήσει επάγγελμα και κανόνισε επίσημα μαθήματα μουσικής γι’ αυτόν. Κάποια στιγμή, παρακολούθησε για λίγο σεμινάριο με την ιδέα να γίνει ιερέας.

Όταν ο Ρουσσώ έφτασε τα 20, η ντε Βαρένς τον έκανε εραστή της, ενώ είχε σχέση και με τον οικονόμο του σπιτιού. Η σεξουαλική πτυχή της σχέσης τους (a ménage à trois) τονε μπέρδεψε και τον έκανε να νιώθει άβολα, αλλά πάντα θεωρούσε τη de Warens τη μεγαλύτερη αγάπη της ζωής του. Μια μάλλον ξόδεψη συναισθήματος. Είχε μεγάλη βιβλιοθήκη και της άρεσε να διασκεδάζει και να ακούει μουσική. Αυτή και ο κύκλος της, που αποτελούνταν από μορφωμένα μέλη του καθολικού κλήρου, τον εισήγαγαν τον στον κόσμο των γραμμάτων και των ιδεών. Ήταν αδιάφορος μαθητής, αλλά στα 20 του, που σημαδεύτηκαν από μεγάλες περιόδους υποχονδρίας, αφοσιώθηκε σοβαρά στη μελέτη της φιλοσοφίας, μαθηματικών και μουσικής. Στα 25 του, απέκτησε μια κληρονομιά από τη μητέρα του και χρησιμοποίησε μέρος της για να ξεπληρώσει τη de Warens για την οικονομική της υποστήριξη προς αυτόν. Στα 27 του, έπιασε δουλειά ως δάσκαλος στη Λυών.
Το 1742, μετακόμισε στο Παρίσι να παρουσιάσει στην Ακαδημία Επιστημών νέο σύστημα αριθμημένης μουσικής σημειογραφίας που πίστευε ότι θα ‘κανε περιουσία. Το σύστημά του, που προορίζεται να είναι συμβατό με τη τυπογραφία, βασίζεται σε μία μόνο γραμμή, εμφανίζοντας αριθμούς που αντιπροσωπεύουνε διαστήματα μεταξύ νότων και κουκκίδων και κόμματα που υποδεικνύουν ρυθμικές τιμές. Πιστεύοντας ότι το σύστημα δεν ήταν πρακτικό, η Ακαδημία το απέρριψε, αν κι επαίνεσαν τη κυριαρχία του στο θέμα και τον παρότρυναν να προσπαθήσει ξανά. Έγινε φίλος με τον Ντενί Ντιντερό εκείνη τη χρονιά, συνδέοντας τη συζήτηση με τα λογοτεχνικά. Στα 1743-44, είχε τιμητική αλλά κακοπληρωμένη θέση ως γραμματέας του κόμη ντε Μονταίγκ, του Γάλλου πρεσβευτή στη Βενετία. Αυτό ξύπνησε μέσα του τη δια βίου αγάπη για την ιταλική μουσική, ιδιαίτερα την όπερα:
“Είχα φέρει μαζί μου από το Παρίσι τη προκατάληψη αυτής της πόλης ενάντια στην ιταλική μουσική. Αλλά είχα λάβει απ’ τη φύση ευαισθησία κι ευγένεια διάκρισης που η προκατάληψη δεν μπορεί να αντέξει. Σύντομα απέκτησα αυτό το πάθος για την ιταλική μουσική που εμπνέει όλους εκείνους που είναι ικανοί να νιώσουνε την υπεροχή της. Ακούγοντας barcaroles, ανακάλυψα ότι δεν ήξερα ακόμα τι είναι το τραγούδι…”
— Εξομολογήσεις
Ο εργοδότης του Ρουσσώ λάμβανε συνήθως την αμοιβή του με καθυστέρηση ως κι ενός έτους και πλήρωνε το προσωπικό του παράτυπα. Μετά από 11 μήνες, ο Ρουσσώ παραιτήθηκε, παίρνοντας από την εμπειρία βαθειά δυσπιστία για τη κυβερνητική γραφειοκρατία. Επιστρέφοντας στο Παρίσι απένταρος, έγινε φίλος κι εραστής της Thérèse Levasseur, μοδίστρας που στήριζε μητέρα και πολλά αδέλφια. Στην αρχή, δεν ζούσαν μαζί, αν κι αργότερα τη πήρε με τη μητέρα της να ζήσουν μαζί του ως υπηρέτριες κι ανέλαβε ο ίδιος το βάρος της συντήρησης της μεγάλης οικογένειάς της. Σύμφωνα με τις Εξομολογήσεις του, πριν μετακομίσει μαζί του, η Τερέζ του γέννησε ένα γιο κι άλλα 4 παιδιά, αλλά αυτό δεν είναι εξακριβωμένο και για την ύπαρξη και για τον αριθμό.

Ο Ρουσσώ έγραψε ότι έπεισε τη Τερέζ να δώσει κάθε ένα από τα νεογέννητα σε νοσοκομείο νεογνών, για χάρη της «τιμής» της. «Η μητέρα της, που φοβότανε ταλαιπωρία ενός παλιόπαιδου, συμφώνησε κι η Τερέζ αφέθηκε να πειστεί» (Εξομολογήσεις). Στην επιστολή του προς την Madame de Francueil το 1751, αρχικά προσποιήθηκε ότι δεν ήταν αρκετά πλούσιος για να μεγαλώσει τα παιδιά του, αλλά στο Βιβλίο IX των Εξομολογήσεων έδωσε τους πραγματικούς λόγους της επιλογής του: «Έτρεμα στη σκέψη να τα εμπιστευτώ σε οικογένεια κακοαναθρεμμένη, για να είναι ακόμα χειρότερα μορφωμένα. Ο κίνδυνος της εκπαίδευσης του νοσοκομείου βρεφών ήταν πολύ μικρότερος».
10 έτη μετά ερεύνησε για την τύχη του γιου του, αλλά δυστυχώς δεν βρέθηκε κανένα αρχείο. Όταν στη συνέχεια έγινε διάσημος ως θεωρητικός της εκπαίδευσης και της ανατροφής των παιδιών, η εγκατάλειψη των παιδιών του χρησιμοποιήθηκε από τους επικριτές του, συμπεριλαμβανομένων των Βολταίρου κι Έντμουντ Μπερκ, ως βάση για επιχειρήματα ad hominem.
Ξεκινώντας με μερικά άρθρα για τη μουσική το 1749, ο Ρουσσώ συνεισέφερε πολλά άρθρα στη μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια των Ντιντερό και Ντ’ Αλαμπέρ, που το πιο διάσημο απ’ αυτά ήταν άρθρο για τη πολιτική οικονομία που γράφτηκε το 1755.
Οι ιδέες του ήταν αποτέλεσμα σχεδόν εμμονικού διαλόγου με συγγραφείς του παρελθόντος, φιλτραρισμένου σε πολλές περιπτώσεις μέσα από συνομιλίες με τον Ντιντερό, που το 1749 τον επισκεπτότανε καθημερινά, που ‘χε κλειστεί στο φρούριο της Vincennes με lettre de cachet για απόψεις στο «Lettre sur les aveugles», που υπαινίσσονταν τον υλισμό, τη πίστη στ’ άτομα και τη φυσική επιλογή. Σύμφωνα με τον ιστορικό της επιστήμης Conway Zirkle, ο Rousseau είδε την έννοια της φυσικής επιλογής «ως παράγοντα για τη βελτίωση του ανθρώπινου είδους».
Ο Ρουσσώ είχε διαβάσει για διαγωνισμό δοκιμίου που χρηματοδοτήθηκε από την Ακαδημία της Ντιζόν για να δημοσιευτεί στο Mercure de France με θέμα αν η ανάπτυξη των τεχνών και των επιστημών ήταν ηθικά επωφελής. Έγραψε ότι ενώ περπατούσε στη Vincennes (περίπου 3 μίλια από το Παρίσι), είχε μια αποκάλυψη ότι οι τέχνες κι οι επιστήμες ήταν υπεύθυνες για τον ηθικό εκφυλισμό της ανθρωπότητας, που ήτανε βασικά καλή από τη φύση της. Ο Λόγος για τις Τέχνες και τις Επιστήμες του Ρουσσώ το 1750 τιμήθηκε με το Α’ Βραβείο και του χάρισε σημαντική φήμη.
Παράλληλα συνέχισε το ενδιαφέρον του για τη μουσική. Έγραψε τους στίχους και τη μουσική της όπεράς του, Le devin du village (Ο μάντης του χωριού), που παίχτηκε για το βασιλιά Λουδοβίκο XV το 1752. Ο βασιλιάς ήτανε τόσο ευχαριστημένος από το έργο που του πρόσφερε ισόβια σύνταξη. Προς αγανάκτηση των φίλων του, απέρριψε τη μεγάλη τιμή, φέρνοντάς του τη φήμη ως «ο άνθρωπος που είχε αρνηθεί τη σύνταξη του βασιλιά». Απέρριψε επίσης πολλές άλλες συμφέρουσες προσφορές, μερικές φορές με ωμότητα που συνόρευε με την ειλικρίνεια που προσέβαλε και του προκάλεσε προβλήματα. Την ίδια χρονιά, η επίσκεψη ενός θιάσου Ιταλών μουσικών στο Παρίσι κι η ερμηνεία τους στο La serva padrona του Giovanni Battista Pergolesi, ώθησε το Querelle des Bouffons, που έφερε αντιμέτωπους τους πρωταγωνιστές της γαλλικής μουσικής με τους υποστηρικτές του ιταλικού στυλ. Ο Rousseau, όπως σημειώθηκε παραπάνω, ήταν ενθουσιώδης υποστηρικτής των Ιταλών εναντίον του Jean-Philippe Rameau κι άλλων, συμβάλλοντας σημαντικά με την Επιστολή του για τη Γαλλική Μουσική.

Επιστρέφοντας στη Γενεύη το 1754, ασπάστηκε ξανά τον Καλβινισμό κι ανέκτησε την επίσημη υπηκοότητα της Γενεύης. Το 1755, ολοκλήρωσε το 2ο σημαντικό έργο του, τον Λόγο για τη Προέλευση και τη Βάση της Ανισότητας μεταξύ των Ανθρώπων (ο Λόγος για την Ανισότητα), που επεξεργάστηκε τα επιχειρήματα του Λόγου για τις Τέχνες και τις Επιστήμες. Επιδίωξε επίσης ανολοκλήρωτη ρομαντική σχέση με την 25χρονη Sophie d’Houdetot, που ενέπνευσε εν μέρει το επιστολικό του μυθιστόρημα Julie, ou la nouvelle Héloïse (βασισμένο επίσης στις αναμνήσεις της ειδυλλιακής νεανικής σχέσης του με την Mme de Warens). Η Σοφί ήταν ξαδέρφη και φιλοξενούμενη της προστάτιδας και σπιτονοικοκυράς του, Μαντάμ ντ’ Επινέ, που την αντιμετώπιζε μάλλον αυταρχικά. Δυσανασχετούσε που βρισκόταν στο κάλεσμα της κυρίας ντ’ Επινέ κι απεχθανόταν αυτό που θεωρούσε ως ανειλικρινή συζήτηση και ρηχό αθεϊσμό των Εγκυκλοπαιδιστών που συναντούσε στο τραπέζι της. Τα πληγωμένα συναισθήματα προκάλεσαν πικρή 3μερή διαμάχη μεταξύ του Ρουσσώ και της Μαντάμ ντ’ Επινέ. ο εραστής της, ο δημοσιογράφος Γκριμ κι ο κοινός τους φίλος, Ντιντερό, που πήρε το μέρος τους εναντίον του Ρουσσώ. Ο Ντιντερό αργότερα τονε περιέγραψε ως «ψεύτικο, ματαιόδοξο όπως ο Σατανάς, αχάριστος, σκληρός, υποκριτής και κακός… Ρούφηξε ιδέες από μένα, τις χρησιμοποίησε ο ίδιος και μετά με περιφρόνησε».
Η ρήξη του με τους Εγκυκλοπαιδιστές συνέπεσε με τη σύνθεση των 3 μεγάλων έργων του, που τόνισε τη διακαή πίστη του στη πνευματική προέλευση της ψυχής του ανθρώπου και του σύμπαντος, σε αντίθεση με τον υλισμό του Ντιντερό, του Λα Μετρί και του Ντ’ Χόλμπαχ. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Ρουσσώ απολάμβανε την υποστήριξη και τη προστασία του Καρόλου Β’ Φρανσουά Φρεντερίκ ντε Μονμορανσί-Λουξεμβούργου και του πρίγκηπα ντε Κοντί, 2 από τους πλουσιότερους κι ισχυρότερους ευγενείς στη Γαλλία. Αυτοί οι άνδρες τονε συμπαθούσανε πράγματι κι απολάμβαναν την ικανότητά του να συνομιλεί για οποιοδήποτε θέμα, αλλά τον χρησιμοποιούσαν επίσης ως τρόπο να εκδικηθούν τον Λουδοβίκο XV και τη πολιτική φατρία γύρω από την ερωμένη του, Μαντάμ ντε Πομπαντούρ. Ακόμη και μαζί τους, ωστόσο, το παράκανε, φλερτάροντας με την απόρριψη όταν επέκρινε τη πρακτική της φορολογικής γεωργίας, που συμμετείχαν ορισμένοι απ’ αυτούς.
Το μυθιστόρημα συναισθημάτων 800 σελίδων του Ρουσσώ, Julie, ou la nouvelle Héloïse, εκδόθηκε το 1761 με τεράστια επιτυχία. Οι ραψωδικές περιγραφές του βιβλίου για τη φυσική ομορφιά της ελβετικής υπαίθρου χτύπησαν ευαίσθητη χορδή στο κοινό και μπορεί να βοήθησαν να πυροδοτηθεί η επακόλουθη τρέλλα του 19ου αι. για το αλπικό τοπίο. Το 1762, δημοσίευσε το Du Contrat Social, Principes du droit politique (στα αγγλικά, κυριολεκτικά Of the Social Contract, Principles of Political Right) τον Απρίλη. Ακόμη κι ο φίλος του Antoine-Jacques Roustan ένιωσε υποχρεωμένος να γράψει ευγενική αντίκρουση του κεφαλαίου για τη Πολιτική Θρησκεία στο Κοινωνικό Συμβόλαιο, που υπονοούσε ότι η έννοια της χριστιανικής δημοκρατίας ήταν παράδοξη, καθώς ο Χριστιανισμός δίδασκε την υποταγή κι όχι τη συμμετοχή στις δημόσιες υποθέσεις. Ο Ρουσσώ βοήθησε τον Ρουστάν να βρει εκδότη για τη κριτική.
Δημοσίευσε το Emile, ή On Education το Μάη. Διάσημο τμήμα του Emile, «Η Ομολογία της Πίστης ενός Εφημέριου της Σαβοΐας», προοριζόταν να είναι υπεράσπιση της θρησκευτικής πίστης. Η επιλογή από τον Ρουσσώ ενός καθολικού εφημέριου ταπεινής αγροτικής καταγωγής (που εύλογα βασίστηκε σ’ ευγενικό ιεράρχη που ‘χε γνωρίσει ως έφηβος) ως εκπροσώπου για την υπεράσπιση της θρησκείας ήταν από μόνη της τολμηρή καινοτομία για την εποχή. Το δόγμα του εφημέριου ήταν αυτό του Σοκινιανισμού (ή Ουνιταριανισμού όπως ονομάζεται σήμερα). Επειδή απέρριπτε το προπατορικό αμάρτημα και τη θεία αποκάλυψη, οι Προτεσταντικές κι οι Καθολικές αρχές προσβάλλονταν. Επιπλέον, υποστήριξε την άποψη ότι, στο βαθμό που οδηγούνε τους ανθρώπους στην αρετή, όλες οι θρησκείες είναι εξίσου άξιες κι ότι οι άνθρωποι πρέπει επομένως να συμμορφώνονται με τη θρησκεία που έχουν ανατραφεί. Αυτή η θρησκευτική αδιαφορία προκάλεσε την απαγόρευσή του και των βιβλίων του από τη Γαλλία και τη Γενεύη. Καταδικάστηκε από τον άμβωνα από τον Αρχιεπίσκοπο των Παρισίων, τα βιβλία του κάηκαν κι εκδόθηκαν εντάλματα για τη σύλληψή του. Πρώην φίλοι όπως ο Jacob Vernes της Γενεύης δεν μπορούσαν να δεχτούνε τις απόψεις του κι έγραψαν βίαιες κριτικές.

Ένας συμπαθής παρατηρητής, ο Ντέιβιντ Χιουμ δεν εξεπλάγη όταν έμαθε ότι τα βιβλία του Ρουσσώ απαγορεύτηκαν στη Γενεύη κι αλλού. Ο Ρουσσώ, έγραψε, «δεν είχε την προφύλαξη να ρίξει κανένα πέπλο πάνω από τα συναισθήματά του και, καθώς αδυνατεί να κρύψει τη περιφρόνησή του για τις καθιερωμένες απόψεις, δεν μπορούσε να απορήσει που όλοι οι ζηλωτές ήταν οπλισμένοι εναντίον του. Η ελευθερία του Τύπου δεν είναι τόσο εξασφαλισμένη σε καμμία χώρα, ώστε να μη καταστήσει τέτοια ανοιχτή επίθεση στη λαϊκή προκατάληψη κάπως επικίνδυνη».
Αφού ο Εμίλ του είχε εξοργίσει το γαλλικό κοινοβούλιο, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του, με αποτέλεσμα να διαφύγει στην Ελβετία. Στη συνέχεια, όταν οι ελβετικές αρχές αποδείχθηκαν επίσης αντιπαθείς απέναντί του -καταδικάζοντας τον Εμίλ και το Κοινωνικό Συμβόλαιο- ο Βολταίρος του απηύθυνε πρόσκληση να ‘ρθει και να μείνει μαζί του, σχολιάζοντας ότι: «Θα αγαπώ πάντα τον συγγραφέα του «Vicaire savoyard» ό,τι κι αν έχει κάνει κι ό,τι κι αν κάνει. Αφήστε τον να έρθει εδώ [στο Ferney]! Πρέπει να έρθει! Θα τον δεχτώ με ανοιχτές αγκάλες. Θα είναι κύριος εδώ πιότερο από μένα. Θα του φερθώ σαν δικό μου γιο».
Ο Ρουσσώ εξέφρασε αργότερα τη λύπη του που δεν είχε απαντήσει στη πρόσκληση του Βολταίρου. Τον Ιούλιο του 1762, αφού ενημερώθηκε ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει να κατοικεί στη Βέρνη, ο Ντ’ Αλαμπέρ τον συμβούλεψε να μετακομίσει στο Πριγκηπάτο του Νεσατέλ, που κυβερνούσε ο Φρειδερίκος ο Μέγας της Πρωσίας. Στη συνέχεια, δέχτηκε πρόσκληση να μείνει στο Môtiers, 15 μίλια από το Neuchâtel. Στις 11 Ιουλίου 1762, έγραψε στον Φρειδερίκο, περιγράφοντας πώς είχε εκδιωχθεί από τη Γαλλία, από τη Γενεύη κι από τη Βέρνη και ζητώντας τη προστασία του. Ανέφερε επίσης ότι τον είχε επικρίνει στο παρελθόν και θα συνεχίσει να ‘ναι επικριτικός στο μέλλον, δηλώνοντας ωστόσο: «Η Μεγαλειότητά σας μπορεί να με διαθέσει όπως θέλετε». Ο Φρειδερίκος, ακόμα στη μέση του Επταετούς Πολέμου, έγραψε τότε στον τοπικό κυβερνήτη του Νεσατέλ, Marischal Keith, που ήτανε κοινός τους φίλος:
“Πρέπει να βοηθήσουμε αυτόν το φτωχό άτυχο. Το μόνο του παράπτωμα είναι ότι έχει περίεργες απόψεις που πιστεύει ότι είναι καλές. Θα στείλω 100 κορώνες, που θα ‘χετε τη καλοσύνη να του δώσετε όσες χρειάζεται. Νομίζω ότι θα τα δεχτεί σε είδος πιο εύκολα παρά σε μετρητά. Αν δεν ήμασταν σε πόλεμο, αν δεν καταστρεφόμασταν, θα του έφτιαχνα ένα ερημητήριο με κήπο, όπου θα μπορούσε να ζήσει όπως πιστεύω οι πρώτοι μας πατέρες. Νομίζω ότι ο καημένος ο Ρουσσώ έχει χάσει το επάγγελμά του. Προφανώς γεννήθηκε για να γίνει διάσημος αναχωρητής, πατέρας της ερήμου, διάσημος για τις λιτότητες και τα μαστιγώματά του. Καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η ηθική του άγριου σας είναι τόσο αγνή όσο το μυαλό του είναι παράλογο“.
Ο Ρουσσώ, συγκινημένος από τη βοήθεια που έλαβε από τον Φρειδερίκο, δήλωσε ότι από τότε και μετά θα ‘δειχνε έντονο ενδιαφέρον για τις δραστηριότητές του. Καθώς ο Επταετής Πόλεμος επρόκειτο να τελειώσει, έγραψε ξανά στον Φρειδερίκο, ευχαριστώντας τον για τη βοήθεια που ‘λαβε και προτρέποντάς τον να βάλει τέλος στις στρατιωτικές δραστηριότητες και να προσπαθήσει να κρατήσει τους υπηκόους του ευτυχισμένους. Ο Φρέντερικ δεν έδωσε καμμία γνωστή απάντηση, αλλά σχολίασε στον Κιθ ότι ο Ρουσσώ τον είχε επιπλήξει.

Για περισσότερα από δύο χρόνια (1762–1765) έζησε στο Môtiers, περνώντας το χρόνο διαβάζοντας, γράφοντας και συναντώντας επισκέπτες όπως τον James Boswell (Δεκέμβρης 1764). (Ο Μπόσγουελ κατέγραψε τις ιδιωτικές συζητήσεις τους, σε άμεση παράθεση και σε δραματικό διάλογο, σε αρκετές σελίδες του ημερολογίου του το 1764. Εν τω μεταξύ, οι τοπικοί ιερείς είχαν αντιληφθεί τις αποστασίες σε μερικά από τα γραπτά του κι αποφάσισαν να μην τον αφήσουν να μείνει στη περιοχή. Το Neuchâtel Consistory τονε κάλεσε ν’ απαντήσει σε κατηγορία βλασφημίας. Απάντησε ζητώντας να δικαιολογηθεί λόγω της αδυναμίας του να καθίσει για πολλή ώρα λόγω της πάθησής του.
Ο ίδιος ο πάστοράς του, Φρεντερίκ-Γκιγιόμ ντε Μονμολέν, άρχισε να τον καταγγέλλει δημόσια ως Αντίχριστο. Σ’ εμπρηστικό κήρυγμα, ο Montmollin παρέθεσε το εδάφιο Παροιμίες 15:8: «Η θυσία των ασεβών είναι βδέλυγμα στον Κύριο, αλλά η προσευχή των πιστών είναι η ευχαρίστησή του». Αυτό ερμηνεύτηκε από όλους ότι σήμαινε ότι η Θεία Κοινωνία του ήταν απεχθής από τον Κύριο. Οι εκκλησιαστικές επιθέσεις φούντωσαν τους ενορίτες, που προχώρησαν σε πέτρες στον Ρουσσώ όταν έβγαινε για βόλτες. Γύρω στα μεσάνυχτα της 6ης προς 7η Σεπτέμβρη 1765, πέταξαν πέτρες στο σπίτι που έμενε και μερικά τζάμια έσπασαν. Όταν τοπικός αξιωματούχος, ο Martinet, έφτασε στη κατοικία του, είδε τόσες πολλές πέτρες στο μπαλκόνι που αναφώνησε «Θεέ μου, είναι λατομείο!». Σε αυτό το σημείο, οι φίλοι του στο Môtiers τονε συμβούλεψαν να φύγει από τη πόλη.
Δεδομένου ότι ήθελε να παραμείνει στην Ελβετία, αποφάσισε να δεχτεί πρόταση να μετακομίσει σε μικροσκοπικό νησί, το Île de St.-Pierre, έχοντας μοναχικό σπίτι. Αν και βρισκόταν εντός του καντονιού της Βέρνης, απ’ όπου είχε εκδιωχθεί 2 χρόνια πριν, τον διαβεβαίωσαν ανεπίσημα ότι θα μπορούσε να μετακομίσει σ’ αυτό το νησιωτικό σπίτι χωρίς φόβο σύλληψης και το έκανε (10 Σεπτέμβρη 1765). Εδώ, παρά την απόσταση του καταφυγίου του, οι επισκέπτες τον αναζήτησαν ως διασημότητα. Στις 17 Οκτώβρη 1765, η Σύγκλητος της Βέρνης τονε διέταξε να εγκαταλείψει το νησί κι όλη την επικράτεια της Βέρνης εντός 15 ημερών. Απάντησε, ζητώντας άδεια να παρατείνει τη παραμονή του και προσφέρθηκε να φυλακιστεί σε οποιοδήποτε μέρος εντός της δικαιοδοσίας τους με λίγα μόνο βιβλία στη κατοχή του κι άδεια να περπατά περιστασιακά σε κήπο ενώ ζούσε με δικά του έξοδα. Η απάντηση της Γερουσίας ήταν να τονε διατάξει να εγκαταλείψει το νησί κι όλη την επικράτεια της Βέρνης μέσα σε 24 ώρες. Στις 29 Οκτωβρίου 1765 έφυγε από το Île de St.-Pierre και μετακόμισε στο Στρασβούργο. Σε αυτό το σημείο έλαβε προσκλήσεις από διάφορα κόμματα στην Ευρώπη και σύντομα αποφάσισε να δεχτεί τη πρόσκληση του Χιουμ να πάει στην Αγγλία.
Στις 9 Δεκέμβρη 1765, έχοντας εξασφαλίσει διαβατήριο απ’ τη γαλλική κυβέρνηση, έφυγε απ’ το Στρασβούργο για το Παρίσι όπου έφτασε μια βδομάδα μετά και διέμεινε στο παλάτι του φίλου του, του πρίγκηπα του Κοντί. Εδώ γνώρισε το Χιουμ, καθώς και πολλούς φίλους και καλοθελητές κι έγινε εξέχουσα προσωπικότητα στη πόλη. Εκείνη την εποχή, ο Χιουμ έγραψε: “Είναι αδύνατο να εκφράσουμε ή να φανταστούμε τον ενθουσιασμό αυτού του έθνους υπέρ του Ρουσσώ. Κανείς άνθρωπος δεν απόλαυσε τόσο πολύ τη προσοχή τους. Ο Βολταίρος κι όλοι οι άλλοι είναι αρκετά επισκιασμένοι“. Αν κι ο Ντιντερό κείνη την εποχή επιθυμούσε συμφιλίωση με τον Ρουσσώ κι οι δύο περίμεναν πρωτοβουλία από τον άλλο κι έτσι δεν συναντήθηκαν.

Τη 1η Γενάρη 1766, ο Γκριμ συμπεριέλαβε στην «Αλληλογραφία» του επιστολή που λέγεται ότι είχε γράψει ο Φρειδερίκος ο Μέγας στο Ρουσσώ. Στη πραγματικότητα είχε συντεθεί από τον Οράτιο Γουόλπολ ως παιχνιδιάρικη φάρσα. Ο Γουόλπολ δεν είχε συναντήσει ποτέ τον Ρουσσώ, αλλά γνώριζε καλά τον Ντιντερό και τον Γκριμ. Η επιστολή βρήκε σύντομα ευρεία δημοσιότητα. Ο Χιουμ πιστεύεται ότι ήταν παρών κι ότι συμμετείχε στη δημιουργία του. Στις 16 Φλεβάρη 1766, ο Χιουμ έγραψε στη Μαρκησία ντε Μπραμπαντάν: «Η μόνη ευχαρίστηση που επέτρεψα στον εαυτό μου σε σχέση με την υποτιθέμενη επιστολή του βασιλιά της Πρωσίας έγινε από μένα στο τραπέζι του Λόρδου Ossory». Αυτή η επιστολή ήταν απ’ τους λόγους για τη μεταγενέστερη ρήξη στις σχέσεις του Χιουμ με το Ρουσσώ. Στις 4 Γενάρη 1766 έφυγε από το Παρίσι με το Χιουμ, τον έμπορο Ντε Λουζ (παλιό φίλο του Ρουσσώ) και τον σκύλο του, τον Σουλτάνο. Μετά από 4ήμερο ταξίδι στο Καλαί, όπου έμειναν 2 νύχτες, επιβιβάστηκαν σε πλοίο για Ντόβερ. Στις 13 Γενάρη 1766 φτάσανε στο Λονδίνο. Λίγο μετά την άφιξή τους, ο Ντέιβιντ Γκάρικ κανόνισε θεωρείο στο θέατρο Drury Lane για το Χιουμ και το Ρουσσώ σε βραδυά που παρευρέθηκαν επίσης ο Βασιλιάς κι η Βασίλισσα. Ο ίδιος ο Γκάρικ έπαιζε μόνος σε κωμωδία, αλλά και σε τραγωδία του Βολταίρου. Ο Ρουσσώ ενθουσιάστηκε τόσο πολύ στη διάρκεια της παράστασης που έγειρε πολύ πίσω και παραλίγο να πέσει έξω από το κουτί. Ο Χιουμ παρατήρησε ότι ο Βασιλιάς κι η Βασίλισσα τονε κοιτούσανε πιότερο παρά τη παράσταση. Στη συνέχεια, ο Γκάρικ σέρβιρε δείπνο για το Ρουσσώ, που επαίνεσε την ερμηνεία του: «Κύριε, με κάνατε να δακρύσω για τη τραγωδία σας και να χαμογελάσω στη κωμωδία σας, αν και μετά βίας καταλάβαινα λέξη από τη γλώσσα σας».
Εκείνη την εποχή, ο Χιουμ είχε ευνοϊκή γνώμη για το Ρουσσώ. Σε μια επιστολή προς την Μαντάμ ντε Μπραμπαντάν, ο Χιουμ έγραψε ότι αφού παρατήρησε προσεκτικά τον Ρουσσώ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν είχε συναντήσει ποτέ πιο ευγενικό κι ενάρετο άτομο. Σύμφωνα με τον Χιουμ, ήταν “ευγενικός, σεμνός, στοργικός, αδιάφορος, εξαιρετικής ευαισθησίας“. Αρχικά, τονε φιλοξένησε στο σπίτι της κυρίας Άνταμς στο Λονδίνο, αλλά ο Ρουσσώ άρχισε να δέχεται τόσους πολλούς επισκέπτες που σύντομα θέλησε να μετακομίσει σε πιο ήσυχη τοποθεσία. Ήρθε προσφορά να τον φιλοξενήσουνε σε ουαλλικό μοναστήρι κι ήτανε διατεθειμένος να τη δεχτεί, αλλά ο Χιουμ τον έπεισε να μετακομίσει στο Τσίσγουικ. Ο Ρουσσώ ζήτησε τώρα από τη Τερέζ να τονε ξανασυναντήσει. Εν τω μεταξύ, ο James Boswell, τότε στο Παρίσι, προσφέρθηκε να συνοδεύσει τη Thérèse στο Rousseau. Ο Μπόσγουελ τους είχε συναντήσει νωρίτερα στο Μοτιέ. Είχε στείλει στη Τερέζ κολιέ από γρανάτη κι είχε γράψει στον Ρουσσώ ζητώντας άδεια να επικοινωνεί περιστασιακά μαζί της. Ο Χιουμ προέβλεψε τι επρόκειτο να συμβεί: «Φοβάμαι κάποιο γεγονός μοιραίο για την τιμή του φίλου μας». Ο Boswell κι η Thérèse ήταν μαζί για περισσότερο από βδομάδα και σύμφωνα με σημειώσεις στο ημερολόγιο του Boswell ολοκλήρωσαν τη σχέση, έχοντας σεξουαλική επαφή αρκετές φορές. Σε μια περίπτωση, η Τερέζ είπε στον Μπόσγουελ: «Μη φανταστείς ότι είσαι καλύτερος εραστής από τον Ρουσσώ».

Δεδομένου ότι ήθελε να μετακομίσει σε πιο απομακρυσμένη τοποθεσία, ο Ρίτσαρντ Ντάβενπορτ -πλούσιος κι ηλικιωμένος χήρος που μιλούσε γαλλικά- προσφέρθηκε να φιλοξενήσει και τους 2 στο Wootton Hall στο Staffordshire. Στις 22 Μάρτη 1766 ο Ρουσσώ και η Τερέζ ξεκίνησαν για το Γούτον, παρά τη συμβουλή του Χιουμ, δεν θα συναντιόντουσαν ποτέ ξανά οι 2 τους. Αρχικά άρεσε στον Ρουσσώ το νέο του κατάλυμα στο Wootton Hall κι έγραψε ευνοϊκά για τη φυσική ομορφιά του τόπου και πώς ένιωθε αναγεννημένος, ξεχνώντας τις λύπες του παρελθόντος. Στις 3 Απρίλη 1766 καθημερινή εφημερίδα δημοσίευσε την επιστολή που αποτελούσε τη φάρσα του Οράτιου Γουόλπολ για τον Ρουσσώ -χωρίς να τον αναφέρει ως πραγματικό συγγραφέα. Το γεγονός ότι ο εκδότης της ήτανε προσωπικός φίλος του Χιουμ επιδείνωσε τη θλίψη του. Σταδιακά άρθρα επικριτικά γι’ αυτόν άρχισαν να εμφανίζονται στο βρεττανικό Τύπο. Ο Ρουσσώ ένιωθε ότι ο Χιουμ, ως οικοδεσπότης του, έπρεπε να τον υπερασπιστεί. Επιπλέον, κατά την εκτίμηση του, ορισμένες από τις δημόσιες επικρίσεις περιείχαν λεπτομέρειες που μόνο ο Χιουμ γνώριζε. Στενοχωρήθηκε όταν ανακάλυψε ότι ο Χιουμ είχε καταλύσει στο Λονδίνο με το Φρανσουά Τρονσίν, γιο του εχθρού του Ρουσσώ στη Γενεύη.
Περίπου κείνη την εποχή, ο Βολταίρος δημοσίευσε ανώνυμα (όπως πάντα) την Επιστολή του προς τον Δρ J.-J. Pansophe που ‘δινε αποσπάσματα από πολλές από τις προηγούμενες δηλώσεις του Rousseau που ήταν επικριτικές για τη ζωή στην Αγγλία. Τα πιο επιζήμια τμήματα της γραφής του Βολταίρου ανατυπώθηκαν σε περιοδικό του Λονδίνου. Ο Ρουσσώ αποφάσισε τώρα ότι υπήρχε συνωμοσία σε εξέλιξη για να τον δυσφημίσουν. Άλλη αιτία για τη δυσαρέσκεια του Ρουσσώ ήταν η ανησυχία του ότι ο Χιουμ μπορεί να παραποιούσε τη αλληλογραφία του. Η παρεξήγηση είχε προκύψει επειδή ο Ρουσσώ κουράστηκε να λαμβάνει ογκώδη αλληλογραφία που τα ταχυδρομικά τέλη έπρεπε να πληρώσει. Ο Χιουμ προσφέρθηκε να ανοίξει ο ίδιος την αλληλογραφία του Ρουσσώ και να προωθήσει τις σημαντικές επιστολές στον Ρουσσώ. Αυτή η προσφορά έγινε αποδεκτή. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι ο Χιουμ υπέκλεψε ακόμη και την εξερχόμενη αλληλογραφία του Ρουσσώ.
Μετά από κάποια αλληλογραφία με τον Ρουσσώ, που περιλάμβανε 18σέλιδη επιστολή από τον Ρουσσώ που περιέγραφε τους λόγους της δυσαρέσκειάς του, ο Χιουμ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Ρουσσώ έχανε την ψυχική του ισορροπία. Όταν έμαθε ότι τον είχε καταγγείλει στους Παριζιάνους φίλους του, ο Χιουμ έστειλε ένα αντίγραφο της μακροσκελούς επιστολής του Ρουσσώ στην Μαντάμ ντε Μπουφλέ. Απάντησε δηλώνοντας ότι, κατά την εκτίμησή της, η υποτιθέμενη συμμετοχή του Χιουμ στη σύνθεση της ψεύτικης επιστολής του Οράτιου Γουόλπολ ήταν η αιτία για την οργή του Ρουσσώ. Όταν έμαθε ότι ο Ρουσσώ έγραφε τις Εξομολογήσεις, υπέθεσε ότι η παρούσα διαμάχη θα περιλαμβανότανε στο βιβλίο. Ο Άνταμ Σμιθ, ο Τουργκό, ο Μάρισαλ Κιθ, ο Οράτιος Γουόλπολ κι η κυρία ντε Μπουφλέρ συμβούλεψαν τον Χιουμ να μη δημοσιοποιήσει τη διαμάχη του με τον Ρουσσώ. Ωστόσο, πολλά μέλη της κλίκας του Χόλμπαχ -ιδιαίτερα ο Ντ’ Αλαμπέρ- τον παρότρυναν να αποκαλύψει τη δική του εκδοχή για τα γεγονότα. Τον Οκτώβρη του 1766 η εκδοχή του Χιουμ για τη διαμάχη μεταφράστηκε στα γαλλικά και δημοσιεύτηκε στη Γαλλία. τον Νοέμβρη εκδόθηκε στην Αγγλία. Ο Γκριμ τη συμπεριέλαβε στη λογοτεχνία αλληλογραφίας του. τελικά:
“Ο καυγάς αντήχησε στη Γενεύη, το Άμστερνταμ, το Βερολίνο και την Αγία Πετρούπολη. Μια ντουζίνα φυλλάδια διπλασίασαν τον πόνο. Ο Walpole τύπωσε τη δική του εκδοχή της διαμάχης. Ο Μπόσγουελ επιτέθηκε στον Γουόλπολ. Ο φίλτατος sur M. Rousseau της κυρίας de La Tour αποκάλεσε τον Hume προδότη. Ο Βολταίρος του έστειλε πρόσθετο υλικό για τα λάθη και τα εγκλήματα του Ρουσσώ, για τη σύχνασή του σε κακόφημους τόπους και για τις ανατρεπτικές του δραστηριότητες στην Ελβετία. Ο Γεώργιος Γ’ παρακολούθησε τη μάχη με έντονη περιέργεια“.
Μετά τη δημοσιοποίηση της διαμάχης, εν μέρει λόγω σχολίων από αξιόλογους εκδότες όπως ο Andrew Millar, ο Walpole είπε στον Hume ότι καβγάδες όπως αυτός καταλήγουν να γίνονται πηγή διασκέδασης για την Ευρώπη. Ο Ντιντερό είχε φιλανθρωπική άποψη για το χάος: «Ήξερα καλά αυτούς τους δύο φιλοσόφους. Θα μπορούσα να γράψω έργο γι’ αυτούς που θα σ’ έκανε να κλάψεις και θα τους συγχωρούσε και τους δύο». Εν μέσω της διαμάχης του με τον Χιουμ, ο Ρουσσώ διατήρησε δημόσια σιωπή, αλλά αποφάσισε τώρα να επιστρέψει στη Γαλλία. Για να τον ενθαρρύνει να το κάνει γρήγορα, η Τερέζ τον συμβούλεψε ότι οι υπηρέτες στο Γούτον Χολ προσπαθούσαν να τον δηλητηριάσουν. Στις 22 Μάη 1767 ξεκίνησαν από το Ντόβερ για το Καλαί. Στις 22 Μάη 1767, εισήλθε ξανά στη Γαλλία, παρ’ όλο που το ένταλμα σύλληψης εναντίον του εξακολουθούσε να ισχύει. Είχε ψεύτικο όνομα, αλλ’ αναγνωρίστηκε και συμπόσιο προς τιμή του διοργανώθηκε από τη πόλη της Αμιένης. Γάλλοι ευγενείς του πρόσφεραν κατοικία κείνη την εποχή. Αρχικά, ο Rousseau αποφάσισε να μείνει σε κτήμα κοντά στο Παρίσι που ανήκε στον Mirabeau. Στη συνέχεια, στις 21 Ιουνίου 1767, μετακόμισε σε κάστρο του Πρίγκηπα του Κόντι στο Τρι.

Εκείνη την εποχή, ο Ρουσσώ άρχισε να αναπτύσσει συναισθήματα παράνοιας, άγχους και συνωμοσίας εναντίον του. Τα περισσότερα απ’ αυτά ήταν απλώς φαντασία του στη δουλειά, αλλά στις 29 Γενάρη 1768, το θέατρο της Γενεύης καταστράφηκε από πυρπόληση κι ο Βολταίρος τονε κατηγόρησε ψευδώς ότι ήταν ένοχος. Τον Ιούνιο 1768, έφυγε από τη Τρι, αφήνοντας πίσω τη Τερέζ και πήγε πρώτα στη Λυών και στη συνέχεια στη Βουργουνδία. Τώρα κάλεσε τη Τερέζ εκεί και τη παντρεύτηκε, με το ψευδώνυμό του «Ρενού» με ψεύτικο πολιτικό γάμο στο Bourgoin στις 30 Αυγούστου 1768. Γενάρη 1769, το ζεύγος πήγαν να ζήσουνε σε αγροικία κοντά στη Γκρενόμπλ. Εδώ άσκησε τη βοτανική κι ολοκλήρωσε τις Εξομολογήσεις. Εκείνη την εποχή εξέφρασε τη λύπη του που έβαλε τα παιδιά του σε ορφανοτροφείο. Στις 10 Απρίλη 1770, το ζεύγος έφυγε για τη Λυών όπου έγινε φίλος με το Horace Coignet, σχεδιαστή υφασμάτων κι ερασιτέχνη μουσικό. Μετά από πρόταση του Rousseau, ο Coignet συνέθεσε μουσικά ιντερλούδια για το πεζό ποίημα του Rousseau Pygmalion. Αυτό παίχτηκε στη Λυών μαζί με το ειδύλλιο του Ρουσσώ The Village Soothsayer με δημόσια αναγνώριση. Στις 8 Ιουνίου, το ζεύγος έφυγε από τη Λυών για το Παρίσι, φτάσαν εκεί 24 Ιουνίου.
Στο Παρίσι, μείνανε σε μη μοντέρνα γειτονιά της πόλης, τη Rue Platrière -που τώρα ονομάζεται Rue Jean-Jacques Rousseau. Τώρα συντηρούσε τον εαυτό του οικονομικά αντιγράφοντας μουσική και συνέχισε τις σπουδές του στη βοτανική. Κείνη την εποχή επίσης, έγραψε τις Επιστολές του για τα Στοιχεία της Βοτανικής. Αυτά ήταν σειρά επιστολών που ‘γραψε ο Ρουσσώ στη κυρία Delessert στη Λυών για να βοηθήσει τις κόρες της να μάθουν το θέμα. Αυτές οι επιστολές έτυχαν ευρείας αναγνώρισης όταν τελικά δημοσιεύτηκαν μετά θάνατον. «Είναι αληθινό παιδαγωγικό μοντέλο και συμπληρώνει τον Εμίλ», σχολίασε ο Γκαίτε.
Προκειμένου να υπερασπιστεί τη φήμη του από εχθρικά κουτσομπολιά, είχε αρχίσει να γράφει τις Εξομολογήσεις το 1765. Νοέμβρη 1770, ολοκληρώθηκαν και παρ’ όλο που δεν επιθυμούσε να τα δημοσιεύσει κείνη τη στιγμή, άρχισε να προσφέρει ομαδικές αναγνώσεις ορισμένων τμημάτων του βιβλίου. Μεταξύ Δεκέμβρη 1770 και Μάη 1771, έκανε τουλάχιστον 4 ομαδικές αναγνώσεις του βιβλίου του με τη τελική ανάγνωση να διαρκεί 17 ώρες. Μάρτυρας σ’ αυτές τις συνεδρίες, ο Claude Joseph Dorat, έγραψε:
“Περίμενα συνεδρία 7-8 ωρών. Διήρκεσε 14-15… Η γραφή είναι πραγματικά φαινόμενο ιδιοφυΐας, απλότητας, ειλικρίνειας και θάρρους. Πόσοι γίγαντες έγιναν νάνοι! Πόσοι σκοτεινοί αλλά ενάρετοι άνθρωποι αποκαταστάθηκαν στα δικαιώματά τους κι εκδικήθηκαν εναντίον των ασεβών με τη μοναδική μαρτυρία ενός έντιμου ανθρώπου“!
Μετά το Μάη του 1771 δεν υπήρχαν άλλες ομαδικές αναγνώσεις επειδή η Madame d’Épinay έγραψε στον αρχηγό της αστυνομίας, που ήταν φίλος της, να σταματήσει τις αναγνώσεις του για να προστατεύσει την ιδιωτική της ζωή. Η αστυνομία τονε κάλεσε και συμφώνησε να σταματήσει. Οι Εξομολογήσεις του δημοσιεύτηκαν τελικά μετά θάνατον το 1782. Το 1772, κλήθηκε να παρουσιάσει συστάσεις για νέο σύνταγμα για τη Πολωνο-Λιθουανική Κοινοπολιτεία, με αποτέλεσμα τις Σκέψεις για τη Κυβέρνηση της Πολωνίας, που πρόκειται να ‘ναι το τελευταίο σημαντικό πολιτικό του έργο.
Επίσης το 1772, άρχισε να γράφει τον Ρουσσώ, Δικαστή του Ζαν-Ζακ, που ήταν άλλη προσπάθεια να απαντήσει στους επικριτές του. Ολοκλήρωσε τη συγγραφή του το 1776. Το βιβλίο έχει τη μορφή 3 διαλόγων μεταξύ 2 χαρακτήρων, ο «Γάλλος» κι ο «Ρουσσώ», που διαφωνούν για τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα ενός 3ου χαρακτήρα -συγγραφέα που ονομάζεται Jean-Jacques. Έχει περιγραφεί ως το πιο δυσανάγνωστο έργο του. Στον πρόλογο του βιβλίου, παραδέχεται ότι μπορεί να ‘ναι επαναλαμβανόμενο κι άτακτο, αλλά εκλιπαρεί την επιείκεια του αναγνώστη με το σκεπτικό ότι πρέπει να υπερασπιστεί τη φήμη του από τη συκοφαντία πριν πεθάνει.
Το 1766, ο Ρουσσώ είχε εντυπωσιάσει τον Χιουμ με τη σωματική του ικανότητα περνώντας 10 ώρες τη νύχτα στο κατάστρωμα με κακές καιρικές συνθήκες στη διάρκεια του ταξιδιού με πλοίο από το Καλαί στο Ντόβερ, ενώ ο Χιουμ ήτανε περιορισμένος στη κουκέτα του. «Όταν όλοι οι ναυτικοί ήταν σχεδόν παγωμένοι μέχρι θανάτου… δεν έπιασε κανένα κακό… Είναι ένας από τους πιο ρωμαλέους άνδρες που έχω γνωρίσει ποτέ», σημείωσε ο Χιουμ. Η ουρολογική του νόσος είχε επίσης ανακουφιστεί πολύ αφού σταμάτησε να ακούει τις συμβουλές των γιατρών. Κείνη την εποχή, σημειώνει ο Damrosch, ήτανε συχνά καλύτερο να αφήσουμε τη φύση να ακολουθήσει τη δική της πορεία παρά να υποβάλουμε τον εαυτό μας σε ιατρικές διαδικασίες. Η γενική του υγεία είχε επίσης βελτιωθεί.

Στις 24 Οκτώβρη 1776, καθώς περπατούσε σε ένα στενό δρόμο στο Παρίσι, άμαξα ευγενους πέρασε ορμητικά από την αντίθετη κατεύθυνση. Δίπλα στην άμαξα ήτανε καλπάζων μολοσσός που ανήκε στον ευγενή. Ο Ρουσσώ δεν μπόρεσε να αποφύγει την άμαξα και τον σκύλο και χτυπήθηκε. Φαίνεται να είχε υποστεί διάσειση και νευρολογική βλάβη. Η υγεία του άρχισε να επιδεινώνεται. Ο φίλος του, Corancez, περιέγραψε την εμφάνιση ορισμένων συμπτωμάτων που δείχνουν ότι άρχισε να υποφέρει από επιληπτικές κρίσεις μετά το ατύχημα. Το 1777, δέχτηκε βασιλικό επισκέπτη, όταν ο αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Ιωσήφ Β’ ήρθε να τον συναντήσει. Η δωρεάν είσοδός του στην Όπερα είχε ανανεωθεί κείνη τη στιγμή και πήγαινε περιστασιακά. Κείνη την εποχή επίσης (1777-78), συνέθεσε έν από τα καλύτερα έργα του, το Reveries of a Solitary Walker, που τελικά διακόπηκε από το θάνατό του. Άνοιξη του 1778, ο μαρκήσιος Girardin τονε κάλεσε να μείνει σε εξοχικό σπίτι στο κάστρο του στο Ermenonville. Ο Rousseau κι η Thérèse πήγαν εκεί στις 20 Μάη. Πέρασε το χρόνο του στο κάστρο συλλέγοντας βοτανικά δείγματα και διδάσκοντας βοτανική στον γιο του Girardin. Παρήγγειλε βιβλία από το Παρίσι για χόρτα, βρύα και μανιτάρια κι έκανε σχέδια να ολοκληρώσει το ημιτελές του Emile and Sophie και Daphnis and Chloe.
Την 1η Ιουλίου, επισκέπτης σχολίασε ότι «οι άνθρωποι είναι κακοί» κι ο Ρουσσώ απάντησε «οι άνθρωποι είναι κακοί, ναι, αλλά ο άνθρωπος είναι καλός». Το βράδυ έγινε συναυλία στο κάστρο που έπαιξε στο πιάνο τη δική του σύνθεση του Willow Song από τον Οθέλλο. Κι αυτή τη μέρα, είχε πλούσιο γεύμα με την οικογένεια του Girardin. Το επόμενο πρωί, καθώς ετοιμαζόταν να πάει να διδάξει μουσική στη κόρη του Girardin, έπαθε εγκεφαλική αιμορραγία με αποτέλεσμα να πεθάνει από αποπληγικό εγκεφαλικό, στις 2 Ιουλίου 1778. Τώρα πιστεύεται ότι οι επανειλημμένες πτώσεις και το ατύχημα με τον μολοσσό, μπορεί να συνέβαλαν στο εγκεφαλικό. Μετά το θάνατό του, ο Γκριμ, η Μαντάμ ντε Σταέλ κι άλλοι διέδωσαν την ψευδή είδηση ότι είχε αυτοκτονήσει. Σύμφωνα με άλλα κουτσομπολιά, ήτανε τρελλός όταν πέθανε. Όλοι όσοι τον γνώρισαν στις τελευταίες του μέρες συμφωνούν ότι ήταν σε γαλήνια ψυχική κατάσταση κείνη την εποχή. Στις 4 Ιουλίου 1778, θάφτηκε στο Île des Peupliers, μικροσκοπικό, δασώδες νησί σε λίμνη στο Ermenonville, που έγινε τόπος προσκυνήματος για τους πολλούς θαυμαστές του. Στις 11 Οκτώβρη 1794, τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στο Πάνθεον, όπου τοποθετήθηκαν κοντά σε αυτά του Βολταίρου.
Ο Ρουσσώ είχε πει όταν διάβασε την ερώτηση για τον διαγωνισμό έκθεσης της Ακαδημίας της Ντιζόν, που θα κέρδιζε: «Συνέβαλε η αναγέννηση των τεχνών και των επιστημών στον εξαγνισμό των ηθών;», ένιωσε ότι «τη στιγμή που διάβασα αυτή την ανακοίνωση είδα άλλο σύμπαν κι έγινα άλλος άνθρωπος». Το δοκίμιο που έγραψε ως απάντηση οδήγησε σε έν απ’ τα κεντρικά θέματα της σκέψης του, που ήταν ότι η αντιληπτή κοινωνική και πολιτιστική πρόοδος είχε στη πραγματικότητα οδηγήσει μόνο στην ηθική υποβάθμιση της ανθρωπότητας. Οι επιρροές του σε αυτό το συμπέρασμα περιλάμβαναν τον Μοντεσκιέ, τον Φρανσουά Φενελόν, τον Μισέλ ντε Μονταίν, τον Σενέκα, τον Πλάτωνα και τον Πλούταρχο. Βάσισε τη πολιτική του φιλοσοφία στο Κοινωνικό Συμβόλαιο και στην ανάγνωση του Τόμας Χομπς. Η αντίδραση στις ιδέες του Samuel von Pufendorf και του John Locke οδηγούσε επίσης τη σκέψη του. Κι οι 3 στοχαστές πίστευαν ότι οι άνθρωποι που ζούσανε χωρίς κεντρική εξουσία αντιμετώπιζαν αβέβαιες συνθήκες σε κατάσταση αμοιβαίου ανταγωνισμού. Αντίθετα, πίστευε ότι δεν υπήρχε εξήγηση γιατί θα συνέβαινε αυτό, καθώς δεν θα υπήρχε σύγκρουση ή ιδιοκτησία. Επέκρινε ιδιαίτερα τον Χομπς για τον ισχυρισμό ότι αφού ο άνθρωπος στη «κατάσταση της φύσης, δεν έχει ιδέα για τη καλοσύνη, πρέπει να είναι από τη φύση του κακός. ότι είναι μοχθηρός επειδή δεν γνωρίζει την αρετή». Αντίθετα, ο Ρουσσώ υποστηρίζει ότι τα «αδιάφθορα ήθη» επικρατούν στη «κατάσταση της φύσης».
“Ο 1ος άνθρωπος έχοντας περιφράξει κομμάτι γης, είπε: Αυτό είναι δικό μου, και βρήκε ανθρώπους αρκετά αφελείς για να τον πιστέψουν, αυτός ο άνθρωπος ήταν ο πραγματικός ιδρυτής της κοινωνίας των πολιτών. Από πόσα εγκλήματα, πολέμους και φόνους, από πόσες φρικαλεότητες και κακοτυχίες δεν θα μπορούσε κανείς να σώσει την ανθρωπότητα, τραβώντας τους πασσάλους ή γεμίζοντας το χαντάκι και φωνάζοντας στους συνανθρώπους του: Προσέξτε να μην ακούσετε αυτόν τον απατεώνα. Θα καταστραφείς αν ξεχάσεις κάποτε ότι οι καρποί της γης ανήκουν σε όλους μας κι η ίδια η γη σε κανέναν“.
— Ρουσσώ 1754

Όπως κι άλλοι φιλόσοφοι της εποχής, κοίταξε υποθετική «κατάσταση της φύσης» ως κανονιστικό οδηγό. Στην αρχική κατάσταση, οι άνθρωποι δεν θα είχαν «ηθικές σχέσεις ή καθορισμένες υποχρεώσεις μεταξύ τους». Λόγω της σπάνιας επαφής μεταξύ τους, οι διαφορές μεταξύ των ατόμων θα είχαν μικρή σημασία. Ζώντας χωριστά, δεν θα υπήρχαν αισθήματα φθόνου ή δυσπιστίας, ούτε ύπαρξη ιδιοκτησίας ή σύγκρουσης. Οι άνθρωποι έχουνε 2 κοινά χαρακτηριστικά με άλλα ζώα: το amour de soi, που περιγράφει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και pitié, που είναι η ενσυναίσθηση για το υπόλοιπο είδος κάποιου, που και τα 2 προηγούνται λογικής και κοινωνικότητας. Μόνο οι άνθρωποι που στερούνται ηθικά θα νοιάζονταν μόνο για τη σχετική τους θέση με τους άλλους, οδηγώντας σε amour-propre ή ματαιοδοξία. Δεν πίστευε ότι οι άνθρωποι είναι εγγενώς ανώτεροι από άλλα είδη. Ωστόσο, τα ανθρώπινα όντα είχανε τη μοναδική ικανότητα ν’ αλλάζουνε τη φύση τους μέσω της ελεύθερης επιλογής, αντί να περιορίζονται σε φυσικά ένστικτα. Άλλη πτυχή που διαχωρίζει τους ανθρώπους από τα άλλα ζώα είναι η ικανότητα τελειοποίησης, που επιτρέπει στους ανθρώπους να επιλέγουν με τρόπο που βελτιώνει τη κατάστασή τους. Αυτές οι βελτιώσεις θα μπορούσαν να είναι διαρκείς, οδηγώντας όχι μόνο σε ατομικές, αλλά και συλλογικές αλλαγές προς το καλύτερο. Μαζί με την ανθρώπινη ελευθερία, η ικανότητα βελτίωσης καθιστά δυνατή την ιστορική εξέλιξη της ανθρωπότητας. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμμία εγγύηση ότι αυτή η εξέλιξη θα είναι προς το καλύτερο. Ο Ρουσσώ επίσης, υποστήριξε ότι το στάδιο της ανθρώπινης ανάπτυξης που σχετίζεται με αυτό που αποκαλούσε «άγριους» ήταν το καλύτερο ή το βέλτιστο στην ανθρώπινη ανάπτυξη, μεταξύ του λιγότερο από το βέλτιστο άκρο των κτηνωδών ζώων από τη μία πλευρά και του άκρου του παρακμιακού πολιτισμού από την άλλη.
“Τίποτα δεν είναι τόσο ευγενικό όσο ο άνθρωπος στη πρωτόγονη κατάστασή του, όταν τοποθετείται από τη φύση σε ίση απόσταση από την ηλιθιότητα των κτηνών και τη μοιραία φώτιση του πολιτικού ανθρώπου“.
Αυτό οδήγησε ορισμένους κριτικούς να του αποδώσουνε την επινόηση της ιδέας του ευγενούς άγριου, που ο Άρθουρ Λάβτζοϊ ισχυρίστηκε ότι παραποιεί τη σκέψη του. Σύμφωνα με τον Ρουσσώ, καθώς οι άγριοι είχαν γίνει λιγότερο εξαρτημένοι από τη φύση, είχαν γίνει εξαρτημένοι ο ένας από τον άλλον, με τη κοινωνία να οδηγεί στην απώλεια της ελευθερίας μέσω της κακής εφαρμογής της τελειοποίησης. Όταν ζούσαν μαζί, οι άνθρωποι θα είχαν περάσει από νομαδικό τρόπο ζωής σε σταθερό, οδηγώντας στην εφεύρεση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Ωστόσο, η προκύπτουσα ανισότητα δεν ήταν φυσικό αποτέλεσμα, αλλά μάλλον προϊόν ανθρώπινης επιλογής.
Οι ιδέες του για την ανθρώπινη ανάπτυξη ήτανε σε μεγάλο βαθμό αλληλένδετες με μορφές διαμεσολάβησης ή τις διαδικασίες που χρησιμοποιούν μεμονωμένοι άνθρωποι ν’ αλληλεπιδράσουν με τον εαυτό τους και τους άλλους, ενώ χρησιμοποιούν εναλλακτική προοπτική ή διαδικασία σκέψης. Σύμφωνα με τον Ρουσσώ, αυτά αναπτύχθηκαν μέσω της έμφυτης τελειοποίησης της ανθρωπότητας. Αυτά περιλαμβάνουν την αίσθηση του εαυτού, την ηθική, τον οίκτο και τη φαντασία. Τα γραπτά του είναι σκόπιμα διφορούμενα σχετικά με τη διαμόρφωση αυτών των διαδικασιών σε σημείο που η διαμεσολάβηση είναι πάντα εγγενώς μέρος της ανάπτυξης της ανθρωπότητας. Ένα παράδειγμα αυτού είναι η ιδέα ότι το άτομο χρειάζεται εναλλακτική προοπτική για να συνειδητοποιήσει ότι είναι «εαυτός».

Όσο οι διαφορές στον πλούτο και τη κοινωνική θέση μεταξύ των οικογενειών ήταν ελάχιστες, η 1η συνάντηση σε ομάδες συνοδεύτηκε από φευγαλέα χρυσή εποχή ανθρώπινης άνθισης. Η ανάπτυξη της γεωργίας, της μεταλλουργίας, της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, του καταμερισμού της εργασίας κι η επακόλουθη εξάρτηση του ενός από τον άλλο, ωστόσο, οδήγησαν σε οικονομική ανισότητα και συγκρούσεις. Καθώς οι πληθυσμιακές πιέσεις τους ανάγκασαν να συναναστρέφονται όλο και πιο στενά, υπέστησαν ψυχολογική μεταμόρφωση: άρχισαν να βλέπουν τον εαυτό τους μέσα από τα μάτια των άλλων κι άρχισαν να εκτιμούν τις καλές απόψεις των άλλων ως απαραίτητες για την αυτοεκτίμησή τους.
Καθώς οι άνθρωποι άρχισαν να συγκρίνουν τον εαυτό τους μεταξύ τους, άρχισαν να παρατηρούν ότι κάποιοι είχαν ιδιότητες που τους διαφοροποιούσαν από τους άλλους. Ωστόσο, μόνο όταν αποδόθηκε ηθική σημασία σε αυτές, άρχισαν να δημιουργούν εκτίμηση και φθόνο και ως εκ τούτου, κοινωνικές ιεραρχίες. Ο Ρουσσώ σημείωσε ότι ενώ «ο άγριος ζει μέσα του, ο κοινωνικός άνθρωπος, πάντα έξω από τον εαυτό του, μπορεί να ζήσει μόνο στη γνώμη των άλλων». Αυτό στη συνέχεια είχε ως αποτέλεσμα τη διαφθορά της ανθρωπότητας, «παράγοντας συνδυασμούς μοιραίους για την αθωότητα και την ευτυχία».
Μετά τη προσήλωση της σημασίας στην ανθρώπινη διαφορά, θα είχαν αρχίσει να διαμορφώνουν κοινωνικούς θεσμούς, σύμφωνα με τον Ρουσσώ. Η μεταλλουργία κι η γεωργία θα αύξαναν στη συνέχεια τις ανισότητες μεταξύ εκείνων με και χωρίς ιδιοκτησία. Αφού όλη η γη είχε μετατραπεί σε ιδιωτικές ιδιοκτησίες, παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος θα ‘χε αποτέλεσμα τον ανταγωνισμό για αυτήν, οδηγώντας σε σύγκρουση. Αυτό θα οδηγούσε στη δημιουργία και τη διαιώνιση της φάρσας του πολιτικού συστήματος από τους πλούσιους, που διαιώνιζε την εξουσία τους.
Σύμφωνα με τον Ρουσσώ, οι αρχικές μορφές διακυβέρνησης που προέκυψαν -μοναρχία, αριστοκρατία και δημοκρατία- ήταν όλες προϊόντα των διαφορετικών επιπέδων ανισότητας στις κοινωνίες τους. Ωστόσο, πάντα θα κατέληγαν σ’ όλο και χειρότερα επίπεδα ανισότητας, ως ότου επανάσταση θα την ανέτρεπε και θα είχαν αναδειχθεί νέοι ηγέτες με περαιτέρω ακραίες αδικίες. Όμως η ανθρώπινη ικανότητα γι’ αυτοβελτίωση παρέμεινε. Καθώς τα προβλήματα της ανθρωπότητας ήτανε προϊόν πολιτικής επιλογής, θα μπορούσαν επίσης να βελτιωθούν με καλύτερο πολιτικό σύστημα.
Το Κοινωνικό Συμβόλαιο σκιαγραφεί τη βάση για νόμιμη πολιτική τάξη μέσα σε πλαίσιο κλασσικού ρεπουμπλικανισμού. Δημοσιεύτηκε το 1762 κι έγινε από τα πιο σημαντικά έργα πολιτικής φιλοσοφίας στη δυτική παράδοση. Ανέπτυξε μερικές από τις ιδέες που αναφέρθηκαν σε πριν έργο, το άρθρο Économie Politique (Λόγος για τη Πολιτική Οικονομία), που παρουσιάστηκε στην Εγκυκλοπαίδεια του Ντιντερό. Στο βιβλίο, σκιαγράφησε την εικόνα νέου πολιτικού συστήματος για την ανάκτηση της ανθρώπινης ελευθερίας.
Ισχυρίστηκε ότι η κατάσταση της φύσης ήτανε πρωτόγονη κατάσταση χωρίς νόμο ή ηθική, που τα ανθρώπινα όντα εγκατέλειψαν για τα οφέλη και την αναγκαιότητα της συνεργασίας. Καθώς η κοινωνία αναπτυσσόταν, ο καταμερισμός της εργασίας και της ιδιοκτησίας απαιτούσε από την ανθρώπινη φυλή να υιοθετήσει θεσμούς δικαίου. Στην εκφυλισμένη φάση της κοινωνίας, ο άνθρωπος έχει τη τάση να βρίσκεται σε συχνό ανταγωνισμό με τους συνανθρώπους του, ενώ παράλληλα εξαρτάται όλο και περισσότερο απ’ αυτούς. Αυτή η διπλή πίεση απειλεί τόσο την επιβίωση όσο και την ελευθερία του.
Σύμφωνα με τον Rousseau, ενώνοντας τη κοινωνία των πολιτών μέσω του κοινωνικού συμβολαίου κι εγκαταλείποντας τις αξιώσεις τους για φυσικό δικαίωμα, τα άτομα μπορούν να διατηρήσουν τον εαυτό τους και να παραμείνουν ελεύθερα. Αυτό συμβαίνει επειδή η υποταγή στην εξουσία της γενικής βούλησης του λαού στο σύνολό του εγγυάται στα άτομα από το να υποτάσσονται στις θελήσεις των άλλων κι επίσης διασφαλίζει ότι υπακούουν στον εαυτό τους επειδή είναι, συλλογικά, οι συντάκτες του νόμου. Αν κι υποστηρίζει ότι η κυριαρχία (ή η εξουσία να θεσπίζει τους νόμους) πρέπει να βρίσκεται στα χέρια του λαού, κάνει επίσης σαφή διάκριση μεταξύ του κυρίαρχου και της κυβέρνησης. Η κυβέρνηση αποτελείται από δικαστές, επιφορτισμένους με την εφαρμογή και την επιβολή της γενικής βούλησης. Ο «κυρίαρχος» είναι το κράτος δικαίου, που ιδανικά αποφασίζεται από την άμεση δημοκρατία σε συνέλευση.
Αντιτάχθηκε στην ιδέα ότι ο λαός πρέπει να ασκεί κυριαρχία μέσω αντιπροσωπευτικής συνέλευσης (Βιβλίο III, κεφάλαιο XV). Ενέκρινε τη μορφή της δημοκρατικής κυβέρνησης της πόλης-κράτους, που η Γενεύη παρείχε μοντέλο -ή θα το έκανε αν ανανεωνόταν σύμφωνα με τις αρχές του Ρουσσώ. Η Γαλλία δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στο κριτήριο του Ρουσσώ για ιδανικό κράτος επειδή ήτανε πολύ μεγάλη.

Πολλές μεταγενέστερες διαμάχες σχετικά με το έργο του εξαρτήθηκαν από διαφωνίες σχετικά με τους ισχυρισμούς του ότι οι πολίτες που αναγκάζονται να υπακούουν στη γενική βούληση καθίστανται έτσι ελεύθεροι:
“Η έννοια της γενικής βούλησης είναι εξ ολοκλήρου κεντρική στη θεωρία της πολιτικής νομιμότητας του Ρουσσώ. Είναι, ωστόσο, δυστυχώς σκοτεινή κι αμφιλεγόμενη έννοια. Μερικοί σχολιαστές το βλέπουν ως τίποτα περισσότερο από τη δικτατορία του προλεταριάτου ή τη τυραννία των φτωχών των πόλεων (όπως μπορεί ίσως να δει κανείς στη Γαλλική Επανάσταση). Δεν ήταν αυτό το νόημα του Ρουσσώ. Αυτό είναι σαφές από τον Λόγο για την Πολιτική Οικονομία, όπου ο Ρουσσώ τονίζει ότι η γενική βούληση υπάρχει για να προστατεύει τα άτομα από τη μάζα, όχι για να απαιτεί να θυσιαστούνε σ’ αυτήν. Έχει, φυσικά, πλήρη επίγνωση ότι οι άνθρωποι έχουν εγωιστικά και τμηματικά συμφέροντα που θα τους οδηγήσουν να προσπαθήσουν να καταπιέσουνε τους άλλους. Αυτός είναι ο λόγος που η πίστη στο καλό όλων πρέπει να είναι υπέρτατη (αν κι όχι αποκλειστική) δέσμευση απ’ όλους, όχι μόνο αν πρόκειται να ληφθεί υπ’ όψη πραγματικά γενική βούληση αλλά και αν πρόκειται να διατυπωθεί μ’ επιτυχία εξαρχής“.
Αξιοσημείωτη ιδιαιτερότητα του Κοινωνικού Συμβολαίου είναι η λογική του αυστηρότητα, που είχε μάθει στα 20 του απ’ τα μαθηματικά:
“Ο Ρουσσώ αναπτύσσει τη θεωρία του με σχεδόν μαθηματικό τρόπο, αντλώντας δηλώσεις από την αρχική θέση ότι ο άνθρωπος πρέπει να βρίσκεται κοντά στη φύση. Το «φυσικό» κράτος, με την αρχική του ελευθερία κι ισότητα, εμποδίζεται από την «αφύσικη» συμμετοχή του σε συλλογικές δραστηριότητες που οδηγούνε σ’ ανισότητα,που με τη σειρά της, παραβιάζει την ελευθερία. Ο σκοπός αυτού του κοινωνικού συμβολαίου, που είναι είδος σιωπηρής συμφωνίας, είναι απλώς να εγγυηθεί την ισότητα και κατά συνέπεια, την ελευθερία ως ανώτερες κοινωνικές αξίες. Ορισμένες πολιτικές δηλώσεις, ιδιαίτερα σχετικά με την οργάνωση των εξουσιών, προέρχονται από τα «αξιώματα» της ισότητας μεταξύ των πολιτών και της υποταγής τους στη γενική βούληση“.
— Andranik Tangian (2014) Μαθηματική Θεωρία της Δημοκρατίας
Ο Ρουσσώ προσφέρει πλούτο οικονομικής σκέψης στα γραπτά του, ειδικά στον Λόγο για την Ανισότητα, τον Λόγο για την Πολιτική Οικονομία, το Κοινωνικό Συμβόλαιο, καθώς και τα συνταγματικά του έργα για τη Κορσική και τη Πολωνία. Η οικονομική θεωρία του έχει επικριθεί ως σποραδική και μη αυστηρή από μεταγενέστερους οικονομολόγους όπως ο Joseph Schumpeter, αλλά έχει επαινεθεί από ιστορικούς της οικονομικής σκέψης για τη διαφοροποιημένη άποψή της για τα οικονομικά και την ώριμη σκέψη για την ανάπτυξη. Οι μελετητές γενικά δέχονται ότι προσφέρει κριτική του σύγχρονου πλούτου και της πολυτέλειας. Επιπλέον, η οικονομική σκέψη του συνδέεται με τον αγροτισμό και τον αυταρχισμό. Ο ιστορικός Istvan Hont τροποποιεί αυτή την ανάγνωση, ωστόσο, προτείνοντας ότι ο Ρουσσώ είναι ταυτόχρονα κριτικός και στοχαστής του εμπορίου, αφήνοντας χώρο για καλά ρυθμισμένο εμπόριο μέσα σε καλά διοικούμενο πολιτικό χώρο. Οι πολιτικοί θεωρητικοί Ryan Hanley και Hansong Li υποστηρίζουν περαιτέρω ότι ως σύγχρονος νομοθέτης, επιδιώκει όχι ν’ απορρίψει, αλλά να δαμάσει τη χρησιμότητα, την αγάπη για τον εαυτό του, ακόμη και το εμπόριο, τη χρηματοδότηση και τη πολυτέλεια για να εξυπηρετήσει την υγεία της δημοκρατίας.
“Το ευγενέστερο έργο στην εκπαίδευση είναι να φτιάξεις λογικό άνθρωπο και περιμένουμε να εκπαιδεύσουμε μικρό παιδί κάνοντάς το λογικό! Αυτό ξεκινά απ’ το τέλος. Αυτό δημιουργεί όργανο αποτελέσματος. Αν τα παιδιά καταλάβαιναν πώς να συλλογίζονται δε θα χρειαζόταν να μορφωθούν.
— Rousseau, Émile
Η φιλοσοφία της εκπαίδευσης του Ρουσσώ δεν ασχολείται με συγκεκριμένες τεχνικές μετάδοσης πληροφοριών κι εννοιών, αλλά μάλλον με την ανάπτυξη του χαρακτήρα και της ηθικής αίσθησης του μαθητή, έτσι ώστε να μάθει ν’ ασκεί την αυτοκυριαρχία και να παραμένει ενάρετος ακόμη και στην αφύσικη κι ατελή κοινωνία που θα πρέπει να ζήσει. Υποθετικό αγόρι, ο Émile, πρόκειται να μεγαλώσει στην ύπαιθρο, που πιστεύει ο Rousseau, είναι πιο φυσικό κι υγιές περιβάλλον απ’ τη πόλη, υπό τη κηδεμονία δασκάλου που θα τονε καθοδηγήσει σε διάφορες μαθησιακές εμπειρίες που οργανώνει ο δάσκαλος. Σήμερα θα το ονομάζαμε πειθαρχική μέθοδο των «φυσικών συνεπειών». Ο Ρουσσώ ένιωθε ότι τα παιδιά μαθαίνουν το σωστό και το λάθος βιώνοντας τις συνέπειες των πράξεών τους κι όχι μέσω της σωματικής τιμωρίας. Ο δάσκαλος θα φροντίσει να μη προκληθεί βλάβη στον Émile μέσω των μαθησιακών του εμπειριών.

Ο Ρουσσώ έγινε από νωρίς υπέρμαχος της αναπτυξιακά κατάλληλης εκπαίδευσης. Η περιγραφή του για τα στάδια της ανάπτυξης του παιδιού αντικατοπτρίζει την αντίληψή του για την εξέλιξη του πολιτισμού. Χωρίζει τη παιδική ηλικία σε 3 στάδια:
1 Το πρώτο μέχρι την ηλικία των 12 ετών περίπου, όταν τα παιδιά καθοδηγούνται από τα συναισθήματα και τις παρορμήσεις τους
2 Κατά το δεύτερο στάδιο, από τα 12 έως τα 16 περίπου, αρχίζει να αναπτύσσεται η λογική
3 Τέλος το τρίτο στάδιο, από την ηλικία των 16 ετών και μετά, όταν το παιδί εξελίσσεται σε ενήλικα
Συνιστά στον νεαρό ενήλικα να μάθει χειρωνακτική δεξιότητα όπως η ξυλουργική, που απαιτεί δημιουργικότητα και σκέψη, θα κρατήσει μακριά από προβλήματα και θα του παρέχει εναλλακτικό μέσο για να βγάλει τα προς το ζην σε περίπτωση αλλαγής της τύχης (πιο επιφανής αριστοκρατικός νέος που εκπαιδεύτηκε έτσι μπορεί να ήταν ο Λουδοβίκος XVI. που οι γονείς τον έβαλαν να μάθει κλειδαράς).
Πίστευε στην ηθική ανωτερότητα της πατριαρχικής οικογένειας στο αρχαίο ρωμαϊκό μοντέλο. Η Sophie, η νεαρή γυναίκα που προορίζεται να παντρευτεί ο Émile, ως εκπρόσωπος της ιδανικής γυναικείας φύσης, εκπαιδεύεται να κυβερνάται από τον σύζυγο, ενώ ο Émile, ως εκπρόσωπος του ιδανικού άνδρα, εκπαιδεύεται να ‘ναι αυτοδιοικούμενος. Αυτό δεν είναι τυχαίο χαρακτηριστικό της εκπαιδευτικής και πολιτικής φιλοσοφίας του. Είναι απαραίτητο για τη περιγραφή του για τη διάκριση μεταξύ ιδιωτικών, προσωπικών σχέσεων και του δημόσιου κόσμου των πολιτικών σχέσεων. Η ιδιωτική σφαίρα, όπως τη φαντάζεται, εξαρτάται από την υποταγή των γυναικών γι’ αυτήν και για τη δημόσια πολιτική σφαίρα (απ’ όπου εξαρτάται) να λειτουργήσει όπως ο Ρουσσώ φαντάζεται ότι θα μπορούσε και θα ‘πρεπε. Προέβλεψε τη σύγχρονη ιδέα της αστικής πυρηνικής οικογένειας, με τη μητέρα στο σπίτι ν’ αναλαμβάνει την ευθύνη για το νοικοκυριό και για τη φροντίδα των παιδιών και τη πρώιμη εκπαίδευση.
Οι φεμινίστριες, ξεκινώντας από τα τέλη του 18ου αι. με τη Mary Wollstonecraft το 1792, τον επέκριναν για τον περιορισμό των γυναικών στην οικιακή σφαίρα. Αν οι γυναίκες δεν εξημερώνονταν και περιορίζονταν από τη σεμνότητα και την ντροπή, φοβόταν «ότι οι άνδρες θα τυραννούνταν από τις γυναίκες… Διότι, δεδομένης της ευκολίας που οι γυναίκες διεγείρουν τις αισθήσεις των ανδρών -οι άνδρες θα ήταν τελικά τα θύματά τους…» Πίστευε επίσης ότι οι μητέρες έπρεπε να θηλάζουν τα παιδιά τους αντί να χρησιμοποιούν τροφούς. Ο Μαρμοντέλ έγραψε ότι η γυναίκα του έλεγε συχνά: «Πρέπει να του συγχωρήσουμε κάτι, που μας έμαθε να είμαστε μητέρες».
Οι ιδέες του επηρέασαν τη προοδευτική «παιδοκεντρική» εκπαίδευση. Το βιβλίο του John Darling 1994 Child-Centered Education and its Critics απεικονίζει την ιστορία σύγχρονης εκπαιδευτικής θεωρίας ως σειρά υποσημειώσεων στο Rousseau, εξέλιξη που θεωρεί κακή. Θεωρίες εκπαιδευτικών όπως οι κοντινοί σύγχρονοι του Ρουσσώ Πεσταλότσι, η κυρία ντε Γκενλίς κι έπειτα η Μαρία Μοντεσσόρι κι ο Τζον Ντιούι, που επηρέασαν άμεσα τις σύγχρονες εκπαιδευτικές πρακτικές, έχουν σημαντικά κοινά σημεία με αυτές του Ρουσσώ.
Έχοντας ασπαστεί τον Καθολικισμό νωρίς στη ζωή του κι επέστρεψε στον αυστηρό Καλβινισμό της γενέτειράς του Γενεύης ως μέρος της περιόδου της ηθικής του μεταρρύθμισης, διατήρησε ομολογία αυτής της θρησκευτικής φιλοσοφίας και του Ιωάννη Καλβίνου ως σύγχρονου νομοθέτη σε όλη την υπόλοιπη ζωή του. Σε αντίθεση με πολλούς από τους πιο αγνωστικιστές φιλοσόφους του Διαφωτισμού, επιβεβαίωσε την αναγκαιότητα της θρησκείας. Οι απόψεις του για τη θρησκεία που παρουσιάζονται στα φιλοσοφικά του έργα, ωστόσο, μπορεί να φαίνονται σε κάποιους ασύμφωνες με τα δόγματα τόσο του Καθολικισμού όσο και του Καλβινισμού.
Η ισχυρή υποστήριξη του Ρουσσώ για τη θρησκευτική ανεκτικότητα, όπως αναπτύσσεται στο Émile, ερμηνεύτηκε ως υποστήριξη της αδιαφορίας, αίρεσης κι οδήγησε στη καταδίκη του βιβλίου στη καλβινιστική Γενεύη και στο Καθολικό Παρίσι. Αν κι επαίνεσε τη Βίβλο, ήταν αηδιασμένος από τη Χριστιανοσύνη της εποχής του. Ο ισχυρισμός του στο Κοινωνικό Συμβόλαιο ότι οι αληθινοί ακόλουθοι του Χριστού δεν θα ήταν καλοί πολίτες μπορεί να ήταν ένας άλλος λόγος για τη καταδίκη του στη Γενεύη. Αποκήρυξε επίσης το δόγμα του προπατορικού αμαρτήματος, που παίζει μεγάλο ρόλο στον Καλβινισμό. Στο «Γράμμα στον Μπομόν», ο Ρουσσώ έγραψε, «δεν υπάρχει αρχική διαστροφή στην ανθρώπινη καρδιά».
Το 18ο αι., πολλοί ντεϊστές έβλεπαν τον Θεό απλώς ως αφηρημένο κι απρόσωπο δημιουργό του σύμπαντος, που παρομοιαζόταν με γιγάντια μηχανή. Ο ντεϊσμός του Ρουσσώ διέφερε από το συνηθισμένο είδος ως προς τη συναισθηματικότητά του. Είδε τη παρουσία του Θεού στη δημιουργία ως καλή και ξεχωριστή από την επιβλαβή επιρροή της κοινωνίας. Η απόδοση πνευματικής αξίας στην ομορφιά της φύσης προεξοφλεί τη στάση του ρομαντισμού του 19ου αι. απέναντι στη φύση και τη θρησκεία. (Οι ιστορικοί -κυρίως ο William Everdell, ο Graeme Garrard κι ο Darrin McMahon– έχουν επιπλέον τοποθετήσει το Rousseau στον Αντιδιαφωτισμό.) Ήταν αναστατωμένος που ο ντεϊσμός του καταδικάστηκε τόσο έντονα, ενώ εκείνοι των πιο άθεων φιλοσόφων αγνοήθηκαν. Υπερασπίστηκε τον εαυτό του ενάντια στους επικριτές των θρησκευτικών του απόψεων στην «Επιστολή προς τον Mgr de Beaumont, τον Αρχιεπίσκοπο του Παρισιού», που επιμένει ότι η ελευθερία της συζήτησης σε θρησκευτικά θέματα είναι ουσιαστικά πιο θρησκευτική από την προσπάθεια επιβολής της πίστης με τη βία.

Ο Ρουσσώ ήταν μετρίως πετυχημένος συνθέτης μουσικής, που έγραψε 7 όπερες καθώς και μουσική σε άλλες μορφές και συνέβαλε στη θεωρία της μουσικής. Ως συνθέτης, η μουσική του ήταν ένα μείγμα του ύστερου μπαρόκ στυλ και της αναδυόμενης κλασσικής μόδας, δηλαδή του Galant κι ανήκει στην ίδια γενιά μεταβατικών συνθετών με τον Christoph Willibald Gluck και τον C. P. E. Bach. Απ’ τα πιο γνωστά έργα του είναι η μονόπρακτη όπερα The Village Soothsayer. Περιέχει το ντουέτο “Non, Colette n’est point trompeuse“, που μετά αναδιασκευάστηκε ως αυτόνομο τραγούδι από τον Μπετόβεν και το gavotte στη σκηνή αρ. 8 είναι η πηγή της μελωδίας του λαϊκού τραγουδιού “Go Tell Aunt Rhody“. Συνέθεσε επίσης πολλά αξιόλογα μοτέτα, που μερικά τραγουδήθηκαν στο Concert Spirituel στο Παρίσι. Η θεία του, Suzanne, ήτανε παθιασμένη με τη μουσική κι επηρέασε σε μεγάλο βαθμό το ενδιαφέρον του γι’ αυτήν. Στις Εξομολογήσεις του, ισχυρίζεται ότι της είναι «υπόχρεως» για το πάθος του για τη μουσική, έλαβε επίσημη εκπαίδευση στη μουσική στο σπίτι της Φρανσουάζ-Λουίζ ντε Βαρένς. Τονε στέγασε για περίπου 13 χρόνια, δίνοντάς του δουλειές κι ευθύνες. Το 1742, ανέπτυξε σύστημα μουσικής σημειογραφίας που ήταν συμβατό με τη τυπογραφία κι αριθμημένο. Παρουσίασε την εφεύρεσή του στην Ακαδημία Επιστημών, αλλά την απέρριψαν, επαινώντας τις προσπάθειές του και πιέζοντάς τον να προσπαθήσει ξανά. Το 1743, έγραψε τη 1η του όπερα, Les Muses galantes, που παρουσιάστηκε 1η φορά το 1745. Ανέπτυξε επίσης στυλ σημειογραφίας «βουστροφηδόν» που θα ‘βαζε τη μουσική να διαβάζεται σ’ εναλλασσόμενες κατευθύνσεις (από δεξιά προς τα αριστερά για 2ο 5γραμμο και μετά από αριστερά προς τα δεξιά για το επόμενο π/χ/) σε προσπάθεια να επιτρέψει στους μουσικούς να μη χρειάζεται να «πηδούν» ραβδιά ενώ διαβάζουν.
Ο Ρουσσώ και ο Ζαν-Φιλίπ Ραμώ διαφώνησαν για την ανωτερότητα της ιταλικής μουσικής έναντι της γαλλικής. Ο Ρουσσώ υποστήριξε ότι η ιταλική μουσική ήταν ανώτερη με βάση την αρχή ότι η μελωδία πρέπει να έχει προτεραιότητα έναντι της αρμονίας. Ο Rameau υποστήριξε ότι η γαλλική μουσική ήταν ανώτερη με βάση την αρχή ότι η αρμονία πρέπει να έχει προτεραιότητα έναντι της μελωδίας. Η έκκληση του Ρουσσώ για μελωδία εισήγαγε την ιδέα ότι στην τέχνη, η ελεύθερη έκφραση δημιουργικού ανθρώπου είναι πιο σημαντική από την αυστηρή τήρηση των παραδοσιακών κανόνων και διαδικασιών. Αυτό είναι γνωστό σήμερα ως χαρακτηριστικό του ρομαντισμού. Υποστήριξε τη μουσική ελευθερία κι άλλαξε τη στάση των ανθρώπων απέναντι στη μουσική. Τα έργα του αναγνωρίστηκαν από συνθέτες όπως ο Gluck κι ο Mozart. Αφού συνέθεσε το The Village Soothsayer το 1752, ένιωθε ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει να εργάζεται για το θέατρο επειδή ήταν ηθικολόγος που ‘χε αποφασίσει να σπάσει από τις κοσμικές αξίες. Η ιδέα του για το volonté générale (γενική βούληση) δεν ήτανε πρωτότυπη, αλλά μάλλον ανήκε σε καθιερωμένο τεχνικό λεξιλόγιο νομικών και θεολογικών γραπτών που χρησιμοποιούνταν εκείνη την εποχή. Η φράση χρησιμοποιήθηκε από τον Ντιντερό κι επίσης από τον Μοντεσκιέ (κι από τον δάσκαλό του, τον ορατόριο μοναχό Nicolas Malebranche). Χρησίμευσε να προσδιορίσει το κοινό συμφέρον που ενσωματώνεται στη νομική παράδοση, ως διακριτό κι υπερβαίνοντας τα ιδιωτικά κι ιδιαίτερα συμφέροντα των ανθρώπων σε κάθε δεδομένη στιγμή. Επέδειξε μάλλον δημοκρατική ιδεολογία, καθώς δήλωνε ότι οι πολίτες δεδομένου έθνους πρέπει να προβαίνουν σε όποιες ενέργειες κρίνουν απαραίτητες στη δική τους κυρίαρχη συνέλευση.
Ο Ρουσσώ πίστευε σε νομοθετική διαδικασία που απαιτεί την ενεργό συμμετοχή κάθε πολίτη στη λήψη αποφάσεων μέσω συζήτησης και ψηφοφορίας. Επινόησε αυτή τη διαδικασία ως τη «γενική βούληση», τη συλλογική βούληση κοινωνίας στο σύνολό της, ακόμα κι αν μπορεί να μη συμπίπτει απαραίτητα με τις ατομικές επιθυμίες κάθε μέλους.

Η έννοια ήταν επίσης σημαντική πτυχή της πιο ριζοσπαστικής δημοκρατικής παράδοσης του Σπινόζα του 17ου αι, από τον οποίο διέφερε σε σημαντικά σημεία, αλλά όχι στην επιμονή του στη σημασία της ισότητας:
“Ενώ η έννοια του Ρουσσώ για τον προοδευτικό ηθικό εκφυλισμό της ανθρωπότητας από τη στιγμή που εγκαθιδρύθηκε η κοινωνία των πολιτών αποκλίνει σημαντικά από τον ισχυρισμό του Σπινόζα ότι η ανθρώπινη φύση είναι πάντα και παντού η ίδια. Και για τους 2 φιλοσόφους η παρθένα ισότητα της κατάστασης της φύσης είναι απώτερος στόχος και το κριτήριό μας, στη διαμόρφωση του «κοινού καλού», volonté générale, ή mens una του Σπινόζα, που μόνο αυτό μπορεί να εξασφαλίσει σταθερότητα και πολιτική σωτηρία. Χωρίς το υπέρτατο κριτήριο της ισότητας, η γενική βούληση θα ήταν πράγματι χωρίς νόημα. Όταν βρίσκονταν στα βάθη της Γαλλικής Επανάστασης, οι λέσχες των Ιακωβίνων σε όλη τη Γαλλία χρησιμοποιούσανe τακτικά τον Ρουσσώ όταν απαιτούσαν ριζικές μεταρρυθμίσεις κι ειδικά οτιδήποτε -όπως η αναδιανομή της γης- που σχεδιάστηκε για να ενισχύσει την ισότητα, την ίδια στιγμή, αν κι ασυνείδητα, επικαλούνταν ριζοσπαστική παράδοση που ‘φτανε πίσω στα τέλη του 17oυ αι”.
Ο Ροβεσπιέρος και ο Σαιν-Ζυστ, στη διάρκεια της Τρομοκρατίας θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως ρεπουμπλικάνους της ισότητας με αρχές, υποχρεωμένους να εξαλείψουν τα περιττά και τη διαφθορά. Σε αυτό εμπνεύστηκαν κυρίως από τον Ρουσσώ. Σύμφωνα με το Ροβεσπιέρο, οι ελλείψεις στα άτομα διορθώθηκαν με την υποστήριξη του «κοινού καλού» που αντιλαμβανόταν ως τη συλλογική βούληση του λαού. Αυτή η ιδέα προήλθε από τη Γενική Θέληση του Ρουσσώ. Οι επαναστάτες εμπνεύστηκαν επίσης από τον Ρουσσώ για να εισαγάγουν τον ντεϊσμό ως τη νέα επίσημη πολιτική θρησκεία της Γαλλίας:
“Τελετουργικά και συμβολικά περιστατικά των πιο ριζοσπαστικών φάσεων της Επανάστασης επικαλέστηκαν το Ρουσσώ και τις βασικές του ιδέες. Έτσι, η τελετή που πραγματοποιήθηκε στο χώρο της κατεδαφισμένης Βαστίλης, που διοργανώθηκε από τον κορυφαίο καλλιτεχνικό διευθυντή της Επανάστασης, Ζακ-Λουί Νταβίντ, Αύγουστο 1793 να σηματοδοτήσει τα εγκαίνια του νέου δημοκρατικού συντάγματος, γεγονός που ήρθε λίγο μετά την οριστική κατάργηση όλων των μορφών φεουδαρχικών προνομίων, παρουσίασε καντάτα βασισμένη στο δημοκρατικό πανθεϊστικό ντεϊσμό του Ρουσσώ, όπως αναπτύσσεται στο περίφημο «Profession de foi d’un vicaire savoyard» στο 4ο βιβλίο του Émile“.
Η επιρροή του στη Γαλλική Επανάσταση σημειώθηκε από τον Έντμουντ Μπερκ, που του άσκησε κριτική στο Reflections on the Revolution in France κι αυτή η κριτική αντήχησε σε όλη την Ευρώπη, οδηγώντας τη Μεγάλη Αικατερίνη ν’ απαγορεύσει τα έργα του. Αυτή η σύνδεση μεταξύ του Ρουσσώ και της Γαλλικής Επανάστασης (ειδικά της Τρομοκρατίας) διατηρήθηκε και τον επόμενο αιώνα. Όπως σημειώνει ο François Furet ότι «μπορούμε να δούμε ότι για όλο τον 19ο αι. ήταν στο επίκεντρο της ερμηνείας της Επανάστασης για τους θαυμαστές και για τους επικριτές της».
Από τους σημαντικότερους Αμερικανούς οπαδούς του Ρουσσώ ήταν ο Νόα Γουέμπστερ (1758–1843). Το 1785, 2 χρόνια πριν από τη συνταγματική συνέλευση της Αμερικής, βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στο Κοινωνικό Συμβόλαιο ενώ έγραφε τα Σκίτσα της Αμερικανικής Πολιτικής, από τα 1α, ευρέως δημοσιευμένα επιχειρήματα για ισχυρή κεντρική κυβέρνηση στην Αμερική. Ο Τζορτζ Ουάσινγκτον, ο Τζέιμς Μάντισον και πιθανώς άλλοι ιδρυτές το διάβασαν πριν απ’ το συνέδριο. Ο Γουέμπστερ έγραψε επίσης 2 συνέχειες «φαντασίας» του Εμίλ ή Περί Εκπαίδευσης (1762) του Ρουσσώ και τις συμπεριέλαβε στον Αναγνώστη του 1785 για μαθητές. Ο Αναγνώστης του Γουέμπστερ του 1787 κι αργότερα οι Αναγνώστες, περιέχουν επίσης εξιδανικευμένο λεκτικό πορτραίτο της Σόφι, του κοριτσιού στον Εμίλ του Ρουσσώ κι ο Γουέμπστερ χρησιμοποίησε τις θεωρίες του στον Εμίλ να υποστηρίξει τη πολιτική αναγκαιότητα της ευρείας γυναικείας εκπαίδευσης.

Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, άσκησε ελάχιστη επιρροή στους Ιδρυτές Πατέρες των ΗΠΑ, παρά τις ομοιότητες μεταξύ των ιδεών τους. Μοιράζονταν πεποιθήσεις σχετικά με την αυταπόδεικτη απόδειξη ότι «όλοι οι άνθρωποι δημιουργούνται ίσοι» και την πεποίθηση ότι οι πολίτες μιας δημοκρατίας πρέπει να εκπαιδεύονται με δημόσια δαπάνη. Μπορεί να γίνει ένας παραλληλισμός μεταξύ της έννοιας του Συντάγματος των ΗΠΑ για τη «γενική ευημερία» και της έννοιας του Ρουσσώ για τη «γενική βούληση». Υπάρχουν περαιτέρω κοινά σημεία μεταξύ της δημοκρατίας του Τζέφερσον και του επαίνου του Ρουσσώ για την Ελβετία και τις οικονομίες της Κορσικής με απομονωμένες και ανεξάρτητες κατοικίες, και την υποστήριξή του σε μια καλά ρυθμισμένη πολιτοφυλακή, όπως ένα ναυτικό για την Κορσική και τη πολιτοφυλακή των ελβετικών καντονιών. Ωστόσο, ο Γουίλ κι ο Άριελ Ντουράντ έχουν την άποψη ότι είχε σαφή πολιτική επιρροή στην Αμερική. Σύμφωνα με αυτούς:
“Το πρώτο σημάδι πολιτικής επιρροής του ήταν το κύμα της δημόσιας συμπάθειας που υποστήριζε την ενεργό γαλλική βοήθεια στην Αμερικανική Επανάσταση. Ο Τζέφερσον άντλησε τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας από τον Ρουσσώ καθώς κι απ’ το Λοκ και τον Μοντεσκιέ. Ως πρεσβευτής στη Γαλλία (1785–89) απορρόφησε πολλά απ’ το Βολταίρο κι απ’ το Ρουσσώ… Η επιτυχία της Αμερικανικής Επανάστασης αύξησε το κύρος της φιλοσοφίας του Ρουσσώ“.
Τα γραπτά του Ρουσσώ είχαν ίσως έμμεση επιρροή στην αμερικανική λογοτεχνία μέσω των γραπτών του Wordsworth και του Kant, που τα έργα ήτανε σημαντικά για τον υπερβατιστή της Νέας Αγγλίας Ralph Waldo Emerson, καθώς και για τους Ουνιταριανούς όπως ο θεολόγος William Ellery Channing. Ο Τελευταίος των Μοϊκανών κι άλλα αμερικανικά μυθιστορήματα αντικατοπτρίζουν ρεπουμπλικανικά κι εξισωτικά ιδεώδη που υπάρχουνε στον Τόμας Πέιν και στον αγγλικό ρομαντικό πρωτογονισμό. Οι πρώτοι που επέκριναν τον Ρουσσώ ήταν οι συνάδελφοί του Φιλόσοφοι, πάνω απ’ όλα, ο Βολταίρος. Σύμφωνα με τον Ζακ Μπαρζούν, ενοχλήθηκε από τον 1ο λόγο κι εξοργίστηκε από το 2ο. Η ανάγνωση του δεύτερου λόγου από τον Βολταίρο ήταν ότι ο Ρουσσώ θα ήθελε ο αναγνώστης να «περπατήσει στα τέσσερα» όπως αρμόζει σε έναν άγριο. Ο Σάμιουελ Τζόνσον είπε στον βιογράφο του Τζέιμς Μπόσγουελ: «Νομίζω ότι είναι ένας από τους χειρότερους ανθρώπους. κατεργάρης, που θα ‘πρεπε να κυνηγηθεί από τη κοινωνία, όπως κι έγινε».
Ο Jean-Baptiste Blanchard ήταν ο κορυφαίος Καθολικός αντίπαλός του. Ο Μπλανσάρ απορρίπτει την αρνητική εκπαίδευση του Ρουσσώ, στην οποία πρέπει κανείς να περιμένει μέχρι να μεγαλώσει ένα παιδί για να αναπτύξει τη λογική. Το παιδί θα έβρισκε περισσότερα οφέλη από τη μάθηση στα πρώτα του χρόνια. Διαφώνησε επίσης με τις ιδέες του για τη γυναικεία εκπαίδευση, δηλώνοντας ότι οι γυναίκες είναι εξαρτημένες. Έτσι, η απομάκρυνσή τους από το μητρικό τους μονοπάτι είναι αφύσικη, καθώς θα οδηγούσε στη δυστυχία τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών. Ο ιστορικός Jacques Barzun δηλώνει ότι, σε αντίθεση με τον μύθο, ο Ρουσσώ δεν ήταν πριμιτιβιστής. Για εκείνον:
“Το πρότυπο ανθρώπου είναι ο ανεξάρτητος αγρότης, απαλλαγμένος από ανωτέρους και αυτοδιοικούμενος. Αυτό ήταν αρκετή αιτία για το μίσος των φιλοσόφων για τον πρώην φίλο τους. Το ασυγχώρητο έγκλημα του Ρουσσώ ήταν η απόρριψη των χαρίτων και των πολυτέλειων της πολιτισμένης ύπαρξης. Ο Βολταίρος είχε τραγουδήσει «Το περιττό, αυτό το πιο απαραίτητο πράγμα». Για το υψηλό αστικό βιοτικό επίπεδο ο Ρουσσώ θα αντικαθιστούσε το μεσαίο αγροτικό. Ήταν η χώρα εναντίον της πόλης – μια εξοργιστική ιδέα για αυτούς, όπως και το εκπληκτικό γεγονός ότι κάθε νέο έργο του Ρουσσώ είχε τεράστια επιτυχία, είτε το θέμα ήταν πολιτική, θέατρο, εκπαίδευση, θρησκεία ή ένα μυθιστόρημα για την αγάπη“.
Ήδη από το 1788, η Madame de Staël δημοσίευσε τις Επιστολές της για τα έργα και τον χαρακτήρα του J.-J. Ρουσσώ. [157] Το 1819, στη περίφημη ομιλία του «Περί Αρχαίας & Σύγχρονης Ελευθερίας», ο πολιτικός φιλόσοφος Benjamin Constant, υπέρμαχος της συνταγματικής μοναρχίας και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, επέκρινε τον Ρουσσώ, ή μάλλον τους πιο ριζοσπαστικούς οπαδούς του (συγκεκριμένα τον Abbé de Mably), επειδή υποτίθεται ότι πίστευαν ότι «όλα πρέπει να δίνουν τη θέση τους στη συλλογική βούληση κι ότι όλοι οι περιορισμοί στα ατομικά δικαιώματα θα αντισταθμίζονται επαρκώς από συμμετοχή στη κοινωνική εξουσία». Ο Φρεντερίκ Μπαστιά τον επέκρινε αυστηρά σε πολλά από τα έργα του, κυρίως στο «Ο Νόμος», που, αφού ανέλυσε τα αποσπάσματα του ίδιου, δήλωσε ότι:
“Και τι ρόλο παίζουν οι άνθρωποι σε όλα αυτά; Είναι απλώς η μηχανή που τίθεται σε κίνηση. Στη πραγματικότητα, δε θεωρούνται απλώς η 1η ύλη που είναι κατασκευασμένη η μηχανή; Έτσι, υπάρχει ίδια σχέση μεταξύ νομοθέτη και πρίγκηπα όπως υπάρχει μεταξύ ειδικού στη γεωργία κι αγρότη κι η σχέση μεταξύ πρίγκηπα κι υπηκόων του είναι η ίδια με αυτή μεταξύ του αγρότη και της γης του. Πόσο ψηλά πάνω από την ανθρωπότητα, λοιπόν, έχει τοποθετηθεί αυτός ο συγγραφέας για τις δημόσιες υποθέσεις“;
Ο Μπαστιά πίστευε ότι ο Ρουσσώ ήθελε να αγνοήσει τις μορφές κοινωνικής τάξης που δημιουργήθηκαν από τους ανθρώπους – βλέποντάς τους ως μια απερίσκεπτη μάζα που θα διαμορφωνόταν από φιλοσόφους. Ο Μπαστιά, ο οποίος θεωρείται από στοχαστές που συνδέονται με την Αυστριακή Σχολή Οικονομικών Επιστημών ως ένας από τους προδρόμους της «αυθόρμητης τάξης», [161] παρουσίασε το δικό του όραμα για αυτό που θεωρούσε ότι ήταν η «Φυσική Τάξη» σε μια απλή οικονομική αλυσίδα στην οποία πολλά μέρη θα μπορούσαν να αλληλεπιδρούν χωρίς απαραίτητα να γνωρίζουν το ένα το άλλο, να συνεργάζονται και να ικανοποιούν το ένα τις ανάγκες του άλλου σύμφωνα με βασικούς οικονομικούς νόμους όπως προσφορά και ζήτηση.
“Σε μια τέτοια αλυσίδα, για την παραγωγή ρούχων, πολλά μέρη πρέπει να ενεργούν ανεξάρτητα – π.χ. οι αγρότες να γονιμοποιούν και να καλλιεργούν τη γη για να παράγουν ζωοτροφές για τα πρόβατα, οι άνθρωποι να τα κουρεύουν, να μεταφέρουν το μαλλί, να το μετατρέπουν σε ύφασμα και ένα άλλο να το προσαρμόζουν και να το πουλούν. Αυτά τα άτομα συμμετέχουν σε οικονομικές συναλλαγές από τη φύση τους και δεν χρειάζεται να διαταχθούν, ούτε οι προσπάθειές τους χρειάζεται να συντονίζονται κεντρικά. Τέτοιες αλυσίδες είναι παρούσες σε κάθε κλάδο της ανθρώπινης δραστηριότητας, στον οποίο τα άτομα παράγουν ή ανταλλάσσουν αγαθά και υπηρεσίες, και μαζί, δημιουργούν φυσικά μια περίπλοκη κοινωνική τάξη που δεν απαιτεί εξωτερική έμπνευση, κεντρικό συντονισμό των προσπαθειών ή γραφειοκρατικό έλεγχο προς όφελος της κοινωνίας στο σύνολό της“.

ΕΡΓΑ:
Dissertation sur la musique moderne [fr], 1743
Λόγος για τις Τέχνες και τις Επιστήμες (Discours sur les sciences et les arts), 1750
Νάρκισσος, ή Ο αυτοθαυμαστής: Μια κωμωδία, 1752
Λόγος για την προέλευση και τη βάση της ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων (Discours sur l’origine et les fondements de l’inégalité parmi les hommes), 1754
Επιστολή για τη γαλλική μουσική, 1753 (Lettre sur la musique française [fr])
Λόγος για την Πολιτική Οικονομία, 1755 (Discours sur l’économie politique [fr])
Επιστολή προς τον M. D’Alembert για τα γυαλιά, 1758 (Lettre à D’Alembert sur les spectacles)
Julie; ή, Η Νέα Ελοΐζα (Julie ou la nouvelle Héloïse), 1761
Emile or On Education (Émile ou de l’éducation), 1762 (περιλαμβάνει το “The Creed of a Savoyard Priest”)
Το Κοινωνικό Συμβόλαιο, ή Αρχές του Πολιτικού Δικαίου (Du contrat social), 1762
Τέσσερις επιστολές προς τον M. de Malesherbes, 1762
Γράμματα γραμμένα από το βουνό, 1764 (Lettres écrites de la montagne [fr])
Λεξικό Μουσικής. 1767 (Dictionnaire de la musique)
Εξομολογήσεις του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ (Les Confessions), 1770, έκδοση 1782
Συνταγματικό Σχέδιο για την Κορσική, 1765, δημοσιεύτηκε το 1768
Σκέψεις για την κυβέρνηση της Πολωνίας, 1772
Επιστολές για τα Στοιχεία της Βοτανικής
Δοκίμιο για την προέλευση των γλωσσών, που εκδόθηκε το 1781 (Essai sur l’origine des langues)
Rousseau Judge of Jean-Jacques, έκδοση 1782 (Rousseau juge de Jean-Jacques)
Ονειροπολήσεις του μοναχικού περιπατητή, ημιτελές, έκδοση 1782 (Rêveries du promeneur solitaire)
Εκδόσεις στα αγγλικά
Βασικά πολιτικά γραπτά, μετάφραση Donald A. Cress. Indianapolis: Hackett, 1987.
Collected Writings, επιμέλεια Roger Masters και Christopher Kelly, Dartmouth: University Press of New England, 1990–2010, 13 τόμοι.
Οι Εξομολογήσεις, μετάφραση Angela Scholar. Οξφόρδη: Oxford University Press, 2000.
Émile ή Περί Εκπαίδευσης, μτφρ. του Allan Bloom, Νέα Υόρκη: Basic Books, 1979.
“On the Origin of Language”, μετάφραση John H. Moran. Στο On the Origin of Language: Two Essays. Σικάγο: University of Chicago Press, 1986.
Ονειροπολήσεις ενός μοναχικού περιπατητή, μετάφραση Peter France. Λονδίνο: Penguin Books, 1980.
«Οι λόγοι» και άλλα πρώιμα πολιτικά γραπτά, μετάφραση Victor Gourevitch. Κέιμπριτζ: Cambridge University Press, 1997.
«Το Κοινωνικό Συμβόλαιο» και άλλα μεταγενέστερα πολιτικά γραπτά, μετάφραση Victor Gourevitch. Κέιμπριτζ: Cambridge University Press, 1997.
«Το Κοινωνικό Συμβόλαιο», μετάφραση Maurice Cranston. Πιγκουίνος: Penguin Classics Διάφορες Εκδόσεις, 1968–2007.
Τα πολιτικά γραπτά του Jean-Jacques Rousseau, επιμέλεια με εισαγωγή και σημειώσεις από τον C.E.Vaughan, Blackwell, Οξφόρδη, 1962. (Στα γαλλικά αλλά η εισαγωγή και οι σημειώσεις είναι στα αγγλικά).
Rousseau on Women, Love, and Family, Christopher Kelly and Eve Grace (επιμ.), Dartmouth College Press, 2009
Μουσικές Συνθέσεις
Les Muses galantes
Les Fetes de Remire (1745)
Symphonie à Cors de Chasse (1751)
Le Devin du village (1752) – όπερα σε 1 πράξη
Salve Regina (1752) – αντίφωνο
Chansons de Bataille (1753)
Πυγμαλίων (1762/1770) – μελόδραμα
Avril – aire a poesía de Rémy Belleau
Les Consolations des Misères de Ma Vie (1781)
Δάφνις και Χλόη
Que le jour me dure!
Le Printemps de Vivaldi (1775)
=================================================
Ονειροπολήσεις Ενός Μοναχικού Περιπατητή
Πρώτος Περίπατος
Ναμαι λοιπόν μονάχος στον κόσμο, μην έχοντας πια αδέρφια, συγγενείς, φίλους, συντροφιά, παρά μόνο τον εαυτό μου. Ο πιο κοινωνικός και πιο θερμός απ’ τους ανθρώπους καταδικάστηκε από μια ομαδική συμφωνία. Αναζήτησαν μέσα στις εκλεπτύνσεις του μίσους τους ποιο βασανιστήριο μπορούσε να είναι το πιρ σκληρό στην ευαίσθητη ψυχή μου, κ’ έσπασαν βίαια όλους τους δεσμούς
που μ’ ένωναν μαζί τους. Θα είχα αγαπήσει όλους τους ανθρώπους και χωρίς να το θέλουν. Δεν μπόρεσαν, παρά παύοντας να υπάρχουν, να ξεφύγουν από τη στοργή μου. Δείτε τους λοιπόν ξένους, άγνωστους, ανύπαρκτους τελικά για μένα αφού αυτοί το θέλησαν. Αλλά εγώ, αποτραβηγμένος απ’ αυτούς κι απ’ όλα, τι είμαι εγώ ο ίδιος; Να τι μου μένει να ερευνήσω. Δυστυχώς απ’ αυτή την έρευνα πρέπει να προηγηθεί μια ματιά στην κατάστασή μου. Είναι μια ιδέα από την οποία πρέπει αναγκαστικά να περάσω για να φτάσω απ’ αυτούς σ’ εμένα.
Εδώ και πάνω από δεκαπέντε χρόνια που βρίσκομαι σ’ αυτή την παράξενη κατάσταση, αυτή μου φαίνεται ακόμα σαν ένα όνειρο. Φαντάζομαι διαρκώς πως δυσπεψία με βασανίζει, πως κοιμάμαι άσχημα και πως θα ξυπνήσω εντελώς ανακουφισμένος από τον πόνο μου και θα ξαναβρεθώ ανάμεσα στους φίλους μου. Ναι, βέβαια, θα πρέπει να είχα κάνει χωρίς να το καταλάβω ένα πήδημα
από τον ξύπνο στον ύττνο, ή μάλλον απ’ τη ζωή στο θάνατο. Τραβηγμένος δεν ξέρω πώς από την τάξη τών πραγμάτων, είδα τον εαυτό μου πεταμένο σ’ ένα χάος ακατανόητο, όπου δε διακρίνω τίποτα* κι όσο πιο πολύ σκέφτομαι τη τωρινή μου κατάσταση, τόσο λιγότερο μπορώ να καταλάβω πού βρίσκομαι.
Ε, πώς θα μπορούσα να προβλέψω τη μοίρα που με περίμενε; Πώς μπορώ να το φανταστώ ακόμα σήμερα πως της έχω παραδοθεί; Μπορούσα, έχοντας τα λογικά μου, να υποθέσω πως μια μέρα εγώ, ο ίδιος άνθρωπος που ήμουν, ο ίδιος που είμαι ακόμα, θα περνούσα, θα θεωρούμουν χωρίς
την παραμικρή αμφιβολία, σαν ένα τέρας, ένας δηλητηριαστής, ένας δολοφόνος, πως θα γινόμουν το σίχαμα της ανθρώπινης φυλής, το παιχνίδι του όχλου, πως όλος ο χαιρετισμός που θα μου έκαναν οι περαστικοί θα ήταν να με φτύνουν, πως μια ολόκληρη γενιά θα διασκέδαζε με μια
ομόφωνη συμφωνία να με θάψει ζωντανό; Όταν έγινε αυτή η παράξενη επανάσταση, εγώ, ξαφνισμένος, στην αρχή αναστατώθηκα. Οι ταραχές μου, η αγανάκτησή μου, με βύθισαν σ’ ένα παραλήρημα που δεν του έφτασαν δέκα χρόνια για να ηρεμήσει, και σ’ αυτό το διάστημα, πέφτοντας από λάθος σε λάθος, από σφάλμα σε σφάλμα, από βλακεία σε βλακεία, προμήθεψα με τις ανοησίες μου σ’ αυτούς που κυβερνούσαν τη μοίρα μου τόσα όργανα που τα χρησιμοποίησαν μ’ επιτηδειότητα για να τη στεριώσουν ανεπανόρθωτα.
Αγωνίστηκα πολύ καιρό τόσο βίαια όσο και μάταια. Χωρίς επιδεξιότητα, χωρίς τέχνη, χωρίς υποκρισία, χωρίς φρόνηση, ειλικρινής, ανοιχτός, ανυπόμονος, εκνευρισμένος, δεν κατάφερα με τον αγώνα μου παρά να μπερδευτώ χειρότερα και να τους δίνω αδιάκοπα καινούργιες λαβές που δεν τις περιφρόνησαν καθόλου. Νιώθοντας τέλος όλες μου τις προσπάθειες μάταιες και τυραννιζόμενος ανώφελα, πήρα τη μόνη απόφαση που μου έμενε να πάρω, δηλαδή να υποταχτώ στο πεπρωμένο μου χωρίς πια ν’ αντιστέκομαι στην ανώτερη βία. Σ’ αυτή την υποταγή βρήκα αποζημίωση για όλα μου τα παθήματα χάρη στη γαλήνη που μου δίνει και που δεν μπορούσε να ταιριάξει με το συνεχή μόχθο μιας αντίστασης τόσο οδυνηρής όσο και άκαρπης.
Κάτι άλλο βοήθησε γι’ αυτή τη γαλήνη. Μέσα σ’ όλες τις δολιότητες του μίσους τους οι διώκτες μου παρέλειψαν μια που η έχθρα τους τους έκανε να την ξεχάσουν: αυτή ήταν το να διαβαθμίσουν τόσο καλά τις εντυπώσεις ώστε να μπορούν να διατηρούν και ν’ ανανεώνουν αδιάκοπα τους καημούς μου φέρνοντάς μου πάντα κάποιο καινούργιο πλήγμα. Αν είχαν την επιδεξιότητα να μου αφήνουνε
κάποιαν αναλαμπή ελπίδας θα με κρατούσαν ακόμα απ’ αυτή. Θα μπορούσαν ακόμα να με κάνουνε παιχνίδι τους με κάποιο ψεύτικο δόλωμα και να με σπαράξουν ύστερα μ’ ένα καινούργιο πάντα μαρτύριο από την ξεγελασμένη προσμονή μου. Αλλά έχουν από πριν εξαντλήσει όλα τους τα τεχνάσματα μην αφήνοντάς μου τίποτα, στερήθηκαν οι ίδιοι τα πάντα. Η δυσφήμιση, η κατάθλιψη,
ο περίγελως, το όνειδος που μου φόρτωσαν δεν μπορούν πια να μεγαλώσουν ή ν’ ανακουφιστούν: είμαστε το ίδιο ανίκανοι, εκείνοι να τα χειροτερέψουν κ’ εγώ να τ’ αποφύγω. Βιάστηκαν τόσο πολύ να φέρουν στο κορύφωμα το μέτρο της δυστυχίας μου, ώστε όλη η ανθρώπινη δύναμη, βοηθημένη μ’ όλες -τις πανουργίες της κόλασης, δε θα μπορούσε πια να προσθέσει τίποτα. Ακόμα κι ο σωματικός πόνος αντί ν’ αυξήσει τα βάσανά μου θα δημιουργούσε αντιπερισπασμό. Αποσπώντας μου κραυγές θα με γλίτωνε απ’ τις οιμωγές, και τα ξεσχίσματα του κορμιού μου θα σταματούσαν τα ξεσχίσματα της καρδιάς μου.
Τι έχω πια να φοβηθώ απ’ αυτούς αφού όλα έχουν γίνει; Μην μπορώντας πια να χειροτερέψουν την κατάστασή μου δε θα κατόρθωναν πια να με τρομάξουν. Η ανησυχία κι ο φόβος είναι κακά, από τα οποία μ’ έχουν για πάντα ελευθερώσει: είναι κι αυτό μια ανακούφιση. Οι αληθινοί πόνοι λίγο πια με τρομάζουν: το παίρνω εύκολα απόφαση για ό,τι αισθάνομαι, αλλά όχι για ό,τι φοβάμαι. Η τρομαγμένη μου φαντασία τα συνδυάζει, τ’ αναστρέφει, τα επεκτείνει και τ’ αυξάνει. Η προσμονή τους με βασανίζει εκατό φορές περισσότερο απ’ την παρουσία τους κι η απειλή είναι για μένα πιο τρομερή απ’ το χτύπημα. Μόλις έρχονται, το γεγονός τους αφαιρεί όλο το φανταστικό που είχαν και τα περιορίζει στη σωστή τους αξία. Τα βρίσκω τότε πολύ λιγότερα απ ό,τι τα είχα φανταστεί κι ακόμα και μέσα στον πόνο μου δεν παύω να νιώθω ανακουφισμένος.
Σ’ αυτή την κατάσταση, απαλλαγμένος από κάθε νέο φόβο και λυτρωμένος από την αγωνία της ελπίδας, η μονάχη συνήθεια θ’ αρκέσει για να μου κάνει μέρα με τη μέρα πιο υποφερτή, κατάσταση που τίποτα δεν μπορεί να χειροτερέψει και καθώς η αίσθηση φθείρεται από τη διάρκεια, δεν έχουν πια τρόπους να την αναζωογονήσουν. Αυτό είναι το καλό που μου έκαναν οι διώκτες μου εξαντλώντας αλογάριαστα όλα τα βέλη της εμπάθειάς τους. Στέρησαν τον εαυτό τους από κάθε επίδραση πάνω μου, και μπορώ από δω και μπρος να τους περιγελώ.
Δεν έχουν καν περάσει δυο μήνες και μια απόλυτη γαλήνη έχει επικρατήσει στην καρδιά μου. Από καιρό δε φοβόμουν πια τίποτα, αλλά έλπιζα ακόμη, κι αυτή η ελπίδα, πότε λικνιζόμενη και πότε ξεγελασμένη ήταν ακόμα μια λαβή με την οποία χίλια λογής πάθη δεν έπαυαν να με ταράζουν. Ένα συμβάν τόσο θλιβερό όσο κι απρόοπτο ήρθε τέλος να σβήσει απ’ τη καρδιά μου αυτή την αχνή αχτίδα ελπίδας και μ’ έκαμε να ιδώ το πεπρωμένο μου καθορισμένο για πάντα ανεπίστρεπτα εδώ κάτου. Από τότε υποτάχτηκα ανεπιφύλαχτα και ξαναβρήκα τη γαλήνη. Μόλις άρχισα να διακρίνω την πλεκτάνη σ’ όλη της την έκταση, έχασα οριστικά την ιδέα να ξαναφέρω όσο ζούσα το κοινό κοντά μου και μάλιστα, μια κι αυτή η επιστροφή δεν μπορούσε πια να ήταν αμοιβαία, θα μου ήταν στο εξής εντελώς άχρηστη. Οι άνθρωποι θα μπορούσαν να ‘ρχονται σ’ εμένα, δε θα με ξανάβρισκαν πια. Με τη καταφρόνια που μου έχουν εμπνεύσει, η συναναστροφή τους θα μου ήταν ανούσια και μάλιστα φορτική κι είμαι100 φορές πιο ευχαριστημένος μες στη μοναξιά μου απ’ ό,τι θα μπορούσα να είμαι αν ζούσα μαζί τους. Ξερίζωσαν απ’ τη καρδιά μου όλες τις χαρές της συντροφικότητας. Δε θα μπορούσαν πια να ευδοκιμήσουν ξανά στην ηλικία μου είναι πολύ αργά. Αν μου κάνουν καλό ή κακό στο εξής, μου είναι εντελώς αδιάφορο από μέρους τους, κι ό,τι κι αν κάνουν, οι σύγχρονοί μου δε θα είναι ποτέ τίποτα για μένα.
Αλλά βασιζόμουν ακόμα στο μέλλον κι έλπιζα πως μια καλύτερη γενεά, εξετάζοντας πιο καλά και τις κρίσεις που θα ‘κανε αυτή για λογαριασμό μου και τη συμπεριφορά της προς εμένα, θα ξέμπλεκε εύκολα το τέχνασμα εκείνων που την κατευθύνουν και θα μ’ έβλεπε τελικά όπως ήμουν. Αυτή η ελπίδα μ’ έκανε να γράψω τους Διαλόγονς μου και μου υπέδειξε χίλιες τρελλές προσπάθειες για να τους κάνω να περάσουν στους μεταγενέστερους χρόνους. Αυτή η ελπίδα, αν και μακρυνή, κρατούσε τη ψυχή μου στην ίδια ταραχή που είχα όταν αναζητούσα ακόμη να βρω στον αιώνα μου μια δίκαιη καρδιά κι οι ελπίδες μου που ολοένα τις απόδιωχνα μ’ κάναν εξίσου το παιχνίδι των ανθρώπων του
σήμερα. Έχω πει στους Διάλογους μου σε τι στήριζα αυτή την αναμονή. Γελιόμουν. Ευτυχώς το ένιωσα αρκετά έγκαιρα για να βρω ακόμα πριν τη στερνή μου ώρα ένα διάλειμμα απόλυτης ησυχίας και ξεκούρασης. Αυτό το διάλειμμα άρχισε απ’ την εποχή για την οποία μιλώ κι έχω λόγους να πιστεύω πως δε θα διακοπεί πια.
Λίγες μέρες πέρασαν για να ‘ρθουν καινούργιες σκέψεις να με βεβαιώσουν πόσο άδικο είχα να βασίζομαι στην επιστροφή της δημοσιότητας, έστω και σε μιαν άλλη εποχή, αφού καθοδηγήθηκε σ’ ό,τι με αφορά από οδηγούς που ανανεώνονται αδιάκοπα στα σώματα εκείνων που με μισούν. Τα άτομα πεθαίνουν, αλλά τα ομαδικά σώματα δεν πεθαίνουν ποτέ. Τα ίδια πάθη διαιωνίζονται, και το
φλογερό τους μίσος, αθάνατο σαν το δαίμονα που εμπνέει, διατηρεί πάντα την ίδια δραστηριότητα. Όταν όλοι μου οι προσωπικοί εχθροί θα ‘χουν πεθάνει, οι γιατροί, οι ιεροκήρυκες θα ζουν ακόμα, κι όταν δε θα ‘χω για διώκτες μου παρά μόνο αυτά τα δυο σωματεία, πρέπει να είμαι βέβαιος πως δε θ’ αφήσουν πιο ήσυχη τη μνήμη μου μετά το θάνατό μου απ’ ό,τι αφήνουν εμένα τον ίδιο όσο ζω. Ισως με τον καιρό, οι γιατροί, που πράγματι τους έχω προσβάλει, θα μπορούσαν να εξευμενιστούν: αλλά οι ιεροκήρυκες που αγαπούσα, που εκτιμούσα, που τους είχα κάθε εμπιστοσύνη και δεν τους πρόσβαλα ποτέ, οι ιεροκήρυκες, άνθρωποι της Εκκλησίας και μισο-καλόγεροι, θα είναι για πάντα αμείλικτοι, η δική τους αδικία αποτελεί την αμαρτία μου που ο εγωισμός τους δε θα τη συγχωρέσει ποτέ, και το κοινό, που θα φροντίσουν να διατηρήσουν και να εμψυχώσουν αδιάκοπα την έχθρα του, δε θα εξευμενιστεί περισσότερο απ’ αυτούς.
‘Ολα έχουν τελειώσει για μένα σ’ αυτή τη γη. Δεν μπορούν πια να μου κάνουν ούτε καλό ούτε κακό. Δε μου μένει πια τίποτα να ελπίζω ή να φοβάμαι σ’ αυτόν τον κόσμο, κ’ έτσι βρίσκομαι ήσυχος στο βάθος της αβύσσου, φτωχός κακότυχος θνητός, αλλά απαθής σαν τον ίδιο το Θεό.
‘Ολα όσα είναι έξω από μένα μου είναι πια ξένα. Δεν έχω πια σ’ αυτόν τον κόσμο ούτε συγγενή, ούτε όμοιό μου, ούτε αδελφό. Βρίσκομαι στη γη σαν σ’ έναν ξένο πλανήτη, όπου θα είχα πέσει από κείνον που κατοικούσα. Αν αναγνωρίζω γύρω μου κάτι, δεν είναι παρά πράγματα καταθλιπτικά και σπαραχτικά για την καρδιά μου και δεν μπορώ να κοιτάξω αυτό που μ’ αγγίζει και με τριγυρίζει
χωρίς να βρίσκω πάντα κάποια αιτία καταφρόνιας που μ’ αγανακτεί ή θλίψης που με πικραίνει. Ας απομακρύνω λοιπόν όλα τα οδυνηρά αντικείμενα που θα με απασχολούσαν τόσο λυπητερά όσο κι ανώφελα. Μόνος για όση πια ζωή μου μένει, αφού δε βρίσκω παρά μόνο μέσα μου τη παρηγοριά, την ελπίδα και τη γαλήνη, δεν πρέπει και μήτε θέλω ν’ ασχοληθώ παρά μονάχα με τον εαυτό μου. Σ’ αυτή την κατάσταση ξαναπιάνω τη συνέχεια της αυστηρής κι ειλικρινούς εξέτασης που άλλοτε την ονόμαζα Εξομολογήσεις μου. Αφιερώνω τις στερνές μου μέρες στο να μελετήσω τον εαυτό μου και να προετοιμάσω το λόγο που θα δώσω για τον εαυτό μοι). Ας αφοσιωθώ ολόκληρος στη γλύκα να κουβεντιάσω με την ψυχή μου αφού αυτή είναι η μόνη που οι άνθρωποι δεν μπορούν να μου πάρουν. Αν, από το να πολυσκέφτομαι τις εσωτερικές μου διαθέσεις, καταφέρω να τις τακτοποιήσω καλύτερα και να διορθώσω το κακό που μπορεί να είχε μείνει, οι στοχασμοί μου δε θα είναι τελείως άχρηστοι, και μόλο που δεν είμαι πια άξιος για τίποτα στον κόσμο, δε θα έχω ολότελα χάσει τις
στερνές μου μέρες. Οι ευκαιρίες των καθημερινών μου περιπάτων είχαν γεμίσει από γοητευτικούς στοχασμούς που λυπάμαι γιατί έχασα την ανάμνηση τους. Θα διατηρήσω με το γράψιμο αυτούς που μπορεί να μου έρθουν ακόμα κάθε φορά που θα τους ξαναδιαβάζω θα νιώθω καινούργια
χαρά. Θα ξεχάσω τις δυστυχίες, τους διώκτες, τις ντροπές, σκεφτόμενος ανταμοιβή που θ’ άξιζε στη καρδιά μου.
Αυτές οι σελίδες δε θα είναι ουσιαστικά παρά ένα άτυπο ημερολόγιο των ονειροπολήσεών μου. Θα γίνεται εκεί πολύς λόγος για μένα, γιατί ένας μοναχικός που σκέφτεται, απασχολείται αναγκαστικά πολύ με τον εαυτό του. Εξάλλου όλες οι ξένες ιδέες που περνούν απ’ το νου μου καθώς περπατώ θα βρουν εδώ αντίστοιχα τη θέση τους. Θα πω αυτό που σκέφτομαι ακριβώς όπως μου έρχεται και με
τόσο λίγη συσχέτιση όσο οι ιδέες του χτες έχουν συνήθως με τις ιδέες του αύριο. Αλλά θα προκύψει πάντα μια νέα επίγνωση της φύσης μου και της διάθεσής μου με τη γνωριμία των αισθημάτων και των σκέψεων που αποτελούν την καθημερινή βοσκή του πνεύματός μου στη παράξενη κατάσταση που βρίσκομαι. Αυτές λοιπόν οι σελίδες μου μπορούν να θεωρηθούνε σαν ένα συμπλήρωμα των Εξομολογήσεών μου, αλλά δεν τους δίνω πια τίτλο, μη νιώθοντας πια τίποτα να πω που θα μπορούσε να τ’ αξίζει. Η καρδιά μου εξαγνίστηκε στο κύπελλο της κακοτυχίας, και βρίσκω με δυσκολία ψάχνοντάς το προσεχτικά κάποιο υπόλειμμα επιλήψιμης κλίσης μου. Τι θα είχα ακόμα να εξομολογηθώ όταν ξεριζώθηκαν όλες οι επίγειες λαχτάρες; Δεν έχω πια τίποτα να παινευτώ ή να κατηγορηθώ: δεν είμαι πια τίποτα ανάμεσα στους ανθρώπους, κι αυτό είναι το παν που μπορώ
να είμαι, γιατί δεν έχω πια μαζί τους πραγματική σχέση, αληθινή επικοινωνία. Μη μπορώντας πια να κάνω κανένα καλό που να μη βγει σε κακό, μην μπορώντας πια να δράσω χωρίς να βλάψω τους άλλους ή τον . εαυτό μου, μοναδικό μου καθήκον έχει γίνει ν’ αποτραβηχτώ και το εκπληρώνω όσο υπάρχει μέσα μου. Αλλά μες σ’ αυτή την αδράνεια του κορμιού η ψυχή μου είναι ακόμα δραστήρια, δημιουργεί ακόμα αισθήματα, σκέψεις κι η εσωτερική κι ηθική ζωή της μοιάζει να έχει μεγαλώσει
ακόμα περισσότερο, από το θάνατο κάθε επίγειου και πρόσκαιρου ενδιαφέροντος. Το κορμί μου δεν είναι πια για μένα παρά μπελάς, εμπόδιο και ξεφεύγω από πριν όσο μπορώ πιότερο.
Μια κατάσταση τόσο παράξενη αξίζει σίγουρα να εξεταστεί και να περιγραφεί και σ’ αυτή την εξέταση αφιερώνω τον τελευταίο ελεύθερο καιρό μου. Για να το κάνω μ’ επιτυχία θα ‘πρεπε να προχωρήσω με τάξη και μέθοδο: αλλά είμαι ανίκανος γι’ αυτή τη δουλειά και μάλιστα θα μ’ απομάκρυνε από το στόχο μου, που είναι να διαπιστώσω τις αλλαγές στην ψυχή μου και τις συνέπειές τους. Θα κάνω στον εαυτό μου ως ένα βαθμό τις εργασίες που κάνουν οι επιστήμονες, στον αέρα για να γνωρίσουν την καθημερινή του κατάσταση. Θα βάλω το βαρόμετρο στη ψυχή μου κι αυτές οι εργασίες, σωστά κατευθυνόμενες και επαναλαμβανόμενες για πολύ διάστημα, θα μπορούσαν να μου δώσουν αποτελέσματα τόσο σίγουρα όσο και τα δικά τους. Αλλά δεν προεκτείνω ως εκεί την επιχείρησή μου. Θ’ αρκεστώ στο να κρατώ το κατάστιχο των επιχειρήσεων χωρίς να ζητήσω να τις υποτάξω σε σύστημα. Κάνω την ίδια επιχείρηση με τον Μονταίν, αλλά με πρόθεση εντελώς αντίθετη από τη δική του: γιατί εκείνος δεν έγραφε τα Δοκίμια του παρά για τους άλλους
κι εγώ δε γράφω τις ονειροπολήσεις μου ηαρά για τον εαυτό μου. Αν, στις μέρες των γερατειών μου, όταν θα κοντεύω στο τέρμα, θα μείνω, όπως ελπίζω, στην ίδια διάθεση που είμαι τώρα, το διάβασμά τους θα μου θυμίζει τη γλύκα που νιώθω τώρα που τις γράφω και κάνοντας να ξαναγεννιέται έτσι για μένα ο περασμένος καιρός, θα διπλασιάσω κατά κάποιο τρόπο την ύπαρξη μου. Σε πείσμα των ανθρώπων θα μπορώ να γευτώ ακόμα τη γοητεία της συντροφιάς και θα ζήσω γέρος με τον εαυτό μου σε μιαν άλλη ηλικία, όπως θα ζούσα μ’ έναν πιο νέο φίλο.
Έγραφα τις πρώτες μου Εξομολογήσεις και τους Διαλόγους μου με την αδιάκοπη έγνοια για το πώς θα τις κρύψω από τ’ αρπαχτικά χέρια των τυράννων μου, για να τις διαβιβάσω, αν γινόταν, σ’ άλλες γενιές. Η ίδια ανησυχία δε με βασανίζει πια για τούτα τα γραφτά, ξέρω πως θα ήταν περιττή και καθώς η επιθυμία να γίνω πιο γνωστός στους ανθρώπους έχει σβήσει στη καρδιά μου, δε μένει παρά μια βαθειά αδιαφορία για την τύχη και των αληθινών μου γραφτών και των μνημείων της αθωότητάς μου, που κιόλας ίσως έχουν όλα για πάντα καταστραφεί. Το να κατασκοπεύουν
αυτά που κάνω, το νά ανησυχούν για τούτα τα χειρόγραφα, το να τ’ αρπάξουν, να τα εξαλείψουν, να τα παραποιήσουν, όλ’ αυτά μου είναι πια αδιάφορα. Δεν τα κρύβω ούτε τα δείχνω. Αν μου τα πάρουν όσο ζω, δε θα μου πάρουν ούτε τη χαρά που τα ‘γραψα, ούτε τη θύμηση του
περιεχόμενού τους, ούτε τους μοναχικούς στοχασμούς που είναι καρπός τους και που η πηγή τους δεν μπορεί να σβηστεί παρά μαζί με την ψυχή μου. Αν απ’ τις πρώτες συμφορές μου είχα τη γνώση να μην αντισταθώ καθόλου ενάντια στο πεπρωμένο μου κι έπαιρνα την απόφαση που παίρνω τώρα, όλες οι προσπάθειες των ανθρώπων, όλα τα, τρομερά τους τεχνάσματα θα ήταν ανώφελα πάνω μου και δε θα είχαν πια ταράξει την ησυχία μου μ’ όλες τις σκευωρίες τους όπως δεν μπορούν στο εξής να την ταράξουν μ’ όλες τους τις επιτυχίες ας χαρούν όσο θέλουν το ντρόπιασμά μου, δε θα μ’ εμποδίσουν να χαρώ εγώ την αθωότητά μου και να τελειώσω ειρηνικά τις μέρες μου είτε το θέλουν είτε όχι.
(τέλος 1ου περιπάτου και τέλος αποσπ.)
