Vonnegut Kurt Μαέστρος Που… “Σφάζει”!

Βιογραφικό

Ο Κουρτ Βόνεγκατ (Kurt Vonnegut) ήταν Αμερικανός συγγραφέας γνωστός για τα σατιρικά και σκοτεινά χιουμοριστικά μυθιστορήματά του. Το δημοσιευμένο έργο του περιλαμβάνει 14 μυθιστορήματα, 3 συλλογές διηγημάτων, 5 θεατρικά έργα και 5 έργα μη μυθοπλασίας για 50 και πλέον χρόνια. Μετά το θάνατό του έχουν δημοσιευτεί κι άλλα έργα.
Γεννημένος και μεγαλωμένος στην Ινδιανάπολη, φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ, αλλά το παράτησε Γενάρη του 1943 και κατατάχθηκε στον στρατό των ΗΠΑ. Στο πλαίσιο της εκπαίδευσης, σπούδασε μηχανολόγος μηχανικός στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας Carnegie και στο Πανεπιστήμιο Τενεσί. Στη συνέχεια πήγε στην Ευρώπη να πολεμήσει στον Β’ Παγκ. Πόλ. κι αιχμαλωτίστηκε από τους Γερμανούς στη Μάχη των Αρδεννών. Φυλακίστηκε στη Δρέσδη, όπου επέζησε από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων στη πόλη σε ντουλάπι κρέατος σφαγείου που ήταν φυλακισμένος. Μετά τον πόλεμο, παντρεύτηκε τη Τζέιν Μαρί Κοξ. Αυτός κι η σύζυγός του φοίτησαν στο Πανεπιστήμιο Σικάγο ενώ εργαζόταν ως νυχτερινός ρεπόρτερ για το City News Bureau.
Δημοσίευσε το 1ο του μυθιστόρημα, Player Piano, το 1952. Έλαβε θετικές κριτικές αλλά πούλησε ελάχιστα. Στα σχεδόν 20 χρόνια που ακολούθησαν, δημοσιεύτηκαν αρκετά μυθιστορήματα με μεγάλη εκτίμηση, συμπεριλαμβανομένων των The Sirens of Titan (1959) και Cat’s Cradle (1963), που ήταν υποψήφια για βραβείο Hugo για το καλύτερο μυθιστόρημα ΕΦ της χρονιάς. Η συλλογή διηγημάτων του, Welcome to the Monkey House, εκδόθηκε το 1968.
Η σημαντική απογείωσή του ήταν το εμπορικά και κριτικά επιτυχημένο 6ο μυθιστόρημά του, Slaughterhouse-Five (1969). Το αντιπολεμικό του συναίσθημα είχε απήχηση στους αναγνώστες του εν μέσω του πολέμου του Βιετνάμ κι οι κριτικές του ήταν γενικά θετικές. Ανέβηκε στη κορυφή της λίστας των Best-Seller των New York Times και τον έκανε διάσημο. Αργότερα στη καρριέρα του, δημοσίευσε αυτοβιογραφικά δοκίμια και συλλογές διηγημάτων όπως το Fates Worse Than Death (1991) και το A Man Without a Country (2005). Έχει χαιρετιστεί για τα σκοτεινά χιουμοριστικά σχόλιά του για την αμερικανική κοινωνία. Ο γιος του Mark δημοσίευσε συλλογή του έργου του, Armageddon in Retrospect, το 2008. Το 2017, η Seven Stories Press δημοσίευσε το Complete Stories, συλλογή σύντομων μυθιστορημάτων του.
Ο Βόνεγκατ γεννήθηκε στην Ινδιανάπολη, στις 11 Νοέμβρη 1922, το μικρότερο από τα 3 παιδιά του Κουρτ Βόνεγκατ του πρεσβύτερου (1884–1957) και της συζύγου του Έντιθ (1888–1944, το γένος Λίμπερ). Τα μεγαλύτερα αδέρφια του ήταν ο Bernard (1914–1997) κι η Alice (1917–1958). Καταγόταν από μια μακρά σειρά Γερμανοαμερικανών των οποίων οι μετανάστες πρόγονοι εγκαταστάθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες στα μέσα του 19ου αιώνα. Ο προπάππους του από τον πατέρα του, Κλέμενς Βόνεγκατ, εγκαταστάθηκε στην Ινδιανάπολη και ίδρυσε την Vonnegut Hardware Company. Ο πατέρας και ο παππούς του Bernard ήταν αρχιτέκτονες. Το αρχιτεκτονικό γραφείο υπό τον Kurt Sr. σχεδίασε κτίρια όπως το Das Deutsche Haus (τώρα ονομάζεται “The Athenæum”), τα κεντρικά γραφεία της Bell Telephone Company στην Ιντιάνα και το Fletcher Trust Building. Η μητέρα του Βόνεγκατ γεννήθηκε στην υψηλή κοινωνία της Χρυσής Εποχής της Ινδιανάπολης, καθώς η οικογένειά της, οι Liebers, ήταν από τους πλουσιότερους στην πόλη με βάση μια περιουσία που προερχόταν από μια επιτυχημένη ζυθοποιία.
Και οι δύο γονείς του μιλούσαν άπταιστα γερμανικά, αλλά το διάχυτο αντιγερμανικό συναίσθημα στη διάρκεια και μετά τον Α’ Παγκ. Πόλ. τους έκανε να εγκαταλείψουν τη γερμανική κουλτούρα. Πολλοί Γερμανοαμερικανοί είπανε τότε ότι αυτό ήτανε προϋπόθεση για τον αμερικανικό πατριωτισμό. Έτσι, δεν τονε δίδαξαν να τα μιλά ούτε τον μύησαν στη γερμανική λογοτεχνία, κουζίνα ή παραδόσεις, αφήνοντάς τον να αισθάνεται «αδαής και χωρίς ρίζες». Αργότερα πίστωσε την Ίντα Γιανγκ, την Αφροαμερικανίδα μαγείρισσα κι οικονόμο της οικογένειάς του στη 1η 10ετία της ζωής του, που τον μεγάλωσε και του έδωσε αξίες. Είπε «Μου ‘δωσε αξιοπρεπή ηθική διδασκαλία κι ήταν εξαιρετικά καλή μαζί μου κι είχε τόσο μεγάλη επιρροή πάνω μου όσο κανείς». Τη περιέγραψε ως «ανθρώπινη και σοφή» και πρόσθεσε ότι «οι συμπονετικές, συγχωρητικές πτυχές των πεποιθήσεών του προήλθαν από αυτήν».

Η οικονομική ασφάλεια κι η κοινωνική ευημερία που απολάμβαναν κάποτε οι Βόνεγκατ καταστράφηκαν μέσα σε λίγα χρόνια. Η ζυθοποιία των Liebers έκλεισε το 1921 μετά την έλευση της ποτοαπαγόρευσης. Όταν χτύπησε η Μεγάλη Ύφεση, λίγοι άνθρωποι είχαν οικονομική δυνατότητα να χτίσουν, με αποτέλεσμα οι πελάτες στο αρχιτεκτονικό γραφείο του Kurt Sr. να σπανίζουν. Ο αδελφός κι η αδελφή του είχανε τελειώσει τη πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευσή τους σε ιδιωτικά σχολεία, αλλά ο μικρός εισήχθη σε δημόσιο σχολείο που ονομάζεται Δημόσιο Σχολείο Νο 43 (τώρα το Σχολείο Τζέιμς Γουίτκομπ Ράιλι). Τον ενόχλησε η Μεγάλη Ύφεση κι οι δύο γονείς του επηρεάστηκαν βαθιά από την ατυχία τους αυτή. Ο πατέρας αποσύρθηκε από τη κανονική ζωή κι έγινε αυτό που ο Κουρτ αποκαλούσε «ονειροπόλο καλλιτέχνη». Η μητέρα έγινε καταθλιπτική, αποτραβηγμένη, πικραμένη και καταχρηστική. Εργάστηκε για ν’ ανακτήσει τον πλούτο και το κύρος της οικογένειας κι ο Βόνεγκατ είπε ότι εξέφρασε μίσος για τον σύζυγό της που ήταν «τόσο διαβρωτικό όσο το υδροχλωρικό οξύ». Συχνά προσπαθούσε μάταια να πουλήσει διηγήματα που είχε γράψει στο Collier’s, στο The Saturday Evening Post και σ’ άλλα περιοδικά.
Γράφτηκε στο γυμνάσιο Shortridge στην Ινδιανάπολη το 1936. Ενώ ήταν εκεί, έπαιζε κλαρίνο στη σχολική μπάντα κι έγινε συνεκδότης (μαζί με τη Madelyn Pugh) της έκδοσης της Τρίτης της σχολικής εφημερίδας, The Shortridge Echo. Μετά είπε ότι η θητεία του στην Echo του επέτρεψε να γράφει για μεγάλο κοινό -τους συμφοιτητές του- κι όχι για δάσκαλο, εμπειρία, όπως είπε, που ήτανε «διασκεδαστική κι εύκολη». «Απλώς αποδείχθηκε ότι μπορούσα να γράψω καλύτερα από πολλούς άλλους», παρατήρησε. «Κάθε άτομο έχει κάτι που μπορεί να κάνει εύκολα και δεν μπορεί να φανταστεί γιατί όλοι οι άλλοι δυσκολεύονται τόσο πολύ να το κάνουν».
Μετά την αποφοίτησή του από το Shortridge το 1940, γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Cornell στην Ιθάκη της Νέας Υόρκης. Ήθελε να σπουδάσει ανθρωπιστικές επιστήμες κι είχε φιλοδοξίες να γίνει αρχιτέκτονας όπως ο πατέρας, αλλά πατέρας κι αδελφός -Bernard, ατμοσφαιρικός επιστήμονας- τονε παρότρυναν να σπουδάσει «χρήσιμο» κλάδο. Ως αποτέλεσμα, ειδικεύτηκε στη βιοχημεία, αλλά είχε μικρή επάρκεια στον τομέα κι ήταν αδιάφορος για σπουδές. Καθώς ο πατέρας του ήταν μέλος της αδελφότητας Delta Upsilon στο MIT, ο Κουρτ είχε δικαίωμα να ενταχθεί και το έκανε. Ξεπέρασε τον σκληρό ανταγωνισμό για τη θέση στην ανεξάρτητη εφημερίδα του πανεπιστημίου, The Cornell Daily Sun, υπηρετώντας πρώτα ως συγγραφέας προσωπικού και μετά ως συντάκτης. Μέχρι το τέλος του 1ου έτους του, έγραφε στήλη με τίτλο «Αθώοι στο εξωτερικό», που επαναχρησιμοποιούσε αστεία από άλλες εκδόσεις. Αργότερα έγραψε άρθρο με τίτλο “Well All Right” εστιάζοντας στον ειρηνισμό, σκοπό που υποστήριξε σθεναρά, επιχειρηματολογώντας κατά της επέμβασης των ΗΠΑ στο Β’ Παγκ. Πόλ.
Η επίθεση στο Περλ Χάρμπορ έφερε τις ΗΠΑ στον Πόλεμο. Ο Βόνεγκατ ήταν μέλος της μονάδας του Σώματος Εκπαίδευσης Εφέδρων Αξιωματικών του Κορνέλ, αλλά οι κακοί βαθμοί κι ένα σατιρικό άρθρο στην εφημερίδα του Κορνέλ του κόστισαν τη θέση του εκεί. Τέθηκε σε ακαδημαϊκή επιτήρηση τον Μάη του 1942 κι εγκατέλειψε τις σπουδές του τον επόμενο Γενάρη. Δεν ήταν πλέον επιλέξιμος για αναβολή ως μέλος του ROTC, αντιμετώπισε πιθανή στράτευση. Αντί να περιμένει να επιστρατευτεί, κατατάχθηκε στον στρατό και τον Μάρτη του 1943 παρουσιάστηκε στο Fort Bragg της Βόρειας Καρολίνας για βασική εκπαίδευση. Εκπαιδεύτηκε να πυροβολεί και να συντηρεί οβίδες κι αργότερα έλαβε εκπαίδευση μηχανολόγου μηχανικού στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας Carnegie και στο Πανεπιστήμιο Τενεσί ως μέρος του Προγράμματος Εξειδικευμένης Εκπαίδευσης του Στρατού (ASTP).

Στις αρχές του 1944, το ASTP ακυρώθηκε λόγω της ανάγκης του Στρατού για στρατιώτες για να υποστηρίξουν την εισβολή της D-Day κι εντάχθηκε σε τάγμα πεζικού στο Camp Atterbury, νότια της Ινδιανάπολης στο Εδιμβούργο της Ιντιάνα, όπου εκπαιδεύτηκε ως ανιχνευτής. Ζούσε τόσο κοντά στο σπίτι του που «μπορούσε να κοιμάται στο δικό του υπνοδωμάτιο και να χρησιμοποιεί το οικογενειακό αυτοκίνητο τα Σαββατοκύριακα».
Στις 14 Μάη 1944, επέστρεψε στο σπίτι με άδεια για το Σαββατοκύριακο της Ημέρας της Μητέρας για να ανακαλύψει ότι η μητέρα του είχε αυτοκτονήσει το προηγούμενο βράδυ από υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών. Πιθανοί παράγοντες που συνέβαλαν στην αυτοκτονία της Έντιθ Βόνεγκατ είναι η απώλεια πλούτου και κύρους της οικογένειας, την επικείμενη αποστολή του Κουρτ στο εξωτερικό και τη δική της έλλειψη επιτυχίας ως συγγραφέα. Ήταν μεθυσμένη κείνη την εποχή κι υπό την επήρεια συνταγογραφούμενων φαρμάκων.
3 μήνες μετά την αυτοκτονία, στάλθηκε στην Ευρώπη ως ανιχνευτής πληροφοριών με την 106η Μεραρχία Πεζικού. Τον Δεκέμβρη του 1944, πολέμησε στη Μάχη των Αρδεννών, από τις τελευταίες γερμανικές επιθέσεις του πολέμου. Στις 22 Δεκέμβρη, συνελήφθη μαζί με περίπου 50 άλλους Αμερικανούς στρατιώτες και μεταφέρθηκε με βαγόνι σε στρατόπεδο αιχμαλώτων νότια της Δρέσδης, στη γερμανική επαρχία της Σαξονίας. Στη διάρκεια του ταξιδιού, η Βασιλική Πολεμική Αεροπορία επιτέθηκε κατά λάθος στα τραίνα που μετέφεραν τον Βόνεγκατ και τους συναδέλφους του αιχμαλώτους πολέμου, σκοτώνοντας περίπου 150 από αυτούς. Αυτός στάλθηκε στη Δρέσδη, τη «πρώτη φανταχτερή πόλη που είχε δει ποτέ», όπου ζούσε σε σφαγείο κι εργαζόταν σ’ εργοστάσιο που έφτιαχνε σιρόπι βύνης για έγκυες γυναίκες. Θυμήθηκε τις σειρήνες που χτυπούσαν κάθε φορά που βομβαρδιζόταν άλλη πόλη. Οι Γερμανοί δεν περίμεναν ότι η Δρέσδη θα βομβαρδιστεί, είπε ο Βόνεγκατ. “Υπήρχαν πολύ λίγα καταφύγια αεροπορικών επιδρομών στη πόλη και καμμία πολεμική βιομηχανία, μόνο εργοστάσια τσιγάρων, νοσοκομεία, εργοστάσια κλπ”.
Στις 13 Φλεβάρη 1945, η Δρέσδη έγινε στόχος των συμμαχικών δυνάμεων. Τις ώρες και τις ημέρες που ακολούθησαν, οι Σύμμαχοι επιδόθηκαν σε βομβαρδισμό της πόλης. Η επίθεση υποχώρησε στις 15, με περίπου 25.000 πολίτες να σκοτώνονται στους βομβαρδισμούς. Τα ‘χασε με το επίπεδο της καταστροφής όσο και τη μυστικότητα που την ακολούθησε. Είχε επιβιώσει βρίσκοντας καταφύγιο σε ντουλάπι κρέατος 3 ορόφους κάτω από τη γη. «Ήταν δροσερά εκεί, με πτώματα να κρέμονται τριγύρω», είπε μετά. «Όταν ανεβήκαμε η πόλη είχε φύγει… Έκαψαν όλη τη καταραμένη πόλη». Ο Βόνεγκατ κι άλλοι Αμερικανοί κρατούμενοι έπιασαν δουλειά αμέσως μετά τον βομβαρδισμό, ξεθάβοντας πτώματα από τα ερείπια. Περιέγραψε τη δραστηριότητα ως ένα «τρομερά περίτεχνο κυνήγι πασχαλινών αυγών».
Οι Αμερικανοί αιχμάλωτοι πολέμου πήγανε με τα πόδια στα σύνορα της Σαξονίας και της Τσεχοσλοβακίας μετά τη κατάληψη της Λειψίας από την 3η Στρατιά του Αμερικανού στρατηγού George S. Patton. Με τους αιχμαλώτους εγκαταλελειμμένους από τους φρουρούς τους, έφτασε σε στρατόπεδο επαναπατρισμού αιχμαλώτων πολέμου στη Χάβρη της Γαλλίας τον Μάη του 1945, με τη βοήθεια των Σοβιετικών. Στάλθηκε πίσω στις ΗΠΑ, τοποθετήθηκε στο Φορτ Ράιλι του Κάνσας, δακτυλογραφώντας χαρτιά απόλυσης γι’ άλλους στρατιώτες. Αμέσως μετά, του απονεμήθηκε Μωβ Καρδιά, για την οποία παρατήρησε: «Εγώ ο ίδιος μου χάρισα το 2ο χαμηλότερο παράσημο της χώρας μου, Μωβ Καρδιά για κρυοπαγήματα». Απολύθηκε από τον στρατό των ΗΠΑ κι επέστρεψε στην Ινδιανάπολη.
Αφού επέστρεψε ο 22χρονος Κουρτ παντρεύτηκε τη Τζέιν Μαρί Κοξ, τη φίλη του στο γυμνάσιο και συμμαθήτριά του από το νηπιαγωγείο, 1η Σεπτέμβρη 1945. Το ζευγάρι μετακόμισε στο Σικάγο. Εκεί, γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Σικάγο με το GI Bill, ως φοιτητής ανθρωπολογίας σε ασυνήθιστο 5ετές κοινό προπτυχιακό/μεταπτυχιακό πρόγραμμα που απένειμε μεταπτυχιακό. Σπούδασε υπό τον ανθρωπολόγο Ρόμπερτ Ρέντφιλντ, τον «πιο διάσημο καθηγητή» του. Εργάστηκε επίσης ως ρεπόρτερ για το City News Bureau του Σικάγο.

Η Τζέιν, που είχε αποφοιτήσει από το Phi Beta Kappa από το Swarthmore, δέχτηκε υποτροφία από το πανεπιστήμιο για να σπουδάσει ρωσική λογοτεχνία ως μεταπτυχιακή φοιτήτρια. Εγκατέλειψε το πρόγραμμα αφού έμεινε έγκυος στο 1ο παιδί του ζευγαριού, τον Μαρκ (γέννηση Μάη του 1947), ενώ ο Κουρτ έφυγε επίσης από το πανεπιστήμιο χωρίς πτυχίο (παρά το γεγονός ότι είχε ολοκληρώσει τη προπτυχιακή του εκπαίδευση). Απέτυχε να γράψει διατριβή, καθώς όλες οι ιδέες του είχαν απορριφθεί. Θέμα που εγκαταλείφθηκε αφορούσε τον Χορό των Φαντασμάτων και τα κυβιστικά κινήματα. Μεταγενέστερο θέμα, που απορρίφθηκε «ομόφωνα», είχε να κάνει με τα σχήματα των ιστοριών. Έλαβε το μεταπτυχιακό του στην ανθρωπολογία 25 χρόνια μετά την αποχώρησή του, όταν το πανεπιστήμιο δέχτηκε το μυθιστόρημά του Cat’s Cradle αντί της μεταπτυχιακής του διατριβής.
Λίγο αργότερα, η General Electric (GE) τονε προσέλαβε ως τεχνικό συγγραφέα και στη συνέχεια ως δημοσιογράφο για το Schenectady της Νέας Υόρκης, τμήμα δημοσιότητας που λειτουργούσε σαν αίθουσα σύνταξης. Ο αδελφός του Bernard εργαζόταν στην GE από το 1945, εστιάζοντας κυρίως σ’ έργο σποράς νεφών με βάση τον ιωδιούχο άργυρο που γρήγορα έγινε κοινό πρόγραμμα GE-US Army Signal Corps, Project Cirrus. Στους Αδελφούς Βόνεγκατ, η Τζίντζερ Στραντ κάνει συνδέσεις μεταξύ πολλών πραγματικών γεγονότων στην General Electric, συμπεριλαμβανομένου του έργου του Μπέρναρντ και των πρώιμων ιστοριών του Βόνεγκατ, που συχνά απορρίπτονταν όπου τις έστελνε. Σε όλη αυτή τη περίοδο, η Τζέιν τον ενθάρρυνε, επεξεργάζοντας τις ιστορίες του, σχεδιάζοντας στρατηγικές για τις υποβολές και τονώνοντας το ηθικό του.
Το 1949, απέκτησαν κόρη που ονομάστηκε Edith. Εξακολουθώντας να εργάζεται για την GE, δημοσίευσε το 1ο του κομμάτι, με τίτλο Report on the Barnhouse Effect, στο τεύχος της 11 Φλεβάρη 1950 του Collier’s κι έλαβε 750 δολάρια. Η ιστορία αφορούσε επιστήμονα που φοβάται ότι η εφεύρεσή του θα χρησιμοποιηθεί ως όπλο, όπως φοβόταν ο Bernard εκείνη την εποχή για το έργο του για τη σπορά των νεφών. Έγραψε άλλη ιστορία, αφού καθοδηγήθηκε από τον συντάκτη μυθοπλασίας στο Collier’s, Knox Burger και τη πούλησε ξανά στο περιοδικό, αυτή τη φορά για 950 δολάρια. Ενώ ο Μπέργκερ υποστήριξε τη γραφή του, σοκαρίστηκε όταν εγκατέλειψε την GE την 1 Γενάρη 1951, δηλώνοντας αργότερα: «Ποτέ δεν είπα ότι πρέπει να εγκαταλείψει τη δουλειά του και να αφοσιωθεί στη μυθοπλασία. Δεν εμπιστεύομαι τη ζωή του ελεύθερου επαγγελματία, είναι δύσκολη». Παρ’ όλ’ αυτά, αρχές 1951 μετακόμισε με την οικογένειά του στο Κέιπ Κοντ της Μασαχουσέτης να γράψει με πλήρη απασχόληση, αφήνοντας πίσω την GE. Αρχικά μετακόμισε στο Osterville, αλλά κατέληξε να αγοράσει σπίτι στο Barnstable.
Το 1952, το 1ο μυθιστόρημά του, Player Piano, εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Scribner’s. Το μυθιστόρημα έχει σκηνικό μετά τον Γ’ Παγκ. Πόλ., που οι εργάτες του εργοστασίου έχουν αντικατασταθεί από μηχανές. Βασίζεται στην εμπειρία του ως υπαλλήλου στην GE. Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται σ’ εταιρεία που μοιάζει με την General Electric και περιλαμβάνει πολλές σκηνές βασισμένες σε πράγματα που είδε εκεί. Σατιρίζει τη προσπάθεια ν’ ανέβει στην εταιρική σκάλα, προσπάθεια που στο Player Piano εξαφανίζεται γρήγορα καθώς αυξάνεται η αυτοματοποίηση, αφήνοντας ακόμη και στελέχη χωρίς δουλειά. Ο κεντρικός του χαρακτήρας, ο Παύλος Πρωτέας, έχει φιλόδοξη σύζυγο, βοηθό που πισώπλατα μαχαιρώνει κι αίσθημα ενσυναίσθησης για τους φτωχούς. Σταλμένος από το αφεντικό του, τον Κρόνερ, ως διπλός πράκτορας μεταξύ των φτωχών (που έχουν όλα τα υλικά αγαθά που θέλουν, αλλά λίγη αίσθηση σκοπού), τους οδηγεί σ’ επανάσταση που συντρίβει μηχανές και καίει μουσεία. Το Player Piano εκφράζει την αντίθεσή του στον Μακαρθισμό, κάτι που γίνεται σαφές όταν οι Ghost Shirts, η επαναστατική οργάνωση που διεισδύει και τελικά ηγείται ο Πολ αναφέρεται από χαρακτήρα ως «συνταξιδιώτες».

Το Σφαγείο Στη Δρέσδη

Στο Player Piano, δημιουργεί πολλές από τις τεχνικές που θα χρησιμοποιούσε στα μεταγενέστερα έργα του. Ο κωμικός Σάχης του Bratpuhr, ο ξένος σ’ αυτές τις δυστοπικές εταιρικές ΗΠΑ, είναι σε θέση να κάνει πολλές ερωτήσεις που ο μυημένος δεν θα σκεφτόταν ή θα προκαλούσε προσβολή με αυτόν τον τρόπο. Για παράδειγμα, όταν οδηγείται να δει τον τεχνητά ευφυή υπερυπολογιστή EPICAC, ο Σάχης τον ρωτά «σε τι χρησιμεύουν οι άνθρωποι;» και δεν λαμβάνει καμμία απάντηση. Μιλώντας για τον Βόνεγκατ, τον απορρίπτει ως «ψεύτικο θεό». Αυτός ο τύπος εξωγήινου επισκέπτη θα επαναλαμβανόταν σε όλα τα μεταγενέστερα μυθιστορήματα του.
Ο συγγραφέας και κριτικός των New York Times Granville Hicks έδωσε στο Player Piano θετική κριτική, συγκρίνοντάς το ευνοϊκά με το Brave New World του Aldous Huxley. Ο Χικς τον αποκάλεσε «σατιρικό με αιχμηρά μάτια». Κανείς απ’ τους κριτικούς δε θεώρησε το μυθιστόρημα ιδιαίτερα σημαντικό. Τυπώθηκαν αρκετές εκδόσεις -μία από τον Bantam με τον τίτλο Utopia 14 και μια άλλη από το Doubleday Science Fiction Book Club- όπου ο Βόνεγκατ απέκτησε τη φήμη του συγγραφέα ΕΦ, είδος που περιφρονούνταν από τους συγγραφείς εκείνη την εποχή. Υπερασπίστηκε το είδος κι εξέφρασε τη λύπη του για το αντιληπτό συναίσθημα ότι «κανείς δεν μπορεί ταυτόχρονα να ‘ναι αξιοσέβαστος συγγραφέας και να καταλαβαίνει πώς λειτουργεί ένα ψυγείο».
Μετά το Player Piano, συνέχισε να πουλά διηγήματα σε διάφορα περιοδικά. Με συμβόλαιο για τη παραγωγή 2ου μυθιστορήματος (που ήτανε το Cat’s Cradle), πάλεψε να το ολοκληρώσει και το έργο μαράζωσε για χρόνια. Το 1954, το ζευγάρι απέκτησε 3ο παιδί, τη Nanette. Με οικογένεια που μεγάλωνε και χωρίς ακόμη οικονομικά πετυχημένα μυθιστορήματα, τα διηγήματα βοήθησαν στη διατήρηση της οικογένειας, αν και συχνά χρειαζόταν να βρει πρόσθετες πηγές εισοδήματος. Το 1957, αυτός κι ένας συνεργάτης του άνοιξαν αντιπροσωπεία αυτοκινήτων Saab στο Cape Cod, αλλά χρεωκόπησε μέχρι το τέλος του έτους. Σχεδίασε επιτραπέζιο παιχνίδι με θέμα τον Β’Π.Π. που ονομάζεται “GHQ” (General Headquarters), αλλά οι εκδότες δεν το αγόρασαν.
Το 1958, η αδερφή του, Άλις, πέθανε από καρκίνο 2 μέρες αφότου ο σύζυγός της, Τζέιμς Κάρμαλτ Άνταμς, σκοτώθηκε σε σιδηροδρομικό δυστύχημα. Οι Βόνεγκατ πήρανε 3 από τους νεαρούς γιους των Άνταμς -τον Τζέιμς, τον Στίβεν και τον Κουρτ, ηλικίας 14, 11 και 9 ετών, αντίστοιχα. Ένας τέταρτος γιος του Άνταμς, ο Πίτερ, ηλικίας 2 ετών, έμεινε επίσης με τους Βόνεγκατ για περίπου ένα χρόνο πριν δοθεί στη φροντίδα ενός συγγενή από τον πατέρα του στη Γεωργία. Παλεύοντας με οικογενειακές προκλήσεις, συνέχισε να γράφει, δημοσιεύοντας μυθιστορήματα πολύ ανόμοια ως προς τη πλοκή.
Οι Σειρήνες του Τιτάνα (1959) δείχνουν εισβολή του Άρη στη Γη, όπως τη βίωσε βαριεστημένος δισεκατομμυριούχος, ο Malachi Constant. Συναντά τον Winston Niles Rumfoord, αριστοκράτη ταξιδιώτη στο διάστημα, που είναι ουσιαστικά παντογνώστης αλλά έχει κολλήσει σε χρονική λούπα που τον κάνει να εμφανίζεται στη Γη μόνο κάθε 59 ημέρες. Ο δισεκατομμυριούχος μαθαίνει ότι οι ενέργειές του και τα γεγονότα όλης της ιστορίας καθορίζονται από φυλή ρομποτικών εξωγήινων από τον πλανήτη Tralfamadore, που χρειάζονται ανταλλακτικό που μπορεί να παραχθεί μόνο από προηγμένο πολιτισμό για να επισκευάσουν το διαστημόπλοιό τους και να επιστρέψουν στο σπίτι. Η ανθρώπινη ιστορία έχει χειραγωγηθεί για να τη παράγει. Ορισμένες ανθρώπινες κατασκευές, όπως το Κρεμλίνο, είναι κωδικοποιημένα σήματα από τους εξωγήινους προς το σκάφος τους σχετικά με το πόσο καιρό μπορεί να περιμένει να πραγματοποιηθεί η επισκευή. Οι κριτικοί δεν ήταν σίγουροι τι να σκεφτούν για το βιβλίο, με έναν να το συγκρίνει με την όπερα του Όφενμπαχ Τα παραμύθια του Χόφμαν.

Ο Ράμφορντ, που βασίζεται στον Φράνκλιν Ρούσβελτ, μοιάζει σωματικά με τον πρώην πρόεδρο. Περιγράφεται ως εξής: «έβγαλε ένα τσιγάρο σε μακριά, κοκάλινη θήκη τσιγάρων, το άναψε. Έβγαλε το σαγόνι του. Η θήκη τσιγάρων έδειχνε ευθεία προς τα πάνω». Ο Γουίλιαμ Ρόντνεϊ Άλεν, στον οδηγό του για τα έργα του Βόνεγκατ, δήλωσε ότι ο Ράμφορντ προανήγγειλε τις φανταστικές πολιτικές προσωπικότητες που θα έπαιζαν σημαντικούς ρόλους στα God Bless You, Mr. Rosewater και Jailbird.
Το Mother Night, που δημοσιεύτηκε το 1961, έλαβε λίγη προσοχή τη στιγμή της έκδοσής του. Ο Χάουαρντ Γ. Κάμπελ Τζρ, ο πρωταγωνιστής του, είναι Αμερικανός που μεγάλωσε στη Γερμανία από την ηλικία των 11 κι εντάσσεται στο Ναζιστικό Κόμμα στη διάρκεια του πολέμου ως διπλός πράκτορας για το Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών των ΗΠΑ, ανεβαίνοντας στις υψηλότερες βαθμίδες του καθεστώτος ως ραδιοφωνικός προπαγανδιστής. Μετά τον πόλεμο, η υπηρεσία κατασκοπείας αρνείται να καθαρίσει το όνομά του και τελικά φυλακίζεται από τους Ισραηλινούς στο ίδιο κελί με τον Άντολφ Άιχμαν. Ο Βόνεγκατ έγραψε σε πρόλογο σε μεταγενέστερη έκδοση: «Είμαστε αυτό που προσποιούμαστε ότι είμαστε, επομένως πρέπει να είμαστε προσεκτικοί για το τι προσποιούμαστε ότι είμαστε». Ο κριτικός λογοτεχνίας Λόρενς Μπέρκοβι θεώρησε ότι το μυθιστόρημα, όπως κι οι Περιπέτειες του Χάκλμπερι Φιν του Μαρκ Τουέιν, απεικονίζει τη τάση των «μιμητών να παρασύρονται από τις πλαστοπροσωπίες τους, να γίνονται αυτό που υποδύονται κι επομένως να ζουν σε κόσμο ψευδαισθήσεων».
Το 1961 δημοσιεύτηκε επίσης το διήγημα Harrison Bergeron, που διαδραματίζεται σε δυστοπικό μέλλον όπου όλοι είναι ίσοι, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι παραμορφώνουν όμορφους ανθρώπους κι αναγκάζουν τους δυνατούς ή έξυπνους να φορούν συσκευές που αναιρούν τα πλεονεκτήματά τους. Ο 14χρονος Χάρισον είναι ιδιοφυΐα κι αθλητής που αναγκάστηκε να φορέσει «χάντικαπ» επιπέδου ρεκόρ και φυλακίστηκε για απόπειρα ανατροπής της κυβέρνησης. Δραπετεύει σε τηλεοπτικό στούντιο, αφαιρεί τα μειονεκτήματά του κι ελευθερώνει μπαλαρίνα από τα μολύβδινα βάρη της. Καθώς χορεύουν, σκοτώνονται από τη Στρατηγό Χάντικαππερ, Νταϊάνα Μουν Γκάμπερς. Ο Βόνεγκατ, σε μεταγενέστερη επιστολή, πρότεινε ότι ο «Χάρισον Μπέργκερον» μπορεί να ξεπήδησε από το φθόνο και την αυτολύπηση του ως απροσάρμοστος στο γυμνάσιο. Στη βιογραφία του για τον Βόνεγκατ το 1976, ο Στάνλεϊ Σατ πρότεινε ότι το διήγημα δείχνει ότι «σε οποιαδήποτε διαδικασία ισοπέδωσης, αυτό που πραγματικά χάνεται, σύμφωνα με τον Βόνεγκατ, είναι η ομορφιά, η χάρη κι η σοφία». Ο Ντάριλ Χατενχάουερ, στο άρθρο του στο περιοδικό του 1998 για το Χάρισον Μπέργκερον, θεώρησε ότι η ιστορία ήτανε σάτιρα για τις αμερικανικές αντιλήψεις του Ψυχρού Πολέμου για κομμουνισμό και σοσιαλισμό.

Με το Cat’s Cradle (1963), ο Άλεν έγραψε: «Ο Βόνεγκατ χτύπησε σε πλήρη διασκελισμό για πρώτη φορά». Ο αφηγητής, ο Τζον, σκοπεύει να γράψει για τον Δρ Φέλιξ Χόενικερ, από τους φανταστικούς πατέρες της ατομικής βόμβας, επιδιώκοντας να καλύψει την ανθρώπινη πλευρά του επιστήμονα. Ο Hoenikker, εκτός από τη βόμβα, έχει αναπτύξει άλλη απειλή για την ανθρωπότητα, τον «πάγο-9», που είναι στερεό νερό σταθερό σε θερμοκρασία δωματίου αλλά πιο πυκνό από το υγρό. Αν σωματίδιο πάγου-εννέα πέσει στο νερό, όλο το περιβάλλον νερό γίνεται πάγος-9. Ο Felix Hoenikker βασίζεται στο αφεντικό του Bernard Vonnegut στο GE Research Lab, Irving Langmuir κι ο τρόπος που περιγράφεται ο πάγος-9 στο μυθιστόρημα θυμίζει τον τρόπο που ο Bernard Vonnegut εξήγησε τη δική του εφεύρεση, τη νεφοσπορά με ιωδιούχο άργυρο, στον Kurt. Μεγάλο μέρος του 2ου μισού του βιβλίου περνά στο φανταστικό νησί Σαν Λορέντζο της Καραϊβικής, όπου ο Τζον εξερευνά θρησκεία που ονομάζεται Μποκονονισμός, που τα ιερά βιβλία (που αποσπάσματα παρατίθενται) δίνουν στο μυθιστόρημα τον ηθικό πυρήνα που δεν παρέχει η επιστήμη. Αφού οι ωκεανοί μετατρέπονται σε πάγο-εννέα, εξαφανίζοντας το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας, ο Τζον περιπλανιέται στη παγωμένη επιφάνεια, προσπαθώντας να σώσει τον εαυτό του και να βεβαιωθεί ότι η ιστορία του θα επιβιώσει.
Ο Βόνεγκατ βάσισε τον ομώνυμο χαρακτήρα του God Bless You, Mr. Rosewater (1964) σε λογιστή που γνώριζε στο Cape Cod, που ειδικευόταν σε πελάτες που αντιμετώπιζαν προβλήματα και συχνά έπρεπε να τους παρηγορήσει. Ο Έλιοτ Ρόουζγουοτερ, ο πλούσιος γιος Ρεπουμπλικανού γερουσιαστή, επιδιώκει να εξιλεωθεί για τη δολοφονία άμαχων πυροσβεστών στη διάρκεια του πολέμου, υπηρετώντας σ’εθελοντική πυροσβεστική υπηρεσία και δίνοντας χρήματα σε όσους έχουν πρόβλημα ή ανάγκη. Το άγχος από τη μάχη για τον έλεγχο του φιλανθρωπικού του ιδρύματος τον ωθεί στα άκρα και τοποθετείται σε ψυχιατρείο. Ανακάμπτει και τερματίζει την οικονομική μάχη δηλώνοντας κληρονόμους του τα παιδιά της κομητείας του. Ο Άλεν θεώρησε το God Bless You, Mr. Rosewater περισσότερο «κραυγή από καρδιάς παρά μυθιστόρημα υπό τον πλήρη πνευματικό έλεγχο του συγγραφέα του», που αντανακλούσε τις οικογενειακές και συναισθηματικές πιέσεις που περνούσε ο Βόνεγκατ εκείνη την εποχή.
Στα μέσα της 10ετίας του 1960, σκέφτηκε να εγκαταλείψει τη συγγραφική του καρριέρα. Το 1999, έγραψε στους New York Times, «Είχα χρεοκοπήσει, είχα εξαντληθεί κι είχα πολλά παιδιά…» Αλλά στη συνέχεια, μετά από σύσταση ενός θαυμαστή, έλαβε αιφνιδιαστική προσφορά για θέση διδασκαλίας στο Εργαστήρι Συγγραφέων της Αϊόβα, απασχόληση που παρομοίασε με τη διάσωση ενός πνιγμένου.
Αφού πέρασε σχεδόν δύο χρόνια στο εργαστήριο συγγραφέων στο Πανεπιστήμιο της Αϊόβα, διδάσκοντας ένα μάθημα κάθε εξάμηνο, ο Βόνεγκατ τιμήθηκε με υποτροφία Guggenheim για έρευνα στη Γερμανία. Μέχρι να το κερδίσει, Μάρτη του 1967, είχε γίνει γνωστός συγγραφέας. Χρησιμοποίησε τα χρήματα για να ταξιδέψει στην Ανατολική Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Δρέσδης, όπου βρήκε πολλά εξέχοντα κτίρια ακόμα ερειπωμένα.
Ο Βόνεγκατ έγραφε για τις πολεμικές του εμπειρίες στη Δρέσδη από τότε που επέστρεψε από τον πόλεμο, αλλά δεν μπορούσε να γράψει τίποτα που να ήταν αποδεκτό από τον ίδιο ή τους εκδότες του. Το πρώτο κεφάλαιο του Σφαγείου Νο Πέντε αφηγείται τις δυσκολίες του. Κυκλοφόρησε το 1969, το μυθιστόρημα εκτόξευσε τον Βόνεγκατ στη φήμη. Αφηγείται τη ζωή του Μπίλι Πίλγκριμ, που όπως κι ο Βόνεγκατ, γεννήθηκε το 1922 και επέζησε από τον βομβαρδισμό της Δρέσδης. Η ιστορία αφηγείται με μη γραμμικό τρόπο, με πολλές από τις κορυφώσεις της ιστορίας -ο θάνατος του Billy το 1976, η απαγωγή του από εξωγήινους από τον πλανήτη Tralfamadore 9 χρόνια νωρίτερα κι η εκτέλεση του φίλου του Billy, Edgar Derby στις στάχτες της Δρέσδης επειδή έκλεψε τσαγιέρα -αποκαλύπτονται στις πρώτες σελίδες της ιστορίας.

Το Slaughterhouse-Five έλαβε γενικά θετικές κριτικές, με τον Michael Crichton να γράφει στο The New Republic:

Γράφει για τα πιο βασανιστικά οδυνηρά πράγματα. Τα μυθιστορήματά του έχουν επιτεθεί στους βαθύτερους φόβους μας για την αυτοματοποίηση και τη βόμβα, τις βαθύτερες πολιτικές μας ενοχές, τα πιο άγρια μίση και τους έρωτές μας. Κανείς άλλος δεν γράφει βιβλία γι’ αυτά τα θέματα, είναι απρόσιτα για τους κανονικούς μυθιστοριογράφους“.

Το βιβλίο πήγε αμέσως στη κορφή της λίστας των Best-Sellers των New York Times. Τα προηγούμενα έργα του Βόνεγκατ είχαν μεγάλη απήχηση σε πολλούς φοιτητές και το αντιπολεμικό μήνυμα του Slaughterhouse-Five είχε απήχηση σε γενιά που σημαδεύτηκε από τον πόλεμο του Βιετνάμ. Αργότερα δήλωσε ότι η απώλεια εμπιστοσύνης στη κυβέρνηση που προκάλεσε το Βιετνάμ επέτρεψε τελικά μια ειλικρινή συζήτηση σχετικά με γεγονότα όπως η Δρέσδη. Το 1970, ο Βόνεγκατ ήταν επίσης ανταποκριτής στην Μπιάφρα στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου της Νιγηρίας.
Μετά τη δημοσίευση του Slaughterhouse-Five, ο Βόνεγκατ αγκάλιασε τη φήμη και την οικονομική ασφάλεια που ακολούθησε τη κυκλοφορία του. Χαιρετίστηκε ως ήρωας του αναπτυσσόμενου αντιπολεμικού κινήματος στις ΗΠΑ, προσκλήθηκε να μιλήσει σε πολλές συγκεντρώσεις κι έδωσε ομιλίες έναρξης κολλεγίων σε όλη τη χώρα. Εκτός από τη σύντομη διδασκαλία στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ ως λέκτορας δημιουργικής γραφής το 1970, δίδαξε στο City College της Νέας Υόρκης ως διακεκριμένος καθηγητής κατά το ακαδημαϊκό έτος 1973-74. Αργότερα εξελέγη αντιπρόεδρος του Εθνικού Ινστιτούτου Τεχνών και Γραμμάτων και του απονεμήθηκαν τιμητικά πτυχία, μεταξύ άλλων, από το Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα και το Κολλέγιο Μπένινγκτον. Έγραψε επίσης έργο με τίτλο Happy Birthday, Wanda June, που ‘κανε πρεμιέρα στις 7 Οκτώβρη 1970, στο Theatre de Lys της Νέας Υόρκης. Λαμβάνοντας μικτές κριτικές, έκλεισε στις 14 Μάρτη 1971. Το 1972, η Universal Pictures προσάρμοσε το Slaughterhouse-Five σε ταινία, που ο συγγραφέας είπε ότι ήταν «άψογη».
Οι δυσκολίες του Βόνεγκατ στη προσωπική του ζωή στη συνέχεια υλοποιήθηκαν με πολλούς τρόπους, συμπεριλαμβανομένης της οδυνηρά αργής προόδου που σημειώθηκε στο επόμενο μυθιστόρημά του, το σκοτεινό κωμικό Breakfast of Champions. Το 1971 σταμάτησε να γράφει εντελώς το μυθιστόρημα. Όταν τελικά κυκλοφόρησε το 1973, επικρίθηκε κριτικά. Στο βιβλίο του Thomas S. Hischak American Literature on Stage and Screen, το Breakfast of Champions ονομάστηκε «αστείο και παράξενο», αλλά οι κριτικοί σημείωσαν ότι «στερείται ουσίας και φαίνεται να είναι μια άσκηση λογοτεχνικής παιχνιδιάρικης διάθεσης». Το μυθιστόρημα του Βόνεγκατ Slapstick του 1976, που διαλογίζεται για τη σχέση μεταξύ αυτού και της αδερφής του (Άλις), είχε παρόμοια μοίρα. Στη κριτική των New York Times για το Slapstick, ο Christopher Lehmann-Haupt είπε ότι ο Βόνεγκατ «φαίνεται να καταβάλλει λιγότερη προσπάθεια [στην αφήγηση] από ποτέ» κι ότι «εξακολουθεί να φαίνεται σαν να έχει εγκαταλείψει την αφήγηση τελικά». Κατά καιρούς, ο Βόνεγκατ ήτανε δυσαρεστημένος από τη προσωπική φύση των παραπόνων των επικριτών του.

Τα επόμενα χρόνια, η δημοτικότητά του αυξήθηκε καθώς δημοσίευσε πολλά σατιρικά βιβλία, συμπεριλαμβανομένων των Jailbird (1979), Deadeye Dick (1982), Galápagos (1985), Bluebeard (1987) και Hocus Pocus (1990). Αν και παρέμεινε παραγωγικός συγγραφέας τη 10ετία ’80, πάλεψε με τη κατάθλιψη κι αποπειράθηκε ν’ αυτοκτονήσει το 1984. 2 χρόνια μετά, έγινε αντιληπτός από μια νεότερη γενιά όταν έπαιξε τον εαυτό του στη ταινία του Rodney Dangerfield Back to School. Το τελευταίο από τα 14 μυθιστορήματά του, Timequake (1997), ήταν, όπως είπε ο καθηγητής ιστορίας του Πανεπιστημίου Ντιτρόιτ και βιογράφος του, Γκρέγκορι Σάμνερ «αντανάκλαση ηλικιωμένου άνδρα που αντιμετωπίζει τη θνητότητα και μαρτυρία μαχητικής πίστης στην ανθεκτικότητα της ανθρώπινης επίγνωσης και δράσης». Το τελευταίο βιβλίο του, συλλογή δοκιμίων με τίτλο A Man Without a Country (2005), έγινε μπεστ-σέλλερ.
Ο Βόνεγκατ παντρεύτηκε τη 1η του σύζυγο, Τζέιν Μαρί Κοξ, το 1945. Αργότερα ασπάστηκε το Χριστιανισμό, κάτι που ήταν αντίθετο με τις αθεϊστικές πεποιθήσεις του. Επιπλέον, αφού 5 από τα 6 παιδιά τους έφυγαν από το σπίτι, είπε ότι οι 2 τους αναγκάστηκαν να βρουν «άλλα είδη φαινομενικά σημαντικής δουλειάς να κάνουν». Το ζευγάρι πάλεψε για τις διαφορετικές πεποιθήσεις του μέχρι που ο Βόνεγκατ μετακόμισε από το σπίτι τους στο Κέιπ Κοντ στη Νέα Υόρκη το 1971. Χαρακτήρισε τις διαφωνίες «οδυνηρές» κι είπε ότι η διάσπαση που προέκυψε ήτανε «τρομερό, αναπόφευκτο ατύχημα που δεν ήμασταν εξοπλισμένοι να καταλάβουμε». Το ζευγάρι χώρισε αλλά παρέμειναν φίλοι μέχρι το θάνατο της Τζέιν τέλη του 1986. Πέρα από τον αποτυχημένο γάμο του, επηρεάστηκε βαθιά όταν ο γιος του Μαρκ υπέστη ψυχική κατάρρευση το 1972, που επιδείνωσε τη χρόνια κατάθλιψη του Βόνεγκατ και τον οδήγησε να πάρει Ritalin. Όταν σταμάτησε να παίρνει το φάρμακο μέσα 10ετίας ’70, άρχισε να βλέπει ψυχολόγο κάθε βδομάδα.
Το 1979, παντρεύτηκε τη Τζιλ Κρέμεντζ, φωτογράφο που γνώρισε ενώ εργαζόταν σε σειρά για συγγραφείς στις αρχές 10ετίας ’70. Με τη Τζιλ, υιοθέτησε μια κόρη, τη Λίλι, όταν το μωρό ήταν τριών ημερών. Παρέμειναν παντρεμένοι μέχρι το θάνατό του.
Σε συνέντευξη στο Rolling Stone το 2006, δήλωσε σαρδώνεια ότι θα μηνύσει τη καπνοβιομηχανία Brown & Williamson, την κατασκευάστρια των τσιγάρων με το σήμα Pall Mall που κάπνιζε από τότε που ήταν περίπου 12 ή 14 ετών, για ψευδή διαφήμιση: «Και ξέρετε γιατί; Επειδή είμαι 83 ετών. Τα ψεύτικα καθάρματα! Στο πακέτο, οι Brown & Williamson υποσχέθηκαν να με σκοτώσουν».

Ο Βόνεγκατ πέθανε στο Μανχάταν τη νύχτα 11 Απρίλη 2007, ως αποτέλεσμα εγκεφαλικών τραυματισμών που υπέστη αρκετές εβδομάδες πριν σε πτώση στο σπίτι του. Ο θάνατός του αναφέρθηκε από τη σύζυγό του, Τζιλ. Ήταν 84 ετών. Τη στιγμή του θανάτου του είχε γράψει 14 μυθιστορήματα, 3 συλλογές διηγημάτων, 5 θεατρικά και 5 βιβλία μη μυθοπλασίας. Βιβλίο που αποτελείται από αδημοσίευτα κομμάτια του, Armageddon in Retrospect, συντάχθηκε κι εκδόθηκε μετά θάνατον από τον γιο του Mark το 2008.
Όταν ρωτήθηκε για τον αντίκτυπο που ‘χε ο Βόνεγκατ στο έργο του, ο Γιόσιπ Νοβάκοβιτς δήλωσε ότι έχει «πολλά να μάθει από τον Βόνεγκατ -πώς να συμπιέζει τα πράγματα κι όμως να μη τα συμβιβάζει, πώς να παρεκκλίνει στην ιστορία, να παραθέτει από διάφορες ιστορικές αναφορές και να μη καταπνίγει την αφήγηση. Η ευκολία με την οποία γράφει είναι καθαρά αριστοτεχνική, Μοτσαρτιανή». Ο αρθρογράφος των Los Angeles Times, Γκρέγκορι Ροντρίγκεζ, είπε ότι ο συγγραφέας «δικαίως θα μείνει στη μνήμη ως ένας σκοτεινός χιουμοριστικός κοινωνικός κριτικός κι ο κορυφαίος μυθιστοριογράφος της αντικουλτούρας» και η Ντινίτια Σμιθ των New York Times τον ονόμασε «μυθιστοριογράφο της αντικουλτούρας».
Ο Βόνεγκατ έχει εμπνεύσει πολλά μεταθανάτια αφιερώματα κι έργα. Το 2008 ιδρύθηκε η Εταιρεία Kurt Vonnegut και τον Νοέμβρη του 2010 άνοιξε το Μουσείο κι η Βιβλιοθήκη Kurt Vonnegut στη γενέτειρά του, την Ινδιανάπολη. Η Βιβλιοθήκη της Αμερικής δημοσίευσε επιτομή των συνθέσεών του μεταξύ 1963 & 1973 τον επόμενο Απρίλη κι άλλη επιτομή των προηγούμενων έργων του το 2012. Στα τέλη του 2011 κυκλοφόρησαν δύο βιογραφίες του: το Unstuck in Time του Gregory Sumner και το And So It Go του Charles J. Shields. Η βιογραφία του Σιλντς δημιούργησε κάποια διαμάχη. Σύμφωνα με τον Guardian, το βιβλίο απεικονίζει τον Βόνεγκατ ως απόμακρο, σκληρό κι άσχημο. «Σκληρό, άσχημο και τρομακτικό είναι τα επίθετα που χρησιμοποιούνται συνήθως για να τον περιγράψουν οι φίλοι, οι συνάδελφοι κι οι συγγενείς που αναφέρει ο Shields», είπε η Wendy Smith του The Daily Beast. «Προς το τέλος ήτανε πολύ αδύναμος, πολύ καταθλιπτικός και σχεδόν σκυθρωπός», είπε ο Jerome Klinkowitz του Πανεπιστημίου της Βόρειας Αϊόβα, που εξέτασε τον Vonnegut σε βάθος.
Τα έργα του Βόνεγκατ έχουνε προκαλέσει οργή σε αρκετές περιπτώσεις. Το πιο σημαντικό μυθιστόρημά του, Slaughterhouse-Five, έχει αντιταχθεί ή αφαιρεθεί σε διάφορα ιδρύματα σε τουλάχιστον 18 περιπτώσεις. Στην υπόθεση Island Trees School District v. Pico, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ έκρινε ότι η απαγόρευση μιας σχολικής περιφέρειας για το Slaughterhouse-Five -που το συμβούλιο είχε χαρακτηρίσει «αντιαμερικανικό, αντιχριστιανικό, αντισημιτικό και απλά βρώμικο»- κι 8 άλλα μυθιστορήματα ήταν αντισυνταγματική. Όταν σχολικό συμβούλιο στη Δημοκρατία του Μιζούρι αποφάσισε ν’ αποσύρει το μυθιστόρημα από τις βιβλιοθήκες του, η Βιβλιοθήκη Kurt Vonnegut Memorial πρόσφερε δωρεάν αντίγραφο σ’ όλους τους μαθητές.

Με Τη 1η Σύζυγο & Τα 3 Παιδιά Τους

Ο Tally, γράφοντας το 2013, υποδηλώνει ότι ο Βόνεγκατ μόλις πρόσφατα έγινε αντικείμενο σοβαρής μελέτης κι όχι θαυμασμού από τους θαυμαστές, και πολλά δεν έχουνε γραφτεί ακόμη γι’ αυτόν. «Ο χρόνος για τους μελετητές να πουν «Να γιατί αξίζει να διαβαστεί ο Βόνεγκατ» έχει τελειώσει οριστικά, δόξα τω Θεώ. Ξέρουμε ότι αξίζει να διαβαστεί. Τώρα πες μας πράγματα που δεν ξέρουμε». Ο Todd F. Davis σημειώνει ότι το έργο του Βόνεγκατ διατηρείται ζωντανό από τους πιστούς αναγνώστες του, που έχουνε «σημαντική επιρροή καθώς συνεχίζουν να αγοράζουν το έργο του, μεταδίδοντάς το στις επόμενες γενιές και διατηρώντας ολόκληρο τον κανόνα του σε έντυπη μορφή -εντυπωσιακή λίστα με περισσότερα από 20 βιβλία που (η Dell Publishing) συνέχισε να ανακαινίζει και να προωθεί με νέα σχέδια εξωφύλλων». Ο Ντόναλντ Ε. Μορς σημειώνει ότι ο Βόνεγκατ «είναι πλέον σταθερά, αν και κάπως αμφιλεγόμενα, εδραιωμένος στον αμερικανικό και παγκόσμιο λογοτεχνικό κανόνα, καθώς και στα προγράμματα σπουδών γυμνασίου, κολλεγίου και μεταπτυχιακών σπουδών». Ο Τάλι γράφει για το έργο του Βόνεγκατ:

Τα 14 μυθιστορήματα του Βόνεγκατ, ενώ το καθένα κάνει τα δικά του, μαζί είναι ωστόσο πειράματα στο ίδιο συνολικό έργο. Πειραματιζόμενος με τη μορφή του ίδιου του αμερικανικού μυθιστορήματος, επιδίδεται σε μια ευρέως μοντερνιστική προσπάθεια να συλλάβει και να απεικονίσει τις κατακερματισμένες, ασταθείς κι οδυνηρές παραξενιές της μεταμοντέρνας αμερικανικής εμπειρίας. Το ότι δεν καταφέρνει πραγματικά να αναπαραστήσει τις μεταβαλλόμενες πολλαπλότητες αυτής της κοινωνικής εμπειρίας είναι εκτός θέματος. Αυτό που έχει σημασία είναι η προσπάθεια κι η αναγνώριση ότι πρέπει να προσπαθήσουμε να χαρτογραφήσουμε αυτό το ασταθές κι επικίνδυνο έδαφος, ακόμα κι αν ξέρουμε εκ των προτέρων ότι οι προσπάθειές μας είναι καταδικασμένες“.

Το Hall of Fame της ΕΦ και του Φανταστικού εισήγαγε τον Βόνεγκατ μετά θάνατον το 2015. Ο αστεροειδής 25399 Βόνεγκατ πήρε το όνομά του προς τιμή του. Κρατήρας στον πλανήτη Ερμή έχει επίσης ονομαστεί προς τιμή του. Το 2021, το Μουσείο κι η Βιβλιοθήκη Kurt Vonnegut στην Ινδιανάπολη χαρακτηρίστηκε Λογοτεχνικό Ορόσημο από την Ένωση Λογοτεχνικών Ορόσημων. Το 1986, η βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Έβανσβιλ που βρίσκεται στο Έβανσβιλ της Ιντιάνα, όπου μίλησε στη διάρκεια της τελετής εγκαινίων, πήρε το όνομά του.

Οι πεποιθήσεις που πρέπει να υπερασπιστώ είναι τόσο μαλακές και περίπλοκες, στη πραγματικότητα κι όταν ζωντανεύουνε, μετατρέπονται σε μπολ με ανάκατο χυλό. Είμαι ειρηνιστής, είμαι αναρχικός, είμαι πλανητικός πολίτης κι ούτω καθεξής.
— Κουρτ Βόνεγκατ

Μουσείο & Βιβλιοθήκη Βόνεγκατ

Στην εισαγωγή του Slaughterhouse-Five, ο Βόνεγκατ αφηγείται τη συνάντηση με τον παραγωγό ταινιών Χάρισον Σταρ σε πάρτι, που τον ρώτησε αν το επερχόμενο βιβλίο του ήταν αντιπολεμικό. «Ναι, υποθέτω», απάντησε ο Βόνεγκατ. Ο Σταρ απάντησε: «Γιατί δεν γράφεις μυθιστόρημα κατά των παγετώνων;» Στο μυθιστόρημα, ο χαρακτήρας του Βόνεγκατ συνεχίζει: «Αυτό που εννοούσε, φυσικά, είναι ότι πάντα θα υπήρχαν πόλεμοι, ότι ήτανε τόσο εύκολο να σταματήσουν όσο οι παγετώνες. Το πιστεύω κι εγώ. Ακόμα κι αν οι πόλεμοι δεν συνέχιζαν να ΄ρχονται σα παγετώνες, θα εξακολουθούσε να υπάρχει απλός παλιός θάνατος». Ήταν ειρηνιστής.
Το 2011, το NPR έγραψε: «Ο συνδυασμός αντιπολεμικού συναισθήματος και σάτιρας του Kurt Vonnegut τον έκανε από τους πιο δημοφιλείς συγγραφείς της 10ετίας ’60». Ο ίδιος δήλωσε σε συνέντευξή του το 1987: «Η δική μου αίσθηση είναι ότι ο πολιτισμός τελείωσε στον Α’ Παγκ. Πόλ. κι ακόμα προσπαθούμε ν’ ανακάμψουμε απ’ αυτό» κι ότι ήθελε να γράψει έργα με επίκεντρο τον πόλεμο χωρίς να ωραιοποιεί τον ίδιο τον πόλεμο. Δε σκόπευε να δημοσιεύσει ξανά, αλλά ο θυμός του εναντίον της κυβέρνησης Τζορτζ Μπους τον οδήγησε να γράψει το A Man Without a Country.
Το Slaughterhouse-Five είναι το μυθιστόρημά του πιο γνωστό για τ’ αντιπολεμικά του θέματα, αλλά ο συγγραφέας εξέφρασε τη πεποίθηση με τρόπους πέρα απ’ την απεικόνιση της καταστροφής της Δρέσδης. Χαρακτήρας, η Mary O’Hare, πιστεύει ότι «οι πόλεμοι ενθαρρύνονταν εν μέρει από βιβλία και ταινίες» με πρωταγωνιστές «τον Frank Sinatra ή τον John Wayne ή μερικούς απ’ αυτούς τους λαμπερούς, πολεμόφιλους, βρώμικους γέρους». Ο Βόνεγκατ έκανε σειρά από συγκρίσεις στο Slaughterhouse-Five μεταξύ της Δρέσδης και του βομβαρδισμού της Χιροσίμα κι έγραψε στη Κυριακή των Βαΐων (1991), «Έμαθα πόσο άθλια θα μπορούσε να ‘ναι αυτή η θρησκεία μου όταν έπεσε η ατομική βόμβα στη Χιροσίμα».
Ο πυρηνικός πόλεμος, ή τουλάχιστον τα ανεπτυγμένα πυρηνικά όπλα, αναφέρονται σχεδόν σ’ όλα τα μυθιστορήματά του. Στο Player Piano, ο υπολογιστής EPICAC έχει τον έλεγχο του πυρηνικού οπλοστασίου κι είναι επιφορτισμένος να αποφασίσει αν θα χρησιμοποιήσει ισχυρά εκρηκτικά ή πυρηνικά όπλα. Στο Cat’s Cradle, ο αρχικός σκοπός του John όταν έβαλε το στυλό στο χαρτί ήταν να γράψει αφήγηση για το τι έκαναν εξέχοντες Αμερικανοί καθώς βομβαρδιζόταν η Χιροσίμα.

Ο Βόνεγκατ ήταν άθεος, ανθρωπιστής κι ελεύθερος στοχαστής, υπηρετώντας ως επίτιμος πρόεδρος της Αμερικανικής Ανθρωπιστικής Ένωσης. Σε συνέντευξή του στο Playboy, δήλωσε ότι οι πρόγονοί του που ήρθαν στις ΗΠΑ δεν πίστευαν στο Θεό κι έμαθε τον αθεϊσμό του από τους γονείς του. Ωστόσο, δεν περιφρόνησε όσους αναζητούν την άνεση της θρησκείας, χαιρετίζοντας τις εκκλησιαστικές ενώσεις ως είδος εκτεταμένης οικογένειας. Περιστασιακά πήγαινε σε Ουνιταριανή εκκλησία, αλλά με μικρή συνέπεια. Στο αυτοβιογραφικό του έργο Κυριακή των Βαΐων, λέει ότι είναι αγνωστικιστής που λατρεύει το Χριστό. Στη διάρκεια ομιλίας στη Unitarian Universalist Association, είπε τον εαυτό του άθεο που αγαπά το Χριστό. Ωστόσο ήθελε να τονίσει ότι δεν ήτανε Χριστιανός.
Ο Βόνεγκατ ήταν θαυμαστής της Επί του Όρους Ομιλίας του Ιησού, ιδιαίτερα των Μακαρισμών, και την ενσωμάτωσε στα δικά του δόγματα. Αναφέρθηκε επίσης σε αυτό σε πολλά από τα έργα του. Στο βιβλίο του 1991 Fates Worse than Death, προτείνει ότι στη διάρκεια της κυβέρνησης Ρίγκαν, οτιδήποτε ακουγόταν σαν την Επί του Όρους Ομιλία ήταν σοσιαλιστικό ή κομμουνιστικό κι άρα αντιαμερικανικό. Στη Κυριακή των Βαΐων, έγραψε ότι η Επί του Όρους Ομιλία υποδηλώνει ευσπλαχνία που δεν μπορεί ποτέ να αμφιταλαντευτεί ή να ξεθωριάσει. Ωστόσο είχε βαθειά αντιπάθεια για ορισμένες πτυχές του Χριστιανισμού, υπενθυμίζοντας συχνά στους αναγνώστες του την αιματηρή ιστορία των Σταυροφοριών κι άλλων θρησκευτικών βιαιοτήτων. Περιφρονούσε τους τηλευαγγελιστές του τέλους του 20ου αι., νιώθοντας ότι η σκέψη τους ήτανε στενόμυαλη.
Η θρησκεία εμφανίζεται συχνά στο έργο του, στα μυθιστορήματα κι αλλού. Διάνθισε αρκετές από τις ομιλίες του με ρητορική εστιασμένη στη θρησκεία κι ήταν επιρρεπής στη χρήση εκφράσεων όπως «Θεός φυλάξοι» και «δόξα τω Θεώ». Κάποτε έγραψε τη δική του εκδοχή της Λειτουργίας του Ρέκβιεμ, που μετά μετέφρασε στα λατινικά και μελοποίησε. Στο God Bless You, Dr. Kevorkian, πηγαίνει στον παράδεισο μετά την ευθανασία του από τον Dr. Jack Kevorkian. Μόλις φτάσει στον παράδεισο, παίρνει συνεντεύξεις από 21 νεκρές διασημότητες, συμπεριλαμβανομένων των Isaac Asimov, William Shakespeare και Kilgore Trout – ο τελευταίος είναι φανταστικός χαρακτήρας από πολλά απ’ τα μυθιστορήματά του. Τα έργα του είναι γεμάτα με χαρακτήρες που ιδρύουν νέες θρησκείες κι η θρησκεία συχνά χρησιμεύει ως σημαντικός μηχανισμός πλοκής, για παράδειγμα, στο Player Piano, The Sirens of Titan και Cat’s Cradle. Στις Σειρήνες του Τιτάνα, ο Ράμφορντ διακηρύσσει την Εκκλησία του Θεού Εντελώς Αδιάφορη. Το Slaughterhouse-Five βλέπει τον Billy Pilgrim, χωρίς θρησκεία ο ίδιος, να γίνεται ωστόσο βοηθός ιερέα στο στρατό και να εμφανίζει μεγάλο σταυρό στο τοίχο του υπνοδωματίου του. Στο Cat’s Cradle, εφηύρε θρησκεία: Bokononism.

Οι σκέψεις του Βόνεγκατ για τη πολιτική διαμορφώθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τον Ρόμπερτ Ρέντφιλντ, ανθρωπολόγο στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, συνιδρυτή της Επιτροπής Κοινωνικής Σκέψης και έναν από τους καθηγητές του Βόνεγκατ κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στο πανεπιστήμιο. Σε μια εναρκτήρια ομιλία, ο Βόνεγκατ παρατήρησε ότι «η θεωρία του Δρ Ρέντφιλντ για τη Λαϊκή Κοινωνία… ήταν το σημείο εκκίνησης για την πολιτική μου, όπως είναι». Ο Βόνεγκατ δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα τον φιλελευθερισμό ή τον συντηρητισμό. Ο Βόνεγκατ συλλογίστηκε επίσης την απατηλή απλότητα της αμερικανικής πολιτικής, λέγοντας περιπαικτικά: «Αν θέλετε να μου πάρετε τα όπλα μου, και είστε υπέρ της δολοφονίας εμβρύων, και σας αρέσει όταν οι ομοφυλόφιλοι παντρεύονται μεταξύ τους… Είσαι φιλελεύθερος. Αν είσαι ενάντια σε αυτές τις διαστροφές και υπέρ των πλουσίων, είσαι συντηρητικός. Τι θα μπορούσε να είναι πιο απλό;» Όσον αφορά τα πολιτικά κόμματα, ο Βόνεγκατ είπε: «Τα δύο πραγματικά πολιτικά κόμματα στην Αμερική είναι οι νικητές και οι ηττημένοι. Ο λαός δεν το αναγνωρίζει αυτό. Αντ’ αυτού, ισχυρίζονται ότι είναι μέλη σε δύο φανταστικά κόμματα, τους Ρεπουμπλικάνους και τους Δημοκρατικούς».
Ο Βόνεγκατ περιφρόνησε τις πιο κυρίαρχες αμερικανικές πολιτικές ιδεολογίες υπέρ του σοσιαλισμού, ο οποίος πίστευε ότι θα μπορούσε να προσφέρει ένα πολύτιμο υποκατάστατο για αυτό που έβλεπε ως κοινωνικό δαρβινισμό και ένα πνεύμα «επιβίωσης του ισχυρότερου» στην αμερικανική κοινωνία, πιστεύοντας ότι «ο σοσιαλισμός θα ήταν καλό για τον απλό άνθρωπο». Ο Βόνεγκατ επέστρεφε συχνά σε μια φράση του σοσιαλιστή και 5 φορές προεδρικού υποψηφίου Γιουτζίν Ντεμπς: «Όσο υπάρχει κατώτερη τάξη, είμαι σε αυτήν. Όσο υπάρχει εγκληματικό στοιχείο, είμαι από αυτό. Όσο υπάρχει ψυχή στη φυλακή, δεν είμαι ελεύθερος». Ο Βόνεγκατ εξέφρασε την απογοήτευσή του που ο κομμουνισμός κι ο σοσιαλισμός φαίνονταν να είναι δυσάρεστα θέματα για τον μέσο Αμερικανό και πίστευε ότι πρόσφεραν ευεργετικά υποκατάστατα στα σύγχρονα κοινωνικά και οικονομικά συστήματα.
Στο A Man Without a Country, ειρωνεύτηκε: «Με έχουν αποκαλέσει Λουδίτη. Το χαιρετίζω. Ξέρετε τι είναι ο Λουδίτης; Ένα άτομο που μισεί τα νεόκοπα μηχανήματα». Οι αρνητικές επιπτώσεις της προόδου της τεχνολογίας είναι ένα σταθερό θέμα σε όλα τα έργα του, από το Player Piano μέχρι την τελευταία του συλλογή δοκιμίων, A Man Without a Country. Ο πολιτικός θεωρητικός Patrick Deneen έχει αναγνωρίσει αυτόν τον σκεπτικισμό σχετικά με τη τεχνολογική πρόοδο ως θέμα βιβλίων, μυθιστορημάτων και ιστοριών του, συμπεριλαμβανομένων των Player Piano, Harrison Bergeron και Tomorrow and Tomorrow and Tomorrow. Οι μελετητές που τονε τοποθετούν ως επικριτή του φιλελευθερισμού αναφέρονται στην απαισιοδοξία του στη τεχνολογική πρόοδο. Περιέγραψε το Player Piano μερικά χρόνια μετά τη δημοσίευσή του ως «μυθιστόρημα για ανθρώπους και μηχανές, κι οι μηχανές συχνά έπαιρναν το καλύτερο απ’ αυτό, όπως θα κάνουν οι μηχανές». Η απώλεια θέσεων εργασίας λόγω της καινοτομίας των μηχανών κι συνεπώς η απώλεια νοήματος ή σκοπού στη ζωή, είναι βασικό σημείο της πλοκής του μυθιστορήματος. Τα «νεότευκτα μηχανήματα» που μισούσε περιλάμβαναν τη τηλεόραση, που επέκρινε συχνά σ’ όλη τη μη μυθοπλασία και τη μυθοπλασία του. Στο Timequake, π.χ., αφηγείται την ιστορία των «Booboolings», ανθρώπινων αναλόγων που αναπτύσσονται ηθικά μέσω του ευφάνταστου σχηματισμού τους.

Αυτόγραφό Του

Ωστόσο, κακή αδελφή στον πλανήτη των Booboolings μαθαίνει από τρελλούς πώς να φτιάχνει τηλεοράσεις. Γράφει:

Όταν η κακή αδελφή ήταν νεαρή, αυτή κι οι τρελλοί φτιάξανε σχέδια για τηλεοπτικές κάμερες, πομπούς και δέκτες. Στη συνέχεια, πήρε χρήματα από τη πολύ πλούσια μαμά της για να κατασκευάσει αυτές τις σατανικές συσκευές, που κάνανε τη φαντασία περιττή. Έγιναν αμέσως δημοφιλείς επειδή οι παραστάσεις ήτανε τόσο ελκυστικές και δεν υπήρχε καμμία σκέψη. Γενιές Booboolings μεγάλωσαν χωρίς φαντασία. Χωρίς φαντασία, όμως, δεν μπορούσαν να κάνουν αυτό που είχαν κάνει οι πρόγονοί τους, που διάβαζαν ενδιαφέρουσες, συγκινητικές ιστορίες ο ένας στα πρόσωπα του άλλου. Έτσι, τα Booboolings έγιναν τα πιο ανελέητα πλάσματα στη τοπική οικογένεια των γαλαξιών“.

Ενάντια σε συσκευές που σκοτώνουν τη φαντασία όπως οι τηλεοράσεις κι ενάντια στα ηλεκτρονικά υποκατάστατα της ενσώματης κοινότητας, ο Βόνεγκατ υποστήριξε ότι «Οι ηλεκτρονικές κοινότητες δεν χτίζουνε τίποτα. Καταλήγεις χωρίς τίποτα. Είμαστε ζώα που χορεύουν. Πόσο όμορφο είναι να σηκώνεσαι και να βγαίνεις έξω και να κάνεις κάτι».
Η γραφή του εμπνεύστηκε από εκλεκτικό μείγμα πηγών. Όταν ήταν νεότερος, δήλωσε ότι διάβαζε έργα pulp fiction, ΕΦ, φανταστικό και δράσης-περιπέτειας. Διάβασε επίσης τα κλασσικά, όπως έργα του Αριστοφάνη -όπως τα έργα του Βόνεγκατ, χιουμοριστικές κριτικές της σύγχρονης κοινωνίας. Η ζωή και το έργο του μοιράζονται επίσης ομοιότητες με αυτό του συγγραφέα των Περιπετειών του Χάκλμπερι Φιν, Μαρκ Τουέιν. Κι οι δύο μοιράζονταν απαισιόδοξες απόψεις για την ανθρωπότητα και σκεπτικιστική άποψη για τη θρησκεία κι όπως το έθεσε ο Κουρτ, κι οι δύο «συνδέθηκαν με τον εχθρό σε μεγάλο πόλεμο», καθώς ο Τουέιν στρατολογήθηκε για λίγο στην υπόθεση του Νότου στη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου και το γερμανικό όνομα κι η καταγωγή του Βόνεγκατ τον συνέδεσαν με τον εχθρό των ΗΠΑ και στους 2 πολέμους. Ανέφερε επίσης τον Ambrose Bierce ως επιρροή, αποκαλώντας το «An Incident at Owl Creek Bridge» το μεγαλύτερο αμερικανικό διήγημα και θεωρώντας όποιον διαφωνούσε ή δεν είχε διαβάσει την ιστορία «twerps».
Ο Βόνεγκατ αποκάλεσε τον Τζορτζ Όργουελ αγαπημένο του συγγραφέα και παραδέχτηκε ότι προσπάθησε να ton μιμηθεί. «Μου αρέσει το ενδιαφέρον του για τους φτωχούς, μου αρέσει ο σοσιαλισμός του, μου αρέσει η απλότητά του», είπε. Ο Βόνεγκατ είπε επίσης ότι το 1984 κι ο Θαυμαστός Νέος Κόσμος του Άλντους Χάξλεϋ επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό το ντεμπούτο του μυθιστόρημα, Player Piano, το 1952. Το μυθιστόρημα περιλάμβανε επίσης ιδέες από το βιβλίο του μαθηματικού Norbert Wiener Cybernetics: Or Control and Communication in the Animal and the Machine. Σχολίασε επίσης ότι οι ιστορίες του Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον ήταν εμβλήματα προσεκτικά συναρμολογημένων έργων που προσπάθησε να μιμηθεί στις δικές του συνθέσεις. Χαιρέτισε επίσης τον θεατρικό συγγραφέα και σοσιαλιστή Τζορτζ Μπέρναρντ Σω ως «ήρωά του» και «τεράστια επιρροή». Μέσα στην οικογένειά του, ο Βόνεγκατ δήλωσε ότι η μητέρα του, Έντιθ, είχε τη μεγαλύτερη επιρροή πάνω του. «Η μητέρα μου σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να κάνει νέα περιουσία γράφοντας για τα κομψά περιοδικά. Παρακολουθούσε μαθήματα διηγήματος τη νύχτα. Μελέτησε συγγραφείς με τον τρόπο που οι τζογαδόροι μελετούν τα άλογα».

Νωρίς στη καρριέρα του, αποφάσισε να διαμορφώσει το στυλ του σύμφωνα με αυτό του Χένρυ Ντέιβιντ Θορό, που έγραφε σαν από την οπτική γωνία παιδιού, επιτρέποντας στα έργα του να είναι ευρέως κατανοητά. Η χρήση νεανικής αφηγηματικής φωνής του επέτρεψε να παραδώσει έννοιες με σεμνό κι απλό τρόπο. Άλλες επιρροές είναι του συγγραφέα του The War of the Worlds H. G. Wells και τον σατιρικό Jonathan Swift. Aπέδωσε δε τα εύσημα στον Αμερικανό δημοσιογράφο και κριτικό Χ. Λ. Μένκεν που τον ενέπνευσε να γίνει δημοσιογράφος.
Το βιβλίο Pity the Reader: On Writing with Style του και της μακροχρόνιας φίλης και πρώην μαθήτριάς του Suzanne McConnell, που εκδόθηκε μετά θάνατον από τη Rosetta Books και τη Seven Stories Press το 2019, εμβαθύνει στο στυλ, το χιούμορ και τις μεθοδολογίες που χρησιμοποίησε ο Vonnegut, συμπεριλαμβανομένης της πεποίθησής του ότι κάποιος πρέπει να «Γράφει σαν άνθρωπος. Γράψε σαν συγγραφέας».
Στο βιβλίο του Popular Contemporary Writers, ο Michael D. Sharp περιγράφει το γλωσσικό ύφος του Βόνεγκατ ως απλό, τις προτάσεις του συνοπτικές, τη γλώσσα του απλή, τις παραγράφους του σύντομες και τον συνηθισμένο τόνο του συνομιλητή. Χρησιμοποιεί αυτό το στυλ για να μεταφέρει συνήθως περίπλοκο θέμα με τρόπο κατανοητό σε μεγάλο κοινό. Πίστωσε το χρόνο του ως δημοσιογράφος για την ικανότητά του κι επεσήμανε τη δουλειά του με το Chicago City News Bureau, που απαιτούσε απ’ αυτόν να μεταφέρει ιστορίες σε τηλεφωνικές συνομιλίες. Οι συνθέσεις του Βόνεγκατ περιλαμβάνουν διακριτές αναφορές στη ζωή του, κυρίως στο Slaughterhouse-Five και στο Slapstick.
Πίστευε ότι οι ιδέες κι η πειστική επικοινωνία αυτών των ιδεών στον αναγνώστη ήτανε ζωτικής σημασίας για τη λογοτεχνική τέχνη. Δεν ωραιοποιούσε πάντα τα σημεία του. Μεγάλο μέρος του Player Piano οδηγεί στη στιγμή που ο Paul, σε δίκη και γαντζωμένος σε ανιχνευτή ψεύδους, καλείται να πει ψέμμα. Ο Παύλος λέει, «Κάθε νέο κομμάτι επιστημονικής γνώσης είναι καλό πράγμα για την ανθρωπότητα». Ο Ρόμπερτ Τ. Τάλι Τζούνιορ, στον τόμο του για τα μυθιστορήματα του Βόνεγκατ, έγραψε: «Αντί να γκρεμίσει και να καταστρέψει εικόνες αμερικανικής ζωής της μεσαίας τάξης του 20ού αι., αποκαλύπτει απαλά τη βασική τους αδυναμία». Ο Βόνεγκατ δεν πρότεινε απλώς ουτοπικές λύσεις για τα δεινά της αμερικανικής κοινωνίας, αλλά έδειξε πώς τέτοια σχέδια δεν θα επέτρεπαν στους απλούς ανθρώπους να ζήσουνε ζωές απαλλαγμένες από την ένδεια και το άγχος. Οι μεγάλες, τεχνητές οικογένειες των ΗΠΑ στο Slapstick σύντομα χρησιμεύουν ως δικαιολογία για φυλετισμό. Οι άνθρωποι δεν δίνουνε βοήθεια σ’ όσους δεν ανήκουνε στην ομάδα τους. Η θέση της εκτεταμένης οικογένειας στη κοινωνική ιεραρχία γίνεται ζωτικής σημασίας.

Στην εισαγωγή του δοκιμίου τους Kurt Vonnegut and Humor, οι Tally & Peter C. Kunze προτείνουν ότι δεν ήτανε μαύρος χιουμορίστας, αλλ’ απογοητευμένος ιδεαλιστής που χρησιμοποιούσε κωμικές παραβολές για να διδάξει στον αναγνώστη παράλογες, πικρές ή απελπιστικές αλήθειες, με τα ζοφερά ευφυολογήματά του να χρησιμεύουν για να κάνουνε τον αναγνώστη να γελάσει αντί να κλάψει. «Ο Βόνεγκατ βγάζει νόημα μέσω του χιούμορ, που, κατά την άποψή του, είναι τόσο έγκυρο μέσο χαρτογράφησης αυτού του τρελλού κόσμου όσο κι οποιεσδήποτε άλλες στρατηγικές». Ο Βόνεγκατ δυσανασχετούσε που τον αποκαλούσαν μαύρο χιουμορίστα, νιώθοντας ότι, όπως συμβαίνει με πολλές λογοτεχνικές ετικέτες, επέτρεπε στους αναγνώστες ν’ αγνοήσουνε πτυχές του έργου του συγγραφέα που δεν ταίριαζαν στην ετικέτα.
Τα έργα του έχουνε χαρακτηριστεί ΕΦ, σάτιρες και μεταμοντέρνα. Αντιστάθηκε σε τέτοιες ταμπέλες, αλλά τα έργα του περιέχουνε κοινά τροπάρια σ’ αυτά τα είδη. Στα βιβλία του, φαντάζεται εξωγήινες κοινωνίες και πολιτισμούς, όπως συνηθίζεται στην ΕΦ. Τονίζει ή υπερβάλλει τους παραλογισμούς και τις ιδιοσυγκρασίες. Επιπλέον, κοροϊδεύει τα προβλήματα, όπως κάνει η σάτιρα. Ωστόσο, ο θεωρητικός της λογοτεχνίας Ρόμπερτ Σκόουλς σημείωσε στο Fabulation & Metafiction ότι ο Βόνεγκατ «απορρίπτει τη πίστη του παραδοσιακού σατιρικού στην αποτελεσματικότητα της σάτιρας ως μεταρρυθμιστικού εργαλείου. Έχει πιο λεπτή πίστη στην εξανθρωπιστική αξία του γέλιου».
Ο μεταμοντερνισμός συνεπάγεται απάντηση στη θεωρία ότι η επιστήμη θα αποκαλύψει αλήθειες. Οι μεταμοντερνιστές υποστηρίζουν ότι η αλήθεια είναι υποκειμενική κι όχι αντικειμενική. Η αλήθεια περιλαμβάνει τη προκατάληψη προς τις ατομικές πεποιθήσεις κι απόψεις για τον κόσμο. Οι μεταμοντερνιστές χρησιμοποιούν αναξιόπιστη, πρωτοπρόσωπη αφήγηση κι αφηγηματικό κατακερματισμό. Κριτικός υποστήριξε ότι το πιο διάσημο μυθιστόρημα του Βόνεγκατ, το Σφαγείο Νο Πέντε, διαθέτει μεταμυθοπλαστική προοπτική με κεφάλι Ιανού κι επιδιώκει ν’ αναπαραστήσει ιστορικά γεγονότα, ενώ αμφιβάλλει για την ικανότητα αναπαράστασης της ιστορίας. Η αμφιβολία είναι εμφανής στις πρώτες γραμμές του μυθιστορήματος: «Όλα αυτά συνέβησαν, λίγο πολύ. Τα μέρη του πολέμου, ούτως ή άλλως, είναι λίγο πολύ αληθινά». Η πομπώδης εισαγωγή -«Όλα αυτά συνέβησαν»- «διαβάζεται σα δήλωση πλήρους μίμησης», που τίθεται ριζικά υπό αμφισβήτηση στο υπόλοιπο απόσπασμα και «δημιουργεί ολοκληρωμένη προοπτική που αναζητά εξωκειμενικά θέματα (όπως ο πόλεμος και το τραύμα) ενώ θεματοποιεί τη κειμενικότητα και την εγγενή κατασκευή του μυθιστορήματος ταυτόχρονα». Αν και χρησιμοποιεί τον κατακερματισμό και τη μεταμυθοπλασία σε ορισμένα από τα έργα του, εστιάζει πιο ξεκάθαρα στον κίνδυνο των ατόμων που βρίσκουν υποκειμενικές αλήθειες, τις μπερδεύουν με αντικειμενικές και προχωράνε στην επιβολή αυτών των αληθειών σε άλλους.

Ο Βόνεγκατ ήταν ένθερμος επικριτής της αμερικανικής κοινωνίας κι αυτό αντικατοπτρίστηκε στα γραπτά του. Αρκετά βασικά κοινωνικά θέματα επανέρχονται στα έργα του, όπως ο πλούτος, η έλλειψή του κι η άνιση κατανομή του στη κοινωνία. Στις Σειρήνες του Τιτάνα, ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, Malachi Constant, εξορίζεται στο φεγγάρι του Κρόνου, τον Τιτάνα, ως αποτέλεσμα του τεράστιου πλούτου του, που τον έχει κάνει αλαζονικό και δύστροπο. Στο God Bless You, Mr. Rosewater, οι αναγνώστες μπορεί να δυσκολευτούν να προσδιορίσουν αν οι πλούσιοι ή οι φτωχοί βρίσκονται σε χειρότερες συνθήκες, καθώς οι ζωές των μελών και των 2 ομάδων διέπονται από τον πλούτο ή τη φτώχεια τους. Επιπλέον, στο Hocus Pocus, ο πρωταγωνιστής ονομάζεται Eugene Debs Hartke, φόρος τιμής στο διάσημο σοσιαλιστή Eugene V. Debs και τις σοσιαλιστικές απόψεις του.
Στο Kurt Vonnegut: A Critical Companion, ο Thomas F. Marvin δηλώνει: «Ο Βόνεγκατ επισημαίνει ότι, αν αφεθεί ανεξέλεγκτος, ο καπιταλισμός θα διαβρώσει τα δημοκρατικά θεμέλια των ΗΠΑ». Ο Μάρβιν προτείνει ότι τα έργα του καταδεικνύουν τι συμβαίνει όταν αναπτύσσεται κληρονομική αριστοκρατία, που ο πλούτος κληρονομείται σύμφωνα με οικογενειακές γραμμές: η ικανότητα των φτωχών Αμερικανών να ξεπερνούνε τις καταστάσεις μειώνεται σημαντικά ή εντελώς. Επίσης συχνά θρηνεί για τον κοινωνικό δαρβινισμό και την άποψη της κοινωνίας για επιβίωση του ισχυρότερου. Επισημαίνει ότι ο κοινωνικός δαρβινισμός οδηγεί σε κοινωνία που καταδικάζει τους φτωχούς της για τη δική τους ατυχία κι αποτυγχάνει να τους βοηθήσει να βγουν από τη φτώχεια τους επειδή αξίζουνε τη μοίρα τους.
Η επιστήμη κι οι ηθικές υποχρεώσεις των επιστημόνων είναι επίσης κοινό θέμα στα έργα του. Η 1η του δημοσιευμένη ιστορία, Report on the Barnhouse Effect, όπως πολλές απ’ τις πρώιμες ιστορίες του, επικεντρώθηκε σ’ επιστήμονα που ανησυχούσε για τις χρήσεις της δικής του εφεύρεσης. Το Player Piano και το Cat’s Cradle εξερευνούν τις επιπτώσεις της επιστημονικής προόδου στους ανθρώπους. Το 1969, έδωσε ομιλία στην Αμερικανική Ένωση Καθηγητών Φυσικής με τίτλο Ο Ενάρετος Φυσικός. Ερωτηθείς στη συνέχεια τι είναι ενάρετος επιστήμονας, απάντησε, αυτός που αρνείται να εργαστεί στα όπλα.

Αντιμετωπίζει επίσης την ιδέα της ελεύθερης βούλησης σε πολλά απ’ τα έργα του. Στο Slaughterhouse-Five και στο Timequake οι χαρακτήρες δεν έχουν επιλογή σ’ αυτό που κάνουνε. Στο Breakfast of Champions οι χαρακτήρες προφανώς απογυμνώνονται απ’ την ελεύθερη βούλησή τους και τη λαμβάνουν ακόμη κι ως δώρο και στο Cat’s Cradle, ο Bokononism βλέπει την ελεύθερη βούληση ως αιρετική.
Η πλειοψηφία των χαρακτήρων του είναι αποξενωμένοι απ’ τις πραγματικές τους οικογένειες κι επιδιώκουν να δημιουργήσουν αντικαταστάτες ή εκτεταμένες. Π.χ., οι μηχανικοί στο Player Piano αποκαλούσαν τη σύζυγο του μάνατζέρ τους «μαμά». Στο Cat’s Cradle, επινοεί 2 ξεχωριστές μεθόδους για τη καταπολέμηση της μοναξιάς: Ένα «karass», που είναι ομάδα ατόμων που διορίζονται απ’ το Θεό να κάνουνε το θέλημά του και «granfalloon», που ορίζεται από τον Marvin ως «ανούσια ένωση ανθρώπων, όπως αδελφική ομάδα ή έθνος». Ομοίως, στο Slapstick, η κυβέρνηση των ΗΠΑ κωδικοποιεί ότι όλοι οι Αμερικανοί αποτελούν μέρος μεγάλων εκτεταμένων οικογενειών.
Ο φόβος της απώλειας του σκοπού στη ζωή είναι θέμα στα έργα του. Στη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης είδε τη καταστροφή που ένιωσαν πολλοί άνθρωποι όταν έχασαν τη δουλειά τους κι ενώ ήτανε στη General Electric είδε μηχανές να κατασκευάζονται για ν’ αντικαταστήσουνε την ανθρώπινη εργασία. Αντιμετωπίζει αυτά τα πράγματα στα έργα του μέσα από αναφορές στην αυξανόμενη χρήση του αυτοματισμού και τις επιπτώσεις του στην ανθρώπινη κοινωνία. Αυτό αντιπροσωπεύεται πιο έντονα στο Player Piano, όπου πολλοί Αμερικανοί μένουν άνεργοι χωρίς σκοπό κι ανίκανοι να βρούνε δουλειά, καθώς οι μηχανές αντικαθιστούνε τους ανθρώπους-εργάτες. Η απώλεια του σκοπού απεικονίζεται επίσης στο Γκαλαπάγκος, όπου ανθοπώλις εξοργίζεται με το σύζυγό της επειδή δημιούργησε ρομπότ ικανό να κάνει τη δουλειά της και στο Timequake, όπου αρχιτέκτονας αυτοκτονεί όταν αντικαθίσταται από λογισμικό υπολογιστή.

Η αυτοκτονία με φωτιά είναι άλλο κοινό θέμα στα έργα του. Ο συγγραφέας επιστρέφει συχνά στη θεωρία ότι «πολλοί άνθρωποι δεν αγαπούν τη ζωή». Το χρησιμοποιεί ως εξήγηση γιατί οι άνθρωποι έχουνε βλάψει τόσο σοβαρά το περιβάλλον τους κι έχουνε φτιάξει συσκευές όπως τα πυρηνικά όπλα που μπορούν να εξαφανίσουν τους δημιουργούς τους. Στο Deadeye Dick παρουσιάζει τη βόμβα νετρονίων, που ‘χει σχεδιαστεί για να σκοτώνει ανθρώπους αλλά να αφήνει ανέγγιχτα κτίρια και κατασκευές. Χρησιμοποιεί επίσης αυτό το θέμα για να καταδείξει την απερισκεψία κείνων που θέτουνε στη διάθεση των πολιτικών ισχυρούς μηχανισμούς που προκαλούν αποκάλυψη.
«Ποιο είναι το νόημα της ζωής;» είναι μια ερώτηση που συλλογιζότανε συχνά στα έργα του. Όταν ένας από τους χαρακτήρες του, ο Kilgore Trout, βρίσκει την ερώτηση «Ποιος είναι ο σκοπός της ζωής;» γραμμένη σε μπάνιο, η απάντησή του είναι: «Να είσαι τα μάτια και τ’ αυτιά κι η συνείδηση του Δημιουργού του Σύμπαντος, ανόητε». Ο Μάρβιν βρίσκει τη θεωρία του Τράουτ περίεργη, δεδομένου ότι ο Βόνεγκατ ήταν άθεος κι άρα γι’ αυτόν, δεν υπάρχει Δημιουργός για ν’ αναφέρει και σχολιάζει ότι, «Καθώς ο Τράουτ εξιστορεί τη μία ανούσια ζωή μετά την άλλη, οι αναγνώστες μένουν να αναρωτιούνται πώς ένας συμπονετικός δημιουργός θα μπορούσε να στέκεται και να μη κάνει τίποτα ενώ έρχονται τέτοιες αναφορές». Στο επίγραμμα του Κυανοπώγωνα, αναφέρει τον γιο του Μαρκ και δίνει απάντηση σε αυτό που πιστεύει ότι είναι το νόημα της ζωής: «Είμαστε εδώ για να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον να ξεπεράσει αυτό το πράγμα, όποιο κι αν είναι αυτό».

Ένας φανταστικός πλανήτης που ονομάζεται Τραλφαμαντόρε είναι επαναλαμβανόμενο μοτίβο στα έργα του Βόνεγκατ. Ένας πλανήτης με αυτό το όνομα αναφέρεται στις Σειρήνες του Τιτάνα. Ο Θεός να σας ευλογεί, κύριε Ρόουζγουοτερ. Σφαγείο-Πέντε; Χόκους Πόκους; και Timequake. Απεικονίζεται ποικιλοτρόπως ότι βρίσκεται έξω από τον γαλαξία του Γαλαξία μας ή ότι είναι φανταστικό μέσα στην ίδια τη μυθοπλασία. Στο Slaughterhouse-Five, υπονοείται ότι είναι φανταστικό ως αποτέλεσμα του ότι ο πρωταγωνιστής χάνει την επαφή του με τη πραγματικότητα. Επαναλαμβανόμενο χαρακτηριστικό των κατοίκων του Tralfamadore είναι η χαμηλή εκτίμηση για την ανθρωπότητα. Σύμφωνα με την Τζούλια Α. Γουάιτχεντ, χρησιμοποίησε την έννοια φανταστικού πλανήτη που κατοικείται από όντα πιο φωτισμένα από τους ανθρώπους ως διέξοδο για απόδραση. Αντίθετα, ο Lawrence R. Boer απορρίπτει την ιδέα ότι η απαισιοδοξία κι η μοιρολατρία των Tralfamadorians στο Slaughterhouse-Five αντικατοπτρίζουν τις απόψεις του συγγραφέα κι ο Brian Stableford χαρακτηρίζει τις διαφορετικές φυλές Tralfamadorian σ’ αυτό το βιβλίο και τις Σειρήνες του Τιτάνα ως «μικροσκοπικούς έξυπνους».

ΕΡΓΑ:

Μυθιστορήματα
Παίκτης Πιάνο (1952)
Οι Σειρήνες του Τιτάνα (1959)
Η Νύχτα της Μητέρας (1962)
Η κούνια της γάτας (1963)
Ο Θεός να σας ευλογεί, κύριε Ρόουζγουοτερ (1965)
Σφαγείο-Πέντε (1969)
Πρωινό των Πρωταθλητών (1973)
Σλάπστικ (1976)
Φυλακισμένο πουλί (1979)
Ο Νεκρός Ντικ (1982)
Γκαλαπάγκος (1985)
Κυανοπώγωνας (1987)
Hocus Pocus (1990)
Timequake (1997)

Συλλογές σύντομων μυθιστορημάτων
Καναρίνι σε σπίτι για γάτες (1961)
Καλώς ήρθατε στο σπίτι των πιθήκων (1968)
Ταμπακιέρα Bagombo (1997)
Ο Θεός να σε ευλογεί, Δρ Κεβόρκιαν (1999)
Armageddon in Retrospect (2008) -διηγήματα και δοκίμια
Κοίτα το πουλάκι (2009)
Ενώ οι θνητοί κοιμούνται (2011)
Είμαστε αυτό που προσποιούμαστε ότι είμαστε (2012)
Το χαρτοφυλάκιο του Κορόιδο (2013)
Πλήρεις ιστορίες (2017)

Θεατρικά
Το πρώτο πρωινό των Χριστουγέννων (1962)
Σθένος (1968)
Χρόνια πολλά, Wanda June (1970)
Μεταξύ χρόνου και Τιμπουκτού (1972)
Πέτρες, Χρόνος και Στοιχεία (Ένα Ανθρωπιστικό Ρέκβιεμ) (1987)
Αποφασίστε (1993)
L’Histoire du Soldat (1997)

Μη μυθοπλασία
Wampeters, Foma και Granfalloons (1974)
Κυριακή των Βαΐων (1981)
Τίποτα δεν χάνεται εκτός από την τιμή: Δύο δοκίμια (1984)
Μοίρες χειρότερες από το θάνατο (1991)
Ένας άνθρωπος χωρίς πατρίδα (2005)
Τα χρόνια του Cornell Sun 1941–1943 (2012)
Αν αυτό δεν είναι ωραίο, τι είναι;: Συμβουλές για τους νέους (2013)
Vonnegut by the Dozen (2013)
Γράμματα (2014)
Κρίμα τον αναγνώστη: On Writing With Style (2019) με τη Suzanne McConnell
Love, Kurt: The Vonnegut Love Letters, 1941–1945 (2020) Επιμέλεια Edith Vonnegut

Συνεντεύξεις
Συνομιλίες με τον Kurt Vonnegut (1988) με τον William Rodney Allen
Like Shaking Hands with God: A Conversation About Writing (1999) με τον Lee Stringer
Kurt Vonnegut: Η τελευταία συνέντευξη: Κι άλλες συνομιλίες (2011)

Παιδικά
Αστέρι της Σελήνης του Ήλιου (1980)

Τέχνη
Σχέδια του Kurt Vonnegut (2014)

================================================

Σφαγείο Νο 5

Κεφ. 2ον

Άκου:
Ο Μπίλι Πίλγκριμ βρέθηκε ξεκολλημένος από το χρόνο.
Ο Μπίλι έπεσε για ύπνο ως ξεμωραμένος γέρος χήρος και ξύπνησε τη μέρα του γάμου του. Τον οδήγησαν μέσα από μια πόρτα το 1955 και βγήκε από μια άλλη το 1941. Ξαναπέρασε μέσα από κείνη τη πόρτα και βρέθηκε στο 1963. Έχει δει τη γέννηση και το θάνατό του πολλές φορές, όπως λέει κι επισκέπτεται στη τύχη όλα τα γεγονότα που συνέβησαν ενδιάμεσα.
Όπως λέει.
Ο Μπίλι αιωρείται μέσα στο χρόνο, δεν έχει τον έλεγχο του πού πηγαίνει και τα ταξίδια δεν είναι απαραίτητα ευχάριστα. Έχει διαρκώς το τρακ του ηθοποιού που βγαίνει στη σκηνή, όπως λέει, επειδή δεν ξέρει ποτέ ποιο ρόλο της ζωής του πρόκειται να παίξει.
Ο Μπίλι γεννήθηκε το 1922 στο Ίλιουμ της Νέας Υόρκης, μονάκριβο παιδί ενός κουρέα. Είχε αστεία εμφάνιση ως παιδί κι έγινε ένας παράξενος στην εμφάνιση νεαρός -ψηλός κι αδύνατος, μια φιγούρα σαν μπουκάλι της κόκα κόλα. Αποφοίτησε από το Λύκειο του Ίλιουμ ως αριστούχος κι άρχισε να παρακολουθεί νυχτερινά μαθήματα στη Σχολή Οπτομετρίας του Ίλιουμ επί ένα εξάμηνο, προτού στρατευτεί για να πολεμήσει στο Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Ο πατέρας του σκοτώθηκε σε κυνηγετικό δυστύχημα στη διάρκεια του πολέμου.
Έτσι πάει ο κόσμος.
Ο Μπίλι υπηρέτησε στο πεζικό στην Ευρώπη κι αιχμαλωτίστηκε από τους Γερμανούς. Αφού απολύθηκε με τιμές από το στρατό το 1945, ο Μπίλι γράφτηκε πάλι στη Σχολή Οπτομετρίας του Ίλιουμ. Στη διάρκεια του τελευταίου έτους εκεί, αρραβωνιάστηκε τη κόρη του ιδρυτή και ιδιοκτήτη της σχολής κι έπειτα υπέστη ελαφρύ νευρικό κλονισμό.
Νοσηλεύτηκε σ’ ένα νοσοκομείο για βετεράνους κοντά στη λίμνη Πλάσιντ, υποβλήθηκε σε ηλεκτροσόκ και πήρε εξιτήριο. Παντρεύτηκε την αρραβωνιαστικιά του, ολοκλήρωσε τις σπουδές του κι ο πεθερός του τον έβαλε στη δουλειά στο Ίλιουμ. Το Ίλιουμ είναι μια ιδιαίτερα καλή πόλη για οπτομετρικούς επειδή εκεί βρίσκεται ο Συνεταιρισμός Σιδηρουργείων και Χυτηρίων. Όλοι όσοι εργάζονται εκεί είναι υποχρεωμένοι να έχουνε προστατευτικά γυαλιά και να τα φορούν στους χώρους παραγωγής. Η ΚΕΣΧ έχει 68.000 εργαζομένους στο Ίλιουμ. Αυτό σημαίνει ότι απαιτούνται πολλοί φακοί και σκελετοί.
Το κέρδος είναι στους σκελετούς.
Ο Μπίλι έγινε πλούσιος. Απέκτησε δυο παιδιά, τη Μπάρμπαρα και τον Ρόμπερτ. Όταν ήρθε η ώρα, η κόρη του Μπάρμπαρα παντρεύτηκε έναν άλλον οπτομετρικό κι ο Μπίλι τον έβαλε στη δουλειά. Ο γιος του Μπίλι, ο Ρόμπερτ, είχε πολλά προβλήματα στο λύκειο, αλλά αργότερα κατατάχτηκε στους περιβόητους Πρασινοσκούφηδες. Ήρθε στον ίσιο δρόμο, έγινε ένας λαμπρός νέος και πολέμησε στο Βιετνάμ.
Στις αρχές του 1968, μια ομάδα οπτομετρικών, μεταξύ αυτών κι ο Μπίλι, έκλεισαν μια πτήση τσάρτερ για να τους μεταφέρει στο Μόντρεαλ για ένα διεθνές συνέδριο οπτομετρικών. Το αεροσκάφος συνετρίβη στη κορυφή του όρους Σούγκαρμπους στο Βερμόντ. Σκοτώθηκαν όλοι εκτός από τον Μπίλι.
Έτσι πάει ο κόσμος.
Ενώ ο Μπίλι ανάρρωνε σ’ ένα νοσοκομείο του Βερμόντ, η γυναίκα του είχε ένα ατύχημα και πέθανε από δηλητηρίαση μονοξειδίου του άνθρακα.
Έτσι πάει ο κόσμος.
Όταν ο Μπίλι βγήκε τελικά απ’ το νοσοκομείο κι επέστρεψε στο Ίλιουμ, ήταν ήρεμος για ένα διάστημα. Είχε μια φριχτή ουλή στη κορυφή του κρανίου του. Δεν ξανάπιασε δουλειά. Είχε μια γυναίκα που φρόντιζε το σπίτι. Η κόρη του τον επισκεπτότανε σχεδόν κάθε μέρα.
Και τότε, χωρίς καμία προειδοποίηση, ο Μπίλι σηκώθηκε κι έφυγε για τη Νέα Υόρκη και πήγε σε μια ολονύκτια ραδιοφωνική εκπομπή λόγου. Μίλησε για το γεγονός ότι ήτανε ξεκολλημένος απ’ το χρόνο. Είπε επίσης πως είχε απαχθεί από έναν ιπτάμενο δίσκο το 1967. Το διαστημόπλοιο ήταν από τον πλανήτη Τραλφάμαντορ, είπε. Τον μετέφεραν στον Τραλφάμαντορ και τονε βάλανε σ’ ένα ζωολογικό κήπο όπου τον επιδείκνυαν γυμνό, είπε. Εκεί τονε βάλανε να ζευγαρώσει με μια γήινη τέως σταρ του σινεμά ονόματι Μοντάνα Γουάιλντχακ.
Κάποιοι ξενύχτηδες στο Ίλιουμ άκουσαν τον Μπίλι στο ραδιόφωνο κι ένας από δαύτους πήρε τηλέφωνο τη κόρη του Μπίλι, τη Μπάρμπαρα. Η Μπάρμπαρα αναστατώθηκε. Πήγε μαζί με τον άντρα της στη Νέα Υόρκη κι έφεραν τον Μπίλι πίσω. Ο Μπίλι επέμενε ήρεμα ότι όλα όσα είχε πει στο ραδιόφωνο ήταν αλήθεια. Είπε ότι είχε απαχθεί από τους Τραλφαμαντοριανούς τη νύχτα του γάμου της κόρης του. Δεν το είχε καταλάβει κανείς, είπε, επειδή οι Τραλφαμαντοριανοί τον είχαν απαγάγει μέσω διαστρέβλωσης του χρόνου, έτσι ώστε να βρίσκεται για χρόνια στον Τραλφάμαντορ αλλά να λείπει από τη Γη μόνο για ένα μικροδευτερόλεπτο.
Πέρασε άλλος ένας μήνας χωρίς κανένα παράξενο συμβάν κι έπειτα ο Μπίλι έστειλε ένα γράμμα στη News Leader του Ίλιουμ κι η εφημερίδα το δημοσίευσε. Το γράμμα περιέγραφε τα πλάσματα από τον Τραλφάμαντορ. Το γράμμα έλεγε ότι είχαν ύψος 60 εκατοστά, ήτανε πράσινα κι είχανε το σχήμα βεντούζας υδραυλικού. Οι βεντούζες τους ακουμπούσανε στο έδαφος κι οι άξονές τους, που ήταν ιδιαίτερα ευλύγιστοι, συνήθως ήταν υψωμένοι προς τον ουρανό. Στη κορυφή κάθε άξονα υπήρχε ένα χέρι με ένα πράσινο μάτι στη παλάμη του. Τα πλάσματα ήτανε φιλικά και μπορούσαν να βλέπουνε σε 4 διαστάσεις. Ένιωθαν λύπη για τους Γήινους που μπορούσαν να βλέπουν μόνο σε 3. Είχανε πολλά θαυμαστά πράγματα να διδάξουνε στους Γήινους, ειδικά σχετικά με το χρόνο. Ο Μπίλι υποσχέθηκε να γράψει ποια ήταν μερικά από κείνα τα θαυμαστά πράγματα στο επόμενο γράμμα του.
Ο Μπίλι έγραφε το δεύτερο γράμμα όταν δημοσιεύτηκε το πρώτο. Το δεύτερο γράμμα ξεκινούσε κάπως έτσι:

Το πιο σημαντικό, πράγμα που έμαθα στον Τραλφάμαντορ ήταν ότι, όταν ένα άτομο πεθαίνει, φαΙνεται μόνο ότι πεθαίνει. Παραμένει ζωντανός στο παρελθόν, οπότε είναι πολύ ανόητο εκ μέρους των ανθρώπων να κλαίνε στις κηδείες. Όλες οι στιγμές, περασμένες, παρούσες και μελλοντικές,
υπήρχαν ανέκαθεν και θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν για πάντα. Οι Τραλφαμαντοριανοί μπορούν να κοιτάξουν όλες τις διαφορετικές στιγμές με τον ίδιο τρόπο που εμείς κοιτάζουμε τα Βραχώδη Όρη, για παράδειγμα. Μπορούν να δούνε πόσο αιώνιες είναι όλες οι στιγμές και μπορούν να δουν όποια στιγμή τούς ενδιαφέρει. Αυτό που νομίζουμε εμείς εδώ στη Γη, ότι οι στιγμές διαδέχονται η μία την άλλη σα χάντρες σε μια αλυσίδα κι ότι όταν περάσει μια στιγμή χάνεται για πάντα, είναι απλώς μια αυταπάτη. Όταν ένας Τραλφαμαντοριανός βλέπει ένα πτώμα, το μόνο που σκέφτεται είναι ότι το νεκρό άτομο είναι σε κακή κατάσταση τη συγκεκριμένη στιγμή, όμως το ίδιο άτομο είναι μια χαρά σε πολλές άλλες στιγμές. Τώρα, όταν ακούω ότι κάποιος έχει πεθάνει, απλώς ανασηκώνω τους ώμους και λέω αυτό που λένε οι Τραλφαμαντοριανοί για τους νεκρούς, το οποίο είναι: Έτσι πάει ο κόσμος
“.

Και ούτω καθ’ εξής.
Ο Μπίλι έγραφε το γράμμα στην αίθουσα ψυχαγωγίας που βρισκότανε στο υπόγειο του αδειανού σπιτιού του. Ήταν η μέρα που η γυναίκα που φρόντιζε το σπίτι είχε ρεπό. Στο δωμάτιο ψυχαγωγίας υπήρχε μια παλιά γραφομηχανή. Ήταν ένα θηρίο. Ζύγιζε όσο μια μπαταρία αυτοκινήτου. Ο Μπίλι δυσκολευόταν να τη μεταφέρει, γι’ αυτό έγραφε στο δωμάτιο ψυχαγωγίας κι όχι κάπου αλλού. Η σόμπα πετρελαίου είχε χαλάσει. Ένα ποντίκι είχε ροκανίσει τη μόνωση του καλωδίου του θερμοστάτη. Η θερμοκρασία μέσα στο σπίτι είχε πέσει στους δέκα βαθμούς, όμως ο Μπίλι δεν το είχε προσέξει. Ούτε ήταν ζεστά ντυμένος. Ήταν ξυπόλητος, φορούσε ακόμα τις πιτζάμες του κι ένα μπουρνούζι, μολονότι ήταν απόγευμα.
Τα ξυπόλητα πόδια του ήταν μελανιασμένα.
Παρ’ όλ’ αυτά, τα συναισθήματά του καίγανε σαν κάρβουνα.
Αυτό που τα ζέσταινε ήταν η πίστη του Μπίλι ότι θα χάριζε ανακούφιση σε τόσο πολλούς ανθρώπους αποκαλύπτοντας την αλήθεια για το χρόνο. Το κουδούνι της εξώπορτας στο πάνω πάτωμα χτυπούσε ακατάπαυστα καθώς η κόρη του Μπάρμπαρα ήθελε να μπει στο σπίτι. Τώρα εκείνη είχε ανοίξει μ’ ένα κλειδί και βάδιζε πέρα-δώθε πάνω από το κεφάλι του καλώντας: «Πατέρα; Μπαμπά, πού είσαι;»
Και ούτω καθ’ εξής.
Ο Μπίλι δεν της απαντούσε κι εκείνη έφτασε στα πρόθυρα της υστερίας φοβούμενη ότι θα έβρισκε το πτώμα του. Έπειτα κοίταξε στο τελευταίο μέρος που μπορούσε να φανταστεί ότι θα τον έβρισκε -στην αίθουσα ψυχαγωγίας.
«Γιατί δεν απάντησες όταν σου φώναζα;» ζήτησε να μάθει η Μπάρμπαρα, καθώς στεκόταν στη πόρτα της αίθουσας ψυχαγωγίας. Κρατούσε στα χέρια της την απογευματινή εφημερίδα, στην οποία ο Μπίλι περιέγραφε τους φίλους του από τον Τραλφάμαντορ.
Η ενορχήστρωση της στιγμής ήταν η εξής: Η Μπάρμπαρα ήταν μόλις 21 ετών, αλλά πίστευε πως ο πατέρας της έπασχε απο γεροντική άνοια, παρ’ ότι κείνος ήταν μόλις 46, -είχε ξεμωραθεί από βλάβη στον εγκέφαλο που προκάλεσε η συντριβή του αεροπλάνου. Επίσης, εκείνη πίστευε πως ήταν η επικεφαλής της οικογένειας καθώς είχε φροντίσει για τη κηδεία της μητέρας της, είχε κανονίσει να βρει στον Μπίλι γυναίκα για τις δουλειές του σπιτιού κι όλα αυτά. Επίσης, η Μπάρμπαρα κι ο άντρας της είχαν αναλάβει να προσέχουνε την επιχείρηση του Μπίλι, η οποία ήταν μεγάλη, αφού ο Μπίλι φαινόταν να μη δίνει δεκάρα για τα επαγγελματικά του πλέον. Όλες αυτές οι ευθύνες σε τόσο νεαρή ηλικία την έκαναν να φέρεται με κακεντρέχεια κι επιπολαιότητα. Ο δε Μπίλι, εν τω μεταξύ, προσπαθούσε να κρατήσει με νύχια και με δόντια την αξιοπρέπειά του, να πείσει τη Μπάρμπαρα κι όλους τους άλλους ότι όχι μόνο δεν είχε ξεμωραθεί αλλά, αντιθέτως, είχε αφιερώσει τη ζωή του σ’ ένα σκοπό πολύ ανώτερο απ’ τη διαχείριση της επιχείρησής του.
Αυτό έκανε τώρα, σκέφτηκε κείνος, αντί να γράφει συνταγές γυαλιών για γήινες ψυχές. Πάμπολλες από κείνες τις ψυχές ήτανε χαμένες και βασανισμένες, πίστευε ο Μπίλι, επειδή δεν μπορούσαν να βλέπουν τα πράγματα τόσο καθαρά όσο οι μικροσκοπικοί πράσινοι φίλοι του από Τραλφάμαντορ.
«Μη μου λες ψέματα, πατέρα», είπε η Μπάρμπαρα. «Ξέρω πολύ καλά ότι μ’ άκουσες να σε φωνάζω».
Ήταν μια αρκετά όμορφη κοπέλα, εκτός από το γεγονός ότι τα πόδια της έμοιαζαν με πόδια παλιού πιάνου. Τώρα του έβαζε τις φωνές για το γράμμα στην εφημερίδα. Του είπε ότι είχε γίνει περίγελως ο ίδιος κι όλοι όσοι είχανε σχέση μαζί του.
«Πατέρα, πατέρα, πατέρα … » είπε η Μπάρμπαρα, «τι θα κάνουμε με σένα; Θα μας αναγκάσεις να σε βάλουμε εκεί που είναι κι η μητέρα σου;» Η μητέρα του Μπίλι ζούσε ακόμα. Ήτανε κατάκοιτη σ’ ένα γηροκομείο που λεγόταν Πάιν Νολ στην άκρη του Ίλιουμ.
«Τι έχει το γράμμα μου που σε κάνει να θυμώνεις τόσο;» ζήτησε να μάθει ο Μπίλι.
«Είναι τρελλά αυτά που γράφεις. Τίποτε απ’ αυτά δεν είναι αλήθεια!»
«Είναι όλα αλήθεια». Ο Μπίλι δε θύμωσε μαζί της. Δε θύμωνε ποτέ και με τίποτα. Ήταν υπέροχος σε αυτό τον τομέα.
«Δεν υπάρχει πλανήτης που λέγεται Τραλφάμαντορ».
«Δεν μπορούμε να τον εντοπίσουμε από τη Γη, αν αυτό εννοείς», είπε ο Μπίλι. «Για τον ίδιο λόγο που η Γη δεν μπορεί να εντοπιστεί από τον Τραλφάμαντορ. Είναι και οι δυο πολύ μικροί πλανήτες. Απέχουν πολύ μεταξύ τους».
«Πώς σου ήρθε αυτό το τρελλό όνομα, Τραλφάμαντορ»;
«Έτσι τον ονομάζουν τα πλάσματα που ζουν εκεί».
«Ω Θεέ μου», είπε η Μπάρμπαρα και του γύρισε την πλάτη. Χτύπησε παλαμάκια, σαν να γιόρταζε την απογοήτευσή της. «Μπορώ να σου κάνω μια απλή ερώτηση»;
«Φυσικά».
«Γιατί δεν ανέφερες ποτέ κάτι απ’ όλα αυτά πριν από το αεροπορικό ατύχημα»;
«Πίστευα ότι δεν είχε έρθει η κατάλληλη ώρα».
Και ούτω καθ’ εξής.
Ο Μπίλι λέει ότι τη πρώτη φορά που ξεκόλλησε από το χρόνο ήταν το 1944, πολύ πριν ταξιδέψει στον Τραλφάμαντορ. Οι Τραλφαμαντοριανοί δεν είχαν καμμία σχέση με το ξεκόλλημά του. Απλώς είχανε την ικανότητα να του δείξουνε τι πραγματικά συνέβαινε.
Η πρώτη φορά που ο Μπίλι ξεκόλλησε από το χρόνο ήταν στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου πολέμου. Ο Μπίλι ήτανε βοηθός στρατιωτικού ιερέα στον πόλεμο. Ο βοηθός ιερέα είναι συνήθως αντικείμενο χλευασμού στον αμερικανικό στρατό. Ο Μπίλι δεν αποτελούσε εξαίρεση. Ήταν ανίσχυρος να κάνει ζημιά στον εχθρό ή να βοηθήσει τους φίλους του. Για την ακρίβεια, δεν είχε φίλους. Ήταν υπηρέτης ενός ιερέα, δεν περίμενε προαγωγή ή μετάλλια, δεν κρατούσε όπλο κι οι περισσότεροι στρατιώτες θεωρούσανε σαθρή τη ταπεινή πίστη του σ’ ένα στοργικό Ιησού.
Στη διάρκεια των πολεμικών ασκήσεων στη Νότια Καρολίνα, ο Μπίλι έπαιζε ύμνους που ήξερε από παιδί σ’ ένα μικρό, μαύρο, αδιάβροχο όργανο. Το όργανο είχε 39 πλήκτρα και 2 πετάλια vox humana και vox celeste. Ο Μπίλι ήταν επίσης επιφορτισμένος με μια φορητή αγία τράπεζα, ένα γκριζοπράσινο βαλιτσάκι με τρίποδο. Το εσωτερικό του ήταν επενδυμένο με βυσσινί βελούδο και το περιπαθές βελούδο αγκάλιαζε στοργικά ένα σταυρό από οξειδωμένο αλουμίνιο και μια Βίβλο.
Η αγία τράπεζα και το όργανο ήταν κατασκευασμένα από μια εταιρία που έφτιαχνε ηλεκτρικές σκούπες με έδρα το Κάμντεν του Νιου Τζέρσεϊ -και το έγραφε επάνω.
Μια φορά στις ασκήσεις ο Μπίλι έπαιζε το «ο Θεός μας είναι ένα απόρθητο κάστρο» σε μουσική του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ και στίχους του Μάρτιν Λούθερ. Ήταν Κυριακή πρωί. Ο Μπίλι κι ο ιερέας είχανε συγκεντρώσει ένα ποίμνιο 50 περίπου στρατιωτών στη πλαγιά ενός λόφου της Καρολίνα. Εμφανίστηκε ένας διαιτητής. Υπήρχαν παντού διαιτητές, άντρες που όριζαν ποιοι χάνανε και ποιοι νικούσανε στη θεωρητική μάχη, ποιοι ήτανε ζωντανοί και ποιοι νεκροί.
Ο διαιτητής είχε μια κωμική είδηση. Το ποίμνιο είχε εντοπιστεί θεωρητικά από τον αέρα από τον θεωρητικό εχθρό. Θεωρητικά, ήταν όλοι νεκροί τώρα. Τα θεωρητικά πτώματα βάλανε τα γέλια κι έφαγαν ένα πλούσιο μεσημεριανό γεύμα.
Χρόνια αργότερα, όταν ο Μπίλι θυμήθηκε το περιστατικό, εξεπλάγη με το πόσο τραλφαμαντοριανή ήταν εκείνη η περιπέτεια με το θάνατο: να είσαι νεκρός και ταυτόχρονα να τρως.
Προς το τέλος των ασκήσεων, ο Μπίλι πήρε έκτακτη άδεια να επιστρέψει στο σπίτι του επειδή ο πατέρας του, ένας κουρέας στο Ίλιουμ της Νέας Υόρκης, είχε πυροβοληθεί θανάσιμα από ένα φίλο του ενώ κυνηγούσαν ελάφια.
Έτσι πάει ο κόσμος.
Όταν ο Μπίλι επέστρεψε από την άδεια, έλαβε διαταγή να πάει στην Ευρώπη. Οι υπηρεσίες του ήταν αναγκαίες στο αρχηγείο ενός συντάγματος πεζικού που πολεμούσε στο Λουξεμβούργο. Ο βοηθός του ιερέα του συντάγματος είχε σκοτωθεί στη μάχη.
Έτσι πάει ο κόσμος.
Όταν ο Μπίλι έφτασε εκεί, το σύνταγμα είχε συντριβεί από τους Γερμανούς στην περίφημη Μάχη του Βόλγα. Ο Μπίλι δε συνάντησε ποτέ τον ιερέα που επρόκειτο να βοηθάει, δεν παρέλαβε καν ατσάλινο κράνος κι άρβυλα μάχης. Αυτά συνέβησαν το Δεκέμβρη του 1944, στη διάρκεια της τελευταίας σφοδρής πολεμικής επίθεσης των Γερμανών.
Ο Μπίλι επέζησε αλλά βρέθηκε να περιπλανιέται σε παραζάλη πίσω από τις νέες γερμανικές γραμμές. Τρεις άλλοι περιπλανώμενοι, όχι όμως σε παραζάλη, στρατιώτες, επέτρεψαν στον Μπίλι να πάει μαζί τους. Δυο από εκείνους ήταν ανιχνευτές και ο τρίτος χειριστής αντιαρματικών. Δεν είχανε τροφή ή χάρτες. Για ν’ αποφεύγουνε τους Γερμανούς, είχανε χωθεί βαθιά στην ύπαιθρο και κυκλοφορούσαν αμίλητοι.
Έτρωγαν χιόνι.
Προχωρούσαν εφ’ ενός ζυγού. Μπρος πήγαιναν οι ανιχνευτές, έξυπνοι, ευέλικτοι, αθόρυβοι. Κρατούσανε τουφέκια. Πίσω τους πήγαινε ο χειριστής αντιαρματικών, αδέξιος και βλάκας, κάνοντας πως διώχνει τους Γερμανούς κουνώντας ένα αυτόματο 45άρι Κολτ στο ένα χέρι κι ένα μαχαίρι στο άλλο.
Τελευταίος πήγαινε ο Μπίλι, άοπλος, καρτερώντας μελαγχολικά το θάνατο. Ο Μπίλι ήταν ανεκδιήγητος -ψηλός, ένα κι ενενήντα, με στήθος και πλάτες σαν σπιρτόκουτο. Δεν είχε κράνος, ούτε χιτώνιο, ούτε όπλο, ούτε άρβυλα. Φορούσε φτηνά, χαμηλά παπούτσια που είχε αγοράσει για τη κηδεία του πατέρα του. Ο Μπίλι είχε χάσει ένα τακούνι, πράγμα που τον έκανε να κουτσαίνει ελαφρώς όταν περπατούσε. Το ανεπιθύμητο χορευτικό, πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, έκανε τις κλειδώσεις των γοφών του να πονούν.
Ο Μπίλι φορούσε ένα λεπτό χιτώνιο μάχης, πουκάμισο και παντελόνι από χοντρό μαλλί που τον έτρωγε και μακριά εσώρρουχα που ήταν μουσκεμένα από τον ιδρώτα. Ήταν ο μόνος από τους τέσσερις που είχε γενειάδα. Ήταν μια αραιή, σκληρή γενειάδα και μερικά από τα γένια του ήταν άσπρα, μολονότι ο Μπίλι ήταν μόλις 22 ετών. Επίσης έχανε τα μαλλιά του. Ο άνεμος, το κρύο και η σκληραγωγία είχαν μελανιάσει το πρόσωπό του. Δεν έμοιαζε καθόλου με στρατιώτη. Έμοιαζε με βρώμικο φλαμίνγκο.
Και τη 3η μέρα της περιπλάνησης, κάποιος πυροβόλησε τους 4 στρατιώτες από μακριά -έριξε 4 βολές καθώς διέσχιζαν ένα στενό δρόμο με τούβλα. Η μία βολή ήταν για τους ανιχνευτές. Η δεύτερη για το χειριστή αντιαρματικών, το όνομα του οποίου ήταν Ρόλαντ Γουίρι. Η τρίτη σφαίρα είχε στόχο το βρώμικο φλαμίνγκο, το οποίο σταμάτησε ακριβώς στη μέση του δρόμου όταν η θανατηφόρα μέλισσα πέρασε ξυστά από το αυτί του. Ο Μπίλι στάθηκε εκεί ευγενικά, δίνοντας στο σκοπευτή άλλη μια ευκαιρία. Η στρεβλή αντίληψή του περί πολέμου τού έλεγε ότι ο σκοπευτής πρέπει να έχει μια δεύτερη ευκαιρία. Η επόμενη σφαίρα πέρασε εκατοστά από τα γονατά του, ερχόμενη κατακόρυφα, απ’ ό,τι έδειξε ο ήχος της.
Ο Ρόλαντ Γουίρι κι οι ανιχνευτές ήταν ασφαλείς μέσα σ’ ένα χαντάκι κι ο Γουίρι βρυχήθηκε στον Μπίλι: Φύγε απ’ το δρόμο, παλιο-καργιόλη. Η τελευταία λέξη ήταν ασυνήθιστη στο λεξιλόγιο των λευκών το 1944. Ήταν μια νέα λέξη που σοκάρισε τον Μπίλι, που δεν είχε πηδήξει ποτέ στη ζωή του -κι έκανε τη δουλειά της. Τον έκανε να ξυπνήσει και να φύγει από το δρόμο…

(τέλος αποσπ. -το 1ο κεφάλαιο είναι πρόλογος του Βόνεγκατ)

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *