Aitmatov Chinghiz Torekulovich Γλυκύτατος Λαϊκός Καλλιτέχνης

Βιογραφικό

Ο Τσινγκίζ Τορεκούλοβιτς Αϊτμάτοφ (κιργ: Чыңгыз Айтматов, ρώσ, Чингиз Торекулович Айтматов, Chinghiz Torekulovich Aitmatov), ήτανε Κιργίζιος λαϊκός συγγραφέας που έγραψε κυρίως στα ρωσικά, αλλά και στα κιργιζικά, βραβευμένος με πολλά βραβεία. Ανήκει στη 1η γενιά της διανόησης της Κιργιζίας, που εμφανίστηκε σ’ αυτή την ορεινή χώρα μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917. Ήταν από τους πιο γνωστούς συγγραφείς της χώρας του κι απ’ τις πιο γνωστές προσωπικότητες στη λογοτεχνία του Κιργιστάν. Το όνομα Τζινγκίζ είναι το ίδιο με κείνο του Τζινγκίς Χαν.

Γεννήθηκε από Κιργίζιο πατέρα και Τατάρ μητέρα. Οι γονείς του ήτανε δημόσιοι υπάλληλοι στο Sheker. Το 1937, ο πατέρας του κατηγορήθηκε για «αστικό εθνικισμό» στη Μόσχα, συνελήφθη και εκτελέστηκε το 1938. Έζησε σ’ εποχή που το Κιργιστάν μεταμορφωνόταν απ’ τις πιο μακρυνές χώρες της Ρωσικής Αυτοκρατορίας σε δημοκρατία της ΕΣΣΔ. Ο μελλοντικός συγγραφέας σπούδασε σε σοβιετικό σχολείο στο Sheker. Εργάστηκε επίσης από μικρή ηλικία. Στα 14 ήτανε βοηθός του Γραμματέα στο Σοβιέτ του Χωριού. Αργότερα εργάστηκε ως φοροεισπράκτορας, φορτωτής και βοηθός μηχανικού και συνέχισε με πολλά άλλα είδη εργασίας.

Γεννήθηκε στις 12 Δεκέμβρη 1928 από οικογένεια υπαλλήλων στο Σεκέρ (κιργ. Шекер (Şeker)), κοντά στο Ταλάς της Κιργιζίας. Τα παιδικά του χρόνια συνέπεσαν με τη περίοδο του ενεργού περάσματος του κιργίζικου λαού στο σοσιαλιστικό τρόπο ζωής. Πρόλαβε όμως και το νομαδικό τρόπο ζωής, όπως οι πρόγονοί του.
Το 1946, άρχισε να σπουδάζει στο Τμήμα Κτηνοτροφίας του Κιργιζικού Γεωργικού Ινστιτούτου στο Φρούνζε, αλλά αργότερα μεταπήδησε σε λογοτεχνικές σπουδές στο Ινστιτούτο Λογοτεχνίας Μαξίμ Γκόρκι στη Μόσχα, όπου έζησε από το 1956 έως το 1958. Για τα επόμενα 8 χρόνια εργάστηκε για τη Πράβντα. Εντάχθη στο Σοβιετικό Κομμουνιστικό Κόμμα το 1959, την εποχή της αποσταλινοποίησης κι αργότερα ήταν μέλος του Ανώτατου Σοβιέτ. Ενέκρινε τις πολιτικές γκλάσνοστ του Γκορμπατσόφ. Μέχρι το 1990 εκπλήρωσε σειρά από διοικητικές θέσεις, μαζί και της Ανώτατης Σοβιετικής Επιτροπής Πολιτισμού & Εθνικών Γλωσσών και της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων. Ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής στο 2ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Μόσχας, το 1961, στο 7ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Μόσχας, το 1971 και το 2002 ήτανε πρόεδρος κριτικής επιτροπής στο 24ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Μόσχας. Το 1994 ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής στο 44ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου.

Το 1946 άρχισε να σπουδάζει στο παράρτημα Ζωικής Παραγωγής του Ινστιτούτου Αγορανομίας της Κιργιζίας στο Φρούνζε (σημ. Μπισκέκ), αλλά αργότερα τα παράτησε για να φοιτήσει στο Ινστιτούτο Λογοτεχνίας Γκόρκυ στη Μόσχα, από το 1956 ως το 1958. Τα επόμενα 8 χρόνια εργάστηκε στην εφημερίδα Πράβντα. Οι 2 1ες δημοσιεύσεις του εκδόθηκαν 1952 ρωσικά: Ο εφημεριδοπώλης Ντζιούο κι Ašym. Η 1η του δουλειά στα κιργίζικα ήταν η Λευκή βροχή (Ak Ğaan) το 1954. Το πολύ γνωστό έργο του Τζαμίλια (Ğamijla Παραλλαγές: Τζαμιλά ή Τζαμίλα) εμφανίστηκε το 1958.

Στις 16 Μάη 2008, εισήχθη με νεφρική ανεπάρκεια σε νοσοκομείο της Νυρεμβέργης στη Γερμανία, όπου πέθανε από πνευμονία στις 10 Ιουνίου 2008 σε ηλικία 79 ετών. Τα λείψανα του μεταφέρθηκαν αεροπορικώς στο Κιργιστάν, όπου έγιναν πολλές τελετές πριν ταφεί στο χωριό Koy-Tash, στη περιοχή Alamüdün, στην περιοχή Chüy, στο νεκροταφείο Ata-Beyit, στο νεκροταφείο Ata-Beyit, που ‘χε βοηθήσει να ιδρυθεί και που πιθανότατα είναι θαμμένος ο πατέρας του. Η νεκρολογία του στους New York Times τον χαρακτήρισε ως κομμουνιστή συγγραφέα που τα μυθιστορήματα και τα θεατρικά έργα πριν απ’ τη κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης έδωσαν φωνή στο λαό της απομακρυσμένης σοβιετικής δημοκρατίας της Κιργιζίας και προσθέτει ότι μετά έγινε διπλωμάτης, φίλος και σύμβουλος του σοβιετικού ηγέτη Μιχαήλ Γκορμπατσόφ

Ο Τάφος Του

Ο Τσινγκίζ Αϊτμάτοφ ανήκε στη μεταπολεμική γενιά συγγραφέων. Η παραγωγή του πριν από το γνωστό έργο του Jamila το 1958 δεν ήταν σημαντική. Οι δύο πρώτες δημοσιεύσεις του Aitmatov εμφανίστηκαν το 1952 στα ρωσικά: Газетчик Дзюйо (Το αγόρι της εφημερίδας Dziuio) και Ашым (Ashim). Το 1ο του έργο που δημοσιεύτηκε στα Κιργιζικά ήταν το Ак Жаан (Λευκή βροχή, 1954). 2 άλλα μικρά μυθιστορήματα κείνης της περιόδου είναι το Трудная переправа (Δύσκολο Πέρασμα, 1956) και το Лицом к лицу (Πρόσωπο με πρόσωπο, 1957). Αλλά ήταν η Jamila που ήρθε να αναδείξει το έργο του. Μέσα από τα μάτια ενός έφηβου αγοριού, αφηγείται πώς μια χωριατοπούλα, χωρισμένη από τον στρατιώτη σύζυγό της από τον πόλεμο, ερωτεύεται ανάπηρο πρώην στρατιώτη που μένει στο χωριό τους καθώς όλοι εργάζονται για να φέρουν και να μεταφέρουν τη σοδειά των σιτηρών. Το 1980 είδε το μυθιστόρημά του The Day Lasts More Than a Hundred Years (Μια Μέρα, Ένας Αιώνας). Το επόμενο σημαντικό μυθιστόρημά του, The Place of the Skull, εκδόθηκε το 1987. Πολλά κι άλλα γραπτά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες.

Το Μνημείο Του

Ο Λουί Αραγκόν χαρακτήρησε τη “Τζαμίλια” ως την “ωραιότερη ερωτική ιστορία του κόσμου”, λέγοντας πως είναι καλύτερη από την “Ωραιότερη ερωτική ιστορία του κόσμου” του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ. Στα αντιπροσωπευτικά έργα του Αϊτμάτωφ ανήκουν επίσης οι μικρές νουβέλες, Αντίο, Γκιουλσαρί!, Το Άσπρο Καραβάκι και Το ικρίωμα.
Ο Αϊτμάτωφ τιμήθηκε το 1963 με το Βραβείο Ειρήνης του Λένιν για τo Τζαμίλια και αργότερα με το κρατικό βραβείο για το Αντίο, Γκιουλσαρί!. Η δουλειά του Αϊτμάτωφ λατρεύτηκε από τους θαυμαστές του, ενώ ακόμη και όσοι επέκριναν τον Αϊτμάτωφ αναγνώρισαν την υψηλή ποιότητα στις νουβέλες του.
Εκτός από το λογοτεχνικό του έργο, ο Τσινγκίζ Αϊτμάτοφ ήταν από το 1990 έως το 1993 πρεσβευτής της Σοβιετικής Ένωσης και στη συνέχεια της Ρωσίας στο Λουξεμβούργο και, αργότερα, του Κιργιστάν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ, την UNESCO και τις χώρες της Μπενελούξ. Είναι επίσης πατέρας του πρώην υπουργού εξωτερικών της Κιργιζίας, Askar Aitmatov.

Η τέχνη του Aitmatov δοξάστηκε από τους θαυμαστές. Αλλά ακόμη και οι κριτικοί του ανέφεραν την υψηλή ποιότητα της δουλειάς του. Η γραφή του έχει κάποια στοιχεία που ‘ναι μοναδικά ειδικά στη δημιουργική του διαδικασία. Το έργο του βασίστηκε στη λαογραφία, όχι με την αρχαία έννοια. Αντίθετα, προσπάθησε να αναδημιουργήσει και να συνθέσει προφορικές ιστορίες στο πλαίσιο της σύγχρονης ζωής. Αυτό είναι διαδεδομένο στο έργο του. Σχεδόν σε κάθε ιστορία αναφέρεται σε έναν μύθο, έναν θρύλο ή ένα λαϊκό παραμύθι. Στο The Day Lasts More Than a Hundred Years, ένας ποιητικός θρύλος για έναν νεαρό αιχμάλωτο που μετατράπηκε σε «mankurt» χρησιμεύει ως τραγική αλληγορία και γίνεται σημαντική συμβολική έκφραση φιλοσοφίας του μυθιστορήματος.

Το έργο του αγγίζει τη μεταμόρφωση του Κιργιστάν από Ρωσική Αυτοκρατορία σε δημοκρατία της ΕΣΣΔ και τις ζωές του λαού της στη διάρκεια του μετασχηματισμού. Αυτό είναι διαδεδομένο στο Farewell, Gyulsary!. Αν και το διήγημα αγγίζει την ιδέα της φιλίας και της πίστης μεταξύ ενός άνδρα και του επιβήτορά του, εξυπηρετεί επίσης τραγική αλληγορία της πολιτικής κυβέρνησης και της κυβέρνησης της ΕΣΣΔ. Εξερευνά την απώλεια και τη θλίψη που αντιμετώπισαν πολλοί Κιργίζιοι μέσω του πρωταγωνιστή του διηγήματος.
Μια δεύτερη πτυχή της γραφής του είναι η απόλυτη εγγύτητά του με τα «μικρά αδέρφια» μας, τα ζώα, γιατί οι ζωές τους κι οι ζωές μας είναι στενά κι άρρηκτα συνδεδεμένες. Οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες του Farewell, Gyulsary! είναι ο άντρας κι ο επιβήτοράς του. Μια καμήλα παίζει εξέχοντα ρόλο στο The Day Lasts More Than a Hundred Years. Μια από τις βασικές στροφές του μυθιστορήματος που αποφασίζει τη μοίρα του κύριου χαρακτήρα αφηγείται μέσα από την ιστορία της αποτελμάτωσης και της εξέγερσης της καμήλας. Το The Place of the Skull ξεκινά και τελειώνει με την ιστορία μιας αγέλης λύκων και της μεγάλης μητέρας λύκου Akbara και του μικρού της. Οι ανθρώπινες ζωές μπαίνουν στην αφήγηση αλλά συνυφαίνονται με τις ζωές των λύκων.

Γραμματόσημο Της Κιργιζίας

Το 1963, ο Αϊτμάτοφ τιμήθηκε με το Βραβείο Λένιν για τη συλλογή Повести гор и степей (ο τίτλος μεταφράζεται στα αγγλικά Tales of the Mountains & Steppes) που είχε εκδοθεί νωρίτερα την ίδια χρονιά και περιείχε τα 4 μυθιστορήματα Джамиля (Jamila), Тополйй к мой в красной косынке (Να έχεις και να χάνεις), Верблюжий глаз (Το μάτι της καμήλας) και Первый учитель (Duishen / Ο πρώτος δάσκαλος). Αυτή η συλλογή στα ρωσικά δεν πρέπει να συγχέεται με τη συλλογή του 1969 στα αγγλικά με τίτλο Tales of the Mountains and Steppes, που είναι διαφορετική συλλογή, περιέχει τα 3 μυθιστορήματα Jamila, Duishen και Farewell, Gyulsary! (εκτός απ’ την εισαγωγή του A. Turkov Speak out in Golden Words of Truth). Αργότερα του απονεμήθηκε κρατικό βραβείο για το Farewell, Gyulsary!. Μερικές από τις ιστορίες του παίχτηκαν θεατρικά, όπως το The First Teacher το 1965, η Jamila το 1969 κι αρκετές φορές το To Have and to Lose.

Όπως συμβαίνει με πολλούς μορφωμένους Κιργίζιους, ο Αϊτμάτοφ μιλούσε άπταιστα τα Κιργιζικά και τα Ρωσικά. Όπως εξήγησε σε συνέντευξή του, τα ρωσικά ήταν μητρική γλώσσα γι’ αυτόν και τα κιργιζικά επίσης. Τα περισσότερα από τα πρώτα του έργα τα έγραψε στα Κιργιζικά. Μερικά από αυτά τα μετέφρασε αργότερα ο ίδιος στα ρωσικά, ενώ άλλα μεταφράστηκαν στα ρωσικά από άλλους μεταφραστές. Από το 1966 έγραφε στα ρωσικά. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990, καθώς η φήμη του στο Κιργιστάν ήταν καλά εδραιωμένη, οι Ρώσοι κριτικοί επιτέθηκαν σε αυτόν και στο μυθιστόρημά του Tavro Kassandry (Το σημάδι της Κασσάνδρας) του 1995 -άδικα, σύμφωνα με τον κριτικό λογοτεχνίας Keneshbek Asanaliev, που σχολίασε ότι οι Κιργιστάν επικριτές του Aitmatov απλώς ανατυπώσανε κομμάτι επίθεσης του Ρώσου κριτικού V. Ο τελευταίος ισχυρίστηκε επίσης ότι ο Aitmatov ήταν αντιρρώσος, ισχυρισμός που ο Asanaliev γελοιοποιεί.

Αργότερα, ο Τσινγκίζ Αϊτμάτοφ έκανε μια βαθύτερη βουτιά στο ζήτημα της Κιργιζίας. Και είπε, «Ω λαέ μου, είμαι ο Αγγελιοφόρος του Αλλάχ”, Στο μυθιστόρημά του Mother Field του 1963, συνδύασε αρμονικά τη κατάσταση και τη πραγματικότητα της ζωής. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε η πρώτη έκδοση του βιβλίου «Ο Δάσκαλος». Όλα αυτά ήταν ένας πρόλογος στη μεγάλη πεζογραφία του συγγραφέα. Οι ήρωες του Chingiz Aitmatov ήταν ηθικά δυνατοί, συμπονετικοί και δραστήριοι άνθρωποι. Ο συγγραφέας ήταν επίσης γνωστός ως ο κύριος της ψυχολογικής προσωπογραφίας.
Στα μυθιστορήματα Το Άσπρο Καραβάκι (1970), Η πέστροφα που τρέχει δίπλα στη θάλασσα (1977) και Μια Μέρα Ένας Αιώνας (1980), ο συγγραφέας έθιξε τα οξέα φιλοσοφικά, ηθικά και κοινωνικά προβλήματα της εποχής. Γραμμένο στις αρχές της 10ετίας ’80, το έργο του Το κακό του θανάτου μιλά για τη σχέση ανθρώπου και φύσης, το νόημα της ζωής, τη μεταμόρφωση της θρησκείας προς το καλύτερο, τον εθισμό στα ναρκωτικά κι άλλα θέματα, που είναι οι μάστιγες της σύγχρονης εποχής. Κάλυψε τα ηθικά κι ηθοπλαστικά προβλήματα της εποχής στα έργα του, κατάφερε να ανεβάσει ένα συνηθισμένο γεγονός της ζωής σε παγκόσμιο επίπεδο και να το δει από το ύψος ενός υψηλού ιδανικού. Είδε και κατάλαβε τις φιλοσοφίες των γεγονότων που περιέγραψε. Το έργο του ενδιαφέρει όχι μόνο τη χώρα του αλλά κι ολόκληρο τον κόσμο.

Γραμματόσημο

Βραβεία

Σοβιετική Ένωση
Ήρωας της Σοσιαλιστικής Εργασίας (31 Ιουλίου 1978)
Κρατικό Βραβείο της ΣΣΔ Κιργιζίας (1976)
Βραβείο Λένιν (1963)
Κρατικό Βραβείο ΕΣΣΔ (1968, 1977, 1983)
Δύο Τάγματα του Λένιν (2 Ιουλίου 1971, 31 Ιουλίου 1978)
Τάγμα της Οκτωβριανής Επανάστασης (12 Δεκεμβρίου 1988)
Δύο Τάγματα του Κόκκινου Πανό της Εργασίας (4 Μαΐου 1962 και 28 Οκτωβρίου 1967)
Μετάλλιο «Διακεκριμένης Εργασίας» (1 Νοεμβρίου 1958)

Κιργιστάν
Ήρωας της Δημοκρατίας της Κιργιζίας (4 Φεβρουαρίου 1997)
Αναμνηστικό χρυσό παράσημο “Manas-1000” και αναμνηστικό χρυσό μετάλλιο (15 Αυγούστου 1995)
Τάγμα του Manas (24 Μαΐου 1999)

Άλλες χώρες
Ρωσία – Τάγμα της Φιλίας (8 Δεκεμβρίου 1998)
Ουζμπεκιστάν – Τάγμα Φιλίας (30 Αυγούστου 1995)
Ουζμπεκιστάν – Τάγμα Εξαίρετης Αξίας (11 Δεκεμβρίου 1998)
Καζακστάν – Τάγμα της Πατρίδας (23 Ιανουαρίου 1999)
Αζερμπαϊτζάν – Τάγμα της Φιλίας (25 Φεβρουαρίου 2008)
Πολωνία – Τάγμα του Χαμόγελου

ΕΡΓΑ:

Jamila / Jamilia («Джамиля», 1958)
Να έχεις και να χάνεις («Тополек мой в красной косынке», 1961). στη συλλογή Short Novels, Progress Publishers (1965). (μετάφραση Olga Shartse)
Camel’s Eye / Camel Eye («Верблюжий глаз», 1961)
Duishen / Ο πρώτος δάσκαλος («Первый учитель», 1962)
στη συλλογή Short Novels, Progress Publishers (1965). (“Duishen”, μετάφραση Olga Shartse)
στη συλλογή Mother Earth and Other Stories, Faber (1989). (“Ο Πρώτος Δάσκαλος”, μετάφραση Τζέιμς Ρίορνταν)
Μητέρα Γη («Саманчынын жолу» / «Материнское поле», 1963)
στη συλλογή Short Novels, Progress Publishers (1965). (μετάφραση Fainna Solasko)
στη συλλογή Mother Earth and Other Stories, Faber (1989). (μετάφραση James Riordan)
Αντίο, Gyulsary! / Αντίο, Gulsary! («Прощай, Гульсары», 1966)
στη συλλογή Tales of the Mountains and Steppes, Progress Publishers (1969). (“Αντίο, Gyulsary!”, μετάφραση Fainna Glagoleva)
Hodder & Stoughton Ltd (1970). (“Αντίο, Gulsary!”, μετάφραση John French)
Το Λευκό Καράβι («Белый пароход», 1970)
Hodder & Stoughton (1972). (“Το Λευκό Καράβι”, μετάφραση Τατιάνα & Τζορτζ Φάιφερ)
Εκδοτικός Όμιλος Crown (1972). (“Το Λευκό Πλοίο”, μετάφραση Mirra Ginsburg)
Ο θρήνος ενός αποδημητικού πουλιού («Плач перелётной птицы», 1972). Felixstowe Premier Press (1973) (μετάφραση John French)
Η ανάβαση του όρους Φούτζι («Восхождение на Фудзияму», γραμμένο μαζί με τον Kaltai Mukjamedzhanov, 1973). Farrar, Straus και Giroux (1975). (μετάφραση Nicholas Bethell)
Οι γερανοί πετούν («Ранние журавли», 1975). Raduga Publishers (1983). (μετάφραση Eve Manning)
Φαλακρός σκύλος που τρέχει κατά μήκος της ακτής / Στικτός σκύλος που τρέχει κατά μήκος της ακτής («Деңиз бойлой жорткон ала Дөбөт» / «Пегий пес, бегущий краем моря», 1977)
στη συλλογή Piebald Dog Running Along the Shore and Other Stories, Raduga Publishers (1989). (“Piebald Dog Running Along the Shore”, μετάφραση Alex Miller)
στη συλλογή Mother Earth and Other Stories, Faber (1989). (“Spotted Dog Running Along the Seashore”, μετάφραση James Riordan)
Η μέρα διαρκεί περισσότερα από εκατό χρόνια («И дольше века длится день», 1980). Πανεπιστημιακός Τύπος της Ιντιάνα (1983). (μετάφραση John French)
Ο τόπος του κρανίου («Плаха», 1987). Grove Press (1989). (μετάφραση Natasha Ward)
Η ώρα να μιλήσεις («Час слова», 1988). Βιβλιοθήκη Ρωσικής και Σοβιετικής Λογοτεχνικής Δημοσιογραφίας, Progress Publishers (1988). (μετάφραση Paula Garb)
Το Λευκό Σύννεφο του Τζίνγκις Χαν («Белое облако Чингисхана», 1990). Ανεξάρτητη Δημοσίευση (2023). (μετάφραση Dan Szetela)
The Plaint Of The Hunter Above The Abyss («Плач охотника над пропастью», γραμμένο μαζί με τον Mukhtar Shakhanov, 1993). Atamura Corporation, Αλμάτι, Καζακστάν (1998). (μετφρ Walter May)

Στα Ελληνικά:

Πρόσωπο με πρόσωπο (“Лицом к лицу”, 1957)
Τζαμίλια (“Джамиля”, 1958) ελλ.μτφρ. Άλκη Ζέη
Ο πρώτος δάσκαλος (“Первый учитель”, 1962) ― ελλην. μετάφρ. Μ. Χαλαύτρη,
Ιστορίες του βουνού και της στέπας (“Повести гор и степей”, 1963)
Αντίο, Γκιουλσαρί! (“Прощай, Гульсары”, 1966)
Το λευκό πλοίο (“Белый пароход”, 1970)
Μια μέρα ένας αιώνας (“И дольше века длится день”, 1980)
Το ικρίωμα (“Плаха”, 1988)
Το μάτι της γκαμήλας
Στο κυνήγι της φώκιας
Το χωράφι της μάνας
Πρώιμοι πελαργοί
Η λεύκα με το κόκκινο μαντήλι

======================================

Αντίο Γκιουλσαρί!

(απόσπ.)

1ον. Εγώ

Ένας γέρος επέβαινε σε μια παλιά άμαξα. Το άλογο που την έσερνε, το Gyulsary, ένα γέρικο καστανό άλογο πήγαινε με δυσκολία. Πολύ γέρικο.
Ο δρόμος που κατέληγε στο οροπέδιο ήτανε κουραστικά μακρύς. Το χειμώνα, στροβιλιζόταν ο άνεμος ασταμάτητα ανάμεσα στους ζοφερούς γκρίζους λόφους. Το καλοκαίρι, έκανε καυτή ζέστη.
Για τον Tanabai αυτή η ανάβαση ήτανε πάντα δοκιμασία. Η αργή ανάβαση τον εκνεύρισε. Στα νιάτα του, όταν πήγαινε συχνά στο κέντρο της περιοχής, πάντα κάλπαζε το άλογό του σ’ αυτό το ύψωμα στο δρόμο της επιστροφής, μαστιγώνοντάς το. Αν έκανε ωτοστόπ σε μια άμαξα, ειδικά με βόδια, θα πηδούσε κάτω χωρίς λέξη, θα έπαιρνε το παλτό του και θα ξεκινούσε με τα πόδια. Προχωρούσε με μανία, σαν να ‘τρεχε στην επίθεση και σταματούσε μόνο όταν έφτανε στο οροπέδιο. Μετά, αναπνέοντας με δυσκολία, περίμενε την άμαξα που σέρνονταν κάτω. Η καρδιά του χτυπούσε γρήγορα κι οδυνηρά από το γοργό ρυθμό. Δεν πειράζει, ήτανε καλύτερο από το να σέρνεσαι στην άμαξα.
Όταν ζούσε ο Τσόρο πείραζε συχνά το φίλο του για τους περίεργους τρόπους του, λέγοντας:
«Θες να μάθεις γιατί είσαι άτυχος, Ταναμπάι; Είναι επειδή είσαι τόσο ανυπόμονος. Ειλικρινά. Όλα πρέπει να γίνουνε γρήγορα για να σ’ ευχαριστήσουνε. Πρέπει να ‘χεις τη παγκόσμια επανάσταση αυτή τη στιγμή! Γιατί να μιλάς για την επανάσταση όταν δεν έχεις καν την υπομονή για απλό συνηθισμένο δρόμο όπως η ανάβαση από την Αλεξάντροβκα. Δεν μπορείς να οδηγείς ήσυχα όπως οι άλλοι άνθρωποι, έτσι δεν είναι; Όχι, πρέπει να πηδήξεις και να ανέβεις τρέχοντας στο λόφο σαν να σε κυνηγούσαν λύκοι. Και τι κερδίζεις απ’ αυτό; Τίποτε. Πρέπει ακόμα να περιμένεις στη κορφή για τους άλλους. Και δεν μπορείς να βιαστείς μόνος σου στην παγκόσμια επανάσταση, ξέρεις, θα πρέπει να περιμένεις όλους τους άλλους».
Αλλά αυτό ήτανε καιρό πριν. Πολύ καιρό πριν.
Σήμερα ο Tanabai δεν πρόσεξε καν πότε πέρασαν το Alexandrovka Rise. Η ηλικία κι οι τρόποι της είχαν γίνει συνήθεια. Δεν οδηγούσε ούτε γρήγορα ούτε αργά. Άφησε το άλογο να πάει με τον δικό του ρυθμό. Τώρα ξεκινούσε πάντα μόνος του. Το πλήθος που κάποτε τονε συνόδευε στη 10ετία του ’30 κατά μήκος του θορυβώδους δρόμου είχε φύγει. Κάποιοι είχανε σκοτωθεί στον πόλεμο, κάποιοι είχανε πεθάνει, κάποιοι δε βγαίνανε ποτέ πια απ’ τα σπίτια τους κι απλώς ζούσανε τις μέρες τους. Οι νέοι κυκλοφορούσαν με αυτοκίνητα τώρα. Κανείς δεν θα σερνόταν μαζί του πίσω από την άθλια άμαξα τη γκρινιάρικια.
Οι τροχοί χτυπησαν κατά μήκος του αρχαίου δρόμου. Θα χτυπούσαν για πολλά μίλια ακόμα. Μπροστά του απλωνόταν η στέπα, και πέρα από το κανάλι ήταν μια έκταση κατά μήκος των πρόποδων.
Είχε παρατηρήσει λίγο καιρό πριν ότι το άλογο κουραζόταν, η δύναμή του φαινόταν να εξασθενεί. Αλλά, βυθισμένος στις δικές του άχαρες σκέψεις, δεν ενοχλήθηκε πολύ. Τι θα γινόταν λοιπόν αν ένα άλογο κουραζόταν στο δρόμο; Είχαν συμβεί χειρότερα πράγματα. Θα έφτανε σπίτι μια χαρά.
Πώς θα μπορούσε να ξέρει ότι ο παλιός του βηματοδότης Gyulsary, που ονομάστηκε έτσι για το σπάνιο χρυσό παλτό του, είχε ανέβει στο Alexandrovka Rise για τελευταία φορά στη ζωή του και σημείωνε τα τελευταία του μίλια; Πώς να ήξερε ότι το άλογο ήταν ζαλισμένο, ότι η γη στροβιλιζόταν σε χρωματιστούς κύκλους μπροστά στα θαμπωμένα μάτια του, γέρνοντας από τη μια πλευρά στην άλλη, αγγίζοντας τον ουρανό πότε με τη μια άκρη, πότε με την άλλη, ότι το έδαφος μπροστά από το Gyulsary έπεφτε στο σκοτάδι από καιρό σε καιρό και μια κοκκινωπή ομίχλη ή ομίχλη στροβιλιζόταν εκεί που θα έπρεπε να ήταν ο δρόμος μπροστά και τα βουνά;
Η παλιά, τεντωμένη καρδιά του αλόγου πονούσε δυνατά, το κολάρο δυσκόλευε την αναπνοή. Το παντελόνι είχε γλιστρήσει και είχε κόψει τα οπίσθιά του, κάτι αιχμηρό τον τρυπούσε συνέχεια κάτω από το γιακά στο αριστερόt πλευρά. Ίσως ήταν ένα αγκάθι ή η άκρη ενός καρφιού που είχε τρυπήσει την τσόχα του γιακά. Η μικρή πληγή στον παλιό κάλο του ώμου έκαιγε και παλλόταν αφόρητα. Και τα πόδια του σέρνονταν βαριά, σαν να περπατούσε σε ένα υγρό, οργωμένο χωράφι.
Αλλά το γέρικο άλογο τεντώθηκε προς τα εμπρός και ο γερο-Ταναμπάι τον ενθάρρυνε πότε πότε με μια λέξη ή ένα χαστούκι στα χαλινάρια, ενώ ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του. Είχε πολλά να σκεφτεί.
Οι τροχοί χτυπούσανε κατά μήκος του αρχαίου δρόμου. Ο Γκιουλσαρί συνέχισε το συνηθισμένο του βάδισμα, αυτό το ιδιαίτερο βηματισμό που ‘χε απ’ τη στιγμή που πάλεψε 1η φορά να σταθεί στα πόδια και ταλαντεύτηκε στο λιβάδι πίσω απ’ τη μητέρα του, μεγάλη δασύτριχη φοράδα.
Ο Gyulsary ήτανε φυσικός πεδητής, με το περίφημο βηματισμό του που ‘χε φέρει πολλές καλές μέρες και πολλές κακές επίσης. Υπήρξε εποχή που κανείς δε θα ονειρευόταν να το δέσει σ’ άμαξα, θα ‘ταν ιερόσυλο. Αλλά, όπως λέει κι η παροιμία, αν έρθει πρόβλημα σε άλογο, θα πει χαλινάρι κι αν το πρόβλημα χτυπήσει άνθρωπο, θα διασχίσει το ποτάμι με τις μπότες του.
Όλ’ αυτά ήτανε πολύ καιρό πριν, τώρα ήταν μόνον ανάμνηση. Τώρα ο Gyulsary πάλευε γενναία για να φτάσει στη τελευταία γραμμή τερματισμού του. Ποτέ πριν δεν είχε πλησιάσει τη γραμμή τερματισμού τόσο αργά, ποτέ πριν δεν είχε ορμήσει πάνω του τόσο γρήγορα. Η λευκή γραμμή ήτανε πάντα μόνον ένα βήμα μακρυά.
Οι τροχοί ακουγόντουσαν κατά μήκος του αρχαίου δρόμου.
Η αίσθηση ότι το έδαφος έτρεμε κάτω από τις οπλές του ξύπνησε μια αόριστη ανάμνηση στη θαμπή συνείδησή του για τις μακρυνές καλοκαιρινές μέρες, απαλό υγρό λιβάδι στα βουνά, έναν εκπληκτικό, απίστευτο κόσμο που ο ήλιος γκρίνιαζε και πηδούσε πάνω από τα βουνά κι αυτός, τόσο νέος κι ανόητος, θα τονε κυνηγούσε πέρ’ απ’ το λιβάδι, πέρ’ απ’ το ρέμα και μες από τους θάμνους μέχρι τον επιβήτορα του κοπαδιού. Τα αυτιά του έπεφταν πίσω θυμωμένα, τον προσπερνούσαν και τον γύριζαν. Εκείνες τις μακρυνές μέρες τα κοπάδια έμοιαζαν να κινούνται ανάποδα, σαν αντανακλάσεις σε λίμνη κι η μητέρα του, η μεγάλη δασύτριχη φοράδα, μετατρεπόταν σε ζεστό γαλακτώδες σύννεφο. Του άρεσε η στιγμή που ξαφνικά έγινε τρυφερό σύννεφο που ρουθουνίζει. Οι θηλές της ήταν σφιχτές και γλυκές, το γάλα άφριζε στα χείλη του κι έπνιγε την αφθονία και τη γλυκύτητά του. Του άρεσε να στέκεται έτσι, χαϊδεύοντας την κοιλιά της μητέρας του. Πόσο μεθυστικό ήταν αυτό το γάλα! Όλος ο κόσμος -ο ήλιος, η γη, η μητέρα του- περιέχονταν σε μια μόνο μπουκιά γάλα. Κι ακόμη κι όταν χόρταινε, μπορούσε να πιει άλλη μια γουλιά κι άλλη κι άλλη.
Αλίμονο, όλα αυτά τελείωσαν πολύ νωρίς. Σύντομα όλα άλλαξαν. Ο ήλιος έπαψε να κλαψουρίζει και να χοροπηδά πάνω από τα βουνά, ανέτειλε τακτικά από την ανατολή και προχωρούσε προς τα δυτικά, τα κοπάδια έπαψαν να κινούνται ανάποδα, οι οπλές τους έπεφταν πάνω στο πατημένο λιβάδι, κάνοντάς το σκοτεινό, ή χτυπούσαν στις πέτρες στα ρηχά, ραγίζοντάς τις. Η μεγάλη δασύτριχη φοράδα αποδείχτηκε αυστηρή μητέρα, τον δάγκωσε οδυνηρά στο ακρώμιο όταν την ενοχλούσε πολύ. Δεν υπήρχε αρκετό γάλα πια. Έπρεπε να φάει γρασίδι. Ήταν η αρχή ενός τρόπου ζωής που έμελλε να διαρκέσει πολλά χρόνια και τώρα πλησίαζε στο τέλος του.
Σε όλη τη μακρά ζωή του ο Γκιουλσαρί δεν είχε ξαναδεί κείνο το χαμένο καλοκαίρι. Είχε κουβαλήσει μια σέλλα, οι οπλές του είχανε διασχίσει πολλούς δρόμους κάτω από πολλούς καβαλάρηδες και δεν υπήρχε τέλος σ’ αυτούς τους δρόμους. Μόνο τώρα, όταν ο ήλιος πήδηξε ξανά πάνω από τα βουνά και το έδαφος σηκώθηκε κάτω από τα πόδια του, όταν όλα έλαμπαν μπροστά στα θαμπά μάτια του, το καλοκαίρι που είχε χαθεί για τόσο καιρό επανεμφανίστηκε. Τα βουνά, το υγρό λιβάδι, τα κοπάδια, η μεγάλη δασύτριχη φοράδα, όλα έμοιαζαν τώρα σε μια παράξενη ομίχλη. Τεντώθηκε προς τα εμπρός, προσπαθώντας μανιωδώς να ξεφύγει από το κολάρο και τους άξονες και να ξαναμπεί σε αυτόν τον παλιό κόσμο που είχε ανοίξει ξαφνικά μπροστά του. Αλλά ο παραπλανητικός αντικατοπτρισμός πάντα απομακρυνόταν, και αυτό ήταν βασανιστήριο. Η μητέρα του γκρίνιαξε απαλά, φωνάζοντάς τον όπως έκανε πριν από πολύ καιρό, τα κοπάδια κάλπαζαν όπως πριν, τα πλευρά και οι ουρές τους τον έβοσκαν, αλλά δεν είχε τη δύναμη να ξεπεράσει το αστραφτερό, χαζό σκοτάδι. Στριφογύριζε γύρω του πιο μανιασμένα, χτυπώντας τον με τσιμπημένες ουρές, πετώντας χιόνι στα μάτια και τα ρουθούνια του. Ίδρωνε, αλλά έτρεμε από το κρύο, και αυτός ο ανέφικτος κόσμος βυθίστηκε σιωπηλά, εξαφανιζόμενος στη στροβιλιζόμενη χιονοθύελλα. Τα βουνά, το λιβάδι, το ρυάκι είχαν εξαφανιστεί, τα κοπάδια είχαν καλπάσει μακριά, μόνο η αόριστη σκιά της μητέρας του, της μεγάλης δασύτριχης φοράδας, προχωρούσε ακόμα μπροστά του. Δεν ήθελε να τον αφήσει. Του φώναξε. Χλιμίντρισε δυνατά, ήταν ένας λυγμός, αλλά δεν άκουσε τη δική του φωνή. Τότε όλα εξαφανίστηκαν, η χιονοθύελλα, επίσης, εξαφανίστηκε. Οι τροχοί έπαψαν να χτυπούν. Η μικρή πληγή κάτω από το γιακά του έπαψε να τσούζει.
Ο Γκιουλσάρι σταμάτησε. Ταλαντεύτηκε. Τα μάτια του τον πονούσαν. Υπήρχε ένα περίεργο χτύπημα στα αυτιά του.
Ο Tanabai έριξε τα ηνία, κατέβηκε αδέξια, τέντωσε τα μουδιασμένα πόδια του και πήγε προς το άλογο σκυθρωπός.
«Ω, διάολε», έβρισε απαλά, κοιτάζοντας τον Γκιούλσαρι.
Το άλογο στεκόταν εκεί, με το μεγάλο κεφάλι και τον μακρύ τραχύ λαιμό του να προεξέχουν από το γιακά. Τα πλευρά του σηκώθηκαν, σηκώνοντας τα αδύνατα πλευρά του κάτω από τη σπονδυλική του στήλη. Το παλτό του, κάποτε χρυσό, ήταν τώρα σκούρο από τον ιδρώτα και τη βρωμιά. Γκρίζες σταγόνες ιδρώτα άφηναν γραμμές σαπουνιού από τα οστέινα πόδια του μέχρι την κοιλιά του, τα πόδια του, τις οπλές του.
«Δεν σε οδηγούσα τόσο δυνατά», μουρμούρισε ο Tanabai καθώς ασχολούνταν με το άλογο. Χαλάρωσε την περίμετρο, το κολάρο και έβγαλε το κομμάτι. Ήταν καλυμμένο με ζεστό, κολλώδες σάλιο. Σκούπισε τη μύτη και το λαιμό του Gyulsary με το μανίκι του παλτού του. Μετά γύρισε βιαστικά στο κάρο, για να ξύσει το τελευταίο σανό. Μαζεύοντας μια αγκαλιά, την έριξε μπροστά στο άλογο. Αλλά ο Gyulsary δεν το άγγιξε, έτρεμε βίαια.
«Ορίστε, φάτο! Τι συμβαίνει?” είπε ο Tanabai, προσφέροντάς του μια χούφτα.
Τα χείλη του αλόγου συσπάστηκαν αλλά δεν μπορούσαν να πιάσουν το σανό. Ο Ταναμπάι τον κοίταξε στα μάτια και συνοφρυώθηκε. Δεν μπορούσε να δει τίποτα στα βυθισμένα μάτια, μισόκλειστα από τις γυμνές πτυχές των βλεφάρων του. Το φως είχε σβήσει από μέσα τους, ήταν άδεια σαν τα παράθυρα ενός έρημου σπιτιού.
Ο Tanabai κοίταξε γύρω του αβοήθητος. Στο βάθος ήταν τα βουνά, ολόγυρα ήταν η γυμνή στέπα, και ούτε μια ψυχή δεν φαινόταν στο δρόμο. Αυτή την εποχή του χρόνου οι ταξιδιώτες ήταν λίγοι.
Το γέρικο άλογο και ο γέρος ήταν μόνοι στον έρημο δρόμο.
Ήταν τέλη Φεβρουαρίου. Το χιόνι είχε φύγει από τις πεδιάδες, μόνο οι κρυφές φωλιές του χειμώνα στις χαράδρες και ανάμεσα στις καλαμιές κρατούσαν ακόμα τα αγκάθια των λύκων από τις όψιμες παρασύρσεις. Ο άνεμος έφερε μια αμυδρή μυρωδιά παλιού χιονιού, το έδαφος ήταν ακόμα παγωμένο, γκρίζο και νεκρό. Η πετρώδης στέπα ήταν ζοφερή και καταθλιπτική στο τέλος του χειμώνα. Η ίδια η όψη του έκανε τον Tanabai να ανατριχιάσει.
Η ατημέλητη γκρίζα γενειάδα του προεξείχε καθώς τα μάτια του κοίταζαν προς τη δύση κάτω από το φθαρμένο μανίκι του παλτού του από δέρμα προβάτου. Ο ήλιος κρεμόταν στην αγκαλιά στα σύννεφα πάνω από την άκρη της γης. Ένα χλωμό, ομιχλώδες ηλιοβασίλεμα απλωνόταν στον ορίζοντα. Δεν υπήρχαν ενδείξεις άσχημου καιρού μπροστά, αλλά υπήρχε μια κρύα και απόκοσμη αίσθηση στον αέρα.
«Αν το ήξερα, δεν θα είχα ξεκινήσει ποτέ», σκέφτηκε μίζερα η Ταναμπάι. «Τώρα δεν υπάρχει καμία κατεύθυνση, είμαι κολλημένος εδώ στη μέση του πουθενά. Και θα κάνω το άλογο για το τίποτα».
Πράγματι, έπρεπε να περιμένει μέχρι το πρωί. Αν συνέβαινε κάτι στο δρόμο κατά τη διάρκεια της ημέρας, υπήρχε ελπίδα να τον προσπεράσει κάποιος ταξιδιώτης. Αλλά είχε ξεκινήσει το απόγευμα. Ήταν σοφό αυτό να γίνει αυτή την εποχή του χρόνου;
Ο Tanabai ανέβηκε σε ένα μικρό ύψωμα για να δει αν υπήρχε αυτοκίνητο ή φορτηγό στον ορίζοντα. Αλλά ο δρόμος ήταν έρημος και προς τις δύο κατευθύνσεις. Γύρισε πίσω στην άμαξα.
«Δεν έπρεπε ποτέ να ξεκινήσω», επανέλαβε, κατηγορώντας τον εαυτό του για άλλη μια φορά για τη διαρκή βιασύνη του. Ήταν ενοχλημένος και θυμωμένος με τον εαυτό του και με όλα όσα είχαν επισπεύσει την αναχώρησή του από το σπίτι του γιου του. Σίγουρα θα έπρεπε να είχε μείνει τη νύχτα και να ξεκουράσει το άλογο. Αλλά όχι!
Ο Tanabai έκοψε τον αέρα με το χέρι του θυμωμένος. «Όχι, δεν θα έμενα για τίποτα. Ακόμα κι αν έπρεπε να περπατήσω! Είναι αυτός ο τρόπος να μιλήσει στον πατέρα του συζύγου της; Καλώς ή κακώς, είμαι ακόμα ο πατέρας του. Τι νόημα είχε να μπω στο Κόμμα αν δεν γινόμουν ποτέ περισσότερο από βοσκός ή βοσκός και με έδιωχναν ούτως ή άλλως στα γεράματά μου! Η σκύλα! Και ο γιος μου δεν είναι καλύτερος. Δεν άνοιγε ποτέ το στόμα του, φοβόταν να σηκώσει τα μάτια του. Αν του έλεγε να αποκηρύξει τον πατέρα του, θα το έκανε. Είναι ένα πανί που είναι, αλλά θέλει να προχωρήσει και να γίνει μεγάλος άντρας. Α, τι νόημα έχει να μιλάμε γι’ αυτό! Είναι μια θλιβερή ράτσα ανδρών στις μέρες μας, αυτό είναι σίγουρο».
Ο Tanabai ένιωσε ζέστη, ξεκούμπωσε τον γιακά του πουκαμίσου του και άρχισε να περπατά γύρω από την άμαξα, αναπνέοντας βαριά, χωρίς να προσέχει το άλογο, τον δρόμο και τη νύχτα που πλησίαζε. Αλλά δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Πίσω στο σπίτι του γιου του είχε συγκρατηθεί, νιώθοντας ότι ήταν κάτω από την αξιοπρέπειά του να τσακωθεί με τη νύφη του. Ωστόσο, τώρα ξαφνικά έβραζε, τώρα θα μπορούσε να της είχε πει όλα όσα σκεφτόταν τόσο πικρά στο δρόμο. «Δεν ήσουν εσύ που με δέχτηκες στο Κόμμα και δεν ήσουν εσύ που με έδιωξες. Τι ξέρεις, γυναίκα, για το πώς ήταν τα πράγματα τότε; Είναι εύκολο να μιλάς τώρα. Τώρα όλοι έχετε μάθει, σας σέβονται και σας τιμούν. Αλλά θεωρηθήκαμε υπεύθυνοι για όλες τις πράξεις μας, και για εκείνες των πατέρων μας, των μητέρων μας, των φίλων και των εχθρών μας, ακόμη και του σκύλου του γείτονά μας, ήμασταν υπεύθυνοι για όλα κάτω από τον ήλιο. Και για την αποβολή μου, δεν είναι για να το συζητήσετε! Αυτή είναι η δουλειά μου. Μη μιλάς ποτέ γι’ αυτό!»
«Μη μιλάς ποτέ γι’ αυτό!» επανέλαβε δυνατά, βηματίζοντας πέρα δώθε. «Μη μιλάς γι’ αυτό!» επανέλαβε ξανά και ξανά. Και το χειρότερο, το πιο ταπεινωτικό ήταν ότι εκτός από το «μη μιλάς γι’ αυτό», δεν φαινόταν να έχει κάτι άλλο να πει.
Συνέχισε να περπατάει γύρω από την άμαξα μέχρι που θυμήθηκε ότι κάτι έπρεπε να γίνει, δεν μπορούσε να μείνει εκεί όλη τη νύχτα.
Ο Gyulsary στεκόταν ακόμα ακίνητος στο λουρί, άτονος, καμπουριασμένος, με τις οπλές κοντά η μία στην άλλη. Φαινόταν μουδιασμένος, νεκρός.
«Τι είναι, αγόρι μου;» Ο Tanabai πήγε κοντά του και άκουσε το απαλό, παρατεταμένο μουγκρητό του αλόγου. «Κοιμόσουν; Νιώθεις άσχημα, παλιόφιλε;» Πέρασε γρήγορα το χέρι του πάνω από τα κρύα αυτιά του αλόγου,έχωσε τα δάχτυλά του στη χαίτη. Και εκεί, το τρίχωμα του ζώου ήταν κρύο και υγρό. Αλλά αυτό που ανησύχησε περισσότερο τον Tanabai ήταν ότι δεν ένιωθε το συνηθισμένο βάρος της χαίτης του αλόγου. «Είναι πολύ γέρος», σκέφτηκε λυπημένα, «η χαίτη του έχει αραιώσει, είναι ελαφριά σαν φτερό. Όλοι γερνάμε, υπάρχει ένα τέλος που μας περιμένει όλους». Στεκόταν εκεί αναποφάσιστος, χωρίς να ξέρει τι να κάνει.
Αν εγκατέλειπε το άλογο και την άμαξα και πήγαινε σπίτι, θα έφτανε στο εξοχικό του μέχρι τα μεσάνυχτα. Ζούσε εκεί με τη σύζυγό του κοντά στο σπίτι του επιθεωρητή νερού που ήταν ένα μίλι πιο πάνω. Το καλοκαίρι ο Tanabai φρόντιζε το άχυρο, το χειμώνα παρακολουθούσε τα ricks και φρόντιζε να μην αρχίσουν οι βοσκοί να χρησιμοποιούν το σανό πριν από την κατάλληλη στιγμή.
Το προηγούμενο φθινόπωρο ήταν στο γραφείο της εταιρείας και ο νέος αρχηγός της ομάδας, ένας νεαρός γεωπόνος από την πόλη. είχε πει, «Έχουμε ένα νέο άλογο για σένα. Ακσακάλ. Είναι λίγο μεγάλος, αλλά θα κάνει για τη δουλειά σου».
«Ποιο;» Ο Tanabai είχε ρωτήσει καχύποπτα. «Άλλη μια σακούλα με κόκαλα;»
«Θα δεις. Είναι κάπως καστανόξανθος. Πρέπει να τον αναγνωρίσεις, λένε ότι τον καβαλούσες.»,
Ο Ταναμπάι είχε πάει στον στάβλο. Το θέαμα του βηματοδότη στην αυλή ράγισε την καρδιά του. «Έτσι συναντιόμαστε ξανά». Οι λέξεις σχηματίστηκαν στο μυαλό του καθώς κοίταξε τη γριά γκρίνια. Δεν είχε την καρδιά να αρνηθεί και είχε πάρει τον Gyulsary στο σπίτι.
Η γυναίκα του μετά βίας αναγνώρισε τον βηματοδότη.
«Δεν μπορεί να είναι το ίδιο Gyulsary!» αναφώνησε.
«Σίγουρα είναι το ίδιο», μουρμούρισε ο Tanabai αποφεύγοντας τα μάτια της γυναίκας του.
Ήταν καλύτερα για αυτούς να μην εμβαθύνουν σε αναμνήσεις που συνδέονταν με τον Gyulsary. Ο Tanabai ήταν νέος εκείνη την εποχή και έφταιγε εξ ολοκλήρου. Για να αποφύγει μια ανεπιθύμητη τροπή στην κουβέντα, της μίλησε σκληρά, λέγοντας:
«Για ποιο λόγο στέκεσαι εκεί; Ζεστάνετε λίγο δείπνο. Πεινάω».
«Απλώς σκεφτόμουν. Αυτό σου κάνει η ηλικία. Αν δεν μου είχες πει ότι ήταν ο Gyulsary, δεν θα τον είχα αναγνωρίσει ποτέ».
«Τι είναι τόσο περίεργο σε αυτό; Πιστεύετε ότι φαινόμαστε καλύτεροι; Ο χρόνος δεν λυπάται κανέναν.
«Αυτό εννοούσα». Κούνησε το κεφάλι της σκεφτική και πρόσθεσε με ένα καλοπροαίρετο γέλιο: «Θα βγεις ξανά έξω με τον βηματοδότη σου τη νύχτα; Έχετε την άδειά μου».
«Δεν υπάρχουν πολλές πιθανότητες». Κούνησε την κουβέντα αμήχανα και της γύρισε την πλάτη. Θα έπρεπε να είχε απαντήσει στο αστείο με τον ίδιο τρόπο, αλλά ντρεπόταν τόσο πολύ που ανέβηκε στο άχυρο για να πάρει λίγο σανό και κάθισε εκεί. Νόμιζε ότι το είχε ξεχάσει, αλλά δεν το είχε ξεχάσει.
Καπνός ξεχύθηκε από την καμινάδα, η γυναίκα του ζέσταινε το κρύο δείπνο του για δείπνο. Ωστόσο, ασχολήθηκε με το σανό. Τελικά φώναξε από την πόρτα:
«Κατέβα πριν κρυώσει ξανά το φαγητό!»
Δεν είπε περισσότερα για το παρελθόν. Δεν ωφελούσε.
Όλο εκείνο το φθινόπωρο και το χειμώνα η Tanabai θήλαζε τον βηματοδότη, ταΐζοντάς τον ζεστό πουρέ και ψιλοκομμένα παντζάρια. Τα δόντια του Gyulsary είχαν φθαρεί σε κούτσουρα. Νόμιζε ότι είχε ξαναστήσει το άλογο στα πόδια του και μετά έπρεπε να συμβεί αυτό. Τι έπρεπε να κάνει τώρα;
Δεν είχε την καρδιά να εγκαταλείψει τον Gyulsary στο δρόμο. «Τι θα κάνουμε, αγόρι μου, απλά να σταθούμε εδώ έτσι;» είπε ο Tanabai και έσπρωξε απαλά το άλογο. Ο Gyulsary ταλαντεύτηκε και μετατόπισε το βάρος του. «Το ξέρω. Περίμενε!»
Ψάρεψε ένα άδειο σακί στο οποίο είχε φέρει τη νύφη του πατάτες από τον πάτοf το βαγόνι με τη λαβή του μαστίγιου του και έβγαλε ένα μικρό μπόγο. Η γυναίκα του του είχε ψήσει μερικά ψωμάκια για το δρόμο, αλλά τα είχε ξεχάσει, δεν είχε σκεφτεί το φαγητό. Ο Tanabai έσπασε μισό κουλούρι, το θρυμμάτισε στη φούστα του παλτού του και πρόσφερε τα ψίχουλα στο άλογο. Ο Gyulsary ανέπνευσε τη μυρωδιά του ψωμιού με θόρυβο, αλλά δεν μπορούσε να φάει. Τότε ο Tanabai άρχισε να τον ταΐζει. Έσπρωξε μερικά κομμάτια στο στόμα του αλόγου και ο Gyulsary άρχισε να μασάει.
«Συνέχισε, φάε το, ίσως τελικά φτάσουμε σπίτι». Το ηθικό του Tanabai ανέβηκε. «Εύκολο το κάνει. Θα είναι εντάξει μόλις φτάσουμε σπίτι. Θα σας φροντίσουμε, η γριά μου και εγώ», υποσχέθηκε. Το σάλιο έσταζε από τα χείλη του αλόγου στα τρεμάμενα χέρια του, χάρηκε που ένιωθε ότι ήταν πιο ζεστό.
Μετά έπιασε το χαλινάρι.
«Έλα, πάμε! Δεν έχει νόημα να στέκεσαι εδώ. Έλα!» είπε αποφασιστικά.
Ο βηματοδότης απομακρύνθηκε, το βαγόνι έτριξε, οι τροχοί χτύπησαν αργά κατά μήκος του δρόμου. Ξεκίνησαν αργά το δρόμο τους, ένας γέρος και ένα γέρικο άλογο.
«Δεν του έχει μείνει δύναμη», σκέφτηκε ο Tanabai καθώς περπατούσε στην άκρη του δρόμου. «Πόσο χρονών είσαι, Γκιούλσαρι; Είκοσι, τουλάχιστον. Όχι, πρέπει να είσαι κάτι περισσότερο από αυτό»…
(τέλος 1ου και τέλος απόσπ.)

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *