Εισαγωγή

Το σημερινό κορίτσι, είναι μια τραγική ιστορία, παράλληλα όμως εμπεριέχει κι ένα αριστούργημα, που σε κάνει να σκέφτεσαι. Ωστόσο ναι, αυτό είναι και το κύριο θέμα μιας νέας γυναίκας που δεν πέτυχε κάτι σε τούτο τον κόσμο, πολύ θεαματικό, ούτε πάλεψε για κάτι, αλλά αυθορμήτως ενεργώντας έγραψε 3 βιβλία -τόσα πρόφτασε- μιας και χάθηκε νωρίς, αλλά μέσα σ’ αυτά τα βιβλία έκλεισε όλο τον πόνο, τη πίκρα, το μίσος αλλά και χίλια άλλα πράγματα που θα τα δούμε παρέα.
Αν λοιπόν η ποίηση γράφεται από τους ελάσσονες ποιητές, κάτι ανάλογο ισχύει και για τη λογοτεχνία: ελάσσονες, ξεχασμένοι συγγραφείς άλλοτε φωτίζουνε τον ουρανό της σαν τροχιοδεικτικά κι άλλοτε σκάνε σαν έκρηξη στο σκοτάδι. Τέτοια περίπτωση είναι και κείνη της Αλμπερτίν, που, αν χαρακτηρίστηκε στα χρόνια της σα θηλυκός Ζαν Ζενέ, λόγω του άστατου και παράνομου βίου της, σήμερα φαντάζει πιότερο σαν Εντίθ Πιαφ της μεταπολεμικής γαλλικής λογοτεχνίας: σπουργιτάκι κι εκείνη κι όμως γεμάτη πάθος για τη ζωή και τη λογοτεχνία. Τα βιβλία της είναι χρονικά ελευθερίας, ως αιτήματα κι όχι σαν πρόγραμμα, σε ζωή μες στη παράβαση, που θα διαρκέσει μόνο 30 χρόνια. Με την απόδραση από τις γυναικείες φυλακές αρχίζει κι ήδη η ηρωίδα με το ένα χέρι προσπαθεί να αγγίξει τον ουρανό και με το άλλο πασπατεύει τα συντρίμμια. Την ακολουθεί έκτοτε ένας σπασμένος αστράγαλος σα λογοτεχνική μεταφορά μιας σισσύφειας προσπάθειας σε πείσμα των εγκλωβισμών και των καταναγκασμών που επιβάλλει η κοινωνία, συχνά με τη αρωγή των φυλακών-σχολείων, αναμορφωτηρίων για τους νέους με παράνομες συμπεριφορές, κοστολογώντας εκείνη την εποχή τη κλοπή σε φυλάκιση: σε τέτοιες καταδίκες οφείλονται καμμιά φορά κι αριστουργήματα. Στο πρόσωπο του σωτήρα της, επίσης παράνομου μικροκλέφτη που θα τη περιθάλψει με την οικογένειά του, θα βρει φύλακα-άγγελό της: θα γνωρίσει το άσπρο ρούμι, τον καινούργιο έρωτα, τη τρυφερότητα του αδελφού και τη συντροφικότητα του ομοιοπαθούς, ακόμα και τη φυσιολογική μικροαστική ζωή, έστω πρόσκαιρα.

Σκεφτείτε πως ένα κοριτσάκι νεογέννητο αγνώστου πατρός, αφήνεται σε ορφανοτροφείο λίγο μετά τη γέννησή του κι εκεί μαθαίνει να ζει πολύ δύσκολα με ζωή ανάποδη από σένα και μένα, χωρίς γονική στοργή και δεσμοφύλακες ζόρικους, τραχείς και κακοδιάθετους. Πώς θα μπορούσε να πάει καλά, πώς θα μπορούσε ποτέ να πάει καλά; Τέλος πάντων “εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω” που λέει κι η Γαλάτεια… Αλλά ας το πιάσουμε από την αρχή.
————————————————-Βιογραφικό
Η Albertine Sarrazin, γεννημένη στις 17 Σεπτέμβρη 1937 στο Αλγέρι και πέθανε στις 10 Ιουλίου 1967 στο Μονπελιέ, είναι πλέον μια Γαλλίδα συγγραφέας των γραμμάτων. Η 1η γυναίκα που αφηγήθηκε τη ζωή της ως παραβάτις και την εμπειρία της σε γυναικεία φυλακή, πέθανε στα 29 της στη διάρκεια μιας κακώς προετοιμασμένης επέμβασης. Θαυματουργή καβαλλάρισσα μέσα από τη γραφή, είναι πιότερο γνωστή για το ότι έγραψε το L’Astragale και το La Cavale, μυθιστορήματα που εκδόθηκαν από τον Jean-Jacques Pauvert και διασκευάστηκαν και για το σινεμά.
Η έφηβη Ισπανίδα μητέρα της την εγκατέλειψε και την άφησε στο Γραφείο Πρόνοιας, όπου οι αξιωματούχοι την ονόμασαν Albertine Damien προς τιμή της αγίας της ημέρας που βρέθηκε. Στα 2 της υιοθετήθηκε από Γάλλο στρατιωτικό γιατρό και τη σύζυγό του που τη μετονόμασαν σε Anne-Marie. Μετά τη μετακόμιση της οικογένειας στην Aix-en-Provence το 1947, βιάστηκε από έναν άνδρα συγγενή. Οι συνεχείς καυγάδες με τη θετή της οικογένεια οδήγησαν σ’ έντονη απέχθεια για την εξουσία που έμεινε μαζί της για το υπόλοιπο της ζωής της.

Στα 2 της, υπέφερε από κρίση ελονοσίας, την αρχή μακράς σειράς επιθέσεων. Φοίτησε σε θρησκευτικά ιδρύματα. Το 1947 αποφοίτησε από τη θρησκευτική εκπαίδευση κι έλαβε το στοιχειώδες πιστοποιητικό υπογεγραμμένο από τον Αρχιεπίσκοπο του Αλγερίου.
Στα 10, έπεσε θύμα αιμομικτικού βιασμού που διέπραξε ο θείος της. Ο πατέρας έπαψε να είναι μέλος του εφεδρικού σώματος στις 15 Απρίλη 1941, η οικογένεια έφυγε από το Αλγέρι το 1947 και μετακόμισε στην ηπειρωτική Γαλλία, στην Aix-en-Provence, σ’ επιπλωμένο διαμέρισμα στην οδό Rue de la Paix 28. Έλαβε την αυστηρή εκπαίδευση του αστικού περιβάλλοντος. Εγγεγραμμένη στο Collège Sainte-Catherine-de-Sienne στην Aix-en-Provence, έχει κερδίσει πολλά βραβεία αριστείας όλ’ αυτά τα χρόνια.
Το 1949 άρχισε να γράφει σε σπειροειδή τετράδια τις περιπέτειες τριών απείθαρχων οδηγών. Το 1952, ήταν οικότροφος στο γυμνάσιο κι οι δάσκαλοί της παραπονέθηκαν για έλλειψη πειθαρχίας. Ο πατέρας την ανάγκασε να δει ψυχίατρο που τη θεωρούσε φυσιολογική αλλά της συνέστησε να χωριστεί από την οικογένειά της. Στη συνέχεια, ο δικαστής χορηγεί πατρική συμμόρφωση, που εξουσιοδοτεί τον πατέρα να βάλει το παιδί του σε αναμορφωτήριο. Ως εκ τούτου, η Αλμπερτίν στάλθηκε βίαια στη φυλακή Μπον Παστέρ στη Μασσαλία, τόπο κακομεταχείρισης. Όταν μπήκε, μετονομάστηκε, όπως όλοι οι οικότροφοι που έφταναν σε αυτό το ίδρυμα. της δίνεται τ’ όνομα Annick. Η παραμονή της πρέπει να διαρκέσει 6 χρόνια, μέχρι να ενηλικιωθεί στα 21. Παράλληλα, ο πατέρας της προσπάθησε ν’ ανακαλέσει την υιοθεσία της και ζήτησε κοινωνική έρευνα για το σκοπό αυτό.

Το 1953, η Albertine Damien πήρε το 1ο μέρος του απολυτηρίου, με άριστα κι έφυγε στο Παρίσι. Στα 16 συναντιέται με μια φίλη, την Εμιλιέν σύντροφο από τον Καλό Ποιμένα, που είχαν ερωτική σχέση, εκπορνεύεται, κλέβει από αυτοκίνητα και μαγαζιά. Τέλη Ιουλίου του 1953, επέστρεψε στη Μασσαλία για να δει τον πατέρα της και στη συνέχεια επέστρεψε στο Παρίσι αφού του έκλεψε το υπηρεσιακό του πιστόλι. Έτσι εξοπλισμένη, επιχείρησε ομηρία όπου η φίλη της τραυμάτισε πωλήτρια με σφαίρα στον δεξή ώμο. Τα δύο κορίτσια που τράπηκαν σε φυγή συνελήφθησαν στις 20 Αυγούστου 1953, στη λεωφόρο Saint-Michel. Στις 24, παρουσιάστηκαν στο δικαστή Bertin και χωρίστηκαν. Ήταν εκείνη την εποχή που η Albertine άρχισε να γράφει το Les Carnets verts. Λίγες μέρες μετά, παραπέμφθηκε στην εισαγγελία και στάλθηκε στη φυλακή Fresnes. Το 1954 άρχισε να γράφει ποιήματα κι 1 έτος μετά, πήρε το 2ο μέρος του απολυτηρίου δι’ αλληλογραφίας, πάλι με άριστα.
Νοέμβρη του 1955, οι δύο φίλες εμφανίστηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου Ανηλίκων του Σηκουάνα. Η δίκη διεξάγεται κεκλεισμένων των θυρών. Η Αλμπερτίν χλεύασε τους δικαστές και τους ενόρκους του Κακουργιοδικείου: «Δεν έχω τύψεις. Όταν έχω μερικές, θα σας ενημερώσω» (και πολύ καλά τους είπε), λέει. Θεωρούμενη ως ο εγκέφαλος της ληστείας, καταδικάστηκε σε 7 χρόνια φυλάκιση, ενώ η συνεργός της μόνο 5». Αρχικά φυλακίστηκε στο Fresnes και στη συνέχεια, το 1956, μεταφέρθηκε στη φυλακή-σχολείο στην Ακρόπολη του Doullens στο Somme, όπου ενσωματώθηκε στο τμήμα Béarn με τον αριθμό 504. Οι γονείς της, που μόλις είχε ζητήσει δικηγόρο, ανακάλεσαν, ως απάντηση, τη πλήρη υιοθεσία τους, εξαιρετικά σπάνια διαδικασία στη Γαλλία.

Οκτώβρη του 1956, εγγράφηκε στις κλασσικές γενικές λογοτεχνικές σπουδές για τη σύνοδο του Ιουνίου 1957. Την ίδια χρονιά, τη βάλανε σε μπουντρούμι 10 μέρες επειδή φίλησε άλλη κρατούμενη στο στόμα. Στις 19 Απρίλη 1957 δραπέτευσε πηδώντας απ’ τον τοίχο ύψους 10 μέτρων κι έσπασε τον αστράγαλό της. Σέρνοντάς τον, φτάνει ως την εθνική οδό. Στην άκρη του δρόμου τη βρίσκει ο Julien Sarrazin, μικροκακοποιός που στη διάρκεια της Κατοχής είχε καταδικαστεί σε 15 έτη καταναγκαστικά έργα για κλοπή, τη σηκώνει. Τη κρύβει στο σπίτι της μητέρας του, τη κερνά φαγί και ποτό και την ερωτεύεται. Στη συνέχεια την έκρυψε σε γκαρσονιέρα στο Créteil, στη μικρή Βενετία και στη συνέχεια σε άλλη. Η Αλμπερτίν δέθηκε μαζί του. Στη συνέχεια νοσηλεύτηκε στο Créteil και χειρουργήθηκε για τον αστράγαλο.
Τον Μάρτη του 1958, ο Ζυλιέν συνελήφθη και φυλακίστηκε στη Βουλώνη. Η Αλμπερτίν βρίσκεται μόνη στο Παρίσι κι εκπορνεύεται για να επιβιώσει. Στη συνέχεια γνώρισε μηχανικό, τον Maurice Bouvier, γνωστό ως θείο, που ‘γινε νταβατζής της και της πλήρωνε μικρή αποζημίωση για τις υπηρεσίες. Λίγους μήνες μετά, ο Julien αφέθηκε ελεύθερος και πήγαν να ζήσουνε στο Καλαί.
Στις 8 Σεπτέμβρη 1958, ο Julien συνελήφθη στο Abbeville για κλοπή κι η Albertine για χρήση πλαστών εγγράφων. Ο Julien, αθωώθηκε, αφέθηκε ελεύθερος στις 17 Σεπτέμβρη, αλλά η Albertine έπρεπε να ολοκληρώσει τη ποινή του Doullens. Μεταφέρθηκε στη φυλακή της Αμιέν, κλείστηκε στο γυναικείο τμήμα με τον αριθμό 2091. Στη συνέχεια φρόντισε για τη συντήρηση και το ράψιμο κι ονόμασε τη ραπτομηχανή της Cornélie. Σπούδασε φιλοσοφία κι αγγλικά, έγραψε ποιήματα και ξεκίνησε τους The Times, εφημερίδα των φυλακών.
Στις 7 Φλεβάρη 1959, ο Ζυλιέν κι η Αλμπερτίν (21 ετών πλέον) παντρεύτηκαν στο δημαρχείο του 10ου διαμερίσματος του Παρισιού με μάρτυρες 2 χωροφύλακες. Η Αλμπερτίν άρχισε να γράφει το La Cavale. Μεταφέρθηκε στο Soissons, για να μπορεί ο Julien να τη βλέπει πιο συχνά. Όμως συνελήφθη για διάρρηξη και καταδικάστηκε σε 15 μήνες φυλάκιση. Αφέθηκε ελεύθερος στις 23 Σεπτέμβρη 1960.

Τον Οκτώβρη του 1960, η Albertine έλαβε 7μηνη χάρη. Το 1961, είχε αυτοκινητιστικό ατύχημα με τον Julien και τη μητέρα του. Η τελευταία πεθαίνει. Ο Ζυλιέν φυλακίζεται ξανά, αυτή τη φορά στη φυλακή Ποντουάζ, για κλοπή κοσμημάτων κι η Αλμπερτίν επειδή τα φορούσε. Απελευθερώθηκε στις 6 Ιουνίου 1963. Γενάρη του 1964, μετακόμισε στην Αλές για να είναι πιο κοντά στη Νιμ, όπου ήταν φυλακισμένος ο Ζυλιέν κι έγινε ελεύθερη επαγγελματίας στο Le Méridional.
Στις 7 Απρίλη 1964, πιάστηκε να κλέβει μπουκάλι ουίσκι από το Prisunic. Καταδικάστηκε σε 4 μήνες φυλάκιση στην Αλές κι έγραψε το Les Soleils noirs, που θα γινότανε το L’Astragale: «ένα μικρό ερωτικό μυθιστόρημα για τον Ζυλιέν». Τον Μάη του 1964, ο Julien αφέθηκε ελεύθερος και στις 9 Αυγούστου ήταν η σειρά της Αλμπερτίν. Εγκαταστάθηκαν στις Cévennes στο La Tanière (χωριουδάκι Camias, κοινότητα του Saint-André-de-Majencoules) σε παλιό σπίτι που αγόρασε ο Maurice, πρώην πελάτης της Albertine, που μόλις είχε συνταξιοδοτηθεί εκεί κι είχε πλατωνική αγάπη για τη νεαρή γυναίκα.
Ο René Bastide, ο δημοσιογράφος από το Le Méridional για τον οποίο είχε κάνει μερικές ανεξάρτητες δουλειές μεταξύ δύο φυλακίσεων, την έστειλε στον εκδοτικό οίκο Jean-Jacques Pauvert, του οποίου γνώριζε τον λογοτεχνικό διευθυντή, Jean-Pierre Castelnau, που στις 27 Απρίλη 1964, συμφώνησε να εκδώσει το L’Astragale και το La Cavale. Στη συνέχεια, η Αλμπερτίν έφυγε για το Μονπελιέ για να κάνει τις τελευταίες απαραίτητες διορθώσεις.
Το 1966, τα βιβλία της γνώρισαν μεγάλη επιτυχία, τόσο κριτικά όσο και λαϊκά κι έλαβε το Prix des Quatre Juries το 1966. Ολοκλήρωσε το La Traversière, που δημοσιεύτηκε στις 25 Νοέμβρη 1966.

Ο Αστράγαλος μεταφράστηκε στα ισπανικά (El Astrágalo) και στα αγγλικά το 1966.
Στις αρχές του 1967 η Albertine υποβλήθηκε σε αρκετές επεμβάσεις στον αστράγαλο, κάτι που δεν την εμπόδισε να εργαστεί στη διασκευή του L’Astragale για το σινεμά, που επρόκειτο να σκηνοθετήσει ο Guy Casaril. Η Albertine κι ο Julien μετακόμισαν στο Les Matelles στις αρχές του 1967.
Ο Ζυλιέν, ο μικροκακοποιός, που της έδωσε τ’ όνομά του, έχει γίνει, χάρη στη σκληρή δουλειά κι αυτός γεωλογικός ερευνητής. «Όταν παντρεύτηκα κατάλαβα επιτέλους ότι είχα όνομα», είπε η εγκαταλελειμμένη γυναίκα που τόσο συχνά άλλαζε ένα ή ήταν αριθμός εγγραφής. Ζούσαν, ευτυχώς επιτέλους, 12 χιλιόμετρα από το Μονπελιέ, σε παλιό αγρόκτημα που είχαν εξοπλίσει και που η Αλμπερτίν είχε ονομάσει Ορατόριο, γιατί στο τέλος μιας λεωφόρου με μουριές υπήρχε άγαλμα της Παναγίας.
Αλλά η Albertine, εξασθενημένη από την αιμομιξία, το αλκοόλ, τον καπνό, τις πρόσφατες επεμβάσεις και τη χαοτική ζωή της, πέθανε σε ηλικία 29 ετών, στις 10 Ιουλίου 1967, στην κλινική Saint-Roch στο Μονπελιέ, μετά από κακώς προετοιμασμένη επέμβαση στα νεφρά. Ο αναισθησιολόγος, που δεν έχει τα προσόντα, δεν την έχει δει ποτέ πριν από την επέμβαση και δεν γνωρίζει τον τύπο αίματος ή το βάρος της (το ελάχιστο για να χειρουργηθεί). Επιπλέον, δεν επιβλέπεται στην αίθουσα ανάνηψης κι υπάρχει έλλειψη εφεδρικού αίματος. Ο Τύπος ανέφερε: «Η Albertine Sarrazin τελειώνει το περίεργο πεπρωμένο της». Θάφτηκε, πρώτα στο νεκροταφείο Matelles και στη συνέχεια, κατόπιν αιτήματος του συζύγου της, στην ιδιοκτησία τους στο Mas de L’Oratoire.
Ο Julien Sarrazin, ο σύζυγός της, κατήγγειλε τη χειρουργική ομάδα στον εισαγγελέα, αλλά η εισαγγελία έκλεισε την υπόθεση χωρίς περαιτέρω ενέργειες. Στη συνέχεια αποφάσισε να υποβάλλει καταγγελία και κέρδισε την υπόθεση: ο χειρουργός, Δρ Schilliro κι ο αναισθησιολόγος της κλινικής Saint-Roch, Dr. Pietrera, καταδικαστήκανε σε φυλάκιση 2 μηνών με αναστολή και πρόστιμο 90.000 φράγκων (περίπου 110.000 ευρώ το 2019, με πληθωρισμό) για ανθρωποκτονία από αμέλεια και να πληρώσει στον σύζυγό της 40.000 φράγκα ως αποζημίωση. Αυτή η περίπτωση, που προστέθηκε σε άλλες παρόμοιες, ενθάρρυνε έντονα τις υγειονομικές αρχές να τροποποιήσουν τους κανονισμούς σχετικά με την αναισθησία και τις προεγχειρητικές και μετεγχειρητικές διαδικασίες.
Ο Julien Sarrazin πέθανε στις 13 Ιουλίου 1991 μετά την έκδοση του πρώτου του βιβλίου το 1975, Contrescarpe, ασυμβίβαστη αυτοβιογραφία αφιερωμένη στις τρεις αγάπες μου, τη μητέρα μου, τον αδερφό μου και την Αλμπερτίν, στη συνέχεια 2ο το 1981, Chausse-trappes, που δεν εκδόθηκε μέχρι την άνοιξη του 2015 από την Edilivre. Αναπαύεται δίπλα στην Αλμπερτίν, στο Ορατόριο.

“Ο ουρανός είχε απομακρυνθεί τουλάχιστον δέκα μέτρα“
Έτσι ξεκινά το μυθιστόρημα Άστράγαλος της Αλμπερτίν Σαρραζέν, έτσι ξεκινά η απόδραση της Άνν από τη φυλακή. Βέβαια η Άνν είναι η Αλμπερτίν κι η Αλμπερτίν είναι η Ανν και τα όρια της βιογραφίας και της μυθοπλασίας χάνονται στην αχλή ενός μύθου: η Αλμπερτίν Σαρραζέν είναι ο θηλυκός Ζαν Ζενέ. Δεν ενδιαφέρει να διερευνηθεί αυτός ο μύθος καθόλου, για την ακρίβεια είναι σχεδόν απεχθές όπως όλες οι αντίστοιχες συγκρίσεις.
Η Αλμπερτίν Σαρραζέν ήτανε γυναίκα που ήξερε να γράφει, που η βιογραφία-μυθιστόρημα της ζωής της, «Ο Αστράγαλος», ενέπνευσε γενιές. Αν μπορεί να το κάνει ακόμα, δεν ξέρω, φαντάζομαι πως όχι, είναι πια λίγο παρωχημένη η εικόνα του καταραμένου καλλιτέχνη που πέθανε στα 30. Παρ’ όλ’ αυτά το βιβλίο παραμένει εξαιρετικά καλογραμμένο και γι’ αυτό συνιστάται ανεπιφύλακτα.
Η Ανν αποδρά απ’ τη φυλακή, έχοντας εκτίσει μόλις τα 2 από τα 7 χρόνια της ποινής για τη ληστεία που διέπραξε με τη φίλη κι ερωμένη της Ρολάντ. Έχοντας ζήσει περιθωριακή ζωή, παρατημένη από τη μητέρα της, κατέληξε στα ναρκωτικά, πορνεία και μικροαπάτες από νωρίς. Ξεφεύγει πηδώντας από τον τοίχο της φυλακής, κάνει τον αστράγαλό της ένα κομμάτι κρέας και κόκκαλα. Εκεί τη βρίσκει ο Ζυλιέν, τη βάζει στην άκρη του δρόμου και της υπόσχεται πως θα ‘ρθει να τη πάρει. Έτσι ξεκινά ιδιότυπη ελευθερία, με την Ανν αποκλεισμένη σε διάφορα «φιλικά» σπίτια του Ζυλιέν, χωρίς να μπορεί να περπατήσει, να τον περιμένει και να τον ερωτεύεται ολοένα και περισσότερο. Και να φοβάται, πως θα την ακρωτηριάσουνε και δε θα περπατήσει ποτέ ξανά.
Ο Αστράγαλος υμνεί μια ολόκληρη εποχή, της 10ετίας ’60, είναι ιστορία για την αναζήτηση της ελευθερίας και της ταυτότητας, για τον έρωτα, το πάθος, το σεξ, την αυτοδιάθεση, τα τραύματα- ψυχικά και σωματικά. Είναι ταυτόχρονα και γυναικείο μυθιστόρημα, εξερευνά τα όρια των δυνατοτήτων της γυναίκας, τον τρόπο να είναι διαφορετική αλλά κι αυτόνομη.

Ήταν Απρίλης του 1957 όταν ένα κορίτσι με γκρίζο φόρεμα και γυμνά πόδια απέδρασε από τη φυλακή αλλά πηδώντας από το ψηλό τοίχο χτύπησε άσχημα το αριστερό της πόδι κι είδε στο ύψος του αστραγάλου περίεργο εξόγκωμα που φούσκωνε και παλλότανε κάτω απ’ τα δάχτυλά της. Πέταξε, λοιπόν από τη φυλακή (όπου κείνες τις μέρες βάφανε τη κορνίζα του παραθύρου πορτοκαλιά για να φαντάζονται τον ήλιο) αλλά τώρα σερνότανε στις πέτρες, γδερνόταν στους θάμνους, τα πόδια της ήταν οι αγκώνες και τα γόνατα. Ήθελε να κοιμηθεί αλλά γνώριζε ότι αν την μάζευαν κοιμισμένη θα πλήρωνε την ανάπαυση με ταπεινώσεις και νέους πόνους. Η Ρολάντ, αγαπημένη της εκτός φυλακής κι έτερο ήμισυ στις μικρές της κλοπές, είχε ελευθερωθεί νωρίτερα, όμως το βράδυ που θα τη συναντούσε ήταν ακόμα μακρυά.
Βγήκε κουτσαίνοντας στο βρεγμένο δρόμο και τόλμησε απεγνωσμένα νεύματα στα διερχόμενα αυτοκίνητα. Επιτέλους, ο θόρυβος μηχανής, η δέσμη φακού κι αγκαλιά που τη σήκωσε μεταξύ ουρανού και γης. Την άφησε σε χορταριασμένο παράδρομο και της είπε να περιμένει. Ο αστράγαλος σε κάθε χτύπο της καρδιάς της έλιωνε σε πυρωμένα ρυάκια, σα να είχε μια καινούργια καρδιά στο πόδι, άρρυθμη ακόμα, που απαντούσε ακατάστατα στην άλλη. Επέστρεψα και μοιραστήκαμε ένα πακέτο τσιγάρα κι ένα μπουκάλι και δεν την ένοιαζε παρά να τα αδειάσει· μετά δεν είχε σημασία, της αρκούσε που ήμασταν δυο ονόματα που θα αφήναμε τα μαύρα δέντρα και το πρωί ας μάθαινε τα υπόλοιπα. Την ανέβασα στη μοτοσικλέτα μου ενώ σχεδόν αναίσθητη από τον πόνο άφηνε δάκρυα ανακούφισης. Οι λήψεις του λαβωμένου της ποδιού: πρώτα λασπωμένο και γρατζουνισμένο, να σέρνεται προς την σωτηρία· λίγο αργότερα, να αιωρείται στην πρωινή πάχνη, αφημένο στα χέρια μου. Όπως θα έγραφε στο βιβλίο της, «η λάσπη έχει ξεραθεί γύρω από τα μαύρα νύχια κα ανεβαίνει σχηματίζοντας μεγάλα βραχιόλια μέχρι το γόνατό μου, αυλακωμένη με σχισμές απ’ όπου αναβλύζουν αργά πέρλες αίματος». Ήθελε μόνο να κόψει αυτό το πόδι και να κοιμηθεί μέχρι να ξαναφυτρώσει και να ξυπνήσει γελώντας. Το άφησα να κρέμεται πλάι στη μηχανή και τρέχαμε στο γκρίζο ξημέρωμα, το πρόσωπό της χαμογελούσε αχνά μπροστά στο άγνωστο…

Ο Αστράγαλος -το κάταγμα στον αστράγαλο- είναι το χρονικό μιας απόδρασης από τις γυναικείες φυλακές κι η ιστορία μιας επιβίωσης. Η ζωή της Ανν είναι αυτοβιογραφία της συγγραφέα Αλμπερτίν Σαρραζέν, που από μικρή ηλικία βίωσε τη σκληρότητα και την ωμότητα της ζωής. Εγκατάλειψη από τους γονείς της, κακοποίηση, πορνεία, αλκοόλ, κλοπές, αναμορφωτήριο, φυλακή. Απόπειρα όμως αναζήτησης των κοινών στοιχείων κι αντιπαραβολής της ζωής της συγγραφέα με αυτή της ηρωίδας, θα ‘χε ως αποτέλεσμα την αφαίρεση της δυναμικής της ιστορίας. Το θέμα δεν είναι εδώ ο αυτοβιογραφισμός αλλ’ αυτή η σωματική και ψυχική οδύνη για τον δρόμο προς την ελευθερία που προβάλλει η αφήγηση της Ανν. Εκεί αξίζει να σταθούμε και να αναλογιστούμε πόσο σημαντικό είναι να σπάμε τα δεσμά και να προχωρούμε παρά τα όποια εμπόδια.
Η Αλμπερτίν Σαραζέν θεωρήθηκε ο θηλυκός Ζαν Ζενέ, απέσπασε εξαίσιες κριτικές από το Nouvel Observateur μέχρι τις χριστιανικές εφημερίδες και το 1968 έγινε ηρωίδα κινηματογραφικής ταινίας με πρωταγωνι-στές τη Μαρλέν Ζομπέρ και τον Χορστ Μπούχολτς. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί σε 16 γλώσσες.

ΕΡΓΑ:
La Cavale, éditions Pauvert, 1965.
L’Astragale, éditions Pauvert, 1965.
La Traversière, εκδόσεις Pauvert, 1966.
Μυθιστορήματα, Επιστολές και Ποιήματα, Εκδόσεις Pauvert, 1969.
Poèmes, éditions Pauvert, 1969.
Lettres à Julien, éditions Pauvert, 1971.
Le Times, εφημερίδα φυλακών 1959, εκδόσεις Sarrazin, 1972· επανεκδ., Editions du Chemin de fer, 2013.
La Crèche, Bibiche, l’Affaire Saint-Jus, le Laveur (διηγήματα), εκδόσεις Sarrazin, 1973.
Lettres de la vie littéraire, éditions Pauvert, 1974.
Le Passe-Peine, Fayard, 1976.
Biftons de prison, 1976.
Bibiche, που είδε η Annabelle Guetatra, Editions du Chemin de fer, 2012.
Affaire Saint-Jus et autres nouvelles de prison (Le Laveur, Affaire Saint-Jus, La Crèche), éditions du Chemin de fer, 2019.
Όλα αυτά τα βιβλία έχουν τυπωθεί σε περισσότερα από 3 εκατομμύρια αντίτυπα.

Ταινίες:
1968 : L’Astragale του Guy Casaril
1971 : La Cavale του Michel Mitrani
2015 : L’Astragale της Brigitte Sy
Ντοκυμανταίρ:
Albertine Sarrazin, το μυθιστόρημα μιας ζωής της Sandrine Dumarais
===================================================

Ο Αστράγαλος
(απόσπ. 2 πρώτα κεφ. μτφρ.: Πάτροκλος)
1.
Ο ουρανός είχε σηκωθεί τουλάχιστον δέκα μέτρα.
Κάθισα εκεί, ακίνητη. Το σοκ πρέπει να ράγισε το πεζοδρόμιο, το δεξί μου χέρι έσκασε στα ερείπια. Καθώς ανέπνεα, η σιωπή σταμάτησε την έκρηξη των αστεριών, που οι σπίθες ακόμα τρίζανε στο κεφάλι μου. Οι άσπρες γραμμές στο πεζοδρόμιο φαίνονταν αμυδρά στο σκοτάδι: το χέρι μου έφυγε από το έδαφος, ψηλαφώντας το αριστερό μου χέρι, μέχρι τον ώμο μου, πίσω κάτω από τα πλευρά μου μέχρι τους γοφούς μου: τίποτα, ήμουν άθικτη, μπορούσα να συνεχίσω.
Σηκώθηκα. Πέφτοντας μπρούμυτα, διπλωμένη σαν σταυρός, θυμήθηκα πως είχα ξεχάσει να ελέγξω και τα πόδια μου. Διαπερνώντας τη νύχτα, σοφές κι οικείες φωνές μου τραγουδούσανε:
«Πρόσεχε, Άννα, θα καταλήξεις με σπασμένο πόδι!»
Σηκώθηκα ξανά κι άρχισα να εξερευνώ ξανά τον εαυτό μου. Αυτή τη φορά, κοντά στον αστράγαλό μου, έπεσα πάνω σε ένα παράξενο πρήξιμο που φούσκωνε και πάλλονταν κάτω από τα δάχτυλά μου… Όταν πηγαίνω στο νοσοκομείο, γιατρέ και προσπαθώ να προσποιηθώ μια ασθένεια και να περιγράψω φανταστικούς πόνους σε μέρη που νομίζω ότι είναι απρόσιτα· όταν πρέπει να σας φέρω τσάι στο κρεβάτι, μικρές αδερφές, περπατάω προσεκτικά στις μύτες των ποδιών, ζηλεύοντας τους στομαχόπονους σας… Αυτό τελείωσε: τώρα θα πρέπει να φροντίσετε εμένα, εσάς ή κάποιον άλλον, έσπασα το πόδι μου.
Σήκωσα τα μάτια μου στη κορφή του τοίχου που εκείνος ο κόσμος ήταν ακόμα, κοιμισμένος: Πέταξα μακρυά, αγαπημένες μου! Πέταξα και καλοπέταξα και γύρισα γύρω-γύρω για ένα δευτερόλεπτο που ήταν μακρύ και καλό, ένας αιώνας. Και να ‘μαι εδώ, καθισμένη κάτω, ασφαλής από εκεί ψηλά, ασφαλής από σας.
Και πάλι σήμερα το απόγευμα ήμουνα γεμάτη ατροπίνη κι είχα κάνει ένεση βενζίνης στους μηρούς μου. Η Ρολάντε ήταν έξω, δεν είχα καμμία πρόθεση να περιμένω να γυρίσει να με πάρει: το έφτιαξα για να με στείλουνε στο νοσοκομείο, όπου η ζωή θα ήταν πιο ήπια κι οι μέρες θα γίνονταν σκόνη πιο γρήγορα.
«Αλλά φαίνεσαι πράσινη!» μου λέει η διευθύντρια το βράδυ.
«Πρέπει να ακούμπησα στον τοίχο», λέω, νιώθοντας τα μάγουλά μου ν’ ασπρίζουνε και στριφογυρίζω σαν να προσπαθώ να δω το πίσω μέρος της μπλούζας μου. Μόλις βάφαμε ξανά τη τραπεζαρία, έναν τοίχο κίτρινο, έναν τοίχο μπλε, δύο τοίχους πράσινους, και τα περβάζια των παραθύρων πορτοκαλί για να μοιάζουν με τον ήλιο.
«Όχι, εσύ είσαι πράσινη, ΕΣΥ! Το πρόσωπό σου! Νιώθεις καλά;»
Αλλά δεν περίμενα να απολαύσω το πρώτο μου φλυτζάνι τσάι. Η απαλή πλαγιά στην άλλη πλευρά του τοίχου, πέρα από τη πύλη, δεν θα κατέβαινα από εκεί. Προτίμησα να πηδήξω. Και κατέβηκα κανονικά, όχι πολύ μακρυά από τον αυτοκινητόδρομο, θα πρέπει να φτάσω μέχρι εκεί. Δεν πρόκειται να με σηκώσουν δύο μέτρα έξω από τον τοίχο, έτσι δεν είναι;
Το μέρος κι η νύχτα που θα ξαναδώ τη Ρολάντε είναι ακόμα μακρυά: πρώτα πρέπει να σύρω αυτό το κομμάτι που με εμποδίζει να βγω στον δρόμο… Δύο, τρεις φορές προσπαθώ να πατήσω το πόδι μου: σα κεραυνός με χτυπάει, διαπερνά το πόδι μου.
Εφόσον τα πόδια μου είναι άχρηστα, περπατάω στα γόνατα και τους αγκώνες. Σέρνομαι είκοσι μέτρα, χτυπάω σε κάτι θάμνους, ξαναβγαίνω στο πεζοδρόμιο, προσπαθώντας να προσανατολιστώ.
Πρέπει να έχει περάσει άλλος ένας αιώνας, δεν μπορώ ν’ αναγνωρίσω τίποτα.
Ο αστράγαλός μου είναι μπλοκαρισμένος, το πόδι και το πόδι σε ορθή γωνία. Το κουβαλάω σα βάρος, πάνω-κάτω, σαν τραμπάλα ανάμεσα στο τσιμέντο και τους αγκαθωτούς θάμνους. Η νύχτα είναι θεοσκότεινη. Από εκεί ψηλά, όλους αυτούς τους τελευταίους μήνες, συνήθιζα να κοιτάζω κάτω κείνους τους θάμνους τόσο κοντά στον αυτοκινητόδρομο κι ήμουνα σίγουρη ότι μπορούσα να βρω τον δρόμο μου με κλειστά μάτια: τα σχέδιά μου δεν είχανε φτάσει ακόμα τόσο μακρυά, αλλά παρ’ όλ’ αυτά ένας συνεχής πειρασμός να πηδήξω και να το σκάσω θα ακολουθούσε αυτόματα αυτό το μονοπάτι. Και, χαμογελώντας στα τρεμάμενα κορίτσια που μαζεύονταν γύρω από την επιστάτρια, σφίγγοντας το χέρι της Ρολάντε όταν το έβαζε στη τσέπη μου, πετούσα κάτω στο πεζοδρόμιο και σηκωνόμουνα, χι χι, πονηρή και καθαρή. … Και θα επιστρέφαμε στα φώτα, σέρνοντας τα πόδια μας. Θ’ άφηνα το χέρι της φίλης μου στη τσέπη μου και θα ‘ψαχνα στη δική της για να βρω μέσα από το ύφασμα το ένα-δύο της άρθρωσης, Ρολάντε, νιώθω το κόκκαλό σου να περπατάει… Και θα ξεσπούσαμε σε γέλια μέσα στα παλτά μας και τα λαμπερά φώτα του διαδρόμου θα έπνιγαν τα όνειρά μας μέχρι την επόμενη μέρα.

Σέρνομαι. Οι αγκώνες μου είναι καλυμμένοι με χώμα, στάζει λάσπη, αγκάθια με γρατζουνάνε τυχαία από τους θάμνους, πονάω αλλά πρέπει να συνεχίσω, τουλάχιστον μέχρι εκείνο το φως, εκεί πέρα, ένα σπίτι που πρέπει να είναι στον αυτοκινητόδρομο… ανάμεσα σε μένα και το φως, υπάρχει ένας σιδερένιος φράχτης στον οποίο πέφτω: Νιώθω καλά, εδώ, ξαπλωμένη ανάσκελα, με τα μάτια κλειστά, τα χέρια μου κουτσαίνουν.
… Θα με σηκώσουν όσο κοιμάμαι, και τι; Θα πληρώσω γι’ αυτή την ανάπαυση με τιμωρίες, περισσότερα βάσανα, κατευθυνόμουν προς το έδαφος, εκεί μένω. Ίσως ο τοίχος με ακολουθήσει και με θάψει από κάτω του.
Είμαι όρθια, στις πατούσες των επιγονατίδων μου, σέρνομαι κατά μήκος του φράχτη. Ένα γόνατο, ένας αγκώνας, ένα γόνατο, ένας αγκώνας… είναι εντάξει, το συνηθίζω. Ονειρεύομαι ότι ξεκινάω από την αρχή, ότι παίρνω τον χρόνο μου: αντί να ορμώ σαν μανιακή, να πιάνομαι από τις πέτρες και να τις αφήνω όταν το πόδι μου αγγίζει το κενό, ψάχνω για ένα μαλακό μέρος για να προσγειωθώ, ένα μέρος όπου το γρασίδι γίνεται πυκνό κι ελαστικό… Περνάω από το σπίτι, που το φως του εξακολουθεί να λάμπει. Προχωράω κατά μήκος του τοίχου, στο χορταριασμένο μονοπάτι, αγκώνα, γόνατο, αγκώνα… να ο δρόμος, λαμπερός, χωρισμένος από τη κίτρινη γραμμή. Υπάρχει μια μεταλλική πινακίδα στο πεζοδρόμιο που διαφημίζει μια μάρκα βενζίνης: Κρατιέμαι απ’ αυτή, το πάνελ χτυπάει, θα αρχίσω να κάνω ωτοστόπ από εδώ… Όχι, το Παρίσι είναι προς την άλλη κατεύθυνση, ας περάσουμε απέναντι. Το πρώτο σκαλοπάτι είναι ένα φλεγόμενο πόκερ, το δεύτερο ζελέ, εκτοξεύομαι μπρος στη κίτρινη γραμμή, το πρώτο αυτοκίνητο θα με περάσει… Να το, είναι ένα φορτηγό: πηγαίνει προς το μέρος μου και θα μεταφέρει κομμάτια μου στο Παρίσι κολλημένα στους τροχούς του. Το κοιτάζω επίμονα, μέσα στα τεράστια κίτρινα μάτια του. Με κατακλύζει.
Λίγα μέτρα μακρυά από το φορτηγό, κάνει μια στροφή, ανεβαίνει στο ανάχωμα και σταματά. Ακούω τα αερόφρενα να τρίζουν, μετά η πόρτα κλείνει με δύναμη και τα βήματα πλησιάζουν. Μένω πεσμένη, με τα μάτια κλειστά.
«Δεσποινίς!…»
Δάχτυλα με αγγίζουν, ερευνητικά, διστακτικά, ανήσυχα. Λέω:
«Αν δεν σας πειράζει, βγάλτε με απ’ το δρόμο… Κρατήστε με, νομίζω ότι έχω σπασμένο πόδι.»
Ο οδηγός του φορτηγού με βοηθά να φτάσω στο σκαλί του φορτηγού. Κάθομαι εκεί, με τον αστράγαλό μου τραβηγμένο πίσω στις σκιές. Δεν θέλω να κοιτάξω. Μια λάμπα του δρόμου, πολύ κοντά, φωτίζει το δεξί μου πόδι: είναι καλυμμένο με χώμα, η λάσπη στεγνώνει γύρω από τα μαύρα νύχια και ανεβαίνει σε χοντρές σπείρες μέχρι το γόνατό μου, που ‘ναι γεμάτο κοψίματα όπου σχηματίζονται αργά σταγόνες αίματος. Αγκαλιάζομαι με το παλτό μου, τις γροθιές μου στις τσέπες μου: δεν έχω άλλη βελονιά πόνου και κρυώνω, κρυώνω μέχρι τη καρδιά μου.
«Μπορείτε να με αφήσετε να κάνω ένα τσιγάρο;»
Ο τύπος βγάζει τα Gauloises του και μου ανάβει. Μέσα στη φλόγα βλέπω το πρόσωπό του, το πρόσωπο των οδηγών φορτηγών τη νύχτα: το φωτεινό δέρμα, τα γένια που αρχίζουν να φυτρώνουν κι αυτή η φθαρμένη, ακίνητη έκφραση.
«Τι σου συνέβη;»
«Εγώ… ω, τι στο καλό. Σε αυτό το χάος που βρίσκομαι, δεν έχω τίποτα να χάσω. Ξέρεις αυτή τη περιοχή;»
«Κάνω αυτή τη διαδρομή τρεις φορές τη βδομάδα, υποθέτω πως ναι, τη ξέρω.»
Δείχνω απέναντι από το δρόμο όπου ο φάρος της φυλακής είναι το μόνο ορόσημο σε μια μπερδεμένη μάζα από δέντρα και τοίχους. «Τότε, μάλλον ξέρεις τι είναι αυτό εκεί πέρα…»
«Ω… Ναι. Εκεί είσαι… ;»
«Ναι, αυτή τη στιγμή. Λοιπόν, πριν από μια ώρα, μια ώρα… Δεν μπορούν να με ψάχνουν ακόμα. Ω, σε παρακαλώ, πήγαινέ με στο Παρίσι. Δεν θα μπλέξεις σε μπελάδες, σου το υπόσχομαι. Στο Παρίσι, απλώς άφησέ με και θα τα καταφέρω όλα καλά.»
Ο άντρας σκέφτεται για πολλή ώρα και μετά λέει:
«Θα ‘θελα να σε βοηθήσω, αλλά… καταλαβαίνεις, είναι και τί θα κάνεις το πόδι σου.»
«Αλλά ακόμα… Όσο για το Παρίσι, κύριε, αυτό είναι το μόνο που σου ζητώ. Δεν θα πω λέξη, ό,τι και να συμβεί. Πίστεψέ με.»
«Σε πιστεύω. Αλλά δεν μπορείς ν’ αλλάξεις τα πράγματα, «αυτοί» έχουν τρόπους να το ανακαλύψουν που εμείς δεν γνωρίζουμε καν. Έχω γυναίκα και παιδιά, δεν μπορώ.»
Πιάνω τον αστράγαλό μου και με τα δύο χέρια και στηρίζομαι στο φορτηγό σε μια προσπάθεια να σηκωθώ:
«Εντάξει, τότε, άσε με. Μόνο, σε παρακαλώ, μη τους δώσεις «ειδοποίηση» στην επόμενη στάση σου. Ξέχνα ότι με συνάντησες, να είσαι…»
Ήμουν έτοιμη να πω, «Να είσαι ευγενικός», αλλά ξαφνικά συνειδητοποιώ πόσο άνευ νοήματος είναι αυτά τα λόγια, όπως ακριβώς η γεύση του τσιγάρου που σχεδόν τελείωσε και τα δέκα λεπτά που μου έχει δώσει αυτός ο άντρας.
«Άκου», λέει, «ένα πράγμα μπορώ να κάνω, μπορώ να σταματήσω ένα αυτοκίνητο για σένα: ένα ιδιωτικό μπορεί να σε πάει… Θα τους πω μια ιστορία…»
Ας κάνει ό,τι θέλει. Εγώ, το μόνο που θέλω είναι να ακρωτηριάσω αυτό το πόδι και να κοιμηθώ, να κοιμηθώ μέχρι να ξαναφυτρώσει και να ξυπνήσω γελώντας με το όνειρό μου. Πρόσφατα, η Σινέ μου έγραψε: «Αγάπη μου, είδα έναν εφιάλτη: είχες πέσει, πολύ άσχημα, από πολύ ψηλά, τα αυτιά σου αιμορραγούσαν και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για σένα, τίποτα άλλο παρά να κλάψω… Όταν ξύπνησα, κοίταξα τη φωτογραφία σου και παραλίγο να πεθάνω από χαρά επειδή δεν ήταν αλήθεια, επειδή θα σ’ έβλεπα ξανά, όπως είσαι κάθε πρωί, να μοιάζεις με καινούρια δεκάρα, να τρέχεις στη κουζίνα με τη μεγάλη σου κατσαρόλα με γάλα…»
Πόσο γελάσαμε, εγώ κι η Ρολάντε, όταν το διαβάσαμε αυτό! Η Σινέ, η ερωμένη του περασμένου έτους, που ήταν ακόμα έτοιμη να μου τα δώσει όλα, ενώ εγώ θα την είχα ξεχάσει εντελώς αν δεν ήταν η ατελείωτη σταγόνα από προσεκτικά διπλωμένα μικρά χαρτονομίσματα που μου ‘φερνε σχεδόν κάθε πρωί ένα ουδέτερο κι εξυπηρετικό κορίτσι… Σινέ! Είχα κουραστεί από τις σιγουριές της, από τις κτητικές της ακρότητες, από το σημάδι που νόμιζε ότι είχε αφήσει πάνω μου, από τη μητριαρχική τάση της, το μεγάλο μου κορίτσι, το μικρό μου μωρό.
Είχα γνωρίσει τη Σινέ σε ένα τραίνο. Οι άντρες κι οι γυναίκες μοιράζονταν ένα διαμέρισμα σε δύο προσεκτικά χωρισμένες ομάδες: οι άντρες τραγουδούσαν, οι γυναίκες ήτανε σιωπηλές ή έκλαιγαν. Είχα κολλήσει στο παράθυρο κοιτάζοντας έξω το Παρίσι, που τα περιγράμματά του ήτανε θολά μέσα από το τριπλό παραβάν του βρώμικου τζαμιού, τη βροχή και τα δάκρυά μου, καθώς τ’ αφήναμε πίσω μας.
«Μη κλαις!…»
Ρούφηξα τς μύτη μου όσο πιο αθόρυβα μπορούσα, σκούπισα τα μάτια μου και γύρισα προς τη φωνή. Μια γυναίκα περίπου τριάντα ετών, με μάτια σαν μαύρες ελιές και ένα καφέ σινιόν, καθότανε δίπλα μου και το χαμόγελό της ήτανε τόσο ευχάριστο όσο κι η φωνή της. Τα δάκρυά μου σταμάτησαν και τη κοίταξα πιο προσεκτικά, από το απαλό μαντήλι της μέχρι τα γοβάκια της. Έσκυψα λίγο μπροστά και παρατήρησα μαύρες γόβες με μεσαίο τακούνι κάτω από το κάθισμα -μια πραγματική κυρία… . Τη ρώτησα:
«Πολύ καιρό;»
«Πολύ καιρό… έχει γίνει ή έχει απομείνει να γίνει;»
«Έφυγε: τα υπόλοιπα δεν με αφορούν!»
«Α, γιατί όχι; Δεν είναι μυστικό: επτά χρόνια, συνολικά.»
«Ε, το ίδιο κι εγώ… μου έχουν μείνει πέντε κι εσύ;»
«Ποτέ δεν ξέρεις πόσα σου έχουν απομείνει: υπάρχουν χάρη, αναστολή…»
«Όχι», είπα, «πολλή κουβέντα. Κλαίω, ναι, γιατί είμαι αρκετά πεπεισμένη ότι φεύγω από το Παρίσι για πέντε χρόνια. Κοίτα, όλα έχουν ήδη τελειώσει, έτσι κι αλλιώς. Μακάρι αυτοί οι άντρες να σταματούσαν να τραγουδούν! Δόξα τω Θεώ θα φύγουν σύντομα.»
Ανταλλάξαμε ονόματα και ηλικίες.
«Αλλά είσαι ανήλικη! Πώς…» είπε η Φρανσίν.
«Συγγνώμη, είμαι ενήλικη! Ενήλικη εγκληματικά, διανοητικά ενήλικη, εντελώς ενήλικη. Η απόδειξη είναι ότι περίμενα δύο χρόνια, σαν μεγάλο κορίτσι, για να μπορέσουν να μου κρεμάσουν άλλα πέντε. Είμαι νέα, αλλά εκεί που πάμε όλοι είναι νέοι. Νομίζω ότι τα σχολεία των φυλακών δέχονται μόνο άτομα κάτω των τριάντα ή τριάντα πέντε ετών.»
Το πρωί, η ύπαιθρος άλλαξε, θόλωσε, απογυμνώθηκε: ανεβαίναμε βόρεια. Γύρω στο μεσημέρι το τραίνο σταμάτησε επιτέλους: Πέθαινα να βγάλω τα παπούτσια. Δεν είχα σκεφτεί να βγάλω τις παντόφλες μου κι από το να σέρνομαι τόσο καιρό με τα παπούτσια της φυλακής, είχα χάσει τη συνήθεια να φοράω ψηλοτάκουνα.
«Δέσε τα παπούτσια σου!»
Το άκουγα αυτό για δύο χρόνια, μαζί με το «Σκούπισε αυτό το συνοφρύωμα από το πρόσωπό σου» και το «Πήγαινε και φόρεσε το παντελόνι σου, γυμνή κάτω από το πουλόβερ σου, όχι, αλλά, αυτό δεν είναι ωραίο, σου λέω!…» Τι θα μου φώναζαν μετά;
«Θα ήθελες βοήθεια;»
Δεν μας έδιναν πια διαταγές, έκαναν προτάσεις και οι προτάσεις τραγουδιόντουσαν αντί να γάβγιζαν. Η ομάδα μας μαζευότανε στη πλατφόρμα και χαμογελαστές και σεραφικές γυναίκες μας βοηθούσαν να κουβαλάμε τις βαλίτσες μας, τα άσχημα δεμένα μας χέρια, τις τσάντες μας γεμάτες με διάφορα πράγματα, όλα απαραίτητα.
«Ας προσπαθήσουμε να μείνουμε η μία δίπλα στην άλλη, εντάξει;» είπε Η Φρανσίν.
Μετά από αυτό, άλλα σημάδια, άλλες συμπτώσεις μας έφεραν κοντά: μας είχαν αναθέσει στην ίδια ομάδα κι ως εκ τούτου, μας επισκεπτόταν η ίδια προϊσταμένη στη διάρκεια των τριών μηνών της απομόνωσης. Μιλούσαμε πάνω από τους τοίχους των ατομικών αυλών άσκησης ή στη διάρκεια των εργασιών, του πλυσίματος πιάτων, του καθαρισμού, που τα κάναμε επίσης μαζί: δύο-δύο, στην ίδια ομάδα, εγώ κι η Σινέ, εναλλάξ με τους άλλους.
Μετά τους τρεις μήνες, θα ξαναενωνόμασταν στην ίδια ομάδα. Μιλούσαμε για κείνη τη μέρα με περισσότερο ενθουσιασμό παρά για τη μέρα που θα απολυόμασταν, που ήταν άλλωστε ακόμα πολύ μακρυά. Ονειρευόμασταν ένα είδος vita nuova, μια εξαφάνιση του παρελθόντος στη φωτεινότητα και τη τάξη της ομάδας, απομονωμένης, αμυλωμένης… εν ολίγοις, νεαρά κορίτσια οικοτροφείου, μικρά προβατάκια, χορωδίες αγγέλων που τραγουδούσαν ομόφωνα.
Σινέ, γιατί αυτά τα αθώα σχέδια έπρεπε να καταλήξουν σε μια καταραμένη πραγματικότητα; Αντί να με αφήσεις να κυνηγήσω ήσυχα το μικρό μου όνειρο, γιατί έπρεπε να ρίξεις λάσπη παντού; Έπαιρνα ρίσκα, έκανα μαγικά, σημάδια του σταυρού, επειδή δεν είχα πολλά για να ξεπεράσω τα νιάτα μου και τη πλήξη μου. Το ήξερες, γελούσαμε μαζί, τη νύχτα σκύβοντας έξω από τα παράθυρα των δωματίων μας χωρίς κάγκελα (δεν μας επιτρεπόταν να τα αποκαλούμε «τα κελιά μας»), μερικές φορές με μάλωσες… και μετά, εσύ που αγαπούσα τη φιλία σου, ήθελες να με φορτώσεις με την αγάπη σου. Πίστευες ότι εσύ, εσύ θα μπορούσες να μου μπολιάσεις συναισθήματα, να μου ράψεις ένα κομμάτι της καρδιάς σου… Τέλος πάντων, η Σινέ κοιμόταν, εκεί πάνω και τ’ όνειρό της γινόταν πραγματικότητα: κάτι σαν «τα αγαπημένα μου αυτιά» αιμορραγούσε μέχρι θανάτου, πέθαινε αργά, εδώ, στην άκρη του δρόμου όπου δεν θα ξαναπερπατούσα ποτέ, μαζί σου, Σινέ, ή Ρολάντε ή οποιονδήποτε άλλη, επειδή δεν θα ξαναπερπατούσα ποτέ. Από τον τρόπο που καθόμουν στο σκαλί του φορτηγού, δεν μπορούσα να φανταστώ κανένα μέλλον εκτός από το να είμαι ξαπλωμένη, την οριστική ακινησία.
«Δεν υπάρχουν ποτέ αυτοκίνητα αυτή την ώρα», είπε ο οδηγός του φορτηγού, επιστρέφοντας. «Πώς πάει;»
«Ω, δεν είναι χειρότερα από ό,τι ήταν. Προχώρα, προχώρα, σ’ έχω ήδη κρατήσει αρκετά. Τέλος πάντων, δεν θα αργήσουν να έρθουν να με ψάξουν…» Ο ήχος μιας μηχανής ακούστηκε από τα βάθη της νύχτας: ο τύπος πετάχτηκε μπροστά. Είδα τη σιλουέτα του, σκιαγραφημένη από τους προβολείς, να χειρονομεί άγρια. Πόσο γρήγορα πάνε τα αυτοκίνητα, στις μέρες μας! Θα τον πατήσουν… Έγειρα πίσω στη σκιά της καμπίνας κι έκλεισα τα μάτια. Το αυτοκίνητο είχε σταματήσει. μια πόρτα έκλεισε με το χέρι, και βήματα και φωνές πλησίαζαν. Αμυδρά, διέκρινα έναν άντρα, ακίνητο μπροστά στον οδηγό του φορτηγού που του μιλούσε, δείχνοντας τον τοίχο της φυλακής, μετά σε εμένα… Ο άντρας γύρισε τη πλάτη του στο φως του δρόμου κι έκανε μια ακριβή σκιά, σκυμμένος, με τα χέρια στις τσέπες και το γιακά του ανασηκωμένο. Αν και μιλούσαν αρκετά κοντά μου, μετά βίας άκουγα λέξη: μια ομίχλη πυκνή σα μπαμπάκι κι ημιδιαφανής σα γυαλί με χώριζε απ’ αυτούς και βυθιζόμουν όλο και πιο βαθιά σε αυτήν, σαν να κοιμόμουν.
«Μπορώ να ρίξω μια ματιά σε αυτό το πόδι;» είπε η σιλουέτα.
Το πρησμένο γόνατό μου δεν μπορούσε πλέον να βγάλει το πόδι μου από κάτω από το σκαλί. Το βοήθησα τραβώντας τον αστράγαλό μου και με τα δύο χέρια. Έπειτα, αυτόματα, κατέβηκα στη φτέρνα μου για να σηκωθώ κι αυτό που ένιωθα ήτανε τόσο βασανιστικό, τόσο απελπιστικό, που τα παράτησα κι άφησα το πόδι μου να γλιστρήσει πίσω στη σκιά και τη λάσπη.
Ο άντρας γονάτισε μπροστά μου κι έβγαλε ένα φακό. Είδα το απαλό ξανθό των μαλλιών του, τη ροζ ώχρα στο αυτί του και το χέρι του. Σηκώθηκε ξανά, έσβησε τον φακό του και πήγε προς το αυτοκίνητό του με τον οδηγό του φορτηγού. Άφησέ τους να φύγουν. Δεν είχε σημασία για μένα. Και πάλι, είχα σταματήσει να ακούω ή να νοιάζομαι. Μετά από αυτό, όλα συνέβησαν πολύ γρήγορα.
Ένα χέρι πέρασε γύρω από τους ώμους μου, ένα άλλο γλίστρησε κάτω από τα γόνατά μου, με σήκωσαν, με παρέσυραν. Το πρόσωπο του άντρα πριν από λίγο ήτανε πολύ κοντά, πάνω από το δικό μου, κινούμενο στον ουρανό και τα κλαδιά των δέντρων. Με κουβάλησε σταθερά κι απαλά, είχα βγει από τη λάσπη και κινιόμουνα, στην αγκαλιά του, ανάμεσα στον ουρανό και τη γη. Ο άντρας έστριψε σε έναν παράδρομο, προχώρησε μερικά μέτρα και μετά με ξάπλωσε προσεκτικά στο έδαφος. Συνηθίζοντας το σκοτάδι, μπορούσα να διακρίνω ένα μεγάλο δέντρο, γρασίδι, μερικές λακκούβες με νερό.
«Μη μιλήσεις σε κανένα και πάνω απ’ όλα μη κουνηθείς», είπε ο άντρας πριν σηκωθεί. «Θα γυρίσω να σε πάρω, περίμενέ με. Δώσε μου κάμποσο χρόνο».
Κι έφυγε.
Λίγο αργότερα άκουσα τις μηχανές του φορτηγού και του αυτοκινήτου, τα φώτα σβήσανε και μετά όλα έγιναν ξανά σιωπή, κενό, νύχτα. Δεν κουνήθηκα: σε λίγο, αν είχα λιγότερο πόνο, θα είχα πλησιάσει λίγο περισσότερο στον αυτοκινητόδρομο. Ήμουν πολύ μακρυά σε αυτόν τον παράδρομο, ο άντρας δεν θα μπορούσε να με βρει ξανά. Θα γύριζα λίγα μέτρα πίσω από τον δρόμο που είχαμε έρθει, περνώντας από μερικά δέντρα. Είχα άφθονο χρόνο: ήξερα ότι η κοντινότερη πόλη ήταν είκοσι πέντε μίλια μακρυά: είκοσι πέντε συν είκοσι πέντε… Υπήρχαν κι άλλοι άνθρωποι στο αυτοκίνητο, τους είχα ακούσει να μιλάνε, ίσως ο άντρας ήθελε να αφήσει τους επιβάτες του πριν επιστρέψει: «Μην μιλήσεις σε κανέναν… Χαμογέλασα, το στόμα μου πίεσε τις ρίζες του δέντρου. Τώρα, ήμουνα τελείως ξαπλωμένη, μουσκευόμουνα στο γρασίδι, πάγωνα σιγά-σιγά. Στην άλλη άκρη του σώματός μου, ο αστράγαλός μου χτυπούσε δυνατά, ξεσπώντας σε πυρακτωμένα κύματα με κάθε χτύπο της καρδιάς μου: είχα μια νέα καρδιά στο πόδι μου, ακόμα ακανόνιστη, που ανταποκρινόταν υπερβολικά στο άλλο. Πάνω, τα μαύρα κλαδιά ήταν άκαμπτα στον παγωμένο ουρανό. στον αυτοκινητόδρομο, αυτοκίνητα περνούσαν με ταχύτητα κι εξαφανίζονταν, κανένα δεν επιβράδυνε, κανένα δεν έστριβε προς το μέρος μου: ο άντρας έπρεπε να γυρίσει, αφού δεν είχα πια τη δύναμη να πάω να ψάξω για άλλη μεταφορά κι αφού δεν έπρεπε να με βρουν εδώ, το πρωί. Δεν ανησυχούσα καθόλου για το πόδι μου, θα αντιμετωπιζόταν με κάποιο τρόπο. Ήδη ο πόνος είχε γίνει οικείος, περιπλανιόταν στο σώμα μου, επισκεπτόμενος κάθε εσοχή και μουδιάζοντάς την, εξαπλωνόταν κι υποχωρούσε κάτω, μόνο μικρά ξαφνικά χτυπήματα, εδώ κι εκεί, μ’ έκαναν να πετάγομαι και με εμπόδιζαν να «κοιμηθώ εντελώς».
Άγγιξα το κουτάκι του Gauloise που μου ‘χε δώσει ο οδηγός του φορτηγού στη τσέπη μου: ίσως να ήταν το μόνο μου τρόπαιο… Αυτό δεν ήταν και τόσο άσχημα, άλλωστε: είχα ένα κουτάκι, ένα πολύ μεγάλο κουτάκι Gauloise κι ήμουν ελεύθερη να το πετάξω ή να το θρυμματίσω. Είχα αφήσει το χαρτί στριφτού ρολού και τα σπίρτα μου εκεί πάνω· Rolande, Rolande, έχω ένα όμορφο κουτάκι και δεν μπορώ να το καπνίσω…
Ένα σπίρτο που ανάβει. Ένα πεφταστέρι, ένας προβολέας. Όχι, είναι το καμίνι στον αστράγαλό μου που φωτίζει όλο το σταυροδρόμι: οι σπίθες στροβιλίζονται για μια στιγμή, μετά μαζεύονται και παγώνουνε σε ένα λαμπρό κύκλο φωτός, έναν τεράστιο πυρσό που η δέσμη περνάει από τη βάση του κεφαλιού μου και προσγειώνεται, χωρίς να με χτυπήσει, στον κορμό του δέντρου. Μου φαίνεται επίσης ότι ο σύντομος, σβησμένος ήχος μιας μηχανής έχει διογκώσει τη νύχτα· αλλά πρέπει να ονειρευόμουν, μόνον οι κρύες σχάρες στα αυτιά μου. Παρ’ όλ’ αυτά, το φως του κεφαλιού είναι ακόμα εκεί, μπορώ να διακρίνω τις λεπτομέρειες του φλοιού του δέντρου και τώρα ένα δεύτερο ανάβει, μικροσκοπικό και τρεμάμενο, που ψάχνει γρήγορα, κοντά στο έδαφος. Όλα τελείωσαν, με βρήκαν.
Όλα είναι σβησμένα και κάποιος πλησιάζει. Είναι αυτός, σίγουρα. «Νόμιζα ότι σου είπα να μην κουνηθείς!»
Ω, κουνήθηκα; Είναι δυνατό. Όλα είναι ξανά δυνατά. Νομίζω ότι γελάω, ότι έχω τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του άντρα, ότι…
«Εντάξει, εντάξει», λέει, ελευθερώνοντας τον εαυτό του για να βάλει το χέρι του στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του. Βγάζει ένα πλατύ μπουκάλι κι ένα πακέτο τσιγάρα. Έχουμε όλο τον χρόνο του κόσμου τώρα: πίνουμε με τη σειρά από το μπουκάλι. σε κάθε ρουφηξιά οι άκρες των τσιγάρων μας βγάζουν τα πρόσωπά μας από το σκοτάδι. Τελειώνουμε αυτό το πακέτο κι αυτό το μπουκάλι και μετά από αυτό, ποιος νοιάζεται; Έχω πίσω την ελπίδα μου.
Ο άντρας συνεχίζει να βγάζει πράγματα:
«Ορίστε, σου ‘φερα παντελόνι, ένα πουλόβερ, υπάρχει κι ένας επίδεσμος Ace…»
Είναι αλήθεια, είμαι σχεδόν γυμνή. Βγάζω το παλτό μου και φοράω το πουλόβερ. Αλλά το παντελόνι… πώς μπορώ να μπω στο μπατζάκι ενός παντελονιού με αυτό το φουσκωμένο πόδι που δεν λυγίζει πια, που με σκοτώνει με το παραμικρό άγγιγμα; Ξαναφορτώνω το παλτό μου και λέω:
«Πώς σε λένε;»
Τώρα είμαστε δύο μικρά ονόματα, μαζί θα φύγουμε από τα μαύρα δέντρα και το πρωί μπορούμε να μάθουμε τα υπόλοιπα. Αλλά πρώτα να φύγουμε από εδώ, γρήγορα…
«Δεν θέλεις τουλάχιστον να προσπαθήσεις να βάλεις τον επίδεσμο; Κάνει κρύο ξέρεις.»
«Ωχ όχι, ας το αφήσουμε στην ησυχία του, σε παρακαλώ. Θα πάω ξυπόλητη, δεν πειράζει.»
«Αφού το λες εσύ. Θα σε οδηγήσω με τη μοτοσικλέτα μου, οπότε κράτα με. Πες μου αν δεν είσαι καλά. Ξέρεις να οδηγείς;»
«Ναι, ήξερα παλιά, μην ανησυχείς. Ας ξεκινήσουμε τώρα, έλα.»
Τυλίγομαι γύρω από τη σταθερή φλόγα που έχει ανάψει μέσα μου το αλκοόλ, αφήνω το πόδι μου να κρέμεται δίπλα στο τιμόνι και πιάνω τους ώμους του Ζυλιέν και με τα δύο χέρια.
Ένας νέος αιώνας ξεκινά.
2.
Δεν έτρεμα νωρίτερα, όταν άνοιξα τα δάχτυλά μου για να αφήσω τον τοίχο. Όλη τη νύχτα ήμουν αδρανής και σ’ ένταση, δεν είχα προλάβει να καταλάβω τι μου συνέβαινε. Αλλά τώρα, κάτω από τη λαμπερή λάμπα στη κουζίνα, άρχισα να αντιλαμβάνομαι τον πόνο μου, ακόμα κι όταν ανακάλυψα ξανά τη ζεστασιά και την ηρεμία, κι επέτρεψα στον εαυτό μου να τρέμει ολάκερος, σε κάθε κόκκαλο. Ακουμπισμένος ανάμεσα στον νεροχύτη και τον φούρνο, προσπάθησα να ελέγξω τα δόντια μου που έτριζαν κι ολάκερο το σώμα μου που βασανιζόταν από μια καταιγίδα νεύρων που έφτανε μέχρι τη καρέκλα μου, μέχρι το τσιγάρο που κρατούσα. Παρατήρησα ότι φορούσα μια ανδρική πιτζάμα κι ένα μαύρο πλεκτό πουλόβερ: το παλτό της φυλακής είχε εξαφανιστεί.
Μ’ είχανε καθίσει σε μια καρέκλα. Μια άλλη καρέκλα με ένα μαξιλάρι είχε γλιστρήσει κάτω από τα πόδια μου. Σκιές κινούνταν μπροστά μου, ο σωτήρας μου από τη νύχτα, ένας άλλος ψηλότερος άντρας, μια ηλικιωμένη κυρία, πολύ μικροσκοπική. Ακόμα δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγαν, αλλά άκουσα και μύρισα τον καφέ που έφτιαχναν: το κροτάλισμα της καφετιέρας, το στάξιμο του φίλτρου, την ελαφριά πικρή μυρωδιά. Το πόδι μου είχε σταματήσει να κλαίει, σαν σκύλος που, αφού ουρλιάζει για πολλή ώρα μέσα στη νύχτα, τον αφήνουν να μπει στο σπίτι και κοιμάται δίπλα στη φωτιά.
Ο μεγαλόσωμος άντρας ψηλαφούσε τον αστράγαλό μου, φαινόταν σαν ανήσυχος γιατρός. Η ηλικιωμένη κυρία έφερνε επιδέσμους και μπουκάλια και ζέστανε νερό.
«Αυτή είναι η μητέρα μου», είπε ο Ζυλιέν.
Η μητέρα έπλυνε το αίμα μου και κάλυψε το καθαρό μου πόδι με έναν τεράστιο επίδεσμο. Κανείς δεν φαινόταν έκπληκτος και δεν έκανε ερωτήσεις, οι πράξεις τους ήτανε χαλαρές κι αποτελεσματικές. Ίσως είχα γυρίσει σπίτι, στο σπίτι όπου μεγάλωσα, μετά από ένα σκοτεινό κι επώδυνο ταξίδι κι αυτή η γυναίκα ήτανε κι η μητέρα μου. Ακόμα κουβαλημένη από τον Ζυλιέν, τώρα ανέβαινα τις σκάλες για τον δεύτερο όροφο, για να επιστρέψω στο παλιό μου κρεβάτι στο παιδικό δωμάτιο.
«Τώρα προσπάθησε να κοιμηθείς λίγο», είπε ο Ζυλιέν, φιλώντας με ελαφρά στο μάγουλο. «Θα γυρίσω το πρωί. Και πάνω απ’ όλα, μην αφήσεις κανέναν να σε δει στο παράθυρο.»
«Σα να μπορούσα να περπατήσω τόσο μακρυά!…»
«Αυτό είναι αλήθεια. Ορίστε τώρα, κοιμήσου. Όλα θα φαίνονται πιο καθαρά αύριο.»
Έσβησε το φως κι έκλεισε τη πόρτα, αφήνοντας μόνο μια αχτίδα φωτός να μπει.
Το κρεβάτι μου, πολύ μικρό, το κρεβάτι ενός μεγάλου παιδιού, ήταν στη μέση του δωματίου. Δεξιά κι αριστερά, δίπλα στους τοίχους, μπορούσα να διακρίνω άλλα δύο, αυτές τις κούνιες, με χαμηλά στρώματα και κάγκελα. Υπήρχανε κινήσεις: μικρά γουργουρητά, μικρά χαρούμενα ή φοβισμένα κλάματα, ξαφνικές εκρήξεις σκεπασμάτων, μετά μια επιστροφή στη βαθειά, ελαφρώς ρινική, αναπνοή των παιδιών που κοιμόντουσαν. Ήμασταν τρία παιδιά, και το πόδι μου ήταν εκεί κάτω στην άκρη μου σαν μια τεράστια λούτρινη κούκλα. Σπιθαμή προς σπιθαμή, το είχα χαλαρώσει στο κάτω μέρος του κρεβατιού και το δεξί μου πόδι, λυγισμένο, έφτιαξε μια σκηνή για να το προστατέψει από το βάρος του σεντονιού. Ήμουνα ξαπλωμένη μέσα σε ένα ορθογώνιο, με ένα άγνωστο βάρος προσκολλημένο πάνω μου που εμπόδιζε τη διαφυγή μου, ένα βάρος εξαιρετικής αδράνειας κι ακαμψίας, ένα πεισματάρικο, νεκρό μέλος, ένα κομμάτι ζωντανού ξύλου που δεν έδινε σημασία σε εμένα ή στις προσπάθειες του κεφαλιού και των μυών μου να το αναγκάσουν να υπακούσει.
Την αυγή, μια νεαρή γυναίκα μπήκε στο δωμάτιο· φορούσε μια κόκκινη ρόμπα πάνω από τη νυχτικιά της. Χαμογέλασε, αόριστα, ανοίγοντας τις κουρτίνες. Ούτε η ίδια φάνηκε να εκπλήσσεται που με είδε εκεί. Σκούντηξε απαλά τα μικρά στα κρεβάτια, μουρμουρίζοντας: «Ελάτε, ήρθε η ώρα να σηκωθούμε τώρα…»
.” και ένιωσα την ανάγκη να με ξυπνήσουν κι εγώ και να κατέβω κάτω για να φάμε τοστ, μαρμελάδα και σχολικές τσάντες με αυτά τα δύο όμορφα παιδιά, που τα κοκκινα μπουρνούζια τα έκανε να πουν: «Καλημέρα, δεσποινίς…» Αλλά, αμήχανα τόσο από την ασυνήθιστη κατάστασή μου -πεσμένη με τις τεράστιες πιτζάμες μου στη μέση της νύχτας τους- όσο κι από την έλλειψη εξοικείωσης με τα παιδιά, χαμογέλασα όσο καλύτερα μπορούσα, λέγοντας καλημέρα σαν να ήταν ενήλικες, η δεσποινίς που πρέπει να είναι επτά ετών κι ο κύριος που ήταν πέντε, καλημέρα. Εγώ, που δεν είχα γνωρίσει τίποτα άλλο παρά σκληρότητα στη παιδική μου ηλικία, τι στο καλό έκανα εδώ, σε αυτό το χαρούμενο παιδικό δωμάτιο, με τα παιχνίδια και τα βιβλία του σκορπισμένα σ’ όλο το πάτωμα, το μπλε χαλί του και το μεγάλο παράθυρο του να πλαισιώνει ένα γκρίζο ανοιξιάτικο πρωινό;
Κι έτσι πέρασαν αρκετές μέρες. Το πρωί, αφού τα παιδιά έφευγαν για το σχολείο, η Ζινέτ ερχόταν, ή η μητέρα, με πρωινό και ζεστό νερό για πλύσιμο. Η ζωή μου αναδιοργανωνόταν, στοιχειωδώς: τώρα είχα τη δική μου χτένα, την οδοντόβουρτσά μου, τις νυχτικιές και τα εσώρουχα που μου δάνεισε η Ζινέτ. Ο Έντι, ο μεγαλόσωμος, ο σύζυγος της Ζινέτ, είχε φέρει ένα παλιό ραδιόφωνο κάτω από τη σοφίτα και το είχε συνδέσει δίπλα στο κρεβάτι μου: Το άκουγα όλη μέρα μέχρι που τα παιδιά πήγαν για ύπνο, και το βράδυ γύριζα το πόδι μου μέσα στο ορθογώνιο, καταβεβλημένη από την αγρύπνια, περιμένοντας την αυγή.
Κατάφερα να πλυθώ χωρίς μεγάλη δυσκολία, αλλά για τις άλλες επεμβάσεις έπρεπε να μάθω μια εντελώς νέα μέθοδο, υπολογίζοντας κι επινοώντας κάθε κίνηση: να φτάσω στη λεκάνη στο πάτωμα χωρίς να πατήσω το αριστερό μου πόδι, να σκύψω με το πόδι μου ψηλά με το ένα χέρι -έπρεπε να το κρατήσω γιατί ήταν εντελώς ακινητοποιημένο από το γόνατο και κάτω- να γυρίσω πίσω στο κρεβάτι, να αδειάσω το νερό στον κουβά… Τον περισσότερο καιρό άφηνα το πόδι μου κάτω από τα σκεπάσματα και κινούμουν ξεκινώντας από το γόνατο, κυλώντας από τη μία πλευρά στην άλλη, σέρνοντας στη θέση του, ακουμπώντας στους ώμους μου.
Παρ’ όλ’ αυτά, έκανα απολογισμό της κατάστασης κάθε πρωί, προσπαθώντας να περπατήσω. Καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού, έβαζα το πόδι μου κάτω, σηκωνόμουν. Σταδιακά μοίραζα το βάρος μου, κατέβαινα ισόποσα κι στα δύο πόδια: μετά από μερικές σερί κινήσεις ο πόνος κατακάθονταν σε μια μεγάλη ακίνητη μπάλα, υποχωρούσε. Στη συνέχεια ενεργοποίησα το δεξί μου πόδι, κουλουριάζοντάς το, σηκώνοντάς το από το πάτωμα, προσεκτικά, αργά… Αλλά πάντα ξεκινούσα Πολύ γρήγορα, το γόνατό μου έφευγε από πάνω μου, λύγιζε και με πετούσε ανάποδα στο κρεβάτι ή στο πάτωμα. Χτυπημένη μέχρι την επόμενη μέρα, σήκωνα ξανά το πόδι μου και το ξάπλωνα ξανά οριζόντια.
Επίσης, έβγαζα τον επίδεσμο, για να το κοιτάξω: τις πρώτες μέρες η γάμπα κι ο αστράγαλος έμοιαζαν σαν να ‘χανε συμμετάσχει σε αγώνα βραβείων, το πόδι ήταν η βάση ενός κώνου και το πρήξιμο είχε καλύψει τον αστράγαλο. Μπλε, μοβ και πράσινες κηλίδες αίματος ήτανε κάτω από το δέρμα κι οι γρατσουνιές από τα βάτα σχημάτιζαν ένα δίκτυο από μαύρες κρούστες στην επιφάνεια. Πού και πού έβρισκα ένα αγκάθι και το έβγαζα με τα νύχια μου. Μετά το πρήξιμο υποχωρούσε: το ξύλο μετατρεπόταν σε σκληρό, κρύο μάρμαρο, το αίμα υποχωρούσε και κρυβότανε ξανά μές στις φλέβες μου πλέον.
Την ημέρα, τα μικρά ρομαντικά μυθιστορήματα που μου έφερνε η Ζινέτ, οι απλές μελωδίες στο ραδιόφωνο και τα μισοάδεια μπουκάλια που μου έφερνε ο Έντι ζητώντας μου να τα τελειώσω εμπόδιζαν το θηρίο να δείξει τα δόντια του. Επίσης, ερχόντουσαν να με δούνε, καθισμένη προσεκτικά στην άκρη του ορθογωνίου μου κι η παρουσία τους, η συζήτησή τους μου περνάγανε την ώρα. Η Ζινέτ σκούπιζε με ηλεκτρική σκούπα κι έστρωνε τα κρεβάτια, μουρμουρίζοντας μόνη της, απαντώντας στις ερωτήσεις που έκανα από ευγένεια, με δυσκολία, γιατί ένας φόβος με συνόδευε πάντα: Είχα την εντύπωση ότι όλα όσα έλεγα, ακόμα κι οι σιωπές μου, αποκάλυπταν ένα γεγονός για το οποίο δεν ντρεπόμουν, όχι, αλλά που δεν μπορούσα να το φωνάξω κι από τις στέγες. Είχα μάθει να αγαπώ τα κορίτσια, να τα μετρώ, αποφεύγω τις μητέρες που ήταν οχυρωμένες πίσω από τα παιδιά τους για να προσπαθήσουν να κρύψουν τις εξωσυζυγικές τους σχέσεις και τα εγκλήματά τους. Οι γυναίκες που είχα αφήσει εκεί πάνω πίσω από τον τοίχο με είχαν απομακρύνει από την απλότητα, ακόμη και από την πιο επιφανειακή φιλία και το χάσμα μεταξύ αυτών και της Ζινέτ με αποβλάκωνε και μ’ έκανε να σωπάσω. Στον Ζυλιέν, από την άλλη πλευρά, είχα πει τα πάντα: το παρελθόν, το μέλλον για το οποίο ήμουνα σίγουρη, να περπατήσω, να περπατήσω άνετα και μετά να βρω ξανά τη Ρολάνδη. Είχε επιστρέψει δύο νύχτες αφότου με έσωσε: αναγνωρίζοντας τη φωνή του κάτω, είχα εκπλαγεί, ακόμη κι ενοχληθεί, που δεν ανέβηκε να με δει αμέσως.
«Η μητέρα μου λέει ότι όλα είναι καλά», είχε εξηγήσει όταν επέστρεψε να με πάρει εκείνο το βράδυ στα μαύρα δέντρα. Και:
«Μη τα κάνεις θάλασσα και μη τη βάλεις σε μπελάδες».
Ερχόταν να δει τη μητέρα του κι εγώ άρχισα να ανησυχώ.
Αργότερα, πολύ αφότου ο Έντι κι η Ζινέτ είχανε πάει για ύπνο, ο Ζυλιέν άνοιξε τη πόρτα. Κινούνταν σαν φάντασμα, χωρίς να ανάβει τα φώτα, χωρίς να χτυπάει πουθενά. Όταν με πλησίασε, έριξε έναν φακό που τον κάλυπτε με τα δάχτυλά του στο κρεβάτι και κάθισε. Μπορούσα να δω μόνο το μεγαλύτερο μέρος της σιλουέτας του και δύο φωτισμένα χέρια: Πήρα το ένα από αυτά και ψηλάφησα το γυμνό του χέρι, σταματώντας σε ένα μανίκι πιτζάμας τυλιγμένο πάνω από έναν σκληρό δικέφαλο, σκληρό… Τέσσερα χρόνια χωρίς να αγγίξω το χέρι ενός άντρα.
«Σου αρέσει το λευκό ρούμι;»
Δεν το είχα δοκιμάσει ποτέ, αλλά είπα ναι, ούτως ή άλλως.
Στο σκοτάδι του δωματίου, που διακόπτονταν από την απαλή δέσμη του φακού στο κομοδίνο, μόλις που βλέπαμε ο ένας τον άλλον και μιλούσαμε πολύ ήσυχα για να μη ξυπνήσουμε τα παιδιά.
Όλα αυτά τα τέσσερα χρόνια, η νύχτα μου έφερνε συνέχεια το ίδιο όνειρο: ένα σχήμα, μια φωνή, μια παρουσία: έναν άντρα που έσπρωχνα θυμωμένα μακρυά τη μέρα αφού τον φώναζα τη νύχτα, μια πολύ μεγάλη σκιά, πολύ προστατευτική, που μερικές φορές με αποκαλούσε «μοναχικό μικρό κουτάβι», μια φωνή που πάντα με καταλάβαινε.
«Τα πράγματα που δεν ονειρευόμαστε, ορκίζομαι!»
Και γελούσαμε, κάτω από τα περίεργα ή αγανακτισμένα μάτια καλών συζύγων και μητέρων. «Τρεις στις πέντε ήταν εκεί για βρεφοκτονία», εξήγησα στον Ζυλιέν. «Έτσι, αφού τα τρία τέταρτα των υπόλοιπων ήταν απλώς παλιές τσάντες, αυτό άφησε μια μικρή ομάδα από εμάς, μια πολύ μικρή ομάδα. Στη διάρκεια των τριών μηνών της μοναξιάς πλέκεις εσώρρουχα για προμήθεια, φτιάχνεις δείγματα βελονιών σε κομμάτια υφάσματος τα οποία κολλάνε σε ένα σημειωματάριο: με αυτόν τον τρόπο μπορούν να ταξινομήσουν τα κορίτσια ανάλογα με το τι ξέρουν να κάνουν. Ζυγίζεσαι, μετριέσαι, δοκιμάζεσαι…»
… έπειτα σε αναθέτουν σε μια ομάδα. Ήταν ενάντια στους κανόνες η μία ομάδα να επικοινωνεί με την άλλη: η καθεμία είχε τη δική της τραπεζαρία, αίθουσα αναψυχής και τη δική της υπεύθυνη. Ήταν ανόητο, αφού ήμασταν όλες μαζί στα εργαστήρια και κυρίως στη διάρκεια της ημέρας μιλάμε και γνωρίζουμε η μία την άλλη… Μπορείτε να φανταστείτε τις συμφωνίες που γίνονταν μεταξύ των ομάδων, όλα τα κορίτσια στα παράθυρά τους τη νύχτα να ουρλιάζουν και να φωνάζουν η μία στην άλλη, την ανταλλαγή σημειωμάτων, κ.λπ. Το κελί μου ήταν δίπλα στης Σινέ. Το πρωί η υπεύθυνη ξεκλείδωνε τις πόρτες («Καλημέρα, Άννα, κοιμηθήκατε καλά;» και εγώ: «Α, ναι, δεσποινίς!»), μετά κρυβόταν στη κουζίνα, κάτω. Η Σινέ ερχότανε και με βοηθούσε να σηκωθώ… καταλαβαίνετε τι εννοώ… Επιπλέον, έπρεπε να είμαστε έτοιμες να κατέβουμε για πρωινό με τις άλλες: κάποιος αγώνας δρόμου. Αλλιώς πήγαινα να ξυπνήσω εγώ αυτήν, αλλ’ αυτό με ενοχλούσε. Η βιβλιοθήκη της -επειδή είχαμε μικρές βιβλιοθήκες, πάνω από τα ταπετσαρισμένα κρεβάτια, υποθέτω ότι θα τις έλεγες καναπέδες στούντιο- η βιβλιοθήκη της ήτανε γεμάτη με φωτογραφίες του συζύγου και των παιδιών της. Μου άρεσε περισσότερο το δικό μου, ένα από τα λίγα χωρίς άντρα και χωρίς παιδιά. Συνηθίζαμε να μαζευόμαστε στο δωμάτιό μου με τα άλλα μέλη της παρέας… ούτως ή άλλως, όλα ήταν καλά μέχρι τη μέρα που κείνη η βρώμικη υπόθεση μπλέχτηκε μέσα.»
«Εγώ, όταν ήμουν στο Central…» είπε ο Ζυλιέν.
Το ήξερα: «Μην μιλήσεις σε κανέναν», το κρυφό περπάτημα, όπως και το προφίλ, η πλήρης και μυστηριώδης συγγένεια μεταξύ μας από την αρχή κιόλας… Η Ζινέτ μου είχε πει πράγματι ότι ο αδερφός της ήτανε «σκληρός τύπος», αλλά είχα δει σε αυτό ένα είδος συμπάθειας προς εμένα που ήμουν στην Κεντρική… πολύ πριν πει οτιδήποτε, είχα αναγνωρίσει τον Ζυλιέν. Υπάρχουν ορισμένα σημάδια ανεπαίσθητα σε ανθρώπους που δεν έχουν περάσει χρόνο: ένας τρόπος να μιλάνε χωρίς να κουνάνε τα χείλη ενώ τα μάτια, για να σε αποπροσανατολίσουν, να εκφράσουν αδιαφορία ή το αντίθετο· το τσιγάρο που κρατιέται στην καμπύλη της παλάμης, η αναμονή για τη νύχτα για να δράσει ή απλώς να μιλήσει, μετά την ανήσυχη σιωπή της ημέρας.
Το ρούμι εξαφανιζόταν στο μπουκάλι, η νύχτα μετατρεπόταν σε αυγή, θρόισμα. Με τον Ζυλιέν να κάθεται κι εμένα ξαπλωμένη, ήταν εύκολο και φυσικό για μένα να ακουμπήσω το κεφάλι μου στο στήθος του, να αφήσω τον εαυτό μου να με κρατήσει, να τυλιχθεί σε μια μπάλα από τα γόνατά μου ψηλά, ο πόνος μου αποθηκευμένος κάπου αλλού. Είπα:
«Μισώ τους άντρες. Όχι, ούτε καν αυτό, τα έχω ξεχάσει. Κοίτα, Ζυλιέν, όταν χαϊδεύω το στήθος σου, πώς σε κυρτώνουν τα χέρια μου, πόσο σκληρός μου φαίνεσαι, πόσο αδύναμη νιώθω…»
Ο Ζυλιέν με φώναζε πίσω στον άντρα. Θαυμάζοντας, έλεγα συνέχεια: «Μείνε, μείνε…»
«Πρέπει να κατέβω κάτω τώρα. Λόγω της μητέρας μου: Κοιμάμαι στο δωμάτιό της και…»
«Ω, μείνε…»
«Λίγα λεπτά, λοιπόν.»
«Δεν θα κοιμηθώ. Θα σε φωνάζω.»
Από τη πτώση μου, δεν θυμόμουν να έχω κοιμηθεί. Μερικές φορές, η ασυνειδησία της νύχτας πρέπει να γλίστρησε σε κείνη του ύπνου, φυσικά, αλλά χωρίς ποτέ να σταματήσει τη ροή των εικόνων και το σταθερό σφυρί της σάρκας, που τώρα είχε εδραιωθεί στη νέα της κατάσταση. Είχανε σχηματιστεί κυκλώματα, ρυθμοί: στον αστράγαλό μου, ξαφνικά, κάτι ξυπνούσε σφυρίζοντας, σαν νερό που αναβλύζει από σπασμένο σωλήνα, άρχιζαν να αναβλύζουν κι άλλες πηγές και μετά όλες μαζί τρέχανε και κυλούσαν ύπουλα σε όλο μου το σώμα. Ή αλλιώς, ο πόνος μαζευόταν σε μια μπάλα πάνω από τη φτέρνα μου, στριφογυρίζοντας και τυλίγοντάς με αργά. Όταν η μπάλα τελείωνε -τώρα μπορούσα να προσδιορίσω την ακριβή στιγμή- έσκαγε με μια αίσθηση φωτός. Κι οι λάμψεις εκτοξεύονταν μέσα από το πόδι μου κι εκρήγνυνταν, σε αστέρια που ‘σβηναν γρήγορα, στις άκρες των δακτύλων μου. Τότε, μπορούσα να χαλαρώσω: θα περνούσε λίγος καιρός μέχρι να σχηματιστεί η επόμενη μπάλα. Δεν είχα ποτέ κάταγμα. Αλλά ήξερα ότι υπήρχε ένα μείγμα από θρυμματισμένα κόκκαλα και σάρκα εκεί μέσα κι ότι θα χρειαζότανε πολλή τέχνη κι υπομονή για να την επαναφέρω σε τάξη. Εκτός κι αν… Ήμουνα ξαπλωμένη στην άκρη του μικρού κρεβατιού για να μπορέσει ο Ζυλιέν να ξαπλώσει ανάσκελα. Ήμουν ακουμπισμένη στους αγκώνες μου, με το πρόσωπό μου πάνω από το δικό του, στο σκοτάδι: ο φακός είχε σβήσει, δεν είχε απομείνει τίποτα από αυτόν παρά μόνο ένα μικρό στρογγυλό, κοκκινωπό μάτι, μακρυά μας. Με τη κοιλιά μου στο ισχίο του Ζυλιέν, κατακλυσμένη από αγάπη, ρούμι και μυστήριο αυτής της νύχτας, φώναζα, αλλά χωρίς αληθινά δάκρυα:
«Δεν θέλω να…»
Ο Ζυλιέν πρέπει να άνοιξε το ένα μάτι: «Τι πρόβλημα, κουνελάκι μου;»
«Θα μου κόψουν το πόδι… Δεν θέλω να το κάνουν! Εγώ… Αλλά δεν βλέπεις ότι μου σαπίζει όλο το πόδι; Θα μου το κόψουν, δεν θα ξαναπερπατήσω ποτέ…»
Αλλά τι περισσότερο θα μπορούσα να περιμένω; Ο Ζυλιέν είχε σώσει ολόκληρο τον εαυτό μου, σίγουρα θα έσωζε κι αυτό το πόδι. Ήξερα ότι θα ‘βρισκε τη λύση ακριβώς στο όριο του κινδύνου. Περίμενε. Μην ουρλιάζεις, σφίγγεις τα δόντια σου, να η μητέρα, να τα παιδιά -ποτέ δεν με εξέπληξε που με έβλεπα πάντα στο κρεβάτι, όταν ξυπνούσανε, το βράδυ, ανάμεσά τους, καλημέρα, δεσποινίς, καληνύχτα, τιτιβίσματα και γέλια ανταλλάσσονταν πάνω από το κρεβάτι μου, αλλά καμμία ερώτηση, καμμία αγένεια… πέρα από αυτά που δεν τους είχαν ειπωθεί, πέρα από την αθωότητά τους, τα μάτια τους καταλάβαιναν κι αντανακλούσαν τη δική μου. Ήθελα να κρύψω από αυτούς μόνο αυτό το αηδιαστικό κομμάτι μου: αυτό το σπασμένο, χτυπημένο, απαίσιο πόδι.
«Σε λίγες μέρες», έλεγε ο Ζυλιέν. «Έλα, λίγο ακόμα θάρρος. Ψάχνω για ένα κρησφύγετο, κάποιο μέρος όπου θα σε φροντίσουν σωστά. Αλλά είναι ακόμα πολύ κοντά, σε απόσταση και σε χρόνο. Ξέρεις ότι κοιτάζουνε παντού, ακόμα και στα νοσοκομεία».
Κι έφυγε κι επέστρεψε μερικές νύχτες αργότερα και πάλι το φως της ημέρας τον επισκίασε.
Είχα σταματήσει να αναρωτιέμαι και να κάνω ερωτήσεις. Παρέλαβα το ψωμί και το νερό, τους στίχους και τη μουσική, με την αίσθηση ότι ήμουν αποκομμένη από τον χρόνο κι από τον εαυτό μου. Εκεί, όπως κι αλλού, είχε καθιερωθεί μια ρουτίνα: σσσς-σσσς, προσοχή η μπάλα πρόκειται να εκραγεί, μπαμ, κρότος, τα παιδιά γύρισαν από το σχολείο, σύντομα ο Έντι θα μου φέρει κάτι να πιω· και θα το πιω, όλο, για να ηρεμήσω τον πόνο μου μέχρι αύριο, μέχρι να με πλησιάσει η μυρωδιά του τοστ με τη καφετιέρα και το μεγάλο μπολ.
Πέρασαν άλλες δύο εβδομάδες. Είχα δραπετεύσει κοντά στο Πάσχα και τίποτα δεν ανασταινόταν από τους νεκρούς, τίποτα δεν πέθαινε ή ζούσε. Είχα ακόμα αρκετούς μήνες να ετοιμαστώ να συναντήσω τη Ρολάνδη. Είχα μιλήσει στον Ζυλιέν γι’ αυτήν και γελούσε σαν ανόητος αφού κάναμε έρωτα:
«Φυσικά, δεν είναι ακριβώς το ίδιο με τις φίλες σου…» Και: «Μην ανησυχείς, θα φτάσεις εκεί: θα σε κουβαλήσω εγώ εκεί αν χρειαστεί». «Μπορείς να το φανταστείς, με εμένα σε πατερίτσες!»
«Θα σε πάμε με αυτοκίνητο, ναι… Αλλά σου λέω ότι σε δύο μήνες θα μπορείς να το σκάσεις σαν κουνέλι. Σκέψου ό,τι θέλεις», πρόσθεσε, χτυπώντας το μέτωπό του στο δικό μου, «αλλά, πάνω απ’ όλα, σκέψου ότι δεν μου χρωστάς τίποτα. Κι ότι είμαι μαλάκας που κοιμήθηκα μαζί σου». «Μα Ζυλιέν, δεν με βίασες… Κι επιπλέον, τι σημασία έχει; Δεν είσαι κυρίως αδερφός μου;»
«Ο αδερφός σου!… Αχ, αν είχα έρθει να σε πάρω κι είχες γίνει καλά ξανά κι αργότερα, σε απόλυτη ελευθερία… τότε, θα ήταν όμορφα. Αλλά…»
Οι καμπάνες του Πάσχα χτυπούσαν από το παράθυρο, μισάνοιχτο σ’ ένα γλυκό Απρίλη. Μιλούσαμε, με τα ποτήρια στα χέρια μας: γιατί μια φορά ο Ζυλιέν ήρθε νωρίς και μου έφερε ένα ποτό. Μυρωδιές από ψητά κρέατα και κέικ ανέβηκαν τις σκάλες, ένιωσα σαν να ήθελα να φάω και να πιω και να βγω από το ορθογώνιό μου. Και κείνη ακριβώς τη στιγμή, ο Ζυλιέν με ρώτησε αν ήθελα να δειπνήσω με την οικογένεια, για να μου δώσει μια στιγμή καλή από το να τρώω από δίσκο.
«Ναι, αλλά… Δεν έχω ρούχα…»
«Περίμενε, θα πάω να δω αν η Ζινέτ έχει κάτι να σου δανείσει».
Έτσι ετοιμάστηκα: μια παλιά φούστα και ένα πουλόβερ, λίγη βαζελίνη για να μαλακώσει το ξερό μου πρόσωπο, τη μία παντόφλα στο ένα πόδι, ο Ζυλιέν με πήγε στο τραπέζι, που είχε στρωθεί στη κουζίνα και με κάθισε ανάμεσα στη μητέρα και τον ίδιο. Το τραπέζι ήτανε στρογγυλό και μικρό: Μετακίνησα τη καρέκλα μου για να μπορέσω να βάλω το δεμένο μου πόδι στο γόνατο του Ζυλιέν. Σε όλο το γεύμα έτρωγε με το ένα χέρι, κρατώντας το πόδι μου με το άλλο, σφίγγοντάς το λίγο για να πονάει λιγότερο. Καθισμένη, ο πόνος ήτανε διαφορετικός: τα κόκκαλα σχημάτιζαν μια μέγγενη που σφιγγόταν, ένας μεγάλος κύβος από σίδερο που σφιγκόταν, τοποθετημένος λάθος. Παρ’ όλ’ αυτά, γέλαγα κι έτρωγα με τους άλλους: το Πάσχα, το ένα πόδι, ακόμα κι αυτό, δεν έπρεπε να επιτρέπεται να χαλάσει τα πάντα. το πόδι μου ήτανε κάτω από το τραπέζι με τα άλλα υγιή πόδια και γιατρευόταν από το γεγονός ότι ήταν ανάμεσά τους.
Στο επιδόρπιο, το μικρό αγόρι, σοβαρά και χωρίς να πνιγεί, κάπνισε το πούρο του Έντι. Ο Έντι είχε πάρει τη μητέρα στην αγκαλιά του και την αγκάλιαζε με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο τραβούσε τη Ζινέτ, που ήτανε λίγο μεθυσμένη και μιλούσε και γελούσε μέχρι θανάτου. Μερικά κόκκαλα κοτόπουλου και τρεις κουταλιές αρακά είχανε μείνει στη πιατέλα και το κέικ περίμενε ανάμεσα στα υπολείμματα, τα ποτήρια, τις πεταμένες χαρτοπετσέτες. Πεινούσα ακόμα: αυτό το γεύμα ήτανε το πρώτο μου εδώ και χρόνια. Το φαγητό είχε γίνει συνήθεια και στάση ζωής, χόμπι και πρόσχημα. Είχα απαλλαγεί από τα βραδινά μαθήματα, που δεν ξεπερνούσανε το επίπεδο του λυκείου: ενώ τα άλλα κορίτσια ήτανε «στο σχολείο» με τις σχολικές επιστάτριες, εγώ ετοίμαζα το βραδινό γεύμα.
Είχα κατακτήσει γρήγορα το μάθημα της οικιακής εργασίας: σε δεκαπέντε λεπτά η τροφή θα ήταν έτοιμη και θα μου ‘μενε μιάμιση ώρα ελευθερίας. Θα ‘βγαινα κρυφά απ’ το παράθυρο της κουζίνας για να πάρω μια ανάσα καθαρού αέρα στους τοίχους ή για να συναντήσω ένα κορίτσι που είχε πάρει άδεια από το σχολείο για κάποια φανταστική ασθένεια. Θα περνούσαμε υπέροχα.
Ναι: να είμαστε στη κουζίνα όταν η διευθύντρια δεν θα ήταν εκεί, να τρέχουμε πάνω όταν θα ερχόταν και θα σήκωνε τα καπάκια από τις κατσαρόλες: «Άννα, μυρίζει υπέροχα! Τι μας σερβίρεις;…»
Τις Κυριακές, η διευθύντρια καθόταν στο τραπέζι με το κοπάδι της. Θα χορεύαμε λίγο, μετά τη λειτουργία γράφαμε στις οικογένειές μας και τώρα θα χορταίναμε με τη καλή συνοδειά φαγητού της Άννας. Η βόλτα, σε λίγο, θα μας βοηθούσε να χωνέψουμε. Σέρναμε τα πόδια μας, το μικρό σου κόκαλο περπατούσε -περπάτα πιο γρήγορα, αγαπημένο μου κόκαλο!- οι κοιλιές μας βαριές από ζύμη, για δείπνο όταν θα γεμίσουμε κι άλλο, μέχρι να νυστάζουμε, ουφ, και να κοιμηθούμε, άλλη μια βδομάδα έτοιμη.
Άγιο Δισκοπότηρο: τα ψωμάκια βουτύρου που κλέβονται από το ταμείο, τα κοτόπουλα που σκοτώνονται στη κάτω αυλή λίγο πριν την απογραφή κάθε τρεις μήνες, μαγειρεμένα, χωρισμένα και τρώγονται κρυφά, τα πακέτα γενεθλίων για τα κορίτσια που λαμβάνουν επίδομα πρόνοιας, υποχρεωτικά κατατίθενται στη συλλογική δεξαμενή. Ευχαριστώ, μαμά, από ό,τι μου λένε, τα περιστέρια σου ήτανε πολύ καλά. Αγαπητή μου, φέρε το κουβάρι σου απόψε, θα σου κατεβάσω κάτι από το παράθυρο, θα κάνεις ένα γλέντι. Σωστά, δεσποινίς, το λίτρο γάλα μου δεν γεμίζει ποτέ, με ληστεύουνε, δουλεύω, χρειάζομαι το γάλα μου.
Το Δισκοπότηρο, λιτανεία, μελαγχολία, κηλίδες από σάλτσα. Ακόμα και το «απεριτίφ», που παραβιάζεται βδομάδες πριν από τις γιορτές που τηρούμε, δεν με ζέστανε ποτέ όπως αυτό το κρασί εδώ έξω: Είμαι τρελή… Η επιθυμία να ξαπλώσω, να επιπλεύσω, με πλημμύρισε με κύματα ευεξίας. Πίεσα τη φτέρνα μου στο παντελόνι του Ζυλιέν, έλα, ας ανέβουμε πάνω, να αφήσουμε αυτή την οικογενειακή συζήτηση που διαρκεί και δεν με περιλαμβάνει.
Με όλη τη σοβαρότητα της μέθης, με συνόδευσαν σοβαρά πάνω και σχημάτισαν έναν κύκλο γύρω από το πόδι μου, το ξετύλιξαν κι έβαλαν τα δάχτυλά τους, ένα προς ένα, προσπαθώντας να το κάνουν να λυγίσει και να κινηθεί. Σε αυτό, άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο κι έκλαψα: ήταν αλήθεια, ήταν μια κραυγαλέα αλήθεια, το πόδι μου ήταν απειλή για όλους μας. Ούτε ο Ζυλιέν μπορούσε να με παρηγορήσει. Μετέτρεπε μόνο τα δάκρυά μου σε οργή, βγάλτε με από εδώ, πηγαίνετέ με οπουδήποτε, φέρτε με πίσω αν θέλετε, το σημαντικό είναι το πόδι μου και σύντομα θα είναι πολύ αργά για να το σώσετε.
Ο Ζυλιέν υποσχέθηκε: αύριο.
«…και προσπαθήστε να μη προσπεράσετε τον τύπο με το αυτοκίνητο, είναι ο φίλος μου.»
Πού είχε πάει ο Ζυλιέν, ο εραστής μου; Γιατί με κορόιδευε, γιατί ήταν σκληρός; Γιατί κατέστρεφε τη τρυφερότητά μας; Μήπως νόμιζε ότι η αγάπη μου προς αυτόν ήταν μέρος μιας συμφωνίας, ότι το ξεπλήρωνα, ενώ το μόνο που προσπαθούσα να κάνω, ακόμα, ήταν να γίνω καλά και να ξαναβρώ τη περηφάνειά μου;
… Ένα πρωί, επιτέλους, ένα αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά στο σπίτι. Η Ζινέτ με είχε βοηθήσει να σκαρφαλώσω σε ένα παντελόνι της και να βάλω το περιεχόμενο του κομοδίνου σε μια τσάντα θαλάσσης. Ήμουνα λίγο πιο πλούσια, πιο πλούσια σε εσώρρουχα, σε σαπούνι κι υπνωτικά χάπια. Αυτά μου τα είχε συνταγογραφήσει, μαζί με κομπρέσες με αλατούχο διάλυμα και μπάνια με αλατόνερο, ο οικογενειακός γιατρός που είχε κληθεί ένα βράδυ που είχα τρομερές φωνές: «ένα τεράστιο διάστρεμμα», είχε διαγνώσει.
Λοιπόν, ας ξεκινήσουμε γι’ αυτό το διάστρεμμα, παρόλο που δεν μοιάζει καθόλου με τα διαστρέμματα της παιδικής μου ηλικίας, που ποτέ δεν με εμπόδισαν να τρέχω για πολύ κι υπόσχονταν, κάτω από τον ελαφρύ αποχρωματισμό και τον καλό πόνο, να επουλωθούν γρήγορα. Πληγή πολέμου ή όχι, είναι ακόμα διάστρεμμα: Θα τους εκπλήξω, θα κατέβω κάτω μόνη μου, εγώ… να ‘μαι πάλι στο πάτωμα, δεν μπόρεσα να τα καταφέρω. Γρήγορα, ένα γόνατο, ένας αγκώνας, το πόδι μου σηκωμένο, σκαρφάλωσα πίσω στο ορθογώνιό μου, μην με αφήσετε να με βρούνε ξαπλωμένο εδώ έξω.
«Γεια σας, είστε έτοιμοι; Ωραία. Θα σας κουβαλήσω κάτω.»
Ο Ζυλιέν μπήκε σαν ανεμοστρόβιλος, με φίλησε χωρίς να με κοιτάξει, έβαλε το χέρι του κάτω από τα γόνατά μου, κρέμασε τη τσάντα θαλάσσης στον ώμο του. Κι εγώ, με τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του σε μια πλέον οικεία στάση, κοίταξα το ορθογώνιό μου με τα σεντόνια του σε αταξία, τη λεκάνη γεμάτη σαπουνάδα, τα κρεβάτια όπου κοιμόντουσαν ακόμα τα παιδιά. Μια ηλιαχτίδα έμπαινε λοξά μέσα από τα κλειστά παντζούρια:
«Είναι μια ωραία μέρα;» ρώτησα.
«Και μάλιστα κάνει ζέστη. Θα έχει πολλή κίνηση, είναι 1η Μάη.»
Συστάσεις. Εγκαρδιότητα, καφές, αγκαλιές. Διέκρινα, μες στη καλή διάθεση, μια νότα ανακούφισης: θα με φρόντιζαν, αλλά θα ήμουνα και κάπου αλλού… Στη διάρκεια αυτών των τριών εβδομάδων, οι οικοδεσπότες μου ίσως βρήκανε κι αυτοί πολύ χρόνο.
Δεν υπήρχε κίνδυνος να έρθει η αστυνομία να με πάει εκεί, φυσικά. Αλλά μπορεί να είχαν περάσει ψάχνοντας τον Ζυλιέν, που δεν έπρεπε να βρίσκεται σε κείνη τη περιοχή και με είχε παραλάβει καθώς περνούσε.
«Νομίζεις ότι θα τους αφήσω να μ’ εμποδίσουν να δω τη μητέρα μου!»
Γι’ αυτό ερχόταν τη νύχτα, όταν η αστυνομία δεν χτυπά ήσυχα σπίτια κι έφευγε πριν την αυγή. Ήμουνα κρυμμένη στο δεύτερο όροφο. Αν είχαν έρθει, τυχαία ή με μια πληροφορία από κάποιον καλόκαρδο γείτονα, δεν θα είχαν ένταλμα έρευνας κι η Ζινέτ κι η μητέρα θα μπορούσαν να τους αφήσουν να μπουν, με τα μάτια ορθάνοιχτα, προσκαλώντας τους να κοιτάξουν τριγύρω. Κι ακόμα κι αν… λοιπόν, μια ξαδέρφη τους θα μπορούσε πάντα να είχε σπάσει το πόδι της. Αλλά το θανάσιμο χτύπημα χλευάζει τα καλύτερα σχεδιασμένα σχέδιά μας κι η μικρή ώθηση που εκτροχιάζει το τραίνο συχνά προκαλείται από υπερβολικό ζήλο, από τη μία ή την άλλη πλευρά.
Η φίλη ήτανε πολύ χοντρή, πολύ χαρούμενη, περίπου στα πενήντα, καλοντυμένη: η εικόνα που είχα σχηματίσει για μια κουκούλα που τα είχε καταφέρει, συνταξιοδοτημένη από τη φυλακή και τις επιχειρήσεις… Ήμουν γεμάτη εικόνες ούτως ή άλλως: Είχα κλειδωθεί πολύ νέα για να έχω δει πολλά από οτιδήποτε κι είχα διαβάσει πολύ, ονειρευτεί πολύ κι είχα χάσει το νήμα. Για μένα, η πραγματικότητα ήτανε διαστρεβλωμένη όπως όλα τ’ άλλα. Κι ενώ με βάζανε στο πίσω κάθισμα -μπορούσα να τεντωθώ εντελώς- φανταζόμουν τον εαυτό μου να κατευθύνεται προς κάποια πολυτελή, τρομακτική φωλιά ανομίας. Ο δρόμος ήταν όλος αθώος, ανοιξιάτικος, γεμάτος αυτοκίνητα γεμάτα οικογένειες, ανθισμένος με μικρά περίπτερα που πουλούσαν καμπανούλες: ο δρόμος του κρίνου της κοιλάδας.
Ο Ζυλιέν κουβέντιαζε με το φίλο του. Μπορούσα να δω τα αυτιά του να σκιαγραφούνται καθαρά από το κούρεμα των ξανθών μαλλιών του, τον λαιμό του, ένα μικρό άσπρο γιακά να φαίνεται πάνω από το σκούρο μπλε κοστούμι: μπλε, ξανθό, ξυρισμένο, ροζ και το άλλο μπλε, ξυρισμένο, ροζ και γκριζαρισμένο. Η μοίρα μου από τώρα και στο εξής ήταν να πηγαίνω από το κρεβάτι σε ένα παιδικό κάθισμα αυτοκινήτου, από το παιδικό κάθισμα αυτοκινήτου σε ένα κρεβάτι, για να με ξαπλώνουν, να με κουβαλάνε κατά βούληση φιλικοί άντρες κι άγνωστοι, που δεν μου χρωστούσανε τίποτα κι από τους οποίους έπρεπε να δανειστώ.
Κι αντί να ντρέπομαι, ένιωθα απογοητευμένη, κατσούφα, έκανα ανείπωτες απαιτήσεις: όλα μου οφείλονται, αλλά θέλω να τα πάρω για τον εαυτό μου. Δεν μπορώ πλέον να τα πάρω, και δεν ξέρω, δεν πρέπει να προσπαθήσω να μάθω τι θα μου δοθεί.
Ήμασταν τόσο χαρούμενοι, αγάπη μου, εκείνες τις τελευταίες νύχτες… εκείνο το κρεβάτι που μου είχες δώσει, που μπορούσα τουλάχιστον να σου κάνω τις τιμές του. Κρύβοντας τα έκπληκτα συναισθήματά μου κάτω από την εύκολη παρέλαση των χειρονομιών, ήμουνα ταυτόχρονα παρθένα και ειδικιά… Αλλά τώρα που φύγαμε, η πλάτη αυτού του καθίσματος είναι πιο χοντρή από τον τοίχο που με τραυμάτιζε, οι πόρτες είναι κλειδωμένες και μπορώ να βρω μόνο, στο απαλό λικνισμα του αυτοκινήτου που κυλάει ασταμάτητα, εντυπώσεις από πριν από αυτό που ήτανε, πρόσφατα, η ζωή μου. Μια ζωή είχε πάρει μορφή, μετά τη σύλληψή μου: για χρόνια, την άφησα να βλαστήσει, χαρούμενα παράλογη, αφελής κι αναίσχυντη.
Σε κείνη τη ζωή, ποτέ δεν σε πήρανε, δεν σε χαιδέψανε, δεν σε σώσανε. Στεκόσουν όρθια, στα σκοτεινά κλουβιά του κάρρου με τα ρυζάκια, ή καθόσουνα στις σκληρές ξύλινες σανίδες. Αλλά σε κείνη τη ζωή, παρ’ όλ’ αυτά, μπορούσες να κλωτσήσεις κρυφά μες στη βεβαιότητα καθημερινής ρουτίνας. Η νέα μου ελευθερία με φυλακίζει και με παραλύει…
(τέλος αποσπ.)