Giacometti

Βιογραφικό

Ο Αλμπέρτο Τζιακομέττι (Alberto Giacometti) ήταν Ελβετός γλύπτης, ζωγράφος, σχεδιαστής και χαράκτης, που από το 1922 και μετά εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Γιος ιμπρεσσιονιστή ζωγράφου, έδειξε από πολύ νωρίς τις καλλιτεχνικές του τάσεις. Στα 13 του φιλοτεχνούσε ήδη προτομές (ιδιαίτερα του αδελφού του Ντιέγκο, που υπήρξε σ’ όλη του τη ζωή το πιο πιστό μοντέλο του). Πίστευε ακράδαντα ότι το σχέδιο είναι η βάση των πάντων. Εργαζόταν αδιάκοπα, πειραματιζόμενος σε διάφορες κατευθύνσεις. Ο Τζακομέττι ανήκει στους σημαντικότερους γλύπτες του 20ού αι. Το έργο του χαρακτηρίζεται από στοιχεία του κυβισμού, του σουρρεαλισμού και των φιλοσοφικών αναζητήσεων του υπαρξισμού και της ανθρώπινης φύσης (conditio humana), έπαιξαν σημαντικό ρόλο.

Ξεκινώντας το 1922, έζησε κι εργάστηκε κυρίως στο Παρίσι, αλλά επισκεπτότανε τακτικά τη γενέτειρά του Borgonovo για να δει την οικογένειά του και να εργαστεί πάνω στη τέχνη του. Γύρω στο 1935, εγκατέλειψε τις σουρρεαλιστικές επιρροές για ν’ ακολουθήσει πιο βαθειά ανάλυση των παραστατικών συνθέσεων. Έγραψε κείμενα για περιοδικά και καταλόγους εκθέσεων και κατέγραψε τις σκέψεις και τις αναμνήσεις του σε σημειωματάρια κι ημερολόγια. Η κριτική του φύση οδήγησε σε αυτοαμφισβήτηση για το δικό του έργο και την αδυναμία του ν’ αποδώσει δικαιοσύνη στο δικό του καλλιτεχνικό όραμα. Ωστόσο, οι ανασφάλειές του παρέμειναν ισχυρή κινητήρια καλλιτεχνική δύναμη σ’ όλη του τη ζωή.
Η στροφή στο ανθρώπινο σώμα και πρόσωπο σημειώνεται το 1935, όταν σταμάτησε να ασχολείται με τον σουρρεαλισμό κι αφοσιώθηκε στις “Συνθέσεις με Φιγούρες“, ενώ γύρω στο 1940 κατέληξε στις διάσημες φιγούρες του, σχεδόν σκελετώδεις, με τα μακριά πόδια, τον περιορισμένο κορμό και το μικρό κεφάλι. Σχεδόν εξαϋλωμένες. “Βυθίζοντας τα δάκτυλά μου στο γύψο, αναζητώ κάτω από το δέρμα τα οστά, το κρανίο, τους σπονδύλους, το ανθρώπινο σώμα αποφλοιωμένο“, έλεγε. Οι φιγούρες αυτές δεν ξεπερνούσαν σε μέγεθος τα 7 εκ. Ο Τζιακομέττι ήθελε ν’ αντικατοπτρίζουνε την απόσταση που ‘βλεπε να υπάρχει μεταξύ του καλλιτέχνη και του μοντέλου του. Στο πλαίσιο αυτό δήλωσε αυτοκριτικά: «Θέλοντας όμως να δημιουργήσω από μνήμης αυτό που είχα δει, προς τρόμο μου τα γλυπτά γίνονταν όλο και μικρότερα».

Μετά τον Β’ Παγκ. Πόλ., δημιούργησε τα πιο διάσημα γλυπτά του: τα εξαιρετικά ψηλά και λεπτά εδώλια. Τα πολύ μεγάλα και λεπτά αγάλματα ενσωμάτωσαν νέα εμπειρία του: τη διαφορά που αναγνώρισε ανάμεσα στη μέχρι τότε οπτική του ίδιου κι αυτής του κινηματογράφου και της φωτογραφίας. Μέσω της υποκειμενικής οπτικής εμπειρίας δημιούργησε τη πλαστική απεικόνιση όχι ως σωματική απομίμηση, αλλά σα φαντασιακή εικόνα σε ταυτόχρονα πραγματικό και φαντασιακό, απτό αλλά και μη προσβάσιμο χώρο. Στο σύνολο του έργου του, η ζωγραφική του είναι μόνο μικρό μέρος. Μετά το 1957, ωστόσο, οι παραστατικοί πίνακές του ήταν εξίσου παρόντες με τα γλυπτά του. Οι σχεδόν μονόχρωμοι πίνακες του ύστερου έργου του δεν αναφέρονται σε άλλα καλλιτεχνικά στυλ νεωτερικότητας.

Το Σπίτι-Μουσείο

Ο Τζιακομέτι γεννήθηκε 10 Οκτώβρη 1901, στο Μποργκόνοβο της Ελβετίας, το μεγαλύτερο από τα 4 παιδιά του Τζιοβάνι Τζιακομέτι, γνωστού μετα-ιμπρεσσιονιστή ζωγράφου και της Αννέτας Τζιακομέτι-Στάμπα. Ήταν απόγονος Προτεσταντών προσφύγων που διέφυγαν από την Ιερά Εξέταση. Προερχόμενος από καλλιτεχνικό υπόβαθρο, ενδιαφέρθηκε για τη τέχνη από μικρή ηλικία και ενθαρρύνθηκε από τον πατέρα και τον νονό του.
Ο Αλμπέρτο φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Γενεύης. Τα αδέρφια του Ντιέγκο (1902–1985) και Μπρούνο (1907–2012) θα γίνονταν επίσης καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες. Επιπλέον, μαζί τους μεγάλωσε κι ο ξάδερφός του Zaccaria Giacometti, μετέπειτα καθηγητής συνταγματικού δικαίου και πρύτανης του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης, που ‘μεινε ορφανός σε ηλικία 12 ετών το 1905.

Το 1922 μετακόμισε στο Παρίσι για να σπουδάσει κοντά στο γλύπτη Antoine Bourdelle, συνεργάτη του Rodin. Εκεί πειραματίστηκε με τον κυβισμό και τον σουρρεαλισμό κι έφτασε να θεωρείται ένας από τους κορυφαίους σουρρεαλιστές γλύπτες. Μεταξύ των συνεργατών του ήταν ο Μιρό, ο Ερνστ, ο Πικάσσο, ο Μπρορ Χιόρθ κι ο Μπάλθους.
Μεταξύ 1936-40, επικέντρωσε τη γλυπτική του στο ανθρώπινο κεφάλι, εστιάζοντας στο βλέμμα του εικονιζόμενου. Προτιμούσε μοντέλα που ήτανε κοντά του -την αδελφή του και τη καλλιτέχνιδα Isabel Rawsthorne (τότε γνωστή ως Isabel Delmer). Ακολούθησε φάση που τα αγάλματα της Ισαβέλλας τεντώθηκαν σε άκρα επιμήκη.
Έχοντας εμμονή να δημιουργεί τα γλυπτά του ακριβώς όπως τα οραματιζόταν μέσα από τη μοναδική του άποψη για τη πραγματικότητα, συχνά σκάλιζε μέχρι να γίνουνε λεπτά σα καρφιά και να μειωθούνε σε μέγεθος πακέτου τσιγάρων, προς μεγάλη του έκπληξη. Ένας φίλος του, είπε κάποτε ότι αν ο Giacometti αποφάσιζε να σε σμιλέψει, «θα έκανε το κεφάλι σου να μοιάζει με λεπίδα μαχαιριού».

Στη διάρκεια του Β’ Παγκ. Πολ., κατέφυγε στην Ελβετία. Εκεί, το 1946, γνώρισε την Annette Arm, γραμματέα του Ερυθρού Σταυρού. Παντρεύτηκαν το 1949. Μετά το γάμο του τα μικροσκοπικά γλυπτά του έγιναν μεγαλύτερα, αλλά όσο μεγάλωναν, τόσο πιο λεπτά γίνονταν. Για το υπόλοιπο της ζωής του, η Annette ήτανε το κύριο γυναικείο μοντέλο του. Οι πίνακές του υποβλήθηκαν σε παράλληλη διαδικασία. Τα στοιχεία εμφανίζονται μεμονωμένα και σοβαρά εξασθενημένα, ως αποτέλεσμα της συνεχούς επανεπεξεργασίας. Επισκεπτότανε συχνά τα θέματά του: ένα από τα αγαπημένα του μοντέλα ήταν ο μικρότερος αδελφός του Ντιέγκο, που μοιραζόταν το στούντιό του στο Παρίσι.
Το 1958 του ζητήθηκε να δημιουργήσει μνημειώδες γλυπτό για τη Chase Manhattan Bank στη Νέα Υόρκη, που ξεκινούσε να κατασκευάζεται. Για πολλά χρόνια έτρεφε φιλοδοξία να δημιουργήσει έργο για δημόσια πλατεία, δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι του στη Νέα Υόρκη και δεν ήξερε τίποτα για τη ζωή σε μια ταχέως εξελισσόμενη μητρόπολη. Ούτε είχε δει ποτέ έναν πραγματικό ουρανοξύστη, σύμφωνα με το βιογράφο του Τζέιμς Λορντ. Η δουλειά του στο έργο είχε ως αποτέλεσμα τις 4 φιγούρες όρθιων γυναικών -τα μεγαλύτερα γλυπτά του- με τίτλο Grande femme debout I ως IV (1960). Ωστόσο, η παραγγελία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, επειδή δεν ήταν ικανοποιημένος από τη σχέση μεταξύ γλυπτού και χώρου, έτσι το εγκατέλειψε. Το 1962, τιμήθηκε με το μεγάλο βραβείο γλυπτικής στη Μπιενάλε της Βενετίας και το βραβείο έφερε μαζί του παγκόσμια φήμη.
Ακόμη κι όταν είχε αποκτήσει δημοτικότητα κι η δουλειά του ήτανε περιζήτητη, εξακολουθούσε να ξαναδουλεύει μοντέλα, συχνά καταστρέφοντάς τα ή αφήνοντάς τα στην άκρη για να επιστραφούνε χρόνια μετά. Οι εκτυπώσεις που παρήγαγε συχνά παραβλέπονται, αλλά ο κατάλογος raisonné, Giacometti – The Complete Graphics and 15 Drawings από τον Herbert Lust (Tudor 1970), σχολιάζει τον αντίκτυπό τους και δίνει λεπτομέρειες για τον αριθμό των αντιτύπων κάθε εκτύπωσης. Μερικές από τις πιο σημαντικές εικόνες του ήταν σε εκδόσεις μόλις 30 και πολλές περιγράφηκαν ως σπάνιες το 1970.

Οικογένεια Τζιακομέττι

Στα τελευταία του χρόνια τα έργα του παρουσιάστηκαν σε σειρά από μεγάλες εκθέσεις σ’ όλη την Ευρώπη. Οδηγώντας ένα κύμα διεθνούς δημοτικότητας και παρά την επιδείνωση της υγείας του, ταξίδεψε στις ΗΠΑ το 1965 για έκθεση των έργων του στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης. Ως τελευταίο του έργο ετοίμασε το κείμενο για το βιβλίο Paris sans fin (Ατέλειωτο Παρίσι), ακολουθία 150 λιθογραφιών που περιέχουν αναμνήσεις απ’ όλα τα μέρη που ‘χε ζήσει.
Σχετικά με τη γλυπτική τεχνική του και σύμφωνα με το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης: «Οι τραχειές, διαβρωμένες, βαριά επεξεργασμένες επιφάνειες του Three Men Walking, 1949, χαρακτηρίζουν την τεχνική του. Μειωμένες, όπως είναι, στον πυρήνα τους, αυτές οι φιγούρες παραπέμπουν σε μοναχικά δέντρα το χειμώνα που ‘χουνε χάσει το φύλλωμά τους. Μέσα σ’ αυτό το στυλ, ο Giacometti σπάνια παρέκκλινε από τα 3 θέματα που τον απασχολούσαν -τον άνθρωπο που περπατά, την ορθή, γυμνή γυναίκα και το μπούστο- ή και τα 3, συνδυασμένα σε διάφορες ομάδες».
Σε μια επιστολή προς τον Pierre Matisse, ο Giacometti έγραψε: «Οι φιγούρες δεν ήτανε ποτέ συμπαγής μάζα αλλά σα διαφανής κατασκευή». Στην επιστολή, γράφει για το πώς κοίταξε πίσω στις ρεαλιστικές, κλασσικές προτομές της νιότης του με νοσταλγία κι αφηγείται την ιστορία της υπαρξιακής κρίσης που επιτάχυνε το στυλ που έγινε γνωστός.

«Ανακάλυψα ξανά την επιθυμία να κάνω συνθέσεις με φιγούρες. Γι’ αυτό έπρεπε να κάνω γρήγορα σκέφτηκα, εν παρόδω, μία ή δύο μελέτες από τη φύση, ίσα-ίσα να καταλάβω τη κατασκευή ενός κεφαλιού, ολόκληρης φιγούρας, και το 1935 πήρα μοντέλο. Αυτή η μελέτη θα ‘παιρνε, σκέφτηκα, 2 βδομάδες και μετά θα μπορούσα να πραγματοποιήσω τις συνθέσεις μου… Δούλεψα με το μοντέλο όλη μέρα από το 1935 ως το 1940… Τίποτα δεν ήταν όπως το φανταζόμουν. Ένα κεφάλι, έγινε για μένα αντικείμενο τελείως άγνωστο και χωρίς διαστάσεις».

Δεδομένου ότι πέτυχε εξαιρετικό ρεαλισμό μ’ ευκολία όταν εκτελούσε προτομές στην εφηβεία του, η δυσκολία να προσεγγίσει εκ νέου τη φιγούρα ως ενήλικας γίνεται γενικά κατανοητή ως σημάδι υπαρξιακής πάλης για νόημα, παρά ως τεχνικό έλλειμμα. Ήτανε βασικός παίκτης στο σουρρεαλιστικό κίνημα, αλλά το έργο του αντιστέκεται στην εύκολη κατηγοριοποίηση. Κάποιοι το περιγράφουν ως φορμαλιστικό, άλλοι υποστηρίζουν ότι είναι εξπρεσιονιστικό ή ότι έχει να κάνει με αυτό που ο Ντελέζ αποκαλεί «μπλοκ αισθήσεων» (όπως στην ανάλυση του για τον Φράνσις Μπέικον). Ακόμη και μετά τον αφορισμό του από την ομάδα των σουρρεαλιστών, ενώ η πρόθεση της γλυπτικής του ήτανε συνήθως η μίμηση, τα τελικά προϊόντα ήταν έκφραση της συναισθηματικής του ανταπόκρισης στο θέμα. Προσπάθησε να δημιουργήσει αποδόσεις των μοντέλων του με τον τρόπο που τα ‘βλεπε και με τον τρόπο που πίστευε ότι έπρεπε να φαίνονται. Κάποτε είπε ότι δε σμιλεύει την ανθρώπινη φιγούρα αλλά «τη σκιά που ρίχνει».
Ο φιλόσοφος William Barrett στο Irrational Man: A Study in Existential Philosophy (1962), υποστηρίζει ότι οι εξασθενημένες μορφές των γλυπτών του αντικατοπτρίζουν την άποψη του μοντερνισμού και του υπαρξισμού του 20ου αι. ότι η σύγχρονη ζωή είναι όλο πιο κενή και χωρίς νόημα. Έκθεση 2011–2012 στη Pinacothèque de Paris επικεντρώθηκε στο να δείξει πώς ο Giacometti εμπνεύστηκε από την ετρουσκική τέχνη.
Είναι πιότερο γνωστός για τα χάλκινα γλυπτά ψηλών, λεπτών ανθρώπινων μορφών, που κατασκευάστηκαν από το 1945 ως το 1960. Επηρεάστηκε από τις εντυπώσεις που αποκόμισε από τους ανθρώπους που έσπευδαν στη μεγάλη πόλη, τους ανθρώπους σε κίνηση τους είδε ως «διαδοχή στιγμών ακινησίας». Οι λεπτές φιγούρες ερμηνεύονται συχνά ως έκφραση του υπαρξιακού φόβου, της ασημαντότητας και της μοναξιάς της ανθρωπότητας. Η διάθεση φόβου στη 10ετία του ’40 και του Ψυχρού Πολέμου αντικατοπτρίζεται σ’ αυτό το σχήμα. Νιώθει λυπημένος, μόνος και δύσκολα να σχετιστείς μαζί του.

Το Εργαστήρι Του

Ο Giacometti πέθανε 11 Γενάρη 1966, από καρδιακή νόσο (περικαρδίτιδα) και χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια στο Kantonsspital στο Chur της Ελβετίας. Το σώμα του επέστρεψε στη γενέτειρά του στο Borgonovo, όπου ενταφιάστηκε κοντά στους γονείς του. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του θύμιζε όλο και περισσότερο τις πολύ λεπτές, οστεώδεις φιγούρες που σκάλιζε στο πηλό ή στον ορείχαλκο. Έργα του βρίσκονται σε όλα τα μεγάλα μουσεία του κόσμου καθώς και σε ιδιωτικές συλλογές.
Χωρίς παιδιά, η Annette Giacometti έγινε η μοναδική κάτοχος των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας του. Εργάστηκε για να συλλέξει πλήρη κατάλογο επικυρωμένων έργων από τον εκλιπόντα σύζυγό της, συλλέγοντας έγγραφα σχετικά με τη τοποθεσία και τη κατασκευή των έργων του κι εργάστηκε για τη καταπολέμηση του αυξανόμενου αριθμού παραποιημένων έργων. Όταν πέθανε το 1993, το Fondation Giacometti ιδρύθηκε από το γαλλικό κράτος.
Τον Μάη του 2007 ο εκτελεστής της περιουσίας της χήρας του, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας Roland Dumas, καταδικάστηκε για παράνομη πώληση έργων του Giacometti σε έναν κορυφαίο δημοπράτη, τον Jacques Tajan, που επίσης καταδικάστηκε κι οι 2 διατάχθηκαν να πληρώσουν 850.000 ευρώ στο Ίδρυμα Alberto and Annette Giacometti.
Το έργο του έχει αποτελέσει αντικείμενο πολυάριθμων ατομικών εκθέσεων, συμπεριλαμβανομένου του High Museum of Art, Ατλάντα (1970). Centre Pompidou, Παρίσι (2007–2008)· Μουσείο Πούσκιν, Μόσχα, The Studio of Alberto Giacometti: Collection of the Fondation Alberto et Annette Giacometti (2008)· Κούνσταλ Ρότερνταμ (2008); Fondation Beyeler, Βασιλεία (2009)· Μπουένος Άιρες (2012); Kunsthalle Αμβούργο (2013)· Μουσείο Πέρα, Κωνσταντινούπολη (2015)· Tate Modern, Λονδίνο (2017)· Πινακοθήκη του Βανκούβερ, «Alberto Giacometti: A Line Through Time» (2019)· Εθνική Πινακοθήκη της Ιρλανδίας, Δουβλίνο (2022) κ.τ.λ.

Η National Portrait Gallery, η 1η ατομική έκθεση του έργου του στο Λονδίνο, Pure Presence, άνοιξε με κριτικές 5 αστέρων στις 13 Οκτώβρη 2015 (ως 10 Γενάρη 2016, προς τιμή της 50ής επετείου από το θάνατό). Από τον Απρίλη του 2019, το Μουσείο Πράδο στη Μαδρίτη, αναδεικνύει τον Τζιακομέτι σε μια έκθεση. Το Fondation Alberto et Annette Giacometti, έχοντας λάβει κληροδότημα από τη χήρα του Alberto Giacometti, Annette, κατέχει συλλογή περίπου 5.000 έργων, που εκτίθενται συχνά σε όλο τον κόσμο μέσω εκθέσεων και μακροπρόθεσμων δανείων. Ίδρυμα δημοσίου συμφέροντος, το Ίδρυμα δημιουργήθηκε το 2003 κι έχει στόχο τη προώθηση, διάδοση, διατήρηση και προστασία του έργου του Alberto Giacometti. Το Alberto-Giacometti-Stiftung που ιδρύθηκε στη Ζυρίχη το 1965, κατέχει μικρότερη συλλογή έργων που αποκτήθηκαν από τη συλλογή του βιομήχανου του Πίτσμπουργκ G. David Thompson.
Σύμφωνα με τα αρχεία, ο Giacometti έχει πουλήσει τα 2 πιο ακριβά γλυπτά στην ιστορία. Τον Νοέμβρη του 2000 ένα χάλκινο Giacometti, το Grande Femme Debout I, πουλήθηκε για 14,3 εκατομμύρια δολάρια. Το Grande Femme Debout II αγοράστηκε από τη γκαλερί Gagosian για 27,4 εκατομμύρια δολάρια στη δημοπρασία του Christie’s στη Νέα Υόρκη στις 6 Μάη 2008. Το L’Homme qui marche I, χάλκινο γλυπτό ενός άνδρα σε φυσικό μέγεθος, έγινε από τα πιο ακριβά έργα τέχνης και κείνη την εποχή ήτανε το πιο ακριβό γλυπτό που πουλήθηκε ποτέ σε δημοπρασία. Ήτανε το Φλεβάρη του 2010, όταν πουλήθηκε για 65 εκατομμύρια λίρες (104,3 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ) στον οίκο Sotheby’s του Λονδίνου. Το Grande tête mince, μεγάλη χάλκινη προτομή, πουλήθηκε για 53,3 εκατομμύρια δολάρια μόλις 3 μήνες αργότερα. Το L’Homme au doigt (Pointing Man) πουλήθηκε για 126 εκατομμύρια δολάρια (81.314.455,32 £) ή 141,3 εκατομμύρια δολάρια με αμοιβές, στη πώληση του Christie’s τον Μάη του 2015, Looking Forward to the Past στη Νέα Υόρκη. Το έργο βρισκότανε στην ίδια ιδιωτική συλλογή για 45 χρόνια. Μέχρι στιγμής είναι το πιο ακριβό γλυπτό που πωλείται σε δημοπρασία.

Αφού παρουσιάστηκε στο πρόγραμμα του BBC Fake or Fortune, γύψινο γλυπτό, με τίτλο Gazing Head, πουλήθηκε το 2019 για μισό εκατομμύριο λίρες.
Τον Απρίλη του 2021, το μικρό χάλκινο γλυπτό του Giacometti, Nu debout II (1953), πουλήθηκε από ιαπωνική ιδιωτική συλλογή και κόστισε 1,5 εκατομμύριο λίρες (2 εκατομμύρια δολάρια), έναντι εκτίμησης 800.000 λιρών (1,1 εκατομμύρια δολάρια).
Ο Giacometti δημιούργησε το μνημείο στον τάφο της Gerda Taro στο νεκροταφείο Père Lachaise.
Σύμφωνα με διάλεξη του Michael Peppiatt στο Πανεπιστήμιο του Cambridge στις 8 Ιουλίου 2010, ο Giacometti, ο οποίος είχε φιλία με τον συγγραφέα/θεατρικό συγγραφέα Samuel Beckett, δημιούργησε το δέντρο για τα γυρίσματα παραγωγής του 1961 στο Παρίσι του Περιμένοντας τον Γκοντό.
Ο Giacometti και το γλυπτό του L’Homme qui marche I εμφανίζονται στο πρώην τραπεζογραμμάτιο των 100 ελβετικών φράγκων.
Το 2001 συμπεριλήφθηκε στην έκθεση Painting the Century: 101 Portrait Masterpieces 1900–2000 που πραγματοποιήθηκε στην National Portrait Gallery του Λονδίνου.
Το γλυπτικό στυλ του Giacometti έχει εμφανιστεί σε διαφημίσεις για διάφορα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ξεκινώντας το 1987 με τη διαφήμιση Shoes για τη Royal Bank of Scotland σε σκηνοθεσία Gerry Anderson.
Η ταινία του 2017 Final Portrait αφηγείται ξανά την ιστορία της φιλίας του με τον βιογράφο James Lord. Τον Τζιακομέττι υποδύεται ο Τζέφρι Ρας.

Η Ταφική Πλάκα

Σε κάθε έργο τέχνης το θέμα είναι αρχέγονο, είτε το γνωρίζει ο καλλιτέχνης είτε όχι. Το μέτρο των τυπικών ιδιοτήτων είναι μόνο ένα σημάδι του μέτρου της εμμονής του καλλιτέχνη με το θέμα του. Η μορφή είναι πάντα ανάλογη με την εμμονή.
Alberto Giacometti (1945), όπως αναφέρεται στο: Joel Shatzky, Michael Taub (1999), Σύγχρονοι Εβραίοι-Αμερικανοί Δραματουργοί και Ποιητές. σ. 302
Οι φιγούρες δεν ήταν ποτέ για μένα μια συμπαγής μάζα αλλά σαν μια διαφανής κατασκευή.
Αλμπέρτο Τζιακομέττι. Έκθεση γλυπτών, ζωγραφικής, σχεδίων. Pierre Matisse Gallery (Νέα Υόρκη, Νέα Υόρκη), 1948. σ. 36.
Υπήρχε ένα τρίτο στοιχείο στην πραγματικότητα που με απασχολούσε: η κίνηση.
Παρ’ όλες τις προσπάθειές μου, μου ήταν αδύνατο τότε να αντέξω ένα γλυπτό που έδινε μια ψευδαίσθηση κίνησης, ένα πόδι που προχωρούσε, ένα σηκωμένο χέρι, ένα κεφάλι που κοιτούσε στο πλάι. Θα μπορούσα να δημιουργήσω μια τέτοια κίνηση μόνο αν ήταν πραγματική και πραγματική. Ήθελα επίσης να δώσω την αίσθηση της κίνησης που θα μπορούσε να προκληθεί.

Alberto Giacometti σε: Peter Selz, Alberto Giacometti. Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο [και άλλα], που διανεμήθηκε από την Doubleday, 1965. σ. 20
Αυτό είναι το τρομερό: όσο περισσότερο δουλεύει κανείς σε μια εικόνα, τόσο πιο αδύνατο γίνεται να την τελειώσει.
Alberto Giacometti στο: James Lord (1965), Giacometti Portrait, σ. 11-12; όπως αναφέρεται στο: James Olney (1998), Memory and Narrative: The Weave of Life-Writing. σ. 331.

Λίγο αφότου άρχισα να ασχολούμαι με τη γλυπτική, ζωγράφισα μερικά από αυτά και μετά τα κατέστρεψα όλα. Έχω ξαναρχίσει αρκετές φορές. Το 1951, ζωγράφισα μια ολόκληρη σειρά γλυπτών. Αλλά ζωγραφίζοντάς τα, βλέπεις τι λείπει από τη φόρμα. Και είναι άχρηστο να ζωγραφίζεις πάνω από κάτι στο οποίο δεν πιστεύεις. Προσπάθησα ξανά πριν από ένα μήνα. Ζωγραφίζοντάς τα, αναδείχθηκαν οι ελλείψεις της φόρμας.
Alberto Giacometti στο: Paul Auster (μτφρ.) «Η ζωή μου έχει μειωθεί στο τίποτα: Ο David Sylvester μιλά στον Alberto Giacometti για τον αγώνα του με τις αναλογίες και τις δυσκολίες του να φτιάξεις ένα μάτι», theguardian.com, 21 Ιουνίου 2003.
Οι πόρνες είναι τα πιο τίμια κορίτσια. Παρουσιάζουνε το “πρόγραμμά” τους αμέσως. Οι άλλοι κρατιούνται και δεν το δείχνουνε ποτέ.
Όπως αναφέρεται στο: Kay Larson, “The thin man”, New York Magazine, 7 Οκτωβρίου 1985, σ. 70.
Ξεκινά κανείς βλέποντας το άτομο που ποζάρει, αλλά σιγά σιγά παρεμβαίνουν όλα τα πιθανά γλυπτά του… Όσο πιο αληθινό εξαφανίζεται ένα πραγματικό όραμά του, τόσο πιο ξένο γίνεται το κεφάλι του.
Όπως αναφέρεται στο: Kay Larson, “The thin man”, New York Magazine, 7 Οκτωβρίου 1985, σ. 70.

====================================

Χρονομετρητής
Caen
Diego
Γυναίκα
Φιγούρα
Sculp
Woman of Venice
Woman of Venice I

ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Καρικατούρα του

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *