Abernathy Robert Harwood: Ταλαντούχος Καθηγητής-Μυστήριος

Βιογραφικό

     Για τη ζωή του Ρόμπερτ Αμπερνάθυ υπάρχουνε γνωστά, ελάχιστα στοιχεία ακόμα κι αν έχουμε φτάσει στον 21ο αι. με το γκουγκλ και τόσα και τόσα μέσα επιπλέον, μα δυστυχώς: Ούτε μια φωτογραφία… Ας είναι…

    Ο Ρόμπερτ Χάργουντ Άμπερνάθι (το πραγματικό πλήρες όνομά του ήτανε Robert Harwood Abernathy) ξέρουμε πως ήτανε καθηγητής Πανεπιστημίου στις Γλώσσες με ιδιαίτερην εξειδίκευση στις  σλάβικές και παράλληλα έγραφε ιστορίες ΕΦ και τις δημοσίευε σε διάφορα περιοδικά. Γεννήθηκε στις 6 Ιουνίου 1924 στο Τούξον στην Αριζόνα, ΗΠΑ, και πέθανε κει στις 6 Απρίλη 1990 στην ηλικία των 66 ετών. Πρωτοξεκίνησε να δημοσιεύει, με τη Κληρονομιά (Heritage), ιστορία του που την έστειλε στο περιοδικό Astounding, τον Ιούνιο του 1942. Εκείνη την εποχή, είχανε πολλή πέραση οι ιστορίες με πλανήτες κι εκείνος τροφοδοτούσε τακτικά με τέτοιες τα περιοδικά. Μάλιστα ειδικοί γνώστες την εποχή εκείνη της 10ετίας 40-50, τη θεωρούν ως τη Χρυσή Εποχή της ΕΦ.
     Σαν συγγραφέας ήταν αρκετά αξιόπιστος, και ταλαντούχος με πολλή και πλούσια φαντασία κι αξιοσέβαστος άνθρωπος και καθηγητής, που ωστόσο, κατά τη διάρκεια της ζωής του δεν κατόρθωσε να “ξεκολλήσει” από τις δημοσιεύσεις στις σελίδες των διάφορων περιοδικών της ΕΦ και να περάσει στις σελίδες ενός βιβλίου που να φέρει την υπογραφή του και σίγουρα κανείς δεν θα ‘μενε αδιάφορος στη πλούσια φαντασία του. Αντ’ αυτού, παρέμεινε να διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο μέχρι την οριστική πλέον συνταξιοδότησή του. Πάντως πολλές ιστορίες του πλέον έχουνε συμπεριληφθεί σε διάφορες Ανθολογίες του είδους. Γενικά, δύσκολα να μην εμπεριέχεται μια έστω ιστορία του σε κάποιαν Ανθολογία ΕΦ -κι έγραψε πάμπολλες κι ενδιαφέρουσες.
     Παρακάτω θα προσθέσω κάποια έργα του, ενδεικτικά, τα περιοδικά που πρωτοδημοσιευτήκανε και τις χρονολογίες τους:

Peril of the Blue World” in Planet Stories, Winter 1942
The Canal Builders” in Astounding, January 1945
Heritage” (novella) in Astounding, June 1947
The Dead-Star Rover” in Planet Stories, Winter 1949
Strange Exodus” in Planet Stories, Fall 1950
The Rotifers” in if, March 1953
Axolotl” (also published as “Deep Space“) in F&SF, January 1954
Heirs Apparent” (novella) in F&SF, June 1954
Pyramid” (novella) in Astounding, July 1954
Single Combat” in F&SF, January 1955
Junior” in Galaxy, January 1956
Grandma’s Lie Soap” in Fantastic Universe, February 1956
     
=========================

                                 Παράξενη Έξοδος

     Ο Γουεστόβερ ταράχτηκε όταν σκόνταψε πάνω στο τέρας, γιατί από ότι ήξερε κανένα δεν είχε περάσει από εδώ.
     Ανηφόριζε κατά τους λόφους, άλλοτε τσαλαβουτώντας στο νερό μέχρι τη μέση, κι άλλοτε σκαρφαλώνοντας πάνω σε σχετικά στεγνά υψώματα. Δεξιά και αριστερά, άκουγε το μελαγχολικό βουητό του πλημμυρισμένου ποταμού, και πίσω του, τα νερά που φούσκωναν και που μόλις είχε προλάβει να αποφύγει. Ο νυχτιάτικος ουρανός ήταν μολυβένιος, και το φεγγάρι ένας μουντός κίτρινος δίσκος που άφηνε το ποτάμι ναι τους λόφους, ακόμα και τη λάσπη, βυθισμένα στο σκοτάδι.
     Δεν είχε προσπαθήσει να βρει την αιτία για τη πλημμύρα, αλλά την είχε δεχτεί απλά, μουδιασμένα, σα μια ακόμα εκδήλωση της αναταραχής και της σύγχυσης ενός κόσμου που κατέρρεε. Έτσι κι αλλιώς, ήταν εξαντλημένος, τα πόδια του δεν τον κρατούσαν άλλο. Δεν είδε αλλά μάλλον διαισθάνθηκε το τείχος που ορθωνόταν μπροστά του, και νόμιζε ότι ήτανε κατακόρυφος βράχος σε κάποια απογυμνωμένη βουνοπλαγιά, μέχρι που το πόδι του γλίστρησε σε μια τρύπα κι έπεσε μπροστά και τα απλωμένα χέρια του βυθίστηκαν στη λάσπη που σκέπαζε μα αμυδρά, αποκρουστική κι ελαστική επιφάνεια.
     Τινάχτηκε σαν να είχε ζεματιστεί και κατρακύλησε μέσα στη μούχλα. Για πολλά λεπτά, σκοτεινός, άμορφος πανικός πλημμύρισε το μυαλό του. Έπειτα κατόρθωσε να επιβληθεί στον εαυτό του και προσπάθησε να αναλύσει την κατάσταση. Δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα μερικές γιάρδες πάρα πέρα, αλλά ήταν εύκολο να φανταστεί τα υπόλοιπα -τη πελώρια μορφή που έμοιαζε με γυμνοσάλιαγκα να απλώνεται βαριά από την μία άκρη της κοιλάδας μέχρι την άλλη, και το κεφάλι της και την ουρά της να ξεχειλίζουν πάνω στους λόφους, πέντε μίλια μακριά το ένα από το άλλο. Το κτήνος θα έμενε έτσι ήρεμο μέχρι το πρωί -να κοιμάται, αν αυτά γνώριζαν τον ύπνο. Κι αυτό εξηγούσε τη πλημμύρα: το σώμα του τέρατος είχε σχηματίσει φράγμα που πίσω του το ποτάμι ανέβαινε σταθερά κείνες τις πρώτες ώρες της νύχτας. Κι αν δεν μετακινιόταν μέχρι τα χαράματα, τότε το επίπεδο θα υψωνόταν ακόμα περισσότερο.
     Ο Γουεστόβερ στάθηκε ακίνητος μες στη μαυρίλα. Για πόση ώρα, δεν ήξερε. Δεν έδωσε σημασία στο νερό που σκέπασε τα πόδια του, τύλιξε τους αστραγάλους κι άρχισε να σκαρφαλώνει προς τα γόνατά του. Συνήλθε μόνον όταν είδε το φεγγάρι να προβάλλει μέσα από μια ρωγμή στο συννεφιασμένο ουρανό. Το μουντό του φως έλαμψε ολόγυρα πάνω στο νερό, που απλωνόταν ομοιόμορφα σα σεντόνι με μερικά σκόρπια υψώματα να σπάνε την μονοτονία -κορυφές λοφίσκων σαν κι αυτή που πάνω της είχε καταφύγει και που γρήγορα θα εξαφανίζονταν όλες κάτω από το χείμαρρο.
     Για μια στιγμή γνώρισε την απόγνωση. Ο δρόμος που είχε αφήσει πίσω του ήταν αδιάβατος, κι ο δρόμος μπροστά του, ήρθε να βοηθήσει. Προχώρησε παραπατώντας, πίεσε το κορμί του στη λασπερή, ζεστή επιφάνεια του ποδιού του τέρατος, κι απλώνοντας τα χέρια, ψηλάφισε πάνω από το κεφάλι του -βρήκε προεξοχές, κι άρχισε να σκαρφαλώνει με μια δύναμη που δεν ήξερε ότι υπήρχε μέσα του. Ένιωσε ευγνωμοσύνη όταν κρύφτηκε και πάλι το φεγγάρι, καθώς σκαρφάλωνε την επίπεδη γλιστερή επιφάνεια του ποδιού. άκουγε όμως ακόμα τον παφλασμό του πλημμυρισμένου ποταμού από κάτω. Το κουρασμένο μυαλό του μουρμούρισε προδοτικά: “Κοιμάμαι – εφιάλτης είναι“. Μια φορά, ακούγοντας την ύπουλη εκείνη φωνή, γλύστρησε και για μερικές στιγμές έμεινε να κρέμεται ζαλισμένος από τα χέρια, κι έπειτα όταν βρήκε καινούριο στήριγμα αγκιστρώθηκε γερά και στάθηκε για μερικά λεπτά λαχανιασμένος ενώ η καρδιά του σφυροκοπούσε στο στήθος του.
     Έπειτα από λίγη ώρα, ξαναβρήκε το κουράγιο να συνεχίσει την αναρρίχηση του και σύρθηκε, τρέμοντας και βαριανασαίνοντας στο σχετικά ασφαλές σημείο όπου πλάταινε το πόδι. Από πάνω του ορθωνόταν ο μεγάλος μαύρος απότομος γκρεμός που έφτανε στη κορφή της καμπουριασμένης ράχης του τέρατος, βουνό που έπρεπε να σκαρφαλώσει. Πανικόβλητος, κατάλαβε ότι το εξαντλημένο του κορμί δε θα μπορούσε να φτάσει εκεί πάνω και να αντιμετωπίσει έπειτα και την ατελείωτη επικίνδυνη κάθοδο από την άλλη πλευρά, που έπρεπε να τελειώσει πριν από την αυγή… αλλά όχι τώρα… όχι τώρα…
     Έμεινε ξαπλωμένος σε μια κατάσταση ανάμεσα στην εγρήγορση και το όνειρο, ψηλά πάνω στο πλευρό του τέρατος. Και του φαινόταν ότι το κολοσσιαίο κορμί σάλευε, φούσκωνε κι αναστέναζε -αλλά ήξερε ότι τα τέρατα δεν ανέπνεαν όπως τα ζώα που έχουνε ραχοκοκαλιά. Ο
Γουεστόβερ ήταν ένας από κείνους τους ανθρώπους που όταν η ανθρωπότητα πολεμούσε ακόμα, είχε συγκεντρώσει ένα θησαυρό γνώσεων σχετικά με τον εχθρό -τον εχθρό που δεν είχε ούτε εγκέφαλο ούτε όργανα, αλλά ήταν απλά τόσο τεράστιος που η ανθρώπινη ευφυία και τα ανθρώπινα όπλα δεν μπορούσαν να τον καταστρέψουν…
     Ο Γουεστόβερ δεν έβλεπε πια το βρώμικο φεγγαρόφωτο, τη μακρινή αδύναμη λάμψη του ποταμού ή τη πλαγιά του ζωντανού βουνού. Είδε, όπως είχε δει από ένα αεροπλάνο ψηλά στον ουρανό, ένα τεράστιο δέντρο από καπνό που σηκωνόταν κι απλωνόταν κάτω απ’ το μεσημεριάτικο ήλιο, γαλατερά λευκός πάνω-πάνω και μαύρος και γλιερός χαμηλά, και κάτω από το μαύρο σύννεφο κάτι που σφάδαζε και κυλούσε τεμπέλικα σε μια κυκλώπεια αγωνία θανάτου. Η εικόνα διαλύθηκε και στη θέση της εμφανίστηκε το πρόσωπο ενός ανθρώπου -κάποιου που θα μπορούσε τώρα να είναι ζωντανός ή νεκρός, κάπου αλλού μέσα στο χάος ενός ερειπωμένου πλανήτη. Ήταν ένα συνηθισμένο πρόσωπο, στρογγυλωπό, με γυαλιά, αλλά σημαδεμένο τώρα από την τραγωδία. Η φωνή που το συνόδευε ήταν μονότονη, ξερή, διδαχτική:

   “Υπάρχουνε τόσα πολλά, κι εμείς έχουμε καταστρέψει τόσα λίγα -και για να σκοτώσουμε αυτά τα λίγα χρειαστήκαμε τα πιο ισχυρά μας όπλα. Η εξέταση κείνων που σκοτώθηκαν μας αποκάλυψε γιατί τα συνηθισμένα βλήματα, οι βόμβες και δηλητήρια δεν φέρνουν κανέν αποτέλεσμα -ξεχωριστά βέβαια από τη κυριώτερην αιτία που είναι το μέγεθός τους. Ο οργανισμός των πλασμάτων αυτών είναι τόσο χαλαρός που ένας τοπικός τραυματισμός δεν επηρεάζει καθόλου το σύνολο. Κατά κάποιο τρόπο, το καθένα από αυτά είναι ένα ξεχωριστό κύτταρο -σαν τους μύκητες, τις γήινες μορφές ζωής που τους μοιάζουν περισσότερο από κάθε άλλη. Αυτή η εκπληκτική ομοιότητα, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι ανάμεσα σε όλους τους πλανήτες του Ηλιακού Συστήματος διάλεξαν τη Γη για να επιτεθούν, δείχνει ότι ο κόσμος από όπου προέρχονται θα πρέπει να μοιάζει πολύ με το δικό μας. Αλλ’ ενώ στη Γη οι μύκητες είναι πιο ανεπτυγμένοι διχτυωτοί οργανισμοί κι η ζωή που έχει επικρατήσει είναι πολυκυτταρική, στον κόσμο από όπου κατάγονται τα τέρατα, φαίνεται ότι οι συνθήκες ευνόησαν μονοκυτταρική ανάπτυξη. Το τεράστιο μέγεθος των τεράτων είναι μάλλον αποτέλεσμα αυτής της ανειδίκευτης δομής και ίσως για τον ίδιο λόγο κατάφεραν αυτό που δεν έχει κατορθώσει ακόμα ούτε η προικισμένη με νοημοσύνη κυτταρική ζωή -να απελευθερωθούν δηλαδή από ύπαρξη δεμένη με την επιφάνεια ενός κόσμου, και να κατακτήσουν το διάστημα. Το κατόρθωσαν όχι με εφευρέσεις αλλά με τη προσαρμογή, όπως κάποτε η ζωή βγήκε από τη θάλασσα για να κατακτήσει την ξηρά. Τα τέρατα που κατέβηκαν στη Γη πρέπει να αντιπροσωπεύουν το τελικό αποτέλεσμα μακρόχρονης εξέλιξης που συμπληρώθηκε στο ίδιο το διάστημα. Είναι ολοφάνερα όντα από το βαθύ διάστημα και με οδηγό το ένστικτό τους, μπορούν να κατευθύνουν τους εαυτούς τους από πλανήτη σε πλανήτη κι από αστέρι σε αστέρι, ψάχνοντας για τροφή σε ήλιους και κόσμους σαν το δικό μας. Όταν κατεβούν σε τέτοιο πλανήτη, διασχίζουν ολόκληρη την επιφάνειά του απορροφώντας συστηματικά κάθε φαγώσιμη ύλη -ότι ζωντανό δηλαδή δεν είναι αρκετά ευκίνητο για να τα αποφύγει. Μοιάζουνε κάμπιες που έχουν καταλάβει ένα πλανήτη και δεν ξεκινάνε για τον επόμενο πριν τον απογυμνώσουν από όλα τα φύλλα του. Ο άνθρωπος είναι πολύ ευκίνητο είδος, γι’ αυτό οι άμεσες απώλειές μας απ’ αυτή την εισβολή είναι πολύ ελαφρές και θα εξακολουθήσουν να είναι πολύ ελαφρές. Αλλά όταν τα τέρατα θα έχουν τελειώσει με τη Γη, δεν θα ‘χει μείνει καθόλου βλάστηση για να τραφεί ο άνθρωπος, κανένα σπίτι, καμία πόλη, καμιά από τις σταθερές εγκαταστάσεις του πολιτισμού και τέλος θα είναι πολύ πιο τρομερό παρά αν μας έχουν καταβροχθίσει όλους τα τέρατα“.

     Ο Γουεστόβερ ξύπνησε, νιώθοντας λουσμένος στον κρύο ιδρώτα του εφιάλτη -έπειτα όμως κατάλαβε ότι μια ψιλή βροχούλα είχε του ‘χε μουσκέψει πρόσωπο και ρούχα. Αυτό, κι ο ύπνος, τον αναζωογόνησαν και το μυαλό του καθάρισε για πρώτη φορά μετά από πολλές μέρες και θυμήθηκε ότι δεν έπρεπε να κοιμηθεί, αλλά να συνεχίσει, να ψάχνει με πεισματωμένη ελπίδα ένα καταφύγιο που θα είχε μείνει ανέπαφο κατά κάποιο θαυματουργό τρόπο, ένα καταφύγιο όπου ίσως να σωζόνταν ακόμα ο πολιτισμός και η επιστήμη, κι όπου θα υπήρχαν τα μέσα γα να εφαρμόσει την ιδέα που είχε συλλάβει για την καταστροφή των τεράτων. Ανακάθισε κι έψαξε με το βλέμμα τον ουρανό, γυρεύοντας σημάδι που θα του έλεγε πόσες ώρες είχε κοιμηθεί. Χαμηλά στο δυτικό ορίζοντα ανακάλυψε τη σβησμένη λάμψη που σήμαινε ότι το φεγγάρι έδυε. Και στην ανατολή ένα εντονότερο φως πάλευε κιόλας μέσα από τα σύννεφα και την ομίχλη, κάθε στιγμή λιγότερο αδύνατο και απατηλό, πικρή πραγματικότητα της μέρας που χάραζε.
     Αλλά όταν άρχισε να σκαρφαλώνει με τη δύναμη που του έδινε η απόγνωση, ο ουρανός που φωτιζόταν λίγο – λίγο, τον έκανε να συνειδητοποιήσει ακόμα πιο έντονα πόσο μάταιη ήταν η προσπάθειά του. Με την αυγή, το τέρας θα άρχιζε να μετακινιέται, να σέρνεται προς την ανατολή, σπρωγμένο από την ίδια θολή φωτοτροπική παρόρμηση που θα πρέπει να οδηγούσε αυτά τα πλάσματα μέσα από τα διαστρικά βάθη σε αστέρια ηλιακού τύπου. Όλα τους σέρνονταν ασταμάτητα γύρω από τη Γη, προς την ανατολή, ξεκοιλιάζοντας ηπείρους και ρουφώντας τους ωκεανούς, και τώρα πια ότι είχε απομείνει από τον ανθρώπινο πολιτισμό θα πρέπει να λιμοκτονούσε πέρα από τον Αρκτικό κύκλο, ή πάνω σε πλοία στη θάλασσα. Οι ορδές που ζούσαν ακόμα και περιπλανιόντουσαν στις κάποτε πολυπληθείς κι εύφορες περιοχές -δεν θα ζούσαν πολύ. Για έναν άνθρωπο σαν τον Γουεστόβερ που ήταν κάποτε επιστήμονας, το πιο συντριπτικό δεν ήταν η προοπτική του θανάτου, αλλά το θανατηφόρο πλήγμα που είχε δεχτεί η ανθρώπινη περηφάνια του, η περηφάνια του πνεύματος και της θέλησης -που είχε νικηθεί από τον όγκο
και το ένστικτο της πείνας.
     Κοντά στη κορφή της ράχης του τέρατος, σκόνταψε κι έπεσε στα τέσσερα πάνω στο πρασινωπό τραχύ πετσί. Στην αρχή νόμισε πως είχε ζαλιστεί κι είχε παραπατήσει, έπειτα όμως συνειδητοποίησε ότι η επιφάνεια κάτω από τα πόδια του είχε μετακινηθεί. Αναμφίβολα, ακόμα και στο θολό φως της χαραυγής, οι λόφοι κι οι κοιλάδες της ρυτιδιασμένης ράχης άλλαζαν σχήμα, καθώς η τεράστια πρωτοπλασματική μάζα σερνόταν, κυλούσε κάτω από το πετσί της. Με αργές περισταλτικές κινήσεις, τα κύματα ξεκίνησαν για την ανατολή, προς το κεφάλι του τέρατος. Μπορούσε βέβαια να μείνει εκεί που βρισκόταν, σώος και αβλαβής. Πάνω στη ράχη του τέρατος, δεν είχε τίποτα να φοβηθεί ούτε από αυτό ούτε από τα όμοιά του. Ήξερε όμως με απελπιστική βεβαιότητα ότι μέχρι να πέσει η νύχτα και να μείνει πάλι ακίνητο το τέρας θα ήταν
τόσο αδύναμος από την εξάντληση κι από την πείνα που δε θα μπορούσε πια να κατέβει. Καθώς έμεινε σωριασμένος κεί που είχε πέσει, ένιωσε αυτή την αδυναμία να τον τυλίγει, δίχως να τη σταματά πια εκείνη η θέληση που τόσο καιρό τον πίεζε να συνεχίσει πεισματικά το δρόμο του.
     Έμεινε πάλι μισολιπόθυμος, σε ένα λήθαργο που αν δεν αντιδρούσε θα γινόταν ολοένα βαθύτερος μέχρι το θάνατο. Απομονωμένες σκέψεις πέρναγαν από το νου του. Σκέφτηκε ότι βρισκόταν σε ιδεώδες σημείο να κάνει τα πειράματα που του επέτρεπαν να αποδείξει τη θεωρία του για τον τρόπο καταστροφής των τεράτων -αν μόνο κάποιος είχε σκεφτεί να εγκαταστήσει ένα βιολογικό εργαστήριο στη ράχη του πλάσματος. Βέβαια η κυματοειδής κίνηση θα δημιουργούσε ειδικά τεχνικά προβλήματα… Ηλιθιότητα… Έπειτα νόμισε ότι έβλεπε το πρόσωπο του Σάττον, καθώς ο βιολόγος έδινε ήρεμα την αναφορά του στην Προεδρική Επιτροπή για εξόντωση… Η προφητεία του Σάττον είχε αποδειχτεί εκατό τα εκατό σωστή. Τα τέρατα δεν επρόκειτο να κορέσουν την πείνα τους πριν αφομοιώσουν μέσα τους όλες τις οργανικές ουσίες του κόσμου αυτού που ήταν η βορά τους. Κι οι άνθρωποι θα πεινούσαν, όπως κι εκείνος πεινούσε τώρα…
     Κάνοντας μια προσπάθεια, ο Γουεστόβερ ανάγκασε τον εαυτό του να ξυπνήσει, ανακάθισε, κι έπειτα σηκώθηκε όρθιος, σμίγοντας τα φρύδια για να μπορέσει να εξετάσει ήρεμα και λογικά την τρομερή έμπνευση που του είχε έρθει. Τα σύννεφα είχαν αρχίσει να αραιώνουν, ο ήλιος μεσουρανούσε κιόλας, ψήνοντας το γυμνό κινούμενο οροπέδιο που πάνω του στεκόταν ο άντρας. Η ιδέα που είχε γεννηθεί μέσα του φαινόταν να αντέχει αυτό το φως, να γίνεται μάλιστα κι ελπίδα. Με τρεμάμενα δάχτυλα, έβγαλε από τη ζώνη του το ελαφρό τσεκούρι και με πυρετώδικη επιμονή άρχισε να σκάβει το κρουστιασμένο τομάρι του τέρατος. Η ξερή, γεμάτη λέπια επιδερμίδα του φάνηκε αφάνταστα χοντρή. Επιτέλους όμως κατάφερε να τη σπάσει και να φτάσει στο μαλακότερο πρωτόπλασμα από κάτω. Χτυπώντας και σκάβοντας με το τσεκούρι μέσα στην τρύπα που είχε ανοίξει, έσκισε μερικά βαριά κομμάτια από τη σάρκα του ζώου. Ένας κυματισμός που δεν άνηκε στην κίνηση της πορείας, διαπέρασε την επιφάνεια του τέρατος. Ο Γουεστόβερ άρχισε να γελά ξέφρενα με μια ξαφνική αίσθηση δύναμης. Εκείνος, το ασήμαντο ανθρώπινο μαμούνι, είχε κάνει το γιγάντιο τέρας να αναριγήσει σα σκύλος που τον είχε δαγκώσει ψύλλος. Η παρομοίωση ήταν πετυχημένη: σαν ψύλλος είχε εγκατασταθεί πάνω σε ένα μεγαλύτερο ζώο, και επρόκειτο να τραφεί από αυτό. Τα κομμάτια που είχε κόψει ήταν γκρίζα κι αποκρουστικά, αλλά από μελέτες που είχε κάνει μαζί με τον Σάττον, ήξερε ότι τα τέρατα, μόλο που ήταν εξωγήινα, στη βασική χημική τους σύνθεση ήταν φτιαγμένα από πρωτεΐνες, λίπη κι υδατάνθρακες, όπως ο άνθρωπος ή οι αμοιβάδες, κι επομένως μπορούσαν να γίνουν τροφή.
     Τα σπίρτα του ήταν στεγνά μέσα στην αδιάβροχη θήκη τους. Αναψε φωτιά με μερικά χαλαρά ινώδη λέπια που ξερίζωσε από τη ράχη του τέρατος, και μισή ώρα αργότερα είχε χορτάσει. Θες η μακρόχρονη νηστεία, θες η αθέλητη αηδία ή ίσως απλά η κίνηση του πλάσματος, του έφεραν ναυτία αλλά κατόρθωσε να επιβληθεί στον εαυτό του και να κρατήσει το παράξενο γεύμα του μες στο στομάχι του. Έπειτα άρχισε να τον βασανίζει η δίψα. Πέρασε λίγη ώρα ωστόσο, πριν μπορέσει ν’ αποφασίσει να πιει το άχρωμο υγρό που ‘χε μαζευτεί στη πληγή του τέρατος.
Κι έτσι άρχισε για αυτόν μια παράξενη ζωή -η ζωή ενός παράσιτου, ενός ψύλλου πάνω σε σκύλο. Το τέρας σερνόταν τη μέρα κι αναπαυόταν τη νύχτα. Δυναμωμένος ο άντρας θα μπορούσε να το είχε εγκαταλείψει τότε, αλλά κατά κάποιο τρόπο οι μέρες περνούσαν και δεν το αποφάσιζε. Καμιά φορά, οι μέρες που έμενε ξαπλωμένος, μισονανουρισμένος από τη πολύωρη αιώρηση, με τα χέρια πάνω από το κεφάλι του για να προστατεύεται από τον ήλιο, προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι δεν έμενε μόνο γιατί ήταν δεμένος με τη μοναδική πηγή τροφής που γνώριζε σε ολόκληρο τον κόσμο -όχι γιατί είχε αρχίσει να αναπτύσσει τη ψυχολογία του ψύλλου. Ήταν άνθρωπος κι επιστήμων, κι έκανε ένα πείραμα… Η ζωή του στη ράχη του τέρατος απόδειχνε κάτι, κάτι πολύ σημαντικό για τον άνθρωπο, το εξαφανισμένο είδος -αλλά για ολοένα και μεγαλύτερες χρονικές περιόδους δεν κατόρθωνε να θυμηθεί τι ήτανε…

     Ένα πρωινό, ωστόσο, θυμήθηκε.
     Ξύπνησε με τον ήλιο να ζεσταίνει το κορμί του, συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα ότι κάτι ασυνήθιστο συνέβαινε. Πέρασε ένα διάστημα πριν προσδιορίσει τι ήταν αυτό που δεν πήγαινε καλά, κι όταν το κατάλαβε, πετάχτηκε όρθιος. Ο ήλιος είχε κιόλας ανατείλει και το τέρας θα έπρεπε να έχει πάλι αρχίσει τη σταθερή, αδηφάγα πορεία του προς την ανατολή. Αλλά δεν υπήρχε καμία κίνηση. Η μεγάλη ζωντανή έκταση έμενε ακίνητη γύρω του. Αναρωτήθηκε έντρομος μήπως είχε πεθάνει. Σε λίγο ωστόσο, ένιωσε ένα αδύναμο ρίγος, κι ένα ανασήκωμα κάτω από τα πόδια του κι άκουσε μακρινά γουργουρητά κι αναστενάγματα. Το μυαλό του είχε πάλι να λειτουργεί, λες κι η διακοπή της αιώρησης είχε
ξορκίσει το λήθαργο που τον είχε κυριέψει. Καταλάβαινε τώρα ότι είχε φτάσει στα πρόθυρα της τρέλλας όλο τον καιρό που είχε περάσει εδώ πάνω, της τρέλας που χτυπάει τους ερημίτες ή τους χαμένους σε νησιά ναυαγούς. Κι η δική του μοναξιά ήταν πιο παράξενη από όλες εκείνες.
Αφουγκράστηκε εντατικά τους δυσοίωνους ήχους της αλλαγής μέσα στα σωθικά του τέρατος, και σε αστραπή διορατικότητας κατάλαβε τι σήμαιναν. Στα νεκρά κορμιά των Τιτάνων που είχα υποκύψει στις ατομικές βόμβες, οι επιστήμονες είχαν βρει την απάντηση στο αίνιγμα πως τα πλάσματα αυτά διέσχιζαν το διάστημα με βοήθεια τεράστιων πόρων, θυλάκων αερίων που στο ζωντανό ζώο υφίσταντο εξαιρετικά μεγάλες πιέσεις και που θα μπορούσαν να τιναχτούν έξω για να δώσουν ώθηση στο τέρας σαν αντιδραστήρες. Η πυραυλική προώθηση βέβαια δεν ήταν καινούριο φαινόμενο στη ζωολογία: είχε αναπτυχθεί πολλούς αιώνες πριν την εμφάνιση του ανθρώπου από τις σουπιές και από κείνους τους παράξενους εκφυλισμένους  συγγενείς των σπονδυλωτών που λέγονται χιτωνοφόρα εξαιτίας της φανταχτερής κυτταρινικής πλαστικής πανοπλίας τους…
     Το τέρας που πάνω του ο Γουεστόβερ είχε ζήσει σα παράσιτο, παρήγε αέρια στο σώμα του κι ετοιμαζόταν να φύγει από τη κατεστραμμένη Γη. Αυτό ήταν το νόημα του γαργαντουανών γουργουρητών του. Και σήμαιναν ακόμα ότι έπρεπε επιτέλους να το εγκαταλείψει -τώρα ή ποτέ- ή να απογειωθεί μαζί του και να πεθάνει από ασφυξία στη στρατόσφαιρα. Ο άντρας σκαρφάλωσε βιαστικά στη ψηλότερη προεξοχή της ράχης και στάθηκε να κοιτάξει γύρω του. Αυτό που είδε τον έφερε στο χείλος της απόγνωσης. Γιατί ολόγυρα έβλεπε μόνο γαλάζιο νερό, κύματα να χορεύουν και να αστράφτουν στο δροσερό αγέρι. Και μυρίζοντας τον αέρα αναγνώρισε την αλμύρα της θάλασσας. Ενώ εκείνος κοιμόταν, το τέρας είχε διασχίσει την ακτή και δροσιζόταν τώρα στα ρηχά – για κείνο – σε βάθος κάπου πενήντα ή εκατό οργιές. Πέρα μακριά από εκεί που είχε έρθει, διέκρινε ένα ακρωτήρι ειρωνικά, απελπιστικά απόμακρο.
     Φυσικά -το πελώριο τέρας θα έμπαινε μέσα στη θάλασσα για να επιπλεύσει ο πρησμένος όγκος του και να μπορέσει να επιταχυνθεί και να απογειωθεί. Δε θα μπορούσε ποτέ να ανασηκωθεί στον αέρα από την ξηρά. Θα έπρεπε να το είχε προβλέψει αυτό και να είχε δραπετεύσει έγκαιρα. Τώρα που είχε λύσει το πρόβλημα της ανθρώπινης επιβίωσης… Αλλά ο αστραφτερός ωκεανός γέλαγε ειρωνικά, κυλώντας μακριά το ένα κύμα μετά το άλλο, και πέρα από κείνο το γαλάζιο ακρωτήρι, δεν θα υπήρχε τίποτα παρά η ερημωμένη ξηρά, όπου άνθρωποι μεταμορφωμένοι σε κτήνη, πολεμούσαν μανιασμένα για τα τελευταία απομεινάρια τροφής. Είχε χάσει το λογαριασμό των ημερών που είχε περάσει πάνω στη ράχη του τέρατος, αλλά ο βιασμός της Γης θα πρέπει να είχε τελειώσει πια. Δεν αμφέβαλλε ότι τα πλάσματα θα έφευγαν για το Ηλιακό Σύστημα όπως είχαν έρθει – σε ένα σμήνος που φαινόταν να οδηγείται από μια και μόνο βούληση και που οι αστρονόμοι της Γης στην αρχή είχαν νομίζει ότι ήταν κομήτης. Αφού έφευγε αυτό, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι θα έφευγαν και τα υπόλοιπα.
     Ο Γουεστόβερ κάθισε για λίγο κρατώντας το κεφάλι του στα χέρια και συνέχισε να αφουγκράζεται τα μουρμουρητά. Και τότε θυμήθηκε τις φωνές. Τις είχε ξανακούσει ξυπνώντας -ήταν μακρινές, πνιχτές φωνές που δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα λόγια τους, όχι οι μικρές κοντινές φωνούλες που καμιά φορά, τα ζεστά μεσημέρια μίλαγαν καθαρά στο αυτί του και φώναζαν ακόμα και το όνομά του. Αυτές οι τελευταίες ήτανε
παραισθήσεις -ακόμα και τότε τις είχε αόριστα δεχτεί σα τέτοιες- αλλά οι φωνές -με τη νέα πνευματική του διαύγεια ένιωσε ξαφνικά σίγουρος ότι υπήρχανε πραγματικά. Κι ένα άγριο , λευκό φως η ελπίδα άστραψε μέσα του κι έπεσε μπρούμυτα στην τραχεία επιφάνεια, κι άρχισε να τη γρονθοκοπά και να φωνάζει:
 -“Βοήθεια! Εδώ είμαι! Βοήθεια!”
     Σταμάτησε να ακούσει άγρια ένταση, και το μόνο που άκουσε ήταν τα πνιχτά ρεψίματα βαθιά μέσα στο τέρας. Έπειτα πήδηξε όρθιος κι άρπαξε το τσεκούρι του κι έτρεξε με κομμένη την ανάσα στο μέρος που είχε σκάψει για να φάει. Οι πληγές που άνοιγε είχαν την τάση να κλείνουν και να θεραπεύονται κατά τη διάρκεια της νύχτας. Τώρα άρχισε να δουλεύει με μανιασμένα χτυπήματα, πλαταίνοντας την τελευταία τρύπα, πετσοκόβοντας και σχίζοντας ολοένα βαθύτερα. Είχε βυθιστεί σχεδόν ολόκληρος μέσα στη κοιλότητα όταν μια σκιά έπεσε πάνω του από πίσω. Γύρισε απότομα, γιατί δεν ήταν δυνατό να υπάρχει σκιά πάνω στη ράχη του τέρατος. Ένας άντρας στεκόταν και τον παρατηρούσε ήρεμα -ένας ηλικιωμένος άντρας με τριμμένα μαύρα ρούχα – στηριγμένος σε ένα μπαστούνι. Η ράβδος, τα γένια, και μια φλόγα που σιγόκαιγε πίσω από καλοσυνάτα μάτια, τον έκαναν να μοιάζει με τους παλιούς προφήτες.
 -“Ποιος είσαι;” ρώτησε ξέπνοα ο Γουεστόβερ, σχεδόν δίχως έκπληξη.
 -“Είμαι ο Ιεροκήρυκας“, είπε ο γέρος. “Ο Κύριος με έστειλε για να σε σώσω. Σήκω, τέκνον μου, και ακολούθησέ με“.
     Ο Γουεστόβερ δίστασε.
 -“Μήπως σε φαντάζομαι μόνο;” παρακάλεσε. “Κάποιος άλλος βρήκε στα αλήθεια τη λύση;”
Τα φρύδια του Ιεροκήρυκα έσμιξαν αδιόρατα, αλλά έπειτα το βλέμμα του άλλαξε σε καλοσυνάτη κατανόηση.
 -“Έμεινες πολύ καιρό μόνος. Έλα μαζί μου, θα σε οδηγήσω στο Γιατρό“.
     Ο Γουεστόβερ δεν ήταν ακόμα βέβαιος ότι ο άλλος ήταν κάτι περισσότερο από ένα φάντασμα της παιδικής του ηλικίας -ο Ιεροκήρυκας, ο Γιατρός, επόμενος στη σειρά θα ήτανε σίγουρα ο Δάσκαλος- που είχε έρθει να του κλέψει και τα τελευταία απομεινάρια της λογικής. Κούνησε όμως το κεφάλι του με ύφος παιδιάστικής υπακοής και τον ακολούθησε. Όταν, μερικές εκατοντάδες γιάρδες πιο κοντά στο κεφάλι του τέρατος ο άλλος σταμάτησε σε μια μαύρη ρωγμή του ρυτιδιασμένου δέρματος, στο στόμιο ενός τούνελ που κατέβαινε στο απόλυτο σκοτάδι -κατάλαβε ότι και ο Ιεροκήρυκας κι η δική του τρελή ελπίδα ήταν πραγματικά γεγονότα.
-“Εκεί κάτω. Μες στη κοιλιά του Λεβιάθαν“, είπε ο γέρος με επισημότητα κι ο Γουεστόβερ τον ακολούθησε, αυτή τη φορά με προθυμία.
     Η κάθοδος μέσα στο στενό, συστρεφόμενο πέρασμα έμοιαζε με ένα ταξίδι στην Κόλαση… Κι ακόμα περισσότερο, η φαντασία κανενός δαιμονολόγου δε θα μπορούσε να τη συλλάβει αν δεν είχε ζήσει ο ίδιος την ανείπωτη φρίκη των μαλακών λασπερών τοιχωμάτων που κάθε
στιγμή έμοιαζαν να σφίγγονται για να τους παγιδέψουν. Ο αέρας ήταν ζεστός και βρωμούσε με τη γνώριμη βαριά γλυκερή μυρωδιά του άχρωμου αίματος του τέρατος… Έπειτα, όπως το περίμενε, ένα φως έλαμψε μπρος τους, το πέρασμα έγινε ευρύτερο κι ο Γουεστόβερ στάθηκε όρθιος, λυμένα γόνατα, να κοιτά μια αίθουσα σκαμμένη μες στο αληθινό στομάχι του Λεβιάθαν. Το δάπεδο κάτω από τα πόδια του ήτο στέρεο, όπως κι ο τοίχος που άγγιξε με το τρεμάμενο δάχτυλό του. Στη ζάλη του διέκρινε εργαλεία στηριγμένα στους τοίχους, φτυάρια, λοστούς, τσεκούρια και πέντε-έξι ανθρώπους, άντρες και γυναίκες με τραχιά βρώμικα ρούχα που τον περιεργάζονταν με ζωηρό ενδιαφέρον.
     Ο Ιεροκήρυκας στάθηκε δίπλα του, κοντανασαίνοντας και σκουπίζοντας το μέτωπό του. Με μια χειρονομία όμως απέκρουσε την ευλαβική προθυμία των άλλων.
 -“Όχι, θα τον πάω στο Γιατρό εγώ ο ίδιος. Εσείς όλοι πρέπει τώρα να βιαστείτε για να κλείσετε το άνοιγμα“.
     Χρειάστηκε να συρθούν μέσα από ένα δεύτερο τούνελ, αλλά εδώ τα τοιχώματα ήτανε στέρεα όπως και του δωματίου που είχαν αφήσει πίσω τους. Βγήκαν σε μια πιο ευρύχωρη σπηλιά που όπως κι η πρώτη φωτιζόταν μόνο τώρα το ζαλισμένο του μυαλό συνειδητοποίησε πόσα απίθανα ήταν όλα αυτά -με λαμπτήρες φθορίου, κι ήταν γεμάτη με αστραφτερά γυάλινα και μεταλλικά όργανα. Πάνω σε συσκευή με πολλούς σωλήνες που μέσα τους έσταζαν υγρά, σα μηχάνημα κλιματισμού, ήταν σκυμμένος ένας άντρας.
 -“Λειτουργεί;” ρώτησε ο Ιεροκήρυκας.
 -“Λειτουργεί”, απάντησε ο άλλος δίχως να τραβήξει το βλέμμα του από το μηχάνημα.
     Φυσαλίδες ανέβαιναν στην επιφάνεια του υγρού που γέμιζε τους σωλήνες, ανέβαιναν κι έσπαγαν, ανέβαιναν κι έσπαγαν, με μια παράξενη γοητευτική μονοτονία. Η γεμάτη ένταση στάση των δύο μυημένων έκανε τον Γουεστόβερ να καταλάβει ότι κάτι τρομαχτικά σημαντικό 
εξαρτιόταν από την επιτυχία του θαύματος που παρήγαγε εκείνες τις φυσαλίδες. Ο θαυματοποιός ανασηκώθηκε, σκουπίζοντας τα χέρια του στο παντελόνι του, καθώς στράφηκε με ένα χαμόγελο ικανοποίησης στο στρογγυλό πρόσωπό του -και τότε κι εκείνος κι ο Γουεστόβερ πάγωσαν από την έκπληξη της αναγνώρισης. Ο Σάττον συνήλθε πρώτος.
 -“Καλωσόρισες στη κιβωτό, Μπιλ” είπε ήρεμα. “Μόλις πρόλαβες -νομίζω από στιγμή σε στιγμή σηκώνουμε άγκυρα“. Τα έξυπνα μάτια του
μελέτησαν το πρόσωπο του Γουεστόβερ κι έκανε μια χειρονομία προς την κατεύθυνση ενός κιβωτίου στον τοίχο απέναντι από τη συσκευή του.
 -“Κάθισε. Φαίνεσαι να πέρασες πολλά“.
 -“Σωστά“. Ο Γουεστόβερ κάθισε ζαλισμένος. “Ζω όμως εδώ κι αρκετό καιρό στην κιβωτό σας. Αλλά σαν εκτοπαράσιτο“.
 -“Καιρός ήταν να ενωθείς με τα ενδοπαράσιτα. Ευτυχώς που σκάλισες αρκετά βαθιά εκεί πάνω ώστε να δημιουργήσεις κραδασμούς εδώ κάτω. Είχες λοιπόν και εσύ την ίδια ιδέα“;
 -“Κατά τύχη“, παραδέχτηκε ο Γουεστόβερ. “Περιπλανιώμουνα σε όλη τη χώρα -το αεροπλάνο μου έπεσε επιστρέφοντας από τη Νότιο Αμερική, όπου είχαμε πάει να κυνηγήσουμε έντομα. Είχε οργανώσει την επιχείρηση κάποιος που είχε επηρεαστεί από τον Πόλεμο των Κόσμων του Γουέλς. Νομίζω ότι ο πιλότος μου τρελάθηκε. Έβλεπες όλη την έκταση της καταστροφής από εκεί πάνω… Εγώ όμως δεν έπαθα τίποτα κι άρχισα να περπατάω – γυρεύοντας κάποιο μέρος με ανθρώπους κι εργαστήρια για να μπορέσω να δοκιμάσω τη μέθοδο που είχα σκεφτεί για την καταστροφή των τεράτων. Νόμιζα -ακόμα το νομίζω- ότι έχω ανακαλύψει έναν αλάνθαστο τρόπο για να σκοτώσουμε“.
     Ο Σάττον κούνησε σκεφτικά το κεφάλι.
 -“Ήταν πολύ αργά – ή πολύ νωρίς, ίσως. Αυτό θα πρέπει να το κουβεντιάσουμε“.
     Ο Γουεστόβερ τέλειωσε τη σύντομη εξιστόρησή του για το πως κατάληξε να ζει στη ράχη του τέρατος. Ο άλλος χαμογελούσε ευτυχισμένα.
 -“Εσύ άρχισες με την εφαρμογή, ενώ εγώ ανακάλυψα πρώτα τη θεωρία“.
 “Δεν έχω προχωρήσει και πολύ στη θεωρία“, είπε ο Γουεστόβερ, “αλλά νομίζω ότι την έχω συλλάβει σε γενικές γραμμές. Μέχρι να έρθουν τα τέρατα, ο άνθρωπος ήταν ένα παράσιτο πάνω στη Γη. Βασικά, ο παρασιτισμός -πάνω στα πράσινα φυτά και τα προϊόντα τους- ήταν ο τρόπος ζωής μας, όπως κι όλων των ζώων από την αρχή. Αλλά τα τέρατα αφομοίωσαν μέσα τους όλη τη φυτική τροφή, ακόμα και τις οργανικές ουσίες του εδάφους. Κι έτσι δεν υπάρχει παρά μόνο μια λύση – να μεταφέρουμε τον παρασιτισμό μας στη μοναδική πηγή τροφής που έχει απομείνει -στα ίδια τα τέρατα. Τα τέρατα παραλίγο να μας νικήσουν, γιατί έχουν δυο ειδικά πλεονεκτήματα προσαρμογής -το πελώριο μέγεθός τους και την ικανότητα να διασχίζουν το διάστημα. Ο άνθρωπος όμως πάντοτε κέρδιζε τη μάχη των προσαρμογών, γιατί μπορούσε να αυτοσχεδιάσει καινούριες ανάλογα με τις ανάγκες που παρουσιάζονταν. Η μεγαλύτερη κρίση που αντιμετώπισε ποτέ η ανθρωπότητα απαίτησε την πιο ριζική καινοτομία στον τομέα της ζωής μας“.
 -“Το ‘θεσες πολύ ωραία“, επιδοκίμασε ο Σάττον. “Μόνο που το κάνεις να φαίνεται εύκολο. Μέχρι να φτάσω κι εγώ σε αυτό το σημείο, υπήρχε τέτοια αναστάτωση που αντιμετώπισα τρομακτικές δυσκολίες για να βάλω σε εφαρμογή την ιδέα μου. Οι μόνοι που μπόρεσα να βρω για να με βοηθήσουν ήταν ο Ιεροκήρυκας κι ο λαός του. Έχουνε πίστη που μετακινεί βουνά, και που έκανε αυτό το αυτομετακινούμενο βουνό κατοικήσιμο“.
 -“Είναι λοιπόν κατοικήσιμο;” Η ερώτηση του Γουεστόβερ ήταν καθαρά ρητορική. Ο Σάττον έδειξε το μηχάνημα με τις φυσαλίδες δίπλα του. “Αυτό το πράγμα κατασκευάζει τώρα αέρα, που θα τον χρειαστούμε όταν το τέρας βρεθεί στο διάστημα. Όταν ψάχναμε για κάποιο δηλητήριο που θα σκότωνε τα τέρατα, βρήκα τυχαία τον καταλύτη που κάνει το αίμα τους να αποβάλλει το οξυγόνο του -το αίμα του είναι αυτό που βλέπεις να ρέει μέσα από τα φίλτρα. Έχουμε μια ηλεκτρική γεννήτρια που λειτουργεί με τη πίεση των εσωτερικών αερίων του τέρατος. Έχουμε να λύσουμε ακόμα πολλά προβλήματα πριν γίνουμε αυτάρκεις εδώ μέσα -αλλά το τέρας μας μοιάζει τόσο στη βασική του κατασκευή που το σώμα του περιέχει όλες τις ουσίες που χρειάζεται κι η ανθρώπινη ζωή“.
 -“Τότε“, ο Γουεστόβερ έριξε γύρω του μια ματιά γεμάτη θαυμασμό, “φαίνεται ότι ο κυριότερος κίνδυνος είναι η κλειστοφοβία“.
 -“Μην ανησυχείς. Η σπηλιά δεν πρόκειται να καταρρεύσει. Περιστοιχιζόμαστε από στέρεους κυστοειδείς ιστούς. Αλλά“, κι ο τόνος του Σάττον έγινε σοβαρότερος “ίσως υπάρχουν άλλοι ψυχολογικοί κίνδυνοι. Δε νομίζω ότι όλοι οι επιβάτες μας -είμαστε πενήντα ένας, πενήντα δύο τώρα- έχουν ακόμα συνειδητοποιήσει ότι αυτή η αποικία δεν είναι απλά μια προσωρινή λύση. Η ανθρώπινη ιστορία έχει να γνωρίσει τέτοια καμπή από τότε που οι άνθρωποι άρχισαν για πρώτη φορά να πελεκάνε τις πέτρες. Ο Mensch Als Raubtier του Σπένγκλερ -αν υπήρξε ποτέ- θα πρέπει να αντικατασταθεί από τον Mensch Als Schmarotzer κι η προσαρμογή μπορεί να είναι δύσκολη. Πρέπει να καταστρώσουμε την υπόλοιπη ζωή μας -και τη ζωή των παιδιών μας και των παιδιών των παιδιών μας- σαν παράσιτα μέσα σε αυτό το τέρας κι όποια άλλα μπορέσουμε να μολύνουμε, όταν συγκεντρωθούν και πάλι όλα μαζί στο διάστημα“.
 -“Για το μέλλον” διέκοψε ο Ιεροκήρυκας που παρακολουθούσε καλοσυνάτα τη συζήτηση των δύο βιολόγων, “θα φροντίσει ο Κύριος, όπως φρόντισε και για τον Ιωνά όταν εκείνος ζήτησε τη βοήθεια του μέσα από τη κοιλιά της φάλαινας“.
 -“Αμήν“, συμφώνησε ο Σάττον. Αλλά το βλέμμα που έριξε στον Γουεστόβερ ήτανε παράξενα ανήσυχο. “Μιλώντας για το μέλλον σκέφτηκα την ιδέα που ανέφερες -το σχέδιό σου για να σκοτώσουμε τα τέρατα“.
     Ο Γουεστόβερ έτριψε άθελα τα χέρια του, σαν άνθρωπος που είχε μείνει αναγκαστικά άπραγος για πολύ καιρό. Με σύντομες, κοφτές φράσεις εξήγησε στον Σάττον το σχέδιο που τον έκαιγε τον καιρό των πικρών περιπλανήσεών του πάνω στην ερειπωμένη χώρα. Θα ήταν
πολύ εύκολο να το πραγματοποιήσουν με την πλεονεκτική θέση του ενδοπαρασίτου, απομονώνοντας απλά για πολύ καιρό κάποια ισχυρή έκκριση -ορμόνες, ένζυμα ή κάτι παρόμοιο, από το αίμα του πλάσματος, ώστε να το σκοτώσει όταν θα ξανάμπαινε απότομα στον οργανισμό του.
 -“Στην αρχή σκέφτηκα ότι θα μπορούσαμε να έχουμε τα ίδια αποτελέσματα με τη σύνθεση -αλλά έτσι θα είναι πολύ πιο απλό“.
 -“Όμορφο κι απλό“. Ο Σάττον χαμογέλασε στραβά. “Τόσο πολύ που μακάρι να μην το είχες σκεφτεί ποτέ“.
     Ο Γουεστόβερ τον κοίταξε έκπληκτος.
 -“Γιατί;”
 -“Τόσην ώρα που μου περιέγραφες το σχέδιό σου, ήσουνα τόσο ενθουσιασμένος που φαινόσουνα σχεδόν έτοιμος να το εφαρμόσεις τώρα αμέσως“.
 -“Όχι! Καταλαβαίνω βέβαια -δηλαδή βλέπω τι εννοείς- νομίζω“.
     Ο Γουεστόβερ κατσούφιασε. Ο Σάττον χαμογέλασε αδιόρατα.
 -“Ναι, Μπιλ, νομίζω ότι καταλαβαίνει. Για να επιζήσουμε, θα πρέπει να είμαστε καλά παράσιτα. Αυτό σημαίνει πρώτα-πρώτα για τις επόμενες γενιές, ότι θα κρατάμε τον αριθμό μας περιορισμένο. Ένα καλό παράσιτο δεν καταστρέφει, ούτε καν κουράζει το ζώο που το τρέφει. Δεν θέλουμε να ακολουθήσουμε το θλιβερό παράδειγμα των ειδών που απέτυχαν, όπως τα έντομα της βουβωνικής πανώλης ή του τυφοειδούς πυρετού. Καλύτερα να ακολουθήσουμε το παράδειγμα της ταπεινής ταινίας. Η ιδέα σου είναι επικίνδυνη για τον ίδιο λόγο. Τα τέρατα θα πρέπει να περνάνε χιλιάδες χρόνια στο διαστρικό διάστημα. Όλο αυτό τον καιρό θα ζουν αποκλειστικά από το λίπος τους -τα καύσιμα που αποθήκευσαν στη Γη- κι εμείς θα κάνουμε το ίδιο. Έχουμε μπροστά μας μια ολόκληρη καινούρια ιστορία του ανθρώπου με συνθήκες τόσο αλλαγμένες που δεν μπορούμε ούτε καν να προβλέψουμε το δρόμο που θα πάρει. Υπάρχει πολύ μεγάλος κίνδυνος οι άνθρωποι να πολλαπλασιαστούν τόσο πολύ που θα σκοτώσουν τα τέρατα. Φαντάσου όμως έναν αγώνα για Lebensraum όταν ο μόνος ζωτικός χώρος που υπάρχει είναι μερικές χιλιάδες τέρατα που το καθένα τους μπορεί να θρέψει ένα πολύ περιορισμένο αριθμό ανθρώπων -κι η μέθοδός σου είναι ένας εύκολος τρόπος να καταστρέψουμε αυτούς τους μικρούς κόσμους που θα κατοικήσουν οι απόγονοί μας. Η ιδέα σου είναι σωστός δυναμίτης, πολύ επικίνδυνη για να τη κρατήσουμε μέσα στο σπίτι“.
     Ο Γουεστόβερ έσκυψε το κεφάλι, αλλά είχε παρατηρήσει μια παράξενη λάμψη προσδοκίας στο βλέμμα του Σάττον καθώς μιλούσε. Σκέφτηκε για λίγο, και το πρόσωπό του άνοιξε.
 -“Θα μπορούσαμε ίσως να βρούμε κάποιο τρόπο να καταγράψουμε την ιδέα μου, ένα τρόπο που δε θα μπορεί να τον καταλάβει κάποιος αν δεν είναι αρκετά έξυπνος ώστε να ξέρει πότε θα πρέπει να τη χρησιμοποιήσει. Ένα αίνιγμα για τους απογόνους μας -που θα τους φανεί πολύ χρήσιμο κάποια μέρα“.
     Επιτέλους ο Σάττον χαμογέλασε.
 -“Έτσι μπράβο. Βλέπω ότι τα σκέφτηκες όλα, μέχρι το τέλος… Αυτή η φάση της ιστορίας μας δεν θα διαρκέσει αιώνια. Κάποτε τα τέρατα θα φτάσουνε σε έναν άλλο πλανήτη που δε θα διαφέρει πάρα πολύ από τη Γη, γιατί τέτοιοι κόσμοι είναι η βορά τους. Μια ταινία μπορεί να διασχίσει της έρημο της Σαχάρας μέσα στο έντερο μιας καμήλας -“
     Η φωνή του πνίγηκε μέσα σε ένα μεγάλο σφυριχτό βρυχηθμό. Μια ακαταμάχητη πίεση παραμόρφωσε τα τοιχώματα της σπηλιάς κι έριξε κάτω τους τρεις άντρες. Ο Σάττον παραπάτησε μεθυσμένα και προχώρησε με κόπο μέχρι τα πολύτιμα όργανα του για να τα προστατεύσει. Γύρισε προς τους άλλους, πασχίζοντας να κρατήσει την ισορροπία του, και φωνάζοντας κάτι. Κι έπειτα, βλέποντας ότι ο κεραυνός σκέπαζε τα λόγια του, έκανε μια χειρονομία προς τη Γη που εγκατέλειπαν.
     Ήταν ένας αποχαιρετισμός μισολυπημένος, μισοθριαμβευτικός.
______________________________________________
Abernathy Robert
Strange Exodus (1950)

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *