Βιογραφικό
O Άγγλος συγγραφέας, επιμελητής και ιστορικός της ΕΦ, -έγινε κι Ιππότης- Μπράιαν Γουίλσον Άλντις (Brian Willson Aldiss) πρωτοεμφανίζεται με το διήγημα Criminal Record στο περιοδικό Science Fantasy το 1954. 1ο σημαντικό μυθιστόρημα του είναι το Non-Stop (1958), περιγραφή των συνεπειών χιλιάδων χρόνων εγκλεισμού μέσα σε μεγάλα διαστημόπλοια των μεταναστών που αναζητούν νέους κόσμους. Πανέμορφο (αν κι επιστημονικά ανακριβές) είναι το μυθιστόρημα/σειρά διηγημάτων Hothouse (1962) που κέρδισε το Hugo, με μια μελλοντική εκφυλισμένη ανθρωπότητα που προσπαθεί να επιβιώσει σε έναν κόσμο φυτών. Η νουβέλα The Saliva Tree (1965) κέρδισε το Hugo, αναπλάθοντας το μύθο της αρειανής εισβολής του Wells. Τα κείμενά του συνδέθηκαν με το New Wave, το νεωτεριστικό ρεύμα της ΕΦ των τελών της 10ετίας του ’60, και τα μυθιστορήματά του Report Οn Ρrobability A (1968) και Barefoot Ιn Τhe Ηead (1969) -με τζοϋσιανή πρόζα-, προσπαθούν με επιτυχία να ξεπεράσουνε το φράγμα που χωρίζει την ΕΦ από τη καθαυτό σύγχρονη λογοτεχνία. Πετυχημένη είναι επίσης η σειρά Heliconia Spring (1982), Heliconia Summer (1983) και Heliconia Winter (1985). Σημαντικό είναι επίσης και το A Trillion Year Spree (1888) σε συνεργασία με τον David Wingrove, μια κριτική ιστορία της ΕΦ. Ο Aldiss ποτέ δεν στάθηκε στις δάφνες του και το έργο του δείχνει πνεύμα που προσπαθεί ν’ ανακαλύψει καινούριους δρόμους.

Γεννήθηκε στο Ηστ Ντέρχαμ, του Νόρφολκ, στην Αγγλία, 18 Αυγούστου 1925 και πέθανε στην Οξφόρδη 19 Αυγούστου 2017 μόλις έκλεισε τα 92 του χρόνια, πλήρης ημερών και δόξης. Μεγάλωσε πάνω από το μαγαζί ρούχων του παππού του κι όταν αυτός πέθανε, ο πατέρας του μικρού Μπράιαν, πούλησε στο μεγαλύτερο αδελφό του, το μερίδιο κι όλη η οικογένεια μετακόμισε στο μέρος όπου βρισκόταν η οικογένεια της μητέρας του. Από μικρός ξεκίνησε να γράφει ιστορίες τις οποίες η μητέρα τις τύλιγε και τις κρεμούσε στο ράφι. Ο Μπράιαν είχε άλλες 2 μικρότερες αδελφές κι ο παππούς από κείνην ήτανε κτίστης. Κάποια στιγμή κι όταν ακόμα ήτανε παιδάκι, έπεσε στα χέρια του ένα περιοδικό ΕΦ και ρούφηξε κυριολεκτικά τις ιστορίες του Γουέλλς, του Φίλιπ Ντικ και του Ρόμπερτ Χεηνλάιν. Στον 2ο Παγκ. Πολ. υπηρέτησε στη Μπούρμα, πράγμα που το αναφέρει σαν μεγάλη εμπειρία ζωής.
Το 1948 νυμφεύτηκε τη γραμματέα του Όλιβ Φόρτεσκιου, με δεσμό από τη προηγούμενη χρονιά κι απέκτησαν 2 παιδιά, -το 1959 ο γάμος διέλυσε, αλλά το οριστικό διαζύγιο βγήκε το 1965. Τότε πραγματοποίησε το 2ο του γάμο με τη Μάργκαρετ Κρίστι Μάνσον, σκωτσέζα και γραμματέας επίσης, με την οποία ζήσανε μέχρι το το θάνατό της το 1997 κι αποκτήσαν ακόμα 2 παιδιά. Τέλος να σημειώσω πως υπήρξε και ζωγράφος με καλή παρουσία, έστω κι αν το θεωρούσε χόμπυ.
Φανατικός θαυμαστής -και φυσικά με μεγάλη επιρροή πάνω του- του Χέρμπερτ Τζωρτζ Γουέλλς, είχε δημιουργήσει και κλειστή κοινότητα Η.G.W., όπου ήταν αντιπρόεδρος στο Μπέρμιγχαμ. Το 2000, ονομάσθηκε Μάστερ Των Συγγραφέων ΕΦ στην Αμερική. Κέρδισε 2 Χιούγκο κι ένα Νεμπούλα στη καρριέρα του και μπήκε στο Χωλλ Οφ Φέημ της ΕΦ το 2004. Έγραψεν επίσης και το διήγημα Super-Toys Last All Summer Long (1969), που απετέλεσε τη βάση της θαυμάσιας ταινίας του Στήβεν Σπήλμπεργκ, Τεχνητή Νοημοσύνη, (A.I. Artificial Intelligence), (2001) που προσπάθησε επί μια 10ετία να το πετύχει ο Στάνλευ Κιούμπρικ, χωρίς αποτέλεσμα.
“Μetropolis” μικρ. πίνακα του Μπράιαν Άλντις
“Αγαπώ την Ε.Φ., για τη σουρρεαλιστική της ζωντάνια, την παλαβή της μη-πραγματικότητα, τις διεισδυτικές της αλήθειες, τη σπιρτάδα της, τη συγκαλυμμένη της μελαγχολία, την τάση της να γίνεται καταραμένη, τις αερολογίες της, την περιφρόνησή της για τις ευκολίες μια φυσιολογικής ζωής, την αστρονομική της σύγχυση, την ξενοφιλία της, τη μαγκιά της, την αταξικότητά της, τις μυστηριώδεις της μηχανές, τα φανταχτερά της σκηνικά, την τραγική της ανασφάλεια“. Μ. Χ. Α.
“Οταν άρχισα να γράφω διηγήματα, ένιωσα τεράστια ελευθερία στη σκέψη και μόνο πως μπορούσα να πάρω οποιοδήποτε βασικό συστατικό της Ε.Φ., όλα αυτά τα ρομπότ, τ’ άστρα, τους αόρατους ανθρώπους, το μέλλον κι όλα τα υπόλοιπα, και να τα βάλω όπως θέλω εγώ στα γραφτά μου! Χωρίς καμμιά απολύτως αμηχανία, χωρίς καμμιά δυσκολία. Για να δοκιμάσουμε τα ρομπότ. Αποτέλεσμα: το διήγημα “Ποιος μπορεί να αντικαταστήσει τον άνθρωπο;” που είχε ένα ρομπότ που ήταν διαφορετικό από τα ρομπότ όλων των άλλων. Φυσικά μετά από κάποιο διάστημα, αφού έχεις εξαντλήσει όλες τις δυνατές παραλλαγές αυτών των κλασικών θεμάτων, η έμπνευσή σου σε πιάνει από το αυτί και σου λέει: “Ε, τι κάνουμε εδώ;”, και τότε είναι που γράφεις μια πραγματικά διαφορετική ιστορία.
Είναι φανερό πως οι συλλογές μου, και ειδικά η πρώτη, Space, Time and Nathaniel, και η δεύτερη, The Canopy of Time, Μοιάζουν με τη μουσική που βγαίνει όταν κάθεται κανείς μπροστά σε ένα τεράστιο εκκλησιαστικό όργανο και παίζει απλώς με τα πλήκτρα. Η επόμενη Airs of Earth, είναι πιο βαρειά και πιο υπόκωφη, σαν να δοκίμαζα τότε ένα διαφορετικό ρυθμό, όχι και πολύ πετυχημένο’ μετά όμως έρχεται το Moment of Eclipse, κι αυτή ήταν πραγματικά η καινούρια μουσική που είχα βρει! Το Last Orders πάλι, είναι διαφορετικό από όλα τα άλλα. Ηταν τότε η εποχή που ήξερα και τι έπαιζα – και τι έλεγα.
Ξέρεις, στα διηγήματα υπάρχει πάντα μια κάποια ένταση. Η συντομία εξάλλου είναι η ψυχή της ευφυίας. Υπάρχει ένα Όραμα. Είναι δύσκολο να καταφέρεις να συντηρήσεις ένα όραμα σε τρεις ολόκληρους τόμους – εκτός, θα πρέπει να προσθέσω, κι αν το όραμά σου είναι πολύ ζωντανό, είναι συγκλονιστικό, όπως μου συνέβη με τα τρία βιβλία της σειράς Helliconia. Είναι και τα τρία μαζί ένα μεγάλο μυθιστόρημα με πολύ μεγαλύτερη συνοχή από ό,τι μια συνηθισμένη τριλογία.
Πέρσι ήμουν σε ένα βιβλιοπωλείο στο Μαϊάμι, κι έπεσα πάνω σε ένα πιτσιρικά που έψαχνε στο τμήμα Ε.Φ. Τον ρώτησα λοιπόν τι του άρεσε στην Ε.Φ. (ελπίζοντας πως θα έλεγε “o Aldiss”, φυσικά), κι εκείνος απάντησε: “Οι τριλογίες”. Είναι κάπως σαν να λες ότι το αγαπημένο σου φαγητό είναι το βούτυρο. Αλλά εγώ από τη μεριά μου πιστεύω -το πιστεύω τουλάχιστον βδομάδα παρά βδομάδα- πως η Ε.Φ. έφτασε στο αποκορύφωμά της με τα διηγήματα που δημοσιεύτηκαν στο Galaxy, στο Fantasy and Science Fiction και, μάλιστα, στο Astounding τις δεκαετίες του ’40 και του ’50. Αυτό το λέω ξέροντας πολύ καλά πόσο ανόητο θα φαίνεται όταν δημοσιευτεί.
Κάποιος είπε κάποτε πως η καριέρα μου μοιάζει με εμπορική αυτοκτονία. Βαρέθηκα να ακούω τους πάντες να λένε πως όλα μου τα βιβλία είναι διαφορετικά και ότι κάθε φορά ξεκινάω προς μια καινούρια κατεύθυνση. Ναι, βέβαια, είναι αλήθεια, αλλά εγώ δεν το βλέπω καθόλου έτσι. Μα αυτό δεν είναι προτέρημα; Δεν υποτίθεται πως το απροσδόκητο, το αλλόκοτο πρέπει να είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της Ε.Φ. Κάθε φορά, ένα ολόκληρο καινούριο σύμπαν, από την πρώτη κιόλας σελίδα; Αυτό το καταλαβαίνω, αλλά για κάποιο λόγο μου είναι δύσκολο να το δεχτώ εγώ ο ίδιος. Ο λόγος που τα βιβλία μου φαίνονται όλα διαφορετικά, είναι ότι ήμουνα πάντα ανήσυχος. Ετσι ζούσα στη δεκαετία του ’60 και του ’70. Δεν ήξερα ποτέ τι πρόκειται να συμβεί. Έτσι ήταν η ζωή. Μ’ αυτή την έννοια, οι ιστορίες μου είναι αρκετά αυτοβιογραφικές.
Πάντως τον τελευταίο καιρό συγκλονίστηκα από μια ολοκληρωτική μεταμόρφωση, από μια τεράστια αλλαγή. Πιστεύω πως εξελίσσομαι διανοητικά με κάθε καλό μυθιστόρημα που γράφω. Εγραψα ένα δοκίμιο σχετικά με τη φύση της προσωπικότητας που απορρίπτει, κατά κάποιον τρόπο, ένα μεγάλο μέρος από τις αποδεδειγμένες θεωρίες της ψυχολογίας. Επειδή ζούμε όλη μας τη ζωή μέσα σε ένα σώμα, ή μέσα σε αυτό που θεωρούμε σαν ένα σώμα, αν και αυτό ανανεώνεται εκ βάθρων κάθε επτά χρόνια, πιστεύουμε ότι και εμείς οι ίδιοι έχουμε μια παρόμοια ενότητα. Ισως να έχουμε ένα είδος γραμμικής πολλαπλής προσωπικότητας. Η κάθε προσωπικότητα αναδύεται από τα βάθη, ανθεί και πεθαίνει, και μια καινούρια εμφανίζεται. Αυτή η υπόθεση μου φαίνεται πολύ λογική, γιατί με τον ίδιο σχεδόν τρόπο αντιλαμβάνομαι και ερμηνεύω τη ζωή μου. Κοιτάζω τους προηγούμενους Aldiss και τους αναγνωρίζω σαν παλιούς γνωστούς, αλλά αισθάνομαι πολύ διαφορετικά απ’ αυτούς, όπως ακριβώς αισθάνομαι απομακρυσμένος κι από τα μυθιστορήματά μου μόλις τα τελειώσω. Η τράπουλα έχει ανακατευτεί γι’ άλλη μια φορά ακόμα. Τα μυθιστορήματά μου σηματοδοτούν μια “πορεία προσκυνητού” στη ζωή μου. Ενα ψυχικό ταξίδι. Αρχισαν πολύ μακρινά, πολύ περιορισμένα και κλειστοφοβικά. Υπ’ όψιν, ήμουν 30 ετών όταν δημοσίευσα για πρώτη φορά. Πολύ σπάνια γράφω ένα μυθιστόρημα όπου όλοι οι χαρακτήρες είναι Αγγλοι ή Αμερικάνοι και μιλούν μια κανονική γλώσσα. Ολα μου τα μυθιστορήματα είναι μυθιστορήματα εξορίας.

Τελικά, το θέμα αυτού του βιβλίου είναι η επίδραση, καλή ή κακή, της φαντασίας πάνω στη ζωή μας. Είναι ένα θέμα που κατά κάποιο τρόπο το κατέχω. Είναι στην πραγματικότητα το μόνο σχεδόν θέμω που ξέρω! Θα πρέπει να προσθέσω ότι κουράστηκα πάρα πολύ μέχρι να τελειώσω το Forgotten Life. Λιγότερο από ότι το Helliconia βέβαια, που μου πήρε το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του ’80’ αλλά μην ξεχνάμε πως εκείνο ήταν τρεις τόμοι.
Αισθάνομαι πάντα ότι ζω πολύ έντονα’ η κάθε μέρα έχει για μένα ένα δραματουργικό, αν όχι ιστορικό, χαρακτήρα. Η νύχτα είναι μια προέκταση της μέρας, μια αλλόκοτη αντιστροφή της, και τα όνειρα είναι σίγουρα όσο σημαντική είναι για την καθημερινή μας ζωή, και μια, ας πούμε, επίσκεψη στο σουπερμάρκετ της γειτονιάς. Πρέπει να κρατάς επαφή με τον εσώτερο εαυτό σου. Εξ ου και η λεζάντα το Forgotten Life: “Σκέφτομαι, άρα υπάρχω. Ονειρεύομαι, άρα μεταμορφώνομαι”. Τα βιβλία μας είναι μέχρι ενός σημείου οι ονειρικές ζωές μας”.
Τελικά το μόνο σύμπαν που πρέπει να εξερευνήσεις είναι ο ίδιος σου ο εαυτός. Κατά κάποιον τρόπο, τα μυθιστορήματα είναι ουσιαστικά ολοφάνερες εξερευνήσεις του εαυτού σου, κι ένα από τα πλεονεκτήματα, όταν γράφεις Ε.Φ., είναι πως οι άνθρωποι είναι πολύ χοντροκέφαλοι για να το καταλάβουν, ιδιαίτερα εκείνοι που είναι έξω από το χώρο της Ε.Φ. Σκέψου πόσο καιρό έκαναν να συλλάβουν το γεγονός ότι τα μυθιστορήματα του Wells είναι σε τόσο μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικά.
Ουσιαστικά τα μυθιστορήματα αναφέρονται στην εμπειρία. Στις εμπειρίες που είχες, ή τις εμπειρίες που φοβάσαι να έχεις. ‘Η που μπορεί να ονειρεύεσαι πως έχεις. Αν το δεχτείς αυτό, τότε θα πρέπει σε όλα τα μυθιστορήματα να υπάρχει πάντα κάποιο αυτοβιογραφικό στοιχείο. Η Anne McCaffrey, για παράδειγμα, θα πρέπει κατά κάποιο τρόπο να βλέπει στα όνειρά της τεράστιους, πανίσχυρους και πιστούς δράκοντες. Φαντάζομαι πως όλοι θα θέλαμε κάτι τέτοιο. Δηλαδή, δεν νομίζω πως αυτό ισχύει για μένα, αλλά είναι βέβαιο πως πολλοί θα θελαν κάτι τέτοιο!
Αυτό που οφείλει να καθοδηγεί το γράψιμό σου πρέπει να είναι μία συγκεκριμένη εσωτερική σου πεποίθηση. Πρέπει να έχεις κάποιο είδος νοήματος. Αυτό νομίζω είναι που μας δυσαρεστεί σε πολλά βιβλία Ε.Φ., το ότι δεν φαίνεται να έχουν κανένα νόημα. Γι’ αυτό το λόγο και δεν υπάρχουν τώρα πια στο χώρο της Ε.Φ. άνθρωποι που να τους σέβομαι, όπως σεβόμουν κάποτε τον Κ. Σ. Λιούις… Ηταν ο Λιούις που έγραψε κάπου ότι δεν θα πρέπει να προσπαθήσουμε να πάμε στο Διάστημα αν πρώτα δεν καταφέρουμε να διορθωθούμε εντελώς. Σέβομαι βέβαια, αν και όχι απόλυτα, την Doris Lessing. Είναι πολύ καλός άνθρωπος – πράγμα πολύ σπάνιο για την εποχή μας. Μπορεί ο σεβασμός να χάνεται με την ηλικία. Ισως πάλι να είναι απλούστατα μια από αυτές τις ανόητες συνήθειες.
Ομως αυτό που πρέπει να θυσιάσεις, για να γίνεις δημοφιλής, είναι αυτή ακριβώς η πλευρά, η ανησυχία και ο προβληματισμός. Αυτό είναι το πρώτο που πρέπει να εγκαταλείψεις, αν κυνηγάς το χρήμα. Ετσι δεν είναι; Φαντάζομαι ότι αν πρόκειται να με θυμούνται για κάτι, αυτό θα πρέπει να είναι το γεγονός ότι τοποθέτησα σε κεντρική θέση στην Ε.Φ. τον Φρανκενστάιν, κι όχι από τις φλυαρίες κάποιου στο τάδε περιοδικό, ή την Οδύσσεια του δείνα’ κι αυτό που βλέπει κανείς ξεκάθαρα στο Φρανκενστάιν είναι αυτός ο προβληματισμός και η ανησυχία. Η ίδια η Mary Shelley είπε πως ήθελε να απευθυνθεί στους κρυμμένους φόβους της φύσης μας. Θαυμάσια φράση! Καταπληκτική! Αυτό πιστεύω πως πρέπει να κάνει η Ε.Φ. Βέβαια, υπάρχει όλη αυτή η τεχνολογική πλευρά, το καταλαβαίνω αυτό, αλλά με έχουν αποκαλέσει τόσο συχνά – πως είναι αυτή η φοβερή λέξη – down, που συνειδητοποίησα εντέλει ότι η τάση είναι να θέλουν την Ε.Φ. όλο και πιο αισιόδοξη. Κι ο κόσμος δεν είναι έτσι. Ο κόσμος δεν είναι, επιμένω, έτσι. Το καθεστώς Τσαουσέσκου στη Ρουμανία δεν ήταν τόσο high, έτσι δεν είναι;
Μισώ όλη αυτή τη κουβέντα περί αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας. Πολλά από αυτά τα μυθιστορήματα που χαρακτηρίζονται, ειδικά στις ΗΠΑ, απαισιόδοξα, δεν είναι στη πραγματικότητα τίποτε παραπάνω από ρεαλιστικά. Αυτό τουλάχιστον η βρετανική Ε.Φ. το έχει καταλάβει. Μπορεί να είναι κάπως διαλυμένη, αλλά η καρδιά, ή μάλλον το μυαλό της, είναι εκεί που πρέπει. Θυμάμαι που ο εκδότης Τεντ Καρνέλ δυσαρεστήθηκε όταν κάποτε ο James Ballard του έστειλε το Drowned World, και του είπε: “Καλά, δεν μπορούσες να βάλεις τον ηρωά σου να κατευθυνθεί βόρεια αντί για νότια, και να πάρει και το κορίτσι μαζί του;” Γιατί το έκανε αυτό; Γιατί ήταν διαποτισμένος από το πνεύμα της αμερικάνικης Ε.Φ. Γιατί αυτό ακριβώς θα συνέβαινε σε ένα αμερικάνικο μυθιστόρημα. Οχι, κύριέ μου’ εμείς θα κατευθυνθούμε νότια, στην περιοχή της καταστροφής: εκεί είναι η κληρονομιά μας.
Πήγαζε βέβαια από τη φυσική ανάγκη της επιβίωσης: δεν μπορούσες να εκδόσεις Ε.Φ. πουθενά αλλού, παρά μόνον στις ΗΠΑ. Είναι προς τιμήν του Arthur Clarke ότι ακόμη και στην αρχή της καριέρας του διατήρησε το αγγλικό ιδίωμα, και θυμάμαι με μεγάλη μου έκπληξη όταν δημοσιεύτηκε στο περιοδικό If, που ήταν ένα είδος άσημου αδερφού του Galaxy, ένα διήγημά του που λεγόταν “Jupiter Five”, στο οποίο ανακαλύπτονται πολύτιμα τεχνουργήματα στον πέμπτο δορυφόρο του Δία, και δεν τα πηγαίνουν στο Σμιθσόνιαν, αλλά στο Βρεττανικό Μουσείο. Αυτό το χάρηκα πάρα πολύ.
Στο τέλος της δεκαετίας του ’50, ελάχιστοι ήταν οι Βρεττανοί συγγραφείς που ήξεραν τι έκανα: ο Brunner ήταν ένας από αυτούς, και μετά εμφανίστηκαν ο Moorcock κι ο Ballard. Ποιοι ήταν αυτοί; Ο Ballard δεν μπορούσε να διηγηθεί μια ιστορία, αλλά είχε την ικανότητα να σου μεταδίδει μια ατμόσφαιρα’ ο Moorcock δεν μπορούσε να δημιουργήσει ατμόσφαιρα, αλλά ήξερε πολύ καλά πως να διηγηθεί μια ιστορία. Μ’ αυτούς τους δυο ήρθε πάλι η ελπίδα. Κι έγραφαν στα αγγλικά, κι όχι στα ψευτο-αμερικάνικα. Κι οι δυο τους συνεχίζουν ακόμη να ξεχωρίζουν και γράφουν πάντοτε με το δικό τους ιδιαίτερο προσωπικό ύφος.
Υπάρχει ακόμη μια αίσθηση στο χώρο -νομίζω πως την έχουν κληρονομήσει και οι νέοι συγγραφείς- ότι το να γράφεις Ε.Φ. είναι κάτι το μεμπτό. Εγώ δεν θεωρώ την Ε.Φ. ξεχωριστό είδος, και νομίζω ότι οι άνθρωποι που την αντιμετωπίζουν με αυτό τον τρόπο είναι αυτοί που χαλάνε το χώρο. Η Ε.Φ. έχει τόσο πολύ περιεχόμενο, τόσο μεγάλη αξία, που πρέπει πάντα να προσπαθείς να βγεις από τα καλούπια της. Μπορεί να με αντιμετωπίζουν σαν αιρετικό και αποστάτη, σαν ένα λιποτάκτη, αλλά μην ξεχνάμε πως και εγώ μεγάλωσα με τον John Campbell.
Στους περισσότερους από εμάς αρέσει η Ε.Φ. επειδή έχουμε την αίσθηση ότι μπορούμε να την κατακτήσουμε σχεδόν ολοκληρωτικά, μπορούμε στα γραπτά μας να την καλύψουμε σχεδόν σε όλο της το εύρος. Της είμαστε όλοι τόσο αφοσιωμένοι που εντιμετωπίζουμε την όλη σχέση αντίστροφα, σαν να πρέπει δηλαδή η Ε.Φ. να είναι αφοσιωμένη σε εμάς. Ετσι κάθε φορά που ακολουθεί κάποια άλλη κατεύθυνση, δεν μας αρέσει καθόλου. Κι αυτό γιατί συνεχίζουμε να ζούμε με αυτή την ψευδαίσθηση. Ολοι μας αντιμετωπίζουμε πολύ ανθρωπομορφικά την Ε.Φ. Οσο για το ερώτημα: Τι μπορούμε να κάνουμε με την Ε.Φ.; Πρόκειται για μια αντιμετώπιση πολύ αντρική, πολύ φαλλοκρατική, λες και μπορεί κανείς να βιάσει το πανέμορφο, νωχελικά ξαπλωμένο κορμί της Ε.Φ. Αυτό δεν γίνεται. Ο John Campbell μάλλον το κατάφερε στην εποχή του, αλλά για εμάς τους υπόλοιπους είναι τώρα πια πολύ αργά. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να ζούμε στον κόσμο του Campbell. Αν είσαι συγγραφέας Ε.Φ., οφείλεις να ζεις τουλάχιστον στο παρόν.
Εχω μια ιδέα που λέγεται “Απόγειο”, που με βασανίζει χρόνια τώρα, αλλά δεν μπορώ να βρω -ή μάλλον αυτό που εννοώ είναι ότι δεν μπορώ να διαστρεβλώσω- τα επιστημονικά στοιχεία για να το ξεκινήσω. Το “Απόγειο” θα μπορούσε να γίνει και τριλογία.
Αυτή την εποχή έχω την αίσθηση ότι μπορώ πλέον να ασχοληθώ με ότι με ευχαριστεί, να αναλάβω ό,τι εμφανιστεί μπροστά μου. Βαρέθηκα πλέον να επινοώ τα δικά μου σχέδια. Κάνω διάφορα. Κάνω τον εκδότη’ τον ηθοποιό’ εκτρέφω σκυλιά και συμμετέχω σε επιδείξεις. Εχω μια δική μου ράτσα που θα την εμφανίσω την επόμενη σαιζόν, το τσιβάιλερ. Πρόκειται για ένα υπέροχο, φοβερά αθλητικό και μικροσκοπικό σκυλάκι, διασταύρωση τσιχουάουα και ροτβάιλερ. Το γάβγισμα του είναι λιγάκι δυνατό”, λέει ο Aldiss μ’ ένα αμυδρό χαμόγελο, “αλλά το δάγκωμά του απαλό“.
Συνέντευξη του B. Aldiss, στο περιοδικό Nova Τεύχος 1 Ιούνιος 1993
Μια ημέρα μετά τα 92α γενέθλιά του, ο μεγάλος Βρεττανός συγγραφέας ΕΦ Μπράιαν Άλντις έφυγε από τη ζωή, προκαλώντας θλίψη στους απανταχού θαυμαστές του. Υπήρξεν εξέχον μέλος της γενιάς του “νέου κύματος” της EF στη δεκαετία του 1960, το οποίο ανέτρεψε τα δεδομένα του είδους και το ανέδειξε σε λογοτεχνία υψηλού επιπέδου, έντονα πολιτικά φορτισμένη και πολύ πιο σκοτεινή απ’ ό,τι στο παρελθόν. Από το 1958, οπότε και εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, το “Non-stop”, ο Άλντις πειραματίστηκε με τη φόρμα και το περιεχόμενο της επιστημονικής φαντασίας, ενώ το διήγημά του “Supertoys Last All Summer Long” αποτέλεσε τη βάση για την ταινία “Τεχνητή Νοημοσύνη” που σκηνοθέτησε ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, μετά την αδυναμία του Στάνλεϊ Κιούμπρικ να ολοκληρώσει το πρότζεκτ, με το οποίο πάλευε για μια δεκαετία. Ο Άλντις είχε χρηστεί ιππότης της βρεττανικής αυτοκρατορίας από την -κατά πάσα πιθανότητα κρυφή θαυμάστριά του- βασίλισσα Ελισάβετ, ενώ εκτός από συγγραφέας ήταν κι ιστορικός αναλυτής και κριτικός της ΕΦ. Παράλληλα, μετέφερε τις εμπειρίες του από τη σχολική του ζωή και την ενηλικίωσή του σε μια 3λογία βιβλίων που θεωρείται πλέον κλασσική The Hand-Reared Boy (1970), A Soldier Erect (1971) και A Rude Awakening (1978)].
=========================
Όλα Τα Δάκρυα Του Κόσμου
Αν μπορούσες να μαζέψεις όλα τα δάκρυα που ‘χουνε χυθεί στην ιστορία του κόσμου, δε θα ‘χες μόνον ένα τεράστιο υδάτινο στρώμα, θα ‘χες μπρος σου ολάκερη την ιστορία του κόσμου.
Κάποια παρόμοια σκέψη πέρασε από το νου του Τζ. Σμιθλάο, του δυναμικοψυχολόγου, καθώς στεκόταν στον 139ο τομέα της Ίνγκ Λαντ, παρατηρώντας τη σύντομη και τραγική αγάπη του άγριου και της κόρης του Τσαρλς Γκάνπατ. Κρυμμένος πίσω από μια οξυά, ο Σμιθλάο είδε τον άγριο να διασχίζει με προσοχή την υπερυψωμένη μέσα στον κήπο βεράντα’ η κόρη του Γκάνπατ, η Πλόυπλόυ , στεκόταν στην άλλη άκρη, και τον περίμενε.
Ήταν η τελευταία μέρα του χρόνου του τεσσαρακοστού τέταρτου αιώνα. Ο άνεμος που σάλευε το φόρεμά της Πλόυπλόυ, έγερνε διάφορα φύλλα προς το μέρος της’ αναστέναζε μέσα στο φανταστικό και έρημο κήπο, σαν τη μοίρα σε βαφτίσια, καταστρέφοντας τα τελευταία τριαντάφυλλα. Αργότερα τα πεσμένα φύλλα θα τα ρουφούσε από τα μονοπάτια, την πελούζα και την αυλή ο ατσάλινος κηπουρός. Τώρα, ο αέρας έκανε ένα μικρό ρεύμα γύρω από τα πόδια του άγριου, καθώς άπλωνε το χέρι του, για να αγγίξει την Πλόυπλόυ. Τότε ήταν που το δάκρυ έλαμψε στα μάτια της.
Κρυμμένος, γοητευμένος, ο δυναμικοψυχολόγος Σμιθλάο είδε αυτό το δάκρυ. Εκτός ίσως από ένα βλακώδες ρομπότ, ήταν ο μόνος που είδε ολόκληρο το επεισόδιο. Και παρόλο που ήταν αδιάφορος και σκληρός, σε σχέση με τα πρότυπα άλλων εποχών, ήταν αρκετά ανθρώπινος για να διαισθανθεί πως, εδώ, στη γκρίζα ταράτσα, βρισκόταν ένας μικρός συλλαβόγριφος, που σημείωνε τέλος όλων όσων είχε υπάρξει ο Ανθρωπος.
Μετά από το δάκρυ, φυσικά, ήρθε η έκρηξη. Μόνο για μια στιγμή, ένας καινούριος άνεμος έζησε ανάμεσα στους ανέμους της γης.
Τελείως τυχαία περπατούσε ο Σμιθλάο στο κτήμα του Τσαρλς Γκάνπατ. Είχε έρθει όπως πάντα, σα δυναμικοψυχολόγος του Γκάνπατ, για να χορηγήσει μια δόση μίσους στο γέρο. Εντελώς περίεργα, καθώς πλησίαζε να προσγειωθεί, ανοίγοντας τα πτερύγια του σκάφους του για να βγει από τη στρατόσφαιρα, ο Σμιθλάο είχε διακρίνει τον άγριο να πλησιάζει το κτήμα του Γκάνπατ. Κάτω από τα περιστρεφόμενα πτερύγια το τοπίο φαινόταν τόσο περιποιημένο, όσο μια ζωγραφιά. Τα απογυμνωμένα χωράφια σχημάτιζαν τέλεια παραλληλόγραμμα. Εδώ και εκεί, ένα ρομπότ ή κάποιος άλλος αυτόματος μηχανισμός διατηρούσε τη φύση σύμφωνα με τη δικιά του λειτουργική εικόνα’ ούτε ένα μπιζέλι Δε μεγάλωνε χωρίς κυβερνητική επίβλεψη’ ούτε μια μέλισσα δεν βούιζε ανάμεσα στους στήμονες δίχως να ελέγχει την πορεία της κάποιο ραντάρ.
Κάθε πουλί είχε έναν αριθμό και έναν ήχο που το καλούσε, ενώ ανάμεσα σε κάθε φυλή μυρμηγκιών περιδιάβαιναν τα μεταλλικά μυρμήγκια – αφηγητές, που μετάφεραν τα μυστικά της φωλιάς πίσω στη βάση. Ο παλιός, βολικός κόσμος με τους τυχαίους παράγοντες είχε εξαφανιστεί κάτω από την πίεση της πείνας.
Τίποτα το ζωντανό δε ζούσε χωρίς έλεγχο. Οι αμέτρητοι πληθυσμοί των προηγούμενων αιώνων είχαν εξαντλήσει το έδαφος. Μόνο η αυστηρότερη τσιγγουνιά, σε συνδυασμό με την αυστηρή πειθαρχία, παρήγαγε αρκετή τροφή για τον τωρινό αραιό πληθυσμό. Τα δισεκατομμύρια είχαν πεθάνει από την πείνα’ οι εκατοντάδες που εξακολουθούσαν να ζουν, βρίσκονταν στα πρόθυρα της λιμοκτονίας.
Στο άγονο τακτοποιημένο τοπίο, το κτήμα του Γκανπατ έμοιαζε με προσβολή. Καλύπτοντας πέντε στρέμματα, ήταν μια μικρή νησίδα άγριας βλάστησης. Ψηλές και αφρόντιστες φτελιές σχημάτιζαν ένα φράκτη στην περίμετρο, γέρνοντας πάνω από τις πελούζες και το σπίτι. Το ίδιο το σπίτι, το βασικό στον τομέα 139, ήταν κτισμένο με τεράστιους πέτρινους βράχους. Έπρεπε να είναι δυνατό, για να αντέχει το βάρος των υπηρετικών μηχανών που εκτός από τον Γκάνπατ και την κόρη του, Πλόυπλόυ, ήταν οι μόνοι του ένοικοι.
Ακριβώς την ώρα που έπεφτε κάτω από το επίπεδο των δέντρων, ο Σμιθλάο νόμισε πως είχε δει μια ανθρώπινη φιγούρα να προχωράει αργά προς το κτήμα. Για χιλιάδες λόγους, αυτό φαινόταν κάπως αδύνατο. Ο μεγάλος υλικός πλούτος του κόσμου είχε μοιραστεί ανάμεσα σε σχετικά λίγους ανθρώπους, και κανένας δεν ήταν αρκετά φτωχός για να χρειάζεται να πηγαίνει κάπου με τα πόδια. Το αυξανόμενο μίσος του ανθρώπου για τη Φύση, υποκινούμενο από την εντύπωση πως τον είχε προδώσει, θα έκανε έναν τέτοιο περίπατο μαρτύριο – εκτός κι αν αυτός ο άνθρωπος ήταν τρελός, σαν την Πλόυπλόυ.
Βγάζοντας τη φιγούρα από τη σκέψη του, ο Σμιθλάο έριξε το σκάφος προς το ίσιωμα ενός βράχου. Χάρηκε που κατέβηκε: ήταν μια απαίσια μέρα, και τα στρώματα από τα σύννεφα του σωρείτη από όπου είχε περάσει κατεβαίνοντας, ήταν γεμάτα από κενά αέρος. Το σπίτι του Γκάνπατ, με τα καλυμμένα παράθυρά του, τους πύργους του, τις ατελείωτες ταράτσες του, και τα άχρηστα στολίδια του, την τεράστια είσοδό του τον κοίταζε βλοσυρά σα μια εγκαταλειμμένη γαμήλια τούρτα.
Αμέσως κάτι φάνηκε να κινείται. Τρία ρομπότ με ρόδες φάνηκαν να έρχονται από διαφορετικές κατευθύνσεις, στρέφοντας ελαφρά ατομικά όπλα προς το μέρος του καθώς πλησίαζαν. Κανένας, σκέφτηκε ο Σμιθλάο, δε μπορεί να μπει εδώ απρόσκλητος. Ο Γκάνπατ δεν ήταν φιλικός, ακόμα και σε σχέση με τα μη-φιλικά πρότυπα του καιρού του.
-“Πες ποιος είσαι“, διέταξε η πρώτη μηχανή. Ήταν άσχημη κι επίπεδη, και θύμιζε αόριστα ένα φρύνο.
-“Είμαι ο Τζ. Σμιθλάο, δυναμικοψυχολόγος του Τσαρλς Γκάνπατ“, αποκρίθηκε ο Σμιθλάο’ σε κάθε του επίσκεψη, έπρεπε να περάσει από αυτή τη διαδικασία. Καθώς μιλούσε, αποκάλυψε το πρόσωπό του στη μηχανή. Αυτή έβγαλε ένα μουγκρητό, ελέγχοντας την εικόνα και τις πληροφορίες με τη μνήμη της. Τελικά είπε:
-“Είσαι ο Τζ. Σμιθλάο, δυναμικοψυχολόγος του Τσαρλς Γκάνπατ. Τι θέλεις;”
Βρίζοντας τη φοβερή βραδύτητα του ρομπότ, ο Σμιθλάο του είπε:
-“Έχω ραντεβού με τον Τσαρλς Γκάνπατ στις δέκα“, και περίμενε την απάντηση.
-“Έχεις ραντεβού με τον Τσαρλς Γκάνπατ στις δέκα“, επιβεβαίωσε το ρομπότ. “Έλα από εδώ“. Κύλησε με καταπληκτική χάρη, μιλώντας στα άλλα δυο ρομπότ, καθησυχάζοντας τα, επαναλαμβάνοντάς τους μηχανικά, “Αυτός είναι ο Τζ. Σμιθλάο, δυναμικοψυχολόγος του Τσαρλς Γκάνπατ. Έχει ραντεβού με τον Τσαρλς Γκάνπατ στις δέκα“, για την περίπτωση που δεν το είχαν καταλάβει.
Στο μεταξύ, ο Σμιθλάο μιλούσε στο σκάφος του. Ένα μέρος της καμπίνας με τον ίδιο μέσα, αποκόπηκε από την υπόλοιπη και κατέβασε ρόδες στο έδαφος, μετατρεπόμενο έτσι σε ένα κινούμενο φορείο. Μεταφέροντας το Σμιθλάο, ακολούθησε το άλλο ρομπότ. Αυτόματες οθόνες ανέβηκαν και σκέπασαν τα παράθυρα, καθώς ο Σμιθλάο βρέθηκε στην παρουσία άλλων ανθρώπων. Μπορούσε μόνο να δει και να τον δουν μέσα από τηλε-οθόνες. Τέτοιο ήταν το μίσος (διάβαζε: φόβος) που ένιωθε ο άνθρωπος για το συνάνθρωπό του, που δεν μπορούσε να υποφέρει το άμεσο αντίκρισμά του. Ακολουθώντας η μια την άλλη, οι μηχανές σκαρφάλωσαν στις κλιμακωτές ταράτσες από τη μπροστινή βεράντα,
όπου σκεπάστηκαν με μια ομίχλη απολυμαντικού, μετά μπήκαν σε ένα λαβύρινθο διαδρόμων, και τέλος βρέθηκαν μπρος στον Τσαρλς Γκάνπατ. Στο σκούρο πρόσωπο του Γκάνπατ, στην οθόνη του οχήματος, φαινόταν μόνο μια ελαφριά αντιπάθεια για το δυναμικοψυχολόγο. Συνήθως κατάφερνε να ελέγχει τον εαυτό του όπως τώρα, πράγμα που στρεφόταν εναντίον του στις εμπορικές συνεδριάσεις, όπου ο καθένας έπρεπε να κατατροπώνει τον αντίπαλό του με μεγαλοπρεπείς εκρήξεις οργής. Γι’ αυτό το λόγο καλούσε πάντα τον Σμιθλάο για να του χορηγήσει μια δόση μίσους όποτε χρειαζόταν κάτι το σημαντικό στην ημερήσια διάταξη. Το μηχάνημα του Σμιθλάο τον έφερε σε απόσταση μισού μέτρου από την εικόνα του ασθενή του, πιο κοντά από ότι επέτρεπαν οι κανόνες ευγένειας.
-“Άργησα“, άρχισε με φυσικό τόνο ο Σμιθλάο, “επειδή δεν άντεχα να σύρω τον εαυτό μου μπρος στην ενοχλητική παρουσία σου ούτε ένα λεπτό νωρίτερα. Είχα την ελπίδα πως αν αργούσα λίγο, κάποιο ευτυχές δυστύχημα θα μπορούσε να εξαφανίσει αυτή τη βλακώδη μύτη σου από το -πώς να το πω τώρα; – πρόσωπό σου. Αλίμονο, είναι ακόμα εδώ, με τα δυο της ρουθούνια να απλώνονται σαν ποντικότρυπες στο κρανίο σου. Αναρωτιέμαι συχνά Γκάνπατ, δεν σκοντάφτουν ποτέ οι ποδάρες σου σε αυτές τις τρύπες“;
Παρατηρώντας το πρόσωπο του ασθενή του προσεχτικά, ο Σμιθλάο είδε μόνο ένα ανεπαίσθητο σημάδι ενόχλησης. Δεν υπήρχε αμφιβολία, ήταν δύσκολο να ερεθιστεί ο Γκάνπατ. Ευτυχώς, ο Σμιθλάο ήταν έξοχος στο επάγγελμά του’ συνέχισε προσπαθώντας να τον προσβάλλει.
-“Μα φυσικά δεν θα σκόνταφτες ποτέ, επειδή είσαι τόσο εκπληκτικά ανίδεος, ώστε δεν ξέρεις τη διαφορά του πάνω από το κάτω. Δεν ξέρεις καν πόσα ρομπότ μας κάνουν πέντε. Ακόμα κι όταν ήταν η σειρά σου να πας στο Κέντρο Αναπαραγωγής της πρωτεύουσας δε συνειδητοποίησες πως αυτή ήταν μια από τις λίγες φορές που πρέπει να εγκαταλείπει κανένας την οθόνη του. Νόμιζες πως μπορούσες να κάνεις έρωτα μέσα από την οθόνη! Και ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Μια χαζή κόρη. Μια χαζή κόρη Γκάνπατ! Σκέψου πως πρέπει να κρυφογελάν γι’ αυτό οι αντίπαλοί σου στον Αυτοματισμό. “Ο ανισόρροπος Γκάνπατ κι η χαζή κόρη του”, θα λένε. “Δε μπορείς να ελέγξεις τα γονίδιά σου”, θα λένε“.
Οι χλευασμοί είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η εικόνα του προσώπου του Γκάνπατ κοκκίνισε.
-“Δεν υπάρχει τίποτα στραβό με την Πλόυπλόυ, εκτός από το ότι είναι “οπισθοδρομική” – αυτό το είπες μόνος σου!” του πέταξε. Άρχιζε να αντιδρά’ αυτό ήταν καλό σημάδι. Η κόρη του ήταν πάντα το αδύνατο σημείο της πανοπλίας του.
-“Οπισθοδρομική!” γρύλισε ο Σμιθλάο. “Πόσο πίσω μπορεί να οπισθοδρομήσει κανείς; είναι ήρεμη , με ακούς, εσύ με τις τρίχες στα αυτιά σου; Θέλει να αγαπήσει !” μούγκρισε με ένα ειρωνικό γέλιο. “Ω, είναι ανήθικο, Γκάνυμπόυ! Δε θα μπορούσε να μισήσει ούτε καν για να σώσει τη ζωή της. Δεν είναι καλύτερη από έναν άγριο. Είναι χειρότερη από έναν άγριο, είναι τρελή!”
-“Δεν είναι τρελή!”, είπε ο Γκάνπατ, αρπάζοντας και τις δυο πλευρές της οθόνης του. Με αυτό το ρυθμό, θα ήταν έτοιμος για τη διάσκεψη σε άλλα δέκα λεπτά.
-“Δεν είναι τρελή;” ρώτησε ο δυναμικοψυχολόγος, δίνοντας έναν κοροϊδευτικό τόνο στη φωνή του. “Όχι, η Πλόυπλόυ δεν είναι τρελή: μόνο που το Κέντρο Αναπαραγωγής της αρνήθηκε ακόμα και το δικαίωμα της γονιμότητας, αυτό είναι όλο. Μόνο που η Αυτοκρατορική Κυβέρνηση της αρνήθηκε το δικαίωμα της τηλε-ψήφου, αυτό είναι όλο. Μόνο που το Ενωμένο Εμπόριο της αρνήθηκε τη Καταναλωτική Κάρτα, αυτό είναι όλο. Μόνο που το Ινστιτούτο Παιδείας την περιόρισε στη κατηγορία β’, αυτό είναι όλο. Μήπως είναι φυλακισμένη εδώ επειδή είναι ιδιοφυία; Είσαι τρελός Γκάνπατ, αν δεν πιστεύεις πως αυτό το κορίτσι είναι θεοπάλαβο. Εσύ, μπορείς να πεις με αυτό το βρωμόστομα, πως δεν έχει και λευκό πρόσωπο“.
Ο Γκάνπατ έβγαλε διάφορους ήχους.
-“Τολμάς να το αναφέρεις αυτό!” Φώναξε. “Και τι τρέχει αν το πρόσωπό της έχει αυτό το χρώμα“;
-“Κάνεις τόσο ηλίθιες ερωτήσεις, που δεν αξίζει να ασχολούμαι μαζί σου”, είπε μαλακά ο Σμιθλάο. “Το πρόβλημα σου, Γκάνπατ, είναι πως το τεράστιο κεφάλι σου δεν μπορεί να απορροφήσει ένα απλό ιστορικό γεγονός. Η Πλόυπλόυ είναι λευκή, επειδή παρουσιάζει αταβιστικά χαρακτηριστικά. Οι αρχαίοι εχθροί μας ήταν λευκοί. Κατείχαν αυτό το μέρος της υδρογείου, το Ίνγκ-Λαντ και το Γιου-Ροπ, μέχρι τον εικοστό τέταρτο αιώνα, όταν οι πρόγονοί μας παρουσιάστηκαν από την Ανατολή και πήραν πίσω τα αρχαία προνόμια που απολάμβαναν μέχρι τότε σε βάρος μας. Οι πρόγονοί μας, παντρεύτηκαν όσους από τους νικημένους επέζησαν. Σε λίγες γενιές το λευκό είδος εξασθένησε, αναμίχθηκε, χάθηκε. Δεν παρουσιάστηκε λευκό πρόσωπο στη γη από την τρομερή Εποχή του Υπερ-Πληθυσμού: πριν από χίλια πεντακόσια χρόνια περίπου. Και τώρα – τώρα ο μικρός “οπισθοδρομικός” Γκάνπατ μας παρουσιάζει ένα. Τι σου έδωσαν στο Κέντρο Αναπαραγωγής αγόρι μου, καμμιά γυναίκα των σπηλαίων“;
Ο Γκάνπατ ξέσπασε εξαγριωμένος, κουνώντας τη γροθιά του στην οθόνη.
-“Απολύεσαι, Σμιθλάο“, γρύλισε. “Αυτή τη φορά το παρατράβηξες, ακόμα και για ένα βρωμοψυχολόγο! Βγες έξω! Εμπρός, βγες και μη ξαναγυρίσεις ποτέ“.
Απότομα φώναξε στον αυτόματο χειριστή του να τον συνδέσει με τη διάσκεψη. Είχε ωριμάσει πια μέσα του η διάθεση να αντιμετωπίσει τον Αυτοματισμό και τους αγύρτες συναδέλφους του. Καθώς η θυμωμένη εικόνα του Γκάνπατ εξαφανίστηκε από την οθόνη, ο Σμιθλάο αναστέναξε και χαλάρωσε. Η δόση του μίσους είχε ολοκληρωθεί.
Αποτελούσε υπέρτατη φιλοφρόνηση για το επάγγελμά του να τον διώχνει ο ασθενής του στο τέλος της θεραπείας’ ο Γκάνπατ θα ανυπομονούσε να τον φωνάξει την άλλη φορά. Πάντως, ο Σμιθλάο δεν αισθάνθηκε κανένα θρίαμβο. Στο επάγγελμά του ήταν απαραίτητη μια ολοκληρωτική εξερεύνηση της ανθρώπινης ψυχολογίας’ έπρεπε να γνωρίζει ακριβώς τα πιο αδύνατα σημεία της δομής του ανθρώπου. Παίζοντας αρκετά έντεχνα με αυτά τα σημεία, μπορούσε να διεγείρει τον άνθρωπο και να τον κάνει να δράσει. Χωρίς διέγερση, ο άνθρωπος, ήταν μια αδύναμη λεία στην απάθεια, ένας σωρός κουρέλια που τον μετέφεραν τα μηχανήματα. Οι αρχαίες παρορμήσεις είχαν πεθάνει και τον
είχαν εγκαταλείψει.
Ο Σμιθλάο κάθισε εκεί που βρισκόταν, κοιτάζοντας το παρελθόν και το μέλλον.
Εξαντλώντας το έδαφος, ο άνθρωπος είχε εξαντλήσει τον εαυτό του. Η ψυχή και το φθαρμένο έδαφος δεν μπορούνε να συνυπάρχουν – ήταν τόσο απλό και λογικό. Μόνο τα τελευταία κύματα μίσους και θυμού έδιναν στον άνθρωπο κάποια ώθηση για να συνεχίζει. Διαφορετικά,
ήταν μόνο ένα νεκρό χέρι στο μηχανοποιημένο κόσμο του. Λοιπόν, έτσι εξαφανίζεται ένα είδος! Σκέφτηκε ο Σμιθλάο, κι αναρωτήθηκε αν και κάποιος άλλος το είχε σκεφτεί. Ίσως να το γνώριζε η Αυτοκρατορική Κυβέρνηση, αλλά να μη μπορούσε να κάνει τίποτα’ στο κάτω – κάτω, τι θα μπορούσες να κάνεις περισσότερο από ότι είχε ήδη γίνει;
Ο Σμιθλάο ήταν ένας αδιάφορος άνθρωπος, πράγμα αναπόφευκτο για μια ξεπερασμένη κοινωνία τόσο αδύναμη που δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τον εαυτό της. Έχοντας ανακαλύψει το τρομερό πρόβλημα, προσπάθησε να το ξεχάσει, να αποφύγει τις συνέπειές του, να ξεφύγει από οτιδήποτε προσωπικές συνεπαγωγές θα μπορούσε να έχει. Με ένα γρύλισμα στο όχημά του, γύρισε προς τα πίσω και το διέταξε να επιστρέψει σπίτι. Μια και το ρομπότ του Γκάνπατ είχε ήδη φύγει, ο Σμιθλάο επέστρεψε από το δρόμο που είχε έρθει, μόνος του. Μεταφέρθηκε έξω, και μετά στο σκάφος του, που στεκόταν σιωπηλό κάτω από τις φτελιές.
Προτού συνδέσει το όχημα με το σκάφος, μια κίνηση τράβηξε την προσοχή του Σμιθλάο. Μισοκρυμμένη δίπλα στη βεράντα η Πλόυπλόυ, στεκόταν ακουμπισμένη σε μια γωνιά του σπιτιού. Μια ξαφνική παρόρμηση περιέργειας, έκανε τον Σμιθλάο να βγει από το όχημα. Ο ανοιχτός αέρας, εκτός από ότι βρισκόταν σε κίνηση, βρωμούσε από τα τριαντάφυλλα, τα σύννεφα και τα πράσινα πράγματα που σκούραιναν στη σκέψη του ανθρώπου. Ο Σμιθλάο φοβόταν, αλλά το ερέθισμα της περιπέτειας τον έκανε να συνεχίσει. Το κορίτσι δεν κοιτούσε κείνον, προσπαθούσε να κοιτάξει μέσα από το τείχος των δέντρων που τη χώριζαν από τον κόσμο. Καθώς πλησίασε ο Σμιθλάο, εκείνη προχώρησε στο πίσω μέρος του σπιτιού με την ίδια ένταση στο βλέμμα της. Τη παρακολούθησε προσεχτικά, επωφελούμενος από την κάλυψη που του έδινε η βλάστηση. Ένας μεταλλικός κηπουρός εκεί κοντά συνέχισε να ψαλιδίζει ένα παρτέρι, χωρίς να τον προσέχει.
Η Πλόυπλόυ στεκόταν τώρα στο πίσω μέρος του σπιτιού. Εκεί η εκπληκτική είσοδος κι η σκεπή ήταν ένας συνδυασμός αρχαίου ιταλικού ροκοκό και κινέζικης ιδιοφυίας. Κιγκλιδώματα υψώνονταν κι έπεφταν, σκάλες ξεπρόβαλλαν μέσα από κυκλικές αψίδες, γκρίζες και γαλάζιες μαρκίζες έφταναν σχεδόν μέχρι το έδαφος. Αλλά όλα αυτά είχαν παραμεληθεί ένας πεντάφυλλος κισσός, που υπονοούσε ήδη την επερχόμενη δόξα του, προσπαθούσε να ρίξει κάτω τα μαρμάρινα αγαλματάκια, γούρνες με ροδοπέταλα έφραζαν τις περιστρεφόμενες σκάλες. Κι όλ’ αυτά σχημάτιζαν το ιδανικό φόντο για την εγκαταλελειμμένη φιγούρα της Πλόυπλόυ. Με εξαίρεση τα λεπτά ροζ χείλη της, το πρόσωπό της ήταν τελείως χλωμό. Τα μαλλιά της ήταν κατάμαυρα’ έπεφταν ίσια, πιασμένα μόνο σε ένα σημείο, στο πίσω μέρος του κεφαλιού της, κι έφταναν σε μια αλογοουρά στη μέση της. Έμοιαζε πραγματικά τρελλή, τα μελαγχολικά της μάτια κοιτούσαν προς το μέρος των μεγάλων φτελιών σα
να μπορούσαν να κλείσουν τα πάντα στη γραμμή του βλέμματός της. Ο Σμιθλάο γύρισε για να δει τι κοιτούσε με τέτοια επιμονή. Ο άγριος περνούσε εκείνη τη στιγμή μέσα από τους πυκνούς θάμνους που τυλίγονταν γύρω από τους κορμούς των δέντρων.
Μια ξαφνική βροχή άρχισε, πέφτοντας πάνω στα ξερά φύλλα του κήπου. Όπως όλες οι ανοιξιάτικες μπόρες, τελείωσε σε μια στιγμή στη διάρκεια της η Πλόυπλόυ δεν άλλαξε θέση κι ο άγριος δεν ύψωσε το κεφάλι του. Μετά ο ήλιος ξεπρόβαλλε, ρίχνοντας τη σκιά, και κάθε λουλούδι φόρεσε ένα κόσμημα από βροχή.
Ο Σμιθλάο σκέφτηκε αυτό που είχε σκεφτεί στο δωμάτιο του Γκάνπατ. Τώρα πρόσθεσε κι αυτό στη γραμμή: Θα ήταν τόσο εύκολο για τη Φύση, μόλις εξαφανιζόταν ο παρασιτικός άνθρωπος, να αρχίσει ξανά. Περίμενε με ένταση, γνωρίζοντας πως ένα δράμα θα εξελισσόταν μπρος τα μάτια του. Πέρα από την πελούζα που γυάλιζε, ένα μικρό κινούμενο πράγμα πλησίασε, ανέβηκε πηδηχτά τα σκαλιά και χάθηκε πίσω από μια αψίδα. Ήταν ένα από τους φρουρούς της περιμέτρου που πήγαινε να δώσει σήμα κινδύνου. Σε ένα λεπτό επέστρεψε. Τέσσερα μεγάλα ρομπότ το συνόδευαν’ ο Σμιθλάο αναγνώρισε το ένα από αυτά’ ήταν το μηχάνημα που τον είχε ανακρίνει μόλις έφτασε. Προχώρησαν αποφασιστικά ανάμεσα από τους θάμνους με τα τριαντάφυλλα, πέντε απειλητικές φιγούρες με διαφορετικό σχήμα. Ο μεταλλικός κηπουρός κάτι μουρμούρισε, σταμάτησε τη δουλειά του, και προχώρησε μαζί με τα άλλα ρομπότ προς το μέρος του αγρίου. “Δεν έχει ούτε την ελπίδα ενός σκύλου“, μονολόγησε ο Σμιθλάο. Η φράση αυτή είχε κάποιο νόημα: όλα τα σκυλιά είχαν κηρυχτεί περιττά, και είχαν εξοντωθεί από καιρό.
Τώρα ο άγριος είχε περάσει το φράγμα των θάμνων κι είχε φτάσει στην άκρη της πελούζας. Έσπασε ένα κλωνάρι με φύλλα και το στερέωσε στο πουκάμισό του, για να κρύβει κάπως το πρόσωπό του’ στερέωσε ένα άλλο κλαδί στο παντελόνι του. Καθώς τα ρομπότ πλησίαζαν, ύψωσε τα χέρια του πάνω από το κεφάλι, κρατώντας ένα τρίτο κλαδί. Οι έξι μηχανές τον κύκλωσαν. Το πλατύ ρομπότ έκανε ένα θόρυβο, Σα να αποφάσιζε τι να κάνει.
-“Πες ποιος είσαι“, πρόσταξε.
-“Μια τριανταφυλλιά“, αποκρίθηκε ο άγριος.
-“Οι τριανταφυλλιές έχουν τριαντάφυλλα. Εσύ δεν έχεις. Δεν είσαι τριανταφυλλιά“, είπε το ρομπότ. Το μεγαλύτερο και ψηλότερο όπλο του σηκώθηκε στο επίπεδο του στήθους του αγρίου.
-“Τα τραντάφυλλά μου έχουν ξεραθεί“, είπε ο άγριος, “αλλά έχω ακόμα φύλλα. Ρώτησε τον κηπουρό σου αν δεν ξέρεις τι είναι τα φύλλα“.
-“Αυτό το πράγμα είναι ένα πράγμα με φύλλα“, είπε αμέσως ο κηπουρός με μια βαθειά φωνή.
-“Ξέρω τι είναι τα φύλλα. Δε χρειάζεται να ρωτήσω τον κηπουρό. Τα φύλλα είναι το φύλλωμα των δέντρων και των φυτών, που τους δίνει την πράσινη εμφάνισή τους“, είπε το ρομπότ.
-“Αυτό το πράγμα είναι ένα πράγμα με φύλλα“, επανέλαβε ο κηπουρός και πρόσθεσε για να ξεκαθαρίσει τα πράγματα, “τα φύλλα του δίνουνε πρασινωπή εμφάνιση“.
-“Ξέρω τι είναι τα πράγματα με φύλλα“, είπε το ρομπότ. “Δε χρειάζεται να σε ρωτήσω, κηπουρέ“.
Φαινόταν πως μια ενδιαφέρουσα, αλλά περιορισμένη διαφωνία θα ξεσπούσε ανάμεσα στα δύο ρομπότ, αλλά εκείνη τη στιγμή μια από τις άλλες μηχανές μίλησε.
-“Αυτή η τριανταφυλλιά μπορεί να μιλά“, είπε.
-“Οι τριανταφυλλιές δεν μπορούν να μιλούν“, είπε αμέσως το επίπεδο ρομπότ. Έχοντας εκφράσει αυτό το πολύτιμο συμπέρασμα, έμεινε σιωπηλό, σκεφτόμενο ίσως τι περίεργη που είναι η ζωή. Μετά είπε, αργά – αργά. “Επομένως, αυτή η τριανταφυλλιά δεν είναι τριανταφυλλιά, ή αυτή η τριανταφυλλιά δεν μίλησε“.
-“Αυτό το πράγμα είναι ένα πράγμα με φύλλα“, άρχισε πάλι ο κηπουρός. “Αλλά δεν είναι τριανταφυλλιά. Οι τριανταφυλλιές έχουν μπουμπούκια. Είναι μια λευκαγκαθιά. Οι λευκαγκαθιές είναι επίσης γνωστές και σα σκλήθρα με καρπούς“.
Αυτή η ειδικευμένη γνώση ξεπερνούσε τις δυνατότητες του επίπεδου ρομπότ. Ακολούθησε μια τεταμένη σιωπή.
-“Είμαι μια λευκαγκαθιά“, είπε ο άγριος, διατηρώντας ακόμα την πόζα του. “Δεν μπορώ να μιλήσω“. Σε αυτό το σημείο όλες οι μηχανές άρχισαν να μιλούν ταυτόχρονα, στριφογυρίζοντας γύρω του για να το δουν καλύτερα, και πέφτοντας η μια πάνω στην άλλη. Τέλος, η φωνή του επίπεδου ρομπότ ξεχώρισε από τη μεταλλική φασαρία.
-“Ότι και να είναι αυτό το πράγμα με τα φύλλα, πρέπει να το ξερριζώσουμε. Πρέπει να το σκοτώσουμε“, είπε.
-“Δε μπορείς να το ξεριζώσεις. Αυτό είναι δουλειά των κηπουρών“, είπε ο κηπουρός. Στριφογυρίζοντας τα ψαλίδια του, και βγάζοντας ένα δρεπάνι, επιτέθηκε στο επίπεδο ρομπότ. Τα πρωτόγονα όπλα του δεν είχαν μεγάλο αποτέλεσμα πάνω στο θώρακα του άλλου ρομπότ. Πάντως, το δεύτερο, καταλαβαίνοντας πως τα πράγματα είχαν φτάσει σε ένα αδιέξοδο, είπε.
-“Θα πάμε στον Τσαρλς Γκάνπατ να μας πει τι να κάνουμε. Ελάτε από εδώ“.
-“Ο Τσαρλς Γκάνπατ βρίσκεται στη διάσκεψη“, αποκρίθηκε ένα άλλο ρομπότ. “Ο Τσαρλς Γκάνπατ δεν πρέπει να ενοχληθεί στη διάσκεψη. Επομένως δεν πρέπει να ενοχλήσουμε τον Τσαρλς Γκάνπατ“.
-“Επομένως πρέπει να περιμένουμε“, είπε το μεταλλικό επίπεδο ρομπότ. Προπορεύτηκε περνώντας δίπλα σχεδόν από τον Σμιθλάο’ ανέβηκαν όλα μαζί τα σκαλοπάτια κι εξαφανίστηκαν στο σπίτι.
Ο Σμιθλάο θαύμασε την ψυχραιμία του άγριου. Ήταν θαύμα που ζούσε ακόμα. Αν είχε δοκιμάσει να τρέξει, θα τον είχαν σκοτώσει αμέσως’ αυτή την κατάσταση είχαν διδαχτεί να την αντιμετωπίζουν τα ρομπότ. Ούτε τα διφορούμενα λόγια του θα τον είχαν σώσει αν αντιμετώπιζε μόνο ένα ρομπότ, γιατί ένα ρομπότ μόνο του είναι ένα απλοϊκό ον. Πάντως, όταν είναι πολλά μαζί, υποφέρουν από ένα πρόβλημα που συχνά προσβάλλει μέχρι ένα σημείο και τις ανθρώπινες συναθροίσεις: μια τάση να επιδεικνύουν τη λογική τους σε βάρος του αντικειμένου της συνάθροισης.
Λογική! Αυτό ήταν το πρόβλημα.
Ήταν το μόνο πράγμα που είχαν τα ρομπότ. Ο άνθρωπος είχε λογική κι εξυπνάδα: τα κατάφερνε καλύτερα από τα ρομπότ του. Κι όμως, έχανε τη μάχη ενάντια στη Φύση. Κι η Φύση σαν τα ρομπότ, χρησιμοποιούσε μόνο λογική. Ήταν ένα παράδοξο που εμπόδιζε τον άνθρωπο να επικρατήσει.
Μόλις αυτή η στρατιά από μηχανές εξαφανίστηκε στο σπίτι, ο άγριος έτρεξε κατά μήκος του κήπου και σκαρφάλωσε στην πρώτη σειρά των σκαλοπατιών, προχωρώντας προς την ακίνητη κοπέλα. Ο Σμιθλάο γλίστρησε πίσω από μια οξυά για να είναι πιο κοντά τους’ αισθάνθηκε σαν διεστραμμένος, παρατηρώντας τους χωρίς ενδιάμεση οθόνη, αλλά δεν μπορούσε όμως να απομακρυνθεί. Ο άγριος πλησίαζε τώρα τη Πλόυπλόυ, περπατώντας αργά κατά μήκος της βεράντας, σαν υπνωτισμένος.
-“Ήσουν επινοητικός“, του είπε. Το λευκό πρόσωπο της είχε κοκκινίσει τώρα στα μάγουλα.
-“Ήμουν επινοητικός έναν ολόκληρο χρόνο για να μπορέσω να έρθω κοντά σου“, της είπε. Τώρα που οι επινοήσεις του τον είχαν φέρει αντίκρυ της, τον εγκατέλειψαν και τον άφησαν να στέκεται αβοήθητος. Ήταν ένας αδύνατος νεαρός με φθαρμένα ρούχα κι αφρόντιστη γενιάδα.
-“Πως με βρήκες;” ρώτησε η Πλόυπλόυ. Η φωνή της αντίθετα με τη φωνή του νεαρού, μόλις έφτανε στα αυτιά του Σμιθλάο. Μια βασανιστική έκφραση, τόσο σπασμωδική όσο και το φθινόπωρο έπαιξε στο πρόσωπό της.
-“Ήταν ένα είδος ενστίκτου -σαν να είχα ακούσει το κάλεσμά σου“, είπε ο άγριος. “Όσα άσχημα πράγματα θα μπορούσαν να συμβούν στον κόσμο έχουν γίνει… Ίσως να είσαι η μόνη γυναίκα στον κόσμο που μπορεί να αγαπά’ ίσως να είμαι ο μόνος άντρας που μπορεί να ανταποκριθεί. Έτσι ήρθα. Ήταν φυσικό, δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά“.
-“Ονειρευόμουν πάντα πως κάποιος θα ερχόταν“, του είπε. “Και για βδομάδες ένιωθα – ήξερα – πως ερχόσουν. Ω αγάπη μου…”
-“Πρέπει να κάνουμε γρήγορα, γλυκειά μου“, της είπε. “Δούλευα κάποτε με τα ρομπότ -ίσως να μπόρεσες να καταλάβεις πως ξέρω το μηχανισμό τους. ‘Όταν φύγουμε από εδώ ένα σκάφος-ρομπότ θα μας πάρει αμέσως μακριά – οπουδήποτε’ σε ένα νησί ίσως, όπου τα πράγματα δεν είναι τόσο απελπιστικά. Αλλά πρέπει να φύγουμε προτού επιστρέψουν τα μηχανήματα του πατέρα σου“. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της Πλόυπλόυ. Σήκωσε το χέρι της.
-“Περίμενε!” τον ικέτεψε. “Δεν είναι τόσο απλό. Πρέπει να ξέρεις κάτι. Το Κέντρο Αναπαραγωγής μου αρνήθηκε το δικαίωμα της γονιμότητας. Δεν πρέπει να με αγγίξεις“.
-“Μισώ το Κέντρο Αναπαραγωγής!” είπε ο άγριος. “Μισώ ότι έχει να κάνει με τη παρούσα διακυβέρνηση. Τίποτα από ότι έχουν κάνει Δε μπορεί να επιδράσει πάνω μας τώρα“.
Η Πλόυπλόυ είχε σφίξει τα χέρια της πίσω από την πλάτη της. Το χρώμα είχε φύγει από το πρόσωπό της. Μια νέα βροχή από ροδοπέταλα έπεσε πάνω στο φόρεμά της, κοροϊδεύοντάς την.
-“Είναι τόσο μάταιο“, είπε. “Δεν καταλαβαίνεις…”
Η αγριάδα του είχε ημερώσει.
-“Εγκατέλειψα τα πάντα για να έρθω σε σένα“, της είπε. “Το μόνο που λαχταρώ είναι να σε πάρω στην αγκαλιά μου“.
-“Αλήθεια αυτό είναι το μόνο που θέλεις στον κόσμο;” ρώτησε.
-“Το ορκίζομαι”, είπε απλά.
-“Τότε έλα κι άγγιξέ με“, είπε η Πλόυπλόυ.
Εκείνη ήταν η στιγμή που είδε ο Σμιθλάο το δάκρυ να γυαλίζει στα μάτια της.
Το χέρι του άγριου απλώθηκε προς το μέρος της κι άγγιξε το μάγουλό της. Στεκόταν ακίνητη στη γκρίζα ταράτσα, με το κεφάλι της ψηλά. Κι έτσι, το χέρι του χάιδεψε ελαφρά το πρόσωπό της. Η έκρηξη έγινε σχεδόν ταυτόχρονα. Σχεδόν ταυτόχρονα. Πήρε μόνο ένα δέκατο του δευτερολέπτου μέχρι να αναλύσουν τα προδοτικά νεύρα που βρίσκονταν στην επιδερμίδα της Πλόυπλόυ το άγγιγμα, σαν κάτι που ανήκε σε ένα άλλο ανθρώπινο ον και να μεταφέρουν την ανακάλυψή τους στο νευρικό κέντρο’ εκεί, ο νευρολογικός φραγμός που είχε εμφυτέψει το Κέντρο Αναπαραγωγής σε όλους όσους είχε αρνηθεί τη γονιμοποίηση, μπήκε αμέσως σε λειτουργία. Κάθε κύτταρο στο κορμί της Πλόυπλόυ εκφόρτισε την ενέργειά του ταυτόχρονα. Ο συγχρονισμός τους ήταν τόσο επιτυχής, που κι ο άγριος σκοτώθηκε από την έκρηξη.
Ναι, σκέφτηκε ο Σμιθλάο, πρέπει να παραδεχτείς πως η δουλειά ήταν καθαρή. Και πάλι λογική. Σε έναν κόσμο που βρίσκεται στα πρόθυρα της πείνας, πως αλλιώς θα μπορούσαν να σταματήσουν τον πολλαπλασιασμό των ανεπιθύμητων; Η Λογική ενάντια στη Λογική, ο άνθρωπος ενάντια στη φύση: αυτό δημιουργούσε όλα τα δάκρυα στον κόσμο.
Επέστρεψε περπατώντας ανάμεσα στα φυτά, κατευθυνόμενος προς το σκάφος προσπαθώντας να φύγει προτού εμφανιστούν τα ρομπότ.
Οι διαλυμένες φιγούρες στην ταράτσα ήταν ακίνητες, μισοσκεπασμένες ήδη με φύλλα και πέταλα. Ο άνεμος μούγκριζε σα μια μεγάλη θριαμβευτική θάλασσα, στις κορφές των δέντρων.
Δεν ήταν παράξενο που ο άγριος δε γνώριζε για το νευρολογικό μηχανισμό πυροδοτήσεως: λίγοι άνθρωποι το γνώριζαν, τα μέλη του δυναμικοψυχολογικού Συνδέσμου και το Κέντρο Αναπαραγωγής – και φυσικά, τα ίδια τα άτομα που δεν μπορούσαν να τεκνοποιήσουν. Ναι, η Πλόυπλόυ γνώριζε τι θα συνέβαινε. Είχε διαλέξει σκόπιμα να πεθάνει με αυτό τον τρόπο.
-“Το έλεγα πάντα πως ήταν τρελλή!” σκέφτηκε ο Σμιθλάο. Γέλασε καθώς σκαρφάλωνε στο σκάφος του, κουνώντας το κεφάλι του με την τρέλα της.
Ήταν ένα θαυμάσιο στοιχείο που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει στην επόμενη συνάντηση με τον Τσαρλς Γκάνπατ.
_______________________________
Brian Aldiss
All The World’s Tears (1957)
Μτφρ.: Μάγδα Χαλικιά
————————————————————-
Αιρέσεις Ενός Τεράστιου Θεού
Τα Απόκρυφα Χειρόγραφα του Χάραντ του Τέταρτου
Eγώ, ο Χάραντ ο Τέταρτος, Ανώτατος Ερμηνευτής των Γραφών και των Νόμων, ζητώ να γίνουν γνωστά τα χειρόγραφά μου αυτά αποκλειστικά στους Ανώτερους Ιερείς της Παγκόσμιας Θυσιαστικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, και στους Εκλεγμένους Γέροντες του Συμβουλίου της Παγκόσμιας Θυσιαστικής Εκκλησίας, γιατί εδώ περιέχονται θέματα που αφορούν τις τέσσερις Σατανικές Αιρέσεις, που δεν πρέπει με κανένα τρόπο να γίνουν γνωστά στο λαό.
Για μια Ορθή Θεώρηση της πλέον νεότερης και σατανικότερης αίρεσης έχουμε καθήκον να εξετάσουμε προοπτικά τα γεγονότα της ιστορίας μας. Ας απασχοληθούμε, λοιπόν, με το πρώτο Έτος της εποχής μας, τότε που το Παγκόσμιο Σκότος διαλύθηκε με την άφιξη του Τεράστιου Θεού, του Αληθινού και Τεράστιου Κυρίου μας, του Σεβαστού και Τρομερότατου. Σήμερα, στα 910 ΥΘ, είναι βέβαια αδύνατο να υπάρχει, έστω κι αμυδρή, η ανάμνηση της κατάστασης του τότε κόσμου. Από τα στοιχεία όμως που έμειναν ώς τις μέρες μας μπορούμε να συμπεράνουμε αρκετά ώστε να πραγματοποιήσουμε τις αναγκαίες Πνευματικές Παρεκκλίσεις, που θα μας επιτρέψουν να δούμε τα
γεγονότα με τα μάτια των αμαρτωλών που τα έζησαν τότε.
Ο κόσμος στον οποίο εμφανίστηκε ο Τεράστιος Θεός, ήταν γεμάτος από ανθρώπους και τις μηχανές τους, όλοι τους απροετοίμαστοι για την Έλευση Του. Θα πρέπει να υπήρχαν εκείνη την εποχή εκατό χιλιάδες φορές περισσότεροι άνθρωποι απ’ όσους υπάρχουν σήμερα.
Ο Τεράστιος Θεός ακούμπησε για πρώτη φορά τη Γη στο μέρος που τώρα ονομάζουμε Ιερά Θάλασσα, εκεί όπου πλέουν σήμερα μερικές από τις ωραιότερες εκκλησίες μας, τις αφιερωμένες στο ‘Ονομά Του.
Εκείνο τον καιρό η περιοχή ήταν πολύ λιγότερο ευχάριστη, όντας διαμοιρασμένη σε πολλές χώρες τις οποίες κατείχαν ποικιλώνυμα έθνη. Τότε εφαρμοζόταν ένα σύστημα κατοχής της γης πολύ διαφορετικό από τις σημερινές πρακτικές της συνεχούς μετανάστευσης και εκκένωσης.
Τα πίσω πόδια του Τεράστιου Θεού απλώθηκαν μακριά κάτω στην Αφρική -που δεν ήταν τότε η νήσος ήπειρος που είναι σήμερα- αγγίζοντας σχεδόν τον ποταμό Κονγκό, στο ιερό σημείο όπου υψώθηκε αργότερα η θυσιαστική εκκλησία του Μπαζόλο-Ακέτι-Ελέ και στο ιερό σημείο που σημαδεύεται από τον Ιερό Ναό του Αντεν, σβήνοντας από το πρόσωπο της γης το παλιό λιμάνι του Αντεν.
Μερικά από τα πόδια του Τεράστιου Θεού απλώθηκαν πάνω από το Σουδάν και κατά μήκος της περιοχής του τότε Λιβυκού Βασιλείου, μέρους τώρα της Θάλασσας της Γεροντικής Θλίψης, ενώ ένα πόδι αναπαύθηκε πάνω σε μία πόλη ονομαζόμενη Τύνιδα, στην τότε τυνησιακή ακτή. Αυτά ήταν μερικά από τα πόδια του Τεράστιου Θεού στην αριστερή πλευρά Του.
Από τη δεξιά πλευρά Του, τα πόδια Του ευλόγησαν και καταπλάκωσαν τις ερήμους της Σαουδικής Αραβίας, της σήμερα γνωστής με το όνομα Κοιλάδα της Ζωής και τους πρόποδες του Καυκάσου, αφανίζοντας το όρος με το όνομα Αραράτ της Μικράς Ασίας, ενώ το Μπροστινό Πόδι απλώθηκε ώς τη ρωσική γη, εκμηδενίζοντας σε δευτερόλεπτα την πρωτεύουσα πόλη Μόσχα.
Το σώμα του Τεράστιου Θεού μένοντας αναπαυμένο ανάμεσα στα πανίσχυρα πόδια Του, στάθηκε κυρίως πάνω από τρεις αρχαίες θάλασσες που, αν πιστέψουμε τα παλιά κείμενα, είχαν τα ονόματα Μεσόγειος Θάλασσα, Ερυθρά Θάλασσα και Θάλασσα του Νείλου, και που όλες τους αποτελούν σήμερα μέρος της Ιεράς Θάλασσας.
Με το Τεράστιο Μέγεθός Του εξαφάνισε επίσης μέρος της Μαύρης Θάλασσας (σήμερα Λευκή Θάλασσα), την Αίγυπτο, την Αθήνα, την Κύπρο και τη Βαλκανική χερσόνησο μέχρι το Βελιγράδι, το μετέπειτα Αγιο Βελιγράδι, γιατί πάνω απ’ αυτή την πόλη υψώθηκε σαν πελώριος πύργος ο λαιμός του Τεράστιου Θεού στην Πρώτη Κάθοδό Του προς εμάς τους θνητούς, ακουμπώντας σχεδόν τις σκεπές των κτιρίων.
Όσο για το κεφάλι Του, αυτό βρισκόταν ψηλότερα και από τα βουνά που ονομάζουμε Ιταλάνδη και στην περιοχή πέρα απ’ αυτά, στον τόπο με το αρχαίο όνομα Ευρώπη, ένα πυκνοκατοικημένο τότε τμήμα της υδρογείου.
Υψωνόταν τόσο ψηλά που εύκολα μπορούσε να Το δει κανείς μια καλή μέρα από το Λονδίνο, που τότε όπως και σήμερα ήταν η κυριότερη πόλη των Αγγλογάλλων.
Εκείνες τις πρώτες ημέρες υπολογίστηκε ότι το μήκος του Τεράστιου Θεού ήταν περίπου τέσσερις χιλιάδες πεντακόσια μίλια και τα οχτώ πόδια εννιακόσια μίλια το καθένα. Σήμερα η θρησκεία μας διδάσκει ότι ο Τεράστιος Θεός μας αλλάζει σχήμα και μήκος και αριθμό ποδιών, ανάλογα με το αν είναι Ευχαριστημένος ή Θυμωμένος με τον άνθρωπο.
Τις ημέρες εκείνες η φύση του Θεού ήταν άγνωστη. Καμιά προετοιμασία δεν είχε γίνει για την Έλευση Του, παρ’ όλο που κυκλοφορούσαν αρκετοί ψίθυροι για την Ημέρα της Κρίσεως. Έτσι οι θεωρίες για τη φύση Του απείχαν πολύ απ’ την αλήθεια, τόσο που συχνά ξεπερνούσαν τα όρια της βλασφημίας.
Σας παρουσιάζω εδώ ένα απόσπασμα από το διαβόητο Έγγραφο του Γκερσάιμερ, το οποίο στάθηκε η αιτία πολλών γεγονότων που οδήγησαν στην Πρώτη Σταυροφορία το 271 Υο. Δεν ξέρουμε ποιος ήταν ο Μαύρος Γκερσάιμερ. Η μόνη, χωρίς νόημα, πληροφορία που έχουμε τον αναφέρει σαν κάποιο Επιστημονικό Προφήτη σε κάποιο μέρος με το όνομα Κόρνελ ή Κάρνελ, πιθανώς κάποια εκκλησία στην Αμερικανική Ήπειρο (που τότε ήταν μια διαφορετικά σχηματισμένη περιοχή).
“Εναέριες παρατηρήσεις δείχνουν ότι αυτό το πλάσμα αν μπορεί να το ονομάσει κανείς έτσι που διαγράφει μια γραμμή κατά μήκος της Ερυθράς Θάλασσας και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, δεν έχει ζωή, τουλάχιστον όπως εμείς την αντιλαμβανόμαστε. Θα πρέπει να δεχτούμε ως απλή σύμπτωση το γεγονός ότι μοιάζει με οχτάποδη σαύρα και έτσι δεν είναι ανάγκη να φοβόμαστε ότι αυτό το πραγμα έχει κακές διαθέσεις, όπως θέλουν να το παραστήσουν μερικές φυλλάδες“.
Μπορεί σήμερα να μην είναι κατανοητή όλη η βλάσφημη ορολογία εκείνης της μακρινής εποχής, αλλά πιστεύουμε ότι το “εναέριες παρατηρήσεις” αναφέρεται στις μηχανικές ιπτάμενες συσκευές που κατείχε αυτή η τελευταία γενιά των Αθεων. Ο Μαύρος Γκερσάιμερ συνεχίζει:
“Αν αυτό το πράγμα δεν είναι ζωντανό, μπορεί να αποτελεί ένα κομμάτι γαλαξιακού απορρίμματος που αγκιστρώθηκε προσωρινά στη σφαίρα μας, ίσως όπως αγκιστρώνεται ένα φύλλο σε μια μπάλα το φθινόπωρο. Το να πιστέψουμε κάτι τέτοιο δεν συνεπάγεται αναγκαία καμία αλλοίωση της επιστημονικής μας θεώρησης του σύμπαντος. Είτε αυτό το πράγμα αντιπροσωπεύει μια μορφή ζωής είτε όχι, δεν χρειάζεται να παραδοθούμε όλοι στις προλήψεις. Θα πρέπει να θυμηθούμε απλά ότι υπάρχουν πολλά φαινόμενα στο σύμπαν, όπως το αντιλαμβανόμαστε στο φως της επιστήμης τον εικοστού αιώνα, που παραμένουν ανεξήγητα. Όσο οδυνηρή κι αν μας είναι αυτή η επίσκεψη, είναι κάποια παρηγοριά να σκεφτόμαστε ότι θα μας φέρει νέα γνώση των εαυτών μας, όσο και του κόσμου πέρα από το μικρό ηλιακό μας σύστημα“.
Παρ’ όλο που όροι όπως “γαλαξιακό απόρριμμα” έχουν χάσει τη σημασία τους, αν είχαν ποτέ, η γενική κατεύθυνση αυτής της παραγράφου είναι προσβλητικά προφανής: ξεκινά έναν αγώνα κατά της λατρείας του Τεράστιου Θεού και ζητεί να τοποθετήσει στη θέση Του το Θεό της Επιστήμης των αιρετικών. Μία μόνο παράγραφος από αυτό το βλάσφημο συνονθύλευμα είναι ανάγκη να μας απασχολήσει ακόμη, γιατί έχει ουσιώδη σημασία στην Κατανόηση της πνευματικής Στάσης του Γκερσάιμερ και πιθανότατα των περισσοτέρων από τους συγχρόνους του.
“Εντελώς φυσιολογικά, οι λαοί της γης, ιδιαίτερα εκείνοι που βραδυπορούν ακόμη μπρος στο κατώφλι του πολιτισμού, είναι γεμάτοι φόβο αυτές τις μέρες. Βλέπουν κάτι υπερφυσικό στην άφιξη αυτού του πράγματος και πιστεύω πως κάθε άνθρωπος, αν είναι ειλικρινής, θα παραδεχθεί πως κι αυτός κουβαλά στη καρδιά του την ηχώ αυτού του φόβου. Μπορούμε να τον αγνοήσουμε και να αντιμετωπίσομε το χάος μες στο οποίο βούλιαξε σήμερα o κόσμος, μόνο αν διατηρήσουμε μία γαλαξιακή εικόνα της κατάστασής μας. Αυτό το ίδιο το Τεράστιο μέγεθος αυτού του πράγματος, που βρίσκεται αποτρόπαια κολλημένο κατά μήκος του κόσμου μας, είναι πηγή τρόμου. Αλλά ας το φανταστούμε αναλογικά. Μία σαρανταποδαρονσα κάθεται πάνω σ’ ένα πορτοκάλι. ‘Η, για να διαλέξουμε μία λιγότερο αποκρουστική αναλογία, ένα μικρό ζώο, μακρύ έξι ίντσες, ξεκουράζεται προσωρινά στην επιφάνεια μιας πλαστικής υδρογείου με διάμετρο δύο πόδια. Από μας την ανθρώπινη φυλή εξαρτάται, με όλη την τεχνολογία που έχουμε στη διάθεσή μας, να ενωθούμε όσο ποτέ άλλοτε και να τινάξουμε αυτό το πράγμα, αυτό το τεράστιο βλακώδες αντικείμενο, πίσω στα βάθη του Διαστήματος απ’ όπου μας ήρθε.
Καληνύχτα σας“.
Οι λόγοι για τους οποίους επαναλαμβάνω εδώ αυτή την Αρχική Βλασφημία είναι γιατί μπορούμε να δούμε εδώ, σ’ αυτό το μήνυμα ενός οπαδού του Παγκόσμιου Σκότους, ίχνη απο την Πρωταρχική Αμαρτία που παρ’ όλες τις θυσίες μας, όλα τα βάσανά μας, όλες τις σταυροφορίες μας δεν έχουμε κατορθώσει ακόμα να εξαλείψουμε. Αυτός είναι ο λόγος που αντιμετωπίζουμε τώρα τη μεγαλύτερη απ’ όλες τις Κρίσεις στην ιστορία της Παγκοσμίου Ορθοδόξου Ουσιαστικής Εκκλησίας και γι’ αυτό ακριβώς έφθασε η ώρα για μια Τετάρτη Σταυροφορία που θα υπερβαίνει σε κλίμακα όλες τις άλλες.
Ο Τεράστιος Θεός παρέμεινε εκεί που ήταν, στη θέση που τώρα αναφέρουμε σαν χώρος της Ιεράς Θαλάσσης, για ένα αριθμό ετών, απόλυτα ακίνητος.
Για την ανθρωπότητα αυτή ήταν η μεγάλη περίοδος της διαμορφώσεως της Πίστεως, που σημάδεψε την ίδρυση της Παγκοσμίου Εκκλησίας και χαρακτηρίστηκε απο πολλές αναταραχές. Οι πρώτοι ιερείς και προφήτες υπέφεραν πολλά ώστε να γίνει παγκόσμια γνωστός ο Λόγος και οι βλάσφημες αιρέσεις να καταστραφούν, παρ’ ολο που, όπως αναφέρει η Μυστική Βίβλος της Εκκλησιαστικής Παραδόσεως, πολλοί απ’ αυτούς ήταν στην πραγματικότητα μέλη παλαιοτέρων Εκκλησιών, οι οποίοι, βλέποντας το φως, μετέστρεψαν την παλιά πίστη τους.
Το πανίσχυρο Σώμα του Τεράστιου Θεού έγινε ο στόχος πολλών αδύναμων προσβολών. Τα ισχυρότερα ‘Οπλα της μακρινής πια εκείνης εποχής, δυνάμεις τεχνολογικού τσαρλατανισμού με το όνομα Πυρηνικά, χρησιμοποιήθηκαν επάνω του χωρίς κανένα αποτέλεσμα, όπως αναμενότανν. Πύρινα τείχη υψώθηκαν μάταια εναντίον του. Ο Τεράστιος Θεός μας, ο Τρομερός και Πανίσχυρος, είναι άτρωτος στη γήινη αδυναμία. Το σώμα του ήταν Ντυμένο, όπως λεγόταν, με Μέταλλο, – εδώ βρίσκεται το σπέρμα της Δεύτερης Σταυροφορίας – αλλά δεν είχε την ευπάθεια και την αδυναμία του Μετάλλου.
Τον ερχομό Του στη γη υποδέχτηκε μία άμεση ανταπόκριση της φύσης. Οι παλιοί άνεμοι που επικρατούσαν ώς τότε, αναχαιτισμένοι από τα δυνατά πλευρά τον φυσούσαν σ’ άλλη κατεύθυνση. Το αποτέλεσμα ήταν να ψυχθεί το κέντρο της Αφρικής τόσο ώστε να ξεραθούν τα τροπικά δάση από έλλειψη βροχής και να πεθάνουν όλα τα ζώα που ζούσαν εκεί. Στις χώρες που συνόρευαν με την Κασπάνα (τις τότε ονομαζόμενες Περσία και Καρκόφ, όπως λένε παλιές αφηγήσεις) χιονοθύελλες έπεφταν επί δώδεκα συνεχείς σκληρούς χειμώνες, τραβώντας ύστερα ανατολικά ώς την Ινδία. Σε άλλους τόπους, παντού στο κόσμο ο άνθρωπος ένιωσε τον ερχομό τον Τεράστιου Θεού στον ουρανό, στις αφύσικες βροχές και στους σαρωτικούς ανέμους, στις καταιγίδες που λυσσομανούσαν ασταμάτητα για μήνες. Οι ωκεανοί ταράχτηκαν και αυτοί, καθώς ο τεράστιος όγκος των υδάτων που εκτόπιζε το Σώμα Του πλημμύριζε παραθαλάσσιες περιοχές, πνίγοντας χιλιάδες πλάσματα και ξεβράζοντας δέκα χιλιάδες νεκρές φάλαινες στα λιμάνια του Κολόμπο.
Και η γη όλη αναστατώθηκε.
Καθώς όλη η περιοχή η κάτω από το Σώμα του Τεράστιου Θεού βούλιαζε, στην προετοιμασία της να δεχτεί αυτό που θα ονομαζόταν αργότερα Ιερά Θάλασσα, οι γύρω χώρες υψώθηκαν σχηματίζοντας μικρούς λόφους, όπως οι σκασμένοι, άγριοι Δολομίτες που φρουρούν σήμερα τη νότια πλευρά της Ιταλάνδης.
Έγιναν σεισμοί και νέα ηφαίστεια και θερμοπίδακες ξεπήδησαν εκεί όπου ποτέ άλλοτε δεν είχε αναβλύσει νερό, και επιδημίες φιδιών και δάση φλεγόμενα και τόσα άλλα θεϊκά σημάδια που βοήθησαν τους πρώτους Πατέρες της πίστης μας να προσηλυτίσουν τους αμαθείς.
Πήγαιναν παντού, διδάσκοντας ότι μόνος δρόμος της Σωτηρίας είναι η παράδοσή μας σ’ Εκείνον.
Λαοί ολόκληροι αφανίστηκαν τους χρόνους εκείνους της Αναστάτωσης, οι Βούλγαροι, οι Αιγύπτιοι, οι Ισραηλίτες, οι Μοραβιανοί, οι Κούρδοι, οι Τούρκοι, οι Σύριοι, οι Τούρκοι των βουνών, όπως και οι περισσότεροι από τους Νότιους Σλάβους, τους Γεωργιανούς, τους Κροάτες, τους δυνατούς Βλάχους, τους Έλληνες και την κυπριακή και κρητική φυλή, μαζί με άλλους που οι αμαρτίες ήταν μεγάλες και τα ονόματά τους ακαταχώρητα στα Εκκλησιαστικά Χρονικά.
Ο Τεράστιος Θεός έφυγε από τον κόσμο μας το έτος 89, ή όπως λένε μερικοί το 90. (Αυτή ήταν η Πρώτη Αναχώρηση, όπως αναφέρεται στο εορτολόγιο της Εκκλησίας μας – παρ’ όλο που η Καθολική Παγκόσμια Εκκλησία την ονομάζει Ημέρα της Πρώτης Εξαφάνισης). Ξαναγύρισε το 91, Μεγάλο και Φοβερό ας είναι το Όνομα Του.
Λίγα μας είναι γνωστά για την περίοδο της απουσίας Του από τη γη. Μπορούμε μόνο να φανταστούμε τη πνευματική κατάσταση των ανθρώπων τότε, όταν μαθαίνουμε ότι μάταια ένωσαν τις δυνάμεις τους όλα τα έθνη της γης. Οι φυσικές καταστροφές συνεχίστηκαν αφού οι ωκεανοί χύθηκαν στο κοίλωμα που είχε αφήσει πίσω Του, σχηματίζοντας την αγαπημένη μας και αγία Ιερά Θάλασσα. Μεγάλοι Πόλεμοι ξέσπασαν στο πρόσωπο της γης.
Η Επιστροφή Του το 91 σταμάτησε κάθε πόλεμο – ένα σημάδι της ειρήνης που έφερνε η Παρουσία Του στον εκλεκτό λαό Του.
Αλλά οι κάτοικοι του κόσμου Εκείνους τους Χρόνους δεν ήταν όλοι τους πιστοί, παρ’ όλο που τόσοι προφήτες γύριζαν ανάμεσά τους, και πολλές ήταν οι βλασφημίες τους. Στο Μαύρο Μουσείο, παράρτημα της μεγάλης βασιλικής του ‘Ομα και της Υεμένης, υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία του ότι προσπάθησαν εκείνη την εποχή να επικοινωνήσουν με τον Τεράστιο Θεό χρησιμοποιώντας τις μηχανές τους. Φυσικά δεν πήραν καμιά απάντηση μα πολλοί σκέφτηκαν τότε, στο σκοτάδι που ζούσαν, ότι αυτό οφειλόταν στο ότι ο Θεός ήταν ένα αντικείμενο, όπως είχε προφητεύσει ο Μαύρος Γκερσάιμερ.
Ο Τεράστιος Θεός, σ’ αυτή Του τη Δευτέρα Έλευση, ευλόγησε τη γη μας εγκαθιστάμενος κυρίως στη περιοχή του Αρκτικού Κύκλου ή ό,τι ήταν τότε ο Αρκτικός Κύκλος, με το σώμα Του να εκτείνεται από τον Βόρειο Καναδά, πάνω από μια μεγάλη ήπειρο με το όνομα Αλάσκα, κατά μήκος της Βόρειας Θάλασσας και ώς τις βόρειες περιοχές της ρωσικής γης μέχρι τον ποταμό Λένα, σήμερα Κόλπο του Λενν. Μερικά από τα πίσω πόδια Του συνέτριψαν τους αρκτικούς παγετώνες, ενώ άλλα από τα μπροστινά Του εισχώρησαν στο Βόρειο Ειρηνικό Ωκεανό – αληθινά μπροστά Του δεν είμαστε παρά άμμος κάτω από τα πόδια Του, και εκείνος μένει αδιάφορος μπρος στα βουνά μας ή τις Κλιματολογικές μας Συνθήκες.
Οσο για το φοβερό κεφάλι Του, αυτό ήταν ορατό από όλες τις πόλεις κατά μήκος των βορείων ακτών της Αμερικής, πόλεις όπως οι εξαφανισθείσες Βανκούβερ, Σηάτλ, ‘Εντμοντον, Πόρτλαντ, Μπλάνκο, Ρένο, ακόμη και από το Σαν Φρανσίσκο, και υψωνόταν ώς τη στρατόσφαιρα, λάμποντας με μεταλλική λάμψη. Όλες αυτές οι πόλεις ανήκαν στο ίδιο ενεργητικό και αμαρτωλό έθνος που εκδηλωνόταν πιο δραστήρια εναντίον του Τεράστιου Θεού.
‘Ολο το βάρος του άθεου επιστημονικού πολιτισμού τους ρίχτηκε εναντίον Του, μα το μόνο που κατόρθωσαν να κάνουν ήταν να διαλύσουν τις ίδιες τις ακτές τους.
Εν τω μεταξύ, άλλες φυσικές αλλαγές συνέβαιναν. Η μάζα του Τεράστιου Θεού παρέσυρε τη γη από τη καθημερινή της περιστροφή, έτσι που άλλαξαν οι εποχές και στα προφητικά βιβλία διαβάζουμε πως τα μεγάλα δέντρα έριχναν τα φύλλα τους το καλοκαίρι και τα αποκτούσαν ξανά το χειμώνα. Νυχτερίδες πετούσαν με το φως της ημέρας και οι γυναίκες έφερναν στον κόσμο τριχωτά παιδιά. Η τήξη των πάγων έφερε μεγάλες πλημμύρες, παλιρροϊκά κύματα και δηλητηριώδεις βροχές, ενώ μέσα σε μια νύχτα, όπως ακούμε, τα νερά μετακινήθηκαν από τα βάθη των ωκεανών, έτσι που το κύμα απομακρύνθηκε τόσο πολύ από τις Ανω Χώρες της Μαλαίας (όπως είναι σήμερα) που η ηπειρωτική χερσόνησος της Ευλογίας διαμορφώθηκε μέσα σε λίγες ώρες από ότι ήταν πριν ξεχωριστές ήπειροι ή νησιά όπως η Σιγκαπούρη, η Σουμάτρα, η Ινδονησία, η Ιάβα, το Σίδνεϋ και η Αυστραλία ή Αυστρία.
Με αυτά τα φοβερά Σημεία οι ιερείς μας μπόρεσαν να προσηλυτίσουν τους λαούς και εκατομμύρια επιζώντες εντάσσονταν γρήγορα στην Εκκλησία μας. Αυτή ήταν η Πρώτη Μεγάλη Περίοδος της Εκκλησίας, τότε που ο Λόγος εξαπλώθηκε σ’ όλη τη ρημαγμένη και παραμορφωμένη γη. Οι θεσμοί μας διαμορφώθηκαν στις επόμενες λίγες γενεές, ιδιαίτερα στις διάφορες Συνόδους της Νέας Εκκλησίας (μερικές από τις οποίες αποδείχτηκαν αργότερα αιρετικές).
Όμως πολλά εμπόδια βρέθηκαν στο δρόμο της Εκκλησίας, και ήταν αναγκαίο να τιμωρήσουμε δια της πυράς πολλούς ώσπου να νιώσουν επιτέλους οι υπόλοιποι την πίστη να καίει βαθιά μέσα τους. Αλλά με το πέρασμα των γενεών, το Αληθινό Όνομα του Τεράστιου Θεού αποκαλυπτόταν όλο και πλατύτερα πάνω στη γη. Μόνον οι Αμερικανοί, στο μεγαλύτερο μέρος τους, έμεναν ακόμη αγκιστρωμένοι στις ταπεινές προλήψεις τους. Οχυρωμένοι στην επιστήμη τους αντιστέκονταν πεισματικά στη Χάρη. Έτσι, το έτος 271, εξαπολύθηκε η Πρώτη Σταυροφορία, κυρίως εναντίον των Αμερικανών αλλά και κατά των Ιρλανδών, των οποίων οι αιρετικές απόψεις δεν στηρίζονταν στην επιστήμη’ οι Ιρλανδοί εκμηδενίστηκαν όλοι, σχεδόν ώς τον τελευταίο άντρα. Οι Αμερικανοί ήταν περισσότερο σθεναροί, μα αυτή η δυσκολία δεν κατάφερε παρά να φέρει πιο κοντά τούς πιστούς και να ενώσει ακόμα περισσότερο την Εκκλησία.
Αυτή η Πρώτη Σταυροφορία έγινε για να καταπολεμήσει την Πρώτη Μεγάλη Αίρεση της Εκκλησίας, την αίρεση που υποστήριζε ότι ο Τεράστιος Θεός ήταν ένα πράγμα και όχι Θεός, όπως είχε διαμορφωθεί απο τον Μαύρο Γκερσάιμερ. Τελείωσε με επιτυχία όταν ο αρχηγός των Αμερικανών Λάιονηλ Αντερμέγιερ, συνάντησε την αυτού Σεβασμιότητα Παγκόσμιο Αυτοκράτορα – Επίσκοπο Ιωάννη τον Δεύτερο, και συμφώνησε ν’ αφήσει ελεύθερους τους αντιπροσώπους της Εκκλησίας στο να διδάσκουν και να προσηλυτίζουν τα πλήθη ανεμπόδιστοι στη χώρα του. Ίσως να μπορούσε να επιτευχθεί μια πιο σκληρή συμφωνία, όπως υποστηρίζουν πολλοί σχολιαστές, αν δεν μάστιζε και τις δύο πλευρές η πανούκλα και ο υποσιτισμός, καθώς η παγκόσμια σοδειά είχε πέσει σχεδόν στο μηδέν. Η μείωση του πληθυσμού σε λιγότερο από το μισό, ήταν μια ευτυχής συγκυρία γιατί διαφορετικά ολοκληρωτικός λιμός θα είχε ακολουθήσει την αναδιοργάνωση των εποχών.
Στις εκκλησίες όλου του κόσμου, οι λαοί ικέτευαν τον Τεράστιο Θεό για να δώσει ένα σημάδι τον ότι είχε Δει τη μεγάλη νίκη πάνω στους άπιστους Αμερικανούς. Όλοι όσοι ήταν αντίθετοι σ’αυτή τη θεάρεστη πράξη θανατώθηκαν.
Εκείνος απάντησε στις προσευχές μας το 297, μετακινούμενος γρήγορα προς τα εμπρός σε μια σχετικά Μικρή Απόσταση, ακουμπώντας κυρίως στον Ειρηνικό Ωκεανό και εκτεινόμενος τόσο μακριά προς Νότο ώστε να φτάνει την Αντάρτη, εκεί που ήταν τότε ο Τροπικός του Καρκίνου, ο άλλοτε Ισημερινός. Μερικά από τα αριστερά πόδια Του κάλυψαν τις πόλεις κατά μήκος της δυτικής αμερικανικής ακτής, φτάνοντας στα νότια την Γκουανταλαχάρα (όπου το αποτύπωμα του ποδιού Του σημειώνεται μέχρι σήμερα από το Ναό του Ιερού Δακτύλου), περιλαμβάνοντας μερικές πόλεις όπως το Σαν Φρανσίσκο που ήδη αναφέρθηκε. Ονομάζουμε αυτό το γεγονός Πρώτη Ανύψωση’ θεωρήθηκε πολύ σωστά σαν η καλύτερη απόδειξη του θυμού του Τεράστιου Θεού προς την Αμερική.
Αυτό το συναίσθημα απλώθηκε και ωρίμασε ακόμα και στην ίδια την Αμερική. Εξαγνισμένος από την πείνα, τη πανούκλα, τους δυνατούς σεισμούς και τις άλλες διαταραχές της φύσης ο πληθυσμός μπορούσε πια να δεχτεί καλύτερα τα λόγια των ιερέων, καταφεύγοντας ως τον τελευταίο άντρα στην Εκκλησία. Μαζικά προσκυνήματα γίνονταν για να δουν το σώμα του Τεράστιου Θεού να εκτείνεται από το ένα ώς το άλλο άκρο της χώρας τους.
Γενναιότεροι προσκυνητές ανέβαιναν σε ιπτάμενα αεροπλάνα, και πετούσαν πάνω από τον ώμο του, όπου άγριες καταιγίδες λυσσομανούσαν ασταμάτητα για εκατοντάδες χρόνια.
Εκείνοι που προσηλυτίστηκαν έγιναν πιο Ακραίοι στην πίστη απ’ τ’ αδέλφια τους που είχαν πιστέψει παλαιότερα, στην άλλη πλευρά του κόσμου. Είχαν μόλις ενωθεί τα Αμερικανικά Συμβούλια με τα δικά μας και όμως αποχώρησαν μετά από μια διαφωνία σε ένα σημείο του δόγματος, στη Σύνοδο του Νεκρού Κυπρίνου. Αυτή η ημερομηνία σημειώνει τη γέννηση της Παγκοσμίου Καθολικής Θυσιαστικής Εκκλησίας. Εμείς, της Ορθοδόξου Εκκλησίας, δεν είχαμε εκείνες τις μακρινές μέρες τη χαρά των αρμονικών σχέσεων με τους Αμερικανούς αδελφούς μας, όπως σήμερα.
Το σημείο του δόγματος πάνω στο οποίο διαφώνησαν και χωρίστηκαν οι δύο Εκκλησίες ήταν, όπως είναι γνωστό, το θέμα του αν θα έπρεπε η ανθρωπότητα να φορά ρούχα που μιμούνταν τη μεταλλική λάμψη του Τεράστιου Θεού ή όχι. Ισχυρίστηκαν ότι κάτι τέτοιο αποτελούσε υβριστική εξύψωση του ανθρώπου στη θέση του Θεού, μα στην πραγματικότητα ήταν μια προμελετημένη μομφή προς τους Ορθόδοξους ιερείς, που φορούσαν πλαστικά ή μεταλλικά στολίδια προς τιμή του Δημιουργού τους.
Αυτή η διαφωνία εξελίχθηκε στη Δευτέρα Μεγάλη Αίρεση. Καθώς αυτή η μακρόχρονη περίοδος της συγχύσεως έχει ικανοποιητικά περιγραφεί αλλού, θα περιοριστούμε εδώ να αναφέρουμε απλώς ότι η διαφωνία έφτασε στην αποκορύφωσή της με τη Δευτέρα Σταυροφορία που εξαπέλυσε εναντίον μας η Αμερικανική Παγκόσμια Καθολική Εκκλησία το 450. Επειδή διατηρούσαν ακόμη αρκετές από τις μηχανές τους μπόρεσαν να επιβάλουν την άποψή τους, να λεηλατήσουν πολλά από τα μοναστήρια κατά μήκος των ακτών της Ιεράς Θαλάσσης, να κηλιδώσουν τις γυναίκες μας και να αποσυρθούν ένδοξα στην πατρίδα τους.
Από τότε, όλοι στον κόσμο δεν φορούν παρά μόνο μάλλινες ή γούνινες ενδυμασίες. Όλοι όσοι αντιδρούσαν σ’ αυτή τη θεάρεστη πράξη θανατώθηκαν.
Θα ήταν λάθος όμως να δώσουμε υπερβολική έμφαση στους αγώνες του παρελθόντος. Στη διάρκειά τους η πλειονότητα των ανθρώπων ζούσαν ειρηνικά με την πίστη τους, προσφέρονταν να θυσιαστούν τακτικά και προσεύχονταν κάθε δύση και ανατολή (όποτε συνέβαιναν) ικετεύοντας τον Τεράστιο Θεό να εγκαταλείψει τον κόσμο μας, αφού είμαστε ανάξιοί Του.
Η Δευτέρα Σταυροφορία άφησε πλήθος προβλήματα στο διάβα της’ τα επόμενα πενήντα χρόνια ήταν, στο σύνολο τους, χρόνια δυστυχίας. Ο αμερικανικός στρατός γύρισε στην πατρίδα του για να την βρει καλυμμένη από φωτιά και λάβα, με τον αέρα γεματο δύσοσμες στάχτες. Η τεράστια πίεση πάνω στη δυτική ακτή της χώρας τους έκανε να εκραγούν πολλά ηφαίστεια κατά μήκος της μεγαλύτερης οροσειράς τους, των Βραχωδών.
Εκείνοι, ερμηνεύοντας σωστά τούτα τα σημάδια, κατάλαβαν πως η συμπεριφορά τους δεν τους εξιλέωνε στα μάτια του Τεράστιου Θεού (γιατί, παρ’ όλο που ποτέ δεν αποδείχτηκε ότι έχει μάτια, σίγουρα μας βλέπει). Και, βλέποντας πως ο υπόλοιπος κόσμος δεν είχε δεχτεί τόσο μεγάλη τιμωρία, συμπέραναν σωστά πως η αμαρτία τους ήταν το οτι εξακολουθούσαν να μένουν προσκολλημένοι στην τεχνολογία τους και τα όπλα της τεχνολογίας τους, παρά τη θέληση του Θεού.
Με την πίστη να γιγαντώνεται μέσα τους, κατέστρεψαν και το τελευταίο όργανο της επιστήμης, από τα Πυρηνικά ως τα Ανοιχτήρια, και έριξαν εκατό χιλιάδες παρθένες σε επιλεγμένα ηφαίστεια για να εξευμενίσουν τον Θεό. Όλοι όσοι αντιδρούσαν σ’ αυτή την θεάρεστη πράξη θανατώθηκαν και μερικοί φαγώθηκαν τελετουργικά.
Εμείς, οι πιστοί της Παγκόσμιας Ορθοδόξου Εκκλησίας, επιδοκιμάσαμε την αυθόρμητη πράξη των αδελφών μας. Μα και πάλι δεν μπορούσαμε να είμαστε σίγουροι ότι εξαγνίστηκαν αρκετά. Τώρα που εκείνοι δεν διέθεταν κανένα όπλο, ενώ εμείς είχαμε ακόμη μερικά, ήταν φανερό πως μπορούσαμε να τους βοηθήσουμε στον εξαγνισμό τους. Έτσι, μια ισχυρή αρμάδα από 166 ξύλινα πλοία ταξίδεψε ώς την Αμερική για να την βοηθήσει να υποφέρει για την πίστη και να φέρει πίσω, από καθαρή τύχη, αρκετά λάφυρα. Αυτή ήταν η Τρίτη Σταυροφορία του 482, υπο τον
Ιωάννη τον Παχύσαρκο.
Ενώ οι δύο αντίπαλοι στρατοί πολεμούσαν έξω από τη Νέα Υόρκη, συνέβη η Δευτέρα Ανύψωση. Κράτησε πέντε μόλις λεπτά. Σ’ αυτά τα πέντε λεπτά ο Τεράστιος Θεός γύρισε στο αριστερό πλευρό Του, σύρθηκε από το κέντρο της τότε Βορειοαμερικανικής ηπείρου, διέσχισε τον Ατλαντικό σαν να ήταν ρυάκι, υπερπήδησε την Αφρική και αναπαύθηκε στο Νότιο Ινδικό Ωκεανό, εξαφανίζοντας μ’ ένα από τα πίσω Του πόδια τη Μαδαγασκάρη.
Νύχτα έπεσε παντού πάνω στη γη. Όταν ήρθε η αυγή, δεν υπήρχε ούτε ένας πια που να μην πίστευε στη Δύναμη και τη Σοφία του Τεράστιου Θεού, του Πατέρα κάθε Τρόμου και Δύναμης. Δυστυχώς, ανάμεσα σε κείνους που δεν μπορούσαν πια να πιστέψουν ήταν οι αντιμαχόμενοι στρατοί που σαρώθηκαν δια μιας από ένα κύμα γης και βράχων που σήκωσε στο Πέρασμά Του ο Θεός.
Στο χάος που ακολούθησε μόνο μια λογική επικράτησε: η λογική της Εκκλησίας. Η Εκκλησία ανακήρυξε σαν Τρίτη Μεγάλη Αίρεση την ιδέα που υποστήριζε ότι οποιοδήποτε είδος μηχανών ήταν επιτρεπτό στον άνθρωπο, παρά τη Θεία Θέληση. Υπήρξαν μερικές δογματικές αντιδικίες για το αν τα βιβλία ήταν μηχανές ή όχι. Για καλό και για κακό αποφασίστηκε ότι ήταν. Έτσι από τότε και στο εξής ελεύθερη όλη η ανθρωπότητα δεν έκανε τίποτε άλλο από του να προσεύχεται στον Τεράστιο Θεό να μετακινηθεί σ’ ένα κόσμο πιο αντάξιο της Δύναμής Του. Τους ίδιους χρόνους αυξήθηκε η συχνότητα των θυσιών και εγκαινιάσθηκε η μέθοδος του Αργού δια Πυρός Θανάτου (499). Στα χρόνια που ακολούθησαν μεγάλη Ειρήνη απλώθηκε στη γη, μια Ειρήνη που κράτησε ώς το 900. Όλο αυτό το διάστημα ο Τεράστιος Θεός δεν μετακινήθηκε’ αληθινά έχει λεχθεί πως οι αιώνες δεν είναι παρά δευτερόλεπτα γι’ Αυτόν. Ίσως η ανθρωπότητα να μην έχει γνωρίσει πιο μακρόχρονη ειρηνική περίοδο, 400 ολόκληρα χρόνια ειρήνης και γαλήνης – μια γαλήνη που υπήρχε στην καρδιά της αν όχι στον έξω κόσμο, αφού ο κόσμος ήταν φυσικά σε κάποια Αταξία. Η μεγάλη δύναμη από τη μετακίνηση του Τεράστιου Θεού κατά μήκος του μισού κόσμου είχε αλλάξει τη διαδοχή της μέρας με τη νύχτα σε μεγάλο βαθμό’ μερικοί μύθοι λένε ότι, πριν την Δευτέρα Ανύψωση, ο ήλιος ανέτειλε στην ανατολή και έδυε στη δύση – ακριβώς το αντίθετο από τη γνωστή σε μας φυσική σειρά.
Βαθμιαία, αυτή η ειρηνική περίοδος είδε κάποια επαναφορά της τάξης των εποχών και κάποια απαλλαγή από τις πλημμύρες, τις αιμάτινες βροχές, τις χαλαζοθύελλες, τους σεισμούς, τους κατακλυσμούς παγοκρυστάλλων, τους κομήτες, τις ηφαιστειακές εκρήξεις, τις δηλητηριώδεις ομίχλες, τους καταστρεπτικούς ανέμους, την ξηρασία, τις επιδημίες λύκων και δράκων, τα παλιρροϊκά κύματα, τις ετήσιες θύελλες και τις απρόβλεπτες βροχές και τόσες άλλες πληγές, για τις οποίες μιλούν τόσο γλαφυρά τα γραπτά της εποχής. Οι Πατέρες της Εκκλησίας αποσυρόμενοι στη σχετική ασφάλεια των εσωτερικών θαλασσών και των ηλιόλουστων λιβαδιών της Γκομπιλάνδης στη Μογγολία, εγκαθίδρυσαν μια νέα Ορθοδοξία, καλά υπολογισμένη στη θέρμη της προσευχής και την πλούσια προσφορά ανθρωποθυσιών, σαν ικεσία προς τov Τεράστιο Θεό να αφήσει τον φτωχό ερειπωμένο κόσμο μας για κάποιον καλύτερο και ουσιαστικότερο.
Έτσι φτάνουμε σχεδόν ώς τις μέρες μας στο έτος 900, μόλις δέκα χρόνια πριν από σήμερα.
Αυτό το έτος ο Τεράστιος Θεός εγκατέλειψε τη γη μας!
Θυμηθείτε, παρακαλώ, ότι η Πρώτη Αναχώρηση το 89 κράτησε μόνο είκοσι μήνες. Τώρα, ο Τεράστιος Θεός λείπει μακρυά μας το μισό αυτό αριθμό σε χρόνια! Τον χρειαζόμαστε πίσω δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς Αυτόν, όπως έπρεπε να το είχαμε καταλάβει Χρόνια πριν, αν δεν είχαμε την Βλασφημία στις καρδιές μας!
Στο ξεκίνημά Του έστειλε τον ταπεινό μας πλανήτη σε τέτοια τροχιά που είμαστε καταδικασμένοι σε βαρύτατο χειμώνά όλο το χρόνο’ ο ήλιος είναι μακριά μας, συρρικνωμένος’ οι θάλασσες μένουν παγωμένες το μισό χρόνο’ παγόβουνα κυλούν στα χωράφια μας, ακόμα και το μεσημέρι χρειάζεσαι κάποιο φως για να διαβάσεις!
Με μεγάλη συμφορά τιμωρηθήκαμε!
Μα ό,τι κι αν παθαίνουμε, το αξίζουμε. Είναι μια δίκαιη τιμωρία γιατί όλους αυτούς τους αιώνες της εποχής μας, όταν είμαστε σχετικά ευτυχισμένοι και ήσυχοι, προσευχόμαστε σαν ηλίθιοι να φύγει από τον κόσμο μας o Τεράστιος Θεός.
Ζητώ από όλους τους Εκλεγμένους Γέροντες του Συμβουλίου να αποκηρύξουν αυτές τις προσευχές σαν την Τετάρτη και Μεγαλυτέρα Αίρεση και να διακηρύξουν πως στο εξής όλες οι προσπάθειες της ανθρωπότητας θα είναι αφιερωμένες στο να παρακαλούν τον Τεράστιο Θεό να ξαναγυρίσει κοντά μας το συντομότερο.
Ζητώ επίσης αύξηση του ρυθμού των θυσιών. Το να διστάζουμε απλά και μόνο επειδή μας λείπουν οι γυναίκες δεν οδηγεί πουθενά. Ζητώ, τέλος, να εξαπολυθεί μία Τετάρτη Σταυροφορία γρήγορα, πριν ο αέρας που αναπνέουμε αρχίσει να παγώνει μέσα στα πνευμόνια μας.
____________________________________
Brian Aldiss
Heresies Of The Huge God (1966)
Μτφρ.: Μαν. Σταυρακάκης