…Σαν να ‘ταν η πιο σπλαχνική γυναίκα,
στη δούλεψή της κάλεσα το φως,
το σκότος και το λίγο μου καιρό,
-για τί άλλο άραγε να ‘χα καιρό;
Ντάντε Αλιγκιέρι (από τις Πέτρινες Ρίμες του)
Βιογραφικό
Ο Ντάντε Αλιγκιέρι ήταν ένας από τους σημαντικότερους Ιταλούς ποιητές του Μεσαίωνα. Θεωρείται ο πρώτος σημαντικός δημιουργός στην ιταλική ποίηση ενώ το περίφημο έργο του, Θεία Κωμωδία, εκτιμάται σήμερα ως ένα από τα σημαντικότερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Πολιτικός, φιλόσοφος, συγγραφέας, ποιητής και πεζογράφος, αποτελούν μερικά από τα γνωρίσματα του άντρα αυτού. Επίσης χρημάτισε πρέσβης, πολέμησε, συμμετείχε στη κυβέρνηση, πολιτεύτηκε, διώχτηκε από τους αντιπάλους του και καταδικάστηκε στη πυρά, έφυγε από τη πατρίδα του και περιπλανήθηκε εξόριστος σε πόλεις της Ιταλίας.
Γεννήθηκε στη Φλωρεντία και καταγόταν από αρχοντική οικογένεια. Πατέρας του ήταν ο Alighiero di Bellincione και μητέρα του η Donna Bella degli Abati, η οποία πέθανε όταν ο Δάντης ήτανε περίπου πέντε ετών. Η ακριβής ημερομηνία γέννησής του δεν είναι γνωστή, ωστόσο ο ίδιος αναφέρει στα γραπτά του πως γεννήθηκε στον αστερισμό των Διδύμων κι επομένως η γέννησή του τοποθετείται από τα μέσα Μάη ως τα μέσα Ιούνη του 1265 (22 Μάη-21 Ιούνη).
Σε ηλικία μόλις 9 ετών, γνώρισε τη Βεατρίκη Πορτινάρι, ένα χρόνο μικρότερη και κόρη του πλούσιου άρχοντα Folco Portinari. Η Βεατρίκη αποτέλεσε τον πρώτο πλατωνικό έρωτά του, ο οποίος όμως είχεν άδοξη κατάληξη με το θάνατο της Βεατρίκης το 1290. Το γεγονός αυτό φαίνεται πως απετέλεσε και την αφορμή να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη Λατινική λογοτεχνία, τη φιλοσοφία και τις επιστήμες. Μεταγενέστερα, η Βεατρίκη παρουσιάζεται ως κεντρικός χαρακτήρας στη Θεία Κωμωδία.

Ντάντε: Από πίνακα του Μποτιτσέλλι
Λίγα είναι γνωστά για την εκπαίδευση του Δάντη. Είναι κοινή εκτίμηση πως του παρασχέθηκε ιδιωτικά κι έπειτα συνέχισε στη Μπολώνια όπου φέρεται πάντως να σπούδασε θεολογία, νομικά και φιλολογία. Εικάζεται επίσης πως πρέπει να ήρθε σε επαφή με την ποιητική σχολή της Σικελίας. Αποδεδειγμένος είναι ο θαυμασμός του Δάντη για τον Βιργίλιο. Στη Θεία Κωμωδία, που αποτελεί εκτός των άλλων και σημαντική βιογραφική πηγή, ο Δάντης γράφει για τον Βιργίλιο:
“(…) Εσύ είσαι κι ο ποιητής κι ο δάσκαλός μου, εσύ είσαι κι ο μόνος οδηγός που επήρα στην όμορφη γραφή που ετίμησέ με“.
–Κόλαση, ωδή Α’, στ. 85.
Υποθέτουμε γενικά πως ο Δάντης ήταν ένας διανοούμενος της εποχής του και πως τονε χαρακτήριζε ένα ισχυρό πάθος για τις επιστήμες και τη λογοτεχνία. Σε ηλικία 18 ετών γνώρισε τους Guido Cavalcanti, Lapo Gianni, Cino da Pistoia και Brunetto Latini, με τους οποίους οργάνωσε το λογοτεχνικό ρεύμα Dolce Stil Nuovo (Γλυκύ Νέον Ύφος), το οποίο θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικό στην ιστορία της ιταλικής λογοτεχνίας. Ειδικά ο Brunetto Lattini, υπήρξε δάσκαλός του, ενώ υπάρχει αναφορά στη Θεία Κωμωδία (Κόλαση, ωδή ΙΕ΄, στ. 82) όπου ο Δάντης τον ευχαριστεί για όσα του δίδαξε.
Όταν ήτανε 12 ετών, είχε υποσχεθεί γάμο στη Gemma di Manetto Donati, κόρη του Manetto Donati, μέλος της ισχυρής οικογένειας Donati. Συμβαλλόμενοι γάμοι σ’ αυτή τη νεαρή ηλικία ήταν αρκετά κοινό και αφορούσε μια επίσημη τελετή, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων που έχουν υπογραφεί ενώπιον συμβολαιογράφου. Αλλά αυτή τη φορά ο Δάντης είχε ερωτευθεί τη Beatrice Portinari (γνωστή επίσης ως Bice), την οποία γνώρισε για πρώτη φορά όταν ήταν μόλις 9. Το 1296 νυμφεύθηκε τελικά τη Γκέμμα. Είναι αξιοσημείωτο πως ο ίδιος ο Δάντης δεν αναφέρει στα γραπτά του τίποτα σχετικά με αυτήν. Χρόνια μετά το γάμο του, ισχυρίζεται πως συνάντησε τη Beatrice και πάλι, έγραψε πολλά σονέττα για κείνη αλλά ποτέ δεν αναφέρθηκε στη Gemma σε οποιοδήποτε από τα ποιήματά του. Η ακριβής ημερομηνία του γάμου του, δεν είναι γνωστή: μόνο ορισμένες πληροφορίες λένε ότι, πριν από την εξορία του στο 1301, είχε τρία παιδιά (Pietro, ο Ιάκωβος κι Αντωνία). Η Gemma έκανε στο Δάντη πολλά παιδιά. Παρά το γεγονός ότι πολλοί άλλοι στη συνέχεια, ισχυρίστηκαν ότι είναι απόγονοι του, το πιθανώτερο είναι ότι μόνο οι Jacopo, Pietro, Giovanni κι η Αντωνία ήτανε πραγματικά παιδιά του. Η Αντωνία αργότερα έγινε μοναχή, λαμβάνοντας το όνομα Αδελφή Βεατρίκη.
Τα νεανικά χρόνια του Δάντη επηρεάστηκαν άμεσα από τις πολιτικές καταστάσεις. Την εποχή εκείνη, η Φλωρεντία, όπως κι ολόκληρη η Ιταλία, ήτανε διχασμένη ανάμεσα σε δύο μεγάλα κόμματα: τους Γουέλφους και τους Γιβελίνους. Οι Γουέλφοι βρίσκονταν περισσότερο με το μέρος του Πάπα ενώ οι Γιβελίνοι με τον αυτοκράτορα. Από το 1289 ο Δάντης έλαβε μέρος σε πολέμους εναντίον των Γιβελίνων -συμμετείχε στην εκστρατεία κατά του Αρέτσο, που λήγει νικηφόρα για τη Φλωρεντία. Πολλέμησε με το ιππικό των Guelph στη μάχη της Campaldino (11 Ιούνη 1289). Αυτή η νίκη βοήθησε για μια αναμόρφωση του συντάγματος της Φλωρεντίας. Για να λάβει οποιοδήποτε ρόλο στη δημόσια ζωή, κάποιος έπρεπε να εγγραφεί σε ένα από τα πολλά εμπορικά ή σαν τεχνίτης στις συντεχνίες της πόλης, έτσι ώστε ο Δάντης άρχισε να ασχολείται με ιατρικά και φάρμακα.
Στα επόμενα χρόνια, το όνομά του έχει κατά καιρούς καταγραφεί σε ομιλίες ή στις ψηφοφορίες στα διάφορα συμβούλια της δημοκρατίας. Ένα σημαντικό μέρος των πρακτικών από τέτοιες συναντήσεις κατά τα έτη 1298-1300 χάθηκε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκ. Πολ., ωστόσο, έτσι ώστε η πραγματική έκταση της συμμετοχής του Δάντη σε συμβούλια της πόλης είναι αβέβαιη. Το 1292, το κόμμα των Γουέλφων ήρθε στην εξουσία κι εκδίωξε από τα δημόσια αξιώματα τους αντιπάλους του. Από το 1295 πια ο Δάντης, μέλος της συντεχνίας γιατρών και φαρμακοποιών, οπ’οτε εμπλέκεται πλέον και πολιτικά, πιο ενεργά. Ωστόσο ξέσπασαν έντονες διαμάχες και μεταξύ των Γουέλφων, με αποτέλεσμα να διασπαστούνε στους Μαύρους, που υποστηρίζανε πως δεν έπρεπε να δοθούνε πολλά προνόμια στο λαό και στους Άσπρους Γουέλφους, τους δημοκρατικούς. Ο Δάντης πήρε το μέρος των Άσπρων, ωστόσο η πλευρά των Μαύρων επικράτησε με αποτέλεσμα να καταδικαστεί σ’ εξορία κι επιπλέον στο να πληρώσει 5.000 φλωρίνια εντός 3 ημερών. Μετά από την αδυναμία του να πληρώσει αυτό το ποσό, μια νέα καταδικαστική απόφαση όρισε πως έπρεπε να καεί ζωντανός, όπου κι αν συλληφθεί.
Ο Δάντης περιπλανήθηκε εξόριστος από τη Φλωρεντία -τη πολυαγαπημένη του γενέτειρα, που δε θα τη ξαναδε΄ποτέ, παρόλες τις προτάσες αμνηστείας που έγιναν κατά καιρούς- σε πολλές ιταλικές πόλεις. Επισκέφθηκε τη Βερόνα ως καλεσμένος του Bartolomeo Della Scala και στη συνέχεια την πόλη Sarzana. Θεωρείται πως πέρασε επίσης ένα διάστημα στη πόλη Λούκκα, όπου φιλοξενήθηκε από τη Madame Gentucca, η οποία φρόντισε για τη πολυτελή κι άνετη παραμονή του εκεί. Άλλες πηγές αναφέρουνε πως τη περίοδο 1308-1310 βρέθηκε στο Παρίσι. Παρά το γεγονός πως βρίσκεται εξόριστος, ο Δάντης γράφει στίχους και μεταφέρει μαζί του τα χειρόγραφά του. Αυτή την εποχή ξεκινά επίσης να εργάζεται πάνω στη Θεία Κωμωδία.
Το 1300, ο Δάντης εκλέχθηκε ως ένας από τους 7 ιδρυτές του Priorato delle Arti για το 2μηνο 15 Ιούνη-15 Αυγούστου. Παρότι ανήκε στη πολιτική ομάδα των Γουέλφων, προσπάθησε έντονα να εμποδίσει τη κρατική παρέμβαση του ορκισμένου εχθρού του, Πάπα Βονιφάτιου Η’, γι’ αυτό και θεωρήθηκε ως το ανώτατο έμβλημα της ηθικής παρακμής της Εκκλησίας. Με την άφιξη του καρδινάλιου Ματέο ντ’ Ακουασπάρτα, ο οποίος στάλθηκε από τον Ποντίφικα με το ρόλο του ειρηνοποιού, (αλλά στη πραγματικότητα στάλθηκε για να περιορίσει τη δύναμη των Λευκών Γουέλφων, που κείνη τη περίοδο είχαν επικρατήσει των αντίστοιχων Μαύρων), ο Δάντης κατάφερε να εμποδίσει το έργο του. Κατά τη περίοδο που βρισκότανε στο Priorato delle Arti, ο Δάντης ενέκρινε τη σκληρή διαταγή με την οποία εξορίστηκαν (σε μια προσπάθεια να αποκατασταθεί η ειρήνη στο εσωτερικό του Κράτους) 8 εκπρόσωποι των Μαύρων Γουέλφων κι 7 των Λευκών, συμπεριλαμβανομένου του Γκουίντο Καβαλκάντι, που πέθανε λίγον αργότερα στη πόλη Sarzana.
Αυτή η διαταγή είχε σοβαρές επιπτώσεις στην εξέλιξη των μελλοντικών γεγονότων, καθώς όχι μόνον αποδείχθηκε να είναι μια άκαρπη απόφαση (οι Μαύροι Γουέλφοι καθυστερούσαν να αναχωρήσουν για την Ούμπρια, όπου προορίζονταν για την εξορία τους) αλλά ρίσκαρε επίσης το ενδεχόμενο να γίνει πραξικόπημα από τους ίδιους τους Μαύρους Γουέλφους, χάρη στη μυστική υποστήριξη του καρδινάλιου Ακουασπάρτα. Επίσης, η διαταγή προκάλεσε στους υποστηρικτές της (συμπεριλαμβανομένου του ιδίου του Δάντη) το μίσος από τη πλευρά των Μαύρων Γουέλφων όπως και τη δυσπιστία των Λευκών: προφανώς οι πρώτοι λόγω του “τραύματος” που υπέστησαν, ενώ οι δεύτεροι λόγω του πλήγματος που δέχθηκε η ομάδα τους από ένα δικό τους μέλος. Εν τω μεταξύ, οι σχέσεις μεταξύ Βονιφάτιου και διοικούντων των Λευκών Γουέλφων επιδεινωθήκανε περαιτέρω τον Σεπτέμβρη, όταν οι νέοι ιδρυτές του Priorato delle Arti (επιτυχόντες στο κολλέγιο που συμμετείχε ο Δάντης) ακύρωσαν επιτόπου την εξορία των Λευκών, δείχνοντας έτσι τη συμπάθεια τους και δίνοντας λόγο στον απεσταλμένο του Πάπα καρδινάλιο Ακουασπάρτα να ρίξει το φταίξιμο στη Φλωρεντία. Όταν στάλθηκε από τον Πάπα ο Κάρολος του Βαλουά στη Φλωρεντία ως νέος ειρηνοποιός (στη πραγματικότητα κατακτητής) στη θέση του καρδινάλιου Ακουασπάρτα, η Πολιτεία έστειλε στη Ρώμη μια αντιπροσωπεία, στη προσπάθεια της να απομακρύνει τον Πάπα από τις ηγεμονικές του φιλοδοξίες. Στην αντιπροσωπεία αυτή, βασικό στέλεχος ήτανε κι ο Δάντης συνοδευόμενος από τους Μάζο Μινερμπέττι και Κοράτσα ντα Σίνια.
H νεκρική του μάσκα
Για ένα διάστημα συμφιλιώθηκε με τους Γιβελίνους, εναποθέτοντας τις ελπίδες του στον ερχομό του Ερρίκου Ζ’ της Γερμανίας, ο οποίος πολιορκούσε την Ιταλία. Επιτέθηκε και στη Φλωρεντία, όπου κατάφερε να νικήσει τους Μαύρους Γουέλφους. Ο θάνατος του, όμως, το 1313 στερεί από το Δάντη τη δυνατότητα να επιστρέψει στη Φλωρεντία. Το 1315 δόθηκε αμνηστεία στους εξόριστους Γουέλφους, υπό τον όρο όμως πως θα παρουσιάζονταν δημόσια ομολογώντας πως έσφαλλαν. Ο Δάντης αρνήθηκε να δεχτεί κάτι τέτοιο και χαρακτηριστικά έγραψε:
“Δεν είναι αυτός ο δρόμος για να γυρίσω στη πατρίδα, αν μπορέσετε να βρείτε άλλο τρόπο πιο σύμφωνο με τη τιμή και τη δόξα του Δάντη, θα ‘ρθω με βήματα γοργά“.
Τα τελευταία χρόνια του Δάντη περάσανε χωρίς ιδιαίτερες κακουχίες, στη αυλή του άρχοντα της Ραβέννα Γκουίντο Νοβέλλο. Εκεί τον επισκέπτονταν οι γιοι του κι οι φίλοι του, ενώ ο ίδιος αφοσιώθηκε σε επιστημονικές μελέτες. Στη Ραβέννα ολοκλήρωσε και τη Θεία Κωμωδία. Επιστρέφοντας απ’ τη Βενετία όπου βρισκότανε σ’ επίσημη αποστολή του ηγεμόνα της Ραβέννα, ασθένησε και τελικά πέθανε στις 14 Σεπτέμβρη 1321, στα 57 του χρόνια μόλις Τον έθαψαν με τιμές στον Άγιο Πέτρο, όπου βρίσκεται ως σήμερα ο τάφος του. Υπάρχει μια θεωρία, σύμφωνα με την οποία, εξαιτίας του μίσους που έτρεφαν οι κάτοικοι της πόλης για τον ποιητή, η εκκλησία της Ραβέννα έχτισε το άψυχο σώμα του σ’ ένα τοίχο για να αποφύγει τη κακοποίησή του. Η κρυψώνα ξεχάστηκε και το 1865 ένας εργάτης ανακάλυψε το πτώμα, κατά τη διάρκεια ανακαίνισης της εκκλησίας. Μέχρι να ξαναθαφτεί ό,τι είχε απομείνει από το Δάντη, πολλοί έκλεψαν τα κόκκαλα του. Ανάμεσα σ’ αυτούς κι ένας κληρικός, που επέστρεψε, όμως, το 1878 το κουτί με τα οστά.
Eπιτύμβια στήλη του στη Ραβέννα
Μια επιγραφή μπροστά στον τάφο του, γράφει: Onorate l’altissimo poeta, δηλαδή, Τιμάτε τον Ενδοξότερο Ποιητή! Η φράση αυτή είναι παρμένη αυτούσια από το 4ο άσμα της Κόλασης, καθώς αναφέρεται στο καλωσόρισμα του ποιητή και θεωρούμενου ως δασκάλου του, που περιφέρεται στο τίποτα πλέον. Δυστυχώς η επόμενη φράση που ακολουθούσε, έχει καταστραφεί, δε σώζεται πια κι έγραφε: L’ombra sua torna, ch’era dipartita, δηλαδή, Το Πνεύμα του που ‘χε φύγει, επιστρέφει!
Το Μνήμα Του Εσωτερικά (άνω) & Εξωτερικά (κάτω)
___________________
Για τη Θεία Κωμωδία: (La Divina Commedia): Γράφτηκε στο διάστημα 1308-1321 και θεωρείται ένα από τα σημαντικώτερα έργα στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας, έχοντας χαρακτηριστεί ως η επιτομή του μεσαιωνικού κόσμου. Ο αριθμός τρία είναι κυρίαρχος σε όλο το ποίημα κι η χρήση του δεν θεωρείται τυχαία. Οι ωδές είναι επίσης γραμμένες σε 11σύλλαβο στίχο κι η ρίμα ακολουθεί τη δομή ΑΒΑ ΒΓΒ ΓΔΓ . . . ΨΩΨ Ω, δηλαδή δομή 3 στίχων (terza rima). Η Θεία Κωμωδία υπήρξε το πρώτο μεγάλο αφηγηματικό ποίημα στην οποία έγινε χρήση αυτής της ρίμας, αν και μία παρόμοια μορφή χρησιμοποιήθηκε προγενέστερα από τους τροβαδούρους.
Ο Δάντης, σε πρώτο πρόσωπο, περιγράφει ένα φανταστικό ταξίδι του στον Άδη, το οποίο ξεκινά -κατά τη πιθανώτερην εκδοχή- τη Μεγάλη Παρασκευή του 1300, στις 8 Απριλίου κι ενώ είναι 35 ετών. Το ταξίδι παρουσιάζεται ως αληθινό, κυρίως μέσω της χρήσης πλήθους στοιχείων που παραθέτει σχετικά μ’ αυτό και των λεπτομερειών που δίνονται με πολύ μεγάλην ακρίβεια. Οι ώρες, οι τοποθεσίες και το δρομολόγιο του αφηγητή καταγράφονται με σχεδόν μαθηματική ακρίβεια.
Κατά το πέρασμά του από τη Κόλαση και το Καθαρτήριο, ο ποιητής συνοδεύεται από το δάσκαλό του Βιργίλιο, ενώ η πορεία του στον Παράδεισο γίνεται με την παρουσία της Βεατρίκης, ο χαρακτήρας που αντιπροσωπεύει το γυναικείο πρότυπο κατά τον Δάντη και βασίζεται πιθανότατα στη Βεατρίκη Πορτινάρι, υπαρκτό πρόσωπο στη ζωή του. Έκανε επίσης αναφορά στη Βεατρίκη, στο έργο La Vita Nuova, ωστόσο στη Θεία Κωμωδία θεωρείται πως εκφράζεται με ιδανικό τρόπο ο έρωτάς του προς το πρόσωπό της Μία από τις λεπτομέρειες του έργου είναι πως κάθε ένα από τα 3 μέρη του κλείνει με τη λέξη άστρα.
Ο αρχικός τίτλος του έργου ήτανε Κωμωδία (Commedia). Ο ποιητής διάλεξε αυτό τον τίτλο, αφενός για να δείξει τον σατιρικό χαρακτήρα του έργου του κι αφετέρου, γιατί με τη κυριολεκτική σημασία του όρου, η κωμωδία είναι το είδος αυτό του θεάτρου που περιγράφει μια ιστορία που ξεκινά άσχημα αλλά έχει αίσιο τέλος. Αυτό συμβαίνει και στο έργο του Δάντη, όπου μετά τη περιήγηση στη κόλαση, το ταξίδι τελειώνει στον παράδεισο. Το ποίημα αποτελείται από 14.233 στίχους και γράφτηκε την εποχή που ο Δάντης βρισκότανε στην εξορία. Η λέξη Θεία, προστέθηκε αργότερα από τον ποιητή και φανατικό οπαδό του Δάντη, Μποκάκιο, ο οποίος ήθελε να τονίσει τη σπουδαιότητα του ποιήματος.
Το θέμα του έργου είναι το φανταστικό ταξίδι του συγγραφέα στο βασίλειο των νεκρών, με οδηγό τον επικό ποιητή Βιργίλιο και τη Βεατρίκη. Η ιδέα ενός ταξιδιού στον Άδη και στον Παράδεισο είχεν ασφαλώς προηγηθεί στην αρχαιότητα, τόσο στον Όμηρο με τον Οδυσσέα όσο και στον Βιργίλιο με τον Αινεία. Το έργο χωρίζεται σε τρία μέρη: Κόλαση, Καθαρτήριο και Παράδεισος. Κάθε μέρος περιλαμβάνει 33 ωδές (canti) και μία εισαγωγική στη Κόλαση. Το έργο αντικατοπτρίζει μεταξύ άλλων πολλές αντιλήψεις της μεσαιωνικής φιλοσοφίας. Μέχρι σήμερα, έχει αποτελέσει αντικείμενο εκτεταμένης κριτικής ανάλυσης κι ερμηνειών.
Σύμφωνα με τη περιγραφή του, ο Άδης έχει σχήμα αναποδογυρισμένου κώνου με το πλατύ στόμιό του να βρίσκεται στο βόρειο ημισφαίριο, κάτω από την Ιερουσαλήμ και την άλλη αιχμηρή άκρη του στο κέντρο της Γης. Αποτελείται συνολικά από 9 κύκλους, οι οποίοι στενεύουνε διαδοχικά καθώς κινείται κανείς κατηφορικά. Κάθε κύκλος του Άδη αντιστοιχεί σε συγκεκριμένες αμαρτίες -ολοένα βαρύτερες για βαθύτερους κύκλους- καθώς και τις αντίστοιχες τιμωρίες που επιβάλλονται. Ο Δάντης, σύμφωνα με την Αριστοτέλεια φιλοσοφία περί ηθικής κι αρετής, κατατάσσει τις αμαρτίες σε πράξεις ακράτειας, όπως είναι φιληδονία, η λαιμαργία κι η φιλαργυρία, και σε πράξεις κακίας ή βίας.
Αφού διασχίζουν τον ποταμό Αχέροντα με το Χάροντα, ο Βιργίλιος οδηγεί το Δάντη διαδοχικά μέσα από τους 9 κύκλους αμαρτιών, οι οποίοι περιλαμβάνουν:
Κύκλος 1ος: αβάπτιστα μωρά κι ενάρετους ειδωλολάτρες. Τιμωρία είναι πως αδυνατούν να φθάσουνε στον Παράδεισο. (Άσμα Δ’).
Κύκλος 2ος: φιλήδονοι, που είναι καταδικασμένοι να στροβιλίζονται σε διαρκή ανεμοθύελλα, ανίκανοι παράλληλα να αγγίξουν άλλη ανθρώπινη παρουσία. (Άσμα Ε’).
Κύκλος 3ος: λαίμαργοι, οι ψυχές των οποίων κατασπαράσσονται από τον Κέρβερο. (Άσμα Στ’).
Κύκλος 4ος: άπληστοι, φιλάργυροι, καταδικασμένοι να κυλούν μεγάλα βάρη με το στήθος τους. (Άσμα Ζ’).
Κύκλος 5ος: μνησίκακοι, που χτυπούν ο ένας τον άλλο μέσα σε λασπωμένους βάλτους. (Άσμα Η’).
Σ’ αυτό το σημείο, ο Βιργίλιος κι ο Δάντης περνούν με τη βάρκα του δαίμονα Φλεγύα μπρος στις κλειδωμένες πόρτες του κάστρου της Κόλασης, τις οποίες ανοίγει ένας άγγελος.
Κύκλος 6ος: αιρετικοί, εγκλωβισμένοι μέσα σε πύρινους τάφους. (Άσματα Ι’-ΙΑ’).
Κύκλος 7ος: βίαιοι, που βρίσκονται διαχωρισμένοι σε 3 ομάδες. Η 1η περιλαμβάνει τους βίαιους απέναντι στους υπόλοιπους ανθρώπους, που τιμωρούνται ευρισκόμενοι εντός ενός βάλτου αίματος που βράζει. Η 2η τους βίαιους απέναντι στον εαυτό τους, μεταμορφωμένους σε δέντρα ή κυνηγημένους από άγρια σκυλιά. Τέλος, στη 3η ομάδα βρίσκονται οι βίαιοι απέναντι στον Θεό και τη φύση, απομονωμένοι σε μιαν έρημο φλεγόμενης άμμου όπου μαίνεται μια πύρινη βροχή. (Άσματα ΙΒ’-ΙΗ’).
Οι 2 τελευταίοι κύκλοι της Κόλασης αφορούνε στις ενσυνείδητες αμαρτίες παραπλάνησης κι είναι προσπελάσιμοι κατηφορίζοντας ένα βάραθρο.
Κύκλος 8ος: απατεώνες σε δέκα διαφορετικά βάραθρα. Συγκεκριμένα περιγράφονται οι αποπλανητές (τιμωρία τους είναι η μαστίγωση), οι κόλακες (βουτηγμένοι σε ακαθαρσίες), οι σιμωνιακοί (κρεμασμένοι ανάποδα μέσα σε λάκκους και φωτιές στα πόδια), οι μάγοι ή ψευδοπροφήτες (με τα κεφάλια τους τοποθετημένα ανάποδα ώστε να βλέπουν μόνο το πίσω μέρος τους), οι διεφθαρμένοι πολιτικοί (εγκλωβισμένοι σε κοχλάζουσα πίσσα), οι υποκριτές (κουκουλωμένοι με κάπες από μόλυβδο), οι κλέφτες (κυνηγημένοι από φίδια και κατόπιν μεταμορφωμένοι σε φίδια), οι εσκεμμένα κακοί σύμβουλοι (εγκλωβισμένοι σε φλόγες), οι αιρετικοί (που κατασπαράσσονται από δαιμόνια) κι οι κιβδηλοποιοί (τιμωρημένοι με αρρώστιες) (Άσματα ΗΖ’-Λ’). Στη συνέχεια, ο γίγαντας Ανταίος μεταφέρει τον Δάντη και τον Βιργίλιο στον 9ο κύκλο.
Κύκλος 9ος: προδότες, εγκλωβισμένοι μέχρι το πρόσωπο σε μία παγωμένη λίμνη. Ειδικώτερα, τοποθετημένοι σε 4 διαφορετικές περιοχές βρίσκονται οι προδότες συγγενών (Καΐνα), οι προδότες της πατρίδας (Αντηνόρα), οι προδότες φίλων (Πτολεμαία) κι οι προδότες των ευεργετών τους (Ιουδαία). (Άσματα ΛΒ’-ΛΔ’).
Στο βαθύτερο σημείο του Άδη, στο κέντρο της Γης, οι 2 περιπλανώμενοι παρατηρούνε το γίγαντα Εωσφόρο ο οποίος τυραννά αιώνια τον Βρούτο και τον Κάσσιο (προδότες του Ιουλίου Καίσαρα) αλλά και τον Ιούδα (προδότη του Χριστού).
—–
Στο 2ο μέρος της Θείας Κωμωδίας, Δάντης και Βιργίλιος μεταφέρονται στο νότιο ημισφαίριο της Γης, μπρος στο ψηλώτερο βουνό της, το Καθαρτήριο, το οποίο φρουρείται από τον Κάτωνα. Στα πρώτα 9 Άσματα του Καθαρτηρίου περιγράφεται η δομή του και έτσι πληροφορούμαστε πως το σχήμα του είναι κωνικό, ενώ συγχρόνως αποτελείται από 7 κύκλους, που συμβολίζουνε τα 7 θανάσιμα αμαρτήματα. Σε κάθε κύκλο, οι αμαρτωλοί αγωνίζονται να εξαγνιστούν αφού υπόκεινται σε μία ορισμένη τιμωρία:
Α’ κύκλος: Εγωισμός, κουβαλώντας διαρκώς ένα βάρος γύρω από το λαιμό (Άσματα Ι’-ΙΒ’).
Β’ κύκλος: Φθόνος, έχοντας μάτια ραμμένα με κλωστή (Άσματα ΙΓ’-ΙΕ’).
Γ’ κύκλος: Οργή, εγκλωβισμένοι σε πυκνό καπνό (Άσματα ΙΕ’-ΙΖ’).
Δ’ κύκλος: Οκνηρία, τρέχοντας ασταμάτητα (Άσματα ΙΗ’-ΙΘ’).
Ε’ κύκλος: Φιλαργυρία, ξαπλωμένοι με το κεφάλι στο χώμα (Άσματα ΙΘ’-ΚΒ’).
Στ’ κύκλος: Λαιμαργία, τιμωρημένοι με πείνα και δίψα (Άσματα ΚΒ’-ΚΔ’).
Ζ’ κύκλος: Λαγνεία, καιόμενοι μέσα σε φλόγες (Άσματα ΚΕ’-ΚΖ’).
Στο καθαρτήριο οι αμαρτωλοί μετανιώνουνε για ορισμένο διάστημα ώσπου να εξαγνιστούνε και να τους επιτραπεί τελικά η ανάβαση στη κορφή του βουνού όπου βρίσκεται η Εδέμ, ο επίγειος Παράδεισος. Ο Βιργίλιος, ως ειδωλολάτρης, δεν έχει δικαίωμα να εισέλθει στον Παράδεισο κι οδηγός του Δάντη γίνεται πλέον η Βεατρίκη, αφού προηγουμένως τον συγχωρήσει για τις αμαρτωλές του αγάπες επί της Γης.
—–
Ο χάρτης της κόλασης έργο του Μποτιτσέλλι, μελάνι με πέννα σε περγαμηνή
33Χ47,5 εκατοστών, ζωγραφίστηκε μεταξύ 1480 και 1495, όταν ο Σάντρο
διάβαζε τη Θεία Κωμωδία του Ντάντε. Το μοτίβο θυμίζει σκεύος που
αποτελείται από αλλεπάλληλα δακτυλίδια που εικονίζουν τους 9 κύκλους της
κόλασης με τις υποδιαιρέσεις τους. Βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του Βατικανού.
Ο Παράδεισος αποτελείται από 9 ομόκεντρες σφαίρες (ουρανούς), στα πρότυπα του Πτολεμαϊκού κοσμολογικού μοντέλου. Οι σφαίρες αυτές περιστρέφονται γύρω από την ακίνητη Γη κι όσο μεγαλύτερη είναι η ακτίνα τους, τόσο γρηγορώτερη είναι κι η περιστροφή τους. Οι ανθρώπινες ψυχές, κατοικούνε στη σφαίρα που τους αναλογεί, θέτοντας έτσι ακόμα και στον Παράδεισο μιαν ιεραρχική τάξη. Οι 9 σφαίρες κι οι αντίστοιχες ψυχές που φιλοξενούνται είναι:
Σφαίρα 1η: Η Σελήνη, για όσους δεν τήρησαν υποσχέσεις (Άσματα Β’-Ε’).
Σφαίρα 2η: Ο Ερμής, για όσους έκαναν το καλό από φιλοδοξία (Άσματα Ε’-Ζ’).
Σφαίρα 3η: Η Αφροδίτη, για όσους έκαναν καλό από αγάπη (Άσματα Η’-Θ’).
Σφαίρα 4η: Ο Ήλιος, για τους σοφούς (Άσματα Ι’-ΙΔ’).
Σφαίρα 5η: Ο Άρης, για όσους υπερασπίστηκαν τη θρησκεία (Άσματα ΙΔ’-ΙΗ’).
Σφαίρα 6η: Ο Δίας, για τους δίκαιους (Άσματα ΙΗ’-Κ’).
Σφαίρα 7η: Ο Κρόνος, για τους οραματιστές (Άσματα ΚΑ’-ΚΒ’).’
Σφαίρα 8η: Τα Άστρα, για τους ευλογημένους (Άσματα ΚΒ’-ΚΖ’).
Σφαίρα 9η: Οι Άγγελοι που κινούνται γύρω από το Θεό (Άσματα ΚΖ’-ΚΘ’).
Ο Δάντης ανέρχεται από σφαίρα σε σφαίρα και φθάνοντας πάνω από την 9η Σφαίρα, στον Πύρρειο Ουρανό παραδίδεται από τη Βεατρίκη στον Άγιο Βερνάρδο, ο οποίος παρακαλά τη Παναγία να πάρει στη προστασία της τον Δάντη.
—-
Μπλέηκ: Είσοδος στη Κολαση
Στη Κόλαση, η οποία περιγράφεται να έχει κωνοειδή μορφή, ο Δάντης καυτηριάζει όλους τους εγκληματίες και τους πολιτικούς του αντιπάλους εμφανίζοντας τους να βασανίζονται με φρικτό τρόπο. Στο Καθαρτήριο, περιγράφει πώς (σύμφωνα με τις μεσαιωνικές αντιλήψεις) γίνεται η κάθαρση της ανθρώπινης ψυχής από τις αμαρτίες της πριν αυτή εισέλθει στον Παράδεισο, όπου γίνονται δεκτοί όλοι οι ενάρετοι άνθρωποι. Τέλος, στον Παράδεισο, ο Δάντης περιγράφει τη συνάντησή του με τους Αγίους και τους μεγάλους διανοητές.
Το ταξίδι του Δάντη εκτιμάται πως έχει συνολική διάρκεια 7 ημερών. Ο υπολογισμός αυτός στηρίζεται σε σχετικές αναφορές μέσα στο ίδιο το έργο. Συγκεκριμένα, διακρίνουμε τα εξής στάδια:
παραμονή στη Κόλαση, διάρκεια μία νύχτα και μία μέρα,
μετάβαση στο Καθαρτήριο που διαρκεί μία μέρα και μία νύχτα,
άνοδος του Καθαρτηρίου τρεις μέρες και 3 νύχτες,
παραμονή στον επίγειο Παράδεισο μία μέρα (ή περισσότερο),
παραμονή στον Παράδεισο όλο τον υπόλοιπο καιρό.
Η Θεία Κωμωδία χαρακτηρίζεται ως αλληγορία κι εν γένει προτείνονται αρκετές ερμηνείες της. Κάθε επεισόδιο και κάθε χαρακτήρας θεωρείται πως έχει συμβολικήν έννοια, ενσωματώνοντας τελικά στο σύνολο του έργου όλη τη σοφία και τα πάθη του κλασσικού μεσαιωνικού κόσμου. Διακρίνονται περισσότερο καθαρά η ηθική κι η πολιτική αλληγορία. Είναι π.χ. ευρύτερα αποδεκτό πως ο Δάντης κάνει σαφή αναφορά στη πολιτική κατάσταση της Ιταλίας, που ‘ναι γεμάτη διαφθορά κι αλληλοσπαραγμούς (αμαρτίες), εκφράζοντας μία αντιφλωρεντινή πολεμική. Εξ άλλου, τη γράφει εξόριστος κι αναμένοντας λύση από ένα δίκαιο αυτοκρατορικό θεσμό, που θα οδηγήσει τους ανθρώπους στην επίγεια ευτυχία (Παράδεισος). Από την άλλη πλευρά, το έργο μπορεί να ερμηνευθεί κι ως η επίπονη πορεία του ανθρώπου να υποτάξει όλες τις αμαρτίες και τα πάθη του στο δρόμο της τελειοποιήσεώς του.
Η Θεία Κωμωδία αποτελεί επιπλέον σημαντική προσφορά του Δάντη στη διαμόρφωση της ιταλικής γλώσσας. Ουσιαστικά κατάφερε να συνθέσει τα λατινικά, τα οποία ομιλούνταν από τους μορφωμένους και τη φλωρεντιανή διάλεκτο που μιλούσε ο λαός. Το πρωτότυπο χειρόγραφο του Δάντη δεν φαίνεται να έχει διασωθεί. Δύο από τα παλαιότερα αντίγραφα του πρωτότυπου βρίσκονται σήμερα στο Μιλάνο και στην Ασιατική Ακαδημία της Βομβάης. Επίσης εκατοντάδες αντίγραφα του 14ου και 15ου αιώνα διασώζονται μέχρι σήμερα. Η σημαντικώτερη μετάφρασή της στα ελληνικά, είναι αυτή του Καζαντζάκη.
Για το έργο γράφει ο Μάρκος Αυγέρης:
“Μέσα στο έργο του ακούγεται πάντα η αναταραχή των μεσαιωνικών παθών. Ο Ντάντε δεν ήταν μόνο ο φορέας κι ο συμπυκνωτής της μεσαιωνικής σοφίας, μα και εικονογράφος του ταραγμένου μεσαιωνικού κόσμου. Η Θεία Κωμωδία είναι δημιούργημα αυτών των παθών κι εκφράζει τις αγάπες και τα μίση της αναστατωμένης ζωής του ποιητή στην άκρα τους οξύτητα. Το έργο του είναι ισοδύναμο με μια πολεμική πράξη, είναι η αναπαράσταση της αιώνιας σύγκρουσης των αγγέλων και των δαιμόνων. Ο Ντάντε μετέχει σ’ αυτή τη μάχη ολόκληρος, με το σώμα και την ψυχή του. Η Θεία Κωμωδία καλεί τον άνθρωπο να λάβει μέρος στις μαχόμενες αγαθές δυνάμεις του κόσμου. Σύγχρονα είναι και ένα κήρυγμα απάνω στις πίστεις που φλόγιζαν το μεσαιωνικό άνθρωπο. Από την άποψη αυτή είναι το εγαλύτερο έργο προπαγάνδας μέσα στη μεγάλη τέχνη. Μόνο στη θρησκευτική εικονογραφία που σκεπάζει το εσωτερικό των χριστιανικών ναών μπορεί να βρει κανείς παρόμοια μεγάλη τέχνη-προπαγάνδα. Στη ποίηση αυτή του Ντάντε ακούεται η μεγάλη προοπτική του Απόστολου Παύλου: “Το βασίλειο των ουρανών επιδέχεται βία”. Η Θεία Κωμωδία είναι χτισμένη σαν κάστρο, πέτρα δεμένη στην πέτρα, κάστρο στέρεο και σοφό, για να καταχτήσει γη και ουρανό“.
Ο Ιρλανδός θεολόγος και φιλόσοφος Σκότος Εριγένης (810-877) έλεγε ότι η Αγία Γραφή είναι ένα κείμενο το οποίο περικλείει άπειρα νοήματα και μπορεί να παρομοιαστεί με τα ιριδίζοντα φτερά ενός παγωνιού. Ενός τέτοιος ισχυρισμός είναι ίσως ιδανικός για να περιγράψει τη Θεία Κωμωδία, το πολυπρισματικό έργο του Δάντη το οποίο ανταποκρίνεται πλήρως στην ιδέα ενός κειμένου ανοιχτού σε πολλαπλές αναγνώσεις. Στο μεταίχμιο δύο εποχών (μεσαίωνας-αναγέννηση), συνιστά μια τοιχογραφία της εποχής που τελειώνει, φωτισμένη από τις ακτίνες της επερχόμενης εποχής. Εδώ βρίσκεται ολόκληρο το μεσαιωνικό σύμπαν, στον πλούτο και στην ποικιλία του, στο μεγαλείο του και στις ρωγμές του, ιστορημένο με αυστηρή αρχιτεκτονική οργάνωση και με αντίστοιχα πλούσια και πολυεπίπεδη ποιητική γλώσσα, η οποία κατορθώνει να εκφράσει τα πάντα με συγκλονιστική απλότητα.
Το μεγαλείο του ποιήματος του Δάντη οφείλεται στο γεγονός ότι παρ’ όλη τη συσσώρευση των αλληγοριών, των φιλοσοφικών ιδεών, των ονομασιών και των λεπταίσθητων λεπτομερειών και αποχρώσεων, καταφέρνει -στο σύνολό του- να είναι μία από τις πιο γοργές και συναρπαστικές αφηγήσεις της δυτικής λογοτεχνίας. Ένα ταξίδι γνώσης κι άσκησης, που οδηγεί στην αλήθεια και τη σωτηρία, με τα κριτήρια της χριστιανικής ηθικής, όχι μόνο τον ίδιο τον ποιητή, που το βίωσε. Σύμφωνα με τους κανόνες της ηθικοπλαστικής ποίησης του μεσαίωνα στην οποία το έργο εντάσσεται, το ταξίδι αυτό προσφέρεται ως η υποδειγματική εικόνα της ανθρώπινης εμπειρίας. Με αυτή την έννοια, η Θεία Κωμωδία είναι έργο διδακτικό, που περιέχει θρησκευτικές, ηθικές και φιλοσοφικές αλήθειες, αλήθειες που ανάγονται στον κόσμο του μεσαίωνα.
Άδικο όμως θα ήταν να θεωρηθεί ως μια απλή αποτύπωση του μεσαιωνικού θεολογικού-φιλοσοφικού συστήματος. Το μεγαλείο του και η ιδιαιτερότητά του έγκειται ακριβώς σε αυτή τη σύνδεση των αληθινών και ιστορικά προσδιορισμένων προσώπων της πραγματικότητας του κόσμου τούτου με τη σημασία που αποκτούν στον άλλο, τον μεταφυσικό. Πράγματι ο ποιητής επιτυγχάνει μια μοναδική συρραφή του υλικού, συνδυάζοντας ετερόκλητα- φιλοσοφικά, μυθικά, δαιμονικά, αποκρουστικά, φανταστικά, αλληγορικά, αλλόκοτα, συμβολικά, ψυχολογικά, κωμικά στοιχεία. Ταυτόχρονα παρουσιάζει τα πάντα τόσο ζωντανά και παραστατικά σα να μας διαβεβαιώνει για την πίστη του σε αυτό τον απόμακρο άλλο κόσμο.
Χαρακτηριστικά γοητευτική είναι άλλωστε η αρχιτεκτονική πρωτοτυπία που προσέδωσε στο τοπίο της Κολάσεως, με τους εικονογράφους να συμπληρώνουν μέσα στα χρόνια τις αλλεπάλληλες εκδόσεις με εμπνευσμένες απεικονίσεις των χαρακτήρων και των τεράτων του έργου με χάρτες και σχεδιαγράμματα του κάτω κόσμου. Κάθε κύκλος της Κολάσεως φυλάγεται από δαίμονες, τον Χάρο, τον Μίνωα, τον Κέρβερο, τις Ερινύες, τη Μέδουσα, τον Μινώταυρο, τους διαβόλους και άλλους που τυραννάνε τους κολασμένους και αντιστοιχεί σε συγκεκριμένες αμαρτίες -ολοένα βαρύτερες για βαθύτερους κύκλους- καθώς και τις αντίστοιχες τιμωρίες που επιβάλλονται. Στον προθάλαμο που προηγείται των κύκλων, παραμένουν οι ουδέτεροι, όσοι δεν έκαναν κακό ούτε όμως και καλό.
Το αριστούργημα του Δάντη, το οποίο ο Ιταλός ποιητής συνέθεσε όταν ζούσε εξόριστος από τη γενέτειρά του Φλωρεντία, ίσως να μην μπορούμε να το κατανοήσουμε με πληρότητα, εάν δεν λάβουμε υπόψιν μας τους ποικίλους δεσμούς που το συνδέουν με την εποχή του. Εάν, δηλαδή, δεν το τοποθετήσουμε ιστορικά σε εκείνη την περίοδο- στο λυκόφως του Μεσαίωνα. Ανάμεσα στα τέλη του 13ου και στις αρχές του 14ου αιώνα, φαίνονταν πιο καθαρά τα σημάδια μιας -δειλής έστω- ανανέωσης της πολιτικής και πνευματικής ζωής εκείνων των χρόνων: η φιλοσοφία, αν και παρέμενε ακόμα πιστή στις σχολαστικές φόρμες και τη θεολογική προϋπόθεση, άρχισε να δέχεται μερικά κοσμικά και θετικιστικά στοιχεία.
Συμμετέχοντας συνειδητά σε αυτή την αλλαγή της πολιτισμικής συγκυρίας που αλλάζει εκ βαθέων αποτασσόμενη τον Μεσαίωνα και υποδεχόμενη την αναγέννηση ο ίδιος ο συγγραφέας βιώνει την μεσαιωνική θρησκευτικότητα αλλά ταυτόχρονα και μια περιέργεια για τις ανθρώπινες συγκρούσεις, για την γοητεία του υπερκόσμιου για τα πολιτικά συμβάντα. Στη περίφημη εξορία του διευρύνει τον ορίζοντα του μυαλού του πέρα από τα στενά όρια μιας πολιτείας και βιώνει μια προσωπική κατάφορη αδικία που τον ωθεί σε μια αναθεώρηση μιας ολόκληρης εποχής βουτηγμένης στην μοχθηρία, την εκμετάλλευση και την αναρχία. Η πολυμορφία του περιεχομένου της Θείας Κωμωδίας -και ιδίως της Κόλασης- απορρέει από μία εμπειρία δίχως όρια ενός μεγαλοφυούς ποιητή, που κατάφερε να αποτυπώσει τις σκοτεινές πηγές της διαφθοράς και των σφαλμάτων, τα θηριώδη ένστικτα, τα συγκλονιστικά πάθη, τις κρυφές και ταπεινωτικές αδυναμίες των ανθρώπων της εποχής του.
Η Θεία Κωμωδία, παραμένει μέχρι σήμερα ένα από τα σημαντικότερα θεμέλια, πάνω στα οποία η ευρωπαϊκή λογοτεχνική παράδοση έχει οικοδομηθεί. Αυτό το αριστούργημα γράφτηκε στο τέλος της ζωής του και μάλιστα τελείωσε λίγο πριν το θάνατό του του 1321. Σε μια εποχή χειρόγραφων, κατόρθωσε να φτάσει σε ένα ευρύ και δεκτικό κοινό πολύ γρήγορα. Μέχρι το 1400, περισσότεροι από 12 σχολιασμοί είχαν γραφτεί με σκοπό να εξηγήσουν το νόημα των γραφομένων στη Θεία Κωμωδία. Ο Τζιοβάνι Μποκάτσιο έγραψε για τη ζωή του Δάντη ενώ το 1373-1374 έδωσε τη 1η δημόσια διάλεξη με θέμα τη Θεία Κωμωδία. Έτσι η καθολικότητα του δράματος και το λυρικό σθένος της ποίησής του είμαι πολύ πιο έντονα από το ίδιο το περιεχόμενο…
Η Bent’s Reader’s Encyclopedia, στη 3η της έκδοση, αναφέρει: “H κοσμολογία, αγγελολογία και θεολογία του έργου βασίζονται στο σύστημα του Θωμά του Ακινάτη“, όμως ο Δάντης έβλεπε στην Εκκλησία της εποχής του μια πόρνη που δεν υπηρετούσε πλέον το Θεό -συναντά 7 Πάπες στη Κόλαση για παράδειγμα- κι ως εκ τούτου συχνά θεωρείται αιρετικός. Οι χαρακτήρες, τους οποίους ο Δάντης συναντά στο ταξίδι του, μοιάζουν να προέρχονται από την αρχαία ρωμαϊκή ιστορία αλλά κι από τη σύγχρονή του ιστορία, καθώς περιλαμβάνονται προσωπικοί φίλοι κι εχθροί του.
Η ζωντανή προσωπογραφία τους κι οι συνεχείς αναφορές σε ανθρώπινες σχέσεις κάνουν το έργο μια ρεαλιστική απεικόνιση και ανάλυση των πτυχών της ανθρώπινης ζωής. Είναι, επίσης, μια αλληγορία της προόδου της ατομικής ψυχής προς το Θεό και της πολικής και κοινωνικής προόδου προς στην ειρήνη. Είναι μια συμπονετική, αν και ηθική, αξιολόγηση της ανθρώπινης φύσης και ένα μυστικιστικό όραμα του Απόλυτου ταυτόχρονα. Έτσι, η καθολικότητα του δράματος και το λυρικό σθένος της ποίησή του είμαι πολύ πιο έντονα από το ίδιο το περιεχόμενο». Όμως, η Θεία Κωμωδία, είναι επίσης πολύ σημαντική για τη θέση της στην ιστορία της εξέλιξης της ιταλικής γλώσσας. Ο Δάντης, αντίθετα με τις απόψεις της εποχής του ότι η λατινική είναι η μόνη κατάλληλη γλώσσα για σοβαρή γραφή, υποστήριξε τη χρήση μιας ευγενούς ιταλικής γλώσσας εμπλουτισμένης με στοιχεία προφορικών διαλέκτων-ιδιαίτερα από την περιοχή της Τοσκάνης- διαμορφώνοντας ουσιαστικά μια λογοτεχνική γλώσσα. Καθώς δε τόνιζε κι ο ίδιος: “Χυδαία δεν είναι η γλώσσα του λαού, που εγώ μεταχειρίζομαι. Χυδαίοι είναι μόνο οι καταφρονητές της ζωντανής αυτής γλώσσας, την οποία μιλούν οι άνθρωποι του μόχθου και της προκοπής στη χώρα αυτή“.
._________________________
Άλλα έργα του είναι η Νέα Ζωή (La Vita Nuova 1292-1294), όπου εκφράζει τον έρωτα του για τη Βεατρίκη, το Συμπόσιο (Il Convinio 1303-1304), έργο ημιτελές, περιέχει τις φιλοσοφικές και ποιητικές του δοξασίες, τη πραγματεία Για την ευγλωττία της δημοτικής γλώσσας (De vulgari eloquentia 1304-1307), υποστηρίζει θεωρητικά ό,τι με το έργο του έκανε πράξη καθιερώνοντας τη τοσκάνικη διάλεκτο ως κοινή γλώσσα του ιταλικού λαού και διάδοχο της λατινικής στην επιστήμη και στη λογοτεχνία, Le Rime Pedrose (Οι Πέτρινες Ρίμες, περ. 1296), συνδέονται οργανικά/και θεματικά τόσο με τη Νέα Ζωή που συγκροτείται λίγα χρόνια νωρίτερα όσο και με το maximum opus της δυτικής λογοτεχνίας, τη Θεία Κωμωδία, με την οποία κλείνει κι ο κύκλος της επίγειας ζωής του 30άχρονου τότε, ποιητή, , Μοναρχία (De monarchia, 1313-1318), εκθέτει τις πολιτικές του πεποιθήσεις, Εκλογές (Eclogues, 1319-1320, από το ομώνυμο έργο του Βιργιλίου που είναι γνωστό κι ως Βουκολικά).
Προς τιμή του, ονομάσθηκαν τα εξής:
* Ο αστεροειδής 2999 Δάντης, που ανακαλύφθηκε το 1981
* Ο κρατήρας Δάντης στην αόρατη πλευρά της Σελήνης
* Η Ακαδημία Ντάντε Αλιγκιέρι στο Τορόντο
* Το Πάρκο ή Πλατεία Ντάντε στη Νέα Υόρκη
* Το ιταλικό θωρηκτό Dante Alighieri (1913-1928)
ΡΗΤΑ:
* Οι πιο καυτές θέσεις στην κόλαση είναι κρατημένες γι’ αυτούς που, σε καιρούς μεγάλης ηθικής κρίσης, διατηρούν ουδέτερη στάση.
* Δεν υπάρχει μεγαλύτερη λύπη από την αναπόληση της ευτυχίας στις δυστυχισμένες μέρες.
* Στα μισά του ταξιδιού της ζωής, αρχίζουμε να ζούμε.
* Τρεις σπίθες: περηφάνεια, φθόνος και φιλαργυρία, είναι αναμμένες σε κάθε ανθρώπινη καρδιά.
* Η φύση είναι η τέχνη του Θεού.
* Είμαστε εμείς που βάψαμε τον κόσμο κόκκινο με την αμαρτία μας.
* Δεν μπορεί κανείς να απαλλαγεί από αυτό για το οποίο δεν μετανοεί.===========================
Θεία Κωμωδία
Το 1ον Άσμα της Κόλασης, αποδίδει υπέροχα στο πρωτότυπο, ο Ιταλός εξαίρετος ηθοποιός, Ρομπέρτο Μπερνίνι κι αξίζει να τον ακούσουμε, στο Γιουτούμπ:
Οι 3 πρώτοι στίχοι, πάλι σε μετάφραση της Λητούς Σεϊζάνη:
Στο μέσο της πορείας της ζωής
Βρέθηκα σ’ένα δάσος σκοτεινό
Όπου είχα χάσει την ευθεία οδό…
Θ. Κ. -Κολαση Άσμα 1ο
Στῆς ζωῆς μας ἐγὼ τὸ μισοστράτι
Βρέθηκα σ’ ἕνα σκοτεινὸ ρουμάνι
Γιατί εἶχα τὸ ἴσιο χάσῃ μονοπάτι.
Τί δύσκολα, ἄχ! κανεὶς ἀναθηβάνει
Πὼς τ’ ἄγριου λόγγου ἦταν τραχειὰ ἡ σκληράδα,
Ποὺ νέα ’ς τὸ λογισμὸ τρομάρα βάνει.
Μόν’ τοῦ θανάτου εἶν’ πιὸ πολλὴ ἡ πικράδα.
(απόσπ. μτφρ.: Λορέντζος Μαβίλης)
_____________________________
Στο 3ον Άσμα, από τα 33 που συνιστούν την ενότητα της Κόλασης, ο Δάντης αναφέρεται στους ανθρώπους εκείνους που με τη στάση που κράτησαν στη ζωή τους κατέληξαν ν’ αποτελούν ένα τόσο μεγάλο όνειδος, ώστε να είναι ανεπιθύμητοι ακόμη και στην κόλαση. Οι άνθρωποι αυτοί όσο ζούσαν υπήρξαν δειλοί και δεν πήραν ποτέ μια ξεκάθαρη θέση ανάμεσα στο καλό και το κακό. Παρέμειναν αμέτοχοι παρατηρητές, χωρίς να υπερασπιστούν ποτέ τις αξίες τους∙ έμειναν σιωπηλοί απέναντι στις άνομες πράξεις και απέφυγαν, ιδίως σε κρίσιμες περιόδους, να αναλάβουν τις ευθύνες τους ως μέλη του κοινωνικού συνόλου. Η δειλία τους αυτή και το γεγονός ότι προτίμησαν την απραξία, την κοινωνική απόσυρση και την απάθεια, τους καθιστά συνυπεύθυνους για όλες τις αδικίες, καθώς δεν τόλμησαν ποτέ να υπερασπιστούν το δίκαιο και το καλό. Με τη σιωπή και την ατολμία τους διευκόλυναν την υπερίσχυση της αδικίας, αφού ήταν σα να συναινούν σε όλες τις άνομες πράξεις που είδαν να συμβαίνουν και δεν προσπάθησαν να τις αποτρέψουν.
Από τον 1ο πίνακα του Μπλέηκ, μέχρι εδώ, όλοι είναι του ίδιου! (εκτός του βιβλίου)
Έτσι, οι άνθρωποι αυτοί, που όσο ήταν ζωντανοί νόμιζαν πως με το να μένουν αμέτοχοι και να μην ορθώνουν ποτέ το ανάστημά τους είχαν κάνει τη σωστή επιλογή, καταλήγουν να έχουν τη χειρότερη μοίρα απ’ όλους. Καταλήγουν να μην ανήκουν πουθενά, ούτε στην Κόλαση ούτε στον Παράδεισο. Όπως στη ζωή τους δε θέλησαν ποτέ να πάρουν μιαν απόφαση, δεν τόλμησαν ποτέ να επιλέξουν, έτσι και μετά το θάνατό τους παραμένουν αιώνια ανένταχτοι, αιώνια αποδιωγμένοι κι απ’ τα ουράνια κι από τον Άδη.
Ο Δάντης κάνει εδώ ένα καίριο σχόλιο για τους πολίτες που προτιμούν την ηρεμία μιας φαινομενικά φιλήσυχης ζωής, καθώς επί της ουσίας οι ίδιοι αυτοί πολίτες με την απραξία τους επιτρέπουν στους «κακούς» της κοινωνίας πλήρη ελευθερία κινήσεων. Έτσι ό,τι μοιάζει με ουδέτερη αποστασιοποίηση από τα δρώμενα της κοινωνικής ζωής, είναι στην πραγματικότητα εγκληματική αδιαφορία και ως εκ τούτου τιμωρείται βαρύτατα.
Θ. Κ. Kόλαση -Άσμα 3ο
Από εμέ περνάν στη πονεμένη χώρα,
από εμέ περνάν στη θλίψη την αιώνια,
από εμέ περνάν μες στο χαμένον κόσμο.
Το Δίκιο έχει τον Άφθαστο κινήσει
που μ’ έπλασε· η Δύναμη του η θεία
κι η ασύγκριτη Σοφία κι η Αγάπη η πρώτη.
Πλάσμα πριν από ‘μέ κανένα δεν εστάθη,
παρά μόνον αιώνια, κι εγώ αιώνια μένω.
Αφήστε κάθ’ ελπίδα σεις που μέσα πάτε!
Τα λόγια ταύτα σκοτεινά χρωματισμένα
είδα εγώ στη κορυφή μιας πύλης, χαραγμένα
και “Δάσκαλε”, είπα ευθύς, “το νόημα βαραίνει”.
Κι αυτός με λογισμούς βαθυγνώμου ανθρώπου·
“Να παρατήσεις εδώ πρέπει κάθε φόβο,
κάθε σου δείλιασμα πρέπει εδώ να ‘ναι σβησμένο.
Στον τόπο φτάσαμε που ‘γώ σου ‘χω προείπει,
όπου τα πλήθη θέλει ιδείς τα πονεμένα,
που το καλό του Λογισμού έχουν χαμένο”.
Κι ως έβαλε το χέρι του στο εδικό μου χέρι,
με όψη χαρωπή που ‘χάρισέ μου θάρρος
μ’ έμπασε στων νεκρών τους μυστικούς κρυψώνες.
Στενάγματα και κλάματα, μέσα εκεί και θρήνοι
αχολογούσαν στο στερέωμα δίχως άστρα,
ώστε ευθύς και στην αρχή μ’ εκάμαν να δακρύσω.
Διάφορες γλώσσες, διάλεκτοι, με φοβερές βλαστήμιες,
λόγια του πόνου, της οργής, κραυγές αποσβησμένες
και μεγαλύτερεςς φωνές και χεριών χτύποι αντάμα,
μια χλαλοή σηκώνανε π’ άκοπα πηλαλάει,
σε κείνον τον αιώνιο, τον σκοτεινόν αγέρα,
ωσάν την αμμοθύελλα που σκώνει σαν φυσάει.
Κι εγώ, που το κεφάλι μου εκύκλωσεν η φρίκη,
εφώναξα στο Δάσκαλο: “Τί να ‘ν’ αυτό που ακούω;
Τί κόσμος, που τον έσβησε θαρρείς ο τόσος πόνος”;
Κι αυτός: “Στην άθλια αυτή κατάσταση διαμένουν
εκείνων των αχρείων οι ψυχές, που δίχως ατιμία
αλλά αλί και δίχως έναν έπαινον εζήσαν.
Σμιχτές στέκουν με κείνη τη κακή χορεία
των άγγελων, που μήτ’ εχθροί του Υψίστου βγήκαν
μήτε πιστοί, αλλά μόνον του εαυτού τους μείναν.
Τους διώχνουν Ουρανοί να μη τους ασχημίσουν,
ουδέ ο τρίσβαθος ο Άδης στέργει να τους έχει
γιατί δόξα απ’ αυτούς οι ένοχοι δε θα ‘χαν”.*
Κι εγώ: «Ω Δάσκαλε, τί τόσο τους βαραίνει,
οπού τόσο τους κάνει δυνατά να κλαίγουν”;
“Θα στο εξηγήσω πολύ σύντομα”, αποκρίθη.
“Ελπίδα μέσα τους δε σώζεται θανάτου,
κι ειν’ η ζωή τους σκότεινη και τόσο ποταπή,
που κάθε άλλη τύχη, -όποια να ‘ναι- τη ζηλεύουν.
Φήμη στο κόσμο για αυτούς δεν στέργει ν’ απομένει,
Έλεος, Δικιοσύνη μ’ όμοια οργή, τους αποδιώχνουν.
Ας μη μιλάμε πια γι’ αυτούς, μόν’ κοίτα τους και πέρνα”.
Κι εγώ κοιτάζοντάς τους είδα μια σημαία
που γυρίζοντας τόσο ορμητικά κινούσε
που ‘λεγα στάση πως δεν έστεργε καμία.
Κι οπίσω της ερχόνταν ένα τέτοιο πλήθος
σε μάκρος που ποτέ δεν ήθελε πιστέψω
πώς να ‘χε τόσον κόσμο θάνατος ξεκάμει.
Μόλις εκεί κάποιον εγνώρισα, τον ίσκιο
είδα και απείκασα εκείνου που για δειλία
από τ’ αξίωμα το μέγα επαραιτήθη.
Ένιωσα ευθύς κι εβεβαιώθηκα πως τούτο
το μέγα πλήθος ήταν των αχρείων, που ‘ναι
στο Θεό μισητοί και στους εχθρούς του ακόμη.
Οι άθλιοι τούτοι που ποτέ τους δεν εζήσαν,
ολόγυμνοι ήταν και πολύ βασανισμένοι
από χοντρές μύγες που εκεί ήταν κι από σφήκες.
Χαρακώναν αυτές το πρόσωπό τους μ’ αίμα
που μέσ’ στα πόδια τους με δάκρυα συσμιγμένο
από σιχαμερά σκουλήκια εσυναζόνταν.
Κι ως άρχιζα να ρίχνω παρεμπρός το βλέμμα,
είδα σ’ ενός μεγάλου ποταμιού την άκρη
πλήθος πολύ και είπα˙ «Δάσκαλε, συ στέρξε
ποιοι είν’ αυτοί να μάθω, και ποιος νόμος κάνει
πρόθυμοι τόσο για το πέρασμα να δείχνουν,
ως με το φως εδώ τ’ αδύνατο ξανοίγω».
Κι αυτός, «θα το γνωρίσεις, όταν», μ’ αποκρίθη,
«θα ‘χουμε σταματήσει τα πατήματά μας
στου Αχέροντα μπροστά το θλιβερό ποτάμι».
Τότε μ’ εντροπαλά και χαμηλά τα μάτια
από φόβο μην ίσως τον βαρύνει ο λόγος,
έμεινα σιωπηλός ώσπου ‘ρθα στο ποτάμι.
Και ιδού βλέπω σ’ εμάς να ‘ρχεται με καράβι
ένας γέροντας μ’ άσπρες τις παμπάλαιες τρίχες,
φωνάζοντας «Αλιά σ’ εσάς, ψυχές αχρείες!
Μην ελπίσετε ποτέ τον ουρανό να ιδείτε.
Έρχομαι εγώ στην άλλην όχθη να σας πάρω
στα σκοτάδια τα αιώνια, σε φωτιά και πάγο.
Κι εσύ που ζωντανή ψυχή δω μέσα εφάνης,
ξεμάκρυνε από τούτους που ‘ναι πεθαμένοι».
Αλλ’ ως είδε που εγώ δεν έφευγα από κείθε,
είπεν «Απ’ άλλο δρόμο, από λιμένες άλλους
σε γιαλό θα ‘ρθεις, όχι εδώ, για να περάσεις·
αλαφρύτερο ξύλο πρέπει να σε πάρει».
Κι ο αρχηγός μου σ’ αυτόν˙ «Μην αγριεύεις, Χάρε˙
αποφασίσαν έτσι εκεί, που αυτό που θέλουν
ημπορούν, και παρέκει μη γυρεύεις άλλο».
Τότε ησυχάσαν τα πολύμαλλα σαγόνια
του πλωρίτη της μαύρης μολυβένιας λίμνης
που ‘χε γύρω στα μάτια κύκλους από φλόγες.
Οι ψυχές όμως, που γυμνές και κουρασμένες
ήταν, άλλαξαν χρώμα και τα δόντια ετρίξαν
ευθύς μόλις ακούσαν τα σκληρά του λόγια.
Εβλασφημούσαν το Θεό και τους γονείς τους,
των ανθρώπων το γένος, τον καιρό, τον τόπο,
του σπέρματός τους και της γέννας τους το σπόρο.
Έπειτα ετραβηχτήκαν όλες όλες άμα,
δυνατά κλαίοντας, στην όχθη την αχρεία,
που περιμένει όποιον Θεού δεν έχει φόβο.
Ο Χάρος δαίμονας με μάτια σαν αθράκια
με νόημα κράζοντάς τες όλες τες συνάζει,
πλήττει με το κουπί κάθε ψυχή που οκνάει.
Όπως ξεπέφτουν το φθινόπωρο τα φύλλα
ένα κατόπι στ’ άλλο, ώσπου το κλωνάρι
βλέπει στη γη στρωτό όλο του τ’ αποφόρι,
με όμοιον τρόπο και του Αδάμ ο κακός σπόρος
ρίχνονταν απ’ τ’ ακρογιάλι εκείνο μία μία
στο νόημα του Χάρου, σαν πουλί στον κράχτη.
Έτσι στο μαύρο κύμα πλέοντας ξεμακραίνουν,
και πριν στην όχθην την αντίπερα κατέβουν
συμμαζώνεται εδώθε νέο πλήθος πάλι.
«Παιδί μου», είπε κατόπι ο δάσκαλος με χάρη,
«εκείνοι που πεθαίνουν στην οργή του Υψίστου,
κατασταλάζουν όλοι εδώ από κάθε τόπο,
και πρόθυμοι είναι να περάσουν το ποτάμι,
γιατί η δικαιοσύνη η θεία τούς κεντρίζει
τόσο που ο φόβος κατανταίνει επιθυμία.
Καλή ψυχή ποτέ δεν πέρασε από δώθε,
και λοιπόν αν για σε παραπονιέται ο Χάρος,
τι ο λόγος του νοεί μπορεί να ξέρεις τώρα».
Μόλις έσωσε τούτο, η σκοτεινή πεδιάδα
εσείσθη τόσο δυνατά, που από το φόβο
η ενθύμησή μου ακόμα μ’ ίδρωτα με βρέχει.
Η δακρυσμένη γης ανέδωσεν αέρα,
που εξάστραψε ένα φως με τέτοια κοκκινάδα,
ώστε κάθε αίσθησή μου μέσα μου ενικήθη,
κι έπεσα σαν αυτόν που βαρύς ύπνος πιάνει.
* Τα τελευταία αυτά λόγια του Βιργιλίου, αποτελούν και την ολοκλήρωση αυτής της θέασης. Ο τόπος εκεί σείεται αίφνης τόσο δυνατά που προκαλεί ανείπωτο φόβο στην ψυχή του ποιητή, κι η γη γεμίζει μ’ έναν αέρα τοξικό, που φωτίζεται από ένα έντονο κόκκινο χρώμα∙ το χρώμα της φωτιάς, το χρώμα της κολάσεως. Κι ο ποιητής χάνει της αισθήσεις του και καταρρέει, όπως ένας άνθρωπος που πέφτει σε ύπνο βαρύ, χωρίς να έχει πια καμία αντίληψη του τι συμβαίνει γύρω του. Μια εντυπωσιακή σκηνή εξόδου και συνάμα ένα δυσοίωνο προοίμιο, καθώς η πορεία του ποιητή πρόκειται να συνεχιστεί στα ενδότερα της κολάσεως.
Το σημείο του ποιήματος όπου ο Δάντης υπονοεί την άρνηση του Πάπα Κελεστίνου Ε΄, ο οποίος από δειλία αρνήθηκε το μεγάλο αξίωμα που του προσφέρθηκε, ενέπνευσε ένα πολύ σημαντικό ποίημα του Καβάφη, το Che fece…. il gran rifiuto. Ο Καβάφης, όμως, πραγματεύεται την έννοια της άρνησης όχι ως προϊόν δειλίας, αλλά ως συνειδητή επιλογή του ανθρώπου να πάει κόντρα στο κοινωνικό ρεύμα, υπερασπιζόμενος με γενναιότητα την προσωπική του οπτική και αντίληψη. Ο Καβάφης απομακρύνεται από τη συγκεκριμένη αναφορά του Δάντη κι εξετάζει ευρύτερα τα δύσκολα όχι που καλούνται κάποτε να πουν οι άνθρωποι. Άλλωστε, το εύκολο είναι να βαδίζει κανείς σύμφωνα με τις προσταγές της κοινωνίας και τα παραδεδομένα, η μεγάλη δυσκολία είναι όταν ο άνθρωπος θέλει να ακολουθήσει τον προσωπικό του δρόμο ενάντια κάποτε στα κοινωνικώς αναμενόμενα.
__________________________
Θ. Κ. Κόλαση -Άσμα 4ο
Μούκοψε τὸ βαθὺ τὸν ὕπνο στὸ κεφάλι
ἕνας βαρὺς ἀχός, ὥστ’ ἐτινάχτηκ’ ὅλος
σὰν ἄνθρωπος, ποὺ ξάφνου ἀθέλητα ξυπνάει.
Ἐσηκώθηκα ὁλόρθος κι ἔστρεψα τριγύρω
τ’ ἀναπαυμένο μάτι καὶ γοργὰ κοιτοῦσα,
γιὰ νὰ γνωρίσω σὲ ποιόν τόπον εὑρισκόμουν.
Ἀλήθεια εἶναι, πὼς εὑρέθηκα στὸν ὄχτο
τῆς πολυστέναχτης κοιλάδας τῆς ἀβύσσου,
ποὺ μέσα της ἀχὸ δέχετ’ ἀπείρων θρήνων.
Τρίσβαθη, σκοτεινή, καταχνιαστή ’ταν τόσο,
π’ ὅσο κι ἂν ἔχωνα τὰ μάτια μου στὸ βάθος,
δὲν ξεχώριζ’ ἀντικείμενο κανένα.
« Ἂς κατεβοῦμ’ ἐδῶ στὸν ἄφεγγο αὐτὸν κόσμο »
ἄρχισ’ ὁ ποιητὴς μ’ ἀποσβησμένην ὄψη
« θά ’μαι πρῶτος ἐγώ, σὺ δεύτερος θὲ νάσαι. »
Κι ἐγώ, ποὺ τῆς θωριᾶς δοκήθηκα τὸ χρῶμα,
εἶπα. « Πῶς θὰ ἠμπορέσω νάρθω, ἂν σὺ φοβᾶσαι,
»πούσαι στοὺς δισταγμούς μου ὁ θαρρευτής μου πάντα; »
Κι αὐτὸς εἶπε σ’ ἐμένα· « Ὁ πόνος τῶν ἀνθρώπων,
»πούναι δῶ κάτω, στὴ θωριά μου ζωγραφίζει
»τὴ σπλαχνοσύνη αὐτή, ποὺ σὺ λογιάζεις φόβο.
» Ἂς κινήσωμε· ὁ δρόμος ὁ μακρὺς μᾶς βιάζει. »
Εἶπε καὶ κίνησε κι ἐμένα ἔκαμε νάμπω
στὸν πρῶτο γύρο, ποὺ τὴν ἄβυσσο κυκλώνει.
᾽Εκεῖ, σ’ ὅσο μποροῦσ’ ἀπ’ ἀκοὴ νὰ κρίνω,
ὄχι κλάμ’, ἀλλὰ μόνο στεναγμοί ’ταν π’ ὅλον
τὸν αἰώνιο ἀέρα ἔκαναν νὰ τρέμη.
Κι ἦταν αὐτὸ ἀπὸ πόνο, ἀλλὰ χωρὶς μαρτύρια,
πού ’χαν τὰ πλήθη τὰ περίσσια καὶ μεγάλα
ἀπὸ μωρὰ παιδιὰ κι ἀπὸ γυναῖκες κι ἄντρες.
Κι ὁ καλός μου ὁδηγός· « Δὲ μὲ ρωτᾶς, μοῦ λέει,
»τί ψυχὲς εἶναι τοῦτες, ποὺ μπροστά σου βλέπεις;
»θέλω τώρα νὰ ξέρης, πρὶν ἐμπρὸς κινήσης,
»πὼς δὲν ἁμάρτησαν κι ἂν ἔχουν καλὰ ἔργα,
»δὲ φτάνει αὐτό, γιατὶ καὶ βάφτισμα δὲν εἶχαν,
»ποὺ τῆς θρησκείας εἶναι, ποὺ πιστεύεις, μέρος·
»κι ἂν ἔζησαν καὶ πρὶν ἀπ’ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη.
»δὲν προσφέραν τιμὴ στὸν ῞Υψιστο, ὅπως πρέπει
»κι ἐγὼ ὁ ἴδιος ἕνας ἀπὸ τούτους εἶμαι.
»Γιὰ ἐλαττώματα τέτοια, ὄχι χειρότερ’ ἄλλα,
»εἴμαστ’ ἐμεῖς χαμένοι καὶ μᾶς βλάπτει μόνο,
»ποὺ στὴν ἐπιθυμία δίχως ἐλπίδα ζοῦμε. »
Πόνος πολὺς γρικώντας τὴν καρδιά μου ἐπῆρε,
ὅτι ἀνθρώπους πολλοὺς καὶ περισσῆς ἀξίας
ἐγνώρισα σ’ αὐτὸν τὸν ἅδη μετεώρους.
« Λέγε μου, δάσκαλέ μου, λέγε, κύριέ μου »
ἄρχισα ἐγώ, γιὰ νὰ στηρίξω στὴν ψυχή μου
τὴν πίστη ἐκείνη, ποὺ νικᾶ κάθε μας πλάνη
« βγῆκε ποτὲ κανείς, ἢ γιὰ δική του ἀξία
»ἢ ἄλλου, ποὺ μακάριος ἔπειτα νὰ γίνη; »
Κι ἐννοώντας αὐτὸς τὸ σκεπαστό μου λόγο,
ἄρχισε· « Νέος στὴν κατάσταση αὐτὴ ἤμουν,
»σὰν εἶδα κάποιον πολυδύναμο ἐδῶ μέσα
»νάρθη στεφανωμένος μὲ σημεῖο νίκης.
»Τὸν ἴσκιο ἔβγαλε τοῦ πρώτου μας πατέρα,
»τοῦ υἱοῦ του Ἄβελ τὴν ψυχὴν κι αὐτὴν τοῦ Νῶε,
»τοῦ θεοφοβούμενου Μωυσῆ, τοῦ νομοθέτη,
»καὶ τοῦ Δαβίδ· τὸν Ἀβραὰμ τὸν πατριάρχη,
»τὸν ᾽Ισαάκ, τὸν ᾽Ισραὴλ μὲ τὰ παιδιά του
»καὶ τὴν Ραχήλ του, ποὺ γι’ αὐτὴν ἔκαμε τόσα
»καὶ πολλοὺς ἄλλους, ποὺ μακάριους ἔχει κάμει.
»Καὶ πρὶν αὐτοι σωθοῦν, θέλω νὰ ξέρης, ὅτι
»ψυχές ἀνθρώπινες δὲν ἦταν λυτρωμένες. »
Νὰ περπατοῦμε δὲν ἐπαύαμε ὡς λαλοῦσε,
ἀλλὰ διαβαίναμε τὸ δάσος ὁλοένα,
τὸ πυκνὸ δάσος λέγω ἀπὸ ψυχὲς περίσσιες.
Ὁ δρόμος μας ἀκόμα μακριὰ δὲν ἦταν
ἀπ’ τὸν τόπο τοῦ ὕπνου μιὰ φωτιὰ σὰν εἶδα,
ποὺ τὰ σκοτάδια πούταν γύρω της, νικοῦσε.
Ἤμαστε ἀκόμη λίγο μακριὰ ποκεῖθε,
ὅμως ὄχι καὶ ὥστε νὰ μὴ βλέπω κάπως,
πὼς ἄνδρες σεβαστοὶ τὸν τόπο αὐτὸν κρατοῦσαν.
« Ὦ, σὺ τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τέχνης δόξα,
»ποιοί εἶναι, πές μου, αὐτοί, ποὺ τόσο σέβας ἔχουν,
»ποὺ ἀπ’ τὴν κατάσταση τῶν ἄλλων τοὺς χωρίζει; »
Κι αὐτός « Ἡ τιμημένη φήμη » μ’ ἀποκρίθη,
« ποὺ γι’ αὐτοὺς ἀντηχᾶ στὸν κόσμο τῆς ζωῆς σου,
»βρίσκει χάρη ψηλά, ποὺ τόσο τοὺς λαμπρίζει. »
Στὸ μεταξὺ τοῦτο φωνὴ νὰ λέγη ἀκούσθη·
« Τὸν ποιητὴ τὸν ὑψηλότατο τιμῆστε·
»ξανάρχεται ἡ σκιά του, ποὺ μᾶς εἶχε ἀφήσει. »
Ἅμα ἐστάθη ἡ φωνὴ κι ἐσίγησεν ὁ ἦχος,
τέσσερες σκιὲς εἶδα ἐμπρός μας νὰ προβαίνουν,
ποὺ μήτ’ ὄψη φαιδρὴ μήτε θλιμμένην εἶχαν.
Ὁ ἀγαθὸς δάσκαλός μου ἄρχισε τότε κι εἶπε.
« Ἰδὲς αὐτὸν μ’ ἐκεῖνο τὸ σπαθὶ στὸ χέρι,
»ποὺ ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἐμπρὸς σὰ βασιλιὰς προβαίνει.
»Ὁ Ὅμηρος εἶν’ ἐκεῖνος, ποιητὴς μεγάλος,
»ὁ ἄλλος Ὁράτιος εἶναι ὁ σάτυρος κατόπι,
»᾽Οβίδιος εἶν’ ὁ τρίτος κι ὁ στερνὸς Λουκάνος.
»Καθὼς εἶν’ ὅμοιος ὁ καθένας τους μ’ ἐμένα
»στ’ ὄνομα, ποὺ ἡ φωνὴ μελέτησεν ἡ μία,
»μὲ τιμοῦν καὶ σὲ τοῦτο αὐτὸ ποὺ πρέπει, κάνουν ».
Ἔτσ’ εἶδα τὴ σχολὴ ν’ ἀρμόζουν τὴν ὡραία
οἱ δοξαστοί, ποὺ τ’ ἆσμα τ’ ἄφθαστον ἐψάλαν,
ποὺ ἀπάνου ἀπ’ ὅλα τ’ ἄλλα σὰν ἀετὸς πετάει
Ἀφοῦ συντύχαν μεταξύ τους λίγην ὥρα,
σ’ ἐμένα ἐστρέψαν χαιρετώντας μὲ σημεῖο
κι ὁ δάσκαλός μου ἀπὸ χαρὰ χαμογελοῦσε.
Ἀλλὰ κι ἄλλη τιμὴ τρανότερη μοῦ κάμαν,
ποὺ μὲ κάμαν κι ἐμὲ τῆς συντροφιᾶς τους ἕναν
κι ἔγινα μεταξὺ τόσης σοφίας ἕκτος.
᾽Επερπατήσαμ’ ἔτσι ὡς ὅπου ἦταν ἡ λάμψη,
λέγοντας πράγματα πούν’ ὄμορφο νὰ κρύψω,
ὅσο τὸ νὰ εἰπωθοῦν ἦταν στὸν τόπο πούμουν.
Ἐφτάσαμε σιμὰ σ’ ἕνα λαμπρὸ καστέλι,
ποὺ ἑφτὰ φορὲς τειχιὰ ψηλὰ τὸ περιζῶναν
καὶ τὸ φύλαγε γύρω ποταμάκι ὡραῖο.
Τὸ περάσαμε αὐτό, σὰ νάταν στεγνὸ χῶμα,
ἑφτὰ θύρες μὲ τούτους τοὺς σοφοὺς ἐδιάβην
κι ἤρθαμε σὲ λιβάδι ἀπὸ δροσάτη χλόη.
Πολλοί ’ταν κεῖ μ’ ἀργὰ καὶ σοβαρὰ τὰ μάτια
κι εἶχαν ὅλοι πολὺ τὰ πρόσωπα σεβάσμια
καὶ μὲ λόγια γλυκὰ καὶ λίγα συντυχαῖναν.
Ἐτραβήξαμε ἀπ’ ἕνα ἀπ’ τὰ πλάγια ἐκεῖθε
σὲ μέρος ἀνοιχτὸ ψηλὸ καὶ φωτισμένο,
ἀπ’ ὅπου ὅλους κανεὶς μποροῦσε νὰ τοὺς βλέπη.
᾽Εκεῖ καταντικρὺ στὴν πράσινη πεδιάδα
τὰ μεγαλόψυχα τὰ πνεύματα μοῦ δεῖξαν,
ποὺ ὁ λογισμός μου ἀνιστορώντας μεγαλώνει.
Εἶδα μὲ περισσοὺς συντρόφους τὴν ᾽Ηλέκτρα
κι ἦταν κι ὁ Ἔκτορας ἀνάμεσα κι ὁ Αἰνείας
καὶ μὲ πύρινα μάτια ὁ Καῖσαρ ὁπλισμένος.
(μτφρ. 3ου & 4ου άσματος: Γεώργιος Καλοσγούρος)
______________________________________
Ντάντε δια χειρός Νταλί
Στο 26ον Άσμα της Κόλασης ο Δάντης διηγείται ότι, όταν έφτασαν, με οδηγό το Βιργίλιο, στον 8ο Κύκλο, συνάντησαν εκεί τις ψυχές του Διομήδη και του Οδυσσέα τυλιγμένες στις φλόγες. Ο Δάντης θέλησε να τους μιλήσει, αλλά τον συγκράτησε ο Βιργίλιος λέγοντάς του:
Άσε με εμένα να μιλήσω, ξέρω τι θέλεις,
και στο δικό σου λόγο μπορεί ν’ αντισταθούν,
μη το ξεχνάς πως στη ζωή τους ήταν Έλληνες ετούτοι…
Έτσι ο Βιργίλιος τους παρακαλεί να διηγηθούν ποιο τέλος είχε η ζωή τους.
Στο απόσπασμα μιλά ο Οδυσσέας:
Το Τέλος Του Οδυσσέα
Μόλις έφυγα απ’ τη Κίρκη, όπου πάνω από χρόνο
τύχη μ’ είχε καρφωμένο παραδίπλα στη Γαέτα0,
-ως μετά ο δικός σας ο Αινείας την ονόμασε-
τίποτε δεν μου αξιώθηκε, του γιου η γλυκειά μνήμη,
ούτε το σέβας του πατρός, το χρέος μου γι’ αγάπη,
-που, αν το πλήρωνα, στη Πηνελόπη θα ‘δινε χαρά-,
τίποτε που με έτρωγε, δεν άξιζε να σβήσει
τη φλόγα μέσα μου, αυτή που μ’ έσπρωχνε
να έχω πείρα, γνώση, για τον κόσμο και τα πάθη,
ή στην αντρεία των ανθρώπων. Κι έξω απ’ έγνοιες,
στ’ ανοιχτά πελάγη ρίχτηκα και τη πλατειά
τη θάλασσα, ολομόναχος, σ’ ένα σκαρί από ξύλο*.
Άλλος κανείς1, η συντροφιά μου λιγοστή,
τρικυμισμένος κι όσοι μου στάθηκαν πιστοί,
από λιμάνι σε ακτή είδα στο τέλος Ισπανία
και το Μαρόκο είδα και των Σάρδων το νησί,
μαζί με τ’ άλλα τα νησιά, που βρέχει μέσα τους
μια θάλασσα κλειστή. Εγώ και τα συντρόφια
ήμαστε γερασμένοι πια και αργοκίνητοι,
σαν πιάσαμε στενό κανάλι2, π’ Ηρακλής έθεσε όριο
σε άνθρωπο ποτέ να μη το ξεπεράσει.
Αφήκα στα δεξιά μου τη Σεβίλια και η Σέτα3
μ’ αφήκε στα ζερβά. Αδέλφια μου, είπα, σεις
που σμίξατε, γευτήκατε χίλιους-μυρίους πόνους
και φτάσαμε στη δυτικήν άκρη του κόσμου,
το λίγο που σας μένει στη ζωή, μην αρνηθείτε,
ακόμη μια πείρα να ‘χουμε μαζί, πέρ’ απ’ τον ήλιο
να μάθουμε τι γίνεται, στον έρημο τον κόσμο,
που στοχαστείτε, ζωντανή ψυχή δεν κατοικεί.
Σκεφτείτε και τη θεϊκή γενιά σας: διό δεν έχετε πλαστεί
σαν ζώα να ζείτε, μοίρα σας είν’ η αντρειά κι η γνώση.
Τους σύντροφους τα παρακάλια μου τους λύγισαν,
τα λίγα λόγια τους φτερώσανε για τ’ άγνωστο ταξίδι.
Τη πλώρη τότε στρίψαμε εκεί που βγαίνει ο ήλιος4,
κουπιά στα χέρια μας φτερά γενήκαν και πετούσαμε
στον ξέφρενο τον πλου, με τη στεριά ζερβά μας.
Όλα τα ξένα άστρα τ’ άλλου πόλου5 φέγγανε τις νύχτες μας
κι τόσο χαμηλά ο Πολικός που άγγιζε την ίσαλο6.
Πέντε φορές εθέριεψε και άλλες τόσες ‘σβήστη
το φέγγος της Σελήνης, τη στιγμή που ξανοιχτήκαμε
για τη μεγάλη πλάνη. Τότε μπροστά ορθώθηκε ένα όρος.
Από το μάκρος που διακρίναμε φαινόταν σκοτεινό
κι όσο για ύψος, πιο ψηλό, δεν κοίταξα ποτέ μου.
Τρελλά χαρήκαμε σαν το ‘δαμε, μα η χαρά μας,
γοργά θρήνος εγίνη, γιατί απ’ τη νέα τούτη γη
ένα μπουρίνι ξέσπασε και χτύπησε αλύπητα
τη πλώρη, στα κύματα τρεις γύρες φέρνει το καράβι
μα τέταρτη ύψωσε τη πρύμη μας, τόσο π’ η πλώρη
εβούλιαζε στο ρούφουλα. Ήτανε θέλημα θεού:
κύμα μας σκέπασε, πάνωθε ‘κλείστη η θάλασσα…
* Γαέτα: παλιό λιμάνι κοντά στη Νεάπολη, όπου ο Αινείας έθαψε τη παραμάνα του, Γαέτα.
0 ξύλο: το καράβι (συνεκδοχή).
1 Ο Δάντης παραδέχεται εδώ μιαν άλλη παράδοση, που είχαν ακολουθήσει κι ο Πλίνιος κι ο Σολίνο, για το θάνατό του. Ο Οδυσσέας ξανάφυγε από την Ιθάκη, πέρασε το Γιβραλτάρ, ίδρυσε τη Λισσαβώνα και πνίγηκε στον Ωκεανό από ανεμοσίφουνα. Επίσης βάσει της εκδοχής που λέει πως ο Οδυσσέας δε γύρισε καν στην Ιθάκη, ξέχασε τα πάντα, υποκύπτοντας στα θέλγητρα της αναζήτησης, αναφέρεται και το εξης:
Πολλά σημαίνει κι είναι τόλμημα εξίσου ριψοκίνδυνο με το τόλμημα του Οδυσσέα, το ότι ο Δάντης, κάτοχος και θαυμαστής των επών του Ομήρου, εν τούτοις αποφάσισε ν’ αγνοήσει τον μύθο και να τον αλλοιώσει σε τρόπο που ο Οδυσσέας ποτέ του δεν ξαναγύρισε στην Ιθάκη, έπνιξε όλα τα συναισθήματα του, ξέχασε όλα τα χρέη του, Λαέρτη, Πηνελόπη, Τηλέμαχο, Πατρίδα, βασίλειο, φλεγόμενος μόνο από την ακόρεστη δίψα του της εμπειρίας, αυτής που οδήγησε τον άνθρωπο, από την δημιουργία του, από το μυθικό μήλο, προς τα μεγάλα τα φώτα. Από το σκοτεινό και δεισιδαίμονα τιμωρό, στο Θεό του Φωτός.
Τέλος, ο Καβάφης έγραψεν: Εκεί όπου ο Όμηρος απεφάσισε να σταματήσει και έθεσε τελείαν, είναι δύσκολον και επικίνδυνον πράγμα να θελήση άλλος να εξακολούθηση την φράσιν. Αλλ’ είναι εις τα δύσκολα και εις τα επικίνδυνα έργα όπου επιτυγχάνουσιν οι μεγάλοι τεχνίται· πιστεύω ότι… ο αναγνώστης θα συμφωνήση ότι του Δάντου η φαντασία διέπλασεν εικόνα ουχί αναξίαν του “sourano poeta” (του μεγαλύτερου ποιητή).
2 το στενό κανάλι: τα στενά του Γιβραλτάρ, όπου κατά τη μυθική παράδοση ο Ηρακλής τοποθέτησε τις στήλες του, που δείχνουνε τα όρια του κατοικημένου κόσμου. Ο αρχαίος κι ο μεσαιωνικός άνθρωπος πίστευε ότι από κει και πέρα απλώνεται άγνωστος κι ακατοίκητος κόσμος.
3 Σέτα: μικρή πόλη του Μαρόκου κοντά στο Γιβραλτάρ.
4 τη πλώρη… ο ήλιος: μόλις βγήκαν από το Γιβραλτάρ έστριψαν αριστερά με κατεύθυνση προς το νότο.
5 του άλλου πόλου: δηλαδή του νότιου Πόλου.
6 ο Πολικός… της θάλασσας: είχανε φτάσει δηλαδή στον Ισημερινό κι ο Πολικός αστέρας του Βορρά (το άστρο της Μικρής Άρκτου) βρισκόταν ακριβώς στον ορίζοντα.
____________________________
Θ. Κ. Κόλαση -Άσμα 33ο
Τὰ δόντια του ἐξεκάρφωσεν αὐτὸς ὁ κολασμένος
ἀπὸ τὴν κάρα τὴ φριχτή, πὤτρωγε λιμασμένος.
Τὰ λερωμένα χείλη του σφιγγίζει στὰ μαλλιά
κι’ ἀρχίζει ν’ ἀποκρένεται μὲ φοβερὴ μιλιά:
«Θέλεις ν’ ἀνοίξω μιὰ πληγή, ὁποῦ ἀπὸ τόσους χρόνους
κρατῶ κλεισμένη στὴν ψυχή, καὶ νὰ ξυπνήσω πόνους,
ποὺ μοῦ δαγκοῦν τὰ σωθικὰ καὶ πρὶν τοὺς ξεφωνήσω;
Τέτοιο φαρμάκι ἀγνώριστο γιατὶ θέλεις νὰ χύσω;
Ἀλλ’ ἂν θὰ γίνῃ ἡ ἀνήκουστη, ἡ μαύρη μουἱστορία
σπόρος νὰ δώσῃ γιὰ καρποὺς κατάραις κι’ ἀτιμία
εὶς τὸν προδότη, π’ ἄκοπα τρώγω σ’ αὐτὴν τὴν ἄκρη,
θὰ τὴν ξεθάψω ἀπ’ τὴν καρδιὰ κι’ ἂς τὴν ποτίσω δάκρυ.
Ποιὸς εἶσαι σὺ δὲν τὸ ρωτώ, οὔτε ζητῶ νὰ μάθω
ποιὸς τάχα νὰ σ’ ὡδήγησε κάτου σ’ αὐτὸν τὸν βάθο.
Ἀλλὰ σ’ ἀκούω καὶ φαίνεσαι ὅτ’ εἶσαι Φλωρεντῖνος.
Ὡς τόσο μάθε ὅτ’ εἶμ’ ἐγὼ ὁ κόμης Οὐγκολῖνος,
κι’ αὐτὸς ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ρουγέρης ὁ Πιζᾶνος·
τὼρα θ’ ἀκούσῃς τὶ χρωστᾷ σ’ ἐμένα αὐτὸς ὁ πλάνος.
Τὸ πῶς ἐγὼ ἐμπιστεύθηκα στὴν ἄτιμη ψυχή του
καὶ πῶς ἐξεγελάστηκα μὲ τὴν πλαστὴ ἀρετή του,
πῶς προδομένος ἔπεσα στ’ ἀνίερό του χέρι
καὶ πῶς ἐθανατώθηκα, ὅλος ὁ κόσμος ξέρει.
Ἀλλὰ κἀνεὶς δὲν ἄκουσε, κρύβει βαθὺ σκοτάδι
τὸ φόνο, πωὕρηκα γιὰ μέ, πῶς μ’ ἔστειλε στὸν Ἅδη.
Αὐτὸ θὰ μάθῃς καὶ θὰ ἰδῇς τ’ εἶν’ τὸ παράπονό μου.
Μέσα στὴ μαύρη φυλακή, π’ ἀπὸ τὸ θάνατό μου
τῆς πείνας πῆρε τ’ ὄνομα, στενόχωρη θυρίδα
ἄφινε κ’ ἔφθαν’ ἕως ἐμὲ φωτὸς καμμιὰν ἀχτίδα.
Ἐκεῖθεν εἶχα ὁ δύστυχος πολλαῖς φοραῖς μετρήσει
τὴν ἀλλαγή τοῦ φεγγαριοῦ, προτοῦ νὰ μὲ ξαφνίσῃ
ἕν’ ὄνειρο παράδοξο ποὺ φώτισε τὸ νοῦ μου
καὶ μὤδειξε τὴ μοῖρά μου καὶ τὴ βουλὴ τοῦ ἐχθροῦ μου.
Μοῦ φάνηκε στὸν ὕπνο μου αὐτὸς ἐδ’ ὁ προδότης
σἄν ἀρχηγὸς πολεμιστής, ὄχι ποτὲ δεσπότης,
ποὺ κυνηγοῦσε κ’ ἔσπρωχνε τυφλὰ τὴ συντροφιά του
ἕνανε λύκο πὤφευγε μὲ τὰ λυκόπουλά του
νὰ πιάσῃ ἐπάνω στὸ βουνὸ πὦλόρθο δὲν ἀφίνει
στὴ Λούκκα ἡ Πίζα ἐλεύθερη ματιὰ ποτὲ νὰ δίνῃ.
Ἔτρεχ’ αὐτὸς μὲ φλογεροὺς ξεχαμνισμένους σκύλους
πάντοτ’ ἐμπρός, πάντοτ’ ἐμπρὸς καὶ τοὺς πιστούς του φίλους
Γουαλάνδους εἶχε στὸ πλευρό, Λανφράγκους καὶ Σισμόντας.
Σὲ λίγο οἱ λύκοι ἐδείλιασαν κ’ οἱ σκύλοι τότε ὁρμῶντας
σχίζουν πατέρα καὶ μικρὰ μὲ δόντια λυσσασμένα.
Πρὶν φέξῃ φεύγει τ’ ὄνειρο. Ξυπνῶ κι’ ἀκούω σκιασμένα
ἀπὸ παρόνοιο φάντασμα νὰ κλαῖν ἐκεῖ σιμὰ μου
καὶ νὰ ζητοῦν λίγο ψωμὶ τ’ ἄχαρα τὰ παιδιά μου.
Θἆσαι σκληρὸς πάραπολυ, ἄν δὲν πονῇς ἀκόμη
προβλέποντας τὶ χαλασμοὶ μ’ ἐπρόσμεναν, τὶ τρόμοι!
Καὶ πότε, πότε κλαῖς ἐσύ, ἄν δὲ θὰ κλάψῃς τώρα;…
Σηκώθηκαν τὰ δύστυχα. Εἶχε περάσει ἡ ὥρα,
ποὺ τὴν τροφὴ μᾶς ἔρριχναν. Προσμένουν μὲ λαχτάρα,
γιατὶ θυμοῦνται τ’ ὄνειρο κ’ ἔχουν κρυφὴ τρομάρα.
Ἄκουσα τότε πὤκλεισαν τοῦ πύργου μας τὴ θύρα
κ’ ἐστήλωσα τὰ μάτια μου πάνω σὲ κάθε κλῆρα.
Ἔκλαιγαν ὅλα τὰ φτωχά. Μόνος ἐγὼ δὲν κλαίγω,
ἐπέτρωσαν τὰ σπλάχνα μου κι’ οὔτε μιὰ λέξη λέγω.
Τόσο π’ ὁ Ἄνσελμός μου ὁ μικρς μ’ ἐρώτησε: «Πατέρα!
Γιατί, γιατὶ τέτοια ματιά; Τ’ ἔχεις, καλὲ πατέρα;»
Ἀλλ’ οὔτε τότ’ ἐδάκρυσα, οὔτ’ ἔδωκα καμμία
εἰς τὸ παιδί μου ἀπάντηση. Βουβὴ ἀπελπισία
ἐσφράγισε τὸ στόμα μου ἐκείνην τὴν ἡμέρα
καὶ τὴν ἀκόλουθη νυχτιά ὡς ὅτου στὸν αἰθέρα
ὁ νέος ἥλιος ἔλαμψε κ’ ἔστειλε μιὰν ἀχτίδα
στὴν ἄσπλαχνή μου φυλακή, ἀπ’ τὴ στενὴ θυρίδα.
Τότε στὴν ὄψι ἐκύτταξα τὰ τέσσερα παιδιά μου·
εἶδα γραμμένα ἐπάνω ἐκεῖ τ’ ἄγρια βάσανά μου,
κ’ ἐδάγκασα τὰ χέρια μου μὲ λύσσα, μὲ μανία·
κ’ ἐκεῖνα ποὺ θὰ πίστεψαν ὅτ’ ἡ πολλὴ νηστεία
μ’ εἶχ’ ἀγριέψει κ’ ἤθελα νὰ φάω τὰ κρέατά μου,
σκιασμένα ἐλάχτησαν μὲ μιᾶς κι’ ἔρχοντ’ ἐκεῖ σιμά μου.
«Πατέρα, λὲν τὰ δύστυχα, φάγ’ ἀπὸ μᾶς, πατέρα,
θἆναι λιγώτερο σκληρὸς ὁ πόνος μας, πατέρα,
τὴ σάρκα, ποὺ μᾶς ἔδωκες, ἄν τήνε πάρῃς πίσω.»
Ἐφάνηκα ὅτι ἡσύχασα γιὰ νὰ μὴ τ’ ἀπελπίσω.
Ἐμείναμεν ὅλοι βουβοὶ ἐκείνην τὴν ἡμέρα,
βουβοὶ καὶ τὴν ἀκόλουθη… Πῶς τότε, σκληρὴ σφαῖρα,
ἄσπλαχνη γῆ, δὲν ἄνοιξες;… Τὴν τέταρτη ἐμπροστά μου
ὁ Γάδος μου σωριάζεται, κρατεῖ τὰ γόνατά μου
καὶ ξεψυχᾷ φωνάζοντας: «Πατέρα μου, ἐσπλαχνία!»
Καὶ καθὼς βλέπεις τώρα ἐμέ εἶδα καὶ τ’ ἄλλα τρία
ἕνα πρὸς ἕνα νὰ σβυσθοῦν τὴν πέμπτη καὶ τὴν ἕχτη.
Ὅλα μοῦ τἄφαγε ὁ θυμὸς αὐτοῦ τοῦ θεομπαίχτη.
Τυφλὸς τρεῖς μέραις τἄκραζα. Ἦτο τ’ ἀγέρι μαῦρο
κ’ ἐγύριζα ψηλαφητὰ τὰ λείψανά τους ναὕρω…
ἔπειτα ἡ πεῖνα ἐνίκησε τὴν πατρικὴ λαχτάρα….»
Εἶπε· τὰ μάτια του ἔστρηψε· τὴ φοβερὴ τὴν κάρα
ἅρπαξε πάλε λαίμαργα, πλατὺ τὸ στόμα ἀνοίγει
κι’ ἐπάνω της σἄν τὸ σκυλὶ βαθειὰ τὰ δόντια ἐμπήγει.
(μτφρ.: Αριστοτέλης Βαλαωρίτης)
_____________________________
Θ. Κ. Παράδεισος -Άσμα 1ο
Ἡ δόξα ἐκείνου ποὺ κινάει τὰ πάντα
Περνάει καὶ λάμπει μὲς τὴν οἰκουμένη
Περσὰ σὲ μιά, πιὸ λίγο σ’ ἄλλη μπάντα.
Στὸν οὐρανὸ ποὺ πλιό του φῶς λαβαίνει
Ἤμουν κ’ εἶδ’ ὅσα οὔτε μπορεῖ οὔτε ξέρει
Νὰ ξαναπῇ ὅποιος κεῖθε κατεβαίνει.
Τί ὡς ζυγόνει στοῦ πόθου της τὰ μέρη,
Τόσο βαθαίνει ἡ διάνοια μας ποὺ ὀπίσω
Νὰ πάῃ ἡ θύμηση δὲ θὰ καταφέρῃ.
(Αρχή, απόσπ. μτφρ.: Λορέντζος Μαβίλης)
____________________________
Ω Λέξεις Μου
Ω λέξεις μου, που μες στον κόσμο τριγυρνάτε,
τη μέρα γεννηθήκατε, που άρχισα να λέω,
για κείνη που στα κρίματά μου ήταν η αιτία.
Ω άγγελοι που και τον τρίτο ουρανό κινείτε,
πάτε σε αυτήν ομάδι σεις, που τηνε ξέρετε καλά
και δυνατά για ν’ ακουστούν, πείτε τα βάσανα σας.
Πείτε: “Σε σένα ανήκουμε και ποτέ, μα ποτέ πια
κοντύτερα σου να ‘μαστε, δε θα μας ξαναδείς”.
Μαζί της μη ξωμείνετε, τι Αγάπη ‘κεί δεν είναι,
άλλου κλωθογυρίσετε, με πένθιμη τη φορεσιά
όπως κάνανε πριν, οι αδελφές σας οι μεγάλες
κι αν κι όταν άξια, εμφανιστεί γυναίκα,
στα πόδια της προσπέσετε λέγοντας ταπεινά:
“Ηρθαμε ‘δω, μόνο για να σ’ υμνήσουμε”!
Ω Στίχοι Της Παρηγοριάς
Ω στίχοι της παρηγοριάς, παινεύοντας δρομάτε,
την ευγενή που γυναικών το πλήθος ομορφαίνει
σιμώνοντας σας, ένανε θα δείτε κι όχι αργά,
“Είναι αδελφός μας” όλοι θε να πείτε.
Μη τον ακούσετε, παρακαλώ σας ταπεινά,
στ’ όνομα τού, π’ όλες ν’ αγαπούνε κάνει τις γυνές,
γιατί αυτά που λέει, δεν μπορεί να ‘ναι αληθινά,
που να ‘ναι της Αλήθειας αδερφός, μαθές.
Μα αν από τις λέξεις του, κινήσετε
Κυρά που ‘ναι δική σας, ν’ απαντήσετε,
τότε μη σταματάτε, σίγουρα σ’ εκείνη πάτε,
και πείτε της: “Κυρά, η άφιξή μας είναι
για να συστήσουμε έναν, που στη θλίψη βυθισμένος
ρωτά: Ω που θα βρώ, τόν πόθο των ματιών μου”;
Σονέττο Των Φίλων
Γκουίντο*, πόσο θά’θελα ο Λάπο, σύ κι εγώ,
ως δια μαγείας να φεύγαμε τώρα μ’ ένα σκαρί,
που μ’ όποιον και αν φύσαγε τριγύρω μας καιρό
στη θάλασσα να έβγαινε με όλους μας μαζί
Φουρτούνες δεν θα γνώριζε καθώς θα προχωρούσε,
ούτ’ άλλα εμπόδια θα ’βρισκε στο υγρό στοιχείο πάλι
κι όπως το κύμα όμορφα κι αργά θα μας κουνούσε,
η πεθυμιά να μένουμε μαζί θα ‘ταν μεγάλη.
Τη μόνα Βάννα και τη μόνα Λάτζα επίσης,
καθώς κι εκείνη που έχει νούμερο τριάντα,
θε να ‘βαζε μαζί μας ο καλός ο γητευτής
κι έτσι για Έρωτα μιλώντας πάντα
η καθεμιά τους θα ‘ταν ευτυχής,
όπως θαρρώ πως θα ‘μασταν κι εμείς
(μτφρ.: Λητώ Σεϊζάνη)
* Τα σονέττα αυτά ανήκουνε στις Rime Pedrose του Δάντη. Το τελευταίο δε, απευθύνεται στους φίλους του ποιητές Γκουίντο Καβαλκάντι και Λάπο Τζάννι. Η μόνα Βάννα (Τζοβάννα) ήταν η αγαπημένη του Γκουίντο κι η Λάτζα η αγαπημένη του Λάπο. Ο αριθμός 30 έχει να κάνει με μια σύνθεση του Δάντη,που δεν έχει σωθεί αλλά είναι γνωστό ότι μιλούσε για τις 60 ομορφώτερες γυναίκες της Φλωρεντίας. Στη σύνθεση αυτή η Βεατρίκη κατείχε την 9η θέση, οπότε μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι εδώ ο Δάντης αναφέρεται σε κάποιαν άλλη, με… αύξοντα αριθμό ομορφιάς το 30.
Και τέλος, για φινάλε αυτό το κομμάτι:
Ευαρεστήσου τώρα να χαρείς την άφιξή του:
την ελευθερία αναζητεί που είναι πολύ ακριβή,
όπως γνωρίζει αυτός που για χάρη της απαρνιέται τη ζωή.
Εσύ το ξέρεις, αφού για χάρη της ο θάνατος
πικρός δεν σου ήταν στην Υτίκη, όπου το ένδυμα άφησες
που στη Δευτέρα Παρουσία ολόλαμπρο θα είναι.