“Οτιδήποτε βλέπεις,
μπορεί να γίνει ένα παραμύθι
και μπορείς να βγάλεις μιαν ιστορία
από οτιδήποτε αγγίξεις“.
Χ. Κ. Άντερσεν
Βιογραφικό
Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν -γιος ενός φιλάσθενου τσαγκάρη και μιας αλκοολικιάς πλύστρας, γνώρισε από πρώτο χέρι τη δυστυχία και τη φτώχεια- ήτανε Δανός λογοτέχνης, ποιητής και συγγραφέας, που ‘γινε διάσημος από τα πασίγνωστα παιδικά παραμύθια του, -έγραψε περίπου 170 (!!!) μέσα σε διάστημα 42 ετών. Στη διάρκεια της ζωής του, έγραψε ποιήματα, διηγήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις. Ψηλόλιγνος κι άσχημος δεν παντρεύτηκε ποτέ ούτε έκανε παιδιά. Σύμφωνα με το προσωπικό του ημερολόγιο, δεν είχε ποτέ του σεξουαλικές σχέσεις. Μόνο διάφορους ανεκπλήρωτους έρωτες, κατά καιρούς… Το προσωπικό του καταφύγιο, για τις ελάχιστες ελεύθερες ώρες που είχε, ήταν ένα μικρό κουκλοθέατρο. Έφτιαχνε με τα ίδια του χέρια τις κούκλες, τις έντυνε κι έδινε τις δικές του προσωπικές παραστάσεις με έργα κυρίως του Σαίξπηρ που απομνημόνευε με ιδιαίτερη ευκολία. Η χάρη του αυτή έφτασε στα αυτιά του βασιλιά της Δανίας Φρειδερίκου του 6ου, ο οποίος ενδιαφέρθηκε να γνωρίσει από κοντά το “παράξενο” αυτό αγόρι. Στη συνέχεια, τον έστειλε σε ένα από τα καλύτερα σχολεία της χώρας, καταβάλλοντας ο ίδιος τα δίδακτρα. Ακόμα κι έτσι, ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν τελείωσε με ιδιαίτερη δυσκολία το Γυμνάσιο σε ηλικία 23 ετών. “Τα χρόνια αυτά ήτανε τα πιο πικρά και σκοτεινά της ζωής μου“, γράφει στην αυτοβιογραφία του, όπου επίσης αναφέρει ότι ήταν θύμα ενοχλήσεων που τον οδήγησαν στην κατάθλιψη. Το άσχημο τέλος που όριζαν οι τελευταίες σελίδες των παραμυθιών του ήταν εμπνευσμένο μάλλον από την ίδια του τη ζωή.

Γεννήθηκε στις 2 Απριλίου 1805 στο Oντένσε, στο νησί Φιονία της Δανίας. Ο πατέρας του ξέπεσε και δούλευε τσαγκάρης, για να ζήσει την οικογένειά του. Αλλά, μη μπορώντας να αντέξει στη φτώχεια, πέθανε πολύ νέος, αφήνοντας το γιο του ορφανό, με τη μητέρα του για μόνο στήριγμα. Ήταν ένα περίεργο παιδί με εξαιρετική φαντασία, έτσι χαρακτηριζόταν ο αγαπημένος λογοτέχνης από τους περαστικούς που τον έβλεπαν να περπατά στο δρόμο, πολλές φορές σαν ονειροπαρμένος και το μυαλό του δεν το είχε πουθενά αλλού, παρά μόνο στα ποιήματα και στο διάβασμα. Προσπάθησε άδικα να μάθει την τέχνη του πατέρα του. Όταν τέλειωσε το σχολείο των άπορων παιδιών μπήκε σ’ ένα ραφτάδικο, για να μάθει τη τέχνη, αλλά ούτε κι εκεί τα κατάφερε. Το ενδιαφέρον του κέρδισε το θέατρο, όπου αποστήθιζε ολόκληρες σκηνές από τα έργα που έβλεπε. Όταν ήταν με τους φίλους του, του άρεσε να απαγγέλλει και να τραγουδά. Ήτανε 14, όταν, κυνηγώντας μια καλλίτερη τύχη, έφθασε στη Κοπεγχάγη, με μόνη του περιουσία 30 φράγκα με σκοπό να γίνει ηθοποιός. Μάλιστα παρακολούθησε και μια σχολή στην οποία σύμφωνα με τα λεγόμενα του έφαγε τρελά καψόνια για να… στρώσει χαρακτήρα, όπως έλεγαν οι δάσκαλοι του. Έδωσε εξετάσεις στη Βασιλική Σχολή θεάτρου, αλλά ήτανε τόσο άσχημος κι αδύνατος, που δεν τονε δέχτηκαν.
Το πατρικό του σπίτι στην Οντένσε
Επειδή είχε ωραία φωνή, άρχισε να σπουδάζει μουσική, αλλά αρρώστησε ξαφνικά κι έχασε τη φωνή του. Τελικά και μετά από μια αποτυχημένη ενασχόληση και με το χορό, αποφάσισε να αρχίσει να γράφει, ποιήματα και παραμύθια. Ήτανε το μόνο ταλέντο που του έμεινε -το ταλέντο της ποίησης. Οι στίχοι του αρέσανε και βρήκε ένα προστάτη, τον Κέλλαν, που τον έστειλε στο πανεπιστήμιο, όπου κέρδισε μια βασιλική επιχορήγηση. Το 1822 εκδίδει το πρώτο του βιβλίο που θα περάσει απαρατήρητο. Δεν ήταν παρά μόνο μέχρι το 1845, όταν κυκλοφόρησε το έργο του Η Μικρή Γοργόνα, που ο Άντερσεν άρχισε να αναγνωρίζεται ως λογοτέχνης. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ενώ πολλά από τα έργα του παρέμεναν (και παραμένουν) σχεδόν άγνωστα έξω από τη Σκανδιναβία, τα παραμύθια του αρχίζουν να μεταφράζονται σε άλλες γλώσσες και σήμερα, είναι από τα πιο πολυμεταφρασμένα λογοτεχνήματα σε όλη την ιστορία. Το 1827 δημοσίευσε ποιήματά του κι έπειτα εξέδωσε μια σειρά έργων που του εξασφαλίσανε τη παγκόσμια δόξα. Αφού εξέδωσε αρκετά βιβλία, άρχισε τα ταξίδια του. Γύρισε τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Αγγλία, την Ελλάδα, την Ιταλία, τη Τουρκία και ταξίδεψε στην Ανατολή. Απέκτησε μεγάλη δόξα κι η μεγαλύτερη ευτυχία του ήταν η υποδοχή που του έκανε η ιδιαίτερη πατρίδα του, Όντενσε, που τον κάλεσε στα 1867.
Στα ερωτικά επίσης είχεν αποτυχία λόγω της φτώχειας αλλά και της ασχήμιας κι ακόμα όταν στράφηκε στο ίδιο φύλο δεν τα πήγε καλλίτερα. Η ερωτική του ζωή χαρακτηριζόταν από μεγάλες απογοητεύσεις, πολλές από τις οποίες ορισμένοι ιστορικοί θεωρούν εμπνεύσεις για τα λογοτεχνήματά του. Έχει γράψει στο προσωπικό του ημερολόγιο για την αδυναμία του να συνάψει ερωτικές σχέσεις, φτάνοντας στο σημείο να εκλιπαρεί τον θεό για μία σύντροφο. “Δώσε μου ζωή. Δώσε μου μία νύφη. Το αίμα μου ποθεί την αγάπη, όπως και η καρδιά μου!“, έγραφε ο Άντερσεν. Το γεγονός ότι δεν έκανε ποτέ σοβαρή σχέση, πόσο μάλλον οικογένεια, ενδεχομένως να οφείλεται στον ντροπαλό χαρακτήρα του, ο οποίος υπερνικούσε την εικόνα του φιλόδοξου, ευαίσθητου κι ευφυή άνδρα η οποία καλλιεργούνταν από το έργο του. Αν κι είναι καταγεγραμμένος ο έρωτάς του για πολλές γυναίκες, όπως τη διάσημη Σουηδή τραγουδίστρια, Γιένυ Λιντ, είναι επίσης γνωστό ότι δεν μπορούσε να κερδίσει τη καρδιά τους, με τις επιθυμίες του για αγάπη να παραμένουν ανεκπλήρωτες.
Σκίτσο του για τον Καπνοδοχοκαθαριστή
Έτσι λοιπόν το έριξε στο γράψιμο προς λύπη του μα προς δική μας ευχαρίστηση. Ό,τι έγραψε, βασίζεται κυρίως σε λαϊκούς θρύλους. Οι περισσότεροι ήρωες του διαπνέονται από έναν ηθικό ρεαλισμό παρά την ανάγκη εκπλήρωσης μιας επιθυμίας. Οι κακοί δεν είναι δράκοι ή μάγισσες, αλλά εκπροσωπούν ανθρώπινες αδυναμίες κι ελαττώματα, όπως την εγωιστική αδιαφορία και τη ματαιοδοξία. Ορισμένα από τα παραμύθια του αποκαλύπτουν μιαν αισιόδοξη πίστη στην επικράτηση του καλού και του ωραίου, όμως άλλα είναι βαθιά απαισιόδοξα και συνήθως έχουνε δυσάρεστο τέλος.
Στις 15 Μάρτη 1841, έφυγε απ’ τη Νάπολι με το πολεμικό ατμόπλοιο Λεωνίδας για την Ελλάδα και την Ανατολή. “Το πολεµικό ατµόπλοιο Λεωνίδας µε γαλλική σηµαία βρισκόταν στο λιµάνι της Νάπολι. Ο Χολστ µε συνόδεψε στο πλοίο. Θα ταξίδευα μόνος μου. Ξένος ανάµεσα σε ξένους. Ένας άρρωστος Τούρκος ήτανε ξαπλωµένος σε κάτι κουρελούδες, που τις είχανε στρώσει πάνω σε τσουβάλια από κάρβουνο. Κοντά του καθόταν ένας άντρας ντυµένος µ’ ένα πράσινο καφτάνι κι ένα λευκό τουρµπάνι, που τις τελευταίες µέρες στη Νάπολι είχε τραβήξει τη προσοχή του κόσµου µε την ανατολίτικη φορεσιά του. Ήταν, όπως έµαθα αργότερα, Πέρσης από τη Χεράτ. Ο ένας µετά τον άλλον, όλοι οι επιβάτες ανεβήκανε στο πλοίο. Αµερικανοί κι Ιταλοί µοναχοί, κυρίες και κύριοι από τη Γαλλία, άνθρωποι απ’ όλα τα µέρη του κόσµου, αλλά κανείς απ’ το Βορρά“, θα γράψει στο βιβλίο του A Poet’s Bazaar.
Τη κορυφή ενός βουνού, κοντά στο Ναυαρίνο, σκεπασμένη με χιόνι ήτανε το πρώτο που αντίκρυσε από την Ελλάδα, πρώτος ανάμεσα σε όλους τους επιβάτες του πλοίου. Το πρώτο ελληνικό λιμάνι που έπιασε το πλοίο ήτανε στη Σύρο. “Η αποβάθρα ήτανε γεµάτη Έλληνες. Φορούσαν εφαρµοστά σακάκια, άσπρα φαρδιά παντελόνια κι ένα κόκκινο φέσι στο κεφάλι. Από παντού ακούγονταν φωνές! Ένας ηλικιωµένος άντρας µού άπλωσε το χέρι να µε βοηθήσει ν’ ανέβω στην αποβάθρα -και να! Πατούσα σε χώµα ελληνικό! Ευγνωµοσύνη στο Θεό, χαρά που βρισκόµουν εκεί κι ένα αίσθηµα λύπης, όλα µαζί συνυπήρχαν µέσα µου κείνη τη στιγµή“, θα γράψει. Στη Σύρο περιπλανήθηκε στη πόλη, μέχρι ψηλά στη πλαγιά του βουνού, όπου χτίζονταν νέα σπίτια. Απόλαυσε τη θέα προς την απέναντι πλευρά του λιμανιού, που βρισκότανε το Λαζαρέτο κι η ματιά του μπόρεσε να ξεχωρίσει τη Τήνο, τη Δήλο, τη Νάξο και την Άνδρο. Αργά το απόγευμα της ίδιας μέρας, επιβάτης στο γαλλικό πολεμικό ατμόπλοιο Λυκούργος, που είχε ολοκληρώσει τη καραντίνα του στη Σύρο, απέπλευσε για τον Πειραιά. Μας περιγράφει στο ιστορικό του μυθιστόρημα Το Νησί Πέρα Από Την Ακτή τη πρώτη εικόνα του αττικού τοπίου που αντίκρυσε από το πλοίο:
“Μέτρησα περίπου εκατό σπίτια στον Πειραιά. Πίσω τους και πίσω από µια χλωµή πετρώδη έκταση και γκριζοπράσινες ελιές υψωνόταν ο Λυκαβηττός και πιο χαµηλά, η Ακρόπολη. Ο Υµηττός και το Πεντελικό κλείνανε το τοπίο, που ήτανε ξερό κι άγονο“.
Στο λιμάνι του Πειραιά τον υποδεχτήκανε Δανοί και Γερµανοί, που ζούσανε τότε στην Αθήνα. Ανάµεσά τους ο πρόξενος της Ολλανδίας και της Δανίας, ο Δανός εφηµέριος του Όθωνα, ο συµπατριώτης του καθηγητής Κέπεν, οι αρχιτέκτονες Χάνσεν κι ο Δανός καθηγητής Ρος. Στην Αθήνα έμεινε στο ξενοδοχείο Μόναχο. Στις 2 Απρίλη, τη μέρα των γενεθλίων του, περιπλανήθηκε στην Αθήνα, πέρασε από τον Πύργο των Ανέμων κι ανέβηκε στο Βράχο της Ακρόπολης. Η εικόνα που αντίκρυσε με τα λεηλατημένα μάρμαρα τονε συγκλόνισε. Όσο καιρό έμεινε στην Αθήνα, ανέβαινε κάθε μέρα στην Ακρόπολη, είτε με ήλιο είτε με βροχή.
Οι συμπατριώτες του τονε ξεναγήσανε στην Αθήνα, στον Πειραιά, στη μονή του Δαφνίου, την Ελευσίνα, στα περίχωρα του Υμηττού, στο Φάληρο και στις 6 Απρίλη επισκέφθηκε τα κοντινότερα χωριά της Αττικής, το Μαρούσι και τη Κηφισιά. Έφυγε από την Αθήνα για Πειραιά με προορισμό το λιμάνι της Σύρου κι από εκεί τη Κωνσταντινούπολη στις 20 Απρίλη 1841 με το γαλλικό ατμόπλοιο Ευρώτας. “Θα έρθω και πάλι στην Ελλάδα! είπα στους φίλους µου που είχαν έρθει να µε αποχαιρετήσουνε στο λιµάνι του Πειραιά. Μακάρι ο Θεός να έδινε τα λόγια µου να ήταν προφητικά...”, γράφει στο βιβλίο του κι αφηγείται στο ιστορικό μυθιστόρημα Το Νησί Πέρα Από Την Ακτή ο Άντερσεν, χωρίς δυστυχώς να πραγματοποιήσει την επιθυμία του αυτή. Την άνοιξη του 1872, πέφτει από το κρεβάτι του και χτυπά σοβαρά. Δεν έγινε ποτέ εντελώς καλά και στις 4 Αυγούστου 1875, σε ηλικία 70 ετών, αφήνει την τελευταία του πνοή στη Κοπεγχάγη κι ένα σωρό όνειρα στοιβαγμένα στις αγαπημένες μας κιτρινισμένες σελίδες.
Πολλά από τα παραμύθια του είναι πασίγνωστα παγκοσμίως κι υπερέβησαν τα πλαίσια του απλού λογοτεχνήματος. Αρκετά από αυτά εμφανίστηκαν και στα Μικρά Κλασσικά Εικονογραφημένα. Από την μία άκρη του πλανήτη μέχρι την άλλη δεν υπάρχει παιδί μέχρι σήμερα, που να μη μεγαλώνει με τα παραμύθια του Άντερσεν ή που να μην έχει διαβάσει έστω ένα από αυτά. Ρομαντικά και ρεαλιστικά, γεμάτα με χιούμορ αλλά και μελαγχολία, γοητεύσανυ και συγκινήσαν εκατομμύρια παιδιά (κι όχι μόνο) σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι κυριώτεροι ήρωες των παραμυθιών του είναι φτωχοί κι αδικημένοι άνθρωποι, που όμως έχουν ασυνήθιστα ψυχικά χαρίσματα, ευγένεια, ταλέντο, μεγαλοψυχία και συγκινητικήν απλότητα. Tα έργα του έχουνε δημοκρατικό πρόσωπο, χαρακτηρίζονται από δράση, χιούμορ και λεπτή σάτιρα. Η δημιουργία του Άντερσεν αποτελεί τη κορυφή στις ρεαλιστικές τάσεις της δανικής φιλολογίας του 19ου αι.. Διηγήματα, δράματα, αλλά προπάντων παραμύθια, όλα του τα έργα διαπνέονται από γλυκειά μελαγχολία, συγκίνηση κι ειλικρίνεια.
Αυτά λοιπόν τα αμέτρητα έργα του, που τονε καθιερώσανε σαν έναν από τους σημαντικώτερους λογοτέχνες όλων των εποχών, είχανε τεράστιαν απήχηση στις καρδιές των ανθρώπων και μεταφράστηκαν σε όλες σχεδόν τις γλώσσες του κόσμου. Η εξαιρετικά γόνιμη φαντασία του έδωσε στους αναγνώστες των βιβλίων του θαυμάσιες περιγραφές της υγρής και παγωμένης βόρειας Ευρώπης Έτσι κέρδισε μια σπουδαία θέση στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας κι αγαπήθηκε από μεγάλους και παιδιά. Έχει βραβευθεί με πολλές τιμητικές διακρίσεις ενώ η Δανία έχει καθιερώσει το Βραβείο Άντερσεν γιά το καλλίτερο έργο στη παιδική λογοτεχνία.
Μερικά από τα πολύ γνωστά παραμύθια του είναι:
Den lille havfrue (Η μικρή γοργόνα)
Kejserens nye klæder (Τα καινούρια ρούχα του βασιλιά)
De vilde svaner (Οι αγριόκυκνοι)
Snedronningen (Η Βασίλισσα του χιονιού)
Prinsessen på ærten (Η Βασιλοπούλα και το ρεβύθι)
Tommelise (Η Τοσοδούλα)
Den grimme ælling (Το ασχημόπαπο)
De røde sko (Τα κόκκινα παπούτσια)
Holger Danske (Χόλγκερ ο Δανός)
Den lille pige med svovlstikkerne (Το κοριτσάκι με τα σπίρτα)
Den standhaftige tinsoldat (Το μολυβένιο στρατιωτάκι)
Dyndkongens datter (Η δύναμη της αγάπης)
En rose fra Homers grav (Ένα ρόδο απ’ τον τάφο του Ομήρου)
Μερικά αποφθέγματά του:
* Το να ζεις μόνο δεν είναι αρκετό, είπε η πεταλούδα. Πρέπει να έχεις λιακάδα, ελευθερία και ένα μικρό λουλούδι
* Να είσαι χρήσιμος στον κόσμο, είναι ο μόνος τρόπος να είσαι ευτυχισμένος
* Η ζωή είναι μια ωραία μελωδία. Μόνο οι στίχοι είναι λίγο μπερδεμένοι
* Οτιδήποτε βλέπεις, μπορεί να γίνει ένα παραμύθι και μπορείς να βγάλεις μια ιστορία από οτιδήποτε αγγίξεις
* Αλλά μια γοργόνα δεν έχει δάκρυα, γι’ αυτό υποφέρει πολύ περισσότερο
* Ο Βασιλιάς είναι γυμνός
* Η ζωή από μόνη της κάθε ανθρώπου είναι το πιο όμορφο παραμύθι γραμμένο από το χέρι του Θεού
————————–
Η ΕΙΔΗΣΗ:
Βρέθηκε άγνωστο παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν!
Ένα άγνωστο πρωτόλειο παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, βρέθηκε σε ένα κουτί στα Εθνικά Αρχεία της Δανίας, κοντά στο σπίτι του μεγάλου παραμυθά. Πρόκειται για μια σύντομη ιστορία The Tallow candle (Το Σπαρματσέττο) που αναφέρεται σ’ ένα μοναχικό κερί φτιαγμένο από ζωικό λίπος το οποίο μένει ρυπαρό και παραμελημένο, μέχρι να αναγνωριστεί και να αναφλεγεί η εσωτερική του ομορφιά. Το χειρόγραφο, γραμμένο με μελάνι, έχει την εξής αφιέρωση: “Στη κυρία Μπάνκεφλοντ, από τον αφοσιωμένο της ΧΚ Άντερσεν“. Η κυρία Μπάνκεφλοντ λέγεται ότι ήταν μια χήρα, οικογενειακή φίλη, την οποία επισκέπτονταν ως παιδί ο Άντερσεν για να δανειστεί και να διαβάσει βιβλία.
Το χειρόγραφο των 700 λέξεων έχει μπει στο μικροσκόπιο των ειδικών αφότου ανακαλύφθηκε από τον ιστορικό Esben Brage στα Εθνικά Αρχεία της Δανίας, στον πάτο κουτιού που ανήκει σε πλούσια οικογένεια από την ιδιαίτερη πατρίδα του Άντερσεν, Οντένσε. Η ημερομηνία συγγραφής τοποθετείται γύρω στο 1823, όταν ο Άντερσεν ήταν 18 ετών, λόγω του απλοϊκού στυλ γραφής που δεν συγκρίνεται όπως επισημαίνεται με τα μετέπειτα ώριμα έργα του και πιστεύεται ότι πρόκειται για αντίγραφο του πρωτότυπου χειρόγραφου που έχει χαθεί. O Ε. Brage δήλωσε εκστασιασμένος που ανακάλυψε το 6σέλιδο χειρόγραφο:
“Μου τηλεφωνούνε συχνά για πράγματα που υποτίθεται ότι γράφτηκαν από τον Άντερσεν. Τις περισσότερες φορές δεν ισχύει. Αυτή τη φορά αισθάνθηκα ρίγη συγκίνησης. Πρόκειται για μια πολύ πρώιμη απόπειρα σε πρόζα, από τον Άντερσεν, όταν ήταν 18 ετών” λέει ο Brage. Μιλώντας στην Guardian, η συγγραφέας κι ειδικός Σάρα Μάιτλαντ συμφωνεί με την εκτίμηση του ιστορικού περιγράφοντας την ιστορία ως “ιδιαιτέρως μοραλιστική, μάλλον συναισθηματική και δίνει ζωή σε ένα άψυχο αντικείμενο. Αυτό είναι πολύ χαρακτηριστικό του Άντερσεν” σημειώνει.============================= Το Σπαρματσέττο
Τσιτσίρισε καθώς οι φλόγες τύλιγανε το καζάνι… Ήταν η κούνια του Σπαρματσέτου. Κι από τη ζεστή κούνια βγήκε ένα κερί χωρίς ψεγάδι. Συμπαγές, λαμπερό, λευκό και λεπτό, ήταν έτσι φτιαγμένο ώστε έκανε όσους το βλέπανε να πιστεύουνε πως υποσχόταν ένα λαμπρό, ακτινοβόλο μέλλον. Και πιστεύανε πως ήταν μια υπόσχεση που αυτό το κερί θα ήθελε πραγματικά να κρατήσει και να υλοποιήσει.
Το πρόβατο -ένα καλό μικρό προβατάκι- ήταν η μητέρα του κεριού κι ένα χωνευτήρι ο πατέρας του. Από τη μητέρα του είχε πάρει ένα λαμπερό λευκό σώμα και μια υποψία για το τι είναι ζωή, αλλά από τον πατέρα του είχε πάρει τη λαχτάρα για τις πύρινες φλόγες, που θα διαπερνούσανε τελικά το μεδούλι του και θα το κάνανε να λάμπει στη πραγματικότητα.
Έτσι γεννήθηκε και μεγάλωσε και με τις μεγαλύτερες και λαμπρότερες προσδοκίες, ρίχτηκε μέσα στη ζωή. Εκεί γνώρισε, τόσα, μα τόσα πολλά παράξενα πλάσματα κι απόκτησε σχέσεις μαζί τους, θέλοντας να μάθει για τη ζωή -κι ίσως να βρει το μέρος στο οποίο θα ταίριαζε καλλίτερα. Όμως το Σπαρματσέτο είχε τόσο πολλή πίστη στον κόσμο που νοιαζότανε μόνο γι’ αυτόν κι όχι για το ίδιο. Ένας κόσμος που αδυνατούσε να καταλάβει την αξία του κι επομένως προσπαθούσε να το χρησιμοποιήσει για δικό του όφελος, κρατώντας το με λάθος τρόπο, μαύρα δάχτυλα που άφηναν όλο και μεγαλύτερα σημάδια στη κάτασπρη παρθενική του αθωότητα, που τελικά ξεθώριασε, εντελώς καλυμμένη από τη βρωμιά του γύρω κόσμου που είχε έρθει υπερβολικά κοντά, πιο κοντά απ´ ό,τι μπορούσε να αντέξει το κερί, αφού ήταν ανίκανο να ξεχωρίσει τη βρωμιά από την αγνότητα -αν και παρέμενε πεντακάθαρο κι άθικτο εσωτερικά.
Οι ψεύτικοι φίλοι ανακάλυψαν ότι δε μπορούσαν να αγγίξουνε το βαθύτερο εαυτό του και θυμωμένα πετούσανε το κερί παράμερα λες κι ήτανε κάτι άχρηστο.
Το λερωμένο και λιγδιασμένο δέρμα του κράτησε όλους τους καλούς μακριά -φοβισμένοι καθώς ήτανε μη τυχόν λερωθούν από τις βρωμιές και τους λεκέδες -και στέκονταν μακριά από το κερί.
Έτσι ήταν λοιπόν το Σπαρματσέτο, μοναχό κι έρημο, χωρίς να ξέρει τι να κάνει. Καθώς οι καλοί το είχαν απορρίψει, καταλάβαινε τώρα πια ότι το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να δυναμώνει τους κακούς . Ένιωθε τόσο απίστευτα δυστυχισμένο, επειδή είχε ξοδέψει τη ζωή του ανώφελα -στη πραγματικότητα, ίσως και να είχε βλάψει και πολλούς από τους γύρω του. Απλά δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο είχε γεννηθεί ή πού ανήκε, για ποιο λόγο είχε έρθει σε αυτή τη γη. Ίσως ο σκοπός του ήταν να καταστρέψει τον εαυτό του κι άλλους.
Όλο περισσότερο, όλο και βαθύτερα, το κερί αναλογιζόταν -αλλά όσο περισσότερο σκεφτόταν την ύπαρξή του, τόσο πιο απελπισμένο ένιωθε, χωρίς να μπορεί να βρει τίποτα καλό, καμμία ουσία στον εαυτό του, κανένα πραγματικό σκοπό για την ύπαρξη που του είχε δοθεί με τη γέννηση του. Λες και το στρώμα βρωμιάς να είχε καλύψει ακόμη και τα μάτια του.
Τότε όμως συνάντησε μια μικρή φλόγα, ένα τσακμάκι. Αυτό γνώριζε το κερί καλλίτερα απ’ ό,τι το Σπαρματσέτο τον εαυτό του. Το τσακμάκι ήτανε τόσο καθαρό -μέχρι και το εξωτερικό του περίβλημα- και μέσα του εύρισκες τόση καλωσύνη. Καθώς αυτό πλησίασε, δημιουργήθηκε μια φωτεινή προσδοκία στο κερί -άναψε κι η καρδιά του έλυωσε.
Περήφανα άναψε η φλόγα, όπως ένας θριαμβευτικός πυρσός σε μια χαρούμενη τελετή γάμου. Το φως ξεχύθηκε ολόγυρα λαμπρό και καθαρό, δείχνοντας το δρόμο μπροστά καθώς έλουζε με φως όλο το χώρο που τονε περιέβαλε -τον αληθινό του φίλο- που μπορούσε πια να αναζητήσει την αλήθεια στη λάμψη του κεριού.
Ο κορμός του κεριού ήτανε κι αυτός αρκετά δυνατός ώστε να κρατήσει τη πύρινη φλόγα. Η μια σταγόνα μετά την άλλη, όπως οι σπόροι μιας νέας ζωής, κυλούσανε πάνω στο κερί, μεγάλες και στρογγυλές, καλύπτοντας τη παλιά βρωμιά με τη μάζα τους.
Δεν ήτανε μόνο το φυσικό, αλλά και το πνευματικό ζήτημα της ένωσης αυτής.
Και το Σπαρματσέτο βρήκε τη σωστή θέση του σε αυτή τη ζωή -κι έδειξε ότι ήταν ένα αληθινό κερί. Συνέχισε να λάμπει για πολλά ακόμα χρόνια, δίνοντας χαρά στο ίδιο, αλλά και σ’ όλους τους άλλους γύρω του.
========================
Το Κοριτσάκι Με Τα Σπίρτα
Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς και έκανε ένα τρομερό κρύο. Ο Δεκέμβρης είχε βγάλει όλη του τη δύναμη. Είχε χιονίσει πολύ κι όσο πήγαινε δυνάμωνε τούτη τη τελευταία και σκοτεινή βραδιά της χρονιάς. Μέσα στο κρύο και στο σκοτάδι ένα μικρό φτωχό κοριτσάκι με λεπτά ρουχαλάκια και ξυπόλητο, περιπλανιόταν στους δρόμους. Όταν ξεκίνησε από το σπίτι της φορούσε ένα ζευγάρι παντόφλες. Ήταν αυτές που φορούσε η συχωρεμένη η μανούλα της και ήταν πολύ μεγάλες για τα μικρά της ποδαράκια. Διασχίζοντας τον δρόμο όμως τις έχασε προσπαθώντας να αποφύγει το βιαστικό πέρασμα δύο αμαξάδων που έτρεχαν για να πάνε στα ζεστά σπίτια τους, να γιορτάσουνε με τις οικογένειές τους τον ερχομό του νέου έτους. Η μία παντόφλα χάθηκε στο παχύ στρώμα του χιονιού που κρυστάλλωνε γρήγορα και την άλλη τη βρήκε ένα αγόρι που περνούσε και την πήρε μαζί του.
Έτσι το μικρό κοριτσάκι περπάτησε με γυμνά τα ποδαράκια της που ήδη είχαν κοκκινίσει κι αρχίζανε να μπλαβίζουν απ’ το κρύο. Κρατούσε κάμποσα κουτιά σπίρτα σε μια παλιά ποδιά και προσπαθούσε να τα πουλήσει στους περαστικούς, όμως δεν είχε καταφέρει να πουλήσει ούτε ένα. Κανείς δε περνούσε κι αν περνούσε δε σταματούσε, γιατί όλοι ήταν βιαστικοί και δεν προσέχανε καν το καημένο το κοριτσάκι.
Περπατούσε πια με δυσκολία και τελικά μην αντέχοντας μαζεύτηκε σε μια γωνίτσα τρέμοντας από το κρύο και το μικρό φτωχό πλάσμα ήταν πάρα πολύ πεινασμένο. Πυκνές λευκές νιφάδες χιονιού αρχίσανε να σκεπάζουνε τα όμορφα ξανθά μαλλάκια της, τις κουκλίστικες μπουκλίτσες που πέφτανε στον ακάλυπτο λαιμό της, αλλά πια δεν το σκεφτόταν καν.
Απ’ όλα τα γύρω σπίτια, πλούσια ή φτωχικά, απ’ όλα τα γύρω παραθύρια έβγαινε φως απ’ τα κεριά και έφτάναν ως τη μύτη της μυρωδιές από τη ψητή γαλοπούλα και τα γλυκά τα χριστουγεννιάτικα. Μαζεύτηκε λοιπόν στη γωνίτσα που σχηματίζανε δυο σπίτια, κουλουριάστηκε όσο πιο πολύ μπορούσε και πάσχισε να καλύψει όπως-όπως τα γυμνά της πόδια και να τα τρίψει για να τα ζεστάνει κάπως, αλλά μάταια. Στο σπίτι της δεν τολμούσε να γυρίσει, γιατί δεν είχε πουλήσει ούτε ένα σπίρτο κι ο πατέρας της σίγουρα θα τη χτυπούσε. Όμως και το σπίτι της ήτανε πολύ κρύο καθώς ο κρύος άνεμος έμπαινε από τη στέγη και τους τοίχους που ήταν γεμάτο τρύπες που μόνο τις μεγαλύτερες είχαν προσπαθήσει να κλείσουν κάπως με σανό και κουρέλια.
Τα χεράκια της είχαν αρχίσει να μουδιάζουν, παρ’ όλο που τα ‘τριβε συνεχώς.
«Αχ ένα σπίρτο μόνο να άναβα ένα σπίρτο να ζεστάνω λιγάκι τα δάχτυλά μου…», σκέφτηκε και δίστασε λιγάκι, γιατί ήτανε για πούλημα…
Με δυσκολία απ’ το μούδιασμα, έβγαλε ένα και το άναψε μ’ ένα υπέροχο φσσστ! και μια φλογίτσα! Τι όμορφα που άναψε!… Μια ζεστή φωτεινή φλόγα, σαν ένα πρωτοχρονιάτικο κερί, έβαλε τα χεράκια της πάνω της κι ένιωσε μιαν υπέροχη θέρμη. Είδε με τα μάτια της ψυχούλας της πως καθότανε μπροστά σε μια μεγάλη σιδερένια σόμπα, με ποδαρικά από μπρούντζο γυαλισμένο καλά κι ένα στολίδι στη κορφή της πανέμορφο. Η φλόγα του σπίρτου έσβησε, έχοντάς αφήσει στη καρδιά της μια γλύκα και μιαν όμορφη ψευδαίσθηση, που τη ζέστανε τόσον ευχάριστα. Είχε μάλιστα κι απλώσει τα πόδια προς τη σόμπα να τα ζεστάνει κι αυτά, αλλά σβήνοντας το σπίρτο έσβησε κι η θέα της σόμπας και έμεινε μόνο το καμένο ξυλάκι του που καψάλισε λίγο τα δάχτυλά της.
Τούτη τη φορά δε δίστασε στιγμή και πήρε κι άλλο ένα σπίρτο από το κουτί και φσσστ!, αυτό άναψε και το φωσάκι του πέφτοντας πάνω στο λευκό τοίχο, τον έκανε διαφανή σαν ένα πέπλο κι εκείνη μπορούσε να δει μέσα στο δωμάτιο, που ένα τραπέζι στολίστηκε με τραπεζομάντηλο, γύρω-γύρω θαυμάσια σερβίτσια από πορσελάνη και στο κέντρο φάνταζε η ψητή γαλοπούλα, με γέμιση μήλου, αποξηραμένα δαμάσκηνα και κουκουναρόσπορο. Τότε η γαλοπούλα πήδηξε από τη πιατέλα της ξεκίνησε να πηγαίνει προς το κοριτσάκι, έχοντας και τα μαχαιροπήρουνα της στο στήθος για να σερβιριστεί, μα έσβησε το σπίρτο και τίποτα από αυτά δεν έμεινε παρά ένας ξερός και κρύος τοίχος.
Άναψε και τρίτο σπίρτο. Τώρα είδε πως καθόταν κάτω από ένα μεγάλο χριστουγεννιάτικο δέντρο, πιο διακοσμημένο από αυτό που ‘χε δει εκεί πιο πέρα στη γυάλινη βιτρίνα ενός πλούσιου εμπόρου. Είχε παιγνίδια ολόγυρα και γλυκίσματα τυλιγμένα σαν δώρα, χιλιάδες φωτάκια αναβοσβήνανε πάνω στα καταπράσινα κλαριά του κι όλη η ζεστασιά του κόσμου φώλιαζε στα θαμπωμένα ματάκια της. Ένα σωρό εικόνες, όπως στις βιτρίνες των καταστημάτων περνούσαν από το βλέμμα της. Ξάφνου, όλα μαζί τα φωτάκια, αρχίσανε να υψώνονται όλο και πιο πολύ, όλο και πιο πολύ, ώσπου απλωθήκανε, φτάσανε στον ουρανό σαν αστεράκια κι ένα τους, μόνον ένα, έπεσε πάλι στη γη, σχηματίζοντας μια μικρή φωτίτσα γύρω του.
«Κάποια ψυχή ανεβαίνει στο Θεό τώρα» σκέφτηκε τη κουβέντα που της είχε πει για όταν πέφτει ένα αστέρι απ’ τον ουρανό, η γιαγιάκα της, που τη νοιάστηκε και τη λάτρεψε στη μικρή ζωή της και που πια ήταν ψηλά στο Θεό.
Άναψε ακόμα ένα σπίρτο όλο λαχτάρα και στη λάμψη του ω ναι! στάθηκε μπρος της η γιαγιάκα της, τόσο φωτεινή, τόσο λαμπερή, με τόση γλυκύτητα στο χαμογελαστό της βλέμμα και με τόση αγάπη στη γέρικη αλλά τεράστια αγκαλιά της.
«Γιαγιάκα!!!» τη φώναξε το κοριτσάκι. «Αχ πάρε με μαζί σου γιαγιάκα! Να φύγουμε μαζί, πριν σβήσει η φλόγα και φύγεις και εσύ, όπως έφυγαν, η σόμπα, το τραπέζι με την όμορφη ψητή γαλοπούλα, το χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα φωτάκια!».
Και στη λαχτάρα της να κρατήσει όσο πιο πολύ τη γιαγιά της κοντά, πιάνει όλα μαζί τα σπίρτα και τα ανάβει μονομιάς. Κι αυτά δώσανε τόσο λαμπερό, δυνατό φως που έκανε τη νύχτα πιο φωτεινή κι από μεσημέρι καλοκαιριού. Πότε δεν είχε δει τη γιαγιά της τόσον όμορφη και ψηλή. Η γιαγιά, πήρε το κοριτσάκι από το χέρι και μαζί πετάξανε ψηλά, ως τα αστέρια, με τη λάμψη της χαράς και τόσο ψηλά, που πια δεν είχε ούτε κρύο, ούτε χιόνι, ούτε πείνα, ούτε θλίψη κι ούτε σκοτεινιά…
Σε κείνη τη γωνιά την αυγή που χάραξε, έχοντας φύγει πια η τελευταία νυχτιά εκείνου του χρόνου, οι περαστικοί βρήκανε καθισμένο, ένα φτωχό κοριτσάκι ξυπόλητο, γερμένο στον τοίχο, παγωμένο κι ακίνητο. Δίπλα της είχε μερικά καμένα σπίρτα.
«Θέλησε να ζεσταθεί» έλεγε ο κόσμος και συνεχίζανε το δρόμο τους.
Κανείς τους όμως δεν είχε τη παραμικρή καν υποψία, τί όμορφα πράγματα είχε δει εκείνη τη τελευταία νύχτα, κανείς δεν φαντάστηκε καν, με ποιά ομορφιά και λαμπρότητα, αυτή κι η γιαγιά της είχανε μπει στις χαρές της νέας αυτής χρονιάς!
(μτφρ.: Πάτροκλος)
