Anonymous: The Romance Of Lust

     Το Romance Οf Lust ή Early Experiences είναι ένα βικτωριανό ερωτικό μυθιστόρημα γραμμένο ανώνυμα σε 4 τόμους κατά τα έτη 1873-76 και δημοσιεύτηκε από τον William Lazenby. Ο Henry Spencer Ashbee το σχολιάζει σε μία από τις μελέτες του σχετικά με την Ερωτική Λογοτεχνία. Επιπλέον, οι μεταγλωττιστές του Γενικού Καταλόγου Τυπωμένων Βιβλίων του Βρεττανικού Μουσείου το αναφέρουν επίσης.
     Το μυθιστόρημα είναι σε 1ο πρόσωπο κι ο πρωταγωνιστής του είναι ο Charlie Roberts. Ο Τσάρλι έχει ένα μεγάλο πέος, πολύ ανδροπρέπεια και μια φαινομενικά ακόρεστη σεξουαλική όρεξη. Το μυθιστόρημα αρχίζει με το “Ήμασταν οι τρεις μας -η Μαρία, η Ελίζα κι εγώ…” Ο Τσάρλι περιγράφει το σεξουαλικό του εφηβικό ξύπνημα -καθώς πλησιάζει τα 15. Καταγράφει τις σεξουαλικές του εμπειρίες συμπεριλαμβανομένης της αιμομιξίας με τις αδελφές του Eliza και Mary, το σεξ με τις γκουβερνάντες του και τις σεξουαλικές του δραστηριότητες με διάφορους άνδρες και γυναίκες φίλους και γνωστούς. Εκτός από την αιμομιξία, το βιβλίο ασχολείται με ποικίλλες σεξουαλικές δραστηριότητες, όπως αυνανισμό, σαδομαζοχιστικό σεξ, όργια, ομοφιλοφυλικό, στοματικό, πρωκτικό κλπ. Τα θέματα ταμπού όπως η ομοφυλοφιλία, η αιμομειξία κι η παιδεραστία είναι κοινά θέματα στο μυθιστόρημα.

     Υπάρχουν ερωτηματικά για τον συγγραφέα του κι υπάρχουνε δυο πιθανοί υποψήφιοι: ο William Simpson Potter κι ο Edward Sellon. Ο Sellon είναι συγγραφέας κι άλλων ερωτικών μυθιστορημάτων κι ενός βιβλίο για λατρεία φιδιών, ενώ ο Potter έγραψε κι είχε εκδώσει ιδιωτικά 2 βιβλία επιστολών σχετικά με την επίσκεψη του Πρίγκηπα της Ουαλλίας στην Ινδία το 1875-76. Από την εξέταση του κειμένου στις επιστολές από την Ινδία κατά τη διάρκεια του HRH, ο επισκέπτης του Prince of Wales το 1875-6, από τον William S. Potter στην αδελφή του, θα μπορούσε κανείς να κάνει μια ισχυρότερη υπόθεση για τον Potter, καθώς υπάρχουν ομοιότητες γραφής μεταξύ του βιβλίου επιστολών κι αυτού. Ο Ashbee ισχυρίζεται πως ο Potter ενήργησε ως συγγραφέας σε πολλούς λάτρεις της Ε.Λ.
     Η ευρυμάθεια σ’ αυτό το μυθιστόρημα είναι περιορισμένη, αν κι αναφέρεται σε μια σειρά από ιστορικά έργα της λογοτεχνίας της βικτωριανής εποχής. Ο Steven Marcus το σχολιάζει με λεπτομέρεια στο βιβλίο Οι Άλλοι Βικτοριανοί: μια μελέτη για τη σεξουαλικότητα και τη πορνογραφία στην Αγγλία του 19ου αιώνα (1966), όπως κι ο John Alfred Atkins στην ιστορική του έρευνα Sex in Literature (1970-82).
     Η μελέτη του Marcus είναι ψυχολογικής φύσης, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το έργο του Σίγκμουντ Φρόιντ κι εφευρίσκει μια λέξη για να περιγράψει τις σεξουαλικές δραστηριότητες σ’ αυτό το μυθιστόρημα, “πορνοκοπία”, την οποία περιγράφει ως ένα μέρος όπου “όλοι οι άνδρες είναι πάντα κι απεριόριστα ισχυρά ακμαίοι · όλες οι γυναίκες βρίθουν προθυμίας και με σφοδρή επιθυμία και χύνουν απεριόριστα με ιδρώτα κι ερωτικό χυμό, όλοι κι όλες είναι πάντα έτοιμοι για τα πάντα“, (σελ. 276). Δεδομένης της libido των χαρακτήρων, το σχόλιο πέφτει ακριβώς στο στόχο. Λόγω της συχνά μη ρεαλιστικής περιγραφής των σεξουαλικών δραστηριοτήτων και των θέσεων στο The Romance of Lust, ο Marcus χρησιμοποιεί την αργκό για να περιγράψει τις μηχανικές πράξεις του σεξ. Μιλά επίσης για συναισθηματική στέρηση σε συνδυασμό με το έργο, επειδή οι χαρακτήρες δεν αλληλεπιδρούν μεταξύ τους ως πραγματικοί, με αισθήματα και λογική στηριγμένα απλά στις αισθήσεις και το ένστικτο, παρά το σύνηθες που θα κάναν οι άνθρωποι.
     Προσθετικά, έχω να τονίσω ιδιαίτερα την εξαιρετική ικανότητα των συγγραφέων του είδους, στο να προκαλούν εγείροντας αισθήσεις και διέγερση στις περιγραφές τους, καθώς επίσης και την εκτεταμένη, ευφάνταστη χρήση ονομασίας των γεννητικών οργάνων. Ο Απολλινναίρ ας πούμε, είχε ονοματίσει με πάνω από 1500 ονόματα το θηλυκό γεννητικό όργανο -π.χ. ροδακινάκι, φρουτάκι, κοχυλάκι, λουλουδάκι κλπ- και με μόλις 500 περίπου το αντίστοιχο αρσενικό, -π.χ. στυλιάρι, κόκκορα, παλούκι, κοντάρι κλπ- χρησιμοποιώντας ελάχιστα τις συνήθεις ονομασίες του συρμού. Κατά τη ταπεινή μου γνώμη, οι συγγραφείς του είδους γράφουν Ε.Λ. για 3 λόγους: α) να ερεθίσουνε τον αναγνώστη ή την αναγνώστρια, β) να σοκάρουνε και να προκαλέσουνε, και γ) για να διεγείρονται κι οι ίδιοι. Αυτό όμως δεν μας πειράζει, εφόσον πληρούνε τις δέουσες προδιαγραφές ενός αριστουργηματικού, καλλιτεχνικού αποτελέσματος, στο έργο τους.

     Η 1η μη λογοκριμένη σύγχρονη έκδοση αυτού του έργου δημοσιεύτηκε το 1968 από τη Grove Press. Έκτοτε έχει αναδημοσιευθεί από διάφορους εκδότες στις ΗΠΑ και τη Βρεττανία.

=======================

Ο Ερωτισμός Του Πόθου

     Ήμασταν τρία αδέλφια: η Μαρία, η Ελίζα κι εγώ. Πλησίαζα τα δεκαπέντε, η Μαρία ήτανε περίπου ένα χρόνο μικρότερη κι η Ελίζα δώδεκα στα δεκατρία. Η μαμά μας συμπεριφερόταν όλους σαν παιδιά κι εθελοτυφλούσε στο γεγονός ότι δεν ήμουνα πλέον αυτό που ήμουνα σαν μικρότερος. Αν και δεν ήμουνα ψηλός για την ηλικία μου, ούτε παρουσίαζα εξωτερικά αντρικά χαρακτηριστικά, τα πάθη μου ξυπνούσανε και το χαρακτηριστικό γνώρισμα του φύλου μου, αν και σε ανάπαυση φαινόταν υπέροχο, αναπτυσσόταν αρκετά όταν βρισκόταν υπό την επιρροή θηλυκού ενθουσιασμού. Μέχρι τώρα, δεν είχα απολύτως καμμιά γνώση των χρήσεων των διαφορετικών γεννητικών οργάνων. Οι αδελφές μου κι εγώ κοιμόμασταν στο ίδιο δωμάτιο. Αυτές μαζί σ’ ένα κρεβάτι, εγώ μόνος μου σε άλλο. Όταν κανείς δεν ήταν παρών, συχνά, εξετάζαμε αμοιβαία τις διαφορές των οργάνων μας. Είχαμε ανακαλύψει ότι τα αμοιβαία χάδια μας έδιναν ευχάριστη αίσθηση και, πρόσφατα, η μεγαλύτερη αδελφή μου είχε ανακαλύψει ότι όταν έπαιζε με το κουλουράκι μου, όπως το αποκαλούσε, αμέσως το ‘κανε να πρήζεται και να σκληραίνει τόσο όσο ένα κομμάτι ξύλο. Το άγγιγμα μου στη μικρή, ροζ χαραμάδα της, της άφηνε πολύ ωραία αίσθηση αλλά στη παραμικρή προσπάθεια μου να χώσω ακόμη και το δάχτυλό μου μέσα, ο πόνος ήταν εξαιρετικά έντονος.
     Είχαμε κάνει τόσο λίγη πρόοδο στ’ αγγίγματά μας που ούτε η παραμικρή ιδέα για το τι θα μπορούσε να συμβεί δεν περνούσε από το μυαλό μας. Είχα αρχίσει να εμφανίζω αραιές μπούκλες που μοιάζανε με βρύα γύρω από τη ρίζα του κόκκορα μου κι αργότερα, προς μεγάλη μας έκπληξη, η Μαρία άρχισε να δείχνει παρόμοια σημάδια. Μέχρι στιγμής, η Ελίζα ήτανε τόσον άτριχη όσο το χέρι της, αλλά κι οι δύο τους ήταν όμορφα σχηματισμένες, με θαυμάσια γεμάτα παχουλά όρη της Αφροδίτης. Ήμασταν απόλυτα αθώοι κι αρκετά εξοικειωμένοι ώστε ν αφήνουμε ο ένας τον άλλον να κοιτά τα γυμνά κορμιά του καθενός μας χωρίς το παραμικρό δισταγμό ή ντροπή κι όταν παίζαμε στον κήπο, άν κάποιος ήθελε να ανακουφίσει την ουροδόχο κύστη του, όλοι καθόμασταν στις φτέρνες μας και διασταυρώναμε τα νερά μας, ο καθένας να προσπαθεί να ξελαφρώσει γρηγορώτερα. Παρά τα συμπτώματα αυτά του πάθους όταν ενθουσιαζόμουνα, σε μια κατάσταση ηρεμίας θα μπορούσα να περάσω γι’ αγόρι των δέκα ή έντεκα χρόνων.
     Ο πατέρας μου μας είχε αφήσει, αλλά μας παρείχε τα απαραίτητα κι η μαμά, που ‘θελε να ζήσουμε άνετα, προτίμησε να μου κάνει μαθήματα μαζί με τις αδερφές μου στο σπίτι παρά να με στείλει στο σχολείο, αλλά καθώς η υγεία της άρχισε να χειροτερεύει , έβαλε αγγελία στους Times για νταντά . Από το μεγάλο αριθμό αιτούντων, μια νεαρή κοπέλα, με τ’ όνομα Evelyn, επιλέγχθηκε. Δέκα μέρες περίπου μετά έφτασε κι έγινε μία απ’ την οικογένεια. Δεν την είδαμε πολύ το πρώτο βράδυ, αλλά μετά το πρωινό το επόμενο πρωί, η μαμά τη συνόδευσε σε ό, τι θεωρούνταν σχολική αίθουσα κι είπε:
 -“Τώρα, αγαπητά μου παιδιά, σας αφήνω στη φροντίδα της δεσποινίδας Evelyn. Πρέπει να την υπακούτε σ’ όλα, θα σας διδάξει τα μαθήματά σας, καθώς δεν είμαι πλέον σε θέση να το κάνω εγώ”. Στη συνέχεια, γυρνώντας στη νέα μας γκουβερνάντα πρόσθεσε: “Φοβάμαι ότι θα τους βρείτε κάπως κακομαθημένους κι απείθαρχους, αλλά υπάρχει έν άλογο κι η Susan θα σας φτιάχνει εξαιρετικές βίτσες σημύδας κάθε φορά που θα τις χρειάζεστε. Αν λυπηθήτε τα οπίσθιά τους όταν τους αξίζει το μάλλωμα, θα με προσβάλλετε σοβαρά“. Καθώς τα ‘λεγε αυτά, παρατήρησα ότι τα μάτια της κυρίας Evelyn φαινόταν να διαστέλλονται μ’ ένα είδος χαράς κι ένιωθα με βεβαιότητα πως, όπως κι η μάμα μας χτυπούσε συχνά, αν τώρα το αξίζαμε, η κυρία Evelyn θα το διαχειριζότανε πολύ πιο σοβαρά.
     Φαινότανε τόσον αξιαγάπητη κι ήτανε πραγματικά όμορφη στο πρόσωπο και σαν κοπέλλλα είκοσι δύο ετών, καλοσχηματισμένη και ντυμένη πάντα με περισσή χάρη. Ήταν, αλήθεια, ένα σαγηνευτικό πλάσμα. Προς στιγμήν εντυπωσίασε όλο μου το είναι ως προς τα αισθήματά μου. Υπήρχεν, ωστόσο, κάποια αυστηρότητα στην έκφραση και μια αξιοπρέπεια που προκάλεσε ταυτόχρονα φόβο και σεβασμό προς το πρόσωπό της. Φυσικά στην αρχή, όλα πήγαιναν αρκετά ομαλά και βλέποντας ότι η μαμά μου συμπεριφερόταν ακριβώς όπως έκανε στις αδελφές μου, άρχισα να θεωρούμαι αρκετά παιδί κι από τη δεσποινίδα Evelyn. Θεώρησε πως έπρεπε να κοιμάται στο ίδιο δωμάτιο με τις αδελφές μου και μένα. Φαντάστηκα ότι τη πρώτη νύχτα, η δεσποινίς Evelyn δεν θα ενέκρινε αυτή τη ρύθμιση, αλλά σταδιακά εξοικειώθηκε και φάνηκε να μη σκέφτεται τίποτα παραπάνω γι’ αυτό. Όταν ήρθε η ώρα για ύπνο, όλοι φίλησαμε τη μαμά κι αποσυρθήκαμε νωρίς, όπως συνήθως. Εκείνη ακολούθησε μερικές ώρες αργότερα. Όταν ήρθε, προσεκτικά κλείδωσε τη πόρτα κι έπειτα κοίταξε να δει αν κοιμόμουνα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ενστικτωδώς προσποιήθηκα τον κοιμισμένο. Το ‘κανα μ’ επιτυχία, παρά το πέρασμα του κεριού μπρος στα μάτια μου. Έτσι άρχισε αμέσως να γδύνεται. Όταν γύρισε τη πλάτη της, άνοιξα τα μάτια μου και καταβρόχθισα με άγρια πείνα, τις γυμνές της καμπύλες όπως σταδιακά εκτίθονταν μπρος στα εφηβικά μάτια μου. Τη στιγμή που γύρισε, ήμουνα πάλι σαν να κοιμόμουν.
     Έχω ξαναπει ότι τα πάθη μου είχαν αρχίσει να μεγαλώνουν, αλλά μέχρι τώρα δεν είχα καταλάβει την ισχύ, δεν είχα ακόμα βρει στόχο στη διέξοδό τους ή τη κατεύθυνση τους. Καλά θυμάμαι αυτή τη πρώτη νύχτα, όταν μια όμορφη νεαρή γυναίκα σταδιακά αφαιρούσε κάθε κομμάτι ρούχου μερικά μέτρα μακρυά μου -το αποτέλεσμα μιας σειράς από σάρκινες λιχουδιές, απ’ τα όμορφα και καλογραμμένα στήθη της ως την αφαίρεση των παπουτσιών και των καλτσών της από τα καλοσχηματισμένα πόδια με τις μικρές πατούσες και τους υπέροχους αστραγάλους, έκανε τον πούτσο μου να πρηστεί και να σκληρύνει σ’ επώδυνο βαθμό. Όταν όλα τα ρούχα της εκτός από τη πουκαμίσα της νυχτός αφαιρεθήκανε, σταμάτησε κι έσκυψε να μαζέψει το μεσωφόρι που ‘χεν αφήσει να πέσει στα πόδια της και σηκώνοντάς το, μάζεψε και τη πουκαμίσα προσφέροντας στα μάτια μου ένα χαριτωμένο κωλαράκι -εκθαμβωτικά λευκό κι αστραφτερό σα μετάξι.
     Καθώς το φως έπεφτε πάνω της κι ήταν ακόμα σκιμμένη, μπορούσα να δω ότι κάτω από τη σχισμή της ήτανε καλά καλυμμένη με σκούρο τρίχωμα. Γυρνώντας, για να αφήσει το μεσοφόρι της σε μια καρέκλα και να πάρει το νυχτικό της άφησε τη πουκαμίσα να γλυστρίσει από το χέρι της και να πέσει στο έδαφος, περνώντας το νυχτικό πάνω από το κεφάλι της, είχα για μερικά δευτερόλεπτα θέα στη πανέμορφη κοιλιά της και σκούρα σγουρά μαλλιά, -μια σκέτη “ποδιά της Αφροδίτης“- καλύπτανε το μουνάκι της. Τόσον ήταν ηδονικό το θέαμα που σχεδόν ρίγησα, τόσον έντονος ήταν ο ενθουσιασμός μου. Τώρα καθότανε στο κρεβάτι για να βγάλει παπούτσια και κάλτσες. Ω! τι όμορφους μηρούς, πόδια, αστραγάλους και πατούσες είχε! Αν κι έχω προχωρήσει πλέον στη ζωή μου κι είχα πολλές όμορφες και καλοφτιαγμένες γυναίκες, ποτέ δεν είδα τόσο ηδονικά φτιαγμένα άκρα.
     Μετά από λίγα λεπτά το φως έσβησε κι ένα ρυάκι κύλησε στο δοχείο νυχτός, πολύ διαφορετικό από τις ήπιες στάλες, τις δικές μου και των αδελφών μου, καθώς συχνά καθόμασταν ανακούρκουδα ο ένας απέναντι από τον άλλο και διασταυρώναμε τα τσίσα μας, γελώντας για τις διαφορετικές πηγές από τις οποίες βγαίνανε. Οι αδελφές μου συχνά ζηλεύανε τη δύναμη μου να κατευθύνω τον πίδακα όπου ήθελα, τόσο λίγο ονειρευόμασταν για τη πραγματική πρόθεση του μικρού οργάνου που προεξείχε. Άκουσα το γοητευτικό πλάσμα να μπαίνει στα σκεπάσματα και σύντομα ν’ αναπνέει βαθιά και δυνατά. Όσο για μένα, δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Έμενα ξάγρυπνος το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας, φοβούμενος μήπως είμαι ανήσυχος, μήπως δεν έπρεπε να ενοχλήσω τη κυρία Evelyn και να της δώσω λόγο να νομίζει ότι τη παρατηρούσα ενώ γδυνόταν. Όταν τελικά αποκοιμήθηκα, έγινε να ονειρευτώ όλα της τα καλούδια που ‘χα δει.
     Περίπου ένας μήνας πέρασε έτσι. Κάθε βράδυ η δεσποινίς Evelyn βολευόταν όλο και περισσότερο και σιγουρευότανε για την αθώα παιδωμή μου, προσφέροντας απλόχερα συχνά ένδοξες και παρατεταμένες ματιές των υπέροχα αναπτυγμένων θελγήτρων της: αν και μπορούσα να τ’ απολαύσω περίπου νύχτα παρά νύχτα, γιατί, όπως με άφηναν άγρυπνο μετά, η επόμενη νύχτα διεκδικούσε τα δικαιώματά της και συνήθως έπεφτα σε βαθύ ύπνο ενώ θα προτιμούσα να συνεχίσω να κοιτω τις όμορφες καμπύλες της υπέροχης παιδαγωγού μου. Αλλά, χωρίς αμφιβολία, οι εξαντλητικοί ύπνοι βοήθησαν να ξεφύγω της προσοχής της και μου δίνανε καλλίτερες ευκαιρίες απ’ ό, τι θα μπορούσα διαφορετικά να ‘χω. Μία ή δύο φορές χρησιμοποιούσε το δοχείο νυκτός πριν φορέσει το νυχτικό τη, και μπορούσα να δω τα ροζ χείλη από το άνοιγμα του λουλουδιού της που βυθίζονταν μες σ’ εξαίσιες σκοτεινές μπούκλες, να υγραίνονται από τα υγρά της, τονίζοντας τη λεπτή δύναμη της φύσης κι οδηγώντας με σε άγριο ​ παραλήρημα ηδονής. Ωστόσο, είναι σίγουρο πως ποτέ δεν σκέφτηκα να χρησιμοποιήσω τα χέρια μου για ν’ ανακουφιστώ από την οδυνηρή δυσκαμψία που σχεδόν έκανε τον πούτσο μου να εκραγεί.
     Δεν μπορώ να πω αν η μαμά είχε παρατηρήσει το πολύ συχνό εξόγκωμα στο παντελόνι μου, ή άρχισε να σκέφτεται καλλίτερα αν θα έπρεπε να κοιμάμαι στο ίδιο δωμάτιο με τη δεσποινίδα Evelyn, αλλά έβαλε να μεταφέρουν το κρεβάτι μου στη δική της κάμαρα. Ωστόσο, με προσέχανε τόσο πολύ σαν το μοναδικό αγόρι στο σπίτι, ώστε η δεσποινίς Evelyn φαινόταν να ξεχνούσε το φύλο μου κι υπήρχε πάντα μια ελευθερία στάσης κι έλλειψης μέτρου ώστε σίγουρα δεν θα υπέκυπτε αν είχε αισθανθεί κάτι να τη συγκρατεί ενώ θα βρισκόταν μαζί μ’ ένα νεαρό στην εφηβεία.
     Όταν έκανε κρύο, καθόμουνα σ’ ένα χαμηλό σκαμνί δίπλα τη φωτιά -η δεσποινίς Evelyn καθότανε μπρος, είχα το βιβλίο του μαθήματος στο γόνατό μου, κι εκείνη τοποθετούσε τα όμορφα πόδια της στο προστατευτικό του τζακιού του δωματίου μελέτης, με τα έργα της στη ποδιά της, ενώ άκουγε τις αδελφές μου να επαναλάβουνε το μάθημά τους, μη συνειδητοποιώντας ότι για μισή ώρα κάθε φορά άφηνε τα όμορφα πόδια και τους μηρούς της στο φλογερό βλέμμα μου, γιατί καθώς καθόμουνα πιο κάτω απ’ αυτή και σκύβοντας το κεφάλι μου σαν να συγκεντρωνόμουνα στο μάθημά μου, τα μάτια μου ήτανε κάτω από τα σηκωμένα μισοφόρια της. Οι στενές και σφιχτές λευκές κάλτσες της τονίζανε τα καλοφτιαγμένα πόδια της, γιατί αφού ήτανε περιορισμένη στο σπίτι κατά τη διάρκεια των πρωινών μαθημάτων μας δεν φορούσε κυλόττα κι έτσι όπως καθόταν, με τα γόνατά της ψηλώτερα από τις πατούσες της στο ήδη υψηλό προστατευτικό και τα πόδια της κάπως ανοιχτά για να κρατήσει το βιβλίο της στη ποδιά της πιο εύκολα, ολόκληρο το κοχυλένιο κάτω μέρος των δύο μηρών και το χαμηλώτερο μέρος των ωραίων μεγάλων πισινών της, με τη ροζ σχισμή αρκετά ορατή, να ξεκουράζεται μέσα στις πλούσιες σκούρες μπούκλες, ήτανε πλήρως εκτεθειμένα στη δική μου θέα.
     Η λάμψη της φωτιάς φώτιζε κάτω από τα σηκωμένα μισοφόρια της δίνοντας στο σύνολο μια λάμψη και μ’ έκανε κι εμένα εξίσου να καίγομαι σε μια φλόγα επιθυμίας ως ότου ήμουν σχεδόν έτοιμος να λιποθυμήσω. Θα μπορούσα να έχω βυθιστεί σ’ αυτά, να φιλούσα και να χάιδευα αυτό το υπέροχο στολίδι και τα πάντα γύρω του. Ω, πόσο λίγο σκεφτότανε το πάθος που έφερνε. Ω, αγαπημένη δεσποινίδα Evelyn, πώς σε αγαπούσα από τις παιδικές παντόφλες και τις σφιχτές, γυαλιστερές, μεταξωτές κάλτσες, μέχρι το λαμπρό πρήξιμο του όμορφου στήθους σου, που μου αποκαλυπτότανε σχεδόν κάθε βράδυ και τα υπέροχα χείλη που πάνω απ’ όλα ήθελα να σ’ αγκαλιάσω και να τα φιλήσω με λατρεία.
     Έτσι, φεύγαν οι μέρες κι η δεσποινίς Evelyn γινότανε για μένα μια θεά, ένα πλάσμα το οποίο, από τα βάθη της καρδιάς μου, κυριολεκτικά λάτρευα. Όταν έφευγε από το σχολείο κι έμενα μόνος, φιλούσα αυτό το μέρος του προστατευτικού που είχαν πιέσει τα πόδια της και το κάθισμα στο οποίο καθόταν, ακόμα και τον αέρα μια ίντσα λίγο πιο πάνω, όπου η φαντασία μου τοποθετούσε το υπέροχο φρουτάκι της. Είχα μια λαχτάρα για κάτι πέρ’ ​​απ’ αυτό, χωρίς να γνωρίζω ακριβώς τι ήταν αυτό που ‘θελα· γιατί πράγματι δεν είχα ιδέα για οτιδήποτε σχετιζόταν με τη σαρκικήν ένωση των φύλων.
     Μια μέρα είχα πάει στο υπνοδωμάτιο των αδελφών μου όπου κοιμόταν η κουβερνάντα, με τη σκέψη ότι θα μπορούσα να ριχτώ στο κρεβάτι της και ν’ αγκαλιάσω με φαντασία το όμορφο σώμα της. Άκουσα κάποιον να πλησιάζει και γνωρίζοντας ότι δεν είχα καμιά δουλειά εκεί, κρύφτηκα κάτω απ’ το κρεβάτι. Την επόμενη στιγμή η δεσποινίς Evelyn μπήκε και κλείδωσε τη πόρτα. Ήτανε περίπου μια ώρα πριν το βραδυνό. Βγάζοντας το φόρεμά της και κρεμώντας το στη ντουλάπα, έσυρε κάτι που έμοιαζε έπιπλο, το οποίο είχε αγοραστεί γι ‘αυτήν, η χρήση του οποίου με προβλημάτιζε συχνά. Έβγαλε το καπάκι, έριξε νερό μέσα σε μια λεκάνη και τοποθέτησε ένα σφουγγάρι κοντά σ’ αυτό. Στη συνέχεια, έβγαλε το φόρεμά της, τράβηξε τη πουκαμίσα και το μεσοφόρι της πάνω από τη μέση και τα μάγκωσε εκεί, περπάτησε μέχρι αυτό και κάθισε πάνω του.
     Είχα λοιπόν την ηδονική απόλαυση να κοιτώ όλα της τα όμορφα στολίδια του φύλου της, γιατί όταν ανέβασε τα ρούχα της στάθηκε μπρος στον καθρέφτη, παρουσιάζοντας στη λαίμαργη ματιά μου τον υπέροχο λευκό της πισινό σ’ όλη του τη πληρότητα, γυρίζοντας να πλησιάσει το μπιντέ, εμφάνισε το κάτω μέρος της κοιλιάς της και το όμορφο λοφάκι με όλο τον πλούτο της τριχοφυΐας του. Ενώ πήγαινε γύρω από το μπιντέ πριν καθίσει, ολόκληρο το μουνάκι της σκλάβωσε το βλέμμα μου.
     Ποτέ δε θα ξεχάσω τον άγριο ενθουσιασμό μου κείνη τη στιγμή. Ήταν υπερβολικός για τις διεγερμένες αισθήσεις μου, ευτυχώς, όταν κάθισε, η άμεση αιτία της παρολίγον τρέλλας μου εξαφανίστηκε. Πλύθηκε καλά ανάμεσα στους μηρούς της για περίπου πέντε λεπτά. Μετά σηκώθηκε από το μπιντέ και για μια στιγμή έδειξε και πάλι τα φουσκωμένα χείλάκια του μουνιού της -στη συνέχεια στάθηκε μπροστά μου για δύο ή τρία λεπτά ενώ ξεπλενόταν με το σφουγγάρι, παίρνοντας τις σταγόνες νερού που άρχισαν να μαζεύονται στον πλούσιο θάμνο από μπούκλες γύρω από το αιδοίο της. Έτσι η κοιλιά της, το λοφακι της κι οι σαρκώδης μηροί της, ήταν ολοφάνεροι στα μάτια μου όσο ποτέ άλλοτε και μπορεί κάποιος να καταλάβει εύκολα σε τι κατάσταση μ’ είχε ρίξει αυτή η ηθελημένη θέα.
     Ω, δεσποινίς Evelyn, αγαπητή, νόστιμη δεσποινίς Evelyn, τι θα σκεφτόσουν αν ήξερες ότι θαύμαζα όλες τις αγγελικές πτυχές σου κι ότι τα μάτια μου έντονα είχανε προσπαθήσει να χωθούνε σε κείνα τα πλούσια γοητευτικά και γλυκύτατα χείλη που κρύβονται σ ‘αυτά τα πλούσια σκούρα τουφάκια. Ω! πόσο επιθυμώ να τα φιλήσω, γιατί κείνη την εποχή δεν είχα ιδέα πως να τ’ αγκαλιάσω κι ακόμα λιγώτερο πως να μπω μέσα τους. Όταν το μπάνιο της τελείωσε, κάθισε κι έβγαλε τις κάλτσες, αποκαλύπτοντας τις όμορφες λευκές γάμπες και τις γοητευτικές μικρές πατούσες. Πιστεύω ότι ήταν αυτός ο πρώτος θαυμασμός προς τα πραγματικά μοναδικά φτιαγμένα πόδια, τους αστραγάλους και στις πατούσες, τα οποία ήταν εξαιρετικά τέλεια φτιαγμένα, που πρωτοξύπνησε το πάθος μου γι’ αυτά, που από τότε ασκούσε μιαν ιδιαίτερη γοητεία πάνω μου.
     Ήταν επίσης τόσον ιδιαίτερα προσεκτική με τα παπούτσια της -μικρά και σκούρα- που ήτανε υπέροχο να τα κοιτάς, συχνά τα έπαιρνα και τα φιλούσα, όταν τ’ άφηνε στο δωμάτιο. Στη συνέχεια οι μεταξωτές κάλτσες της, πάντα ανεβαίνανε σφιχτές σα γάντι, επιδεικνύοντας στο μέγιστο το αξιοσημείωτο λεπτό σχήμα των ποδιών της. Φορώντας μεταξωτές αντί βαμβακερές κάλτσες, κατέβασε ένα φόρεμα με χαμηλό κορσάζ, τελείωσε τη τουαλέττα της κι έφυγε από το δωμάτιο. Κύλησα έξω από το κρεββάτι, έπλυνα να το πρόσωπό μου ρίχνοντας μπόλικο νερό και τα χέρια μου στο νερό του μπιντέ κι ακόμη ήπια λίγο πάνω στον ενθουσιασμό μου.
    Έξι εβδομάδες είχανε περάσει από τότε που ήρθε η δεσποινίς Έβελυν και το πάθος μου γι’ αυτή με κρατούσε υπάκουο και κατά συνέπεια τις αδερφές μου αλλά αυτό δεν κράτησε για πολύ. Όσο ήμασταν υπάκουοι η δεσποινίς Έβελυν ήτανε φιλική και φανταστήκαμε πως αυτό θα διαρκούσε για πάντα. Έτσι αρχίσαμε τις αταξίες και τότε έγινε πιο επιφυλακτική. Στην αρχή μας προειδοποίησε κι αργότερα μας απείλησε με ξύλο. Δεν πιστέψαμε τις απειλές της κι η Μαίρη άρχισε να γίνεται όλο και πιο απρόσεκτη στη μελέτη της. Τότε ήτανε που τη πήρε από το χέρι και την οδήγησε στο άλογο. Η αδερφή μου ήτανε δυναμική και πάλευε με νύχια και με δόντια, αλλά μάταια. Την ανέβασε στο ζώο θυμωμένα, πέρασε τη θηλειά γύρω της και τη σταθεροποίησε. Άλλες θηλειές πέρασε στους αστραγάλους και τους στερέωσε στους χαλκάδες στο πάτωμα, αναγκάζοντας τα πόδια της να μένουν μισάνοιχτα προβάλλοντας τα κρυφά της σημεία.
     Έφυγε τότε η δεσποινίδα και πήγε στη μητέρα για ένα ραβδί. Γύρισε μετά από λίγο δένοντας το μεσοφόρι της Μαίρης ψηλά στη μέση, άφησε τα οπίσθια και τη ροζ σχισμούλα της γυμνά κι εκτεθιμένα στα μάτια μου. Μ’ έκπληξη διαπίστωσα ότι, μετά από δυο μήνες που είχα να τη δω, τα χειλάκια της είχανε φουσκώσει και μια ιδέα από τρίχωμα κάλυπτε το βουναλάκι της. Ήτανε πολύ συναρπαστικό μιας κι οι σκέψεις μου είχανε μείνει πολύ καιρό στις ωριμότερες ομορφιές της δεσποινίδας Έβελυν κι είχα σταματήσει το παιχνίδι με τη Μαίρη. Αυτό το θέαμα ξύπνησε τις πρώιμες αισθήσεις μου και τις δυνάμωσε. Πρώτα η δεσποινίς Έβελυν έβγαλε το σάλι της αφήνωντας ακάλυπτους τους ώμους και το πάνω μέρος του στήθους της, που ήτανε ξαναμμένο από θυμό. Γύμνωσε το δεξί χέρι και παίρνοντας το ραβδί έκανε πίσω σηκώνοντας το. Τα μάτια της γυαλίσανε παράξενα κι ήτανε πράγματι όμορφο θέαμα.
     Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή,γιατί ήτανε μοναδική. Το ραβδί σφύριξε στον αέρα και πέφτοντας χάραξε τον στρουμπουλό πωπουδάκι της Μαίρης. Εκείνη που είχε ορκιστεί να μη κλάψει, αναψοκοκκίνησε και δάγκωσε το κάλυμμα του αλόγου. Ξανασήκωσε το χέρι η δεσποινίς Έβελυν και με μια γρήγορη κίνηση το ραβδί ξανάπεσε στους παλόμμενους γλουτούς της αδελφής μου. Και πάλι, αν και πόνεσε, δε ξέφυγε κανένας ήχος απ’ τα χείλη της. Κάνοντας πίσω, η δεσποινίς Έβελυν ξανασήκωσε το χέρι και τώρα ήτανε φανερό ότι το ραβδί κατευθυνόταν ανάμεσα στους γλουτούς της και κυρίως στα χείλη των ιδιωτικών σημείων της Μαίρης. Τόσος πολύς ήταν ο πόνος ώστε άρχισε να ουρλιάζει. Όμως ξανά η βέργα πέφτει στο ίδιο σημείο…
 -“Ω, αγαπητή δεσποινίς Έβελυν δεν θα το ξανακάνω ποτέ, ποτέ!
     Οι κραυγές της δεν είχανε κανέν αποτέλεσμα. Το κόψιμο διαδεχόταν άλλο κόψιμο όπως κι οι φωνές της, μέχρι που η βέργα καταστράφηκε και οι γλουτοί της καημένης της Μαίρης έμοιαζαν με μάζα από ακατέργαστο κρέας. Ήταν οδυνηρό θέαμα αλλά και συναρπαστικό. Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από το πρησμένο κουμπάκι της και τα χείλη της, που παρά τη σοβαρή τιμωρία, όχι μόνο φαίνονταν να φουσκώνουν αλλά ανοιγόκλειναν και προφανώς πάλλονταν με αγωνία. Όλ’ αυτά ήτανε πάρα πολύ συναρπαστικά να τα παρακολουθώ. Εκεί και τότε υποσχέθηκα να τα επιθεωρήσω σε μια πιο κατάληλη στιγμή, πράγμα που δεν με απογοήτευσε στο τέλος. Εν τω μεταξύ, το πνεύμα της είχε τσακίσει. Πράγματι είχαμε φοβιθεί όλοι μας και τώρα ξέραμε τι μας περίμενε αν δεν ήμασταν υπάκουοι. Νιώσαμε ότι πραγματικά πως έπρεπε να συμμορφωνόμαστε με οτιδήποτε η νταντά μας διέταζε. Ενστικτωδώς μάθαμε να τη φοβόμαστε.
     Λίγες μέρες αργότερα, φθάσανε μερικοί επισκέπτες -ένας κύριος και μια κυρία. Ο κύριος ήτανε παλιός φίλος της μαμάς που ‘χε νυμφευτεί πρόσφατα κι η μαμά τους ζήτησε να την επισκεφτούν στο γαμήλιο ταξίδι τους και να περάσουν λίγο χρόνο μαζί μας. Ο κύριος ήταν όμορφος, ψηλός και γεροδεμένος. Η κυρία ήταν αρκετά ντελικάτη αλλά καλοσχηματισμένη με όμορφο στήθος κι ώμους, μικρή μέση κι όμορφες καμπύλες, μπράτσα, χέρια και πόδια και λαμπερά μάτια. Νομίζω τρεις μέρες μετά την άφιξή τους πήγα στο ελεύθερο δωμάτιο το οποίο τώρα είχαν καταλάβει οι καλεσμένοι κι ενώ ήμουν εκεί τους άκουσα να ανεβαίνουν. Η κυρία μπήκε πρώτη κι είχα λίγο χρόνο να γλυστρήσω στη ντουλάπα και να τραβήξω την πόρτα. Αμέσως ο κύριος ακολούθησε και κλείνοντας τη πόρτα τη κλείδωσε. Μιας και δεν μπορούσε μακρυά της, την άρπαξε από τη μέση, πλησίασε τα χείλη του και της έδωσε ένα μεγάλο φιλί, ζουλώντας τη πάνω του. Κάθισε και την έβαλε στα γόνατά του, χαϊδεύοντας τη πάνω από το μεσοφόρι της, με τα στόματα τους ενωμένα για αρκετή ώρα. Κι ενώ εκείνη τον παρώτρυνε να κάνουνε γρήγορα, κείνος σηκώθηκε την έβαλε στην άκρη του κρεββατιού και περνώντας τα πόδια της κάτω από τα μπράτσα του άφησε να δω τα κάλλη της.
     Δεν είχε τόσο πολύ τρίχωμα στο όρος της όπως η δεσποινίς Έβελυν αλλά τα χείλη της ήταν πιο φουσκωτά και πιο ανοιχτά. Φανταστείτε την έκπληξή μου όταν είδα τον κύριο Μπένσον να ξεκουμπώνει το παντελόνι και να βγάζει ένα τεράστιο πούτσο! Πόσο τεράστιο φαινόταν και πόσο με τρόμαξε! Με τα δάχτυλά του έβαλε το κεφάλι ανάμεσα στα χείλη της σχισμής της κυρίας Μπένσον και μετά βάζοντας τα χέρια του έτσι ώστε να στηρίζει τα πόδια της, το έσπρωξε βαθιά μέσα της. Έμεινα άφωνος που η κυρία Μπένσον δεν πετάχτηκε με αγωνία. Φαινότανε τόσο μεγάλο για να το χώσει στη κοιλιά της. Αντί να ουρλιάζει από πόνο, φαινόταν να το διασκεδάζει. Τα μάτια της έλαμψαν, το πρόσωπό της κοκκίνισε, και χαμογελούσε χαριτωμένα στον κύριο Μπένσον. Το τεράστιο παλούκι του γλυστρούσε μέσα-έξω αρκετά άνετα και με τα χέρια του πείζε τα μεγάλα πισινά της φέρνοντας τα πιο κοντά σε κάθε του κίνηση. Αυτό κράτησε περίπου ένα πεντάλεπτο όταν ξαφνικά σταμάτησε ο κύριος Μπένσον και μετά ακολούθησαν ένας δύο σπασμοί κι αυτός να της χαμογελά μ’ ένα πολύ παράξενο τρόπο. Έμεινε σιωπηλός για λίγο, τράβηξε έξω τον πούτσο του, μαλακό, με μερικές λιπαρές σταγόνες να στάζουνε στο πάτωμα. Παίρνοντας μια πετσέτα σκούπισε το χαλί, τη τύλιξε γύρω από το κοκκόρι του και πήγε να πλυθεί.
     Η κυρία Μπένσον έμεινε για λίγο ξαπλωμένη, δείχνοντας το μουνί της πιο ανοιχτό από ποτέ και μπορούσα να δω άσπρα υγρά να τρέχουν από αυτό. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τον άγριο ενθουσιασμό μου κείνη τη στιγμή. Λύθηκε το μεγάλο μυστήριο με τις ορέξεις μου κι η άγνοιά μου. Αφού μου έδωσε αρκετή ώρα να κατανοήσω τις ιδιωτικές της ομορφιές, σηκώθηκε, έφτιαξε το μεσοφόρι και το φόρεμά της, πήγε στον καθρέφτη να φτιάξει τα μαλλιά. Αφού τακτοποιήθηκε, άνοιξε σιγά τη πόρτα κι ο κύριος Μπένσον έφυγε. Τότε ξανακλείδωσε και πήγε στη λεκάνη να πλυθεί ανάμεσα στα πόδια σηκώνοντας το μεσοφόρι. Στέγνωσε με μια πετσέτα αφήνοντας με να θαυμάζω την ωραία θέα. Αλλά συμφορά όταν ήρθε κατευθείαν στη ντουλάπα φωνάζοντας γιατί με βρήκε εκεί! Κοκκίνησα μέχρι τ’ αυτιά και προσπάθησα να δικαιολογηθώ. Με κοίταξε σιωπηρά ενθουσιασμένη και με ρώτησε τι έκανα εκεί. Της είπα πως είχα ανέβει πριν απ’ αυτούς ψάχνοντας τη μπάλα μου κι όταν τους άκουσα να ανεβαίνουνε κρύφτηκα χωρίς να ξέρω το γιατί.
     Με κοίταξε μερικά λεπτά με προσοχή και μου ζήτησε αν μπορούσα να είμαι διακριτικός.
(…)

 -“Ω! Τσάρλυ“, είπε η Μαρία, βλέποντας έκπληκτη το πάχος και το μήκος του. “Πώς έχει μεγαλώσει το κοκκοράκι σου” κι έσπευσε βιαστικά να το πιάσει στα χέρια της. “Είναι σκληρό σα ξύλο και πόσο κόκκινο είναι το κεφάλι του¨! Χωρίς να ξέρει γιατί, προφανώς είχε τη φυσική του επίδραση στις αισθήσεις της κι άρχισε να κοκκινίζει καθώς το ζουλούσε παντού.
 -“Αγαπητή Μαίρη, έχω μάθει ένα μεγάλο μυστικό γι’ αυτό το πράγμα, θα στο πω τη πρώτη φορά που θα μπορέσουμε να μείνουμε μόνοι κι ασφαλείς από τυχόν διακοπή. Τώρα δεν υπάρχει χρόνος, αλλά πριν πας κάτω, άφησέ με να δω τη μικρούλα τη Μιμή σου“.
     Είχαμε συνηθίσει σ’ αυτές τις παιδικές εκφράσεις όταν με άγνοια κι αθωότητα αμοιβαία εξετάζαμε τις διαφορές μας στο φύλο κι η αδελφή μου είχε ακόμα άγνοια και παρέμενε αθώα όπως πάντα. Έτσι όταν είπα ότι δεν το είχα δει από τότε που τόσο τη κακομεταχειρίστηκε με το φοβερό κτύπημα η Δεσποινίς Evelyn, άρπαξε αμέσως την ευκαιρία και σήκωσε όλα τα μεσοφόρια της για να το κοιτάξω. “Ξάπλωσε λίγο στο κρεββάτι“.
     Συμμορφώθηκε. Ήμουν ευτυχής. Η διάσταση που είχε πάρει το όρος της Αφροδίτης, η αυξημένη ανάπτυξη τριχοφυΐας που έμοιαζε με βρύα και τα φουσκωτά χειλάκια της μικροσκοπικής σχισμής της, όλα ήταν πολλά υποσχόμενα και γοητευτικά. Γονάτισα και το φίλησα, γλείφοντας τη μικρό  προεξέχον κουμπάκι της με τη γλώσσα μου: αμέσως σκλήρυνε, κι άρχισε να συσπάται.
 -“Ω!… Τσάρλυ…, πόσο ωραίο είναι!… Τί… τί κάνεις; Ω… συνέχισε παρακαλώ!”
     Αλλά σταμάτησα κι είπα:
 -“Όχι τώρα, αγαπημένη μου αδελφούλα, αλλά όταν θα μπορέσουμε να ξεφύγουμε μαζί θα το κάνω αυτό και κάτι πολύ καλλίτερο, όλα συνδέονται με το μεγάλο μυστικό που πρέπει να σου πω. Πήγαινε λοιπόν κάτω και πες τους ότι παρακοιμήθηκα, αλλά τσιμουδιά σε κανένα γι’ αυτό που σου είπα. Θα είμαι κάτω πολύ σύντομα“.
 -“Ω, Τσάρλυ αγαπημένε, αυτό που μόλις έκανες ήτανε τόσο ωραίο… τόσο γλυκό και μ’ έκανε να νιώσω τόσο παράξενα; Ω, Τσάρλυ, αν είναι έτσι όπως τα λες, θα είμαι τόσο ευχαριστημένη με αυτό, να μου τα δείξεις όλα“.
     Κοντοστάθηκε, ανεβάζοντας τη πουκαμίσα της. Το χέρι μου περιπλανήθηκε στη τρυφερούλα κοιλίτσα της και στο λοφάκι της. Έπειτα γονάτισα και βάζοντας τα πόδια της πάνω στους ώμους μου και τα χέρια κάτω από τους μηρούς και το κωλαράκι της, έβαλα τη γλώσσα μου γρήγορα στο μικρό κουμπάκι της, που ήτανήδη σκληρό κι έδειχνε το κεφαλάκι του στο πάνω μέρος της παλλόμενης ροδαλής σχισμής. Η ευκίνητη γλώσσα μου έδωσε αμέσως αποτέλεσμα -τα λαγόνια κι οι μηροί της ανασηκώθηκαν για να πιέσουν το λουλουδάκι της στο πρόσωπό μου. Μηχανικά έβαλε το χέρι της στο κεφάλι μου και μουρμούρισε λόγια τρυφερά:
 -“Ω, αγαπημένε μου Τσάρλυ, πόσο γλυκό! Ω, συνέχισε,νιώθω τόσο όμορφα“!
     Δε χρειάστηκα κανένα διεγερτικό, αλλά συνέχισα να τη γλείφω μέχρι, που άρχισε να της κόβεται η αναπνοή και να μεγαλώνει η ένταση στο σώμα της, άρχισε να τραυλίζει:
 -“Ω! Ω! Αισθάνομαι τόσο παράξενα -αχ, σταμάτα, θα λιποθυμήσω- εγώ…, εγώ…, εγώ δεν μπορώ… -δεν μπορώ να το αντέξω πια! Ω – Ωωω!”
     Τα άκρα της χαλαρώσανε και χάθηκε στο πρώτο της οργασμό, που ήτανε πολύ κολλώδης κι όμορφος, αλλά λιγοστός σε ποσότητα. Την άφησα να ηρεμήσει μέχρι να συνέλθει ξανά. Έπειτα κοιτάζοντας το πρόσωπό της χαμογελώντας, τη ρώτησα αν της άρεσε.
 -“Ω! Ήμουν στον ουρανό, αγαπητέ Τσάρλυ, τόσο που σκέφτηκα πως με σκοτώνει -ήτανε πάρα πολύ έντονο και γλυκό για να το υποφέρω- τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο απίθανο“.
 -“Ω ναι!” απάντησα, “υπάρχει κάτι ακόμα πιο έντονα γλυκό, αλλά, πρέπει να σε ξαναφιλήσω έτσι λιγάκι πάλι πριν δοκιμάσουμε, όσο πιο υγρό είναι μέσα τόσο πιο εύκολα θα μπω“.
 -“Μα, Τσάρλυ, εννοείς ότι θα βάλεις μέσα μου τ’ όργανό σου, τώρα που ‘χει γίνει τόσο μεγάλο“;
 -“Λοιπόν δοκιμάζουμε κι αν σε πονά πάρα πολύ μπορούμε να σταματήσουμε“.
     Έτσι άρχισα πάλι να τη γλείφω και να της χώνω τη γλώσσα μου κι αυτή τη φορά χρειάστηκε μεγαλύτερη προσπάθεια για το τελικό αποτέλεσμα· αλλά προφανώς είχε ακόμα μεγαλύτερη επίδραση και πιο άφθονα υγρά. Το γατάκι της είναι τώρα χαλαρό κι αρκετά υγρόμε τα δικά της χύσια και το σάλιο μου, και προετοιμασμένο καλά να με δεχτεί μέσα του. Έφτυσα πάνω του κι άπλωσα το σάλιο να λιπάνω το κεφαλάκι του ως τη ρίζα. Στη συνέχεια, σηκώθηκα κι απλώθηκα πάνω στη κοιλιά της Μαίρης και στρέφοντας απαλά τον πούτσο μου, άρχισα να τον τρίβω πάνω-κάτω πρώτα στα χειλάκια της, ερεθίζοντας τη κλειτορίδα στο μικρό όμορφο μουνάκι της κι απαλά να βάζω το κεφάλι του ανάμεσα τους. Τελικά ήτανε λιγώτερο δυσκολο απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς: το γλειφομούνι και το διπλό χύσιμο της είχανε χαλαρώσει τους μυς του κόλπου της κι η καύλα της ενεργούσε σ’ όλα τα όργανα της. Μ’ όλ’ αυτά, έβαλα το κεφάλι και μερικά εκατοστά μέσα της, χωρίς να μουρμουρίσει οτιδήποτε εκτός:
 -“Πόσο μεγάλο φαίνεται… ωω… άρχισε να με ανοίγει...”
     Όλα αυτά με ανεβάζανε σε μεγάλα ύψη ηδονής και χρειάστηκα μεγάλη προσπάθεια για να μη πιέσω γοργά κι ορμητικά πιο μέσα της. Τώρα ένιωσα κάποιο εμπόδιο, έσπρωξα σκληρά και τη πόνεσε. Φώναξε! με παρακαλούσε να σταματήσω. Ήμουνα τόσο κοντά στο φινάλε που ένιωσα ότι πρέπει να συνεχίσω. Έτσι, γέρνοντας προς τα μπρος, πίεσα το εμπόδιο κι αυτό την έκανε να φωνάξει πονεμένα μα πιο παθιασμένα. Μάλλον ακόμα λίγο πίεση θα είχε αποφασίσει τη θέση μου, αλλά η φύση δεν μπορούσε να κρατηθεί πια και παρέδωσα το ερωτικό μου φόρο στις παρθένες ομορφιές της, χωρίς να τη ξεπαρθενιάσω. Μέχρι τώρα, ίσως, ήτανε τυχερή, γιατί της έριξα ένα χείμαρρο από τα υγρά μου που δεν ήταν μόνο βάλσαμο για τον ελαφρά τραυματισμένο υμένα της, αλλά χαλάρωσε και λίπανε το εσωτερικό της τόσο πολύ για να διευκολύνει τις μετά προσπάθειες μου. Ξάπλωσα ήσυχα για λίγο, το σταδιακό πρήξιμο κι ο παλμός του οργάνου μου στα τινάγματά του, της είχανε ξαναξυπνήσει στο μεταξύ το νεανικό πάθος της. Είπε, μάλλον απογοητευμένα, αλλά με μιαν… έμφαση:
 -“Τσάρλυ, αγαπημένε μου, είπες ότι θα γινότανε στο τέλος απίθανο… και… νιώθω πως έτσι γίνεται. Δεν πονώ και θα συνεχίσουμε όπως θες…”
     Όντας μέσα της ακόμα, έδινα μικρές ωθήσεις περισσότερο για να σιγοντάρω στην ηδονή της της, παρά για να ανακουφίσω τη δική μου και καθώς αγνοούσε τελείως τι θα συνέβαινε, άνοιξε τους μηρούς κι έριξε το κάτω μέρος του κορμού της, αφήνοντας το κοχύλι της ελεύθερο για τα πάντα. Συγκέντρωσα τη δύναμή μου και καθώς το καυλί μου στεκότανε σκληρό σα σίδερο, το οδήγησα ξαφνικά προς τα μπρος κι ένιωσα κάτιν να σπάζει και να υποχωρεί κερδίζοντας έτσι τουλάχιστον άλλα τρία-τέσσερα εκατοστά μέσα της.
     Η επίδραση στη καημένη την αδελφή μου ήτανε πιο οδυνηρή, φώναξε με πόθο; προσπάθησε σκληρά να με ξεγελάσει, έστριψε το σώμα της σ’ όλες τις κατευθύνσεις για να τα καταφέρει, αλλά ήμουνα τόσο σίγουρα γαντζωμένος πάνω της και μέσα, ώστε όλοι οι αγώνες της μου δίνανε τη δυνατότητα να της τν χώνω βαθύτερα. Τόσο ενθουσιασμένος ήμουν από τους ηδονικούς αλλά λυγμους και τις πνιχτές -αλλα και καυλωμένες- κραυγές της, που σύντομα ξέσπασε ένας νέος χείμαρρος ερωτικού ενθουσιασμού από την άκρη του καυλιού μου μέσα της και ξάπλωσα σαν πτώμα, αποκαμωμένος και χωρίς ανάσα σχεδόν, πάντω στο γυμνό παγιδευμένο κορμάκι της, αλλά διατηρώντας τέλεια το κατακτηθέν… έδαφο. Για λίγο επικράτησε νεκρική ησυχία κι εξασθένησε κι ο πόνος που είχα επιβάλλει στη καημένη Μαρία.
     Αναμφισβήτητα, επίσης, η άφθονη ποσότητα σπέρματος που είχα εκτινάξει στη μήτρα της, βοήθησε να απαλύνει τον πόνο της. Σε κάθε περίπτωση, όταν ήμασταν κι οι δύο και πάλι σε θέση να συζητήσουμε, μ’ έσπρωξε από την αγκαλιά της για τον πόνο που της είχα προκαλέσει και μου ζήτησε να κατέβω αμέσως από πάνω της αλλά διατηρώντας τη πλεονεκτική κατοχή της πολύ σφιχτής και νόστιμης θηκούλας της, είπα ότι τώρα όλα τα… δύσκολα τελειώσανε και θα μπορούσαμε πλέον από δω και πέρα να προσβλέπουμε σε τίποτα λιγώτερο από άπειρη ευχαρίστηση…
(τέλος αποσπ.)

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *