Στη λίμνη των ματιών σου τη βαθειά
Η φτωχή μου καρδιά πνίγεται
Λυώνει και διαλύεταιι
Η ανάμνησή μου μελαγχολικά
Μες στα νερά της τρέλλας και του έρωτα

Βιογραφικό
Ο Γκυγιώμ Απολλιναίρ (Guillaume Apollinaire) ήτανε Γάλλος ποιητής, συγγραφέας και κριτικός τέχνης. Γεννήθηκε 25 Αυγούστου 1880 στη Ρώμη. Ήταν νόθο τέκνο Πολωνέζας μητέρας κι Ιταλού πατέρα. Η μητέρα του Αντζέλικα ντε Κοστροβίτσκι ήταν ανυπότακτη γυναίκα ελευθερίων ηθών που ‘χε πάθος να παίζει στο καζίνο. Γεννημένη στο Νοβογκρόντεκ (τώρα στη Λευκορωσία) είχε αριστοκρατική καταγωγή από τη Σλάχτα. Ο πατέρας του εξακολουθεί να παραμένει άγνωστος, κατά μίαν εκδοχή ήταν ιερωμένος υψηλότατης βαθμίδας στο Βατικανό. Πολλοί υποστηρίζουν ότι ήταν επίσκοπος, ενώ κυκλοφορούσανε και φήμες ότι επρόκειτο και για τον ίδιο τον Πάπα. Πιθανότερη εκδοχή είναι πατέρας του να είναι ο Francesco Flugi d ‘Aspermont, Ιταλο-Ελβετός αριστοκράτης. Σε κάθε περίπτωση ο πατέρας του εξαφανίστηκε πολύ νωρίς από τη ζωή του. Κρατούσε κρυφή τη καταγωγή του και νεώτερος υποκρινόταν ότι ήτανε Ρώσος πρίγκηπας.
Μεγάλωσε στο Μονακό και στη Γαλλική Ριβιέρα, όπου η μητέρα του έπαιζε σε καζίνο και χαρτοπαικτικές λέσχες και του ‘μαθε Γαλλικά κι άλλες γλώσσες. Ήτανε καλοφαγάς, με δυνατή φωνή, είχε έντονη προσωπικότητα κι ευρεία μόρφωση. Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι στα 20 και ξεκίνησε την ενασχόληση με τη λογοτεχνία δημοσιεύοντας ποιήματα σε διάφορα περιοδικά. Το 1903 ίδρυσε το 1ο δικό του περιοδικό, La revue immoraliste. Αρθρογραφούσε σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά ως κριτικός τέχνης.

Στο Παρίσι συνδέθηκε με την κοινότητα των μποέμ καλλιτεχνών της Μονμάρτρης και αργότερα του Μονπαρνάς. Υπήρξε πολύ δημοφιλής στους καλλιτεχνικούς κύκλους και σχετίστηκε με σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο Πικάσο, ο Μπρακ, ο Μαξ Ζακόμπ, ο Αντρέ Σαλμόν, ο Αντρέ Μπρετόν, ο Ρενέ Νταλίζ, ο Ζαν Κοκτώ, ο «Τελώνης» Ρουσσώ, ο Αντρέ Ντεραίν, ο Πιερ Ρεβερντί, ο Αλφρέ Ζαρύ, ο Μπλεζ Σαντράρ, ο Ερίκ Σατί, ο Οσίπ Ζαντκίν, ο Σαγκάλ, ο Μαρσέλ Ντυσάν κι η Μαρί Λωρενσέν, που υπήρξε και ερωμένη του. Δημιούργησε παράλληλα κι έχθρες, όπως με τον ελληνικής καταγωγής Ζαν Μωρεάς, του οποίου τη ποίηση θεωρούσε ξεπερασμένη. Ήταν εκείνος που οργάνωσε το Κυβιστικό δωμάτιο 41 στο Salon des Independants το 1911. Την ίδια χρονιά έγινε μέλος της Ομάδας Πιτώ, ενός κλάδου του κυβιστικού κινήματος.
Στις 7 Σεπτέμβρη 1911 είχε εμπλοκή μαζί με τον Πικάσο στην υπόθεση κλοπής της Μόνα Λίζα. Κι οι 2 κατηγορήθηκαν (αδίκως) για κλοπή και συνελήφθησαν από την αστυνομία. Ο Πικάσο αφέθηκε ελεύθερος την ίδια μέρα, ενώ ο άλλος μετά από 6. Ο τρομοκρατημένος Απολλιναίρ έγραψε ποιήματα απελπισίας από τη φυλακή και περιέπεσε σε μελαγχολία. Η σύντομη κράτηση του ήταν ένα ισχυρό σοκ που τον στιγμάτισε τραυματικά. Αμαυρώθηκε σοβαρά η φήμη του κι η αξιοπιστία του. Στις 13 Σεπτέμβρη 1911, η Paris Soir ανέφερε ότι είναι “αρχηγός διεθνούς σπείρας που έχει έρθει στη Γαλλία με σκοπό να ξαφρίσει τα μουσεία μας”.
Δημοσίευσε τις ποιητικές συλλογές L’ Enchanteur Pourrissant (1909) (η 1η του) Le Bestiaire (Το Σσυναξάρι Των Ζώων) (1911) και το Alcools (1913), το οποίο και τον καθιέρωσε ως ποιητή. Το 1907, έγραψε τη γνωστή ερωτική νουβέλα Έντεκα Χιλιάδες Βέργες (Les Onze Mille Verges). Επίσημα απαγορευμένη στη Γαλλία μέχρι το 1970, κυκλοφορούσε ευρέως σε διάφορες παράνομες εκτυπώσεις για πολλά χρόνια. Ποτέ δεν παραδέχτηκε δημοσίως ότι είναι δική του. Μια άλλη ερωτική νουβέλα που του αποδίδεται είναι Οι περιπέτειες ενός νεαρού Δον Ζουάν (Les exploits d’un jeune Don Juan), στις οποίες ο 15χρονος ήρωας γίνεται πατέρας τριών παιδιών από διάφορα μέλη του περιβάλλοντος του, συμπεριλαμβανομένης και της θείας του. Το βιβλίο διασκευάστηκε το 1987 σε ταινία, καθώς επίσης και σε κόμικ.
Το 1914 είχε έναν σύντομο δεσμό με τη Λουίζ ντε Κολινύ και κατόπιν με τη δασκάλα Μαντλέν Παζ, την οποία αρραβωνιάστηκε. Κατατάχθηκε ως εθελοντής στον γαλλικό στρατό και πολέμησε στο μέτωπο της Καμπανίας ώς το 1916, οπότε και τραυματίστηκε στο κεφάλι από θραύσμα σε έκρηξη όλμου, ενώ διάβαζε σ’ ένα χαράκωμα. Επέστρεψε με άδεια αναρρώσεως στο Παρίσι, όπου κυκλοφορούσε με μπανταρισμένο το κεφάλι και φορώντας τη στολή του με τα παράσημα. Η διάθεση του βάρυνε κι άρχισε να αναπτύσσει πατριωτισμό για τη Γαλλία, της οποίας οραματίζεται τη νίκη στον Α’ Παγκ. πόλ.. Αυτές οι τάσεις του, καθώς κι η αμφίεσή του, αποτελούσανε συχνά στόχο πειραγμάτων.
Σ’ αυτές τις συνθήκες, το 1917 έγραψε το θεατρικό έργο Οι Μαστοί Του Τειρεσία, όπου παρακινούσε τους Γάλλους να κάνουνε παιδιά για τη πατρίδα τους. Στην εισαγωγή του θεατρικού εισήγαγε τον όρο σουρρεαλισμός, που χρησιμοποίησε επίσης για το πρόγραμμα της παράστασης μπαλέτου Parade του Ζαν Κοκτώ και του Ερίκ Σατί, που έκανε πρεμιέρα στις 18 Μάη 1917. Το ίδιο έτος εξέδωσε καλλιτεχνικό μανιφέστο: L’Esprit nouveau et les poètes.
Πέθανε από ισπανική γρίπη 9η Νοέμβρη 1918, στο διαμέρισμα του στη Σεν-Ζερμέν, 6 μέρες πριν τελειώσει ο πόλεμος με τον οποίο είχε τόσο παθιαστεί. Στη κηδεία του παρευρέθηκαν ο Πικάσο κι άλλοι εκπρόσωποι της μποέμ καλλιτεχνικής ζωής του Παρισιού. Το 1918 εκδόθηκαν μετά θάνατον οι πειραματικές εντυπώσεις του από τον πόλεμο, με τον τίτλο Καλλίγραμμα (Calligrammes). Ο όρος calligrammes αργότερα καθιερώθηκε για να περιγράψει αυτό το είδος της απεικόνισης ενός ποιήματος, που υιοθετήθηκε κι από άλλους ποιητές, κυρίως του υπερρεαλισμού.
Αν και δεν βραβεύτηκε ποτέ εν ζωή, θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους ποιητές του 20ου αι.. Έλαβε μέρος σε όλα τα κινήματα της γαλλικής αβάν-γκαρντ των αρχών του 20ού αι. κι ήταν εμβληματική φιγούρα της μποέμ ζωής του Παρισιού. Το έργο του παρουσιάζει έντονη πολυμορφία. Τα ποιητικά του έργα επηρεασμένα εν μέρει από τον Συμβολισμό, αντιπαραβάλλουν το παλιό και το νέο, συνδυάζοντας παραδοσιακές φόρμες με μοντέρνες τεχνικές. Το έργο του θεωρείται ακόμα πρόδρομο του σουρρεαλισμού. Τα ποιήματά του παρουσιάζουν ιδιόμορφη χρήση των σημείων στίξης, ενώ με τα Καλλίγραμμα εισάγει ένα νέο είδος ποίησης στο οποίο συμβάλλει κι η τυπογραφία και το γραφιστικό στήσιμο της σελίδας.
Κι εσύ καρδιά μου γιατί χτυπάς
Σαν ένας λυπημένος παρατηρητής
Κοιτάζω τη νύχτα και το θάνατο
Εκτός από τη ενασχόλησή του με τη ποίηση, δημοσίευσε τολμηρά ερωτικά βιβλία, υπήρξε πρωτοπόρος του θεάτρου του παραλόγου κι εισήγαγε το 1913 τον όρο κυβισμός με τη μελέτη του Κυβιστές ζωγράφοι, τη 1η θεωρητική μελέτη για τον κυβισμό. Ήταν ακόμα αυτός που δημιούργησε τον όρο σουρρεαλισμός, καθώς επίσης και τον όρο ορφισμός για να περιγράψει τη τάση για απόλυτη αφαίρεση στα έργα του Ρομπέρ Ντελωναί, της Σόνιας Ντελωναί κι άλλων.
Το κριτικό του έργο, αν και κατακρίθηκε για τον έντονο συναισθηματισμό του και την έλλειψη κριτικής όσον αφορά τις ζωγραφικές τεχνικές, ήταν από τα λίγα που υποστηρίξανε τα σύγχρονα κινήματα ζωγραφικής και τις εκθέσεις των ανεξάρτητων, πράγμα για το οποίο χλευάστηκε έντονα στην εποχή του.
Ο Πικάσο, που τονε ζωγράφισε πολλές φορές, σε μία προσωπογραφία του τον απεικονίζει ως αρχιεπίσκοπο με ιερατικά άμφια, ποιμαντορική ράβδο, μίτρα κι αρχιεπισκοπικό δαχτυλίδι. Ο λόγος γι’ αυτό είναι οι φήμες για τη ταυτότητα του πατέρα του. Στο μικρό καμπαρέ Λαπέν Αζίλ (Lapin Agile) της Μονμάρτρ συντελέστηκε μία φάρσα εις βάρος του. Ο ζωγράφος Ντορζελέ κι άλλοι πολέμιοι της κριτικής του, δέσανε στην ουρά ενός γαϊδάρου με το όνομα Λολό μία βούρτσα την οποία βουτούσαν σε μπογιά κι άφησαν έτσι τον γάιδαρο να ζωγραφίσει ένα πίνακα. Ο πίνακας στη συνέχεια εκτέθηκε στο Salon des Independants ως ιμπρεσιονιστικός με τίτλο Κι ο Ήλιος Βασιλεύει Πάνω από την Αδριατική κι ήταν υπογεγραμμένος με το ψευδώνυμο Joachim-Raphael Boronali. Ο Απολλιναίρ εκθείασε τον πίνακα, μαζί με άλλους κριτικούς κι έγινε έτσι στόχος έντονων κοροϊδιών.==============
Βρέχει
Βρέχει φωνές γυναικών
σα να ‘τανε νεκρές ακόμα
μες στη μνήμη σας κι εσάς
είναι που βρέχει εξαίσιες συναντήσεις
της ζωής μου σταγονίτσες
κι αυτά τ αφηνιασμένα σύννεφα
χλιμιντρίζουν ένα σύμπαν
αυτηκόων πολιτειών
άκου αν βρέχει
καθώς η λύπη κι η περιφρόνηση
κλαίνε με μιαν αρχαία μουσική
άκου που στάζουν οι δεσμοί
που σε κρατάνε
ψηλά και χαμηλά
Ω Nιότη Mου Παρατημένη
Ω νιότη μου παρατημένη
σα μια γιρλάντα ξεφτισμένη
Να εδώ που μας προφταίνει ο καιρός
καχύποπτος, περιφρονητικός.
Από καμβά είν’ το τοπίο αυτό φτιαγμένο
Κυλάν ποτάμια αίματος πλαστά
κάτω απ’ το στολισμένο με άστρα, δέντρο,
κι ένας παλιάτσος είν’ ο μόνος που περνά.
Μια κρύα αχτίδα παιχνίδιζει και σκορπά
στο σκηνικό, της όψης σου τη παρειά.
Κρότος ρεβόλβερ, μια κραυγή βοά
και στη σκιά κάποιο πορτραίτο μειδιά
Το πλαίσιο του κάδρου του έχει σπάσει.
Ένας αγέρας δίχως ίχνος του ν’αφήνει,
ανάμεσα στο λογικό και σε αυτό διστάζει,
ανάμεσα στο μέλλον και τη μνήμη.
Ω νιότη μου παρατημένη
σα μια γιρλάντα ξεφτισμένη
Να εδώ που μας προφταίνει η εποχή
του λόγου και της μετάνοιας μαζί.
Τομεάρχης
Το στόμα μου
θα έχει τις φλόγες της γέννας
Το στόμα μου
θα ‘ναι για σένα κόλαση γλύκας κι ομορφιάς
Οι άγγελοι του στόματός μου
θα κάνουν θρόνο στη καρδιά σου
Οι στρατιώτες του στόματός μου
θα σε καταλάβουν μ’ έφοδο
Οι παπάδες του στόματός μου
θα λιβανίσουνε την ομορφιά σου
Η ψυχή σου θα τρέμει
όπως η γη την ώρα του σεισμού
Τότε τα μάτια σου
θα φορτωθούν όλο τον έρωτα
που χρόνια ολάκερα μαζεύτηκε
στα βλέμματα της ανθρωπότητας
Το στόμα μου
θα είναι μια στρατιά εναντίον σου
μια στρατιά όλη γεμάτη με παράταιρους
Έχει ποικιλία όπως ένας μάγος
που ξέρει κι αλλάζει τις μεταμορφώσεις του
Η ορχήστρα κι οι χορωδίες του στόματός μου
θα σου πούνε τον έρωτά μου
Από μακριά στον μουρμουρίζω
Καθώς με τα μάτια καρφωμένα στο ρολόι
περιμένω τη στιγμή που έχει καθοριστεί
για την έφοδο
Κρόκος
Το λιβάδι είναι φαρμακερό,
όμως ωραίο του φθινοπώρου τον καιρό
εκεί γελάδια βόσκουν χαλαρά.
Δηλητηριάζονται σιγά-σιγά.
Ο κρόκος σταχτορρόδινος εκεί
κι όλος δαχτυλιδάκια, ανθεί.
Τα μάτια σου με κύκλους βιολετί
όπως του κρόκου τα ανθιά,
σαν τα κυκλάκια τα μαβιά
και σαν το φθινοπώρι.
Η ζωή μου φαρμακώνεται γλυκά
κι αργά, απ’ τα μάτια σου αυτά.
Τα σχολειού τα παιδιά τρέχουν με φασαρία
φοράνε τις ζακέτες τους και παίζουν φυσαρμόνικα
Μαζεύουν του κρόκου ανθούς που ‘ναι σαν τις μητέρες,
των μητεράδων τους κι αυτές σα θυγατέρες
κι έχουν το χρώμα των βλεφάρων σου,
σαν σειούνται σαν ανθιά σε τολμηρόν αγέρα.
Ο βοσκός τραγουδά σιγανά
και φεύγουνε σιγά-σιγά
μουγκανίζοντας τα ζώα στο κοπάδι.
Πάντα το πλατύ αυτό λιβάδι
το φθινοπώρι ανθίζει πονηρά.
Λόφοι
Πάνω απ’ το Παρίσι μια μέρα
μάχονταν δύο μεγάλα αεροπλάνα
Το ένα ήταν άλικο, το άλλο μαύρο
κι ωστόσο φλέγονταν στη ντάλα του ήλιου
-το προαιώνιο αεροπλάνο
Το ένα ήτανε η νιότη μου ακέρια
και τ’ άλλο, του μέλλοντος οι μέρες
κι ήταν η μανία της αμάχης τους
Σαν του Αρχαγγέλου με τα λαμπερά φτερά
τη μέρα που μαχόταν με το Σατανά
Βάλε το πρόβλημα απέναντι στον ήλιο
κι έτσι απέναντι τη νύχτα με τη μέρα
έτσι ακριβώς, ό,τι αγαπώ, μ’ αντιπαλεύει.
Έτσι και στην αγάπη μου,
μεγάλη καταιγίδα
σηκώνει συγκορμόρριζα,
το δέντρο που κραυγάζει.
Παντού μια γλύκα ‘ναι χυμένη
Αγουροξυπνημένο σα κορίτσι, το Παρίσι
νωχελικά σηκώνεται απ’ τον ύπνο του
τινάζει τις σγουρές μακριές πλεξούδες
και σιγοτραγουδά
και μου αρέσει ετούτο το τραγούδι.
Πάντα
(στη κυρία Φορέ-Φαβιέ)
Πάντα τραβάμε μπρος
χωρίς ποτέ να προχωράμε
κι από πλανήτη σε πλανήτη
από νεφέλη σε νεφέλη
ο Δον Ζουάν με χίλιους-τρεις κομήτες
χωρίς ποτέ να ξεκολλά απ’ τη γη.
Σημαδέψτε καινούριες δυνάμεις
και πάρτε στα σοβαρά τα φαντάσματα
Τόσοι και τόσοι λησμονούν τους εαυτούς τους
στο σύμπαν, οι μεγάλοι επιλήσμονες
ξέρουνε να μας κάνουν να ξεχνάμε
αυτή και τούτη τη μεριά της υδρογείου.
Που ‘ναι ο Χριστόφορος Κολόμβος;
Σ’ αυτόν χρωστά μια ήπειρος τη λήθη
Να χάσεις ναι, μα αμετάκλητα να χάσεις
κι άφησε χώρο για μια νέαν ανακάλυψη
να χάσεις τη Ζωή, για να κερδίσεις Νίκη.
Δειλινό
Αγγιγμένη απ’ τους ίσκιους των νεκρών
Στο χορτάρι όπου η μέρα ξεψυχάει
Η αρλεκίνα γυμνή βγαίνει και κοιτάει
Το κορμί της στον καθρέφτη των νερών
Παρέκει τσαρλατάνος βραδινός
Τα κόλπα που θα κάνουν διαφημίζει
Ο άχρωμος απ’ άκρη σ’ άκρη ουρανός
αστέρια σαν το γάλα ωχρά γεμίζει
Ο χλωμός ο αρλεκίνος μ’ ευθυμία
Πρώτα-πρώτα χαιρετά τους θεατές
Μάγους που ‘χουνε ‘ρθει απ’ τη Βοημία
Μερικές νεράιδες και τους γητευτές
Κι ύστερα ξεκρεμώντας έν’ αστέρι
το παίζει με τεντωμένο του το χέρι
Ενώ είς κρεμασμένος ρυθμικά
στα πόδια του τα κύμβαλα χτυπά
Το όμορφο παιδί η τυφλή κουνάει
Η ελαφίνα με τα ‘λάφια της περνάει
Βλέπει ο νάνος με το βλέμμα του θολό
Τον τρισπαμμέγιστο αρλεκίνο πιο ψηλό
Φθινόπωρο
Στη καταχνιά ένας τσοπάνος σαλαγά
το βόδι του, με κούραση βαρειά.
Του φθινοπώρου αυτή τη καταχνιά,
που κρύβει τα μικρά φτωχά χωριά.
Και όπως παν’, ο χωρικός με σιγανή φωνή
τραγούδι προδοσιάς κι αγάπης τραγουδεί,
που λέει για μια καρδιά, για μία βέρα
που ράγισαν μαζί, μια σκάρτη μέρα.
Το φθινοπώρι σκότωσε κι αυτό το καλοκαίρι.
Στη καταχνιά οι δυο σκιές βαδίζουν ταίρι.
Πλήξη
Πλήττω μες στους ολόγυμνους τους τοίχους
βαμμένους όλους με χρώματα ωχρά.
Μια μύγα πάνω στο χαρτί μου σεργιανά,
βολτάρει στους ατέλειωτούς μου στίχους
Ω, Θεέ, ξέρεις καλά τον πόνο
που μου ‘δωσες και τώρα τί θα γίνω;
που χλώμιασα λυπήσου λίγο μόνο,
το δάκρυ απ’ τα μάτια μου που χύνω.
Η αλυσίδα στη καρέκλα μου στριγκλίζει,
κι άλλες φτωχές καρδιές στη φυλακή σου,
μαζί μου πάλλονται. Τον έρωτα λυπήσου
που με κυκλώνει και τη φρόνηση κλονίζει
πάν’ απ’ όλα, κι η απελπισία την εμβυθίζει.
Eκεί Είναι
Εκεί είναι
τα μικρά γεφύρια σαστισμένα
Εκεί είναι
η καρδιά μου που χτυπά για σένα
Εκεί είναι
πά’ στο δρόμο γυναίκα μελαγχολική
Εκεί είναι
μια όμορφη μες σ’ ένα κήπο, αγροικιά μικρή
Εκεί είναι
έξη στρατιώτες που διασκεδάζουν σαν τρελοί
Εκεί είναι
τα ματιά μου που ψάχνουν την εικόνα σου
Εκεί είναι
ένα μικρό κι όμορφο δάσο πά’ στο λόφο
Και ντόπιος γέρος κατουρά την ώρα που περνάμε
Εκεί είναι
ένας ποιητής που ‘νείρεται τη μικρή Λου
Εκεί είναι
η μικρή Λου εκλεκτή μες στο μεγάλο το Παρίσι
Εκεί είναι
μια πυροβολαρχία μες στο δάσος
Εκεί είναι
μια βοσκοπούλα που βοσκά τα πρόβατά της
Εκεί είναι
η ζωή μου που σου ανήκει
Εκεί είναι
το εφεδρικό στυλό μου π’ όλο στάζει
Εκεί είναι
μια κουρτίνα από λεύκες απαλή
Εκεί είναι
όλη μου η ζωή η περασμένη και καλή
Εκεί είναι
οι δρόμοι της Menton οι σκοτεινοί
που είχαμε οι δυο αγαπηθεί
Εκεί είναι
από το Sospel μια μικρή κοπέλλα
που μαστιγώνει τους συντρόφους της
Εκεί είναι
το μαστίγιο μου του αμαξά μέσα στο σάκο
που έχω για τη βρώμη
Εκεί είναι
τα βέλγικα βαγόνια πάνω στις γραμμές
Εκεί είναι
ο έρωτάς μου
Εκεί είναι
όλη η ζωή
και σε λατρεύω
Αποχαιρετισμός
(μτφ.: Γιώργος Γεραλής)
Ένα κλωνί με ρείκια στο χέρι μου ριγεί
Να το θυμάσαι το φθινόπωρο το πεθαμένο
Δε θα ξαναβρεθούμε πια ποτέ σ’ αυτή τη γη
Πικρή ευωδιά κλωνιού ρεικιάς αυτή την εποχή
Και να θυμάσαι πως εγώ πάντα σε περιμένω.
Οίκτο Δεν Έχω Πια
(Μτφ: Τάκης Σινόπουλος)
Οίκτο δεν έχω πια για μένα
Τη σιωπηλή μου οδύνη
δε μπορώ να την εκφράσω
Τα λόγια που λογάριαζα να πω,
γενήκαν άστρα
Ένας Ίκαρος που προσπαθεί
ν’ ανυψωθεί ως τα μάτια μου
Κομίστης ήλιων φλέγομαι
στο κέντρο δύο αστερισμών
Τι έκαμα στα θεολογικά
θηρία της γνώσης
Αλλοτινά έρχονταν οι νεκροί
να με λατρέψουνε
Κι έλπιζα να τελειώσει ο κόσμος
Μα το δικό μου τέλος
σαν τη θύελλα καταφθάνει