Ariosto Ludovico: Άρχοντας Καλλιτέχνης Εποποιός

Βιογραφικό

     Ο Ludovico Ariosto (Λουντοβίκο Αριόστο, ήταν Ιταλός ποιητής και κωμωδιογράφος της Αναγέννησης. πιότερο γνωστός ως ο συγγραφέας του ρομαντικού έπους Μαινόμενος Ορλάντο (Orlando Furioso), μια συνέχεια του Orlando Innamorato του Matteo Maria Boiardo, που περιγράφει τις περιπέτειες του Καρλομάγνου, του Ορλάντο και των Φράγκων καθώς μάχονται εναντίον των Σαρακηνών μ’ εκτροπές σε πολλές πλευρικές πλοκές, που πρωτοδημοσιεύθηκε το 1516 αλλά πήρε τη τελική του μορφή το 1532. Θέμα του ποιήματος είναι ο έρωτας του ιππότη Ορλάνδου για την ωραία Αντζέλικα. Είναι  Το ποίημα μετατρέπεται σε σάτιρα της ιπποτικής παράδοσης. Ο Ariosto συνέθεσε το ποίημα στο σχήμα της ομοιοκαταληξίας ottava rima κι εισήγαγε τον αφηγηματικό σχολιασμό σε όλο το έργο. Επινόησε επίσης τον όρο “ανθρωπισμός” (umanesimo) για να επιλέξει να επικεντρωθεί στις δυνάμεις και τις δυνατότητες της ανθρωπότητας, μόνο στο ρόλο της ως υποτελής στον Θεό. Αυτό οδήγησε στον ανθρωπισμό της Αναγέννησης.
     Γεννήθηκε στο Ρέτζο Εμίλια (Reggio nell’Emilia8 Σεπτέμβρη 1474 κι ήτανε γιος του Νικκολό Αριόστο, φρουράρχου της πόλης. Ήταν το μεγαλύτερο από τα 10 παιδιά και θεωρούνταν διάδοχος της πατριαρχικής θέσης της οικογένειάς του. Από τα πρώτα του χρόνια, ο Λουδοβίκος ενδιαφερόταν πολύ για την ποίηση, αλλά υποχρεώθηκε από τον πατέρα του να σπουδάσει νομικά.Ο Νικκολό ανάγκασε το γιο του να μελετήσει Νομικά ενάντια στις επιθυμίες του. Μετά από 5 χρόνια νομικής που ήταν ελεύθερος να ενεργήσει σύμφωνα με τη θέλησή του, του επιτράπηκε να διαβάζει κλασσικά υπό τον Γκρεγκόριο ντα Σπολέτο, από τον οποίο έμαθε τα Λατινικά. Οι σπουδές του για την ελληνική και τη λατινική λογοτεχνία διακόπηκαν από τη μετακίνηση του Spoleto στη Γαλλία, -στερώντας από τον Λουντοβίκο την ευκαιρία να μελετήσει τα Ελληνικά- για να γίνει δάσκαλός του ο Francesco Sforza. Λίγο μετά από αυτό, ο πατέρας του Ariosto πέθανε κι εκείνος έπρεπε να διαχειριστεί όλα τα οικογενειακά θέματα συμπεριλαμβανομένης της υποστήριξης των 9 αδελφών του, ένας από τους οποίους μάλιστα ήταν ακρωτηριασμένος.
     Μετά το θάνατο του πατέρα του, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις λογοτεχνικές του ασχολίες και να φροντίσει την οικογένειά του, της οποίας οι υποθέσεις ήταν σε αταξία. Παρά τις οικογενειακές του υποχρεώσεις, κατάφερε να γράψει κάποιες κωμωδίες σε πεζογραφία αλλά και λυρικά κομμάτια. Μερικά από αυτά τράβηξαν την προσοχή του καρδινάλιου Ιππόλυτο Ντ’ Εστε (Ippolito d’ Este, αδελφού του Δούκα της Φερράρα, συζύγου της Λουκρητίας Βοργία), που πήρε τον νεαρό ποιητή υπό την αιγίδα του και τον διόρισε έναν από τους κυρίους του σπιτικού του. Ο Έστε τον αποζημίωσε ελάχιστα για τις προσπάθειές του. η μόνη ανταμοιβή που έδωσε στον ποιητή για τον Ορλάντο Φουριόζο, αφιερωμένο σε αυτόν, ήταν η ερώτηση “Πού βρήκες τόσες ιστορίες, Δάσκαλε Λουδοβίκο;”. Ο Αριόστο είπε αργότερα ότι ο καρδινάλιος ήταν αχάριστος, ότι λυπόταν για τον χρόνο που πέρασε κάτω από τον ζυγό του κι ότι αν έπαιρνε κάποια μικρή σύνταξη, δεν ήταν για να τον ανταμείψει για τη ποίησή του -την οποία περιφρονούσε- αλλά επειδή ενεργούσε ως αγγελιαφόρος.. Η φιλαργυρία του καρδιναλίου σύντομα τον οδήγησε στην υπηρεσία του γενναιόδωρου Αλφόνσο Α’, Δούκα της Φερράρα. Ο δούκας τον έστειλε σε διάφορες ατυχείς διπλωματικές αποστολές -στη μία τον συνέλαβαν και σε κάποια άλλη ο πάπας παραλίγο να τον εκτελέσει.

    Εζησε λοιπόν στην αυλή των δουκών Ντ’ Έστε όπου τέθηκε στην υπηρεσία και του καρδινάλιου Ιππόλυτου ντ’ Έστε και του αδελφού του Αλφόνσου Α’. Στα γράμματα αφιέρωνε τις λίγες ελεύθερες στιγμές που του άφηνε η ανιαρή υπαλληλική εργασία του. Τα έργα του ανήκουν σε ποικίλα λογοτεχνικά είδη. Στα λατινικά ποιήματα της νεανικής του ηλικίας μιμείται τον Τίβουλλο, τον Κάτουλλο και τον Οράτιο. Οι Ελεγείες του είναι, αντίθετα, γραμμένες στη δημώδη ιταλική γλώσσα. Την ίδια εποχή γράφει για την ωραία Αλεσάντρα Μπενούτσι, που αργότερα έγινε γυναίκα του, ωδές και σοννέττα Πετραρχικού τύπου.
     Διορίστηκε τελικά έπαρχος της Γκαρφανιάνα στα Απέννινα όρη. Αποχωρώντας από την ενεργό δράση και τα αξιώματα, νυμφεύτηκε τη 14χρονη ερωμένη του Αλεσάντρα κι έγραψε κωμωδίες, τις παραστάσεις των οποίων επιτηρούσε προσωπικά. Εκτός λοιπόν που εξέδωσε το γνωστότερο ρομαντικό επικό ποίημά του, Μαινόμενος Ορλάνδος, βοήθησε επίσης να χτιστεί το θέατρο στη Φερράρα. Κατά τη παραμονή του λοιπόν στην αυλή της Φερράρα, γράφει κι αρκετές κωμωδίες, όπως Το κιβώτιο (1508), 1η χρονικά κωμωδία γραμμένη σε ιταλική γλώσσα κατά τους κανόνες των Λατίνων κωμικών, Οι αναντικατάστατοι (1509), Ο νεκρομάντης (1520), Η Λένα (1529) κι Οι φοιτητές (1518), που συμπλήρωσε ο αδελφός του Γκαμπριέλε και τη δημοσίευσε μετά το θάνατό του. Οι 7 Σάτιρές του (Satire, 1517-25) κατέχουνε ξεχωριστή θέση στο έργο του. Μέσα σε γεμάτες οικειότητα ομιλίες εκθέτει σε συγγενικά ή φιλικά του πρόσωπα σκέψεις για τη ζωή, που δείχνουν μάλλον μιαν εύθυμη αντίληψη του κόσμου και των αντιφάσεών του παρά μια αυστηρή κρίση τους. Γενικά, με τα γραμμένα σε ιταλική γλώσσα ποιήματά του εκφράζει τη συναισθηματική του εμπειρία κι εκθέτει την αντίληψή πως o έρωτας είναι ικανοποίηση ψυχής κι αισθήσεων. Όμως τη φαντασία του προσέλκυσε προπάντων ένας κόσμος όπου το στοιχείο του απίθανου μπορεί να χρησιμεύσει ως πρόφαση για μια παραμυθένια απόδοση του πραγματικού. Έτσι γεννήθηκε μέσα του η ιδέα του Μαινόμενου Ορλάνδου. Γραμμένο το 1502-3, το έργο αυτό δημοσιεύτηκε 1η φορά το 1516 σε 40 κάντος, αναθεωρήθηκε και ξανατυπώθηκε το 1521 κι εμπλουτίστηκε με 6 ακόμα κάντος στην έκδοση του 1532, που ο Αριόστο, πάντα ανικανοποίητος, δε θεωρούσε ακόμα οριστική.


                            Πίνακας του Μαινόμενου Ορλάνδου

     Η υπόθεση του ποιήματος είναι εμπνευσμένη από την ιπποτική παράδοση, όπως είχε επιζήσει στα χρόνια της Αναγέννησης. Η παράδοση αυτή είχε εξυμνήσει τον Ορλάνδο, γενναίο ιππότη του Καρλομάγνου, έτοιμο να πεθάνει για το μεγαλείο του βασιλιά του και τη δόξα του Θεού. Σε αυτή τη συμπαγή και συνεπή μορφή του ήρωα ο επίσης Ιταλός ποιητής Μπογιάρντο, που είχε ξεκινήσει να γράφει πάνω στο ίδιο θέμα, αλλά δεν πρόλαβε να το ολοκληρώσει, είχε αρχίσει να δίνει χαρακτηριστικά ανθρώπινης αδυναμίας. Πάνω σε αυτή τη βάση έχτισε τον ήρωά του, σπρώχνοντας την ερωτική του εμπειρία ως την τρέλλα, ως ένα είδος συμβολισμού μιας ηθικής και σωματικής κατάπτωσης, που είναι επακόλουθο της ερωτικής πλάνης, από την οποία ο άνθρωπος θεραπεύεται όχι με τη θέλησή του, αλλά με κάποιο θαύμα.
     Η πλοκή του Ορλάνδου χαρακτηρίζεται από πλήθος περιπέτειες κι επεισόδια, που έχουν παρ’ όλα αυτά πιο οργανική διάρθρωση απ’ ό,τι στον ημιτελή Ερωτευμένο Ορλάνδο του Μπογιάρντο. Τα επεισόδια έχουν επίκεντρο 3 κύρια θέματα: τον έρωτα του Ορλάνδου για την Αντζέλικα, τον πόλεμο μεταξύ Σαρακηνών και χριστιανών κοντά στο Παρίσι και τον έρωτα του Ρουτζέρο και της Μπρανταμάντε, αδελφής του Ορλάνδου, από τον γάμο των οποίων προήλθε, κατά τον ποιητή, ο οίκος των Έστε. Πρόκειται για μια σειρά απίθανων και παράταιρων επεισοδίων, που κάθε τόσο δημιουργούνται από μια απροσδόκητη οπτασία, από την επίδραση ενός μαγικού δαχτυλιδιού, από τα ταξίδια του αλόγου-γρύπα που μεταφέρει τα διάφορα πρόσωπα του έργου στους αιθέρες, από την απρόοπτη εμφάνιση του γήινου παράδεισου στη κορφή ενός βουνού ή στη χώρα της νεράιδας Αλτσίνα, όπου οι ιππότες μεταμορφώνονται σε φυτά. Μέσα σε αυτό το συνταρακτικό σύμπαν οι ιππότες δεν αγωνίζονται μόνο για τη δόξα των όπλων, αλλά και για να κατακτήσουν την εύνοια της ωραίας Αντζέλικα, που ερωτεύεται τον Μέδωρο, νεαρό Σαρακηνό στρατιώτη.
     Γραμμένος ως παιχνίδι, αυτός o Ορλάνδος είναι ένα είδος παραμυθιού που έχει προορισμό να διασκεδάσει μια κοινωνία καλλιεργημένη αλλά επιπόλαιη, που δεν ζητούσε από τη λογοτεχνία ισχυρές συγκινήσεις και διδάγματα. Ωστόσο, μέσα σε αυτό το έργο εκδηλώνεται κάποια αίσθηση της ανθρώπινης περιπέτειας, που συνδυάζει τη φάρσα με τη τραγωδία, το ποταπό με το εξαίσιο και συνοδεύει τα πάντα με ένα χαμόγελο. Μέσα από αυτό το μπαρόκ πλήθος, ο κόσμος των ιπποτών, είτε ηρωικός είτε ερωτικός, προβάλλει χωρίς την αίγλη του έτσι όπως τον δείχνει μια επιβλητική ειρωνεία. To πνεύμα της Αναγέννησης, ντυμένο με ευχάριστες φαντασιώσεις, κυριαρχεί μέσα σε αυτό το έργο.



    Το 1970 ο εκδοτικός οίκος Εϊνάντι δημοσιεύει το Ο Μαινόμενος Ορλάνδος του Αριόστο αφηγημένος από τον Ίταλο Καλβίνο. Σ’ αυτό το έργο που αρθρώνεται σε 21 κεφάλαια, παραφράζει και σχολιάζει μερικά επιλεγμένα αποσπάσματα του επικού ποιήματος που, μετά από παραδοχή του ίδιου τού συγγραφέα, συμπεριλαμβάνεται πάντα ανάμεσα στα αγαπημένα του αναγνώσματα. Ο Αριόστο, κυρίως στη 3λογία Οι πρόγονοί μας, αποτελεί λογοτεχνικό μοντέλο για τον Καλβίνο, στη βάση τού ότι συζευγνύει τον ορθολογισμό και την επινοητική ελευθερία, την ειρωνεία και την διαυγή απεικόνιση της πραγματικότητας σε όλες τις πιθανές της εκφάνσεις.
     Ο Καλβίνο, στο μυθιστόρημά του, επιλέγει να ακολουθήσει ξεχωριστά τις πολυάριθμες ιστορίες που αποτελούν τη τεχνική του αριόστειου entrelacement για να δείξει εν συνεχεία πώς αυτές, χειριζόμενες επιδέξια από τον συγγραφέα, εντέλει συνενώνονται. Κατ’ αυτό τον τρόπο οι θεματικές του Ορλάνδου κι οι χιλιάδες πλοκές κι υποπλοκές του ανάγονται σε μιαν ανώτερη ενότητα που συμπίπτει με τη προοπτική και τη κοσμοθεώρηση του ίδιου τού Αριόστο. Ο Καλβίνο επιλέγει να διαβάσει το ποίημα ακολουθώντας τις ιστορίες των πρωταγωνιστών, χωρίς να ευθυγραμμίζεται με τον διαχωρισμό των 46 κάντος. Σύμφωνα μ’ αυτόν ο Ορλάνδος είναι μια απέραντη παρτίδα σκάκι που παίζεται πάνω στο γεωγραφικό χάρτη του κόσμου, μια δυσεξάντλητη παρτίδα που διακλαδίζεται σε πολλές ομόχρονες παρτίδες. Ο χάρτης του κόσμου είναι κατά πολύ ευρύτερος από μια σκακιέρα, πάνω της, όμως, οι κινήσεις του κάθε χαρακτήρα διαδέχονται η μία την άλλη σύμφωνα με σταθερούς κανόνες όπως ακριβώς τα πιόνια του σκακιού.



     Αυτή η καλβινική θέωρηση είναι μια εικόνα που εξαίρει την πολυεδρική φύση του κειμένου τού Αριόστο που, λέει ο Καλβίνο, μπορεί να αναγνωστεί είτε σαν μυθιστόρημα έρευνας είτε σαν βιβλίο περιπέτειας είτε σαν φιλοσοφικός στοχασμός πάνω στην ανθρώπινη συνθήκη και της παρουσίας του ανθρώπου στη πλάση. Ενυπάρχει στον Ορλάνδο μια εμφανής μεταμυθιστορηματική και μεταλογοτεχνική παράμετρος διαμέσου της οποίας ο Αριόστο στοχάζεται πάνω στη φύση της ανθρώπινης αφήγησης, που περιγράφει τον πραγματικό κόσμο και τους ανθρώπους με τα εργαλεία της επίνοιας (κι άρα, σε έναν βαθμό, της ψευδαίσθησης). Με αυτή την έννοια, γοητεύεται από την περιπετειώδη κι αξιάγαστη συνιστώσα του ποιήματος: η ποικιλία της χωροταξίας (που περιλαμβάνει τη Δύση και την Ανατολή, μαγικούς τόπους κι αληθινές χώρες, απειλητικά ρουμάνια και μακρυνά νησιά) είναι σύμβολο της φαντασίας και της δημιουργικότητας του συγγραφέα. Μαζί με τους πραγματικούς τόπους παραστέκουν τα μαγικά κι αλληγορικά τοπία όπως το κάστρο του Ατλάντη ή το ρουμάνι που όλοι οι λίγο-πολύ γρήγορα συντυχαίνονται, αλληλοαναμετριούνται και συγκρούονται.
     Οι χαρακτήρες του αποτελούν άλλωστε θεμελιώδες στοιχείο για τη κατανόηση της ποιητικής του. Ο Καλβίνο εξηγεί πως ο Αριόστο δεν επικεντρώνεται τόσο στην περιγραφή της ψυχολογίας τους, αλλά πριμοδοτεί κι ευνοεί την αφήγηση των πράξεών τους. Κάθε χαρακτήρας επομένως προσδιορίζεται ως προς την ατομικότητά του περισσότερο απ’ αυτά που πράττει παρά απ’ αυτά που σκέφτεται. Οι χαρακτήρες του δεν είναι, λοιπόν, πλήρεις αλλά είναι όλοι μαζί, πτυχές ενός και του αυτού χαρακτήρα, δηλαδή του συγγραφέα. Ο Ορλάνδος, πχ., συνεχίζει να αποτελεί ένα χαρακτήρα ταυτόχρονα κεντρικό κι απομακρυσμένο· έτσι όπως ήταν έξω από το ανθρώπινο μέτρο ως προς την αρετή, άτρωτος κι άνοσος στα πάθη σύμφωνα με τους τροβαδούρους, ερωτευμένος που καταστέλλει κάθε πειρασμό σύμφωνα με τον Μπογιάρντο, εδώ βγαίνει από το ανθρώπινο μέτρο για να εισέλθει στη πιο άλογη κτηνωδία. Σ’ αυτή τη νέα, αναπάντεχη ενσάρκωση τού εμμονικού γυμνού που ξεριζώνει τις βελανιδιές, ο Ορλάνδος μετατρέπεται αν όχι σε χαρακτήρα με σάρκα κι οστά, ασφαλώς, όμως, σε μια ζώσα ποιητική εικόνα, όπως δεν είχε ποτέ υπάρξει στη μακρά σειρά των ποιημάτων που τον αναπαρίσταναν με τη περικεφαλαία και την αρματωσιά του.


                              Το πατρικό στη Ρέτζιο Εμίλια

     Ο Ρογήρος, γενάρχης της δυναστείας των Έστε, προορισμένος σε άωρο θάνατο, συχνά εμφανίζεται ν’ άγεται από εξωτερικές δυνάμεις· από τον Ατλάντη, για παράδειγμα, που από πατρική αγάπη τον φυλακίζει στα μαγεμένα του κάστρα. Ο Καλβίνο τον παρουσιάζει ως ακολούθως:

   Σκληρή είναι η μοίρα του να έχεις μοίρα. Ο προορισμένος άνθρωπος προχωράει και τα βήματά του δεν μπορούν παρά να τον οδηγήσουν εκεί […] όπως τον Ρογήρο, σε ένα γάμο από έρωτα, μια ένδοξη καταγωγή, και όμως, αλίμονο, σ’ έναν πρόωρο θάνατο. […] Ξέρουμε καλά πως όλα τα εμπόδια θα αποτύχουν […] αλλά παραμένει η αμφιβολία αν αυτό που αληθινά αξίζει είναι το μακρινό σημείο της άφιξης ή ο ατελείωτος λαβύρινθος, οι δυσχέρειες, τα σφάλματα, οι περιπέτειες που εντέλει δίνουν μορφή και σχήμα στην ύπαρξη.

     Καταληκτικά έχει ενδιαφέρον το πώς ο Καλβίνο συσχετίζει τον Αριόστο μ’ έναν από τους μυθοπλαστικούς του χαρακτήρες, τον Αστόλφο, δηλώνοντας πως η αριόστεια ψυχή είναι αναγνωρίσιμη κυρίως σ’ αυτόν, τον εξερευνητή της σελήνης που δεν εκπλήσσεται ποτέ με τίποτε, που ζει τριγυρισμένος από το θαυμαστό και συνεχώς χρησιμοποιεί μαγεμένα αντικείμενα, μαγικά εγχειρίδια, μεταμορφώσεις ποικίλες και φτερωτά άτια με την ελαφρότητα της πεταλούδας, αλλά πάντα για να κατακτήσει στόχους πρακτικής ωφέλειας κι εντέλει απολύτως ορθολογικούς.
        Στον Μαινόμενο Ορλάνδο κάνει σε διάφορα σημεία αναφορές και στη Κύπρο, με κυριώτερη αναφορά στο τραγούδι (κάντο) XVIII (στροφές 136-140. Οι στροφές είναι 8στιχες). Στο σημείο αυτό παρουσιάζει μερικούς από τους ήρωές του να φθάνουν στην Αμμόχωστο, καθ’ οδόν από τη Συρία στην Ευρώπη, να παραπλέουν τα νότια παράλια της Κύπρου και ν’ αποβιβάζονται στη Πάφο, όπου κι εξερευνούν τα μέρη του έρωτα και της απόλαυσης. Κάπου κοντά στη Πάφο, 6-7 μίλια από τη παραλία, ο ποιητής αναφέρει πως υπάρχει ένα μαγευτικό τοπίο αφιερωμένο στην Αφροδίτη, που το περιγράφει στους 16 στίχους των στροφών 138 και 139 του κάντο XVIII (βλ. παρακάτω).


                                   Το Σπίτι στη Φερράρα

    Αυτή η περιγραφή έγινε σχεδόν θρυλική και προκάλεσε πολλές συζητήσεις και παρεξηγήσεις. Άλλοι θεώρησαν πως ο ποιητής περιέγραψε τα σημερινά Λουτρά της Αφροδίτης, άλλοι πως είχε υπόψιν τη τοποθεσία Φοντάνα Αμορόζα (Πηγή του Έρωτα) στον Ακάμα, άλλοι υποστήριξαν πως είχε ακούσει περιγραφές του Ακάμα από ναυτικούς, άλλοι υπέθεσαν πως είχε επηρεαστεί από ένα κυπριακό τοπίο, κατά πάσα πιθανότητα τον Ακάμα, που περιέγραψε ο Ελληνολατίνος ποιητής Κλαυδιανός** κλπ. Ακόμη αρκετοί είχαν την εσφαλμένη εντύπωση πως η ονομασία Φοντάνα Αμορόζα ανήκει στον Αριόστο, αν και στη πραγματικότητα ο ποιητής πουθενά στο έργο του δεν δίνει αυτή την ονομασία σε κυπριακή τοποθεσία. Στο κάντο Ι (στροφή 78) κάνει αναφορά σε μια ερωτική πηγή, που την τοποθετεί όμως στις Αρδέννες, κοντά στο Βέλγιο.
    Μπορεί λοιπόν να ταυτιστεί η θρυλική πηγή του με τη σημερινή τοποθεσία της Φοντάνα Αμορόζα στον Ακάμα, ή με τα Λουτρά της Αφροδίτης; Μάλλον όχι. Καταρχήν κι οι δυο αυτές τοποθεσίες δεν βρίσκονται τόσο κοντά στη Πάφο ενώ βρίσκονται πολύ κοντά στη θάλασσα κι όχι 6 ή 7 μίλια απ’ αυτήν. Ύστερα, δεν είναι δυνατό να υπάρχει βεβαιότητα πως ο ποιητής είχε υπόψι κάποιο συγκεκριμένο κυπριακό τοπίο, ενώ αντίθετα υπάρχει πιθανότητα να περιέγραφε κάποιο τοπίο φανταστικό. Εξάλλου, ένα οποιοδήποτε τοπίο του 16ου αι. υπάρχει πολύ μεγάλη πιθανότητα να ‘χει αλλοιωθεί στο μεταξύ τόσο πολύ, ώστε να μη αναγνωρίζεται σήμερα.
     Αν τελικά είναι ανάγκη να ταυτίσουμε τη τοποθεσία με κάποιο συγκεκριμένο κυπριακό τοπίο και πάλι δεν υπάρχει επαρκής λόγος να αναζητήσουμε το τοπίο αυτό στον Ακάμα. Αντίθετα, έχοντας κατά νου τα δεδομένα που δίνει (ομαλή λοφοπλαγιά, κοντά στη Πάφο, 6-7 μίλια από τη θάλασσα, βασίλειο της Αφροδίτης) βρίσκουμε πως πιότερες πιθανότητες συγκεντρώνει η περιοχή Κούκλια-Νικόκλεια-Σουσκιού, όπου κι αρκετοί μικροί ποταμοί. Στη περίπτωση αυτή θα πρέπει να δεχθούμε ότι γνώριζε πως ακριβώς στα Κούκλια (Παλαίπαφος) λατρευότανε στην αρχαιότητα η Αφροδίτη, η οποία διέθετε εκεί και λαμπρό ναό.
     Ο Λουντοβίκο Αριόστο πέθανε στις 6 Ιουλίου του 1533!

EΡΓΑ:

Περιφημότερο έργο του είναι το ιπποτικό έπος του, τo Mαινόμενος Ορλάνδος έγραψε και 5 κωμωδίες που ανήκουνε στο είδος της Κομέντια ερουντίτα*:
La cassaria (Το σεντούκι) 1508, ιδιωματική κωμωδία παρουσιάστηκε 1η σε αυλή στην Ιταλία και θεωρείται αληθινή αρχή λόγιας κωμωδίας.
I suppositi (Οι Υποτιθέμενοι) 1509, σατιρίζει ήθη κι ανώτερους υπαλλήλους
Il Negromante (Ο νεκρομάντης) 1520
Gli studenti (Οι Σπουδαστές) 1518-19
La Lena (Η προαγωγός) 1528, σατιρίζονται δευτερεύοντες δημοτικοί υπάλληλοι κι απεικονίζεται ζωντανά η καθημερινότητα της Φερράρα.
——————————
 * Με τον όρο commedia erudita ή λόγια λατινική κωμωδία εννοείται η ερασιτεχνική, λόγια κωμωδία σε 5 πράξεις, που ακολουθεί το κλασσικό πρότυπο της πρότασης, της επίτασης και της καταστροφής ή λύσης. Ο αριθμός των χαρακτήρων και συνεπώς των ηθοποιών της είναι συνήθως μικρός, ενώ τα δρώμενα ακολουθούν μια συγκεκριμένη χωροχρονική ενότητα (μία ημέρα), σε αντίθεση με τη Commedia dell’ arte. Ως γηγενές -ιταλικό- κωμικό είδος του 16ου αι. άντλησε τα μέγιστα από προγενέστερους Ρωμαίους δραματουργούς όπως ο Πλαύτος κι ο Τερέντιος. Αν κι η δράση, η δομή κι ορισμένοι χαρακτήρες στηρίζονται στα ανάλογα ρωμαϊκά μοντέλα, ωστόσο ο τόπος κι ο χρόνος είναι οι αστικές περιοχές της Ιταλίας του 16ου αι.. Σ’ ό,τι αφορά στα δρώμενα που αναπτύσσονται σ’ αυτό το κωμικό είδος η πλοκή αντλεί από μια ευρεία θεματολογία της μετακλασσικής μυθιστορίας, όπως επίσης από λατινικές πηγές. Τα τυπικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εραστές βρίσκουνε τη λύση τους συνήθως στον γάμο, μετά από αρκετές δολοπλοκίες και παρεμβάσεις τυπικών κωμικών χαρακτήρων, που απαντώνται και στη commedia dell’ arte.
     Η λογοτεχνική κριτική έχει αναφερθεί σε έλλειψη διδακτικού σκοπού κι ηθικότητας στο συγκεκριμένο είδος, θεωρώντας το μέσον διασκέδασης. Ωστόσο η έρευνα αναζητά εκείνα τα στοιχεία σάτιρας και κοινωνικής κριτικής που επαναπροσδιορίζουνε τη διδακτική θέση του έργου. Ως σημαντικά παραδείγματα της commedia erudita θα μπορούσαν να αναφερθούν έργα όπως το La cassaria του Αριόστο, το 1508 το La calandria του Μπιμπιένα, το 1513 και τα La triunizia κι I lucidi του Φιρεντζουόλα το 1549.



     Σε μεταγενέστερα δείγματα του συγκεκριμένου θεατρικού είδους η πλοκή διευρύνθηκε με την ανάπτυξη ηθικών και ρομαντικών στοιχείων, γεγονός που αποδίδεται στην αυξανόμενη επίδραση της commedia dell’arte. Ως αντιπροσωπευτικοί συγγραφείς αυτού του διακριτού είδους θα μπορούσαν να αναφερθούν οι:

Λουντοβίκο Αριόστο (Lodovico Ariosto) (1474-1533).
Νικκολό Μακκιαβέλλι (Niccolo Machiavelli) (1496-1527).
Πιέτρο Αρετίνο (Pietro Aretino) (1492-1556).
Άντζελο Μπεόλκο (Angelo Beolco) (περ. 1501-1542)

Ως συγγραφείς της τελευταίας μεταβατικής περιόδου της Commedia erudita αναφέρονται οι:

Άντον Φραντζέσκο Γκρατσίνι (Anton Francesco Grazzini).
Τζιοβάνι Μαρία Κέτσι (Giovanni Maria Cecchi) (1518–87).
Ανιμπάλε Κάρο (Annibale Caro).
Τζιαμπατίστα ντελα Πόρτα (Giambattista della Porta).
Φραντσέσκο ντ’ Άμπρα (Francesco d’ Ambra).(1499–1558)
————————————

 * Οι δύο επίμονες ιδιότητες της γλώσσας του Ariosto είναι πρώτον, η γαλήνη -η ομαλότητα κι η αυτοπεποίθηση με την οποία ρέει αστικά, και δεύτερον, η λάμψη -η μεσογειακή λάμψη και γυαλάδα που ούτε εκθαμβώνουν ούτε σκοτίζουν αλλά προσδίδουν σε κάθε αντικείμενο το ακριβές περίγραμμα και τη λάμψη του επιφάνεια. Μόνο περιστασιακά μπορούμε να πούμε ότι η γλώσσα του Ariosto είναι πραγματικά πνευματώδης, αλλά η ελαφρότητα και η ευκινησία της δημιουργούν μια επιφάνεια που μεταφέρει ένα πνευματώδες αποτέλεσμα. Η υπερβολική ευφυΐα θα μπορούσε να καταστρέψει ακόμη και το ωραιότερο ποίημα, αλλά το χαριτωμένο μπρίο του Ariosto είναι τουλάχιστον εξίσου δύσκολο και για αφηγηματικούς σκοπούς πιο ικανοποιητικό.
 * Το ποίημα της Λετίθια Ελίζαμπεθ ΛάντονΟ Αριόστο στην ερωμένη του, (1836) υποτίθεται ότι ήταν η απεύθυνσή του σε κάποια άγνωστη ομορφιά όταν της παρουσίαζε τον ολοκληρωμένο Orlando Furioso.
 * Στο ποίημά του Childe Harold’s Pilgrimage, Canto the Fourth (1818), ο Μπάιρον περιέγραψε τον ποιητή και μυθιστοριογράφο Walter Scott ως “Ο Αριόστο του Βορρά” και τον Αριόστο ως “Ο νότιος Σκοτ“. Με αυτόν τον τρόπο, συνέδεσε τον Αριόστο και την ιταλική Αναγέννηση με τη σκωτσέζικη και βρεττανική ρομαντική γραφή των αρχών του 19ου αι., δίνοντας έμφαση σε μια διαρκή ευρωπαϊκή λογοτεχνική παράδοση. Ο Scott, με τη σειρά του, επηρεάστηκε από τον Ariosto κι εξέφρασε τον θαυμασμό του για το Orlando Furioso.
 * Ο Ariosto εμφανίζεται στη μυθιστορηματική έκδοση του Assassin’s Creed: Revelations (το μυθιστόρημα περιγράφει το ταξίδι του Ezio στο Masyaf, τον γάμο του με τη Sofia Sartor, τη γέννηση των παιδιών του και τη συνταξιοδότησή του με περισσότερες λεπτομέρειες) ως Assassin. Όταν ο Ezio αποσύρεται μετά τα γεγονότα του παιχνιδιού, το 1513, δίνει τη θέση του Μέντορα στον Lodovico.
 * Η χαρτόδετη έκδοση του Orlando Furioso έριξε μια ματιά στο τραπέζι του θαλάμου στη σκηνή του δείπνου (A Ghost) στην ταινία του Jim Jarmusch “Mystery Train“.

========================

     Ο Μαινόμενος Ορλάνδος (ιτ.: Orlando Furioso) είναι εκτενές ιπποτικό επικό ποίημα του Λουντοβίκο Αριόστο, το οποίο αποτελείται από 46 άσματα (canti) σε οκτάβα (ottava rima), στο σύνολο 4.842 οκτάβες και 38.736 στίχοι. Θεωρείται γενικά ως ένα από τα μεγαλύτερα αν όχι το μεγαλύτερο λογοτεχνικό επίτευγμα της Ιταλικής Αναγέννησης. Ο Αριόστο συνεχίζει την ιστορία του έρωτα του Ορλάνδου (Orlando), ιππότη της Αυλής του βασιλιά Καρλομάγνου για την ωραία Αγγελική (Angelica) τον καιρό που οι Σαρακηνοί επιτίθενται στο Φραγκικό Βασίλειο του Καρλομάγνου, από το σημείο που σταματούσε ο Ερωτευμένος Ορλάνδος, ένα προγενέστερο ιπποτικό ποίημα του Ματτέο Μπογιάρντο, που έμεινε ημιτελές λόγω του θανάτου του ποιητή. Ο Ορλάνδος τώρα από απλώς ερωτευμένος, όπως είναι στο έργο του Μπογιάρντο, χάνει τώρα τα λογικά του επειδή η Αγγελική επιλέγει τον νεαρό Μέδωρο και γίνεται στο έργο του Αριόστο μαινόμενος. Γύρω από αυτή την βασική ιστορία ο ποιητής πλέκει δεξιοτεχνικά μυριάδες αφηγήσεις στις οποίες συμμετέχει ένα πλήθος χαρακτήρων, οι περισσότεροι ήδη υπάρχοντες στον Ερωτευμένο Ορλάνδο, αλλά και άλλοι που δημιούργησε η φαντασία του Αριόστο. Από τις αφηγήσεις αυτές ξεχωρίζει αυτή του έρωτα του Ρουτζέρου (Ruggiero) και της Βραδαμάντης (Bradamante), που σύμφωνα με το έπος είναι οι πρόγονοι του Οίκου των Έστε της Φερράρας, στην Αυλή της οποίας υπηρετούσε ο ποιητής.
     Ο Ορλάνδος κι ο Ρινάλδος, οι γενναιότεροι ιππότες του βασιλιά Καρλομάγνου, αν και πρώτοι εξάδελφοι έχουν έρθει σε διένεξη, όντας ερωτευμένοι και οι δύο με την όμορφη Αγγελική, μια πριγκίπισσα της Ανατολής, την οποία μετά από πολλές περιπέτειες έχει φέρει ο Ορλάνδος στην Δύση. Την περίοδο αυτή ο βασιλιάς Αγραμάντης των Σαρακηνών της Βόρειας Αφρικής θέλοντας να κατακτήσει την Ευρώπη αποβιβάζεται με έναν τεράστιο στρατό στην Ισπανία και διασχίζοντας τα Πυρηναία όρη φτάνει στη Γαλλία. Ο Καρλομάγνος για να αποσοβήσει την διαμάχη μεταξύ των δύο ιπποτών, όρίζει ότι θα αποκτήσει την Αγγελική όποιος από τους δύο θα κάνει μεγαλύτερα ανδραγαθήματα στην μάχη. Οι Φράγκοι όμως ηττώνται και υποχωρούν άτακτα προς το Παρίσι. Μέσα στη σύγχυση η Αγγελική φεύγει καβάλα στο άλογό της. Στο δρόμο συναντά τον Ρινάλδο, ο οποίος έψαχνε πεζός τον Βαγιάρδο, το άλογό του.
     Την ίδια στιγμή παρουσιάζεται ο Φεραού, Σαρακηνός ιππότης, ερωτευμένος κι αυτός μαζί της. Η Αγγελική καλπάζει για να ξεφύγει και από τους δύο, που στο μεταξύ έχουν αρχίσει να μονομαχούν για χάρη της. Στο δρόμο συναντά τον Σακριπάντη, βασιλιά της Κιρκασσίας, επίσης ερωτευμένον μαζί της και πιστό της φύλακα από τους υπόλοιπους επίδοξους μνηστήρες. Επιλέγει αυτόν ως υπερασπιστή της και φεύγουν μαζί. Ενώ αυτός σκέπτεται να επωφεληθεί από την περίσταση, δέχεται την επίθεση ενός ιππότη, που είναι στην πραγματικότητα η γενναία πολεμίστρια Βραδαμάντη, η αδελφή του Ρινάλδου, η οποία έψαχνε τον αγαπημένο της Ρουτζέρο, έναν νεαρό Σαρακηνό ιππότη, που οι δύο τους είχαν αγαπηθεί κατά τη διάρκεια της μάχης. Ο Ρουτζέρος όμως έχει απαχθεί από τον προστάτη του μάγο Ατλάντη, ο οποίος τον είχε αναθρέψει από μωρό και τώρα ιππεύοντας ένα φτερωτό άλογο, τον ιππόγρυπα, είχε μεταφέρει τον Ρουτζέρο σε ένα μαγικό κάστρο στα Πυρηναία όρη για να τον απομακρύνει από τη μάχη.
     Η Αγγελική, μόνη της πια και προσπαθώντας να ξεφύγει από όσους Χριστιανούς και Σαρακηνούς ιππότες την πολιορκούσαν, πέφτει στα χέρια των πειρατών της νήσου Εβούδας και καταλήγει δεμένη σε έναν βράχο πλάι στο κύμα για να γίνει τροφή ενός φοβερού θαλάσσιου τέρατος, της Όρκας. Η Βραδαμάντη στο μεταξύ, έχοντας γλιτώσει από μια ύπουλη δολοφονική απόπειρα του μοχθηρού Πιναμπέλλου εναντίον της και ακολουθώντας τις οδηγίες μιας καλής νεαρής μάγισσας, της Μελίσσας, διαλύει με τη βοήθεια ενός μαγικού δαχτυλιδιού (που ανήκε κάποτε στην Αγγελική, αλλά της το είχε κλέψει ο πανούργος Μπρουνέλλος από τον οποίο το είχε πάρει η Βραδαμάντη) τα μάγια του κάστρου όπου είχε κλείσει ο Ατλάντης τον Ρουτζέρο. Τότε ο Ατλάντης στέλνει τον ιππόγρυπα, που με τον Ρουτζέρο στη ράχη του πετά μακριά, μεταφέροντάς τον στο νησί της μάγισσας Αλκίνας, η οποία μεταμόρφωνε τους ιππότες σε ζώα ή φυτά.
     Εκεί ο Ρουτζέρος ανακαλύπτει ένα φυτό που μιλούσε: ήταν ο Αστόλφος, γιος του βασιλιά της Αγγλίας, εξάδελφος της Βραδαμάντης, που η μάγισσα τον είχε μεταμορφώσει σε μυρτιά. Ο Ρουτζέρος σαγηνεύεται από την φαινομενική ομορφιά της Αλκίνας και θα έμενε για πάντα στο νησί ξεχνώντας την Βραδαμάντη, αν δεν επενέβαινε η καλή Μελίσσα, που σκοπό της είχε να ενώσει τους δύο ερωτευμένους. Η Μελίσσα διαλύει τα μάγια κάνοντας ορατή την ασχήμια της Αλκίνας και επιπλέον ξανακάνει τον Αστόλφο άνθρωπο. Η δε καλή μάγισσα Λογιστίλλα νικά την Αλκίνα και τα τέρατά της και βοηθά τον Ρουτζέρο να ξαναπιάσει τον ιππόγρυπα. Ο Ρουτζέρος, καβάλα στον ιππόγρυπα, περνώντας πάνω από το νησί της Εβούδας βλέπει την Αγγελική δεμένη στον βράχο. Κατεβαίνει και με τη βοήθεια του μαγικού δαχτυλιδιού και μιας μαγικής ασπίδας αντιμετωπίζει με επιτυχία την Όρκα, παίρνει μαζί του την Αγγελική και καβάλα στον ιππόγρυπα φτάνουν στη Βρετάνη, σε ένα δάσος.
     Ο Ρουτζέρος είναι τώρα σφόδρα ερωτευμένος με την Αγγελική, η οποία φαινομενικά ανταποκρίνεται. Εν τέλει όμως με τη βοήθεια του μαγικού δαχτυλιδιού, γίνεται αόρατη και φεύγει μακριά, γυρεύοντας να επιστρέψει στην Ανατολή, ενώ ο Ρουτζέρος ψάχνοντάς την μάταια καταλήγει να χάσει τελικά και τον ιππόγρυπα. Η Αγγελική διασχίζοντας ένα δάσος κοντά στο Παρίσι συναντά έναν τραυματισμένο νεαρό Σαρακηνό, τον Μέδωρο και συμπονώντας τον τον περιθάλπει σε μια καλύβα βοσκών, φροντίζοντας τις πληγές του. Η συμπόνια μετατρέπεται σε μεγάλο έρωτα, ο οποίος ολοκληρώνεται μέσα στο δάσος. Η Αγγελική αποφασίζει να παντρευτεί τον Μέδωρο και φεύγει τελικά μαζί του για την Καθάη, το βασίλειο του πατέρα της στην Ανατολή. Ο Ρινάλδος στο μεταξύ επιστρέφει από την Αγγλία, όπου τον είχε στείλει ο Καρλομάγνος για να φέρει στρατιωτικές ενισχύσεις, καθώς οι Σαρακηνοί πολιορκούσαν το Παρίσι. Ο Θεός προκαλεί διχόνοια μεταξύ των Σαρακηνών, ενώ τα αγγλικά στρατεύματα μπαίνουν αθόρυβα στο Παρίσι και τελικά μετά από σφοδρές μάχες οι Σαρακηνοί αποκρούονται.
     Ενώ γίνονται αυτά, ο Ορλάνδος, που μάταια έψαχνε παντού να βρει την Αγγελική, είχε πολλές περιπέτειες: είχε σκοτώσει τον κακό Τσιμόσκο, βασιλιά της Φρισίας και είχε σώσει από την θαλάσσια όρκα (σκοτώνοντας και το θηρίο) την άτυχη Ολυμπία, κόρη του βασιλιά της Ολλανδίας, που είχε εγκαταλειφθεί από τον μνηστήρα της, τον άπιστο Μπιρένο, δούκα της Ζηλανδίας. Ο Ορλάνδος είχε επίσης ελευθερώσει την Ισαβέλλα, κόρη του βασιλιά της Γαλικίας, που την κρατούσε έγκλειστη σε μια σπηλιά μια ομάδα κακοποιών με φύλακά της την γριά Γαβρίνα. Έτσι η Ισαβέλλα είχε ενωθεί ξανά με τον αγαπημένο της Ζερβίνο. Ο Ορλάνδος μετά από αυτές και άλλες περιπέτειες φτάνει τελικά στην ειδυλλιακή τοποθεσία όπου είχαν ζήσει τον έρωτά τους η Αγγελική και ο Μέδωρος, έχοντας αφήσει εκεί τεκμήρια της αγάπης τους.
     Ο Ορλάνδος νιώθοντας προδομένος από την Αγγελική τρελαίνεται από τον υπέρμετρο πόνο: σκίζει τα ρούχα του, πετά τα όπλα του αρχίζει να περιφέρεται ολόγυμνος, σκοτώνοντας τους βοσκούς και τα ζωντανά που συναντά εμπρος του. Μαινόμενος έτσι εκτελεί άπειρες πράξεις παραφροσύνης, τόσο στην Ευρώπη, όσο και στην βόρεια Αφρική, όπου περνά κολυμπώντας στον πορθμό του Γιβραλτάρ. Ο Ζερβίνος και η Ισαβέλλα ψάχνοντας για τον Ορλάνδο βρίσκουν τα όπλα του και τα περισυλλέγουν. Ο Ζερβίνος όμως σκοτώνεται από τον Μανδρικάρδο, τον βασιλιά της Ταρταρίας, που θέλει να αποκτήσει τα όπλα του Ορλάνδου. Η δε Ισαβέλλα τελικά προκαλεί μόνη τοης τον θάνατό της πείθοντας τον ερωτευμένο μαζί της άγριο πολεμιστή των Σαρακηνών Ροδομόντη να την χτυπήσει με το σπαθί του, γιατί τάχα ήταν άτρωτη. Τον Μανδρικάρδο σκοτώνει τελικά ο Ρουτζέρος, που κάνει και άλλα ηρωικά κατορθώματα στο πεδίο της μάχης, έχοντας περάσει στο μεταξύ στο πλευρό των Χριστιανών χάριν της Βραδαμάντης.
     Στο μεταξύ ο Αστόλφος, μετά από άπειρες περιπέτειες στην Ασία, την Αφρική και την Ευρώπη, έχει βρει τον ιππόγρυπα και καβάλα σε αυτόν φτάνει στον Επίγειο Παράδεισο, στην κορυφή ενός πανύψηλου όρους της Αιθιοπίας. Από εκεί, με τη συνοδεία του Ευαγγελιστή Ιωάννη και με την βοήθεια του ουράνιου άρματος με το οποίο ανελήφθη στον ουρανό ο Προφήτης Ηλίας, πετά στη σελήνη, όπου βρίσκει το χαμένο λογικό του Ορλάνδου κλεισμένο σε μια τεράστια φιάλη, την οποία και παίρνει με την άδεια του Αγίου, επιστρέφοντας με το ιπτάμενο άρμα πάλι στη γη. Μετά από άλλες άπειρες περιπέτειες και με τη βοήθεια πολλών δυνατών συντρόφων του ιπποτών, ο Αστόλφος καταφέρνει να εντοπίσει κάπου στην Αφρική τον μαινόμενο Ορλάνδο, να τον ακινητοποιήσει και να τον κάνει να εισπνεύσει ξανά το χαμένο λογικό του.
     Έχοντας βρει τα λογικά του ο Ορλάνδος ξεχνά τελείως την Αγγελική και μπαίνει ξανά στη μάχη κατά των Σαρακηνών. Σε μια τριπλή μονομαχία, σκοτώνονται οι Σαρακηνοί Αγραμάντης και Γραδάσος και τραυματίζεται ο νουνεχής Σωβρίνος, ενώ από τους Χριστιανούς σκοτώνεται ο στενός φίλος του Ορλάνδου Βρανδιμάρτης και μόνοι αλώβητοι μένουν ο ίδιος ο Ορλάνδος και ο εξάδελφός του Ολιβιέρος. Η δε γυναίκα του Βρανδιμάρτη, η καλή και πιστή Φιορδελίζα, πεθαίνει θρηνώντας πάνω στον τάφο του συζύγου της. Στο τέλος του έπους, ο Ρουτζέρος, που έχει γίνει χριστιανός (όπως έχει γίνει και η αδερφή του, πολεμίστρια Μαρφίζα) και έχει παντρευτεί την Βραδαμάντη, σκοτώνει σε μονομαχία τον άγριο και υπερήφανο Ροδομόντη.
     Τέλος, να υπενθυμίσουμε πως Ορλάνδος είναι ο Ρολάνδος, ιππότης του Καρλομάγνου κι είναι ουσιαστικά το ίδιο πρόσωπο.

        Μαινόμενος Ορλάνδος

         (canto XVII)

138
Απ’ τη θάλασσα έξι μίλια ή εφτά,
ανέβηκανε του λόφου την ευχάριστη πλαγιά
σιγά-σιγά. Δάφνες και κέδροι, νερατζιές
και θάμνοι να γεμίζουν το τοπίο οι μυρτιές,
ερπύλοι, κρόκοι, ρόδα, μαντζουράνες μυρωμένες
που στην ευωδιαστή τη γη προβάλλουν ανθισμένες
και κάθε που προβάλλει άνεμος απ’ τη στεριά
στο πέλαγο οι ναύτες να χορταίνουν ευωδιά.

139
Ρυάκι από κρυστάλλινη πηγη κυλά
ποτίζει όλη κείνη τη λοφοπλαγιά.
Και να λεχθεί στα σίγουρα ετούτο πως μπορεί
της Κύπριδας της όμορφης ν’ αποτελεί
τ’ ολόχαρο, το αγαπημένο μέρος της.
Εδώ γυναίκες, χωρίς ελπίδα αλλού να βρεις,
νιές και γριές καλλίτερες, στο πόθο τους
να καίγονται, η θεά τις θέλει ως το τέλος.
————————————

Γυναίκες σοφές και δυνατές, αληθινές κι αγνές
Όχι μονάχα στην Ελλάδα και τη Ρώμη.
Όπου κι αν λάμπει ήλιος, από την Άπω Ανατολή
στις Εσπερίδες, είχατε το σπίτι σας,
ποιών αρετές και πλεονεκτήματα δυσνόητα.
Σχετικά με αυτά, οι ιστορικοί είναι ανόητοι:
Ποιοί σύγχρονοι συγγραφείς, γεμάτοι πείσμα
για τέτοιες γυναίκες μιαν αλήθεια δεν θα γράφανε.
Όμως, γυναίκες, μη τους δώσετε λογαριασμό,
να επιμείνετε σε κείνα που πηγαίνετε καλά.
Μη χάσετε το θάρρος σας, μη πτοηθείτε,
φυλάξτε τη φιλοδοξία σας κι η αναγνώριση θα ‘ρθεί,
Ειναι δική σας. Αγαθό χωρίς ασυδοσία μπορεί κι ανοησία,
Από την αλλαγή, κακό δεν μένει ανεπηρέαστο,
και αν στην ιστορία η σελίδα σας ήταν θολή,
η αξία σας στη σύγχρονη εποχή, θα ακουστεί.


          Μαδριγάλι 1

Μάτια δεν έχετε αντιληφθεί,
όταν κοιτάτε μαγεμένα
το αγγελικό, γλυκό της προσωπάκι
πως μοιάζετε πραγματικά
σαν το κερί πα’ στη φωτιά,
ή σαν το χιόνι στ’ ήλιου τις ακτίνες;

Στο νερό, αν δεν τραβήξετε το βλέμμα
απ’ αυτό τ’ όμορφο κι ασαφές μέτωπο,
γιατί τα ωραία φώτα στη λιακάδα
είν’ ίδια λίγο μέσα σας, θα γίνετε πηγή.

Πάντα βγαίνουν από αυτο φωτιά ή βέλη.
Μάτια γλυτώστε από τούτο το κακό.
Αν όχι, βλέπω στο φινάλε να ‘στε τίποτα
κι εγώ τυφλός να παραμένω αιώνια.


                Μαδριγάλι 2

Η όμορφη γυναίκα μου μ’ ανάβει
τόσο όμορφη φωτιά διακοσμημένη
τριγύρω με λευκό χιόνι κι ο Έρωτας
ένα θαύμα τριγύρω κι ότι πιο όμορφο,
το γλεντά κι είν’ ακριβώς αυτά που βλέπουμε.

Η ερωτική φωτιά, στο πιο ωραίο πρόσωπο,
αυτή, απλώνεται παντού με γλυκό ρύζι,
κάποιος περνά στις ομορφιές ερωτευμένος
κι όλοι να δουν το ροζ το πορφυρό
ν’ ανακαλύψουμε τον όμορφο παράδεισο
των φύλλων της κιννάβαρης όταν ο ήλιος
ανατέλλει κι η μέρα ανηφορίζει.

Και το λευκό όπως θωρούμε στη γαλήνη,
στη καθαρή και όμορφη γαλήνη στη σελήνη,
πάνω απ’ το ήσυχο το κύμα της θαλάσσης,
με τις τρεμουλιαστές π’ αστράφτει, τις αχτίδες.

Ναι όμορφο είναι ό,τι υπάρχει σε αυτόν
τον Έρωτα, γυναίκα μου, που έχεις ακουμπήσει
και σε ένα τόσο όμορφο μέρος,
σ’ ό,τι καλλίτερο υπάρχει στη ζωή:
το κάθε άλλο όμορφο στον κόσμο είναι λίγο.


Μαδριγάλι 3

Με δυνατό άνεμο να στρέφει το κερί,
άσβεστο, αντίθετα φουντώνει μια φωτιά
και κάνει κάθε αεράκι για λίγο να χαθεί.

Πόσο μεγάλη γίνεται η μάχη γύρω
σε κάθε τόπο, κάθε πορτόφυλλο,
τόσο πολύ και πιότερο, σ’ ένα μεγάλον έρωτα,
που δένει τη καρδούλα του να γίνει δυνατός.

Με ταπεινή κι ήπια μοίρα, εσύ Μαντόνα,
εσύ μονάχα θα μπορούσες να μου πεις
αν οι απειλές τον έκαναν να φύγει.

(μτφρ.:Πάτροκλος)

                              Παράρτημα Για Τεχνικά Θέματα:

    Στη μουσική, μια οκτάβα (λατινικά: octavus, ογδόη, γνωστή κι ως διαπασών ή τέλεια οκτάβα), είναι το διάστημα μεταξύ ενός μουσικού φθόγγου κι ενός άλλου με τη μισή ή τη διπλάσια συχνότητα. Ορίζεται από το ANSI ως μονάδα επιπέδου συχνότητας, όταν η βάση του λογαρίθμου είναι δύο. Η σχέση της οκτάβας είναι ένα φυσικό φαινόμενο που αναφέρεται ως “το βασικό θαύμα της μουσικής“, η χρήση του οποίου είναι κοινή στα περισσότερα μουσικά συστήματα.
     Αλλά στη στιχοπλοκική, με την έννοια οκτάβα εννοούμε το 8στιχο κάντο (canto = τραγούδι).
————

    Το Αμερικανικό Εθνικό Ίδρυμα Προτυποποίησης (αγγλικά: American National Standards InstituteANSI) ιδρύθηκε τον Οκτώβρη του 1918 κι είναι ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός που εκπροσωπεί περισσότερες από 125.000 εταιρείες και 3,5 εκατομμύρια επαγγελματίες. Ο ANSI έχει την έδρα του στην Ουάσινγκτον και είναι ο αμερικανικός εκπρόσωπος του Διεθνούς Οργανισμού Προτυποποίησης (International Organization for Standardization – ISO) και της Διεθνούς Ηλεκτροτεχνικής Επιτροπής (International Electrotechnical Commission – IEC), μέσω της Εθνικής Επιτροπής Ηνωμένων Πολιτειών (U.S. National Committee – USNC).
     Η ιστορία του ANSI ξεκινά από το 1916. Αρχικά ιδρύθηκε ως Αμερικάνικη Επιτροπή Μηχανικών Προτύπων (American Engineering Standards Committee – AESC). Το 1928 αναδιοργανώθηκε και μετονομάστηκε σε Αμερικανική Ένωση Προτυποποίησης (American Standards Association – ASA) και το 1966 αναδιοργανώθηκε σε Ίδρυμα Προτύπων των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (United States of America Standards Institute – USASI). Το 1969 έλαβε την παρούσα ονομασία του ως Αμερικανικό Εθνικό Ίδρυμα Προτυποποίησης (American National Standards Institute – ANSI),οπότε και προχώρησε στην παραγωγή προτύπων γνωστών ως Αμερικάνικα Εθνικά Πρότυπα. Με τη πάροδο των χρόνων και τις συνεχείς αναδιοργανώσεις και μετονομασίες οι επιδιώξεις του οργανισμού για τη διασφάλιση της βέλτιστης ποιότητας ζωής των Αμερικανών πολιτών παρέμειναν ίδιες. Σύμφωνα με την επίσημη ιστοσελίδα του ANSI, βασική επιδίωξη του Ιδρύματος αποτελεί η ενίσχυση της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας των αμερικανικών επιχειρήσεων και κατ’ επέκταση η βελτίωση της ποιότητας ζωής των Αμερικανών.
—————-

     Το μαδριγάλι είναι είδος κοσμικής, πολυφωνικής, φωνητικής μουσικής που άνθισε την εποχή της Αναγέννησης. Πρωτοεμφανίζεται στην Ιταλία του 14ου αιώνα και λαμβάνει δύο κύριες μορφές: το μαδριγάλι του τρετσέντο (ιτ. trecento = τριακόσια· αναφέρεται στην εποχή του 1300 μ.Χ.) και το κυρίως ειπείν μαδριγάλι του 16ου και 17ου αι., που εμφανίζεται κι εκτός Ιταλίας. Αργότερα αναπτύσσονται κι άλλοι τύποι, όπως το αγγλικό μαδριγάλι και το μαδριγάλι κοντσερτάντο, ενώ αποτέλεσαν τη βάση για την ανάπτυξη άλλων ειδών φωνητικής μουσικής, όπως η σανσόν, η καντάτα και τέλος η άρια. Το ζενίθ του φτάνει στα μέσα του 16ου αιώνα, αποτελώντας το κυρίαρχο είδος κοσμικής φωνητικής μουσικής. Στις αρχές του 17ου αιώνα το μαδριγάλι εκτοπίζεται σταδιακά από την άνοδο της μονωδίας, το νέο ύφος που οδηγεί στην εδραίωση της όπερας.
     Μουσικολογικά, προέρχεται από τη στροφική φρόττολα, ωστόσο το μαδριγάλι συνήθως δεν έχει επαναλήψεις κι αποτελεί αυτό που στα αγγλικά ονομάζεται through-composed (ελεύθερη απόδοση: “διαπερατή σύνθεση“). Σ’ αυτό τον τύπο σύνθεσης, οι συνθέτες επιχειρούν να αποδώσουν με μουσικό τρόπο το νόημα του κειμένου όχι συνολικά, αλλά της κάθε φράσης ξεχωριστά ή ακόμα και τονίζοντας συγκεκριμένες λέξεις-κλειδιά.
     Ετυμολογικά, η λέξη μαδριγάλι έχει τρεις ενδεχόμενες προελεύσεις:

 * materialis (υλικό), υπό την έννοια του κοσμικού, καθώς το μαδριγάλι είναι είδος κοσμικής μουσικής.

 * matricalis (μητρικό), υπό την έννοια της μητρικής γλώσσας, καθώς στο μαδριγάλι χρησιμοποιούνται τα ιταλικά, και όχι τα -καθιερωμένα στη μουσική- λατινικά.

 * mandrialis (ποιμενικό), καθώς τα περισσότερα πρώιμα μαδριγάλια είχαν βουκολική θεματολογία.

     Το μαδριγάλι του τρετσέντο είναι συνήθως για 2 ή 3 φωνές, όπου τη κύρια φωνή μιμείται με πιο απλοϊκό τρόπο η 2η (ή 3η) φωνή. Τα κείμενα -με κεντρικό θέμα την αγάπη και τον έρωτα- είναι μάλλον λιτά κι η δομή τους απλή (2-3 3στιχα με επωδό, ή ομοιοκατάληκτο 2στιχο)· κύριοι ποιητές του είδους υπήρξαν οι ΒοκκάκιοςΠετράρχηςΣακέττι και Σολντανιέρι. Υπότυπος του είδους υπήρξε και το μαδριγάλι-κανόνας, που οι δυο φωνές είναι γραμμένες σε κανόνα, ενώ η 3η (συνήθως ο τενόρος) αποτελεί ελεύθερη γραμμή. Το είδος αυτό αναπτύχθηκε το β’ μισό του 14ου αι. κι αντλεί τη προέλευσή του από την αντιστικτική κάτσια. Κύριοι εκφραστές του είδους είναι ο Τζάκοπο ντα Μπολόνια, ο Τζιοβάννι ντα Φιρέντσε κι ο Φραντσέσκο Λαντίνι.
     Όσον αφορά το μαδριγάλι του 16ου αι. Όσον αφορά στο κείμενο, επικρατεί ο Βοκκάκιος κι ο Πετράρχης κι αργότερα οι ποιητές ΑριόστοΤάσσο και Πιέτρο Μπέμπο. Προς το τέλος του 16ου αι. προτιμώνται οι ελεύθεροι στίχοι (rime libere), κατά τη προτροπή και του Ιταλού θεωρητικού της μουσικής Τζοζέφο Τσαρλίνο (1558). Χρησιμοποιούνται συνδυασμοί 2 ως 8 φωνών, αν και τα περισσότερα είναι για 3 ως 6 φωνές. Το μελοποιημένο κείμενο είναι πάντα κοσμικό, ποιήματα και μικρά πεζά κείμενα, στον αντίποδα βρίσκεται το μοτέτο, όπου χρησιμοποιούνται εδάφια της Αγίας Γραφής, αλλά όχι τα μέρη της λειτουργίας. Κύριο χαρακτηριστικό είναι η απουσία συνοδείας (εκτελούνται δηλαδή a cappella) αν κι ορισμένοι συνθέτες, όπως ο Ιταλός Κάρλο Τζεζουάλντο, ενθάρρυναν τη μερική χρήση οργάνων.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *