Βιογραφικό
Ο Balthazar Klossowski De Rola “Balthus” (1908-2001, Realism), γνωστός ως Μπαλτύς, ήτανε Πολωνο-Γάλλος σύγχρονος καλλιτέχνης ζωγράφος, γνωστός για τις ερωτικά φορτισμένες εικόνες των εφήβων κοριτσιών, αλλά και για την εκλεπτυσμένη, ονειρική ποιότητα των εικόνων του. Καθ’ όλη τη διάρκεια της καρριέρας του, απέρριψε τις συνήθεις συμβάσεις του κόσμου της τέχνης. Επέμεινε ότι οι πίνακές του πρέπει να φαίνονται και να μη διαβάζονται κι αντιστάθηκε σε κάθε προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα βιογραφικό προφίλ. Το σόουμπρικέ του, Balthus βασίστηκε στο παιδικό του ψευδώνυμο, εναλλακτικά γραμμένο Baltus, Baltusz, Balthusz ή Balthus.
Ο πατέρας του, Έριχ Κλοσόφσκι, ήταν ιστορικός τέχνης που έγραψε αξιοσημείωτη μονογραφία για την Ονορέ Νταμιέ. Ο Erich μεγάλωσε στην πόλη Ragnit στην Ανατολική Πρωσσία, τώρα μέρος της Ρωσίας, αλλά στη συνέχεια στη Γερμανική Αυτοκρατορία. Σύμφωνα με τον Balthus, ανήκε στη πρώην πολωνική μικροαστική ευγένεια (η drobna szlachta) κι η οικογένειά του έφερε το εθνόσημο Rola. Αυτό το οικογενειακό υπόβαθρο σε μεγάλο βαθμό χωρίς έγγραφα αργότερα θα οικειοποιηθεί από τον Balthus όταν αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το επώνυμο “Klossowski de Rola”. (Αν ζούσε στη Πολωνία, τ’ ονόμά του θα ήτανε Rola-Kłossowski ή Kłossowski h. Rola). Ο Balthus είχε τα χέρια του Rola κεντημένα σε πολλά κιμονό του, σε στιλ ιαπωνικού καμόν.

Η μητέρα του Balthus, Elisabeth Dorothée Spiro Klossowska (γνωστή ως Baladine Klossowska) κατάγονταν από Ρώσους Εβραίους που είχαν μεταναστεύσει στην Ανατολική Πρωσία. Στον κατάλογο της έκθεσης Balthus του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης του 1984, βγήκε ως η κόρη ενός ψάλτη από το Κόβλιτζ στο Νόβγκοροντ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, ο Balthus είπε στο βιογράφο του Nicholas Fox Weber ότι αυτό ήτανε λάθος κι ότι η μητέρα του προήλθε “προφανώς από μια προτεσταντική οικογένεια στη νότια Γαλλία“. Αλλά σύμφωνα με τον Weber, αυτό ήταν ένα μπέρδεμα από την πλευρά του Balthus. Στη πραγματικότητα, θα κεντούσε συχνά την ιστορία για τη καταγωγή της μητέρας του, λέγοντας ότι ήταν επίσης συγγενής με τους Romanov’s και τους Narischkin’s, ισχυρές αριστοκρατικές οικογένειες της Ρωσίας. Σε μιαν άλλη ανατροπή, ο Weber αναφέρει ότι ο εραστής της Baladine, ο ποιητής Rainer Maria Rilke, είχε πει ότι κατάγονταν από μια από τις πλουσιότερες οικογένειες Σεφαραδιτών Εβραίων, δηλαδή ότι ήταν ισπανικής καταγωγής κι όχι ανατολικής Ευρώπης. Ο Βέμπερ αμφισβήτησε κι αυτή την ιστορία, αφού ο γιος του Μπαλτύς, Φούμιο, που γεννήθηκε στα τέλη της 10ετίας του 1960, είχε ασθένεια Tay-Sachs, μια γενετική διαταραχή που συνήθως σχετίζεται με τους Εβραίους της Ανατολικής Ευρώπης.

Ο μεγαλύτερος αδελφός του Μπαλτύς, Πιερ Κλοσόφσκι (γεννημένος το 1905) έγινε αργότερα γνωστός συγγραφέας και φιλόσοφος. Τα παιδιά Klossowski μεγάλωσαν σε ένα περιβάλλον τέχνης, με συχνές επισκέψεις στο σπίτι τους από διάσημους καλλιτέχνες και συγγραφείς, συμπεριλαμβανομένων των Rilke, André Gide (που καθοδήγησαν τον Pierre) και Jean Cocteau (που θα απεικόνιζε την οικογένεια σε σκηνές του μυθιστορήματός του του 1929 Les Enfants Terribles, Τα Τρομερά Παιδιά). Οι καλλιτέχνες Maurice Denis και Pierre Bonnard ήταν επίσης επισκέπτες, όπως κι ο έμπορος τέχνης Pierre Matisse. Τα παιδιά είχανε Σκωτσέζικη νταντά κι ο Balthus αργότερα είπε ότι η πρώτη του γλώσσα ήταν τα Αγγλικά, αν κι οι γονείς του μιλούσαν Γερμανικά μεταξύ τους. Συνολικά, είχε μια ειδυλλιακή μνήμη αυτών των πρώτων παιδικών χρόνων, που διαταράχθηκαν όταν, λίγο μετά την έναρξη του Α’ Παγκ. Πολ. το 1914, η οικογένεια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Παρίσι προκειμένου ν’ αποφύγει την απέλαση λόγω της γερμανικής ιθαγένειας. Εγκατασταθήκανε στην Ελβετία, κοντά στη Γενεύη.

Το 1917 οι γονείς του χωρίσανε κι η μητέρα του μετακόμισε με τα 2 αγόρια στη Γενεύη. Ζούσανε σ’ ένα λιτό διαμέρισμα στον αριθμό 11, στην οδό Pré-Jérôme, φτωχική γειτονιά. Περίπου ένα χρόνο αργότερα η μητέρα του έγινε ερωμένη του Ρίλκε. Ο Balthus αναμφίβολα βίωσε αυτή την αντικατάσταση του πατέρα του ως ένα αρκετά τραυματικό γεγονός, ειδικά δεδομένων των ρομαντικών εκστασιών κι αγωνιών της σχέσης της μητέρας του με τον Rilke, που πιθανότατα τον έκαναν να ζηλέψει και να τον εγκαταλείψει. Ωστόσο, ο Rilke εντυπωσιάστηκε πολύ με το καλλιτεχνικό ταλέντο του νέου “Baltusz” και τονε βοήθησε να εκδώσει το 1ο του έργο το 1921, σε ηλικία 13 ετών. Αυτό ήταν ένα βιβλίο με τίτλο Mitsou, που περιελάμβανε 40 σχέδιά του και πρόλογο του Ρίλκε. Οι εικόνες σε στυλ κόμικς απεικονίζουνε την ιστορία ενός νεαρού αγοριού που χάνει την αγαπημένη του γάτα. Τα θέματα της ιστορίας προμηνύανε τη δια βίου γοητεία του Balthus με τις γάτες, μαζί μ’ ένα αίσθημα απώλειας ή εξαφάνισης.
Τα Χριστούγεννα του 1921, η Baladine, οικονομικά άπορη, μετακόμισε στο Βερολίνο με τα παιδιά της για να ζήσει με τον αδερφό της. Το 1926 ο Balthus επισκέφθηκε τη Φλωρεντία, όπου αντέγραψε πολλές τοιχογραφίες του αναγεννησιακού δασκάλου Piero della Francesca. Αυτό ενέπνευσε ένα πρώιμο φιλόδοξο έργο του: τις τέμπερες τοιχογραφίες της προτεσταντικής εκκλησίας του ελβετικού χωριού Beatenberg που τις εκτέλεσε το 1927. Από το 1930 έως το 1932 ζούσε στο Μαρόκο. Κατατάχθηκε στο μαροκινό πεζικό στη Κενίτρα και τη Φες, εργάστηκε ως γραμματέας και ζωγράφισε τον πίνακά του La Caserne (1933).

Ο Μπαλτασάρ Κλοσόφσκι ντε Ρόλα (Balthasar Klossowski de Rola), γεννιέται από πολωνικήν οικογένεια καλλιτεχνών στο Παρίσι, 29 Φλεβάρη 1908. Ο πατέρας του Erich ήτανε ζωγράφος κι ιστορικός τέχνης, η μητέρα του Baladine κι ο αδελφός του Pierre σύντομα καταξιώθηκαν σαν ζωγράφος και συγγραφέας αντίστοιχα. Το 1921 περνά τον καιρό του μεταξύ Παρισιού, Βερολίνου και Γενεύης, όπου συναναστρέφεται τον Rainer Maria Rilke, -φίλο της μητέρας του-, με το οποίο ξεκινά έντονη αλληλογραφία κι εκείνος του αφιερώνει ποιητικές του δουλειές. Το 1926 εργάζεται σε Φλωρεντία κι Αρέτσο, σε αντίγραφα από νωπογραφίες των Masolino, Masaccio και Piero Della Francesca. Μετά απο ταξίδια σε Γενεύη, Ζυρίχη, Βέρνη και Βερολίνο, επιστρέφει στο Παρίσι το φθινόπωρο του 1932 και κάνει τα σκίτσα για τα Ανεμοδαρμένα Ύψη της Emily Bronte.
Το 1933 μετακόμισε στο Παρίσι, αγοράζοντας ένα στούντιο στη Rue de Furstemberg κι αργότερα θα μετακομίσει σε άλλο στούντιο στο κοντινό Cour de Rohan. Ο Balthus δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον για μοντέρνα στυλ όπως ο κυβισμός. Οι πίνακές του ήτανε ρεαλιστικοί αλλά εσωστρεφείς, με τον τρόπο της 2ης γενιάς σουρρεαλιστών ζωγράφων όπως ο Νταλί, που συχνά χρησιμοποιούσανε ρεαλιστικές τεχνικές για να απεικονίσουνε ψυχολογικά μοτίβα ή εικόνες ονείρου. Συχνά απεικόνιζε έφηβα κορίτσια σ’ ερωτικές κι ανέμελες στάσεις. Ένα από τα πιο διαβόητα έργα από την 1η του έκθεση στο Παρίσι ήτανε το Μάθημα Κιθάρας (1934), που προκάλεσε αντιπαραθέσεις λόγω των σαδιστικών και σεξουαλικά σαφών εικόνων του. Απεικονίζει ένα νεαρό κορίτσι ξαπλωμένο ανάσκελα στην αγκαλιά της δασκάλας της, τα χέρια της οποίας είναι τοποθετημένα πάνω στο κορίτσι σαν να τη παίζουν σαν κιθάρα: το ένα χέρι κοντά στο εκτεθειμένο αιδοίο της και το άλλο χέρι πιάνει τα μαλλιά της. Άλλα έργα της ίδιας έκθεσης περιλάμβαναν The Street (1933), Cathy Dressing (1933) κι Alice (1933).

Το 1937 νυμφεύτηκε την Antoinette de Watteville, που προερχόταν από επιβλητική αριστοκρατική οικογένεια από τη Βέρνη. Την είχε γνωρίσει ήδη από το 1924 κι ήταν το μοντέλο για τον πίνακα Cathy Dressing και για μια σειρά πορτραίτων. Ο Balthus είχε δύο παιδιά από αυτόν τον γάμο, τον Thaddeus και τον Stanislas Klossowski (γεννήθηκε το 1942), που πρόσφατα εκδώσανε βιβλία για τον πατέρα τους, συμπεριλαμβανομένων των επιστολών των γονιών τους. Ο Stanislas, γνωστός ως “Stash”, ήταν η φιγούρα στο Λονδίνο και το Παρίσι που ταλαντεύτηκε τη 10ετία των ’60ς.
Το 1940, με την εισβολή στη Γαλλία από τις γερμανικές δυνάμεις, ο Balthus κατέφυγε με τη σύζυγό του Antoinette στη Σαβοΐα σ’ ένα αγρόκτημα στο Champrovent κοντά στο Aix-les-Bains, όπου άρχισε να εργάζεται σε 2 μεγάλους πίνακες: Τοπίο κοντά στο Champrovent (1942-1945) και Το σαλόνι (1942). Το 1942, διέφυγε από τη ναζιστική Γαλλία στην Ελβετία, πρώτα στη Βέρνη και το 1945 στη Γενεύη, όπου έγινε φίλος του εκδότη Albert Skira καθώς και του συγγραφέα και μέλους της Γαλλικής Αντίστασης, André Malraux. Ο Μπαλτύς επέστρεψε στη Γαλλία το 1946 κι 1 χρόνο μετά ταξίδεψε με τον Μαλρώ στη Νότια Γαλλία, συναντώντας πρόσωπα όπως ο Πικάσσο κι ο Ζακ Λακάν, που τελικά έγινε συλλέκτης του έργου του. Με τον Adolphe Mouron Cassandre το 1950, σχεδίασε σκηνική διακόσμηση για μια παραγωγή της όπερας του Μότσαρτ Così fan tutte στο Aix-en-Provence. 3 χρόνια μετά μετακόμισε στο Chateau de Chassy στο Morvan, ζώντας με την ανιψιά του Frédérique Tison και τελειώνοντας τα μεγάλα αριστουργήματά του La Chambre (The Room 1952, πιθανώς επηρεασμένα από τα μυθιστορήματα του Pierre Klossowski) και Le Passage du Commerce Saint- André (1954).

Καθώς η διεθνής φήμη μεγάλωνε με τις εκθέσεις στη Γκαλερί Pierre Matisse (1938) και στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (1956) στη Νέα Υόρκη, καλλιέργησε την εικόνα του εαυτού του ως αίνιγμα. Το 1964, μετακόμισε στη Ρώμη όπου προήδρευσε της Villa de Medici ως διευθυντής (διορίστηκε από τον Γάλλο Υπουργό Πολιτισμού André Malraux) της Γαλλικής Ακαδημίας στη Ρώμη κι έγινε φίλος του σκηνοθέτη Federico Fellini και του ζωγράφου Renato Guttuso. Ολοκληρώνει ένα ταξίδι στην Ιαπωνία (1962), αποφασίζει την αποκατάσταση της Βίλας Μεντίτσι (1962), πραγματοποιεί την επέκταση του Mουσείου Des Arts Dιcoratifs του Παρισιού (1966) και μια retrospettiva στο Λονδίνο στη Gallery Tate (1968).. Τότε είχε μια δεύτερη σύζυγο, τη Γιαπωνέζα Setsuko Ideta που τη νυμφεύτηκε το 1967 κι ήτανε 35 χρόνια μικρότερή του, απλώς προσέθεσε στον αέρα του μυστηρίου γύρω του (τη γνώρισε στην Ιαπωνία, στη διάρκεια διπλωματικής αποστολής που οργανώθηκε επίσης από τον Malraux). Ένας γιος, ο Φούμιο, γεννήθηκε το 1968 αλλά πέθανε δύο χρόνια αργότερα.
Οι φωτογράφοι και φίλοι Henri Cartier-Bresson και Martine Franck (σύζυγος του Bresson) φωτογραφίσανε το ζωγράφο, τη σύζυγό του και τη κόρη τους Harumi (γεννήθηκε το 1973) στο Grand Chalet Rossinière τους, το 1999. Ο Balthus ήταν ένας από τους λίγους ζωντανούς καλλιτέχνες που εκπροσωπηθήκανε στο Λούβρο, όταν ο πίνακας του Τα παιδιά (1937) αποκτήθηκε από την ιδιωτική συλλογή του Πικάσσο. Συνέγραψεν επίσης ένα βιβλίο διαλόγων με τον νευροβιολόγο Semir Zeki, με τίτλο La Quête de l’essentiel. Μετά από το 1977 εγκαθίσταται στην Ελβετία, στο Grand Chalet Di Rossiniere.

Η Βίλλα Μέντιτσι
Νωρίς το έργο του θαυμάστηκε από συγγραφείς και συναδέλφους ζωγράφους, ειδικά από τον Αντρέ Μπρετόν και τον Πάμπλο Πικάσσο. Ο φίλος του στο Παρίσι περιλάμβανε τους πεζογράφους Pierre Jean Jouve, Antoine de Saint-Exupéry, Joseph Breitbach, Pierre Leyris, Henri Michaux, Michel Leiris και René Char, το φωτογράφο Man Ray, τον θεατρικό συγγραφέα κι ηθοποιό Antonin Artaud και τους ζωγράφους André Derain, Joan Miró, Pierre Loeb κι Alberto Giacometti (από τους πιο πιστούς φίλους του). Το 1948, ένας άλλος φίλος, ο Albert Camus, του ζήτησε να σχεδιάσει τα σκηνικά και τα κοστούμια για το έργο του L’État de Siège (Κατάσταση Πολιορκίας, σε σκηνοθεσία Jean-Louis Barrault). Ο Balthus σχεδίασε επίσης τα σκηνικά και τα κοστούμια για τη διασκευή του Artaud για το The Cenci (1935) του Percy Bysshe Shelley, το Delitto all’isola delle capre του Ugo Betti (Crime on Goat-Island, 1953) και τη διασκευή του Barrault του Julius Caesar (1959–1960).
Από το 1933 κι ύστερα ζωγραφίζει πάντα στο δικό του πιο προσωπικό στυλ. Προτιμά τη ρεαλιστική ζωγραφική αν και στη τέχνη του βρίσκουμε στοιχεία υπερρεαλιστικά. Η ψυχολογική φλέβα του θα ‘ναι προφανής προ πάντων στις σκηνές εσωτερικού που φιλοτεχνεί μ’ ακαμψία κλασσική και κρύα και που η παρουσία των μικρών παιδιών δένει συχνά στις οικείες, ιδιωτικές πόζες με το κλείσιμο του ματιού. Θεματική “εφηβική” κι έντονα ερωτική θα επιλέγει στη τέχνη του, τόσο χαρακτηριστική μάλιστα, που πλέον θα τονε καθιστά αναγνωρίσιμο στο κοινό.

H φήμη κι η προσωπικότητα του ως καλλιτέχνη, κάνει το γύρο του κόσμου προηγούμενη εκείνου, όταν ταξιδεύει παντού κι οργανώνει προσωπικές του εκθέσεις: στο κέντρο Georges Pompidou, Παρίσι (1983), στη Νέα Υόρκη, το Κιότο, τη Ρώμη (1990 και 1997), τη Λωζάνη (1993), Βέρνη (1994) και Βενετία (2001). 7 μήνες μετά την έκθεση στη Βενετία, στις 18 Φλεβάρη 2001, πεθαίνει στo Rossiniere Montreux, στο μεγάλο σαλέ του, του 1700, σ’ ηλικία 63 ετών και κηδεύεται κει. Στη κηδεία του παρευρεθήκανε πρωθυπουργοί και ροκ σταρ. Ο Bono, τραγουδιστής των U2, τραγούδισε για τους 100άδες πενθούντες στη κηδεία, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου της Γαλλίας, του πρίγκηπα Sadruddhin Aga Khan, του σούπερ μοντέλου Elle Macpherson και του Cartier-Bresson.
Το στυλ του Μπαλτύς είναι κυρίως κλασσικό. Το έργο του παρουσιάζει πολυάριθμες επιρροές, όπως τα γραπτά της Emily Brontë, τα γραπτά κι η φωτογραφία του Lewis Carroll, κι οι πίνακες των Masaccio, Piero della Francesca, Simone Martini, Poussin, Jean-ientienne Liotard, Joseph Reinhardt, Géricault, Ingres, Goya, Jean-Baptiste-Camille Corot, Courbet, Edgar Degas, Félix Vallotton και Paul Cézanne. Παρόλο που η τεχνική κι οι συνθέσεις του ήταν εμπνευσμένες από ζωγράφους πριν από την Αναγέννηση, υπάρχουν επίσης απόκοσμες νουθεσίες σύγχρονων σουρρεαλιστών όπως ο Ντε Κίρικο. Ζωγραφίζοντας τη φιγούρα σε μιαν εποχή που η εικονική τέχνη αγνοήθηκε σε μεγάλο βαθμό, αναγνωρίζεται ευρέως ως σημαντικός καλλιτέχνης του 20ού αι.

Ο Τάφος Του
Πολλοί από τους πίνακές του δείχνουν νεαρά κορίτσια σ’ ερωτικό πλαίσιο. Ο Balthus επέμεινε ότι το έργο του δεν ήταν ερωτικό αλλά ότι αναγνώριζε τα ενοχλητικά γεγονότα της σεξουαλικότητας των παιδιών. Το 2013, οι πίνακες του Balthus μ’ έφηβα κορίτσια περιγράφονταν από τη Roberta Smith στους New York Times ως δελεαστικοί κι ενοχλητικοί. Το έργο του έχει επηρεάσει αρκετούς σύγχρονους καλλιτέχνες, κυρίως τον Duane Michals και τον Ιlemile Chambon. Έχει επηρεάσει επίσης τον σκηνοθέτη Jacques Rivette του γαλλικού New Wave, του οποίου η ταινία Hurlevent (1985) εμπνεύστηκε από τα σχέδια του Balthus που έγιναν στις αρχές της 10ετίας των ’30ς: “Βλέποντας ότι είναι λίγο εκκεντρικός κι όλα αυτά, μου αρέσει πολύ το έργο του Balthus. Μου ‘κανε εντύπωση ότι ο Balthus απλοποίησε εξαιρετικά τα κοστούμια κι απογύμνωσε τις παγίδες των εικόνων…“. Η χήρα του, Setsuko Klossowska de Rola, ηγείται του Ιδρύματος Balthus που ιδρύθηκε το 1998.
Μια αναπαραγωγή του κοριτσιού του Balthus Στο παράθυρο (1957) εμφανίζεται καθαρά στη ταινία του François Truffaut Domicile Conjugal (Bed and Board, 1970). Οι 2 κύριοι χαρακτήρες, ο Antoine Doinel (Jean-Pierre Léaud) κι η σύζυγός του Christine (Claude Jade), μαλώνουν. Η Κριστίν κατεβάζει από τον τοίχο ένα μικρό σχέδιο περίπου 25×25 εκ. και το δίνει στον άντρα της: Κριστίν: “Εδώ, πάρτε τον μικρό Balthus“. Αντουάν: “Α, τον μικρό Balthus. Σου το πρόσφερα, είναι δικό σου, κράτα το“.

Το Μεγάλο Σαλέ Ροσινιέρ
Το Δεκέμβρη του 2017, κυκλοφόρησε μια δημόσια αναφορά που ζητούσε ν’ αφαιρεθεί ο πίνακας του Balthus Thérèse Dreaming από την έκθεση στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης Νέας Υόρκης λόγω του φερόμενου ρητού περιεχομένου και της υποβλητικής απεικόνισης. Ο Philip Kennicott, γράφοντας για τη Washington Post στις 5 Δεκέμβρη 2017, σε άρθρο με τίτλο: “Αυτός ο πίνακας μπορεί να είναι σεξουαλικά ενοχλητικός. Αλλά αυτός δεν είναι λόγος να τονε βγάλεις από ένα μουσείο“, συνοψίζει τη μακροχρόνια θέση του μουσείου ενάντια στη λογοκρισία. Ο πίνακας είχε εκτεθεί στο παρελθόν στο Μουσείο Ludwig στη Κολωνία της Γερμανίας το 2007 χωρίς επεισόδια.££££££££££££££££££££££££££

Αυτοπροσωπογραφία

Αυτοπροσωπογραφία Με Γάτα

Ο Βασιλιάς Των Γατιών (1908)

Παιδιά

Γυμνό Ι

Γυμνό ΙΙ


Γυμνό Σε Δράση Στο Παράθυρο

Άννι Ρομάνι

Στο Βουνό

Δρομάκι

Κορίτσι & Γάτα

Μπροστά Στον Καθρέπτη

Στη Πολυθρόνα

Στην Κάμαρη

Καβαλάρισσα

Καλλιτέχνης & Μοντέλο

Χρυσές Μέρες

Λευκό Φόρεμα

Μάθημα Κιθάρας

Yπομονή

Παιδικά Παιχνίδια Μελέτης

Παιχνίδι Με Τη Τράπουλα

Σκεπτικό Κορίτσι

Στο Δρόμο

Η Τουαλέτα Της Κάθυ

Γάτα Στον Καθρέφτη

Γυμνό Σε Δράση

Αντρέ Ντεραίν

Σύνθεση Με Κάνιστρο

Γυμνό Σε Ξεκούραση

Γυμνό Με Κιθάρα

Περιορισμένη

Νεκρή Φύση

Μεσογειακός Γάτος

Το Θύμα

Άτιτλο