
Βιογραφικό
Το 1797, o Μπερνάρ-Φρανσουά Μπαλζάκ, -που ως το 1776 τo όνομά του ήτανε Μπαλσά, μεγάλος γυναικάς, νυμφεύεται την Αν-Σαρλότ-Λωρ Σαλαμπιέ. Εκείνος 51 κι εκείνη μόλις 19. Το επόμενο έτος φέρνει στο κόσμο ένα παιδί που όμως πεθαίνει μετά τη γέννα. Στις 20 Μάη 1799 γεννιέται στη Τουρ ο πρώτος γιος τους ο Ονορέ. Την επόμενη χρονιά γεννιέται η αδελφή του Λωρ-Σοφί και 2 χρόνια μετά, το 1802, γεννιέται κι η Λωράνς, ενώ ο πατέρας τους ως το 1814 θα είναι διαχειριστής στο Γενικό Νοσοκομείο της Τουρ.
Το 1807, ο Ονορέ αρχίζει να φοιτά στο κολλέγιο Βαντόμ. Γέννηση του Ανρί-Φρανσουά ντε Μπαλζάκ, του οποίου όμως πραγματικός πατέρας θεωρείται ο Ζαν ντε Μαργκόν (1780- 1858). Το 1813 αφήνει για ένα χρόνο τη σχολή μένοντας σπίτι, να συνέλθει από τους πυρετούς και μιαν αδιαθεσία που ‘χε συμπτώματα κώματος και που πιθανόν οφειλόταν τόσο στο υπερβολικό διάβασμα, όσο και στην έλλειψη σωματικής άσκησης. Το 1814 βρίσκεται στο οικοτροφείο Γκανσέρ, στο Παρίσι. Παρακολουθεί μαθήματα στο Κολλέγιο Καρλομάγνος. Ο πατέρας είχε διοριστεί διευθυντής επισιτισμού εκεί. Μετά από ένα σύντομο πέρασμα στο οικοτροφείο Λεπαίτρ, επιστρέφει το 1815 στο Γκανσέρ. Τον επόμενο χρόνο γράφεται στη Νομική κι εργάζεται στο γραφείο του δικηγόρου Γκιγιονέ Μερβίλ. Το 1819 εγκαταλείπει οριστικά τη νομική στρεφόμενος στη λογοτεχνία και τη συγγραφή, ετοιμάζοντας μάλιστα μια Πραγματεία Περί Αθανασίας Της Ψυχής. Φεύγει από το πατρικό σπίτι για να μείνει μόνος σε μια φτωχική σοφίτα και ν’ αφιερωθεί στη συγγραφή: φιλοσοφικά δοκίμια, μυθιστόρημα σε μορφή επιστολών, τραγωδία. Τίποτε δε δημοσιεύεται. Λίγο μετά συνθέτει μια 5πρακτη έμμετρη τραγωδία, τον Κρόμβελ. Αφοσιώνεται στο να διαβάζει ΝτεΚαρτ, Μαλμπράνς κι επηρεάζεται βαθύτατα από την υλιστική σκέψη του 18ου αι.. Δάσκαλοί του, Χιουμ, Λοκ και Κοντιγιάκ.
1820, 21 ετών
Την επόμενη χρονιά παντρεύεται η αδελφή του Λώρα κι ο Μπαλζάκ γράφει το Στενί ή Φιλοσοφικά Σφάλματα, που όμως μένει ατελείωτο. Το 1822 δημοσιεύει τη Κληρονόμο Του Μπιράγκ, με το ψευδώνυμο Λόρδος Χ’Ουν σε συνεργασία με τον Ωγκύστ Λεπουατεβέν. Με ίδιο συνεργάτη και ψευδώνυμο δημοσιεύει επίσης και: Ζαν-Λουί ή Η Έκθετη Κόρη και Κλοτίλδη Ντε Λουζινιάν ή Ο Ωραίος Εβραίος. Με το ψευδώνυμο Οράτιος Ντυ Σαιντ Ωμπέν, κυκλοφορεί την Εκατονταετία και τον Εφημέριο Των Αρδεννών. Το τελευταίο κατάσχεται σχεδόν αμέσως. Το 1823 συνάπτει δεσμό με τη Δώρα Ντυ Μπερνί που είναι 2 χρόνια μεγαλύτερή του. Αρχίζει να δημοσιεύει με διάφορα ψευδώνυμα, μυθιστορήματα εμπορικά. Ο λογοτεχνικός του χείμαρρος αρχίζει να ρέει: μυθιστορήματα ξεχωριστά ή σε κύκλους, παραμύθια, άρθρα, θεατρικά έργα, αλληλογραφία, μυθιστορήματα σε συνέχειες, διάφορες συνεργασίες. Η μόνη ενέργεια που μπορεί να συγκριθεί με κείνη που αφιερώνει στη συγγραφή είναι κείνη που καταναλώνει στο ξόδεμα των χρημάτων του -κι η ενασχόληση με τις γυναίκες, το πάθος του. Οι τόμοι και τα χρέη συσσωρεύονται και μόνoν ο θάνατος θα τονε βγάλει απ’ αυτό το φαύλο κύκλο.
Δημοσιεύει παράλληλα το Η Τελευταία Νεράιδα ή Το Νέο Θαυματουργό Λυχνάρι. Την επόμενη χρονιά, δημοσιεύει ανώνυμα το Περί Δικαίου Της Πρωτοτοκίας, Αντικειμενική Ιστορια Των Ιησουϊτών. Έπειτα συνδέεται με τη Δούκισσα Ντ’ Αμπραντέ, ενώ δημοσιεύει το Βαν Κλορ, στην αρχή ανώνυμα κι έπειτα με το γνώριμο, Οράτιος Ντυ Σαιντ Ωμπέν. Το 1825 η σχέση του με τη Δούκισσα τονε βάζει στους κοσμικούς κύκλους του Παρισιού. Χάνει όμως την αγαπημένη αδελφή του Λωρ, που ήτανε κι έμπιστή του. Το 1826 καταφέρνει να γίνει εκδότης αλλά 2 χρόνια μετά διαλύεται η εταιρεία χυτηρίου τυπογραφικών στοιχείων. Καταστρέφεται οικονομικά καταρρέοντας από τα χρέη, αλλά δεν πτοείται. Συνεχίζει να κάνει καλή ζωή συχνάζοντας σε κοσμικά και φιλολογικά σαλόνια και το Μάρτη του 1830 δηλώνει ότι κατάγεται από τους Μπαλζάκ της Αντράγκ και προσθέτει στο όνομά του το Ντε. Δημοσιεύει 1η φορά με τ’ όνομά του, το μυθιστόρημα Ο Τελευταίος Αντάρτης ή Η Βρετάνη Το 1800. Στις 19 Ιουνίου του ίδιου έτους πεθαίνει ο πατέρας του. Λίγο αργότερα εκδίδει τη Φυσιολογία Του Γάμου*.

Ξεκινά να αρθρογραφεί σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά και να δημοσιεύει παράλληλα και διηγήματα κι ανάμεσά τους το Γκομπσέκ, που αργότερα θα τα συγκεντρώσει σ’ ένα τόμο με τίτλο: Σκηνές Της Ιδιωτικής Ζωής Του Κυρίου Μπαλζάκ. Ταξιδεύει με τη κα Ντυ Μπερνί στη περιοχή του ποταμού Λουάρ. Δεν κρατά πολύ, γιατί έπειτα συνδέεται με την Ολυμπία Πελισιέ, αργότερα κα Ροσίνι. Το 1831 κυλά με κοσμική ζωή, ταξίδια στο Σασέ και στην Ανγκουλέμ. Το Μαγικό Δέρμα θα επανεκδοθεί μαζί με άλλα διηγήματα στον τόμο Μυθιστορήματα & Διηγήματα Φιλοσοφικά κι αργότερα παραδίδει Το Άγνωστο Αριστούργημα(!!!).
Την επόμενη χρονιά στις 28 Φλεβάρη, δέχεται τη 1η επιστολή της Ξένης (Εύας Χάνσκα) κι αρχίζει η φλογερή αλληλογραφία.. Αν κι άστατος με τις γυναίκες, αυτή την αγάπησε πραγματικά, τουλάχιστον έτσι δείχνουνε τα γεγονότα. Συντάσσεται με το κόμμα των νομιμοφρόνων. Φλερτάρει τη κυρία ντε Καστρί, που δεν ενδίδει. Πολλές δημοσιεύσεις σε περιοδικά. Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς, στον καιρό των ταραχών, πηγαίνει στο Σασέ. Δημοσιεύει τη Βιογραφική Σημείωση Για Τον Λουί Λαμπέρ. Την επόμενη χρονιά συνδέεται με τη Μαρία ντυ Φρεναί. Συναναστρέφεται με βαρονέσσες και μαρκησίες (Φιτζ-Τζέιμς, Ρότσιλντ). 26 Γενάρη 1834 στη Γενεύη, η αξέχαστη μέρα. Συναντιέται 1η φορά με τη κυρία Χάνσκα στο Νεσατέλ που γίνεται ερωμένη του. Παράλληλα παραδίδει τον Επαρχιακό Γιατρό. Υπογράφει συμβόλαιο για να παραδώσει τις Μελέτες Ηθών Του ΙΘ΄ Αιώνα, σε 3 τόμους: Σκηνές Της Ιδιωτικής Ζωής, Σκηνές Της Επαρχιακής Ζωής (όπου υπάρχει μέσα κι η Ευγενία Γκραντέ) και τέλος, Σκηνές Της Παρισινής Ζωής. Παρ’ όλ’ αυτά, θα αναγκαστεί να τα παρατήσει, καθώς αντί να βελτιώνονται τα οικονομικά του, είναι ακόμα πιο χρεωμένος.
Η Δούκισσα Ντ’ Αμπραντέ
Στις 4 Ιουνίου 1834, γεννιέται η Μαρία ντυ Φρεναί, πιθανόν κόρη του Μπαλζάκ. To 1835 γράφει τις Φιλοσοφικές Μελέτες, με πρόλογο του Φελίξ Νταβέν, επίσης την ίδια χρονιά παραδίδει τα: Ο Μπαρμπα-Γκοριό, Το Κορίτσι Με Τα Χρυσά Μάτια, Η Συμφιλίωση Του Μέλμοθ και Το Συμβόλαιο Γάμου. Συνδέεται με τη Σάρα Λοβέλ, κόμισσα Γκουιντομπόνι-Βισκόντι. Ταξίδι στη Βιέννη για να συναντήσει τη κυρία Χάνσκα. Επισκέπτεται το πεδίο μάχης του Βάγκραμ. Το 1836 παραδίδονται τα: Το Κρίνο Στην Κοιλάδα κι Η Απαγόρευση. Γέννηση, στις 29 Μαΐου, του Λιονέλ-Ρισάρ Γκουιντομπόνι-Βισκόντι, πιθανόν γιου του Μπαλζάκ. Ταξίδι στην Ιταλία. Αρχίζει να δημοσιεύει τα Άπαντα Του Οράτιου Ντε Σαιντ-Ωμπέν. Θάνατος της κυρίας ντυ Μπερνί.
Ο ζωγράφος της εποχής Λουί Μουλανζέ φιλοτεχνεί το πορτραίτο του Μπαλζάκ με ράσο μοναχού το 1837 και το παρουσιάζει στο Σαλόν του Παρισιού την 1η Μάρτη. Ταξίδι στην Ιταλία κι επιστροφή μέσω Ελβετίας (Φλεβάρης – Μάης) για την επίσκεψη στη κυρία Χάνσκα. Δημοσίευση των: Γεροντοκόρη, Καίσαρας Μπιροττώ και το Α’ μέρος (Δυο Ποιητές) από τα Χαμένα Όνειρα. Στις 16 Σεπτέμβρη αγοράζει την οικία Ζαρντί, αγρόκτημα στη περιοχή των Σεβρών που, λόγω χρεών, θ’ αναγκαστεί να πουλήσει το 1845. Το 1838 διαμονή στο Ισουντέν (στο σπίτι της φίλης του Ζύλμα Καρρώ) και στο Νουάν (στο σπίτι της Γεωργίας Σάνδη). Ταξίδι στη Σαρδηνία και την Ιταλία. Πεθαίνει η δούκισσα ντ’ Αμπραντές, υποστηρίκτρια και χορηγός του. Δημοσιεύει παράλληλα τα: Η Ανώτερη Γυναίκα (Οι Υπάλληλοι), Ο Οίκος Νυσενγκέν & Η Τορπίλλη. Την επόμενη χρονιά κάνει αποτυχημένες απόπειρες στο χρηματιστήριο χωρίς να μπορέσει να βελτιώσει στο ελάχιστο την οικονομική κατάστασή του. Το 1839 παραδίδει τα εξής: Συλλογή Αρχαιοτήτων, (το Β’ μέρος από τα Χαμένα Όνειρα), Μια Κόρη Της Εύας, Μασιμίλλα Ντόνι και Βεατρίκη. Τις 16 Αυγούστου εκλέγεται πρόεδρος στην Εταιρεία Λογοτεχνών. Δημοσιεύεται το Μοναστήρι Της Πάρμα του Στεντάλ κι ο Μπαλζάκ θα αφιερώσει εκτενέστατο άρθρο. Την επόμενη χρονιά χρησιμοποιεί τον τίτλο Ανθρώπινη Κωμωδία. Συνδέεται με την Ελένη ντε Βαλέτ. 1η παράσταση του Βωτρέν, που απαγορεύεται αμέσως, γιατί ο Φεντερίκ Λεμαίτρ, που υποδυόταν το Μεξικανό στρατηγό, έμοιαζε με τον Λουδοβίκο Φίλιππο. Στις 25 Σεπτέμβρη δημοσιεύονται στη Παρισινή Επιθεώρηση οι Μελέτες Για Τον Κύριο Μπέυλ & Η Ιστορία Των Δεκατριών, στη προσπάθειά του να τη ξαναζωντανέψει, μα τελικά η αποτυχία είναι ολοκληρωτική. Αναγκάζεται να κρυφτεί στο Πασί για να ξεφύγει από τους πιστωτές του.
Πορτραίτο του Μπαλζάκ με ράσο του Μουλανζέ
Το 1841 στις 2 Οκτώβρη, υπογράφει το συμβόλαιο με τους Φυρν, Έτζελ, Πωλέν και Ντυμποσέ για την έκδοση της Ανθρώπινης Κωμωδίας. Παραδίδει τα: Ο Εφημέριος Του Χωριού, Φυσιολογία Του Υπαλλήλου και Φυσιολογία Παρισινού Κι Επαρχιώτη Εισοδηματία. Εν τω μεταξύ η κατάσταση της υγείας του δυσχεραίνει πολύ. Υποφέρει από το στομάχι κι αισθάνεται πόνους στη καρδιά, που θα επιδεινώνονται συνεχώς από δω και πέρα. Ταξίδι στην Τουραίν και τη Βρετάνη. Στις 3 Ιουνίου, εκλέγεται ο Βίκτωρ Ουγκώ ακαδημαϊκός. Το Νοέμβρη, πεθαίνει ο σύζυγος της κυρίας Χάνσκα, Βενσεσλάς Χάνσκι, που όμως ο Μπαλζάκ θα το μάθει το επόμενο έτος.
Το 1842 γράφει τον πρόλογο της Ανθρώπινης Κωμωδίας και δημοσιεύει τα: Αναμνήσεις Δυο Νεονύμφων Γυναικών, Ούρσουλα Μιρουέ κι Οι Κληρονόμοι. Απ’ όταν μαθαίνει το θάνατο του Χάνσκι, βάζει στόχο του να νυμφευτεί τη κυρία Χάνσκα και την επόμενη χρονιά την επισκέπτεται στη Πετρούπολη, για να τη συναντήσει, που έχει να τη δει από το 1835. Γυρίζει στο Παρίσι άρρωστος, ωστόσο παραδίδει: Μια Σκοτεινή Υπόθεση, Η Μούσα Της Επαρχίας και Μονογραφία Του Γαλλικού Τύπου. Το 1844 δε, δημοσιεύει το Γ’ μέρος από τα Χαμένα Όνειρα, Το Ντεμπούτο Στη Ζωή, Πόσο Στοιχίζει Ο Έρωτας Στους Γέρους (που θα αποτελέσουν το Β’ μέρος του Αθλιότητες & Μεγαλεία Των Εταιρών, στη μεταθανάτια έκδοση του 1855), Ονορίν και Μοντέστ Μινιόν. Τον Ιούλιο θα συντάξει τον κατάλογο των διηγημάτων και μυθιστορημάτων που θα αποτελέσουνε την Ανθρώπινη Κωμωδία: 125 βιβλία, που τα 40 δεν έχουν γραφτεί ακόμη.
Η Ξένη, κα Χάνσκα
Το 1845 ο Δαβίδ ντ’ Ανζέ παραδίδει τη προτομή του. Ταξίδια πολλά με τη κυρία Χάνσκα στη Δρέσδη, στο Παλατινάτο και το Στρασβούργο, έπειτα στην Ορλεάνη, την Μπουρζ και το Ρήνο (Μάης-Αύγουστος). Άλλο ταξίδι με τη κυρία Χάνσκα τον Οκτώβρη, στον ποταμό Σων και το Ροδανό, τη Μασσαλία και τη Νεάπολη. Η κυρία Χάνσκα μένει έγκυος κι αποβάλλει.. Επιστροφή από το Λιβόρνο και τη Πίζα. Δημοσιεύει το Γ’ μέρος της Βεατρίκης. Το Δεκέμβρη, στο μέγαρο Πιμοντάν, μαζί με το Γκωτιέ, δοκιμάζει, ίσως, χασίς. Την επόμενη χρονιά ταξιδεύει στη Ρώμη για να συναντήσει τη κυρία Χάνσκα. Γίνεται δεκτός σε ακρόαση από τον πάπα. Την 1η Δεκεμβρη η κυρία Χάνσκα γεννά ένα νεκρό παιδί κι αρνείται να τον συναντήσει. Δημοσιεύει την Ανάποδη Όψη Της Ιστορίας και τις 3 μονογραφίες: Ο Μπακάλης, Ο Συμβολαιογράφος κι Η Επαρχιώτισσα.
To 1847 χωρίζει με τη Λουίζα Μπρυνιό, τη λεγόμενη Λουίζα ντε Μπρυνιόλ, καμαριέρα κι ερωμένη του από το 1840. Εκείνη φεύγοντας, κλέβει τις επιστολές της Ξένης. Το Φλεβάρη συναντιέται με τη κυρία Χάνσκα στο Παρίσι και τη συνοδεύει στη Γερμανία. Επιστροφή στο Παρίσι και Σεπτέμβρη αναχώρηση για την Ουκρανία μαζί της και μένει εκεί ως το Φλεβάρη του 1848. Στις 22 Ιουνίου συντάσσει τη διαθήκη του. Δημοσιεύει τη Τελευταία Ενσάρκωση Του Βωτρέν, και το Δ’ μέρος του Αθλιότητες & Μεγαλεία Των Εταιρών. Τον Ιούνιο του 1848 επιστροφή στη Τουραίν. Ελπίζοντας να τονε σώσει το θέατρο, ανεβάζει τη Μητριά και γράφει το Μερκαντέ. Στις 29 Φλεβάρη 1849, γράφει στο Λαμαρτέν, να του συστήσει το γαμπρό του, που “…καταδιώκεται για τις δημοκρατικές του ιδέες από τη Παλινόρθωση και τη τελευταία κυβέρνηση“. Βάζει υποψηφιότητα για τις βουλευτικές εκλογές. Γράφει στον “Πολίτη πρόεδρο της Λέσχης για τη παγκόσμια αδελφωσύνη“. Τον Ιούνιο επισκέπτεται το Σασέ. Στις 15 Σεπτέμβρη είναι υποψήφιος στην Ακαδημία, στη θέση του Σατωμπριάν που έχει πεθάνει τον Ιούνιο. Τέλος Σεπτέμβρη ξαναφεύγει για την Ουκρανία, όπου θα μείνει όλο το 1849. Δημοσιεύει ωστόσο τα: Ο Επαρχιώτης Στο Παρίσι, Οι Φτωχοί Συγγενείς (Η Εξαδέλφη Μπέττα, Ο Εξάδελφος Πονς). Παίρνει μόνο 4 ψήφους στην Ακαδημία, μεταξύ των οποίων του Λαμαρτέν και του Ουγκώ. Αρρωσταίνει όταν βρίσκεται στη Βερσόβνια, στο κτήμα της κυρίας Χάνσκα. Η διάγνωση των γιατρών: υπερτροφία της καρδιάς.
Την επόμενη χρονιά στις 14 Μάρτη στο Μπερντίτσεφ, νυμφεύεται επιτέλους την εκλεκτή της καρδιάς του, τη κυρία Χάνσκα. Τον ίδιο Μάη επιστρέφει στη Γαλλία, που τελικά ήταν υπερβολικά επίπονο ταξίδι γι’ αυτόν. Έπειτα από σταδιακή χειροτέρευση, φτάνει στις 18 Αυγούστου και το μοιραίο τέλος. Ένα τέλος άδοξο κι άδικο για ένα τέτοιο καλλιτέχνη και μάλιστα τόσο νέο, μόλις 51 ετών. Ωστόσο κι αυτός υπήρξε κι απρόσεχτος, αλλά τέλος πάντων. Στις 21 Αυγούστου, έπειτα τη νεκρώσιμη ακολουθία στην εκκλησία Σαιν-Φιλίπ-ντυ-Ρουλ, ενταφιάζεται στο νεκροταφείο Περ-Λασαίζ.
Ήταν ένας από τους πολυγραφότερους συγγραφείς όλων των εποχών. Πίστευε πως ήταν μεγαλοφυΐα, πως τα έργα του θα τον καθιέρωναν στον πνευματικό κόσμο όλης της Ευρώπης κι ότι η πένα θα του χάριζε μεγάλη περιουσία. Το τελευταίο ήτανε χαμένη ψευδαίσθηση. Έζησε πνιγμένος στα χρέη και δούλευε όλο και περισσότερο για ν’ απαλλαγεί απ’ αυτά. Εργαζόταν τουλάχιστον 18-20 ώρες το 24ωρο, καταναλώνοντας τεράστιες ποσότητες καφέ για να διατηρεί διαύγεια και καπνίζοντας αρειμανίως. Δημιούργησε 2.504 ήρωες και κατέκτησε το κοινό της εποχής.
Ο υποτυπώδης σκελετός των έργων που παρέδιδε στο τυπογραφείο, γινόταν αριστούργημα μέσα απ’ αλλεπάλληλες τυπογραφικές διορθώσεις, σημαδεμένες από χάος προσθηκών, διαγραφών κι αλλαγών. Φόβος και τρόμος των τυπογράφων, μπορούσε να γράψει βιβλίο σε 72 ώρες και να του δώσει την οριστική του μορφή, σε 60 άγρυπνες νύχτες. Όχι ιδιαίτερα καλός μαθητής, αλλά καταβρόχθισε τη σχολική βιβλιοθήκη και τις όποιες γνώσεις του περί νομικής, τις απέκτησεν εμπειρικά, σα βοηθός σε δικηγορικό γραφείο και στα 20 του κιόλας έπεισε τον πατέρα του πως δε θα γινότανε τίποτ’ άλλο, παρά μόνο συγγραφέας.
Καριτατούρα του, από τον Ναντάρ το 1850
“Κάθε γενιά είναι δράμα με 4-5 εκατομμύρια πρωταγωνιστές. Αυτό το δράμα είναι το βιβλίο μου!” είπε κάποτε. Το 1816 λοιπόν ο 17χρονος Ονορέ εγκαταλείπει τη Νομική στη Σορβόννη για μια φτωχική σοφίτα χάριν της συγγραφικής τέχνης. Πιστεύεται πως επέλεξε τον τίτλο του σ’ αντιδιαστολή με το έργο του Δάντη. Θεία Κωμωδία. Χαρακτηρίζεται η τεχνοτροπία του ως νατουραλιστική. (Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη natura που σημαίνει φύση, naturalismus = φυσιοκρατία, φυσικότητα. Είναι κάτι πιο πάνω από το ρεαλισμό. Οι νατουραλιστές παρατηρούνε και περιγράφουν ανθρώπους ψυχρά, αμέτοχα, όπως ένα αντικείμενο, ένα ζώο ή μια μηχανή).
Στο Παρίσι, πόλη 2.000.000 κατοίκων, δοκιμασμένη απ’ αλλεπάλληλες πολιτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις, η συγγραφή μπορούσε να προσφέρει χρήμα, δόξα, εξουσία. Στη γαλλική, πρώτη μεταξύ των γλωσσών, ενισχυμένη με το σφρίγος των νέων ιδεών του μετεπαναστατικού κόσμου, οι επιφυλλίδες είχαν απήχηση στο πλατύ κοινό, όπως σήμερα οι επιτυχημένες τηλεοπτικές σειρές. Χρειάστηκαν όμως αρκετά χρόνια ακατάβλητης προσπάθειας, γράφοντας μυθιστορήματα της σειράς χωρίς να τα υπογράφει καν ωσότου αγγίξει την επιτυχία. Στον σκληρό ανταγωνισμό, όπου όλα τα ρομαντικά θέματα είχαν αξιοποιηθεί, απέδωσε συστηματικά μιαν ολόκληρη κοινωνία, τους νόμους και τους αδυσώπητους μηχανισμούς της: χαρακτήρες από τον επιχειρηματικό, δημοσιογραφικό, καλλιτεχνικό κόσμο, άντρες και γυναίκες της αριστοκρατίας, παιδιά του δρόμου, παπάδες και γιατροί που εξομολογούν τις αμαρτίες του πνεύματος και της σάρκας, στη μεγαλούπολη ή στην επαρχία, διαπλέκονται μεταξύ τους σ’ άπειρους συνδυασμούς, αναλώνουν καθένας τη ζωή του στην ένταση των παθών. Ως τον αιφνίδιο θάνατό του στο αποκορύφωμα της δόξας, έγραψε συνολικά 91 μυθιστορήματα, 30 νουβέλες, 5 θεατρικά έργα: άμεσα, επίκαιρα, αποτελεσματικά, πείσανε τους αναγνώστες που πολλαπλασιάζανε τις πωλήσεις των εφημερίδων. Κι όλα τούτα σε χρονικό διάστημα 25 περίπου ετών.
Η κατοικία του στο Παρίσι, τώρα πια Μουσείο
Οι εξαντλητικές λεπτομέρειες απαιτούν όμως κι εξαντλητικό πρόγραμμα: Εξοπλισμένος με 20 ως και 50 φλιτζάνια καφέ και μπόλικα τσιγάρα, αφιερωνότανε καθημερινά 15 ώρες στη συγγραφή. Η μέρα ξεκινούσε στις 12 τα μεσάνυχτα, όταν ξυπνούσε, εφοδιαζόταν κι από τη 1 ως τις 8 ή κι αργότερα το πρωί έγραφε ακατάπαυστα. Τις υπόλοιπες ώρες διόρθωνε το ίδιο ασταμάτητα τα γραπτά του κι έτρωγε μεγάλες ποσότητες φαγητού. Πάντως πριν κοιμηθεί (στις 5 με 6 το απόγευμα) φρόντιζε να τρώει… ελαφριά, όσο ελαφριά μπορεί να ‘βλεπε με τη δική του σκοπιά τα γεύματά του, ο πολύς κύριος Μπαλζάκ.
Η εμμονή του με τη τελειότητα τον οδηγούσε πολλές φορές στο να επεμβαίνει ακόμα και στο στάδιο της έκδοσης των βιβλίων του για ν’ αλλάζει κομμάτια που δεν τα έβρισκε πια αψεγάδιαστα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της εμμονής του αυτής, είναι η ιστορία La Grande Bretèche, παραμελημένη από τις ελληνικές εκδόσεις, που βρίσκεται στην 1η ενότητα της Ανθρώπινης Κωμωδίας, ανάμεσα στις ιστορίες Το Μήνυμα κι Η Γρεναδιέρα. Εκδόθηκε 1η φορά το 1832 και πήρε τελική μορφή 13(!) χρόνια μετά, από 4 εκδόσεις κι αμέτρητες αλλαγές στη δομή της. Σ’ αυτό το έργο λοιπόν, ο γιατρός Μπιανσόν αφηγείται σ’ ένα κοσμικό σαλόνι ενώπιον καλεσμένων την πιο τρομερή ιστορία του ρεπερτορίου του, που λαμβάνει χώρα σ’ ένα παλιό, σκοτεινό σπίτι με πανύψηλες στέγες, εντελώς απομονωμένο, περίπου 100 βήματα από τη Βαντόμ, στις όχθες του Λίγηρα.
Μπούστο του από τον μεγάλο Ροντέν
Λίγο τα ακραία του ωράρια, λίγο τα άπειρα φλιτζάνια καφέ που είχε καταναλώσει μέχρι τότε και τα τσιγάρα, πεθαίνει 5 μήνες μετά το γάμο του, στις 18 Αυγούστου του 1850. Λίγες ώρες πιο πριν τον είχε επισκεφθεί στο σπίτι του ο Ουγκώ, που έπειτα στη κηδεία του εκφώνησε έναν εγκωμιαστικό λόγο, ακριβώς όπως άρμοζε: “Σήμερα βρίσκονται εδώ άνθρωποι ντυμένοι στα μαύρα λόγω του θανάτου του ταλαντούχου ανθρώπου ένα έθνος θρηνεί έναν ιδιοφυή άνδρα“.
Σε αυτόν τον ιδιοφυή άνδρα χρωστούν μερικοί από τους σήμερα θεωρούμενους ως κλασσικούς λογοτέχνες ευγνωμοσύνη: Φλωμπέρ, Μαρσέλ Προυστ, Χένρυ Τζέιμς κι Εμίλ Ζολά είναι λίγα ενδεικτικά ονόματα μεγάλων συγγραφέων που επηρεάστηκαν από αυτόν τον μέγιστο. Ποιά είναι όμως η συμβουλή του, του δημιουργού πάνω από 2.500 ηρώων, που έπλασε μεγάλους συγγραφείς; Μάλλον η εξής: “…πιάσ’ την αφήγηση τσάκισε τη όπως σπας τα κόκαλα ενός κοτόπουλου και μετά άστην εκεί, τσακισμένη, σπασμένη“.
Φανατικοί, σήμερα ακόμη διαβάζουν και ξαναδιαβάζουν τα έργα του στο σύνολό τους, βυθίζονται στον πλασματικό του κόσμο αποκομίζοντας εμπειρία και πληροφορίες, μολονότι τα θέματά του κρίθηκαν συχνά παρατραβηγμένα, προσβλητικά για τα χρηστά ήθη: η απουσία του καλού φάνταζε περισσότερο ακόμη καθώς προέκυπτε άδηλα από τα γεγονότα. Για ένα διάστημα τα έργα του θεωρούνταν εμπορικά, ελαφριά κι υποδεέστερης σημασίας. Σήμερα έχει κατακτήσει τη θέση που ονειρευόταν στο πάνθεο της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η Ανθρώπινη Κωμωδία του, θεωρείται άξια εκπρόσωπος του λογοτεχνικού ρεαλισμού, βαθειά και με ζωντανά χρώματα, τοιχογραφία, που περιγράφει ανθρώπινους χαρακτήρες κι αδυναμίες που ξεπερνούνε την εποχή του.
Άγαλμά του πάλι από το Ροντέν
ΡΗΤΑ:
Όλα φτάνουν στην ώρα τους για εκείνους που ξέρουν να περιμένουν.
Αξίζει περισσότερο να πολεμάς αδιάκοπα με τους άνδρες, παρά να πολεμάς με τη γυναίκα σου.
Ένας γέρος είναι κάποιος που έχει φάει και βλέπει τους άλλους να τρώνε.
Για μια γυναίκα είναι πολύ καλλίτερο να υπακούει σ’ έναν άντρα με ταλέντο, παρά να τραβάει από τη μύτη έναν ηλίθιο.
Μια γυναίκα δίνει πιο γρήγορα τον κώλο της παρά την καρδιά της.
Δεν υπάρχει αυτό που λένε μεγάλο ταλέντο χωρίς μεγάλη δύναμη θέλησης.
Η πραότητα και η υπακοή είναι τα πιο ισχυρά όπλα της γυναίκας.
Ο εγωισμός είναι το δηλητήριο της φιλίας.
Όσο περισσότερο επικρίνεις, τόσο λιγότερο αγαπάς.
Στον έρωτα, όπως και στο κυνήγι, η πραγματική ευχαρίστηση είναι στο καρτέρι.
Οι γενναίοι άντρες είναι κακοί έμποροι
Να απελευθερώσεις μια γυναίκα σημαίνει να τη διαφθείρεις.
Η γυναίκα στον έρωτα μοιάζει με τη λύρα, που δεν φανερώνει τα μυστικά της, παρά μονάχα σ’ εκείνον που ξέρει να τη χειρίζεται καλά.
Η συνείδηση αγαπητέ μου είναι ένα ραβδί που παίρνει ο καθένας για να βαρέσει τον γείτονά του, αλλά που δεν χρησιμοποιεί ποτέ για τον εαυτό του.
Ένας εραστής μαθαίνει σε μια γυναίκα όλα όσα της κρύβει ο σύζυγός της.
Η ελευθερία που δόθηκε σε έναν διεφθαρμένο λαό είναι παρθένα που δόθηκε στους ακόλαστους.
Για τους ηλίθιους, το κενό μοιάζει με βάθος. Για τον αμαθή το βάθος είναι ασύλληπτο. Έτσι εξηγείται ο θαυμασμός των ανθρώπων για όλα όσα δεν καταλαβαίνουν.
Όλη η ανθρώπινη δύναμη αποτελείται από υπομονή και χρόνο.
Οι εφημερίδες είναι το μπουρδέλο της σκέψης.
Οι γυναίκες δεν θέλουν ποτέ να ζητιανεύετε τον έρωτά τους.
Οι βασιλιάδες και οι γυναίκες θεωρούν ότι όλα όσα γίνονται οφείλονται σ’ αυτούς.
Η ευημερία φέρνει μαζί της μια έξαψη, στην οποία οι κατώτεροι άνθρωποι ποτέ δεν αντιστέκονται.
Η κοινωνία, περισσότερο μητρυιά παρά μητέρα, λατρεύει εκείνα τα παιδιά της που κολακεύουν τη ματαιοδοξία της.
Λίγοι άνθρωποι ανεβαίνουν στην εκτίμησή μας αν τους εξετάσουμε από πολύ κοντά.
Όλη η ανθρωπότητα είναι πάθος. Χωρίς πάθος, η θρησκεία, η ιστορία, τα μυθιστορήματα, η τέχνη δεν θα υπήρχαν.
Πρέπει πάντα να κάνει κανείς καλά αυτό που κάνει, ακόμα κι αν είναι τρέλα.
Οι γυναίκες τα γνωρίζουν όλα από ένστικτο.
Οι παράνομοι έρωτες είναι ανεκτοί απ’ τη σημερινή κοινωνία, όσο δεν αποκαλύπτονται. Απαράλλακτα, όπως με τη κλεψιά στην αρχαία Σπάρτη.
Ο εραστής πάντα σκέφτεται πρώτα την ερωμένη του και μετά τον εαυτό του. Ένας σύζυγος κάνει το αντίθετο.
Η δυστυχία είναι ένα σκαλοπάτι για τον έξυπνο άνθρωπο, μια κολυμβήθρα για το χριστιανό, ένας θησαυρός για τον ικανό και μια άβυσσος για τον αδύναμο.
Δεν πρέπει να ‘σαι ούτε τρελός ούτε να προσπαθείς να ξεγελάσεις αυτή που φλερτάρεις. Μην μεγαλώνεις εκείνο που μόλις αισθάνεσαι. Μην παίρνεις μια υποκριτική γλύκα με μερικές ρομαντικές φράσεις.
Αν μιλάς συνέχεια μόνο εσύ, τότε θα έχεις πάντα δίκιο.
Όσο πιο πολύ κρατάει η αντίσταση, τόσο πιο δυνατή γίνεται η φωνή του έρωτα.
Ένας άνθρωπος είναι πολύ ισχυρός όταν ομολογεί την αδυναμία του.
Ο έρωτας μοιάζει με τον αέρα. Δεν ξέρουμε ποτέ από πού μπορεί να μας έρθει.
Το μυστικό των μεγάλων περιουσιών χωρίς προφανή αιτία είναι ένα έγκλημα που έχει ξεχαστεί, επειδή έχει γίνει σωστά.
Οι περισσότεροι άνθρωποι της δράσης πιστεύουν στη μοίρα και οι περισσότεροι άνθρωποι της σκέψης πιστεύουν στη πρόνοια.
Ο χρόνος είναι το μόνο κεφάλαιο των ανθρώπων που η μοναδική τους περιουσία είναι η ευφυΐα τους.
Ο πειρασμός δεν είναι αμαρτία. Η κακία έγκειται στο να νικηθεί κανείς απ’ αυτόν.
Η μετάνοια είναι το τελευταίο αμάρτημα των γυναικών.
Πρέπει να εισβάλεις μέσα στη μάζα των ανθρώπων σαν μπάλα κανονιού ή να γλυστράς σαν πανούκλα. Η τιμιότητα είναι άχρηστη.
Οι γυναίκες μόνο όταν φθάσουν στο φθινόπωρο του βίου τους γνωρίζουν πώς να κάνουν τους άντρες ευτυχισμένους.
Αν ο Τύπος δεν υπήρχε, δεν θα έπρεπε να τον εφεύρουμε.
Η αγάπη δεν είναι μόνο συναίσθημα, είναι και τέχνη.
Το να ψάχνεις την ηδονή, δεν σημαίνει ότι έχεις βρει ήδη την πλήξη;
Τον θέλεις να είναι περισσότερο άντρας; Προσπάθησε να είσαι περισσότερο γυναίκα.
Η ισότητα μπορεί να είναι δικαίωμα, αλλά καμιά δύναμη στη γη δεν θα την κάνει γεγονός.
Τα τρία πιο όμορφα θεάματα σ’ αυτόν τον κόσμο είναι ένα πλοίο με όλα τα πανιά του ανοιχτά, ένα άλογο που καλπάζει και μια γυναίκα που χορεύει.
Η ζωή είναι ένα ρούχο. Όταν είναι λερωμένο το καθαρίζουμε, όταν τρυπήσει το μπαλώνουμε, αλλά μένει κανείς ντυμένος όσο πιο πολύ μπορεί.
Η συνείδηση είναι ένας αλάνθαστος κριτής, όταν δεν την έχουμε μπορεί ακόμα και να σκοτώσει.
Οι λαοί έχουν σαν είδωλο την ελευθερία. Αλλά πού βρίσκεται πάνω στη γη ένας λαός ελεύθερος;
Όταν επιτίθεσαι σε κάτι που βρίσκεται στον ουρανό, ο στόχος σου πρέπει να είναι ο θεός.
Να αγαπάς και να είσαι ευτυχισμένος, αυτό είναι το μεγαλύτερο θαύμα του κόσμου.
Όταν μια γυναίκα αγαπάει, συγχωρεί τα πάντα, ακόμα και τα εγκλήματά μας. Όταν δεν μας αγαπάει, δεν της αρέσει τίποτα πάνω μας, ούτε καν οι αρετές μας.
Ο έρωτας είναι μια αθώα πηγή που βγαίνει από την κοίτη της τη στρωμένη με κάρδαμο, λουλούδια και χαλίκια, που πότε ποτάμι και πότε ποταμός, αλλάζει όψη και φύση σε κάθε του κύμα και ρίχνεται σ’ ένα απροσμέτρητο ωκεανό, όταν τα μικρά πνεύματα βλέπουν τη μονοτονία, όταν οι μεγάλες ψυχές βυθίζονται στην άβυσσο αδιάκοπων στοχασμών.
Η δόξα είναι δηλητήριο, γι’ αυτό πρέπει να την παίρνουμε σε μικρές δόσεις.
Μια ολόκληρη ζωή υπάρχει μέσα στον έρωτα μιας ώρας.
Η γραφειοκρατία είναι μια τεράστια μηχανή, την οποία θέτουν σε κίνηση οι πυγμαίοι.
Ο έρωτας μοιάζει με την αναπνοή. Δεν μπορείς μόνο να εκπνέεις χωρίς να εισπνέεις. Αν σταματήσει η εισπνοή, αν δεν γίνει η ανταπόδοση του αισθήματος, χάνεται η αναπνοή, χάνεται ο έρωτας.
Η άμιλλα ενθαρρύνει προς μίμηση θαυμαστών πράξεων.
Η καρδιά μας είναι ένα θησαυροφυλάκιο. Αν το αδειάσουμε ξαφνικά, καταστρεφόμαστε. Ο κόσμος δεν συγχωρεί όποιον δείχνει ένα βαθύ αίσθημά του, όπως δεν συγχωρεί και όποιον δεν έχει δεκάρα.
Οι γυναίκες πάντα φοβούνται τα πράγματα που πρέπει να μοιράζονται.
Είναι εύκολο να κάθεσαι και να κάνεις παρατηρήσεις. Αυτό που είναι δύσκολο είναι να σηκωθείς και να αναλάβεις δράση.
Η αστυνομία κι οι Ιησουΐτες έχουν την αρετή να μην εγκαταλείπουν ποτέ ούτε τους εχθρούς τους ούτε τους φίλους τους.
Οι ερωτευμένοι δεν υποψιάζονται τίποτα ή τα υποψιάζονται όλα.
Ζεις μονάχα μια φορά.
Ο χρόνος είναι το μόνο κεφάλαιο των ανθρώπων που η μοναδική τους περιουσία είναι η ευφυΐα τους.
Όταν οι νόμοι γίνονται δεσποτικοί, τα ήθη χαλαρώνουν κι αντιστρόφως.

Μπούστο του στο κοιμητήρι Πιερ Λασαίζ από τον Περ Ανζέ
ΕΡΓΑ:
Adieu
Albert Savarus
Αlkahest
Αmour masqué.
Analytical Studies
Annette et le criminel (Argow le pirate)
Another Study of Woman
Atheist’s Mass
At the Sign of the Cat and Racket
Ball at Sceaux
Beatrix (Μπεατρίξ)
Brotherhood of Consolation
Bureaucracy
Catherine De Medici
Celibates
Chef d’oeuvre inconnu
Chouans (Οι Σουάνοι)
Christ in Flanders (Ο Ιησούς Χριστός Στη Φλάνδρα)
Clotilde de Lusignan ή le beau juif (Κλοτίλδη Ντε Λουζινιάν ή Ο Ωραίος Εβραίος)
Collection of Antiquities
Colonel Chabert (Ο Συνταγματάρχης Σαμπέρ)
Comédie humaine (Ανθρώπινη Κωμωδία)
Commission in Lunacy
Contes bruns
Contes Français
Country Doctor (Επαρχιακός Γιατρός)
Cousine Bette (Η Εξαδέλφη Μπέττα)
Cousin Pons (Ο Εξάδελφος Πονς)
Cromwell (Κρόμγουελ)
Dans les parents pauvres (Οι Φτωχοί Συγγενείς)
Daughter of Eve (H Kόρη Της Εύας)
Deputy of Arcis
Deserted Woman (Η Εγκαταλελειμένη Γυναίκα)
Distinguished Provincial at Paris (Ο Επαρχιώτης Στο Παρίσι)
Domestic Peace
Don Gigadas
Drama on the Seashore
Droll Stories
Eugénie Grandet (Ευγενία Γκραντέ)
Duchesse of Langeais
Elixir of Life (Το Ελιξήριο Ζωής)
Episode under the Terror (Ένα Επεισόδιο Την Εποχή Της Τρομοκρατίας)
Eve and David (Εύα & Δαυίδ)
Exiles
Fac-simile Code des gens honnêtes ou L’art de ne pas être dupe des fripons
Facino Cane
Falthurne
Father Goriot (Mπαρμπα-Γκοριό)
Femme de trente ans (Τριαντάχρονη Γυναίκα)
Ferragus, chef des Dévorants
Firm of Nucingen
Folk-Tales of Napoleon
Gambara
Gaudissart
Girl with the Golden Eyes (Το Κορίτσι Με Τα Χρυσά Μάτια)
Gobseck (Γκομπσέκ)
Grande Breteche
Grenadiere (Η Γρεναδιέρα)
Große und kleine Welt
Hated Son
The Gondreville Mystery
Honorine
Illusions perdues (Χαμένa Όνειρα)
Illustrious Gaudissart
International Short Stories
Jealousies of a Country Town
Jean-Louis ή la Fille trouvée (Ζαν-Λουί ή Η Έκθετη Κόρη)
Juana
L’Excommunié
L’Héritière de Birague (H Κληρονόμος Του Μπιράγκ)
La Marâtre (Η Μητρυιά)
La Dernière Fée ή la nouvelle lampe merveilleuse
La Rabouilleuse (Η Ραμπουγέζα)
La Fausse Maitresse
La vieille fille (Η Γεροντοκόρη)
Le Centenaire ou les Deux Beringheld
Le chef-d’ oeuvre inconnu (Το Άγνωστο Αριστούργημα)
Le curè de village (Ο Εφημέριος Του Χωριού)
Le Droit d’aînesse et une Histoire impartiale des jésuites (Περί Δικαίου Πρωτοτοκίας, Αντικειμενική Ιστορια Ιησουϊτών)
Le Vicaire des Ardennes (Ο Εφημέριος Των Αρδεννών)
Les Deux poètes (Οι Δυο Ποιητές)
Les Paysans (Oι Χωριάτες)
Les rivalités (Οι Αντιζηλίες)
Lesser Bourgeoisie
Letters to Madame Hanska, (born Countess Rzewuska, afterwards Madame, 1833-1846)
Library of the World’s Best Mystery and Detective Stories
Lords of the Housetops: Thirteen Cat Tales
Louis Lambert (Λουί Λαμπέρ)
Le Lys dans la vallée (To Kρίνο Στη Κοιλάδα)
Madame Firmiani
Magic Skin (Το Μαγικό Δέρμα)
Maison du Chat-qui-pelote
Maitre Cornelius
Man of Business
Marriage Contract (Συμβόλαιο Γάμου)
Massimilla Doni (Μασσιμίλλα Ντόνι)
Melmoth Reconciled (Ο Μελμόθ Συμφιλιώνεται)
Mémoires de deux jeunes mariées (Αναμνήσεις Δυο Νεόνυμφων Γυναικών)
Mercadet
Message
Modeste Mignon (Μοντέστ Μινιόν)
Muse of the Department
Napoleon of the People
Old Maid
Pamela Giraud
Parisians in the Country
Passion in the Desert
Petty Troubles of Married Life
Physiology of Marriage
Pierre Grassou
Pierrette
Poor Relations
Prince of Bohemia
Purse
Recruit
Red Inn
Resources of Quinola
Rise and Fall of Cesar Birotteau (Καίσαρας Μπιροττώ)
Rue de Paris et son habitant
Sarrasine
Scenes from a Courtesan’s Life (Οι Εταίρες Του Παρισιού)
Scènes de la vie de province (Σκηνές Επαρχιακής Ζωής)
Scènes de la vie militaire (Σκηνές Στρατιωτικής Ζωής)
Scènes de la vie privée (Σκηνές Ιδιωτικής Ζωής)
Second Home
Secrets of the Princesse de Cadignan
Seraphita (Σεραφίτα)
Sons of the Soil
Splendeurs et miseres des courtisanes (Μεγαλεία & Δυστυχίες Των Εταιρών)
Start in Life
Sténie ή les erreurs philosophiques (Στενί ή Φιλοσοφικά Σφάλματα)
Study of a Woman
Thirteen
Traité des excitants modernes (Πραγματεία Περί Των Νεώτερων Διεγερτικών)
Un grand homme de province à Paris (Μεγάλος Άντρας Της Επαρχίας Στο Παρίσι)
Un tenebreuse affaire (Μια Σκοτεινή Υπόθεση)
Unconscious Comedians
Ursula
Vautrin: A Drama in Five Acts
Vendetta (Βεντέττα)
Verdugo (Βερδούγο)
Vicar of Tours
Wann-Chlore
Z. Marcas
——————————————————
Το Κορίτσι Με Τα Χρυσά Μάτια
(απόσπασμα)
παριζιΑνικες φυσιογνωμΙες
Εν’ από τα θεάματα που προκαλούνε το μεγαλύτερο τρόμο είναι σίγουρα η γενική όψη του παριζιάνικου πληθυσμού, ενός πληθυσμού απωθητικού, κάτισχνου, κιτρινάρη, στεγνού. Μήπως εξάλλου το Παρίσι δεν είναι ένας απέραντος κάμπος που σειέται διαρκώς από θύελλα συμφερόντων και παραδέρνει κει πλήθος ανθρώπων, που ο θάνατος τους θερίζει με μεγαλύτερη συχνότητα απ’ οπουδήποτε αλλού, -που ξαναγεννιούνται, πάντα εξίσου άφθονοι, με πρόσωπα διαστρεβλωμένα, παραμορφωμένα, που αποπνέουν από κάθε πόρο τις σκέψεις, τις λαχτάρες, τα φαρμάκια που εγκυμονεί ο εγκέφαλός τους ή μάλλον, δεν είναι πρόσωπα, είναι προσωπεία, προσωπεία αδυναμίας, δύναμης, αθλιότητας, προσωπεία χαράς, προσωπεία υποκρισίας, όλα εξουθενωμένα, όλα χαραγμένα από ανεξίτηλα ίχνη ξέπνοης απληστίας. Τι γυρεύουν οι άνθρωποι αυτοί; Χρυσάφι ή την ηδονή;
Μερικές παρατηρήσεις πάνω στη ψυχή του Παρισιού, ίσως να δώσουν μιαν εξήγηση για τη νεκρική όψη του πληθυσμού του, που μονάχα δυο ηλικίες έχει: τα νιάτα ή τα έσχατα γερατειά, -νιάτα χλωμά κι άχρωμα, γερατειά φτιασιδωμένα, σε μια προσπάθεια να παραστήσουνε τα νιάτα. Βλέποντας αυτό το λαό που μοιάζει ν’ αποτελείται από εκταφιασμένα πτώματα, οι ξένοι που δεν έχουνε καμιάν υποχρέωση να εμβαθύνουνε στα πράματα, νιώθουνε στην αρχή μιαν αίσθηση αηδίας για τη πρωτεύουσα, απέραντον εργαστήρι κατασκευής απολαύσεων, όπου, όμως, δεν αργούν να παγιδευτούν, μ’ αποτέλεσμα να μένουνε και να εκφυλίζονται οικειοθελώς κι οι ίδιοι.
Λίγα λόγια αρκούνε για να δώσουν μιαν ιατρικήν εξήγηση στο σχεδόν κολασμένο χρώμα των παριζιάνικων φυσιογνωμιών. Γιατί το Παρίσι δε το βαφτίσανε κόλαση μόνο γι’ αστείο, -να ‘στε σίγουροι πως η λέξη αυτή εκφράζει την αλήθεια. Εκεί τα πάντα καπνίζουνε, καίγονται, τα πάντα λάμπουνε, βράζουνε, τα πάντα κορώνουν, εξατμίζονται, σβήνουνε, ξανανάβουν, αστράφτουνε, σπινθηρίζουνε και καταστρέφονται. Ποτέ, σε καμιά χώρα, η ζωή δεν υπήρξε πιο έντονη, αλλά ούτε και πιο οδυνηρή. Η κοινωνία αυτή, που βρίσκεται συνεχώς σε κατάσταση τήξης μετά την ολοκλήρωση του κάθε έργου, μοιάζει να σκέφτεται: “Ας περάσουμε στο επόμενο!”, -όπως η φύση. Κι ακριβώς όπως η φύση, ασχολείται μ’ έντομα, με λουλούδια εφήμερα, με πράγματα ευτελή και πρόσκαιρα και πετά φωτιές και φλόγες από τον αστείρευτο κρατήρα της. Ίσως πριν αναλύσουμε τις αιτίες που κάνουν τη κάθε κατηγορία του ξύπνιου και δραστήριου αυτού έθνους να ξεχωρίζει, πρέπει να επισημάνουμε τη γενικήν αιτία π’ αποχρωματίζει τ’ άτομα, τα κάνει λίγο ή πολύ, ωχρά, μπλάβα ή καφετιά.
Επειδή ενδιαφέρεται για τα πάντα ο Παριζιάνος, καταλήγει να μην ενδιαφέρεται για τίποτε. Κανέν αίσθημα δε δεσπόζει στο φθαρμένο από τη τριβή, πρόσωπό του, που γίνεται γκρίζο σα τον γύψο των σπιτιών όπου κατακάθεται η σκόνη κι η καπνιά. Πραγματικά, αδιαφορώντας τη προηγούμενη, γι’ αυτό που θα τον μεθύσει την επόμενη, ο Παριζιάνος ζει σα παιδί, όποια κι αν είν’ η ηλικία του. Γκρινιάζει ή αδιαφορεί για τα πάντα, ανέχεται, ξεχνά ή θέλει τα πάντα, τα δοκιμάζει όλα και τ’ αντιμετωπίζει με πάθος ή τα παρατά δίχως δεύτερη σκέψη, -τους βασιλιάδες του, τις κατακτήσεις, τη δόξα του, τα είδωλά του, χάλκινα ή γυάλινα- όπως πετά τις κάλτσες του, τα καπέλα και τη περιουσία του. Στο Παρίσι, κανέν αίσθημα δεν αντιστέκεται στον χείμαρρο των γεγονότων, η ορμή τους παρασύρει τους ανθρώπους σ’ έναν αγώνα που χαλαρώνει τα πάθη: ο έρωτας εδώ είναι μονάχα πόθος και το μίσος ιδιοτροπία- δεν υπάρχει αληθινός συγγενής πέρ’ από το χαρτονόμισμα των χιλίων φράγκων, άλλος φίλος από τον ενεχυροδανειστή. Αυτή η γενική αδιαφορία έχει τους καρπούς της. Και στο σαλόνι και στο δρόμο, κανείς δε περισσεύει, κανείς δεν είν’ απόλυτα χρήσιμος, αλλ’ ούτε κι απόλυτα βλαβερός, -τόσον οι ανόητοι ή οι απατεώνες, όσο κι οι έξυπνοι ή οι τίμιοι άνθρωποι. Στο Παρίσι υπάρχει ανοχή για όλα, για τη κυβέρνηση και τη γκιλοτίνα, για τη θρησκεία και τη χολέρα. Πάντα θα ‘στε ευπρόσδεκτοι εδώ, άν όμως λείψετε, κανείς δε θα σας αναζητήσει. Είναι μια χώρα δίχως ήθη, δίχως αρχές, δίχως κανέν αίσθημα κι ωστόσο, απ’ αυτή ξεκινούνε και σ’ αυτή καταλήγουν όλα τα αισθήματα, όλες οι αρχές κι όλα τα ήθη. Ποιες είναι λοιπόν οι δυνάμεις που την εξουσιάζουν; Το χρυσάφι κι η ηδονή! Χρησιμοποιήστε τις δυο αυτές λέξεις για να φωτίσετε το δρόμο σας και διασχίστε το μεγάλο, γύψινο κλουβί, αυτή τη κυψέλη με τα μαύρα αυλάκια, ακολουθήστε τους μαιάνδρους της σκέψης που τη κινεί, την αναδεύει, την οργώνει. Κοιτάξτε γύρω σας. Εξετάστε πρώτα τους ανθρώπους που δεν έχουν τίποτα.
Κοιτάξτε τον εργάτη, τον προλετάριο, τον άνθρωπο που δουλεύει με τα πόδια του, τα χέρια, τη γλώσσα, τη πλάτη και τα μπράτσα του, τα πέντε δάχτυλα του για να ζήσει. Ενώ είν’ ο πρώτος που θα ‘πρεπε να κάνει οικονομία στις ζωτικές του δυνάμεις, τις σπαταλά, ζεύει τη γυναίκα του σε κάποιο μηχάνημα, εκμεταλλεύεται το παιδί του καρφώνοντάς το σε κάποιο γρανάζι. Ο κατασκευστής, το δευτερεύον κινητήριο νήμα ενός λαού που με τα βρώμικα χέρια του πλάθει κι επιχρυσώνει τις πορσελάνες, ράβει τα κοστούμια και τα φορέματα, χτυπά το σίδερο, σκαλίζει το ξύλο, δένει το ατσάλι, υφαίνει το λινάρι, στιλβώνει τους μπρούντζους, στολίζει τα κρύσταλα, κατασκευάζει ψεύτικα λουλούδια, πλέκει το μαλλί, γυμνάζει τ’ άλογα, κεντά τα χαλινάρια και τα σιρίτια, κόβει το χαλκό, βάφει τ’ αμάξια, κλαδεύει τις γέρικες φτελιές, περνά το μπαμπάκι στον ατμό, φτιάχνει τα τούλια, κόβει το διαμάντι, γυαλίζει τα μέταλλα, μεταμορφώνει το μάρμαρο σε φύλλα, ταγιάρει τους πολύτιμους λίθους, εξωραΐζει τη σκέψη, χρωματίζει, ασπρίζει και μαυρίζει τα πάντα, ε λοιπόν, ο μεσάζων αυτός ήρθε να υποσχεθεί σ’ ένα κόσμο ιδρώτα και θέλησης, σπουδής κι υπομονής, πλούσιο μεροκάματο, είτε στ’ όνομα των ιδιοτροπιών της πόλης, είτε με τη φωνή του τέρατος που ονομάζεται Κερδοσκοπία. Τότε οι τετράχειρες αυτοί βάλθηκαν να ξαγρυπνούν, να υποφέρουν, να δουλεύουν, να βλαστημάνε, να μένουν νηστικοί, να περπατούν. Όλοι εξουθενώνονται για να κερδίσουνε το χρυσάφι -τους μαγεύει. Κι ύστερα, αδιαφορώντας για το μέλλον, γυρεύοντας άπληστα την ηδονή, υπολογίζοντας στη δύναμη των χεριών τους όπως ο ζωγράφος στη παλέτα του, σκορπούν, κάθε Δευτέρα, μεγιστάνες της μιας μέρας, το χρήμα τους στα καπηλειά που ζώνουνε τη πόλη με μια ζώνη βορβόρου, τη ζώνη της πιο ξεδιάντροπης Αφροδίτης που αδιάκοπα τη λύνει και τη δένει ξανά κι όπου χάνεται, όπως στα χαρτοπαίγνια, η περιουσία ενός λαού, που τόσον αχαλίνωτος είναι στην ηδονή του, όσο πειθαρχημένος είναι στη δουλειά του. Πέντε μέρες, λοιπόν, καμιάν ανάπαυση για τον εργατικό πληθυσμό! Παραδίνεται σε δραστηριότητες που τονε κάνουν να χάνει την ευκινησία του να χοντραίνει, ν’ αδυνατίζει, να χλομιάζει, αλλά και να ξεσπά σε χίλια αναβλύσματα δημιουργικότητας. Ύστερα, στη προσπάθεια του να διασκεδάσει και να χαλαρώσει, καταφεύγει σε μια κουραστικήν ακολασία, απ’ όπου αναδύεται μελανός από τα χτυπήματα στους καβγάδες, ωχρός από το μεθύσι ή κίτρινος από τη βαρυστομαχιά και μ’ όλο που η διασκέδαση κι η ξεκούραση διαρκούνε μονάχα δυο μέρες, κλέβουνε το αυριανό ψωμί, τη βδομαδιάτικη σούπα, τα φορέματα της γυναίκας, τις πάνες των παιδιών που περιφέρονται ρακένδυτα. Οι άντρες αυτοί, που δίχως αμφιβολία γεννηθήκανε για να ‘ν’ ωραίοι, γιατί κάθε πλάσμα έχει τη δική του ομορφιά, υποτάχθηκαν από τα μικράτα τους στις διαταγές της δύναμης, στη βασιλεία του σφυριού, του σκαρπέλου, του αργαλιού και δεν αργήσαν να βουτηχτούνε στο θειάφι. Μήπως εξ άλλου ο Ήφαιστος, με την ασχήμια και τη δύναμή του, δεν είναι το σύμβολο του άσχημου και δυνατού αυτού έθνους, που ‘ν’ υπέροχο στη μηχανική του επιτηδειότητα, υπομονετικό όταν θέλει, τρομερό μια μέρα τον αιώνα, εύφλεκτο σα το μπαρούτι, ψημένο από το ρακί για ν’ ανάψει τη πυρκαγιά της επανάστασης, αρκετά πνευματώδες, τέλος, ώστε να παίρνει φωτιά με μια παραπειστική λέξη που γι’ αυτό πάντα σημαίνει: χρυσάφι κι ηδονή! Συμπεριλαμβάνοντας όλους εκείνους που απλώνουνε το χέρι για μιαν ελεημοσύνη, για νόμιμα μεροκάματα και για τα πέντε φράγκα που δίνονται σ’ όλα τα είδη της παριζιάνικης πορνείας, για κάθε χρήμα καλά ή κακά κερδισμένο, ο λαός αυτός μετρά τρακόσιες χιλιάδες άτομα. Δίχως τα καπηλειά, δε θ’ ανατρεπότανε κάθε Τρίτη η κυβέρνηση; Ευτυχώς τη Τρίτη, ο λαός είναι αποχαυνωμένος, προσπαθεί να συνέλθει από το ξενύχτι, δεν έχει πια δεκάρα και ξαναγυρίζει στη δουλειά, στο ξερό ψωμί, ερεθισμένος από μιαν ανάγκη υλικής παραγωγικότητας που του γίνεται δεύτερη φύση. Ωστόσο, έχει φαινόμενα υποδειγματικής αρετής, άξιους άντρες, άγνωστους Ναπολέοντες, που ‘ν’ αντιπροσωπευτικοί των ικανοτήτων του όταν ανάγονται στη πιο ψηλή κοινωνική τους δύναμη σ’ ένα είδος ύπαρξης που η πνευματική κι η σωματική δραστηριότητα συνδυάζονται λιγότερο για να δώσουνε χαρά και περισσότερο για ν’ αμβλύνουνε την επίδραση του πόνου.
Τυχαίνει ένας εργάτης να ‘ν’ οικονόμος, προικισμένος με την ικανότητα της σκέψης. Κοιτάζει το μέλλον, γνωρίζει μια γυναίκα, γίνεται πατέρας κι έπειτα από μερικά χρόνια σκληρών στερήσεων, ξεκινά μια μικρήν επιχείρηση ψιλικών, νοικιάζει ένα μαγαζί. Αν ούτ’ αρρώστια, ούτε κάποιο βίτσιο, φέρουν εμπόδια στο δρόμο του, αν ευημερήσει, ορίστε με λίγα λόγια, η ζωή που φυσιολογικά, τονε περιμένει.
Πρώτα χαιρετίστε αυτόν τον βασιλιά της παρισινής κίνησης, που υπέταξε τον χρόνο και τον χώρο. Ναι χαιρετίστε το πλάσμα το φτιαγμένο από νίτρο κι αέριο, που τις νύχτες φροντίζει ανελλιπώς να δώσει παιδιά στη Γαλλία και τη μέρα κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για την υπηρεσία, τη δόξα και την ευχαρίστηση των συμπολιτών του. Ο άνθρωπος αυτός έχει να λύσει ένα πολύπλευρο πρόβλημα: πρέπει να φανεί συνεπής στις υποχρεώσεις του απέναντι στην αξιολάτρευτη γυναίκα του, την οικογένειά του, τον “Συνταγματικό” (Σημ. Le Constitutionnel: εφημερίδα της τότε εποχής, της φιλελεύθερης αστικής τάξης), το γραφείο του, την Εθνοφρουρά (Σημ. από το 1830 κι έπειτα, όλοι οι πολίτες ήταν υποχρεωμένοι να υπηρετήσουν ένα διάστημα στην Εθνοφρουρά), την Όπερα και τον Θεό ταυτόχρονα. Με τέτοιο τρόπον όμως, ώστε να μετατρέψει σε μετρητά, τον Συνταγματικό, το γραφείο, την Όπερα, την Εθνοφρουρά, τη γυναίκα και τον Θεό. Τέλος, χαιρετίστε έναν άψογο πολυθεσίτη. Στο πόδι κάθε πρωΐ από τις πέντε, διασχίζει πετώντας σχεδόν την απόσταση που χωρίζει τη κατοικία του από την οδό Μονμάρτρ. Ό,τι καιρό κι αν κάνει, με αγέρα ή βροχή, χιόνι ή καταιγίδα, θα βρεθεί στον Συνταγματικό και θα περιμένει το φορτίο των εφημερίδων, αφού έχει αναλάβει τη διανομή τους. Παραλαμβάνει άπληστα τη πολιτική αυτή τροφή, τη παίρνει και φεύγει. Στις εννιά, βρίσκεται πίσω στους κόλπους της οικογένειάς του, χαριτολογεί με τη γυναίκα του, της κλέβει ένα φιλί, απολαμβάνει ένα φλιτζάνι καφέ ή μαλώνει τα παιδιά του. Στις δέκα παρά τέταρτο, εμφανίζεται στο δημαρχείο. Εκεί στημένος στο κάθισμά του, σα παπαγάλος στο ξύλο του, τυλιγμένος στη ζεστασιά που του προσφέρει ο Δήμος, καταγράφει ως τις τέσσερις, δίχως να τους χαρίσει ούτε δάκρυ ούτε χαμόγελο, τους θανάτους και τις γεννήσεις ενός ολάκερου διαμερίσματος. Η ευτυχία κι η δυστυχία της γειτονιάς περνά από τη μύτη της πένας του, όπως το πνεύμα του Συνταγματικού ταξίδευε προηγουμένως πάνω στους ώμους του. Τίποτα δε τονε βαραίνει! Προχωρεί πάντα ίσια μπροστά, βρίσκει προκατασκευασμένο τον πατριωτισμό του στην εφημερίδα του, δεν αντιμιλά σε κανένα, φωνάζει ή χειροκροτεί μαζί μ’ όλους τους άλλους και ζει σα το χελιδόνι. Μια κι η υπηρεσία του απέχει μόλις δυο βήματα από την εκκλησία της ενορίας του, έχει τη δυνατότητα, σε περίπτωση κάποιας σημαντικής τελετής, ν’ αφήσει στο πόδι του ένα κατώτερο υπάλληλο και να πάει να ψάλει ένα ρέκβιεμ στα λατινικά, με τη χορωδία της εκκλησίας. Και της χορωδίας αυτής, Κυριακές και γιορτές, αποτελεί το πιο όμορφο στολίδι και φωνή πιο επιβλητική δεν υπάρχει, όταν στραβώνει μ’ όλη του τη δύναμη το μεγάλο του στόμα, βροντοφωνάζοντας ένα χαρούμενον Αμήν. Είναι ψάλτης. Ελεύθερος στις τέσσερις από την επίσησην υπηρεσία του, εμφανίζεται για να σκορπίσει χαρά κι ευθυμία στους κόλπους του που γνωστού καταστήματος στη Σιτέ (Σημ. το ένα από τα δυο νησάκια στο Σηκουάνα, στο κέντρο του Παρισιού). Τυχερή η γυναίκα του, γιατί δε προλαβαίνει να τη ζηλέψει. Είναι άνθρωπος της δράσης μάλλον, παρά των αισθημάτων. Έτσι, μόλις φτάνει, αρχίζει τα πειράγματα με τις πωλήτριες, που με τα ζωηρά τους μάτια προσελκύουν άφθονους πελάτες. Θεωρεί απόλαυση να βρίσκεται ανάμεσα στα στολίδια, τα μαντίλια, τη μουσελίνα που ‘χουνε ράψει επιδέξιες εργάτριες. Ή ακόμα πιο συχνά, πριν το δείπνο, εξυπηρετεί κάποιο πελάτη, αντιγράφει μια σελίδα από το πρωτόκολλο ή πηγαίνει στον δικαστικό κλητήρα κάποιο καθυστερημένον έγγραφο. Μέρα παρά μέρα, στις έξι, θα τονε βρείτε πιστό στο πόστο του. Μόνιμος μπάσος στις χορωδίες, βρίσκεται στην Όπερα, έτοιμος να μεταμορφωθεί σε στρατιώτη, ‘Αραβα, φυλακισμένο, άγριο, χωριάτη, σκια, πόδι καμήλας, λιοντάρι, διάβολο, τζίνι, σκλάβο, ευνούχο, μαύρο ή λευκό, γνωρίζοντας πάντα πως να μιμείται τη χαρά, τον πόνο, τον οίκτο, την έκπληξη, να βγάζει συμβατικές κραυγές, να σωπαίνει, να κυνηγά, να μάχεται, να εκπροσωπεί τη Ρώμη ή την Αίγυπτο, αλλά πάντα, βαθιά στη καρδιά του, παραμένει ψιλικατζής. Τα μεσάνυχτα ξαναγίνεται καλός σύζυγος, άντρας, στοργικός πατέρας, γλιστρά στη συζυγική παστάδα με τη φαντασία ξαναμμένη ακόμη από τις πλανεύτρες σιλουέτες των νυμφών της Όπερας κι έτσι στρέφει σ’ όφελος του συζυγικού έρωτα τις αχρειότητες του κόσμου και τις μαγευτικές φιγούρες της Ταλιόνι (Σημ. μεγάλη χορεύτρια της ρομαντικής εποχής). Τέλος, όταν κοιμάται, ο ύπνος του είναι γρήγορος και βιαστικός, όπως η ζωή του. Είν’ η κίνηση μεταμορφωμένη σ’ άνθρωπο, η ενσάρκωση του χώρου, ο πρωτέας του πολιτισμού, -τα συνοψίζει όλα: ιστορία, λογοτεχνία, πολιτική, κυβέρνηση, θρησκεία, στρατιωτική τέχνη. Είναι μια ζωντανή εγκυκλοπαίδεια, ένας τραγελαφικός άτλας, που προχωρεί αδιάκοπα σαν το ίδιο το Παρίσι και ποτέ δεν αναπαύεται. Σ’ αυτόν τα πάντα είναι πόδια. Καμιά φυσιογνωμία δε μπορεί να παραμείνει ανόθευτη όταν υποβάλλεται σε τέτοιο μόχθο. Ίσως, όπως ισχυρίζονται μερικοί εισοδηματίες φιλόσοφοι, ο εργάτης που πεθαίνει γέρος στα τριάντα του, με το στομάχι κατεστραμμένο από το ρακί, να ‘ναι πιο ευτυχισμένος από τον ψιλικατζή. Ο ένας πεθαίνει μονομιάς κι ο άλλος λίγο-λίγο. Από τις οχτώ δουλειές του, από τους ώμους, το λαρύγγι του, τα χέρια, τη γυναίκα του και το εμπόριό του, κερδίζει σαν από νοίκια, μερικά παιδιά, μερικές χιλιάδες φράγκα και τη πιο κοπιαστικήν ευτυχία που ‘χει ποτέ ευφράνει την ανθρώπινη καρδιά. Η περιουσία του και τα παιδιά του που συνοψίζουνε τα πάντα γι’ αυτόν, πέφτουνε θύματα της αμέσως ανώτερης τάξης που αφιερώνει τα χρήματά του και τη κόρη του ή τον γιο του, που τον έχει στείλει να σπουδάσει και που πιο μορφωμένος από τον πατέρα του, ρίχνει πιο ψηλά τα φιλόδοξα βλέμματα του. Συχνά ο Βενιαμίν ενός μικρέμπορου εποφθαλμιά μια θέση στο Δημόσιο.
Η φιλοδοξία αυτή μας οδηγεί στη δεύτερη από τις παριζιάνικες σφαίρες. Ελάτε, ανεβείτε έναν όροφο και πηγαίνετε στον ημιόροφο ή κατεβείτε από τη σοφίτα στο τέταρτο, μπείτε τέλος, στον κόσμο που ‘χει κάτι: κι εκεί το ίδιο αποτέλεσμα. Οι χονδρέμποροι κι οι βοηθοί τους, οι υπάλληλοι, οι τραπεζιτικοί με τις μικρές θέσεις και τη μεγάλη τιμιότητα, οι απατεώνες, τα τσιράκια, οι προϊστάμενοι κι οι κλητήρες, οι υπάλληλοι των δικαστικών κλητήρων, των δικηγόρων, των συμβολαιογράφων, τα ενεργά, σκεπτόμενα, κερδοσκοπούντα μέλη της μικροαστικής τάξης, τέλος, που χειρίζεται τα συμφέροντα του Παρισιού και φροντίζει για τον ανεφοδιασμό του, καπαρώνει τα τρόφιμα, συσσωρεύει τα προϊόντα που κατασκευάζουν οι προλετάριοι, αποθηκεύει τα φρούτα του Νότου, τα ψάρια του ωκεανού, τα κρασιά απ’ όλες τις ηλιόλουστες πλαγιές, που απλώνει τα χέρια στην Ανατολή, αγοράζει τις εσάρπες που περιφρονούν οι Τούρκοι κι οι Ρώσοι, φτάνει ως τις Ινδίες, περιμένει υπομονετικά τη κατάλληλη στιγμή για να πουλήσει, κυνηγά το κέρδος, προεξοφλεί επιταγές, εισπράττει όλες τις αξίες, πακετάρει το Παρίσι ολάκερο, φροντίζει για τα μεταφορικά του μέσα, ικανοποιεί τις φαντασιώσεις των παιδιών, επωφελείται από τις ιδιοτροπίες και τις διαστροφές των μεσόκοπων, εκμεταλλεύεται τις αρρώστιες. Ε λοιπόν όλοι αυτοί, δίχως να μεθούνε σα τον εργάτη, ούτε να κυλιούνται στον βόρβορο των καπηλειών, εξαντλούν τις δυνάμεις τους, εξουθενώνουνε το κορμί και τη ψυχή τους, το ένα με τ’ άλλο, οι επιθυμίες τους εξοντώνουν, ο αχαλίνωτος αγώνας τους καταστρέφει. Σ’ αυτούς, η σωματική εξάρθρωση γίνεται κάτω από το μαστίγιο των συμφερόντων, κάτω από τη μάστιγα των φιλοδοξιών που τυραννούνε τις ανώτερες τάξεις της τερατώδους πόλης, όπως στο προλεταριάτο η εξάρθρωση έγινε κάτω από τον ανελέητο ζυγό της υλικής παραγωγής που απαιτεί αδιάκοπα ο δεσποτισμός της αριστοκρατίας. Κι εκεί λοιπόν, για να υπακούσουν στον παγκόσμιον αφέντη, στην ηδονή ή στο χρυσάφι, πρέπει να καταβροχθίζουν τον χρόνο, να τονε συμπιέζουν, να βρίσκουνε στη μέρα και τη νύχτα περισσότερες από είκοσι τέσσερις ώρες, να εκνευρίζονται, να σκοτώνονται, να πουλάνε τριάντα χρόνια γηρατειών για δυο χρόνια αρρωστημένης ανάπαυσης. Μόνον ό εργάτης πεθαίνει στο νοσοκομείο, όταν το μαράζωμά του φτάσει στο τελευταίο του στάδιο, ενώ ο μικροαστός επιμένει να ζει -και ζει, αλλ’ αποβλακωμένος: θα τονε δείτε με πρόσωπο φθαρμένο, ανέκφραστο, γερασμένο, δίχως λάμψη στα μάτια, δίχως ζωηράδα στο περπάτημα, να σέρνεται μ’ ηλίθιον ύφος στο βουλεβάρτο, τη ζώνη της δικής του Αφροδίτης, της αγαπημένης του πόλης. Τι ήθελε ο αστός; -το σπαθάκι του εθνοφρουρού, έν’ ανεξάντλητο τσουκάλι, μιαν αξιοπρεπή θέση στο Πιερ Λασέζ (Σημ. το μεγάλο νεκροταφείο του Παρισιού) και για τα γηρατειά του, λίγο χρυσάφι νόμιμα κερδισμένο. Ό,τι είν’ η Δευτέρα για τον εργάτη, είναι για κείνον η Κυριακή. Ανάπαυση σημαίνει βόλτα με νοικιασμένο αμάξι, εκδρομή στην εξοχή, που η γυναίκα και τα παιδιά του θα καταβροχθίσουνε χαρούμενα τη σκόνη ή θα ψηθούνε στον ήλιο. Το καπηλειό του είναι το εστιατόριο με το ξακουστό φαγητό, ακόμα κι αν είναι δηλητηριασμένο ή κάποιος οικογενειακός χορός που ασφυκτιά κανείς ως τα μεσάνυχτα. Μερικοί ανόητοι ξαφνιάζονται από τη σπασμωδική κινητικότητα ορισμένων μορίων που βλέπουμε με το μικροσκόπιο σε μια σταγόνα νερό, αλλά τι έλεγε ο Γαργαντούας του Ραμπελαί, παραγνωρισμένη φιγούρα υπέροχης τόλμης -τι θα ‘λεγε ο γίγαντας αυτός, που έπεσε από τις ουράνιες σφαίρες, αν αποφάσιζε να ψυχαγωγηθεί παρακολουθώντας τις δραστηριότητες της δεύτερης αυτής σφαίρας της παριζιάνικης κοινωνίας; Ορίστε παράδειγμα: Έχετε δει κείνες τις μικρές παράγκες που κάνει κρύο ακόμη και το καλοκαίρι, που δε τις ζεσταίνει παρά ένα μικρό μαγκάλι τον χειμώνα και βρίσκονται κάτω από τον μεγάλο μπρούντζινο θόλο που στεγάζει τη σιταγορά; Η κυρία βρίσκεται κει από τα χαράματα, είναι πωλήτρια και κερδίζει από τη δουλειά της δώδεκα χιλιάδες φράγκα τον χρόνο, απ’ ό,τι λένε. Ο κύριος, όταν η κυρία σηκώνεται, περνά σ’ ένα σκοτεινό γραφείο που δανείζει τοκογλυφικά στους εμπόρους της γειτονιάς του. Στις εννιά, βρίσκεται στην υπηρεσία διαβατηρίων που είναι υποτμηματάρχης. Το βράδυ, βρίσκεται στο ταμείο του θεάτρου Ιταλιέν ή όποιου άλλου θεάτρου θέλετε να διαλέξετε. Τα παιδιά τα μεγαλώνει μια τροφός και γυρίζουνε πίσω για να πάνε στο κολέγιο ή σε κάποιο οικοτροφείο. Ο κύριος κι η κυρία μένουνε σ’ ένα τρίτον όροφο, δεν έχουνε παρά μια μαγείρισσα, παραθέτουνε δεξιώσεις σ’ ένα σαλόνι τέσσερα επί τρία, φωτισμένο με κρεμαστές λάμπες, αλλά δίνουν εκατόν πενήντα χιλιάδες φράγκα προίκα στη κόρη τους, ξεκουράζονται στα πενήντα τους χρόνια κι αρχίζουνε τότε να κάνουν εμφανίσεις στα θεωρεία του τρίτου ορόφου της Όπερας, με νοικιασμένον αμάξι στον ιππόδρομο ή με ξεθωριασμένη τουαλέτα τις ηλιόλουστες μέρες, στα βουλεβάρτα, το στόχο όλων τους των μόχθων. Τους εκτιμούνε στη γειτονιά, τους αγαπούνε στη κυβέρνηση, έχουνε συγγενέψει με τους μεγαλοαστούς, ο κύριος παρασημοφορείται στα εξήντα πέντε του με τον Σταυρό της Λεγεώνας της Τιμής κι ο πατέρας του γαμπρού, δήμαρχος κάποιου διαμερίσματος, τονε καλεί στις δεξιώσεις του. Οι μόχθοι μιας ολάκερης ζωής οφελούνε λοιπόν τα παιδιά, που η μικροαστική αυτή τάξη τείνει αναπόφευκτα να τα προωθήσει στη μεγαλοαστική. Κι έτσι, η κάθε σφαίρα ρίχνει τον γόνο της στην αμέσως επόμενη. Ο γιος του πλούσιου παντοπώλη γίνεται συμβολαιογράφος, του ξυλέμπορου δικαστικός. Ούτ’ ένα γρανάζι δε ξεφεύγει από τη θέση του, όλα ενισχύουνε την ανοδική πορεία του χρήματος. Κι έτσι φτάνουμε στον τρίτο κύκλο της κόλασης αυτής που ίσως κάποια μέρα βρεί τον ΔΑΝΤΗ της. Είναι ο τρίτος κύκλος της κοινωνίας, κάτι σα κοιλιά του Παρισιού, που τα συμφέροντα της πόλης χωνεύονται και συμπυκνώνονται με τη μορφή που λέγεται υποθέσεις – που κινείται κι αναδεύεται, με μιαν οδυνηρή και φαρμακερή εσωτερική κίνηση, ένα πλήθος δικηγόρων και γιατρών, συμβολαιογράφων, επιχειρηματιών, τραπεζιτών και κερδοσκόπων χονδρεμπόρων ή δικαστών κι εδώ οι αιτίες για τη σωματική κι ηθική καταστροφή είναι περισσότερες απ’ οπουδήποτε αλλού.
Αυτοί οι άνθρωποι ζούνε σχεδόν όλοι σε βρωμερά γραφεία, σε μολυσμένες αίθουσες ακροάσεων, σε μικρά σιδερόφραχτα κουβούκλια, περνάνε τη μέρα τους σκυμμένοι κάτω από το βάρος των υποθέσεων, ξυπνάν από τα χαράματα για να προλάβουνε, για να μην εξαπατηθούνε, για να κερδίσουνε τα πάντα ή για να μη χάσουνε τίποτε, για ν’ αρπάξουν έναν άνθρωπο ή τα λεφτά του, για να ξεκινήσουν ή να κλείσουν μιαν υπόθεση, για να εκμεταλλευτούν μια φευγαλέα περίσταση, για να στείλουν έναν άνθρωπο στη κρεμάλα ή να τον αθωώσουν. Ξεσπάνε πάνω στ’ άλογά τους, τα σκάνε, τα κουράζουνε, τα κάνουν να γερνάνε κι αυτά πριν από την ώρα τους. Ο χρόνος είν’ ο τύραννός τους, τους λείπει, τους ξεφεύγει, δε μπορούν ούτε να τον παρατείνουν, ούτε να τονε συντομεύσουν. Ποια ψυχή μπορεί να μείνει μεγάλη, αγνή, ηθική, γενναιόδωρη και κατά συνέπεια, ποιος μπορεί να μείνει όμορφος στην εξαντλητικήν άσκηση ενός επαγγέλματος που τον αναγκάζει να υφίσταται το βάρος των δημοσίων αθλιοτήτων, να τις αναλύει, να τις ζυγιάζει, να τις εκτιμά και να τις εκμεταλλεύεται; Οι άνθρωπο αυτοί καταθέτουνε τη καρδιά τους, που;… δε ξέρω, αλλά αν έχουνε καρδιά, κάπου την αφήνουνε πριν κατέβουνε κάθε πρωί στην άβυσσο των βασάνων που κατατρύχουνε τις οικογένειες. Γι’ αυτούς δεν υπάρχουν μυστήρια, βλέπουν από μέσα τη κοινωνία κι εξομολογητές της καθώς είναι, τηνε περιφρονούν. Ή ό.τι κι αν κάνουν από τη συνεχήν επαφή με τη διαφθορά, τη βλέπουν με φρίκη και λυπούνται. Ή από κούραση, σε μυστική συμφωνία, τηνε παντρεύονται κι αναγκαστικά, τέλος, αντιμετωπίζουν με κυνισμό όλα τα αισθήματα, αφού οι νόμοι, οι άνθρωποι, οι θεσμοί, τους αναγκάζουν να πετάνε σαν αρπακτικά όρνια πάνω από τα ζεστά ακόμη πτώματα. Οποιαδήποτε στιγμή ο άνθρωπος των χρημάτων ζυγίζει τους ζωντανούς, ο άνθρωπος των συμβολαίων ζυγίζει τους νεκρούς, ο άνθρωπος του νόμου ζυγίζει τη συνείδηση. Υποχρεωμένοι να μιλάν αδιάκοπα, αντικαθιστούνε τη σκέψη με τον λόγο, το αίσθημα με τη φράση κι η ψυχή τους λειτουργεί απλώς σα λάρυγγας. Φθείρονται κι αποθαρρύνονται. Μήτε ο μεγαλέμπορος, μήτε ο δικαστής ή ο δικηγόρος, μπορούν να διατηρήσουνε την ακεραιότητά τους -δεν αισθάνονται πια, απλώς εφαρμόζουνε κανόνες. Παρασυρμένοι από την ορμητική αυτήν ύπαρξη, δεν είναι μήτε σύζυγοι, μήτε πατέρες, μήτ’ εραστές. Γλιστράνε σα μες σ’ έν’ έλκηθρο πάνω στα πράγματα της ζωής και ζούνε συνέχεια κυνηγημένοι από τις υποθέσεις της μεγάλης πόλης. Μόλις γύρισουνε σπίτι, είν’ υποχρεωμένοι να ξαναφύγουν αμέσως για το χορό, για την Όπερα, για τις δεξιώσεις όπου πηγαίνουνε για να κάνουνε πελάτες, γνωριμίες, προστάτες. Όλοι τρων υπέρμετρα, παίζουνε, ξενυχτάνε κι οι σιλουέτες τους στρογγυλεύουνε, πλαδαρεύουνε, κοκκινίζουνε. Στις τρομερές σπατάλες των πνευματικών τους δυνάμεων, στους οδυνηρούς ηθικούς σπασμούς τους, αντιτάσσουν όχι την ηδονή, που ‘ν’ εντελώς άγευστη κι άοσμη και δε προσφέρει καμιάν αντίθεση, αλλά τη κραιπάλη, τη κρυφή τρομαχτική κραιπάλη, γιατί έχουνε τα πάντα στη διάθεσή τους και δίνουνε το ηθικό παράδειγμα στη κοινωνία. Η αληθινή τους βλακεία κρύβεται πίσω από την εξειδίκευση. Ξέρουνε το επάγγελμά τους, αλλ’ αγνοούν οτιδήποτε δεν έχει σχέση μ’ αυτό. Τότε για να διασώσουνε το φιλότιμό τους, τ’ αμφισβητούν όλα, κριτικάρουνε χωρίς διάκριση, φαίνονται ν’ αμφιβάλλουν, ενώ στη πραγματικότητα τα χάφτουν όλα και χάνονται σ’ ατέλειωτες συζητήσεις. Σχεδόν όλοι υιοθετούνε τις βολικές κοινωνικές, λογοτεχνικές ή πολιτικές προκαταλήψεις, ώστε να μην αναγκάζονται να διαμορφώνουνε γνώμη, ακριβώς όπως προστατεύουνε τις συνειδήσεις τους με τον αστικό κώδικα ή το Εμπορικό Δικαστήριο. Έχοντας ξεκινήσει από νωρίς για να φτάσουνε σε ψηλά αξιώματα, βουλιάζουνε στη μετριότητα και για ν’ ανέβουνε στη κορυφή, σέρνονται με τη κοιλιά. Γι’ αυτό οι μορφές τους προσφέρουν εκείνη τη ξινή χλωμάδα, τα ψεύτικα χρώματα, τα θολά μάτια με τους μαύρους κύκλους, τα φλύαρα κι αισθησιακά στόματα όπου ο παρατηρητής αναγνωρίζει τα συμπτώματα του εκφυλισμού της σκέψης, μιας σκέψης παγιδευμένης στα στενά πλαίσια της εξειδίκευσης που σκοτώνει τις δημιουργικές δυνάμεις του εγκεφάλου, το χάρισμα να βλέπει κανείς ένα θέμα σφαιρικά, να γενικεύει και να εξάγει συμπεράσματα. Σχεδόν όλοι συρρικνώνονται μες στο καμίνι των υποθέσεων. Έτσι ο άνθρωπος που άφησε τον εαυτό του να εμπλακεί στα γρανάζια των πελώριων μηχανών, δε μπορεί ποτέ να γίνει μεγάλος. Αν είναι γιατρός ή πολύ λίγο άσκησε την ιατρική ή αποτελεί εξαίρεση, σα τον Μπισά (Σημ. Ο γιατρός Bichat πέθανε το 1802, σ’ ηλικία 31 ετών από εξάντληση), που πέθανε νέος. αν είναι μεγαλοεπιχειρηματίας και παραμένει σπουδαίος, είναι σχεδόν ένας Ζακ Κερ (Σημ. Jaques Coer (1395-1456) πλούσιος έμπορος και διπλωμάτης στην υπηρεσία του Καρόλου Ζ’). ‘Ασκησε ποτέ το επάγγελμά του ο Ροβεσπιέρος; Ο Δαντόν δεν ήτανε παρά ένας τεμπέλης που περίμενε τη κατάλληλην ευκαιρία; Αλλά στο κάτω-κάτω, ποιος ζήλεψε ποτέ τις μορφές του Δαντόν και του Ροβεσπιέρου, όσο υπέροχες κι αν ήταν; Αυτοί οι κατεξοχή πολυάσχολοι τραβούνε πάνω τους το χρήμα και το σωρεύουνε για να συγγενέψουν με τις αριστοκρατικές οικογένειες. Αν η φιλοδοξία του εργάτη είν’ ίδια με του μικροαστού, ίδια είναι και τα πάθη του. Στο Παρίσι η ματαιοδοξία συνοψίζει όλα τα πάθη. Ο χαρακτηριστικός τύπος της τάξης αυτής θα ‘ταν ο φιλόδοξος αστός που, ύστερα από μια ζωή άγχους και συνεχών ελιγμών, περνά στο Κρατικό Συμβούλιο, όπως ένα μυρμήγκι περνά από μια χαραμάδα ή κάποιος συντάκτης εφημερίδας, πωρωμένος από τις ίντριγκες, που ο βασιλιάς τον έκανε ομότιμο της Γαλλίας, ίσως για να εκδικηθεί την αριστοκρατία -ή κάποιος συμβολαιογράφος που ‘γινε δήμαρχος του διαμερίσματός του- άνθρωπο όλοι τους που αναλώνονται στις δουλειές τους και που αν φτάσουνε στο σκοπό τους, φτάνουνε σκοτωμένοι. Στη Γαλλία συνηθίζεται να δίνουνε τις μεγάλες θέσεις στους ηλικιωμένους. Ο Ναπολέων, ο Λουδοβίκος ΙΔ’, οι μεγάλοι βασιλείς μόνο, θέλανε πάντα νέους ανθρώπους για να ολοκληρώσουνε τα σχέδιά τους.
Πάνω απ’ αυτή τη σφαίρα, ζει ο καλλιτεχνικός κόσμος. Κι εκεί όμως τα πρόσωπα, σημαδεμένα με τη σφραγίδα της πρωτοτυπίας, είν’ ευγενικά σπασμένα, αλλά πάντως σπασμένα, κουρασμένα, βασανισμένα. Καταπονημένοι από την ανάγκη να παράγουνε, πιεσμένοι από τις πολυέξοδες ιδιοτροπίες τους, εξουθενωμένοι από τη μεγαλοφυΐα που τους κατατρώγει, πεινασμένοι για ηδονή, οι καλλιτέχνες του Παρισιού θέλουν όλοι να συμπληρώσουν με την υπερβολική δουλειά, τα κενά π’ άφησεν η οκνηρία και γυρεύουν μάταια να συμφιλιώσουνε τον κόσμο και τη δόξα, το χρήμα και τη τέχνη. Στο ξεκίνημά του, ο καλλιτέχνης βρίσκετ’ αδιάκοπα κάτω από τη πίεση του πιστωτή, οι ανάγκες του γεννάνε χρέη και τα χρέη απαιτούνε τις νύχτες του. Μετά τη δουλειά η απόλαυση. Ο ηθοποιός παίζει ως τα μεσάνυχτα, μελετά το πρωί, κάνει πρόβες ως το μεσημέρι. Ο γλύπτης λυγίζει κάτω από τ’ άγαλμά του, ο δημοσιογράφος είναι μια σκέψη που προχωρά όπως ο στρατιώτης στον πόλεμο, ο ζωγράφος της μόδας είναι φορτωμένος με παραγγελίες, ο ζωγράφος δίχως πελατεία υποφέρει σαν νιώθει πως είναι μεγαλοφυΐα. Ο ανταγωνισμός, οι αντιζηλίες, οι συκοφαντίες δολοφονούνε τα ταλέντα τούτα. Οι μεν, απελπισμένοι, κυλάνε στα βάραθρα της αμαρτίας, οι δε, πεθαίνουν νέοι κι άγνωστοι, επειδή προεξόφλησαν από πολύ νωρίς το μέλλον τους. Λίγες από τις μορφές αυτές, πρόωρα υπέροχες, μένουν ωραίες. Εξάλλου η απαστράπτουσα ομορφιά των κεφαλιών τους μένει παραγνωρισμένη. Το πρόσωπο του καλλιτέχνη είναι πάντα εξωφρενικό, βρίσκεται πάντα πάνω ή κάτω από τα συμβατικά μέτρα της ιδεώδους, κατά τους ηλίθιους, ομορφιάς. Ποια δύναμη τις καταστρέφει; Το πάθος! Όλα τα πάθη στο Παρίσι αναλύονται με δυο λέξεις: χρυσάφι κι ηδονή.
Δεν ανασαίνετε πιο εύκολα τώρα; Δε νιώθετε να εξαγνίζεται η ατμόσφαιρα, ο χώρος; Εδώ, μήτε δουλειές μήτε βάσανα. Η περιδινούμενη σπείρα του χρυσού έχει φτάσει στα ύψη. Από τα βάθη των υπογείων, απ’ όπου αρχίζει να ξεχύνεται, από τα βάθη των μαγαζιών, όπου το συγκρατούν αδύναμα φράγματα, από τους κόλπους των πρακτορείων και των μεγάλων εργαστηρίων, όπου μετατρέπεται σε ράβδους, το χρυσάφι, με τη μορφή προικών ή κληρονομιών στα χέρια των νέων κοριτσιών ή στα κοκαλιάρικα δάχτυλα των γέρων, αναβλύζει προς την αριστοκρατία, όπου θα λάμψει, θ’ απλωθεί, θα κυλήσει. Μα πριν αφήσουμε τους τέσσερις χώρους που στηρίζεται η ψηλή παρισινή ιδιοκτησία, δε πρέπει, αφού ασχοληθήκαμε με τις ηθικές αιτίες, να ερευνήσουμε και τις υλικές και να επιστήσουμε τη προσοχή σ’ ένα λοιμό, κατά κάποιο τρόπο, λανθάνοντα, που σταθερά κι επίμονα σημαδεύει τα πρόσωπα, του θυρωρού, του μαγαζάτορα ή του εργάτη; Να σημειώσουμε μια καταστροφικήν επίδραση που οδηγεί σε διαφθορά όμοια με κείνη των διοικητικών υπαλλήλων του Παρισιού που την ανέχονται; Αν η ατμόσφαιρα των σπιτιών που ζουν οι πιο πολλοί αστοί είναι μολυσμένη, αν η ατμόσφαιρα των δρόμων φτύνει φριχτά μιάσματα στις αποθήκες με το ελάχιστον οξυγόνο, μάθετε πως και τα σαράντα χιλιάδες σπίτια της μεγάλης πόλης έχουνε τα θεμέλια τους μες σ’ ακαθαρσίες που η εξουσία δεν έχει ακόμα σκεφτεί σοβαρά να μονώσει με τσιμεντένιους τοίχους, ικανούς να εμποδίσουνε τον πιο δύσοσμο βόρβορο να διεισδύσει στο έδαφος, να δηλητηριάσει τα πηγάδια και να συνεχίσει να δικαιώνει υπογείως το περίφημο όνομά της Λουτές (Σημ. Lutetia είναι το λατινικό -πρώτο- όνομα του Παρισιού, προέρχεται απ’ το κέλτικο louk-teih και σημαίνει “τόπος των βάλτων”). Το μισό Παρίσι κοιμάται στις δυσώδεις αναθυμιάσεις των αυλών, των δρόμων και των αποπάτων.
Ας ρίξουμε τώρα όμως μια ματιά στα μεγάλα ευάερα κι επιχρυσωμένα σαλόνια, τα μέγαρα με τους κήπους, τον πλούσιο, αργόσχολο, ευτυχισμένο κόσμο των εισοδηματιών. Οι μορφές εκεί είν’ αρρωστιάρικες και βασανισμένες από τη ματαιοδοξία. Δεν υπάρχει τίποτε το πραγματικό. Το να γυρεύει κανείς την ηδονή δεν οδηγεί στην ανία; Οι άνθρωποι του κόσμου εξάντλησαν από νωρίς τις ηθικές τους δυνάμεις. Επειδή η μοναδική τους έγνοια είν’ η αναζήτηση της διασκέδασης, κάνανε γρήγορα κατάχρηση των αισθήσεών τους, όπως ο εργάτης κάνει κατάχρηση του πιοτού. Η ηδονή μοιάζει με ορισμένες ιατρικές ουσίες: για να πετυχαίνεις συνέχεια τα ίδια αποτελέσματα πρέπει να διπλασιάζεις τις δόσεις και στη τελευταία περιέχονται ο θάνατος ή η αποκτήνωση. Όλες οι κατώτερες τάξεις υποκλίνονται μπροστά στους πλούσιους και παραμονεύουν να μάθουνε τα γούστα τους, ώστε να τα μετατρέψουνε σε διαστροφές και να τα εκμεταλλευτούν. Πως ν’ αντισταθεί κανείς στους δελεαστικούς πειρασμούς που κατασκευάζονται σε τούτη τη χώρα; Έτσι το Παρίσι έχει τους θεριακλήδες του -τζόγος, γαστρολατρεία ή εταίρες, είναι τ’ όπιό τους. Έτσι από νωρίς στους ανθρώπους αυτούς βλέπει κανείς προτιμήσεις κι όχι πάθη, ρομαντικές φαντασιώσεις και χλιαρούς έρωτες. Εκεί βασιλεύει η ανικανότητα, εκεί δεν υπάρχουνε πια ιδέες, γιατί, όπως και το ηθικό σφρίγος, έχουν μετατραπεί σ’ ακκισμούς του μπουντουάρ και γυναικεία καμώματα. Υπάρχουν άγουροι νεαροί που μοιάζουνε σαραντάρηδες, δεκαεξάρηδες γερο-σοφοί. Οι πλούσιοι συναντάνε στο Παρίσι, το πνεύμα ετοιμοπαράδοτο, την επιστήμη μασημένη, γνώμες ήδη διατυπωμένες, που τους γλιτώνουν από την υποχρεώση να ‘ναι πνευματώδεις, να γνωρίζουν οτιδήποτε ή να ‘χουνε γνώμη. Στον κόσμο αυτόν, ο παραλογισμός είν’ ίσος με την αδυναμία και την ελευθεριότητα. Οι άνθρωποι χάνουνε τόσο πολύ τον χρόνο τους, που τονε τσιγκουνεύονται. Κι όπως τους λείπει το χάρισμα της σκέψης, έτσι τους λείπει και κείνο των αισθημάτων. Οι περιπτύξεις καλύπτουν βαθιάν αδιαφορία κι η ευγένεια, αδιάλειπτη περιφρόνηση. Εδώ κανείς δεν αγαπά τον άλλο. Λέξεις δίχως βάθος, πολλές αδιακρισίες, κουτσομπολιά, πάν’ απ’ όλα, κοινοτοπίες -είναι το βάθος της γλώσσας τους. Ωστόσο οι δύστυχοι Ευτυχείς ισχυρίζονται πως δε συγκεντρώνονται για να πούνε και να επινοήσουν αποφθέγματα στο ύφος του Λα Ροσφουκώ (Σημ. La Rochefoucauld (1613-1680) Γάλλος συγγραφέας, γνωστός για τα “Γνωμικά” του). Λες και δεν υπάρχει μέση οδός -την ανακάλυψεν ο δέκατος όγδοος αιώνας- ανάμεσα στην υπερβολή και το απόλυτο κενό. Κι όταν άνθρωποι με κύρος κάνουν ένα λεπτό και διακριτικόν αστείο, δε γίνονται κατανοητοί, έχοντας κουραστεί να δίνουνε δίχως να παίρνουν μένουνε στο σπίτι τους κι αφήνουνε τους ανόητους να βασιλεύουνε στα εδάφη τους. Αυτή η κενή ζωή, η συνεχής προσμονή μιας ευχαρίστησης που δεν έρχεται ποτέ, η μόνιμη ανία, η μηδαμινότητα του πνεύματος, της καρδιάς και του νου, η κούραση του μεγάλου παριζιάνικου ξεφαντώματος, καθρεφτίζονται στα χαρακτηριστικά και κατασκευάζουνε χαρτονένια πρόσωπα, πρόωρες ρυτίδες -τη φυσιογνωμία των πλουσίων που μορφάζει η αδυναμία, που ανακλάται το χρυσάφι κι απ’ όπου έχει σβήσει η εξυπνάδα.
Η όψη του ηθικού Παρισιού αποδεικνύει πως το υλικό Παρίσι δε θα μπορούσε να ‘ναι διαφορετικό απ’ αυτό που ‘ναι. Η εστεμμένη πόλη είναι μια βασίλισσα που, πάντα έγκυος, έχει ακατανίκητα έντονες επιθυμίες. Το Παρίσι είναι η κεφαλή της υδρογείου, μια μεγαλοφυΐα στην εμπροσθοφυλακή του ανθρώπινου πολιτισμού, ένας μεγάλος άντρας, ένας αδιάκοπα δημιουργικός καλλιτέχνης, ένας πολιτικός με μαντικές ικανότητες που παρουσιάζει αναγκαστικά τις ρυτίδες της μεγαλοφυΐας στον εγκέφαλο, τα βίτσια που συναντά κανείς στους μεγάλους άντρες, τις φαντασιώσεις του καλλιτέχνη και την απογοήτευση του πολιτικού. Στη φυσιογνωμία του διαβάζει κανείς τη βλάστηση του καλού και του κακού, του αγώνα και της νίκης, την ηθική μάχη του 1789, που οι σάλπιγγες της αντηχούν ακόμη σ’ όλες τις γωνιές του κόσμου κι επίσης τη κατάπτωση του 1814 (Σημ. Πτώση του Ναπολέοντα). Αυτή η πόλη δε μπορεί να ‘ναι πιο ηθική, ούτε πιο εγκάρδια, ούτε πιο καθαρή απ’ ό,τι είναι ο κινητήριος λέβητας των θαυμάσιων εκείνων ατμοπλοίων, που τα θαυμάζετε όταν σκίζουνε τα κύματα! Κι εξάλλου, δεν είναι το Παρίσι έν’ υπέροχο σκάφος προικισμένο με νοημοσύνη; Ναι, ο θυρεός του είναι χρησμός, από κείνους που επιτρέπει καμιά φορά στον εαυτό της η μοίρα. To μεγάλο κατάρτι ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΟΥ ΠΑΡΙΣΙΟΥ είναι μπρούτζινο, μ’ ανάγλυφες νίκες κι έχει για σκοπιά τον Ναπολέοντα. Αυτή η ναυς έχει τα σκαμπανεβάσματά της, αλλά διασχίζει τον κόσμο, ρίχνει τις ομοβροντίες της, οργώνει τις επιστημονικές θάλασσες, πλέει μ’ όλα τα πανιά της ανοιχτά, φωνάζει ψηλά από τις γάμπιες της με τη φωνή των σοφών και των καλλιτεχνών της: “Εμπρός μαρς! Ακολουθήστε με!” Έχει πολυάριθμο πλήρωμα που αρέσκεται να τη στολίζει συνεχώς με καινούργιες σημαιούλες. Βλέπει κανείς μούτσους και χαμίνια που γελάνε στα ξάρτια της, αστούς που παίζουνε το ρόλο του έρματος, εργάτες και ναύτες βουτηγμένους στη πίσσα, στις καμπίνες της ευτυχισμένους επιβάτες, κομψούς Δόκιμους που καπνίζουνε τα πούρα τους σκυμμένοι στη κουπαστή, παράλληλα στο καμπούνι, οι στρατιώτες της, εμπνευσμένοι από τις νέες ιδέες ή απλώς τη φιλοδοξία, δένουνε σ’ όλες τις ακτές για να σκορπίσουνε τις ζωηρές λάμψεις του πολιτισμού, γυρεύοντας μια δόξα που ‘ν’ απόλαυση, ή έρωτες που απαιτούνε χρυσάφι.
Eπομένως η εξωφρενική κινητικότητα των προλεταρίων, ο εκφυλισμός των συμφερόντων που συνθλίβουνε τις δυο αστικές τάξεις, οι ωμότητες της καλλιτεχνικής σκέψης κι οι υπερβολές της ηδονής που γυρεύουν αδιάκοπα οι μεγάλοι, εξηγούνε τη μορφολογικήν ασχήμια της παριζιάνικης φυσιογνωμίας. Μόνο στην Ανατολή η ανθρώπινη φυλή προσφέρει μια θαυμάσια προτομή. Αλλ’ αυτό είν’ αποτέλεσμα της μόνιμης ηρεμίας που αποκτούν οι βαθείς φιλόσοφοι με τις μακριές πίπες, τα κοντά πόδια, τους τετράγωνους ώμους, που περιφρονούνε κι απεχθάνονται τη κίνηση, ενώ στο Παρίσι, Μικροί, Μεσαίοι και Μεγάλοι, τρέχουνε, πηδάνε και χοροπηδάνε, μαστιγωμένοι από μιαν ανελέητη Θεά, την Ανάγκη: ανάγκη χρημάτων. δόξας ή ψυχαγωγίας. Έτσι το δροσερό, ξεκούραστο, χαριτωμένο, πραγματικά νέο πρόσωπο, αποτελεί τη πιο ασυνήθιστην εξαίρεση -σπάνια το συναντά κανείς. Κι αν δείτε κάποιο, σίγουρα ανήκει σ’ έναν εκκλησιαστικό νέο ακόμα και γεμάτο ζήλο ή σ’ ένα καλωσυνάτο σαραντάρη αβά με τριπλό σαγόνι, σε κάποια νεαρή κοπέλα μ’ αγνά ήθη, απ’ αυτές που ορισμένες αστικές οικογένειες εξακολουθούν ν’ ανατρέφουνε, σε μιαν εικοσάχρονη μητέρα που θηλάζει το πρώτο της παιδί κι έχει ακόμη ψευδαισθήσεις, σ’ ένα νεαρό που μόλις κατέφτασεν από την επαρχία και βρίσκεται κάτω από τη προστασία μιας θρησκευάμενης κυρίας που τον αφήνει άφραγκο ή ίσως σε κάποιο πωλητή που πηγαίνει για ύπνο τα μεσάνυχτα κατάκοπος μετά τη μέρα που πέρασε διπλώνοντας και ξεδιπλώνοντας τα τόπια με το ύφασμα και σηκώνεται από τις εφτά για να τακτοποιήσει το εμπόρευμα ή συχνά, σε κάποιον επιστήμονα ή ποιητή που ζει μοναστικά κι ευτυχισμένα με μιαν όμορφη ιδέα και μένει νηφάλιος υπομονετικός κι αγνός, σε κάποιον ηλίθιο ευχαριστημένο με τον εαυτό του που τρέφεται με τη βλακεία που σκάει από υγεία κι είναι πάντα απασχολημένος με το να χαμογελά στον ίδιο του τον εαυτό ή στην ευτυχισμένη και μαλθακήν ομάδα των αργόσχολων -είν’ οι μοναδικοί πραγματικά ευτυχισμένοι άνθρωποι στο Παρίσι που γεύονται κάθ’ ώρα και στιγμή, τη ποιητική του ομορφιά. Κι όμως υπάρχει στο Παρίσι μια μερίδα προνομιούχων ατόμων που επωφελούνται από την αδιάκοπη κίνηση του εμπορίου, των συμφερόντων, των υποθέσεων, των τεχνών και του χρυσού. Είναι οι γυναίκες. Υπάρχουνε και σ’ αυτές χίλιες μυστικές αιτίες που καταστρέφουν ακόμα χειρότερα τη φυσιογνωμία τους, αλλά στο γυναικείο κόσμο συναντά κανείς μικρές κι ευτυχισμένες αποικίες που ζουν με την ανατολίτικη νοοτροπία και μπορούν να διατηρήσουνε την ομορφιά τους. Τέτοιες γυναίκες όμως σπανίως εμφανίζονται πεζές στους δρόμους, μένουνε κρυμμένες σα τα σπάνια κείνα φυτά που ανοίγουνε τα πέταλά τους ορισμένες ώρες μόνο κι αποτελούν αληθινές εξωτικές εξαιρέσεις. Κι ωστόσο το Παρίσι είναι κυρίως τόπος αντιθέσεων. Αν τ’ αληθινά αισθήματα είναι σπάνια, συναντά κανείς εκεί, όπως κι αλλού, ευγενικές φιλίες, αφοσίωση δίχως όρια. Σ’ αυτό το πεδίο της μάχης που συγκρούονται συμφέροντα και πάθη, όπως κι ανάμεσα στις κοινωνίες κείνες που προελαύνουνε κι όπου θριαμβεύει ο εγωισμός, που ο καθένας είν’ υποχρεωμένος να υπερασπίζεται μόνος του τον εαυτό του και που ονομάζουμε στρατιές, φαίνεται πως τα αισθήματα, όταν εκδηλώνονται, αρέσκονται να ‘ναι πλήρη κι η αντιπαράθεση τα κάνει υπέροχα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα πρόσωπα. Στο Παρίσι καμιά φορά, στην υψηλήν αριστοκρατία, υπάρχουν αραιοσπαρμένα μερικά γοητευτικά πρόσωπα νέων ανθρώπων -καρποί ανατροφής κι ήθους που σήμερα σπανίζουνε πια. Στη νεανικήν ομορφιά του αγγλικού αίματος, προσθέτουνε τη σταθερότητα των μεσογειακών χαρακτηριστικών, το γαλλικό πνεύμα, τη καθαρότητα της μορφής. Τα φλογερά τους μάτια, τα κόκκινα χείλια, τα φίνα μαλλιά, η ασπράδα του προσώπου τους, η αριστοκρατική κοψιά, του κάνουν όμορφα λουλούδια, που χαίρεται κανείς να τα ξεχωρίζει στη μάζα των άλλων φυσιογνωμιών, που μορφάζουνε κουρασμένες, γερασμένες και παραμορφωμένες. Έτσι, οι γυναίκες θαυμάζουν αμέσως τους νέους αυτούς με την ίδιαν άπληστην ευχαρίστηση που νιώθουν οι άντρες όταν κοιτάζουν μιαν ωραία κοπέλα, σεμνή, χαριτωμένη, προικισμένη μ’ όλα τα παρθενικά θέλγητρα που η φαντασία μας αρέσκεται να στολίζει την ιδανική κόρη. Αν η γρήγορη ματιά που ρίξαμε στο Λαό του Παρισιού σας έκανε να συνειδητοποιήσετε τη σπανιότητα μιας ραφαηλικής μορφής και τον παθιασμένο θαυμασμό που πρέπει να εμπνέει εκ πρώτης όψεως, θα ‘χουμε δικαιώσει το κεντρικό θέμα της ιστορίας. Όπερ Έδει Δείξαι, αν επιτρέπεται να εφαρμόσουμεν ένα μαθηματικό τύπο στην επιστήμη των ηθών.
Έν’ απο κείνα τα πανέμορφα ανοιξιάτικα πρωινά λοιπόν…
…
(τέλος αποσπάσματος
Εκδόσεις Γράμματα μτφρ.: Ρένας Χατχούτ 1994)

_______________________________
Σημ. Δική μου: Τούτο το απόσπασμα συγκεκριμένα, μεταξύ τόσων και τόσων άλλων, εξ ίσου θαυμάσιων έργων του, αλλά κι άλλων αποσπασμάτων που θα μπορούσα να ‘χω διαλέξει, το επέλεξα γιατί όλη μα όλη τούτη η… “φλύαρη” περιγραφή, της τότε κοινωνίας είναι κι ακριβής μα και πολλά έχει να μας πει και να μας διδάξει για το πόσον άλλαξεν ο… κόσμος από τότε μέχρι και σήμερα. Τα συμπεράσματα τούτης της σύγκρισης… δικά σας.
Πάτροκλος Χατζηαλεξάνδρου