Δοκίμιο του Μπωντλαίρ για τον Πόε και το έργο του

Ι.
Λογοτεχνία της παρακμής! Κενές κουβέντες που τις ακούμε συχνά να πέφτουν ηχώντας σαν αισθητικό χασμουρητό από το στόμα αυτών των σφιγγών που γερνάνε χωρίς αίνιγμα μπρος στις άγιες πόρτες της κλασσικής αισθητικής. Κάθε που αντιλαλεί αυτός ο αναντίρρητος χρησμός, θαρρεί κανείς πως πρόκειται για λογοτεχνία πιο φαιδρή κι από την Ιλιάδα. Πράγμα απίθανο βέβαια για ποιήματα ή μυθιστορήματα σαν κι αυτά που τα μέρη τους είναι επιδέξια προορισμένα για να γεννάνε την έκπληξη, που το ύφος τους είναι μεγαλόπρεπα διακοσμημένο κι όπου όλα τα μέσα της γλώσσας και της προσωδίας έχουνε διαταχθεί από άψογο χέρι. Όταν ακούω να ρουθουνίζουνε το ανάθεμα -που για να μιλήσω σταράτα πέφτει γενικά σε κάποιο ποιητή που προτιμώ- πάντα αφαρπάζομαι από την επιθυμία ν’ απαντήσω. Με παίρνετε βέβαια, για βάρβαρο σαν κι εσάς και με θεωρείτε ικανό να με διασκεδάζουνε πράγματα τόσο μελαγχολικά όσο οι κορφές σας; Αλλόκοτες συγκρίσεις διενεργούνται λοιπόν στο νου μου, νιώθω σαν να μου παρουσιάζονται δυο γυναίκες: η μια κυρία της εξοχής, αηδιαστική από υγεία κι αρετή, χωρίς χάρη στο βήμα και χωρίς βλέμμα, με μια λέξη τίποτ’ άλλο από μιαν απλή φύση. Η άλλη απ’ αυτές τις ομορφιές που κυριαρχούν και καταδυναστεύουν την ανάμνηση, που ξέρει να ενώνει τη γνήσια και βαθειά της γοητεία με όλη τη κομψότητα της τουαλέττας, επιδέξια στο βάδισμα, συνειδητή στα πάντα, βασίλισσα του εαυτού της -μια φωνή που ακούγεται σα καλοκουρδισμένο μουσικό όργανο και τα βλέμματά της παραφορτωμένα με λογισμούς που δεν αφήνουν όμως να διαρρεύσει αυτό που ψάχνουν.
Η εκλογή μου δεν θα γινότανε ποτέ να ‘ναι αμφίβολη κι ωστόσο υπάρχουνε παιδαγωγικές σφίγγες που θα με κατηγορήσουν ότι σφάλλω απέναντι στον κλασσικό σεβασμό. Αλλά για ν’ αφήσουμε τη πλευρά των παραβολών, ας μου επιτραπεί να ρωτήσω όλους αυτούς τους συνετούς ανθρώπους αν αντιλαμβάνονται καλά το μέγεθος της ματαιότητας και της ασημαντότητας της σύνεσής τους. Η έκφραση λογοτεχνία της παρακμής συνεπάγεται ότι υπάρχει μια κλίμακα λογοτεχνιών, δηλαδή μια βρεφική, μια παιδική, μια εφηβική κλπ. Αυτό το τέρμα της κλίμακας, θέλω να ρωτήσω, υπονοείται σαν κάτι μοιραίο και παρεννοημένο, κάτι σαν αναπόφευκτη διαταγή; Βέβαια, θα ήταν άδικο να σας κατηγορήσω ότι φέρατε εις πέρας αυτόν το μυστηριώδη νόμο. Τελικά, αυτό που μπορεί να καταλάβω στον ακαδημαϊκό λόγο, είναι ότι είναι αδιάντροπο να υπακούς σ’ αυτό το νόμο μ’ ευχαρίστηση κι ότι είμαστε ένοχοι όταν αφηνόμαστε με χαρά στο πεπρωμένο μας. Για κάποιες ώρες αυτός ο ήλιος συνέθλιβε όλα τα πράγματα με το ευθύ κι άσπρο φως του, σε λίγο θα πλημμυρίσει το δυτικό ορίζοντα με τα πιο ποικίλα χρώματα. Στα παιχνίδια αυτού του αγωνιώδη ήλιου κάποια ποιητικά πνεύματα θα βρουν καινούργιες ηδονές, θ’ ανακαλύψουν εκεί θαμπωτικά περιστύλια, χειμάρρους από λυωμένο μέταλλο, νεραϊδένιους παραδείσους, μια μελαγχολική λάμψη, την ηδονή του πένθους, όλες τις μαγείες του ονείρου, όλες τις αναμνήσεις του οπίου. Κι η κατάκλιση του ήλιου θα τους φανεί τελικά σα θαυμαστή αλληγορία μιας ψυχής γεμάτης από ζωή, που καταδύεται πίσω απ’ τον ορίζοντα με μια μεγαλόπρεπη προμήθεια σκέψεων κι ονείρων.
Όμως, αυτό που ποτέ δε σκέφτηκαν οι ορκωτοί καθηγητές είναι ότι μπορεί να παρουσιαστεί στη κίνηση της ζωής ένας τέτοιος συνδυασμός, ένα τέτοιο εκχύλισμα, πράγματα απροσδόκητα για τη σχολική τους σοφία. Έτσι λοιπόν, η ανεπαρκής γλώσσα τους βρίσκεται σε αδιέξοδο, όπως συμβαίνει άλλωστε και στη περίπτωση (φαινόμενο που θα πολλαπλασιάζεται ίσως με διάφορες παραλλαγές) που ένα έθνος γεννιέται απ’ τη παρακμή κι ορθώνεται εκεί που όλα τα άλλα τελειώνουν. Κι ανάμεσα στις αμέτρητες αποικίες του αιώνα που τρέχει, όλο και νέες λογοτεχνίες παρουσιάζονται, εκεί θα παραχθούν βέβαια τα πνευματικά ατυχήματα μιας ηττημένης φύσης, σύμφωνα με το σχολικό πνεύμα. Νέα και ταυτόχρονα γερασμένη, η Αμερική φλυαρεί και μωρολογεί μ’ ευστροφία όμως καταπληκτική. Ποιός θα μπορούσε να μετρήσει τους ποιητές της; Είναι αναρίθμητοι! Κι οι φιλολογίζουσες γυναίκες; Αδύνατον να τις εξετάσει κανείς όλες. Οι κριτικοί της πάλι; Πιστεύω πως κατέχει σχολαστικούς πολύ πιο άξιους απ’ τους δικούς μας, που δεν έχουνε τη μωρία ν’ ανακαλούν αδιάκοπα τους καλλιτέχνες πίσω σε μιαν απαρχαιωμένη ομορφιά ή να αξιολογούν ένα μυθιστοριογράφο ή ένα ποιητή σύμφωνα με την ηθική της σκοπιμότητάς τους και τη ποιότητα των στόχων τους. Υπάρχουνε κι εκεί κάτω όπως εδώ και μάλιστα πιότεροι ακόμα κι από ‘δω, λογοτέχνες που δεν ξέρουν ορθογραφία, υπάρχει μωσαϊκό από πνεύματα παιδαριώδη, άχρηστα, ερανιστές άφθονοι, ψιττακοί, λογοκλόποι των λογοκλόπων, κριτικοί των κριτικών. Σ’ αυτό το αμάλγαμα των μετριοτήτων στον κόσμο τον παθιασμένο με τις υλικές τελειοποιήσεις (σκάνδαλο ενός νέου γένους που αρχίζει ν’ αντιλαμβάνεται το μεγαλείο των φυγόπονων λαών), σ’ αυτή τη κοινωνία την άπληστη σε ξαφνιάσματα, την ερωτική με τη ζωή και συχνά μια ζωή γεμάτη εξεγέρσεις, ένας άνθρωπος τα στόλισε όλα αυτά, ένας άνθρωπος που υπήρξε μεγάλος, όχι μόνο απ’ τη μεταφυσική, πνευματική του διαύγεια, από τη δυσάρεστη ή θελκτική ομορφιά των συλλήψεών του, ή την αναλυτική του σκληρότητα.
Ένας άνθρωπος που έκλεινε μέσα του πραγματικό μεγαλείο κι όχι τη μικρομεγαλοσύνη μιας καρικατούρας. Πρέπει να συνεχίσω τις εξηγήσεις με περισσή φροντίδα από ‘δω και πέρα, γιατί τελευταία ένας απερίσκεπτος κριτικός, για να δυσφημήσει τον Πόε και να τερματίσει την ακεραιότητα του θαυμασμού μου, μεταχειρίστηκε τη λέξη ζογκλέρ που εγώ ο ίδιος είχα προσάψει στον ευγενή ποιητή σχεδόν σαν ένα εγκώμιο. Ζώντας στα σπλάχνα ενός αχόρταγου κόσμου, άπληστου για υλικά αγαθά, ο Πόε ρίχτηκε στα όνειρα. Καταπνιγμένος όπως ήταν από την αμερικανική ατμόσφαιρα, έγραψε στην επικεφαλίδα του Εύρηκα: “Αφιερώνω αυτό το βιβλίο σ’ όλους εκείνους που τοποθέτησαν τη πίστη τους μέσα στα όνειρα, σαν να ήταν οι μόνες αληθινές πραγματικότητες“. Να, λοιπόν, μια αξιοθαύμαστη διακήρυξη. Εκεί μέσα ξεδιάκρινε την ύπαρξή του κι εκεί τώρα σταθεροποιεί τα εκφραστικά του μέσα, in his own way. Ο συγγραφέας που μέσα στη Συνομιλία ανάμεσα στον Μόνο και στην Ούνα ελευθερώνει σα χείμαρρο τη περιφρόνηση και τη βδελυγμία του για τη δημοκρατία, είναι ο ίδιος που για να ανυψώσει την ευπιστία και να εξαλείψει την αδράνεια των αισθήσεων, έβαλε σε περίοπτη θέση στο έργο του την ανθρώπινη εξουσία και κατασκεύασε με πολύ έξυπνο τρόπο μυθιστορίες, από τις πιο κολακευτικές για τη ματαιοδοξία του σύγχρονου ανθρώπου. Τοποθετημένος κάτω απ’ το φως της μέρας, ο Πόε μου φαίνεται σαν ένας είλωτας που θέλει να κάνει τ’ αφεντικό του να ντραπεί. Τελικά για να συνοψίσω τη σκέψη μου σ’ ένα πιο καθαρό σχήμα, ο Πόε υπήρξε πάντα μεγάλος, όχι μόνο στις ευγενικές συλλήψεις, αλλ’ ακόμα και σα φαρσέρ.
II.
Κι όμως, δεν υπήρξε ποτέ ευκολόπιστος! Πάντα στα γραπτά του υπέφωσκε η αμφιβολία κι η ειρωνεία. ‘Έτσι έφτασε στο σημείο να γράψει μέσα σε πλήρη δημοκρατική ασυδοσία: “Ο λαός δεν έχει τίποτα να κάνει με τους νόμους εκτός από το να τους παρακούει“, αν και ποτέ δεν υπήρξε θύμα της σύγχρονης σκέψης. Έτσι αλλού γράφει: “Η μύτη του όχλου είναι η εφεύρεσή του κι απ’ αυτή τη μύτη θα μπορούσε να τονε τραβά κάποιος πάντα εκεί που θέλει“, κι ακόμα υπάρχουν εκατοντάδες κρουνοί απ’ όπου ο χλευασμός τρέχει, πυκνός σαν τα βλήματα του μυδραλλίου, αλλά ωστόσο νωχελικός κι αγέρωχος. Τα μυθικά όντα τον συγχαίρουν για τη μαγνητική του αποκάλυψη, παρόμοιο φαινόμενο μ’ αυτές τις απλοϊκές προφητείες του, που στο παρελθόν συντηρούσαν στη ψυχή του συγγραφέα του ερωτευμένου διαόλου ένα φανερωτή των μυστηρίων τους. Τον ευγνωμονούν για τις μεγάλες αλήθειες που έρχεται ν’ αναγορεύσει, γιατί ανακάλυψαν (οι εξακριβωτές αυτού που δεν είναι ποτέ εξακριβώσιμο) ότι όλ’ αυτά που εξέφρασε ήταν απολύτως αληθινά. Καλλίτερα κι από πρώτα αναγνωρίζουν αυτούς τους τολμηρούς ανθρώπους, παρά την υπόνοια ότι όλ’ αυτά θα μπορούσαν κάλλιστα να ‘ναι μια φανταστική επινόηση. Ο Πόε απαντά ότι είναι δικός του λογαριασμός το γιατί δεν αμφέβαλε ποτέ για όλ’ αυτά. Πρέπει να αναφέρω ακόμα και τούτο: τη μικρή δίοδο που μου σκίρτησε στα μάτια φυλλομετρώντας για εκατοστή φορά αυτά τα αγαπημένα Μαργκιvάλια, που είναι σαν το μυστικό δωμάτιο του πνεύματός του: “0 τεράστιος πολλαπλασιασμός των βιβλίων σε όλους τους κλάδους της γνώσης είναι μία από τις μεγαλύτερες μάστιγες αυτής της εποχής, γιατί θέτει ένα από τα σοβαρότερα εμπόδια στην απόκτηση ολόκληρης της θετικής γνώσης“.
Αριστοκράτης της φύσης πριν ακόμα γεννηθεί, αυτός ο Βιργινός, άνθρωπος του Νότου, ο ανήσυχος Μπάιρον σ’ έναν όμορφο κόσμο, φύλαγε πάντα τη φιλοσοφική αταραξία, για να γίνει αυτός που καθορίζει τη μύτη του όχλου, αυτός που χλευάζει τους ιδρυτές των θρησκειών, που γελοιοποιεί τις βιβλιοθήκες και παραμένει αυτό που υπήρξε κι αυτό που θα είναι πάντα, ένας αληθινός ποιητής -μια αλήθεια ντυμένη μ’ έναν αλλόκοτο τρόπο, μια παράδοξη παρουσία, που δε θέλει ν’ αγγιχτεί από το πλήθος, που τρέχει στο άκρο της Ανατολής, όταν τα πυροτεχνήματα τραβάνε ολόισια για τη Δύση. Αλλά να και το πιο σημαντικό απ’ όλα: θα παρατηρήσουμε ότι αυτός ο συγγραφέας, προϊόν ενός αιώνα ικανοποιημένου από τον εαυτό του, παιδί ενός έθνους επίσης ικανοποιημένου από τον εαυτό του, όσο κανέν άλλο, είδε καθαρά, με ατάραχη βεβαιότητα, τη φυσική μοχθηρία του Ανθρώπου. Υπάρχει μες στον άνθρωπο, λέει, μια μυστηριώδης δύναμη, που η σύγχρονη φιλοσοφία δεν ενδιαφέρεται να τη φέρει στον έλεγχό της κι ωστόσο, χωρίς αυτή την ανώνυμη δύναμη, χωρίς αυτή την αρχέγονη ροπή, ένα πλήθος από ανθρώπινες πράξεις θα ‘μέναν ανεξήγητες κι ακατανόητες. Αυτές οι πράξεις εκπέμπουνε γοητεία όχι για κανέναν άλλο λόγο, παρά μόνο γιατί είναι άσχημες κι επικίνδυνες. Γιατί περιέχουν την ελκυστικότητα της αβύσσου. Αυτή η πρωτόγονη κι ανεξέλεγκτη δύναμη είναι η φυσική διαστροφή, που κάνει αδιάκοπα τον άνθρωπο να γίνεται ανάλογα με τη περίπτωση, ανθρωποκτόνος, αυτόχειρας, εγκληματίας ή δήμιος, γιατί εντείνει με μια δεξιότητα αξιοσημείωτα σατανική, την αδυναμία του να βρει μιαν επαρκή λογική αιτιολογία για κάποιες άσχημες κι επικίνδυνες πράξεις κι έτσι θα μπορούσε να μας οδηγήσει να τις θεωρήσουμε ως αποτέλεσμα της υποβολής του διαόλου, αν η πείρα κι η ιστορία δε μας δίδασκαν ότι απ’ όλ’ αυτά εκείνο που ξεχωρίζει ο Θεός είναι η αποκατάσταση της τάξης κι η τιμωρία του πονηρού -κι ύστερα να γίνεις υπηρέτης των ίδιων πονηρών σα συνένοχος κι εσύ!
Αυτή είναι η φράση, τ’ ομολογώ, που γλυστρά στο πνεύμα μου σαν ένα υπονοούμενο, τόσο δόλιο όσο κι αναπόφευκτο. Αλλά δε θέλω προς το παρόν να λογαριάσω το μέγεθος της ξεχασμένης αλήθειας (εννοώ την αρχέγονη διαστροφή του ανθρώπου)· όμως, παρ’ όλα αυτά δεν παύω να κατέχομαι από σχετική ικανοποίηση, βλέποντας κάποια από τα θραύσματα της πανάρχαιας σοφίας να μας ξανάρχονται από μια χώρα που κανείς δεν το περίμενε. Είναι ευχάριστο που κάποιες εκπυρσοκροτήσεις της παλιάς αλήθειας τινάζονται πάλι στο πρόσωπο όλων αυτών των κολάκων της ανθρωπότητας, των θωπευτών και νανουριστών που επαναλαμβάνουν σε όλες τις δυνατές τονικές αποχρώσεις. “Γεννήθηκα καλός κι εσείς επίσης κι όλοι, όλοι γεννηθήκαμε καλοί“, ξεχνώντας ή μάλλον προσποιούμενοι ότι ξεχνούν εκείνους τους οπαδούς της ισότητας που αντιλέγουν, ότι είμαστε όλοι γεννημένοι και προδιαγραμμένοι για το κακό.
Από μια πλάνη μπόρεσε να γίνει εύπιστος αυτός που κάθε φορά -οδυνηρή ανάγκη των μέσων- τα τακτοποιούσε όλα τόσο καλά; Πόση περιφρόνηση για το φιλοσοφικό διαλογισμό δε βρίσκει κανείς μέσα στις ωραίες μέρες του, μέσα στις μέρες που ήταν, για να το πω έτσι, φωτεινές; Αυτός ο ποιητής που οι πολυάριθμες φανταστικές του επινοήσεις φαίνονται επίτηδες σαν αιχμές που επικυρώνουνε την υποτιθέμενη παντοδυναμία του ανθρώπου,· ήθελε κάποτε να εξαγνιστεί κι ο ίδιος. Τη μέρα που έγραφε: “Όλη η βεβαιότητα υπάρχει μες στα όνειρα“, απωθούσε τον κεκτημένο του αμερικανισμό στο χώρο των πιο υποδεέστερων πραγμάτων, επιστρέφοντας στον αληθινό δρόμο των ποιητών κι υποτασσόμενος χωρίς αμφιβολία στην αναπόφευκτη αλήθεια που μας ακολουθεί σα δαίμονας, εξωθούσε τους φλογερούς στεναγμούς του σαν το ξεπεσμένο άγγελο, που αναθυμάται τους Ουρανούς στους πένθιμους στίχους των ποιημάτων ο Χρυσός άγγελος κι ο Χαμένος παράδεισος κι έκλαιγε για όλη αυτή τη μεγαλοπρέπεια της Φύσης, τυραvvούμενος μπρος στη ζεστή ανάσα του τζακιού, όπου γεννούσε τελικά αυτές τις θαυμαστές σελίδες της Συνομιλίας ανάμεσα στον Μόνο και στην Ούνα που γοήτευσαν και τάραξαν τον αναμάρτητο Ντε Μεστρ.
Είναι κείνος που μίλησε για την αλήθεια του σοσιαλισμού, την εποχή που αυτό το φαινόμενο δεν είχε ακόμα όνομα ή τουλάχιστον αυτό το όνομα δεν ήταν γνωστοποιημένο σε όλους: «0 κόσμος στην παρούσα φάση ληστεύεται από μια αίρεση φιλοσόφων που δεν είναι ακόμα αναγνωρισμένοι ως ιδρυτές αίρεσης και κατά συνέπεια δεν έχουν αποκτήσει όνομα. Αυτοί είναι οι πιστοί κάθε σκουριασμένης ιδέας (θα μπορούσε να τους χαρακτηρίσει κάποιος, γερασμένους ιεροκήρυκες). Ο Μεγάλος Ιερέας στη Δύση είναι ο Σαρλ Φουριέ και στην Ανατολή ο Οράτιος Κρίλι κι είναι εν γνώσει τους μεγάλοι ιερείς, ενώ ο μόνος κοινός δεσμός ανάμεσα στους θιασώτες της αίρεσης είναι η ευπιστία · αλλά καλλίτερα ας ονομάσουμε το φαινόμενο Παραλογισμό κι ας μη ξαναμιλήσουμε πια γι’ αυτό. Ρωτήστε έναν απ’ αυτούς εκεί γιατί πιστεύει σε τούτο ή σε κείνο και πόσο είναι συνειδητός, (όσο είναι αυτοί που έχουν άγνοια γενικά), θα σας δώσει απάντηση ανάλογη μ’ αυτή του Ταλεϋράνδου όταν τονε ρωτήσανε γιατί πιστεύει στη Βίβλο. “Πιστεύω σ’ αυτή, πρώτα γιατί είμαι επίσκοπος του Autun και κατά δεύτερο λόγο γιατί δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτήv” είπε. Τα πράγματα, λοιπόν, που αυτοί οι φιλόσοφοι ονομάζουν αποδείξεις κι επιχειρήματα δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά ένας τρόπος γι’ αυτούς να αρνηθούν αυτό που είναι και να εκφράσουν αυτό που δεν υπήρξανε ποτέ.
Η πρόοδος αυτή η μεγάλη αίρεση, δεν μπόρεσε περισσότερο από καθετί να του ξεφύγει. Ο αναγνώστης θα δει σε διάφορα χωρία, τι είδους εκφράσεις χρησιμοποιεί για να τη χαρακτηρίσει. Θα ‘λεγε στ’ αλήθεια κάποιος, βλέποντας το πάθος που δαπανά εκεί, ότι θέλει να την εκδικηθεί σαν να είναι ένα κοινό εμπόδιο, μια συμφορά του δρόμου. Πόσο δεν τη γελοιοποίησε αυτό το περιφρονητικό γέλιο του ποιητή που δεν αυξάνει το τσαμπί των αργόσχολων, που επιχειρούν να ονειρευτούν με τις διασκεδαστικές και εκούσιες ανοησίες των Παλιάτσων κι έφτασαν κι ως εμένα τελευταία πάνω σ’ αυτή τη καταπληκτική φράση που τη βρήκα -και καμάρωσα με κακή πρόθεση σε μια εφημερίδα περισσότερο κι από σοβαρή: Η ακατάπαυστη πρόοδος της επιστήμης επέτρεψε τώρα τελευταία να ξαναβρεθεί το χαμένο μυστικό που από καιρό αναζητούσαμε και …(υγρό πυρ, ατσάλωμα του χαλκού, το τί εξαφανίστηκε δεν τους ενδιαφέρει)… της οποίας οι εφαρμογές, οι πιο πετυχημένες, μπορούν να μας ξαναφέρουνε πίσω σε μια εποχή βάρβαρη και πολύ αρχαία!!! Να, λοιπόν, μια φράση που μπορεί να ονομαστεί ένα αληθινό εύρημα, μια παταγώδης ανακάλυψη, στον ίδιο τον αιώνα των ακατάπαυστων προόδων. Αλλά όμως νομίζω ότι η μούμια του Αλαμιστακέο δε θα παρέλειπε να ρωτήσει με τόνο γλυκό και μυστικό από υπεροχή, αν ήταν επίσης για χάρη της ακατάπαυστης προόδου που αυτό το διάσημο μυστικό είχε χαθεί, με το μοιραίο κι ακατάβλητο νόμο της. Όμως, καλλίτερα ν’ αφήσουμε τον τόνο της φάρσας, για ένα θέμα που περιέχει δάκρυα εξίσου με γέλια.
Δεν είναι, άραγε, όλο αυτό ένα πράγμα αληθινά καταπληκτικό που θα ‘πρεπε να προσέξει ένα έθνος, πολλά έθνη κι όλη η ανθρωπότητα ύστερα από λίγο και να πει στους σοφούς και στους μάγους της: θα σας αγαπήσω και θα σας κάνω μεγάλους, αν με πείσετε ότι προοδεύουμε χωρίς να το θέλουμε αναπόφευκτα, ακόμα κι όταν κοιμόμαστε; Απαλλάξτε μας από την ευθύνη, υποκρύψτε για μας τη ταπείνωση των συγκρίσεων, νοθεύστε την ιστορία και θα καταφέρετε να σας ονομάσουνε σοφούς των σοφών; Δεν είναι επίσης αιτία ξαφνιάσματος που αυτή η ιδέα, η τόσο απλή, δεν αντηχεί σ’ όλα τα μυαλά; Που η πρόοδος (έτσι όπως χτίζεται) τελειοποιεί τον πόνο στην αναλογία που φθείρει τη τρυφερότητα με αποτέλεσμα η επιδερμίδα των λαών να γίνεται όλο και πιο ντελικάτη; Δεν επιδιώκουνε προφανώς παρά μια Italiam Fugientem, μια κατάκτηση σε κάθε χαμένο λεπτό, μια πρόοδο πάντα αρνητική σ’ αυτόν τον ίδιο τον εαυτό της;
Αλλά αυτές οι αυταπάτες που το ενδιαφέρον τους είναι αλλού, τραβούν τη γνησιότητά τους από ένα βάθος διαφθοράς και πλάνης -μετέωρα των βάλτων- που σπρώχνουν στη περιφρόνηση τις αγαπημένες ψυχές της αιώνιας φωτιάς, όπως ο Πόε κι ερεθίζουνε τις σκοτεινές νοήσεις όπως ο Ζαν-Ζακ, σ’ αυτόν υπάρχει μια αισθαντικότητα τραυματισμένη κι οξεία στην εξέγερση που βρίσκεται όμως μακρυά από τη φιλοσοφία κι είναι αναμφισβήτητο πως αυτός εδώ δικαιώθηκε απέναντι στο διεφθαρμένο ζώο, όμως το διεφθαρμένο ζώο έχει το δικαίωμα να τον κατηγορήσει πως επικαλείται την απλή φύση. Η φύση δε φτιάχνει παρά τέρατα κι όλη η απορία βρίσκεται στο γεγονός ότι τους προσάπτουνε τη λέξη άγρια. Κανείς φιλόσοφος δε θα τολμούσε να προτείνει για πρότυπα αυτές τις δυστυχισμένες σάπιες ορδές, που δεν είναι παρά θύματα των στοιχείων και τροφή των θηρίων κι επίσης ανίκανες να κατασκευάσουν στρατούς που να επινοήσουνε την ιδέα μιας εξουσίας πνευματικής και υπέρτατης. Αλλά αν θέλει κάποιος να παραβάλλει το σύγχρονο άνθρωπο, τον πολιτισμένο άνθρωπο, με τον άγριο άνθρωπο ή ακόμα περισσότερο ένα λεγόμενο πολιτισμένο έθνος, μ’ έθνος λεγόμενο άγριο, αυτή δε θα ‘ναι άραγε μια σύγκριση αποστερημένη απ’ όλες τις έξυπνες εφευρέσεις που διανέμουν το υποκείμενο του ηρωισμού, δε βλέπει πως όλη η τιμή είναι για τον άγριο; Από τη φύση του από την ίδια την ανάγκη είναι τόσον εγκυκλοπαιδικός, όσο ο πολιτισμένος άνθρωπος βρίσκεται περιορισμένος σ’ εκτάσεις απειροστά μικρές από την ειδικότητα. Ο πολιτισμένος άνθρωπος επινοεί τη φιλοσοφία της προόδου για να παρηγορείται για την αποκήρυξή του και τη κατάπτωσή του. Όμως ο άγριος άνθρωπος, νυμφίος, φοβισμένος κι ευλαβικός, πολεμιστής αντίθετος στο προσωπικό ανδραγάθημα, ποιητής τις μελαγχολικές ώρες που ο ήλιος κλίνοντας τον προσκαλεί να τραγουδήσει το παρελθόν και τους προγόνους, εγγίζει από πολύ κοντά τη παρυφή του ιδανικού.
Ποιό χάσμα θα τολμήσουμε να του κατηγορήσουμε; Έχει μέσα του τον ιερέα, έχει το μάγο και το γιατρό. Τί λέω; Έχει ακόμα το δανδή, υπέρτατη ενσάρκωση της ιδέας του ωραίου εξόριστου στην υλική ζωή, αυτόν που υπαγορεύει τη μορφή και τη γραμμή των τρόπων, τα φορέματά του, τα στολίδια του, τα όπλα του, δηλώνουν εφευρετική δύναμη, που σε μας έχει από πολύ καιρό λιποτακτήσει. Θα παραβάλλουμε τα νωθρά μας μάτια και τα κουφαμένα μας αυτιά, μ’ αυτά τα μάτια που διαπερνάνε την ομίχλη, μ’ αυτά τα αυτιά που θ’ ακούσουνε το χορτάρι που μεγαλώνει; Και την αγριογυναίκα με την απλή και παιδική της ψυχή, αυτό το υποτακτικό και χαδιάρικο ζώο που δίνεται ολοκληρωτικά και περιέχεται πάντα, που δεν είναι παρά η σύζυγος ενός πεπρωμένου, θα τη δηλώσουμε υποδεέστερη από την Αμερικανίδα κυρία, της οποίας ο κ. Μπέλγκαρικ (συντάκτης του Σύμβουλου του Παντοπωλείου) έσπευσε κατευθείαν να της κάνει τον έπαινο λέγοντας πως είναι το ιδεώδες της συντηρούμενης γυναίκας; Αυτής της ίδιας γυναίκας, όμως, τα πολύ θετικά ήθη ενέπνευσαν στον Πόε -αυτόν τον τόσο ευγενικό, τον τόσο ευσεβή της ομορφιάς- τις ακόλουθες θλιβερές γραμμές: “Αυτές οι απέραντες τσάντες που μοιάζουν με τεράστια αγγούρια κι είναι στη μόδα τελευταία, ανάμεσα στις ωραίες, δεν έχουν όπως νομίζουνε πολλοί, παριζιάνικη προέλευση- είναι τελείως αυτόχθονες. Γιατί να υπάρχει μια όμοια μόδα στο Παρίσι, όπου η γυναίκα δε σφίγγει στη τσάντα, παρά μόνο τα χρήματά της; Αλλά η τσάντα μιας Αμερικάνας πρέπει να ‘ναι αρκετά ευρύχωρη, να μπορέσει να κλείσει, εκτός απ’ όλο το χρήμα κι ολάκερη τη ψυχή της“. Οσον αφορά στη θρησκεία, δε θα μιλήσω για τον Vitzilipoutzi τόσον ελαφρά όσο το έκανε ο Αλφρέ ντε Μισέ, ομολογώ χωρίς ντροπή ότι προτιμώ τη λατρεία του Τετατέ απ’ αυτή του Μαμμωνά κι ο ιερέας που προσφέρει στο σκληρό άρπαγα των ανθρώπινων σφαγίων, των θυμάτων που θέλουν να πεθάνουν, στα μάτια μου φαίνεται γλυκός και συνάμα ανθρώπινος, συγκριτικά με τον κεφαλαιούχο που δε θυσιάζει ανθρώπους παρά μόνο για το προσωπικό του συμφέρον.
Πού και πού αυτά τα πράγματα είναι ακόμα αξεκαθάριστα και κάποια φορά βρήκα σε άρθρο του Μπαμπέ ντ’ Ορβιγί ένα επιφώνημα φιλοσοφικής θλίψης, που συνοψίζει όλο αυτό που ‘θελα να πω σ’ αυτό εδώ το χωρίο: “Πολιτισμένοι άνθρωποι που πετάτε χωρίς αιτία τη πέτρα στους άγριους, σε λίγο οι ίδιοι δε θα είστε άξιοι να γίνετε ειδωλολάτρες“. Η ομοιότητα των μέσων -το είπα ήδη, δεν μπορώ όμως ν’ αντισταθώ στον πόθο να το επαναλάβω- δεν είναι γεγονός ασήμαντο για τους ποιητές. Αυτό που ένα γαλλικό πνεύμα, υποθέστε το πιο δημοκρατικό, ζητά από μια τάξη πραγμάτων, δε θα ‘βρισκε θέση στο αμερικανικό πνεύμα. Για την εξυπνάδα του γηραιού κόσμου, μια πολιτική τάξη έχει ένα κέντρο κίνησης, που αποτελεί το μυαλό της και τον ήλιο της, αρχαίες και δοξασμένες αναμνήσεις, μακριά ποιητικά και πολεμικά χρονικά, μια αριστοκρατία, που σ’ αυτήν η φτώχεια, κόρη των επαναστάσεων, δεν μπορεί παρά να βρει μια παράδοξη λαμπρότητα. Αλλά να! Αυτή η συρροή πωλητών κι αγοραστών, αυτή η ανωνυμία, αυτό το ακέφαλο τέρας, η εξόριστη πίσω από τον ωκεανό τάξη πραγμάτων. Τη θέλω να ‘ναι καλλίτερα σαν ένα απέραντο καμπαρέ, όπου ο καταναλωτής συρρέει και πραγματεύεται υποθέσεις πάνω σε λερωμένα τραπέζια, στο βουητό άσχημων αληθειών, ίσως χωμένος σ’ ένα σαλόνι, σ’ αυτό που ονομάζαμε στο παρελθόν σαλόνι, μια δημοκρατία του πνεύματος προεδρευόμενη απ’ την ομορφιά!
Θα είναι πάντα δύσκολο να ασκήσεις, ευγενικά και καρποφόρα κάθε φορά, την ιδιότητα του ανθρώπου των γραμμάτων χωρίς να εκτίθεσαι στη δυσφήμηση, στη συκοφαντία των ανικάνων, στο φθόνο των πλουσίων -αυτό το φθόνο που είναι η τιμωρία τους- στις εκδικήσεις της αστικής μετριότητας. Αλλά αυτό που είναι δύσκολο μέσα σε μια μετρημένη μοναρχία ή σε μια κανονική δημοκρατία, γίνεται σχεδόν ακατόρθωτο μέσα σ’ ένα είδος Καπερναούμ, όπου ο κάθε λοχίας ανάλογα με τη γνώμη του κάνει την αστυνομία για να ικανοποιήσει τα βίτσια του -ή τις αρετές του, το ίδιο κάνει- ένας ποιητής, ένας συγγραφέας μιας χώρας σκλάβων γίνεται απεχθής καταγραφέας στα μάτια μιας ακυρωτικής κριτικής, έτσι που να μη ξέρει κανείς ποιο είναι το μεγαλύτερο σκάνδαλο, το ξεγύμνωμα του κυνισμού ή η αταραξία της βιβλικής υποκρισίας. Να καίγονται αλυσοδεμένοι νέγροι, γιατί έχουν γεμάτο αίσθημα το μαύρο τους μάγουλο και μυρμηγκιάζει από την κοκκινίλα της τιμής, να παίζει το ρεβόλβερ μέσα σε μια πλατεία θεάτρου, να στεριώνεται η πολυγαμία στους παραδείσους του Ουέστ, που οι Άγριοι (αυτό το τέρμα στον αέρα μιας αδικίας) δεν ήταν ακόμα λερωμένοι απ’ αυτές τις ντροπιαστικές ουτοπίες, να γεμίζουν αφίσες οι τοίχοι, χωρίς αμφιβολία για να εγκαινιαστεί η αρχή της απεριόριστης ελευθερίας, η θεραπεία των ασθενειών του ένατου μήνα, αυτά είναι κάποια από τα διακεκριμένα δικαιώματα, κάποιες από τις ηθικές εικονογραφήσεις της ευγενικής χώρας του Φράνκλιν, της χώρας που είναι εφευρέτις της ηθικής λογιστηρίου, ο ήρωας ενός αιώνα αφοσιωμένου στην ύλη. Είναι καλό να κατευθύνεις αδιάκοπα το βλέμμα πάνω σ’ αυτά τα θαύματα της βαναυσότητας, σε καιρό που η αμερικανομανία έγινε σχεδόν πάθος ωραίων αποχρώσεων, σε σημείο που ένας αρχιεπίσκοπος έφτασε να μας προμηνύσει πολύ σοβαρά, ότι η θεία Πρόνοια θα μας καλούσε αμέσως να απολαύσουμε αυτό το υπερατλαντικό ιδεώδες.
ΙΙΙ.
Κάθε κοινωνικό μέσο έχει αναγκαστικά ως αποτέλεσμα τα αντίστοιχα φιλολογικά λάθη. Αυτά τα λάθη, όμως, είναι αντίθετα με κείνα που ο Πόε αντιδρούσε όσο μπορούσε και μ’ όλες του τις δυνάμεις. Δεν πρέπει, λοιπόν, να εκπλαγούμε που οι Αμερικανοί, άνθρωποι των γραμμάτων, αναγνωρίζοντας τη μοναδική του δύναμη, ως ποιητή και ως αφηγητή, ήθελαν πάντα να εξασθενίσουν την αξία του ως κριτικού. Σε μια χώρα όπου η ιδέα της χρησιμότητας, το πιο εχθρικό πράγμα στην ιδέα της ομορφιάς, υπερέχει και κυριαρχεί σ’ όλα τα άλλα πράγματα, ο τέλειος κριτικός, ο πιο αξιότιμος, θα ήταν αυτός που οι τάσεις κι οι πόθοι του θα προσέγγιζαν τις τάσεις και τους πόθους του · κοινού του, αυτός που, συγχέοντας τις ιδιότητες και τα είδη της παραγωγής, θα καθόριζε σ’ όλα ένα κοινό σκοπό, αυτός που θα αναζητήσει μέσα σ’ ένα βιβλίο ποίησης τα μέσα να τελειοποιήσει τη συνείδηση. Φυσικά, θα γίνει όλο και λιγότερο ανήσυχος από τις πραγματικές, θετικές ομορφιές της ποίησης, θα γίνει όλο και λιγότερο αγανακτισμένος από τις ατέλειες και τα λάθη στην εκτέλεσή της. Ο Πόε, αντίθετα, διαιρώντας τον κόσμο του πνεύματος στη καθαρή διάνοια, στο γούστο και στην ηθική αίσθηση, εφάρμοσε τη κριτική, καθότι το αντικείμενο της ανάλυσής του ανήκει σ’ ένα απ’ αυτά τα ίδια επίπεδα. Ήταν στην αρχή πολύ ευαίσθητος στη τελειότητα του πλάνου και στη διόρθωση της εκτέλεσης, αποσυνθέτοντας τα λογοτεχνικά έργα σαν ελαττωματικά μηχανικά κομμάτια (για το σκοπό που ήθελε να τα κατευθύνει) σημειώνοντας με φροντίδα τα ελαττώματα της κατασκευής κι έπειτα περνούσε στις λεπτομέρειες του έργου, στη πλαστική του έκφραση, στο ύφος μιας λέξης, καθαρίζοντας χωρίς παράλειψη τα λάθη της προσωδίας, τις γραμματολογικές ατέλειες και όλη αυτή τη μάζα της σκουριάς, που στους μη καλλιτέχνες συγγραφείς λερώνει τους μεγάλους στόχους και ασχημίζει και τις πιο ευγενικές συλλήψεις.
Για κείνον το φανταστικό είναι η βασίλισσα των ιδιοτήτων, αλλά απ’ αυτή τη λέξη αντιλαμβάνεται κάτι πιο μεγάλο απ’ αυτό που αντιλαμβάνεται ο κοινός αναγνώστης. Το φανταστικό δεν είναι η φαντασία, είναι πάνω απ’ όλα η ευαισθησία, είναι περισσότερο κι από δύσκολο να συναντήσεις έναν άνθρωπο φαντασιώδη που να μην είναι ευαίσθητος. Το φανταστικό είναι ιδιότητα που αντιλαμβάνεται πρώτ’ απ’ όλα κι έξω από φιλοσοφικές μεθόδους, τις ενδόμυχες και μυστικές αναφορές των πραγμάτων, τις σχέσεις και τις αναλογίες τους. Οι τιμές κι οι λειτουργίες που απονέμει σ’ αυτή την ιδιότητα του δίνουν μια αξία τόσο μεγάλη (τουλάχιστον όταν λογαριάσει κανείς καλλίτερα τη σκέψη του συγγραφέα), έτσι που ένας σοφός, χωρίς φανταστική δύναμη να εμφανίζεται σαν κίβδηλος ή τουλάχιστον σα σοφός ανολοκλήρωτος.
Ανάμεσα στις λογοτεχνικές εκτάσεις, όπου το φανταστικό μπορεί να πετύχει τα πιο παράξενα αποτελέσματα και να αποκομίσει τους θησαυρούς, αν όχι τους πιο πλούσιους, τους πιο πολύτιμους (αυτοί εδώ ανήκουν στην ποίηση) αλλά τους πιο πολυάριθμους και τους πιο ποικίλους, απ’ αυτές τις εκτάσεις ο Πόε αφοσιώνεται ιδιαίτερα σε μία: αυτή είναι η Νουβέλα. Η νουβέλα έχει σχετικά με το μυθιστόρημα και σε απέραντη αναλογία, το τεράστιο πλεονέκτημα ότι η συντομία της προσθέτει στη πυκνότητα της δράσης. Αυτή η γραφή που μπορεί να ολοκληρωθεί μονομιάς, χωρίς ανάσα, αφήνει μέσα στο πνεύμα μια ανάμνηση πολύ πιο δυνατή από μια γραφή αποσπασματική, διακεκομμένη συχνά απ’ τη φασαρία των υποθέσεων και φροντίδα των κοσμικών ενδιαφερόντων. Η ενότητα της εντύπωσης, η ολότητα της πράξης, είναι ένα απέραντο πλεονέκτημα που μπορεί να δώσει σ’ αυτό το είδος σύνθεσης, ξαφνικά μια ιδιαίτερη υπεροχή, σε σημείο που μια νουβέλα πολύ μικρή (αυτό είναι, χωρίς αμφιβολία, ένα ελάττωμα) να αξίζει περισσότερο από μια πολύ εκτεταμένη νουβέλα. Ο καλλιτέχνης, αν είναι άξιος, δε θα συμβιβάσει τις σκέψεις του με τα επεισόδια, αλλά έχοντας δημιουργήσει, αποφασιστικά και άνετα, μια δράση για να την παραγάγει, επινοεί τα επεισόδια, πλάθει τα γεγονότα, τα πιο κατάλληλα να εκτελέσουν τη δράση που θέλει. Αν η πρώτη φράση δεν είναι γραμμένη με στόχο να προετοιμάζει αυτή τη τελική εντύπωση, το έργο είναι εσφαλμένο μόλις απ’ το ξεκίνημά του. Σ’ ολάκερη τη σύνθεση, δεν πρέπει να γλιστρά ούτε μια μόνο λέξη που δε θα ‘χει ένα σκοπό, που δε θα μείνει, άμεσα ή όχι, να ολοκληρώσει το προμελετημένο σχέδιο.
Υπάρχει ένα σημείο που σε κείνο η νουβέλα υπερέχει ακόμα κι απέναντι στο ποίημα. Ο ρυθμός είναι απαραίτητος στο ξεδίπλωμα της ιδέας της ομορφιάς, που είναι ο στόχος, ο πιο μεγάλος και πιο ευγενικός του ποιήματος. Όμως, τα τεχνάσματα του ρυθμού είναι ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο στην ανάπτυξη τη λεπτομερή σε σκέψεις κι εκφράσεις που έχει για αντικείμενό της την αλήθεια. Γιατί η αλήθεια μπορεί να ‘ναι συχνά ο στόχος της νουβέλας κ:ι η παρατήρηση το καλλίτερο όργανο για το τέλειο χτίσιμό της. Να γιατί αυτό το είδος σύνθεσης, που δε βρίσκεται σε τόσο μεγάλο ύψος όσο η καθαρή ποίηση, πρέπει να προμηθεύσει προϊόντα πιο ποικίλα και πιο ευκολοεκτίμητα για τον κοινό αναγνώστη. Πάνω απ’ όλα, ο συγγραφέας μιας νουβέλας έχει στη διάθεσή του, μια πληθώρα τόνων κι αποχρώσεων της γλώσσας, το συλλογιστικό τόνο, το σαρκαστικό, το χιουμοριστικό, πράγματα που αποποιείται η ποίηση θεωρώντας τα παραφωνίες, ύβρεις στην ιδέα της καθαρής ομορφιάς. Κι αυτό είναι επίσης που κάνει το συγγραφέα, που επιδιώκει μέσα σε μια νουβέλα έναν απλό στόχο της ομορφιάς, να δουλεύει πάρα πολύ μειονεκτικά, αποστερημένος καθώς είναι από το πιο χρήσιμο όργανο, το ρυθμό. Ξέρω ότι σ’ όλες τις λογοτεχνίες της ορμής υπήρξαν γεγονότα, συχνά ευτυχή, που μπόρεσαν να δημιουργήσουνε διηγήματα καθαρά ποιητικά, ο ίδιος ο Πόε έγραψε κάποια πολύ ωραία τέτοια έργα, αλλ’ αυτά είναι αγώνες και προσπάθειες που δε χρησιμεύουνε παρά μόνο για να αυξήσουνε τη δύναμη των αληθινών μέσων και να τα προσαρμόσουν στους αντίστοιχους σκοπούς και δε θα ήμουν μακρυά από τη πραγματικότητα να πιστεύω πως σε κάποιους συγγραφείς, στους πιο μεγάλους που μπορεί κάποιος να διαλέξει, αυτοί οι ηρωικοί πειρασμοί πνίγονται στην απελπισία.
ΙV.
Genus irritabile vatum!(Το ευερέθιστο γένος των ποιητών) Το γεγονός ότι οι ποιητές (χρησιμοποιώντας τη λέξη, με τη πιο πλατειά αποδοχή της, συμπεριλαμβανομένων κι όλων των καλλιτεχνών) είναι μια ράτσα ευερέθιστη, αυτό μου είναι απολύτως κατανοητό, το γιατί, όμως, δε μου φαίνεται εξίσου ευκολονόητο. ‘Ένας καλλιτέχνης δεν είναι καλλιτέχνης παρά μόνο χάρη στην εξαιρετική του αίσθηση του ωραίου -αίσθηση που του προμηθεύει μεθυστικές απολαύσεις αλλά που ταυτόχρονα συνεπάγεται κι εγκλείει μέσα της μιαν άλλη αίσθηση εξ ίσου εξαιρετική σε δυσμορφία και σε δυσαναλογία. Έτσι μια αδικία, ένα ανόμημα πάνω σ’ ένα ποιητή που είναι αληθινά ποιητής, τον εξαγριώνει σε τέτοιο βαθμό που σε μια συνηθισμένη κρίση, φαίνεται εντελώς δυσανάλογος με την αντίστοιχη αδικία. Οι ποιητές βλέπουν την αδικία, όχι εκεί που δεν υπάρχει, αλλά πολύ συχνά εκεί που μάτια μη ποιητικά δε θα μπορούσαν να τη δουν ολάκερη. Έτσι η ποιητική ευερεθιστικότητα δεν έχει συνάφεια με το ταμπεραμέντο, πράγμα που περιέχεται στη κοινή αίσθηση, αλλά με μιαν οξυδέρκεια μεγαλύτερη από τη κανονική, ανάλογη με το ψεύτικο και το άδικο. Αυτή η οξυδέρκεια δεν είναι άλλο πράγμα, παρά ένα πόρισμα της ζωηρής αντίληψης του αληθινού, του δίκαιου, του αρμονικού, με μια λέξη του Ωραίου. Υπάρχει μέσα της κάτι πολύ φωτεινό κι αυτό κάνει τον άνθρωπο που δεν είναι (με τη κοινή κρίση) ευερέθιστος, να μην είναι ποιητής του όλου. Έτσι μιλά ο ίδιος ο ποιητής κατασκευάζοντας μιαν εξαίσια κι αναντίρρητη απολογία για όλους τους ανθρώπους του συναφιού του. Αυτή την ευαισθησία ο Πόε την έφερε στις λογοτεχνικές υποθέσεις κι η ακραία βαρύτητα που προσαρτούσε στα πράγματα της ποίησης τον εξωθούσε συχνά σ’ έναν τόνο που για τη κρίση των αδυνάτων, η υπεροχή γινόταν πολύ αισθητή. Σημείωσα ήδη, νομίζω, ότι πολλές από τις προκαταλήψεις που είχε να πολεμήσει, ιδέες κίβδηλες, κρίσεις χυδαίες που κυκλοφορούσαν γύρω του, έχουν από πολύ καιρό μολύνει τη γαλλική μάζα. Δε θα ήτανε λοιπόν ανώφελο να λογαριαστούμε συνοπτικά με κάποιες από τις αναφορικές ασήμαντες κρίσεις της στη ποιητική σύνθεση. Ο παραλληλισμός με το λάθος θα κάνει την εξήγηση ξαφνικά εύκολη.
Αλλά πριν απ’ όλα, οφείλω να πω ότι το μέρος το αναφερόμενο στον φυσικό ποιητή, στον έμφυτο, ο Πόε το έκανε επιστήμη, δουλειά κι ανάλυση που θα φανούν υπέρογκες στους αμόρφωτους αλαζόνες. Όχι μόνο έκαμε σημαντικές προσπάθειες για να θέσει υπό από τον έλεγχο της θέλησής του, τον πρόσκαιρο δαίμονα των ευτυχισμένων στιγμών, για να επαναφέρει κάτω απ’ τη βούλησή του αυτές τις εξαίρετες αισθήσεις, τις πνευματικές ορέξεις, τις καταστάσεις της ποιητικής υγείας, τις τόσο σπάνιες και τόσο πολύτιμες, που θα μπορούσε κανείς να τις θεωρήσει σα χάρες εξωτερικές απ’ τον άνθρωπο και σα γιορτινές επισκέψεις, αλλά επίσης έθεσε και την ίδια την έμπνευση κάτω απ’ τη μέθοδο, κάτω απ’ την ανάλυση τη πιο αυστηρή. Η εκλογή των μέσων! Εκεί ξανάρχεται αδιάκοπα κι επιμένει με σοφή ευγλωττία στη προσαρμογή του μέσου στη δράση, στη σωστή χρήση της ρίμας, στη τελειοποίηση του ρεφραίν, στον εναρμονισμό του ρυθμού με το συναίσθημα. Βεβαίωνε πως αυτός που δεν ξέρει να πιάνει το ανέγγιχτο δεν είναι ποιητής· ότι ποιητής είναι μόνο κείνος που είναι: ο αφέντης της μνήμης του, ο υπέρτατος των λέξεων, ο κατάλογος των ίδιων του των συναισθημάτων, που είναι πάντα έτοιμος να αφεθεί στη φυλλομέτρηση. ‘Όλα για τη λύση! επαναλαμβάνει συχνά. ‘Ένα σοννέττο το ίδιο έχει την ανάγκη ενός πλάνου κατασκευής κι η δόμηση, ο σκελετός να πω έτσι, είναι η πιο σημαντική εγγύηση της μυστηριακής ζωής των έργων του πνεύματος.
Ανατρέχω φυσικά στο άρθρο που τιτλοφορείται The Poetic Principle και βρίσκω ‘κεί μια ρωμαλέα διακήρυξη, ενάντια σ’ αυτό που θα μπορούσε κανείς να ονομάσει, με ποιητικό τρόπο, η αίρεση του μήκους ή της διάστασης -η βλακώδης αξία που αναγνωρίζουμε στα εκτεταμένα ποιήματα. Ένα μεγάλο ποίημα δεν έχει υπόσταση, αυτό που αντιλαμβάνεται κάποιος από ένα μακροσκελές ποίημα είναι μια τέλεια αντίφαση των εκφράσεων. Πράγματι ένα ποίημα δεν αξίζει τον τίτλο του, παρά μόνον αν καταφέρνει να διεγείρει, να αρπάζει τη ψυχή κι η θετική αξία του δίκαια εξαρτάται απ’ αυτή τη διέγερση, απ’ αυτό το ξεσήκωμα της ψυχής. Αλλά από ψυχολογική ανάγκη όλες οι διεγέρσεις είναι πρόσκαιρες και φευγαλέες. Αυτή η μοναδική κατάσταση που μέσα της τραβήχτηκε η ψυχή του αναγνώστη από τη δύναμη της γραφής, δε θα διαρκέσει βέβαια τόσον, όσον η έκταση ενός τέτοιου ποιήματος που ξεπερνά την αντοχή του ενθουσιασμού που είναι ικανή η ανθρώπινη φύση.
Ναι, το επικό ποίημα είναι προφανώς καταδικασμένο. Γιατί ένα κατασκεύασμα αυτής της έκτασης δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν ποιητικό, εκτός μόνο αν θυσιαστεί η πιο ζωτική κατάσταση ολόκληρου του έργου τέχνης, η Ενότητα, δε θέλω να μιλήσω για την ενότητα της σύλληψης, αλλά για την ενότητα της εντύπωσης, για την ολότητα της δράσης, όπως είπα ήδη όταν παρέβαλα το μυθιστόρημα με τη νουβέλα. Το επικό ποίημα, λοιπόν, μας φαίνεται, μιλώντας αισθητικά, σαν ένα παράδοξο. Είναι ·φανερό ότι οι αρχαίες εποχές παρήγαγαν σειρές λυρικών ποιημάτων, που συνδέθηκαν αργότερα από τους ερανιστές σε ποιήματα επικά, αλλά όλη η επική εφεύρεση απολήγει προφανώς σε μιαν ατελή αίσθηση της τέχνης. Ο καιρός, όμως, αυτών των καλλιτεχνικών ανωμαλιών πέρασε κι είναι επίσης αμφίβολο αν ποτέ ένα μακρύ ποίημα μπόρεσε να γίνει αληθινά λαϊκό, με όλη τη δύναμη του όρου.
Πρέπει να προσθέσω ότι ένα ποίημα πολύ κοντό, που δεν παρέχει ένα padulum επαρκές στη δημιουργημένη διέγερση, που δεν είναι ίσο με τη φυσική όρεξη του αναγνώστη, είναι επίσης πολύ ελαττωματικό. Έτσι λαμπρή και πυκνή που είναι η δράση, η διάρκεια είναι μικρή. Η μνήμη δεν τη διατηρεί. Είναι σα σφραγίδα πατημένη πολύ ελαφρά και πολύ βιαστικά, που δεν είχε τον καιρό να επιβάλλει την εικόνα της στο κερί.
Αλλά υπάρχει μια άλλη αίρεση που χάρη στην υποκρισία, στην έλλειψη εξυπνάδας και στη μικροπρέπεια των πνευμάτων, είναι η περισσότερο επικίνδυνη και το τίμημα της διάρκειάς της πολύ μεγάλο, θέλω να μιλήσω για την αίρεση της διδαχής, που συνεπάγεται σαν αναπόφευκτα πορίσματα, την αίρεση του πάθους, της αλήθειας και της ηθικής. Πλήθος ανθρώπων φαντάζονται πως ο σκοπός της ποίησης είναι μια οποιαδήποτε διδαχή, πως οφείλει αμέσως να ενθαρρύνει τη συνείδηση, να τελειοποιήσει τα ήθη και τελικά, να αποδείξει τι είναι ωφέλιμο και τι όχι.
Ο Πόε αξιώνει πως οι Αμερικανοί ειδικά έχουν υιοθετήσει αυτή τη παράδοξη ιδέα. Αλίμονο! Δεν είναι ανάγκη να πας στη Βοστώνη για να συναντήσεις την αίρεση σε λειτουργία. Κι εδώ μας ασκεί την ίδια πολιορκία κι όλες τις μέρες αγωνίζεται σε βλάβη της αληθινής ποίησης. Αν ήθελε κάποιος να κατέβαινε λίγο μες σ’ αυτή την ίδια τη ποίηση, να εξέταζε τη ψυχή της, να ανακαλούσε τις αναμνήσεις του ενθουσιασμού της, θα διαπίστωνε πως δεν έχει άλλο σκοπό παρά αυτή την ίδια, δεν μπορεί να έχει άλλο σκοπό απ’ αυτό και κανένα ποίημα δε θα ήταν τόσο μεγάλο, τόσο ευγενικό, τόσο αληθινά άξιο του ονόματος του ποιήματος, όσο αυτό που θα αναφερόταν αποκλειστικά στη χαρά τού να γράφεις ένα ποίημα.
Δε θέλω να πω πως η ποίηση δεν εξευγενίζει τα ήθη, ότι το τελικό της αποτέλεσμα δεν είναι να ανυψώνει τον άνθρωπο πάνω απ’ το επίπεδο των κοινών ενδιαφερόντων, αυτό θα ήτανε προφανώς ανοησία. Λέω πως αν ο ποιητής επιδιώκει έναν ηθικό σκοπό ελαττώνει τη ποιητική του δύναμη, δεν είναι απερίσπαστος να υπολογίσει ότι το έργο του θα είναι άσχημο. Η ποίηση δεν μπορεί, κάτω απ’ τη ποινή του θανάτου ή της κατάρρευσης, να ενταχθεί στην επιστήμη ή στην ηθική, δεν έχει την Αλήθεια για αντικείμενο, δεν έχει άλλο αντικείμενο παρά τον ίδιο τον εαυτό της. Οι μόδες της κατάδειξης της αλήθειας είναι άλλες απ’ αυτή και βρίσκονται αλλού. Η αλήθεια δεν έχει τίποτα να κάνει με τα τραγούδια. Όλο αυτό που συνιστά τη γοητεία, τη χάρη και την ορμητικότητα ενός τραγουδιού θ’ ανυψωθεί σ’ αλήθεια αυτορρυθμιζόμενη κι αυτεξούσια. Ψυχρό, ήρεμο, ατάραχο, το δηκτικό χιούμορ απωθεί τα διαμάντια και τα λουλούδια της Μούσας, αυτής που είναι ο απόλυτα αντίθετος πόλος του ποιητικού χιούμορ. Η καθαρή διάνοια στοχεύει στην αλήθεια, το γούστο μάς δείχνει την ομορφιά κι η ηθική αίσθηση μας διδάσκει την οφειλή. Είναι αληθινό ότι η αίσθηση του μέσου έχει ενδόμυχες συνάφειες με τα δυο άκρα και δεν είναι χωρισμένη από την ηθική αίσθηση παρά με μια τόσο ελαφριά διαφορά, έτσι που ο Αριστοτέλης δε δίσταζε να τοποθετήσει ανάμεσα στις αρετές και κάποιες από τις τρυφερές του πράξεις. Επίσης, αυτό που πάνω απ’ όλα εξοργίζει τον άνθρωπο του γούστου μπρος στη θέαση της ακολασίας, είναι η δυσμορφία της κι η δυσαναλογία της. Η ακολασία γεννά προσδοκίες στο δίκαιο και στο αληθινό, ξεσηκώνει τη διάνοια και τη συνείδηση· αλλά όμως σαν προσβολή στην αρμονία, σαν παραφωνία θα τραυματίσει πολύ έντονα κάποια ποιητικά πνεύματα και δε νομίζω ότι είναι σκανδαλιστικό να θεωρήσουμε όλη τη παράβαση της ηθικής, της ωραίας ηθικής, σαν είδος αμαρτήματος ενάντια στο ρυθμό και στη παγκόσμια προσωδία.
Αυτό είναι το θαυμαστό, αυτό το αθάνατο ένστικτο του ωραίου είναι που μας κάνει να θεωρήσουμε τη γη και τα φαινόμενά της, σαν μια σύνοψη, σαν μια επικοινωνία του ουρανού. Η ακόρεστη δίψα για όλο αυτό που είναι πάνω από μας και που αποκαλύπτει τη ζωή, είναι η απόδειξη η πιο ζωντανή της αθανασίας μας. Κι είναι κάθε φορά από τη ποίηση και διαμέσου της, από τη μουσική και διαμέσου αυτής, είναι που η ψυχή διαβλέπει τις δόξες που βρίσκονται πίσω απ’ τον τάφο κι όταν ένα εκλεκτό ποίημα φέρνει τα δάκρυα στην άκρη των ματιών, αυτά δεν είναι απόδειξη της υπερβολικής απόλαυσης, ναι πολύ περισσότερο μαρτυρία μιας ερεθισμένης μελαγχολίας, η παράκληση των αισθήσεων μιας φύσης εξορισμένης στην ατέλεια, που θα ‘θελε να γίνει αμέσως κάτοχος, πάνω σ’ αυτή την ίδια γη, ενός φανερωμένου παραδείσου.
‘Έτσι η αρχή της ποίησης είναι, απόλυτα κι απλά, η ανθρώπινη φιλοδοξία για μιαν υπέρτατη ομορφιά κι η διακήρυξη αυτής της αρχής βρίσκεται μέσα σ’ έναν ενθουσιασμό, σε μια διέγερση της ψυχής -ενθουσιασμό ολοκληρωτικά ανεξάρτητο απ’ το πάθος που είναι το μεθύσι της καρδιάς κι απ’ την αλήθεια που είναι η τροφή του δικαίου. Γιατί το πάθος είναι πολύ φυσικό, για να μην εισαγάγει ένα προσβλητικό και κακόηχο τόνο στη περιοχή της καθαρής ομορφιάς, πολύ οικείο και πολύ βίαιο για να μη σκανδαλίσει τους καθαρούς πόθους, τις χαριτωμένες μελαγχολίες και τις ευγενικές απελπισίες που κατοικούν στις υπερφυσικές εκτάσεις της ποίησης. Αυτή η παράξενη ανύψωση, αυτή η εκλεκτή ευαισθησία, αυτός ο τόνος της αθανασίας που ο Πόε απαιτεί απ’ τη Μούσα, χωρίς αυτό να τον κάνει λιγότερο προσεκτικό στις πρακτικές της εκτέλεσης, τον ώθησαν να οξύνει συνεχώς το δαιμόνιό του, του πρακτικού.
Οι περισσότεροι άνθρωποι, κυρίως εκείνοι που διάβασαν αυτό το μοναδικό ποίημα που τιτλοφορείται Το Κοράκι, θα είχανε σκανδαλιστεί αν ανέλυα το άρθρο, όπου ο ποιητής μας, απλοϊκά καθώς φαίνεται, αλλά με μια ελαφριά αυθάδεια που δεν μπορώ να αποδοκιμάσω, έχει λεπτόλογα εξηγήσει τον τρόπο δόμησης που χρησιμοποίησε, όπως τη προσαρμογή του ρυθμού, την εκλογή ενός ρεφραίν -η πιο σύντομη, δυνατή κι η πιο επιδεκτική από τις ποικίλες εξηγήσεις και ταυτόχρονα η πιο αναπαραγωγική της μελαγχολίας και της απελπισίας στολισμένη από μια ρίμα, τη πιο ηχητική απ’ όλες (nevermore, ποτέ πια)- την εκλογή ενός πουλιού ικανού να μιμηθεί την ανθρώπινη φωνή και μάλιστα ενός κορακιού, που είναι σημαδεμένο στην ανθρώπινη φαντασία, μ’ ένα χαρακτήρα ολέθριο και μοιραίο, την εκλογή του τόνου, του πιο ποιητικού απ’ όλους, του μελαγχολικού τόνου, την εκλογή του συναισθήματος του πιο ποιητικού, του έρωτα για θάνατο κ.λπ. “Και δεν θα τοποθετηθώ, είπε ο ήρωας του ποιήματος μου, σ ένα τόπο φτωχό, γιατί η φτώχεια είναι χυδαία κι αντίθετη στην ιδέα της ομορφιάς. Η μελαγχολία του θα έχει για κατοικία, ένα δωμάτιο μεγαλόπρεπα και ποιητικά επιπλωμένο“. Ο αναγνώστης θα συλλάβει σε πολλές από τις νουβέλες του Πόε, παράξενα συμπτώματα αυτής της υπερβολικής προτίμησης για τις ωραίες μορφές, για τις μοναδικές ωραίες μορφές, για τα καλλωπισμένα μέσα και τις ανατολικές πολυτέλειες.
Είπα πως αυτό το άρθρο μου φάνηκε κηλιδωμένο από μιαν ελαφριά αυθάδεια. Οι θιασώτες της έμπνευσης, κυρίως αυτοί, δεν παραλείπουν να βρουν εκεί μια βλασφημία και μια βεβήλωση, αλλά πιστεύω ότι για κείνους ειδικά ήτανε που γράφτηκε το άρθρο. Όσο κάποιοι άνθρωποι των γραμμάτων προσποιούνται την αφροντισιά, σκοπεύοντας να πετύχουν το αριστούργημα με κλειστά μάτια, γεμάτοι πεποίθηση μες στην ακαταστασία και περιμένοντας χαρακτήρες πεταμένους στο ταβάνι, να ξαναπέσουνε στο δάπεδο μεταμορφωμένοι σε ποίημα, τόσον ο Πόε -ένας από τους πιο εμπνευσμένους ανθρώπους που γνωρίζω- θα θέτει την επιτήδευση να σκεπάσει το αυθόρμητο, να προσποιηθεί το κρύο αίμα και τη διάσκεψη. “Πιστεύω να μπορέσω να αυτοεπαινεθώ“, λέει με αγαπημένη περηφάνεια που δεν τη βρίσκω καθόλου άσχημο γούστο, “που κανένα σημείο της σύνθεσής μου δεν υπήρξε εγκαταλειμμένο στη τύχη και που το έργο ολόκληρο βάδισε βήμα-βήμα προς το σκοπό του, με την ακρίβεια και την αυστηρή λογική ενός μαθηματικού προβλήματος“. Δεν είναι, λέω, παρά οι εραστές του τυχαίου, οι μοιρολάτρες της έμπνευσης κι οι φανατικοί του λευκού στίχου που μπορούν να βρουν αλλόκοτα αυτά τα μικροπράγματα. Δεν υπάρχουν, όμως, μικροπράγματα στο σώμα της τέχνης.
Με την ευκαιρία των λευκών στίχων, θα προσθέσω πως ο Πόε προσαρτούσε ακραία σημασία στη ρίμα και στην ανάλυση που έκανε για τη μαθηματική και μουσική απόλαυση που το πνεύμα τραβά μες απ’ τη ρίμα, έδειξε τόση φροντίδα και τόση δεξιότητα πνεύματος στις αιτίες που αναφέρονται στη ποιητική τέχνη. Επίσης, απέδειξε ότι το ρεφραίν επιδέχεται απείρως ποικίλες ερμηνείες, αναζήτησε επίσης τρόπους να αναζωογονήσει, να εντείνει την απόλαυση της ρίμας, προσθέτοντάς της αυτό το ακατανόητο στοιχείο, τη παραδοξότητα, που είναι το απαραίτητο αλατοπίπερο της όλης ομορφιάς. Κάνει συχνά ευτυχή χρήση των επαναλήψεων του ίδιου στίχου ή πολλών στίχων, επίμονες επιστροφές φράσεων που προσποιούνται τις παρενοχλήσεις της μελαγχολίας ή της σταθερής ιδέας -ρεφραίν καθαρό κι απλό, πραγματοποιημένο με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους, μεταβαλλόμενο που παίζει με την απάθεια και την αφαίρεση, ρίμες αναδιπλασιαζόμενες και τριπλασιαζόμενες κι ακόμη ένα είδος ρίμας που εισάγει στη μοντέρνα ποίηση, αλλά περισσότερο με την ακρίβεια και το σκοπό, τις εκπλήξεις του ρωμαλέου στίχου.
Είναι προφανές ότι η αξία όλων αυτών των μέσων δεν μπορεί να εξακριβωθεί παρά μόνο με την εξήγηση και μια μετάφραση ποιημάτων τόσο αγαπητών και τόσο συμπυκνωμένων μπορεί να είναι βέβαια ένα κολακευτικό όνειρο, αλλά όμως δεν παύει να είναι όνειρο. Ο Πόε έγραψε λίγη ποίηση, κάθε φορά εξέφραζε τη λύπη του που δεν μπορούσε να παραδοθεί, όχι συχνότερα αλλά αποκλειστικά, σ’ αυτό το είδος εργασίας που το θεωρούσε το πιο ευγενικό.
Όμως, η ποίησή του είναι πάντα ένα δυνατό αποτέλεσμα. Κι αυτό δεν είναι η φλογερή διάχυση του Μπάιρον, δεν είναι η απαλή μελαγχολία, η ευγενική αρμονία του Τέννυσον, για τον οποίον είχε άλλωστε (είναι, λέει, τυχαίο) ένα θαυμασμό σχεδόν αδερφικό, είναι ένα πράγμα βαθύ και στιλπνό σαν το όνειρο, μυστηριακό και τέλειο σαν το κρύσταλλο. Δεν είναι ανάγκη, υποθέτω, να προσθέσω πως οι αμερικανοί κριτικοί δυσφήμησαν συχνά αυτή τη ποίηση, μόλις τελευταία βρήκα σ’ ένα λεξικό αμερικανικών βιογραφιών, ένα άρθρο που έβριθε από παραλογισμό, έτσι που ομολογούσε κανείς το φόβο του, που αυτή η μούσα με το σοφό στολισμό δε δημιούργησε σχολή μέσα στις ένδοξες χώρες της ωφέλιμης ηθικής και τελικά λυπόταν κανείς που ο Πόε δεν εφάρμοσε τα ταλέντα του στην έκφραση των ηθικών αληθειών, αντί να τα ξοδεύει στην αναζήτηση ενός αλλόκοτου ιδεώδους και να σπαταλά στους στίχους του μια μυστηριακή ηδονή, είναι αληθινός αλλά φιλήδονος.
Γνωρίζουμε αυτή τη νόμιμη ξιφασκία. Οι μομφές που οι κακοί κριτικοί εκτοξεύουν στους σπουδαίους ποιητές είναι ίδιες σ’ όλες τις χώρες. Διαβάζοντας αυτό το άρθρο μού φαινόταν ότι διάβαζα μια από τις πολυάριθμες κατηγορητικές εκθέσεις που καταστρώνουν οι παρισινοί κριτικοί ενάντια σ’ αυτούς από τους ποιητές μας, που είναι οι πιο αγαπητοί της τελειότητας. Αυτούς που εμείς προτιμούμε είναι εύκολο να το μαντέψουν και κάθε ψυχή παθιασμένη για καθαρή ποίηση θα με καταλάβει όταν πω ότι, ανάμεσα στην αντιποιητική μας ράτσα, ο Ουγκώ θα θαυμαζότανε λιγότερο αν ήταν τέλειος κι ακόμα πως αυτό που ποτέ δε θα του συγχωρέσει το λυρικό του δαιμόνιο είναι πως εισήγαγε, δυνατά και βίαια, στη ποίησή του, αυτό που ο Πόε θεωρούσε ως κεφαλαιώδη σύγχρονη αίρεση: το διδακτισμό.
Σαρλ Μπωντλαίρ Παρίσι 1852