Δεν θα ‘ταν σωστό και δίκαιο να υπάρχει
καλλίτερος κόσμος κάπου αλλού;
Όποιος ελέγχει το παρελθόν, ελέγχει το μέλλον.
Όποιος ελέγχει το παρόν, ελέγχει το παρελθόν.

Βιογραφικό
Ο Έρικ Άρθουρ Μπλαιρ (Eric Arthur Blair) -γνωστός με το ψευδώνυμο Τζωρτζ Όργουελ*-, ήτανε Βρεττανός συγγραφέας, ποιητής, δοκιμιογράφος, πολιτικός κριτικός και δημοσιογράφος. Το έργο του χαρακτηρίζεται από ξεκάθαρο πεζό λόγο, συνειδητότητα των κοινωνικών ανισοτήτων, αντίθεση στα ολοκληρωτικά καθεστώτα και αφοσίωση στο δημοκρατικό σοσιαλισμό. Συχνά ταξινομείται ως ένας από τους Άγγλους συγγραφείς του 20ου αι. με τη μεγαλύτερη επιρροή κι ως ένας από τους πιο σημαντικούς χρονικογράφους της Αγγλικής κουλτούρας της γενιάς του. Έγινε διάσημος για το δυστοπικό μυθιστόρημα 1984 (1949) και την αλληγορική νουβέλα Η Φάρμα των Ζώων (1945). Το έργο του συνεχίζει να επηρεάζει τη μαζική και πολιτική κουλτούρα κι ο όρος Οργουελικός, περιγραφικός ολοκληρωτικών κι απολυταρχικών πρακτικών, εντάχθηκε στο λεξιλόγιο μαζί με αρκετούς από τους νεολογισμούς του, συμπεριλαμβανομένων των ακόλουθων: ψυχρός πόλεμος, Μεγάλος Αδελφός, Αστυνομία Σκέψης, Δωμάτιο 101, διπλή σκέψη κι έγκλημα σκέψης.
Το έργο του χαρακτηρίζεται από διαυγή πεζογραφία, με σημάδια κοινωνικής και πολιτικής κριτικής, πλήρη αντιπαράθεση με τον ολοκληρωτισμό κι ειλικρινή υποστήριξη δημοκρατικού σοσιαλισμού. Ως συγγραφέας, παρήγαγε λογοτεχνική κριτική και ποίηση, μυθοπλασία και πολεμική δημοσιογραφία. Τα μη λογοτεχνικά έργα του, μαζί και του Στις Φάμπρικές Του Γουίγκαν Πάιαρ (The Road to Wigan Pier) 1937, που τεκμηριώνουνε την εμπειρία του από τη ζωή της εργατικής τάξης στη βόρεια Αγγλία, και Φόρος Τιμής Στη Καταλωνία (Homage to Catalonia) 1938, αφήγηση των εμπειριών σαν στρατιώτη με τους Δημοκρατικούς και το Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος (1936–1939), είναι τόσο κριτικά σεβαστά, όσο και τα δοκίμιά του για τη πολιτική και τη λογοτεχνία, τη γλώσσα και τον πολιτισμό. Το 2008, οι Times τονε κατέταξαν 2ο ανάμεσα στους 50 μεγαλύτερους Βρεττανούς συγγραφείς μετά το 1945.
Γεννήθηκε 25 Ιουνίου 1903 στο Μοτιάρι Βρεττανοκρατούμενης Ινδίας, γιος κατώτερου διοικητικού υπαλλήλου. Η οικογένειά του επέστρεψε στην Αγγλία το 1911. Ο προπάππους του, Τσαρλς Μπλαιρ, ήταν εύπορος Λόρδος από το Ντορσέτ, που νυμφεύθηκε τη Λαίδη Μαίρη Φέην, θυγατέρα του Τόμας Φέην, 8ου Κόμη του Γουέσμορλαντ κι ήταν εισοδηματίας, καθ’ ότι γαιοκτήμονας φυτειών στη Τζαμάικα. Ο παππούς του, Τόμας Ρίτσαρντ Άρθουρ Μπλαιρ, ήτανε κληρικός. Αν κι οι τίτλοι ευγενείας κληροδοτήθηκαν στις επόμενες γενεές, δε συνέβη το ίδιο και με την οικονομική ευμάρεια. Ο ίδιος περιέγραφε την οικογένειά του, ως “κατώτερο μέρος της ανώτερης και μεσαίας τάξης“. Ο πατέρας του, Ρίτσαρντ Γουόλμσλεϊ Μπλαιρ, εργάστηκε στην Ινδική Δημόσια Υπηρεσία, στο Τμήμα Οπίου. Η μητέρα του, Άιντα Μέιμπλ Μπλαιρ, μεγάλωσε στο Μουλμέϊν της Βιρμανίας, όπου ο Γάλλος πατέρας της είχε αναμιχθεί σε κερδοσκοπικές δραστηριότητες.
Ο Έρικ είχε 2 αδελφές, τη Μάρτζορι, 5 ετών μεγαλύτερή και την Αβρίλ, 5 ετών μικρότερή. Όταν ήταν 1 έτους, η μητέρα του, τον πήγε μαζί με τη μεγαλύτερη αδερφή του στην Αγγλία. Το σπίτι των προγόνων του στο Μοτιάρι, έχει ανακηρυχθεί προστατευόμενο μνημείο ιστορικής σημασίας. Το 1904, η Άιντα εγκαταστάθηκε με τα παιδιά της στο Χένλεϊ-ον-Τεμζ στο Όξφορντσαϊρ. Ο Έρικ μεγάλωσε στη συντροφιά της μητέρας του και των αδερφών του και πέρα από μία σύντομη επίσκεψη το καλοκαίρι του 1907, δεν ξαναείδε τον πατέρα του μέχρι το 1912. Το ημερολόγιο που διατηρούσε η μητέρα του από το 1905, διηγείται μία ανατροφή με έντονη κοινωνική δραστηριότητα και καλλιτεχνικές ανησυχίες.
Στα 5, εστάλη μαθητής στο σχολείο της γυναικείας μονής του Χένλι-ον-Τεμζ, όπου φοιτούσε κι η αδερφή του Μάρτζορι. Επρόκειτο για μία Ρωμαιοκαθολική μονή που λειτουργούσαν Γαλλίδες Ουρσουλίνες μοναχές, που είχαν εξοριστεί από τη Γαλλία, αφ’ ότου είχε απαγορευτεί η θρησκευτική εκπαίδευση το 1903. Η μητέρα του ήθελε να λάβει μόρφωση σε ιδιωτικό σχολείο, αλλά δεν μπορούσαν να πληρώσουν τα δίδακτρα και χρειαζόταν να κερδίσει υποτροφία. Ο αδερφός της Άιντα, Κάρολος Λιμουζίν, συνέστησε το σχολείο του Αγίου Κυπριανού, στο Ήστμπορν, στο Ανατολικό Σάσσεξ. Ο Λιμουζίν, που ήταν επαγγελματίας παίκτης του γκολφ, γνώριζε τόσο το σχολείο όσο και το διευθυντή του, μέσω της Βασιλικής Λέσχης Γκολφ Ήστμπορν, όπου είχε κερδίσει αρκετές διοργανώσεις, το 1903 και το 1904. Ο διευθυντής ανάλαβε να τονε βοηθήσει να κερδίσει την υποτροφία και σύναψε μία ιδιωτική οικονομική συμφωνία με τους γονείς, να πληρώσουν μόνο τα μισά δίδακτρα.
Το Σεπτέμβρη του 1911 εγγράφηκε στο σχολείο του Αγίου Κυπριανού, όπου παρακολουθούσε μαθήματα για τα επόμενα 5 χρόνια, επιστρέφοντας στο σπίτι μόνο στις διακοπές. Δε γνώριζε τίποτε για τα μειωμένα δίδακτρα αν κι αντελήφθη ότι προερχόταν από φτωχή οικογένεια. Μισούσε το σχολείο και πολλά χρόνια αργότερα έγραψε το δοκίμιο Such, Such Were the Joys, που εκδόθηκε μετά θάνατον, με θέμα τα χρόνια του εκεί. Στου Αγ. Κυπριανού όμως συνάντησε και τον Κύριλο Κόννολλυ, που αργότερα έγινε αξιοσημείωτος συγγραφέας κι ως εκδότης του Ορίζοντα, δημοσίευσε πολλά από τα δοκίμιά του.
Η οικογένεια μετακόμισε στο Σίπλεϊκ πριν τον Α’ Παγκ. Πόλ., όπου ο Έρικ έπιασε φιλίες με την οικογένεια Μπάντικομ, ειδικά με τη κόρη τους, Υακίνθη. Όταν πρωτοσυναντήθηκαν, στεκόταν ανάποδα με το κεφάλι του σ’ ένα χωράφι. Όταν τον ρώτησε γιατί, απάντησε: “Πως σε προσέχουν πιο εύκολα αν στέκεσαι κατακόρυφα στο κεφάλι σου, παρά κανονικά“. Η Υακίνθη κι ο Έρικ διάβαζαν και γράφανε ποίηση κι ονειρεύονταν να γίνουνε διάσημοι συγγραφείς. Είπε ότι μπορεί να ‘γραφε ένα βιβλίο στο ύφος της Σύγχρονης Ουτοπίας του Χ.Τζ.Γουέλς. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, του άρεσε επίσης η σκοποβολή, το ψάρεμα κι η παρατήρηση πουλιών με τον αδελφό και την αδερφή της Jacintha. Στο St Cyprian’s, ο Μπλερ έγραψε 2 ποιήματα που δημοσιεύτηκαν στο Henley and South Oxfordshire Standard. Ήρθε δεύτερος μετά τον Connolly στο Harrow History Prize, έπαιξε το έργο του από τον εξωτερικό εξεταστή του σχολείου και κέρδισε υποτροφίες στο Wellington κι Eton. Αλλά στο Ήτον δεν υπήρχε διαθέσιμη θέση, έτσι επέλεξε να μείνει στο St Cyprian’s μέχρι τον Δεκέμβρη του 1916, σε περίπτωση που άνοιγε κάποια.
Το Γενάρη του 1917, έλαβε θέση στο Ουέλλινγκτον, όπου παρέμεινε για το εαρινό 6μηνο. Το Μάη του 1917 διατέθηκε ακαδημαϊκή θέση για υπότροφους στο Ήτον. Σπούδασε εκεί ως το Δεκέμβρη του 1921, οπότε κι έφυγε στα 18,5 του. Ο Όργουελ ανέφερε στη παιδική του φίλη, Υακίνθη Μπάντικομ, ότι το Ουέλλινγτον ήταν άθλιο, αλλά στο Ήτον ένιωθε ευτυχισμένος και σε πνευματική εγρήγορση. Ο βασικός καθηγητής του ήταν ο Α.Σ.Φ. Γκόου, ακαδημαϊκός επισκέπτης από το Κολλέγιο Αγ. Τριάδος , του Καίμπριτζ, που του έδινε κι επαγγελματικές συμβουλές. Διδάχτηκε γαλλικά από τον Άλντους Χάξλεϊ. Ο Στήβεν Ράνσιμαν, που ήταν μαζί με τον Μπλαιρ στο Ήτον, παρατήρησε ότι ο Όργουελ κι οι σύγχρονοί του εκτιμούσανε το λογοτεχνικό ταλέντο του Χάξλεϊ. Ο Κόννολλυ ακολούθησε τον Μπλαιρ στο Ήτον, αλλά επειδή σπούδαζαν σε διαφορετικά έτη, δε σχετίζονταν. Εκείνη την εποχή, η οικογένειά του ζούσε στο Mall Chambers, στο Notting Hill Gate. Στη διάρκεια της θητείας του εκεί εργάστηκε με τον Roger Mynors για τη παραγωγή ενός κολλεγιακού περιοδικού, το The Election Times, ενώ συμμετείχε στη παραγωγή άλλων εκδόσεων –College Days και Bubble & Squeak– και συμμετείχε στο Eton Wall Game.
Οι ακαδημαϊκές επιδόσεις του Μπλαιρ υποδηλώνουν ότι αμελούσε τις σπουδές του. Οι γονείς του δεν είχαν τους οικονομικούς πόρους να τον στείλουνε στο πανεπιστήμιο, χωρίς άλλη υποτροφία, συμπεραίνοντας από τις φτωχές του επιδόσεις, ότι δε θα μπορούσε να κερδίσει μία ακόμη. Ο Ράνσιμαν επεσήμανε τη ρομαντική αντίληψη που έτρεφε για την Ανατολή κι η οικογένειά του αποφάσισε πως ο Μπλαιρ θα ‘πρεπε να καταταγεί στην Αυτοκρατορική Αστυνομία, πρόδρομο της Ινδικής Αστυνομίας. Γι’ αυτό έπρεπε να δώσει εισαγωγικές εξετάσεις και ταξίδεψε για να συναντήσει τον συνταξιούχο πατέρα, τη μητέρα και τη μικρότερη αδερφή του Avril, που εκείνο τον μήνα είχανε μετακομίσει στο 40 Stradbroke Road, Southwold, Suffolk, το 1ο από τα 4 σπίτια τους στη πόλη. Ο Μπλαιρ γράφτηκε σε προπαρασκευαστικό σχολείο στο Κρέγκχερστ και “ξεσκόνισε” τους κλασσικούς, τα Αγγλικά και την Ιστορία. Πέρασε στις εξετάσεις, ερχόμενος 7ος ανάμεσα σε 29 επιτυχόντες. Η γιαγιά του Μπλαιρ, από τη μεριά της μητέρας του, ζούσε στο Μοτ Μαλέμ, οπότε ο ίδιος επέλεξε να τοποθετηθεί στη Μπούρμα. Το 1922, επιβαίνοντας στο S.S. Herefordshire, έπλευσε μέσω της Διώρυγας του Σουέζ και της Κεϋλάνης προς τη Μπούρμα για να ενταχθεί στην Ινδική Αυτοκρατορική Αστυνομία.
* Το ψευδώνυμο το οφείλει σ’ αυτό το ποτάμι:
Orwell river! επαρχία Σάφολκ
Το 1922 διορίστηκε αξιωματούχος στην αστυνομία της Βιρμανίας, απ’ όπου παραιτήθηκε 6 χρόνια μετά, αμφισβητώντας το ρόλο του στην αποικιακή διοίκηση, που οι ντόπιοι δεν αποδέχτηκαν ποτέ. ‘Ενα μήνα αργότερα, έφτασε στο Ραγκούν και ταξίδεψε στην Αστυνομική σχολή στο Μάνταλεϊ. Μετά από μία σύντομη θητεία στο Μαίμιο, ένα βασικό σταθμό στους λόφους της Βιρμανίας, τοποθετήθηκε στο μεθοριακό φυλάκιο της Myaungmya στο δέλτα του ποταμού Irrawaddy στις αρχές του 1924. Δουλεύοντας ως αυτοκρατορικός αστυνομικός έγινε ιδιαίτερα υπεύθυνος, ενώ οι περισσότεροι από τους συνομήλικούς του ήταν ακόμα στο πανεπιστήμιο στην Αγγλία.
Όταν τοποθετήθηκε ανατολικά στο Δέλτα Τουάντε ως υποπεριφερειακός αξιωματικός, ήταν υπεύθυνος για την ασφάλεια περίπου 200.000 ανθρώπων. Τέλος του 1924, πήρε προαγωγή, βοήθος επιθεωρητή περιφέρειας και τοποθετήθηκε στο Syriam κοντά στο Ρανγκούν. Η Συριάμ είχε το διυλιστήριο της Burmah Oil Company, η γύρω γη ήταν άγονη απ’ τ’ απόβλητα, όλη η βλάστηση είχε μαραθεί από τις αναθυμιάσεις του διοξειδίου του θείου που ξεχύνοναν μέρα και νύχτα από το διυλιστήριο της Μπούρμα. Όμως η πόλη ήτανε κοντά στη Ρανγκούν, κοσμοπολίτικο λιμάνι και πήγαινε όσο πιο συχνά μπορούσε, για να διαβάσει βιβλία στο βιβλιοπωλείο, να φάει καλομαγειρεμένο φαγητό και να ξεφύγει απο τη βαρετή ρουτίνα της αστυνομικής ζώης. Τον Σεπτέμβρη του 1925 πήγε στο Insein, έδρα της φυλακής του Insein κι η 2η μεγαλύτερη φυλακή της Βιρμανίας. Εκεί, έκανε μεγάλες συζητήσεις για κάθε πιθανό θέμα με την Elisa Maria Langford-Rae (που αργότερα παντρεύτηκε τον Kazi Lhendup Dorjee). Αυτή εντόπισε πάνω του την αισθηση της απόλυτης εντιμότητας στις παραμικρές λεπτομέρειες. Μέχρι κείνη τη στιγμή, είχε ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του και λάμβανε μηνιαίο μισθό 740 Rs, συμπεριλαμβανομένων των επιδομάτων.
Απρίλη του 1926 μετακόμισε στο Μουλμέιν, όπου ζούσε η γιαγιά του (από τη πλευρά της μητέρας). Περνούσε μεγάλο μέρος του χρόνου του μόνος του, διαβάζοντας ή επιδιώκοντας δραστηριότητες που δεν ήταν πουκκά, όπως πηγαίνοντας στις εκκλησίες της εθνοτικής ομάδας Κάρεν. Ένας συνάδελφος, ο Roger Beadon, θυμήθηκε (σε συνέντευξη του 1969 στο BBC) πως ο Μπλερ έμαθε γρήγορα τη γλώσσα και πριν φύγει από τη Βιρμανία, ήτανε σε θέση να μιλήσει άπταιστα με Βιρμανούς ιερείς σε πολύ υψηλές συνομιλίες. Έκανε αλλαγές στην εμφάνισή του στη Βιρμανία που παρέμειναν για το υπόλοιπο της ζωής του, συμπεριλαμβανομένου του μουστακιού. Η Emma Larkin γράφει στην εισαγωγή του Burmese Days:
“Όταν βρισκότανε στη Βιρμανία, απέκτησε μουστάκι όμοιο μ’ αυτά που είχαν οι αξιωματικοί των βρεττανικών ταγμάτων που βρίσκονταν εκεί. Πολλοί Βιρμανοί που ζούνε σ’ αγροτικές περιοχές εξακολουθούν να κάνουν τατουάζ σαν αυτό -πιστεύεται ότι τους προστατεύει από σφαίρες και δαγκώματα φιδιών“.
Στο τέλος του ίδιου έτους, τοποθετήθηκε στη Κάθα, στην Άνω Βιρμανία, όπου προσβλήθηκε από δάγκειο πυρετό το 1927. Πήρε αναρρωτική άδεια και πήγε στην Αγγλία τον Ιούλιο. Σεπτέμβρη του 1927 ενώ έκανε διακοπές μαζί με την οικογένεια του στην Κορνουάλη, επανεκτίμησε τη ζωή του. Αποφασίζει να μην επιστρέψει στη Βιρμανία, να παραιτηθεί απο την Ινδική Αυτοκρατορική Αστυνομία και να γίνει συγγραφέας, με ισχύ από τις 12 Μάρτη 1928 μετά από 5,5 χρόνια υπηρεσίας. Επρόκειτο για μια συνειδητή από μέρους του απόρριψη του αστικού τρόπου ζωής, που συνοδεύτηκε από τη πολιτική του ωρίμανση. Ο ίδιος χαρακτήριζε τον εαυτό του αναρχικό.
To πατρικό του σπίτι, τώρα Μουσείο Όργουελ
Στην Αγγλία εγκαταστάθηκε στο σπίτι της οικογένειας στο Σάουθγουολντ. Εκεί συνάντησε και τους παλιούς τους φίλους και παρακολούθησε ένα δείπνο Old Etonian. Επίσης επισκέφτηκε τον παλιό του δάσκαλο, Gow, στο Κέμπριτζ, ώστε να του ζητήσει συμβουλές για το πώς να γίνει συγγραφέας. Αρχές φθινοπώρου, του 1927, μετακόμισε στο Λονδίνο κι η Ρουθ Πίτερ, μια παλιά του γνωστή, τονε βοήθησε να βρει κατάλυμα. Μέχρι το τέλος του 1927 εγκαταστάθηκε στην οδό Πορτομπέλλο. Μάλιστα, σ’ αυτό το μέρος σήμερα βρίσκεται μια πινακίδα που τιμά τη παρουσία του εκεί. Η συμμετοχή της Πίτερ στο κίνημα, θα του ‘δινε μια καθησυχαστική αξιοπρέπεια στα μάτια της κυρίας Μπλαιρ. Η Πίτερ συμπαθούσε το γράψιμό του, εντόπιζε αδυναμίες στη ποίησή του και τον συμβούλευε να γράψει για όσα ήξερε. Τα βιβλία του Οι αλήτες του Παρισιού και του Λονδίνου 1933), Μέρες της Μπούρμα (1934), Η κόρη του παπά (1935) και Στις Φάμπρικες Του Γουίγκαν Πάιαρ (1937), δίνουνε το χρονικό της περιόδου αυτής και καταγράφουνε την εξέλιξη των ιδεών του.
Στις αρχές του 1928 μετακόμισε στο Παρίσι, στη rue du Pot de Fer, συνοικία της εργατικής τάξης στο 5ο διαμέρισμα. Η θεία του Nellie Limouzin ζούσε επίσης εκεί και του παρείχε κοινωνική κι όταν χρειαζόταν, οικονομική υποστήριξη. Άρχισε να γράφει μυθιστορήματα, συμπεριλαμβανομένης μιας πρώιμης έκδοσης του Burmese Days, μα τίποτ’ άλλο δεν σώζεται από κείνη τη περίοδο. Είχε μεγαλύτερη επιτυχία ως δημοσιογράφος και δημοσίευσε άρθρα στη Monde, ένα πολιτικό/λογοτεχνικό περιοδικό που επιμελήθηκε ο Henri Barbusse (το 1ο του άρθρο ως επαγγελματίας συγγραφέας, La Censure en Angleterre, εμφανίστηκε σ’ αυτό το περιοδικό στις 6 Οκτώβρη 1928). G. K.’s Weekly, όπου το 1ο του άρθρο που εμφανίστηκε στην Αγγλία, A Farthing Newspaper, τυπώθηκε στις 29 Δεκέμβρη 1928 και Le Progrès Civique (που ιδρύθηκε από τον αριστερό συνασπισμό Le Cartel des Gauches). 3 άρθρα εμφανίστηκαν σε διαδοχικές βδομάδες στο Le Progrès Civique: αναφέρονταν στην ανεργία, μια μέρα στη ζωή ενός αλήτη και τους ζητιάνους του Λονδίνου, αντίστοιχα. Στη μια ή την άλλη από τις καταστροφικές μορφές της, η φτώχεια επρόκειτο να γίνει εμμονικό του θέμα -στο επίκεντρο σχεδόν όλων όσων έγραψε μέχρι το Φόρος Τιμής στη Καταλωνία.
Αρρώστησε βαριά το Φλεβάρη του 1929 και μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Cochin στο 14ο διαμέρισμα, ένα δωρεάν νοσοκομείο όπου εκπαιδεύονταν φοιτητές ιατρικής. Οι εμπειρίες του εκεί αποτέλεσαν τη βάση του δοκιμίου του Πώς πεθαίνουν οι φτωχοί, που δημοσιεύτηκε το 1946. Επέλεξε να μην αναγνωρίσει το νοσοκομείο και πράγματι σκόπιμα παραπλανούσε σχετικά με τη τοποθεσία του. Λίγο αργότερα, του έκλεψαν όλα τα χρήματα από το κατάλυμμα του. Είτε εξ ανάγκης είτε να συλλέξει υλικό, ανέλαβε ταπεινές δουλειές όπως το πλύσιμο πιάτων σε μοντέρνο ξενοδοχείο στη rue de Rivoli, που μετά περιέγραψε στο Down and out in Paris and London. Τον Αύγουστο του 1929, έστειλε ένα αντίτυπο του The Spike στο περιοδικό New Adelphi του John Middleton Murry στο Λονδίνο. Το περιοδικό επιμελήθηκαν οι Max Ploughman και Sir Richard Rees κι ο Plowman δέχτηκε το έργο για δημοσίευση.
Δεκέμβρη του 1929 μετά από σχεδόν 2 χρόνια στο Παρίσι, επέστρεψε στην Αγγλία και πήγε κατευθείαν στο σπίτι των γονιών του στο Southwold, μια παραθαλάσσια πόλη στο Σάφολκ, που παρέμεινε η βάση του για τα επόμενα 5 χρόνια. Η οικογένεια ήταν καλά εδραιωμένη στη πόλη κι η αδερφή του Αβρίλ διατηρούσε ένα τεϊοποτείο εκεί. Γνώρισε πολλούς ντόπιους, μαζί κι η Μπρέντα Σάλκελντ, κόρη του κληρικού που εργαζόταν ως δασκάλα γυμναστικής στο Παρθεναγωγείο St Felix της πόλης. Αν κι η Σάλκελντ απέρριψε τη πρόταση γάμου του, παρέμεινε φίλη και τακτική ανταποκρίτρια για πολλά χρόνια. Επίσης, ανανέωσε τις φιλίες με παλαιότερους φίλους, όπως ο Dennis Collings, του οποίου η κοπέλα Eleanor Jacques θα έπαιζε επίσης ρόλο στη ζωή του. Στις αρχές του 1930 έμεινε για λίγο στο Μπράμλι του Λιντς, με την αδερφή του Μάρτζορι και τον σύζυγό της Χάμφρεϊ Ντάκιν, ο οποίος δεν εκτιμούσε τόσο τον Μπλερ όσο όταν γνώριζαν ο ένας τον άλλον ως παιδιά. Ο Μπλαιρ έγραφε κριτικές για το Adelphi κι ήταν ιδιωτικός δάσκαλος σε ένα παιδί με ειδικές ανάγκες στο Southwold. Στη συνέχεια έγινε δάσκαλος τριών νεαρών αδελφών, ένας από τους οποίους, ο Ρίτσαρντ Πίτερς, έγινε αργότερα διακεκριμένος ακαδημαϊκός.
“Η ιστορία του σ’ αυτά τα χρόνια χαρακτηρίζεται από δυαδισμούς κι αντιθέσεις. Υπάρχει ο Μπλαιρ που κάνει μιαν αξιοσέβαστη, εξωτερικά χωρίς περιστατικά ζωή στο σπίτι των γονιών του στο Σάουθγουολντ γράφοντας, μετά υπάρχει ως Μπάρτον (όνομα που χρησιμοποιούσε σε δικά του) σε αναζήτηση εμπειρίας στα κιπς, στο East End, στο δρόμο και στα χωράφια λυκίσκου του Κεντ“. Πήγε να ζωγραφίσει και να κάνει μπάνιο στη παραλία και εκεί γνώρισε τη Mabel και τον Francis Fierz, που επηρέασαν αργότερα τη καρριέρα του. Τον επόμενο χρόνο τους επισκέφτηκε στο Λονδίνο, συναντώντας συχνά τον φίλο τους Max Plowman. Επίσης, έμενε συχνά στα σπίτια της Ρουθ Πίτερ και του Ρίτσαρντ Ρις, όπου μπορούσε να αλλάζει ρόλους για τις σποραδικές αποστολές του. Μια από τις δουλειές του ήταν οικιακή εργασία σε κατάλυμα για μισή κορώνα (2 σελίνια κι 6 πένες, ή 1/8ο της λίρας) τη μέρα.
Συνεισέφερε τακτικά στο Adelphi, με το A Hanging που εμφανίστηκε Αύγουστο 1931. Από τον Αύγουστο ως τον Σεπτέμβρη του 1931 οι εξερευνήσεις του για τη φτώχεια συνεχίστηκαν κι, όπως ο πρωταγωνιστής του A Clergyman’s Daughter, ακολούθησε τη παράδοση του East End να εργάζεται στο χοπ του Κεντ στα χωράφια. Κρατούσε ημερολόγιο για τις εμπειρίες του εκεί. Στη συνέχεια, έμεινε στην οδό Tooley Street, αλλά δεν άντεξε για πολύ και με την οικονομική βοήθεια των γονιών του μετακόμισε στην οδό Windsor, που έμεινε μέχρι τα Χριστούγεννα. Το Hop Picking, του, εμφανίστηκε στο τεύχος Οκτώβρη 1931 στο New Statesman, που το συντακτικό επιτελείο περιλάμβανε τον παλιό του φίλο Cyril Connolly. Η Mabel Fierz τον έφερε σ’ επαφή με το Leonard Moore, που έγινε ο λογοτεχνικός του πράκτορας τον Απρίλη του 1932. Κείνη την εποχή ο Jonathan Cape απέρριψε το A Scullion’s Diary, τη 1η έκδοση του Down and Out. Με τη συμβουλή του Ρίτσαρντ Ρις, το πρόσφερε στους Φάμπερ & Φάμπερ, αλλά ο διευθυντής σύνταξης τους, Τ. Σ. Έλιοτ, το απέρριψε επίσης. Ο Μπλαιρ έκλεισε τη χρονιά μ’ εσκεμμένη σύλληψη, ώστε να βιώσει τα Χριστούγεννα στη φυλακή, αλλά αφού τον συνέλαβαν και τον μετέφεραν στο αστυνομικό τμήμα Bethnal Green στο East End του Λονδίνου, οι αρχές δεν θεώρησαν τη μεθυσμένη κι άτακτη συμπεριφορά του, για τη φυλακή και μετά 2 μέρες σ’ ένα κελί επέστρεψε στο σπίτι του στο Southwold.
Απρίλη του 1932 έγινε δάσκαλος στο γυμνάσιο The Hawthorns, ένα σχολείο για αγόρια, στο Hayes του Δυτικού Λονδίνου. Ήταν ένα μικρό σχολείο που πρόσφερε ιδιωτική εκπαίδευση για παιδιά ντόπιων εμπόρων και καταστηματαρχών κι είχε μόνο 14 ή 16 αγόρια ηλικίας μεταξύ 10 και 16 ετών κι έναν ακόμα δάσκαλο. Εκεί συνδέθηκε φιλικά με την έφορο της τοπικής ενοριακής εκκλησίας κι ασχολήθηκε με τις δραστηριότητες της. Η Mabel Fierz είχεν επίσης ασχοληθεί εκεί με τον Moore και στα τέλη Ιουνίου 1932, ο Moore είπε στον Blair ότι ο Victor Gollancz ήταν έτοιμος να εκδώσει Το Ημερολόγιο A Scullion με μια προκαταβολή £40, μέσω του πρόσφατα ιδρυθέντος εκδοτικού οίκου του, Victor Gollancz Ltd, που ήταν εκδοτικός για ριζοσπαστικά και σοσιαλιστικά έργα. Στο τέλος της θερινής περιόδου του 1932, επέστρεψε στο Southwold, όπου οι γονείς του είχαν χρησιμοποιήσει μια κληρονομιά για ν’ αγοράσουνε το δικό τους σπίτι. Με την αδερφή του Άβριλ περάσανε τις διακοπές κάνοντας το σπίτι κατοικήσιμο, ενώ δούλευε και τις Μέρες Της Μπούρμα. Περνούσε επίσης χρόνο με την Eleanor Jacques, αλλά η προσκόλλησή της με τον Dennis Collings παρέμενε εμπόδιο στις ελπίδες του για μια πιο σοβαρή σχέση.
Το Clink, δοκίμιο που περιγράφει την αποτυχημένη προσπάθειά του να οδηγηθεί στη φυλακή, εμφανίστηκε στο Adelphi Αύγουστο του 1932. Επέστρεψε στη διδασκαλία στο Hayes και προετοιμάστηκε για την έκδοση του βιβλίου του, που τώρα είναι γνωστό ως Down and Out in Paris and London. Ήθελε να το δημοσιεύσει με διαφορετικό όνομα για ν’ αποφύγει οιαδήποτε αμηχανία στην οικογένειά του για την εποχή του ως αλήτη. Σ’ επιστολή προς τον Μουρ (ημερομηνία 15 Νοέμβρη 1932), άφησε την επιλογή του ψευδωνύμου στον Μουρ και στον Gollancz. 4 μέρες αργότερα, έγραψε στον Μουρ, προτείνοντας τα ψευδώνυμα P. S. Burton (όνομα που χρησιμοποιούσε όταν έκανε τον τραμπούκο), Kenneth Miles, George Orwell και H. Lewis Allways. Τελικά υιοθέτησε το George Orwell επειδή είναι ένα καλό στρογγυλό αγγλικό όνομα. Το όνομα Τζορτζ εμπνεύστηκε από τον προστάτη άγιο της Αγγλίας και το Όργουελ από τον ποταμό Όργουελ στο Σάφολκ που ήταν μια από τις αγαπημένες τοποθεσίες του.
Στη πραγματικότητα, αποφάσισε να γράψει για ορισμένες πτυχές του παρόντος που θέλησε να τις μάθει καλλίτερα και με τόλμη, ειδικά στο East End του Λονδίνου -το 1ο από τα περιστασιακά ταξίδια που θα ‘κανε για ν’ ανακαλύψει μόνος του τον κόσμο της φτώχειας και της κατάντιας- και τους κάτοικους εκεί. Είχε βρει θέμα. Αυτές οι εξορμήσεις, οι εξερευνήσεις, οι αποστολές, οι περιηγήσεις κι αναζητήσεις γίνονταν κατά διαστήματα σε μια περίοδο πέντε ετών. Μιμούμενος τον Τζακ Λόντον, που τη γραφή του θαύμαζε (ιδιαίτερα το The People of the Abyss), άρχισε να εξερευνά τα φτωχότερα μέρη του Λονδίνου. Στη 1η του έξοδο ξεκίνησε για το Limehouse Causeway, περνώντας τη 1η του νύχτα σε ένα κοινό κατάλυμα, πιθανότατα του George Levy. Για λίγο τριγύρισε στην ίδια του τη χώρα, ντυμένος σαν αλήτης, υιοθετώντας το όνομα Π.Σ. Μπάρτον και δεν κάνει καμμία παραχώρηση στα ήθη και τις προσδοκίες της μεσαίας τάξης. Απλά κατέγραψε τις εμπειρίες του από τη μικρότερη κλάση ζωής για χρήση στο The Spike, το 1ο του δημοσιευμένο δοκίμιο στα αγγλικά και στο 2ο μισό του 1ου του βιβλίου, Down and Out in Paris and London (1933).
Το Down and Out in Paris and London εκδόθηκε από τον Victor Gollancz στο Λονδίνο στις 9 Γενάρη 1933 κι έλαβε ευνοϊκές κριτικές, με τον Cecil Day-Lewis να επαινεί τη σαφήνεια και τη καλή αίσθηση του Orwell και το The Times Literary Supplement να συγκρίνει τους εκκεντρικούς χαρακτήρες του με τους χαρακτήρες του Διαβόλου. Είχε μέτρια επιτυχία και στη συνέχεια δημοσιεύτηκε από τους Harper & Brothers στη Νέα Υόρκη. Στα μέσα του 1933, εγκατέλειψε το Hawthorns για να γίνει δάσκαλος στο Frays College, στο Uxbridge, στο δυτικό Λονδίνο. Αυτό ήτανε πολύ μεγαλύτερο ίδρυμα με 200 μαθητές και πλήρες προσωπικό. Απέκτησε μια μοτοσικλέτα κι έκανε ταξίδια στη γύρω ύπαιθρο. Σε μια από αυτές τις αποστολές μούσκεψε και τον έπιασε ένα ρίγος που εξελίχθηκε σε πνευμονία. Μεταφέρθηκε σ’ ένα επαρχιακό εκεί νοσοκομείο, όπου για ένα διάστημα πιστεύεται ότι κινδύνευε η ζωή του. Όταν πήρε εξιτήριο τον Γενάρη του 1934, επέστρεψε στο Southwold για ν’ αναρρώσει και με την υποστήριξη των γονιών του, δεν επέστρεψε ποτέ στη διδασκαλία.
Αποθήκη που πήρε τ’ όνομα “Γουίγκαν Πάιαρ” απ’ το βιβλίο
Απογοητεύτηκε όταν ο Gollancz απέρριψε τις Μέρες Της Μπούρμα, κυρίως με την αιτιολογία πιθανές μηνύσεις για συκοφαντική δυσφήμιση, αλλά οι Harperς ήταν έτοιμοι να το δημοσιεύσουνε στις ΗΠΑ. Εν τω μεταξύ, άρχισε να εργάζεται για το μυθιστόρημα A Clergyman’s Daughter, βασιζόμενος στη ζωή του ως δάσκαλος και στη ζωή στο Southwold. Η Eleanor Jacques ήτανε τώρα παντρεμμένη κι είχε πάει στη Σιγκαπούρη κι η Brenda Salkeld είχε φύγει για την Ιρλανδία, έτσι ο Μπλαιρ ήτανε σχετικά απομονωμένος στο Southwold, -δούλευε στα διαμερίσματα, περπατούσε μόνος και περνούσε χρόνο με τον πατέρα του. Τελικά τον Οκτώβρη, αφού έστειλε το ‘στειλε στον Moore, έφυγε για το Λονδίνο για να πιάσει μια δουλειά που του είχε βρει η θεία του Nellie Limouzin.
Αυτή η δουλειά ήτανε βοηθός μερικής απασχόλησης στο Booklovers’ Corner, παλαιοβιβλιοπωλείο στο Hampstead που διευθύνουν οι Francis και Myfanwy Wetrope, που ήτανε φίλοι της Nellie Limouzin στο κίνημα της Εσπεράντο. Οι Westropes ήτανε φιλικοί και του παρείχαν άνετη διαμονή στο Warwick Mansions, Pond Street. Μοιραζόταν τη δουλειά με τον Jon Kimche, που επίσης ζούσε με τους Westropes. Ο Μπλαιρ δούλευε στο μαγαζί απογεύματα κι είχε τα πρωινά του ελεύθερα να γράψει και τα βράδια του ελεύθερα για να συναναστραφεί. Αυτά παρείχαν υπόβαθρο για το μυθιστόρημα Keep the Aspidistra Flying (1936). Εκτός από τους διάφορους καλεσμένους των Westropes, μπόρεσε να απολαύσει τη συντροφιά του Richard Rees και των συγγραφέων Adelphi και της Mabel Fierz. Οι Westropes και Kimche ήταν μέλη του Ανεξάρτητου Εργατικού Κόμματος, αν κι εκείνη τη στιγμή δεν ήταν σοβαρά πολιτικά ενεργός αυτός. Έγραφε για τους Adelphi κι ετοίμαζε για δημοσίευση το A Clergyman’s Daughter και τις Μέρες Της Μπούρμα.
Αρχές του 1935 έπρεπε να μετακομίσει από το Warwick Mansions κι η Mabel Fierz του βρήκε διαμέρισμα στο Congress Hill. Το A Clergyman’s Daughter δημοσιεύτηκε 11 Μάρτη 1935. Στις αρχές του 1935 ο Μπλαιρ συνάντησε τη μέλλουσα σύζυγό του Eileen O’Shaughnessy, όταν η σπιτονοικοκυρά του, Rosalind Obermeyer, που σπούδαζε για μεταπτυχιακό στη ψυχολογία στο University College του Λονδίνου, κάλεσε μερικούς από τους συμφοιτητές της σ’ ένα πάρτυ. Μία από αυτές τις μαθήτριες, η Ελισαβέτα Φεν, βιογράφος και μελλοντική μεταφράστρια του Τσέχωφ θυμάται πως ο αυτός κι ο φίλος του Ρίτσαρντ Ρις ντυμένοι στη πέννα, φαίνονται, σκέφτηκε, σαν σκωροφαγωμένοι και πρόωρα γερασμένοι. Εκείνη την εποχή, ο Μπλαιρ είχε αρχίσει να γράφει κριτικές για το The New English Weekly. Τον Ιούνιο δημοσιεύτηκε το Burmese Days κι η κριτική του Cyril Connolly στο New Statesman τον ώθησε ν’ αποκαταστήσει την επαφή με τον παλιό του φίλο.
Τον Αύγουστο, μετακόμισε σε διαμέρισμα, στο 50 Lawford Road, Kentish Town, που μοιράστηκε με τον Michael Sayers και το Rayner Heppenstall. Η σχέση ήταν μερικές φορές άβολη κι ο Μπλαιρ με τον Χέπενσταλ ήρθανε σε σύγκρουση, αν και παραμείνανε φίλοι κι αργότερα δούλεψαν μαζί σε εκπομπές του BBC. Ο Μπλαιρ εργαζότανε τώρα στο Keep the Aspidistra Flying και επίσης προσπάθησε ανεπιτυχώς να γράψει σειρά άρθρων για το News Chronicle. Μέχρι τον Οκτώβρη του 1935 οι συγκάτοικοί του είχαν μετακομίσει κι εκείνος πάλευε να πληρώσει μόνος του το ενοίκιο. Παρέμεινε μέχρι τα τέλη Γενάρη 1936, όταν σταμάτησε να εργάζεται στο Booklovers’ Corner. Το 1980, η αγγλική κληρονομιά τονε τίμησε με μπλε πλακέτα στη κατοικία του στη πόλη Κέντις.
Στις 31 Γενάρη 1936, ξεκίνησε με τα μέσα μαζικής μεταφοράς και με τα πόδια, φτάνοντας στο Μάντσεστερ μέσω του Κόβεντρι, του Στάφορντ, των Potteries και του Macclesfield. Φτάνοντας στο Μάντσεστερ μετά το κλείσιμο των τραπεζών, έπρεπε να μείνει σε κοινό κατάλυμα. Την επόμενη μέρα πήρε μια λίστα με τις επαφές που έστειλε ο Ρίτσαρντ Ρις. Ένας από αυτούς, ο αξιωματούχος των συνδικαλιστικών οργανώσεων Φρανκ Μιντ, πρότεινε τη Γουίγκαν, όπου θα περνούσε το Φλεβάρη μένοντας σε βρώμικα καταλύματα σε μαγαζί με πατσά. Στο Wigan, επισκέφτηκε πολλά σπίτια για να δει πώς ζούσαν οι άνθρωποι, πήρε λεπτομερείς σημειώσεις για τις συνθήκες στέγασης και τους μισθούς, πήγε στο ανθρακωρυχείο Bryn Hall και χρησιμοποίησε τη τοπική δημόσια βιβλιοθήκη για να συμβουλευτεί αρχεία δημόσιας υγείας κι αναφορές για τις συνθήκες εργασίας στα ορυχεία.
Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, αποσπάστηκε από ανησυχίες για το στυλ και τη πιθανή συκοφαντία στο Keep the Aspidistra Flying. Έκανε μια γρήγορη επίσκεψη στο Λίβερπουλ και το Μάρτη, έμεινε στο νότιο Γιορκσάιρ, περνώντας χρόνο στο Σέφιλντ και στο Μπάρνσλι. Εκτός από τις επισκέψεις σε ορυχεία, συμπεριλαμβανομένου του Γκρίμεθορπ και παρατηρώντας τις κοινωνικές συνθήκες, παρακολούθησε τις συνεδριάσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος και του Όσβαλντ Μόσλεϋ (η ομιλία του συνηθισμένη κλοπή -Η ευθύνη για όλα βαρύνει μυστηριώδεις διεθνείς συμμορίες Εβραίων) όπου είδε τη τακτική των Blackshirts (υπόλογος να πάρει και σφυροκόπημα και πρόστιμο για να κάνει ερώτηση που ο Μόσλεϋ δυσκολεύεται να απαντήσει). Επίσης επισκέφθηκε την αδερφή του στο Headingley, που στη διάρκειά της επισκέφθηκε το Brontë Parsonage στο Haworth, όπου εντυπωσιάστηκε κυρίως από ένα ζευγάρι υφασμάτινες μπότες της Charlotte Brontë, πολύ μικρές, με τετράγωνα δάχτυλα και κορδόνια στα πλάγια.
Πάλι χρειαζόταν κάπου που θα μπορούσε να συγκεντρωθεί στη συγγραφή του βιβλίου του και γι’ άλλη μια φορά του δόθηκε βοήθεια από τη θεία Νέλι, που ζούσε στο Γουόλινγκτον Χέρτφορντσάιρ σε πολύ μικρό εξοχικό σπίτι του 16ου αι. που ονομαζόταν Κατάστημα. Το Wallington ήταν ένα μικροσκοπικό χωριό 35 μίλια βόρεια του Λονδίνου και το εξοχικό σπίτι δεν είχε σχεδόν καθόλου σύγχρονες εγκαταστάσεις. Ο Όργουελ ανέλαβε τη μίσθωση και μετακόμισε στις 2 Απρίλη 1936. Άρχισε να εργάζεται στο The Road to Wigan Pier στα τέλη Απρίλη, αλλά πέρασε επίσης ώρες δουλεύοντας στον κήπο και δοκιμάζοντας τη δυνατότητα ν’ ανοίξουνε ξανά τα Stores ως κατάστημα χωριού. Το Keep the Aspidistra Flying εκδόθηκε από τον Gollancz στις 20 Απρίλη 1936. Στις 4 Αυγούστου, έδωσε μια διάλεξη στο Θερινό Σχολείο Adelphi που πραγματοποιήθηκε στο Langham, με τίτλο An Outsider Sees the Distressed Areas. Άλλοι που μίλησαν επίσης στο σχολείο ήταν οι John Strachey, Max Plowman, Karl Polanyi και Reinhold Niebuhr.
Το αποτέλεσμα των ταξιδιών του στο βορρά ήταν Οι Φάμπρικες Του Γουίγκαν Πάιαρ, που εκδόθηκε από τον Gollancz για τη Left Book Club το 1937. Το 1ο μισό του βιβλίου τεκμηριώνει τις κοινωνικές του έρευνες στο Lancashire και το Yorkshire, συμπεριλαμβανομένης μιας υποβλητικής περιγραφής της εργασιακής ζωής στο ανθρακωρυχεία. Το 2ο, είναι ένα μακρύ δοκίμιο για την ανατροφή του και την ανάπτυξη της πολιτικής του συνείδησης, που περιλαμβάνει ένα επιχείρημα υπέρ του σοσιαλισμού (αν και καταβάλλει κάθε προσπάθεια για να εξισορροπήσει τις ανησυχίες και τους στόχους του σοσιαλισμού με τα εμπόδια που αντιμετώπιζε από τους υποστηρικτές του ίδιου του κινήματος όσο και του χρόνου, όπως οι άψογοι και βαρετοί σοσιαλιστές διανοούμενοι κι οι προλετάριοι σοσιαλιστές μ’ ελάχιστη κατανόηση της πραγματικής ιδεολογίας). Ο Gollancz φοβόταν ότι αυτό το 2ο μισό θα προσέβαλλε τους αναγνώστες και πρόσθεσε αποθαρρυντικό πρόλογο στο βιβλίο ενώ ο Μπλαιρ βρισκότανε στην Ισπανία. Η έρευνά του για το The Road to Wigan Pier, τον οδήγησε στο να τεθεί υπό παρακολούθηση από το Special Branch από το 1936, για 12 χρόνια, ως έν έτος πριν τη δημοσίευση του 1984.
Νυμφεύτηκε την Eileen O’Shaughnessy στις 9 Ιουνίου 1936. Λίγο μετά, η πολιτική κρίση ξεκίνησε στην Ισπανία και παρακολουθούσε στενά τις εξελίξεις εκεί. Στο τέλος του έτους, ανησυχώντας για τη στρατιωτική εξέγερση του Francisco Franco (υποστηριζόμενος από τη Ναζιστική Γερμανία, τη φασιστική Ιταλία και τοπικές ομάδες όπως η Falange), αποφάσισε να πάει στην Ισπανία για να λάβει μέρος στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο από τη πλευρά των Δημοκρατικών. Υπό τη λανθασμένη εντύπωση ότι χρειαζόταν έγγραφα από κάποια αριστερή οργάνωση για να περάσει τα σύνορα, μετά από σύσταση του Τζον Στράτσι υπέβαλε αίτηση ανεπιτυχώς στο Χάρι Πόλιτ, ηγέτη Βρεττανικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο Pollitt ήτανε καχύποπτος για τη πολιτική αξιοπιστία του, τονε ρώτησε αν θα αναλάμβανε να ενταχθεί στη Διεθνή Ταξιαρχία και τον συμβούλεψε να πάρει μια ασφαλή μεταφορά από την Ισπανική Πρεσβεία στο Παρίσι. Μη θέλοντας να δεσμευτεί μέχρι να δει την κατάσταση επί τόπου, χρησιμοποίησε τις επαφές του στο Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα για να λάβει μια συστατική επιστολή από τον Τζον ΜακΝέρ στη Βαρκελώνη.
Ξεκίνησε για Ισπανία 23 Δεκέμβρη 1936, καθ’ οδόν με Χένρι Μίλερ στο Παρίσι, που του ‘πε ότι το να πολεμήσει στον Ισπανικό Εμφύλιο από κάποιο αίσθημα υποχρέωσης ή ενοχής ήτανε σκέτη βλακεία κι ότι οι ιδέες του Άγγλου για τη καταπολέμηση του φασισμού, την υπεράσπιση της δημοκρατίας, κ.λπ., κ.λπ., ήταν όλες απίστευτες. Λίγες μέρες μετά, στη Βαρκελώνη, συνάντησε τον Τζον ΜακΝέρ από το Γραφείο του Ανεξάρτητου Εργατικού Κόμματος (ILP) που του ‘πε: “Ήρθα να πολεμήσω το φασισμό“, αλλά αν κάποιος τον ρωτούσε για τί πολεμούσε, θ’ απαντούσε: “Κοινή λογική κι ευπρέπεια“. Ο Μπλαιρ μπήκε σε μια περίπλοκη πολιτική κατάσταση στη Καταλωνία. Η δημοκρατική κυβέρνηση υποστηρίχθηκε από μια σειρά από φατρίες με αντικρουόμενους στόχους, όπως Εργατικό Κόμμα Μαρξιστικής Ενοποίησης (Partido Obrero de Unificación Marxista, POUM), η αναρχο-συνδικαλιστική Confederación Nacional del Trabajo CNT) και το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα Καταλωνίας (πτέρυγα του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που υποστηρίχθηκε από σοβιετικά όπλα και βοήθεια). Αρχικά εξοργίστηκε απ’ αυτό το καλειδοσκόπιο των πολιτικών κομμάτων και των συνδικάτων, με τα κουραστικά ονόματά τους. Το ILP ήταν συνδεδεμένο με το POUM, έτσι προσχώρησε στο POUM.
Μετά από διάστημα στους Στρατώνες Λένιν στη Βαρκελώνη στάλθηκε στο σχετικά ήσυχο Μέτωπο Αραγονίας υπό τον Ζωρζ Κοπ. Γενάρη του 1937 βρισκότανε στο Alcubierre, 1.500 πόδια (460 m) πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, στο βάθος του χειμώνα. Υπήρχε πολύ λίγη στρατιωτική δράση και σοκαρίστηκε απ’ την έλλειψη πυρομαχικών, τροφίμων και καυσόξυλων καθώς κι από άλλες ακραίες ελλείψεις. Με το Σώμα Δοκίμων και την αστυνομική του εκπαίδευση, έγινε γρήγορα δεκανέας. Με την άφιξη ενός βρεττανικού ILP Contingent περίπου 3 βδομάδες μετά, ο Μπλαίρ κι ο άλλος Άγγλος πολιτοφύλακας, ο Williams, στάλθηκαν μαζί στο Monte Oscuro. Το νεοαφιχθέν σώμα ILP περιελάμβανε τους Bob Smillie, Bob Edwards, Stafford Cottman και Jack Branthwaite. Στη συνέχεια, η μονάδα στάλθηκε στην Ουέσκα.
Εν τω μεταξύ, πίσω στην Αγγλία, η Eileen χειριζόταν τα ζητήματα σχετικά με τη δημοσίευση του The Road to Wigan Pier πριν ξεκινήσει η ίδια για την Ισπανία, αφήνοντας τη Nellie Limouzin να φροντίζει το Stores. Προσφέρθηκε εθελοντικά για μια θέση στο γραφείο του John McNair και με τη βοήθεια του Georges Kopp επισκέφτηκε τον σύζυγό της, φέρνοντάς του αγγλικό τσάι, σοκολάτα και πούρα. Ο Μπλαιρ χρειάστηκε να περάσει μερικές μέρες στο νοσοκομείο με δηλητηριασμένο χέρι και το προσωπικό του ‘κλεψε τα περισσότερα από τα υπάρχοντά του. Επέστρεψε στο μέτωπο κι είδε κάποια δράση σε μια νυχτερινή επίθεση στα χαρακώματα των Εθνικιστών όπου κυνήγησε έναν εχθρικό στρατιώτη με ξιφολόγχη και χτύπησε με το τουφέκι μια θέση του εχθρού.
Τον Απρίλη επέστρεψε στη Βαρκελώνη, θέλοντας να σταλεί στο μέτωπο της Μαδρίτης, πράγμα που σήμαινε ότι πρέπει να ενταχθεί στη Διεθνή Ταξιαρχία, πλησίασε ένα φίλο κομμουνιστή που ήτανε προσκολλημένος στην Ισπανική Ιατρική Βοήθεια κι εξήγησε τη περίπτωσή του. Αν και δεν σκεφτόταν πολύ τους κομμουνιστές, ήταν ακόμα έτοιμος να τους αντιμετωπίσει ως φίλους και συμμάχους, -αυτό θ’ άλλαζε σύντομα. Πέρασε μεγάλο μέρος του χρόνου σε μια στέγη, με μια στοίβα μυθιστορήματα, αλλά συνάντησε τον Jon Kimche από τις μέρες του στο Hampstead στη διάρκεια της παραμονής του. Η επακόλουθη εκστρατεία ψεμμάτων και διαστρέβλωσης που πραγματοποιήθηκε από τον κομμουνιστικό τύπο, που το POUM κατηγορήθηκε για συνεργασία με τους φασίστες, είχε δραματική επίδραση στον Μπλαιρ. Αντί να ενταχθεί στις Διεθνείς Ταξιαρχίες όπως είχε σκοπό, αποφάσισε να επιστρέψει στο Μέτωπο της Αραγονίας. Μόλις τελείωσαν οι μάχες του Μάη, τονε πλησίασε ένας φίλος του κομμουνιστής και τονε ρώτησε αν εξακολουθούσε να σκόπευε να μεταφερθεί στις Διεθνείς Ταξιαρχίες. Ο Μπλαιρ εξεπλάγη που θα ‘πρεπε να τονε θέλουν ακόμα, γιατί σύμφωνα με τον κομμουνιστικό τύπο ήταν φασίστας. “Κανείς που βρισκότανε τότε στη Βαρκελώνη ή και για μήνες αργότερα, δεν θα ξεχάσει τη φρικτή ατμόσφαιρα που δημιουργείται από το φόβο, τη καχυποψία, το μίσος, τις λογοκριμένες εφημερίδες, τις στριμωγμένες φυλακές, τις τεράστιες ουρές τροφίμων και τις περιφερόμενες συμμορίες ενόπλων ανδρών“.
Μετά την επιστροφή του στο μέτωπο, τραυματίστηκε στο λαιμό από σφαίρα ελεύθερου σκοπευτή. Στα 6 πόδια 2 ίντσες (1,88 μ.), ο Όργουελ ήταν σημαντικά ψηλότερος από τους Ισπανούς μαχητές κι είχε προειδοποιηθεί να μη στέκεται στο στηθαίο της τάφρου. Ανίκανος να μιλήσει και με αίμα να χύνεται από το στόμα του, μεταφέρθηκε με φορείο στο Σιέταμο, φορτώθηκε σε ασθενοφόρο και μετά από ένα ανώμαλο ταξίδι μέσω του Μπαρμπάστρο έφτασε στο νοσοκομείο της Λέιδα. Ανάρρωσε αρκετά ώστε να σηκωθεί και στις 27 Μάη 1937 στάλθηκε στη Ταραγόνα και 2 μέρες μετά σε σανατόριο POUM στα προάστια της Βαρκελώνης. Η σφαίρα είχε ξεφύγει από τη κύρια αρτηρία του κι η φωνή του μόλις ακουγόταν. Ήταν τόσο καθαρό που το τραύμα πέρασε αμέσως από τη διαδικασία του καυτηριασμού. Έλαβε θεραπεία ηλεκτροθεραπείας και κρίθηκε ιατρικά ανίκανος για υπηρεσία.
Μέχρι τα μέσα Ιουνίου η πολιτική κατάσταση στη Βαρκελώνη είχε επιδεινωθεί και το POUM -που φωτογραφήθηκε απ’ τους φιλοσοβιετικούς κομμουνιστές ως τροτσκιστική οργάνωση- τέθηκε εκτός νόμου και δέχθηκε επίθεση. Η κομμουνιστική γραμμή ήτανε: “το POUM ήταν αντικειμενικά φασιστικό, εμποδίζοντας το Δημοκρατικό σκοπό. Εμφανίστηκε μια ιδιαίτερα άσχημη αφίσα, που ‘δειχνε ένα κεφάλι με μια μάσκα POUM να σχίζεται για να αποκαλύψει ένα πρόσωπο καλυμμένο με Σβάστικα από κάτω“. Μέλη, συμπεριλαμβανομένου του Kopp, συνελήφθησαν κι άλλα κρύβονταν. Ο Μπλαιρ κι η σύζυγός του απειλούνταν κι έπρεπε να κρυφτούνε, αν και σπάσανε τη κάλυψη να προσπαθήσουν να βοηθήσουνε τον Κοπ.
Τελικά με τα διαβατήριά τους σε τάξη, δραπέτευσαν από την Ισπανία με τραίνο, πηγαίνοντας στο Banyuls-sur-Mer για σύντομη διαμονή πριν επιστρέψουνε στην Αγγλία. Τη 1η βδομάδα του Ιουλίου 1937 επιστρέψανε στο Γουέλινγκτον. Στις 13 Ιουλίου 1937 υποβλήθηκε μια κατάθεση στο Δικαστήριο Κατασκοπείας & Εσχάτης Προδοσίας στη Βαλένθια, κατηγορώντας τους Μπλαιρ για τροτσκιστική μανία και πράκτορες του POUM. Η δίκη των ηγετών του POUM και του ίδιου (ερήμην του) έλαβε χώρα στη Βαρκελώνη, Οκτώβρη και Νοέμβρη του 1938. Παρατηρώντας γεγονότα από το γαλλικό Μαρόκο, ο Μπλαιρ έγραψε πως ήταν “μόνον υποπροϊόν των δοκιμασίας των Ρώσων τροτσκιστών κι από την αρχή κάθε είδους ψεύδους, συμπεριλαμβανομένων των κατάφωρων παραλογών, έχει κυκλοφορήσει στον κομμουνιστικό Τύπο“. Στο βιβλίο του The International Brigades: Fascism, Freedom and the Spanish Civil War, ο Giles Tremlett γράφει πως σύμφωνα με τα σοβιετικά αρχεία, αυτός κι η σύζυγός του, παρακολουθούνταν στη Βαρκελώνη. από το Μάη του 1937. “Τα έγγραφα αυτά, είναι τεκμηριωμένη απόδειξη ότι όχι μόνο ο Όργουελ, αλλά κι η σύζυγός του Αϊλίν, παρακολουθούνταν στενά“. Οι εμπειρίες του στον Ισπανικό Εμφύλιο τον οδηγήσανε στο Φόρος Τιμής Στη Καταλωνία (1938).
Ο Μπλαιρ επέστρεψε στην Αγγλία Ιούνιο του 1937 κι έμεινε στο σπίτι της O’Shaughnessy στο Γκρίνουιτς. Βρήκε τις απόψεις του για τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο αλλαγμένες δυσμενώς. Ο Kingsley Martin απέρριψε 2 απ’ τα έργα του κι ο Gollancz ήταν εξίσου προσεκτικός. Την ίδια στιγμή, ο κομμουνιστής Daily Worker επετέθη στο The Road to Wigan Pier βγάζοντας εκτός τον συγγραφέα που γράφει πως: “οι εργατικές τάξεις μυρίζουνε“, μια επιστολή προς τον Gollancz από τον Μπλαιρ που απειλούσε για συκοφαντική δυσφήμιση έβαλε τέλος σ’ αυτό. Ο Μπλαιρ μπόρεσε επίσης να βρει έναν πιο συμπαθητικό εκδότη για τις απόψεις του στο Φρέντρικ Γουόρμπουργκ των Secker & Warburg. Επέστρεψε στο Γουέλινγκτον, που το βρήκε σε αταξία εν απουσία του. Απέκτησε κατσίκες, κόκορα που τον έλεγε Χένρι Φορντ κι ένα κουτάβι κανίς που το ονόμασε Μαρξ και στράφηκε στη κτηνοτροφία και φυσικά συνέχισε να γράφει Homage to Catalonia.
Υπήρχαν σκέψεις να πάει στην Ινδία για να δουλέψει στη The Pioneer, εφημερίδα στο Λάκνοου, αλλά μέχρι το Μάρτη του 1938 η υγεία του είχε επιδεινωθεί. Εισήχθη στο Σανατόριο Preston Hall στο Aylesford του Κεντ, ένα νοσοκομείο της Βρεττανικής Λεγεώνας για πρώην στρατιωτικούς όπου ήτανε προσκολλημένος ο κουνιάδος του Laurence O’Shaughnessy. Αρχικά θεωρήθηκε πως έπασχε από φυματίωση κι έμεινε στο σανατόριο μέχρι Σεπτέμβρη. Πολλοί επισκέπτες ήρθανε για να τονε δούνε, συμπεριλαμβανομένων των Common, Heppenstall, Plowman & Cyril Connolly. Ο Κόνολι έφερε μαζί του τον Στίβεν Σπέντερ, μια αιτία αμηχανίας, καθώς ο Μπλαιρ ομοφοβικός, είχε αναφερθεί μειωτικά στον Σπέντερ “πάνσυ φρεντ” λίγο νωρίτερα. Φόρος Τιμής Στη Καταλωνία εκδόθηκε από τις Secker & Warburg κι ήταν εμπορική αποτυχία. Στο τελευταίο μέρος της παραμονής του στη κλινική, μπόρεσε να κάνει βόλτες στην εξοχή και να μελετήσει τη φύση. Ο συγγραφέας L. H. Myers χρηματοδότησε κρυφά ένα ταξίδι στο γαλλικό Μαρόκο για 6 μήνες για τους Μπλαιρ, για να αποφύγει το χειμώνα και ν’ ανακτήσει την υγεία του. Ξεκινήσανε Σεπτέμβρη του 1938 μέσω Γιβραλτάρ και Ταγγέρης για ν’ αποφύγουνε το ισπανικό Μαρόκο και φτάσανε στο Μαρακές, νοίκιασανε βίλα στο δρόμο προς τη Καζαμπλάνκα κι εκείνη τη περίοδο έγραψε το Coming Up for Air. Επιστρέψαν Αγγλία 30 Μάρτη 1939 και το Coming Up for Air δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο. Πέρασε χρόνο στο Γουέλινγκτον και στο Σάουθγουολντ δουλεύοντας σ’ ένα δοκίμιο του Ντίκενς κι ήτανε τον Ιούνιο του 1939 που ο πατέρας του, Ρίτσαρντ Μπλαιρ, πέθανε.
Στο ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Αϊλίν, άρχισε να δουλεύει στο Τμήμα Λογοκρισίας Υπουργείου Πληροφοριών στο κεντρικό Λονδίνο, μένοντας στη διάρκεια της βδομάδας με την οικογένειά της στο Γκρίνουιτς. Ο Μπλαιρ υπέβαλε επίσης το όνομά του στο Κεντρικό Μητρώο για πολεμικές εργασίες, αλλά δεν έγινε τίποτα. “Δεν θα με έχουνε στο στρατό, σε καμμία περίπτωση προς το παρόν, λόγω των πνευμόνων μου“, είπε στον Τζέφρι Γκόρερ. Επέστρεψε στο Wallington και στα τέλη του 1939 έγραψε υλικό για τη 1η του συλλογή δοκιμίων, Inside the Whale. Την επόμενη χρονιά ασχολήθηκε με τη συγγραφή κριτικών για θεατρικά έργα, ταινίες και βιβλία για το The Listener, το Time & Tide και το New Adelphi. Στις 29 Μαρτίου 1940 η μακροχρόνια σχέση του με τη Tribune ξεκίνησε με μια ανασκόπηση της αφήγησης ενός λοχία για την υποχώρηση του Ναπολέοντα από τη Μόσχα. Στις αρχές του 1940, εμφανίστηκε η 1η έκδοση του Connolly’s Horizon κι αυτό έδωσε μια νέα διέξοδο για το έργο του Μπλαιρ καθώς και νέες λογοτεχνικές επαφές. Τον Μάη οι Μπλαιρ μίσθωσαν ένα διαμέρισμα στο Λονδίνο στο Dorset Chambers, Chagford Street, Marylebone. Ήταν η εποχή της εκκένωσης της Δουνκέρκης κι ο θάνατος στη Γαλλία του αδερφού της Αϊλίν Λόρενς της προκάλεσε μεγάλη θλίψη και μακροχρόνια κατάθλιψη. Σ’ όλη αυτή τη περίοδο, κρατούσε ημερολόγιο εν καιρώ πολέμου.
Κηρύχτηκε ακατάλληλος για κάθε είδους στρατιωτική θητεία από το Ιατρικό Συμβούλιο τον Ιούνιο, αλλά αμέσως μετά βρήκε την ευκαιρία να εμπλακεί σε πολεμικές δραστηριότητες μπαίνοντας στην Εσωτερική Φρουρά. Συμμεριζότανε σοσιαλιστικό όραμα του Τομ Γουίντριγχαμ γι’ αυτήν ως επαναστατική λαϊκή πολιτοφυλακή. Οι σημειώσεις της διάλεξής του για τη καθοδήγηση των μελών της διμοιρίας περιλαμβάνουνε συμβουλές για οδομαχίες, οχυρώσεις πεδίου και χρήση όλμων διαφόρων ειδών. Ο λοχίας Μπλαιρ κατάφερε να στρατολογήσει το Φρέντρικ Βάρμπουργκ στη μονάδα του. Στη διάρκεια της Μάχης της Αγγλίας περνούσε τα Σαββατοκύριακα με τον Warburg και τον νέο του Σιωνιστή φίλο, Tosco Fyvel, στο σπίτι του Warburg στο Twyford, στο Berkshire.
Στο Wallington εργάστηκε στο England Your England και στο Λονδίνο έγραψε κριτικές για διάφορα περιοδικά. Η επίσκεψη στην οικογένεια της Eileen στο Γκρίνουιτς τον έφερε πρόσωπο με πρόσωπο με τις επιπτώσεις του Blitz στο Ανατολικό Λονδίνο. Μέσα 1940, οι Warburg, Fyvel κι Orwell σχεδίασαν το Searchlight Books. Τελικά εμφανίστηκαν 11 τόμοι, από τους οποίους ο Μπλαιρ συμμετείχε με: Το Λιοντάρι και ο Μονόκερος: Ο Σοσιαλισμός κι η αγγλική ιδιοφυΐα, που δημοσιεύτηκε στις 19 Φλεβάρη 1941, ήταν ο πρώτος.
Στις αρχές του 1941 άρχισε να γράφει για την American Partisan Review που συνέδεσε τον Μπλαιρ με διανοούμενους της Νέας Υόρκης που ήταν επίσης αντισταλινικοί, και συνέβαλε στην ανθολογία του Gollancz, The Betrayal of the Left, που γράφτηκε υπό το φως του Συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ. Παρ’ όλο που αναφέρθηκε ως Ρωσο-Γερμανικό Σύμφωνο, για τον Μπλαιρ σήμαινε Σύμφωνο Χίτλερ-Στάλιν. Επίσης, ανεπιτυχώς έκανε αίτηση για δουλειά στο Υπουργείο Αεροπορίας. Εν τω μεταξύ, έγραφε ακόμα κριτικές βιβλίων και θεατρικών έργων, τότε γνώρισε τον μυθιστοριογράφο Άντονι Πάουελ Συμμετείχε επίσης σε μερικές ραδιοφωνικές εκπομπές για την Ανατολική Υπηρεσία BBC. Μάρτη οι Μπλαιρ πήγανε σε διαμέρισμα στον 7ο όροφο στο Λάνγκφορντ Κορτ, στο Σεντ Τζονς Γουντ, ενώ στο Γουόλινγκτον ο Μπλαιρ “έσκαβε για τη νίκη φυτεύοντας πατάτες“.
“Δεν θα μπορούσε κανείς να έχει καλλίτερο παράδειγμα της ηθικής και συναισθηματικής ρηχότητας της εποχής μας, από το γεγονός ότι τώρα είμαστε όλοι λίγο πολύ υπέρ του Στάλιν. Αυτός ο αηδιαστικός δολοφόνος είναι προσωρινά με το μέρος μας κι έτσι οι εκκαθαρίσεις κ.λπ. ξαφνικά ξεχάστηκαν“.
–Τζωρτζ Όργουελ, ημερολόγιο εν καιρώ πολέμου, 3 Ιουλίου 1941
Γιούρα: μικρό σκωτσέζικο νησί που είχε τη Φάρμα!
Το λάτρευε!
Αύγουστο του 1941, απέκτησε τελικά πολεμική εργασία όταν προσελήφθη με πλήρη απασχόληση από την Ανατολική Υπηρεσία BBC. Όταν πήρε συνέντευξη για τη δουλειά, ανέφερε ότι “αποδέχεται απολύτως την ανάγκη η προπαγάνδα να κατευθύνεται από τη κυβέρνηση και τόνισε την άποψή του πως σε καιρό πολέμου, η πειθαρχία στην εκτέλεση της κυβερνητικής πολιτικής ήταν απαραίτητη“. Επόπτευε πολιτιστικές εκπομπές στην Ινδία για ν’ αντιμετωπίσει τη προπαγάνδα από τη Ναζιστική Γερμανία που ‘χε σκοπό να υπονομεύσει τους αυτοκρατορικούς δεσμούς. Αυτή ήταν η πρώτη εμπειρία του σχετικά με την άκαμπτη συμμόρφωση της ζωής σε γραφείο και του ‘δωσε την ευκαιρία να δημιουργήσει πολιτιστικά προγράμματα με συνεισφορές των T. S. Eliot, Dylan Thomas, E. M. Forster, Ahmed Ali, Mulk Raj Anand και William Empson μεταξύ άλλων. Στα τέλη Αυγούστου είχε δείπνο με τον H. G. Wells όπου του ζήτησε συγγνώμη για σχόλια σε μια σειρά επειδή ο Wells είχε προσβληθεί από τις παρατηρήσεις που του ‘κανε σε άρθρο του Horizon. Τον Οκτώβρη είχε μια γερή βρογχίτιδα κι η ασθένεια επανεμφανίστηκε συχνά.
Ο Ντέιβιντ Άστορ έψαχνε για έναν προκλητικό συνεργάτη για το The Observer και τονε κάλεσε να γράψει γι’ αυτόν. Το 1ο άρθρο εμφανίστηκε Μάρτη του 1942. Στις αρχές του 1942 η Αϊλίν άλλαξε δουλειά για να εργαστεί στο Υπουργείο Τροφίμων και στα μέσα του 1942 μετακομίσανε σε μεγαλύτερο διαμέρισμα, ισόγειο κι υπόγειο, 10a Mortimer Crescent στο Maida Vale/Kilburn -το είδος της ατμόσφαιρας της κατώτερης μεσαίας τάξης που ο Μπλαιρ πίστευε ότι ήταν το Λονδίνο στα καλλίτερά του. Την ίδια εποχή, η μητέρα κι η αδερφή του, η Άβριλ, που είχαν βρει δουλειά σε ένα εργοστάσιο λαμαρίνας πίσω από το σταθμό King’s Cross, μετακόμισαν σε ένα διαμέρισμα κοντά στον Τζορτζ και την Αϊλίν.
Στο BBC, παρουσίαζε το Voice, ένα λογοτεχνικό πρόγραμμα για τις ινδικές εκπομπές του και μέχρι τότε είχε μια ενεργή κοινωνική ζωή με λογοτεχνικούς φίλους, ιδιαίτερα στη πολιτική αριστερά. Τέλη 1942, άρχισε να γράφει τακτικά για την αριστερή εβδομαδιαία Tribune που διευθύνεται από τους βουλευτές των Εργατικών, Aneurin Bevan και George Strauss. Μάρτη του 1943 η μητέρα του πέθανε και περίπου την ίδια στιγμή είπε στον Μουρ ότι ξεκινούσε να δουλεύει για ένα νέο βιβλίο, το οποίο αποδείχθηκε ότι ήταν η Φάρμα των Ζώων. Σεπτέμβρη του 1943, παραιτήθηκε από το BBC που ‘χε απασχοληθεί 2 έτη. Η παραίτησή του ακολούθησε μια αναφορά που επιβεβαίωνε τους φόβους του ότι λίγοι Ινδοί άκουγαν τις εκπομπές, ήθελε επίσης να επικεντρωθεί στη συγγραφή της Φάρμας. Μόλις 6 μέρες πριν από τη τελευταία μέρα της υπηρεσίας του, στις 24 Νοέμβρη 1943, μεταδόθηκε η διασκευή του στο παραμύθι, Τα νέα ρούχα του αυτοκράτορα του Άντερσεν. Ήταν είδος που τον ενδιέφερε πολύ κι εμφανίστηκε στη σελίδα τίτλου του Animal Farm. Αυτή την περίοδο παραιτήθηκε κι από την Εσωτερική Φρουρά για ιατρικούς λόγους.
Νοέμβρη του 1943, διορίστηκε λογοτεχνικός συντάκτης στο Tribune, βοηθός του ήταν ο παλιός του φίλος Jon Kimche. Παρέμεινε στο προσωπικό ως αρχές 1945, γράφοντας πάνω από 80 κριτικές βιβλίων και στις 3 Δεκέμβρη 1943 ξεκίνησε τη κανονική προσωπική στήλη του, Όσο θέλω, συνήθως μίλαγε για 3-4 θέματα τη φορά. Έγραφε ακόμα κριτικές γι’ άλλα περιοδικά, όπως το Partisan Review, το Horizon και το New York Nation και γινότανε σεβαστός γνώστης μεταξύ των αριστερών κύκλων, αλλά και στενός φίλος ανθρώπων της δεξιάς, όπως Powell, Astor & Malcolm Muggeridge. Απρίλη του 1944 το Animal Farm ήταν έτοιμο για δημοσίευση. Ο Gollancz αρνήθηκε να το δημοσιεύσει, θεωρώντας το ως επίθεση στο σοβιετικό καθεστώς που ήτανε κρίσιμος σύμμαχος στον πόλεμο. Παρόμοια μοίρα είχανε κι άλλοι εκδότες (συμπεριλαμβανομένου του T. S. Eliot στο Faber and Faber) ως ότου ο Jonathan Cape συμφώνησε να το πάρει. Τον Μάη, οι Μπλαιρ είχαν ευκαιρία να υιοθετήσουν ένα παιδί, χάρη στις επαφές της αδερφής της Αϊλίν, Γκουέν Ο’Σόνεσι, που τότε ήτανε γιατρός στο Νιούκαστλ. Τον Ιούνιο μια βόμβα V-1 χτύπησε το Mortimer Crescent κι έπρεπε να βρούνε κάπου αλλού να ζήσουν. Χρειάστηκε να σκάψει στα ερείπια για τη συλλογή βιβλίων του, που τελικά κατάφερε να μεταφέρει από το Γουόλινγκτον, μεταφέροντάς τα σε καρότσι. Ένα άλλο πλήγμα ήταν η ανατροπή του σχεδίου του για την έκδοση του Animal Farm από τον Cape. Η απόφαση έλαβε χώρα μετά τη προσωπική του επίσκεψη στον Peter Smollett, στέλεχος του Υπουργείου Πληροφοριών. Ο Smollett αργότερα αναγνωρίστηκε ως σοβιετικός πράκτορας.
Οι Μπλαιρ πέρασανε λίγο χρόνο στη Βορειοανατολική, κοντά στο Κάρλτον της κομητείας Ντάραμ, ασχολούμενοι με θέματα υιοθεσίας ενός αγοριού που ονόμασαν Ρίτσαρντ Οράτιο Μπλαιρ. Μέχρι τον Σεπτέμβρη του 1944 είχαν εγκατασταθεί στο Islington, στη πλατεία Canonbury 27b. Ο μικρός Richard έμεινε μαζί τους εκεί κι η Eileen παράτησε τη δουλειά της στο Υπουργείο Τροφίμων για να φροντίσει την οικογένειά της. Οι Secker & Warburg είχανε συμφωνήσει να δημοσιεύσουν τη Φάρμα Των Ζώων, είχε προγραμματιστεί για τον επόμενο Μάρτη, αν και δεν εμφανίστηκε σ’ έντυπη μορφή μέχρι τον Αύγουστο του 1945. Μέχρι τον Φλεβάρη του 1945 ο David Astor τον είχε προσκαλέσει να γίνει πολεμικός ανταποκριτής για τον Observer. Αυτός έψαχνε την ευκαιρία καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, αλλά οι αποτυχημένες ιατρικές του εκθέσεις τον εμπόδισαν να του επιτραπεί οτιδήποτε κοντά σε δράση. Πήγε στο Παρίσι μετά την απελευθέρωση της Γαλλίας και στη Κολωνία αφού είχε καταληφθεί από τους Συμμάχους.

Μερικές από τις αναφορές του δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Manchester Evening News. Όταν ήταν εκεί, η Αϊλίν πήγε στο νοσοκομείο για υστερεκτομή και πέθανε πάνω στην αναισθησία στις 29 Μάρτη 1945. Δεν είχε πει στον Μπλαιρ γι’ αυτή την επέμβαση λόγω ανησυχίας της για το κόστος κι επειδή περίμενε ν’ αναρρώσει γρήγορα. Ο Μπλαιρ επέστρεψε για λίγο σπίτι και μετά επέστρεψε στην Ευρώπη. Επέστρεψε τελικά στο Λονδίνο για να καλύψει τις γενικές εκλογές του 1945 στις αρχές Ιουλίου. Η Φάρμα Των Ζώων δημοσιεύτηκε στη Βρεττανία στις 17 Αυγούστου 1945 κι έν έτος μετά στις ΗΠΑ, στις 26 Αυγούστου 1946. Η Φάρμα είχεν ιδιαίτερη απήχηση στο μεταπολεμικό κλίμα κι η παγκόσμια επιτυχία έκανε τον Μπλαιρ περιζήτητο. Για τα επόμενα 4 έτη συνδύασε δημοσιογραφική δουλειά κυρίως για τη Tribune, τον The Observer και την Manchester Evening News, αν και συνέβαλε επίσης σε πολλά πολιτικά και λογοτεχνικά περιοδικά μικρής κυκλοφορίας, αλλά και γράφοντας το πιο γνωστό του έργο, 1984, που δημοσιεύτηκε το 1949. Ήταν ηγετική φάτσα πλέον στο Shanghai Club (που πήρε τ’ όνομά του από ‘να εστιατόριο στο Σόχο) αριστερών & μεταναστών δημοσιογράφων, μεταξύ των οποίων οι EH Carr, Sebastian Haffner, Isaac Deutscher, Barbara Ward και Jon Kimche.
Μετά το θάνατο της Eileen δημοσίευσε περίπου 130 άρθρα και μια επιλογή από τα Κριτικά Δοκίμιά του, ενώ παρέμεινε ενεργός σε διάφορες εκστρατείες πολιτικού λόμπι. Απασχόλησε μια οικονόμο, τη Σούζαν Γουάτσον, για να φροντίσει τον υιοθετημένο γιο του στο διαμέρισμα του Ίσλινγκτον, που οι επισκέπτες περιέγραψαν τώρα ως ζοφερό. Τον Σεπτέμβρη πέρασε ένα 15 μέρες στο νησί Jura στις Εσωτερικές Εβρίδες και το είδε ως ένα μέρος για να ξεφύγει από τη ταλαιπωρία της λογοτεχνικής ζωής του Λονδίνου. Ο Ντέιβιντ Άστορ έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην οργάνωση μιας θέσης για τον Μπλαιρ στην Γιούρα. Η οικογένεια του Άστορ διέθετε σκωτσέζικα κτήματα στη περιοχή κι ένας συμπατριώτης του Παλιός Ητοναίος, ο Ρόμπιν Φλέτσερ, είχε ένα ακίνητο στο νησί. Τέλη του 1945 κι αρχές του 1946 έκανε πολλές απελπιστικές κι ανεπιθύμητες προτάσεις γάμου σε νεότερες γυναίκες, συμπεριλαμβανομένης της Celia Kirwan (αργότερα έγινε κουνιάδα του Arthur Koestler). Η Ann Popham που ‘τυχε να ζήσει στην ίδια πολυκατοικία κι η Σόνια Μπράουνελ, από την οικογένεια του Κόνολι στο γραφείο του Horizon. Υπέστη φυματιώδη αιμορραγία το Φλεβάρη του 1946 αλλά έκρυψε την ασθένειά του. Το 1945 ή στις αρχές του 1946, ενώ ζούσε ακόμα στη πλατεία Canonbury, έγραψε άρθρο για τη Βρεττανική Μαγειρική, πλήρες με συνταγές, που παρήγγειλε το Βρεττανικό Συμβούλιο. Δεδομένων των μεταπολεμικών ελλείψεων και τα δύο μέρη συμφώνησαν να μη το δημοσιεύσουν. Η αδερφή του Μάρτζορι πέθανε από νεφρική νόσο τον Μάη και λίγο αργότερα, στις 22 Μάη 1946, ξεκίνησε να ζήσει στο νησί της Γιούρα σ\ ένα σπίτι γνωστό ως Μπάρνχιλ.
Ήταν μια εγκαταλελειμμένη αγροικία με βοηθητικά κτίρια κοντά στο βόρειο άκρο του νησιού, στο τέλος μιας πολύ κατεστραμμένης διαδρομής πέντε μιλίων (8 χλμ) από την Ardlussa, όπου ζούσαν οι ιδιοκτήτες. Οι συνθήκες στην αγροικία ήτανε πρωτόγονες, αλλά η φυσική ιστορία κι η πρόκληση της βελτίωσης του τόπου ήταν ελκυστικές. Η αδελφή του Άβριλ τονε συνόδευε εκεί κι ο νεαρός μυθιστοριογράφος Πολ Ποτς έκανε το πάρτι. Τον Ιούλιο η Susan Watson έφτασε με τον γιο του, Richard. Οι εντάσεις αναπτύχθηκαν κι ο Ποτς έφυγε αφού ένα από τα χειρόγραφά του χρησιμοποιήθηκε για να ανάψει τη φωτιά. Ο Μπλαιρ εν τω μεταξύ ξεκίνησε να δουλεύει στο 1984. Αργότερα έφτασε ο φίλος της Susan Watson, David Holbrook. Θαυμαστής του από τα σχολικά χρόνια, βρήκε τη πραγματικότητα πολύ διαφορετική, με τον Μπλαιρ εχθρικό και δυσάρεστο πιθανότατα λόγω της συμμετοχής του Χόλμπρουκ στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Η Watson δεν άντεχε άλλο να ‘ναι με την Avril κι αυτή κι ο φίλος της έφυγαν.
Επέστρεψε στο Λονδίνο τέλη του 1946 και ξαναπήρε τη λογοτεχνική του δημοσιογραφία. Γνωστός πλέον συγγραφέας, είχε κατακλυστεί από δουλειά. Εκτός από μια επίσκεψη στη Γιούρα το νέο έτος, έμεινε στο Λονδίνο για έναν από τους πιο κρύους βρεττανικούς χειμώνες που έχουνε καταγραφεί και με τέτοια εθνική έλλειψη καυσίμων που έκαψε τα έπιπλά του και τα παιχνίδια του παιδιού του. Η πυκνή αιθαλομίχλη τις ημέρες πριν από τον νόμο για τον καθαρό αέρα του 1956 δεν βοήθησε ελάχιστα την υγεία του, που ήταν επιφυλακτικός, κρατώντας τον εαυτό του μακριά από ιατρική φροντίδα. Εν τω μεταξύ, έπρεπε να αντιμετωπίσει τις αντίπαλες αξιώσεις των εκδοτών Gollancz & Warburg για εκδοτικά δικαιώματα. Περίπου αυτή την περίοδο συν-επιμελήθηκε μια συλλογή με τίτλο British Pamphleteers με τον Reginald Reynolds. Ως αποτέλεσμα της επιτυχίας της Φάρμας, περίμενε μεγάλο λογαριασμό από την Inland Revenue κι επικοινώνησε με μια εταιρεία λογιστών που ο ανώτερος συνεργάτης ήταν ο Jack Harrison. Η εταιρεία τονε συμβούλεψε να ιδρύσει μια εταιρεία για να κατέχει και να λαμβάνει τα πνευματικά του δικαιώματα και να συνάψει μια συμφωνία παροχής υπηρεσιών ώστε να μπορεί να αντλεί μισθό. Μια τέτοια εταιρεία, η George Orwell Productions Ltd (GOP Ltd) ιδρύθηκε στις 12 Σεπτέμβρη 1947, αν κι η συμφωνία παροχής υπηρεσιών δεν τέθηκε τότε σε ισχύ. Ο Jack Harrison άφησε τις λεπτομέρειες σ’ αυτό το στάδιο σε κατώτερους συναδέλφους.
Έφυγε από το Λονδίνο για τη Γιούρα στις 10 Απρίλη 1947. Τον Ιούλιο έληξε τη μίσθωση στο εξοχικό του Γουόλινγκτον. Δούλεψε το 1984 κι έκανε καλή πρόοδο. Κείνη τη περίοδο τον επισκέφθηκε η οικογένεια της αδερφής του κι ο Μπλαιρ οδήγησε μια καταστροφική εκστρατεία με βάρκα, στις 19 Αυγούστου, που παραλίγο να οδηγήσει σε απώλεια ζωής ενώ προσπαθούσε να διασχίσει τον περιβόητο κόλπο του Corryvreckan και τον έκανε μούσκεμα που δεν ήτανε καλό για την υγεία του. Τον Δεκέμβριο ένας ειδικός στο στήθος κλήθηκε από τη Γλασκώβη, που είπε ότι ήτανε βαριά άρρωστος και μια εβδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα του 1947 βρισκότανε στο νοσοκομείο Hairmyres στο East Kilbride, τότε ένα μικρό χωριό στην ύπαιθρο, στα περίχωρα της Γλασκώβης. Η φυματίωση διαγνώστηκε και το αίτημα για άδεια εισαγωγής στρεπτομυκίνης για τη θεραπεία του έφτασε μέχρι τον Ανευρίν Μπεβάν, τότε Υπουργό Υγείας. Ο Ντέιβιντ Άστορ βοήθησε με τη προμήθεια και τις πληρωμές και ξεκίνησε τη θεραπεία στρεπτομυκίνης στις 19 ή 20 Φλεβάρη 1948. Στα τέλη Ιουλίου 1948, μπόρεσε να επιστρέψει στη Γιούρα και τον Δεκέμβρη είχε τελειώσει το χειρόγραφο του 1984. Γενάρη του 1949, σε πολύ αδύναμη κατάσταση, ξεκίνησε για το σανατόριο στο Cranham, Gloucestershire, συνοδευόμενος από το Richard Rees.
Το σανατόριο στο Cranham αποτελούνταν από μια σειρά μικρά ξύλινα σαλέ ή καλύβες σε απομακρυσμένο μέρος του Cotswolds κοντά στο Stroud. Οι πάντες σοκαρίστηκαν από την εμφάνισή του κι ανησυχούσαν για τις ελλείψεις και την αναποτελεσματικότητα της θεραπείας. Οι φίλοι ανησυχούσαν για τα οικονομικά του, αλλά τώρα ήτανε σχετικά καλά. Έγραφε σε πολλούς από τους φίλους του, συμπεριλαμβανομένης της Jacintha Buddicom, που τον είχε ξανακαλύψει και το Μάρτη του 1949 τον επισκέφτηκε η Celia Kirwan. Η Kirwan είχε μόλις αρχίσει να εργάζεται για μια μονάδα του Φόρεϊν Όφις Τμήμα Έρευνας Πληροφοριών (IRD), που δημιουργήθηκε από τη κυβέρνηση των Εργατικών για τη δημοσίευση αντικομμουνιστικής προπαγάνδας κι ο Μπλαιρ της έδωσε μια λίστα με άτομα που θεωρούσε ακατάλληλα ως συγγραφείς λόγω τις φιλοκομμουνιστικές τους τάσεις. Η λίστα του, που δεν δημοσιεύτηκε μέχρι το 2003, περιλάμβανε κυρίως συγγραφείς, αλλά κι ηθοποιούς και βουλευτές των Εργατικών. Για τη περαιτέρω προώθηση της Φάρμας των Ζώων, το IRD ανέθεσε ταινίες κινουμένων σχεδίων, ζωγραφισμένες από τον Norman Pett, να τοποθετηθούν σε εφημερίδες σ’ όλο τον κόσμο. Έλαβε περισσότερη θεραπεία με στρεπτομυκίνη και βελτιώθηκε ελαφρά. Ιούνιο του 1949 κυκλοφόρησε το 1984, με αποδοχή των κριτικών.
Η υγεία του συνέχισε να επιδεινώνεται μετά τη διάγνωση της φυματίωσης, Δεκέμβρη του 1947. Στα μέσα του 1949, φλέρταρε τη Σόνια Μπράουνελ κι ανακοίνωσαν τον αρραβώνα τους τον Σεπτέμβρη, λίγο πριν μεταφερθεί στο Νοσοκομείο University College του Λονδίνου. Η Σόνια ανέλαβε τις υποθέσεις του και τονε παρακολουθούσε επιμελώς στο νοσοκομείο. Σεπτέμβρη του 1949, κάλεσε τον λογιστή του Χάρισον να τον επισκεφτεί στο νοσοκομείο κι αυτός μετά ισχυρίστηκε πως του ζήτησε να γίνει διευθυντής της GOP Ltd και να διαχειριστεί την εταιρεία, αλλά δεν υπήρχε μάρτυρας. Ο γάμος τους έγινε στο δωμάτιο του νοσοκομείου στις 13 Οκτωβρη 1949, με κουμπάρο τον Ντέιβιντ Άστορ. Η υγεία του όμως έφθινε και τον επισκέφτηκε πλήθος επισκεπτών, συμπεριλαμβανομένων των Muggeridge, Connolly, Lucian Freud, Stephen Spender, Evelyn Waugh, Paul Potts, Anthony Powell και του καθηγητή του στην Eton, Anthony Gow. Τα σχέδια για μετάβαση στις Ελβετικές Άλπεις είχαν τεθεί σε συζήτηση. Πραγματοποιήθηκαν περαιτέρω συναντήσεις με το λογιστή του, που ο Χάρισον κι οι Μπλαιρ επιβεβαιώθηκαν ως διευθυντές της εταιρείας που ωστόσο ο Χάρισον ισχυρίστηκε ότι η συμφωνία παροχής υπηρεσιών εκτελέστηκε, δίνοντας δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στην εταιρεία. Η υγεία του ήτανε και πάλι σε πτώση μέχρι τα Χριστούγεννα. Το βράδυ της 20ης Ιανουαρίου 1950, ο Ποτς τον επισκέφτηκε κι έφυγε όταν τονε βρήκε να κοιμάται. Ο Χάρισον τον επισκέφτηκε μετά κι ισχυρίστηκε ότι του έδωσε το 25% της εταιρείας. Νωρίς το πρωί της 21ης Ιανουαρίου, μια αρτηρία έσκασε στους πνεύμονες του Όργουελ, σκοτώνοντάς τον σε ηλικία 46 ετών.
Από τις κορυφαίες στιγμές της ζωής του ήταν η συμμετοχή του στον Ισπανικό Εμφύλιο. Στρατευμένος αρχικά στη δημοκρατική πολιτοφυλακή, πολέμησε και τραυματίστηκε όντας μέλος της ταξιαρχίας Λένιν του P.O.U.M, ενώ συγκρούστηκε αργότερα με το σταλινικό PCE στις τραγικές ημέρες της Βαρκελώνης. Στο βιβλίο του Φόρος Τιμής στη Καταλωνία (1938) αποτύπωσε μοναδικά τις εμπειρίες και τη δράση του. Με την έκρηξη του Β’ Παγκ. Πολ. τοποθετήθηκε διευθυντής της Ινδικής Υπηρεσίας BBC, απ’ όπου αποχώρησε το 1943. Ως λογοτεχνικός συντάκτης, εν συνεχεία, στην εφημερίδα Tribune, διαμόρφωσε πολιτικές θέσεις με σοσιαλιστική κατεύθυνση, διαφοροποιημένος ωστόσο από την επίσημη γραμμή των Εργατικών. Στη περίοδο αυτή ανήκουν μερικά από τα καλλίτερα δοκίμιά του.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έγραψε τα 2 βιβλία που του χάρισαν τη μεγάλη του φήμη. Το 1944 ολοκλήρωσε τη Φάρμα των Ζώων, πολιτική αλληγορία εμπνευσμένη από τη Ρωσική Επανάσταση και τη σταλινική περίοδο της ΕΣΣΔ. Το βιβλίο τον έκανε πλούσιο και διάσημο. Το 1949 κυκλοφόρησε το τελευταίο του έργο, το περίφημο 1984, κορυφαία ίσως στιγμή του συγγραφέα και πολιτικού στοχαστή. Με τη δράση τοποθετημένη στο μελλοντικό τότε έτος 1984, σκιαγραφεί αριστουργηματικά όσο κι εφιαλτικά το ολοκληρωτικό αστυνομικό κράτος, όπου τα πάντα εξελίσσονται υπό τη παρακολούθηση του Μεγάλου Αδελφού. Παρ’ ότι ήταν αριστερών πολιτικών πεποιθήσεων, η απέχθεια του απέναντι σ’ όλες τις μορφές ολοκληρωτισμού (ιδιαίτερα απέναντι στον σταλινισμό), ήταν ευδιάκριτη. Φοβούμενος ότι μέλη του αγγλικού εργατικού κόμματος τρέφουν φιλοσοβιετικά αισθήματα, κατέθεσε στο τμήμα ερευνών πληροφοριών (Information Research Department) παρακλάδι του υπουργείου εξωτερικών, λίστα που περιλάμβανε 135 ονόματα στα οποία συμπεριλαμβάνονταν κι επιφανείς προσωπικότητες όπως ο Τσάρλι Τσάπλιν.
To 1950, λίγο πριν τον θάνατό του, μακριά από το αγαπημένο του νησί Γιούρα, ο Βρεττανός λογοτέχνης απαγόρευσε ρητά τη συγγραφή της βιογραφίας του, κάτι που τελικά δεν τηρήθηκε από τους πολυάριθμους βιογράφους του. Ο Τζορτζ Όργουελ πέθανε 21 Γενάρη 1950 σε νοσοκομείο του Λονδίνου, σε ηλικία 47 ετών από χρόνια έξαρση της φυματίωσης που τονε βασάνιζε καιρό. Το 1958 η χήρα του Σόνια, σε συνεργασία με τον Ίαν Άνγκους επιμελήθηκε κι εξέδωσε σε 4 ογκώδεις τόμους το σύνολο σχεδόν των δοκιμίων, των άρθρων, των βιβλιοκρισιών, των επιστολών αλλά και των ημερολογίων που κράτησε κατά καιρούς ο Όργουελ. Είχε ζητήσει να ταφεί σύμφωνα με την Αγγλικανική ιεροτελεστία στο νεκροταφείο της πλησιέστερης εκκλησίας όπου έτυχε να πεθάνει. Τα νεκροταφεία στο κεντρικό Λονδίνο δεν είχανε χώρο κι έτσι, σε μια προσπάθεια να διασφαλίσει ότι οι τελευταίες επιθυμίες του θα μπορούσαν να εκπληρωθούν, η χήρα του έκανε έκκληση στους φίλους του να δουν αν κάποιος απ’ αυτούς γνώριζε μια εκκλησία με χώρο στο νεκροταφείο της.
Ο Ντέιβιντ Άστορ ζούσε στο Σάτον Κόρτεναι του Οξφορντσάιρ και κανόνισε να ενταφιαστεί ο Όργουελ στην αυλή των Αγίων Πάντων εκεί. Η ταφόπλακα του Όργουελ φέρει τον επιτάφιο: “Εδώ βρίσκεται ο Έρικ Άρθουρ Μπλαιρ, γεννημένος στις 25 Ιουνίου 1903, πέθανε στις 21 Ιανουαρίου 1950“. Δεν γίνεται καμμία αναφορά στη ταφόπλακα του πιο διάσημου ψευδώνυμού του. Ο υιοθετημένος γιος του, Ρίτσαρντ Οράτιο Μπλαιρ, ανατράφηκε από την αδερφή του Άβριλ. Είναι από τους υπευθύνους της Εταιρείας Όργουελ. Το 1979, η Sonia Brownell άσκησε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά του Harrison όταν δήλωσε τη πρόθεσή του να υποδιαιρέσει το μερίδιο του 25% της εταιρείας στα τρία παιδιά του. Για τη Σόνια, η συνέπεια αυτού του ελιγμού θα ‘κανε 3 φορές πιο δύσκολο ν’ αποκτήσει τον συνολικό έλεγχο της εταιρείας. Θεωρήθηκε ότι είχε μια ισχυρή υπόθεση, αλλά αρρώσταινε ολοένα και περισσότερο και τελικά πείστηκε να συμβιβαστεί εκτός δικαστηρίου στις 2 Νοεμβρίου 1980. Πέθανε στις 11 Δεκέμβρη 1980, σε ηλικία 62 ετών.
Στο μεγαλύτερο μέρος της καρριέρας του, ο Όργουελ ήτανε περισσότερο γνωστός για τη δημοσιογραφία του, σε δοκίμια, κριτικές, στήλες σε εφημερίδες και περιοδικά και στα βιβλία του ρεπορτάζ: Down and Out in Paris and London (περιγράφοντας μια περίοδο φτώχειας σε αυτές τις πόλεις), Στις Φάμπρικες Του Γουίγκαν Πάιαρ (περιγράφει τις συνθήκες διαβίωσης των φτωχών στη βόρεια Αγγλία και τον ταξικό διαχωρισμό γενικά) και Φόρος Τιμής Στη Καταλονία. Σύμφωνα με τον Irving Howe, ήτανε “καλλίτερος Άγγλος δοκιμιογράφος από τον Hazlitt, ίσως κι απ’ τον Dr Johnson“. Οι σύγχρονοι αναγνώστες γνωρίζονται συχνότερα με τον Όργουελ ως μυθιστοριογράφο, ιδιαίτερα μέσω των εξαιρετικά επιτυχημένων τίτλων του Animal Farm και 1984. Το πρώτο θεωρείται συχνά ότι αντανακλά τον εκφυλισμό στη Σοβιετική Ένωση μετά τη Ρωσική Επανάσταση και την άνοδο του σταλινισμού. το τελευταίο, ζωή υπό ολοκληρωτική κυριαρχία. Το 1984 συγκρίνεται συχνά με το Brave New World του Aldous Huxley. Και τα 2 είναι ισχυρά δυστοπικά μυθιστορήματα που προειδοποιούν για έναν μελλοντικό κόσμο όπου η κρατική μηχανή ασκεί απόλυτο έλεγχο στην κοινωνική ζωή. Το 1984, το 1984 και το Fahrenheit 451 του Ray Bradbury τιμήθηκαν με το Βραβείο Προμηθέας για τη συμβολή τους στη δυστοπική λογοτεχνία. Το 2011 το έλαβε ξανά για την Animal Farm. Το Coming Up for Air, το τελευταίο του μυθιστόρημα πριν από τον Β’ Παγκ. Πόλ., είναι το πιο “αγγλικό” από τα μυθιστορήματά του.
Οι συναγερμοί του πολέμου αναμειγνύονται με εικόνες της ειδυλλιακής Εδουαρδιανής παιδικής ηλικίας του πρωταγωνιστή Τζορτζ Μπόουλινγκ από την πλευρά του Τάμεση. Το μυθιστόρημα είναι απαισιόδοξο. ο βιομηχανισμός και ο καπιταλισμός σκότωσαν τα καλύτερα της Παλαιάς Αγγλίας και υπήρξαν μεγάλες, νέες εξωτερικές απειλές. Με οικιακούς όρους, ο πρωταγωνιστής του George Bowling θέτει τις ολοκληρωτικές υποθέσεις των Franz Borkenau, Orwell, Ignazio Silone και Koestler: “Ο Γέρος Χίτλερ είναι κάτι διαφορετικό. Ο Τζο Στάλιν έτσι. Δεν είναι σαν αυτούς τους παλιούς που σταύρωναν ανθρώπους και τους έκοβαν. τα κεφάλια μακριά και ούτω καθεξής, μόνο για πλάκα… Είναι κάτι εντελώς νέο -κάτι που δεν έχει ξανακούσει ποτέ».
Ο τάφος στο προαύλιο της εκκλησίας των Αγίων, Σάτον & Κόρτεναι, Οξφορντσάιρ
Σ’ αυτοβιογραφικό κομμάτι που είχε στείλει στους εκδότες του Twentieth Century Authors το 1940, έγραψε: “Οι συγγραφείς που μ’ αρέσουνε πιότερο και δεν με κουράζουνε ποτέ είναι: Σαίξπηρ, Σουίφτ, Φίλντινγκ, Ντίκενς, Τσαρλς Ριντ, Φλωμπέρ και, μεταξύ των σύγχρονων οι, Joyce, TS Eliot και DH Lawrence. Αλλά πιστεύω ότι ο σύγχρονος που μ’ έχει επηρεάσει πιότερο είναι ο Somerset Maugham, που θαυμάζω απίστευτα για τη δύναμή του να λέει μια ιστορία ευθέως και χωρίς περιττά“. Αλλού, ο Όργουελ επαίνεσε έντονα τα έργα του Τζακ Λόντον, ιδιαίτερα το βιβλίο του Ο Δρόμος. Η έρευνά του για τη φτώχεια στο The Road to Wigan Pier μοιάζει πολύ μ’ αυτή του London The People of the Abyss, όπου ο Αμερικανός δημοσιογράφος μεταμφιέζεται σε ναύτη χωρίς δουλειά για να ερευνήσει τις ζωές των φτωχών στο Λονδίνο. Στο δοκίμιό του Πολιτική εναντίον Λογοτεχνίας: Μια Εξέταση των Ταξιδιών του Γκιούλιβερ (1946) ο Όργουελ έγραψε: “Αν έπρεπε να φτιάξω μια λίστα 6 βιβλίων που επρόκειτο να διατηρηθούν όταν όλα τ’ άλλα καταστραφούνε, σίγουρα θα βαζα τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ μεταξύ τους“. Για τον H. G. Wells έγραψε, “Το μυαλό όλων μας κι επομένως ο φυσικός κόσμος, θα ‘ταν αισθητά διαφορετικό αν ο Wells δεν υπήρχε ποτέ“. Ήτανε και θαυμαστής του Άρθουρ Καίστλερ κι έγινε στενός φίλος κατά τη διάρκεια των τριών ετών που πέρασαν με τις συζύγους τους (Σόνια & Μάμέιν) στο εξοχικό σπίτι του Bwlch Ocyn, μια απομονωμένη αγροικία που ανήκε στον Clough Williams-Ellis, στη κοιλάδα του Ffestiniog. Ο Όργουελ έκανε ανασκόπηση του Koestler, Darkness at Noon για το New Statesman το 1941, λέγοντας:
“Όσο λαμπρό είναι αυτό το βιβλίο ως μυθιστόρημα κι ατόφιο κομμάτι λαμπρής λογοτεχνίας, είναι ίσως το πιο πολύτιμο ως ερμηνεία των ομολογιών της Μόσχας από κάποιον με εσωτερική γνώση των ολοκληρωτικών μεθόδων. Αυτό που ήταν τρομακτικό σ’ αυτές τις δίκες δεν ήταν το γεγονός ότι συνέβησαν -γιατί προφανώς τέτοια πράγματα είναι απαραίτητα σε μια ολοκληρωτική κοινωνία- αλλά η προθυμία των δυτικών διανοουμένων να τα δικαιολογήσουν“.
Άλλοι συγγραφείς που θαύμαζε ήταν οι: Ραλφ Γουόλντο Έμερσον, Τζορτζ Γκίσινγκ, Γκράχαμ Γκριν, Χέρμαν Μέλβιλ, Χένρι Μίλερ, Τόμπιας Σμόλετ, Μαρκ Τουαίην, Τζόζεφ Κόνραντ και Γεβγκένι Ζαμιάτιν. Ήτανε ταυτόχρονα θαυμαστής και κριτικός του Κίπλινγκ, επαινώντας τον ως “προικισμένο συγγραφέα και κακό ποιητή που το έργο του είναι ψευδές, ηθικά αναίσθητο κι αισθητικά αποκρουστικό, αλλ’ αναμφισβήτητα σαγηνευτικό κι ικανό να μιλήσει για ορισμένες πτυχές της πραγματικότητας πιο αποτελεσματικά από πιο πεφωτισμένους συγγραφείς“. Είχε μια παρόμοια αμφίθυμη στάση με τον GK Chesterton, που θεωρούσε ως συγγραφέα με σημαντικό ταλέντο που είχε επιλέξει να αφοσιωθεί στη ρωμαιοκαθολική προπαγάνδα και στην Evelyn Waugh, έγραψε, “είναι σαν καλή μυθιστοριογράφος όπως μπορεί να ‘ναι κανείς (δηλαδή όπως πάνε οι μυθιστοριογράφοι σήμερα) ενώ έχει αβάσιμες απόψεις“. Σ’ όλη του τη ζωή υποστήριζε συνεχώς τον εαυτό του ως κριτή βιβλίων. Οι κριτικές του είναι γνωστές κι έχουν επηρεάσει τη λογοτεχνική κριτική. Έγραψε στο συμπέρασμα του δοκιμίου του του 1940 για τον Ντίκενς:
“Όταν κάποιος διαβάζει ένα έντονα μεμονωμένο γραπτό, έχει την εντύπωση ότι βλέπει ένα πρόσωπο κάπου πίσω από τη σελίδα. Δεν είναι απαραίτητα το πραγματικό πρόσωπο του συγγραφέα. Το νιώθω πολύ έντονα με τον Swift, με τον Defoe, με τον Fielding, τον Stendhal, Thackeray, Flaubert, αν και σ’ αρκετές περιπτώσεις δεν ξέρω πώς έμοιαζαν αυτοί οι άνθρωποι και δεν θέλω να μάθω. Αυτό που βλέπει κανείς είναι το πρόσωπο που πρέπει να ‘χει ο συγγραφέας. Λοιπόν, στη περίπτωση του Ντίκενς βλέπω ένα πρόσωπο που δεν είναι ακριβώς το πρόσωπο των φωτογραφιών του, αν και μοιάζει μ’ αυτό. Είναι το πρόσωπο ενός άντρα περίπου σαράντα ετών, με μικρό γένι κι απαλό χρώμα. Γελά, μ’ ένα άγγιγμα θυμού στο γέλιο του, αλλά χωρίς θρίαμβο. Είναι το πρόσωπο ενός ανθρώπου που παλεύει πάντα ενάντια σε κάτι, αλλά που παλεύει ανοιχτά και δεν φοβάται, το πρόσωπο ενός ανθρώπου που είναι γενναιόδωρα θυμωμένος -με άλλα λόγια, ενός φιλελεύθερου του 19ου αι., μια ελεύθερη ευφυΐα, ένας τύπος που μισιέται με το ίδιο μίσος. απ’ όλη η δύσοσμη μικρή ορθοδοξία που τώρα αγωνίζεται για τις ψυχές μας“.
Ο Τζορτζ Γούντκοκ πρότεινε ότι οι 2 τελευταίες προτάσεις περιγράφουν επίσης τον Όργουελ. Έγραψε μια κριτική στο έργο του Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω, τα Όπλα και ο Άνθρωπος. Θεώρησε αυτό το έργο του Shaw το καλλίτερο και το πιο πιθανό να παραμείνει κοινωνικά επίκαιρο, λόγω του θέματός του ότι ο πόλεμος δεν είναι, γενικά, μια ένδοξη ρομαντική περιπέτεια. Το δοκίμιό του το 1945 In Defence of P.G. Ο Wodehouse περιέχει μια διασκεδαστική αξιολόγηση της γραφής του Wodehouse κι επίσης υποστηρίζει ότι οι εκπομπές του από τη Γερμανία (στη διάρκεια του πολέμου) δεν τον έκαναν πραγματικά προδότη. Κατηγόρησε το Υπουργείο Πληροφοριών ότι υπερέβαλε στις ενέργειες του Wodehouse για προπαγανδιστικούς σκοπούς.
Το 1946, το Βρεττανικό Συμβούλιο ανέθεσε στον Όργουελ να γράψει ένα δοκίμιο για το βρετανικό φαγητό ως μέρος μιας προσπάθειας προώθησης των βρετανικών σχέσεων στο εξωτερικό. Στο δοκίμιο με τίτλο British Cookery, ο Orwell περιέγραψε τη βρετανική δίαιτα ως «μια απλή, μάλλον βαριά, ίσως ελαφρώς βάρβαρη δίαιτα» και όπου «τα ζεστά ροφήματα είναι αποδεκτά τις περισσότερες ώρες της ημέρας». Συζητά το τελετουργικό του πρωινού στο Ηνωμένο Βασίλειο, “αυτό δεν είναι ένα σνακ αλλά ένα σοβαρό γεύμα. Η ώρα κατά την οποία οι άνθρωποι παίρνουν το πρωινό τους εξαρτάται φυσικά από την ώρα που πηγαίνουν στη δουλειά.” Έγραψε ότι το τσάι στο Ηνωμένο Βασίλειο αποτελούνταν από μια ποικιλία από αλμυρά και γλυκά πιάτα, αλλά «κανένα τσάι δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί καλό εάν δεν περιελάμβανε τουλάχιστον ένα είδος κέικ», πριν προσθέσει «καθώς και κέικ, τα μπισκότα τρώγονται πολύ την ώρα του τσαγιού.» Ο Όργουελ συμπεριέλαβε μια συνταγή για μαρμελάδα, ένα δημοφιλές βρεττανικό άλειμμα στο ψωμί. Ωστόσο, το Βρεττανικό Συμβούλιο αρνήθηκε να δημοσιεύσει το δοκίμιο με το αιτιολογικό ότι ήταν πολύ προβληματικό να γράψει κανείς για το φαγητό την εποχή του Αυστηρόυ δελτίου στο ΗΒ. Το 2019, το δοκίμιο ανακαλύφθηκε στα αρχεία του Βρεττανικού Συμβουλίου μαζί με την επιστολή απόρριψης. Το Βρεττανικό Συμβούλιο απηύθυνε επίσημη συγγνώμη στον Όργουελ για την απόρριψη του δοκιμίου που είχε ανατεθεί.
Ο Άρθουρ Κέσλερ είπε ότι η «ασυμβίβαστη πνευματική ειλικρίνειά του τον έκανε να φαίνεται σχεδόν απάνθρωπος μερικές φορές». Ο Μπεν Βάτενμπεργκ δήλωσε: «Η γραφή του Όργουελ διαπέρασε την πνευματική υποκρισία όπου κι αν την έβρισκε». Σύμφωνα με τον ιστορικό Πιρς Μπρέντον, «Ο Όργουελ ήταν ο άγιος της κοινής ευπρέπειας που τις προηγούμενες μέρες, είπε ο προϊστάμενός του στο BBC, Ράσμπρουκ Γουίλιαμς, «ή αγιοποιούνταν—ή κάηκαν στην πυρά». Ο Raymond Williams στο Politics and Letters: Interviews with New Left Review περιγράφει τον Όργουελ ως “επιτυχημένη πλαστοπροσωπία ενός απλού ανθρώπου που προσκρούει στην εμπειρία με αδιαμεσολάβητο τρόπο και λέει την αλήθεια γι’ αυτό” ο Christopher Norris δήλωσε ότι η “εγχώρια εμπειριστική άποψη του Όργουελ – η υπόθεση του ότι η αλήθεια ήταν απλώς εκεί για να ειπωθεί με έναν απλό τρόπο κοινής λογικής – τώρα φαίνεται όχι απλώς αφελής, αλλά ένοχα αυταπάτη».
Ο Αμερικανός μελετητής Σκοτ Λούκας έχει περιγράψει τον Όργουελ ως εχθρό της Αριστεράς. Ο Τζον Νιούζινγκερ έχει υποστηρίξει ότι ο Λούκας θα μπορούσε να το κάνει αυτό μόνο απεικονίζοντας «όλες τις επιθέσεις του Όργουελ στον σταλινισμό σαν να ήταν επιθέσεις στον σοσιαλισμό, παρά τη συνεχιζόμενη επιμονή του Όργουελ ότι δεν ήταν». Το έργο του Όργουελ έχει λάβει εξέχουσα θέση στο πρόγραμμα σπουδών της σχολικής λογοτεχνίας στην Αγγλία, με το Animal Farm ένα κανονικό θέμα εξέτασης στο τέλος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (GCSE) και το 1984 ένα θέμα για τις επόμενες εξετάσεις κάτω από το πανεπιστημιακό επίπεδο (A Levels). Μια δημοσκόπηση του 2016 στο Ηνωμένο Βασίλειο έδειξε ότι το Animal Farm κατέταξε το αγαπημένο βιβλίο της χώρας από το σχολείο. Ο ιστορικός Τζον Ρόντεν δήλωσε: “Ο Τζον Ποντχόρετς όντως ισχυρίστηκε ότι αν ζούσε σήμερα ο Όργουελ, θα στεκόταν με τους νεοσυντηρητικούς και ενάντια στην Αριστερά. Και τίθεται το ερώτημα, σε ποιο βαθμό μπορείτε να αρχίσετε να προβλέπετε τις πολιτικές θέσεις των κάποιος που έχει πεθάνει τρεις και περισσότερες δεκαετίες εκείνη την εποχή;». Στη Νίκη του Όργουελ, ο Κρίστοφερ Χίτσενς υποστηρίζει: “Σε απάντηση στην κατηγορία της ασυνέπειας ο Όργουελ ως συγγραφέας έπαιρνε για πάντα τη θερμοκρασία του. Με άλλα λόγια, εδώ ήταν κάποιος που δεν σταμάτησε ποτέ να δοκιμάζει και να προσαρμόζει τη νοημοσύνη του”.
Ο Τζον Ρόντεν επισημαίνει τα «αναμφισβήτητα συντηρητικά χαρακτηριστικά στη φυσιογνωμία του Όργουελ» και παρατηρεί πώς «σε κάποιο βαθμό ο Όργουελ διευκόλυνε τα είδη των χρήσεων και των καταχρήσεων από τη Δεξιά στις οποίες έχει τεθεί το όνομά του. Με άλλους τρόπους υπήρξε η πολιτική του επιλεκτική παράθεση». Ο Rodden αναφέρεται στο δοκίμιο “Why I Write”.
Ο Φάιβελ έγραψε για τον Όργουελ: «Η κρίσιμη εμπειρία του ήταν ο αγώνας του να μετατραπεί σε συγγραφέα, ένας αγώνας που οδήγησε σε μεγάλες περιόδους φτώχειας, αποτυχίας και ταπείνωσης και για τον οποίο δεν έχει γράψει σχεδόν τίποτα άμεσα. Ο ιδρώτας και Η αγωνία ήταν λιγότερη στη ζωή της παραγκούπολης παρά στην προσπάθεια να μετατραπεί η εμπειρία σε λογοτεχνία».
Τον Οκτώβρη 2015, η Finlay Publisher, για την Orwell Society, δημοσίευσε τον George Orwell «The Complete Poetry», που συγκέντρωσε και παρουσίασε η Dione Venables. Στο δοκίμιό του “Politics and the English Language” (1946), ο Orwell έγραψε για τη σημασία της ακριβούς και καθαρής γλώσσας, υποστηρίζοντας ότι η ασαφής γραφή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ισχυρό εργαλείο πολιτικής χειραγώγησης επειδή διαμορφώνει τον τρόπο που σκεφτόμαστε. Σε αυτό το δοκίμιο, ο Όργουελ παρέχει έξι κανόνες για τους συγγραφείς:
* Μη χρησιμοποιείτε ποτέ μεταφορά, παρομοίωση ή άλλο σχήμα λόγου που έχετε συνηθίσει να βλέπετε τυπωμένα.
* Ποτέ μη χρησιμοποιείτε μια μεγάλη λέξη όπου μια σύντομη θα κάνει.
* Αν είναι δυνατό ν’ αποκόψετε μια λέξη, κόψτε τη πάντα.
* Ποτέ μη χρησιμοποιείτε το παθητικό όπου μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το ενεργό.
* Ποτέ μη χρησιμοποιείτε ξένη φράση, επιστημονική λέξη ή λέξη ορολογίας, αν μπορείτε να σκεφτείτε ένα καθημερινό αγγλικό αντίστοιχο.
* Σπάστε κάποιον από αυτούς τους κανόνες νωρίτερα από το να πείτε οτιδήποτε βάρβαρο.
Ο Όργουελ εργάστηκε ως δημοσιογράφος στο The Observer για επτά χρόνια και ο συντάκτης του Ντέιβιντ Άστορ έδινε ένα αντίγραφο αυτού του περίφημου δοκιμίου σε κάθε νεοσύλλεκτο. Το 2003, ο λογοτεχνικός συντάκτης της εφημερίδας Robert McCrum έγραψε: «Ακόμα και τώρα, αναφέρεται στο βιβλίο στυλ μας». Ο δημοσιογράφος Τζόναθαν Χίγουντ σημείωσε: «Η κριτική του Όργουελ για τη χυδαία γλώσσα εξακολουθεί να λαμβάνεται πολύ σοβαρά υπόψη». Ο Andrew N. Rubin υποστηρίζει ότι «Ο Όργουελ υποστήριξε ότι πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στο πώς η χρήση της γλώσσας έχει περιορίσει την ικανότητά μας για κριτική σκέψη, όπως θα έπρεπε να μας απασχολούν εξίσου οι τρόποι με τους οποίους οι κυρίαρχοι τρόποι σκέψης έχουν αναδιαμορφώσει την ίδια τη γλώσσα. χρήση.”
Το επίθετο «οργουελιανό» υποδηλώνει στάση και πολιτική ελέγχου με προπαγάνδα, παρακολούθηση, παραπληροφόρηση, άρνηση της αλήθειας και χειραγώγηση του παρελθόντος. Το 1984, ο Όργουελ περιέγραψε μια ολοκληρωτική κυβέρνηση που έλεγχε τη σκέψη ελέγχοντας τη γλώσσα, κάνοντας ορισμένες ιδέες κυριολεκτικά αδιανόητες. Αρκετές λέξεις και φράσεις από το 1984 έχουν μπει στη δημοφιλή γλώσσα. Το “Newspeak” είναι μια απλοποιημένη και δυσνόητη γλώσσα που έχει σχεδιαστεί για να κάνει την ανεξάρτητη σκέψη αδύνατη. «Διπλή σκέψη» σημαίνει να διατηρείς δύο αντιφατικές πεποιθήσεις ταυτόχρονα. Η «Αστυνομία της Σκέψης» είναι αυτοί που καταστέλλουν κάθε αντίθετη γνώμη. Το “Prolefeed” είναι ομογενοποιημένη, κατασκευασμένη επιφανειακή λογοτεχνία, ταινία και μουσική που χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο και την κατήχηση του πληθυσμού μέσω της υπακοής. Ο “Big Brother” είναι ένας υπέρτατος δικτάτορας που παρακολουθεί τους πάντες.
Ο Όργουελ μπορεί να ήταν ο 1ος που χρησιμοποίησε τον όρο «ψυχρός πόλεμος» για να αναφερθεί στην κατάσταση έντασης μεταξύ των δυνάμεων στο Δυτικό Μπλοκ και στο Ανατολικό Μπλοκ που ακολούθησε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο δοκίμιό του «Εσύ και η ατομική βόμβα», που δημοσιεύτηκε στο Tribune στις 19 Οκτωβρίου 1945. Έγραψε:
“Μπορεί να μην οδεύουμε προς γενική κατάρρευση αλλά προς μια εποχή τόσο φρικτά σταθερή όπως οι αυτοκρατορίες των σκλάβων της αρχαιότητας. Η θεωρία του Τζέιμς Μπέρναμ έχει συζητηθεί πολύ, αλλά λίγοι άνθρωποι έχουν ακόμη εξετάσει τις ιδεολογικές της επιπτώσεις -αυτό είναι είδος κοσμοθεωρίας, είδος πεποιθήσεων και τη κοινωνική δομή που πιθανότατα θα επικρατούσε σε κράτος που ήταν ταυτόχρονα ακατάκτητο και σε μόνιμη κατάσταση ψυχρού πολέμου με τους γείτονές του“.
Παρόλο που ο Όργουελ ακούγονταν συχνά στο BBC για συζήτηση σε πάνελ και εκπομπές μεμονωμένα, δεν είναι γνωστό ότι υπάρχει ηχογραφημένο αντίγραφο της φωνής του.
Ο Όργουελ ήταν βαρύς καπνιστής, που έβγαζε μόνος του τα τσιγάρα από έντονο καπνό, παρά τη βρογχική του πάθηση. Η τάση του για τη σκληρή ζωή τον οδηγούσε συχνά σε κρύες και υγρές καταστάσεις, τόσο μακροπρόθεσμα, όπως στην Καταλονία και τη Γιούρα, όσο και βραχυπρόθεσμα, για παράδειγμα, να κάνει μοτοσικλέτα στη βροχή και να υποφέρει από ένα ναυάγιο. Περιγραφόμενος από τον Economist ως «ίσως ο καλύτερος χρονικογράφος της αγγλικής κουλτούρας του 20ου αιώνα», ο Όργουελ θεωρούσε τα ψάρια και τα πατατάκια, το ποδόσφαιρο, την παμπ, το δυνατό τσάι, τη σοκολάτα μειωμένης τιμής, τις ταινίες και το ραδιόφωνο μεταξύ των βασικών ανέσεων για την εργατική τάξη. Υποστήριξε μια πατριωτική υπεράσπιση ενός βρετανικού τρόπου ζωής που δεν μπορούσε να εμπιστευτεί τους διανοούμενους ή, κατ’ εμέ, το κράτος:
“Είμαστε ένα έθνος λουλουδιών, αλλά και ένα έθνος συλλεκτών γραμματοσήμων, περιστεριών, ερασιτεχνών ξυλουργών, κουπονοελαστών, βελών, οπαδών σταυρόλεξων. Όλη η κουλτούρα που είναι πραγματικά εγγενής επικεντρώνεται γύρω από τα πράγματα που ακόμα και όταν είναι κοινόχρηστα δεν είναι επίσημα -η παμπ, ο αγώνας ποδοσφαίρου, ο πίσω κήπος, το τζάκι και το «ωραίο φλιτζάνι του τσαγιού». Η ελευθερία του ατόμου εξακολουθεί να πιστεύεται, σχεδόν όπως τον δέκατο ένατο αιώνα. αυτό δεν έχει καμία σχέση με την οικονομική ελευθερία, το δικαίωμα να εκμεταλλεύεσαι άλλους για κέρδος. Είναι η ελευθερία να έχεις δικό σου σπίτι, να κάνεις ό,τι θέλεις στον ελεύθερο χρόνο σου, να επιλέγεις τις δικές σου διασκεδάσεις αντί να τις επιλέγουν εσύ από ψηλά“.
Ο Όργουελ απολάμβανε δυνατό τσάι -του φέρνανε τσάι Fortnum & Mason στη Καταλονία. Το δοκίμιο του 1946, A Nice Cup of Tea, εμφανίστηκε στο άρθρο του London Evening Standard σχετικά με το πώς να φτιάχνεις τσάι, με τον Orwell να γράφει: «Το τσάι είναι ένας από τους βασικούς πυλώνες του πολιτισμού σε αυτή τη χώρα και προκαλεί βίαιες διαφωνίες για το πώς θα έπρεπε να είναι φτιαγμένο», με κύριο θέμα να βάλουμε πρώτα τσάι στο φλιτζάνι και μετά να προσθέσουμε το γάλα ή το αντίστροφο, για το οποίο δηλώνει, “σε κάθε οικογένεια στη Βρετανία υπάρχουν πιθανώς δύο σχολές σκέψης για το θέμα”. Εκτιμούσε την αγγλική μπύρα, την έπαιρνε τακτικά και μέτρια, περιφρονούσε όσους πίνουν λάγκερ και έγραψε για μια φανταστική, ιδανική βρετανική παμπ στο άρθρο του στο Evening Standard το 1946, «The Moon Under Water». Όχι και τόσο ιδιαίτερος για το φαγητό, απολάμβανε τη Victory Pie εν καιρώ πολέμου κι εξυμνούσε το φαγητό της καντίνας στο BBC. Προτιμούσε παραδοσιακά αγγλικά πιάτα, όπως ψητό μοσχαρίσιο κρέας και κιπερ. Το δοκίμιό του το 1945, “In Defense of English Cooking”, περιλάμβανε πουτίγκα Γιορκσάιρ, crumpets, muffins, αναρίθμητα μπισκότα, χριστουγεννιάτικη πουτίγκα, κουλουράκια, διάφορα βρετανικά τυριά και μαρμελάδα Οξφόρδης. Οι αναφορές των ημερών του στο Islington αναφέρονται στο ζεστό απογευματινό τραπέζι του τσαγιού.
“Βάζοντας πρώτα το τσάι κι ανακατεύοντας καθώς χύνεται, μπορεί κανείς να ρυθμίσει ακριβώς τη ποσότητα του γάλακτος, ενώ είναι πιθανό να βάλει πολύ γάλα αν το κάνει αντίστροφα“. Ένας από τους 11 κανόνες του Όργουελ για τη παρασκευή τσαγιού από το δοκίμιό του A Nice Cup of Tea που εμφανίστηκε στο London Evening Standard, 12 Γενάρη 1946.
Η αίσθηση του ντυσίματος του ήταν απρόβλεπτη και συνήθως casual. Στο Southwold, είχε το καλύτερο ύφασμα από τον ντόπιο ράφτη, αλλά ήταν εξίσου χαρούμενος με την τραμπουκική του στολή. Η ενδυμασία του στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, μαζί με τις μπότες του μεγέθους 12, ήταν πηγή διασκέδασης. Ο Ντέιβιντ Άστορ περιέγραψε ότι έμοιαζε με δάσκαλο της προετοιμασίας, ενώ σύμφωνα με τον φάκελο του Special Branch, η τάση του Όργουελ να ντύνεται με μποέμικο τρόπο αποκάλυψε ότι ο συγγραφέας ήτο κομμουνιστής. Η συγκεχυμένη προσέγγισή του σε θέματα κοινωνικής ευπρέπειας -από τη μια πλευρά να περιμένει από καλεσμένο της εργατικής τάξης να ντυθεί για δείπνο κι από την άλλη το να ρουφήξει τσάι από πιατάκι στην καντίνα του BBC- βοήθησε να τονώσει τη φήμη του ως Άγγλου εκκεντρικού.
Ο Όργουελ ήταν ένας άθεος που ταύτιζε τον εαυτό του με την ουμανιστική θεώρηση της ζωής. Παρόλα αυτά, και παρά τις επικρίσεις του τόσο για το θρησκευτικό δόγμα όσο και για τις θρησκευτικές οργανώσεις, συμμετείχε τακτικά στην κοινωνική και πολιτική ζωή της εκκλησίας, συμπεριλαμβανομένης της παρακολούθησης της Θείας Κοινωνίας της Εκκλησίας της Αγγλίας. Αναγνωρίζοντας αυτή την αντίφαση, είπε κάποτε: “Φαίνεται μάλλον κακόβουλο να πηγαίνεις στη Θεία Κοινωνία όταν κανείς δεν πιστεύει, αλλά έχω φανεί ευσεβής και δεν υπάρχει τίποτα γι’ αυτό παρά να συμβαδίζω με την απάτη“. Έκανε δύο Αγγλικανικούς γάμους και άφησε οδηγίες για μια Αγγλικανική κηδεία. Ο Όργουελ ήταν επίσης εξαιρετικά διαβασμένος στη βιβλική λογοτεχνία και μπορούσε να παραθέτει από μνήμης μακροσκελή αποσπάσματα από το Βιβλίο της Κοινής Προσευχής.
Η εκτεταμένη γνώση του για τη Βίβλο συνδυάστηκε με την ακαταμάχητη κριτική της φιλοσοφίας της, και ως ενήλικας δεν μπορούσε να πείσει τον εαυτό του να πιστέψει στις αρχές της. Είπε στο μέρος V του δοκιμίου του, «Τέτοιες, τέτοιες ήταν οι χαρές», ότι «Μέχρι την ηλικία των δεκατεσσάρων περίπου πίστευα στον Θεό και πίστευα ότι οι αφηγήσεις που δόθηκαν γι’ αυτόν ήταν αληθινές. Αλλά ήξερα καλά ότι το πίστευα μην τον αγαπάς». Ο Όργουελ αντιπαραβάλλει άμεσα τον Χριστιανισμό με τον κοσμικό ουμανισμό στο δοκίμιό του «Ο Ληρ, ο Τολστόι και ο ανόητος», βρίσκοντας την τελευταία φιλοσοφία πιο εύγευστη και λιγότερο «ιδιοτελή». Ο κριτικός λογοτεχνίας Τζέιμς Γουντ έγραψε ότι στον αγώνα, όπως τον έβλεπε, μεταξύ Χριστιανισμού και ουμανισμού, «ο Όργουελ ήταν φυσικά στην ουμανιστική πλευρά -βασικά μια μη μεταφυσική, αγγλική εκδοχή της φιλοσοφίας του Καμύ για τον αέναο άθεο αγώνα».
Η γραφή του Όργουελ ήταν συχνά ρητά επικριτική για τη θρησκεία και τον Χριστιανισμό ειδικότερα. Βρήκε ότι η εκκλησία ήταν “εγωιστική εκκλησία των γαιοκτημόνων” με την ίδρυσή της εκτός επαφής με τη πλειοψηφία των κοινωνών της και συνολικά μια ολέθρια επιρροή στη δημόσια ζωή. Στη μελέτη τους του 1972, The Unknown Orwell, οι συγγραφείς Peter Stansky και William Abrahams σημείωσαν ότι στο Eton Blair επέδειξε μια «σκεπτικιστική στάση» στη χριστιανική πίστη. Ο Κρικ πρόσεξε ότι ο Όργουελ επέδειξε έντονο αντικαθολικισμό. Η Έβελιν Γου, γράφοντας το 1946, αναγνώρισε την υψηλή ηθική αίσθηση και το σεβασμό του Όργουελ για τη δικαιοσύνη, αλλά πίστευε ότι «φαίνεται να μην τον έχει αγγίξει ποτέ σε κανένα σημείο η αντίληψη της θρησκευτικής σκέψης και ζωής». Οι αντιφατικές και μερικές φορές διφορούμενες απόψεις του σχετικά με τα κοινωνικά οφέλη της θρησκευτικής πίστης αντικατόπτριζαν τις διχοτομίες μεταξύ της δημόσιας και της ιδιωτικής του ζωής: ο Στίβεν Ινγκλ έγραψε ότι ήταν σαν ο συγγραφέας Τζορτζ Όργουελ να «επαίρει» την απιστία του ενώ ο Έρικ Μπλερ το άτομο διατήρησε «μια βαθιά ριζωμένη θρησκοληψία”.
Του άρεσε να προκαλεί επιχειρήματα αμφισβητώντας το status quo, αλλά ήταν επίσης παραδοσιακός με αγάπη για τις παλιές αγγλικές αξίες. Επέκρινε και σατίριζε, εκ των έσω, τα διάφορα κοινωνικά περιβάλλοντα που βρέθηκε-η ζωή της επαρχιακής πόλης στο A Clergyman’s Daughter. μεσαία τάξη στο Keep the Aspidistra Flying. προπαρασκευαστικά σχολεία στο “Such, such Were the Joys?” και μερικές σοσιαλιστικές ομάδες στο The Road to Wigan Pier. Στις μέρες του Adelphi, περιέγραψε τον εαυτό του ως «Tory-αναρχικό». Σχετικά με την αποικιοκρατία στις Βιρμανικές Ημέρες, απεικονίζει τους Άγγλους αποίκους ως έναν «βαρετό, αξιοπρεπή λαό, που λατρεύει και ενισχύει τη βαρετή τους βαρβαρότητα πίσω από ένα τέταρτο εκατομμυρίου ξιφολόγχες».
Το 1928 ξεκίνησε τη καρριέρα του σαν επαγγελματίας συγγραφέας στο Παρίσι σε περιοδικό που ανήκε στο Γάλλο κομμουνιστή Henri Barbusse. Το 1ο του άρθρο, La Censure en Angleterre (Λογοκρισία στην Αγγλία), ήτανε προσπάθεια να εξηγήσει την εξαιρετική και παράλογη ηθική λογοκρισία θεατρικών έργων και μυθιστορημάτων που ασκούνταν τότε στη Βρεττανία. Η δική του εξήγηση ήταν ότι η άνοδος της πουριτανικής μεσαίας τάξης, που ‘χε αυστηρότερα ήθη από την αριστοκρατία, έσφιξε τους κανόνες της λογοκρισίας τον 19ο αιώνα. Το πρώτο άρθρο του Όργουελ που δημοσιεύτηκε στην πατρίδα του, «A Farthing Newspaper», ήταν μια κριτική της νέας γαλλικής καθημερινής εφημερίδας Ami de Peuple. Αυτό το χαρτί πουλήθηκε πολύ πιο φθηνά από τα περισσότερα άλλα και προοριζόταν να το διαβάσουν οι απλοί άνθρωποι. Ο Όργουελ επεσήμανε ότι ο ιδιοκτήτης του Φρανσουά Κοτί είχε επίσης τις δεξιές εφημερίδες Le Figaro και Le Gaulois, τις οποίες υποτίθεται ότι ανταγωνιζόταν η Ami de Peuple. Ο Όργουελ πρότεινε ότι οι φτηνές εφημερίδες δεν ήταν παρά ένα όχημα διαφήμισης και αντιαριστερής προπαγάνδας και προέβλεψε ότι ο κόσμος θα μπορούσε σύντομα να δει δωρεάν εφημερίδες που θα έδιωχναν νόμιμες εφημερίδες εκτός λειτουργίας. Γράφοντας για το Le Progrès Civique, ο Όργουελ περιέγραψε τη βρεττανική αποικιακή κυβέρνηση στη Βιρμανία και την Ινδία:
“Η κυβέρνηση όλων των ινδικών επαρχιών υπό τον έλεγχο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας είναι αναγκαστικά δεσποτική, γιατί μόνο η απειλή της βίας μπορεί να υποτάξει έναν πληθυσμό πολλών εκατομμυρίων υπηκόων. Αλλά αυτός ο δεσποτισμός είναι λανθάνοντας. Κρύβεται πίσω από μια μάσκα δημοκρατίας. Λαμβάνεται μέριμνα γι’ αποφυγή τεχνικής και βιομηχανικής εκπαίδευσης. Αυτός ο κανόνας, που τηρείται σε ολόκληρη την Ινδία, έχει ως στόχο να εμποδίσει την Ινδία να γίνει μια βιομηχανική χώρα ικανή να ανταγωνιστεί την Αγγλία… Ο εξωτερικός ανταγωνισμός εμποδίζεται από ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο απαγορευτικών τελωνειακών δασμών. Και έτσι οι Άγγλοι ιδιοκτήτες εργοστασίων, χωρίς να φοβούνται τίποτα, ελέγχουν απόλυτα τις αγορές και αποκομίζουν υπέρογκα κέρδη“.
Ο Ισπανικός Εμφύλιος έπαιξε τον πιο σημαντικό ρόλο στον καθορισμό του σοσιαλισμού του Όργουελ. Έγραψε στον Cyril Connolly από τη Βαρκελώνη στις 8 Ιουνίου 1937: «Έχω δει υπέροχα πράγματα και επιτέλους πιστεύω πραγματικά στον Σοσιαλισμό, κάτι που δεν έκανα ποτέ πριν». Έχοντας δει την επιτυχία των αναρχοσυνδικαλιστικών κοινοτήτων, για παράδειγμα στην Αναρχική Καταλονία, και την επακόλουθη βίαιη καταστολή των αναρχοσυνδικαλιστών, των κομμουνιστικών κομμάτων κατά του Στάλιν και των επαναστατών από τους υποστηριζόμενους από τη Σοβιετική Ένωση κομμουνιστές, ο Όργουελ επέστρεψε από την Καταλονία ένθερμος αντι. -Σταλινικός και εντάχθηκε στο Βρετανικό Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα, ενώ η κάρτα του εκδόθηκε στις 13 Ιουνίου 1938. Αν και δεν ήταν ποτέ τροτσκιστής, επηρεάστηκε έντονα από τις τροτσκιστικές και αναρχικές κριτικές του σοβιετικού καθεστώτος και από την έμφαση των αναρχικών στην ατομική ελευθερία. Στο Μέρος 2 του The Road to Wigan Pier, που εκδόθηκε από την Left Book Club, ο Orwell δήλωσε ότι «πραγματικός σοσιαλιστής είναι αυτός που επιθυμεί -όχι απλώς το θεωρεί επιθυμητό, αλλά επιθυμεί ενεργά- να δει την ανατροπή της τυραννίας».
Ο Όργουελ δήλωσε στο «Why I Write» (1946): «Κάθε σειρά σοβαρού έργου που έχω γράψει από το 1936 έχει γραφτεί, άμεσα ή έμμεσα, ενάντια στον ολοκληρωτισμό και για τον δημοκρατικό σοσιαλισμό, όπως τον αντιλαμβάνομαι». Η αντίληψη του Όργουελ για τον σοσιαλισμό ήταν μια σχεδιασμένη οικονομία παράλληλα με τη δημοκρατία, η οποία ήταν η κοινή έννοια του σοσιαλισμού στις αρχές και τα μέσα του 20ού αιώνα. Η έμφαση του Όργουελ στη «δημοκρατία» αναφερόταν κυρίως σε μια ισχυρή έμφαση στις πολιτικές ελευθερίες μέσα σε μια σοσιαλιστική οικονομία σε αντίθεση με την πλειοψηφική εξουσία, αν και δεν ήταν απαραίτητα αντίθετος στην κυριαρχία της πλειοψηφίας. Ο Όργουελ ήταν υπέρμαχος μιας ομοσπονδιακής σοσιαλιστικής Ευρώπης, μια θέση που σκιαγραφήθηκε στο δοκίμιό του «Toward European Unity» το 1947, το οποίο πρωτοεμφανίστηκε στο Partisan Review. Σύμφωνα με τον βιογράφο John Newsinger:
“Η άλλη κρίσιμη διάσταση του Όργουελ ήταν η αναγνώρισή του ότι η Σοβιετική Ένωση δεν ήταν σοσιαλιστική. Σ’ αντίθεση με πολλούς στην αριστερά, αντί να εγκαταλείψει τον σοσιαλισμό μόλις ανακάλυψε τη πλήρη φρίκη της σταλινικής κυριαρχίας, εγκατέλειψε τη Σοβιετική Ένωση κι αντ’ αυτού παρέμεινε σοσιαλιστής -πράγματι αφοσιώθηκε πιότερο στο σοσιαλιστικό σκοπό από ποτέ“.
Στο δοκίμιό του το 1938 «Γιατί μπήκα στο Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα», που δημοσιεύτηκε στο New Leader που συνδέεται με το ILP, ο Όργουελ έγραψε:
“Εδώ και μερικά χρόνια κατάφερα να κάνω τη τάξη των καπιταλιστών να με πληρώνει αρκετές λίρες τη βδομάδα για τη συγγραφή βιβλίων κατά του καπιταλισμού. Αλλά δεν αυταπατώ τον εαυτό μου ότι αυτή η κατάσταση πραγμάτων θα διαρκέσει για πάντα… το μόνο καθεστώς που μακροπρόθεσμα, θα τολμήσω να επιτρέψω την ελευθερία του λόγου είναι ένα σοσιαλιστικό καθεστώς. Αν ο φασισμός θριαμβεύσει, έχω τελειώσει ως συγγραφέας -δηλαδή, έχω τελειώσει με τη μόνη μου αποτελεσματική ιδιότητα. Αυτό από μόνο του θα ήταν επαρκής λόγος για να γίνω μέλος σοσιαλιστικό“.
Προς το τέλος του δοκιμίου, έγραψε: «Δεν εννοώ ότι έχασα κάθε πίστη στο Εργατικό Κόμμα. Η πιο ειλικρινής ελπίδα μου είναι ότι το Εργατικό Κόμμα θα κερδίσει μια καθαρή πλειοψηφία στις επόμενες γενικές εκλογές. Ο Όργουελ ήταν αντίθετος στον επανεξοπλισμό κατά της Ναζιστικής Γερμανίας και την εποχή της Συμφωνίας του Μονάχου υπέγραψε ένα μανιφέστο με τίτλο “If War Comes We Shall Resist” -αλλά άλλαξε την άποψή του μετά το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ και το ξέσπασμα του πολέμου. Έφυγε από το ILP λόγω της αντίθεσής του στον πόλεμο και υιοθέτησε μια πολιτική θέση «επαναστατικού πατριωτισμού». Στις 21 Μαρτίου 1940 έγραψε μια κριτική για το Mein Kampf του Αδόλφου Χίτλερ για το The New English Weekly, στην οποία ανέλυσε την ψυχολογία του δικτάτορα. Σύμφωνα με τον Όργουελ “αυτό που εντυπωσιάζει είναι η ακαμψία του μυαλού του, ο τρόπος με τον οποίο η κοσμοθεωρία του δεν αναπτύσσεται. Είναι το σταθερό όραμα ενός μονομανούς και δεν είναι πιθανό να επηρεαστεί πολύ από τους προσωρινούς ελιγμούς της εξουσίας πολιτική”. Ρωτώντας «πώς μπόρεσε να παρουσιάσει το τερατώδες όραμά του;», ο Όργουελ προσπάθησε να καταλάβει γιατί ο Χίτλερ λατρευόταν από τον γερμανικό λαό: «Η κατάσταση στη Γερμανία, με τα επτά εκατομμύρια ανέργους, ήταν προφανώς ευνοϊκή για τους δημαγωγούς.
Αλλά ο Χίτλερ δεν θα μπορούσε να τα καταφέρει ενάντια στους πολλούς αντιπάλους του, αν δεν υπήρχε η έλξη της δικής του προσωπικότητας, την οποία μπορεί κανείς να νιώσει ακόμη και στην αδέξια γραφή του Mein Kampf, και η οποία είναι αναμφίβολα συντριπτική όταν ακούει κανείς τις ομιλίες του… Το γεγονός είναι ότι υπάρχει κάτι βαθιά ελκυστικό γι ‘αυτόν. Η αρχική, προσωπική αιτία του παράπονου του ενάντια στο σύμπαν μπορεί κανείς μόνο να μαντέψει· αλλά σε κάθε περίπτωση το παράπονο είναι εδώ. Είναι ο μάρτυρας, το θύμα, ο Προμηθέας αλυσοδεμένος στον βράχο , ο αυτοθυσιαστικός ήρωας που παλεύει μόνος του ενάντια σε αδύνατες πιθανότητες. Αν σκότωνε ένα ποντίκι θα ήξερε πώς να το κάνει να φαίνεται σαν δράκος.” Δεκέμβρη 1940 έγραψε στη Tribune (εβδομαδιαία της Εργατικής Αριστεράς): «Βρισκόμαστε σε μια περίεργη περίοδο της ιστορίας στην οποία ένας επαναστάτης πρέπει να είναι πατριώτης και ένας πατριώτης πρέπει να είναι επαναστάτης». Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο Όργουελ άσκησε έντονη κριτική στη δημοφιλή ιδέα ότι μια αγγλοσοβιετική συμμαχία θα ήταν η βάση ενός μεταπολεμικού κόσμου ειρήνης και ευημερίας. Το 1942, σχολιάζοντας τις φιλοσοβιετικές απόψεις του εκδότη των London Times E. H. Carr, ο Orwell δήλωσε ότι «όλοι οι κατευναστές, π.χ. ο καθηγητής E.H. Carr, άλλαξαν την πίστη τους από τον Χίτλερ στον Στάλιν».
Σχετικά με τον αναρχισμό, ο Όργουελ έγραψε στο The Road to Wigan Pier: «Δούλεψα μια αναρχική θεωρία ότι όλες οι κυβερνήσεις είναι κακές, ότι η τιμωρία κάνει πάντα περισσότερο κακό από το έγκλημα και ότι οι άνθρωποι μπορούν να εμπιστευτούν ότι συμπεριφέρονται αξιοπρεπώς μόνο αν τους αφήσεις. μόνος.” Συνέχισε και υποστήριξε ότι “είναι πάντα απαραίτητο να προστατεύονται οι ειρηνικοί άνθρωποι από τη βία. Σε κάθε κατάσταση της κοινωνίας όπου το έγκλημα μπορεί να είναι επικερδές, πρέπει να έχεις έναν σκληρό ποινικό νόμο και να τον διαχειρίζεσαι ανελέητα”.
Στην απάντησή του (ημερομηνία 15 Νοεμβρίου 1943) σε πρόσκληση της Δούκισσας του Atholl να μιλήσει για τον Βρεττανικό Σύνδεσμο για την Ευρωπαϊκή Ελευθερία, δήλωσε ότι δεν συμφωνούσε με τους στόχους τους. Παραδέχτηκε ότι αυτό που είπαν ήταν «πιο αληθινό από την ψεύτικη προπαγάνδα που βρέθηκε στον περισσότερο Τύπο», αλλά πρόσθεσε ότι δεν μπορούσε «να συνδεθεί με ένα ουσιαστικά συντηρητικό σώμα» που ισχυριζόταν ότι «υπερασπίζεται τη δημοκρατία στην Ευρώπη» αλλά δεν είχε «τίποτα να πω για τον βρεττανικό ιμπεριαλισμό». Η τελευταία του παράγραφο έλεγε: «Ανήκω στην Αριστερά και πρέπει να εργαστώ μέσα της, όσο μισώ τον ρωσικό ολοκληρωτισμό και τη δηλητηριώδη επιρροή του σε αυτή τη χώρα.
Ο Όργουελ εντάχθηκε στο προσωπικό του περιοδικού Tribune ως λογοτεχνικός συντάκτης, και από τότε μέχρι το θάνατό του, ήταν ένας αριστερός (αν και δύσκολα ορθόδοξος) δημοκρατικός σοσιαλιστής που υποστήριξε το Εργατικό Κόμμα. 1η Σεπτέμβρη 1944, σχετικά με την εξέγερση της Βαρσοβίας, ο Όργουελ εξέφρασε στο Tribune την εχθρότητά του ενάντια στην επιρροή της συμμαχίας με την ΕΣΣΔ στους συμμάχους: «Να θυμάστε ότι η ανεντιμότητα και η δειλία πρέπει πάντα να πληρώνονται. Μην φανταστείτε ότι για χρόνια. τέλος, μπορείς να γίνεις προπαγανδιστής που γλείφει τις μπότες του σοβιετικού καθεστώτος, ή οποιουδήποτε άλλου καθεστώτος, και μετά ξαφνικά να επιστρέψεις στην ειλικρίνεια και τη λογική. Μια φορά πόρνη, πάντα πόρνη». Σύμφωνα με τον Newsinger, αν και ο Όργουελ «ήταν πάντα επικριτικός για τη μετριοπάθεια της κυβέρνησης των Εργατικών 1945–51, η υποστήριξή του σε αυτήν άρχισε να τον τραβάει προς τα δεξιά πολιτικά. Αυτό δεν τον οδήγησε να ασπαστεί τον συντηρητισμό, τον ιμπεριαλισμό ή την αντίδραση, αλλά να υπερασπιστεί, αν και κριτικά, ο ρεφορμισμός των Εργατικών». Μεταξύ 1945 και 1947, με τον A. J. Ayer και τον Bertrand Russell, συνέβαλε μια σειρά άρθρων και δοκιμίων στο Polemic, ένα βραχύβιο βρετανικό “Magazine of Philosophy, Psychology, and Aesthetics” που εκδόθηκε από τον πρώην κομμουνιστή Humphrey Slater.
Γράφοντας στις αρχές του 1945 ένα μεγάλο δοκίμιο με τίτλο «Αντισημιτισμός στη Βρετανία», για το Contemporary Jewish Record, ο Όργουελ δήλωσε ότι ο αντισημιτισμός αυξανόταν στη Βρετανία και ότι ήταν «παράλογος και δεν θα υποκύψει σε επιχειρήματα». Υποστήριξε ότι θα ήταν χρήσιμο να ανακαλύψουμε γιατί οι αντισημίτες θα μπορούσαν να «καταπιούν τέτοιους παραλογισμούς για ένα συγκεκριμένο θέμα, ενώ παραμένουν υγιείς για άλλα». Έγραψε: «Για αρκετά έξι χρόνια οι Άγγλοι θαυμαστές του Χίτλερ επινοούσαν να μην μάθουν την ύπαρξη του Νταχάου και του Μπούχενβαλντ… Πολλοί Άγγλοι δεν έχουν ακούσει σχεδόν τίποτα για την εξόντωση των Γερμανών και Πολωνών Εβραίων κατά τη διάρκεια του παρόντος πολέμου. Ο αντισημιτισμός έχει κάνει αυτό το τεράστιο έγκλημα να αναπηδήσει από τη συνείδησή τους». Το 1984, γραμμένο λίγο μετά τον πόλεμο, ο Όργουελ απεικόνισε το Κόμμα ως στρατεύοντας αντισημιτικά πάθη ενάντια στον εχθρό τους, τον Γκόλντσταϊν.
Ο Όργουελ υπερασπίστηκε δημοσίως τον Π. Γ. Γούντχαουζ εναντίον των κατηγοριών ότι ήταν συμπαθούντες των Ναζί –με αφορμή τη συμφωνία του να κάνει κάποιες εκπομπές μέσω του γερμανικού ραδιοφώνου το 1941– υπεράσπιση που βασίζεται στην έλλειψη ενδιαφέροντος κι άγνοια του Γούντχαουζ για τη πολιτική.
Το Special Branch, το τμήμα πληροφοριών της Μητροπολιτικής Αστυνομίας, διατηρούσε φάκελο για τον Όργουελ για περισσότερα από 20 χρόνια της ζωής του. Ο φάκελος, που δημοσιεύτηκε από τα Εθνικά Αρχεία, αναφέρει ότι, σύμφωνα με έναν ερευνητή, ο Όργουελ είχε «προχωρημένες κομμουνιστικές απόψεις και αρκετοί από τους Ινδούς φίλους του λένε ότι τον έχουν δει συχνά σε κομμουνιστικές συναντήσεις». Η MI5, το τμήμα πληροφοριών του Υπουργείου Εσωτερικών, σημείωσε: «Είναι προφανές από τα πρόσφατα γραπτά του –Το λιοντάρι κι ο μονόκερος– κι από τη συμβολή του στο συμπόσιο του Gollancz Η Προδοσία της Αριστεράς ότι δεν κάνει ούτε με το Κομμουνιστικό Κόμμα ούτε αυτοί μαζί του.
Η σεξουαλική πολιτική διαδραματίζει σημαντικό ρόλο το 1984. Στο μυθιστόρημα, οι στενές σχέσεις των ανθρώπων διέπονται αυστηρά από την Junior Anti-Sex League του κόμματος, εναντιώνοντας τις σεξουαλικές σχέσεις και αντ’ αυτού ενθαρρύνοντας την τεχνητή γονιμοποίηση. Προσωπικά, ο Όργουελ αντιπαθούσε αυτό που πίστευε ως λανθασμένες επαναστατικές χειραφετητικές απόψεις της μεσαίας τάξης, εκφράζοντας περιφρόνηση για «κάθε πότη χυμού φρούτων, γυμνιστή, που φοράει σανδάλια, σεξομανιακούς». Ο Όργουελ ήταν επίσης ανοιχτά κατά της ομοφυλοφιλίας, σε μια εποχή που τέτοιες προκαταλήψεις ήταν συνηθισμένες. Μιλώντας στο συνέδριο της εκατονταετηρίδας του Τζορτζ Όργουελ το 2003, η Δάφνη Πατάι είπε: “Φυσικά ήταν ομοφοβικός. Αυτό δεν έχει να κάνει με τις σχέσεις του με τους ομοφυλόφιλους φίλους του. Σίγουρα, είχε μια αρνητική στάση και ένα συγκεκριμένο είδος άγχους, μια στάση απαξίωσης προς την ομοφυλοφιλία. Αυτό είναι σίγουρα η περίπτωση. Νομίζω ότι η γραφή του αντικατοπτρίζει αυτό πλήρως.”
Το 1991, ο Michael Shelden, Αμερικανός καθηγητής λογοτεχνίας, δημοσίευσε μια βιογραφία. Ανησυχώντας περισσότερο για τη λογοτεχνική φύση του έργου του Όργουελ, αναζήτησε εξηγήσεις για τον χαρακτήρα του Όργουελ και αντιμετώπισε τα έργα του σε πρώτο πρόσωπο ως αυτοβιογραφικά. Ο Shelden παρουσίασε νέες πληροφορίες που προσπάθησαν να βασιστούν στο έργο του Crick. Ο Σέλντεν υπέθεσε ότι ο Όργουελ είχε μια εμμονική πίστη στην αποτυχία και την ανεπάρκειά του.
Η δημοσίευση του Πίτερ Ντέιβισον των Ολοκληρωμένων Έργων του Τζορτζ Όργουελ, που ολοκληρώθηκε το 2000, έκανε το μεγαλύτερο μέρος του Αρχείου Όργουελ προσβάσιμο στο κοινό. Ο Jeffrey Meyers, ένας παραγωγικός Αμερικανός βιογράφος, ήταν ο πρώτος που το εκμεταλλεύτηκε αυτό και δημοσίευσε ένα βιβλίο το 2001[288] που ερεύνησε την πιο σκοτεινή πλευρά του Όργουελ και αμφισβήτησε την αγία εικόνα του. Το Why Orwell Matters (που κυκλοφόρησε στο Ηνωμένο Βασίλειο ως Orwell’s Victory) εκδόθηκε από τον Christopher Hitchens το 2002.
Το 2003, η εκατονταετηρίδα από τη γέννηση του Όργουελ οδήγησε σε βιογραφίες από τον Γκόρντον Μπόουκερ και τον Ντ. Τζ. Τέιλορ, ακαδημαϊκούς και συγγραφείς στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο Taylor σημειώνει τη διαχείριση σκηνής που περιβάλλει μεγάλο μέρος της συμπεριφοράς του Orwell και ο Bowker τονίζει την ουσιαστική αίσθηση ευπρέπειας που θεωρεί ότι ήταν το κύριο κίνητρο του Orwell.
EΡΓΑ:
Μυθιστορήματα:
1934: Burmese Days (“Οι μέρες της Μπούρμα”)
1935: A Clergyman’s Daughter (“Η κόρη του παπά”)
1936: Keep the Aspidistra Flying “Κρατήστε σφιχτά τον μικροαστισμό σας”
1939: Coming Up for Air
1945: Animal Farm (“Η Φάρμα των Ζώων”)
1949:Nineteen Eighty Four, (“1984”)
Άλλα έργα:
Down and out in Paris and London, 1933 “Οι αλήτες του Παρισιού και του Λονδίνου”
The Road to Wigan Pier (Ο δρόμος για το Γουίγκαν Πάιαρ, 1937) “Στις φάμπρικες του Γουίγκαν Πάιαρ”
Homage to Catalonia (Φόρος τιμής στη Καταλωνία, 1938)
A Nice Cup of Tea (1946)
Shooting an Elephant (1936)
A Hanging (Ένας απαγχονισμός, 1931)
The Lion and The Unicorn: Socialism and the English Genius (1941)
Looking Back on the Spanish War (Ξανακοιτάζοντας τον Ισπανικό πόλεμο, 1943)
Notes on Nationalism (Σημειώσεις για τον Εθνικισμό, 1945)
Decline of the English Murder (Η παρακμή του αγγλικού εγκλήματος, 1946)
Reflections on Gandhi (Στοχασμοί για τον Γκάντι, 1949)
The Prevention of Literature (1946)
Ποιήματα:
Awake! Young Men of England
Kitchener
The Lesser Evil
A Little Poem
Our Minds are Married, But we are Too Young
The Pagan
Poem From Burma
ΡΗΤΑ:
* Αλλά αν η σκέψη διαφθείρει τη γλώσσα, μπορεί κι η γλώσσα να διαφθείρει τη σκέψη.
* Ο εθνικισμός είναι πείνα για δύναμη που μετριάζεται από την αυτο-εξαπάτηση.
* Σε μια εποχή καθολικής εξαπάτησης, το να λες την αλήθεια είναι μια επαναστατική πράξη.
* Ο άνθρωπος είναι το μόνο πλάσμα που καταναλώνει δίχως να παράγει. Δε δίνει γάλα, δε γεννάει αυγά, είναι υπερβολικά αδύναμος για να τραβά το αλέτρι, δεν μπορεί να τρέξει αρκετά γρήγορα για να πιάσει λαγούς. Ωστόσο, είναι ο αφέντης όλων των ζώων. Τα βάζει για δουλεία, τους δίνει πίσω το ελάχιστο αντίτιμο ώστε να μη λιμοκτονήσουν και κρατά τα υπόλοιπα για τον εαυτό του.
* Ελευθερία είναι το δικαίωμα να λες στους ανθρώπους αυτό που δεν θέλουν ν’ ακούσουν.
* Οι λαοί που εκλέγουν διεφθαρμένους πολιτικούς, κλέφτες, απατεώνες και προδότες δεν είναι θύματα αλλά συνένοχοι.
* Αριστερός: ένας λάτρης της εξουσίας, χωρίς εξουσία.
* Όπως και με τον Χριστιανισμό, οι χειρότεροι διαφημιστές του σοσιαλισμού είναι οι πιστοί του.
* Ο πόλεμος εναντίον μια ξένης χώρας συμβαίνει μόνο όταν οι τάξεις με το χρήμα εκτιμούν ότι θα βγάλουν κέρδος απ’ αυτόν.Ο πόλεμος εναντίον μια ξένης χώρας συμβαίνει μόνο όταν οι τάξεις με το χρήμα εκτιμούν ότι θα βγάλουν κέρδος απ’ αυτόν.
* Ο Μεγάλος Αδελφός σε παρακολουθεί. Ένας ανθρωπιστής είναι πάντα ένας υποκριτής. Η εξουσία δεν είναι μέσο, είναι σκοπός.
* Ο σκοπός ενός αστείου δεν είναι να μειώσει κάποιον, αλλά να του θυμίσει ότι είναι μειωμένος.
* Εθνικισμός είναι δίψα για εξουσία ενισχυμένη από αυταπάτες. Η κοιλιά προηγείται της ψυχής.
* Τα ακραία αισθήματα πάντα κερδίζουν τελικά. Οι ηγέτες που προσφέρουν δάκρυα, λύπη, αίμα και ιδρώτα πάντα παίρνουν περισσότερα από τους οπαδούς τους σε σχέση με αυτούς που προσφέρουν ασφάλεια και καλοπέραση. Στα δύσκολα οι άνθρωποι είναι ηρωικοί.
* Ο σοβαρός αθλητισμός δεν έχει να κάνει τίποτε με το «ευ αγωνίζεσθαι». Είναι γεμάτος μίσος, ζήλια, καυχησιολογία, άγνοια όλων των κανόνων και σαδιστική ευχαρίστηση στην παρακολούθηση βίας. Με άλλα λόγια, είναι πόλεμος χωρίς πυροβολισμούς.
* Δεν επιβάλλεις δικτατορία για να περιφρουρήσεις την επανάσταση. Κάνεις επανάσταση για να επιβάλλεις δικτατορία.
* Όλη η πολεμική προπαγάνδα, οι κραυγές και τα ψέματα και το μίσος, έρχονται, όλα ανεξαιρέτως, από ανθρώπους που δεν πολεμούν.
* Κάθε γενιά φαντάζεται ότι είναι πιο έξυπνη από τη γενιά που πέρασε και πιο σοφή από τη γενιά που ακολουθεί.
* Οι άνθρωποι μπορεί να είναι ευτυχισμένοι μόνο όταν δεν θεωρούν ότι σκοπός της ζωής είναι η ευτυχία. Μερικές ιδέες είναι τόσο ηλίθιες που μόνο οι διανοούμενοι τις πιστεύουν.
* Σήμερα έκανα εξαντλητική δουλειά. Το πρωί έβγαλα ένα κόμμα από το κείμενό μου και το βράδυ το ξανάβαλα.
*Κάθε πόλεμος, όταν πλησιάζει, παρουσιάζεται σαν μια αναπόφευκτη πράξη αυτοάμυνας απέναντι σε έναν μανιακό δολοφόνο.
* Ήταν ένας πικρόχολος άθεος. Το είδος του άθεου που δεν είναι τόσο ότι δεν πιστεύει στον Θεό, όσο ότι τον αντιπαθεί.
* Ανακεφαλαιώνοντας, μια ιεραρχική κοινωνία δεν είναι δυνατή παρά μόνο αν βασίζεται στη φτώχεια και στην άγνοια.
* Για να επιβιώσεις, συχνά είναι απαραίτητο να δώσεις μάχη, και για να δώσεις μάχη, πρέπει να λερωθείς.
* Τα καλλίτερα βιβλία είναι εκείνα που μας λένε αυτά που ήδη ξέρουμε. Η ευτυχία μπορεί να υπάρξει μόνο μέσα στην αποδοχή.
* Ένας λόγος για την ασχήμια των μεγάλων στα μάτια ενός παιδιού είναι ότι το παιδί κοιτάζει προς τα πάνω, και λίγα πρόσωπα είναι στα καλλίτερά τους όταν τα βλέπουμε από κάτω.
* Η πραγματικότητα υπάρχει μέσα στο ανθρώπινο μυαλό και πουθενά αλλού. Όλη η προπαγάνδα είναι ψέματα, ακόμα κι όταν λέει την αλήθεια.
* Ο πιο σίγουρος τρόπος να τελειώσεις έναν πόλεμο είναι να ηττηθείς. Όποιος νικάει προς στιγμήν, πάντα φαίνεται ανίκητος.
* Ήταν μια λαμπρή κρύα μέρα του Απρίλη και τα ρολόγια σήμαναν δεκατρείς.
* Σε όλο τον κόσμο, γενικά, η τάση εδώ και πολλές δεκαετίες δεν είναι προς την αναρχία, αλλά προς μια επαναφορά της δουλείας.
* Μια από τις πιο έντονες εμπειρίες του πολέμου είναι ότι ποτέ δεν μπορείς να ξεφύγεις από την αηδιαστική μυρωδιά ανθρώπινης προέλευσης.
*Ανά πάσα στιγμή υπάρχει μια «ορθοδοξία», δηλαδή ένα σύνολο ιδεών που υποτίθεται πως όλοι οι σωστά σκεπτόμενοι άνθρωποι δέχονται χωρίς συζήτηση.
* Ο Ντίκενς είναι ένας από εκείνους τους συγγραφείς που αξίζει να τους κλέψει κανείς.
* Είχε πια φτάσει σ’ εκείνη την ηλικία που το μέλλον σταματά να είναι μια θολή ροζ εικόνα και γίνεται πραγματικό και απειλητικό.
* Μια αυτοβιογραφία μπορούμε να την πιστέψουμε μόνο όταν αποκαλύπτει κάτι αρνητικό. Εκείνος που περιγράφει τα κατορθώματά του, μάλλον ψεύδεται, γιατί οποιαδήποτε ζωή, αν τη δούμε από μέσα μας, φαίνεται σαν μια σειρά από ήττες.
* Λίγο πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όλη η Ευρώπη βρισκόταν κάτω από τον αστερισμό του ολοκληρωτισμού, και η μόνη χώρα που αντιστάθηκε ήταν η Μεγάλη Βρεττανία.
* Ο αληθινός διαχωρισμός των πολιτικοποιημένων δεν είναι ανάμεσα σε συντηρητικούς και ριζοσπάστες, αλλά ανάμεσα σε αυταρχικούς και σε φιλελεύθερους.
* Όλοι οι άνθρωποι είναι εχθροί. Όλα τα ζώα σύντροφοι.
* Ο πόλεμος είναι πόλεμος. Ο μόνος καλός άνθρωπος είναι ο νεκρός άνθρωπος.
* Δεν θα ήτανε σωστό και δίκαιο να υπάρχει ένας καλλίτερος κόσμος κάπου αλλού;
* Η κατάσταση δεν ήταν, ούτε θα γινόταν ποτέ καλλίτερη ή χειρότερη -η πείνα, οι ταλαιπωρίες κι η απογοήτευση ήταν αμετάβλητος νόμος της ζωής.
* Όλα τα ζώα είναι ίσα, αλλά μερικά ζώα είναι πιο ίσα από τα άλλα.
* Αν εσείς έχετε για δούλους τα κατώτερα ζώα, εμείς έχουμε τις κατώτερες τάξεις μας!
* Η ονομασία “Φάρμα των Ζώων” είχε καταργηθεί. Πλέον η φάρμα θα ήταν γνωστή ως “Φάρμα του Αφέντη”, που ήταν η σωστή και γνήσια ονομασία της.
* Τα ζώα απ’ έξω κοίταζαν από γουρούνι σε άνθρωπο κι από άνθρωπο σε γουρούνι και ξανά από γουρούνι σε άνθρωπο. Αλλά ήτανε πια αδύνατο ν’ αποφανθεί κανείς ποιος ήταν ποιος.
* Όποιος ελέγχει το παρελθόν, ελέγχει το μέλλον. Όποιος ελέγχει το παρόν, ελέγχει το παρελθόν.
* Ο Ο’Μπράιαν σήκωσε το αριστερό του χέρι, με τη πλάτη του γυρισμένη στον Γουίνστον, με τα τέσσερα δάκτυλα εκτεταμένα και τον αντίχειρα κρυμμένο.
-Πόσα δάκτυλα είναι αυτά, Γουίνστον;
-Τέσσερα.
-Κι αν το Κόμμα πει ότι δεν είναι τέσσερα, αλλά πέντε, τότε πόσα είναι;
-Τέσσερα.
Η λέξη τέλειωσε με μια κραυγή πόνου.
* Αν θες μια εικόνα του μέλλοντος, φαντάσου μια μπότα να συντρίβει ένα ανθρώπινο πρόσωπο-για πάντα…
* Ο σκοπός της Νέας Ομιλίας είναι να στενέψει τα όρια της σκέψης. Στο τέλος θα κάνουμε κυριολεκτικά αδύνατο το έγκλημα της σκέψης, γιατί δεν θα υπάρχουν λέξεις για να το εκφράσει κανείς…
* -Υπάρχει ο μεγάλος αδερφός;
-Φυσικά κι υπάρχει. Το κόμμα υπάρχει. Είναι η ενσάρκωση του κόμματος.
-Ναι, αλλά εννοώ, υπάρχει όπως υπάρχω εγώ;
-Εσύ δεν υπάρχεις. (!!!)
___________________
Για να καταπιαστεί κάποιος με τα έργα του Όργουελ, πρέπει πρώτα να καταπιαστεί με τον άνθρωπο-Όργουελ, έπειτα με τον συγγραφέα-Όργουελ, αλλά και με τον ποιητή-Όργουελ, έτσι τελικά θα μπορέσει να πιάσει καλλίτερα τα νήματα της διήγησής του, με μικρότερην απόσταση, από το καθένα ξεχωριστά. Υπήρξε πάντα πολιτικοποιημένος, αρχικά στον κομμουνισμό κι αργότερα εναντιώθηκε και μάλιστα με σφοδρό τρόπο, αλλά παρέμεινε σε μια κατάσταση ιδεατά αριστερών τάσεων. Επίσης παρέμεινε πολύ ιδεαλιστής, ρομαντικά ιδεαλιστής στο βάθος και πολύ ευαίσθητος, όπως φανερώνουνε πτυχές των έργων του. Είχε πλάσει με τη φαντασία του ένα κόσμο, όχι τέλειο, δεν πετούσε δα και στα σύννεφα, αλλά έναν έστω καλλίτερο, μακρυά από ολοκληρωτικά καθεστώτα και πιο κοντά στον Άνθρωπο, -βάσει της τελευταίας του συνέντευξης στο σανατόριο που νοσηλευότανε, λίγο πριν πεθάνει.
Το 1984, είναι ένα έργο επικών διαστάσεων, όπως και να το προσεγγίσει κανείς. Είναι ένα βαθύτατα ερωτικό βιβλίο, γιατί περιγράφει στα πλαϊνά του, έναν έρωτα καταδικασμένο σε θάνατο εν τη γενέσει του. Είναι ένα έντονα πολιτικοποιημένο βιβλίο, γιατί περιγράφει επακριβώς στο κύριο μέρος του, ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, -κάποιοι το παρομοίασαν με το τότε σοβιετικό κι όχι άδικα εκτιμώ καθώς είχε στοιχεία σχεδόν ακριβή κι εκ των έσω που συνάδουν με αυτό, αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Κάθε μα κάθε ολοκληρωτικό καθεστώς, χρησιμοποιεί σχεδόν παρόμοιες τεχνικές ελέγχου, άρα πιάνει όλο το σύνολο, ακόμα και τις μεθόδους τις σημερινές, που είναι πιο ήπια ανιχνεύσιμες με γυμνό μάτι και σκοπό έχουν να ελέγξουνε τις μάζες των πληθυσμών. Είναι ένα προφητικό βιβλίο, γιατί πάρα πολλά απ’ αυτά που περιγράφει, έχουνε τελικά συμβεί κι άλλα που ακόμα δεν έχουν, ίσως έρχονται, μάλλον έρχονται στη πορεία. Τέλος, είναι ένα βιβλίο, που εξ αναπόδων, περιγράφει έναν ουτοπικό κόσμο που θα μπορούσε να υπάρξει αν κι εφόσον…
Ο Όργουελ ήξερε πως το τέλος του ήτανε κοντά, λόγω της νόσου που τον ταλαιπωρούσε κι είχε ταλαιπωρήσει στο παρελθόν με το ίδιο αποτέλεσμα κι άλλους συναδέλφους του. Όλοι ίσως μπορούν να καταλάβουν το πόσο μπορεί να επιδράσει αυτό στην αλλαγή τρόπου αντιμετώπισης κι αντίδρασης ενός πάσχοντος ατόμου, προ θανάτου. Κι αν όχι, είναι απαραίτητο να γίνει καλά αντιληπτό, γιατί ισχύει και μάλιστα σθεναρά. Αντιμετωπίζοντας λοιπόν το φάσμα του τέλους του, έγραψε το βιβλίο αυτό και καθώς παρέπεμπε σε μελλοντική χρονολογία, δεν του έδωσε διαστάσεις ΕΦ, αλλά το έθεσε να συμβαίνει σχετικά κοντά στο χρόνο. Ο ένας λόγος υποσυνείδητα, ήτανε πως δεν τον ένοιαζε και τόσο να δει την προφητεία να πετυχαίνει ή όχι, ωστόσο κι αυτό το ‘βλεπε να ‘ρχεται, αλλά και δεν ήθελε να ζει όταν όντως συμβεί κάτι τέτοιο κι ήξερε πως δεν θα τα κατάφερνε ως τότε. Ο κυριώτερος λόγος όμως είναι πως το ‘βλεπε να ‘ρχεται σίγουρα και μάλιστα σε σχετικά σύντομο διάστημα, πράγμα που δυστυχώς επαληθεύτηκε, μερικώς νωριτέρα, μερικώς αργότερα και μάλλον μερικώς πιο μελλοντικά…
Λέγεται πως φωτογραφίζει το καθεστώς της Σοβιετικής Ένωσης του τότε και στη περιγραφή συμβολικά, έχουνε δίκιο εν μέρει. Αλλά αν ήταν μόνο να περιγράψει ένα καθεστώς μιας χώρας, θα το ‘στηνε σε μια χώρα φανταστική, όπου θα διαδραματίζονταν όλα τούτα και παραδίπλα θα υπήρχαν άλλες χώρες με τα δικά τους. Αντίθετα, έστησε τη πλοκή σε μια χώρα, που ωστόσο ήτανε μια παγκόσμια χώρα, χωρίς σαφείς ενδείξεις πως υπήρχε άλλη, με άλλο καθεστώς κ.λπ. Δεν είχε λόγο να περιγράψει μια χώρα, αντίθετα ήθελε να περιγράψει τη κατάντια ενός κόσμου ολάκερου. Δεν ονομάτισε και δεν του ‘φταιξε το κομμουνιστικό κόμμα, ή το φασιστικό, ή οι φιλελεύθεροι, ή οι δημοκράτες ή ό,τι τέλος πάντων. Του ‘φταιγε πάντα το υπερκομματικό εκείνο πράγμα που διέπει κάθε πολίτευμα κι αναγκάζει ή προτρέπει τους ανθρώπους να δρούνε κατ’ αυτό τον τρόπο κι αυτό δεν είναι άλλο από το Χρήμα και το Συμφέρον. Ειδάλλως δεν έχει καν νόημα. Γι’ αυτό και το πρόβλημα είναι παγκόσμιο κάτω απ’ οποιοδήποτε καθεστώς, που ωστόσο επιχειρεί τον έλεγχο των μαζών. Εκεί πάνε λοιπόν όλα τα σημειούμενα πυρά, άλλωστε κι ένα περίστροφο, θανατηφόρο όπλο είναι, αλλά χωρίς άνθρωπο να το χειριστεί είναι το πιο άκακο πράγμα.
Σ’ ένα δυστοπικό περιβάλλον ένας υπάλληλος έχει ένα κακό -βάσει καθεστώτος- ελάττωμα: σκέφτεται και σκέφτεται πολύ, ενώ του ‘χει παραγγελθεί το: Η Σκέψη Είναι Σκλαβιά, Μη Ρωτάς, Ηρέμησε, Η Άγνοια είναι Ελευθερία. Επίσης σημειώνεται, πως σκέφτεται πολύ γιατί παρανομεί και μάλιστα πολύ, καθώς διαβάζει βιβλία, πράγμα που επίσης έχει απαγορευτεί με φυλάκιση και βασανισμό. Τέλος έχει την ατυχία να ερωτευτεί, άλλο έν απαγορευμένο πράγμα στη Χώρα του 1984 με τις ίδιες συνέπειες και το κάνει μυστικά κι αυτό. Τελικά συλλαμβάνεται, προδίδει -τη κοπέλλα, αλλά πρωτίστως όλη του τη κοσμοθεωρία και τις πριν δράσεις του- κι έχοντας βασανιστεί κι υποστεί πλύση εγκεφάλου, τόσο καλή και γενική, φτάνει να δηλώσει πως αγαπά τον Μεγάλο Αδελφό -ο άρχων του καθεστώτος που κανείς δεν έχει ποτέ δει με τα μάτια του. Φτάνει να μισεί τη κοπέλλα, το διάβασμα και τη σκέψη, πράγματα που προκλήθηκαν από το διάβασμα.
Σαφής ο συμβολισμός. Η Ιστορία ξαναγράφεται κάθε φορά, καταπώς βολεύει την εκάστοτε περίσταση κι ανακοινώνεται, δεν καταγράφεται, για να μπορέσει να διορθωθεί μετά και να περαστεί ως νέα. Η δουλειά του είναι να διορθώνει τα προς διόρθωση κομμάτια, ώστε να αναγγέλλονται έπειτα από τη Τηλεοθόνη, που υπάρχει σε κάθε σπιτικό κι είναι υποχρεωτικό να ‘ναι πάντα ανοιχτή και να τη βλέπει όλος ο κόσμος, με ποινή αν τη κλείσει κάποιος ή δεν τη κοιτά. Πρόκειται λοιπόν για όντως επικό βιβλίο και να ληφθεί υπ’ όψη σθεναρά, πως ο Όργουελ ήτανε και ποιητής, -ίσως πάνω απ’ όλα και πρώτα απ’ όλα.
Αν αναζητήσει κανείς συσχετισμούς με άλλα καλλιτεχνικά έργα, ο Κάφκα έρχεται πρώτος στο νου, με τη Δίκη του, που επίσης όντας ετοιμοθάνατος, έγραψε για τον καταδικασμένο Κ. υπάλληλο τραπέζης, με πολύπλοκες διαδικασίες. Άλλο μυθιστόρημα είναι και του Κουρτ Βόννεγκατ, το Σφαγείο Νο 5, όπου στο δυστοπικό του περιβάλλον απαγορεύονται επίσης τα βιβλία, μάλιστα έχει γίνει μαζική καύση τους κι όποιο άτομο διέσωσε κάποιο και το διαβάζει κρυφά ή το διακινεί, κινδυνεύει να συλληφθεί με την εσχάτη των ποινών στην άκρη. Το βιβλίο αυτό έχει γυριστεί και σε ταινία επίσης, με καλη ποιότητα αν κι είναι παλιότερο, -κοντά στο 1950. Επίσης η κινηματογραφική ταινία V For Vendetta, έχει μεγάλη συνάφεια με το έργο αυτό. Κι εκεί ένα εγκατεστημένο ολοκληρωτικό καθεστώς ελέγχει πλήρως τους πολίτες του κι έρχεται ο Βι, να προσπαθήσει να θέσει τέρμα σε αυτό. Αλλά εκείνο που είναι κολασμένα καλό είναι το επίσης επικό Μπραζίλ, του σκηνοθέτη-πρώην μέλους των Μόντυ Πάιθονς, Τέρρυ Γκίλλιαμ. Αυτή η ταινία αντλεί έμπνευση ξεκάθαρα από το 1984 -έχει παρόμοιο δυστοπικό περιβάλλον, έχει έναν έρωτα καταδικασμένο, όπως κι ο ίδιος ο ήρωάς της.
Αξίζει να σημειωθεί πως είχε πολεμήσει κατά του Φράνκο στον Ισπανικό Εμφύλιο κι έγραψε το βιβλίο, Φόρος Τιμής Στην Καταλωνία. Είχε πλάσει με τη φαντασία του ένα κόσμο, όχι τέλειο, δεν πετούσε δα και στα σύννεφα, αλλά έναν έστω καλλίτερο, μακρυά από ολοκληρωτικά καθεστώτα και πιο κοντά στον Άνθρωπο. Η Φάρμα Των Ζώων, ήτανε το προτελευταίο βιβλίο του που το εξέδωσε το 1945, 5 χρόνια πριν πεθάνει, το ‘γραψε μεταξύ Νοέμβρη 1943 και Φλεβάρη 1944 και δυσκολεύθηκε πολύ να βρει εκδότη που θα δεχόταν να το αναλάβει. Εδώ είναι σαφέστατα, με αφορμή, τη σοβιετική επανάσταση το 1917 και κυρίως βάλλει με σατιρικό τρόπο κατά του τότε πανίσχυρου πλέον άνδρα κι επικεφαλής, -αφού είχε σκοτώσει όλους τους κυριώτερους αντιπάλους του και συνέχιζε να σκοτώνει ή να εξορίζει όποιον σήκωνε κεφάλι με εναντιώσεις ή αντιρρήσεις στη πορεία της διακυβέρνησής του-, του Ιωσηφ Βησσαριόνοβιτς Τσουχασβίλι ή επί το γνωστότερον, Στάλιν –που θα πει Ατσάλι. Πράγματι με το Λέοντα Τρότσκυ νεκρό και μετά το θάνατο του Βλαδιμίρ Ίλιτς Λένιν, εκείνος επικράτησε στην εξουσία με τα γνωστά αποτελέσματα.
Το συγκλονιστικό σε τούτο το έργο είναι πως σατιρίζει, με μιαν εσάνς χιούμορ, που ωστόσο, όχι μόνο δεν χαμογελά κανείς, αλλά συγκλονίζεται από την ωμή και τάχα ήπια σκληράδα του. Επίσης το κομβικό σημείο που πραγματικά πάντα εξέπληττε σε τέτοιες περιστάσεις, είναι πως ο εκάστοτε κυβερνών, λες και πραγματικά θεωρεί πως έχει πια τόσο πολύ σημασία, να διατηρεί την επίφαση τη λείας κι αγνής ετικέττας τιμιότητας και νομιμότητας, ιδιότητες που περιλούζει τις ενέργειές του, λες και παίζει ρόλο σημαντικό. Σα να ‘λεγε κανείς πως αν περιλούσει τα κόπρανα με άρωμα, δεν θα είναι πια κόπρανα, αλλά… αρωματικά χώρου. Να κρατηθούνε τα όποια προσχήματα με κάθε κόστος, ακόμα και με τέτοιο τρόπο που είναι χειρότερου αποτελέσματος τελικά, παρά αν ήταν απλώς, μη κρατούμενα. Ίσως μεν να θέλει να δείξει στους αμύητους και τους αψύλλιαστους πως όντως είναι καθ’ όλα νόμιμες ενέργειες, αλλά πιο πολύ υποθέτει κανείς πως είναι ένα ηδονικό φετίχ, το να φαντάξει… υπέροχος κι αδέκαστος.
Η υπόθεση είναι απλή: Οι άνθρωποι στη Φάρμα, βασανίζουνε, κακομεταχειρίζονται και καταπιέζουνε τα ζώα κι ένα Γουρούνι πανέξυπνο, οργανώνει την Επανάστασή τους. Αμέσως μετά την επικράτησή τους, ένα άλλο Γουρούνι με πιο πολύ μπράτσα, παρά μυαλό, αντίθετα από τον εμπνευστή της, αναλαμβάνει την εξουσία, αφού καταφέρνει να εκδιώξει από τη Φάρμα τον φυσικό ηγέτη της. Τα πράγματα αλλάζουν, οι νόμοι που ‘χε θεσπίσει ο πριν κι ήτανε κάπως λογικοί κι αντιδραστικοί, τροποποιούνται. Η πίεση αντί να ελαφρώσει τώρα επιδεινώνεται, με το πρόσχημα πως τώρα πρέπει να δουλέψουνε για πάρτη τους, να στηλώσουνε τη Φάρμα και να δείξουνε πως μπορούνε καλλίτερα από τους προκατόχους των. Στην ουσία είναι ο Αρχηγός που θέλει να δρέπει οφέλη κι ανέσεις ενώ τα λοιπά ζωντανά σκίζονται στη δουλειά. Κύριοι χαρακτήρες-ζώα, φωτογραφίζουνε κι ένα σημαντικό πρόσωπο της εξουσίας του σταλινισμού: Π.χ. ο αρχικός υποκινητής είναι ο Τρότσκυ, ο κακός συνεχιστής ο Στάλιν κι ο μικρός ασήμαντος, φωτογραφίζει τον υπεύθυνο προπαγάνδας, τον Μολότωφ κ.λπ.
Στο συγκλονιστικό φινάλε, -πράγμα που τσακίζει και πέτρες- ο αρχικός νόμος που είχε θεσπιστεί: Όλα Τα Ζώα Είναι Ίσα, διολισθαίνει στο: Όλα Τα Ζώα Είναι Ίσα, Αλλά Μερικά Είναι Πιο Ίσα Από Τα’ Άλλα κι είναι η φράση που κλείνει το βιβλίο. Αυτή η μια φράση, είναι τόσον απίστευτη και τόσον ευρηματική, που μπορεί να ξεχάσει κανείς όλο το έργο, να πάθει αμνησία και να ξεχάσει ό,τι έχει διαβάσει ή διδαχθεί στη ζωή του, μα τούτη δε θα τη ξεχάσει ποτέ. Και να ‘θελε δηλαδή δεν θα μπορούσε, γιατί τη βλέπει και την ακούει καθημερινά στην ίδια του τη ζωή.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως ενώ ο Μπλαιρ σατίρισε το καθεστώς το μετά το 1917, χρόνια πριν, ένα σωρό άλλοι καλλιτέχνες Ρώσοι, είχανε στηλιτεύσει συγκαλυμμένα, με προεξάρχοντα τον Νικολάι Γκόγκολ, -αλλά χωρίς να εξαιρέσουμε και τους άλλους- το αμέσως προηγούμενο καθεστώς του Τσάρου. Χαρακτηριστικό δείγμα είναι το, δυστυχώς ημιτελές βιβλίο του, Οι Νεκρές Ψυχές, που αν κι ατελές έχει μείνει μοναδικό έργο για το είδος και τη δομή του με τον τρόπο που παρωδεί τα τότε γύρω του δεδομένα. Συνεπώς, δεν είναι πολιτικής τάσης, πεποίθησης ή πιστεύω, το πρόβλημα, αλλά όπως έχει ξανατονιστεί, είναι η μανία της Εξουσίας σαν εθισμός ναρκωτικού και φυσικά το πανταχού παρόν Χρήμα & Συμφέρον, που φταίει πάντα. Γιατί όλα μα όλα, τα καθεστώτα, απ’ άκρου σ’ άκρον της πολιτικής σκηνής, έχουνε τις ίδιες λειτουργίες, -απλά το όνομα αλλάζει, κι εντάξει, ο βαθμός βιαιότητας που εφαρμόζει.
Το βιβλίο αυτό αρχικά αντιμετωπίστηκε άσχημα, αργότερα όμως απετέλεσε θέμα ατελείωτων συζητήσεων, σχολιασμών, κριτικών με κυρίως επαίνους. Ακόμα αργότερα, έφτασε να λογίζεται σαν ένα από τα πιο κορυφαία του αιώνα και μάλιστα σχετικά πρόσφατα, το 2012, τοποθετήθηκε πολύ ψηλά στη λίστα των τοπ συγγραμμάτων παγκοσμίως κι όλων των εποχών. Είναι σχεδόν μοναδικό σαν σύγγραμμα, σχεδόν ανάδελφο. Ναι! υπήρξε πρώτα ποιητής, ύστερα πολιτικοποιημένος και μετά άνθρωπος και μάλιστα ευαίσθητος, παρ’ όλη τη τραχύτητα που βγαίνει συχνά από τις σελίδες του. Ένας αλαφροΐσκιωτος καλλιτέχνης με όραμα, που δυστυχώς δεν είδε, αλλά και δεν θα προλάβαινε, σε μόλις 47 χρόνια ζωής, με τα προς το τέλος του χρόνια, πολύ καταπονημένος από τη φυματίωση και νικημένος.
Το 1984, έχει απασχολήσει πάρα πολύ το κοινό, τους κριτικούς, τους μελετητές, τους αρθρογράφους, αλλά όλοι συμφωνούν πως πρόκειται για ένα θαυμάσιο και πολυδαίδαλο έργο ενός δεξιοτέχνη. Είναι επίσης ο συγγραφέας του επίσης κολοσσιαίου, Η Φάρμα Των Ζώων! Eπίσης έγραψε κι άλλα πεζά, αλλά και πολλά ποιήματα καθώς και μελέτες, άρθρα και δοκίμια, ωστόσο τα 2 έργα που αναφέρθηκαν είναι ίσως οι κορυφαίες του στιγμές. (Πάτροκλος) ==================
1984: Η άγνοια είναι δύναμη…
(αποσπ.)
Διά μέσου των ιστορικών χpόνων και προφανώς από το τέλος της Νεολιθικής εποχής, υπήρξανε στον κόσμο τρεις τάξεις: η Ανώτερη, η Μεσαία κι η Κατώτερη. Έχουν υποδιαιρεθεί με πολλούς τρόπους, έχουνε πάρει αμέτρητες διαφορετικές ονομασίες κι η αριθμητική τους αναλογία καθώς κι οι σχέσεις μεταξύ τους ποικίλλουνε κατά καιρούς. Αλλά η βασική δομή της κοινωνίας δεν άλλαξε ποτέ. Ακόμα κι ύστερα από τεράστιες εξεγέρσεις και φαινομενικά αμετάκλητες αλλαγές, η ίδια δομή αποκαθίσταται πάντα, ακριβώς όπως ένα γυροσκόπιο ξαναβρίσκει την ισορροπία του, όσο κι αν το απομακρύνουν από τη μια πλευρά ή την άλλη.
Οι σκοποί αυτών των τριών ομάδων είναι εντελώς ασuμβίβαστοι. Ο σκοπός της Ανώτερης τάξης είναι να διατηρήσει τη θέση της, της Μεσαίας ο σκοπός είναι να πάρει τη θέση της Ανώτερης. ο σκοπος της Κατωτερης, οταν εχει κάποιο σκοπό -γιατι σταθεpό χαρακτηριστικό της Κατώτερης τάξης είναι πως, τσακισμένη από το μόχθο, δεν ενδιαφέρεται άμεσα για τίποτε άλλο εκτός από τη καθημερινή ζωή- όταν λοιπόν έχει κάποιο σκοπό, είναι να καταργήσει όλες τις δι ακρίσεις και να δημιοuργήσει μια κοινωνία όπου όλοι οι άνθpωποι θα ε{ναι ίσοι. Έτσι, στην ιστοpική διαδpομή,
επαναλαμ6άνεται συνεχώς ένας αγώνας που είναι πάντα ίδιος στις γενικές του γpαμμές. Για μεγάλα χpονικά διαστήματα, η Ανώτεpη τάξη φαίνεται να διατηpείται με ασφάλεια στην εξοuσία. Αpγά ή γpήγοpα, όμως, φτάνει μια στιγμή όπου χάνει ή τη πίστη στον εαυτό της ή την ικανότητα να κυβερνά ή και τα δύο. Τότε, ανατρέπεται από τη Μεσαία τάξη, που πpοσεταιρίζεται τη Κατώτεpη, κάνοντάς τη να πιστεύει πως αγωνι’ζεται για την ελευθεpία και τη δικαιοσύνη.
Μόλις πετύχει το σκοπό της, η Μεσαία τάξη ξαναρίχνει τη Κατώτερη στη θέση της δουλείας ποu ήταν πριν και γίνεται αυτή η Ανώτερη. Τότε, μία καινούρια Μεσαία ομάδα αποσπάται από τη μια τάξη ή και από τις δύο κι ο αγώνας ξαναρχίζει από την αρχή. Από τις τρεις τάξεις, μόνον η Κατώτερη δεν καταφέρνει ποτέ, ούτε και για λίγο, να πετύχει το σκοπό της. Θα ήτανε βέβαια uπερβολή να ειπωθεί πως μέσα στη πορεία της ιστορίας δεν βελτιώθηκαν οι υλικοί όροι. Ακόμα και σήμερα, σε περίοδο παρακμής, ο μέσος άνθρωπος ζει υπό καλλίτεpες συνθήκες απ’ ό,τι μεpικούς αιώνες πριν. Αλλά καμμιά αύξηση πλούτου, καμμιά βελτίωση στους τρόπους, καμμιά μεταρρύθμιση ή επανάσταση δεν πλησίασε ούτε ένα χιλιοστό περισσότερο τη κοινωνική ισότητα. Για τη Κατώτερη τάξη, καμμιά ιστορική αλλαγή δεν σήμαινε ποτέ τίποτα περισσότερο από την αλλαγή του ονόματος των αφεντάδων της.
Προς τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, η συνεχής επανάληψη αυτού του κοινωνικού προτύποu έγινε φανερή σε πολλούς παρατηρητές. Τότε, εμφανίστηκαν σχολές στοχαστών που ερμήνευσαν την ιστορία σαν κυκλική πορεία κι υποστήριξαν πως η ανισότητα ήταν ο αναλλοίωτος νόμος της ανθρώπινης ζωής. Αυτό το δόγμα πάντα είχε, βέβαια, τους οπαδούς του, αλλά σημειώθηκε μια σημαντική αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο είχε τώρα τοποθετηθεί. Στο παρελθόν, η ανάγκη για ιεραρχική μορφή της κοινωνίας αποτελούσε το δόγμα ειδικά της Ανώτερης τάξης. Ήταν το “πιστεύω” των βασιλιάδων, των αριστοκρατών και του Κλήρου, των δικηγόρων κι άλλων που ήτανε τα παράσιτα των πρώτων και το γλύκαιναν με υποσχέσεις ανταμοιβής σ’ ένα φανταστικό κόσμο πέρα από τον τάφο. Η Μεσαία τάξη, όσο αγωνιζόταν για να πάρει η {δια την εξουσία, χρησιμοποιούσε πάντα όρους όπως ελευθερία, δικαιοσύνη κι αδελφότητα. Εν τω μεταξύ, αυτή την έννοια της ανθρώπινης αδελφοσύνης άρχισαν να τη μάχονται κάποιοι που δεν είχαν ακόμα αναρριχηθεί στην εξουσία, αλλά ήλπιζαν να συμβεί αυτό πολύ σύντομα.
Στο παρελθόν, η Μεσαία τάξη έκανε επαναστάσεις υπό τη σημαία της ισότητας και μετά εγκαθίδρυε μια καινούρια τυραννία, μόλις η προηγούμενη ανατρεπόταν. Η νέα Μεσαία τάξη διακήρυττε την τυραννία της από πριν. Ο σοσιαλισμός, θεωρία που εμφανιστηχε στις αρχες του δέκατου ένατου αιώνα ως τελευταίος κρίκος σε μιαν αλυσίδα σκέψης που εκτείνεται μέχρι τις εξεγέρσεις των δούλων στην αρχαιότητα, ήταν ακόμα βαθιά μολυσμένος από την ουτοπία των περασμένων αιώνων. Αλλά σ’ όλες τις παραλλαγές του σοσιαλισμού που εμφανίστηκαν από το 1900 περίπου, ο σκοπός να εγκαθιδρυθεί η ελευθερία κι η ισότητα εγκαταλειπότανε φανερά όλο και περισσότερο. Τα νέα κινήματα που εμφανιστήκανε γύρω στα μέσα του αιώνα μας -ο ΑΓΓΣΟΣ (ΑΓΓλικός ΣΟΣιαλισμός) στην Ωκεανία, ο Νεομπολσεβικισμός στην Ανατολασία, η κοινώς λεγόμενη Θανατολατρία στην Ανατολασία- είχανε συνειδητά σαν στόχο να διαιωνίσουνε την ανελευθερία και την ανισότητα. Αυτά τα νέα κινήματα γεννηθήκανε βέβαια από τα παλιά κι ήθελαν να διατηρήσουνε τα ονόματά τους και να τιμήσουνε -στα λόγια μόνο- την ιδεολογία τους. Αλλά όλων ο σκοπός ήταν να σταματήσουνε τη πρόοδο και να ακινητοποιήσουνε την ιστορία τη στιγμή που θα κρίνανε κατάλληλη. Το εκκρεμές έπρεπε να κινηθεί ακόμα μια φορά κι έπειτα να σταματήσει. Ως συνήθως, η Ανώτερη τάξη έπρεπε να εκτοπιστεί από τη Μεσαία, που θα γινόταν αυτή με τη σειρά της η Ανώτερη, αυτή τη φορά όμως, με μια συνειδητή στρατηγική, η Ανώτερη τάξη θα ‘τανε σε θέση να διατηρήσει τη θέση της για παντα.
Τα νέα δόγματα γεννήθηκαν από τη συσσώρευση των ιστορικών γνώσεων και την ανάπτυξη της έννοιας της ιστορικότητας που μόλις και μετά βίας υπήρχε πριν από το δέκατο ένατο αιώνα. Η κυκλική πορεία της ιστορίας -ήταν τώρα κατανοητή – ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν- κι αν ήτανε κατανοητή, τότε μπορούσε και ν’ αλλάξει. Αλλή η κύρια, υποκείμενη αιτία αυτών των θεωριών ήταν πως από την αρχή του εικοστού αιώνα η ισότητα των ανθρώπων είχε γίνει τεχνικως εφικτή. Βέβαια, ήταν ακομα αλήθεια πως οι άνθρωποι δεν ήταν ίσοι ως προς τις φυσικές τους ικανότητες κι ότι τα επαγγέλματα έπρεπε να εξειδικευτούνε κατά τρόπο που θα ευνοούσαν ορισμένους εις βάρος άλλων. Αλλά δεν υπήρχε πια καμμιά πραγματική ανάyκη yια ταξικές διακρίσεις ή για σοβαρές διαφορές πλούτου. Παλαιότερα, οι ταξικές διακρίσεις ήταν όχι μόνον αναπόφευκτες αλλά κι επιθυμητές. Η ανισότητα ήτανε το τίμημα του πολιτισμού. Με την ανάπτυξη της βιομηχανοποίησης, όμως, η κατάσταση άλλαξε. Παρ’ ότι εξακολουθούσε να είναι αναγκαία η απασχόληση των ανθρώπων σε διαφορετικές δουλειές, εν τούτοις δεv ήταν απαραίτητο να ζούνε σε διαφορετικό κοινωνικό ή οικονομικό επίπεδο.
Επομένως, από τη σκοπιά των νέωv ομάδων που ήταν έτοιμες ν’ αρπάξουν την εξουσία, η ανθρώπινη ισότητα δεν ήταν πια επιδιωκόμενο ιδανικό αλλά αποφευκτέος κίνδυνος. Στις παλαιές εποχές, όπου μια δίκαιη κι ειρηνική κοινωνίαήταν εν τοις πράγμασι αδύνατη, πολύ εύκολα πίστευαν σε κάτι τέτοιο. Η ιδέα του γήινου παραδείσου, όπου οι άνθρωποι θα ζούσαν όλοι μαζί αδελφωμένα, χωρίς νόμους και σκληρή δουλειά, στοίχειωνε την ανθρώπινη φαντασία χιλιάδες χρόνια. Κι αυτό το όραμα ακολουθούσε ακόμα και τις ομάδες που επωφελούνταν πραγματικά από κάθε ιστορική αλλαγή. Οι κληρονόμοι της Γαλλικής, της Αγγλικής κι Αμερικανικής επανάστασης είχαν εν μέρει πιστέψει στις διακηρύξεις αυτών των επαναστάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ελευθερία του λόγου, την ισότητα απέναντι στο νόμο κι η συμπεριφορά τους είχε, ως ένα σημείο, επηρεαστεί από αυτές. Αλλά γύρω στη τέταρτη δεκαετία του εικοστού αιώνα, όλα τα σημαντικά ρεύματα της πολιτικής σκέψης ήταν αυταρχικά. Η πίστη σ’ έναν επίγειο παράδεισο χάθηκε ακριβώς τη στιγμή που το όραμά του είχε γίνει πραyματοποιήσιμο. Κάθε νέα πολιτική θεωρία, όποια ονομασία χαι αν έφερε, οδηyούσε πέσω στην ιεραρχία χαι στον αυστηρό κυβερνητικό έλεγχο. Και μέσα από τη γενική σκλήρυνση των απόψεων που επικράτησε yύρω στα 1930, μέθοδοι εγκαταλελειμνες από καιρό, πολλές μάλιστα από εκατοντάδες χρόνια (φυλακίσεις χωρίς δίκη, μεταχείριση των αιχμαλώτων πολέμου σαν να είναι σκλάβοι, δημόσιες εκτελέσεις, βασανιστήρια για την απόσπαση ομολογιών, όμηροι, εκτοπίσεις ολόκληρων πληθυσμών) όχι μόνο έyιναν πάλι κάτι συνηθισμένο, αλλα, τις ανέχονταν κι ακόμα περισσότερο, τις υποστήριζαν άνθρωποι που θεωρούσαν τον εαυτό τους φωτισμένο και προοδευτικό.
(τέλος αποσπ. σε μτφρ.: Μπαντή Νίνα)
Όνειρο ήταν και πέρασε,
σαν μια μέρα τ’ Απρίλη,
νου και καρδιά μού ‘κλεψε
και πήρε το γέλιο απ’ τα χείλη.
Χρόνος, λένε, γιατρεύει πληγές,
εύκολα το χτες θα λησμονήσεις.
Στη καρδιά νιώθω λες κι ήτανε χτες,
τα δάκρυα, τα φιλιά, συγκινήσεις.
Κατ’ απ’ τα φύλλα της καστανιάς,
συ με πpόδωσες; Ή μήπως εyώ;
Κατ’ απ’ τα φύλλα της καστανιάς,
συ με πρόδωσες… αλλά κι εγώ.
(απόδ.: Πάτροκλος)
_______________________
Γιατί Γράφω
Από πολύ νωρίς, ίσως από πέντε-έξι χρονών, ήξερα πως όταν μεγαλώσω έπρεπε να γίνω συγγραφέας. Μεταξύ των δεκαεπτά και είκοσι τεσσάρων περίπου ετών προσπάθησα να εγκαταλείψω αυτή την ιδέα, αλλά το έκανα έχοντας συνείδηση πως εξοργίζω την αληθινή μου φύση κι ότι αργά ή γρήγορα θα ‘πρεπε να στρωθώ και να γράψω.
Ήμουνα το μεσαίο παιδί από τρία, με διαφορά ηλικίας πέντε ετών και στις δύο πλευρές και μετά βίας είδα τον πατέρα μου πριν φτάσω οκτώ. Για αυτόν και γι’ άλλους λόγους ήμουνα κάπως μοναχικός και σύντομα ανέπτυξα δυσάρεστες συμπεριφορές που με κάναν αντιδημοφιλή καθ’ όλη τη διάρκεια των σχολικών μου χρόνων. Είχα τη συνήθεια μοναχικού παιδιού που φτιάχνει ιστορίες και συζητά με φανταστικά πρόσωπα και νομίζω ότι από την αρχή οι λογοτεχνικές μου φιλοδοξίες ήταν αναμεμειγμένες με το αίσθημα της απομόνωσης και της υποτίμησης. Ήξερα ότι είχα μια ευκολία με τις λέξεις και τη δύναμη να αντιμετωπίζω δυσάρεστα γεγονότα κι ένιωθα πως αυτό δημιουργούσε ένα είδος ιδιωτικού κόσμου όπου θα μπορούσα να ισοσκελίσω την αποτυχία μου στη καθημερινή ζωή. Ωστόσο, ο όγκος της σοβαρής -δηλαδή με σοβαρή πρόθεση- γραφής που έκανα σ’ όλη τη παιδική μου ηλικία και την εφηβεία δεν θα ‘φτανε μισή ντουζίνα σελίδες. Το πρώτο μου ποίημα το έγραψα σε ηλικία τεσσάρων ή πέντε ετών κι η μητέρα μου το διάβασε δυνατά. Δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτα γι’ αυτό εκτός απ’ τ’ ότι αφορούσε μια τίγρη κι η τίγρη είχε “δόντια σαν καρέκλα” -μια αρκετά καλή φράση, αλλά φαντάζομαι ότι το ποίημα ήταν μια λογοκλοπή του Tiger, Tiger του Blake. Στα έντεκα, όταν ξέσπασε ο πόλεμος ή το 1914-18, έγραψα ένα πατριωτικό ποίημα που τυπώθηκε στη τοπική εφημερίδα, όπως κι ένα άλλο, δύο χρόνια μετά, για το θάνατο του Κίτσενερ. Κατά καιρούς, όταν μεγάλωσα λίγο, έγραφα άσχημα και συνήθως ημιτελή ποιήματα της φύσης σε γεωργιανό ύφος. Επιχείρησα επίσης ένα διήγημα που ήτανε φρικτή αποτυχία. Αυτό ήτανε το σύνολο της επίδοξης σοβαρής δουλειάς που στη πραγματικότητα κατέγραψα σε χαρτί όλ’ αυτά τα χρόνια.
Ωστόσο, όλο αυτό το διάστημα ασχολήθηκα κατά κάποιο τρόπο με λογοτεχνικές δραστηριότητες. Αρχικά, υπήρχανε τα προϊόντα κατόπιν παραγγελίας που παρήγαγα γρήγορα, εύκολα και χωρίς ιδιαίτερη ευχαρίστηση για τον εαυτό μου. Εκτός από τη σχολική δουλειά, έγραψα στίχους, ημι-κωμικά ποιήματα που μπορούσα να τα βγάλω με εκπληκτική ταχύτητα -στα δεκατέσσερα έγραψα ένα ολόκληρο έργο με ομοιοκαταληξία, σε μίμηση του Αριστοφάνη, σε μια εβδομάδα περίπου- και βοήθησε στην έκδοση σχολικών περιοδικών, έντυπων και χειρογράφων. Αυτά τα περιοδικά ήταν ό,τι πιο αξιοθρήνητο μπουρλέσκ μπορείς να φανταστείς και τ’ ανεχόμουνα πολύ λιγότερο απ’ ό,τι τώρα με τη πιο φθηνή δημοσιογραφία. Αλλά δίπλα-δίπλα μ’ όλα αυτά, για δεκαπέντε χρόνια ή περισσότερα, έκανα μια λογοτεχνική άσκηση εντελώς διαφορετικού είδους: αυτή ήταν η δημιουργία μιας συνεχούς ιστορίας για τον εαυτό μου, ένα είδος ημερολογίου που υπήρχε μόνο στο μυαλό. Πιστεύω πως αυτή είναι μια κοινή συνήθεια των παιδιών και των εφήβων. Ως πολύ μικρό παιδί, φανταζόμουνα πως ήμουν ας πούμε, ο Ρομπέν των Δασών και φανταζόμουνα τον εαυτό μου ως τον ήρωα των πιο συναρπαστικών περιπετειών, αλλά πολύ σύντομα η ιστορία μου έπαψε να ‘ναι ναρκισσιστική με ωμό τρόπο και γινόταν ολοένα και περισσότερο μια απλή περιγραφή του τι έκανα και των πραγμάτων που είδα. Για λίγα λεπτά περνούσε κάτι τέτοιο στο κεφάλι μου:
“Άνοιξε τη πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο. Μια κίτρινη ακτίνα ηλιακού φωτός, που περνώντας από τις κουρτίνες από μουσελίνα, πλάγιασε στο τραπέζι, όπου ένα κουτί σπίρτα, μισάνοιχτο, βρισκότανε δίπλα στο μελανοδοχείο. Με το δεξί του χέρι στη τσέπη πήγε απέναντι στο παράθυρο. Κάτω στο δρόμο, μια γάτα κυνηγούσε ένα νεκρό φύλλο…”, κλπ. κλπ.
Αυτή η συνήθεια συνεχίστηκε μέχρι τα είκοσι πέντε μου περίπου, ακριβώς στα μη λογοτεχνικά μου χρόνια. Αν κι έπρεπε να ψάξω κι έψαξα, για τις σωστές λέξεις, φαινόταν ότι έκανα αυτή τη περιγραφική προσπάθεια σχεδόν παρά τη θέλησή μου, κάτω από ένα είδος εξαναγκασμού απ’ έξω. Η ιστορία πρέπει, υποθέτω, ν’ α αντικατοπτρίζει τα στυλ των διαφόρων συγγραφέων που θαύμαζα σε διαφορετικές ηλικίες, αλλ’ απ’ όσο θυμάμαι είχε πάντα την ίδια σχολαστική περιγραφική ποιότητα. Όταν ήμουνα περίπου δεκαέξι, ανακάλυψα ξαφνικά τη χαρά των απλών λέξεων, δηλαδή τους ήχους και τους συνειρμούς των λέξεων. Οι γραμμές από το Paradise Lost:-
Οπότε με δυσκολία και κόπο
με πολλή δυσκολία και κόπο, προχώρησε….–
που τώρα δεν μου φαίνονται τόσο υπέροχες, μου φέρανε ρίγη στη ραχοκοκαλιά κι η ορθογραφία hee αντί he ήταν μια πρόσθετη απόλαυση. Όσο για την ανάγκη να περιγράψω πράγματα, τα ήξερα ήδη όλα. Είναι λοιπόν ξεκάθαρο τι είδους βιβλία ήθελα να γράψω, στο βαθμό που θα μπορούσα να πω ότι ήθελα να γράψω βιβλία κείνη την εποχή. Ήθελα να γράψω τεράστια νατουραλιστικά μυθιστορήματα με δυστυχισμένο τέλος, γεμάτα λεπτομερείς περιγραφές και συναρπαστικές παρομοιώσεις, καθώς και γεμάτα πένθιμα αποσπάσματα στα οποία οι λέξεις χρησιμοποιήθηκαν εν μέρει για χάρη του δικού τους ήχου. Και στη πραγματικότητα το πρώτο μου ολοκληρωμένο μυθιστόρημα, το Μέρες Της Μπούρμα, που το ‘γραψα στα τριάντα μου, αλλά το πρόβαλα πολύ νωρίτερα, είναι μάλλον αυτού του είδους το βιβλίο.
Δίνω όλες αυτές τις βασικές πληροφορίες γιατί δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να αξιολογήσει τα κίνητρα ενός συγγραφέα χωρίς να γνωρίζει κάτι για τη πρώιμη ανάπτυξή του. Το θέμα του θα καθοριστεί από την εποχή που ζει -τουλάχιστον αυτό ισχύει σε ταραχώδεις, επαναστατικές εποχές όπως η δική μας- αλλά πριν αρχίσει να γράφει θα ‘χει αποκτήσει μια συναισθηματική στάση από την οποία δεν θα ξεφύγει ποτέ εντελώς. Είναι δουλειά του, αναμφίβολα, να πειθαρχήσει την ιδιοσυγκρασία του και ν’ αποφύγει να κολλήσει σε κάποιο ανώριμο στάδιο, σε κάποια διεστραμμένη διάθεση. αλλά αν ξεφύγει εντελώς από τις πρώιμες επιρροές του, θα ‘χει σκοτώσει τη παρόρμησή του να γράψει. Παραμερίζοντας την ανάγκη να κερδίζεις τα προς το ζην, νομίζω ότι υπάρχουν τέσσερα μεγάλα κίνητρα για να γράψεις, εν πάση περιπτώσει για να γράψεις πεζογραφία. Υπάρχουν σε διαφορετικούς βαθμούς σε κάθε συγγραφέα και στον καθένα τους οι αναλογίες θα ποικίλλουν από καιρό σε καιρό, ανάλογα με την ατμόσφαιρα που ζει. Αυτοί είναι:
(i) Καθαρός εγωισμός. Επιθυμία να φαίνεσαι έξυπνος, να σου μιλάνε, να σε θυμούνται μετά θάνατον, ν’ ανταποκρίνεσαι στους μεγάλους που σε σνομπάρανε στη παιδική ηλικία, κ.λπ., κ.λπ. Είναι ταπεινό να προσποιείσαι ότι αυτό δεν είναι κίνητρο και μάλιστα δυνατό. Οι συγγραφείς μοιράζονται αυτό το χαρακτηριστικό μ’ επιστήμονες, καλλιτέχνες, πολιτικούς, δικηγόρους, στρατιώτες, επιτυχημένους επιχειρηματίες -εν ολίγοις, με όλη τη κορυφαία κρούστα της ανθρωπότητας. Η μεγάλη μάζα των ανθρώπινων όντων δεν είναι ιδιαίτερα εγωιστές. Μετά την ηλικία των τριάντα περίπου, σχεδόν εγκαταλείπουνε την αίσθηση πως είναι άτομα -και ζούνε κυρίως για τους άλλους ή απλώς πνίγονται από αγγαρεία. Υπάρχει όμως κι η μειοψηφία των προικισμένων, θεληματικών ανθρώπων που είναι αποφασισμένοι να ζήσουνε τη ζωή τους μέχρι τέλους κι οι συγγραφείς ανήκουνε σ’ αυτή τη τάξη. Οι σοβαροί συγγραφείς, θα ‘πρεπε να πω, είναι συνολικά πιο ματαιόδοξοι κι εγωκεντρικοί από τους δημοσιογράφους, αν κι ενδιαφέρονται λιγότερο για τα χρήματα.
(ii) Αισθητικός ενθουσιασμός. Αντίληψη της ομορφιάς στον εξωτερικό κόσμο ή, από την άλλη, στα λόγια και τη σωστή τους διάταξη. Απόλαυση στην επίδραση ενός ήχου στον άλλο, στη σταθερότητα της καλής πρόζας ή στο ρυθμό μιας καλής ιστορίας. Επιθυμία να μοιραστεί κανείς μια εμπειρία που νιώθει πολύτιμη και δεν πρέπει να τη χάσει. Το αισθητικό κίνητρο είναι πολύ αδύναμο σε πολλούς συγγραφείς, αλλά ακόμη κι ένας που γράφει φυλλάδια ή συγγραφέας σχολικών βιβλίων θα ‘χει κατοικίδια λέξεις και φράσεις που του αρέσουν για μη χρηστικούς λόγους. Ή μπορεί να αισθάνεται έντονα για τη τυπογραφία, το πλάτος των περιθωρίων κ.λπ. Πάνω από το επίπεδο ενός σιδηροδρομικού οδηγού, κανένα βιβλίο δεν είναι εντελώς απαλλαγμένο από αισθητικές σκέψεις.
(iii) Ιστορική ώθηση. Επιθυμία να δούμε τα πράγματα όπως είναι, ν’ ανακαλύψουμε αληθινά γεγονότα και να τα αποθηκεύσουμε για χρήση των μεταγενέστερων.
(iv) Πολιτικός σκοπός. -Χρήση της λέξης “πολιτικός” με την ευρύτερη δυνατή έννοια. Επιθυμία να ωθηθεί ο κόσμος προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, ν’ αλλάξει η ιδέα των άλλων λαών για το είδος της κοινωνίας που πρέπει να επιδιώξουνε. Γι’ άλλη μια φορά, κανένα βιβλίο δεν είναι πραγματικά απαλλαγμένο από πολιτικές προκαταλήψεις. Η άποψη πως η τέχνη δεν πρέπει να ‘χει καμμία σχέση με τη πολιτική είναι από μόνη της πολιτική στάση.
Μπορεί να φανεί πώς αυτές οι διάφορες παρορμήσεις πρέπει να πολεμούν η μία την άλλη και πώς πρέπει να κυμαίνονται από άτομο σε άτομο και από καιρό σε καιρό. Από τη φύση μου -θεωρώντας τη φύση σας ως τη κατάσταση που έχετε επιτύχει όταν ενηλικιωθείτε για πρώτη φορά- είμαι ένα άτομο που τα τρία πρώτα κίνητρα θα ξεπερνούσαν το τέταρτο. Σε μια ειρηνική εποχή μπορεί να ‘χα γράψει περίτεχνα ή απλώς περιγραφικά βιβλία κι ίσως ν’ αγνοούσα σχεδόν τη πολιτική μου πίστη. Όπως είναι, αναγκάστηκα να γίνω ένα είδος φυλλαδίου. Πρώτα πέρασα πέντε χρόνια σ’ ένα ακατάλληλο επάγγελμα (την Ινδική Αυτοκρατορική Αστυνομία, στη Βιρμανία) και μετά πέρασα τη φτώχεια και την αίσθηση της αποτυχίας. Αυτό αύξησε το φυσικό μου μίσος για την εξουσία και μ’ έκανε για πρώτη φορά να συνειδητοποιήσω πλήρως την ύπαρξη των εργατικών τάξεων κι η δουλειά στη Βιρμανία μου ‘χε δώσει κάποια κατανόηση της φύσης του ιμπεριαλισμού: αλλ’ αυτές οι εμπειρίες δεν ήταν αρκετές για να μου δώσουν ακριβή πολιτικό προσανατολισμό. Μετά ήρθε ο Χίτλερ, ο Ισπανικός Εμφύλιος κ.λπ. Μέχρι το τέλος του 1935 δεν είχα ακόμη καταφέρει να καταλήξω σε μια σταθερή απόφαση. Θυμάμαι ένα μικρό ποίημα που έγραψα εκείνη την ημερομηνία, εκφράζοντας το δίλημμά μου:
Μπορεί να ήμουνα
ένας παπάς ευτυχισμένος,
διακόσια χρόνια πριν κηρύξουνε
την αιώνια καταστροφή.
Δες, τα ‘καρύδια’ μου πια μεγαλώσαν.
Αλλά γεννήθηκα, αλί,
σε μια κακή εποχή.
Μου έλειψε πολύ αυτό
το ευχάριστο λημέρι,
διο οι τρίχες μεγάλωσανε,
στο πάνω χείλος μου
κι οι κληρικοί είν’ όλοι ξυρισμένοι.
Κι ύστερα οι καιροί ήταν καλοί,
ήμασταν τόσο εύκολοι
στο να φχαριστηθούμε,
διώξαμε τις πολύπλοκές μας σκέψεις
επιτέλους, για να κοιμηθούμε,
στους κόλπους των δέντρων.
Όλοι ανίδεοι, τολμήσαμε
να κατέχουμε τις χαρές
που τώρα απορρίπτουμε.
Η όλη πρασινάδα
στης μηλιάς το κλαδί,
θα μπορούσε να κάνει
τους εχθρούς μου να τρέμουνε.
Μα οι κοιλιές, τα ζουμερά
‘ροδάκινα’ των κοριτσιών,
σκαθάρια σ’ ένα ρέμα σκιερό,
πλατσουρίζουνε σαν άλογα,
σαν πάπιες σε πτήση την αυγή,
όλ’ αυτά είναι σαν όνειρο.
Απαγορεύεται να ονειρευτώ ξανά.
Μαλακώνουμε ή κρύβουμε τις χαρές μας:
Τα άλογα είναι κατασκευασμένα
από σκληρό χάλυβα χρωμίου
κι οι μικροί, χοντροί,
που θα τα καβαλήσουνε.
Είμαι ένα σκουλήκι
που δεν γύρισε ποτέ,
ευνούχος, δίχως το χαρέμι.
Ανάμεσα σε κομισάριο και παπά,
περπατώ σαν τον Ευγένιο Αράμ.
Ο κομισάριος μου λέει τη τύχη,
ενώ παίζει το ραδιόφωνο,
αλλά ο ιερέας έχει υποσχεθεί
ένα Austin Seven μέγκλα,
γιατί ο Ντάγκι πάντοτε πληρώνει.
Ονειρευόμουνα πως έμενα
σε μαρμάρινες αίθουσες,
ξύπνησα κι ήταν αληθινό.
Δεν γεννήθηκα για τέτοια εποχή.
Ήταν ο Σμιθ; Ήταν ο Τζόουνς;
Ήσουν εσύ;
Ο ισπανικός εμφύλιος κι άλλα γεγονότα το 1936-37 αλλάξανε τη κλίμακα και στη συνέχεια ήξερα πού βρισκόμουν. Κάθε σειρά σοβαρής δουλειάς που ‘χω γράψει από το 1936 έχει γραφτεί, άμεσα ή έμμεσα, ενάντια στον ολοκληρωτισμό κι υπέρ του δημοκρατικού σοσιαλισμού, όπως τον αντιλαμβάνομαι. Μου φαίνεται ανοησία σε μια περίοδο σαν τη δική μας να πιστεύει κανείς ότι μπορεί ν’ αποφύγει τη συγγραφή τέτοιων θεμάτων. Όλοι τα γράφουν με τη μια ή την άλλη μορφή. Το θέμα είναι απλώς ποια πλευρά θ’ ακολουθήσει και ποια προσέγγιση ακολουθεί. Κι όσο πιο πολύ συνειδητοποιεί κανείς τη πολιτική του προκατάληψη, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχει να ενεργήσει πολιτικά χωρίς να θυσιάσει την αισθητική και πνευματική του ακεραιότητα.
Αυτό που ήθελα πιότερο να κάνω τα τελευταία δέκα χρόνια είναι να μετατρέψω τη πολιτική γραφή σε τέχνη. Η αφετηρία μου είναι πάντα ένα αίσθημα κομματικοποίησης, μια αίσθηση αδικίας. Όταν κάθομαι να γράψω ένα βιβλίο, δε λέω στον εαυτό μου: “Θα δημιουργήσω ένα έργο τέχνης“. Το γράφω γιατί υπάρχει κάποιο ψέμμα που θέλω ν’ αποκαλύψω, κάποιο γεγονός που θέλω να επιστήσω τη προσοχή και το αρχικό μου μέλημα είναι ν’ ακούσω. Αλλά δεν θα μπορούσα να κάνω τη δουλειά της συγγραφής ενός βιβλίου, ή ακόμα κι ενός μεγάλου άρθρου σε περιοδικό, αν δεν ήτανε και μια αισθητική εμπειρία. Όποιος ενδιαφέρεται να εξετάσει τη δουλειά μου θα δει πως ακόμη κι όταν πρόκειται για καθαρή προπαγάνδα περιέχει πολλά που ένας πολιτικός πλήρους απασχόλησης θα θεωρούσε άσχετα. Δεν μπορώ και δεν θέλω να εγκαταλείψω εντελώς τη κοσμοθεωρία που απέκτησα στη παιδική μου ηλικία. Όσο παραμένω ζωντανός κι υγιής, θα συνεχίσω να νιώθω έντονα το πεζογραφικό ύφος, ν’ αγαπώ την επιφάνεια της γης και ν’ απολαμβάνω την ευχαρίστηση με στερεά αντικείμενα κι αποκόμματα άχρηστων πληροφοριών. Δεν ωφελεί να προσπαθώ να καταπιέσω αυτή τη πλευρά του εαυτού μου. Η δουλειά είναι να συμβιβάσω τις ριζωμένες μου προτιμήσεις κι αντιπαθήσεις με τις ουσιαστικά δημόσιες, μη ατομικές δραστηριότητες που επιβάλλει αυτή η εποχή σε όλους μας.
Δεν είναι εύκολο. Εγείρει προβλήματα κατασκευής και γλώσσας κι εγείρει με νέο τρόπο το πρόβλημα της αλήθειας. Επιτρέψτε μου να δώσω μόνο ένα παράδειγμα της πιο ωμής δυσκολίας που προκύπτει. Το βιβλίο μου για τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, Homage to Catalonia, είναι φυσικά ένα ειλικρινά πολιτικό βιβλίο, αλλά κυρίως είναι γραμμένο με μια ορισμένη απόσπαση και σεβασμό στη μορφή. Προσπάθησα πολύ σκληρά σ’ αυτό να πω όλη την αλήθεια χωρίς να παραβιάσω τα λογοτεχνικά μου ένστικτα. Αλλά μεταξύ άλλων περιέχει ένα μεγάλο κεφάλαιο, γεμάτο με αποσπάσματα εφημερίδων κι άλλα παρόμοια, που υπερασπίζεται τους τροτσκιστές που κατηγορήθηκαν ότι συνωμοτούσαν με τον Φράνκο. Σαφώς ένα τέτοιο κεφάλαιο, που μετά από ένα ή δύο χρόνια θα έχανε το ενδιαφέρον του για κάθε απλό αναγνώστη, πρέπει να καταστρέψει το βιβλίο. Ένας κριτικός τον οποίο σέβομαι, μου διάβασε μια διάλεξη για αυτό. “Γιατί έβαλες όλα αυτά τα πράγματα;” είπε. “Έχεις μετατρέψει αυτό που θα μπορούσε να ‘τανε καλό βιβλίο σε δημοσιογραφία“. Αυτό που είπε ήταν αλήθεια, αλλά δεν θα μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Έτυχε να ξέρω, αυτό που είχεν επιτραπεί σ’ ελάχιστους ανθρώπους στην Αγγλία να γνωρίζουνε, πως αθώοι άνθρωποι κατηγορούνταν ψευδώς. Αν δεν είχα θυμώσει γι’ αυτό, δεν θα ‘πρεπε ποτέ να ‘χα γράψει το βιβλίο.
Με τη μια ή την άλλη μορφή αυτό το πρόβλημα εμφανίζεται ξανά. Το πρόβλημα της γλώσσας είναι πιο λεπτό και θ’ αργούσε να συζητηθεί. Θα πω μόνο ότι τα τελευταία χρόνια προσπάθησα να γράφω λιγότερο γραφικά και πιο ακριβή πράγματα. Εν πάση περιπτώσει, διαπιστώνω πως από τη στιγμή που ‘χετε τελειοποιήσει οποιοδήποτε στυλ γραφής, για πάντα το ‘χετε ξεπεράσει. Το Animal Farm ήταν το πρώτο βιβλίο που προσπάθησα, έχοντας πλήρη συνείδηση του τι έκανα, να συγχωνεύσω τον πολιτικό σκοπό και τον καλλιτεχνικό σκοπό σ’ ένα σύνολο. Δεν έχω γράψει ένα μυθιστόρημα για επτά χρόνια, αλλά ελπίζω να γράψω ένα άλλο αρκετά σύντομα. Είναι βέβαιο ότι θα ‘ναι αποτυχία, κάθε βιβλίο είναι μια αποτυχία, αλλά ξέρω με κάποια σαφήνεια τι είδους βιβλίο θέλω να γράψω.
Κοιτάζοντας πίσω στις τελευταίες σελίδες, βλέπω ότι το έχω κάνει να φαίνεται σαν τα γραπτά μου κίνητρα να ήταν εξ ολοκλήρου δημόσιου πνεύματος. Δεν θέλω να το αφήσω αυτό ως τελική εντύπωση. Όλοι οι συγγραφείς είναι ματαιόδοξοι, εγωιστές και τεμπέληδες και στο βάθος των κινήτρων τους κρύβεται ένα μυστήριο. Το να γράψεις ένα βιβλίο είναι ένας φρικτός, εξαντλητικός αγώνας, σαν μια μακρά περίοδος κάποιας επώδυνης ασθένειας. Ποτέ δεν θα ‘κανε κανείς κάτι τέτοιο αν δεν τον οδηγούσε κάποιος δαίμονας στον οποίο δεν μπορεί ούτε ν’ αντισταθεί ούτε να καταλάβει. Γιατί όλοι γνωρίζουμε πως ο δαίμονας είναι απλώς το ίδιο ένστικτο που κάνει ένα μωρό να ζητά προσοχή. Κι όμως είναι επίσης αλήθεια ότι κανείς δεν μπορεί να γράψει τίποτα ευανάγνωστο αν δεν αγωνίζεται συνεχώς να εξαφανίσει τη δική του προσωπικότητα. Η καλή πρόζα είναι σαν τζάμι. Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα ποια από τα κίνητρά μου είναι τα ισχυρότερα, αλλά ξέρω ποια από αυτά αξίζουν να ακολουθηθούν. Και κοιτάζοντας πίσω μέσα από τη δουλειά μου, βλέπω ότι πάντα εκεί που μου ‘λειπε ένας πολιτικός σκοπός έγραψα άψυχα βιβλία και με πρόδωσαν σε μωβ αποσπάσματα, προτάσεις χωρίς νόημα, διακοσμητικά επίθετα και ταπεινότητα γενικά.
(μτφρ.: Πάτροκλος)