Αν θες να δεις τον κόσμο σ’ ένα κόκκο άμμου
και τον παράδεισο σ’ ένα αγριολούλουδο,
κράτησε τ’ άπειρο στη παλάμη του χεριού σου
και την αιωνιότητα σε μιαν ώρα.
Βιογραφικό
Ο Γουίλιαμ Μπλέηκ (William Blake, (1757–1827) Romanticism), ήταν εγάλη μορφή στην ιστορία της Αγγλικής τέχνης. Υπήρξε ποιητής, ζωγράφος, χαράκτης κι εκφράστηκε με μεγάλη πρωτοτυπία, με περήφανο κι αντισυμβατικό πνεύμα. Από μικρός οραματίστηκε και προσπάθησε να προσεγγίσει το πνεύμα πιότερο, παρά την υλική πραγματικότητα. Θεωρήθηκε εκκεντρικός κι ίσως παράφρων. Είχε πολλά οικονομικά προβλήματα. Έναν αιώνα μετά τον θάνατό του, αναγνωρίστηκεν ως ένας εκ των πιο ευφυών καλλιτεχνών.
Ο Μπλέικ ήταν από τους σημαντικότερους Άγγλους ποιητές και παράλληλα ζωγράφος, χαράκτης, εικονογράφος, μυστικιστής κι οραματιστής. Ως μια από τις κορυφαίες μορφές του Ρομαντισμού, τον περίφημο αυτό Βρεττανό δεν τονε κατάλαβαν οι σύγχρονοί του, γι’ αυτό και τονε χαρακτήρισαν εκκεντρικό, ακόμα και τρελλό. Σήμερα, στις απαρχές του 21ου αι., παρ’ ότι είναι από τους πιο διάσημους ποιητές της Ευρώπης, εξακολουθεί να παραμένει στη λογοτεχνική περίμετρο ή μοιάζει να περισσεύει, με πράγματι παράδοξο τρόπο: οι αναγνώστες του είναι αμέτρητοι μα η ποιητική του επίδραση μοιάζει σχεδόν ανύπαρκτη. Πρωτίστως γιατί συστήνεται απλά σαν ένας μεταφυσικός και παράδοξος οραματιστής που εξέφρασε ένα σημαντικό κομμάτι του πνεύματος της γοτθικής κουλτούρας. Όμως δεν ήτανε τίποτε άλλο από ένας μελλοντικός ποιητής, και τέτοιος παραμένει.
Πρόκειται λοιπόν, όταν μιλάμε για τα ποιήματά του, για μία ανάγνωση μέλλοντος. Τ’ όνομα είναι τυπωμένο, αλλά οι στίχοι επισύρουν τη φύση του μελλούμενου. Κείνοι που πραγματικά τον ασπάζονται είναι ελάχιστοι κι ίσως εν τέλει να είναι κι αυτοί παράφρονες όπως ήταν κι ο δημιουργός στην εποχή του. Κι όμως, ο ίδιος ήταν νεωτεριστής και το πολύπλευρο έργο του σύντομα θα γινότανε προάγγελος των εξελίξεων που θα γνώριζε ο χώρος της τέχνης, με την ιστορία της αισθητικής να του επιφυλάσσει τη τιμή του προφήτη των βρεττανικών γραμμάτων. Πέρα από τη βαθειά επίδραση που άσκησε στους Ρομαντικούς του 19ου αι., η φήμη του συνέχισε να μεγαλώνει στη διάρκεια του 20ου αι., με τα καταραμένα ζωγραφικά κυρίως έργα του να έχουνε χρησιμοποιηθεί κατά κόρον στον ποπ πολιτισμό μας, κοσμώντας εξώφυλλα δίσκων και βιβλίων.
Όταν τα πράγματα έχουν εξ άλλου να κάνουν με μεταφυσική, Βίβλο, Κόλαση κ.λπ., τ’ όνομα του Μπλέικ κι οι ζοφερές του παραστάσεις έρχονται πρώτα στο μυαλό! Ο παραγνωρισμένος στην εποχή του καλλιτέχνης κι οραματιστής συγκαταλέγεται σήμερα ανάμεσα στους μείζονες ποιητές της παγκόσμιας λογοτεχνίας και τους μεγάλους δασκάλους της ζωγραφικής. Χαρακτηρίζεται συχνά επίσης, ως Προφήτης της αγγλικής λογοτεχνίας κι υπήρξε αναμφισβήτητα από τους πλέον εκκεντρικούς και πολύπλευρους καλλιτέχνες.
Γεννιέται στις 28 Νοέμβρη 1757 στο Λονδίνο ως το 3ο από τα 5 παιδιά μιας μεσοαστικής οικογένειας εμπόρων. Ο πατέρας του Τζέiμς Μπλέικ ήταν αξιοσέβαστος έμπορος και μητέρα του ήταν η Catherine Hermitage. Οι γονείς του συνειδητοποίησαν από νωρίς πως διέθετε έντονη καλλιτεχνική κλίση και προσπάθησαν να το βοηθήσουν προς αυτή τη κατεύθυνση. Επέτρεψαν μάλιστα να εγκαταλείψει το συμβατικό σχολείο στα 10 ώστε να αρχίσει να παρακολουθεί μαθήματα σε σχολή ζωγραφικού σχεδίου. Από μικρός, όπως ομολογούσε ο ίδιος βυθιζόταν σε εκστατικά οράματα. Ο μικρός εγκαταλείπει το σχολείο για να αφιερωθεί στο σχέδιο, δείχνοντας τη κλίση του από τρυφερή ηλικία. Με τις ευλογίες μάλιστα των γονιών του, το παιδί εκπαιδεύεται στο σπίτι από τη μητέρα του, την ίδια στιγμή που μελετά τη Βίβλο, η οποία θα έχει κολοσσιαία επίδραση τόσο στον ψυχισμό όσο και το έργο του: θα αποτελεί ισόβια πηγή έμπνευσης, δίνοντας στη καλλιτεχνική του ματιά την αίσθηση της πνευματικότητας. Στην ίδια νεαρή ηλικία, αρχίζει να βιώνει τα περίφημα εκστατικά οράματά του: σε ηλικία 4 ετών, βλέπει το πρόσωπο του θεού να εμφανίζεται στο παράθυρο του σπιτιού του. Αργότερα θα δει τον προφήτη Ιεζεκιήλ κάτω από ένα δέντρο, στο όραμα του δέντρου γεμάτου με αγγέλους. Τα οράματα του αγοριού, που θα συνεχιστούν για το υπόλοιπο της ζωής του, θα έχουνε σημαντικόν αντίκτυπο τόσο στη ζωγραφική όσο και την ποίησή του.

Το καλλιτεχνικό του δαιμόνιο φανερώθηκε από πολύ νεαρή ηλικία: στα 10 αρχίζει να γράφει τα πρώιμα ποιήματά του. Τον Αύγουστο του 1772, ο χαράκτης James Basire του προσέφερε θέση μαθητευόμενου, γεγονός που θεωρείται σημαντικό στη μετέπειτα εξέλιξή του. Συνολικά μαθήτευσε 7 χρόνια και στο διάστημα αυτό εκπαιδεύτηκε σε όλες τις διαφορετικές χαρακτικές μεθόδους και τεχνικές. Παρά τη κατάρτιση του, αποφάσισε να μαθητεύσει και στη σχολή ζωγραφικής της Βασιλικής Ακαδημίας, το 1779. Ένα χρόνο αργότερα, παρουσιάστηκε δημόσια ένα υδατογράφημά του, στην ετήσια έκθεση της Ακαδημίας.ενώ λίγον αργότερα γράφεται στη σχολή ζωγραφικής Henry Pars, με την εκπαίδευσή του στο σχέδιο και τη χαρακτική να μετρά αρκετά χρόνια μαθητείας δίπλα σε χαράκτες και γνωστούς κολορίστες, αλλά και σε περίφημες ακαδημίες τέχνης. Την ίδια εποχή, αρχίζει να συγκεντρώνει μανιωδώς αντίτυπα πινάκων καλλιτεχνών που δεν ήτανε πια στη μόδα, όπως του Ραφαήλ και του Μιχαήλ Αγγέλου, κατηγορώντας τους σύγχρονούς του που είχανε γυρίσει πλάτη στους μεγάλους δασκάλους κι αναζητούσαν νέα ύφη στην απεικόνιση. Στο ίδιο μοτίβο, απορρίπτει τις λογοτεχνικές ακροβασίες του 18ου αι. και προτιμά τους Ελισαβετιανούς (Jonson, Spenser και Σαίξπηρ).
Την επόμενη χρονιά, συλλαμβάνει σε όραμα νέα μέθοδο τυπώματος των βιβλίων του, την οποία ονομάζει πεφωτισμένη εκτύπωση, την οποία θα χρησιμοποιεί πλέον σε όλα του τα έργα από τη στιγμή που την επινόησε: καθένα από τα φωτισμένα βιβλία του αποτελούσε αυτόνομο έργο τέχνης! Με τη νέα τεχνική στο πλευρό του, ο καλλιτέχνης αναπτύσσει το ιδιαίτερο ύφος που θα τον κάνει αργότερα σπουδαίο, επιτρέποντάς του να έχει τον πλήρη έλεγχο σε κάθε βήμα της τέχνης του. Όντας ήδη αναγνωρισμένος χαράκτης, σύντομα θα έπαιρνε τις πρώτες παραγγελίες του για υδατογραφίες, σταθερά προσηλωμένος στα έργα του Μίλτον, του Δάντη, του Σαίξπηρ και στη Βίβλο φυσικά.
Το 1779, στα 21 ολοκλήρωσε την 7ετή μαθητεία του κι έγινε έτσι ειδικευμένος τεχνίτης στη χαρακτική, αναλαμβάνοντας τις πρώτες του δουλειές σε βιβλία κι άλλες εκτυπωτικές διαδικασίες. Αεικίνητος και διψασμένος για ζωγραφική γνώση, γράφεται στη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών και Σχεδίου και τον επόμενο χρόνο αρχίζει να εκθέτει δικά του έργα (1780). Το δημιουργικό ταλέντο του Μπλέικ αρχίζει να αποκαλύπτεται στη πλήρη έκτασή του την εποχή αυτή, με τον ίδιο να εκδίδει -με τη βοήθεια του προστάτη του- τη 1η του ποιητική συλλογή: τα Ποιητικά Σχεδιάσματα (Poetical Sketches – 1783) συγκεντρώνουν τη δουλειά του των προηγούμενων 14 ετών και φανερώνουν την ιδιαίτερη λογοτεχνική του ματιά, αλλά και την ιδιοφυΐα του φυσικά.
Η Πατρική του Οικία στο Σόχο
Αύγουστο του 1782 νυμφεύεται τη φτωχή κι αναλφάβητη Catherine Sophia Boucher, και της διδάσκει όχι μόνο γραφή κι ανάγνωση, αλλά και σχέδιο και ζωγραφική. Ταυτοχρόνως, τη μυεί στα εκστατικά οράματα και σύντομα η νεαρή σύζυγος θα βιώνει αντίστοιχα όνειρα, αναγνωρίζοντας τη μεγαλοφυΐα του συζύγου της. Για τα επόμενα 45 χρόνια, μέχρι τον θάνατο του δηλαδή, η σύζυγός του θα στέκεται αρωγός και συμπαραστάτης, βοηθώντας τον όπως μπορούσε στη δουλειά του. Εκείνη την περίοδο, ο George Cumberland, ένας από τους ιδρυτές της εθνικής πινακοθήκης του Λονδίνου, ήρθε σε επαφή με τα έργα του Μπλέiκ τα οποία και θαύμασε. Η 1η συλλογή ποιημάτων του, Poetical Sketches (Ποιητικά Σχεδιάσματα), δημοσιεύτηκε το 1783 με τη χρηματική ενίσχυση του Flaxman και του αιδεσιμότατου A. S. Mathew. Ο Ρόμπερτ Σίλιμαν Χίλiερ αναφέρει για τα ποιήματα της συλλογής αυτής: “…είναι αποκαλυπτικά όχι μόνο της ιδιοφυΐας του αλλά και των επιδράσεων του από τη λυρική ποίηση της Ελισαβετιανής εποχής, από το Ουίλιαμ Σέξπιρ|Σαιξπήρειο δράμα, από το Γοτθικό ύφος, από τον Οσσιανό, από τη δίχως ρίμες “Ωδή προς την Εσπέρα” του Κόλινς και από την υψηλή ρητορική του καιρού του“.
Μετά από το θάνατο του πατέρα του, το 1784, λειτούργησε ένα κατάστημα ειδών σχεδίου και ζωγραφικής, μαζί με τον αδερφό του Ρόμπερτ. Συνεργάστηκαν με τον εκδότη Joseph Johnson, γεγονός που επέτρεψε στον Μπλέηκ να έρθει σε επαφή με σημαντικούς εκπροσώπους της αγγλικής διανόησης, όπως τον επιστήμονα Joseph Priestley, τον φιλόσοφο Richard Price, τον ζωγράφο John Henry Fuseli, με τον οποίο συνδέθηκε φιλικά, την φεμινίστρια Mary Wollstonecraft, αλλά και τον αμερικανό θεωρητικό και επαναστάτη Tom Paine. Ο Μπλέικ έτρεφε μεγάλες ελπίδες για την αμερικανική και γαλλική Επανάσταση αλλά αργότερα απελπίστηκε με την άνοδο του Ροβεσπιέρου. Η Mary Wollstonecraft έγινε επίσης στενή φίλη του και το 1788 ο Μπλέικ εικονογράφησε το έργο της Original Stories from Real Life. Μοιράζονταν ακόμη παρόμοιες απόψεις σχετικά με τη σεξουαλική ισότητα των δύο φύλων και το θεσμό του γάμου. Ο Μπλέηκ καταδίκαζε ανοιχτά την επιβεβλημένη αγνότητα της γυναίκας και τον προκαθορισμένο γάμο.
Ένα τραυματικό γεγονός στη ζωή του θα στιγματίσει τον βίο του το 1787: ο πολυαγαπημένος του αδερφός Ρόμπερτ πεθαίνει από φυματίωση, στα 24. Ο Μπλέικ βλέπει υποτίθεται τη ψυχή του νέου καθώς εγκαταλείπει το σώμα του και γίνεται μάρτυρας του πνεύματός του καθώς εισβάλει μέσα του: το γεγονός θα σφραγίσει έκτοτε τη ποίηση του μεγάλου λογοτέχνη. Το 1788 άρχισε να πειραματίζεται πάνω στη μέθοδο που θα χρησιμοποιούσε για να δημοσιεύσει τα ποιήματα του, όντας δύσπιστος απέναντι στους εκδότες της εποχής. Τελικά υιοθέτησε μια πρωτότυπη τεχνική εκτύπωσης συνδυάζοντας την ιδιότητα του χαράκτη και ζωγράφου με αυτή του ποιητή. Ιδιαίτερες λεπτομέρειες για την τεχνική του δεν είναι γνωστές. Η εκτύπωση αυτή περιλάμβανε σύμφωνα με εκτιμήσεις την εξής διαδικασία: αρχικά το γράψιμο των στίχων πάνω σε πλάκες χαλκού με τη βοήθεια μελανιού και πινέλων, χρησιμοποιώντας παράλληλα ένα ανθεκτικό στα οξέα μέσο. Στη συνέχεια οι πλάκες εμβαπτίζονταν σε οξύ προκειμένου να διαλυθεί ο μη επεξεργασμένος χαλκός. Στο τελικά στάδιο, οι πλάκες χρωματίζονταν με υδατοχρώματα και τοποθετούνταν μαζί ώστε να αποτελέσουν έναν ενιαίο τόμο.
Η Οικία της Οικογένειας Στο Σάσσεξ
Η μέθοδος αυτή ονομάστηκε από τον Μπλέικ, Πεφωτισμένη εκτύπωση (Illuminated printing) και συχνά τα έργα αυτής της μορφής αναφέρονται κι ως Πεφωτισμένα βιβλία. Χρησιμοποίησε τη φωτισμένη εκτύπωση για όλα τα του τα έργα από τη στιγμή που την επινόησε. Κάθε ένα απ’ αυτά αποτελούσε ένα μοναδικό έργο τέχνης. Θεωρούσε ότι η αυτόνομη δημοσίευση των βιβλίων θα μπορούσε να ελευθερώσει τον καλλιτέχνη από τη τυραννία της λογοκρισίας από την εκκλησία και το κράτος. Ο μελετητής του έργου του Geofrey Keynes, αναφέρει πως τα φωτισμένα βιβλία του Μπλέικ εμφανίζουν ομοιότητες με μεσαιωνικά χειρόγραφα που περιείχαν επίσης διακόσμηση. Σε μια επιστολή, ο Μπλέικ αναφέρει ακόμα πως τη μέθοδο αυτή του την αποκάλυψε ο νεκρός αδελφός του Ρόμπερτ όταν πρόβαλε μπροστά του σε ένα νυχτερινό όραμα.
Το 1790 μετακόμισε με τη γυναίκα του στο Lambeth, όπου θα παραμείνει την επόμενη 10ετία συνεχίζοντας να κατασκευάζει χαρακτικά για τα ποιήματά του και να εξελίσσει τις θεματικές του. Είναι μια ιδιαίτερη γόνιμη περίοδος για τον καλλιτέχνη: εκδίδει -πάντα με δικά του έξοδα, για να αποφύγει τη λογοκρισία του κράτους και της εκκλησίας- έργα όπως Το βιβλίο του Ούριζεν (1794), Ευρώπη: μια Προφητεία (1794), Το Τραγούδι του Λος (1795) και Το βιβλίο του Λος την ίδια χρονιά. Και βέβαια την ίδια εποχή (1790-1793) ολοκληρώνει τους μνημειώδεις Γάμους του Ουρανού και της Κόλασης, όλα τους τυπωμένα με τη μέθοδο της πεφωτισμένης εκτύπωσης
Το 1800, ο Μπλέικ αποδέχτηκε τη πρόσκληση του ποιητή William Hayley να μετακομίσει στο Σάσσεξ και να γίνει προστατευόμενός του, βοηθώντας τον οικονομικά. Από το 1800 εως το 1803, το ζεύγος Μπλέικ έζησε στο χωριό Φέλπχαμ (Felpham) του Σάσσεξ. Σε αυτό το διάστημα, συντηρούνταν οικονομικά από τον Χέιλι του οποίου έργα εικονογραφούσε. Επιπλέον, τη περίοδο αυτή, συνελήφθη με αστήρικτες κατηγορίες πως σε καιρό πολέμου ενεργούσε ενάντια στη χώρα του. Είναι γεγονός πως ήτανε πολέμιος των αξιών της Βρεττανικής Αυτοκρατορίας, κάτι που αποτύπωσε σαφώς και στα ποιήματά του, ωστόσο ποτέ δεν προέβη σε αντιεξουσιαστικές ενέργειες.
Η παραμονή στο Φέλπχαμ σημαδεύτηκε και από την ολοκλήρωση του ποιήματος Μίλτον (1803-1808). Αξίζει να αναφερθεί πως τονε θεωρούσε ως τον μεγαλύτερο των ποιητών, αν και παράλληλα πίστευε πως είχε υποπέσει και σε ολέθρια σφάλματα. Αύγουστο του 1803 ωστόσο θα κατηγορηθεί άδικα ότι ενεργούσε ενάντια στη χώρα του όταν επιτέθηκε κι εκδίωξε στρατιώτη που βρήκε στην ιδιοκτησία του ποιητή. Ο πραγματικός λόγος ήταν ωστόσο οι φιλελεύθερες ιδέες του: πίστευε στην Αμερικανική και Γαλλική Επανάσταση, ήταν υπέρμαχος της ισότητας των δύο φύλων κι είχε διαρκώς στο στόχαστρο τόσο τη Βρεττανική Αυτοκρατορία όσο και το θεσμό της εκκλησίας. Παρά τις δικαστικές περιπέτειες, αθωώθηκε Γενάρη του 1804 κι επέστρεψε τάχιστα με τη σύζυγό του στο Λονδίνο.
Το επόμενο σημαντικό του έργο ήταν οι εικονογραφήσεις του για μια έκδοση του Τάφου του Ρόμπερτ Μπλαιρ (Robert Blair) που εκδόθηκε το 1808 και συγκέντρωσε μεγαλύτερη προσοχή από όλα τα υπόλοιπα ποιητικά του έργα. Ωστόσο οι κριτικοί της εποχής δεν αντιμετώπισαν θετικά τις εικονογραφήσεις αλλά περισσότερο με διάθεση καχύποπτη και χλευαστική. Παρά το σημαντικό του έργο και τις μνημειώδεις εικονογραφήσεις τόσο σε δικά του ποιήματα όσο και σε αναγνωρισμένους ποιητές της εποχής (Μίλτον, Μπλερ κ.ά.), οι κριτικοί συνέχισαν να μη τον εκτιμούνε. Το 1804, άρχισε να γράφει και να εικονογραφεί τη περίφημη και προφητική Ιερουσαλήμ (1804-20), το πλέον φιλόδοξο έργο του, που έμελλε να είναι και το τελευταίο του. Ταυτοχρόνως, αρχίζει να εκθέτει με μεγαλύτερη συχνότητα ζωγραφικούς πίνακες, όπως τον Σατανά που καλεί τις στρατιές του, οι οποίοι ωστόσο είτε περιβάλλονται από εκκωφαντική ησυχία από πλευράς κριτικής είτε φέρνουν αντιθέτως σφοδρές επικρίσεις, κατηγορώντας τον δημιουργό τους ως κακότυχο παράφρονα! Συντετριμμένος από τις κακές κριτικές και την έλλειψη προσοχής στο έργο του, άρχισε προοδευτικά να αποσύρεται από το προσκήνιο, θεωρώντας πια κάθε προσπάθεια μάταιη. Από το 1809-1818, φιλοτέχνησε ελάχιστα χαρακτικά, τα οποία δεν αποπειράθηκε καν να πουλήσει, με τον ίδιο να μαστίζεται πια από φτώχεια και παράνοια.
Την περίοδο 1809-15 ολοκλήρωσε το τελευταίο και μακροσκελές προφητικό του βιβλίο, την Ιερουσαλήμ, ενώ αργότερα δημιούργησε και μια σειρά εικονογραφήσεων για το Βιβλίο του Ιώβ (Book of Job), που θεωρούνται ως η σημαντικότερη καλλιτεχνική παραγωγή του Μπλέικ. Το έργο του αυτό αποτέλεσε παραγγελία στις αρχές του 1820 του Τζον Λίννελ (John Linnell), μέλους μιας ομάδας καλλιτεχνών που αυτοαποκαλούνταν “Αρχαίοι”. Η ομάδα αυτή θαύμαζε το έργο του και τονε στήριξαν οικονομικά κι ηθικά στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Μετά την ολοκλήρωση της Ιερουσαλήμ έγραψε ελάχιστη ποίηση αλλά αφοσιώθηκε στη ζωγραφική και τη χαρακτική. Εξαίρεση αποτελεί το Αιώνιο Ευαγγέλιο (The Everlasting Gospel) που ολοκληρώθηκε το 1818.
Το 1819 ωστόσο αρχίζει να φιλοτεχνεί για σειρά από κεφάλια οραμάτων, ισχυριζόμενος ότι οι ιστορικές και φανταστικές μορφές που ενσάρκωσε εμφανίστηκαν πράγματι ενώπιόν του! Μέχρι το 1825, ο ζωγράφος είχε σχεδιάσει περισσότερα από 100 τέτοιες κεφαλές, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονταν ο βασιλιάς Σολομών, ο μάγος Μέρλιν, ο «άνθρωπος που έφτιαξε τις πυραμίδες» κ.ά. Ακόμα και στο τέλος της ζωής του παρέμενε ακμαίος κι ιδιαίτερα οξυδερκής. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως προσπάθησε να μάθει ιταλικά με σκοπό να διαβάσει Δάντη. Σχεδίαζε επίσης να εικονογραφήσει τη Θεία Κωμωδία, έργο που ξεκίνησε περίπου το 1825 αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. Παρά την έλλειψη καταξίωσης και τη φτώχεια, δημιουργεί 21 μνημειώδεις εικονογραφήσεις για το βιβλικό Βιβλίο του Ιώβ αλλά και τη Κόλαση του Δάντη. Το 1824 αρχίζει να δημιουργεί άλλα 102 υδατογραφήματα για τη Θεία Κωμωδία του Δάντη, έργο που δεν θα ολοκληρώσει καθώς τονε πρόλαβε ο θάνατος. Στα τελευταία αυτά χρόνια της ζωής του, ο Μπλέικ μαστιζόταν από άγνωστη ασθένεια, που την αποκαλούσε «αρρώστια που δεν υπάρχει όνομα», με τα ξεσπάσματά της να τον αφήνουν ανήμπορο. Ο κορυφαίος καλλιτέχνης πέθανε στις 12 Αυγούστου 1827, πάμπτωχος και ξεχασμένος, σ’ ηλικία 70 ετών, στο Λονδίνο. αφήνοντας ατελείς δουλειές, όπως τη βιβλική Γένεση.
Όπως και στη ζωή έτσι και στο θάνατο, δεν έλαβε την αναγνώριση που του έπρεπε, με τους επικήδειους να παραείναι φειδωλοί στις φιλοφρονήσεις. Η Literary Chronicle, για παράδειγμα, περιορίστηκε να τον σκιαγραφήσει ως «έναν από τους ευφυείς αυτούς ανθρώπους … οι εκκεντρικότητες των οποίων ήταν πιο μνημειώδεις από τα επαγγελματικά τους κατορθώματα». Παραγνωρισμένος στη ζωή, θα έπαιρνε αργότερα τη θέση που του άξιζε στο πάνθεο της τέχνης ως ένας από τους γίγαντες λογοτεχνίας και ζωγραφικής, το όραμα του οποίου για τη ποίηση, τη ζωγραφική και την ένωσή τους θα πυροδοτούσε αναρίθμητες μελέτες για το έργο του και θα επηρέαζε φυσικά στρατιές ολόκληρες μελλοντικών καλλιτεχνών.
Ο Μπλέικ, που ισχυριζόταν ότι συνομιλούσε με αγγέλους και προφήτες, είναι ένας από τους κυριότερους εκφραστές του Ρομαντικού πνεύματος. Περιφρονεί τον κοινό νου και το καθαρό μυαλό του Νεοκλασικισμού, ενώ αποθεώνει τη Φαντασία, το Αιώνιο Σώμα του Ανθρώπου, την υπέρτατη αρχή του Ποιητικού Δαιμονίου: «αν δε υπήρχε το Ποιητικό ή το Προφητικό στοιχείο», δηλαδή το Ποιητικό Δαιμόνιο, γράφει, «το Φιλοσοφικό και το Πειραματικό θα ήταν ο κοινός παρονομαστής όλων των πραγμάτων, και τούτα θα ήταν ανίκανα για κάθε τι, εκτός από το να κάνουν τον ίδιο βαρετό κύκλο, πάλι και πάλι». Το Ποιητικό Δαιμόνιο, που το ταυτίζει με τον αληθινό Άνθρωπο, είναι η πηγή κάθε θρησκείας, τέχνης και φιλοσοφίας. Αντίθετα με τον Dante (Inferno) ή τον Milton (Paradise Lost), ο Μπλέικ αρνείται τον τιμωρητικό χαρακτήρα της Κόλασης, καθώς απορρίπτει την μανιχαϊκή πίστη στις ανταγωνιστικές αρχές του καλού και του κακού και παρουσιάζει ενοποιημένη εικόνα της ζωής και του Κόσμου, καθώς η ύλη κι η φυσική επιθυμία είναι κι αυτές μέρος της ίδιας θεϊκής κατάστασης.
Η διαλεκτική του μας θυμίζει τη δημιουργική σύζευξη των αντιθέτων στη φιλοσοφική αλχημεία ή στη Γιουνγκιανή ψυχολογία: «Δίχως τα Αντίθετα», γράφει», «δεν υπάρχει κίνηση… Έλξη και Άπωση, Λογική και Ενέργεια… είναι απαραίτητα για την ανθρώπινη ύπαρξη». Ή, όπως παρατηρεί ο David Daiches , δεν υπάρχει δρόμος που να μας οδηγεί στη σοφία ή «πίσω, στην αθωότητα∙ υπάρχει μονάχα ένας δρόμος που μας οδηγεί… προς ένα ολοκληρωμένο όραμα, διαμέσου της εμπειρίας». Κι ο δρόμος αυτός «περνά από τη θλίψη και την παραμόρφωση». Οι παράδοξες και διαβολικές Παροιμίες, (υπάρχουνε παρακάτω αποσπάσματα), έρχονται σε αντίθεση με τις συμβατικές αντιλήψεις της εποχής, καθώς προτείνουνε την απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά της θρησκευτικής και πολιτικής καταπίεσης.
Ωστόσο, ο ριζοσπάστης Μπλέικ, ο σκληρός κοινωνικός κριτικός, ο θεωρούμενος ως είδος λογοτεχνικού προδρόμου του Μαρξισμού και μέγας αντίπαλος της οργανωμένης θρησκείας, γράφει στον William Hayley: «μεθύσκομαι, πληρούμαι δια του πνεύματος… Ευχαριστώ τον Θεό που τράβηξα το δρόμο μου χωρίς να μου λείψει το θάρρος» (23 Οκτ. 1804). Και στις 4 Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς συμπληρώνει: «θα συνεχίσω το ταξίδι μου με τη βοήθεια του Κυρίου και Θεού». Αλλά ο Θεός του αιρετικού Μπλέικ είναι ερωτευμένος με το εφήμερο κι εκφράζεται μέσω του ανθρώπου, του ποιητή, του δημιουργού, με τη βοήθεια του Ποιητικού Δαιμονίου: «γίνεται όπως είμαστε, για να γίνουμε όπως είναι». Έτσι, στο έργο αυτό δε γράφει διαβολικό μανιφέστο αλλά δοξάζει την ιερότητα της ζωής: «Ό,τι ζει είναι ιερό» γράφει στους Γάμους. Κι αναρωτιέται, γράφοντας για ένα κόσμο όπου «Το Θηρίον κι η Πόρνη κυβερνούν ασύδοτα»: «Τί εννοούν αυτοί οι Απατεώνες όταν μιλούν για Αρετή; Μήπως τον Πόλεμο και τη φρίκη του και τους Ηρωικούς του Παλιανθρώπους»;
Η στάση των κριτικών απέναντι στον Ουίλιαμ Μπλέικ, την εποχή που έζησε, κυμάνθηκε από την καχυποψία και την επιφύλαξη ως την απόλυτη εχθρότητα. Ακόμα, οι οραματισμοί του εκλαμβάνονταν από την πλειοψηφία ως δείγμα παραφροσύνης του. Ο Μπλέικ συχνά απογοητευόταν καθώς έβλεπε πως η δουλειά του αντιμετωπιζόταν με χλεύη. Το 1809 διοργάνωσε μια ιδιωτική έκθεση των πινάκων του με σκοπό να δημοσιοποιήσει το έργο του αλλά και να το υπερασπιστεί. Η έκθεση αυτή έτυχε ωστόσο πολύ ψυχρής υποδοχής. Ενδεικτική είναι η κριτική που άσκησε η εφημερίδα The Examiner:
“…ο Ουίλιαμ Μπλέικ, ένας δυστυχής παράφρων, ακίνδυνος κατά τα άλλα και γι’ αυτό έξω από το άσυλο, θα περνούσε εντελώς απαρατήρητος αν δεν διακήρυσσαν δημόσια τον θαυμασμό τους για αυτόν πολλοί διακεκριμένοι καθηγητές και ερασιτέχνες. Οι έπαινοι τους οποίους οι κύριοι αυτοί επεφύλαξαν πέρυσι στις εικονογραφήσεις του Τάφου (του Robert Blair) που φιλοτέχνησε ο δυστυχής, κατόρθωσαν να τον ωθήσουν να δημοσιοποιήσει την τρέλλα του και έτσι να τον εκθέσουν και πάλι αν όχι στη χλεύη, στον οίκτο του κοινού“.
Ο ίδιος ο Μπλέικ, υπερασπιζόμενος κάποτε το έργο του, παρατήρησε:
“Το Υψηλό παραμένει κατ’ ανάγκη σκοτεινό για τους Αδύναμους ανθρώπους. Αυτό που μπορεί να είναι σαφές για έναν ηλίθιο δεν είναι άξιο της προσοχής μου“.
Σήμερα αναγνωρίζεται ως ο αυθεντικότερος και πιο εκλεκτός από τους ρομαντικούς ποιητές και θεωρείται μια από τις σημαντικότερες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Είναι κοινή διαπίστωση των μελετητών του, πως η αξία του Μπλέικ δεν περιορίζεται μόνο στο γεγονός πως αποτέλεσε έναν αξιόλογο ρομαντικό ποιητή αλλά κυρίως στο ότι κατόρθωσε παράλληλα να δημιουργήσει και να απεικονίσει ένα εξαιρετικά πολύπλοκο προσωπικό μυθολογικό σύστημα.
=====================================

Κάιν
Ο Λωτ & Οι Θυγατέρες Του
Ο Θεός Πλάθει Τον Αδάμ
Ο Μινώταυρος
Ο Σατανάς Καλεί Τις Στρατιές Του
2 μορφές από τις 100 που οραματίστηκε

Ερημίτης


Αρχαίες Ημέρες Κρεμασμένος Νέγρος

Θάνατος


Το Δίχτυ Της Θρησκείας Σαμψών


Χαρούμενη Μέρα Προσευχή

Θυσία Του Αβραάμ

Όμπερον, Τιτάνια & Πουκ Χορεύουν Με Τα Ξωτικά

Ναβουχοδεινόσαυρος

Ο Διάβολος Τιμωρεί Τον Ιωβ Με Φλύκταινες Στο Κορμί

Ύμνος Φεγγαριού

Τα Φίδια Του Ποσειδώνα Κατασπαράσσουν Τους Γιους Του Λαοκόοντα

Πάπας-Νυχτερίδα

Ανεμοστρόβιλοι Εραστών Κόλαση Δάντη

Ο Νεύτων Κάνει Υπολογισμούς

Η Βεατρίκη Οδηγεί Τον Δάντη

Ο Τίγρης Της Οργής
