Βιογραφικό
Ο Τζιοβάνι Μποκάτσιο ήταν Ιταλός συγγραφέας και ποιητής, μαθητής και φίλος του Πετράρχη (Petrarch), σημαντικός ανθρωπιστής της Αναγέννησης. υπήρξε συγγραφέας ενός αξιοσημείωτου αριθμού έργων, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνεται το Δεκαήμερον και το Περί Διασήμων Γυναικών. Οι χαρακτήρες του είναι ξεχωριστοί για την εποχή τους, δεδομένου πως είναι ρεαλιστικά, εύψυχα κι έξυπνα άτομα που στηρίζονται στη πραγματικότητα, αντίθετα με τους χαρακτήρες των συγχρόνων του, που ενδιαφέρθηκαν για τις μεσαιωνικές αρετές της ιπποσύνης, της ευσέβειας, και της ταπεινότητας.
Οι ακριβείς λεπτομέρειες της γέννησής του μας είναι άγνωστες. Βεβαιωμένον όμως πως ήτανε παράνομος γιος ενός φλωρεντινού τραπεζίτη και μιας άγνωστης γυναίκας. Ένας πρώτος βιογράφος ισχυρίστηκε πως η μητέρα ότι του ήτανε παριζιάνα και το Παρίσι γενέτειρά του, αλλ’ αυτό απορρίπτεται κατά ένα μεγάλο μέρος ως ρομαντικό. Ο τόπος γέννησής του είναι πιθανότερο η Τοσκάνη, ίσως το Certaldo, τη κωμόπολη του πατέρα του.
Γεννήθηκε 17 Ιουνίου 1313 στο Τσερτάλντο και μεγάλωσε στη Φλωρεντία, ήταν νόθος γιος του Μποκάτσιο ντι Κελλίνο (Boccaccio di Chellino), πλούσιου έμπορου και μιας άγνωστης κοπέλας ταπεινής καταγωγής. Ο πατέρας του τον αναγνώρισε ως γιο του και τον πήρε το 1327 στη Νάπολη, όπου ασχολείτο με το εμπόριο. Αυτός όμως δε συμπάθησε το εμπόριο και τις αναγκαστικές σπουδές στο Εκκλησιαστικό Δίκαιο κι από το 1334 ξεκίνησε να δημοσιεύει έργα του. Σε μια οικονομική κρίση το 1340, αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Φλωρεντία, όπου το 1350 γνώρισε τον Πετράρχη και τελείωσε το γνωστότερο έργο του το Δεκαήμερο. Πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του ακολουθώντας τις μετακινήσεις του Πετράρχη, με ανθρωπιστικές μελέτες και συγγράφοντας.
Ο πατέρας του εργαζόταν για τη Compagnia dei Bardi κι είχε παντρευτεί εν τω μεταξύ το 1320 τη Margherita del Mardoli, κόρη επιφανούς οικογένειας. Θεωρείται πως έλαβε 1η εκπαίδευση δίπλα στον Giovanni Mazzuoli κι εκεί είχε μια πρώτην εισαγωγή στον Δάντη (Dante Alighieri). Το 1326 μετακομίσανε στη Νάπολη με την οικογένειά του, όταν ο πατέρας του διορίστηκε διευθυντής σε μια τράπεζα εκεί κι ήθελε να κάμει τον γιο του τραπεζίτη κι έτσι τονε τοποθέτησε ως μαθητευόμενο, αλλά ο γιος δεν ήθελε να ‘χει καμμιά σχέση με το εμπόριο και τα οικονομικά. Έπεισε τελικά τον πατέρα του να τον αφήσει να μελετήσει νομικά στο Studium στη Νάπολη, για τα επόμενα 6 έτη. Κατόπιν ακολούθησε το ενδιαφέρον του για τις επιστημονικές και λογοτεχνικές μελέτες.
Ο πατέρας του τον έμπασε στη ναπολιτάνικη αριστοκρατία και το γαλλικά-επηρεασμένο δικαστήριο του Ροβέρτου Σοφού (Βασιλιάς Robert της Νάπολι) στα 1330. Τότε ερωτεύτηκε μια παντρεμένη κόρη του Ροβέρτου, που αργότερα, αναγνωρίστηκε σαν η Fiammetta, σε πολλά από τα ρομαντικά πεζογραφήματά του, ιδιαίτερα το Filocolo (1338). Ο Βοκάτσιο έγινε φίλος του φλωρεντινού Niccolò Acciaioli κι ωφελήθηκε από την επιρροή του ως διοικητή κι ίσως, εραστή της Catherine Valois-Courtenay, χήρα του Philip I του Taranto. Ο Acciaioli έγινε αργότερα σύμβουλος στη βασίλισσα Ιωάννα και τελικά, ο ‘μεγάλος φροντιστής της’.
Φαίνεται πως και τα νομικά δε τα συμπάθησε πιότερο από τα οικονομικά, αλλά οι σπουδές αυτές του αφήναν μεγάλο περιθώριο για ευρύτερη μελέτη, εκεί που λαχταρούσε η καρδιά του και παράλληλα να δημιουργεί επαφές με τη καλή κοινωνία κι άλλους συντρόφους μελετητές. Οι 1ες επαφές του περιέλαβαν τους: Paolo da Perugia (έφορος αρχαιοτήτων και συγγραφέας μιας συλλογής μύθων, το Collectiones), τους ανθρωπιστές Barbato Da Sulmona και Giovanni Barrili και τον θεολόγο Dionigi Di Borgo San Sepolcro.
Τη 10ετία του ’30, έγινε πατέρας 2 παράνομων γιων, του Μάριο και του Τζούλιο και του ’40, μιας επίσης παράνομης κόρης, της Βιολάντε. Στη Νάπολη, κατάλαβε τελικά τη πραγματική του κλίση, τη ποίηση και γενικά τη λογοτεχνία. Εκείνη την εποχή, βλέπουνε το φως έργα όπως το Filostrato, που είναι προπομπός του Τρωίλου του Τσόσερ (Criseyde Chaucer), το Teseida, το Filocolo και το La Caccia Di Diana, έργο μιας εποχής που ‘ταν επηρεασμένη από τον Πετράρχη.
Το 1341 επιστρέφει εσπευσμένα στη Φλωρεντία, για ν’ αποφύγει τη πανούκλα, αλλά ταυτόχρονα χάνει την επίσκεψη του Πετράρχη στη Νάπολη, την ίδια χρονιά. Ο πατέρας του είχεν επιστρέψει νωρίτερα εκεί, το 1338 κι είχε χρεωκοπήσει και σα να μην έφτανε τούτο, ακολούθησε κι ο θάνατος της μητέρας του σε λίγο. Ο Βοκάκιος είχε δυσαρεστηθεί από την άφιξή του στη Φλωρεντία, μα συνέχιζε να γράφει. Ο πατέρας του ξαναπαντρεύεται τη Bice Del Bostichi και λίγον αργότερα, το 1344 αποκτά έναν ακόμα γιο τον Jacopo, μιας κι όλα του τα παιδιά από τον 1ο γάμο, εκτός του Τζιοβάνι, είχανε πεθάνει.

Το 1347 αναγκάζεται να ξαναφύγει γι’ άλλη μια φορά, λόγω πανούκλας, που τελικά σκότωσε τα 3/4 του πληθυσμού της Φλωρεντίας κείνη την εποχή, γεγονός που το εμφανίζει στο Δεκαήμερό του, λίγον αργότερα. Τούτη τη φορά καταφεύγει στη Ραβένα και λίγο μετά, το 1349 ξεκινά να δουλεύει το Δεκαήμερο, τη χρονιά κείνη που ‘χασε τον πατέρα του, ενώ τη θετή του μητέρα την είχε χάσει νωρίτερα στη πανούκλα (πάντως δεν είναι εξακριβωμένο αν παρεβρισκόταν εκεί, τη μαύρη κείνη περίοδο της αρρώστιας). Το έργο τελειώνει το 1352 κι ήταν από τις πιο ώριμες δουλειές του, αν εξαιρέσουμε τον Μισογύνη Κορμπάτσιο (1355-1365) κι ένα ξαναπέρασμα του Δεκαημέρου στα 1370-71. Αυτό το χειρόγραφο έχει σωθεί στις μέρες μας.
Από το 1350 και μετά, ανέλαβε να προωθήσει τις θέσεις του βασιλείου, σ’ άλλες ευρωπαϊκές πόλεις και παράλληλα τη μελέτη της ελληνικής γλώσσας, προβάλλοντας τους αρχαίους: Όμηρο, Ευρυπίδη κι Αριστοτέλη. Τον Οκτώβρη του 1350 φιλοξένησε τον Francesco Petrarca κι η συνάντηση των δυο αντρών ήταν εξαιρετικά καρποφόρα. Ο Βοκάκιος προσφωνούσε τον Πετράρχη ‘δάσκαλό’ του κι εκείνος ήτανε που του άνοιξε τις πύλες των αρχαίων ελλήνων συγγραφέων και τον ενθάρρυνε να τους μελετήσει. Αποτέλεσμα ήταν η συγγραφή του Gentilium Deorum Genealogia μιας μελέτης για τη Κλασσική Μυθολογία κι έμεινε σα σημείον αναφοράς για πάνω από 400 χρόνια.
Ο Πετράρχης όμως δε τον επηρέασε μόνο σ’ αυτά, αλλά κι εκτρέποντάς τον προς κάποιον ασκητισμό. Από ανοιχτός ανθρωπιστής του “Δεκαημέρου” γίνεται πιο θρήσκος και λένε πως αποκηρύττει τότε όλα τα προηγούμενα γραπτά του, συμπεριλαμβανομένου και του Δεκαήμερου ως το πιο βέβηλο. Βέβαια σ’ αυτό βοήθησε κι η συναναστροφή του με τον Πάπα Ιννοκέντιο VI το 1362. Το 1365 αναλαμβάνει ξανά διπλωματικές αποστολές και καταφέρνει να τις φέρει σε πέρας μ’ επιτυχία. Σε μιαν απ’ αυτές συναντά τον Πάπα Ουρβανό V.
Από τις τελευταίες εργασίες του, πιο αξιοσημείωτες ήταν οι ηθοπλαστικές βιογραφίες: De Casibus Virorum Illustrium (1355-1374) & De Mulieribus Claris (1361-1375), καθώς κι ένα λογοτεχνικό λεξικό καλλιτεχνικών τάσεων κι επιδράσεων με βάση γεωγραφικά κριτήρια, με τον …απελπισμένο τίτλο -για τη δημιουργία της λέξης ‘γεωγραφία’- De Montibus, Silvis, Fontibus, Lacubus, Fluminibus, Stagnis Seu Paludibus Et De Nominibus Maris Liber.
Eπίσης, έδωσε μια σειρά διαλέξεων για τον Δάντη στο Ναό Santo Stefano, το 1373, που αποτέλεσε τη νέα και βελτιωμένη εργασία του (απ’ αυτή του 1350 με το ίδιο θέμα) το, Eposizioni Sopra La Commedia Di Dante. H αλλαγή δεν ήτανε μόνον εξ αιτίας της συναναστροφής του με τον Πετράρχη ή τη διαφοροποίηση του στα θρησκευτικά και πολιτικά ‘πιστεύω’, αλλά κι η ηλικία σε συνδυασμό με τη χειροτέρεψη της υγείας του, που ‘χανε σαν αποτέλεσμα τη μείωση της σωματικής του ρώμης και της πνευματικής, ενδεχομένως, διαύγειας. Επίσης και στις πάμπολλες ερωτικές του απογοητεύσεις κι αυτό εξηγεί πως ο αγαπών τις γυναίκες Βοκάκιος έγραψε τον Μισογύνη Κορμπάτσιο. Τέλος, ο θάνατος του Πετράρχη (1374), -που νωρίτερα είχε καταφέρει να τονε πείσει να κάψει όλες του τις εργασίες και προσφέρθηκε μάλιστα να του αγοράσει όλη τη βιβλιοθήκη του, ώστε να γίνει δικό του κτήμα-, τον έθλιψε τόσον, ώστε έγραψε μια σειρά ποιημάτων και τα συμπεριέλαβε στη τελευταία του ποιητική συλλογή με τίτλο Rime.
Στα τέλη του 1375 είχεν ήδη προβλήματα υγείας και παχυσαρκίας κι έτσι στις 21 Δεκέμβρη, πέθανε από καρδιακή προσβολή, σ’ ηλικία 63 ετών και θάφτηκε στο Certaldo, όπου και βρίσκεται το μνήμα του μέχρι και σήμερα.
Ο Ιταλός ποιητής και λογοτέχνης Τζιοβάνι Μποκκάτσιο, θα επηρεαστεί όπως κι όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς της εποχής του από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Στην Ιταλία την εποχή εκείνη άρχισε να ανθίζει με κέντρο τη Φλωρεντία μία μεγάλη λογοτεχνική κίνηση με κύριους εκπροσώπους το Δάντη, τον Πετράρχη, αρκετά αργότερα τον Πιέτρο Μπέμπο κι άλλους. Αξιοσημείωτη είναι βέβαια και η ανάπτυξη διαφόρων ρευμάτων στο χώρο της τέχνης. Χαρακτηριστική είναι η αρχετυπική μορφή του αναγεννησιακού καλλιτέχνη Λεονάρντο ντα Βίντσι, αλλά και του Μικελάντζελο, ο οποίος άσκησε μεγάλη επίδραση στην ανάπτυξη της δυτικής τέχνης.
Ο Βοκάκιος, ο οποίος υπήρξε μαθητής του Πετράρχη, το 1350-53 θα τελειώσει το σπουδαιότερο έργο του, το Δεκαήμερο χρησιμοποιώντας τη λαϊκή γλώσσα ή όπως λέει ο ίδιος, γράφει στο Φλωρεντινό ιδίωμα. Το έργο αποτελείται από εκατό διηγήματα χωρισμένα σε δέκα μέρη κι από ένα προοίμιο στο οποίο αναγγέλλεται από τον κάθε οργανωτή ή βασιλιά της ημέρας το θέμα γύρω από την αφήγηση των ιστοριών. Στο τελευταίο προοίμιο, ο συγγραφέας περιγράφει με μεγάλη ένταση την επιδημία της πανώλης, που το 1348 είχε πλήξει την Ευρώπη και σάρωσε τη Φλωρεντία.
Όπως ο ίδιος μας λέει στην αρχή της πρώτης μέρας του Δεκαήμερου, το 1348 στη Φλωρεντία, την ωραιότερη πόλη ανάμεσα στις περιφημότερες πόλεις της Ιταλίας, χίμηξε άγρια η θανατηφόρα επιδημία της πανώλης. Η δε ένταση της ήταν τόσο μεγάλη ώστε τα νεκροταφεία δεν επαρκούσαν για όλους τους ενταφιασμούς. Έτσι, έσκαβαν μεγάλους λάκκους στους οποίους έριχναν τα πτώματα κατά εκατοντάδες, όπως μέσα στο αμπάρι ενός καραβιού στοιβάζονται τα εμπορεύματα, ενώ πολλοί σφετερίζονταν το επάγγελμα του νεκροθάφτη.
Το σπίτι του σήμερα
Ωστόσο, μέσα σε αυτό τον ορυμαγδό εφτά κυρίες, ντυμένες πένθιμα και τρεις νέοι θα συναντηθούν σε μία εκκλησία. Εκεί θα συναποφασίσουν, πάνω στην κορύφωση της απελπισίας τους, να φύγουν από τη πόλη μαζί με τους υπηρέτες τους και να συγκατοικήσουν σ’ ένα θαυμάσιο πύργο μόλις δύο μίλια έξω από τα τείχη της πόλης, όπου θα περάσουν δέκα ημέρες διηγούμενοι ιστορίες για την αγάπη, τα ανθρώπινα πάθη, την τύχη, το πεπρωμένο και την αναγέννηση. Παρά το γεγονός πως τα διηγήματα των νέων δεν έχουν χρονολογική τοποθέτηση, κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η υποκρισία των ανθρώπων, αλλά και ο πόθος για λαγνεία, ο οποίος καταγράφεται σε όλες τις κοινωνικές τάξεις των τολμηρών τους ιστοριών μέσα από μία ελευθεριάζουσα για την εποχή αφήγηση. Έτσι, ο ερωτικός τους χαρακτήρας μαζί με την αντιεκκλησιαστική τους στάση για τα καθιερωμένα της εποχής αποτελεί και τον κύριο λόγο για τον οποίο το έργο είχε καταστεί τόσο γνωστό.
O Μελάς στον πρόλογο της κριτικής του για το Δεκαήμερο χαρακτηρίζει το Βοκάκιο ως ρεαλιστή, γυναικολάτρη και κοσμικό ερωτολόγο ή αλλού σαρκολάτρη και πιο ανθρώπινο σε αντιδιαστολή με τους ασκητές Δάντη (θεολάτρη ή θεόπνευστο) και Πετράρχη (ιδεολάτρη ή ιδανιστή). Ενώ σε άλλο σημείο μας λέει πως ο Βοκάκιος “Πιστεύει στη παντοδυναμία του έρωτα, σε κάθε κοινωνική τάξη, σε μεγάλους και μικρούς, […] κοσμικούς και κληρικούς“.
Στην Ελλάδα λόγω της υποκριτικής αντίληψης της καθεστηκυίας τάξης, η παρουσία του έργου του τον 20ό αι. υπήρξε περιορισμένη. Ο Βοκκάκιος και το έργο του προκαλούσαν συζητήσεις κι απαγορεύσεις, καθώς ακόμη και τη 10ετία του ’50, είχανε λάβει χώρα ακραίες καταστάσεις και γεγονότα. Ο Βοκκάκιος βρέθηκε στο εδώλιο του κατηγορουμένου, κηρύχτηκε ένοχος και το Δεκαήμερο κατασχέθηκε αφού:
“Συμφώνως προς τελευταίαν καταδικαστικήν απόφασιν του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών είναι επικίνδυνος δια την ελληνικήν νεολαίαν και το μέσον ελληνικόν αναγνωστικόν κοινόν. Το “Δεκαήμερον” δεν επιτρέπεται πλέον να εμφανίζεται εις την Ελλάδα, αφού εκδόται του ετιμωρήθησαν επειδή το εκυκλοφόρησαν εις (λογοτεχνικήν, πλήρη και με σύντομον κατατοπιστικόν πρόλογον) μετάφρασιν. Ή πρέπει να εμφανίζεται μερικώς, αποσπασματικώς, “κεκαρθαμένον από παντός απρεπούς λόγου“.
– Εφημερίδα Ελευθερία, 29/5/1955, σελ. 1.
Αξίζει μάλιστα να αναφερθεί η εισαγωγή που κάνει ο Γεράσιμος Σπαταλάς στο προοίμιο της μετάφρασης του Δεκαήμερου για να παρουσιάσει τον Βοκκάκιο και την απήχησή του: “Για τον μεγάλο Βοκκάκιο … πολύ λίγα πράγματα έχουν γίνει γνωστά στον τόπο μας, κι αν πω πως ο μέγας εκείνος άνθρωπος και λογοτέχνης είναι παρεξηγημένος και θεωρείται από τους περισσότερους σαν κάποιος κοινός πορνογράφος … δεν θα άπεχα και πολύ από την αλήθεια“.
Και πράγματι είναι ένας παρεξηγημένος λογοτέχνης, καθώς μέσα από τον καυστικό και σατιρικό τρόπο των αφηγήσεών του, με πολύ χιούμορ και οξύνοια, σχολιάζει χωρίς συναισθηματισμούς όλους τους τύπους των ανθρώπων, από όποια κοινωνική τάξη και αν προέρχονται, μιας και ξεσκεπάζει τ’ ανθρώπινα πάθη που κυοφορούνται σε όλες τις κοινωνικές βαθμίδες: από βασιλιάδες ή πριγκίπισσες μέχρι ζητιάνους, από κληρικούς ή καλόγερους μέχρι πόρνες και από μεγαλέμπορους ή χωρικούς μέχρι τοκογλύφους και αυλικούς.
Aν και παρεξηγημένος, θεωρείται γενικότερα μεγάλος και διάσημος συγγραφέας σχεδόν αποκλειστικά από το Δεκαήμερο και τις τολμηρές του ιστορίες. Δίκαια λοιπόν ο Ιταλός νομπελίστας ποιητής Τζουζέπε Καρντούτσι (1835-1907) έγραψε: “Κανένας έπειτα από τον Δάντη και πριν από τον Σαίξπηρ δε δημιούργησε όπως ο Βοκάκιος τόσα διάφορα πρόσωπα σε τόσο διαφορετικές συνθήκες“.
Το μνήμα του
Αξίζει δε να σημειωθεί η μεγάλη επίδραση του Δεκαημέρου ακόμη στο χώρο της 7ης τέχνης. Οι αδελφοί Ταβιάνι θα μεταφέρουν στην οθόνη το 2015 πέντε ιστορίες μέσα από την δική τους οπτική, ενώ ο μεγάλος αιρετικός του Ιταλικού σινεμά Παζολίνι, που προηγήθηκε κατά 45 χρόνια, χειρίστηκε μέσα από τη δική του θεώρηση κι οπτική αισθητική, εννέα συνολικά ιστορίες, από τις οποίες όμως καμιά δεν συμπίπτει με κείνες των Ταβιάνι. Ήδη όμως από το 1962 ο Μάριο Μονιτσέλι, ο Φεντερίκο Φελίνι, ο Λουκίνο Βισκόντι κι ο Βιτόριο ντε Σίκα θα μεταφέρουν το διαχρονικό πνεύμα του Βοκάκιου και ειδικότερα του Δεκαημέρου του, στη σύγχρονη εποχή.======================
Βάζοντας Το Διάολο Στη Κόλαση
Στη πολή Κάπσα στη Μπαρμπαριά, ζούσεν ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος, που ανάμεσα στ’ άλλα του παιδιά είχε και μιαν όμορφη και χαριτωμένη κόρη, που τη λέγαν Αλιμπέχ. Δεν ήτανε χριστιανή, αλλ’ ακούγοντας πολλούς χριστιανούς που μένανε στη πόλη, να εξυμνούν ένθερμα τη πίστη τους και το να υπηρετεί κανείς το Θεό, μια μέρα ρώτησεν έναν απ’ αυτούς με ποιό τρόπο θα μπορούσε κανείς ν’ αφιερωθεί στην υπηρεσία του Θεού. Ο άλλος απάντησεν ότι καλύτερα υπηρετούσανε το Θεό μόνον όσοι απείχαν από τα εγκόσμια, όπως εκείνοι που ‘χανε καταφύγει στη μοναξιά της ερήμου της Θήβα. Το κορίτσι, δεκατεσσάρω χρονώ, το πολύ και πολύ αγαθό, παρακινημένο, όχι από τη λογική επιθυμία, αλλ’ από παιδιάστικη φαντασία, ξεκίνησε κρυφά την επόμενη μέρα να πάει εντελώς μόνη της στην έρημο Θήβα, χωρίς να πει σε κανένα το σκοπό της.
Έπειτα από μερικές μέρες, με την επιθυμία της ακόμα ζωντανή, τα κατάφερε μ’ αρκετό κόπο να φτάσει στην εν λόγω έρημο και βλέποντας μια καλύβα στον ορίζοντα, πήγε κατά κει και βρήκε στη πόρτα έναν άγιο άνθρωπο, που ξαφνιάστηκε σαν την είδε και τη ρώτησε τί γύρευε. Του απάντησε πως είχεν εμπνευστεί από τον Θεό κι ότι ξεκίνησε την αναζήτησή της για να μπει στην υπηρεσία Του κι έψαχνε τώρα κάποιον που θα της δίδασκε πως άρμοζε να Τον υπηρετεί. Ο άξιος άντρας, βλέποντας πως ήταν νέα και πολύ όμορφη κι επειδή φοβήθηκε πως αν τη φιλοξενούσε, θα ‘μπαινε σε πειρασμό από τον Διάβολο, την επαίνεσε για τον ευλαβικό σκοπό της κι αφού της έδωσε να φάει ρίζες βοτάνων, άγρια μήλα, χουρμάδες και νερό να πιει, της είπε:
-“Κόρη μου, όχι μακρυά από δω, βρίσκεται ένας άγιος άνθρωπος, που ‘ναι πολύ μεγαλύτερος δάσκαλος από μένα σ’ αυτό που συ αναζητείς. Πήγαινε λοιπόν εκεί” και την έστειλε στο δρόμο της.
Όταν όμως έφτασε στον άλλο μεγάλο δάσκαλο, πήρε κι από κείνον την ίδιαν απάντηση και προχωρώντας κι άλλο έφτασε στο κελί ενός νεαρού ερημίτη, ενός ανθρώπου ευλαβούς κι αγαθού, που τ’ όνομά του ήτανε Ρούστικο και στον οποίον έκανε την ίδιαν ερώτηση όπως και στους άλλους. Εκείνος θέλοντας να δοκιμάσει τη δική του πίστη, δε την έδιωξε, όπως είχανε κάνει οι άλλοι, αλλά τη δέχτηκε στο κελί του κι όταν ήρθεν η νύχτα της έφτιαξε ένα μικρό κρεβάτι με φύλλα φοίνικα και τη προσκάλεσε να πλαγιάσει και να ξεκουραστεί. Αφού έγινεν αυτό, οι πειρασμοί δεν άργησαν να πολεμάνε τη δύναμη της αντοχής του, που ‘χε κλονιστεί σημαντικά και σχεδόν τον είχεν εγκαταλείψει κι έτσι χωρίς να περιμένει και πολλά χτυπήματα, παραιτήθηκε του αγώνα και παραδέχτηκε πως είχεν ηττηθεί. Μετά, παραμερίζοντας ευλαβικές σκέψεις, δεήσεις κι εξαγνισμούς, άρχισε να στριφογυρίζει στη μνήμη του τα νιάτα και την ομορφιά της νεαρής κόρης και να σκέφτεται τί τρόπο να βρει, ώστε να κερδίσει αυτό που επιθυμεί χωρίς να περάσει για διεφθαρμένος.
Έτσι, την άλλη μέρα, κάνοντάς της ερωτήσεις, ανακάλυψε πως δεν είχε γνωρίσει ποτέ άντρα και πως ήτανε τόσον αγαθή, όσον ακριβώς φαινότανε και για το λόγον αυτό, συλλογιζόταν ότι με το πρόσχημα της υπηρεσίας του Θεού, θα μπορούσε να την απολαύσει. Σε πρώτη φάση, της εξήγησε διεξοδικά πόσο μεγάς εχθρός του Θεού είναι ο Διάβολος και μετά της έδωσε να καταλάβει πως η μεγαλύτερη υπηρεσία που μπορούσε να προσφέρει κανείς στο Θεό ήτανε να βάλει τον Διάβολο στη Κόλαση, εκεί που τον είχε καταδικάσει Κείνος. Το κορίτσι ρώτησε:
-“Πώς μπορεί να γίνει αυτό;” κι εκείνος της απάντησε:
-“Θα το μάθεις αμέσως. Κάνε ό,τι κάνω κι εγώ…” και λέγοντας αυτά, έβγαλε τα λίγα ρούχα που φορούσε κι έμεινε τέλεια γυμνός. Το ίδιο έκαμε και το κορίτσι. Κατόπιν, έπεσε στα γόνατα, σα να ‘κανε προσευχή και την έβαλε να κάτσει στην αγκαλιά του. Έτσι καταπώς είχανε τα πράματα κι έτσι όπως είχανε φουντώσει πιότερο από ποτέ οι επιθυμίες του Ρούστικο, όταν είδε την ομορφιά της ολόγυμνη, ήρθε κι η ανάσταση της σάρκας. Η Αλιμπέχ το ‘δε και ξαφνιάστηκε.
-“Ρούστικο“, είπε, “τί είναι αυτό που ‘χεις εσύ και που σηκώνεται έτσι και που δεν έχω γω“;
-“Έχε πίστη κόρη μου“, της απάντησε, “αυτός είναι ο Διάβολος που σου ‘λεγα και κοίτα πόσο πολύ με τυραννά, που με το ζόρι αντέχω“.
-“Ευλογημένος να ‘ναι ο Κύριος!”, είπε τότε το κορίτσι, “Απ’ ό,τι βλέπω είμαι σε καλύτερη κατάσταση από σένα, γιατί εγώ δεν έχω κει κάτω Διάβολο”.
-“Σωστά!” ανταπάντησεν ο Ρούστικο, “Αλλά συ έχεις κάτι άλλο που δε το ‘χω γω, αντ’ αυτού…”
-“Και τί είναι αυτό;” ρώτησεν η Αλιμπέχ κι εκείνος σκεφτικός τάχα, απάντησε:
-“Εσύ έχεις τη Κόλαση και σου λέω ότι πιστεύω πως ο Θεός σ’ έστειλε δω για το καλό της ψυχής μου, γιατί όποτε αυτός ο Διάβολος θα με βασανίζει έτσι κι αν σ’ ευχαριστεί να δείξεις συμπόνοια σε μένα και να υπομείνεις να τονε βάλω πίσω στη Κόλαση, θα μου χαρίσεις τη μεγαλύτερη παρηγοριά και θα προσφέρεις στο Θεό πολύ μεγάλην ευχαρίστηση κι υπηρεσία. Τότε θα κάνεις όντως αυτό για το οποίο λες ότι ήρθες στα μέρη αυτά“!
-“Πράγματι, πατέρα μου, αφού εγώ έχω τη Κόλαση, ας γίνει έτσι όποτε επιθυμείς!” απάντησε το κορίτσι καλόπιστα.
-“Κόρη, να ‘σαι βλογημένη!” της είπεν ο Ρούστικο τρέμοντας από ανυπομονησία. “Ας πάμε λοιπόν κι ας τονε βάλουμε πίσω κει, για να μ’ αφήσει μετά στην ησυχία μου!” και λέγοντας αυτά, τη ξάπλωσε και τη δίδαξε τι πρέπει να κάνει για να φυλακίσουνε τον καταραμένο του Θεού. Το κορίτσι που δεν είχε ξαναβάλει κανένα Διάβολο μέχρι τότε στη Κόλασή της, τη πρώτη φορά ένιωσε κάποιο πόνο και για το λόγον αυτόν είπε στον Ρούστικο:
-“Αλήθεια πατέρα μου, αυτός ο Διάβολος πρέπει να ‘ναι πολύ κακό πράμα κι έχθρός κάθε πράξης του Θεού, αφού πονά και την ίδια τη Κόλαση, πόσο μάλλον όλα τ’ άλλα, όταν πας να τονε βάλεις πάλι κει“.
-“Κόρη“, απάντησεν αυτός, “δε θα συμβαίνει πάντα έτσι…” και μέχρι το τέλος έπρεπε να γίνει έξι φορές, πριν κουνήσουν από το κρεβάτι και τονε βάλανε στη Κόλαση ξανά, σε τέτοιο βαθμό που για την ώρα καταπολεμήσανε την έπαρση του κεφαλιού του κι έμεινε κει ήσυχα και πρόθυμα. Αλλά εκείνος γύριζε τις επόμενες μέρες ξανά και ξανά και το υπάκουο κορίτσι πάντα πρόσφερε τον εαυτό του για να του τονε βγάλει από μέσα του και να τονε βάζει μέσα της κι έτυχε η προσφορά αυτή ν’ αρχίζει να την ευχαριστεί πολύ και το ‘πε στον Ρούστικο:
-“Βλέπω τώρα καθαρά πως αυτοί οι καλοί άνθρωποι στη Κάπσα λέγαν αλήθεια, όταν διατείνονταν ότι ήτανε τόσο γλυκό πράμα να υπηρετείς τον Θεό, γιατί πράγματι δε θυμάμαι να ‘χω κάνει ποτέ τίποτε άλλο που να μου ‘δωσε τόση χαρά κι ευχαρίστηση όσο το να βάζω τον Διάβολό σου στη Κόλασή μου. Και γι’ αυτό πιστεύω πως όποιος δεν αφιερώνεται στην υπηρεσία του Θεού είναι ανόητος“! Έτσι κι εκείνη ερχότανε πολλάκις στον Ρούστικο και του ‘λεγε: “Πατέρα μου, ήρθα δω για να υπηρετώ το Θεό κι όχι να μένω άπραγη. Ας πάμε να βάλουμε τον Διάβολο πίσω στη Κόλαση!” κι όταν το κάναν έλεγε κείνη κατά τη διάρκεια: “Ρούστικο, δε ξέρω γιατί ο Διάβολος φεύγει από τη Κόλαση, γιατί αν έμενε εκεί όσο πρόθυμα μπαίνει και τονε δέχεται και τονε κρατά κείνη, δε θα ‘πρεπε να ξαναφύγει ποτέ“.
Μ’ αυτό το σκεπτικό, το κορίτσι προσκαλούσε πολλάκις τον Ρούστικο και τονε παρότρυνε να υπηρετήσουνε τον Θεό, που τόσον είχεν εξαφανίσει την έπαρση του Διαβόλου, που ο καημένος έτρεμε πότε θ’ αρχίσει να ιδρώνει ξανά η Κόλαση. Γι’ αυτό το λόγο αναγκάστηκε να της πει:
-“Ο Διάβολος δεν έπρεπε να τιμωρείται και να μπαίνει στη Κόλαση, κορίτσι μου, παρά μόνον όταν σήκωνε αλαζονικά ψηλά το κεφάλι του. Κι εμείς” πρόσθεσε, “με τη χάρη του Θεού, τον έχουμε παιδέψει τόσο που προσευχήθηκε στον Κύριό μας να τον αφήσει να κατοικήσει κει ήσυχος!” και με τα παρηγορητικά κι ενθαρρυντικά τούτα λόγια κατάφερε για κάμποσο διάστημα να της επιβάλλει νηνεμία. Παρολαυτά, όταν εκείνη είδε πως ο Ρούστικο δε της ζητούσε να βάλουνε τον Διάβολο στη Κόλαση του ‘πε μια μέρα:
-“Ρούστικο, ακόμα κι αν ο Διάβολός σου τιμωρήθηκε και δε σ’ ενοχλεί πια, η Κόλασή μου δε μ’ αφήνει σ’ ησυχία. Για τούτο λέω, πως καλά θα κάνεις να με βοηθήσεις με τον Διάβολό σου να μετριάσουμε τη μανία της Κόλασής μου, όπως κι εγώ με τη Κόλασή μου σε βοήθησα να εξαφανίσεις την αλαζονεία του Διαβόλου σου“!
Ο Ρούστικο που ζούσε με ρίζες και νερό, δε τα κατάφερνε ν’ ανταποκριθεί καλά στα καλέσματά της και της είπε πως χρειάζονταν πολλοί Διάβολοι, πάρα πολλοί, για να κατευνάσουνε τη Κόλασή της, αλλά πως θα ‘κανε ό,τι μπορούσε. Έτσι την ικανοποιούσε κάποιες φορές, αλλά ήτανε τόσο σπάνιες που ‘τανε σα να τάιζες λιοντάρι με σπόρους και το κορίτσι το καημένο, που πίστευε πως δεν υπηρετούσε τον Θεό τόσον επιμελώς όσο θα ‘πρεπε, παραπονιόταν αρκετά. Όσο γινόταν αυτή η μάχη ανάμεσα στον Ρούστικο και τον Διάβολό του και την Αλιμπέχ και τη Κόλασή της, από την έλλειψη δύναμης από τη μια κι από τη πολλήν επιθυμία, από την άλλη, φωτιά ξέσπασε στη Κάπσα κι έκαψε τον πατέρα της μες στο σπίτι τους, μαζί μ’ όλα του τα παιδιά και την υπόλοιπην οικογένειά της. Ως εκ τούτου κείνη έγινε μοναδική κληρονόμος όλης της περιουσίας. Για το λόγον αυτό, ένας νεαρός ονόματι Νεερμπάλ, που ‘χε ξοδέψει όλη τη δική του περιουσία στις γυναίκες, μαθαίνοντας πως είναι ζωντανή, ξεκίνησε να τη βρει.
Όταν τη βρήκε και πριν το δικαστήριο απλώσει το μακρύ του χέρι στη περιουσία της, προς μεγάλην ικανοποίηση του Ρούστικο, αλλά ενάντια στη θέλησή της, την έφερε πίσω στη Κάπσα, όπου τη πήρε γυναίκα του κι απέκτησεν έτσι δικαίωμα στη τεράστια περιουσία του πατέρα της. Εκεί, όταν οι γυναίκες τη ρωτήσανε σε τί υπηρετούσε τον Θεό στην έρημο, απάντησεν (ο Νεερμπάλ δεν είχεν ακόμα πλαγιάσει μαζί της) ότι τον υπηρετούσε βάζοντας τον Διάβολο στη Κόλαση κι ότι ο Νεερμπάλ είχε διαπράξει πολύ σοβαρή αμαρτία που τη πήρε από την υπηρεσία Του. Οι κυρίες τότε ρωτήσανε:
-“Πώς βάζει κανείς τον Διάβολο στη Κόλαση“;
Το κορίτσι λίγο με λόγια, λίγο με χειρονομίες τους το εξήγησε σαφώς κι εκείνες ξεσπάσανε σε τέτοια γέλια -ακόμα μπορεί να γελάνε- κι είπανε:
-“Μην ανησυχείς καθόλου, παιδί μου, γιατί αυτό γίνεται κι από δω κι ο Νεερμπάλ θα υπηρετήσει πολύ καλά τον Κύριο μαζί σου, σ’ αυτό το θέμα“.
Έτσι, από στόμα σε στόμα στη πόλη, έγινε συνηθισμένη παροιμία πως η μεγαλύτερη υπηρεσία που μπορούσε να προσφέρει κανείς στον Θεό, ήτανε να βάλει τον Διάβολο στη Κόλαση, τ’ οποίο σα γνωμικό πέρασε τη θάλασσα και χρησιμοποιείται πολύ εδώ. Για τον λόγο αυτό όλες εσείς οι νεαρές κυρίες, που χρειάζεστε τη χάρη του Θεού, μάθετε να βάζετε τον Διάβολο στη Κόλαση, γιατί αυτό πολύ ευχαριστεί Κείνον και πολύ ευχαριστεί και τα δυο μέρη και πολύ καλό μπορεί να προκύψει απ’ αυτό…
——————
Μια Ιστορία
Ζούσε κάποτε στο Αρέτσο ένας πλούσιος που τον έλεγαν Τοφάνο κι είχε πάρει για γυναίκα του μια ωραιότατη νέα που τη λέγανε Μαργαρίτα και που, χωρίς να ξέρει το γιατί, είχε αρχίσει αμέσως να τη ζηλεύει. Η γυναίκα του, βλέποντας ένα τέτοιο πράγμα, αγανάκτησε κι αφού τον ρώτησε πολλές φορές ποια είναι η αιτία της ζήλειας του, χωρίς εκείνος να ξέρει να της πει άλλο από γενικότητες και πονηριές, αποφάσισε να τον κάνει να σκάσει από εκείνο ακριβώς που φοβότανε.
Παρατηρώντας λοιπόν πως ένας νέος πολύ καθωσπρέπει, κατά την γνώμη της, τη γλυκοκοίταζε, άρχισε να ανταποκρίνεται. Κι όταν τα πράγματα προχωρήσανε τόσο ανάμεσα τους που δεν έλειπε παρά μονάχα να μπούνε τα λόγια σε πράξη, άρχισε να σκέφτεται η γυναίκα με ποιον τρόπο θα το κατόρθωνε. Γνωρίζοντας πως μέσα στις κακές συνήθειες του άνδρα της ήταν να πίνει, άρχισε να του παινεύει το ποτό και να τον παρακινεί για να πίνει πιο συχνά. Και τόσο τον έκανε να συνηθίσει το ποτό, που κάθε που το επιθυμούσε, τον έκανε να πίνει τόσο που μεθούσε. Κι όταν τον έβλεπε μεθυσμένο για τα καλά, τον έπαιρνε και τον έβαζε για ύπνο.
Έτσι συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον εραστή της και κατόπιν, σίγουρη πια, εξακολούθησε να συναντιέται πολλές φορές μαζί του. Και τόση εμπιστοσύνη απέκτησε στο μεθύσι του, ώστε όχι μόνο έφερνε τον εραστή σπίτι, αλλά πολλές φορές πήγαινε και στο δικό του, που δεν απείχε πολύ από το δικό της και περνούσε μεγάλο μέρος την νύχτας μαζί του. Ενώ λοιπόν η γυναίκα του εξακολουθούσε να φέρεται έτσι μαζί του, παρατήρησε εκείνος κάποια μέρα πως ενώ τον παρακινούσε να πίνει, εκείνη δεν έπινε καθόλου. Αυτό τον έκανε να υποψιαστεί, μήπως τον μεθούσε, όπως πραγματικά έκανε, για να μπορεί να ικανοποιεί τους πόθους της όταν αυτός κοιμότανε. Κι επιθυμώντας να βεβαιωθεί αν όντως συνέβαινε έτσι, χωρίς να έχει πιει την μέρα εκείνη, καμώθηκε τη νύχτα πως ήταν ο πιο μεθυσμένος άνθρωπος του κόσμου.
Η γυναίκα του τον πίστεψε και κρίνοντας πως δεν ήταν ανάγκη να του δώσει να πιει περισσότερο, τον έβαλε αμέσως για ύπνο. Μόλις έκανε αυτός ότι κοιμόταν, πήγε στο σπίτι του εραστή της κι έμεινε εκεί ως τα μεσάνυχτα. Ο Τοφάνο, μόλις έφυγε η γυναίκα του, σηκώθηκε αμέσως κι έκλεισε τη πόρτα από μέσα κι ύστερα πήγε στο παράθυρο για να δει πότε θα γυρίσει η γυναίκα του για να της αποδείξει πως γνώριζε για τα καμώματά της. Και περίμενε μέχρι που γύρισε. Όταν εκείνη βρήκε την πόρτα κλειδωμένη, πολύ στεναχωρήθηκε και άρχισε να προσπαθεί να την ανοίξει με τη βία. Ο Τοφάνο, αφού περίμενε πρώτα λίγο, τελικά της είπε:
-“Γυναίκα άδικα παιδεύεσαι, γιατί εδώ μέσα δεν είναι δυνατόν να ξαναμπείς. Πήγαινε ξανά εκεί που ήσουν ως τώρα και να είσαι βέβαιη πως δεν θα ξαναέρθεις εδώ μέσα, προτού σου κάνω την τιμή που αρμόζει στην πράξη σου, μπροστά στους γονείς σου και στους γείτονές μας“.
Η γυναίκα του άρχισε να τον παρακαλεί και να τον ορκίζει στο όνομα του Θεού να της ανοίξει, γιατί δεν ερχόταν από κει που υποψιαζόταν αλλά από μιας γειτόνισσας που είχε πάει να περάσει την ώρα της επειδή η νύχτα ήταν μεγάλη και δεν μπορούσε να κοιμάται τόσο πολύ ούτε να μένει ξάγρυπνη μονάχη της. Σα παρακάλια δεν ωφελούσαν σε τίποτε γιατί κείνο το ζωντόβολο ο άνδρας της το είχε βάλει σκοπό να μάθουν όλοι την ντροπή τους, εκεί που δεν την ήξερε κανείς. Η γυναίκα βλέποντας πως δεν την ωφελούσαν τα παρακάλια, άρχισε τις φοβέρες:
-“Αν δεν μου ανοίξεις, θα σε κάνω τον πιο δυστυχισμένο άνθρωπο στον κόσμο“.
Κι ο Τοφάνο της απάντησε:
-“Και σαν τί μπορείς να μου κάνεις“;
Η γυναίκα που ο έρωτας τής είχε τροχίσει το μυαλό με τις συμβουλές του, απάντησε:
-“Παρά να υποφέρω την ντροπή που θέλεις άδικα να μου δώσεις, θα προτιμήσω να πέσω στο πηγάδι που είναι εδώ δίπλα, κι όταν θα με βρούνε εκεί μέσα πνιγμένη, κανείς δεν θα πει πως έπεσα μονάχη, όλοι θα πουν πως με έριξες εσύ πάνω στο μεθύσι σου. Κι έτσι θα αναγκαστείς να φύγεις και θα καταντήσεις φυγόδικος, ή θα σε πιάσουν και θα σου κόψουν το κεφάλι γιατί με σκότωσες, όπως θα είναι και το σωστό“.
Τα λόγια αυτά δεν άλλαξαν καθόλου την κουτή γνώμη του Τοφάνο. Και τότε η γυναίκα του είπε:
-“Μου είναι αδύνατον πια να υποφέρω αυτή την τυραννία. Ο Θεός να σου το συγχωρέσει! Κοίταξε μόνο να πάρεις και να κρύψεις την ρόκα μου, που παρατώ εδώ πέρα“.
Και λέγοντας έτσι, καθώς ήταν η νύχτα σκοτεινή, που με δυσκολία διάκρινε στο δρόμο ο ένας τον άλλον, επήγε η γυναίκα προς το πηγάδι, πήρε μια μεγάλη πέτρα που ήτανε στη βάση του πηγαδιού και φωνάζοντας δυνατά: “Ο Θεός να με συγχωρέσει“., την έριξε στο πηγάδι. Η πέτρα φτάνοντας στο νερό, έκανε ένα δυνατό παφλασμό. Ακούγοντάς τον ο Τοφάνο πίστεψε πραγματικά πως είχε πέσει εκείνη στο πηγάδι. Έτσι, παίρνοντας τον κουβά και το σκοινί, πετάχτηκε έξω από το σπίτι για να τη βοηθήσει. Η γυναίκα, που εν τω μεταξύ είχε κρυφτεί κοντά στην είσοδο του σπιτιού, μόλις τον είδε να τρέχει στο πηγάδι, χώθηκε αμέσως στο σπίτι κι έκλεισε από μέσα. Μετά πήγε κατευθείαν στο παραθύρι κι άρχισε να λέει:
-“Όταν πίνει, πρέπει να βάζει κανείς λίγο νερό στο ποτό του και να μη τρέχει τη νύχτα για νερό“.
Ακούγοντάς την ο Τοφάνο κατάλαβε το πάθημά του και γύρισε στην είσοδο. Μην μπορώντας να μπει, άρχισε να της λέει να του ανοίξει. Εκείνη αφήνοντας την χαμηλή ομιλία, ξεκίνησε να ξεφωνίζει όσο δυνατότερα μπορούσε:
-“Μα τα καρφιά του Χριστού, απόψε δεν θα μπεις στο σπίτι παλιομεθύστακα, δεν μπορώ να υποφέρω πια τα φερσίματά σου, θα αφήσω να δει και να μάθει όλος ο κόσμος ποιος είσαι και τι ώρα γυρίζεις στο σπίτι σου“.
Ο Τοφάνο εξαγριώθηκε με τη κοροϊδία και ξεκίνησε να φωνάζει και να βρίζει. Κι οι γείτονες, ακούγοντας τον θόρυβο βγήκαν στα παράθυρα τους, άνδρες και γυναίκες, ρωτώντας τι συμβαίνει. Και τότε η γυναίκα κλαίγοντας του λέει:
-“Αυτός ο κακούργος ο άνδρας μου, που μου έρχεται κάθε βράδυ μεθυσμένος στο σπίτι, ή που κοιμάται στις ταβέρνες και ύστερα έρχεται τέτοια ώρα, το υπέμενα τόσο καιρό μα είδα πως δεν ωφελεί άλλο και μη μπορώντας να υποφέρω πια, τον έκλεισα έξω από το σπίτι, μήπως δει την ντροπή του και διορθωθεί“.
Ο Τοφάνο από την άλλη έλεγε τα πράγματα όπως πραγματικά είχαν συμβεί και τη φοβέριζε μανιασμένος. Κι η γυναίκα του έλεγε στους γείτονες:
-“Κοιτάξτε με τι άνδρα έχω να κάνω. Σι θα λέγατε αν κατά τύχη ήμουν εγώ στο δρόμο όπως είναι αυτός και εκείνος ήταν στο σπίτι όπως είμαι εγώ; Μα το όνομα του Θεού, πολύ φοβάμαι πως θα πιστεύατε πως λέει την αλήθεια. Από αυτό μπορείτε να καταλάβετε το μυαλό του. Λέει ακριβώς πως έκανα αυτό που ξέρω ότι έχει κάνει εκείνος. Και πίστεψε πως θα με κάνει να τρομάξω με το να πετάξει, δεν ξέρω και εγώ τι, μέσα στο πηγάδι, που μακάρι να είχε πέσει στ’ αλήθεια και να είχε πνιγεί για να νερωθεί το υπερβολικό κρασί που ήπιε και απόψε“.
Οι γείτονες, άνδρες και γυναίκες, άρχισαν να αποπαίρνουν τον Τοφάνο και να του ρίχνουν άδικο για όλα εκείνα που έλεγε ενάντια στη γυναίκα του. Και σε λίγο, τόσο απλώθηκε ο θόρυβος από γειτονιά σε γειτονιά, που έφτασε και στα αυτιά των γονιών της γυναίκας. Τρέχοντας εκείνοι και μαθαίνοντας τα καθέκαστα, δώσανε ένα καλό ξύλο στον Τοφάνο και πήρανε τη κόρη στο σπίτι τους.
Ο Τοφάνο, βλέποντας πως η θέση του είναι άσκημη και πού τον είχε σύρει η ζήλεια του κι επειδή αγαπούσε την γυναίκα του, έβαλε μερικούς φίλους να της μαντατέψουνε πως θέλει να τα ξαναβρούν. Κι έτσι, ύστερα από πολλές προσπάθειες, κατόρθωσε να ξαναπάρει τη γυναίκα του σπίτι, δίνοντας ρητή υπόσχεση πως δεν θα την ζήλευε πια. Κι εκτός από αυτό, της έδωσε την άδεια να κάνει ότι της αρέσει, αρκεί να κάνει τις δουλειές της τόσο σοφά ώστε να μη το καταλαβαίνει ο ίδιος. Έτσι, χρειάστηκε να πάθει πρώτα ο χονδροκέφαλος κι ύστερα να συμφωνήσει μαζί της, όπως ο χωριάτης που δεν του φτάνει το σκοινί μονό ενώ διπλό του φτάνει και περισσεύει.