Bradbury Ray Douglas: Δυστοπικός Εφευρετικός Εκπληκτικός

Βιογραφικό

     Ο Ρέι Ντάγκλας Μπράντμπερι (Ray Douglas Bradbury) ήταν Αμερικανός συγγραφέας και σεναριογράφος  ΕΦ, τρόμου και μυστηρίου, από τους σημαντικότερους του 20ου αι.. Για την επίδρασή του στη λογοτεχνία ΕΦ του 20ού αιώνα, αποκαλείτο «πατέρας» της επιστημονικής φαντασίας. Αναγνωρίζεται ως ο συγγραφέας του οποίου το έργο εξασφάλισε στη σύγχρονη λογοτεχνία ΕΦ ευρύτερη αναγνώριση. Του άρεσε ιδιαίτερα ο Πόε, χάρη στον οποίο ανακάλυψε τη λογοτεχνία μόλις στα 7 του χρόνια. Η συγγραφική του καριέρα ξεκίνησε σε ηλικία 20 ετών. Είχε τη δική του στήλη σε περιοδικό με τίτλο Σούπερ Επιστημονικές Ιστορίες. Η φήμη του επεκτεινόταν συνεχώς και το ταλέντο του αναγνωρίστηκε γρήγορα. Στις αφηγήσεις του η καθημερινότητα μετασχηματίζεται σε ασυνήθιστη και πολλές φορές επικίνδυνη δυστοπία. Δημοφιλής και χαρισματικός, δεξιοτέχνης στο να συνδυάζει κοινωνική και τεχνολογική κριτική, μαζί μ’ εξαιρετικά γόνιμη κι υπέροχη φαντασία. Η πιο γνωστή του δουλειά, Τα Χρονικά Του Άρη (1950), φανταστική ιστορία από τη κοινωνία του Άρη, ως πλανήτη, έτσι κατά πως τη φαντάστηκε και φυσικά με συνδέσεις στη γη μας. Έγινεν επίσης ταινία (1966), αλλά και τηλεοπτική σειρά (1980).

      

     Γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου 1920 στο Γουόκιγκαν (Waukegan) του Ιλινόις, γιος του Leonard Spaulding Bradbury και της Esther Marie Moberg.  Ο πατέρας του ήταν εναερίτης στη τοπική εταιρία ηλεκτρισμού κι η μητέρα του μετανάστρια από τη Σουηδία. Από μικρός άρχισε να διαβάζει συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας, όπως οι Έντγκαρ Άλαν Πόε, Χέρμπερτ Γουέλς, Ιούλιος Βερν κι Έντγκαρ Ράις Μπάροους. Το 1926 η οικογένεια Μπράντμπερι μετακόμισε στο Τούσον της Αριζόνα και το 1932 εγκαταστάθηκε οριστικά στο Λος Άντζελες. Ο Ρέι αποφοίτησε από το Λύκειο του Λος Άντζελες το 1938 αλλά ελλείψει χρημάτων, δεν συνέχισε στο κολλέγιο. Έπιασε δουλειά ως εφημεριδοπώλης και τις ελεύθερες ώρες του χανόταν στις βιβλιοθήκες. Είπε σε κάποια συνέντευξή του:

   Οι βιβλιοθήκες με μεγάλωσαν. Δεν πιστεύω στα κολλέγια και τα πανεπιστήμια. Πιστεύω στις βιβλιοθήκες, επειδή οι πιο πολλοί φοιτητές δεν έχουν λεφτά. Όταν αποφοίτησα από το Λύκειο, ήταν η εποχή της Μεγάλης Ύφεσης (Κραχ) και δεν είχαμε λεφτά. Δεν μπορούσα να πάω στο κολλέγιο, έτσι πήγαινα στη βιβλιοθήκη τρεις φορές την εβδομάδα για 10 χρόνια.

     Έχοντας απαλλαγεί από τη στρατιωτική θητεία λόγω προβλημάτων οράσεως, άρχισε να γράφει ιστορίες επιστημονικής φαντασίας σε διάφορα αυτοσχέδια περιοδικά (fanzine), επηρεασμένος από ήρωες όπως ο Φλας Γκόρντον κι ο Μπακ Ρότζερς. Το 1939 εξέδωσε το δικό του φανζίν, με τίτλο Futuria Fantasia και τιράζ 100 αντιτύπων ανά τεύχος. Μεταξύ 1941-7 δούλεψε στο περιοδικό του σινεμά Script. Το 1947 εξέδωσε το 1ο του βιβλίο, μία συλλογή διηγημάτων με τίτλο Dark Carnival. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε τη Μάργκεριτ Μακ Κλιουρ (1922-2003), με την οποία απέκτησε 4 κόρες. Η 10ετία του ’50 ήταν η πιο παραγωγική του, αφού μας έδωσε τα 2 πιο γνωστά βιβλία του ΕΦ, Τα Χρονικά του Άρη και το Φαρενάιτ 451. 1950 κυκλοφόρησε το σπονδυλωτό μυθιστόρημα Τα χρονικά του Άρη, που περιγράφει την εισβολή των γήινων στον Άρη και τη καταστροφή ενός ειδυλλιακού πολιτισμού, που είχαν αναπτύξει οι ντόπιοι στον Κόκκινο Πλανήτη. Το βιβλίο μεταφράστηκε σε 30 γλώσσες κι έγινε τηλεοπτική σειρά.



     Το γνωστότερο έργο του είναι το δυστοπικό μυθιστόρημα Φαρενάιτ 451, που κυκλοφόρησε το 1953. Αναφέρεται σε μία κοινωνία, όπου τα βιβλία είναι απαγορευμένα, η μνήμη κι η γνώση αποτελούν έγκλημα κι η αποχαύνωση του μέσου πολίτη στη τηλεθέαση είναι το υπέρτατο αγαθό που θα πρέπει η κοινωνία να προφυλάξει. Είναι μια εποχή που δεν υπάρχουν πυροσβέστες, αλλά πυροδότες, άνθρωποι που έχουν ταχθεί να προφυλάσσουνε τη κοινωνία, καίγοντας τα βιβλία (οι 451 βαθμοί Φαρενάιτ, ή 232 βαθμοί Κελσίου, υποτίθεται ότι είναι η θερμοκρασία στην οποία καίγεται το χαρτί). Ο ήρωας, ένας από τους πυροδότες, μέσα από την προσωπική του κρίση αφήνει στην αισιοδοξία μια ευκαιρία:  Όσο θα υπάρχουν ανήσυχες συνειδήσεις, η ελπίδα θα παραμένει. Γνωστότερο έργο του επίσης, εκτός των 2 προαναφερθέντων, είναι κι Ο Εικονογραφημένος Άνθρωπος (The Illustrated Man). Πολλά από τα έργα του έχουν διασκευαστεί για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο.



     Το Φαρενάιτ 451 μαζί με το 1984 του Όργουελ και το Θαυμαστό Νέο Κόσμο του Χάξλεϊ, αποτελούν μία άτυπη 3λογία, που αναφέρεται στον ολοκληρωτισμό ενός μέλλοντος ελεγχόμενου από τα τηλεοπτικά μέσα και μια κατασταλτική πολιτική στο όνομα του κοινού καλού. Το μυθιστόρημα έγινε ευρύτερα γνωστό όταν μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από το γάλλο σκηνοθέτη Φρανσουά Τρυφώ το 1966. Ο Μπράντμπερι υποστήριζε ότι αυτό ήτανε το μόνο του βιβλίο στο χώρο της ΕΦ, επιμένοντας ότι ο κύριος όγκος του έργου του ήτανε κυρίως φαντασία (fantasy). Ο Μπράντμπερι έγραψε 27 βιβλία και περισσότερες από 600 σύντομες ιστορίες. Στη διάρκεια της ζωής του είχε πουλήσει περισσότερα από 8.000.000 βιβλία και τα έργα του είχαν μεταφραστεί σε 36 γλώσσες.

     Εκτός από το λογοτεχνικό του έργο, ο Μπράντμπερι έγραψε δοκίμια για την τέχνη και τον πολιτισμό, σενάρια για το κινηματογράφο (Μόμπι Ντικ του Τζον Χιούστον) και τη ΤιΒι Η Ζώνη του Λυκόφωτος,  Τέταρτη Διάσταση και τη σειρά Ο Αλφρεντ Χίτσκοκ Παρουσιάζει, καθώς και θεατρικά έργα και συλλογές ποιημάτων.. Παρά τις πολλές και συχνά ακριβείς τεχνολογικές του προβλέψεις στα έργα του, ο ίδιος εξέφραζε τον σκεπτικισμό του για την αξία του ίντερνετ, επειδή  μειώνει την ικανότητα του ανθρώπου να επικοινωνεί με τους γύρω του», αλλά και των ηλεκτρονικών βιβλίων (e-books). «Έχουμε τόσα πολλά κινητά. Έχουμε πολύ Ίντερνετ. Πρέπει να απαλλαγούμε από αυτές τις μηχανές. Έχουμε πάρα πολλές μηχανές στην εποχή μας έλεγε.



     Τα τελευταία 50 χρόνια ζούσε στο Λος Αντζελες κι είχε 4 κόρες με τη σύζυγό του Μαργαρίτα, 8 εγγόνια και πολλές γάτες. Η σύζυγος έφυγε από τη ζωή το 2003. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του χρησιμοποιούσε αναπηρική καρέκλα, λόγω εγκεφαλικού επεισοδίου. Παρέμενε, όμως, δραστήριος κι εμφανιζόταν τακτικά σε λογοτεχνικές εκδηλώσεις στο Λος Άντζελες και προπαντός συνέχιζε να γράφει, τη στιγμή που άλλοι στην ηλικία του θα ‘χανε δέσει το πλοίο στο λιμάνι. Πέθανε στο Λος Άντζελες στις 5 Ιουνίου 2012, σε ηλικία 91 ετών. Είχε επιλέξει το κοιμητήριο που θα ταφεί (Westwood Village Memorial Park Cemetery του Λος Άντζελες), ακόμη και την επιγραφή στην επιτύμβια στήλη, που γράφει «Ο συγγραφέας του Φαρενάιτ 451». Ο γνωστός σκηνοθέτης Στίβεν Σπίλμπεργκ, μόλις πληροφορήθηκε τον θάνατό του Ρέι Μπράντμπερι, δήλωσε: «Ήταν η μούσα μου για το μεγαλύτερο μέρος του έργου μου… Στον χώρο της επιστημονικής φαντασίας είναι αθάνατος».
     Είχε λάβει πολλές διακρίσεις, μεταξύ των οποίων το Εθνικό Μετάλλιο Τεχνών των ΗΠΑ που του απένειμε ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους το 2004 και το μετάλλιο της Ordre des Arts et des Lettres της Γαλλίας.
     Έγραψεν επίσης και πολλές συλλογές διηγημάτων και μυθιστορήματα, χαρακτηριστικά αναφέρονται:

1950Τα χρονικά του Άρη (The Martian Chronicles)
1951Ο εικονογραφημένος άνθρωπος (The Illustrated Man)
1953The Golden Apples Οf Τhe Sun
1953Φαρενάιτ 451 (Fahrenheit 451 ταινία 1966)
1957Κρασί από πικραλίδα (Dandelion Wine)
1962Κάτι κολασμένο έρχεται προς τα δω (Something Wicked This Way Comes ταινία 1983)
1972Το δέντρο των Αγίων Πάντων (The Halloween Tree)
1972Στα χρόνια των πυραύλων (R Is for Rocket)
1980The Last Circus & Τhe Executioner
1985Ο θάνατος είναι μοναχική υπόθεση (Death Is a Lonely Business)
1988The Toynbee Convector
1990A Graveyard For Lunatics
1996Πέθανε ο σκύλος, κατά τ’άλλα όλα καλά (Quicker Than the Eye)
1997Driving Blind κ.ά.

========================

                  Όλο Το Καλοκαίρι Σε Μια Μέρα

 -“Έτοιμοι“;
 -“Έτοιμοι“.
 -“Τώρα“;
 -“Σύντομα“. 
 -“Οι επιστήμονες είναι σίγουροι; Θα γίνει σήμερα, ε“;
 -“Κοίτα, κοίτα. Δες μόνος σου“!
     Τα παιδιά πιέζονταν το ‘να στ’ άλλο, σαν τόσα τριαντάφυλλα, τόσα αγκάθια, ανακατωμένα, κοιτάζοντας προσεκτικά για τον κρυμμένο ήλιο. Έβρεχε. Έβρεχε για εφτά χρόνια. Χιλιάδες πάνω σε χιλιάδες οι μέρες, ενωμένες και γεμάτες απ’ τη μιαν άκρη ως την άλλη με βροχή, με το τυμπάνισμα και τη ροή του νερού, το γλυκό κρυστάλλινο πέσιμο της μπόρας και το ξέσπασμα της καταιγίδας, της τόσο βαριάς, σα παλιρροϊκά κύματα που σκεπάζουν νησιά. Χίλια δάση είχαν συντριφτεί κάτω απ’ τη βροχή και ξαναμεγάλωναν για να συντριφτούν πάλι. Αυτός ήταν ο δρόμος της ζωής στον πλανήτη Αφροδίτη κι αυτή ήταν η τάξη των παιδιών των πυραυλανθρώπων που είχαν έρθει σ’ ένα τόπο βροχής για να στήσουν τον πολιτισμό και να ζήσουν ως το τέλος της ζωής τους.
 -“Σταματάει,σταματάει“!
 -“Ναι, ναι“!
     H Μαργκό έστεκε στο πλάι αυτών των παιδιών που δεν μπορούσαν να θυμηθούν ποτέ έναν καιρό που δεν είχε βροχή και βροχή και βροχή. Ήταν όλα εννιάχρονα κι αν πριν εφτά χρόνια υπήρξε μέρα, που ο ήλιος βγήκε για μια ώρα κι έδειξε το πρόσωπό του στον κατάπληκτο κόσμο, δε μπορούσαν να την ανακαλέσουν στη μνήμη τους. Μερικές φορές τη νύχτα, τ’ άκουγε ν’ αναδεύονται στην ανάμνηση κι ήξερε πως ονειρεύονταν και θυμούνταν χρυσάφι ή ένα κίτρινο παστέλ ή ένα νόμισμα, αρκετά μεγάλο για ν’ αγοράσουν τον κόσμο. Ήξερε πως νόμιζαν ότι θυμούνταν μια θέρμη σαν ένα κοκκίνισμα στο πρόσωπο, στο σώμα, σε χέρια και πόδια και στις τρεμάμενες παλάμες. Μα ύστερα πάντα ξυπνούσαν στο κεντητό τυμπάνισμα, τ’ ατελείωτο πέσιμο περιδέραιων από καθαρές χάντρες, στις οροφές, το δρόμο, τους κήπους, τα δάση και τα όνειρά τους χάνονταν.
     Όλη τη μέρα χθες, είχαν διαβάσει στην τάξη για τον ήλιο. Για το πως ήταν σαν λεμόνι και το πόσο ζεστός. Κι είχαν γράψει μικρές ιστορίες, εκθέσεις ή ποιήματα γι’ αυτόν:

                                Ο ήλιος είν’ ένα ανθούλι
                                π’ ανθίζει για ένα λεπτούλι

     Αυτό ήταν το ποίημα της Μαργκό, διαβασμένο με ήσυχη φωνή στην ακίνητη αίθουσα, ενώ έξω έπεφτε βροχή.
 -“Ααα, δεν το ‘γραψες εσύ αυτό“, διαμαρτυρήθηκε ένα από τα αγόρια.
 -“Το ‘γραψα”, είπε η Μαργκό, “εγώ το ‘γραψα“.
 -“Γουίλιαμ!” είπε η δασκάλα. Αλλ’ αυτό ήτανε χτες. Τώρα η βροχή και τα παιδιά ζουλιούνταν στα παχιά μεγάλα παράθυρα.
 -“Που είναι η δασκάλα“;
 -“Θα γυρίσει».
 -“Καλά θα κάνει να βιαστεί, θα το χάσει“! Στράφηκαν μεταξύ τους, σαν πυρετώδικη ρόδα, όλο λόγια. Η Μαργκό στεκόταν μόνη. Ήταν ένα πολύ λεπτεπίλεπτο κορίτσι που κοίταζε σαν να ‘χε χαθεί στη βροχή για χρόνια κι αυτή της ξεθώριασε το γαλάζιο των ματιών της, το κόκκινο από το στόμα και το κίτρινο από τα μαλλιά. Ήταν μια παλιά φωτογραφία βγαλμένη από άλμπουμ χλομιασμένη κι αν μιλούσε, η φωνή της θα ‘ταν φάντασμα. Τώρα έστεκε χώρια, ατενίζοντας τη βροχή και τον ηχηρό υγρό κόσμο πέρα από το τεράστιο τζάμι.
 -“Τι κοιτάς“, είπε ο Γουίλιαμ. Η Μαργκό δεν απάντησε. “Να μιλάς άμα σου μιλάνε“. Την έσπρωξε. Όμως αυτή δεν κινήθηκε, μάλλον, αφέθηκε να κινηθεί απ’ αυτόν και τίποτα άλλο.  Απομακρύνθηκαν από κοντά της, δε θα τη κοίταζαν. Τους αισθάνθηκε να φεύγουν μα κι αυτό γινόταν, γιατί δε θα ‘παιζε καθόλου μαζί τους στα τούνελ με τον ήχο της υπόγειας πόλης. Αν παίζανε κυνηγητό, ανοιγόκλεινε τα μάτια και δεν τ’ ακολουθούσε. Όταν η τάξη έλεγε τραγούδια για την ευτυχία, τη ζωή και τα παιχνίδια, τα χείλια της ίσα που κινούνταν. Μόνον όταν τραγουδούσαν για τον ήλιο και το καλοκαίρι, τα χείλη της κινούνταν πραγματικά καθώς παρακολουθούσε τα μουσκεμένα παράθυρα.
     Κι έπειτα βέβαια, το μεγαλύτερο απ’ όλα τα εγκλήματα, ήταν πως είχε έρθει από τη Γη μόλις πέντε χρόνια πριν και θυμόταν πως ήταν ο ήλιος κι ο ουρανός, όταν ήταν τεσσάρων στο Οχάιο. Κι αυτά, είχανε ζήσει όλη τους τη ζωή στην Αφροδίτη, ήτανε μόνο δυο χρόνων όταν βγήκε τελευταία φορά ο ήλιος κι από τότε είχανε ξεχάσει και το χρώμα και τη ζέση και το πως πραγματικά ήταν. Όμως η Μαργκό θυμόταν.
 -“Είναι σα δεκάρα“, είπε κάποτε με μάτια κλειστά.
 -“Όχι, δεν είναι!” φωνάξανε τα παιδιά.
 -“Είναι σα φωτιά στη σόμπα“, είπε.
 -“Λες ψέματα, δε θυμάσαι!” φωνάξανε τα παιδιά.
     Όμως θυμόταν κι έστεκε ήσυχα στο πλάι ολωνών και παρακολουθούσε τα ζωγραφισμένα παράθυρα. Και κάποτε, ένα μήνα πριν, αρνήθηκε να κάνει ντους στο σχολικό μπάνιο, είχε κλείσει σφιχτά τ’ αυτιά της με τα χέρια πάνω απ’ το κεφάλι της, ουρλιάζοντας πως το νερό δεν έπρεπε να την αγγίξει. Έτσι, μετά απ’ αυτό θολά, θολά το αισθανόταν, ήταν διαφορετική κι ήξεραν τη διαφορά και την κρατούσαν μακριά.
     Γινόταν κουβέντα πως ο πατέρας της κι η μητέρα της θα την έπαιρναν πίσω στη Γη τον επόμενο χρόνο, της φαινόταν ζωτικό να το κάνουν, αν και θα σήμαινε την απώλεια χιλιάδων δολαρίων για την οικογένειά της. Κι έτσι τα παιδιά τη μισούσαν για όλους αυτούς τους λόγους, με τις μικρές και μεγάλες συνέπειες. Μισούσαν το χιονόχλωμο πρόσωπο, τη σταθερή ησυχία της, τη λεπτότητα και το πιθανό της μέλλον.
 -“Φύγε!” Το αγόρι της έδωσε άλλη μια σπρωξιά. “Τι περιμένεις“; Κι ύστερα, για πρώτη φορά, γύρισε και τον κοίταξε. Κι ό,τι περίμενε, βρισκόταν μπροστά της. “Λοιπόν, μη περιμένεις εδώ!” φώναξε τ’ αγόρι άγρια. “Δε θα δεις τίποτα“! Τα χείλη της κουνήθηκαν. «Τίποτα!» φώναξεν αυτός. «Όλα ήταν ένα αστείο, δεν ήταν;» Γύρισε στ’ άλλα παιδιά. «Τίποτα δε συμβαίνει σήμερα, έτσι δεν είναι
Όλα τον κοίταξαν κι ύστερα καταλαβαίνοντας, γέλασαν κι έδωσαν τα χέρια.  -“Τίποτα, τίποτα“!
 -“Ω, μα…», ψιθύρισε η Μαργκό με τα μάτια της αβοήθητα, «μα αυτή είναι η μέρα… οι επιστήμονες προβλέπουν… λένε… ξέρουν πως ο ήλιος…”
 -“Όλα είν’ αστείο!” είπε τ’ αγόρι και τη γράπωσε σφιχτά. “Ει, όλοι, ας τη βάλουμε σε μια ντουλάπα πριν έρθει η δασκάλα“!
 -“Μη” είπε η Μαργκό, πέφτοντας πίσω. Χύθηκανε πάνω της, τη πιάσανε και τη μετέφεραν, ενώ διαμαρτυρόταν κι ύστερα παρακαλούσε κι έπειτα έκλαιγε, πίσω σ’ ένα τούνελ, ένα δωμάτιο, μια ντουλάπα, που χτύπησαν με δύναμη τη πόρτα και κλείδωσαν. Σταθήκανε και κοιτάξανε προς τη πόρτα και την είδαν να τραντάζεται απ’ το χτύπημά της και το πέταγμα του κορμιού της πάνω. ‘Ακουσαν τις πνιγμένες της κραυγές, έπειτα, χαμογελώντας, έστριψαν, βγήκαν έξω και πίσω στο τούνελ, ακριβώς τη στιγμή που έφτανε η δασκάλα.
 -“Έτοιμοι, παιδιά;” Έριξε μια ματιά στο ρολόι της.
 -“Ναι!” είπαν όλοι.
 -“Είμαστ’ όλοι εδώ“;
 -“Ναι“!
     Η βροχή ελάττωσεν ακόμη πιότερο. Συνωστίστηκαν στη τεράστια πόρτα. Η βροχή σταμάτησε. Ήταν όπως αν στη μέση ενός φιλμ για χιονοστιβάδα, ανεμοστρόβιλο, τυφώνα, ηφαιστειακή έκρηξη, πρώτο κάτι είχε πάει στραβά με τον ηχητικό εξοπλισμό σβήνοντας και τελικά κόβοντας όλο τον ήχο, όλα τα φυσήματα του αέρα, τις αντηχήσεις, τους κεραυνούς κι έπειτα, δεύτερο, αφαιρέθηκε το φιλμ από τη μηχανή προβολής για ν’ αντικατασταθεί από σλάιντ ειρηνικού τροπικού, που δε κουνιόταν, ούτε τρεμούλιαζε. Το παγκόσμιο έδαφος, σε μια ακίνητη στάση. Η ησυχία ήταν τόσο απέραντη κι απίστευτη, που νόμιζες πως είχαν βουλώσει τ’ αφτιά σου ή πως είχες χάσει την ακοή σου ολοκληρωτικά. Τα παιδιά βάλανε τα χέρια στ’ αφτιά. Στέκονταν χωριστά. H πόρτα άνοιξε κι η μυρωδιά του ήρεμου, του αναμένοντος κόσμου, μπήκε μέσα τους.
     O ήλιος ξεπρόβαλε. Είχε το χρώμα του πυρωμένου χαλκού κι ήταν πολύ μεγάλος. Ο ουρανός γύρω ήτανε πυρωμένο γαλάζιο πλακάκι. Κι η ζούγκλα, καμένη από το ηλιόφως, όπως τα παιδιά, που ελευθερωμένα από τα ξόρκια τους, ξεχύθηκαν έξω στην άνοιξη.
 -“Λοιπόν μη πάτε πολύ μακριά”, φώναξε η δασκάλα πίσω τους, “το ξέρετε, έχετε μόνο δυο ώρες, δε θα θέλατε να πιαστείτε έξω!” Αλλ’ αυτά τρέχανε, γυρίζανε τα πρόσωπά τους ψηλά στον ουρανό, νιώθανε τον ήλιο στα μάγουλα σα ζεστό μέταλλο, βγάζανε τα μπουφάν τους και τον άφηναν να κάψει τα μπράτσα τους.
 -“Ω, πολύ καλύτερα από τις λάμπες ηλίου, ε“;
 -“Πολύ, πολύ καλύτερα“!
     Σταμάτησαν να τρέχουνε και σταθήκανε στη μεγάλη ζούγκλα που κάλυπτε την Αφροδίτη, που μεγάλωσε και ποτέ δε σταμάτησε να επεκτείνεται θυελλώδικα, ακόμη και καθώς τη παρακολουθούσες. Ήταν μια χταποδοφωλιά που έμπλεκε μεγάλα μπράτσα απ’ αγκάθια όμοια με σάρκα, αιωρούμενα, που ανθίζουνε σ’ αυτή τη σύντομη άνοιξη. Είχε το χρώμα του λάστιχου και της στάχτης αυτή η ζούγκλα, από τα πολλά ανήλιαγα χρόνια. Είχε το χρώμα απ’ τις πέτρες, τ’ άσπρα τυριά και τη μελάνη, είχε το χρώμα του φεγγαριού. Τα παιδιά απλώθηκαν έξω, γελώντας στο στρώμα της ζούγκλας και τ’ ακούσανε να βογκά κάτω τους, ελαστικό και ζωντανό. Τρέξαν ανάμεσα στα δέντρα, παίξανε κρυφτό, κυνηγητό, μα πιο πολύ, κοιτάζανε με μισοσφάλιστα μάτια τον ήλιο, ώσπου δάκρυα κυλήσανε στα πρόσωπά τους, σηκώνανε τα χέρια ψηλά σ’ αυτή τη κιτρινάδα και σ’ αυτό το υπέροχο γαλάζωμα, αναπνέανε το φρέσκον αέρα, ακούγανε την ησυχία, που τα περιέκλειε σε μιαν ευλογημένη θάλασσα Ανηχότητας κι Ακινησίας. Κοιτάζανε τα πάντα και γεύονταν τα πάντα. Ύστερα, άγρια σα θηρία που το ‘σκασαν απ’ τις σπηλιές τους, τρέξανε σε ζωηρούς κύκλους. Τρέξανε για μιαν ώρα και δε σταματούσαν να τρέχουνε. Κι έπειτα; Καταμεσής εκεί που ‘τρεχαν, ένα κορίτσι στρίγγλισε. Όλοι σταματήσανε. Το κορίτσι, όρθιο στο ξέφωτο, είχε σηκωμένο το χέρι.
 -“Ω, κοιτάξτε, κοιτάξτε!” είπε τρέμοντας. Αργά, ήρθανε να δούνε την ανοιγμένη της παλάμη. Στο κέντρο της, σα βεντούζα και τεράστια, μια μοναδική σταγόνα βροχής. ‘Αρχισε να κλαιει κοιτώντας την. Γύρισαν ήρεμα τα μάτια στον ουρανό.
 -“Ω, ω“! Μερικές κρύες σταγόνες πέσανε στις μύτες, τα μάγουλα και τα στόματά τους. Ο ήλιος χλόμιασε πίσω από το σήκωμα της αραιής ομίχλης. ‘Ανεμος φύσηξεν ανάμεσά τους, ψυχρός. Γυρίσανε κι αρχίσανε να περπατούνε πίσω, προς το υπόγειο οίκημα, με τα χέρια κατεβασμένα, τα χαμόγελα χαμένα. Ο θόρυβος ενός κεραυνού τα τρόμαξε και σα φύλλα πριν από καινούριο τυφώνα, συρθήκανε το ‘να πάνω στ’ άλλο κι έτρεξαν. Αστραπή χτύπησε δέκα μίλια μακριά, πέντε μίλια μακριά, ένα μίλι, μισό μίλι. Ο ουρανός σκοτείνιασε μεσονυχτιάτικος με μια λάμψη. Στάθηκαν στο κατώφλι του υπόγειου για μια στιγμή, μέχρι που ‘βρεχε δυνατά. Ύστερα κλείσανε τη πόρτα κι ακούσανε το γιγάντιο ήχο της βροχής να πέφτει σε τόνους και χιονοστιβάδες, παντού και για πάντα.
 -“Θα κάνει ακόμα εφτά χρόνια“;
 -“Ναι. Εφτά“. Μετά ένα τους έκλαψε για λίγο.
 -“Μαργκό“!
 -“Τι“;
 -“Είναι ακόμα στη ντουλάπα που τη κλειδώσαμε“.
 -“Μαργκό“! Σταθήκανε, σα κάποιος να τα ‘χε καρφώσει σα σωρό παλούκια στο πάτωμα. Αλληλοκοιταχτήκανε κι ύστερα κοιτάξανε μακριά. Κοιτάξανε τον κόσμο που τώρα έβρεχε κι έβρεχε κι έβρεχε, σταθερά. Τα πρόσωπά τους ήταν σοβαρά και χλωμά. Κοιτάζανε τα χέρια και τα πόδια τους, με τα μούτρα τους χάμω.
 -“Μαργκό“! Ένα απ’ τα κορίτσια είπε:
 -“Λοιπόν…”; Κανείς δε κουνήθηκε.
 -“Εμπρός“, ψιθύρισε το κορίτσι.
     Περπάτησαν αργά κάτω στο χωλ, με τον ήχο της βροχής να πέφτει. Περάσανε το κατώφλι με τον ήχο της καταιγίδας και της βροντής, αστραπή στα μάτια τους γαλάζια και τρομερή. Περπατήσαν αργά στη πόρτα της ντουλάπας και στάθηκαν δίπλα της. Πίσω από τη κλειστή πόρτα, μόνον ησυχία.
     Ξεκλείδωσαν τη πόρτα κι αφήσανε τη Μαργκό να βγει.

All Summer Ιn Α Day” (1954)
Μετφρ: Γιάννης Ανδρέου
————————————


                         Νυχτερινή Συνάντηση

     Πριν πάρει την ανηφοριά για τους γαλάζιους λόφους, ο Τόμας Γκομέζ σταμάτησε για καύσιμα στο απόμακρο βενζινάδικο.
 -“Σα πολλή μοναξιά έχεις εδώ, ε παππού;” έκανε ο Τόμας. Ο γέρος σκούπισε με το πανί του το παρμπρίζ του μικρού φορτηγού.
 -“Δεν είναι κι άσκημα“.
 -“Πως σου φαίνεται ο ‘Αρης, παππού“;
 -“Καλός είναι. Πάντοτε υπάρχει κάτι καινούριο να δεις. Όταν πρωτόρθα δω πέρσι το χα πάρει απόφαση να μη περιμένω τίποτα, να μη ζητώ τίποτα και να μη με ξαφνιάζει τίποτα. Πρέπει να ξεχάσουμε τη Γη και τη ζωή που ξέραμε κάποτε. Πρέπει να μας απασχολεί μόνον αυτό που χουμε δω και το πόσο διαφορετικόν είναι. Και μόνο που παρατηρώ τον καιρό είναι μεγάλη διασκέδαση. Είναι ο αρειανός καιρός. Καφτός σα τη κόλαση τη μέρα, παγερός σα τον θάνατο, τη νύχτα. Είναι διασκέδαση να βλέπεις διαφορετικά λουλούδια, διαφορετική βροχή. Ήρθα στον ‘Αρη για να περάσω τα γεράματά μου κι ήθελα να βρω ένα τόπο που το καθετί είναι διαφορετικό. Ένας γέρος έχει ανάγκη από διαφορετικά πράματα, ξέρεις. Οι νεαροί δε κάνουνε κέφι να κουβεντιάζουνε μαζί του και τους συνομήλικούς του τους βρίσκει φοβερά βαρετούς. Έτσι σκέφτηκα πως το καλύτερο που χα να κάνω ήταν να βρω ένα μέρος όσο πιο διαφορετικό γινόταν, όπου θ’ αρκούσε ν’ ανοίξω τα μάτια για να δω και κάτι ενδιαφέρον. Αγόρασα τούτο το βενζινάδικο. Αν αρχίσει να πέφτει πολλή δουλειά, θα τραβήξω για κανέναν άλλο πιο παλιό δρόμο, που δε θα χει τόση κίνηση, όπου θα μπορώ να βγάζω ίσα-ίσα, όσα χρειάζομαι για να ζω και θα μου μένει χρόνος για ν’ απολαμβάνω τα διαφορετικά πράματα που υπάρχουν εδώ“.
 -“Ανακάλυψες τη φιλοσοφία της ζωής, παππού“, χαμογέλασε ο Τόμας, με τα μελαχρινά του χέρια ακουμπισμένα στο τιμόνι. Ένιωθεν ωραία. Δούλευε σε μιαν από τις νέες αποικίες, δέκα μέρες σερί και δυο σχόλη και τώρα πήγαινε σ’ ένα γλέντι.
 -“Τίποτε δε με ξαφνιάζει πια”, συνέχισεν ο γέρος, “απλά κοιτάζω. Απλά ρουφώ εμπειρίες. Αν δε μπορείς να δεχτείς τον ‘Αρη έτσι όπως είναι, καλύτερα να γυρίσεις στη Γη. Το καθετί είναι τρελό δω πέρα, το χώμα, ο αγέρας, τα κανάλια, οι ιθαγενείς -δεν έχω δει κανέναν ακόμη αλλ’ ακούω πως υπάρχουν- ως και τα ρολόγια. Ακόμη και το δικό μου ρολόι συμπεριφέρεται παράξενα. Ναι, ακόμη κι ο χρόνος είναι τρελός δω πέρα. Έρχονται στιγμές που νιώθω σα να μαι ολομόναχος, δίχως δεύτερη ψυχή σ’ όλο τον πλανήτη. Θα βαζα και στοίχημα γι’ αυτό. ‘Αλλες φορές πάλι νιώθω σαν οχτάχρονο παιδί και μ’ ανάλογο μπόι, ενώ το καθετί γύρω μου είναι ψηλότερο. Χριστέ μου, αυτός είναι τόπος για ένα γέρο! Μου χαρίζει ζωντάνια και με κρατά ευτυχισμένο. Ξέρεις σαν τι μοιάζει ο ‘Αρης; Με κάτι που μου κάνανε δώρο κάποια Χριστούγεννα πριν εβδομήντα τόσα χρόνια. Δε ξέρω αν τα χεις δει ποτέ, λέγονταν καλειδοσκόπια. Είχανε χρωματιστά γυαλάκια, χάντρες και δε ξερωτί μες σ’ ένα σωλήνα. Τα κρατούσες στον ήλιο, κοίταζες από την άλλη μεριά και το θέαμα σου κοβε την ανάσα. Δε μπορείς να φανταστείς τι σχέδια έβλεπες! Λοιπόν κάπως έτσι είναι ο ‘Αρης. Απόλαυσέ τον. Μη ζητάς τίποτ’ άλλο απ’ αυτό που ναι. Χριστέ μου, το ξερες πως τούτος δω ο δρόμος φτιάχτηκε από τους Αρειανούς κι έχει ηλικία πάνω από δεκάξι αιώνες; Δες πόσο καλά κρατάει ακόμα! Ενάμιση δολάριο για τη βενζίνα, ευχαριστώ και καλή σου νύχτα“.
     Ο Τόμας πήρε πάλι τον αρχαίο δρόμο, γελώντας σιγανά. Ήτανε μακρύς δρόμος, που ξετυλιγόταν μες στο σκοτάδι και τους λόφους. Κρατούσε το τιμόνι και κατά καιρούς, άπλωνε το χέρι στο καλάθι με το κολατσιό και τσίμπαγε κάτι. Οδηγούσε σταθερά για καμμιάν ώρα τώρα, δίχως να δει κανένα φως. Μόνον ο δρόμος που τραβούσε μπρος, το βουητό της μηχανής του κι ο ‘Αρης σιωπηλός ολόγυρα. Ο ‘Αρης ήτανε πάντα σιωπηλός κόσμος, αλλά η αποψινή νύχτα ήτανε πιο ήσυχη από κάθε άλλη. Η έρημος κι οι άδειες κοίτες των θαλασσών έφευγαν αριστερά και δεξιά του, με τα βουνά ν’ αχνοφαίνονται στο φόντο των άστρων.
     Απόψε η μυρωδιά του Χρόνου πλανιότανε στον αγέρα. Ο Τόμας χαμογέλασε κι έπαιξε μ’ αυτή τη φαντασία στο νου του. Ήτανε κι αυτή μια σκέψη. Ποια να ταν αλήθεια η μυρωδιά του Χρόνου; Μύριζε σκόνη, ρολόγια κι ανθρώπους. Κι αν αναρωτιόσουνα ποιος να ταν ο ήχος του Χρόνου, αυτός ήτανε σα νερό που κελάρυζε σε μια σκοτεινή σπηλιά και σαν απόμακρες φωνές και σα χώμα που πεφτε σ’ άδεια καπάκια κουτιών και σα βροχή. Και για να το πάει ακόμα πιο πέρα, σαν τι να μοιαζε τάχατες ο Χρόνος; Ο Χρόνος έμοιαζε σα νιφάδες χιονιού που πέφτανε σιωπηλά σε σκοτεινό δωμάτιο ή σα βουβή ταινία σε παλιό κινηματογράφο ή σαν εκατό δισεκατομμύρια πρόσωπα να πέφτουν αργά σα μπαλόνια, κάτι προς το χάος και το τίποτα. Κι απόψε -ο Τόμας έβγαλε το χέρι από το παράθυρο να νιώσει τον άνεμο-  μπορούσε σχεδόν ν’ αγγίξει τον Χρόνο. Οδηγούσε το φορτηγό του μες από τους λόφους του Χρόνου… Ένιωσεν ανατριχίλα στο σβέρκο κι ανακάθισεν απότομα, κοιτάζοντας το δρόμο μπροστά.
     Σταμάτησε το φορτηγό σε μια μικρή, νεκρή, αρειανή πόλη, έσβησε τη μηχανή κι άφησε τη σιγαλιά να τονε τυλίξει ολόγυρα. Κάθισε κει αγναντεύοντας, δίχως ν’ ανασαίνει, πέρα τ’ άσπρα κτίρια στο φεγγαρόφωτο. Ήταν ακατοίκητα από αιώνες. Τέλεια κι άψογα, ερειπωμένα ναι, αλλά τέλεια… ‘Αναψε πάλι τη μηχανή κι έκανε καναδυό χιλιόμετρα, μπορεί και παραπάνω, πριν σταματήσει ξανά. Εκεί βγήκε από τ’ αμάξι, πήρε μαζί του το καλάθι με το φαγητό και τράβηξε σ’ ένα μικρόν ύψωμα απ’ όπου μπορούσε ν’ αγναντέψει τη σκονισμένη πόλη που άφησε πίσω του. ‘Ανοιξε το θερμός και γέμισε τη κούπα με καφέ. Ένα νυχτοπούλι φτερούγισε πάνω από το κεφάλι του. Ο Τόμας ένιωθε πολύ ωραία εκεί, πολύ γαλήνια.
     Θα χε περάσει κανά πεντάλεπτο, όταν ακούστηκεν ένας ήχος. Πέρα στους λόφους, εκεί που στριβε ο αρχαίος δρόμος, το μάτι του πήρε μια κίνηση. Διέκρινε αμυδρό φως και μετά άκουσε κάτι σα μουρμουρητό. Γύρισεν αργά με τη κούπα του καφέ στο χέρι κι είδε να προβάλλει από τους λόφους κάτι παράξενο. Ήτανε μια μηχανή που μοιαζε σμαραγδοπράσινον έντομο, σαν αλογάκι της Παναγίας, που ταξίδευε ντελικάτο στον κρύο αγέρα, δυσδιάκριτο, μ’ αμέτρητα πράσινα πετράδια να τρεμοσβήνουνε σ’ όλο του το κορμί, ενώ τα μάτια του λαμπύριζαν ίδια με κόκκινα πολυπρισματικά ρουμπίνια. Τα έξι πόδια της μηχανής ανεβοκατεβαίνανε στον αρχαίο δρόμο μ’ έναν ήχο σα περαστικό πρωτοβρόχι κι από τη ράχη της μηχανής, ένας Αρειανός με μάτια από αναλυτό χρυσάφι, ατένιζε ψήλαθε τον Τόμας σα να κοίταζε στα βάθη ενός πηγαδιού.
     Ο Τόμας σήκωσε το χέρι και σκέφτηκε: “Καλησπέρα”, αυτόματα, αλλά δε σάλεψε τα χείλη, γιατί τούτος ήταν Αρειανός. Αλλά ο Τόμας είχε ταξιδέψει στα γαλάζια ποτάμια της Γης, είχεν ανταμωθεί με ξένους στο δρόμο κι είχε φάει με ξένους ανθρώπους σε ξένα σπίτια, με μοναδικό του όπλο πάντα το χαμόγελο. Δε κρατούσε ντουφέκι, ούτε κι ένιωθε την ανάγκη για κάτι τέτοιο, τώρα, έστω κι αν η καρδιά του πετάρισε για λίγο. Τα χέρια του Αρειανού ήτανε κι αυτά άδεια. Για μια στιγμή μείνανε κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο στο δροσερόν αγέρα. Πρώτος αντέδρασεν ο Τόμας.
 -“Καλησπέρα!” είπε
 -“Καλησπέρα!” είπε κι ο Αρειανός στη γλώσσα του. Δε κατάλαβαν ο ένας τον άλλο.
 -“Είπες καλησπέρα;” ρωτήσανε κι οι δυο.
 -“Τι είπες;” ρωτήσανε πάλι κι οι δυο, έκαστος σε διαφορετική γλώσσα. Σταθήκανε κι οι δυο τους συνοφρυωμένοι.
 -“Πως σε λένε;” ρώτησεν ο Τόμας στ’ αγγλικά.
 -“Τι γυρεύεις εδώ;” ρώτησεν ο άλλος στ’ αρειανά.
 -“Που πηγαίνεις;” ρωτήσανε κι οι δυο σαστισμένα.
 -“Με λένε Τόμας Γκομέζ“.
 -“Με λένε Μουέ Κα“. Κανένας δε κατάλαβε, αλλά με τα λόγια χτυπήσανε το δάχτυλο στο στήθος τους και το μήνυμα έγινε σαφές. Ύστερα ο Αρειανός γέλασε:
 -“Περίμενε!” Ο Τόμας ένιωσεν άγγιγμα στο κεφάλι αν και κανένα χέρι δε τον είχεν ακουμπήσει. “Ορίστε!” είπεν ο Αρειανός στ’ αγγλικά. “Τώρα μπορούμε να συνεννοηθούμε“!
 -“Έμαθες τόσο γρήγορα τη γλώσσα μου“!
 -“Απλό πράγμα!” Κοιτάξανε για μια στιγμή, σιωπηλοί κι αμήχανοι κι οι δυο, τη κούπα με τον αχνιστό καφέ στο χέρι του Τόμας. “Κάτι διαφορετικό;” ρώτησεν ο Αρειανός, κοιτώντας μια τον Τόμας και μια τη κούπα, εννοώντας ίσως και τα δυο.
 -“Να σου προσφέρω μια κούπα;” προθυμοποιήθηκεν ο Τόμας.
 -“Ευχαριστώ“. Ο Αρειανός κατέβηκεν από τη μηχανή του. Ο Τόμας γέμισεν ακόμα μια κούπα μ’ αχνιστό καφέ και τη πρότεινε στον άλλο. Τα χέρια τους συναντηθήκανε και -σαν ομίχλη- περάσανε τονα μες από τ’ άλλο.
 -“Ιησούς Χριστός!” φώναξεν ο Τόμας, αφήνοντας να του πέσει η κούπα.
 -“Στ’ όνομα των Θεών!” έκανε κι ο Αρειανός στη γλώσσα του. Παγωνιά και τρόμος τους είχε τυλίξει. Ο Αρειανός έσκυψε να πιάσει τη κούπα μα δε μπόρεσε να την αγγίξει.
 -“Χριστέ μου!” ψέλλισε πάλι ο Τόμας. Ο Αρειανός πάσχισε πάλι και πάλι να πιάσει τη κούπα, μα στάθηκεν αδύνατο. Τελικά σηκώθηκε, έμεινε για λίγο συλλογισμένος και μετά τράβηξε μαχαίρι από τη ζώνη. “Έι!” φώναξεν αλαφιασμένος ο Τόμας.
 -“Με παρεξήγησες. Έλα πιασ’ το!” τονε παρότρυνεν ο Αρειανός και του το πέταξε. Ο Τόμας έκαμε χούφτα τις παλάμες μα το μαχαίρι πέρασε μες από τα χέρια του κι έπεσε στο χώμα. Έσκυψε να το σηκώσει μα δε μπόρεσε να το αγγίξει καν και σηκώθηκε πάλιν ανατριχιάζοντας.
 -“Τ’ άστρα!” είπε.
 -“Τ’ άστρα!” είπε κι ο Αρειανός, κοιτάζοντας με τη σειρά του τον Τόμας. Τ’ άστρα φαίνονταν αστραφτερά και καθάρια πίσω από τη φιγούρα του Αρειανού, σα σπίθες ενσωματωμένες στη διάφανη φωσφορική μάζα μιας θαλάσσιας μέδουσας. Μπορούσες να δεις τ’ άστρα να τρεμοφέγγουνε σα βιολετιά μάτια στο στομάχι και το στήθος του Αρειανού και να στραφταλίζουνε σα κοσμήματα στον καρπό του.
 -“Μπορώ να δω από μέσα σου!” είπεν ο Τόμας
 -“Κι εγώ το ίδιο!” αποκρίθηκεν ο Αρειανός, κάνοντας παραπίσω. Ο Τόμας ψαχούλεψε το κορμί του, ένιωσε τη ζεστασιά κι αναθάρρησε. Είμαι αληθινός, σκέφτηκε. Ο Αρειανός άγγιξε τη μύτη και τα χείλη του. Έχω σάρκα, είμαι ζωντανός, είπε σχεδόν από μέσα του. Ο Τόμας κοίταξε μ’ ορθάνοιχτα μάτια τον ξένο:
 -“Κι αν εγώ είμαι αληθινός, τότε συ πρέπει να ‘σαι πεθαμένος“.
 -“Όχι, συ είσαι πεθαμένος!”
 -“Είσαι φάντασμα“!
 -“Είσαι οπτασία“! Στεκόντανε δείχνοντας ο ένας τον άλλο, με τ’ άστρα να φέγγουνε μες από το κορμί τους σα στιλέτα, σα παγοκρύσταλλα και σα πυγολαμπίδες. Μετά, αρχίσαν να ψηλαφίζονται πάλι, ο καθένας βρίσκοντας τον εαυτό του γερό, ζεστό, ταραγμένο, σαστισμένο, τρομαγμένο κι ο άλλος παρέκει ήταν ο εξωπραγματικός, ένα φασματικό πρίσμα που λαμπύριζε με το φως των μακρινών κόσμων. Είμαι μεθυσμένος, σκέφτηκεν ο Τόμας. Δε θα πω λέξη σε κανέναν αύριο για τούτη την ιστορία, τίποτα, το παραμικρό. Στέκονταν εκεί στον αρχαίο δρόμο, σα μαρμαρωμένοι κι οι δυο.
 -“Από που ήρθες;” ρώτησε τελικά ο Αρειανός.
 -“Από τη Γη“.
 -“Που είναι αυτή“;
 -“Εκεί“, ο Τόμας έδειξε τον ουρανό.
 -“Πότε“;
 -“Φτάσαμε πριν ένα χρόνο και βάλε, δε το θυμάσαι“;
 -“Όχι”.
 -“Κι όλοι σας είχατε πεθάνει, εκτός από ελάχιστους. Είσαι σπάνιο είδος, δε το ‘ξερες“;
 -“Δεν είναι αλήθεια“.
 -“Ναι, νεκροί, όλοι σας. Είδα τα κουφάρια σας. Μαυρισμένα μες σε δωμάτια, σε σπίτια, εντελώς άψυχα. Χιλιάδες τέτοια“.
 -“Είναι γελοίο αυτό που λες. Είμαστε ολοζώντανοι!”
 -“Φίλε μου δεχτήκατε εισβολή, μόνο που δε το ξέρετε. Ελόγου σου θα πρέπει να ξέφυγες“.
 -“Δε ξέφυγα. Δεν υπήρχε τίποτα να του ξεφύγω. Τι θες να πεις; Πηγαίνω τώρα σε μια γιορτή, στο κανάλι, κοντά στα Όρη Ενιάλ. Εκεί ήμουνα και χτες το βράδυ. Δε βλέπεις τη πόλη κει κάτω;” ρώτησε δείχνοντας ο Αρειανός. Ο Τόμας κοίταξε κι είδε τα ερείπια.
 -“Μπα, η πόλη που μου δείχνεις είναι νεκρή εδώ και χιλιάδες χρόνια“. Ο Αρειανός γέλασε.
 -“‘Ακου νεκρή! Εκεί κοιμήθηκα χτες“!
 -“Κι εγώ ήμουν εκεί τη περασμένη βδομάδα και τη προπερασμένη και μόλις πριν λίγο πέρασα μέσα της. Είναι σκέτα ερείπια. Δε βλέπεις τις γκρεμισμένες κολώνες“;
 -“Τις κολώνες; Τις βλέπω και πολύ καθαρά μάλιστα. Το φεγγαρόφωτο βοηθά. Οι κολώνες είναι ολόρθες“.
 -“Η σκόνη σκεπάζει τους δρόμους“, είπεν ο Τόμας.
 -“Οι δρόμοι είναι ολοκάθαροι“!
 -“Τα κανάλια είναι κατάξερα κεί“.
 -“Τα κανάλια είναι γεμάτα μενεξελί κρασί“.
 -“Η πόλη είναι νεκρή“.
 -“Είναι ολοζώντανη!” επέμεινεν ο Αρειανός, γελώντας πιο πολύ τώρα. “Α κάνεις μεγάλο λάθος. Δε βλέπεις τα φώτα της γιορτής; Υπάρχουν όμορφες γόνδολες σα λεπτόκορμες κοπέλες κι όμορφες κοπέλες λεπτόκορμες σα γόνδολες, κοπελιές με το χρώμα της άμμου, κοπελιές με φλογερά λουλούδια στα χέρια. Τις βλέπω, μικροσκοπικές φιγούρες, να τρέχουνε στους δρόμους κει κάτω. Εκεί πηγαίνω τώρα, στη γιορτή. Θα κάνουμε βαρκάδες στα νερά όλη νύχτα, θα τραγουδήσουμε, θα πιούμε, θα κάνουμε έρωτα. Μα πως δε τα βλέπεις“;
 -“Φίλε, η πόλη που λες είναι πεθαμένη, σα σαύρα ξεραμένη από τον ήλιο. Ρώτησε όποιον θες από μας. Εγώ που λες πάω στη Πράσινη Πόλη απόψε. Είναι η νέα κοινότητα που στήσαμε κοντά στο δρόμο του Ιλλινόις. Τα χεις μπερδέψει τα πράματα. Φέραμε μαζί ένα εκατομμύριο κυβικά πόδια ξυλεία από το Όρεγκον και δυο ντουζίνες τόνους καλά ατσάλινα καρφιά και φτιάξαμε με δαύτα τα ομορφότερα χωριουδάκια που δες ποτέ. Απόψε θα καεί το πελεκούδι σ’ ένα απ’ αυτά. Δυο ρουκέτες φτάνουν από τη Γη με τις γυναίκες και τα κορίτσια μας. Θα χουμε χορούς κι ουίσκι-” Ο Αρειανός φάνηκε να ταράζεται τώρα.
 -“Προς τα κει είπες“;
 -“Να κι οι ρουκέτες“. ο Τόμας προχώρησε στο φρύδι του λόφου κι έδειξε πέρα χαμηλά. “Τις βλέπεις“;
 -“Όχι“.
 -“Μα πανάθεμά σε, κει είναι! Εκείνα τα μακρόστενα ασημένια πράματα“.
 -“Δε βλέπω τίποτα“. Τώρα ήταν η σειρά του Τόμας να γελάσει.
 -“Μα συ είσαι τελείως στραβός“!
 -“Σου λέω πως βλέπω θαυμάσια. Εσύ πρέπει να σαι στραβός“!
 -“Όμως βλέπεις τη καινούρια πόλη, έτσι δεν είναι“;
 -“Βλέπω μόνο τον ωκεανό με τα νερά σ’ άμπωτη“.
 -“Τα νερά που λες έχουν εξατμιστεί εδώ και σαράντα αιώνες“.
 -“Έλα, τέρμα τ’ αστεία. Το παρατράβηξες“.
 -“Είναι αλήθεια σου λέω“. Ο Αρειανός σοβάρεψεν απότομα.
 -“Για πες μου πάλι, στ’ αλήθεια δε βλέπεις τη πόλη όπως στη περιγράφω; Με τις κολώνες της κατάλευκες, τις ντελικάτες βάρκες της, τα φώτα της γιορτής -εγώ τα βλέπω ολοκάθαρα. Κι άκου! Δεν ακούς τη μουσική; Δεν είναι διόλου μακριά“. Ο Τόμας αφουγκράστηκε και μετά κούνησε το κεφάλι αρνητικά.
 -“Δεν ακούω τίποτα“.
 -“Κι εγώ από την άλλη μεριά“, είπεν ο Αρειανός, “δε μπορώ να δω όσα μου περιγράφεις. Τι να πει κανείς“; Και πάλι νιώσανε παγωνιά. Ήτανε σα να έρρεε πάγος στις φλέβες τους.
 -“Λες να…”;
 -“Τι πράγμα“;
 -“Είπες ήρθατε από τον ουρανό“;
 -“Από τη Γη“.
 -“Το ‘Γη’ είναι ένα όνομα, ένα τίποτα“, απάντησεν ο Αρειανός, “αλλά …καθώς ανέβαινα το πέρασμα πριν από καμιάν ώρα…” άγγιξε το σβέρκο του, “…ένιωσα…”
 -“Μια παγωνιά μήπως“;
 -“Ακριβώς“.
 -“Και τώρα τι νιώθεις”;
 -“Πάλι μια παγωνιά. Κάτι περίεργο. Ήτανε σα κάτι ν’ άλλαξε στο φως, στους λόφους, στο δρόμο“, μουρμούρισεν ο Αρειανός, “κάτι το παράξενο στο δρόμο και στο φως και για μια στιγμή ένιωσα σα να μουν ο τελευταίος ζωντανός στον κόσμο…”
 -“Το ίδιο κι εγώ!” έκανε ο Τόμας κι ήταν σα να μιλούσε σε παλιόν αγαπημένο φίλο, που αντάλλασσε τα μυστικά της καρδιάς του, νιώθοντας να τονε ζεσταίνει η κουβέντα. Ο Αρειανός έκλεισε τα μάτια και μετά τ’ άνοιξε πάλι.
 -“Αυτό δε μπορεί να σημαίνει παρά ένα πράγμα. Πρέπει να ‘χει να κάνει με τον Χρόνο. Είσαι μια εικόνα από το Παρελθόν!”
 -“Όχι, συ είσαι από το Παρελθόν“, είπεν ο Γήινος, έχοντας τον καιρό να συλλογιστεί καλύτερα.
 -“Φαίνεσαι τόσο σίγουρος. Πως μπορείς ν’ αποδείξεις ποιος είναι από το Παρελθόν και ποιος από το Μέλλον; Σε ποια χρονιά είμαστε“;
 -“Στο δυο χιλιάδες ένα“!
 -“Και τι σημαίνει αυτό για μένα“; Ο Τόμας το συλλογίστηκε κι ανασήκωσε τους ώμους.
 -“Τίποτα“.
 -“Είναι σα να σου λεγα πως είμαστε στο 4462835 Σ. Ε. Κ. Δε σημαίνει τίποτα ή και κάτι λιγότερο από το τίποτα. Που είναι το ρολόι για να μας δείξει πως είναι τ’ άστρα“;
 -“Μα τα ερείπια το αποδεικνύουν! Μαρτυρούν ότι εγώ είμαι το Μέλλον, εγώ είμαι ο ζωντανός ενώ συ είσαι νεκρός“!
 -“Το καθετί μέσα μου το αρνείται αυτό. Η καρδιά μου χτυπά, το στομάχι μου πεινά, το στόμα μου διψά. Όχι, όχι, κανείς μας δεν είναι νεκρός, ούτε ζωντανός. Κι όμως είμαστε πιο ζωντανοί από καθετί άλλο. Είμαστε κάπου ανάμεσα, θα ταν ίσως το πιο σωστό. Δυο περαστικοί ξένοι που ανταμώσανε μες στη νύχτα, αυτό είμαστε. Δυο περαστικοί ξένοι. Ερείπια είπες“;
 -“Ναι. Φοβάσαι“;
 -“Ποιος θέλει να δει το Μέλλον; Ποιος το βλέπει ποτέ; Ένας άνθρωπος μπορεί ν’ αντιμετωπίσει το Παρελθόν, αλλά να σκεφτεί πως -οι κολώνες είναι γκρεμισμένες είπες; Κι οι θάλασσες άδειες, τα κανάλια ξερά, οι κοπελιές πεθαμένες και τα λουλούδια μαραμένα;” Ο Αρειανός έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή, αλλά μετά κοίταξε μπροστά. “Μα είναι κει. Τα βλέπω. Δε μου φτάνει αυτό; Είναι κει τώρα και με περιμένουν, ό,τι κι αν λες εσύ“. Και τον Τόμας τονε περίμεναν οι ρουκέτες, εκεί μακριά κι η πόλη κι οι γυναίκες από τη Γη.
 -“Δε πρόκειται να συμφωνήσουμε ποτέ“, μουρμούρισε
 -“Ας συμφωνήσουμε να διαφωνήσουμε“, είπεν ο Αρειανός. “Τι σημασία έχει ποιος είναι το Παρελθόν και ποιός είναι το Μέλλον, αν είμαστε κι οι δυο ζωντανοί; Ό,τι  είναι να γίνει θα γίνει, αύριο ή και σε δέκα χιλιάδες χρόνια. Πως ξέρεις αν εκείνοι οι ναοί κει κάτω δεν είναι ναοί του δικού σου πολιτισμού εκατό αιώνες από σήμερα, ερειπωμένοι και γκρεμισμένοι; Δε το ξέρεις. Τότε μη ρωτάς. Αλλά η νύχτα δε κρατά πολύ. Δες, οι σπίθες από τις φωτιές της γιορτής πετάνε κιόλας στον ουρανό, μαζί με τα πουλιά“. Ο Τόμας άπλωσε το χέρι του. Ο Αρειανός έκαμε το ίδιο. Οι παλάμες τους δεν άγγιξαν, πέρασαν η μια μες στην άλλη.
 -“Θ’ ανταμωθούμε ξανά“;
 -“Ποιος ξέρει; Ίσως καμμιάν άλλη νύχτα“.
 -“Θα θελα να ρθω μαζί σου στη γιορτή“.
 -“Κι εγώ θα θελα να ρθω στη νέα πόλη σας, να δω τα σκάφη που λες, να δω κείνους τους ανθρώπους και ν’ ακούσω τα όσα συνέβησαν“.
 -“Έχε γεια“, είπεν ο Τόμας
 -“Καλή σου νύχτα“. Ο Αρειανός ξεμάκρυνε σιωπηλός με το πράσινο μεταλλικόν όχημά του και χάθηκε πέρα στους λόφους. Ο Τόμας γύρισε στο φορτηγό και ξεκίνησε το ίδιο σιωπηλός, προς την αντίθετη κατεύθυνση. Θεέ μου, τι όνειρο κι αυτό! αναστέναξε, με τα χέρια του στο τιμόνι, με τη σκέψη στις ρουκέτες, τις γυναίκες, το δυνατόν ουίσκι, τους χορούς της Βιρτζίνια και το γλέντι.
     Τι παράξενον όραμα κι αυτό! σκεφτόταν ο Αρειανός τραβώντας γοργά το δρόμο του, με τη σκέψη στη γιορτή, τα κανάλια, τις βάρκες, τις γυναίκες με τα χρυσαφένια μάτια και τα τραγούδια.
     Η νύχτα ήταν σκοτεινή. Τα φεγγάρια είχανε δύσει, τ’ άστρα λαμπυρίζανε στον άδειο δρόμο, όπου τώρα απλωνότανε σιγαλιά. Σε σάλευε το παραμικρό κει, ούτε ήχος, ούτε αμάξι, ούτε πρόσωπο, ούτε τίποτα. Κι έτσι έμεινε για όλη την υπόλοιπη, δροσερή, σκοτεινή νύχτα…

Nightly Meeting
Μετάφραση: Γιώργος Μπαλάνος
——————————————–

                 Ίκαρος Μονγκολφιέ Εφευρέτης

     Ήτανε ξαπλωμένος στο κρεβάτι του κι ο άνεμος φυσούσε μπαίνοντας από το παράθυρο, φυσούσε πάνω από τ’ αφτιά του κι από το μισάνοιχτο στόμα του σα να του ψιθύριζε στ’ όνειρό του. Ήτανε σαν τον άνεμο του χρόνου που ακουγόταν υπόκωφος στις δελφικές σπηλιές για να πει πως πρέπει ν’ ακουστεί από το χθες, από το σήμερα κι από το αύριο. Ορισμένες φορές, κάπου μακριά, κραύγαζε μια φωνή, δυο φωνές πιο μετά, πιο πολλές έπειτα, δέκα, είκοσι, μια ολόκληρη φυλή ανθρώπων που ξεφώνιζε μες από το στόμα του, μα λέγοντας διαρκώς τα ίδια λόγια:.
 -“Κοίτα, κοίτα, το πετύχαμε“!
     Γιατί άξαφνα αυτός, αυτοί, ένας, ή πολλοί, εκσφενδονίζονταν μέσα στ’ όνειρο και πετούσαν. Ο άνεμος φυσούσε σε μιαν ακύμαντη θάλασσα, ζεστή εκεί που κολυμπούσε δύσπιστος.
 -“Κοίτα, κοίτα! Το πέτυχα“!
     Όμως αυτός δε προσκαλούσε τον κόσμο να το δει. Το μόνο που ‘κανε ήταν να μαστιγώνει τις αισθήσεις του, να τις οξύνει, για να δει, να γευτεί, να οσμιστεί, ν’ αγγίξει τον αέρα, τον άνεμο, το φεγγάρι που υψωνότανε στον ουρανό. Κολύμπησε ίσια στο βάθος του ουρανού. Η βαριά γη είχε εξαφανιστεί.
Μα, μια στιγμή“, συλλογίστηκε, “για περίμενε! Απόψε… τι νύχτα έχουμε απόψε“; Κι η χθεσινή νύχτα φυσικά. Μια νύχτα πριν από την πρώτη πτήση ενός πυραύλου για τη Σελήνη. Πέρ’ απ’ αυτό το δωμάτιο, μες τη καφτήν έρημο, εκατό γυάρδες μακριά, ο πύραυλος με περιμένει.
     Μια στιγμή! Ποιος πύραυλος; Πρόκειται π ρ α γ μ α τ ι κ ά για πύραυλο;
Στάσου! Συλλογίστηκε και γύρισε, ιδρωμένος, με μάτια κλειστά, προς τον τοίχο, κι έβγαινε συριχτή η ανάσα ανάμεσα από τα δόντια του. Βεβαιώσου! Εσύ! Ποιος είσαι πάλι ε σ ύ;
     Εγώ; σκέφτηκε. Το όνομά μου δηλαδή; Τζεντέντια Πρέντις, γεννηθείς το 1938, απόφοιτος κολεγίου 1959, δίπλωμα πιλότου σε πύραυλο 1971. Τζεντέντια Πρέντις…. Τζεντέντια Πρέντις….
     Ο άνεμος παρέσυρε μακριά ψιθυρίζοντας το όνομά του! Έκανε να τ’ αρπάξει ξεφωνίζοντας. Έπειτα ηρεμώντας, περίμενε πότε ο άνεμος θα του ξανάδινε πίσω τ’ όνομά του. Περίμενε πολύ κι υπήρχε σιωπή κι έπειτα από χίλιους χτύπους καρδιάς, ένιωσε κάτι να σαλεύει.
     Ο ουρανός ανοίχτηκε σαν απαλό γαλάζιο λουλούδι. Το Αιγαίο ανέμιζε άσπρες μαλακές βεντάλιες μες από το μακρινό κείνον αφρό που ‘χε το χρώμα του κρασιού. Μες στο τραγούδι των κυμάτων που σκάζουνε στην ακροθαλασσιά, άκουσε το όνομά του.
     Ίκαρος.
     Κι ακόμα μια φορά σε ένα ψιθυρισμό αναπνοής.
     Ί κ α ρ ο ς.
     Κάποιος τον έπιασε από το χέρι κι ένιωσε πως ήταν ο πατέρας του που πρόφερε το όνομά του κι έδιωχνε από πάνω του τη νύχτα. Κι αυτός, μικροκαμωμένος, μισοστραμμένος στο παράθυρο κι η ακτή από πάνω κι ο βαθύς ουρανός, ένιωθε το πρώτο αγέρι της αυγής να χαϊδεύει τα χρυσά φτερά, τα κολλημένα με κερί πλάι στο κρεβάτι εκστρατείας που κοιμόταν. Χρυσά φτερά πάλλονταν μισό-ζώντανα στα χέρια του πατέρα του κι ο ίλιγγος κάτω από τα πόδια του τον έκανε να τρέμει σα φύλλο καθώς κοίταζε κείνα τα φτερά και πέρα από τα φτερά, τ’ απότομα βράχια της ακτής.
 -“Πατέρα, πως είναι ο άνεμος“;
 -“Για μένα είναι αρκετός. Ποτέ για σένα“!
 -“Πατέρα, μη φοβάσαι. Τα φτερά φαίνονται αδέξια τούτη τη στιγμή, αλλά τα κόκαλά μου θα τους δώσουνε δύναμη και το αίμα μου θα ζωογονήσει το κερί“!
 -“Και το δικό μου αίμα και τα δικά μου κόκαλα, θυμήσου! Ο κάθε άνθρωπος δανείζει τη σάρκα του στα παιδιά του και τους ζητά να τη προσέχουνε σα τα μάτια τους. Ίκαρε, θέλω να μου υποσχεθείς ότι δε θα πετάς πολύ ψηλά. Ο ήλιος κι ο δικός μου γιος, η κάψα του ενός κι ο πυρετός του άλλου, μπορούνε να τα λιώσουν αυτά τα φτερά. Πρόσεχε“!
     Κι άπλωναν τα υπέροχα χρυσά φτερά στο πρωινό και τα άκουγαν στα χέρια τους να ψιθυρίζουνε, να ψιθυρίζουνε τ’ όνομά του ή ένα όνομα ή κάποιο όνομα που πετούσε, στριφογύριζε και κατακάθιζε σα μικρούτσικο πούπουλο στην απαλή ατμόσφαιρα.
     Μονγκολφιέ.
     Τα χέρια του άγγιξαν το πυρακτωμένο σκοινί, άσπρο, κάτασπρο πανί να λάμπει κι η κλωστή στη βελόνα ν’ ανάβει και να ζεσταίνεται σα καλοκαίρι. Τα χέρια του ταΐζανε μαλλί κι άχυρο μια φλόγα ψιθυριστή.
     Μονγκολφιέ.
     Τα μάτια του πετάξανε ψηλά στο πρησμένο μπαλόνι που ταλαντευόταν αργά στον αέρα, το γιγάντιο τράβηγμα προς τα πάνω, το θεόρατο ασημένιο αχλάδι να παρασύρεται από τον άνεμο, ώσπου να πλημμυρίζει από τρεμάμενα παλιρροιακά κύματα αύρας. Σιωπηλό, σα θεός που γέρνει νυσταλέα πάνω από τη γαλλική εξοχή, το ντελικάτο τούτο σύννεφο, τούτο το πρησμένο ασκί γεμάτο με συμπυκνωμένον αέρα, θ’ αποκοβότανε σύντομα και θα λευτερωνότανε. Βουλιάζοντας ψηλά, σε γαλάζιους κόσμους σιγής, ο νους του, καθώς κι ο νους του αδερφού του, θ’ αρμενίζανε μ’ αυτό το πάνινο σύννεφο, βουβοί, μακάριοι ανάμεσα σε νησιά από νέφη που αναπαύονταν άγριοι κεραυνοί. Μέσα σε κείνο το αγεωγράφητο κενό της αβύσσου, που δε μπορούσαν ν’ ανεβούνε μήτε κελάηδημα πουλιού, μήτε φωνή ανθρώπου, θα βουβαινόταν ακόμα και το ίδιο το αερόστρατο. Έτσι παρασυρμένοι σε τέτοια βάθη του ύψους, αυτός, ο Μονγκολφιέ κι όλοι του οι άντρες, θα μπορούσανε ν’ ακούσουνε την άμετρη ανάσα του Θεού και την επιβλητική περπατησιά της αιωνιότητας.
 -“Αααπ!…” σάλεψε αυτός, το πλήθος σάλεψε, σκεπάστηκε από τη σκιά του τεράστιου μπαλονιού. “Τα πάντα έτοιμα, τα πάντα λειτουργούνε κανονικά…” Κανονικά… Τα χείλη του συσπαστήκανε μες στ’ όνειρό του. Κανονικά… Σφύριγμα, ψίθυρος, δόνηση, ορμή προς τα ύψη. Κανονικά… Από τα χέρια του πατέρα του, κάποιο παιχνίδι εκτοξεύτηκε στο ταβάνι, στριφογυρίζοντας με το δικό του άνεμο, μετέωρο, ενώ αυτός κι ο αδερφός του το κοίταζαν να τρεμολάμπει, να ψιθυρίζει, να σφυρίζει, το άκουγαν να μουρμουρίζει τ’ όνομά τους.
     Εφευρέτης!
     Κι ο ψίθυρος: ο άνεμος, ουρανός, σύννεφο, χάος, φτερό, πτήση…
 -“Γουίλμπερ, Όρβιλ! Κοιτάξτε… Αχ!” Στέναξε μες στον ύπνο του.
     Βοούσε το παιδικό ελικόπτερο, χτυπούσε στο ταβάνι, μουρμούριζε σαν αετός, κοράκι, σπουργιτόπουλο, γεράκι και κοκκινολαίμης. Ψιθύριζε σαν αετός, ψιθύριζε σα κοράκι και στο τέλος, φτερούγισε στα χέρια τους μ’ ένα σφύριγμα του ανέμου, μ’ ένα θρόισμα από ήχους καλοκαιριών που ‘τανε να ‘ρθούνε και μ’ ένα τελευταίο φτερούγισμα σα να ξεψυχούσε, ψιθύρισε σα γεράκι.
     “Όνειρο είναι…” χαμογέλασε.
     Είδε τα σύννεφα να κυνηγιούνται κάτω από τα πόδια του, στη θάλασσα του Αιγαίου.
     Ένιωσε το αερόστατο να ταλαντεύεται σα μεθυσμένο έτοιμο να παραδοθεί στον παρθένο άνεμο.
     Ένιωσε την άμμο να υψώνεται σφυρίζοντας στις ακτές του Ατλαντικού και να μεταμορφώνεται σ’ απαλές δίνες που θα τονε σώζαν, αν κατά τύχην έπεφτε στη γη σαν άπειρος νεοσσός. Τρίζανε τ’ αντερείσματα του σκελετού. Ηχούσανε σα χορδές άρπας κι αυτός αιχμάλωτος της μουσικής τους. Πέρα από αυτό τo δωμάτιο, αισθανόταν τον παραγεμισμένο με καύσιμα πύραυλο να γλιστρά πάνω στο έρημο τερραίν, με διπλωμένα τα πέντε του πτερύγια, με κρατημένη τη πύρινη αναπνοή του, έτοιμος να υπερασπιστεί τρία δισεκατομμύρια ανθρώπους. Σε λίγο θα ξυπνούσε και θα βάδιζε με βήματα αργά σ’ αυτό τον πύραυλο.
     Και θα στεκόταν στην άκρη της απότομης ακτής.
     Θα στεκόταν στη δροσιά του θεόρατου αερόστατου.
     Θα ένιωθε στο πρόσωπό του το μαστίγωμα της άμμου.
     Και θα σκέπαζε τα παιδικά του χέρια, τα παιδικά του πόδια, τα τρυφερά του δάχτυλα με χρυσά φτερά, κολλημένα με χρυσό κερί.
     Και θα ‘νιωθε για τελευταία φορά την αιχμαλωτισμένη ανθρώπινη ανάσα, το ζεστό λαχάνιασμα του δέους και του θάμπους που θα σηκώνανε τα ύψη στα όνειρά του.
     Και θα βαζε μπρος τη μηχανή.
     Και θα ‘πιανε το χέρι του πατέρα του, να του ευχηθεί καλοτάξιδα τα φτερά του, εδώ, μπρος στο γκρεμό.
     Έπειτα θα έκανε μια περιστροφή και θα πηδούσε…
     Κι έπειτα θα ‘κοβε τα σκοινιά για ν’ απελευθερώσει το μεγάλο αερόστατο.
Έπειτα θα μείωνε τη ταχύτητα και θα ισορροπούσε το αεροπλάνο στον αγέρα.
Κι έπειτα θα κατέβαζε τον διακόπτη για να πυροδοτήσει τον πύραυλο. Μαζί κι οι δυο μ’ ένα και μοναδικόν άλμα, θ’ άρχιζαν να κολυμπούν στο κενό, να κυνηγούνε τον άνεμο, να πηδάν από ψηλά, ν’ αρμενίζουνε και να γλιστρούνε με τα νώτα στραμμένα στον ήλιο, στο φεγγάρι, στ’ αστέρια πάνω από τον Ατλαντικό, πάνω από τη Μεσόγειο. Πάνω από εξοχές, αγριότοπους, πάνω από πόλεις και πολιτείες. Μέσα σ’ αέρινη σιγή πούπουλο που θροΐζει, παρασυρμένοι από τα κύματα ηφαιστείου που σκάει, ψηλά, κι όλο ψηλότερα ανεβαίνοντας, θα γελούσανε και θα φώναζαν ο ένας του άλλου τ’ όνομα, το όνομά του. Ή άλλων ονόματα, αγέννητων ακόμα ή άλλων που πέθαναν από παλιά και χάθηκαν από φθινοπωρινούς ανέμους, από τους ανέμους της θάλασσας ή από τη σιωπηλή ερημιά ενός ανέμου από αερόστατο, ενός ανέμου χημικής φωτιάς. Και θα ‘νιωθε ο καθένας να σαλεύουνε τ’ ανάλαφρα πούπουλα των φτερών του και να βλασταίνουν βαθιά θαμμένα και να ξεπροβάλλουν τρυπώντας τις ωμοπλάτες! Και θ’ άφηνε ο καθένας πίσω του τον απόηχο του πετάγματός του, έναν ήχο που θα περικύκλωνε τη γη με τους ανέμους και πάλι θα τη περικύκλωνε και θα ξαναμιλούσε, σ’ άλλα χρόνια στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους, που θα ‘τανε βυθισμένα στον ύπνο κι όμως θ’ ακούγανε καθαρά τον ακοίμητο ουρανό του μεσονυχτίου.
     Ψηλά, ακόμα πιο ψηλά πατέρα! Μια ανοιξιάτικη παλίρροια, μια καλοκαιρινή φουσκοθαλασσιά, ένας αστείρευτος ποταμός από φτερά!
     Ένα κουδούνι χτύπησε σιγά.
     Όχι, ψιθύρισε. Θα ξυπνήσω σε λίγο. Περίμενε…
     Το Αιγαίο γλίστρησε κάτω από το παράθυρο και χάθηκε. Οι δίνες του Ατλαντικού, η γαλλική εξοχή, διαλυθήκανε κάτω στην έρημο του Νέου Μεξικό. Μες στο δωμάτιό του, πλάι στο κρεβάτι που κοιμότανε, δε σάλεψε κανένα πούπουλο κολλημένο με κερί. Απ’ έξω, δε ταλαντεύτηκε κανέν αχλάδι στον άνεμο, δε μπήκε μπρος καμιά μηχανή πεταλούδας. Απ’ έξω, μονάχα ένας πύραυλος, έν εύφλεκτο όνειρο, που περίμενε την αφή των χεριών του για να υψωθεί στα ουράνια.
     Την τελευταία στιγμή μες στον ύπνο του, κάποιος ρώτησε τ’ όνομά του.
Ήρεμα, έδωσε την απάντηση όπως την είχε ακούσει όλες τις ώρες από τα μεσάνυχτα κι εδώ.
 -“Ίκαρος Μονγκολφιέ Εφευρέτης“.
     Το επανέλαβε αργά ώστε αυτός που τον ρωτούσε να μπορεί να θυμηθεί τη διάταξη των λέξεων και την προφορά ίσαμε την τελευταία απίστευτη συλλαβή.
 -“Ίκαρος Μονγκολφιέ Εφευρέτης“.
 -“Γεννηθείς: εννιακόσια χρόνια προ Χριστού. Δημοτικό: Παρίσι, 1783. Γυμνάσιο: Κίττυ Χόουκ, 1903, Αποφοίτηση, ξεκίνημα από τη Γη στη Σελήνη: σήμερα, αν θέλει ο Θεός, πρώτη Αυγούστου 1971. Θάνατος κι ενταφιασμός, καλώς εχόντων των πραγμάτων: ‘Αρης, καλοκαίρι του 1999, χρονιά της Εορτής του Κυρίου“.
     Έπειτα ξύπνησε..
     Σε λίγο διασχίζοντας την έρημο Ταρμάκ, άκουσε κάποιον να ξεφωνίζει…
     Δε μπορούσε να ξεχωρίσει αν υπήρχε κανείς πίσω του. Κι αν ήτανε μια φωνή ή πολλές, αν ήτανε νεανικές φωνές ή γερασμένες, αν ήτανε κοντά ή μακριά, αν δυνάμωναν ή αν κόπαζαν, αν του ψιθύριζαν ή αν του φωνάζανε και τα τρία καινούρια του ονόματα, ούτε κι αυτό μπορούσε να ξεχωρίσει. Δε στράφηκε να δει.
     Γιατί ο άνεμος δυνάμωνε σιγά σιγά και τον έσπρωχνε αμετάκλητα μες στην έρημο, προς τα εκεί που τονε περίμενε, σημαδεύοντας τον ουρανό, ο πύραυλος.

Icarus Montgolfier Wright” (1956)
Μετάφραση: Φώντας Κονδύλης
—————————————–


                           Χρυσαλλίδα

     Ο Ρόκγουελ σιχαινότανε το δωμάτιο. Μύριζεν απαίσια. Όχι τόσο γιατί ο Μακ Γκουάιρ βρωμοκοπούσε μπύρα, όχι τόσο γιατί η απλυσιά του Χάρτλεϋ σου ‘κοβε την ανάσα, όσο γι’ αυτή την έντονη βρώμα -μια βρώμα σάπιου εντόμου- που σκόρπιζε γύρω του το παγωμένο σώμα του Σμιθ, έτσι που κειτότανε γυμνό και γεμάτο πράσινες κηλίδες, πάνω στο χειρουργικό τραπέζι. Κι ακόμα, υπήρχε διάχυτη μυρωδιά από λάδι και γράσο που σκόρπιζε ολόγυρα έν’ ακατανόητο μηχάνημα, που γυάλιζε σε μια γωνιά του μικρού δωματίου.
     Ο άνθρωπος Σμιθ ήτανε πια πτώμα. Ο Ρόκγουελ σηκώθηκε νευριασμένος από το κάθισμά του κι έβαλε το στηθοσκόπιο στη τσάντα του:
 -“Πρέπει να γυρίσω στο νοσοκομείο. Βιάζομαι. Καταλαβαίνει Χάρτλεϋ. Ο Σμιθ έχει οχτώ ώρες πεθαμένος. Αν χρειαστείς πιότερα στοιχεία, προχώρησε στη νεκροψία“.
     Σταμάτησε να μιλά καθώς ο Χάρτλεϋ ύψωνε ένα τρεμάμενο, κοκαλιάρικο χέρι, δείχνοντας το πτώμα, αυτό το πτώμα με το εύθραυστο πράσινο κέλυφος που ‘χεν απλωθεί και κάλυπτε τώρα κάθε ίντσα από τη σάρκα του:
 -“Εξέτασέ τον πάλι, Ρόκγουελ. Βγάλε το στηθοσκόπιο. Μια τελευταία φορά. Σε παρακαλώ!”
     Ο Ρόκγουελ έκανε να διαμαρτυρηθεί, μα αναστέναξε. Ξανακάθισε κι έβγαλε το στηθοσκόπιο. Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει. Ο Χάρτλεϋ ήταν συνάδελφος. Πρέπει να φέρεσαι ευγενικά στους συναδέλφους σου γιατρούς. Ν’ ακουμπάς το στηθοσκόπιο σε μια παγωμένη πράσινη σάρκα και να υποκρίνεσαι πως ακούς…
     Το μικρό αδιόρατα φωτισμένο δωμάτιο έσκασε γύρω του. Έσκασε και διαλύθηκε σ’ ένα και μόνο πράσινο, παγωμένο σφυγμό. Χτύπησε σα γροθιά τ’ αφτιά του Ρόκγουελ. Τονε χτύπησε. Είδε τα ίδια του τα δάχτυλα να τρέμουνε καθώς άγγιζαν το άκαμπτο σώμα. ‘Aκουσε κάτι σα χτύπο καρδιάς. Βαθιά μες στο πράσινο κορμί, άκουσε τη καρδιά να χτυπά. Μια φορά! Ακούστηκε σαν ηχώ μες σε θαλάσσιους βυθούς. Ο Σμιθ ήταν νεκρός. Δίχως ανάσα, πετρωμένος. Αλλά στο βάθος αυτής της νέκρας, η καρδιά του ζούσε. Ζούσε, και σάλευε σα μικροσκοπικό αγέννητο βρέφος!
     Τα νευρικά, χειρουργικά δάχτυλα του Ρόκγουελ κινήθηκαν με γρηγοράδα. Έσκυψε μπρος το κεφάλι. Είχε μαύρα μαλλιά με γκρίζες αποχρώσεις κι ένα κανονικό, ήρεμο κι ευχάριστο κεφάλι. Πλησίαζε τα τριανταπέντε. ‘Ακουγε συνέχεια μες από το στηθοσκόπιο. Κρύος ιδρώτας κυλούσε στα απαλά μάγουλά του. Ο σφυγμός ήτανε κάτι που δε μπορούσε να πιστέψει. Κάθε τριανταπέντε δευτερόλεπτα, ένας χτύπος καρδιάς. Κι η ανάσα του Σμιθ -πως να το πιστέψεις πάλι αυτό;- έβγαινε αδύναμη σα πνοή ανέμου κάθε τέσσερα δευτερόλεπτα. Κίνηση πνευμόνων, αδιόρατη. Θερμοκρασία; Εξήντα βαθμοί. Ο Χάρτλεϋ γέλασε. Δεν ήταν γέλιο χαράς. Ήταν ηχώ πιο πολύ που είχε χαθεί.
 -“Ζει λοιπόν!” είπε κουρασμένα. “Ζει! Μ’ έκανε κι απελπίστηκα πολλές φορές. Του έκανα ενέσεις μ’ αδρεναλίνη για να τονώσω αυτό το σφυγμό, αλλά δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Δώδεκα βδομάδες είναι σ’ αυτή τη κατάσταση. Κι ούτε μπορούσα πια να τη κρατήσω μυστική. Να γιατί σου τηλεφώνησα Ρόκγουελ. Ο Σμιθ πως να στο πω, είναι κάτι αφύσικο!”
     Κι αυτό το αφύσικο του πράγματος αναστάτωσε τον Ρόκγουελ. Ένιωθε τώρα μια ανεξήγητη ταραχή. Προσπάθησε ν’ ανοίξει τα βλέφαρα του Σμιθ. Δε μπόρεσε. Γιατί τα βλέφαρά του ήτανε κολλημένα από μια ινώδη μεμβράνη. Η ίδια μεμβράνη ένωνε και τα χείλη του. Η ίδια μεμβράνη έκλεινε και τα ρουθούνια του. Πως μπορούσε λοιπόν ν’ αναπνέει;
 -“Κι όμως αναπνέει“, είπε ο Ρόκγουελ μουδιασμένος κι ένιωσε το στηθοσκόπιο να του πέφτει από τα χέρια. Το σήκωσε, κι είδε τα δάχτυλά του: έτρεμαν.
Ο Χάρτλεϋ, πανύψηλος, κοκαλιάρης, έσκυψε νευρικά πάνω από το τραπέζι.
 -“Ο Σμιθ δεν ήθελε να σε φωνάξω. Ωστόσο, εγώ σου τηλεφώνησα. Ο Σμιθ με προειδοποίησε πριν από μιαν ώρα. Δε ήθελε να ‘ρθεις“.
     Τα μάτια του Ρόκγουελ άνοιξαν θεόρατα μες σε πυρετικούς μαύρους κύκλους.
 -“Πως σε προειδοποίησε; Αφού δε μπορεί να κουνηθεί!”
     Το πρόσωπο του Χάρτλεϋ, αιχμηρό σα ξυριστική λεπίδα, σαγόνι μυτερό, μικρά αλλήθωρα μάτια, συσπάστηκε νευρικά.
 -“Ο Σμιθ… σκέφτεται. Κι εγώ γνωρίζω τις σκέψεις του. Φοβάται ότι θα τον εκθέσεις στον κόσμο. Με μισεί. Γιατί; Θέλω να τον σκοτώσω! Να γιατί! Και μάλιστα αυτή τη στιγμή“. Ο Χάρτλεϋ έψαχνε στα τυφλά μέσα στο λεκιασμένο σακάκι του να βρει το πιστόλι, ένα πιστόλι από γαλάζιο ατσάλι. “Μάρφυ πάρτο αυτό. Πάρτο, προτού τ’ αδειάσω πάνω στο βρωμερό κορμί του Σμιθ!”
     Ο Μάρφυ οπισθοχώρησε, μ’ έντρομο το παχύ, κόκκινο πρόσωπό του.
 -“Δεν αγαπώ τα όπλα. Πάρτο εσύ Ρόκγουελ“.
     Κι ο Ρόκγουελ, σα να ήταν κοφτερό νυστέρι η φωνή του, είπε:
 -“Πέταξε το περίστροφο Χάρτλεϋ. Παραλογίζεσαι! Κι είναι φυσικό έπειτα από τρεις μήνες που περιποιείσαι έναν άρρωστο. Έχεις ανάγκη από ύπνο“. Έγλειψε τα χείλη του. “Ποια είναι η αρρώστια του Σμιθ;”
     Ο Χάρτλεϋ έγειρε προς τα πίσω. Το στόμα του μισάνοιξε, προφέροντας αργά μερικές λέξεις. Ο Ρόκγουελ νόμισε ότι τον έπαιρνε ο ύπνος.
 -“Όχι αρρώστια, όχι“, κατάφερε να ψελλίσει: “Δε ξέρω τι είναι. Μα ένιωσα… πως να στο πω… να ζηλεύω, όπως ζηλεύει το μικρό παιδί όταν γεννιέται το αδερφάκι του. Κάτι λάθος συμβαίνει με τον Σμιθ. Κάτι κακό. Βοήθησέ με. Σε παρακαλώ, βοήθησέ με!”
 -“Μα φυσικά“, είπε ο Ρόκγουελ χαμογελώντας: “Θα τον πάμε στη δική μου κλινική. Δεν υπάρχει κανείς. Κι είναι νομίζω το πιο κατάλληλο μέρος να τον υποβάλλουμε σε εξονυχιστική εξέταση, γιατί βέβαια… βέβαια… ο Σμιθ είναι το πιο απίστευτο φαινόμενο στην ιστορία της ιατρικής. Τα πτώματα δεν ενεργούν μ’ αυτό τον τρόπο!” Δεν συνέχισε παρακάτω.
     Ο Χάρτλεϋ σημάδευε κιόλας με το περίστροφό του το στομάχι του Ρόκγουελ.
 -“Περίμενε! Περίμενε! Δεν… δεν πιστεύω να θάψεις τον Σμιθ. Νόμιζα ότι θα με βοηθούσες. Ο Σμιθ δεν είναι καλά. Τον θέλω σκοτωμένο! Είναι επικίνδυνος! Ξέρω πως είναι!”
     Τα βλέφαρα του Ρόκγουελ πετάρισαν. Ήτανε φανερό πια. Ο Χάρτλεϋ υπέφερε από ψυχονεύρωση. Δεν ήξερε τι έλεγε. Ο Ρόκγουελ ορθώθηκε μπροστά του, νιώθοντας μέσα του ήρεμος και ψυχρός.
 -“Αν σκοτώσεις τον Σμιθ, θα σε καταγγείλω για έγκλημα. Έχεις πάθει υπερκόπωση. Διανοητική και ψυχική. Πέταξε το πιστόλι από τα χέρια σου“. Κοίταζαν στα μάτια ο ένας τον άλλο. Προχώρησε ήρεμα προς αυτόν, πήρε το περίστροφο και τονε χτύπησε απαλά στη πλάτη, απαλά και με κατανόηση. Έπειτα έδωσε το περίστροφο στον Μάρφυ, που το κοίταζε σα να φοβόταν μήπως το δαγκώσει. “Κάλεσε το νοσοκομείο Μάρφυ. Θα πάρω άδεια μια βδομάδα. Ίσως και περισσότερο. Πες τους ότι θα κάνω έρευνες στη κλινική μου“. Το κόκκινο, πλατύ πρόσωπο του Μάρφυ, σκυθρώπιασε:
 -“Τι να το κάνω τούτο το περίστροφο;” Ο Χάρτλεϋ έκλεισε με πάταγο τα δόντια του, ερμητικά.
 -“Φύλαξέ το. Θα σου χρειαστεί… αργότερα“.
     Ο Ρόκγουελ ένιωθε τη λαχτάρα να φωνάξει δυνατά στον κόσμο πως ήταν ο μόνος άνθρωπος πάνω στη Γη που ‘χε στη κατοχή του το πιο αλλόκοτο ανθρώπινο ον στην ιστορία. Ο ήλιος έλαμπε μες στο έρημο δωμάτιο της κλινικής που ο Σμιθ, δίχως λέξη να λέει, κείτονταν ασάλευτος στο τραπέζι, με κείνο τ’ όμορφο πρόσωπο του να ‘χει παγώσει σε πράσινη, απαθή έκφραση. Προχώρησε ήρεμα μες στο δωμάτιο. Έβγαλε το στηθοσκόπιο και τ’ ακούμπησε πάνω στο πράσινο στήθος. ‘Ακουσε το στηθοσκόπιο να βγάζει παράξενο ήχο, όμοιο με τον ήχο που βγάζει το μέταλλο σα το χτυπάς σ’ ένα σκαθάρι. Ο Μακ Γκουάιρ, όρθιος στο πλάι, κοίταζεν αβέβαια το σώμα του Σμιθ. Η ανάσα του βρωμοκοπούσε. Πριν από λίγο είχε πιει αναρίθμητα μπουκάλια μπύρα. Ο Ρόκγουελ άκουγε με οδυνηρή ένταση.
 -“Ίσως να ταρακουνήθηκε από το νοσοκομειακό…” είπε, κι αμέσως έβγαλε μια κραυγή. Ευτυχώς, ο Μακ Γκουάιρ, με ένα βήμα, βρέθηκε πλάι του.
 -“Τι συμβαίνει;”
 -“Ρωτάς;” είπε ο Ρόκγουελ κοιτάζοντας γύρω του απελπισμένος. Έπειτα έσφιξε τη γροθιά του: “Πεθαίνει ο Σμιθ!”
 -“Πως το ξέρεις; O Χάρτλεϋ είπε ότι ο Σμιθ κάνει τον ψόφιο κοριό. Στην έσκασε πάλι…”
 -“Όχι!” Ο Ρόκγουελ δούλευε παράφορα τώρα πάνω από το σώμα του Σμιθ. Ένεση, κι άλλη ένεση. Κι αυτό το φάρμακο! Και εκείνο το φάρμακο, οτιδήποτε! Όλα τα φάρμακα. Μες στο σώμα του Σμιθ. Και να ορκίζεται. Δε μπορεί! Έπειτα απ’ όλη αυτή την αναστάτωση δε θα τον έχανε τον Σμιθ. Όχι! Όχι τώρα. Το σώμα του Σμιθ τρανταζόταν ολόκληρο τώρα. Ζάρωνε, τεντωνόταν, στριφογύριζε, έφτανε στη τέλεια παραφροσύνη της κίνησης κι έβγαζε έναν ήχο σα να ‘σκαγεν ηφαίστειο ξεχύνοντας λάβα καυτή. Ο Ρόκγουελ πάσχιζε να κρατήσει την ψυχραιμία του. Το ‘βλεπε πια. Ο Σμιθ ήτανε σπάνια περίπτωση. Φυσιολογική θεραπεία δε σήμαινε τίποτα γι’ αυτόν. Τότε λοιπόν; Τι;
     Ο Ρόκγουελ κοιτούσε. Πάνω στη σκληρή σάρκα του Σμιθ έπεσε μια ηλιαχτίδα. Ζεστή ηλιαχτίδα. ‘Αστραψε για μια στιγμή κι έσταζε πάνω του αφού ακροζυγιάστηκε στην άκρη του στηθοσκοπίου. Ο ήλιος. Καθώς κοιτούσε, σύννεφα σκέπασανε τον ουρανό. Κρύψανε τον ήλιο. Το δωμάτιο σκοτείνιασε. Το σώμα του Σμιθ ακινητοποιήθηκε μες στη σιγή. Σβήσανε κι οι ηφαιστειακές παλίρροιες.
 -“Μακ Γκουάιρ! Κλείσε τις γρίλιες!” Ο Μακ Γκουάιρ τις έκλεισε. Η καρδιά του Σμιθ χτυπούσε αργά, πολύ αργά τώρα, ρυθμίζοντας τους χτύπους της στη σπάνια συχνότητα της αναπνοής. “Ο ήλιος του κάνει κακό. Εξουδετερώνει κάποια λειτουργία. Δεν ξέρω τι ακριβώς, ούτε πως γίνεται κάτι τέτοιο, πάντως του κάνει κακό...” Ο Ρόκγουελ ησύχασε: “Θε μου θα ‘ταν τρομερό να χάσω τον Σμιθ. Για τίποτα στον κόσμο δε θα το ‘θελα. Ο Σμιθ είναι διαφορετικός. Ενεργεί με τα δικά του κριτήρια, είν’ ικανός να κάνει πράγματα που οι άνθρωποι δε τα κάνανε ποτέ. Ξέρεις κάτι Μάρφυ;”
 -“Τι;”
 -“Ο Σμιθ δε νιώθει καμιά αγωνία. Ούτε κι είν’ έτοιμος να πεθάνει. Δε θα ‘νιωθε καλύτερα πεθαμένος κι ας λέει ο Χάρτλεϋ ό,τι θέλει. Χτες βράδυ, καθώς τονε τοποθετούσα πάνω στο φορείο για να τον μεταφέρω στη κλινική, κατάλαβα ξαφνικά πως με συμπαθεί“.
 -“Δεν είμαστε καλά! Πρώτα ο Χάρτλεϋ. Και τώρα συ. Πως το ξέρεις ότι ο Σμιθ σε συμπαθεί. Σου το ‘πε;”
 -“Δε μου το ‘πε. Αλλ’ η συνείδησή του λειτουργεί κάτω απ’ αυτή τη σκληρή σάρκα. Έχει επίγνωση ο Σμιθ. Ναι αυτό είναι! Έχει επίγνωσηΤο πράγμα είναι ξεκάθαρο κι απλό. Ο Σμιθ παραλύει σιγά-σιγά. Σε λίγο θα πεθάνει. Είναι βδομάδες τώρα που δεν έφαγε τίποτα. Έτσι είπε ο Χάρτλεϋ. Τονε συντηρούσε μ’ ενδοφλέβιους ορούς ως τη στιγμή που σκλήρυνε τόσο πολύ το πετσί του, ώστε η βελόνα δε μπορούσε πια να τονε τρυπήσει“.
     Τρίζοντας, άνοιξε σιγά η πόρτα του θαλάμου. Σήκωσε τα μάτια του ο Ρόκγουελ κι είδε τον Χάρτλεϋ, με ξεκούραστο το τραχύ του πρόσωπο έπειτα από τόσες ώρες ύπνο, με τα ίδια κείνα γκριζόμαυρα μάτια του, εχθρικό, να στέκεται πανύψηλος στη πόρτα.
 -“Αν φύγετε από το θάλαμο“, είπε σιγά, “θα καταστρέψω τον Σμιθ μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Λοιπόν; Τι έχετε να πείτε;”
 -“Μη κάνεις βήμα!” είπεν ο Ρόκγουελ και προχώρησε προς τον Χάρτλεϋ. Έβραζε μέσα του: “Κάθε φορά που θα ‘ρχεσαι ‘δώ μέσα πρέπει να σ’ υποβάλω σ’ έρευνα. Ειλικρινά, δε σου ‘χω εμπιστοσύνη“. Τον έψαξε. Δε βρήκε όπλο. “Γιατί δεν μου είπες τίποτα για τον ήλιο;”
 -“Ε;” Αργά κι απαλά του ξέφυγε η λέξη: “Α… βέβαια! Το ξέχασα. Προσπάθησα να μετακινήσω τον Σμιθ πριν από πολλές βδομάδες. Ο ήλιος τον χτύπαγε κι είχε αρχίσει να πεθαίνει πραγματικά. Και φυσικά, σταμάτησα τη προσπάθεια να τον μετακινήσω. Έδινε την εντύπωση πως ήξερε τι θα συνέβαινε. Αόριστα. Ίσως και να το ‘χε σχεδιασμένο. Δεν είμαι σίγουρος. Όσο μιλούσε ακόμα κι έτρωγε σα λιμασμένος, πριν να πετρώσει τελείως το κορμί του, μου σύστησε να μη τον μετακινήσω επί δώδεκα βδομάδες. Είπε πως δεν του άρεσε ο ήλιος. Είπε πως ο ήλιος θα κατέστρεφε τη ζωή. Εγώ νόμιζα πως αστειευόταν. Δεν αστειευόταν! Έτρωγε σα ζώο, σα πεινασμένο, άγριο ζώο που ‘χε πέσει σε κώμα. Και τώρα εδώ...” Ο Χάρτλεϋ σα να τονε καταράστηκε μες από τα δόντια του: “Μακάρι να τον αφήνατε στον ήλιο ώσπου να ψοφήσει“.
     Ο Μακ Γκουάιρ κινήθηκε με τα διακόσια πενήντα του κιλά.
 -“‘Ακουσε ‘δώ. Αν προφτάσουμε την αρρώστια του Σμιθ;” O Χάρτλεϋ κοίταξε το σώμα κι οι κόρες των ματιών του μίκρυναν:
 -“Ο Σμιθ δεν είν’ άρρωστος. Μη μου πείτε πως δεν αναγνωρίζετε τη σήψη όταν την αντικρίσετε! Είναι σα τον καρκίνο. Τον καρκίνο δεν τονε προλαβαίνεις, κληρονομείς μια τάση. Δεν άρχισα να φοβάμαι και να μισώ τον Σμιθ παρά πριν από μια βδομάδα, όταν ανακάλυψα πως αναπνέει κι υπάρχει και συντηρείται θαυμάσια με σφραγισμένα τα ρουθούνια και το στόμα. Δεν είναι δυνατό να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Δε πρέπει να συμβαίνει!”
 -“Τι θα συμβεί“, άρχισε να λέει ο Μακ Γκουάιρ με τρεμάμενη φωνή, “τι θα συμβεί αν εσύ, εγώ κι ο Ρόκγουελ, γίνουμε πράσινοι ξαφνικά και μια πανούκλα σαρώσει τη χώρα, μου λες;”
 -“Τότε“, απάντησεν ο Ρόκγουελ, “αν δεν κάνω λάθος, -ίσως και να κάνω δηλαδή-, θα πεθάνω. Αλλ’ αυτό δε με φοβίζει καθόλου“. Έστριψε τη πλάτη του στον Σμιθ και συνέχισε τη δουλειά του.
     Μια καμπάνα. Δυο καμπάνες. Δέκα, είκοσι καμπάνες, εκατό! Χίλιες! Χιλιάδες χιλιάδων ηχηρές, θεόρατες, μεταλλικές καμπάνες. Γεννημένες στη στιγμή μες από τη σιωπή, εκκωφαντικές, σκορπίζοντας στο χάος το ουρλιαχτό τους. Χτυπώντας, τραγουδώντας με δυνατές και χαμηλές φωνές, τενόροι, μπάσοι κι υψίφωνοι. Τεράστια γλωσσίδια που χτυπάνε το μέταλλο κι αναρριπίζουνε τον αγέρα με το τρεμουλιαστό κύμα του ήχου! Μ’ όλες μαζί κείνες τις καμπάνες να χτυπούν, ο Σμιθ δε μπόρεσε αμέσως να καταλάβει που βρισκόταν. Ήξερε πως δε μπορούσε να δει -ήτανε σφραγισμένα τα βλέφαρα του-, ήξερε πως δεν μπορούσε να μιλήσει -ήτανε σφραγισμένα τα χείλη του. Τα αφτιά του είχανε κλείσει ερμητικά, μα οι καμπάνες σφυροκοπούσανε την ακοή του. Δεν μπορούσε να δει. Μα, ναι, βέβαια, μπορούσε! Κι ήτανε σα να βρισκότανε στο βάθος μιας μικροσκοπικής μαυροκόκκινης σπηλιάς, σάμπως τα μάτια του να στραφήκανε προς τα μέσα πάνω στο κρανίο του. Κι αγωνιζόταν να κουνήσει τη γλώσσα του και ξαφνικά, πασχίζοντας να ξεφωνίσει, κατάλαβε ότι δεν είχε γλώσσα κι ότι στη θέση της υπήρχε ένα κενό, ένα κενό που γύρευε μια γλώσσα, μα δε μπορούσε να την αποκτήσει αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή. Δεν είχε γλώσσα λοιπόν. Παράξενο. Μα πως; Προσπάθησε να σταματήσει τις καμπάνες. Κι οι καμπάνες σταμάτησαν, ευλογώντας τον με μια σιγή που τονε τύλιξε σε μια κρύα κουβέρτα. Παράξενα πράγματα συντελούνταν. Παράξενα. Προσπάθησε να κουνήσει κάποιο δάχτυλο, μα είχε χάσει τον έλεγχο. Ένα πόδι, ένα χέρι, το κεφάλι του, οτιδήποτε. Τίποτε δε μπορούσε να κουνηθεί. Κορμί, μέλη, ασάλευτα, παγωμένα μέσα σ’ ένα στενόμακρο χώρο που ‘χε τις διαστάσεις φέρετρου.
     Έπειτα από λίγο, ήρθε η ανήκουστη ανακάλυψη πως δεν ανέπνεε πια.
ΕΠΕΙΔΗ ΔΕΝ ΕΧΩ ΠΝΕΥΜΟΝΕΣ!” κραύγασε. Μέσα του κραύγασε κι αυτή η εγκεφαλική κραυγή ρουφήχτηκε βαθιά, αναδιπλώθηκε, σβόλιασε και ταξίδεψε ράθυμα για να χαθεί σ’ ένα μαυροκόκκινο αφρό. Σ’ ένα κόκκινο, κοιμισμένο αφρό που αργά κι υπνωτισμένα τύλιξε τη κραυγή, τη στραγγάλισε και την εξαφάνισε, ανακουφίζοντας τον Σμιθ. “Δε φοβάμαι”, σκέφτηκε. “Καταλαβαίνω αυτό που δεν καταλαβαίνω. Καταλαβαίνω πως δε φοβάμαι κι ωστόσο δε ξέρω γιατί. Δίχως γλώσσα, δίχως μύτη, δίχως πνεύμονες”. Όμως αυτά θα ‘ρχονταν αργότερα. Ναι οπωσδήποτε θα ‘ρχονταν, γιατί τώρα συνέβαιναν μέσα του παράξενα πράγματα…
     Μες από τους πόρους του κορμιού του, δηλαδή μέσα από το κέλυφος που κάλυπτε το κορμί του, γλίστρησε σα βροχή ποτιστική που φτάνει ως τ’ απόμακρα κύτταρά του δίνοντάς του ζωή. Ανασαίνοντας μες από δισεκατομμύρια βράγχια, εισπνέοντας οξυγόνο, άζωτο, υδρογόνο και διοξείδιο του άνθρακος. Κατάπληκτος. Η καρδιά του… η καρδιά του άραγε χτυπούσε ακόμα; Μα βέβαια χτυπούσε! Αργά-αργά, πολύ αργά. Κι ένας κοκκινωπός, αμυδρός ψιθυρισμός, σα κύμα, ένα ποτάμι που τονε τυλίγει παντούθε, αργά, κι ακόμα πιο αργά, πιο αργά. Τι ωραία! Τι άνετα!
     Οι κύβοι του θαυμάσιου παιχνιδιού συναρμολογήθηκαν σιγά-σιγά και σταθερά, όσο κυλούσαν οι μέρες και γίνονταν βδομάδες. Ο Μακ Γκουάιρ βοηθούσε. Ήτανε χειρούργος που ‘χεν αποσυρθεί κι είχε χρηματίσει γραμματέας του Ρόκγουελ για πολλά χρόνια. Δε πρόσφερε βέβαια και τίποτα σπουδαίο, μα ήτανε καλός για συντροφιά. Ο Ρόκγουελ παρατήρησε ότι ο Μακ Γκουάιρ έκανε χοντρά αστεία σε βάρος του Σμιθ. Και μ’ έναν αφύσικο εκνευρισμό. Προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία του. Μια μέρα, όμως, ο Μακ Γκουάιρ σταμάτησε το καλοσκέφτηκε και μίλησε σέρνοντας τη φωνή του:
 -“Χε! Τώρα μου ‘ρθε! Ο Σμιθ είναι ζωντανός. Έπρεπε να ‘ναι πεθαμένος. Μα είναι ζωντανός. Ο Θεός να βάλει το χέρι του!” Ο Ρόκγουελ χαμογέλασε:
 -“Μα τι νομίζεις; Ότι χαζεύω; Την άλλη βδομάδα, θα φέρω έν’ ακτινοσκοπικό μηχάνημα και θ’ ανακαλύψω τι κρύβεται κάτω από το κέλυφος του Σμιθ“. Ο Ρόκγουελ πήγε να τρυπήσει το κέλυφος με μια βελόνα. Κι η βελόνα έσπασε πάνω στο σκληρό όστρακο. Προσπάθησε μ’ άλλη βελόνα κι άλλη, ώσπου στο τέλος τα κατάφερε. Τρύπησε το κέλυφος, πήρε αίμα και το ‘βαλε στο μικροσκόπιο. Έπειτα απ’ ώρες, έσπρωξεν ήρεμα έν’ όροτεστ κάτω από τη μύτη του Μακ Γκουάιρ και μίλησε γρήγορα: “Θεέ μου, δε μπορώ να το πιστέψω. Το αίμα του είναι μικροβιοκτόνο. Έχυσα μέσα του μια ποσότητα στρεπτόκοκκων κι ο στρεπτόκοκκος εξοντώθηκε μέσα σ’ οχτώ δευτερόλεπτα! Όποια αρρώστια κι αν ρίξεις μες στο αίμα του, ο Σμιθ τις εξοντώνει όλες!”
     Από κει κι έπειτα, ως τη στιγμή κι άλλων ανακαλύψεων, ήτανε ζήτημα ωρών. Ο Ρόκγουελ έμενε ξάγρυπνος στριφογυρίζοντας στο κρεβάτι του κι έμενε έκθαμβος καθώς ταξινομούσε μια-μια, θεωρητικά, τις απίστευτες εκείνες ιδέες. Λόγου χάρη…
     Μέχρι πρόσφατα ο Χάρτλεϋ τάιζε καθημερινά τον Σμιθ μ’ ενδοφλέβιες τροφές. Ούτε μια από αυτές τις τροφές δεν είχε καταναλωθεί! Αντίθετα, όλες είχαν αποθηκευτεί, όχι βέβαια σε τίποτα λιπαρά στρώματα, αλλά με μια ολωσδιόλου ασυνήθιστη λύση: σε ένα ακτινικό υγρό υψηλής συμπύκνωσης μες στο αίμα του Σμιθ. Μια ουγκιά από το υγρό αυτό μπορούσε να θρέψει επί τρεις μήνες έναν άνθρωπο. Κυκλοφορούσε μες σ’ ολόκληρο το σώμα ώσπου να χρειαστεί σε μια κατάλληλη στιγμή και να χρησιμοποιηθεί. Πιο εξυπηρετικό κι από το λίπος. Πολύ πιο εξυπηρετικό! Ο Ρόκγουελ φλεγόταν απ’ αυτή την ανακάλυψη. Μέσα στο αίμα του Σμιθ ήταν αποθηκευμένο τόσον ακτινικό υγρό, όσο έφτανε για να κρατήσει μήνες. Ο Μακ Γκουάιρ όταν του το είπε, κοίταξε με θλίψη τη θεόρατη κοιλιά του.
 -“Μακάρι να μπορούσα κι εγώ ν’ αποθηκέψω μ’ αυτό τον τρόπο τη τροφή μου“. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Ο Σμίθ χρειαζόταν ελάχιστο αέρα. Φαίνεται πως τον εξασφάλιζε με κάποια οσμωτική διαδικασία μέσω του δέρματος. Και χρησιμοποιούσε ακόμα και το τελευταίο μόριο απ’ αυτό τον αέρα. Όχι σπατάλες.
 -“Και βέβαια“, τελείωσε τις εξηγήσεις ο Ρόκγουελ, “η καρδιά του… ναι, σου φαίνεται απίθανο, η καρδιά του καθώς δείχνει, μπορεί να ξεκουράζεται όποτε θέλει...”
 -“Δηλαδή;”
 -“Να σταματά. Να σταματά εντελώς!”
 -“Μα τότε θα πέθαινε!” είπε ο Μακ Γκουάιρ.
 -“Για σένα και για μένα, ναι! Για τον Σμιθ, ίσως! Δεν είναι βέβαιο. Ίσως…Σκέψου το, Μακ Γκουάιρ. Συνοψίζω: στον Σμιθ, υπάρχει ένα σύστημα αυτοκαθαρισμού του αίματος που δεν απαιτεί εξωτερικήν ανανέωση, αλλά διαθέτει εσωτερικήν αυτάρκεια που μπορεί να το συντηρήσει επί μήνες, μ’ ελάχιστες πιθανότητες διαταραχής. Δε γίνεται η οποιαδήποτε αποβολή άχρηστης ύλης, επειδή ακριβώς το κάθε μόριο χρησιμοποιείται πλήρως, αυτοεξελίσσεται κι είναι έτοιμο να εξοντώσει οποιοδήποτε ζωικό μικρόβιο. Κι ύστερα ο Χάρτλεϋ, μας μιλάει γι’ αποσύνθεση!”
     Ο Χάρτλεϋ ταράχθηκε όταν άκουσε τον Ρόκγουελ να του μιλάει για τις ανακαλύψεις του. Μα δε σταμάτησε να επιμένει πως ο Σμιθ είχε μπει στο στάδιο της αποσύνθεσης, ότι ήταν επικίνδυνος.
 -“Πως μπορούμε να ξέρουμε“, είπεν ο Μακ Γκουάιρ, “ότι δε πρόκειται για κάποια σούπερ-μικροσκοπική ασθένεια που εξουδετερώνει όλα τ’ άλλα βακτηρίδια τη στιγμή που κατατρώει το θύμα του; ‘Αλλωστε κι ο ελώδης πυρετός χρησιμοποιείται συχνά από την ιατρική για τη καταπολέμηση της σύφιλης. Γιατί τάχα να μη πρόκειται για ένα νέο βάκιλο που κατανικά όλους τους άλλους;”
 -“Αξιόλογη παρατήρηση“, είπε ο Ρόκγουελ. “Δεν είμαστε άρρωστοι όμως. Ή κάνω λάθος;”
 -“Μπορεί ο βάκιλος να επωάζεται στα σώματά μας“.
 -“Τυπική ιατρική απάντηση, ξεπερασμένης σχολής. Καμιά σημασία δεν έχει τι συμβαίνει σ’ έναν άνθρωπο. Ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται ασθενής, όταν διαφοροποιείται από τη πεπατημένη αντίληψη περί υγείας. Αυτό είναι δική σου ιδέα Χάρτλεϋ“, είπε ο Ρόκγουελ, “όχι δική μου. Οι γιατροί δεν ικανοποιούνται παρά μόνο όταν φτάνουν στη διάγνωση και ταξινομούν τη κάθε περίπτωση ξεχωριστά. Εγώ πιστεύω πάντως ότι ο Σμιθ είν’ υγιής πέρα για πέρα. Τόσο υγιής μάλιστα, ώστε σε κάνει να τονε φοβάσαι…”
 -“Είσαι τρελός“, είπεν ο Μακ Γκουάιρ.
 -“Μπορεί. Δε νομίζω όμως ότι ο Σμιθ χρειάζεται ιατρική επέμβαση. Απεργάζεται τη δική του σωτηρία. Εσύ πιστεύεις ότι ο Σμιθ έχει μπει στο στάδιο της αποσύνθεσης. Εγώ λέω πως …αναπτύσσεται“.
 -“Κοίτα το δέρμα του“, γκρίνιαξε ο Μακ Γκουάιρ.
 -“Πρόβατο κάτω από δέρμα λύκου. Εξωτερικώς, η σκληρή, εύθραυστη επιδερμίδα. Εσωτερικώς, μια ρυθμισμένη στην εντέλεια αναδιοργάνωση, μια αλλαγή. Γιατί; Θαρρώ πως βρίσκομαι στα πρόθυρα της ανακάλυψης. Αυτές οι αλλαγές μες στο σώμα του Σμιθ είναι τόσο βίαιες, ώστε χρειάζονται ένα κέλυφος για να προστατεύει τη δραστικότητά τους. Κι όσο για σένα Χάρτλεϋ, θα ‘θελα να μου απαντήσεις τίμια: όταν ήσουν νέος, φοβόσουν ή όχι τα έντομα, τις αράχνες κι ότι άλλο ενοχλητικό;”
 -“Ναι“.
 -“Συνεννοηθήκαμε λοιπόν. Εδώ πρόκειται για φοβία. Μια φοβία που τη προτάσσεις στη παρουσία του Σμιθ. Κι αυτό εξηγεί την απέχθειά σου για την αλλαγή του“.
     Τις επόμενες βδομάδες, ο Ροκγουελ άρχισε ν’ ανασκαλεύει με πολλή προσοχή τη προηγούμενη ζωή του Σμιθ. Επισκέφτηκε το ηλεκτρονικό εργαστήρι που είχε προσληφθεί και στη συνέχεια αρρώστησε. Μπήκε μες στο θάλαμο που πέρασε τις πρώτες βδομάδες της “αρρώστιας” του, με τον Χάρτλεϋ στο πλευρό του. Εξέτασε προσεκτικά τα μηχανήματα που βρίσκονταν εκεί, σε κάποια γωνιά του θαλάμου. Κι εκείνο το μηχάνημα, κάτι του έλεγε… για κάτι ακτινοβολίες…
     Ο Ρόκγουελ φεύγοντας από τη κλινική του, κλείδωσε τον Σμιθ κι έβαλε τον Μακ Γκουάιρ να φυλά τη πόρτα σε περίπτωση που ο Χάρτλεϋ θα ‘κανε καμιά ανοησία. Ο Σμιθ ήταν εικοσιτριών ετών. Οι λεπτομέρειες της ζωής του ήταν απλές. Είχε εργαστεί πειραματικά, επί πέντε χρόνια, σε ηλεκτρονικά εργαστήρια. Ποτέ στη ζωή του δεν αρρώστησε από σοβαρή ασθένεια.
     Καθώς περνούσαν οι μέρες, ο Ρόκγουελ παραδινόταν σ’ ατελείωτους περιπάτους. Περπατούσε μονάχος πάνω στην ξερή λάσπη που έζωνε την κλινική. Αυτό του έδινε καιρό να σκεφτεί και να τοποθετήσει σε βάσεις λογικές την απίστευτη θεωρία που έπαιρνε σιγά-σιγά μες στο μυαλό του μια ενιαία μορφή.
     Κι ένα απομεσήμερο σταμάτησε πλάι σε κάποιο γιασεμί που άνθιζε τη νύχτα έξω από τη κλινική, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών, χαμογελώντας και ξεκόλλησε από ένα ψηλό κλαδί κάτι μαύρο κι αστραφτερό. Το κοίταξε για λίγο και το ‘βαλε στη τσέπη. Έπειτα μπήκε στο κτίριο της κλινικής. Φώναξε τον Μακ Γκουάιρ που βρισκόταν στη βεράντα. Πίσω από τον Μακ Γκουάιρ σερνόταν ο Χάρτλεϋ απειλώντας θεούς και δαίμονες, γκρινιάζοντας. Καθίσανε κι οι τρεις τους σε μιαν αίθουσα αναμονής κι ο Ρόκγουελ τους είπε:
 -“Ο Σμιθ δε πάσχει από τίποτα. Δεν είναι άρρωστος. Τα μικρόβια δε μπορούν να ζήσουν στο κορμί του. Δε κατοικείται από νεράϊδες, ούτε από υπερφυσικά τέρατα που τονε γέμισαν ολόκληρο. Αυτό το λέω για να δείξω ότι δεν άφησα τίποτα που να μη το ερευνήσω. Απορρίπτω κάθε φυσιολογική διάγνωση για τον Σμιθ. Προτείνω τη πιο σημαντική, τη πιο ευκόλως αποδεκτή πιθανότητα της… εμπρόθεσμης κληρονομικής μεταλλαγής“.
 -“Μεταλλαγής;” έκανε ο Μακ Γκουάιρ μ’ αλλόκοτη φωνή. Ο Ρόκγουελ έβγαλε από την τσέπη του το λαμπερό αντικείμενο. Το σήκωσε στο φως.
 -“Βρήκα τούτο το πραγματάκι κολλημένο σ’ ένα θάμνο στο κήπο. Αυτό ακριβώς θα ερμηνεύσει τέλεια τη θεωρία μου. Αφού μελέτησα τα συμπτώματα του Σμιθ, εξετάζοντας το εργαστήριό του κι ένα σωρό από τούτα τα μικρά πραγματάκια” – έκανε παίζοντας στα δάχτυλά του το μαύρο αντικείμενο, “βεβαιώθηκα. Πρόκειται για μεταμόρφωση. Για διαφοροποίηση των κυττάρων, γι’ αλλαγή και μεταλλαγή έπειτα από τη γέννηση. Να η απόδειξη. Πιάστο. Αυτό είναι ο Σμιθ“.
Κι άπλωσε το αντικείμενο στον Χάρτλεϋ. Ο Χάρτλεϋ το πήρε από τα χέρια του διστακτικά.
 -“Αυτό είναι χρυσαλίδα από κάμπια“, είπε. Ο Ρόκγουελ συμφώνησε μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού.
 -“Ακριβώς“, είπε.
 -“Δε πιστεύω να εννοείς ότι ο Σμιθ είναι… χρυσαλίδα;”
 -“Μα δεν το εννοώ απλώς. Το διακηρύττω!” απάντησεν ο Ρόκγουελ. Στεκόταν όρθιος πάνω από το σώμα του Σμιθ μες στο σκοτάδι. Ο Χάρτλεϋ κι ο Μακ Γκουάιρ κάθονταν ήρεμα μέσα στο θάλαμο του ασθενή κι άκουγαν. Ο Ρόκγουελ άγγιξε απαλά τον Σμιθ. “Ας υποθέσουμε πως, από την άποψη της ζωής, υπάρχει κάτι περισσότερο από το να γεννηθείς, να ζήσεις εβδομήντα χρόνια και να πεθάνεις. Ας υποθέσουμε ότι υπάρχει έν’ ακόμα μεγαλύτερο βήμα σ’ αυτό που λέμε ζωική ύπαρξη κι ότι ο Σμιθ είν’ ο πρώτος από μας που το πραγματοποιεί. Κοιτάζοντας μια κάμπια, διαπιστώνουμε πως τη θεωρούμε έν’ αντικείμενο στατικό. Όμως η κάμπια μεταλλάζει και μεταμορφώνεται σε πεταλούδα. Γιατί; Δεν υπάρχουν τελεσίδικες θεωρίες για να το εξηγήσουν. Η μεταμόρφωση αυτή αποτελεί βασικά μια πρόοδο, μιαν εξελικτική πορεία. Το ζήτημα είναι πως έν’ υποθετικά αμετάβλητον αντικείμενο μεταβάλλεται σ’ έν’ ενδιάμεσον αντικείμενο, εντελώς αγνώριστο, μεταβάλλεται σε χρυσαλίδα από όπου ξεπηδά η πεταλούδα. Εξωτερικά, η χρυσαλίδα δημιουργεί την εντύπωση πως είναι κάτι νεκρό. Αυτό είναι παραπλανητικό. Ο Σμιθ, όπως βλέπετε, μας παραπλάνησε. Εξωτερικά είναι νεκρός. Εσωτερικά όμως, περιδινήσεις υγρών ανασκευή των κυττάρων, χημικές αναστατώσεις, μια κρυφή προετοιμασία για έναν άγριο σκοπό. Από σκουλήκι σε κουνούπι, από κάμπια σε πεταλούδα από Σμιθ σε…;”
 -“Ο Σμιθ είναι χρυσαλίδα;” είπε ο Μακ Γκουάιρ γελώντας βαριά.
 -“Ναι“.
 -“Οι άνθρωποι δεν λειτουργούν μ’ αυτό τον τρόπο“.
 -“Κόφτο Μακ Γκουάιρ. Αυτό το εξελικτικό στάδιο είναι πολύ μεγάλο για να το συλλάβεις. Κοίταξε αυτό το σώμα και πες μου οτιδήποτε άλλο θέλεις. Δέρμα, μάτια, αναπνοή, κυκλοφορία του αίματος. Βδομάδες τώρα αφομοίωνε τη τροφή του γι’ αυτή τη χειμερία νάρκη. Γιατί άραγε έτρωγε τόσο μεγάλες ποσότητες, τι τη χρειαζόταν αυτή την ακτινική ουσία στο αίμα του, αν όχι για τη μεταμόρφωσή του; Κι η αιτία για όλα αυτά… οι ακτινοβολίες. Έντονες ακτινοβολίες από τα χημικά όργανα στο εργαστήριο του Σμιθ. Προσχεδιασμένο, ή συμπτωματικό, δε ξέρω. ‘Αγγιξα μια πλευρά από τη βασική γενεσιουργό δομή του, κάποια πλευρά από την εξελικτική διαδικασία του ανθρώπου που δε προοριζόταν να λειτουργήσει ίσως για χιλιάδες χρόνια ακόμα“.
 -“Πιστεύεις ότι κάποια μέρα όλοι οι άνθρωποι…”
 -“Η μύγα δε μένει για πολύ στα λιμνάζοντα νερά, ούτε το σκουλίκι στο χώμα, ή η κάμπια πάνω στο λαχανόφυλλο. Όλ’ αυτά μεταμορφώνονται, γεμίζοντας κύματα-κύματα το χώροΟ Σμιθ αποτελεί απάντηση στο πρόβλημα ‘Τι θα συμβεί μετά στον άνθρωπο; Που πάμε από εδώ και πέρα;’ Είμαστε αντιμέτωποι με τη μοίρα να ζούμε μέσα σ’ αυτό το σύμπαν. Ο άνθρωπος, όπως είναι σήμερα, δεν είναι έτοιμος να ορθωθεί ενάντια στο σύμπαν. Η ελάχιστη προσπάθεια καταπονεί τον άνθρωπο, η υπερκόπωση σκοτώνει τη καρδιά του, η αρρώστια το σώμα του. Ο Σμιθ ίσως να ‘ν’ έτοιμος να δώσει απάντηση στο πρόβλημα των φιλοσόφων για το ποιος είν’ ο σκοπός της ζωής. Ίσως να μπορέσει να δώσει στη ζωή καινούριο σκοπόΚι ο λόγος είναι γιατί όλοι μας δεν είμαστε τίποτα άλλο από ασήμαντα έντομα, που αγωνιζόμαστε πάνω σ’ ένα πλανήτη που μοιάζει με το κεφάλι της καρφίτσας. Ο σκοπός του ανθρώπου δεν είναι να παραμείνει εδώ, ν’ αρρωσταίνει και να γίνεται ασήμαντος κι αδύναμος. Ωστόσο δεν ανακάλυψε ακόμα το μυστικό της πληρέστερης γνώσης. Κι όμως, άλλαξε τον άνθρωπο. Φτιάξε το δικό σου τέλειο άνθρωπο. Τον… τον υπεράνθρωπό σου αν θες. Εξαφάνισε τη χυδαία νοοτροπία, χάρισέ του πλήρη έλεγχο του εαυτού σου: βιολογικό, νευρολογικό, ψυχολογικό. Προίκισε τον με ξεκάθαρη, διορατική σκέψη, χάρισέ του μια ακαταπόνητη αρτηριακή λειτουργία, ένα κορμί που μπορεί να ζει μήνες πολλούς χωρίς τροφή από έξω, που να μπορεί να προσαρμόζεται σ’ οποιοδήποτε κλίμα και να σκοτώνει κάθε αρρώστια. Απελευθέρωσε τον άνθρωπο από τα δεσμά της σάρκας κι από τη μιζέρια της σάρκας και δε θα ‘ναι πια κακόμοιρο τιποτένιο πλάσμα που φοβάται να ονειρευτεί επειδή ξέρει πως ανάμεσα σ’ αυτόν και τη πραγματοποίηση των ονείρων, μεσολαβεί τούτο το εύθραυστο κορμί. Τότε θα ‘ν’ έτοιμος να εξαπολύσει τον πόλεμο, το μόνο πόλεμο που αξίζει να γίνει: τη σύγκρουση του ξαναγεννημένου ανθρώπου μ’ ολόκληρο το καταραμένο το σύμπαν!”
     Κρατώντας την ανάσα του, με φωνή βραχνή και με τη καρδιά του να χτυπά σα καμπάνα, ο Ροκγουελ έσκυψε πάνω από τον Σμιθ, ακούμπησε τα χέρια του με σιγουριά πάνω στη κρύα επιφάνεια της χρυσαλίδας κι έκλεισε τα μάτια. Τον είχε κυριέψει το θάμπος. Η δύναμη, η ορμή κι η πίστη στο φαινόμενο Σμιθ, θα ‘λεγες πως τονε διαπερνούσε. Είχε δίκιο. Το ‘ξερε πως είχε δίκιο. ‘Ανοιξε τα μάτια κι αντίκρισε τον Μακ Γκουάιρ και τον Χάρτλεϋ που δεν ήταν παρά μονάχα σκιές μες στο αχνοφωτισμένο δωμάτιο. Έπειτα από σιγή πολλών δευτερολέπτων, ο Χάρτλεϋ έσβησε το τσιγάρο του.
 -“Δε πιστεύω σ’ αυτή τη θεωρία“.
 -“Πως ξέρεις ότι ο Σμιθ εσωτερικά, δεν είναι μάζα ζελατίνης;” είπεν ο Μακ Γκουάιρ: “Του ‘βγαλες ακτινογραφία;”
 -“Δε μπορούσα να το διακινδυνεύσω. Μπορεί να ενεργούσεν αρνητικά στην αλλαγή του. Όπως ο ήλιος“.
 -“Θα γίνει υπεράνθρωπος λοιπόν; Και πως θα μοιάζει;”
 -“Θα περιμένουμε και θα δούμε“.
 -“Πιστεύεις ότι μπορεί να μας ακούει τώρα που μιλάμε γι’ αυτόν;”
 -“Είτε μπορεί να μας ακούει, είτε όχι, ένα είναι βέβαιο: μοιραζόμαστε ένα μυστικό που δε θα ‘πρεπε να το ξέρουμε. Ο Σμιθ δεν υπολόγισε ότι εγώ κι ο Μακ Γκουάιρ θα μπαίναμε στην ιστορία. Κι ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει κάθε προσπάθεια. Μα ένας υπεράνθρωπος δε θέλει να ξέρουν τίποτα γι’ αυτόν οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι διαθέτουν ένα δικό τους, πρόστυχο τρόπο να ζηλεύουν, να υποβλέπουν και να μισούν. Ήξερε πως δε θα ‘ταν ασφαλής αν τον ανακάλυπταν οι άνθρωποι. Ίσως αυτό να εξηγεί και το δικό σου μίσος Χάρτλεϋ“.
     Σώπαιναν όλοι τώρα, κι ακουγανε προσεκτικά. Τίποτα δεν ακουγόταν. Ο Ρόκγουελ ένιωθε το αίμα του να σφυρίζει στα μηνίγγια του. Ήταν το μόνο που μπορούσε να ακούσει. Κι υπήρχε ο Σμιθ, όχι πια ο Σμιθ, μα ένα φορτίο που ‘χεν απέξω την ένδειξη ΣΜΙΘ, μ’ εντελώς άγνωστο περιεχόμενο.
 -“Αν είναι αλήθεια όλ’ αυτά που λες” είπεν ο Χάρτλεϋ, “τότε πραγματικά πρέπει να τονε καταστρέψουμε. Σκέψου τι δύναμη θα μπορούσε ν’ ασκήσει πάνω σ’ όλο τον κόσμο. Και αν η δύναμή αυτή προσβάλλει το μυαλό του, όπως πιστεύω, τότε θα προσπαθήσει να μας σκοτώσει μόλις γλιτώσει, επειδή είμαστε οι μόνοι που γνωρίζουμε τη περίπτωσή του. Θα μας μισεί επειδή φανήκαμε αδιάκριτοι“.
 -“Εγώ δε φοβάμαι“, είπεν ήρεμα ο Ρόκγουελ. Ο Χάρτλεϋ δεν είπε τίποτα. Η ανάσα του μονάχα ακουγόταν μες στο δωμάτιο, τραχιά και δυνατή. Ο Ρόκγουελ έκανε το γύρο του τραπεζιού και σήκωσε το χέρι του σ’ αποχαιρετισμό.
 -“Θαρρώ πως θα ‘τανε καλύτερο να πούμε καληνύχτα“.
     Η απαλή βροχή κατάπιε το αυτοκίνητο του Χάρτλεϋ. Ο Ρόκγουελ έκλεισε τη πόρτα, έδωσε εντολή στον Μακ Γκουάιρ να κοιμηθεί κάτω απόψε, σ’ ένα κρεβάτι εκστρατείας, απέναντι ακριβώς από τη πόρτα του Σμιθ κι έπειτα ανέβηκε τα σκαλοπάτια για το δικό του κρεβάτι. Καθώς γδυνόταν, στριφογύριζε μες στο μυαλό του και προσπαθούσε να συναρμολογήσει όλα κείνα τα απίστευτα συμβάντα των εβδομάδων που πέρασαν. Ένας υπεράνθρωπος. Αλήθεια! Γιατί όχι; Δύναμη, ενεργητικότητα… Έπεσε στο κρεβάτι. Πότε; Πότε άραγε, ποια ακριβώς στιγμή θα ξεπροβάλλει από τη χρυσαλίδα του ο Σμιθ; Πότε;
     Η βροχή έπεφτε ψιλή και διαπεραστική πάνω στη στέγη της κλινικής.
Ο Μακ Γκουάιρ, μες σ’ εκείνο το θόρυβο της βροχής και των κεραυνών, που κάνανε τη Γη να σειέται, κοιμότανε του καλού καιρού πάνω στο κρεβάτι εκστρατείας, ροχαλίζοντας. Κάπου έτριξε μια πόρτα, αλλά ο Μακ Γκουάιρ δε σταμάτησε το ροχαλητό. Ένα κύμα ψυχρού αέρα μπουκάρισε κάτω στο χολ. Ο Μακ Γκουάιρ μούγκρισε και γύρισε από τ’ άλλο πλευρό. Μια πόρτα έκλεισε μαλακά κι ο άνεμος σταμάτησε. Βήματα πνίγονταν αθόρυβα πάνω στο παχύ χαλί, βήματα αργά, που προχωρούσαν προσεκτικά, κι έτοιμα για το καθετί… βήματα! Ο Μακ Γκουάιρ πετάρισε τα βλέφαρά του κι άνοιξε τα μάτια. Μες στο αχνό φως είδε μια σιλουέτα να στέκεται από πάνω και να τον κοιτάζει. Οσμή από λιωμένο έντομο γέμιζε τον αέρα. Ένα χέρι σάλεψε. Μια φωνή άρχισε να μιλά. Ο Μακ Γκουάιρ άφησε ένα ουρλιαχτό. Το χέρι που σάλεψε μέσα στο φως ήταν πράσινο. Πράσινο!
 -“Σμιθ” ξεφώνισε ο Μακ Γκουάιρ και πετάχτηκε. Χύθηκε προς την έξοδο του χολ κραυγάζοντας: “Περπατάει! Δεν μπορεί να περπατήσει, μα περπατάει!” Η πόρτα της εισόδου παραβιάστηκε σχεδόν από το βάρος του Μακ Γκουάιρ που ‘πεσε πάνω της. ‘Ανεμος και βροχή λυσσομανούσανε γύρω του κι αυτός έτρεχε μες στη θύελλα, τραυλίζοντας. Μέσα στο χολ, η σιλουέτα έμεινε ασάλευτη. Στον πρώτο όροφο, μια πόρτα άνοιξε βιαστικά και φάνηκε ο Ρόκγουελ να κατεβαίνει γρήγορα τα σκαλοπάτια. Το πράσινο χέρι αποτραβήχτηκε από το φως και κρύφτηκε πίσω από τη πλάτη της σιλουέτας.
 -“Ποιος είναι;” φώναξεν ο Ρόκγουελ και σταμάτησε στα μισά. Η σιλουέτα προχώρησε και στάθηκε στο λίγο φως που χυνόταν από ψηλά. Ο Ρόκγουελ συνοφρυώθηκε.
 -“Χάρτλεϋ! Τι κάνεις εδώ πέρα; Γιατί ξαναγύρισες;”
 -“Κάτι συνέβη“, είπε ο Χάρτλεϋ. “Δε πας καλύτερα να φέρεις τον Μακ Γκουάιρ; Όρμησε μέσα στη βροχή ουρλιάζοντας σαν τρελός“. Ο Ρόκγουελ δε φανέρωσε τις σκέψεις του. Κοίταξεν ερευνητικά τον Χάρτλεϋ με μια γρήγορη ματιά, έπειτα προχώρησε βιαστικά προς την έξοδο του χολ, άνοιξε τη πόρτα και βγήκε στον κρύο άνεμο της νύχτας.
 -“Ε Μακ Γκουάιρ, γύρισε πίσω ανόητε!” Η βροχή μούσκευε τον Ρόκγουελ καθώς έτρεχε. Βρήκε τον Μακ Γκουάιρ εκατό γυάρδες μακριά από το κτίριο, να σκούζει:
 -“Περπατάει… Περπατάει ο Σμιθ…”
 -“Ανόητε. Ο Χάρτλεϋ ήταν. Ο Χάρτλεϋ ξαναγύρισε. Αυτό ήταν όλο“.
 -“Είδα ένα πράσινο χέρι να σαλεύει“.
 -“Ονειρεύτηκες“.
 -“Όχι, όχι!” φώναξεν ο Μακ Γκουάιρ κι ήταν κίτρινο το πρόσωπό του, υγρό. “Είδα ένα πράσινο χέρι, πίστεψέ με! Γιατί ξαναγύρισε ο Χάρτλεϋ; Τι λόγο είχε...” Τότε ο Ρόκγουελ κατάλαβε. Τα κατάλαβε όλα. Ο Χάρτλεϋ… Η επιστροφή του… Ο φόβος άρπαξε το νου του, μια παράφορη προειδοποιητική θολούρα, η πριονωτή κόψη μιας σιωπηλής κραυγής που ζητάει βοήθεια.
 -“Χάρτλεϋ!” Έσπρωξε βίαια τον Μακ Γκουάιρ κι όρμησε στο κτίριο ξεφωνίζοντας. Το χολ, η άκρη του χολ… Κι η πόρτα του Σμιθ, ορθάνοιχτη, σπασμένη. Όρθιος ο Χάρτλεϋ στη μέση του θαλάμου, με το περίστροφο στο χέρι. Στην είσοδο του Ρόκγουελ, στράφηκε. Κινηθήκανε κι οι δυο την ίδια στιγμή. Ο Χάρτλεϋ πυροβόλησε κι ο Ρόκγουελ έσβησε το φως. Σκοτάδι. Μια φλόγα απλώθηκε σ’ όλο το μήκος του δωματίου, φωτίζοντας το σκληρό σώμα του Σμιθ σάμπως φλας φωτογραφικό. Ο Ρόκγουελ πήδησε πάνω στη φλόγα. Είχε θεριέψει η οργή του τώρα που κατάλαβε πια γιατί είχε γυρίσει ο Χάρτλεϋ. Πριν από μια στιγμή, προτού σβήσουν τα φώτα, κάτι άρπαξε η ματιά του από τα δάχτυλα του Χάρτλεϋ. Τα δάχτυλα του ήταν διάστικτα από πράσινους λεκέδες.
     Γροθιές πιο μετά. Κι ο Χάρτλεϋ που σωριαζότανε στο πάτωμα καθώς άναβαν τα φώτα κι ο Μακ Γκουάιρ, στάζοντας, στο άνοιγμα της πόρτας να τραυλίζει:
 -“Τονε σκότωσες; Σκότωσες τον Σμιθ;” Ο Σμιθ δεν έπαθε τίποτα. Η σφαίρα είχε περάσει από πάνω του.
 -“Αυτός ο ηλίθιος! Αυτός ο ηλίθιος!” ξεφώνιζεν ο Ρόκγουελ, όρθιος πάνω από το άβουλο σχήμα του Χάρτλεϋ: “Το πιο μεγάλο ιστορικό φαινόμενο και γυρεύει να το καταστρέψει!” Ο Χάρτλεϋ ψέλλισε αργά.
 -“Έπρεπε να το ξέρω. Ο Σμιθ σε προειδοποίησε“.
 -“Ανοησίες! Ο Σμιθ…” Ο Ρόκγουελ σώπασε. Κατάπληκτος. Μα ναι. Τούτη η άξαφνη προαίσθηση… Ναι! Και κοίταξε κατάματα τον Χάρτλεϋ:
 -“Εσύ, πάνω! Θα σε κλειδώσω μέσα κει όλη νύχτα. Μακ Γκουάιρ κι εσύ! Να τονε φυλάς“. Ο Μακ Γκουάιρ γρύλισε:
 _”Το χέρι του! Κοίτα το χέρι του Χάρτλεϋ. Είναι πράσινο! Δεν ήταν ο Σμιθ κάτω στο χολ. Ήταν ο Χάρτλεϋ!” Ο Χάρτλεϋ κοίταζε τώρα τα δάχτυλά του:
 -“Όμορφα δεν είναι;” είπε με πίκρα. “Μου τα κάψαν οι ακτινοβολίες. Ήμουν κι εγώ μες στην ακτίνα τους για πολλές μέρες, όταν πρωτο-αρρώστησε ο Σμιθ. Τώρα θα γίνω κι εγώ… ένα πλάσμα σαν τον Σμιθ. Είμαι πολλές μέρες σ’ αυτή τη κατάσταση. Δε σας είπα τίποτα. Προσπάθησα να το κρύψω. Απόψε δεν άντεχα πια και γύρισα να τονε καταστρέψω αυτόν τον Σμιθ για ό,τι μου ‘κανε...”
     Κείνη την ώρα ακριβώς ακούστηκε ο ήχος. Ένας ήχος ξερός, σα να σπάζει μια ξερή φλούδα. Πάγωσαν κι οι τρεις. Τρία μικροσκοπικά λέπια ξεκόλλησαν από τη χρυσαλίδα του Σμιθ και πέσανε στο πάτωμα. Στη στιγμή ο Ρόκγουελ βρέθηκε πλάι στο τραπέζι.
 -“Αρχίζει να σπάει. Μια μικρή χαραματιά. Από το λαιμό ως τον αφαλό. Σε λίγο θα βγει από τη χρυσαλίδα“. Τα σαγόνια του Μακ Γκουάιρ έτρεμαν:
 -“Κι έπειτα; Τι θα γίνει έπειτα;” Τα λόγια του Χάρτλεϋ βγήκαν σκληρά και κοροϊδευτικά:
 -“Θα βρεθούμε μπρος σ’ έναν υπεράνθρωπο. Ερώτηση: Με τι μοιάζει ένας υπεράνθρωπος; Απάντηση: Κανείς δε ξέρει“. Κι άλλος ήχος από λέπια που σκάζουνε και ανοίγουν. Ο Μακ Γκουάιρ ανατρίχιασε:
 -“Θα… θα του μιλήσεις;”
 -“Ασφαλώς“.
 -“Από πότε οι … πεταλούδες μιλάνε;”
 -“Πάψε πια Μακ Γκουάιρ. Για όνομα του Θεού!”
     Ασφαλισμένος πια από τους άλλους δυο, που τους κλείδωσε στον πρώτο όροφο, ο Ρόκγουελ κλειδώθηκε κι αυτός στο θάλαμο του Σμιθ και ξάπλωσε σ’ ένα κρεβάτι εκστρατείας, προετοιμασμένος να περιμένει όλη τη νύχτα, αυτή την ατελείωτη, υγρή νύχτα, κοιτάζοντας με προσοχή, ακούγοντας με τεντωμένα αυτιά, συλλογισμένος. Κοιτάζοντας με τεταμένη προσοχή να ξεκολλούνε και να πέφτουνε τα μικρά λέπια από το σκληρό πετσί της χρυσαλίδας, καθώς το ‘Αγνωστο πλάσμα από μέσα, αγωνιζόταν μεθοδικά να βγει στο φως. Λίγες ώρες μονάχα. Λίγες ώρες ακόμα αναμονής. Η βροχή γλιστρούσε μουρμουρίζοντας πάνω από το σπίτι. Πως άραγε; Πως θα ‘μοιαζε ο Σμιθ; Μια αλλαγή πιθανό στα αφτιά για εντονότερη ακοή. Πρόσθετα μάτια ίσως. Μια αλλαγή στη κατασκευή του κρανίου, στο σχήμα του προσώπου, στα οστά του σώματος, στη τοποθέτηση των οργάνων, στην υφή του δέρματος, χίλιες δυο άλλες αλλαγές.
     Ο Ρόκγουελ ένιωθε κατάκοπος κι ωστόσο φοβόταν να κοιμηθεί. Βαριά τα βλέφαρά του, πολύ βαριά. Κι αν είχε κάνει λάθος; Τι θα γινόταν αν η θεωρία του έβγαινε τελείως λαθεμένη; Τι θα γινόταν αν μέσα του ο Σμιθ ήταν μια κινούμενη ζελάτινη ουσία; Κι αν έβγαινε τρελός ο Σμιθ, άρρωστος; Κι αν ήταν κάτι τόσο διαφορετικό ώστε να γίνει μια απειλή για τον κόσμο; Όχι. Όχι. Ο Ρόκγουελ κούνησε σα μεθυσμένος το κεφάλι. Ο Σμιθ ήταν τέλειος. Τέλειος. Δε θα υπήρχε χώρος στον Σμιθ για κακή σκέψη. Τέλειος. Σιγή θανάτου βασίλευε στο κτίριο της κλινικής. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν το ανεπαίσθητο τρίξιμο από τα λέπια της χρυσαλίδας που σκάζανε και πέφτανε στο σκληρό δάπεδο…
     Ο Ρόκγουελ κοιμήθηκε. Βουλιάζοντας μες στο σκοτάδι που εξαφάνισε το δωμάτιο καθώς χίμηξαν πάνω του τα όνειρα. Όνειρα, που ο Σμιθ σηκωνότανε, περπατούσε μουδιασμένος, μ’ άκαμπτες κινήσεις κι ο Χάρτλεϋ που άδραχνε ένα πέλεκυ κι ο πέλεκυς να στράφτει στον αέρα και να πέφτει πάνω στη πράσινη πανοπλία κείνου του πλάσματος. Ξανά και ξανά, πολλές φορές και να το κομματιάζει και να το μεταβάλλει σ’ έναν εφιαλτικό πολτό. Όνειρα… κι ο Μακ Γκουάιρ να τρέχει σκούζοντας μέσα σε μιαν αιμάτινη βροχή. Όνειρα…
     Ήλιος καυτός. Ήλιος καυτός που έχει πλημμυρίσει το δωμάτιο. Πρωί. Ο Ρόκγουελ έτριψε τα μάτια. Ένιωθε μιαν αόριστη δυσφορία από το γεγονός ότι κάποιος είχεν ανεβάσει τα πατζούρια. Ήταν κατεβασμένα εδώ κι αρκετές βδομάδες. Αφησε μια κραυγή. Η πόρτα ανοιχτή. Το κτίριο της κλινικής βυθισμένο στη σιγή. Ατολμα και δειλά στρέφει ο Ρόκγουελ το κεφάλι του, κοιτάζει το τραπέζι. Εκεί θα ‘πρεπε να ‘ναι ξαπλωμένος ο Σμιθ. Δεν ήταν. Τίποτα δεν υπήρχε πάνω στο τραπέζι. Τίποτα, εξόν από το φως του ήλιου. Αυτό και… μερικά υπολείμματα σκασμένης χρυσαλίδας. Υπολείμματα.
Εύθραυστα κομμάτια, ένα προφίλ που ‘πεσε και κόπηκε στα δύο, ένα συντρίμμι από κέλυφος ποδιού, ένα χνάρι χεριού, ένα αποτύπωμα στήθους, να τι είχε απομείνει από τον Σμιθ! Ο Σμιθ ήτανε φευγάτος. Ο Ρόκγουελ τρίκλισε ως το τραπέζι, σωριάστηκε. Μπουσουλώντας σα παιδί ανάμεσα σε κείνους τους πάπυρους από το δέρμα του Σμιθ που τριζοβολούσαν. Έπειτα στράφηκε απότομα, σα να ‘ταν μεθυσμένος, χίμηξε έξω από το δωμάτιο και πάτησε βαριά πάνω στις σκάλες ξεφωνίζοντας.
 -“Χάρτλεϋ! Τι τον έκανες; Χάρτλεϋ! Νόμιζες ότι μπορείς να τονε σκοτώσεις, ε; Νόμιζες ότι μπορείς ν’ αρπάξεις το σώμα του, ν’ αφήσεις πίσω μερικά λείψανα για να με ξεγελάσεις και να χάσω τα ίχνη;” Ήτανε κλειδωμένη η πόρτα της κάμαρας που ‘χανε κοιμηθεί ο Μακ Γκουάιρ κι ο Χάρτλεϋ.. Ψηλαφώντας ο Ρόκγουελ, τη ξεκλείδωσε. Τους βρήκε και τους δυο εκεί. “Εδώ είστε!” ψέλλισε κατάπληκτος. “Τότε λοιπόν, δε κατεβήκατε. Ή μήπως ξεκλειδώσατε τη πόρτα, κατεβήκατε, παραβιάσατε τη κάμαρά μου, σκοτώσατε τον Σμιθ και… όχι, όχι!”
 -“Τι έπαθες; Τι συμβαίνει;”
 -“Ο Σμιθ έφυγε! Πες μου σύ Μακ Γκουάιρ: μήπως ο Χάρτλεϋ βγήκε καθόλου απ’ αυτό το δωμάτιο;”
 -“Όχι. Όλη νύχτα τη πέρασε δώ μέσα“.
 -“Τότε… μόνο μια εξήγηση υπάρχει. Ο Σμιθ βγήκε από τη χρυσαλίδα του και το ‘σκασε, όσο κοιμόμασταν εμείς! Δε θα τονε δω ποτέ, ποτέ που να πάρει ο διάβολος! Τι ηλίθιος που ‘μουν να κοιμηθώ!”
 -“Αυτό τα λέει όλα!” δήλωσεν ο Χάρτλεϋ. “Ο άνθρωπος αυτός είν’ επικίνδυνος. Αλλιώς θα ‘πρεπε να μείνει και να μας αφήσει να τονε δούμε. Ο Θεός ξέρει τι σόι πράμα είναι“.
 -“Όπως και να ‘χει το πράγμα, εμείς πρέπει να ψάξουμε να τονε βρούμε. Δε μπορεί να ‘ναι μακριά. Πρέπει να ψάξουμε να τονε βρούμε! Γρήγορα Χάρτλεϋ. Μακ Γκουάιρ!” Ο Μακ Γκουάιρ κάθισε κάτω βαρύς.
 -“Εγώ δε το κουνάω. Ας πάει να κουρεύεται. Αρκετά ως εδώ“.
     Ο Ρόκγουελ δεν περίμενε να ακούσει περισσότερα. Κατέβηκε τα σκαλιά. Από κοντά και ο Χάρτλεϋ. Έπειτα από λίγο κατέβηκε λαχανιασμένος κι ο Μακ Γκουάιρ. Ο Ρόκγουελ όρμησε στο χολ, σταμάτησε μπρος στα μεγάλα παράθυρα που βλέπανε στην έρημο και στα βουνά που λάμπανε στον πρωινό ήλιο. Κοίταξεν έξω, δεξιά κι αριστερά κι αναρωτιόταν αν χάθηκε πια κάθε ελπίδα να βρεθεί ο Σμιθ. Το πρώτο υπερ-δημιούργημα. Το πρώτο ίσως σε μια καινούρια ατελείωτη σειρά. Ίδρωσε. Όχι! Δε θα ‘φευγεν ο Σμιθ δίχως ν’ αποκαλύψει τον εαυτό του τουλάχιστον στον Ρόκγουελ. Δε μπορούσε να φύγει! Ή μήπως μπορούσε; Η πόρτα της κουζίνας άνοιξε αργά, πολύ αργά.
Κάποιο πόδι ξεπρόβαλλε στο άνοιγμα της πόρτας. Κι άλλο πόδι μετά. Ένα χέρι υψώθηκε και στηρίχτηκε στον τοίχο. Καπνός από τσιγάρο φάνηκε να βγαίνει μες από ζαρωμένα χείλη.
 -“Ποιος με ζητάει;”
     Έντρομος ο Ρόκγουελ στράφηκε. Είδε την έκφραση στο πρόσωπο του Χάρτλεϋ, άκουσε τον Μακ Γκουάιρ να πνίγεται από τη κατάπληξη. Κι οι τρεις τους μίλησαν ταυτόχρονα. Μια μόνο λέξη. Σα να έδιναν το σύνθημα:
 -“Σμιθ“. Ο Σμιθ απέπνεε μυρωδιά τσιγάρου. Ήτανε ροδαλό το πρόσωπό του, σα ηλιοκαμένο θαρρείς. Γαλάζια και σπινθηροβόλα τα μάτια του. Ξυπόλητος. Το γυμνό του κορμί τυλιγμένο σ’ ένα παλιό μπουρνούζι του Ρόκγουελ.
 -“Μήπως μπορείτε να μου πείτε που βρίσκομαι; Θα ‘θελα να μάθω τι έκανα τους τελευταίους τρεις-τέσσερις μήνες. Νοσοκομείο είν’ αυτό; Ή τίποτ’ άλλο;”
     Ο τρόμος σφυροκοπούσε το μυαλό του Ρόκγουελ. Ανελέητα. Ο Ρόκγουελ κατάπιε το σάλιο του.
 -“Γεια σου Σμιθ! Εγώ… τούτο δω… Δε θυμάσαι αλήθεια; Τίποτα;” Ο Σμιθ έδειξε με τα δάχτυλά του:
 -“Θυμάμαι που πρασινίζανε σιγά-σιγά, αν εννοείτε αυτό. Περ’ από αυτό… τίποτα” Βύθισε το ροδαλό χέρι του στα καστανά του μαλλιά, με την αρρενωπή ομορφιά του νιογέννητου πλάσματος που χαίρεται ν’ ανασαίνει και πάλι. Ο Ρόκγουελ οπισθοχώρησε κι έπεσε πάνω στον τοίχο. Σήκωσε τα χέρια κι έκρυψε με φρίκη το πρόσωπό του κουνώντας το κεφάλι. Μη πιστεύοντας σ’ ό,τι βλέπανε τα μάτια, ψέλλισε:
 -“Τι ώρα βγήκες από τη χρυσαλίδα;”
 -“Τι ώρα βγήκα από… από που;” Ο Ρόκγουελ τον οδήγησε μες από το χολ στο επόμενο δωμάτιο κι έδειξε το τραπέζι. “Δε καταλαβαίνω τι εννοείτε“, είπεν ο Σμιθ μ’ αυθόρμητη ειλικρίνεια: “Απλούστατα, πριν από μισή ώρα, ανακάλυψα πως στεκόμουν ολόγυμνος στη μέση του δωματίου“.
 -“Αυτό είναι όλο;” είπε ο Μακ Γκουάιρ αναθαρρεύοντας. Έδειχνεν ανακουφισμένος. Ο Ρόκγουελ εξήγησε τα πάντα γύρω από τη χρυσαλίδα. Ο Σμιθ συνοφρυώθηκε:
 -“Είναι τερατώδες! Εσείς ποιοι είστε;” Ο Ρόκγουελ του σύστησε τους άλλους.
Ο Σμιθ αγριοκοίταξε τον Χάρτλεϋ: “Εσένα σε θυμάμαι. Ήσουν αυτός που μ’ επισκέφτηκε όταν αρρώστησα για πρώτη φορά. Θυμάμαι. Στο ακτινολογικό. Μα είναι ανόητο. Τι αρρώστια είναι αυτή;” Τα νεύρα στο πρόσωπο του Χάρτλεϋ πήγαν να σπάσουν.
 -“Όχι αρρώστια, όχι! Δε ξέρεις τίποτα λοιπόν;”
 -“Βρίσκομαι σε μια παράξενη κλινική μαζί με παράξενους ανθρώπους. Βρίσκομαι γυμνός σ’ ένα δωμάτιο κοντά σ’ έναν άντρα που κοιμάται πάνω σ’ ένα κρεβάτι εκστρατείας. Βγαίνω έξω και περιφέρομαι στη κλινική, πεινασμένος. Μπαίνω στη κουζίνα, βρίσκω φαγητό, τρώω, ακούω ανάστατες φωνές κι έπειτα βρίσκομαι κατηγορούμενος επειδή λέει ξεπήδησα μες από μία χρυσαλίδα. Τι θέλετε να φανταστώ; Παρεμπιπτόντως σας ευχαριστώ για το μπουρνούζι, για το φαγητό και για το τσιγάρο που δανείστηκα. Δεν ήξερα ποιος ήσασταν κι έπειτα δείχνατε πεθαμένος από τη κούραση“.
 -“Ω, δεν υπάρχει λόγος να μ’ ευχαριστείτε“. Ο Ρόκγουελ δε θ’ αφηνόταν να το πιστέψει. Τα πάντα διαλύονταν. Με κάθε λέξη που πρόφερε ο Σμιθ, εξανεμίζονταν κι οι ελπίδες του σα τη διαλυμένη χρυσαλίδα. “Πως αισθάνεσαι;”
 -“Περίφημα. Νιώθω πολύ δυνατός. Είναι καταπληκτικό, όταν σκεφτείτε πόσο καιρό ήμουν σ’ αυτή τη κατάσταση“.
 -“Πράγματι, καταπληκτικό!” είπεν ο Χάρτλεϋ.
 -“Φαντάζεστε τι αισθάνθηκα όταν αντίκρισα το ημερολόγιο στον τοίχο. Όλοι τούτοι οι μήνες κύλησαν σα το νερό. Αναρωτιέμαι τι έκανα όλον αυτό τον καιρό“.
 -“Το ίδιο κι εμείς“.
 -“Έλα τώρα Χάρτλεϋ, άφησε τον ήσυχο“, γέλασε ο Μακ Γκουάιρ. “Επειδή ακριβώς τον μισούσες...”
 -“Με μισούσε;” ανασηκώθηκαν τα φρύδια του Σμιθ: “Εμένα; Γιατί;”
 -“Να γιατί!” είπεν ο Χάρτλεϋ βγάζοντας στο φως τα δάχτυλά του: “Οι καταραμένες οι ακτινοβολίες σου. Κάθε νύχτα κάθομαι πλάι σου σε κείνο το νοσοκομείο! Τι θα κάνω τώρα με τούτο δω; Τι μπορώ να κάνω;”
 -“Χάρτλεϋ” είπεν ο Ρόκγουελ προειδοποιητικά. “Κάτσε κάτω! Ηρέμησε!”
 -“Ούτε θα κάτσω, ούτε θα ηρεμήσω! Τρελαθήκατε κι οι δυο σας μ’ αυτό το… μ’ αυτή την απομίμηση ανθρώπου, μ’ αυτό το κοκκινόπετσο πλάσμα που ‘ν’ η μεγαλύτερη απάτη στην ιστορία; Αν είχατε τόσο δα μυαλό, θα καταστρέφατε τον Σμιθ πριν το σκάσει!”
     Ο Ρόκγουελ ένιωσε την ανάγκη να απολογηθεί, να ζητήσει συγνώμη για το ξέσπασμα του Χάρτλεϋ. Ο Σμιθ κούνησε το κεφάλι του:
 -“Δεν είν’ ανάγκη να ζητάτε συγνώμη. Αφήστε τον να μιλήσει. Τι σημαίνουν όλα τούτα;”
 -“Αφού ξέρεις!” Του πέταξεν οργισμένος ο Χάρτλεϋ: “Έμεινες κατάκοιτος μέρες, μήνες, ακούγοντας, σχεδιάζοντας. Δε μπορείς να με ξεγελάσεις εμένα. Τον εξαπάτησες τον Ρόκγουελ. Τον απογοήτευσες. Περίμενε πως θα ‘βγαινες κανένας υπεράνθρωπος. Μπορεί και να ‘σαι δηλαδή. Ότι όμως κι αν είσαι, ο Σμιθ δεν είσαι πια. Όχι! Είναι κι αυτό έν’ από τα τεχνάσματά σου. Για να μη μάθουμε ποτέ ποιος είσαι, ούτε κι ο κόσμος να μάθει ποιος είσαι. Θα μπορούσες να μας σκοτώσεις, εύκολα. Αλλά προτίμησες να μείνεις και να μας πείσεις πως είσαι φυσιολογικός. Και διάλεξες τον καλύτερο τρόπο. Θα μπορούσες να το ‘χες σκάσει πριν από λίγη ώρα, μα θ’ άφηνες πίσω σου το σπέρμα της υποψίας. Αντί για αυτό, περίμενες! Για να μας πείσεις πως είσαι φυσιολογικός!”
 -“Μα είναι φυσιολογικός” γκρίνιαξε ο Μακ Γκουάιρ.
 -“Δεν είναι! Το μυαλό του λειτουργεί διαφορετικά: Είναι έξυπνος“.
 -“Τότε να τον υποβάλλεις σε μια σειρά από τεστ λεκτικών συνδυασμών“, είπεν ο Μακ Γκουάιρ.
 -“Είναι πάρα πολύ έξυπνος, ακόμα και γι’ αυτό“.
 -“Τότε είναι πολύ απλό. Του κάνουμε εξετάσεις αίματος, ακούμε τη καρδιά του και του βάζουμε ορρούς“. Ο Σμιθ έμοιαζε να αμφιβάλει:
 -“Με κάνετε να νιώθω σα πειραματόζωο. Αν όμως το θέλετε πραγματικά. Το βρίσκω πάντως ανόητο“. Αυτό τον τάραξε τον Χάρτλεϋ. Κοίταξε τον Ρόκγουελ.
 -“Φέρε τη σύριγγα“, είπε. Ο Ρόκγουελ έφερε τη σύριγγα, σκεφτικός. Τώρα, δεν αποκλείεται να ‘ταν υπεράνθρωπος ο Σμιθ. Το αίμα του… Αυτό το υπερανθρώπινο αίμα. Η ικανότητά του να σκοτώνει μικρόβια. Ο χτύπος της καρδιάς του. Η αναπνοή του. Μπορεί ο Σμιθ να ‘ταν υπεράνθρωπος και να μη το ‘ξερε. Ναι. Ναι, μπορεί να ‘τανε… Πήρε αίμα από τον Σμιθ και το ‘βαλε κάτω από το μικροσκόπιο. Οι ώμοι του κύρτωσαν. Το αίμα ήτανε φυσιολογικό. Αν έριχνες μικρόβια μέσα, τα μικρόβια, για να πεθάνουν έπρεπε να διανύσουν ένα φυσιολογικό χρονικό διάστημα. Το αίμα δεν ήταν πια υπεριοκτόνο. Δεν υπήρχε ούτε κι ακτινικό υγρό. Ο Ρόκγουελ αναστέναξε θλιβερά. Η θερμοκρασία του Σμιθ ήταν φυσιολογική. Το ίδιο κι ο σφυγμός του. Το νευρικό του σύστημα, τα αισθητήριά του, αντιδρούσαν όπως σε κάθε φυσιολογικό άνθρωπο.
 -“Τίποτα το ασυνήθιστο“, είπε ο Ρόκγουελ μαλακά. Ο Χάρτλεϋ βούλιαξε σε μια πολυθρόνα, με διάπλατα τα μάτια, κρατώντας το κεφάλι του με τα κοκαλιάρικα δάχτυλά του.
 -“Ζητώ συγνώμη“, είπε βγάζοντας ένα βαθύ στεναγμό: “Θαρρώ πως το μυαλό μου… Το μυαλό μου απλώς φαντάστηκε ορισμένα πράγματα. Ήταν τόσο ατελείωτοι κείνοι οι μήνες. Κάθε νύχτα. Φοβάμαι πως έγινα υποχονδριακός. Ζητώ συγνώμη“. Κοίταξε τα πράσινα δάχτυλά του: “Τι θα γίνει όμως με μένα;”
 -“Φαντάζομαι πως όλα θα εξελιχθούν ομαλά, όπως και με μένα“, είπε ο Σμιθ. “Συμμερίζομαι την αγωνία σου. Δεν ήταν άσχημα όμως… Πραγματικά, δε θυμάμαι τίποτε“. Ο Χάρτλεϋ ηρέμησε κάπως.
 -“Μα… βέβαια, έχεις δίκιο υποθέτω. Δε νιώθω καθόλου καλά στην ιδέα ότι το σώμα μου θ’ αρχίσει κι εμένα να σκληραίνει, μα δε μπορώ να το αποφύγω. Όλα θα εξελιχθούν ομαλά…”
     Ο Ρόκγουελ ένιωθε άρρωστος. Η κατάρρευση ήταν φοβερή για να την αντέξει. Η έντονη προσπάθεια, η έξαψη, η πείνα κι η περιέργεια, η φλόγα, όλα είχαν βουλιάξει μέσα του. Α υ τ ό ήταν λοιπόν ο άνθρωπος από τη χρυσαλίδα; Ο ίδιος άνθρωπος μπήκε. Ο ίδιος άνθρωπος βγήκε. Κι όλη αυτή η αναμονή, η λαχτάρα, για ένα τίποτα! Πήρε βαθιά ανάσα, προσπάθησε να πειθαρχήσει τις βαθύτερες σκέψεις που έτρεχαν μες στο μυαλό του. Σύγχυση. Τούτος ο νεαρός άντρας, με το ροδαλό δέρμα και την ολόδροση φωνή, που καθότανε μπροστά του καπνίζοντας ήρεμα, δεν ήταν παρά ένας άνθρωπος που ‘χεν υποστεί μια μερική δερματική σκλήρυνση κι είχαν καεί οι αδένες του από την ακτινοβολία, αλλά άνθρωπος εντούτοις αυτή τη στιγμή, άνθρωπος και τίποτα περισσότερο. Το μυαλό του Ρόκγουελ, το υπερευαίσθητο, γεμάτο φαντασία μυαλό του, είχε συλλάβει και τη παραμικρότερη εκδήλωση της αρρώστιας για να φτιάξει ένα τέλειο οργανισμό, δημιούργημα βαθύτερων πόθων. Τώρα ο Ρόκγουελ ένιωθε μέσα του μια βαθιά απογοήτευση, ένα τεράστιο κενό.
     Το πρόβλημα του ότι έζησε ο Σμιθ χωρίς τροφή, το καθαρό αίμα του, η χαμηλή θερμοκρασία κι οι άλλες ενδείξεις ανωτερότητας, ήταν τώρα οι διάφορες όψεις μιας αλλόκοτης αρρώστιας. Μιας αρρώστιας και τίποτε περισσότερο. Κάτι που θα ‘χε τελειώσει, είχε ωριμάσει κι είχε φύγει αφήνοντας πίσω του μερικά εύθραυστα λέπια μονάχα πάνω σε ένα ηλιοφώτιστο τραπέζι. Ο Χάρτλεϋ, αυτή τη στιγμή, θα ‘ταν μια σπάνια ευκαιρία να τον παρακολουθήσει κανείς από κοντά, αν η αρρώστια του προχωρούσε και ν’ αναφέρει τη καινούρια αρρώστια στον επιστημονικό κόσμο. Δε νοιαζότανε για την αρρώστια. Νοιαζότανε μόνο για τη τελειότητα. Κι αυτή η τελειότητα είχε κοπεί στα δυο, είχε ανοίξει, είχε σκιστεί κι είχε φύγει. Το όνειρό του είχε φύγει. Το υπερδημιούργημα που ‘θελε να φτιάξει, είχε φύγει. Δε τον ενδιέφερε πια αν ολάκερος ο κόσμος άρχιζε ξαφνικά να πετρώνει, να πρασινίζει, να γίνεται εύθραυστος σα το γυαλί.
     Ο Σμιθ μιλούσε τώρα με τα χέρια του διάπλατα ανοιχτά.
 -“Νομίζω πως θα ‘τανε καλύτερα να γυρίσω στο Λος Αντζελες. Έχω πολλή δουλειά να κάνω στο ίδρυμα. Η παλιά μου θέση με περιμένει. Λυπάμαι που δε μπορώ να μείνω άλλο μαζί σας. Καταλαβαίνετε“.
 -“Θα ‘πρεπε να μείνεις λίγο ακόμα. Μερικές μέρες τουλάχιστον“, είπεν ο Ρόκγουελ. Δεν ήθελε με κανένα τρόπο να δει να χάνεται και το τελευταίο ίχνος από το όνειρό του.
 -“Όχι, ευχαριστώ. Πάντως, αν το επιθυμείτε γιατρέ, μπορώ να σας επισκεφτώ στο γραφείο σας σε καμιά βδομάδα, για έν’ άλλο τσεκάπ. Θα περνώ συχνά, κάθε δυο-τρεις βδομάδες, για ένα χρόνο περίπου ώστε να μπορείτε να με παρακολουθείτε. Σύμφωνοι;”
 -“Σύμφωνοι Σμιθ, σύμφωνοι. Μόνο σε παρακαλώ μη το ξεχνάς. Θα ‘θελα να συζητήσω μαζί σου την αρρώστια σου. Είσαι τυχερός που ζεις“.
 -“Θα σε πάω εγώ με το αυτοκίνητό μου στο Λος Αντζελες“, είπε χαρούμενα ο Μακ Γκουάιρ.
 -“Μην ενοχλείστε. Θα περπατήσω ως τη Τουγιοίνγκα και θα πάρω ταξί. Θέλω να περπατήσω. Έχω να περπατήσω τόσο καιρό… Θέλω να δω πως είναι…” Ο Ρόκγουελ του έδωσε ένα ζευγάρι παλιά παπούτσια κι ένα παλιό σακάκι. “Ευχαριστώ γιατρέ. Θα σας εξοφλήσω ό,τι σας οφείλω το συντομότερο δυνατό“.
 -“Τίποτα δε μου οφείλεις. Ούτε πεντάρα. Ήταν ενδιαφέρον“.
 -“Σας χαιρετώ γιατρέ. Χαίρετε κύριε Μακ Γκουάιρ. Χάρτλεϋ“.
 -“Στο καλό Σμιθ“.
 -“Στο καλό“.
     Ο Σμιθ κατέβηκε το μονοπάτι προς το μικρό ποτάμι που ‘χε ξεραθεί από τον καφτό απογευματινό ήλιο που έδυε. Περπατούσε ευτυχισμένος. Σφύριζε.  -“Μακάρι να μπορούσα να σφυρίξω κι εγώ” είπεν ο Ρόκγουελ. Ο Σμιθ γύρισε μια φορά, τους έγνεψε με το χέρι κι έπειτ’ άρχισε να σκαρφαλώνει στη λοφοπλαγιά, έφτασε στη κορφή και χάθηκε προς την απόμακρη πολιτεία. Ο Ρόκγουελ τονε κοίταζε όπως κοιτάζει ένα μικρό παιδί το αγαπημένο του αμμόκαστρο που σβήνει και διαλύεται από τα κύματα της θάλασσας.
 -“Δε μπορώ να το πιστέψω“, επαναλάμβανε μονότονα. “Δε μπορώ να το πιστέψω. Να τελειώσουν όλα τόσο σύντομα, τόσον απότομα για μένα! Νιώθω ένα βούρκωμα μέσα μου, ένα κενό“.
 -“Όλα μου φαίνονται ρ ό δ ι ν α!” γέλασε ευτυχισμένος ο Μακ Γκουάιρ. Ο Χάρτλεϋ στεκόταν όρθιος στον ήλιο. Τα πράσινα χέρια του κρέμονταν απαλά στο πλάι και το λευκό του πρόσωπο είχεν ηρεμήσει πραγματικά, για πρώτη φορά εδώ και μήνες, -έτσι φάνηκε του Ρόκγουελ- και μίλησε χαμηλόφωνα:
 -“Θα βγω σώος απ’ αυτή τη περιπέτεια. Θα βγω σώος. Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ. Δε θα βγω τέρας. Θα ‘μαι ο εαυτός μου, ο εαυτός μου και τίποτα άλλο“. Στράφηκε στον Ρόκγουελ. “Μόνο να θυμάστε, να θυμάστε. Μη τους αφήσετε να με θάψουν κατά λάθος. Μη τους αφήσετε… κατά λάθος… πιστεύοντας πως είμαι πεθαμένος. Να το θυμάστε αυτό“.
     Ο Σμιθ πήρε το μονοπάτι πλάι στο ξεροπόταμο κι ανέβηκε στο λόφο. Νύχτωνε πια κι ο ήλιος άρχισε να δύει πίσω από γαλάζιους λόφους. Τ’ άστρα λαμπύριζαν εδώ κι εκεί. Μέσα στη χλιαρή ατμόσφαιρα πλανιόταν μια μυρωδιά από νερό, σκόνη κι απόμακρα λουλούδια πορτοκαλιάς. Φύσηξεν άνεμος. Ο Σμιθ πήρε βαθιές ανάσες. Γέμισε τα πνευμόνια του. Περπατούσε. Μόνος τώρα και αθέατος, μακριά από το κτίριο της κλινικής, σταμάτησε. Στάθηκε τελείως ακίνητος και κοίταζε ψηλά στον ουρανό.
     Πατώντας το τσιγάρο που κάπνιζε, το έλιωσε κάτω από το τακούνι του. Έπειτα όρθωσε το καλοχυμένο κορμί, τίναξε πίσω τα καστανά μαλλιά του, έκλεισε τα μάτια, κατάπιε και χαλάρωσε τα δάχτυλά του που κρεμόντανε στο πλάι.
     Χωρίς καμιά προσπάθεια, μόνο μ’ έναν ανάλαφρο ήχο, ο Σμιθ υψώθηκε απαλά από το έδαφος μέσα στη χλιαρή ατμόσφαιρα και πέταξε γρήγορα, ήρεμα προς τα πάνω.
     Σε λίγο χάθηκε ανάμεσα στ’ άστρα καθώς κατευθυνότανε για το μακρινό διάστημα…

Chrysalis” (1946)
μετάφρΦώντας Κονδύλης
———————————–

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *