Bulgakov Mikhail Afanasievic: Αριστοκράτης Εστέτ Λόγιος

  Βιογραφικό

     Ο Μιχαήλ Αφανάσιεβιτς Μπουλγκάκωφ (Mikhail Afanasievic BulgakovМихаил Афанасьевич Булгаков), ήτανε Ρώσος συγγραφέας ένας από τους πιο σημαντικούς σατιρικούς δραματουργούς της ρωσικής λογοτεχνίας, αλλά παράλληλα ήτανε μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ιατρός χειρουργός, σατιρικός συγγραφέας, διηγηματογράφος, λιμπρετίστας, σεναριογράφος, συγγραφέας έργων επιστημονικής φαντασίας, δημοσιογράφος, θεατρικός σκηνοθέτης, ηθοποιός και βιογράφος. Αρχικά σπούδασε ιατρική, αλλά σύντομα αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία. Το έργο του διακρίνεται για τη καυστική του σάτιρα και το διεισδυτικό του χιούμορ, συνδέεται στενά με την ανανέωση του σοβιετικού θεάτρου, ιδιαίτερα μετά το 1955, ενώ η επίδρασή του στη σοβιετική λογοτεχνία υπήρξε τεράστια. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σχεδόν σ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου. Πολλά από τα έργα του, ωστόσο, θεατρικά και μη, δημοσιεύτηκαν 1η φορά περίπου 4 10ετίες μετά το θάνατό του. Είχε κριθεί ως εχθρικό κι ασύμβατο με την επίσημη ιδεολογία, γιατί στηλιτεύει και γελοιοποιεί τη ζωή στη Σοβιετική Ένωση, μέσα από το γκροτέσκο και το παράλογο. Τέλος, επίσης, συνδέεται με την ανανέωση του σοβιετικού θεάτρου, ιδιαίτερα μετά το 1955.


                            Οι Γονείς του, Αφανάσι & Βαρβάρα

     Γεννήθηκε στο Κίεβο της σημερινής Ουκρανίας στις 15 Μάη 1891, ο μεγάλος γιος του Αφανάσι Μπουλγκάκωφ, καθηγητή της Θεολογικής Ακαδημίας του Κιέβου και της Βαρβάρας Μιχαήλοβνα του γένους Ποκρόβσκαγια. Το 1909, μετά το απολυτήριο του Α’ Γυμνασίου Κιέβου, εγγράφεται ως φοιτητής στο ιατρικό τμήμα τού Πανεπιστημίου του Κιέβου. Το 1913 παντρεύεται για 1η φορά. Σύζυγός του η Τατιάνα Νικολάγιεβνα Λάππα. Με το ξεκίνημα του Α’ Παγκ. Πολ. δηλώνει εθελοντής γιατρός του Ερυθρού Σταυρού και βρίσκεται αμέσως στη πρώτη γραμμή, όπου και τραυματίζεται βαριά τουλάχιστον 2 φορές. Το 1916 παίρνει το δίπλωμα ιατρικής και βρίσκει θέση ιατρού στην επαρχία, στη περιοχή του Σμολένσκ, για να κατασταλάξει αργότερα στη πόλη Βγιάσμα.


           Η Οικογένεια: ο Μίσα είναι αριστερά (1913)

     Το Φλεβάρη του 1919, στη διάρκεια του Ρωσικού Εμφύλιου Πολέμου, κλήθηκε να υπηρετήσει ως γιατρός του Ουκρανικού Δημοκρατικού Στρατού. Μετά μικρό διάστημα, λιποτάκτησε και κατάφερε να ενσωματωθεί πάλι ως γιατρός στον Κόκκινο Στρατό. Τελικά κατέληξε στη Λευκή Φρουρά της Νότιας Ρωσίας. Ένα διάστημα πέρασε στους Κοζάκους στη Τσετσενία κι αργότερα βρέθηκε στο Βλαντικαφκάς. Το μεγαλύτερο μέρος της οικογένειάς του βρέθηκε με το πέρας τού εμφυλίου πολέμου εξορία στο Παρίσι. Ο ίδιος έχασε την ευκαιρία να βρεθεί στο εξωτερικό για εργασία ως γιατρός, παρά τα προσκλητήρια της γερμανικής και γαλλικής κυβέρνησης, καθώς εκείνο το διάστημα είχε αρρωστήσει από τύφο.
     Γενικά η υγεία του ήτανε σ’ άσχημη κατάσταση από τα πολεμικά τραύματα. Για να απαλύνει τον συνεχή πόνο, ειδικά στα κάτω μέρη του σώματος, άρχισε να κάνει μόνος του ενέσεις μορφίνης. Με το πέρασμα των εβδομάδων, η εξάρτηση από την ουσία ολοένα και μεγάλωνε. Μετά κόπων κατάφερε να απεξαρτηθεί από τη ναρκωτική ουσία. Το βιβλίο του Μορφίνη (Морфий) που εκδόθηκε το 1926 περιγράφει τη κατάσταση που βρισκόταν ο συγγραφέας εκείνη τη περίοδο.


                                              Ο Μίσα το 1916

     Τέλη Οκτώβρη 1921 ο Μπουλγκάκωφ πήγε στη Μόσχα κι άρχισε να εργάζεται για διαφορές εφημερίδες: Σειρήνα (Гудок), Ο Εργάτης (Рабочий)) και περιοδικά: Ο ιατρικός εργάτης (Медицинский работник), Ρωσία (Россия) κι Αναγέννηση (Возрождение)). Αυτό το διάστημα θα δημοσιεύσει και σποραδικά διηγήματα στην εφημερίδα των εξόριστων στο Βερολίνο, με γενικά τίτλο Τη προηγουμένη (Накануне). Μεταξύ 1922-26 η Σειρήνα θα εκτυπώσει πάνω από 120 ρεπορτάζ, δοκίμια κι άρθρα του. Το 1923 γίνεται μέλος της Παρρωσικής Ένωσης Συγγραφέων.
     Το 1924 γνώρισε τη Λιούμποβα Γιεβγκένγιεβνα Μπελοσέρσκαγια και θα τη νυμφευτεί ένα χρόνο μετά, αφού χώρισε απ’ τη πρώτη του σύζυγο. Το 1928 το ζεύγος ταξίδεψε στον Καύκασο κι επισκέφτηκε τις πόλεις Τιφλίδα, Μπατούμ, Βλαντικαφκάς και Γκουντερμές. Την ίδια χρονιά έχει τις πρώτες εμπνεύσεις για το θρυλικό Ο Μαιτρ κι η Μαργαρίτα και ξεκινά τη συγγραφή ενός κομματιού για τον Μολιέρο με τον τίτλο, Η καμπάλα τών υποκριτών (Кабала святош). Στη Μόσχα έκανε πρεμιέρα το έργο του Η ερυθρά νήσος (Багровый остров). Το 1929 συναντά τη Γιέλενα Σεργκέγιεβνα Σιλόβσκαγια, που το 1932 θα γίνει η 3η γυναίκα του και θα τον εμπνεύσει για τον ρόλο της Μαργαρίτας στο φημισμένο έργο του.


                                         Ο Μίσα 1923

     Ήδη από το 1927 η καρριέρα του είχε αρχίσει να δέχεται τριγμούς καθώς οι κριτικοί τον θεωρούνε πολύ αντισοβιετικό. Το 1930 η καριέρα του σταματά τελείως εξαιτίας της λογοκρισίας, τα έργα του Μπουλγκάκωφ δεν δημοσιεύονται πλέον και τα κομμάτια του εξαφανίζονται από το πρόγραμμα των θεάτρων. Σε επιστολές προς τον αδερφό του Νικολάι, που διαμένει στο Παρίσι, ο Μπουλγκάκωφ παραπονιέται για την αχάριστη για αυτόν κατάσταση και τις οικονομικές του δυσχέρειες. Το ίδιο διάστημα απευθύνθηκε και στην πολιτική ηγεσία της ΕΣΣΔ με την ικεσία παροχής είτε άδειας μετανάστευσης είτε εργασίας ως βοηθός σκηνοθέτη στο Θέατρο Τεχνών Μόσχας Τσέχωφ МХТ. Ο ίδιος ο Στάλιν, που ήταν ενθουσιασμένος από το θεατρικό του, Οι Μέρες των Τουρμπίν (Дни Турбиных), του τηλεφώνησε κι υποσχέθηκε βοήθεια. Ο συγγραφέας εργάστηκε το 1930 καταρχάς στο Κεντρικό Θέατρο Εργαζόμενης Νεολαίας TRAM και μετά ως το 1936 στο MXT στη θέση του βοηθού σκηνοθέτη. Το 1932 συνεργάστηκε στη παρουσίαση του έργου τού ΓκόγκολΟι Νεκρές Ψυχές. Από το 1936 και μετά εργαζόταν στο Θέατρο Μπαλσόι ως συγγραφέας λιμπρέτων και μεταφραστής.


    Εστέτ κι αριστοκράτης του πνεύματος, ανεξάρτητος κι εραστής της ελευθερίας, ήτανε φυσικό να μη ταιριάζει στη πνευματική και κοινωνική ατμόσφαιρα της κόκκινης μονοδοξίας, της υποταγής των δημιουργών στα κελεύσματα κείνων που ‘θελαν να πλάσουνε τον νέον άνθρωπο της νέας εποχής αλλά και του φωτεινού μέλλοντος της κομμουνιστικής κοινωνίας. Καθώς ο κλοιός έσφιγγε, είτε με τις απαγορεύσεις των θεατρικών του έργων, είτε με την απαγόρευση των εκδόσεων των λογοτεχνικών του έργων, ο συγγραφέας απελπισμένος έστειλε μία επιστολή προς τη σοβιετική κυβέρνηση, ζητώντας την άδεια να ταξιδέψει στο εξωτερικό, προκειμένου να εργαστεί και να επιβιώσει. Ένα μήνα αργότερα, ο Στάλιν τηλεφώνησε στον Μπουλγκάκωφ και στη σύντομη συνομιλία που είχαν τονε συμβούλεψε να ζητήσει δουλειά στο Θέατρο Τέχνης Μόσχας, πράγμα που ο συγγραφέας έκανε.
     Η επιστολή του, γνωστή στους ιστορικούς της ρωσικής λογοτεχνίας, έχει από μόνη της ιδιαίτερη αξία, δεδομένου ότι περιγράφει με τρόπο γλαφυρό την απελπισία και τα αδιέξοδα που έχει περιέλθει ο συγγραφέας και συνάμα, ολόκληρη η ρωσική διανόηση λίγα χρόνια μετά την εγκαθίδρυση της σοβιετικής εξουσίας. Είναι η ακόλουθη:

Επιστολή προς τη κυβέρνηση της ΕΣΣΔ. του Μιχαήλ Αφανάσιεβιτς Μπουλγκάκωφ οδός Πιρογκόφσκαγια 35Α, διαμέρισμα 6.

Απευθύνομαι στη κυβέρνηση της ΕΣΣΔ. με τη παρακάτω επιστολή:
 1Μετά την απαγόρευση δημοσίευσης των έργων μου, ανάμεσα στους πολίτες που με γνωρίζουν ως συγγραφέα, άρχισαν να ακούγονται φωνές, οι οποίες μου δίνουν μία και μόνο συμβουλή. Να συγγράψω ένα κομμουνιστικό θεατρικό έργο, εκτός απ’ αυτό ν’ απευθυνθώ στη κυβέρνηση της ΕΣΣΔ. μ’ επιστολή μεταμέλειας, που θα περιλαμβάνει την απάρνηση των πεποιθήσεών μου, όπως αυτές διατυπωθήκανε στο παρελθόν στα λογοτεχνικά μου έργα καθώς επίσης και διαβεβαιώσεις ότι από δώ και πέρα θα εργάζομαι σαν συγγραφέας, αφοσιωμένος στην ιδέα του κομμουνισμού. Σκοπός: να σωθώ από τις διώξεις, την ανέχεια και τον αναπόφευκτο θάνατο. Δεν ακολούθησα τη συμβουλή αυτή. Δεν θα μπορούσα να σταθώ ενώπιον της σοβιετικής κυβέρνησης έτσι όπως θα με συνέφερε, έχοντας συντάξει μια ψευδή επιστολή, -θα ‘ταν ανόητη πολιτική δήλωση. Δεν έκανα επίσης καμμιά προσπάθεια να συγγράψω ένα κομμουνιστικό μυθιστόρημα, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι ένα τέτοιο θεατρικό έργο θα ‘ταν αποτυχημένο. Η ώριμη επιθυμία μου να σταματήσουν τα βάσανά μου ως συγγραφέα με υποχρεώνει να απευθυνθώ στη κυβέρνηση της ΕΣΣΔ. μ’ αυτή την ειλικρινή μου επιστολή.


                             Το πατρικό του, -σήμερα μουσείο

 2Αναλύοντας τα τετράδια με τα αποκόμματα του Τύπου που έχω, είδα ότι ο Τύπος της ΕΣΣΔ., τα τελευταία 10 χρόνια της λογοτεχνικής μου δραστηριότητα τα κατέγραψε σε 301 άρθρα. Από αυτά τα εγκωμιαστικά ήταν μόνο τρία, ενώ τα εχθρικά κι υβριστικά 298. Αυτά τα τελευταία 298 αποτελούν τον καθρέφτη της ζωής μου ως συγγραφέα. Τον ήρωα του θεατρικού μου έργου “Ημέρες των Τουρμπίν” Αλεξέι Τουρμπίν έχει, με στίχους, χαρακτηριστεί δημοσίως ως σκύλας γιο, ενώ τον συγγραφέα του θεατρικού έργου τον σύστησαν ως λυσσασμένο. Μ’ έχουνε χαρακτηρίσει ως λογοτεχνικό σκουπιδιάρη, που μαζεύει τ’ απορρίμματα και τ’ αποπτύσματα μιας ντουζίνας επισκεπτών. Έγραψαν: “… ο Μίσκα Μπουλγκάκωφ, ο κουμπάρος μου, με συγχωρείτε για την έκφραση, συγγραφέας, όλο με βρωμιές ανακατεύεται … Τι είναι αυτό, ρωτάω, αδελφέ μου, τρελάθηκες … Είμαι άνθρωπος εκλεπτυσμένος, πάρε με και δώσ’ μου με το ταψί στο σβέρκο … για τον καθημερινό άνθρωπο οι Τουρμπίν χρειάζονται όσο χρειάζεται ένα σουτιέν στο σκύλο … Χόρτασε ο γιος της σκύλας. Να βρισκόταν μια υψικάμινος να έβλεπε αν θα έπαιρνε συγγραφικά δικαιώματα ή αν θα είχε επιτυχία…” (“Η ζωή της τέχνης” Νο 44, 1927). Έγραψαν “για τον Μπουλγκάκωφ, ήταν και παραμένει μια νεομπουρζουάδικη τερατογέννηση, που ξερνάει τα δηλητηριώδη σάλια του πάνω στην εργατική τάξη και τα κομμουνιστικά της ιδεώδη” (“Κοσμομόλσκαγια Πράβντα” 14/10/1926). Δήλωσαν ότι μου αρέσει η ατμόσφαιρα του ξέφρενου σκυλίσιου γάμου, γύρω από τη κοκκινοτρίχα γυναίκα του φίλου (Α. Λουνατσάρσκι, εφημερίδα “Ιζβέστια” 8/10/1926) κι ότι το θεατρικό μου έργο “Οι μέρες των Τουρμπίν” βγαίνει μιαν απίστευτη βρώμα” (στενογράφημα-ανακοίνωση της Διεύθυνσης Αγκιτάτσιας κι προπαγάνδας το Μάη του 1927) και λοιπά, και λοιπά… Σπεύδω να δηλώσω ότι παραθέτω τα αποσπάσματα αυτά όχι για να παραπονεθώ για τη κριτική που μου ασκείται ή για να ασκήσω κάποια πολεμική. Ο σκοπός μου είναι πολύ πιο σοβαρός. Δεν θέλω να ισχυριστώ, με τα στοιχεία στα χέρια μου, ότι όλος ο Τύπος στην ΕΣΣΔ. και μαζί μ’ αυτόν όλες οι υπηρεσίες που είναι επιφορτισμένες με τον έλεγχο του ρεπερτορίου, στη διάρκεια όλων των χρόνων της λογοτεχνικής μου δραστηριότητας, ομοφώνως και με ασυνήθιστη ένταση ισχυρίζονταν ότι τα έργα του Μιχαήλ Μπουλγκάκωφ δεν έχουν θέση στην ΕΣΣΔ. Δηλώνω ότι ο Τύπος της ΕΣΣΔ. έχει απόλυτο δίκιο.

 3Αφορμή για την επιστολή αυτή είναι το θεατρικό μου έργο “Η ερυθρά νήσος”. Το σύνολο της κριτικής στην ΕΣΣΔ., δίχως εξαιρέσεις, δήλωσε με αφορμή το θεατρικό αυτό έργο ότι είναι ατάλαντο, άνευρο, ατελές κι ότι αποτελεί λίβελλο κατά της επανάστασης. Η ομοφωνία ήταν απόλυτη, αλλά ξαφνικά η σύμπνοια αυτή διαλύθηκε προς μεγάλη μου έκπληξη. Στο τεύχος Νο 22 του περιοδικού “Νέα του ρεπερτορίου”, δημοσιεύτηκε η κριτική του Π. Νοβίτσκι, στην οποία έλεγε ότι “Η ερυθρά νήσος” – είναι μια ενδιαφέρουσα κι έξυπνη παρωδία, που ορθώνεται η σκιά του Μεγάλου Ιεροεξεταστή, που καταπιέζει τη καλλιτεχνική δημιουργία, που ενθαρρύνει τα δουλικά, χυδαία κι ανόητα καλλιτεχνικά στερεότυπα, που εκμηδενίζει τη προσωπικότητα του ηθοποιού και του συγγραφέα, ότι σ’ αυτήν γίνεται λόγος για τη δύναμη του κακού, που διαπαιδαγωγεί είλωτες, κόλακες κι ασπάλακες… Σημειωνόταν επίσης ότι αν μια τέτοια σκοτεινή δύναμη υπάρχει, η δυσαρέσκεια κι η κακεντρεχής οξύνοια του φημισμένου δραματουργού δικαιώνεται. Επιστρέψτε μου την ερώτηση: Πού είναι η αλήθεια; Σε τελική ανάλυση, είναι ένα ατάλαντο κι ατελές έργο ή μια έξυπνη αλληγορία; Η αλήθεια υπάρχει στη κριτική του Νοβίτσκι. Δεν θέλω να κρίνω αν το θεατρικό μου έργο είναι έξυπνο, αλλά παραδέχομαι ότι στο έργο αυτό όντως ορθώνεται η σκοτεινή σκιά το κακού κι αυτή είναι η σκιά της Γενικής Διεύθυνσης Ρεπερτορίου. Αυτή είναι που διαπαιδαγωγεί είλωτες, κόλακες και ασπάλακες και τρομαγμένους υποτελείς. Αυτή είναι που σκοτώνει τη δημιουργική σκέψη. Αυτή σκοτώνει τη σοβιετική δραματουργία και θα την εξαφανίσει. Δεν διατυπώνω τις σκέψεις αυτές ψιθυριστά σε μια γωνία. Τις συμπεριέλαβα σε μια δραματουργική αλληγορία κι ανέβασα στο θέατρο το έργο αυτό. Ο σοβιετικός Τύπος, υποστηρίζοντας τη Γενική Διεύθυνση Ρεπερτορίου, έγραψε ότι είναι ένας λίβελλος κατά της επανάστασης. Είναι μια επίθεση που στερείται σοβαρότητας. Δεν υπάρχει κανένας λίβελλος κατά της επανάστασης στο θεατρικό αυτό έργο για πολλούς λόγους, όπου λόγω της περιορισμένης έκτασης της επιστολής αυτής, δεν μπορώ να παραθέσω. Η αλληγορία δεν είναι λίβελλος κι η Γενική Διεύθυνση Ρεπερτορίου δεν είναι η επανάσταση. Όταν όμως ο Γερμανικός Τύπος γράφει ότι αυτή είναι το πρώτο στην ΕΣΣΔ. κάλεσμα για την ελευθερία του Τύπου (περιοδικό “Μαλαντάγια Γκβάρντια” Νο 1, 1929), έχει δίκιο. Το παραδέχομαι. Η πάλη κατά της λογοκρισίας, κάτω από οποιαδήποτε εξουσία, είναι το χρέος μου ως συγγραφέα, όπως και τα καλέσματα για την ελευθεροτυπία. Είμαι ένθερμος υποστηρικτής αυτής της ελευθερίας και υποθέτω ότι αν κάποιος από τους συγγραφείς σκεφτόταν να την αποδείξει, τότε δεν θα χρειαζόταν να κάνει σαν το ψάρι που δημοσίως δηλώνει ότι το νερό δεν του χρειάζεται.



 4Να μία πλευρά του δημιουργικού μου έργο, που από μόνη της είναι αρκετή ώστε ν’ απαγορευτούν τα έργα μου στην ΕΣΣΔ. Με τη πλευρά όμως αυτή συνδέονται κι όλες οι υπόλοιπες, που είναι διακριτές στα σατιρικά μου διηγήματα: τα μαύρα και μυστικιστικά χρώματα (είμαι μυστικιστής συγγραφέας), που απεικονίζονται οι αναρίθμητες αθλιότητες της καθημερινής μας ζωής, που ‘ναι διαποτισμένη η γλώσσα μου, ο βαθύτατος σκεπτικισμός αναφορικά με την επαναστατική διαδικασία, που εξελίσσεται στη καθυστερημένη χώρα κι η αντιπαράθεσή της με τη Μεγάλη Επανάσταση και το κυριότερο -η απεικόνιση των παράξενων χαρακτηριστικών του λαού μου, των χαρακτηριστικών εκείνων, που πολύ πριν την επανάσταση προκαλούσαν μεγάλα βάσανα στον δάσκαλό μου Μ. Ε. Σαλτικόφ-Σεντρίν. Για να μην αναφέρω το γεγονός ότι ο Τύπος της ΕΣΣΔ. δεν σκέφτηκε ποτέ σοβαρά να λάβει υπ’ όψη του όλ’ αυτά, αφού ήταν απασχολημένος με τη μετάδοση ελάχιστα πειστικών ανακοινώσεων ότι η σάτιρα του Μπουλγκάκωφ είναι συκοφαντική. Μόνο μία φορά , όταν άρχισα να γίνομαι γνωστός, σημειώθηκε, τάχα, με μεγάλη έκπληξη: “Ο Μ. Μπουλγκάκωφ θέλει να γίνει ο σατιρικός συγγραφέας της εποχής μας” (“Κνιγκόσα” Νο 6, 1925). Φευ, το ρήμα «θέλει» είναι εντελώς άστοχο σήμερα. Θα πρέπει να μεταφραστεί στον παρακείμενο χρόνο : Ο Μπουλγκάκωφ έγινε ο σατιρικός συγγραφέας την εποχή, που καμμιά πραγματική (διεισδύουσα σε απαγορευμένες περιοχές) σάτιρα δε νοείται στην ΕΣΣΔ. με κανένα τρόπο. Δεν είχα τη τιμή να εκφράσω την εγκληματική αυτή σκέψη στον Τύπο. Διατυπώθηκε όμως απολύτως ξεκάθαρα στο άρθρο του Β. Μπλιούμ (εφημερίδα “Λιτερατούρναγια Γκαζέτα” Νο 6) και το νόημα του άρθρου αυτού περίτρανα μπορεί να συνοψισθεί σ’ έναν ορισμό: κάθε σατιρικός συγγραφέας στην ΕΣΣΔ. απειλεί το σοβιετικό καθεστώς. Αναρωτιέμαι λοιπόν, έχω θέση στην ΕΣΣΔ.;
 5Και, τέλος, τα χαρακτηριστικά των απαγορευμένων μου θεατρικών έργων “Ημέρες των Τουρμπίν”, “Φυγή” και του μυθιστορήματός μου “Λευκή Φρουρά”: είναι η επίμονη απεικόνιση της ρωσικής διανόησης ως του καλύτερου κοινωνικού στρώματος της χώρας. Συγκεκριμένα, η απεικόνιση μιας οικογένειας διανοουμένων που κατάγονται από ευγενείς και που για ένα καπρίτσιο της μοίρας βρέθηκε στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στο στρατόπεδο της λευκής φρουράς, είναι σε άμεση αντιστοιχία με τις παραδόσεις του έργου “Πόλεμος και Ειρήνη”. Μια τέτοια απεικόνιση είναι απολύτως φυσιολογική για ένα συγγραφέα που είναι συγγενής με τη διανόηση. Παρόμοια όμως χαρακτηριστικά οδηγούν στο συμπέρασμα πως ο συγγραφέας στην Ε.Σ.Σ.Δ. μαζί με τους ήρωες του -ανεξάρτητα από τις μεγάλες του προσπάθειες να σταθεί υπεράνω των λευκών ή τον κόκκινων- το χαρακτηρισμό του λευκοφρουρού-εχθρού κι όπως ο καθείς μπορεί να αντιληφθεί είναι ένας άνθρωπος δίχως μέλλον στην ΕΣΣΔ.



 6Το λογοτεχνικό μου πορτραίτο έχει τελειώσει, που, όμως, είναι και το πολιτικό μου. Δεν μπορώ να πω τι είδους εγκληματικές προθέσεις κρύβονται στο βάθος του, θα σας παρακαλέσω όμως για ένα πράγμα: έξω από τα όρια αυτού μην αναζητήσετε τίποτα. Είναι φτιαγμένο ευσυνείδητα. Τώρα πια είμαι εξοντωμένος. Η εξόντωση αυτή έγινε δεκτή από τη σοβιετική κοινή γνώμη με χαρά κι αποκλήθηκεν επίτευγμα. Ο Ρ. Πίκελς, σημειώνοντας την εξόντωσή μου (εφημερίδα “Ιζβέστια” 15/09/1926), διατύπωσε μια φιλελεύθερη σκέψη: Μ’ αυτό δεν θέλουμε να ισχυριστούμε ότι τ’ όνομα του Μπουλγκάκωφ έχει διαγραφεί από τον κατάλογο των σοβιετικών δραματουργών. Κι ενθάρρυνε τον μολυσμένο συγγραφέα με τα λόγια γίνεται λόγος για τα προηγούμενα δραματουργικά του έργα. Παρόλ’ αυτά, η ζωή, στο πρόσωπο της Γενικής Διεύθυνσης Ρεπερτορίου, με μια λακωνική της απόφαση, απαγόρευσε όχι κάποιο προηγούμενο, αλλά ένα νέο θεατρικό μου έργο τον “Μολιέρο”. Θα πω εν συντομία: με δύο αράδες τυπωμένες σ’ επιστολόχαρτο του δημοσίου θάφτηκαν η εργασία μου στις βιβλιοθήκες, η φαντασία μου, το θεατρικό έργο, που από πλειάδα εξειδικευμένων θεατρικών κριτικών έλαβε διθυραμβικές κριτικές. Ο Ρ. Πίκελ κάνει λάθος. Δεν εξοντώθηκαν μόνο τα προηγούμενα έργα μου, αλλά και τα έργα που γράφω σήμερα, καθώς επίσης κι όλα όσα θα γράψω στο μέλλον. Εγώ προσωπικά, με τα ίδια μου τα χέρια έριξα στο τζάκι το σχεδιάγραμμα του μυθιστορήματος για τον διάβολο, το χειρόγραφο μια κωμωδίας και την αρχή ενός 2ου μυθιστορήματος με τίτλο “Το θέατρο”. Όλα μου τα σχέδια είναι καταδικασμένα.
 7Παρακαλώ τη Σοβιετική Κυβέρνηση να λάβει υπ’ όψη της ότι εγώ δεν είμαι πολιτικός, αλλά λογοτέχνης κι ότι όλη μου τη παραγωγή την έδωσα στη σοβιετική σκηνή. Παρακαλώ να λάβετε υπ’ όψη σας τις παρακάτω 2 κριτικές που δημοσιευτήκανε στον σοβιετικό Τύπο. Προέρχονται από δεδηλωμένους εχθρούς μου και για το λόγον αυτόν έχουν ιδιαίτερη σημασία. Το 1925 είχε γραφτεί: Εμφανίζεται ένας συγγραφέας, που δεν εντάσσεται στη κατηγορία εκείνων που γράφουν ως πάρεργο (Λ. Άβερμπαχ, εφημερίδα “Ιζβέστια” 20/09/1925), ενώ το 1929 Το ταλέντο του είναι τόσο προφανές, όσο κι ο αντιδραστικός χαρακτήρας του έργου του (Ρ. Πίκελ, εφημερίδα “Ιζβέστια” 15/09/1929). Σας παρακαλώ να λάβετε υπ’ όψη σας ότι το να μη μπορώ να γράφω ισοδυναμεί με το να ζω σα θαμμένος ζωντανός.


                                             Ο Τάφος του

 8Παρακαλώ τη Κυβέρνηση της ΕΣΣΔ. να δώσει εντολή κατ’ εξαίρεση να εγκαταλείψω την ΕΣΣΔ. συνοδευόμενος από τη σύζυγό μου Λιουμπόβα Γιεβγιέβνα Μπουλγκάκοβα. Απευθύνομαι στα ανθρωπιστικά αισθήματα της σοβιετικής εξουσίας και παρακαλώ πολύ, εμένα, τον συγγραφέα, που δεν μπορεί να ‘ναι χρήσιμος στον εαυτό του και στη πατρίδα, να τον αφήσετε ελεύθερο. Ακόμη κι αν όλα όσα έγραψα δεν είναι πειστικά για σας και με καταδικάσουνε σ’ εφ’ όρου ζωής σιωπή στην ΕΣΣΔ., παρακαλώ τη Σοβιετική Κυβέρνηση να μου δώσει εργασία ανάλογη με την ειδικότητά μου και να με διορίσει σ’ ένα θέατρο να εργαστώ ως σκηνοθέτης. Υπογραμμίζω μετ’ επιτάσεως τη παράκλησή μου για διορισμό, γιατί όλες μου οι προσπάθειες να βρω εργασία στον μοναδικό τομέα, που μπορώ να ‘μαι χρήσιμος στην ΕΣΣΔ. ως εξειδικευμένος ειδικός, καταλήξανε σ’ απόλυτο φιάσκο. Τ’ όνομα μου είναι αποκρουστικό, ώστε κάθε μου πρόταση για εργασία συνάντησε τον τρόμο, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι στη Μόσχα υπάρχει ένας τεράστιος αριθμός ηθοποιών και σκηνοθετών, διευθυντών θεάτρων, που γνωρίζουνε πολύ καλά τις γνώσεις που έχω για τη σκηνή. Προτείνω στην ΕΣΣΔ έναν απολύτως έντιμο, δίχως καμιά σκιά υποψίας, ειδικό, ένα σκηνοθέτη, που θ’ αναλάβει με κάθε εντιμότητα να σκηνοθετήσει οποιοδήποτε θεατρικό έργο, αρχής γενομένης από τα θεατρικά έργα του Σαίξπηρ μέχρι σήμερα. Σας παρακαλώ πολύ να με διορίσετε βοηθό σκηνοθέτη στο 1ο Θέατρο Τέχνης, στη καλλίτερη σχολή, που έχει ως επικεφαλείς τους Κ. Σ. Στανισλάφσκι και Β. Ι. Νεμιρόβιτς-Ντάντσενκο. Αν δεν με διορίσετε σκηνοθέτη, τότε σας παρακαλώ πολύ να με διορίσετε ως κομπάρσο αλλά κι αν αυτό είναι αδύνατο, τότε διορίστε με ως εργάτη σκηνής. Αλλά αν ακόμη κι αυτό είναι αδύνατο, τότε παρακαλώ τη Σοβιετική Κυβέρνηση να με χρησιμοποιήσει όπως νομίζει αυτή, αλλά να κάνει κάτι, γιατί εγώ, συγγραφέας 5 θεατρικών έργων, γνωστός στην ΕΣΣΔ και στο εξωτερικό, είμαι, στη παρούσα στιγμή, αντιμέτωπος με το φάσμα της ανέχειας, την έλλειψη στέγης και το θάνατο.
                                                        Μόσχα 28 Μαρτίου 1930
________________

     Το 1939 εργαζόταν πάνω στο λιμπρέτο Ράσελ (Рашель) και σ’ ένα κομμάτι-εγκώμιο για τον Στάλιν το Μπατούμ (Батум), που, αντίθετα με τις προσδοκίες του συγγραφέα, απαγορεύτηκε να δημοσιευτεί και να ανέβει επί σκηνής. Εκείνο το διάστημα επιδεινώθηκε κι η υγεία του ραγδαία. Οι γιατροί διέγνωσαν υπερτονική νεφροπάθεια, ασθένεια που ‘χε οδηγήσει και τον πατέρα του στο θάνατο. Ο Μπουλγκάκωφ ξεκινά τότε να υπαγορεύει στη σύζυγό του τις τελευταίες παραλλαγές του Ο Μαιτρ κι η Μαργαρίτα. Απ’ το Φλεβάρη του 1940 συγγενείς και φίλοι βρίσκονταν πλάι στο κρεβάτι του αρρώστου, που τελικά απεβίωσε στις 10 Μάρτη 1940 στη Μόσχα και τάφηκε στο Κοιμητήρι Νοβοντέβιτσι.
     Ήδη από τα πρώτα του έργα, τις συλλογές διηγημάτων Διαβολιάδα και Τα μοιραία αυγά (1925), εξέφρασε την αντίθεσή του στη σοβιετική πραγματικότητα. Ανάμεσα στα πιο σημαντικά έργα του συμπεριλαμβάνονται και τα παρακάτω: Η λευκή φρουρά (1925), Η καρδιά του σκύλου (1925), Το διαμέρισμα της Ζόικα (1926), Ο καλπασμός (1928) Το πορφυρό νησί (1928) Ο Μολιέρος (1936), Οι τελευταίες ημέρες (θεατρική διασκευή 1940), Μαύρο χιόνι (ανολοκλήρωτο), στη γραφίδα του ανήκουν επίσης, πλήθος θεατρικών έργων, διηγημάτων, μυθιστορημάτων, επιφυλλίδων κ.α.
     Οι κατά κάποιο τρόπο γελοιοποιημένες από τον Μπουλγκάκωφ καταστάσεις της καθημερινότητας στη νεοσυσταθείσα Σοβιετική Ένωση έχουνε συχνά φανταστικά ή παράλογα χαρακτηριστικά -τυπικός τρόπος άσκησης κοινωνικής κριτικής στη ρωσική λογοτεχνία από την εποχή τού Γκόγκολ.
Το πιο γνωστό έργο του είναι το Ο Μαιτρ κι η Μαργαρίτα, -που ξεκίνησε να γράφει το 1928 και το επεξεργαζόταν ως το θάνατό του-, μια σατιρική έκδοση βασισμένη στο Φάουστ του Γκαίτε. Στο έργο, ο Σατανάς επισκέπτεται τη Μόσχα τής 10ετίας του ’30 και μαζί με την ακολουθία του θα κάνει άνω κάτω τη τοπική κοινωνία. Το έργο δημοσιεύτηκε 1η φορά σε λογοκριμένες συνέχειες στο λογοτεχνικό περιοδικό Μόσκβα μόλις το 1966-67, σχεδόν 30 χρόνια μετά το θάνατό του. Η πρώτη πλήρης έκδοση σε μορφή βιβλίου εμφανίστηκε το 1973. Ορισμένοι κριτικοί θεωρούνε το βιβλίο ως το καλλίτερο ρωσικό μυθιστόρημα του 20ού αι. κατά τον Μπόρχες: “Αριστούργημα και μοναδικό μυθιστόρημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας“. Η καρδιά ενός σκύλου γράφτηκε το 1925, αλλά δημοσιεύθηκε στη Σοβιετική Ένωση μόλις το 1987. Ανάλογη τύχη είχανε και πολλά απ’ τα έργα του, θεατρικά και μη, που δημοσιεύτηκαν 1η φορά πολλά χρόνια μετά το θάνατο του.



     Πέρυσι συμπληρώθηκαν 130 χρόνια από τη γέννηση του Μιχαήλ Μπουλγκάκωφ (1891-1940), γεγονός που σηματοδότησε σ’ όλο τον κόσμο ακόμα ένα κύκλο συζητήσεων γύρω από τη ζωή και το έργο του κι ώθησε τους εκδότες ανά τον πλανήτη σε καινούργιες εκδόσεις των βιβλίων του, τόσο στα ρωσικά όσο και σε μεταφράσεις. Η αγορά βιβλίου γίνεται όλο και πιο δύσκολη κι ανταγωνιστική, αλλά κανείς δεν φοβάται μια τέτοιου είδους επένδυση: το ενδιαφέρον για τον Μπουλγκάκωφ παραμένει αμείωτο, κάτι που δεν ισχύει για πολλούς συναδέλφους του (συνομηλίκους του ή μη), παρά τη περίοπτη θέση που κατέχουν επίσημα στο παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα κι αυτό αναμφισβήτητα τονε κατατάσσει στη πλειάδα κλασσικών της ρωσικής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
     Ο Μπουλγκάκωφ έζησε μόλις 48 χρόνια, αλλά για σχεδόν 4 10ετίες το έργο του παρέμενε στο συρτάρι, ως ασυμβίβαστο κι εχθρικό προς την επίσημη ιδεολογία. Αλλά θα ήταν εξαιρετικά άδικο να σπαταλήσουμε το χρόνο και των αναγνωστών με την ανάλυση των σχέσεών του με το σοβιετικό κατεστημένο. Οι σχέσεις του δημιουργού με την εξουσία ποτέ και πουθενά δεν ήτανε στοργικές. Πρέπει να κρατήσουμε μόνον ότι, παρόλο που από κάποια στιγμή και μετά τα βιβλία του δεν τυπώνονταν και τα θεατρικά του κατέβαιναν μία μέρα πριν από τη πρεμιέρα, παρόλο που ο συγγραφέας αναλωνόταν στην επιμέλεια των κειμένων των ατάλαντων συναδέλφων του στο θέατρο Τέχνης και στο Μπαλσόι, παρόλο που τα 3/4 των φίλων, ακόμα και κάποιοι συγγενείς του, ήταν, εθελοντές ή μη, πληροφοριοδότες της Ασφάλειας, ποτέ δεν διώχθηκε επίσημα, ποτέ δεν συνελήφθη ή φυλακίστηκε.
     Έγραφε αντισοβιετικά, κατά τις επίσημες δηλώσεις του Στάλιν, έργα, δεν ακολουθούσε τους κανόνες γραφής του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, κατά τα λεγόμενα και τα γραφόμενα των επίσημων ταγών της πνευματικής ζωής του τόπου, αλλά παρά ταύτα παρέμενε ελεύθερος. Οι Αρχές δεν του επέτρεψαν ποτέ να ταξιδέψει στο εξωτερικό, έστω σαν τουρίστας, έστω για θεραπευτικούς λόγους, αφήνοντας άλλους κι άλλους συνοδοιπόρους της σοσιαλιστικής λογοτεχνίας κι αμφιβόλου πολιτικού προσανατολισμού δημιουργούς ν’ αλωνίζουν τας Ευρώπας. Αλλά ο εκείνος ούτε αυτοκτόνησε, ούτε εκτελέστηκε, όπως οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους τυχερούς. Η αναγέννηση, ή, μάλλον, η δεύτερη λογοτεχνική γέννησή του, που συντελέστηκε 40 χρόνια μετά τη συγγραφή των βιβλίων και σεναρίων του κι 1/4 του αι. μετά το φυσικό θάνατό του, ήταν αληθινό θαύμα. Έτσι, Η μυθιστορία του κυρίου Μολιέρου βγήκε στη Ρωσία το 1962, Το Θεατρικό μυθιστόρημα το 1965, η Λευκή Φρουρά βγήκε ολόκληρη στη Ρωσία μόλις το 1966, το Μαιτρ και Μαργαρίτα το 1966, Η Καρδιά ενός σκύλου το 1987. Η παραμονή τους όμως στα ράφια των βιβλιοπωλείων και των βιβλιοθηκών κράτησε όσο κι η άνοιξη του Χρουτστόφ. Το ίδιο συνέβη και με τα θεατρικά του. Με την άνοδο του Μπρέζνιεφ, θ’ απαγορευτεί ξανά, αλλά κανείς και τίποτα δεν θα μπορέσει πια ν’ ανακόψει τη θριαμβευτική του πορεία στη ρωσική και παγκόσμια λογοτεχνία.



     Το Μαιτρ κι η Μαργαρίτα ήταν το μυθιστόρημα της ζωής του, που το έγραφε επί μία ολόκληρη 10ετία, ήταν η παρακαταθήκη του, το απόκρυφό του το βιβλίο, που τον έκανε έναν από τους πιο καλτ συγγραφείς του πλανήτη. Αλλά κυριολεκτικά μυθιστόρημα της ζωής του ήταν η αυτοβιογραφική Λευκή Φρουρά, που έγραψε σε 3 μόλις χρόνια (1922-25), ακολουθώντας τα φρέσκα ακόμα ίχνη του εμφυλίου πολέμου μετά την Επανάσταση. Ο κόσμος γκρεμιζότανε γύρω του, κυριολεκτικά και μεταφορικά: δεν θα ξανάβλεπε ποτέ τ’ αδέρφια του, που εγκατέλειψαν τη Ρωσία μαζί με τη Λευκή Φρουρά, τους μικρότερούς του, Νικολάι κι Ιβάν. Η μητέρα του πέθανε από τύφο. Ο βυσσινόκηπος, η λατρευτή, ζεστή φωλιά του ξεριζώθηκε βάναυσα εν μία νυκτί.
     Ο ίδιος, που δεν άδραξε την ευκαιρία να την ακολουθήσει στην έξοδο από τη Ρωσία, επέλεξε τη δική του θέση, τη θέση του συγγραφέα, που θα μείνει στη χώρα, με το λαό του και τώρα έπρεπε ν’ αποφασίσει και για τους ήρωές του στο μυθιστόρημα για τις μοίρες της ρωσικής διανόησης, που από τη στάση της στα γεγονότα (και σε όποια γεγονότα) πίστευε (και συνεχίζει να πιστεύει αφελώς) κρίνονταν οι εξελίξεις. Ήρωές του είναι οι τσεχοφικοί χαρακτήρες, καταδικασμένοι σε ήττα, που αναζητούσανε την αλλαγή, αποδέχονταν την αλλαγή, αλλά ταυτόχρονα νοσταλγούσανε τον κόσμο που χανόταν, άνθρωποι απολιτικοί, που ζούνε στο δικό χωροχρόνο της οικογενειακής θαλπωρής και των επινοημένων ιδανικών.
     “Μ’ ενδιαφέρει πολύ η καθημερινότητα της ρωσικής διανόησης“, είπε ο Μπουλγκάκωφ, όταν βρέθηκε να ανακρίνεται από την Ασφάλεια, μόλις κυκλοφόρησε η Λευκή Φρουρά. “Την αγαπάω και τη θεωρώ, αν κι αδύναμο, ως πολύ σημαντικό κοινωνικό στρώμα στην χώρα. Οι μοίρες της και τα συναισθήματά της μού είναι πολύτιμα“. Αλλά δεν εθελοτυφλεί: στη Λευκή Φρουρά συνηγορεί υπέρ των ανθρώπων, αλλά καταδικάζει τη στάση της διανόησης, που κατά κάποιο τρόπο οδήγησε στη καταστροφή του κράτους και της κουλτούρας. Βάζει τους ήρωές του μπρος στο προαιώνιο δίλημμα των Ρώσων διανοουμένων: “Τί να κάνουμε“;. Οι απαντήσεις μπορεί να είναι πολλές, αλλά ένα είναι αυτονόητο: ό,τι και να κάνουν, πρέπει να το κάνουν έντιμα. Γι’ αυτό ο Μπουλγκάκωφ αρνήθηκε ν’ αφαιρέσει το επίθετο “λευκή” από τον τίτλο του βιβλίου: το λευκό εκπροσωπούσε γι’ αυτόν το χρώμα της αγνότητας και της εσωτερικής ομορφιάς. Μ’ αυτό τον τρόπο υπερασπιζότανε το πιστεύω του, αλλά και τη ταλαιπωρημένη του τάξη.


                                     Η 1η (αριστ.) κι η 2η σύζυγος

     Μια ανάλογη προσπάθεια, να κατανοήσουνε τη στάση της ρωσικής διανόησης στην Επανάσταση και τον εμφύλιο, να εξηγήσουνε τους λόγους της συνθηκολόγησης, του συμβιβασμού και της αποδοχής της νέας τάξης πραγμάτων, έχουνε κάνει πολλοί ρώσοι συγγραφείς κι από τα 2 στρατόπεδα. Στη Ρωσία στο ίδιο θέμα στρέφεται η 3λογία Βασανιστικός δρόμος, του Αλεξέι Τολστόι: στα 20 χρόνια που πέρασαν από το 1ο βιβλίο ως το 3ο (1921-1941), κατάφερε να κάνει μιαν απότομη στροφή, από το ρεαλισμό στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό (ή στον μνημειώδη ρεαλισμό, όπως αποκαλούσε τη μέθοδό του ο ίδιος). Κατάφερε να προλάβει να φωνάξει ωσαννά, όπως ο φιλόσοφος στον παράδεισο στους Αδελφούς Καραμαζώφ. Και τί έγινε, αν κάποιοι, που η γνώμη τους μετρούσε, πάψαν να του δίνουνε το χέρι τους; Το 1943 στον Τολστόι απονεμήθηκε Βραβείο Στάλιν, συνοδευόμενο από ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσόν. Πολύ αργότερα (1945-1955), το ίδιο θέμα θ’ αγγίξει ο Μπορίς Πάστερνακ στο Δόκτωρ Ζιβάγκο: το βιβλίο θ’ απαγορευτεί, θα γίνει μπεστ-σέλλερ στη Δύση και στο τέλος θα στείλει στον τάφο το δημιουργό του, όπως το Ρέκβιεμ, που παραγγέλθηκε στον Μότσαρτ από έναν άγνωστο, σκότωσε τον συνθέτη.
     Η Λευκή Φρουρά του ήταν απείρως πιο έντιμη από το Βασανιστικό Δρόμο του Τολστόι και πολύ πιο βαθειά από το Δόκτωρ Ζιβάγκο του Πάστερνακ. Ήταν όμως κι αδικημένο βιβλίο: δεν συνοδευόταν από κανένα σκάνδαλο (όπως στην υπόθεση Πάστερνακ) κι έμεινε για πολλά χρόνια στο συρτάρι, στη περίοδο που η ΕΕΣΔ ήτανε πράγματι χώρα αναγνωστών κι όταν ο Βασανιστικός Δρόμος έγινε μπεστ-σέλλερ όχι επειδή περιέγραφε το θρίαμβο της κομμουνιστικής ιδεολογίας (ο σοβιετικός αναγνώστης ποτέ δεν ήταν ηλίθιος, όπως κάποιοι θέλουν να πιστεύουν!), αλλά επειδή ο Αλεξέι Τολστόι τονε περιέγραφε εξαιρετικά συναρπαστικά. Αλλά επειδή ακριβώς η πληγή παραμένει ανοιχτή, επειδή οι εμφύλιοι πόλεμοι όχι δεν εξέλειπαν κι ακριβώς επειδή η διανόηση, ως είθισται, νοσταλγεί το παρελθόν, ζει στο παρελθόν και λύνει τις εξισώσεις της παρελθούσας ζωής και ως συνήθως παραμερίζει, η Λευκή Στρατιά είναι σήμερα επίκαιρη όσο ποτέ. Επίκαιρη διπλά: κι ως υψηλή λογοτεχνία κι ως έντιμη λογοτεχνία. Ιδιαίτερα, είναι επίκαιρη για όσους ακόμα βασανίζονται από το ερώτημα: “Έπρεπε να γίνει η Οκτωβριανή Επανάσταση; Δεν έπρεπε“;. Και, κυρίως, είναι επίκαιρη για κείνους τους λίγους, που ακόμα αναρωτιούνται: “Τί να κάνουμε“;


   Χειρόγραφη σελίδα από το Ο Μαιτρ Κι Η Μαργαρίτα

     Ο Μπουλγκάκωφ, αντίθετα με τον Τολστόι και τον Πάστερνακ, περιγράφει στη Λευκή Φρουρά τα γεγονότα μόνον 1 έτους, του μαρτυρικού 1919 και παρ’ ότι σκοπεύει να εξελίξει το βιβλίο σε 3λογία, δεν το κάνει -και καλά έκανε! Η συνέχεια θα τον οδηγούσε ή στο θάνατο ή στο συμβιβασμό. Το τελευταίο φαντάζει μάλλον απίθανο, άρα το 1ο σενάριο είναι και το επικρατέστερο. Σαν βιβλίο δεν εκδόθηκε όσο ζούσε, αν και λαχταρούσε να κρατήσει το αγαπημένο του τέκνο στα χέρια του. Το 1ο και το 2ο μέρος βγήκανε το 1925 στη Μόσχα, στα τεύχη του περιοδικού Ρωσία, που αμέσως μετά έκλεισε. Το ημιτελές μυθιστόρημα βρέθηκε στο Παρίσι, όπου και τυπώθηκε με αρκετές διορθώσεις το 1927 (ο 1ος τόμος) και το 1929 (ο 2ος). Στη Ρωσία οι δημοσιεύσεις της, σε 2 τεύχη του περιοδικού προκαλέσανε σάλο. Από τις 300 κριτικές, όπως έγραψε αργότερα ο Μπουλγκάκωφ, μόλις 3 ήτανε θετικές, οι υπόλοιπες άκρως υβριστικές: τον αποκαλούσανε μπάσταρδο της αστικής τάξης, που φτύνει το δηλητήριο στην εργατική τάξη.
     Το επόμενο χρόνο, το 1926, έγραψε το θεατρικό Οι Ημέρες των Τουρμπίν, για το Θέατρο Τέχνης του Στανισλάφσκι, βασιζόμενο στη Λευκή Φρουρά. Τουρμπίν ήτανε το επίθετο των βασικών ηρώων του μυθιστορήματος κι η δράση του βιβλίου μεταφέρθηκε πλέον στην ιερή σκηνή, όπου πρωτοπαίχτηκαν τα αριστουργήματα του Τσέχωφ. Η πρεμιέρα έγινε το 1926 κι ο Στάλιν εγκατέλειψε το θέατρο απολύτως ικανοποιημένος: όπως και να ‘ναι, στο έργο οι δυνατοί (οι κόκκινοι) κατατρόπωσαν του αδύναμούς (λευκούς). Έκτοτε, ο ηγέτης παρακολουθούσε πολύ συχνά την αγαπημένη του παράσταση κι αυτό πιθανόν να ‘σωσε τον ίδιο και το έργο του, που παίχτηκε στη σκηνή του Θεάτρου Τέχνης πάνω από 1000 φορές, ενώ οι αξιωματούχοι της λογοτεχνίας, συνάδελφοι του συγγραφέα κι οι κομματικοί ιδεολόγοι της σοβιετικής κουλτούρας, δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν αυτό το ακατανόητο κόλλημα του Στάλιν, που τους εμπόδιζε να καρυδώσουνε τον ίδιο τον Μπουλγκάκωφ και να πνίξουνε το έργο του.


                                              Η 3η του σύζυγος

     Ο Στάλιν ήταν απρόβλεπτος, είχε τα δικά του σχέδια, ειδικά σε σχέση με τους λογοτέχνες κι αυτό επιβεβαιώνει η μοναδική τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ του ηγέτη και του Μπουλγκάκωφ. Ο Στάλιν μήνυσε στον Μπουλγκάκωφ ότι πρέπει να συναντηθούν και να μιλήσουν κι αυτός εξέφρασε την θερμή του επιθυμία για διάλογο. Χωρίς να υποκρίνεται ή να σκύβει. Το ήθελε πραγματικά. Θα ‘ταν, όπως στο Μαιτρ και Μαργαρίτα, ένας διάλογος με τον δήμιό του, όπως ο διάλογος του Πόντιου Πιλάτου με τον Ιησού. Δε ξαναμίλησαν ποτέ, παρ’ όλες τις προσπάθειες του Μπουλγκάκωφ να επικοινωνήσει. Σε μιαν ύστατη προσπάθεια, ο συγγραφέας ξεκίνησε να γράφει ένα θεατρικό με θέμα τον Στάλιν, για το Θέατρο Τέχνης κι όλη η θεατρική Μόσχα ζούσε εν αναμονή της πρεμιέρας. Ο τίτλος του έργου ήταν Μπατούμ, όνομα της πόλης όπου εξελίχτηκε η προεπαναστατική δράση του νεαρού Ιωσήφ Τζουγκασβίλι, όταν δεν ήταν ακόμα Στάλιν, αλλά Κόμπα. Αυτό ήταν και το τελευταίο γραπτό του.
     Όταν το θεατρικό ήταν έτοιμο κι όλη η ομάδα του Θεάτρου Τέχνης επιβιβάστηκε στο τραίνο για να πάνε στη Γεωργία, στον τόπο του εγκλήματος, σ’ έναν από τους κοντινούς στη Μόσχα σταθμούς μπήκε η ταχυδρόμος για να παραδώσει στον συγγραφέα ένα τηλεγράφημα από άγνωστο πρόσωπο. Ήταν λακωνικότατο κι έλεγε ότι δεν υπάρχει λόγος να γίνει αυτή η παράσταση. Ο Μπουλγκάκωφ επέστρεψε στη Μόσχα, για να πεθάνει σε μερικούς μήνες: έχει γράψει εν τω μεταξύ το Ρέκβιέμ του.



     Το βράδυ της κηδείας στο διαμέρισμα του Μπουλγκάκωφ χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσε η χήρα του συγγραφέα. Ήταν από τη γραμματεία του Στάλιν:
 -“Ο σύντροφος Μπουλγκάκωφ πέθανε“; ρώτησαν.
-“Πέθανε“, απάντησε η χήρα του.
     Το τηλεφώνημα έληξε, ούτε μια λέξη παραπάνω. Δεν πήρανε για να τη συλλυπηθούν, αλλά για να σιγουρευτούν ότι πέθανε ο τελευταίος λογοτεχνικός λύκος, όπως αποκάλεσε τον εαυτό του στο γράμμα στον Στάλιν το 1931: “Στο χώρο των ρωσικών γραμμάτων στην ΕΣΣΔ ήμουν ο μοναδικός λογοτεχνικός λύκος. Με συμβούλεψαν να βάψω τη γούνα μου. Ανόητη συμβουλή… Ο λύκος, κι αν τονε βάψεις ή αν τον κουρέψεις, δε θα μοιάζει με λουλού“;.

Πεζά

Οι περιπέτειες του Τσιτσίκοβ („Похождения Чичикова“), δημοσίευση 1922
Διαβολιάδα („Дьяволиада“) Διήγημα, 1923 (δημοσίευση 1924)
Λευκή Φρουρά („Белая гвардия“) Μυθιστόρημα, 1923-24
Τα μοιραία αυγά („Роковые яйца“) Διήγημα, 1924
Η καρδιά ενός σκύλου („Собачье сердце“) Διήγημα, 1925
Μορφίνη („Морфий“) Διήγημα, 1926
Σημειώσεις ενός επαρχιακού γιατρού („Записки юного врача“) Διηγήματα, 1925/27
Η ζωή του κυρίου Μολιέρου („Жизнь господина де Мольера “)Διήγημα, 1936
Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα („Мастер и Маргарита“) Μυθιστόρημα, 1929–39, δημοσίευση 1966
Θεατρικό μυθιστόρημα („Театральный роман“) Μυθιστόρημα, 1936-39, δημοσίευση 1965


                                          Ο Μίσα το 1926

Θεατρικά

Το διαμέρισμα της Ζωής („Зойкина квартира“), 1925
Μέρες Τουρμπίν („Дни Турбиных“), Πρεμιέρα: 5 Οκτώβρη 1926
Πτήση („Бег“), 1926-1928
Η καμπάλα τών υποκριτών („Кабала святош “), 1929
Αδάμ κι Εύα („Адам и Ева“), 1931; 1η δημοσίευση 1971 (Παρίσι),
Ο τρελός Τζουρνταίν („Полоумный Журден“), 1932
Μακαριότητα („Блаженство“) 1933-34; 1η δημοσίευση 1966
Ιβαν Βασίλιεβιτς („Иван Васильевич“) Κωμωδία, 1934-35; 1η δημοσίευση 1965
Δον Κιχότης („Дон Кихот“), 1937-38; 1η δημοσίευση 1962


                                            Ο Μίσα το 1937

=======================

                                             Λευκή Φρουρά

   (απόσπ. από το 2ο κεφ. μτφρΚωνσταντίνα Πάλλη)

()
     Έτσι άσπρος και παγωμένος ήταν ο Δεκέμβρης. Βιαστικός είχε κάνει κιόλας τη μισή διαδρομή του κι οι χιονισμένοι δρόμοι αντανακλούσαν τα φώτα των Χριστουγέννων που πλησίαζαν. Το δεκαοχτώ ζύγωνε στο τέλος του. Μέσα στον κήπο, από την απότομη σκαμμένη πλευρά του λόφου, δεσπόζει ο αριθμός 13 της οδού Αλεξέγιεφσκι, το περίεργο κτίριο με τον ένα όροφο προς το δρόμο, όπου κατοικούσαν οι Τουρμπίν, ενώ το ισόγειο έβλεπε προς το πίσω μέρος, στη θαυμάσια μικρή αυλή που ήταν κι αυτή κατηφορική. Τα κλαδιά των δέντρων, γερμένα ώς τη γη, μοιάζανε χοντρές χνουδωτές πατούσες. Κάτω απ’ το χιόνι που ‘χε μεταμορφώσει το λόφο σε γιγάντιο ζαχαρόψωμο, τα καλυβάκια στην αυλή ήτανε χαμένα και το σπίτι έμοιαζε σα να φορούσε ένα πελώριο σκούφο στρατηγού, από άσπρη γούνα. Στο ισόγειο προς τον δρόμο, που γινόταν υπόγειο προς την αυλή. κάτω από τη βεράντα των Τουρμπίν, ένα αδύνατο κίτρινο φως έφεγγε στα παράθυρα του μηχανικού Βασίλη lβάνοβιτς Λίσοβιτς, ενός δειλού αντιπαθητικού αστού, ενώ πάνω τα παράθυρα των Τουρμπίν έλαμπαν φωτισμένα χαρούμενα. Μέσα στη νύχτα που ‘πεφτε. ο Αλέξης κι ο Νικόλκα κατέβηκαν να φέρουν ξύλα από την αποθήκη.
 -“Θεέ μου, δεν υπάρχουνε σχεδόν πια ξύλα! Κοίτα, μας τα κλέψανε πάλι σήμερα…”
     Μια δέσμη κάτασπρο φως από το ηλεκτρικό φανάρι του Νικόλκα αποκάλυψε ότι ένα ή δυο σανίδια από τον τοίχο της καλύβας ήτανε ξεκαρφωμένα και ξαναβαλμένα πρόχειρα απέξω.
 -“Τους αξίζει μια καλή πιστολιά. Τα κτήνη! Άκου. λοιπόν, ας παραμονεύαμε απόψε … Τους γνωρίζω, είναι αυτοί του 11, στο σπίτι του παπουτσή. Οι βρομιάρηδες! Κι έχουνε περισσότερα ξύλα από μας…”
 -“Α! ας έρθουνε λοιπόν … Έλα, πάμε!”
     Το κλειδί έτριξε στη σκουριασμένη κλειδαριά και μια πλάκα από χιόνι έπεσε πάνω στα δυο αδέλφια. Τραβήξανε το κομμένο ξύλο ώς το σπίτι και κατά τις εννιά, τα πλακάκια της σόμπας καίγανε τόσο που μόλις μπορούσες να τ’ αγγίξεις. Η αστραφτερή επιφάνεια της σπουδαίας αυτής σόμπας είχε σχέδια και ιστορικές επιγραφές χαραγμένες σε βαρυσήμαντο ύφος, με σινική μελάνη, από τον Νικόλκα, το έτος 1918:
 -“Αν σου πούνε πως οι Σύμμαχοι θα ‘ρθούνε σε λίγο να μας βοηθήσουνε, μη το πιστέψεις. Είναι βρομιάρηδες. Συμπαθούνε τους μπολσεβίκους“.
     Ένα σχέδιο που παρίστανε την ιλαρή φάτσα του θεού Μώμου είχε στο πλάι την επιγραφή:

                 ο ουλάνος Λεονίντ Γιούρεβιτς 
               Φήμες απειλητικές τυραννικές:
     Οι κόκκινες συμμορίες περνούν στην επiθεση!

     Ένα άλλο χρωματιστό σχέδιο: ένα κεφάλι με μεγάλα και σαν ξεκολλημένα αυτιά κάτω από ένα καυκασιανό σκούφο από προβιά με επιγραφή:

                 Απάνω του τού Πετλιούρα!

Άλλες επιγραφές -με μελάνι, με χρώμα, με σινική. με χυμό κερασιών- είχαν γραφεί από το χέρι της Ελένης κι άλλες τις είχαν χαράξει οι καλύτεροι φίλοι από τα παιδικά χρόνια των Τουρμπίν. ο Μισλαγιέφσκι. ο Κάρας. ο Σερβίνσκι:

         Η Ελένη Βασίλιεβνα μας αγαπά πάρα πολύ.
            Στον ένα λέει κράτα. στον άλλο άρπαξε.
        Λένοτσκα, σου πήρα εισιτήριο για την Αίντα
               10 εξώστη. Νο 8, δεξιά πλευρά.
           12 Μάη 1918: είμαι ερωτευμένος.
                 Είσαστε παχύς κι άσχημος.
        Ύστερα από αυτά θα τινάξω τα μυαλά μου
(ένα σχέδιο που μοιάζει πολύ με μπράουνινγκ).
                         Ζήτω η Ρωσία!
                    Ζήτω η απολυταρχία!
                   Ιούνιος. Βαρκαρόλα.
     Με το δίκιο της θυμάται όλη η Ρωσία το Μποροντίνο.

     Με κεφαλαία γραμμένα απ’ το χέρι του Νικόλκα:

Εγώ, διατάσσω να μη γραφούν πάνω στη σόμπα πράματα άσχετα με αυτήν, με ποινή, για κάθε σύντροφο που θα συλλαμβάνεται, τουφεκισμός και στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων. Ο κομισάριος του συμβουλίου της συνοικίας Ποντόλ, ράφτης κυριών, ανδρών και γυναικών, Αβραάμ Προυζινέρ.  30 Ιανουαρίου 1918.

     Από τη μουτζουρωμένη σόμπα με τις επιγραφές ανεβαίνει ένας ζεστός αέρας, ενώ, όπως και πριν από τριάντα χρόνια, το μαύρο εκκρεμές συνεχίζει το ρυθμικό του τικ-τακ. Ο μεγαλύτερος από τους Τουρμπίν, με ανοιχτόχρωμα μαλλιά κομμένα κοντά, με πρόσωπο σκοτεινό, σα να έχει γεράσει από τις 25 Οκτωβρίου 1917, ντυμένος με στρατιωτικό μανδύα με πελώριες τσέπες και μπλε κιλότα ιππασίας, με ολοκαίνουριες παντόφλες, κάθισε στην αγαπημένη του πολυθρόνα. Στα πόδια του ο Νικόλκα, μ’ ακατάστατα τσουλούφια. κάθεται σ’ ένα χαμηλό σκαμνί κι ακουμπά τα
τεντωμένα πόδια του στον μπουφέ της μικρής τραπεζαρίας. Φορά μπότες με πόρπες. Ο Νικόλκα έχει μια φίλη, τη κιθάρα του. Χαϊδεύει τρυφερά κι απαλά τις χορδές της… τριν… Μια αόριστη συγχορδία, γιατί ακόμα, βέβαια, δε ξέρει τίποτα το συγκεκριμένο. Η πόλη ζει άσχημα, μέσα στη σύγχυση μιας βαριάς κι ανήσυχης αναμονής…
     Το χιτώνιο υπαξιωματικού του Νικόλκα έχει επωμίδες με άσπρα σιρίτια και στο αριστερό μανίκι είναι ραμμένο ένα πολύ μακρύ τρΙχωμο γαλόνι. Ανήκει στη 3η διμοιρία, στο 1ο απόσπασμα της εθνοφρουράς, που σχηματίστηκε πριν τέσσερις μέρες ύστερα απ’ τα πρόσφατα γεγονότα. Πρέπει όμως να πούμε πως στο βάθος, παρ’ όλ’ αυτά τα γεγονότα, αισθάνεται κανείς καλά σ’ αυτό το ζεστό κι οικείο χώρο της τραπεζαρίας με τις κρεμ κουρτίνες της. Κάποια αποχαύνωση κατέχει τ’ αδέλφια, Ισως απ’ τη ζέστη. Ο μεγάλος αφήνει το βιβλίο να πέσει, τεντώνεται.
 -“Άι συ, παΙξε μας λοιπόν το εμβατήριο!”
     Ντριν, ντα, ντριν… απαντά η κιθάρα.

Μπερέ της μόδας, μπότες κομψές,
να, της Σχολής Μηχανικού οι μαθητές…

     Ο Αλέξης αρχίζει να ψιθυρίζει. Τα μάτια του είναι πάντα σκοτεινά, μια μικρή φλόγα ανάβει μέσα τους και καινούρια ορμή τρέχει στις φλέβες του. Απαλά όμως, κύριοι, πολύ σιγά, πολύ σιγά.

Καλημέρα παραθερίστριες
Καλημέρα παραθεριστές…

     Οι χορδές ηχούν ρυθμικά, ένας λόχος σε πορεία βγαίνει από τη κιθάρα. Είναι οι επίλεκτοι μαθητές της Σχολής Μηχανικού -εν, δυο! Τα μάτια του Νικόλκα αναπολούν: Η στρατιωτική σχολή. Οι φάλαγγες του Αλεξάνδρου ελαφρά τραυματισμένες. Τα κανόνια. Οι γιούνγκερς που πηδούν απ’ το ‘να παράθυρο στο άλλο και πυροβολούνε τους πολιορκητές. Τα πολυβόλα στα παράθυρα. Αμέτρητοι στρατιώτες πολιορκούνε τη Σχολή. Αληθινό λεφούσι, ναι. Τι θα κάνουμε; Ο στρατηγός Μπογκοροντίτσκι φοβάται, παραδόθηκε, παραδόθηκε μαζί με τους γιούνγκερς1. Ντροπή…

Καλημέρα παραθερίστριες
Καλημέρα παραθεριστές
Πριν από καιρό σε μας
το προσκλητήριο έχει αρχίσει…

     Τα μάτια του Νικόλκα σκοτεινιάζουν. Ανεμοστρόβιλος καυτού αέρα πάνω απ’ τα χρυσωμένα χωράφια της Ουκρανίας. Σκεπασμένες με σκόνη, πατώντας στη σκόνη, οι διμοιρίες των γιούνγκερς προχωρούν. Όλ’ αυτά γίνανε και τίποτα απ’ αυτά δεν υπάρχει πια. Ντροπή. Παραλογισμός. 
     Ξαφνικά η κουρτίνα τραβήχτηκε και το πυρρόξανθο κεφάλι της Ελένης φάνηκε στο σκούρο φόντο της ανοιχτής πόρτας του δωματίου της. Η ματιά της χάιδεψε γλυκά τα αδέρφια της, μα έδειξε ανησυχία, μόλις γύρισε κατά το ρολόι. Σκεφτόταν: τι έγινε λοιπόν ο Τάλμπεργκ, πού βρισκόταν;
Η αδελφή του Νικόλκα και του Αλέξη φαινότανε ταραγμένη. Για να κρύψει την αγωνία της πήγαινε να μιλήσει στ’ αδέλφια της, αλλά σταμάτησε ξαφνικά και σήκωσε το δάχτυλο.
 -“Προσέξτε … Ακούτε“;
      Στις χορδές της κιθάρας σταμάτησε αμέσως το ρυθμικό βήμα του λόχου -αλτ! Αφουγκράστηκαν κι οι τρεις και καταλάβανε γρήγορα: το πυροβολικό. Μια βαριά κανονιά, που η απόσταση την έκανε υπόκωφη. Κι άλλη, κι άλλη. Ο Νικόλκα άφησε τη κιθάρα και σηκώθηκε. Το ίδω έκανε κι ο Αλέξης μουρμουρίζοντας.
     Στο σαλόνι ήταν σκοτεινά κι ο Νικόλκα σκόνταψε σε μια καρέκλα. Στα παράθυρα παιζόταν η αληθινή όπερα “Χριστουγεννιάτικη νύχτα“: χιόνι, φευγαλέες ανταύγειες, λαμπερά φώτα. Ο Νικόλκα κόλλησε το πρόσωπο στο φεγγίτη. Η στρατιωτική σχολή κι οι καυτοί ανεμοστρόβιλοι είχανε χαθεί απ’ τα μάτια του, που γέμισαν από τον δυνατό θόρυβο των κανονιών. Από πού έρχονταν; Μια κίνηση των ώμων ανασήκωσε τις επωμίδες του υπαξιωματικού.
 -“Τρέχα γύρευε. Θα ‘λεγε κανείς πως είναι κατά μια μεριά του Σβιατόσινο… Παράξενο, δεν μπορεί να είναι τόσο κοντά“.
     Ο Αλέξης έμεινε πίσω, στο σκοτάδι, κι η Ελένη πλησίασε στο παράθυρο. Τα μάτια της είχανε σκοτεινιάσει από τον τρόμο. Μα γιατί δεν γύρισε ακόμα ο Τάλμπεργκ; Ο Αλέξης κατάλαβε την ανησυχία της. μα δεν έβγαλε λέξη, αν και θα ήθελε πολύ να μιλήσει. Είναι, χωρίς αμφιβολία, στο Σβιατόσινο. Το κανόνι χτυπάει δώδεκα βέρστια από τη πόλη, όχι μακρύτερα. Αλλά τι πάει να πει αυτό;
 -“Θέλω πολύ να πάω εκεί κάτω. Να δω τι γίνεται...”
 -“Α, ναι. αυτό μας έλειπε“.
     Η Ελένη μίλησε με αγωνία. Το κακό είναι πως ο άντρας της έπρεπε να είχε γυρίσει το αργότερο -έτσι είχε πει: το αργότερο-το απόγευμα κατά τις τρεις. Κι είναι δέκα, νύχτα.
     Ξαναγύρισαν αμίλητοι στην τραπεζαρία. Η κιθάρα βουβάθηκε μελαγχολική. Ο Νικόλκα πήγε στη κουζίνα να δει το σαμοβάρι που ξεχυνότανε σφυρίζοντας λυπητερά. Στο τραπέζι περιμένουν τα ειδικά φλιτζάνια, σαν κολόνες σκαλισμένες απ’ έξω τα στολίζουνε λεπτά λουλούδια κι από μέσα είναι χρυσωμένα. Όταν ζούσε η μητέρα. η Άννα Βλαντιμίροβνα, βγάζαν αυτό το σερβίτσιο μόνο στις οικογενειακές γωρτές, τώρα όμως το χρησιμοποιούνε καθημερινά. Το τραπεζομάντιλο, παρ’ όλα τα κανόνια και τα βάσανα, την αγωνία και τη γενική αναμπουμπούλα. είναι κάτασπρο και κολλαρισμένο. Αυτό οφείλεται στην Ελένη, που δεν μπορεί να κάνει αλλιώς και στην Ανιούτα, που αναστήθηκε μες στην οικογένεια. Τα πατώματα γυαλίζουνε και πάνω στο τραπέζι, Δεκέμβρης μήνας, ένα μεγάλο θαμπόχρωμο βάζο με πόδια έχει μπλε ορτανσίες και δυο τριαντάφυλλα μ’ ένα βαθύ κι έντονο κόκκινο, που επιβεβαιώνουν την ομορφιά και τη συνέχεια της ζωής, αν και κοντά στη Πόλη παραμονεύει ένας δόλιος εχθρός. που ίσως καταστρέψει τα χιονισμένα κτίρια της θαυμάσιας πολιτείας κι ίσως τσαλαπατήσει με τα τακούνια του όσα συντρίμμια απέμειναν από την ειρηνική ζωή του σπιτιού. Λουλούδια. Λουλούδια που πρόσφερε στην Ελένη ο πιστός θαυμαστής της, ο υπολοχαγός της Φρουράς Λεονίντ Γωύρεβιτς Σερβίνσκι, φίλος μιας πωλήτριας του περίφημου ζαχαροπλαστείου “Μαρκησία” και μιας άλλης πωλήτριας στη “Φλορ“, τη μπουτίκ με τη διακριτική πολυτέλεια. Στη σκιά που ρίχναν οι ορτανσίες, τα λουκάνικα κομμένα φέτες στο πιάτο με τα γαλάζια σχέδια. η διάφανη βουτυριέρα και στο καλάθι του ψωμιού ένα μαχαίρι πριονωτό κι άσπρο ψωμί φραντζόλας. Όλ’ αυτά. μαζί μ’ ένα καλό φλιτζάνι τσάι. κάνουν ένα λαμπρό κολατσιό, όχι όμως σ’ αυτές τις οδυνηρές συνθήκες. Αχ, ναι…

   (τέλος αποσπάσματος…)

 1 γιούνγκερς= Εκπαιδευόμενοι νεαροί της αριστοκρατίας.


Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *