Μόνη αρετή που τιμάται στην Αγγλία,
είναι η υποκρισία.
Τί είναι το ποτό;
Απλή παύση για σκέψη.

Βιογραφικό
Ο Τζορτζ Γκόρντον Νοέλ Μπάυρον, 6ος Βαρώνος (George Gordon Noelle Byron, 6th Baron), γνωστός στην Ελλάδα Λόρδος Βύρων, ήταν Άγγλος αριστοκράτης βαρώνος, ποιητής, πολιτικός, φιλέλλην κι απ’ τις σημαντικότερες μορφές του ρομαντισμού. Θεωρείται από τους μεγαλύτερους Βρεττανούς ποιητές, παραμένει ακόμα και σήμερα δημοφιλής. Από το πλούσιο έργο του ξεχωρίζουνε τα μακροσκελή ποιήματα Δον Ζουάν και Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ. Υπήρξε εξαιρετικά διάσημος κι επιτυχημένος ποιητής, αλλά κι ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα στην Αγγλία, ζώντας άστατη οικονομική κι ερωτική ζωή. Ταξίδεψε σε πολλά μέρη στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Ιταλία, που έζησε για 7 έτη σε πόλεις όπως Βενετία, Ραβέννα και Πίζα. Στη παραμονή του στην Ιταλία, δέχτηκε πολλές φορές επισκέψεις από το φίλο του κι έτερο ποιητή Πέρσυ Μπυς Σέλλεϋ. Αργότερα συνέδεσε τ’ όνομα του με τη στήριξη των επαναστατικών κινημάτων σε Ιταλία κι Ελλάδα και πέθανε στο πλευρό των Ελλήνων επαναστατών στο Μεσολόγγι, στα 36 του, μετά από υψηλό πυρετό. Θεωρείται απ’ τους πλέον σημαντικούς Άγγλους λογοτέχνες του 19ου αι., ενώ στην Ελλάδα είναι από τις πιο αναγνωρίσιμες μορφές της Επανάστασης του 1821 κι εθνικός ευεργέτης. Η ζωή του υπήρξε γεμάτη σκάνδαλα, οικονομικά κι ερωτικά με αποκορύφωμα τη φημολογούμενη ερωτική σχέση του με την ετεροθαλή αδελφή του. Η μόνη νόμιμη κόρη του υπήρξε η Έιντα Λάβλεϊς, που θεωρείται η 1η προγραμματίστρια, γνωστή για τη συμβολή της στη δημιουργία της αναλυτικής μηχανής του Τσαρλς Μπάμπατζ. Στα μη νόμιμα τέκνα του ανήκει η Αλλέγκρα Μπάυρον, που πέθανε σε μικρή ηλικία, ενώ φήμες θέλουν να απέκτησε και μια κόρη, την Ελίζαμπεθ Μεντόρα Λη (Elizabeth Medora Leigh), από την ετεροθαλή αδελφή του.
Ο Μπάυρον στα 16 του
Γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 22 Γενάρη 1788. Γιος του πλοιάρχου του Βασιλικού Ναυτικού, Τζον “Τρελλού Τζακ” Μπάυρον και της 2ης συζύγου του, Κάθριν Γκόρντον. Ανήκε σε αριστοκρατική οικογένεια, από τη πλευρά της μητέρας, το γένος Γκόρντον κι ήταν απόγονος του Εδουάρδου Γ’. Οι γονείς του είχανε χωρίσει όμως πριν καν εκείνος γεννηθεί. Ο μεν πατέρας είχε διαφύγει στη Γαλλία λόγω χρεών, η δε μητέρα, προσπαθώντας να αποφύγει τους πιστωτές, συνόδευσε αρχικά τον σύζυγό της στη Γαλλία το 1786, αλλά επέστρεψε στην Αγγλία τέλη 1787 για να γεννήσει το γιο της σε αγγλικό έδαφος. Ξόδεψε μεγάλο μέρος της δικής της περιουσίας για την αποπληρωμή των χρεών αυτών. Ο Μπάυρον γεννήθηκε χωλός (στη δεξιά κνήμη) και τα 1α έτη διέμενε με τη μητέρα του στο Αμπερντήν Σκωτία, μάλλον φτωχικά, όπου κι έμαθε και τα πρώτα του γράμματα. Στις 19 Μάη 1798 πέθανε ο αδελφός του παππού του, από τον πατέρα του, Ουίλλιαμ Μπάυρον, γνωστός ως ο Μοχθηρός Λόρδος κι έτσι ο 10ετής νεαρός, που ήτανε 1ος στη σειρά διαδοχής, κληρονόμησε τον τίτλο του Βαρώνου Μπάυρον. Όταν δεν βρισκότανε στο σχολείο ή το κολλέγιο, ζούσε με τη μητέρα του στο Σάουθγουελ του Νοττιγχαμσάιρ στη κεντρική Αγγλία. Στη διαμονή του εκεί δημιούργησε διάφορες φιλίες κι έγραψε τα 1α του θεατρικά για τη ψυχαγωγία της τοπικής κοινότητας. Οι φίλοι του τον παρώτρυναν να ασχοληθεί με τη ποίηση. Έτσι έγραψε τα 1α του ποιήματα στα 17, που γίνανε γνωστά ως τα Fugitive Pieces (μτφ. Φυγαδευμένα κομμάτια). Ο ερωτισμός των γραπτών αυτών όμως σύντομα έγινε αντικείμενο έριδας με κάποια απ’ τα μέλη της κοινότητας κι έτσι καταστραφήκαν πριν διαδοθούν ευρέως.
Η 1η ποιητική συλλογή του, Hours of Idleness (Ώρες απραξίας), που περιέχονταν πολλά από τα αρχικά ποιήματά του καθώς και πιο πρόσφατες συνθέσεις, δέχτηκε έντονη -κι ανώνυμη- κριτική από το λογοτεχνικό περιοδικό Edinburgh Review, που κατείχε σημαντική θέση στα λογοτεχνικά δρώμενα της εποχής. Ως απάντηση, έγραψε το 1ο σατιρικό του έργο, English Bards & Scotch Reviewers (Άγγλοι βάρδοι & Σκωτσέζοι κριτικοί), που δημοσίευσε αρχικά ανώνυμα (1809). Πολύ γρήγορα όμως η ταυτότητά του αποκαλύφθηκε κι οι αντιδράσεις ήταν έντονες, με αποκορύφωμα μια πρόσκληση σε μονομαχία. Με τον καιρό όμως έγινε μόδα και για κάποιους ήταν ένα είδος τιμής, να βρίσκονται στο στόχαστρο της πέννας του.
Συνέχισε να γράφει ποιήματα, με το Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ να εκδίδεται το 1812 και να γνωρίζει εξαιρετικά μεγάλη δημοφιλία, κάτι που τον έκανε περιζήτητο και διασημότητα της εποχής. Φαίνεται να εξεπλάγη από την εξέλιξη αυτή, και κατά τα δικά του λεγόμενα, απλώς έτυχε μια μέρα να ξυπνήσει και ν’ ανακαλύψει πως είναι διάσημος. Η 1η έκδοση με 500 αντίτυπα εξαντλήθηκε σε 3 μέρες κι ακολούθησαν 6 ακόμα εκδόσεις σ’ ένα μήνα. Παράλληλα όμως, ασχολούμενος με τη πολιτική, εκφώνησε τον 1ο του λόγο στη Βουλή των Λόρδων περί ενός νομοσχεδίου που θέσπιζε αυστηρότατες ποινές για τους υπαίτιους των ταραχών που ‘χανε ξεσπάσει στο Νόττιγχαμ μετά την εισαγωγή μηχανών κατασκευής καλτσών, συντασσόμενος με τους φιλελεύθερους. Ο λόγος του κείνος προκάλεσε ιδιαίτερην εντύπωση και σπεύσανε πολλοί να τονε συγχαρούν. Ο 2ος λόγος του μετά 2 μήνες, περί της χειραφέτησης των Καθολικών Παπιστών δεν ήτανε τόσον αξιόλογος, αλλά ούτε κι ο 3ος, που εκφώνησε τη 1 Ιουνίου.
Τα επόμενα ποιήματα επικεντρώθηκαν σε θέματα από την Ανατολή στη συλλογή με τίτλο Oriental Tales (Ανατολίτικες ιστορίες) που περιέχουν τα ποιήματα Ο γκιαούρης, The Bride of Abydos (Η νύφη της Αβύδου), Ο Κουρσάρος, Ο Λάρα, και The Siege of Corinth (Η πολιορκία της Κορίνθου). Γενικά ήταν ιδιαίτερα σπάταλος και καθόλου φειδωλός οικονομικά, έτσι με τον καιρό συσσωρευτήκανε χρέη που οι πιστωτές του τον αναζητούσανε συνεχώς προς αποπληρωμή. Συνέπεια των χρεών του, αλλά και της καταδίωξης από πρώην ερωμένες, βρήκε την ευκαιρία να ξεκινήσει τη μεγάλη Ευρωπαϊκή περιοδεία ταξιδεύοντας σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, όπως έκαναν στα πρότυπα της εποχής, οι νεαροί Άγγλοι ευγενείς μετά την ενηλικίωση τους. Με τους Ναπολεόντειους πολέμους να βρίσκονται σε εξέλιξη, αναγκάστηκε ν’ αποφύγει αρκετές χώρες της Β. & Κ. Ευρώπης, έτσι κατέληξε στις χώρες της Μεσογείου. Σύμφωνα με κάποια αλληλογραφία που διασώζεται μεταξύ Μπάυρον και φίλων του στην Αγγλία, έν από τα κίνητρα του ήταν κι η εμπειρία του ομοφυλοφιλικού έρωτα, κάτι που πιθανώς θα ξεσήκωνε μεγάλα πάθη στην Αγγλία όπου κι ήταν πλέον διάσημος. Ωστόσο το ενδιαφέρον του για την Α. Μεσόγειο πήγαζε κι από τις ιστορίες που είχε διαβάσει ως παιδί για τη μακρυνή γη του Λεβάντε, τις περιοχές των Οθωμανών, των Περσών και τους μυστικιστές Σούφι.
Στις 2 Ιουλίου του 1809 αποπλέοντας από το Πλύμουθ μαζί με το φίλο του Τζον Καμ Χόμπχαους και κάποιους υπηρέτες, φθάνει αρχικά στη Λισαβώνα κι από εκεί παραπλέοντας το Γιβραλτάρ φθάνει στη Μάλτα, όπου και παραμένει για μικρό διάστημα. Τον Σεπτέμβρη, επιβαίνοντας στο αγγλικό πολεμικό Σπάιντερ, αντίκρυσε για λίγο και 1η φορά, τη πόλη όπου 14 χρόνια μετά θ’ άφηνε τη τελευταία του πνοή. Τελικά αποβιβάστηκε στη Πρέβεζα. Από κει, επιθυμώντας συνάντηση με τον Αλή Πασά, μετέβη στα Γιάννινα. Φθάνοντας όμως εκεί και μαθαίνοντας ότι κείνος βρίσκεται στο Τεπελένι, μετά 3μερη παραμονή, αποφάσισε να μεταβεί εκεί, όπου φθάνοντας μετά από 9 μέρες έγινε δεκτός από υον Πασά, που τονε φιλοξένησε στο σεράι του. Τις εντυπώσεις του από κείνη τη βάρβαρη αίγλη της φιλοξενίας, τις αποτύπωσε στο φημισμένο ποίημά του Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ (Childe Harold’s Pilgrimage, 1812). Από κει, επιστρέφοντας μέσω Ιωαννίνων στη Πρέβεζα, απέπλευσε για τη Πάτρα, πλην όμως λόγω μεγάλης θαλασσοταραχής αναγκάστηκε να επιστρέψει. Τελικά αλλάζοντας δρομολόγιο, διέσχισε μαζί με τους συντρόφους του την Ακαρνανία φθάνοντας στο Μεσολόγγι απ’ όπου και πήγε στη Πάτρα κι από εκεί μέσω Βοστίτσας (Αιγίου), έφθασε στην Ιτέα, απ’ όπου μέσω Αράχωβας, Λειβαδειάς και Φυλής έφθασε στην Αθήνα το βράδυ των Χριστουγέννων του 1809, καταλύοντας στην οικία της αδελφής του Έλληνα υποπρόξενου της Αγγλίας.
Στη διάρκεια της 3μηνης παραμονής του στην Αθήνα, επισκέφθηκε τις πιο ιστορικές τοποθεσίες της Αττικής, ενώ παράλληλα ερωτεύτηκε σχεδόν παράφορα τη Τερέζα Μακρή, τη μόλις 12χρονη κόρη του Άγγλου προξένου Προκόπιου Μακρή και της αφιέρωσε και το ποίημά του Κόρη των Αθηνών (Maid of Athens, 1809). Στις 4 Απρίλη 1810 ο κυβερνήτης του αγγλικού δίκροτου Πυλάδης (κατασκευής 1794) που ναυλοχούσε στον Πειραιά, τονε προσκάλεσε μαζί με το φίλο του Χομπχάους για ένα ταξίδι μέχρι τη Σμύρνη. Έτσι αποδεχθείς τη πρόσκληση σε λίγες μέρες έφθασε στη Σμύρνη, παραμένοντας εκεί κάμποσο. Στις 11 Μάρτη αναχώρησε με την αγγλική φρεγάτα Σαλσέτ (Salsette) για τη Πόλη. Στην αναμονή άδειας διέλευσης από τα Δαρδανέλια, επανέλαβε το εγχείρημα του μυθικού Λέανδρου, διασχίζοντας τα στενά κολυμπώντας από την αρχαία Άβυδο της ασιατικής ακτής προς τη Σηστό της ευρωπαϊκής (3 Μάη 1810), μαζί με τον Λοχαγό Έκενχεντ του πληρώματος της φρεγάτας, άθλο που και δικαιολογημένα θα περηφανεύεται στο υπόλοιπο της ζωής του.
Τελικά έφθασε στη Πόλη στις 13 Μάη, όπου και παρέμεινε για 2 μήνες. Στη συνέχεια συνόδευσε τον Άγγλο πρέσβη στον αποχαιρετιστήριο λόγο του, καθώς και στην επιστροφή του με το ίδιο πλοίο στην Αγγλία. Όμως στην επιστροφή, καθώς προσέγγισε η φρεγάτα στη Κέα, αποβιβάστηκε, απ’ όπου κι επέστρεψε στην Αθήνα, αυτή τη φορά μόνος του, και κατέλυσε στη τότε Μονή των Φραγκισκανών (Μονή Καπουτσίνων των Αθηνών), δίπλα στο Μνημείο του Λυσικράτη. Στην υπόλοιπη 10μηνη παραμονή του στην Ελλάδα, με ορμητήριο εκδρομών τη παραπάνω Μονή, επισκέφθηκε πολλά μέρη κυρίως του Μωρηά. Στη διάρκεια δε κάποιας εκδρομής του στο Σούνιο, κινδύνεψε να συλληφθεί όμηρος από Μανιάτες πειρατές. Μεταβαίνοντας λίγες ημέρες μετά στη Πάτρα, προσβλήθηκε από ελονοσία κι όπως αφηγήθηκε ο ίδιος, διασώθηκε χάρη στους Αλβανούς υπηρέτες του, που τρομοκράτησανε τους ιατρούς λέγοντάς τους πως θα τους αποκεφάλιζαν αν ο κύριός τους δεν θεραπευότανε.
Στις 11 Απρίλη 1811 επιβιβάστηκε για Μάλτα, σε πλοίο που μετέφερε ένα μέρος φορτίου των μαρμάρων του Παρθενώνα που ‘χε αφαιρέσει ο Λόρδος Έλγιν. Ο Λόρδος Μπάυρον ήταν ανοιχτά κι ιδιαίτερα ενοχλημένος με την αφαίρεση των γλυπτών του Παρθενώνα κι αντέδρασε με θυμό όταν στη ξενάγηση του στο μνημείο είδε να λείπουν τα τρίγλυφα κι οι μετόπες. Αργότερα έγραψε ένα ποίημα, τη Κατάρα της Αθηνάς (The Curse of Minerva), κατηγορώντας τις πράξεις του Έλγιν. Φθάνοντας στη Μάλτα προσβλήθηκε και πάλι από ελονοσία, οπότε κι αποφάσισε την επιστροφή του στην Αγγλία. Έτσι επιβαίνοντας στις 3 Ιουλίου στην αγγλική φρεγάτα Βολάζ (HMS Volage) επέστρεψε στο Πόρτσμουθ στις 17 Ιουλίου
Στην επόμενη 2ετία ο Μπάυρον ήτανε πλέον ένας επιτυχημένος ποιητής, ωραίος ως Άδωνις, ευπατρίδης, σχετικά πλούσιος, αλλά και περιφρονητής της κρατούσας κοινωνικής ηθικής. Έχοντας μεγάλη επιτυχία μεταξύ των γυναικών, που όπως ο ίδιος υποστήριζε, υπέστην περισσότερες αρπαγές απ’ οποιονδήποτε άλλον από την εποχή του Τρωικού πολέμου, αφιερώνοντας όμως πολύ χρόνο για να συνθέτει τα νέα του ποιήματα όπως Ο Γκιαούρης (1813), Η Νύμφη της Αβύδου (The Bride of Abydos, 1813), Ο Κουρσάρος (1814), Ο Λάρα (1814), η Παριζίνα (Parisina, 1816), η Πολιορκία της Κορίνθου (The Siege of Corinth, 1816) κ.ά. που όλα χρονολογούνται στην ίδια περίοδο, αν και κάποια εξ αυτών δημοσιεύτηκαν αργότερα. Την ίδια ταχύτητα με τη συγγραφή είχανε κι οι πωλήσεις τους, συγκεκριμένα το ποίημα Ο Κουρσάρος που τυπώθηκε σε 14.000 αντίτυπα εξαντλήθηκε μέσα σε μία μόνο μέρα. Γενικά οι πωλήσεις αυτών των ποιημάτων του επέφεραν τεράστια κέρδη, παρέχοντάς του τη δυνατότητα πλουσιότερης ζωής, δημιουργώντας όμως νέα μεγάλα χρέη που για την αντιμετώπιση τους θεώρησε μοναδική διέξοδο τον γάμο.
Φημολογούνταν πως παλαιότερα διατηρούσε ερωτική σχέση με την αριστοκράτισσα και μέλος της καλής κοινωνίας Κάρολαϊν Λαμπ -απ’ αυτήν απέκτησε και τον περίφημο χαρακτηρισμό Mad, Bad, and Dangerous to know (Τρελλός, Κακός, κι Επικίνδυνη γνωριμία)-, ενώ αντίστοιχες φήμες κυκλοφορούνε και για τις ερωτικές σχέσεις που διατηρούσε με την ετεροθαλή αδερφή του την Ωγκάστα Λη, με την οποία πιθανώς είχε ήδη μια κόρη που είχε γεννηθεί το 1814. Παντρεύτηκε τελικά την ευγενή Άννα Ιζαμπέλλα “Ανναμπέλλα” Μίλμπανκ στις 2 Γενάρη 1815 κι η κόρη που απέκτησαν ως ζεύγος πλέον ονομάστηκε Έιντα -που μετά έγινε σημαντική φυσιογνωμία των γλωσσών προγραμματισμού ως 1η προγραμματίστρια εργαζόμενη στην αναλυτική μηχανή του Τσαρλς Μπάμπατζ. Τα οικονομικά όμως του Μπάυρον δεν βελτιώθηκαν, και σε συνδυασμό με την εξ αυτών στενοχώρια, με την άκρατη οινοποσία με τους φίλους του και με τους περιορισμούς του οικογενειακού βίου η συμπεριφορά του απέναντι στη σύζυγό του κατέστη ολέθρια. Στις 15 Γενάρη 1816 η σύζυγός του μετέβη με τη κόρη τους στο πατρικό της κτήμα, για να μη δει τη κατάσχεση των επίπλων τους, στέλνοντας όμως καθ’ οδόν ένα τρυφερό γράμμα στον Μπάιρον. Λίγες όμως μέρες μετά ο Μπάυρον έλαβε γράμμα από τον πεθερό του ότι η σύζυγός του δεν θα επανερχότανε πλέον κοντά του. Με περίπου ίδιο περιεχόμενο ακολούθησε κι επιστολή της ίδιας της Ανναμπέλα κι ακολούθησε ο χωρισμός.
Η κυρία Μπάυρον (1792-1860)
Τελικά όταν επήλθε επίσημα το διαζύγιο του ζευγαριού στις 21 Απρίλη 1816, η δημοτικότητά του άρχισε να μειώνεται, ενώ διάφορες φήμες άρχισαν να διαδίδονται μέχρι και για ομοφυλοφιλικές τάσεις, ειδικά μετά από μια φραστική επίθεση που ‘κανε κατά της αντιβασιλείας, που θεωρήθηκε ιδιαίτερα προσβλητική. Δεν αποκλείεται οι φήμες αυτές εναντίον του να ήταν κατευθυνόμενες, για πολιτικούς λόγους, υπήρχαν όμως και βάσιμοι λόγοι για να γίνουν πιστευτές. Κατόπιν αυτών, η παραμονή του πλέον στην Αγγλία κατέστη αδύνατος, περιορίζοντας τις δημόσιες εμφανίσεις του, γεγονός που τον ανάγκασε να την εγκαταλείψει, λόγω της κατακραυγής της Βρεττανικής κοινωνίας. Μετά το χωρισμό του με την Ωγκάστα και το παιδί του και με τα οικονομικά χρέη και τις πολλές ερωμένες να τον καταδιώκουν, αναγκάστηκε να φύγει από την Αγγλία τον Απρίλη του 1816. Δεν επρόκειτο να επιστρέψει ποτέ πίσω πλέον.
Στις 25 Απριλίου του 1816 επιβιβάσθηκε σε πλοίο με μεγάλη συνοδεία, και μέσω Οστάνδης εγκαταστάθηκε αρχικά στις Βρυξέλλες κι από κει επισκεπτόμενος το πεδίο της μάχης του Βατερλώ κατέληξε στη Γενεύη όπου και διέμεινε μερικούς μήνες συναντώντας τον εξόριστο εκεί από την Αγγλία ποιητή Πέρσυ Μπυς Σέλλεϋ και με τη μέλλουσα σύζυγο του, Μαίρυ Γκόντγουιν, ποιητή και συγγραφέα αντίστοιχα σημαντικά έργων (Οζυμανδίας του Πέρσυ Σέλλεϋ, και Φράνκενσταϊν της Μαίρυ Σέλλεϋ) με τους οποίους και ανέπτυξε ιδιαίτερη φιλία, ενώ φαίνεται πως η προσωπικότητά του ενέπνευσε τον γιατρό του στην Ελβετία, Τζον Ουίλλιαμ Πολιντόρι, να βασίσει τον κεντρικό χαρακτήρα της ιστορίας του με τίτλο Ο Βρυκόλακας (The Vampyre), πρόδρομο της βαμπιρικής λογοτεχνίας, σ’ ένα από τα γραπτά του Μπάυρον με τίτλο Fragment of a Novel.
Στη συνέχεια μετέβη στην Ιταλία, όπου υποστήριξε ενεργά το φιλελεύθερο κίνημα των Ιταλών καρμπονάρων στον πόλεμο τους για ανεξαρτησία έναντι των Αυστριακών. Εκεί ταξίδεψε σε διάφορες ιταλικές πόλεις όπως η Ρώμη, η Ραβέννα κι η Πίζα. Η Πίζα ήταν κι η τοποθεσία που έγραψε το διάσημο μυθιστόρημά του με τον τίτλο Δον Ζουάν. Τελικά κατέληξε στη Γένοβα, όπου το 1822 τον επισκέφτηκε αντιπροσωπεία των Ελλήνων επαναστατών ζητώντας την υποστήριξη του, καθώς ήτανε πλέον γνώριμος ως υποστηρικτής της αυτοδιάθεσης των λαών, κατά το παράδειγμα της ιταλικής αυτοδιάθεσης έναντι της Αυστρίας. Αποδέχτηκε το αίτημα της αντιπροσωπείας και ξεκίνησε τις προετοιμασίες για το ταξίδι του στην Ελλάδα, αναχωρώντας το 1823 με το πλοιάριο Ηρακλής προς τη Κεφαλλονιά.
Το 1823 κατευθύνεται, ύστερα από παρώτρυνση της Φιλελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου, προς την Ελλάδα, σταματώντας στη Κεφαλλονιά, όπου παρέμεινε για 6 μήνες στην οικία του Κόμη Δελαδέτσιμα, φίλου του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Τελικά, αν κι αρχικός προορισμός του ήταν ο Μωρηάς, εγκαθίσταται στο Μεσολόγγι, που έρχεται σ’ επαφή με τον Μαυροκορδάτο, που υποστηρίζει οικονομικά. Εν τω μεταξύ, έχει σχηματίσει ιδιωτικό στρατό από 40 Σουλιώτες, υπό τους Δράκο, Τζαβέλλα και Φωτομάρα. Διατηρούσε αλληλογραφία με Άγγλους επιχειρηματίες όπως ο Σάμιουελ Μπαρφ για την οικονομική ενίσχυση των επαναστατών κι ήταν από τους πρώτους που συνειδητοποίησαν τις καταστροφικές συνέπειες που θα είχε το δάνειο στην περίπτωση που αυτό χρησιμοποιείτο όχι για εθνικούς σκοπούς, αλλά για πολιτικές διαμάχες.
Ο Θυρεός του
Πέθανε στις 19 Απρίλη 1824 στο Μεσολόγγι, ύστερα από πυρετό. Το πένθος για τον θάνατό του ήτανε γενικό καθώς ο Σολωμός συνέθεσε μακρά ωδή στη μνήμη του (Ωδή εις τον θάνατο του Λόρδου Μπάιρον). Προς εκδήλωση του πένθους στο Μεσολόγγι ρίχτηκαν 37 κανονιοβολισμοί από την ανατολή του ηλίου, μία κάθε λεπτό, καθώς ήταν τότε μόνο 37 ετών. Σύμφωνα με τον ιστορικό Ντέηβιντ Μπρούερ (David Brewer) σειρά από αιτίες-νόσοι είναι πιθανό να ενέχονται για το θάνατό του, καθώς δεν κατέστη ποτέ ως σήμερα, δυνατό να τεθεί η διαφορετική διάγνωση. Ο Μπάυρον είναι πιθανό, λοιπόν, να πέθανε συνεπεία μοιραίας (από μία σειρά) εγκεφαλικής αιμορραγίας, ουραιμικής δηλητηρίασης, είτε λόγω τυφοειδούς πυρετού, ελονοσίας, ρευματικού πυρετού, ενώ δε θα μπορούσε ν’ αποκλειστεί ούτε η σύφιλη.
Ένας από τους στενούς φίλους του Μπάυρον στο Μεσολόγγι ήταν ο επίσης σπουδαίος φιλέλληνας Αμερικανός ιατρός, από τη Βοστώνη, Σάμιουελ Γκρίντλεϋ Χάου (1801-1878), που στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, νεαρός τότε μόλις απόφοιτος του Πανεπιστημίου, είχε έλθει στην Ελλάδα και για 6 χρόνια πρόσφερε εθελοντικά τις ιατρικές του υπηρεσίες στους Έλληνες αγωνιστές.
Μετά το θάνατο του Λόρδου Μπάυρον, ο Χάου κράτησε ως κειμήλιο της φιλίας το αγγλικό κράνος-περικεφαλαία του, που αργότερα, το 1925, το έφερε στην Ελλάδα η μικρότερη κόρη από τα 6 παιδιά του, η Μωντ Χάου (1855 – 1948, Αμερικανίδα συγγραφέας τιμημένη με Βραβείο Πούλιτζερ, παντρεμένη με τον Άγγλο διακοσμητή/ζωγράφο Τζον Έλλιοτ), και το δώρισε στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας.
ΡΗΤΑ:
* Τι είναι το ποτό; Μια απλή παύση για σκέψη.
* Γίνε συ το ουράνιο τόξο στις καταιγίδες της ζωής. Η βραδυνή δέσμη που χαμογελά στα νέφη μακρυά και βάφει τ’ αύριο με προφητική ακτίνα.
* Στο πρώτο της πάθος, μια γυναίκα αγαπά τον αγαπημένο της, στη συνέχεια το μόνο που αγαπά είναι αγάπη.
* Η θλίψη είναι γνώση, αυτοί που γνωρίζουν τα περισσότερα πρέπει να θρηνούν βαθύτερα, το δέντρο της γνώσης δεν είναι το δέντρο της ζωής.
* Η μεγάλη τέχνη της ζωής είναι η αίσθηση, να νιώθουμε ότι υπάρχουμε, ακόμα και στον πόνο.
* Να γελάς πάντα όταν μπορείς. Είναι φθηνό φάρμακο.
* Η φήμη είναι η δίψα της νιότης.
* Η μόνη αρετή που τιμάται στην Αγγλία είναι η υποκρισία.
* Βγαίνω έξω μόνο και μόνο για να βιώσω μια νέα επιθυμία να μείνω μόνος.
* Η αγάπη θα βρει ένα τρόπο μες από μονοπάτια που οι λύκοι φοβούνται να πλησιάσουν.
* Εκεί νιώθεις το άπειρο συναίσθημα, τόσο αισθητό στη μοναξιά, εκεί που είμαστε λιγότερο μόνοι.
* Είμαι σίγουρος ότι τα κόκαλά μου δε θ’ αναπαύονταν σ’ έναν αγγλικό τάφο και το σώμα μου δε θα ‘λυωνε στο χώμα της χώρας. Πιστεύω ότι θα μου ‘φερνε τρέλλα στο νεκρικό κρεβάτι η σκέψη ότι κάποιος θα ‘τανε τόσο ποταπός ώστε να μεταφέρει το πτώμα μου πίσω στη γη σας.
* Οι αντιξοότητες είναι ο πρώτος δρόμος προς την αλήθεια.
* Ο καλύτερος προφήτης του μέλλοντος είναι το παρελθόν.
* Ναι, η αγάπη είναι πράγματι φως από τον ουρανό. Μια σπίθα από εκείνη την αθάνατη φωτιά με τους αγγέλους που μοιράζονται, από τον Αλλάχ που δόθηκε για να σηκώσει από τη γη τη χαμηλή επιθυμία μας.
* Δεν υπάρχει ένστικτο σαν αυτό της καρδιάς.
* Η φιλία μπορεί και συχνά γίνεται, να εξελιχθεί σε αγάπη, αλλά η αγάπη ποτέ δεν υποχωρεί σε φιλία.
ΕΡΓΑ:
Το Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ (Childe Harold’s Pilgrimage, 1812 – 1818).
Ο Γκιαούρης (The Giaour, 1813), μετ. Αικατερίνης Δοσίου, Τύποις Π. Α. Σακελλαρίου, Αθήναι 1857, 2η έκδοση: Τύποις Ανδρέου Κορομηλά, Αθήναι 1873.
Ο Λάρα (Lara, A Tale, 1814).
Ο κουρσάρος (The Corsair, 1814), μετ. Λεωνίδα Ραζέλου, Εκδ. Γανιάρη, Αθήναι.
Μάνφρεντ (Manfred, 1817) μετ. Henry Green, Τυπογραφείον & βιβλιοπωλείον Ευσταθίου Π. Χριστοδούλου, Πάτραι 1864.
Δον Ζουάν (Don Juan, 1819-1824, ημιτελές λόγω θανάτου, 1824).
Ποιήματα, μετ. Γ. Πολίτου, 3 τόμοι, Τύποις Ανδρ. Κορομηλά, Αθήναι 1867-1871.
Άπαντα Βύρωνος, Εκδότης Ανέστης Κωνσταντινίδης, 3 Τόμοι, Τύποις Ανέστη Κωνσταντινίδου, Αθήναι 1895.
Τραγούδια για την Ελλάδα, Βιογραφία & πρόλογος Ι. Ζερβού (1875-1944), Εκδ. Παπαδημητρίου & Σια, Αθήναι.
Επιστολές από την Ελλάδα 1809-1811 & 1823-1824, μετ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, εκδ.: Ιδεόγραμμα, Αθήνα 1996.
Byron’s letters & journals, ed. L. A. Marchand, 12 vols. (1973–82), vols. 10 & 11.
ΤΙΜΗΤΙΚΑ:
* Η Ταξιαρχία Βύρωνα, εθελοντικός πολεμικός σχηματισμός αποτελούμενος από Έλληνες και φιλέλληνες, που δημιουργήθηκε στο Μεσολόγγι στα τέλη Μάρτη 1824 (30 φιλέλληνες αξιωματικοί, 100-120 άνδρες).
* Ο Δήμος Βύρωνα της Αθήνας.
* Ο 3306 Βύρων, αστεροειδής που ανακαλύφθηκε το 1979.
* Ο Λόχος σπουδαστών του ΕΛΑΣ/ΕΠΟΝ στα Δεκεμβριανά.========================
Παριζίνα
Ι
Ἡ ὧρα εἶν’ αὐτὴ ποῦ ἀπὸ τοὺς κλώνους βγαίνει
Ὁ ψιλὸς τ’ ἀηδονιοῦ κελαϊδισμός,
Ποῦ εἰς κάθε του μιλιὰ μουρμουρισμένη
Φαίνεται ὁ πόθος τοῦ ἐραστῆ γλυκός.
Καὶ τ’ ἀεράκι ποῦ τερπνὰ φυσάει
Καὶ τὸ ρυάκι ποῦ σιμὰ κυλάει
Μουσικὴ χύνουν σὰ φιλέρμ’ αὐτιά.
Εἶναι ψηλὰ τ’ ἀστέρι’ ἀνταμωμένα,
Κάτου στὴν γῆν εἶν’ ἐλαφρὰ βρεμένα
Ὄλα τὰ λουλουδάκια μὲ δροσιά.
Τὸ γαλάζιο τὸ κῦμα εἶναι βαθύτερο
Κι ἕνα ξάστερο σκότος ‘ς τὸν αἰθέρα,
‘Στὴ γλυκειά του μαυράδα καθαρό,
Ὁπ’ ἔρχεται ὅταν βασιλεύσ’ ἡ μέρα
Τὴν ὥρα ποῦ φεγγάρι λαμπηρὸ
Τοῦ δειλινοῦ τὸ φῶς σκορπίζει πέρα.
ΙΙ
Ἀλλ’ ὄχι τοῦ νεροῦ γιὰ ν’ ἀγροικήσῃ
Tὸν καταρράκτ’ ἡ Παριζίνα βγαίνει,
Ὄχι τὸ οὐράνιο φῶς γιὰ ν’ ἀντικρύσῃ
Eἰς τὰ μαυράδια τῆς νυκτὸς προβαίνει.
Κι ἂν εἰς τὸ περιβόλι αὐτὴ καθίζει
Δὲν εἶναι γιὰ τὰ ὁλάνοικτα λουλούδια,
Aὐτιάζεται – ὄχι γι’ αἠδονιοῦ τραγούδια –
Ἂν καὶ τέτοια λαλιὰ ν’ ἀκούσῃ ἐλπίζει.
Καὶ νά μὲς τὰ πυκνὰ φύλλα γλυστράει
Ἕνα πάτημα, ἡ ὄψη της χλωμιάζει –
Kαὶ ἡ καρδιά της γοργότερα κτυπάει.
Μέσ’ ἀπ’ τὰ στήθη της φουσκόνουν!
Μιὰ στιγμὴ μόνη ἀκόμα – Κι ἀνταμόνουν –
Ἐπέρασε ἡ στιγμή – καὶ πέφτει ἐμπρός της
Mὲ μιᾶς γονατισμένος ὁ καλός της.
III
Καὶ τί τοὺς μέλει τώρα ὁ κόσμος ὅλος
Μὲ τὸν καιρὸν ὁποῦ τὰ πάντα ἀλλάζει;
Ὅσα ἐκεῖ ζοῦν – ἡ γῆ κι ὁ οὐρανὸς θόλος –
Σὰν τίποτα ὅλα ὁ νοῦς τὰ λογιάζει.
Καθὼς νεκροὶ νὰ ἦσαν δὲν προσέχουν
Σ’ ὅ,τι κάτω, ψηλά, γύρω τους ἔχουν,
Πῶς ὅλα τἄλλα ἐπέρασαν θαρροῦν,
Πῶς ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο μόνοι ζοῦν.
Στενάζουν μὲ βαθειὰ γλυκάδα τόση
Ποῦ ἂν δὲν ἔπαυε ἐκείνη ἡ εὐτυχισμένη
Τρέλλα, στάχτ’ ᾑ καρδιαῖς ἤθελαν γένῃ
Ὅσαις παρόμοια φλόγα ἔχει πυρώσῃ.
Φαντάζονται οὐδὲ κἂν κρῖμα ἢ κινδύνους
Στοῦ τρυφεροῦ τῶν ὄνειρων τὴ ζάλη;
Ποιὸς ποτέ του ἐσταμάτησε ἀπ’ ἐκείνους
Ὅσοι ἀγροικῆσαν μέσα τὴν μεγάλη
Tοῦ πάθους τούτου ὁρμή; ποιὸς ἐφοβήθη
Πιὰν τέτοιαν ὥρα; ἢ ποιὸς ἀνανοήθη
Πόσο λίγο βαστοῦν τέτοιες στιγμές;
Ἀλλ’ ὅμως νὰ ποῦ πέρασαν κι αὐταῖς!
Κι ὁ καθείς μας ξυπνᾷ προτοῦ γνωρίσῃ
Π’ ὄνειρο τέτοιο πλιὰ δὲ θὰ γυρίσῃ.
IV
Μὲ ματιαῖς φεύγουν κεῖθε ἀργὰ ριγμέναις,
Ποῦ ἀπόλαυσαν χαραῖς κριματισμέναις,
Κι ἐλπίζουν, πλῆν λυποῦνται, ὡσὰν στερνὸς
Γι’ αὐτοὺς ἐκεῖνος νὰ ἦταν χωρισμός.
Οἱ πλήθιοι στεναγμοί, τὸ σφιχτοἀγκάλιασμα
Καὶ τῶν φιλιῶν τὸ ἀτέλειωτο ἀναγάλλιασμα
Ἐνῷ φέγγει ὁ οὐρανὸς εἰς τὴ θωριά της,
Ὁποῦ, ὡς φοβᾶται, δὲν τὴ συχωράει,
Ὡς νἄβλεπε τὸ μέγα ἁμάρτημά της
Κάθ’ ἄστρο γαληνὸ ποῦ τοὺς τηράει –
Τ’ ἀγκάλιασμα Κι οἱ πλήθιοι στεναγμοὶ
Δεμένους τοὺς κρατοῦν ἀκόμη ἐκεῖ.
Ἀλλ’ ἔφθασε ἡ συιγμὴ νὰ χωρισθοῦν,
Μὲ βαρειὰ τὴν καρδιὰ καὶ τρομασμένοι,
Ἀπ’ ταῖς ἀνατριχίλαις παγωμένοι
ὁποῦ γοργὰ τὸ κρῖμ’ ἀκολουθοῦν.
V
Καὶ ὁ Οὗγος πάει στὴν ἔρημή του κλίνη.
Ἄλλου γυναῖκα ἐκεῖ νὰ ἐπιθυμήσῃ,
πλὴν τ’ ἄπιστο κεφάλι της ἐκείνη
Σιμὰ στὸν καλὸν ἄνδρα θ’ ἀκουμβήσῃ.
Στὸν ὕπνον ὅμως δείχνει θερμασμένη
VI
Τὴ σφίγγει στὴν καρδιά του κοιμημένη,
Γροικῶντας κάθε λέξη της κομμένη·
Κι ἀκούει – τί σαστίζει κι ὅλος φρίκη
Σὰ νἄκουε τ’ Ἀρχαγγέλου τὴ φωνή;
Καὶ πῶς νὰ μὴ σαστίσῃ; Καταδίκη
Δὲ θὲ νὰ τοῦ βροντᾷ πλιὸ τρομερὴ
Στὸ μνῆμα ὅταν γιὰ πάντα θὰ ξυπνήσῃ
Τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ γιὰ ν’ ἀντικρύσῃ.
Πῶς νὰ μὴ φρίξῃ; Τὴ γλυκειά του εἰρήνη
Ἡ μιλιὰ τοῦ κατάστρεψεν ἐκείνη.
Ἕνα μουρμουρητὸ ἀποκοιμισμένο,
Τὄνομ’ αὐτὸ σιγὰ ψιθυρισμένο,
Τῆς γυναικὸς τὸ κρῖμα φανερόνει
Καὶ μ’ ἐντροπὴ τὸν Ἄζο κηλιδόνει.
Καὶ τίνος τὄνομα εἶναι ποῦ βογγάει
Εἰς τὸ προσκέφαλό του φοβερό,
Καθὼς τὸ κῦμα ποῦ στὴν ἄκρη σπάει
Πετῶντας τὸ σανίδι ‘ς τὸ σκληρὸ
Βράχο καὶ τὸν πνιμμένον κομματιάζει
Τὸν δύστυχο ποῦ πέφτει καὶ βουλιάζει,
Γιὰ νὰ μὴν ἀνεβῇ στὸν κόσμο πλιά;
Παρόμοια στὴν ψυχὴ τοὖλθ’ ἡ κτυπιά.
Τίνος τ’ ὄνομ’ αὐτό; Τ’ Οὕγου; Ἐκεινοῦ;
Ἀλήθεια! αὐτὸ δὲν τοὖχ’ ἐλθεῖ στὸ νοῦ!
Τοῦ Οὕγου, τοῦ παιδιοῦ μιᾶς π’ ἀγαποῦσε,
Τοῦ δικοῦ του παιδιοῦ ποῦ ἦταν κακὸς
Τῆς διεστραμμένης νειότης του καρπός,
Ὅταν τὴ Λεύκω ὁ Ἄζος ἀπατοῦσε,
Τὴν κόρη ποῦ ‘ς τὴν τρέλλα της πιστεύθη
Αὐτὸν ποῦ ἀπέκει δὲν τὴν ἐπαντρεύθη.
VII
Τὸ μαχαῖρι ἀπ’ τὴ θήκη πάει νὰ βγάλῃ,
Ἀλλὰ πρὶν ὅλο βγῇ τὸ κρύβει πάλι.
Ἄν καὶ τῆς ἄξιζε, ὅμως δὲν τολμάει
Μορφὴ νὰ σφάξῃ τόσο ἀγγελική,
Κἄν ὄχι ἐνῷ γελᾷ στὸν ὕπνο – ἐκεῖ,
Ὄχι, δὲν εἰμπορεῖ. Δὲν τὴν ξυπνάει!
Ἀλλ’ ἀπάνου της βλέπει μ’ ἕνα μάτι,
Ποῦ ἂν σηκονόνταν κείνη ἀπ’ τὸ κρεββάτι,
Θἄπεφτε πάλι πίσω κοιμισμένη
Μὲ τὴν κάθε αἴσθησή της παγωμένη.
Στὰ φρύδια του χοντραῖς σταλαματιαῖς
Ἄστραφταν εἰς τοῦ λύχνου ταῖς φωτιαῖς,
Ἀκόμη αὐτὴ κοιμοῦνταν. Δὲ μιλοῦσε.
Στὸ νοῦ του αὐτὸς ταῖς μέραις της μετροῦσε.
Κόρη Των Αθηνών
Ι.
Κόρη των Αθηνών, πριν χωριστούμε
Δώστε, ω δώστε πίσω την καρδιά μου!
Αλλιώς, μια και το στήθος μου έχει αφήσει,
Κρατήστε την, και πάρτε κι όλα τ’ άλλα!
Τον όρκο μου ακούστε πριν χαθώ,
Ζωή μου, σας αγαπώ.
ΙΙ.
Ομνύω στις πλεξίδες τις λυμένες,
Που του Αιγαίου οι αύρες τις χαϊδεύουν·
Σ’ αυτά τα βλέφαρα που κρόσσια μαύρα
Πρωτανθισμένα μάγουλα φιλούνε·
Στο βλέμμα, σαν δορκάδας αγριωπό,
Ζωή μου, σας αγαπώ.
ΙΙΙ.
Στα χείλη τούτα που λαχτάρησα να νιώσω·
Σε τούτη τη δαχτυλιδένια μέση·
Στα άνθη που φυλάς και μαρτυρούνε
Όσα οι λέξεις μου να πουν δεν στέργουν·
Στον έρωτα τη χαρά τον καημό,
Ζωή μου, σας αγαπώ.
IV.
Κόρη των Αθηνών! Έχω πια φύγει:
Γλυκειά μου, να με σκέφτεστε, όταν μόνη
Κι αν έχω πια σαλπάρει για τη Πόλη,
Καρδιά μα και ψυχή κρατά η Αθήνα:
Πώς θα μπορούσα να μη σας ποθώ;
Ζωή μου, σας αγαπώ.
Αδιάφορη Καρδιά
Αδιάφορη τούτη η καρδιά θα μένει
γιατί καρδιά καμμιά δεν συγκινεί:
κι’ όμως απαρνημένη και θλιμμένη
ματώνει στη στιγμή.
Οι μέρες μου χλωμά κίτρινα φύλλα
τ’ άνθη και της αγάπης οι καρποί
είναι σκουλήκια βούρκος και σαπίλα
και κούφιοι οι παλμοί.
Οι σπίθες που μου φεύγουν απ’ τα σπλάχνα
καθώς ηφαίστεια νησιού νεκρά
φλόγες δεν βγάνουνε παρά μιαν άχνα
σα νεκρικά πυρά.
Τον κλήρο του έρωτα που συνταράζει
ελπίδες και πόθους δεν έχω εγώ
μηδέ σκοπό πάρεξ ένα μαράζι
ένα βαρύ ζυγό.
Και να μην πω: «ούτε έτσι – μήτε τώρα…»
στα εξιλαστήρια πάθη της ζωής
ηρώων στεφάνια πλέκονται οληνώρα
θανάτου και τιμής.
Βόλια και λάβαρα! Αχός, Ελλάδα
φως μου, πώς με καλείς. Πολεμιστές
και πάλι στης ασπίδας την απλάδα
πεθαίνουν νικητές.
Ω ξύπνα! Ελλάδα μου όχι συ, ξύπνα
και βύζαξε τις ρίζες πνεύμα μου
δυνάμωσε μες των Γραικών τα δείπνα
με ένα νεύμα μου.
Πείνες της σάρκας, ηδονές και πάθος
τα βδελυρά και τερατόμορφα
Όχι! Κύττα την ομορφιά σαν λάθος
σε πρόσωπα όμορφα.
Αν κλαις τη νιότη σου, τότε μη ζήσεις!
Χρέος και θάνατος σωστός εδώ
με σφαίρες τη ζωή σου να σφαλίσεις
στο χώμα αυτό.
Γύρνα με περιέργεια το κεφάλι
μέτρα καλά, να ‘ναι φαρδύς-πλατύς
ο τάφος σου, κι’ ύστερα από την ζάλη
πέσε ν’ αναπαυτείς.
Το Νησί
Άφθονους καρπούς που η φύση
έδινε και χωρίς δουλεία
Δάσος ανέμελο μα δίχως μονοπάτι.
Κτήμα όπου η Αφθονία
άδειαζε χωρίς ντροπή
Κέρας της -χωρίς αφέντη,
όλοι ίσοι τους εκεί
Πόθο- που αιώνες πολλοί
δεν υπόταξαν ακόμη
Άνθρωποι για τη ζωή τους
να αποφασίζουν μόνοι
Γη αδούλωτη, με πλούσια
ορυχεία στα ρηχά της,
Ήλιος χρυσαφιού και φρούτα
τα γεννήματά της
Να΄ χουν την ελευθερία
σπίτι τη σπηλιά να πούνε
Κήπο γενικά που όλοι
μέσα ξένοιαστοι γυρνούνε
Όπου η Φύση ένα άνθος
τέκνων της αναγνωρίζει.
Όταν Χωρίσαμε Οι Δυο Μας
Όταν χωρίσαμε οι δυο μας, και μακρυά
μείναμε πάλι, σιωπηλοί και δακρυσμένοι
με ραγισμένες τις καρδιές μας για πολλά
χρόνια ξεκόψαμε, για χρόνια χωρισμένοι,
πλέον ωχρά τα μάγουλά σου και ψυχρά
γίναν, και πιο ψυχρό ακόμα το φιλί σου
εκείνη η ώρα που προείπε μαντικά
θλίψη για τώρα που δεν είμαι πια μαζί σου.
Τώρα το αγέρι με χαϊδεύει το πρωί,
με ψύχρα απόκοσμη στο πρόσωπο με ραίνει
μοιάζει προμάντεμα ή κάποια προβολή
όλου αυτού που τώρα νιώθω και βαραίνει.
Σπασμένοι, πια, όλοι οι όρκοι σου, κενοί
και φήμη ασήμαντη ο κόσμος πια σου δίνει
κι άμα κοντά μου τ’ όνομά σου ακουστεί
νιώθω κι εγώ κάποια ντροπή του να με κλείνει.
Κι αν σ’ αναφέρουν ενώ στέκομαι μπροστά,
βαριά καμπάνα, και σαν πένθιμή μου μούσα
με πιάνει ρίγος και με σφίγγει και μετά
τόσο πολύ, ρωτώ, γιατί σε αγαπούσα;
Αυτοί δεν ξέρουν ότι σ’ ήξερα καλά
σ’ ήξερα μέσα, έξω, άσχημο κι ωραίο
Πολύ, πολύ θα μετανιώνω και πικρά
τόσο βαθιά, ούτε σε μένα θα το λέω.
Μες στην σιωπή συναντηθήκαμε, κρυφά
μες στην σιωπή τώρα μονάχος θα θρηνήσω
για ό,τι ξέχασε η δική σου η καρδιά
και μ’ ένα ψέμα η ψυχή άφησε πίσω
και αν τυχόν, χρόνια αν περάσουνε πολλά
κάπου -τυχαία- μια φορά σε συναντήσω
πώς να σε πω; να χαιρετήσω; -Μοναχά
σιωπή και δάκρυα μπορώ να σου χαρίσω.
Ομορφιά Πώς Περπατά…
Σε μια ομορφιά πώς περπατά νυχτερινή,
σ’ έναν ανέφελο ουρανό και στολισμένο
φωτός και σκότους κάθε θαύμα θα βρεθεί
στα δυο της μάτια και σ’ αυτήν συγκερασμένο,
στο γλυκό φως που ο ουρανός έχει γι’ αυτή
=κι ας το ζητούν οι μέρες όλες- φυλαγμένο.
Μια σκιά δώσε της ή πάρ’ της μιαν αχτίδα
κι αυτή η χάρη όλη αμέσως θα χαθεί
που έχει κάθε της εβένινη πλεξίδα,
στο πρόσωπό της που απαλά φεγγοβολεί.
Οι σκέψεις χαίρονται, που ούτε μια κηλίδα
βρίσκουν σ’ αυτήν που αυτές γλυκά φιλοξενεί.
Σ’ αυτό το μέτωπο, σ’ αυτές τις παρειές
τόσο απαλά, τόσο απλά, τόσο γλυκά
χρυσά χαμόγελα, αποχρώσεις λαμπερές
λένε για μέρες που ξοδεύτηκαν καλά:
Μια απ’ τις καλύτερες, πιο ήρεμες ψυχές,
και μια καρδιά που μ’ αθωότητα αγαπά!
Άλλο Δε Τριγυρνάμε
Λοιπόν, τέλειωσε, άλλο δεν τριγυρνάμε
εμείς οι δυο μέσα στην νύχτα τόσο αργά
Κι αγάπη ακόμα στη καρδιά αν κουβαλάμε
κι αν λάμπει ακόμα το φεγγάρι δυνατά.
Το ξίφος πιο πολλά απ’ την θήκη του θα ζήσει
από το στήθος περισσότερα η ψυχή
Πρέπει η καρδιά να ανασάνει, να ηρεμήσει
πρέπει κι ο έρωτας, κι αυτός ν’ αναπαυθεί.
Τι κι αν η νύχτα έχει φτιαχτεί για ν’ αγαπούμε
πάντα ταχύς ο ερχομός του πρωινού,
Εμείς άλλο πια δεν θα τριγυρνούμε
κάτω απ’ το φως του φεγγαριού.
Τα Νησιά Της Ελλάδας
Τὰ νησιὰ τῆς Ἑλλάδας! ὦ νησιὰ βλογημένα,
Ποῦ μὲ ἀγάπη καὶ φλόγα μιὰ Σαπφὼ τραγουδοῦσε,
Ποῦ πολέμων Κι εἰρήνης δῶρα ἀνθίζαν σπαρμένα,
Ποῦ τὸ φέγγος του ὁ Φοῖβος ἀπ’ τὴ Δῆλο σκορποῦσε!
Ἄχ, ἀτέλειωτος ἥλιος σᾶς χρυσώνει ὡς τὰ τώρα,
Μὰ βασίλεψαν ὅλα, ὅλα τἄλλα σας δῶρα!
Καὶ τῆς Χίος τὴ Μοῦσα, καὶ τῆς Τέως τὴ λύρα,
Ἀντρειοσύνης κι ἀγάπης δοξαρίσματα πρῶτα,
Σὲ ἄλλους τόπους γιὰ φήμη τὰ μετάφερε ἡ Μοῖρα,
Γιατί ἡ μαύρη τους μάννα μήτε ἄ ζοῦνε δὲ ρώτα!
Κι ἀντιλάλησαν ξάφνω παραπέρα στὴ Δύση
Ἀπ’ ἐκεῖ ποῦ ἀνθίζαν τῶ «Μακάρων αἱ νῆσοι.
Τὰ βουνὰ τὸ μεγάλο Μαραθώνα θωρᾶνε,
Κι ἡ ἀθάνατη βλέπει τὰ πελάγη κοιλάδα.
Ἐδῶ πέρα μονάχος συλλογιόμουν πῶς νἆναι
Θὰ μποροῦσε καὶ πάλε μιὰ ἐλεύτερη Ἑλλάδα!
Γιατὶ πῶς νὰ κοιτάζω τὸ Περσάνικο μνῆμα,
Καὶ νὰ λέγω πῶς εἶμαι τῆς σκλαβιᾶς Κι ἐγὼ θῦμα!
Στὸν γκρεμνὸ ποῦ ἀντικρύζει τὴ μικρὴ Σαλαμῖνα,
Μιὰ φορὰ βασιλέας θρονιαζότανε. Κάτου
Δίχως τέλος καράβια μὲ τἀμέτρητα ἐκεῖνα
Μαζευόντανε πλήθη. Εἶταν ὅλα δικά του.
Τὴν αὐγὴ μὲ καμάρι τὰ μετροῦσε ἐκεῖ πέρα,
Μὰ τί γένηκαν ὅλα σάνε βράδιασε ἡ μέρα!
Ποῦ εἶν’ ἐκεῖνα! Ποῦ εἶναι, ὦ πατρίδα καημένη!
Κάθε λόγγος σου τώρα κι ἀκρογιάλι ἐβωβάθη!
Τῶν παλιῶν τῶν ἡρώων ἕνας μῦθος δὲ μένει,
Τῆς μεγάλης καρδιᾶς τους κάθε χτύπος ἐχάθη.
Καὶ τὴ λύρα σου ἀκόμα τὴν ἀφῆκες, ὠημένα!
Ἀπ’ τοὺς θείους σου ψάλτες νὰ ξεπέσῃ σ’ ἐμένα!
Μὲς στὸν ἄδοξο δρόμο ποῦ μιὰ τύχη μὲ σέρνει
Μὲ φυλὴ ποῦ σηκώνει τῆς σκλαβιᾶς ἁλυσίδα,
Κάποιο βάλσαμο κρύφιο στὸ τραγούδι μου φέρνει
Ἡ ντροπὴ ποῦ μὲ πιάνει γιὰ μιὰ τέτοια πατρίδα!
Καὶ τί νἄχῃ ἐδῶ ἄλλο ποιητὴς παρὰ μόνο
Γιὰ τοὺς Ἕλληνες πίκρα, γιὰ τὴ χώρα τους πόνο!
Πρέπει τάχα νὰ κλαῖμε μεγαλεῖα χαμένα,
Καὶ ντροπὴ νὰ μᾶς βάφῃ ἀντὶς αἷμα, σὰν πρῶτα;
Βγάλε, ὦ γῆς δοξασμένη, ἀπ’ τὰ σπλάχνα σου ἕνα
Ἱερὸ ἀπομεινάρι τῶν παιδιῶν τοῦ Εὐρώτα!
Ἀπ’ ἐκειοὺς τους Τρακόσους τρεῖς ἄν ἔρθουνε, φτάνουν
Ἄλλη μιὰ Θερμοπύλα στὰ βουνά σου νὰ κάνουν.
Πῶς! Ἀκόμα σωπαίνουν; Πῶς! Ἀκόμα συχάζουν;
Ὄχι, ὄχι! Ἀκούγω τὶς ψυχὲς ἀπ’ τὸν ᾍδη
Σὰν ποτάμι ποῦ τρέχει μακρινὰ, νὰ φωνάζουν:
«Ἕνας μόνο ἄς σαλέψῃ ζωντανὸς, καὶ κοπάδι
Ἀπ’ τῆ γῆς ἀποκάτου λεβεντιὰ ξεκινοῦμε.
Εἶναι αὐτοὶ ποῦ κοιμοῦνται· ἐμεῖς ἀκομα σ’ ἀκοῦμε!
Ἄχ, τοῦ κάκου, τοῦ κάκου! ἄλλες λύρες στὰ χέρια!
Μὲ σαμιώτικο τώρα τὸ ποτήρι ἄς γεμίσῃ.
Ἄφινε αἷμα καὶ μάχες γιὰ τὰ τούρκικα ἀσκέρια,
Καὶ καθένας τὸ αἷμα τοῦ ἀμπελιοῦ του ἄς μᾶς χύσῃ!
Δές τους! Ὅλοι ξυπνᾶνε καὶ πετοῦν ὡς ἀπάνω,
Τοῦ μικρόψυχου Βάκχου τὸ ἐγκώμιο σὰν κάνω!
Τὸν Πυρρίχιο χορό σας ὡς τὰ τώρα βαστᾶτε,
Ἡ Πυρρίχια ἡ «φάλαγξ ποῦ νὰ πῆγε, καημένοι!
Ἀπὸ δυὸ τέτοια δῶρα πῶς ἐκεῖνο ξεχνᾶτε
Ποῦ ψυχὲς ἀντρειώνει καὶ καρδιὲς ἀνεσταίνει!
Καὶ τὰ γράμματα ἀκόμα ἑνὸς Κάδμου κρατεῖτε·
Τάχα νἆταν γιὰ σκλάβους τὰ ψηφιά του θαρρεῖτε;
Τὸ Σαμιώτικο χύνε στὸ ποτήρι ὡς τὰ χείλη!
Ὄξω οἱ λῦπες! Ἐλᾶτε μὲ τὴν πλώσκα γεμάτη!
Ἔτσι ἔψελνε ὁ θεῖος Ἀνακρέοντας, φίλοι!
Σκλάβος εἶταν Κι ἐκεῖνος, μὰ ἑνὸς Πολυκράτη.
Ἀπὸ ξένους τυράννους δὲν ἐγνώριζαν τότες·
Εἶταν αἷμα δικό τους, σὰν κι αὐτοὺς πατριῶτες.
Τὴ Χερσόνησο ἕνας μιὰ φορὰ τυραννοῦσε,
Μὰ διαφέντευε πρῶτος τὰ καλὰ, τὴν τιμή της.
Μιλτιάδη τὸν λέγαν. Ἄχ, καὶ πάλε νὰ ζοῦσε!
Ἕνα ἄς εἶχε ἡ πατρίδα τέτοιο πάλε παιδί της!
Βασιλιὰς σὰν Κι ἐκεῖνον ποιό λαὸ δὲ μαγεύει!
Βασιλιὰς ποῦ μὲ ἀγάπη μοναχὴ σὲ δεσμεύει.
Στὸ ποτήρι μου πάλε τὸ Σαμιώτικο χύνε!
Στὸ Σουλιώτικο βράχο, πρὸς τῆς Πάργας τὸ χῶμα,
Γενεὰ σιδερένια ὡς τὰ σήμερα εἶναι,
Ποῦ ἀπὸ μάννες Δωρίδες λὲς καὶ βγαίνει ἀκόμα.
Ἴσως μένει ἐκεῖ πέρα κάποιος σπόρος κρυμμένος,
Ποῦ θὰ δείξῃ ἄ δὲν εἶναι Ἡρακλείδικο γένος.
Ἀπ’ τοὺς ἄπιστους Φράγκους λευτεριὰ μὴ ζητᾶτε!
Ἐκεῖ ζοῦν ἡγεμόνες ποῦ πουλοῦν κι ἀγοράζουν.
Μὲ δικό σας τουφέκι καὶ σπαθὶ πολεμᾶτε!
Αὐτοῦ θἄβρετ’ ἐλπίδα, κι ὅ,τι θέλουν ἄς τάζουν.
Ζυγὸς Τούρκου, μὲ Φράγκου πονηριὰ σὰν ταιριάσουν
Τὴν ἀσπίδα, ὅσο νἆναι δυνατὴ, θὰ τὴ σπάσουν.
Μὲ Σαμιώτικο πάλε τὸ ποτήρι ἄς γεμίσῃ!
Μὲς στὸν ἴσκιο χορεύουν οἱ κοπέλλες μας πάλι·
Σὰν τὰ μαῦρα τους μάτια δὲν εἶδε ἄλλα ἡ φύση,
Μὰ σὰ βλέπω τὴ νιότη καὶ τἀφρᾶτα τους κάλλη,
Τὸ δικό μου τὸ μάτι τὸ θολώνει μιὰ στάλα,
Ποῦ γιὰ σκλάβους τὸ θένε τῶ βυζιῶν τους τὸ γάλα!
Στοῦ Σουνιοῦ θὰ καθίσω τὸ μαρμάρινο βράχο,
Σύντροφό μου τὸ κῦμα τοῦ Αἰγαίου θὰ κάνω,
Αὐτὸ ἐμένα νἀκούγῃ, Κι ἐγὼ ἐκεῖνο μονάχο,
Κι ἐκεῖ ἀπάνω σὰν κύκνος μὲ τραγούδι ἄς πεθάνω.
Δὲ σηκώνει ἡ ψυχή μου σκλάβα γῆ! Χτύπα κάτω
Τῆς σκλαβιᾶς τὸ ποτήρι, κι ἄς πάῃ νἆναι γεμᾶτο!
=ΓΡΆΨΑΝΕ:
Βύρων
Εκατό χρόνια πέρασαν. Δεν πέρασες. Μιλεί
για σε η κλαγγή του χρυσαϊτού κι η αναπνοή των κρίνων.
Στων Πιερίδων τους ναούς και θρόνοι και βωμοί
για σένα και στη μνήμη των Ελλήνων.
Όπου έκλεισες τα μάτια σου, στη θύμησή μου ακόμα
ξένων αθρώπων ερχομούς και λατρεμούς κρατώ
στην πέτρα που σ΄ ανάπαψε, στο που πάτησες χώμα
η πέτρα ήταν προσκύνημα, το χώμα φυλαχτό.
…
Σ΄ εσέ του Αρχίλοχου η χολή και της Σαπφώς η φλόγα,
της βιβλικής σου χώρας ο οίστρος ο σαιξπηρικός,
άμοιαστης Μούσας βύζαξες τρικυμισμένης ρώγα,
στη γη μας ήρθες θεόσταλτος Τυρταίος ρωμαντικός.
…
Εκατό χρόνια πέρασαν. Δεν πέρασες . Και ζεις
με των αϊτών το πέταγμα και με των άγριων κρίνων
την ευωδιά, στο λυρισμό, στη σκέψη, στης ψυχής
τα πάθη, και στη δόξα των Ελλήνων.
Κωστής Παλαμάς
Βύρων
Ἔνιωσεν ὅτι
τοῦ ἦσαν οἱ στίχοι
ἄχαρη τύχη
καὶ ματαιότη.
Ἡ ὁρμή του ἡ πρώτη
πιὰ δὲν ἀντήχει,
ἀλλά, στὰ τείχη,
ἔνδοξη νιότη.
Γίνονται οἱ γέροι
γαῦροι. Θὰ ὁρμήση
ἀνδρῶν λουλούδι.
Κι ὁ Μπάϊρον ξέρει
πῶς νὰ τὸ ζήση
τὸ θεῖο Τραγούδι.
Κώστας Καρυωτάκης
Ο Θάνατος Του Βύρωνα
(αποσπ.)
1
Λευτεριά, γιὰ λίγο πάψε
νὰ χτυπᾶς μὲ τὸ σπαθί.
Τώρα σίμωσε καὶ κλάψε
εἰς τοῦ Μπάιρον τὸ κορμί.
2
Καὶ κατόπι ἂς ἀκλουθοῦνε
ὅσοι ἐπράξανε λαμπρά.
ἀποπάνου του ἂς χτυποῦνε
μόνο στήθια ἡρωικά.
3
Πρῶτοι ἂς ἔλθουνε οἱ Σουλιῶτες,
καὶ ἀπ᾿ τὸ Λείψανον αὐτὸ
ἂς μακραίνουνε οἱ προδότες
καὶ ἀπ᾿ τὰ λόγια ὁποῦ θὰ πῶ.
4
Φλάμπουρα, ὄπλα τιμημένα,
ἂς γυρθοῦν κατὰ τὴ γῆ,
καθὼς ἤτανε γυρμένα
εἰς τοῦ Μάρκου τὴ θανή,
5
ποῦ βαστοῦσε τὸ μαχαίρι,
ὅταν τοῦ ῾λειψε ἡ ζωή,
μεσ᾿ στὸ ἀνδρόφονο τὸ χέρι,
καὶ δὲν τ᾿ ἄφηνε νὰ βγεῖ.
6
Ἀναθράφηκε ὁ γενναῖος
στῶν ἁρμάτων τὴν κλαγγή.
Τοῦτον ἔμπνευσε, ὄντας νέος,
μία θεὰ μελωδική…..
Διονύσιος Σολωμός
