( Albert Camus: The Guest ) μτφρ.: Χατζηαλεξάνδρου Πάτροκλος
Ο δάσκαλος παρακολουθούσε τους δυο άντρες να σκαρφαλώνουν προς το μέρος του. Ο ένας ήταν έφιππος, ο άλλος με τα πόδια. Δεν είχαν ακόμη αντιμετωπίσει την απότομη ανηφοριά που οδηγούσε στο σχολείο κι ήτανε χτισμένο στη πλαγιά του λόφου. Βαδίζανε μπροστά, προχωρώντας αργά στο χιόνι, ανάμεσα στις πέτρες, στην απέραντη έκταση του ψηλού, έρημου οροπεδίου. Από καιρό σε καιρό το άλογο σκόνταφτε. Χωρίς να έχει ακούσει τίποτα ακόμα, μπορούσε να δει την ανάσα να βγαίνει από τα ρουθούνια του αλόγου. Ένας από τους δυο, τουλάχιστον, γνώριζε τη περιοχή.

Ακολουθούσανε το μονοπάτι αν κι είχε εξαφανιστεί πριν από μέρες κάτω από ένα παχύ στρώμα βρώμικου λευκού χιονιού. Ο διευθυντής του σχολείου υπολόγισε ότι θα τους έπαιρνε μισή ώρα ν’ ανέβουνε στο λόφο. Έκανε κρύο, έτσι επέστρεψε στο σχολείο να πάρει ένα πουλόβερ. Διέσχισε την άδεια, παγωμένη τάξη. Στον μαυροπίνακα τα τέσσερα ποτάμια της Γαλλίας, ζωγραφισμένα με τέσσερα διαφορετικά χρώματα κιμωλίας, έρρεαν προς τις εκβολές τους, τις τελευταίες τρεις μέρες. Χιόνι είχε πέσει ξαφνικά, στα μέσα Οκτώβρη, μετά από οκτώ μήνες ξηρασίας χωρίς να ‘χει προηγηθεί βροχή κι οι είκοσι μαθητές, που λίγο-πολύ, ζούσανε στα γύρω διάσπαρτα χωριά του οροπεδίου, είχανε σταματήσει να ‘ρχονται. Με καλό καιρό θα επέστρεφαν.
Ο Νταρού ζέστανε τώρα μόνο το μονόκλινο δωμάτιο που ήταν το κατάλυμά του που γειτνίαζε με τη τάξη κι έβλεπε επίσης προς το οροπέδιο στα ανατολικά. Όπως τα παράθυρα της τάξης, το παράθυρό του έβλεπε επίσης προς το νότο. Από κείνη τη πλευρά το σχολείο απείχε λίγα χιλιόμετρα από το σημείο που το οροπέδιο άρχισε να κλίνει προς τα νότια. Με καθαρό καιρό φαινόταν ο πορφυρός όγκος της οροσειράς που το χάσμα άνοιγε στην έρημο.
Νιωθωντας κάπως ζεσταμένος πλέον, ο Νταρού επέστρεψε στο παράθυρο, που είχε δει για πρώτη φορά τους δυο άντρες. Δεν ήτανε πλέον ορατοί. Ως εκ τούτου, πρέπει να έχουν αντιμετωπίσει την ανηφοριά τώρα. Ο ουρανός δεν ήτανε τόσο σκοτεινός, γιατί το χιόνι είχε σταματήσει να πέφτει στη διάρκεια της νύχτας. Το πρωί είχε ανοίξει μ’ ένα λερωμένο φως που μόλις και μετά βίας είχε γίνει πιο φωτεινό καθώς απομακρυνότανε σιγά-σιγά η βαρειά σκέπη των νεφών. Στις δύο το μεσημέρι φαινόταν σαν να μόλις ξεκινούσε η μέρα. Αλλά και πάλι αυτό ήτανε καλύτερο από κείνες τις τρεις μέρες που το πυκνό χιόνι έπεφτε, σε αδιάσπαστο σκοτάδι με ξαφνικές μικρές ριπές ανέμου που τρίζανε τη διπλή πόρτα της τάξης. Τότε ο Νταρού είχε περάσει πολλές ώρες στο δωμάτιό του, αφήνοντάς το μόνο για να πάει στο υπόστεγο και να ταΐσει τα κοτόπουλα ή να πάρει λίγο κάρβουνο. Ευτυχώς το φορτηγό παράδοσης από το Tadjid, το κοντινότερο χωριό στα βόρεια, είχε φέρει τις προμήθειες του δυο μέρες πριν από τη χιονοθύελλα. Θα επέστρεφε σε σαράντα οκτώ ώρες.
Άλλωστε, είχε αρκετά για να αντισταθεί σε μια τέτοιου είδους πολιορκία, γιατί το μικρό δωμάτιο ήτανε γεμάτο σάκους με σιτάρι που η διοίκηση άφησε ως απόθεμα για να τα μοιράσει σε κείνους τους μαθητές του που οι οικογένειες είχαν υποφέρει πολύ από τη ξηρασία. Στη πραγματικότητα ήταν όλοι θύματα επειδή ήταν όλοι φτωχοί. Κάθε μέρα ο Νταρού μοίραζε μια μερίδα στα παιδιά. Τους είχε λείψει, ήξερε αυτές τις κακές μέρες. Πιθανόν κάποιοι από τους πατεράδες ή τα μεγάλα αδέρφια, να φτάνανε με κάποιο τρόπο σήμερα το απόγευμα, ώστε να προμηθευτούνε σιτηρά. Ήταν απλώς θέμα μεταφοράς τους στην επόμενη σοδειά. Τώρα φτάνανε πλοία με σιτάρι από τη Γαλλία και τα χειρότερα είχανε περάσει. Αλλά θα ‘τανε δύσκολο να ξεχάσουν αυτή τη φτώχεια, κείνο τον στρατό από κουρελιασμένα φαντάσματα που περιπλανώνται στο φως του ήλιου, -τα οροπέδια καίγονται σε σκόνη μήνα με το μήνα, η γη συρρικνώνεται σιγά-σιγά, κυριολεκτικά καμμένη, η κάθε πέτρα που σκάει σε σκόνη κάτω από τα πόδια του. Τα πρόβατα είχανε ψοφήσει τότε κατά χιλιάδες, ακόμη και κάμποσοι άντρες, εδώ κι εκεί μερικές φορές, χωρίς να τους ξέρει κανείς.
Σε αντίθεση με μια τέτοια φτώχεια, εκείνος που ζούσε σχεδόν σαν μοναχός στο απομακρυσμένο σχολείο του, ικανοποιημένος ωστόσο με τα λίγα που είχε και με τη σκληρή ζωή, ένιωθε σαν άρχοντας με τους ασβεστωμένους τοίχους, τον στενό καναπέ, τα άβαφα ράφια, -καλά, και την εβδομαδιαία παροχή νερού και τροφής. Και ξαφνικά έπεσε αυτό το χιόνι βαριά, χωρίς προειδοποίηση, χωρίς τη πρόγευση της βροχής. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο ήταν σκληρό να ζεις στη περιοχή, ακόμη και χωρίς άντρες -δεν βοηθούσαν ούτε τα πράγματα. Όμως ο Νταρού είχε γεννηθεί εδώ. Παντού αλλού θα ένιωθε εξόριστος.
Βγήκε στη βεράντα μπροστά από το σχολείο. Οι δύο άντρες ήτανε τώρα στα μισά της πλαγιάς. Αναγνώρισε τον καβαλάρη ως Balducci, τον γέρο χωροφύλακα που γνώριζε από παλιά. Ο Balducci κρατούσε δεμένο στην άκρη ενός σχοινιού, έναν Άραβα που περπατούσε πίσω του με τα χέρια δεμένα και το κεφάλι χαμηλωμένο. Ο χωροφύλακας έκανε ένα νεύμα χαιρετισμού που ο Νταρού δεν απάντησε, τον έχασε καθώς συλλογιζόταν τον Άραβα ντυμένο με μια ξεθωριασμένη μπλε τζελάμπα, τα πόδια του με σανδάλια αλλά καλυμμένα με κάλτσες από βαρύ ακατέργαστο μαλλί, το κεφάλι του σκεπασμένο από ένα στενό, κοντό τσετσέ. Πλησίαζαν. Ο Balducci κρατούσε το άλογό του για να μη πληγώσει τον Άραβα κι η ομάδα προχωρούσε αργά. Σε απόσταση αναπνοής, ο Balducci φώναξε:
-“Μία ώρα μου πήρε για να κάνω τα τρία χιλιόμετρα από το El Ameur!”
Ο Νταρού δεν απάντησε. Κοντός και τετράγωνος με το χοντρό πουλόβερ του, τους έβλεπε να σκαρφαλώνουν. Ούτε μια φορά ο Άραβας δεν είχε σηκώσει το κεφάλι του.
-“Γεια“, είπε ο Νταρού όταν ανέβηκαν στη βεράντα. “Ελάτε να ζεσταθείτε“.
Ο Μπαλντούτσι κατέβηκε με πόνο και κόπο από το άλογό του χωρίς ν’ αφήσει το σκοινί. Κάτω από το τριχωτό μουστάκι του χαμογέλασε στο δάσκαλο. Τα μικρά σκούρα μάτια του, βαθιά κάτω από ένα μαυρισμένο μέτωπο και με το στόμα του τριγυρισμένο με ρυτίδες, τονε κάναν να δείχνει προσεκτικός και περίεργος. Ο Νταρού πήρε το χαλινάρι, οδήγησε το άλογο στο υπόστεγο κι επέστρεψε στους δυο άντρες, που τώρα τονε περίμενανε στο σχολείο. Τους οδήγησε στο δωμάτιό του.
-“Θα ζεστάνω τη τάξη“, είπε. “Θα ‘μαστε πιο άνετα εκεί“.
Όταν μπήκε ξανά στο δωμάτιο, ο Balducci ήτανε στον καναπέ. Είχε λύσει το σχοινί που τον έδενε με τον Άραβα που ‘χε κάτσει οκλαδόν κοντά στη σόμπα. Τα χέρια του ακόμα δεμένα, έσπρωξε πίσω στο κεφάλι του τον τσετσέ και κοιτούσε προς το παράθυρο. Στην αρχή ο Νταρού παρατήρησε μόνο τα τεράστια χείλη του, παχιά, λεία, σχεδόν νέγρικα, όμως η μύτη του ήταν ίσια, τα μάτια του ήτανε σκοτεινά και γεμάτα πυρετό. Ο τσετσές αποκάλυψε ένα επίμονο μέτωπο και, κάτω από το ξεφλουδισμένο δέρμα που τώρα είχε μάλλον αποχρωματιστεί από το κρύο, ολόκληρο το πρόσωπό του είχε ένα ανήσυχο κι επαναστατικό βλέμμα που έπεσε στον Daru όταν ο Άραβας, στρέφοντας το πρόσωπό του προς το μέρος του, τον κοίταξε κατευθείαν στα μάτια.
-“Πήγαινε στο άλλο δωμάτιο“, είπε ο δάσκαλος, “και θα σου φτιάξω ένα τσάι μέντας“.
-“Ευχαριστώ“, είπε ο Balducci. “Τί αγγαρεία! Πόσο λαχταράω τη σύνταξη“. Κι απευθυνόμενος στον κρατούμενο του στα αραβικά: “Έλα, εσύ“. Ο Άραβας σηκώθηκε και, αργά, κρατώντας τους δεμένους καρπούς του μπροστά του, μπήκε στη τάξη.
Με το τσάι, ο Νταρού έφερε μια καρέκλα. Αλλά ο Μπαλντούτσι ήταν ήδη θρονιασμένος στο πλησιέστερο μαθητικο θρανίο κι ο Άραβας είχε κάτσει οκλαδόν στην έδρα του δασκάλου απέναντι στη σόμπα, που βρισκόταν ανάμεσα στο γραφείο και το παράθυρο. Όταν άπλωσε το ποτήρι του τσαγιού στον κρατούμενο, ο Νταρού δίστασε στη θέα των δεμένων χεριών του.
-“Ίσως θα πρέπει να τονε λύσεις“.
-“Σίγουρα“, είπε ο Μπαλντούτσι. “Αυτό ήταν για το ταξίδι“.
Άρχισε να σηκώνεται, αλλά ο Νταρού, βάζοντας το ποτήρι στο πάτωμα, είχε γονατίσει δίπλα στον Άραβα. Χωρίς να πει τίποτα εκείνος, τονε παρατηρούσε με μάτια όλο πυρετό. Μόλις ελευθερώθηκαν τα χέρια του, έτριψε τους πρησμένους καρπούς μεταξύ τους, πήρε το ποτήρι του τσαγιού και ρούφηξε το καυτό υγρό με γρήγορες μικρές γουλιές.
-“Καλά“, είπε ο Νταρού. “Και πού πας;”
Ο Μπαλντούτσι τράβηξε το μουστάκι του από το τσάι.
-“Ορίστε, γιε μου. Παράξενοι μαθητές!”
-“Και περνάς τη νύχτα;”
-“Οχι. Επιστρέφω στο El Ameur. Και θα παραδώσω αυτόν τον συνάδελφο στο Tinguit. Αναμένεται στο αρχηγείο της αστυνομίας“.
Ο Μπαλντούτσι κοίταζε τον Νταρού με ένα φιλικό χαμόγελο.
-“Τί είναι αυτή η ιστορία;” ρώτησε ο σχολάρχης. “Με κοροϊδεύεις;”
-“Όχι γιε μου. Αυτές είναι οι εντολές“.
-“Οι εντολές; Δεν είμαι…” δίστασε ο Νταρού, μη θέλοντας να πληγώσει τον γέρο Κορσικανό. “Εννοώ, δεν είναι δουλειά μου“.
-“Τί! Ποιο είναι το νόημα αυτού που λες; Σε καιρό πολέμου οι άνθρωποι κάνουν κάθε είδους δουλειές“.
-“Τότε θα περιμένω τη κήρυξή του!”
Ο Μπαλντούτσι έγνεψε καταφατικά.
-“Εντάξει, αλλά οι διαταγές υπάρχουνε κι αφορούνε κι εσένα“.
-“Το πράγμα φτιάχνει, όπως φαίνεται“.
-“Γίνεται λόγος για επικείμενη εξέγερση. Είμαστε κατά κάποιο τρόπο κινητοποιημένοι“.
Ο Νταρού συνέχιζε να τονε κοιτά επίμονα.
-“Άκου, γιε μου“, είπε ο Balducci. “Μου αρέσεις και πρέπει να καταλάβεις. Είμαστε μόνο μια ντουζίνα στο El Ameur για να περιπολούμε σ’ ολάκερη επικράτεια ενός μικρού τμήματος και πρέπει να επιστρέψω βιαστικά. Μου είπαν να σου παραδώσω αυτόν τον τύπο και να επιστρέψω χωρίς καθυστέρηση. Δεν μπορούσε να κρατηθεί εκεί. Το χωριό του είχε αρχίσει να μπλέκεται ανησυχητικά. ήθελαν να τονε πάρουνε πίσω. Πρέπει να τον πας αύριο στο Tinguit, πριν νυχτώσει. Είκοσι χιλιόμετρα δεν πρέπει να ενοχλούν ένα γεροδεμένο τύπο σαν εσένα. Μετά από αυτό, όλα θα τελειώσουνε, θα επιστρέψεις στους μαθητές σου και στην άνετη ζωή σου“.
Πίσω από τον τοίχο ακουγόταν το άλογο να χλιμιντρίζει και να χτυπά τις οπλές του στη γη. Ο Νταρού κοίταζε έξω από το παράθυρο τον καιρό που ξάνοιγε και το φως λαμπικάριζε σιγά-σιγά πάνω από το χιονισμένο οροπέδιο. Όταν όλο το χιόνι έλιωνε, ο ήλιος θα ξανατσουρούφλιζε τα πέτρινα χωράφια. Για μέρες, ακόμα, ο αμετάβλητος ουρανός θα ‘ριχνε το ξερό φως του στη μοναχική έκταση όπου τίποτα δεν είχε καμμία σχέση με ανθρώπινη κατάσταση ή συνθήκες διαβιωσης.
-“Τελικά“, είπε, γυρίζοντας προς τον Balducci, “τί έκανε;” Και, πριν ανοίξει το στόμα του ο χωροφύλακας, ρώτησε: “Μιλάει γαλλικά;”
-“Όχι, ούτε λέξη. Τονε ψάχναμε ένα μήνα, αλλά τονε κρύβανε. Σκότωσε τον ξάδερφό του“.
-“Είναι εναντίον μας;”.
-“Δεν νομίζω. Αλλά ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος μ’ αυτούς“.
-“Γιατί σκότωσε;”
-“Μια οικογενειακή διαμάχη, νομίζω. Ο ένας χρωστούσε στον άλλο σιτηρά φαίνεται. δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο. Με λίγα λόγια, σκότωσε τον ξάδερφό του με λεπίδι. Ξέρεις, σαν πρόβατο… κλάτς!”
Ο Μπαλντούτσι έκανε τη χειρονομία σα να τραβούσε μια λεπίδα στο λαιμό του κι ο Άραβας, που τράβηξε τη προσοχή του, τονε κοίταξε με αγωνία. Ο Νταρού ένιωσε μια ξαφνική οργή εναντίον του άντρα, εναντίον όλων των ανθρώπων με τη σάπια κακία τους, το ακούραστο μίσος τους, τη λαγνεία τους για αίμα. Αλλά το μπρίκι τραγουδούσε στη σόμπα. Σέρβιρε στο Balducci περισσότερο τσάι, δίστασε, μετά σέρβιρε ξανά τον Άραβα, που για δεύτερη φορά, το ήπιε μανιωδώς. Τα σηκωμένα του χέρια κάνανε τη ζελάμπα να πέσει ανοιχτή κι ο δάσκαλος είδε το λεπτό, μυώδες στήθος του.
-“Ευχαριστώ, παιδί μου“, είπε ο Balducci. “Και τώρα, φεύγω“.
Σηκώθηκε και πήγε προς τον Άραβα, βγάζοντας ένα μικρό σχοινί από τη τσέπη.
-“Τί κάνεις;” ρώτησε ξερά ο Νταρού. Ο Μπαλντούτσι, ανήσυχος, του έδειξε το σχοινί. “Μην ενοχλείσαι“.
Ο γέρος χωροφύλακας δίστασε.
-“Από σένα εξαρτάται, φυσικά. Είσαι οπλισμένος;”
-“Έχω το κυνηγετικό μου όπλο“.
-“Πού;”
-“Στο πορτμπαγκάζ“.
-“Πρέπει να το ‘χεις κοντά στο κρεβάτι σου“.
-“Γιατί; δεν έχω να φοβηθώ τίποτα“.
-“Είσαι τρελλός, γιε μου. Αν γίνει εξέγερση, κανείς δεν είναι ασφαλής, βράζουμε όλοι στο ίδιο καζάνι“.
-“Θα υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Θα ‘χω το χρόνο να τους δω να ‘ρχονται“.
Ο Μπαλντούτσι γέλασε και ξαφνικά το μουστάκι κάλυψε τα λευκά δόντια.
-“Θα ‘χεις χρόνο; Εντάξει, αυτό ακριβώς έλεγα. Πάντα ήσουνα λίγο… ραγισμένος. Γι’ αυτό μ’ αρέσεις, έτσι ήταν ο γιος μου“. Την ίδια στιγμή έβγαλε το περίστροφό του και το ‘βαλε στο γραφείο. “Κράτα το!”
-“Δεν χρειάζομαι δύο όπλα από ‘δώ στο El Ameur“.
Το περίστροφο έλαμπε πάνω στη μαύρη μπογιά του τραπεζιού. Όταν ο χωροφύλακας στράφηκε προς το μέρος του, ο δάσκαλος έπιασε τη μυρωδιά από αλογίσιο δέρμα.
-“Άκου, Μπαλντούτσι“, είπε ξαφνικά ο Νταρού, “κάθε κομμάτι αυτού με αηδιάζει και πρώτα απ’ όλα ο συνάδελφός σου εδώ. Αλλά δεν θα τονε παραδώσω. Πολέμησε ναι εντάξει, αν έπρεπε. Αλλά όχι αυτό”.
Ο γέρος χωροφύλακας στάθηκε μπρος του και τονε κοίταξε αυστηρά.
-“Είσαι ανόητος“, είπε αργά. “Ούτε εμένα μ’ αρέσει, δεν συνηθίζω να κρεμάω έναν άντρα,-ακόμα και μετά από χρόνια ντρέπεσαι -ναι, ντρέπεσαι. Αλλά δεν μπορείς να τους αφήσεις να ‘χουνε τον τρόπο τους“.
-“Δεν θα τονε παραδώσω“, είπε ξανά ο Νταρού.
-“Είναι εντολή, γιε μου και θα σε αναφέρω“.
-“Σωστά. Πες τους αυτό που σου είπα: δεν θα τονε παραδώσω“.
Ο Μπαλντούτσι έκανε ορατή προσπάθεια να επιλύσει το ξαφνικό πρόβλημα. Κοίταξε τον Άραβα και τον Νταρού. Επιτέλους αποφάσισε.
-“Όχι, δεν θα τους πω τίποτα. Αν θες να τον αφήσεις, κάντο. Δεν θα σε καταγγείλω. Έχω εντολή να παραδώσω τον κρατούμενο και το κάνω. Και τώρα θα υπογράψεις αυτό το χαρτί για μένα“.
-“Δεν χρειάζεται. Δεν θ’ αρνηθώ ότι μου τονε παρέδωσες“.
-“Μην είσαι κακός μαζί μου. ξέρω ότι θα πεις την αλήθεια. Κατάγεσαι από ‘δώ κι είσαι άντρας. Αλλά πρέπει να υπογράψεις, αυτός είναι ο κανόνας“.
Ο Νταρού άνοιξε το συρτάρι του, έβγαλε ένα μικρό τετράγωνο μπουκάλι μωβ μελάνι, τη κόκκινη ξύλινη θήκη με το στυλό του λοχία που χρησιμοποιούσε για τη κατασκευή μοντέλων τεχνοτροπίας κι υπέγραψε. Ο χωροφύλακας δίπλωσε προσεκτικά το χαρτί και το ‘βαλε στο πορτοφόλι. Μετά προχώρησε προς τη πόρτα.
-“Θα σε ξεπροβοδίσω και θα σε χαιρετίσω“, είπε ο Νταρού.
-“Όχι“, είπε ο Balducci. “Δεν ωφελεί να ‘σαι ευγενικός. Με πρόσβαλες“.
Κοίταξε τον Άραβα, ακίνητο στο ίδιο σημείο, ξεφύσησε με απογοήτευση και γύρισε προς τη πόρτα.
-“Αντίο, γιε μου“, είπε, κλείνοντας τη πόρτα πίσω του.
Ο Balducci εμφανίστηκε ξαφνικά έξω από το παράθυρο και μετά εξαφανίστηκε. Τα βήματά του πνίγονταν στο χιόνι. Το άλογο αναδεύτηκε από την άλλη πλευρά του τοίχου κι αρκετά κοτόπουλα φτεροκόπησαν τρομαγμένα. Μια στιγμή αργότερα εμφανίστηκε ξανά έξω από το παράθυρο οδηγώντας το άλογο από το χαλινάρι. Προχώρησε προς τη μικρή ανηφόρα χωρίς να κοιτάξει πίσω και χάθηκε από τα μάτια του με το άλογο να τον ακολουθεί. Μια μεγάλη πέτρα ακουγόταν να κατρακυλά. Ο Νταρού στράφηκε στον κρατούμενο, που χωρίς να ανακατεύεται, δεν πήρε ποτέ τα μάτια του από πάνω του.
-“Περίμενε“, είπε ο δάσκαλος στα αραβικά και πήγε προς τη κρεβατοκάμαρα. Καθώς περνούσε τη πόρτα, το ξανασκέφτηκε, πήγε στο γραφείο, πήρε το περίστροφο και το ‘βαλε στη κωλότσεπη. Μετά, χωρίς να κοιτάξει πίσω, μπήκε στο δωμάτιό του.
Για αρκετή ώρα ξάπλωσε στον καναπέ βλέποντας τον ουρανό να σκοτεινιάζει σταδιακά, ακούγοντας τη σιωπή. Ήταν αυτή η σιωπή που του φαινόταν οδυνηρή τις πρώτες μέρες εδώ, μετά τον πόλεμο. Είχε ζητήσει μια θέση στη μικρή πόλη στους πρόποδες που χωρίζει τα πάνω οροπέδια από την έρημο. Εκεί, βραχώδεις τοίχοι, πράσινοι και μαύροι στα βόρεια, ροζ και στο χρώμα της λεβάντας στα νότια, σημάδεψαν τα σύνορα του αιώνιου καλοκαιριού. Είχε πάρει τ’ όνομά του από ένα φυλάκιο πιο βόρεια, στο ίδιο οροπέδιο. Στην αρχή, η μοναξιά κι η σιωπή τον είχανε δυσκολέψει σ’ αυτές τις ερημιές που τις κατοικούσανε μόνο πέτρες. Περιστασιακά, αυλάκια δείχνανε προσπάθειες για καλλιέργεια, αλλά όταν τα είχανε σκάψει, είχε αποκαλυφθεί ένα συγκεκριμένο είδος πέτρας κατάλληλο για οικοδόμηση. Το μόνο όργωμα εδώ ήταν η συγκομιδή βράχων.
Αλλού ένα λεπτό στρώμα χώματος συσσωρευμένο στις κοιλότητες θα ξυνότανε για να εμπλουτίσει τους ασήμαντους κήπους των χωριών. Έτσι ήταν: γυμνός βράχος κάλυπτε τα τρία τέταρτα της περιοχής. Οι πόλεις ξεπήδησαν, άκμασαν και μετά εξαφανίστηκαν, άντρες πέρασαν, αγάπησαν ο ένας τον άλλον ή πολέμησαν πικρά μεταξύ τους, μετά πέθαναν. Κανείς σ’ αυτή την έρημο, ούτε αυτός, ούτε ο επισκέπτης του, δεν είχανε σημασία. Κι όμως, έξω απ’ αυτή την έρημο κανείς από τους δύο, ήξερε ο Νταρού, δεν θα μπορούσε να ‘χει ζήσει πραγματικά.
Όταν σηκώθηκε, δεν ακούστηκε θόρυβος από τη τάξη. Έμεινε έκπληκτος με την αμμέριστη χαρά που αντλούσε από την απλή σκέψη ότι ο Άραβας μπορεί να ‘χε φύγει κι ότι θα ‘ταν μόνος χωρίς να χρειαστεί να πάρει τη μεγάλη απόφαση. Όμως ο κρατούμενος ήταν εκεί. Απλώς είχε ξαπλώσει ανάμεσα στη σόμπα και στο γραφείο. Με τα μάτια ανοιχτά, κοιτούσε το ταβάνι. Σε κείνη τη θέση, τα χοντρά χείλη του ήταν ιδιαίτερα αισθητά, δίνοντάς του ένα βλέμμα μουτρωμένο.
-“Έλα“, είπε ο Νταρού. Ο Άραβας σηκώθηκε και τον ακολούθησε. Στην κρεβατοκάμαρα, ο δάσκαλος έδειξε μια καρέκλα κοντά στο τραπέζι κάτω από το παράθυρο. Ο Άραβας κάθισε χωρίς να πάρει τα μάτια του από τον Νταρού. “Πεινάς;”
-“Ναι“, είπε ο κρατούμενος.
Ο Νταρού έστρωσε το τραπέζι για δύο. Πήρε αλεύρι και λάδι, έπλασε ένα κέικ σ’ ένα τηγάνι κι άναψε τη μικρή εστία που λειτουργούσε με γκαζάκι. Ενώ το κέικ ψηνόταν, βγήκε στο υπόστεγο για να πάρει τυρί, αυγά, χουρμάδες και συμπυκνωμένο γάλα. Όταν ψήθηκε το κέικ, το ‘βαλε στο περβάζι του παραθύρου για να κρυώσει, ζέστανε λίγο συμπυκνωμένο γάλα αραιωμένο με νερό και χτύπησε τ’ αυγά ομελέτα. Σε μια από τις κινήσεις του χτύπησε το περίστροφο που ‘τανε στη δεξιά του κωλότσεπη. Άφησε κάτω το μπολ, μπήκε στη τάξη κι έβαλε το περίστροφο στο συρτάρι του γραφείου του. Όταν επέστρεψε στο δωμάτιο, έπεφτε η νύχτα. Έβαλε το φως και σέρβιρε τον Άραβα.
-“Φάε“, είπε.
Ο Άραβας πήρε ένα κομμάτι από το κέικ, το σήκωσε ανυπόμονα στο στόμα του και κοντοστάθηκε.
-“Κι εσύ;” ρώτησε.
-“Μετά από σένα. Θα φάω κι εγώ“.
Τα χοντρά χείλη άνοιξαν ελαφρά. Ο Άραβας δίστασε και μετά δάγκωσε αποφασιστικά την τούρτα. Το γεύμα τελείωσε, ο Άραβας κοίταξε τον δάσκαλο.
-“Είσαι ο δικαστής;”
-“Όχι, απλά σε κρατάω μέχρι αύριο“.
-“Γιατί τρως μαζί μου;”
-“Πεινάω“.
Ο Άραβας σώπασε. Ο Νταρού σηκώθηκε και βγήκε έξω. Έφερε πίσω ένα πτυσσόμενο κρεβάτι από το υπόστεγο, το ‘στησε ανάμεσα στο τραπέζι και τη σόμπα, κάθετα στο δικό του κρεβάτι. Από μια μεγάλη βαλίτσα που, όρθια σε μια γωνία, χρησίμευε σα ράφι για χαρτιά, πήρε δύο κουβέρτες και τις τακτοποίησε στο κρεβάτι. Μετά σταμάτησε, ένιωσε άχρηστος και κάθισε στο κρεβάτι του. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο να κάνει ή να ετοιμάσει. Έπρεπε να κοιτάξει αυτόν τον άνθρωπο. Τον κοίταξε, λοιπόν, προσπαθώντας να φανταστεί το πρόσωπό του να σκάει από οργή. Δεν μπορούσε να το κάνει. Δεν έβλεπε τίποτα παρά τα σκοτεινά αλλά γυαλιστερά μάτια και το στόμα του ζώου.
-“Γιατί τον σκότωσες;” ρώτησε με φωνή που ο εχθρικός τόνος της τον εξέπληξε.
Ο Άραβας κοίταξε αλλού.
-“Αυτός έτρεξε μακρυά. έτρεξα πίσω του“. Σήκωσε ξανά τα μάτια του στον Ντάρου κι ήταν γεμάτα από θλίψη από την ανάκριση. “Τώρα τι θα μου κάνουν;”
-“Φοβάσαι;” Δάκρυσε, στρέφοντας τα μάτια του αλλού… “Λυπάσαι;” Ο Άραβας τον κοίταξε με ανοιχτό το στόμα. Προφανώς δεν κατάλαβε. Η ενόχληση του Ντάρου μεγάλωνε. Ταυτόχρονα ένιωθε άβολα και φαντάστηκε το σώμα του σφηνωμένο ανάμεσα στα δυο κρεβάτια. “Ξάπλωσε εκεί κάτω“, είπε ανυπόμονα. “Αυτό είναι το κρεβάτι σου“.
Ο Άραβας δεν κουνήθηκε. Φώναξε στον Νταρού: “Πες μου!” Ο δάσκαλος τον κοίταξε. “Ο χωροφύλακας θα επιστρέψει αύριο;”
-“Δεν γνωρίζω.”
-“Θα ‘ρθεις μαζί μας;”
-“Δεν γνωρίζω. Γιατί;”
Ο κρατούμενος σηκώθηκε και τεντώθηκε πάνω από τις κουβέρτες, με τα πόδια του προς το παράθυρο. Το φως από τη λάμπα έπεσε κατευθείαν στα μάτια του και τα ‘κλεισε αμέσως.
-“Γιατί;” επανέλαβε ο Νταρού, όρθιος δίπλα στο κρεβάτι.
Ο Άραβας άνοιξε τα μάτια του κάτω από το εκτυφλωτικό φως και τον κοίταξε προσπαθώντας να μη βλεφαρίσει.
-“Έλα μαζί μας“, είπε.
Στη διάρκεια της νύχτας ο άνεμος δυνάμωσε. Οι κότες φτερούγισαν λίγο και μετά σώπασαν. Ο Άραβας γύρισε στο πλάι με τη πλάτη στον Νταρού, ο οποίος νόμιζε ότι τον άκουσε να γκρινιάζει. Μετά άκουσε την αναπνοή του επισκέπτη του να βαραίνει ρυθμικά. Άκουγε αυτή την ανάσα τόσο κοντά του και συλλογιζότανε χωρίς να μπορεί να κοιμηθεί. Σε αυτό το δωμάτιο που κοιμόταν μόνος του εδώ κι ένα χρόνο, αυτή η παρουσία τον ενοχλούσε. Αλλά τον ενόχλησε επίσης επιβάλλοντάς του ένα είδος αδελφοσύνης που γνώριζε καλά αλλά αρνιόταν να δεχτεί υπό τις παρούσες συνθήκες. Άντρες που μοιράζονται τα ίδια δωμάτια, στρατιώτες ή αιχμάλωτοι, αναπτύσσουν μια παράξενη συμμαχία σαν, έχοντας βγάλει τη πανοπλία τους με τα ρούχα τους, να αδελφοποιούνται κάθε βράδυ, πέρα από τις διαφορές τους, στην αρχαία κοινότητα του ονείρου και της κούρασης. Αλλά ο Daru τινάχτηκε. δεν του άρεσαν τέτοιες σκέψεις κι ήταν απαραίτητο να κοιμηθεί.
Λίγο αργότερα όμως, όταν ο Άραβας αναδεύτηκε ελαφρά, ο δάσκαλος δεν κοιμόταν ακόμα. Όταν ο επισκέπτης έκανε μια δεύτερη κίνηση, ο Νταρού παρέμεινε σ’ εγρήγορση. Ο Άραβας σηκωνόταν αργά στα χέρια του με σχεδόν τη κίνηση ενός υπνοβάτη. Καθισμένος όρθιος στο κρεβάτι, περίμενε ακίνητος χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του προς τον Νταρού, σαν να τον άκουγε με προσοχή. Ο Ντάρου δεν κουνήθηκε, -μόλις του είχε περάσει από το νου πως το περίστροφο ήταν ακόμα στο συρτάρι του γραφείου του. Ήταν καλύτερα να δράσει αμέσως. Ωστόσο, συνέχισε να παρατηρεί τον κρατούμενο, ο οποίος, με την ίδια ολισθηρή κίνηση, έβαλε τα πόδια του στο έδαφος, περίμενε ξανά και μετά άρχισε να σηκώνεται αργά. Ο Νταρού ήταν έτοιμος να τον φωνάξει όταν ο Άραβας άρχισε να περπατάει, με έναν αρκετά φυσικό αλλά εξαιρετικά σιωπηλό τρόπο.
Κατευθυνόταν προς τη πόρτα στο τέλος του δωματίου που άνοιγε στο υπόστεγο. Σήκωσε το μάνδαλο με προφύλαξη και βγήκε έξω σπρώχνοντας τη πόρτα πίσω του αλλά χωρίς να τη κλείσει. Ο Ντάρου δεν είχε ανακατευτεί. “Φεύγει”, σκeφτηκε απλώς. “Καλό ξεμπέρδεμα!” Κι όμως άκουγε με προσοχή. Οι κότες δεν φτεροκόπησαν, ο επισκέπτης πρέπει να βρίσκεται στο πλάτωμα. Ένας αμυδρός ήχος νερού έφτασε στ’ αυτιά του και δεν ήξερε τι ήταν μέχρι που ο Άραβας στάθηκε πάλι στη πόρτα, την έκλεισε προσεκτικά κι επέστρεψε στο κρεβάτι χωρίς να βγάλει τον παραμικρό ήχο. Τότε ο Νταρού του γύρισε τη πλάτη κι αποκοιμήθηκε. Ακόμα αργότερα φαινόταν, από τα βάθη του ύπνου του, ν’ ακούει κρυφά βήματα γύρω από το σχολείο. “Ονειρεύομαι! Ονειρεύομαι!” επανέλαβε στον εαυτό του. Και συνέχισε να κοιμάται.
Στη μέση της νύχτας, ο Νταρού δεν κοιμόταν ακόμα. Είχε πάει για ύπνο αφού γδύθηκε εντελώς. γενικά κοιμόταν γυμνός. Αλλά όταν ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι δεν φορούσε τίποτα, δίστασε. Ένιωθε ευάλωτος και του ήρθε ο πειρασμός να ξαναφορέσει τα ρούχα του. Μετά ανασήκωσε τους ώμους του. Άλλωστε, δεν ήταν παιδί κι, αν χρειαζόταν, μπορούσε να σπάσει τον κάθε αντίπαλό του στα δυο. Από το κρεβάτι του μπορούσε να τον παρατηρήσει, ξαπλωμένο ανάσκελα, ακίνητο ακόμα με τα μάτια κλειστά κάτω από το τραχύ φως. Όταν έσβησε το φως, το σκοτάδι φάνηκε να πήζει ξαφνικά. Σιγά-σιγά, η νύχτα ξαναζωντάνευε στο παράθυρο όπου ο ουρανός χωρίς αστέρια αναδευόταν απαλά. Ο δάσκαλος σύντομα διέκρινε το κοιμισμένο κορμί που βρισκόταν στα πόδια του. Ο Άραβας δεν κουνήθηκε, αλλά τα μάτια του μοιάζαν ανοιχτά. Ένας αδύναμος άνεμος τριγυρνούσε γύρω από το σχολείο. Ίσως να έδιωχνε τα σύννεφα κι ο ήλιος να εμφανιζόταν ξανά.
Όταν ξύπνησε, ο ουρανός ήτανε καθαρός. το χαλαρό παράθυρο έμπαζε έναν κρύο, καθαρό αέρα. Ο Άραβας κοιμόταν, καμπουριασμένος κάτω από τις κουβέρτες τώρα, με το στόμα ανοιχτό, απόλυτα χαλαρός. Αλλά όταν ο Ντάρου τον ταρακούνησε, κοίταξε τον Ντάρου με άγρια μάτια σαν να μη τον είχε δει ποτέ και με τόσο τρομαγμένη έκφραση που ο δάσκαλος έκανε πίσω.
-“Μη φοβάσαι. Εγώ είμαι. Πρέπει να φας“. Ο Άραβας ένευσε ναι με το κεφάλι. Η ηρεμία είχε επιστρέψει στο πρόσωπό του, αλλά η έκφρασή του ήταν άδεια κι άτονη.
Ο καφές ήταν έτοιμος. Το ήπιαν καθισμένοι μαζί στο πτυσσόμενο κρεβάτι καθώς έτρωγαν τα κομμάτια από το κέικ. Τότε ο Νταρού οδήγησε τον Άραβα κάτω από το υπόστεγο και του ‘δειξε τη βρύση όπου έπλενε. Γύρισε στο δωμάτιο, δίπλωσε τις κουβέρτες και το κρεβάτι, έφτιαξε το δικό του και τακτοποίησε το δωμάτιο. Μετά πέρασε από τη τάξη και βγήκε στη βεράντα. Ο ήλιος είχε ήδη ανατείλει στο γαλάζιο ουρανό, ένα απαλό, λαμπερό φως έλουζε το έρημο οροπέδιο. Στη κορυφογραμμή το χιόνι έλιωνε κατά σημεία. Οι πέτρες ήταν έτοιμες να εμφανιστούν ξανά. Σκυμμένος στην άκρη του οροπεδίου, ο δάσκαλος κοίταξε την έρημη έκταση. Σκέφτηκε τον Μπαλντούτσι. Τον είχε πληγώσει, γιατί τον είχε αποβάλει με τρόπο σαν να μην ήθελε να συνδεθεί μαζί του. Άκουγε ακόμα τον αποχαιρετισμό του χωροφύλακα και, χωρίς να ξέρει γιατί, ένιωθε περίεργα κενός κι ευάλωτος. Εκείνη τη στιγμή, από την άλλη πλευρά του σχολείου, ο επισκέπτης έβηξε. Ο Νταρού τον άκουσε σχεδόν έξαλλος με τον εαυτό του και πέταξε ένα βότσαλο που σφύριξε στον αέρα πριν βυθιστεί στο χιόνι. Το ηλίθιο έγκλημα αυτού του ανθρώπου τον εξόργισε, αλλά να τονε παραδώσει ήταν αντίθετο με τη τιμή. Και μόνο που το σκέφτηκε τον έκανε να νιώσει ταπεινός κι ηλίθιος και καταράστηκε ταυτόχρονα και τους δικούς του που του ‘χανε στείλει αυτόν τον Άραβα, τον Άραβα που τόλμησε να σκοτώσει και δεν κατάφερε να ξεφύγει. Ο Νταρού σηκώθηκε, περπάτησε γύρω στη βεράντα συλλογισμένος, στάθηκε ακίνητος λιγάκι και μετά επέστρεψε στο σχολείο.
Ο Άραβας, σκυμμένος πάνω από το τσιμεντένιο πάτωμα του υπόστεγου, έπλενε τα δόντια του με δύο δάχτυλα. Ο Νταρού τονε κοίταξε κι είπε:
-“Έλα“. Επέστρεψε στο δωμάτιο μπρος από τον κρατούμενο. Έβαλε ένα κυνηγετικό μπουφάν πάνω από το πουλόβερ του και φόρεσε παπούτσια για περπάτημα στο χιόνι. Όρθιος, περίμενε ώσπου ο Άραβας να φορέσει το τσετσέ και τα σανδάλια του. Πήγανε στη τάξη και τότε ο δάσκαλος του ‘δειξε την έξοδο, λέγοντας: “Εμπρός”. Ο επισκέπτης δεν κουνήθηκε.
-“Έρχομαι, περίμενε“, είπε ο Νταρού. Ο Άραβας βγήκε έξω. Ο Νταρού επέστρεψε στο δωμάτιο κι έφτιαξε ένα πακέτο με κομμάτια παξιμάδι, χουρμάδες και ζάχαρη. Στη τάξη, πριν βγει έξω, δίστασε για ένα δευτερόλεπτο μπρος στο γραφείο του, μετά πέρασε το κατώφλι και κλείδωσε τη πόρτα. “Αυτός είναι ο τρόπος“, είπε. Ξεκίνησε προς τα ανατολικά, ακολουθούμενος από τον επισκέπτη. Όμως, σε μικρή απόσταση από το σχολείο, νόμιζε πως άκουσε έναν ελαφρύ ήχο πίσω τους. Έκανε μερικα βήματα, εξέτασε το περιβάλλον του σπιτιού, δεν υπήρχε κανείς εκεί. Ο Άραβας τον παρακολουθούσε χωρίς να φαίνεται να καταλαβαίνει.
-“Έλα“, είπε ο Νταρού.
Περπατήσανε για καμμιάν ώρα και ξεκουραστήκανε δίπλα σ’ ένα ασβεστολιθικό βράχο. Το χιόνι έλιωνε όλο και πιο γρήγορα κι ο ήλιος έπινε αμέσως τις λακκούβες, καθαρίζοντας γρήγορα το οροπέδιο, που σταδιακά στέγνωνε και έμοιαζε να δονείται με τον αέρα. Όταν συνέχισαν να περπατάνε, το έδαφος πλέον χτυπούσε κάτω από τα πόδια τους. Από καιρό σε καιρό κάποιο πουλί φτεροκοπούσε στο χώρο μπρος τους κι άφηνε ένα χαρούμενο κελάηδισμα. Ο Νταρού εισέπνευσε βαθιά το φρέσκο πρωινό φως. Ένιωθε κάπως συνεπαρμένος μπρος στην απέραντη γνώριμη έκταση, τώρα σχεδόν εξ ολοκλήρου κίτρινη κάτω από το γαλάζιο θόλο του ουρανού. Περπατήσανε καμμιάν ώρα ακόμη, κατεβαίνοντας προς τα νότια.
Φτάσανε σ’ υψίπεδο αποτελούμενο από κομματιασμένους βράχους. Από ‘κεί και πέρα, το οροπέδιο κατηφόριζε, προς τα ανατολικά, προς μια χαμηλή πεδιάδα όπου υπήρχανε λίγα κωνοφόρα δέντρα και προς τα νότια, ξεχώριζε κανείς προεξοχές βράχων που δίνανε στο τοπίο μια χαοτική όψη. Ο Daru ερεύνησε τις δυο κατευθύνσεις. Δεν υπήρχε τίποτα παρά ο ουρανός στον ορίζοντα. Δεν φαινόταν άνθρωπος. Γύρισε προς τον Άραβα, που τονε κοιτούσε ανέκφραστος. Του ‘δωσε το πακέτο.
-“Πάρ’το“, είπε. “Υπάρχουν χουρμάδες, ψωμί και ζάχαρη. Μπορείς ν’ αντέξεις για δυο μέρες. Εδώ είναι και χίλια φράγκα“. Ο Άραβας πήρε το πακέτο και τα χρήματα, αλλά τα κράτησε στα χέρια του στο ύψος του στήθους σα να μην ήξερε τι να κάνει μ’ αυτά που του δίνανε. “Κοιτάξτε τώρα“, είπε ο δάσκαλος καθώς έδειξε προς την ανατολή, “εκεί είναι ο δρόμος για το Τίνγκουιτ. Έχεις δυο ώρες περπάτημα. Στο Tinguit θα βρεις τη διοίκηση και την αστυνομία. Σε περιμένουν“. Ο Άραβας κοίταξε προς την ανατολή, κρατώντας ακόμα το πακέτο και τα χρήματα στο στήθος. Ο Ντάρου πήρε τον αγκώνα του και τον έστρεψε μάλλον πρόχειρα προς το νότο. Στους πρόποδες του ύψους που στέκονταν διακρινόταν ένα αχνό μονοπάτι.”Αυτό είναι το μονοπάτι στο οροπέδιο. Σε μια μέρα με τα πόδια από εδώ θα βρεις βοσκοτόπια και τους πρώτους νομάδες. Θα σε πάρουνε και θα σε προστατέψουνε σύμφωνα με το νόμο τους“.
Ο Άραβας είχε στραφεί τώρα προς τον Νταρού κι ένα είδος πανικού ήταν ορατό στην έκφρασή του.
-“Άκου…“, είπε. Ο Νταρού κούνησε το κεφάλι του:
-“Όχι, μείνε ήσυχος. Τώρα σ’ αφήνω“.
Του γύρισε τη πλάτη, έκανε δυο μεγάλα βήματα προς το σχολείο, κοίταξε δισταχτικά τον ακίνητο Άραβα και ξεκίνησε ξανά. Για λίγα λεπτά δεν άκουγε τίποτα παρά μόνο το δικό του βήμα ν’ αντηχεί στο κρύο έδαφος και δεν γύρισε το κεφάλι. Λίγη ώρα αργότερα, όμως, γύρισε. Ο Άραβας ήταν ακόμα εκεί στην άκρη του λόφου, με τα χέρια του κρεμασμένα τώρα και κοίταζε τον δάσκαλο. Ο Ντάρου ένιωσε κάτι ν’ ανεβαίνει στο λαιμό, αλλά κυριάρχησε η ανυπομονησία της απόφασής του, του ‘γνεψε έναν αόριστο χαιρετισμό και ξεκίνησε ξανά. Είχε ήδη διανύσει κάποια απόσταση όταν σταμάτησε ξανά και κοίταξε. Δεν υπήρχε πια κανένας στο λόφο.
Ο Νταρού δίστασε. Ο ήλιος ήταν τώρα μάλλον ψηλά στον ουρανό κι άρχιζε να τονε χτυπά στο κεφάλι. Ξανάκανε τα ίδια βήματα για την επιστροφή αυτή τη φορά, στην αρχή κάπως αβέβαια, μετά πιο αποφασιστικά. Όταν έφτασε στο λοφάκι, τον έλουζε ο ιδρώτας. Το ανέβηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και σταμάτησε λαχανιασμένος στη κορφή. Οι βράχοι στα νότια ξεχώριζαν έντονα στο γαλάζιο του ουρανού, αλλά στη πεδιάδα στα ανατολικά άχνιζε η ζέστη που είχε ανέβει αισθητά. Και μες σ’ αυτή την ελαφριά ομίχλη, ο Νταρού, με βαρειά καρδιά, διέκρινε τον Άραβα που περπατούσε αργά στο δρόμο προς τη φυλακή.
Λίγο αργότερα, όρθιος μπρος στο παράθυρο της τάξης, παρακολουθούσε το καθαρό φως που έλουζε όλη την επιφάνεια του οροπεδίου, αλλά δεν το έβλεπε σχεδόν καθόλου. Πίσω του στον μαυροπίνακα, ανάμεσα στα ελικοειδή γαλλικά ποτάμια, απλώνονταν τα αδέξια λόγια γραμμένα με κιμωλία, που μόλις είχε διαβάσει:
“Παρέδωσες τον αδερφό μας. Θα πληρώσεις γι’ αυτό“.
Ο Νταρού κοίταξε τον ουρανό, το οροπέδιο και πιο πέρα, τις αόρατες πόλεις που απλώνονταν μέχρι τη θάλασσα. Σ’ αυτό το απέραντο τοπίο που ‘χε αγαπήσει τόσο πολύ, ήτανε μόνος…