Βιογραφικό
Ο Γάιος Βαλέριος Κάτουλλος (Gaius Valerius Catullus) ήτανε Ρωμαίος λυρικός ποιητής που έζησε τον 1ο αι.π.Χ. Γεννήθηκε πιθανώς, στη Βερόνα της βόρειας Ιταλίας το 84 π.Χ και πέθανε στα 30 του μόλις, το 54 π.Χ. Καταγόταν από πλούσια, ευυπόληπτη οικογένεια και σπούδασε στη Ρώμη. Η εποχή του σημαδεύεται από τη συνωμοσία του Κατιλίνα, τις νίκες του Πομπήιου στην Ανατολή και την επικράτηση του Καίσαρα στη Δύση. Ο ίδιος ενδιαφερόταν πιότερο για τη λογοτεχνία κι αρκετά νωρίς συνδέθηκε με τον κύκλο των λεγόμενων Νεώτερων Ποιητών (Poetae Novi), που επηρεαστήκανε πιότερο από έλληνες ποιητές της ελληνιστικής εποχής κι όχι από τη λατινική επική παράδοση κι ενδιαφέρονταν στη ποίησή τους πάρα πολύ για τον έρωτα και τα’ άλλα ανθρώπινα πάθη. Η ποίησή του στιγματίζεται από το θάνατο του αδελφού του και κυρίως από τον απελπισμένο έρωτά του για τη Κλαυδία (Clodia), την οποία αποκαλεί με το ψευδώνυμο Λεσβία, επηρεασμένος από τη Σαπφώ. Το πάθος του για τη γυναίκα αυτή, σύζυγο του πολιτικού και ρήτορα Μετέλλου (Caecilius Metellus Celer) υπήρξεν έμπνευση και βασικό θέμα σε πλήθος ποιημάτων του.
Η συλλογή των ποιημάτων του Κάτουλλου που διασώζεται αποτελείται από 11σύλλαβους, ιάμβους, επιθαλάμια, επύλλιο, ελεγείες κι επιγράμματα, αν κι υπάρχουν αμφιβολίες από τους ερευνητές κατά πόσο συνέθεσε ο ίδιος τη συλλογή αυτή ή κάποιος μεταγενέστερος εκδότης. Στο επίκεντρο της συλλογής βρίσκονται 61 μεγάλα ποιήματα (carmina maiora), με κείνα που απευθύνονται στη Λεσβία ν’ αποτελούν έναν ιδιαίτερο θεματικό κύκλο και να θεωρούνται σήμερα μοναδικά στη παγκόσμια λογοτεχνία. Τα ποιήματά του, όπως ισχυρίζεται ο Von Albrecht, είναι αδιανόητα χωρίς τον ελληνικό σπόρο, οφείλουν όμως τη δύναμη και τη φρεσκάδα τους στη ρωμαϊκή ιδιοφυΐα του ποιητή. Η λογοτεχνική τεχνική κι η γλώσσα είναι επηρεασμένες από την ελληνιστική ποίηση, όμως ο ίδιος με μοναδικό τρόπο συνδέει την ελληνική με τη ρωμαϊκή παράδοση κι εμπλουτίζει τη γλώσσα. Τα ιαμβικά ποιήματα που στρέφονται εναντίον του Καίσαρα και του περιβάλλοντός του σε συνδυασμό με τα νεωτερικά στοιχεία της ποίησής του κι η σχέση του με τη Κλαυδία προκάλεσαν λογοτεχνικές έριδες, πολιτική αναταραχή και γενικά αντιδράσεις από συντηρητικούς κύκλους της εποχής του.
Στο Μεσαίωνα το έργο του διασώθηκε σ’ ένα χειρόγραφο που χρησιμοποίησε το 10ο αι. ο επίσκοπος Βερόνας Ratherius και κατά τον 14ο αι. εμφανίζεται κώδικας από τη Γαλλία, που αργότερα χάνεται. Από τα σωζόμενα χειρόγραφα αξίζει να αναφερθούν ο Oxoniensis (O, Bodleianus Class. Lat. 30), ο Sangermanensis 1165 (G, Parisinus 14317), o Romanus (R, Vaticanus, Ottobonianus Lat. 1829). Η ποίησή του ήταν ευρύτατα γνωστή όσο ζούσε αλλά κι αργότερα, με τις επόμενες γενιές των αυγούστειων ποιητών να του οφείλουνε πραγματικά πάρα πολλά. Μόνον πρόσφατα όμως, κατά τον 20ο αιώνα αναγνωρίσθηκε η μεγάλη αξία της ποίησής του. Απηχήσεις και μελοποιήσεις ποιημάτων του θα συναντήσουμε στους Έζρα Πάουντ, Τόμας Γουάιλντερ, Καρλ Ορφ, Κόουλριτζ, Λόρδο Βύρωνα, Μίλτον, Τένισον κι ακόμα τον Άλεν Γκίνσμπεργκ.
Πυρήνας του έργου είναι το αυτοκαταστροφικό πάθος του για τη πολλαπλώς άπιστη σύζυγο του τέως πραίτωρα Κουίντιου Καικίλιου Μετέλλου, τη Κλαυδία, που με τις παλινωδίες της διατηρούσε για χρόνια τον ποιητή σε κατάσταση εξοντωτικής αμφιθυμίας. Κοινωνοί του πάθους αυτού, μα προπαντός των παροξυσμών του, εκτός βέβαια από τους οικείους και στενούς φίλους των εραστών, γίνονται άμεσα ή έμμεσα επώνυμοι κι ισχυροί άνδρες της εποχής, όπως ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρ, ο Μάρκος Τούλιος Κικέρων κι ο Μάρκος Πόρκιος Κάτων. Πάθος ζωής κι αυτοκαταστροφική μανία θανάτου, αγάπη για τους φίλους και μίσος για τους εχθρούς, ανυποχώρητος σπαρακτικός έρωτας κι έντονη αποστροφή για την άπιστη ερωμένη, έπαινος και λοιδωρία ομοτέχνων, καλλιτεχνική φιλοδοξία κι απροκάλυπτη ταυτόχρονα αδιαφορία για τη γνώμη των άλλων που ευτελίζουνε στις συζητήσεις τους ό,τι τονε κατακαίει, όλα τέλος, όσα τονε σταυρώνουνε, κατά πώς λέει ο ίδιος, συνθέσανε τα ερεθίσματα για όλη αυτή τη ποιητική εργασία.
Εποχή έντονων πολιτικών ζυμώσεων η εποχή του. Βρισκόμαστε στον αιώνα των ρωμαϊκών επαναστάσεων. Το παλιό καθεστώς, υπό τη πίεση που ασκούνε στους πατροπαράδοτους θεσμούς οι συνέπειες των νέων κατακτήσεων, υποχωρεί. Το αρχαίον άστυ, έχοντας συντρίψει ήδη τη Καρχηδόνα, έχει αποβεί ρυθμιστής των πολιτικών ισορροπιών του μεσογειακού κόσμου. Είναι σ’ όλους πια φανερό ότι η διοικητική οργάνωση της πόλης-κράτους, παρά τις σταδιακές απόπειρες προσαρμογής της στις απαιτήσεις των καιρών, δε μπορεί να αντιμετωπίσει τα τεράστια οικονομικά, στρατιωτικά, πολιτικά και πολιτιστικά ζητήματα της ιμπεριαλιστικής Ρώμης.
Χρειάζονται επομένως νέοι θεσμοί. Κι οι νέοι αυτοί θεσμοί, όπως κατά κανόνα συμβαίνει στην ιστορία, θα παραχθούν ύστερα από φρικώδεις εσωτερικούς αγώνες. Μια νέα τάξη πραγμάτων διαμορφώνεται και στεριώνει σιγά-σιγά μες από τα αίματα και τις ωδίνες της εμφύλιας διαμάχης –που κεντρική φυσιογνωμία της αναδεικνύεται ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρ. Τον Καίσαρα λοιπόν αυτό, γιό συγκλητικού, τιμωρό των πειρατών, νικητή του Μιθριδάτη, διάδοχο του θείου του, Αυρηλίου Κόττα, στη Σύγκλητο των Ποντιφίκων, διοικητή της εκείθεν των Αλπεων Γαλατίας, νικητή των Ελβετών, ήρωα του γαλατικού πολέμου, κατακτητή της Βρετανίας, ηγέτη των δημοκρατικών κι αντίπαλο της Συγκλήτου, ύπατο, γαμπρό, σύμμαχο κι εξολοθρευτή του Πομπηίου, εξαίρετο ρήτορα, εύστροφο διπλωμάτη, απαράμιλλο χειριστή ανθρώπων, ελληνότροπο ποιητή κι ιστορικό συγγραφέα, σκληροτράχηλο στρατιώτη και ντιλετάντη κοσμικό, πολυθρύλητο σύνευνο του βασιλιά της Βιθυνίας Νικομίδη, εραστή όλων των γυναικών κι ερωμένου όλων των ανδρών – τον Καίσαρα που πλησίασε τη δόξα του Μ. Αλεξάνδρου, τόλμησε να ελέγξει, να καταγγείλει, να σατιρίσει, να χλευάσει και να περιφρονήσει δημόσια κι ατιμωρητί με πασίγνωστα ποιήματά του ο Κάτουλλος.
Βέβαια ήσανε φίλοι. Ο Καίσαρας, 16 περίπου χρόνια μεγαλύτερός του, σύχναζε στο πατρικό σπίτι του ποιητή στη Βερόνα και βρίσκονταν αργότερα στους ίδιους κοσμικούς κύκλους. Το τόλμημα εντούτοις ενείχε κινδύνους. Ο Κάτουλλος αναγκάστηκε, όταν το παράκανε, να ζητήσει συγγνώμη κι ο Καίσαρ την έδωσε. Η σημασία όμως της αντίθεσής του με τον πανίσχυρο απόγονο του Αινεία δεν έγκειται τόσον ότι προβάλλει τον ανυποχώρητο αντικομφορμισμό του ποιητή, όσον ότι αποδίδει αδρά τον πλήρη πάθους χαρακτήρα του και προπαντός το βιωματικό υπόβαθρο της ποίησής του.
Ο Κάτουλλος έγραφε όπως ζούσε: Άμεσα και μ’ όλες τις αισθήσεις σε κατάσταση παροξυσμού. Ακούει, βλέπει, μυρίζεται, γεύεται, πιάνει τα πάντα γύρω του και τα κάνει στίχους. Στίχους στοχαστικούς, χλευαστικούς, πολιτικούς, κριτικούς, ερωτικούς, στίχους γεμάτους εικόνες αποδοτικές και των πέντε αισθήσεων. Οι ήρωές του, επώνυμοι οι περισσότεροι και δακτυλοδεικτούμενοι πάντα από τον ποιητή, άλλοι φίλοι κι άλλοι εχθροί του, ζούνε και στο χαρτί όσα έχουνε ζήσει στη πραγματικότητα. Διαπρέπουν, ασχημονούνε, λοιδωρούνε, λοιδωρούνται, τρώνε, πίνουνε, μεθάνε, κυλιούνται σε κρεβάτια, ξερνάνε σ’ ανάκλιντρα, διαπράττουν αιμομιξίες, επαίρονται για μοιχείες, συμμετέχουνε σε σοδομίες, έρχονται στα χέρια, χρηματίζονται, συνωμοτούνε.
Τα 116 σωζόμενα ποιήματά του μαρτυρούν ότι τίποτα και κανένα δε κράτησε μακριά από τη τέχνη του. Έγραψε ασφαλώς και λόγια ποιήματα. του σπουδαστηρίου, όπως το περί Κυβέλης, το περι Γάμων Πηλέως και Θέτιδος και το υπ’ αριθμόν 66 που πράγματι δεν είναι παρά κατά λέξη σχεδόν μετάφραση του ποιήματος “Βερενίκης Πλόκαμος‘ του Καλλίμαχου. Ο,τι όμως τονε διακρίνει είναι κατ’ εξοχήν το θάρρος των εμπειριών του και κατ’ αυτό υπήρξεν ειλικρινής, γνήσιος και προσδιοριστικός.
Η ζωή στα χρόνια της ύστερης ρωμαϊκής δημοκρατίας όχι μόνο δεν απέφευγε, αλλά κι επεδίωκε λυσσωδώς, ακόμα και τις πιο ακραίες απολαύσεις. Ολα τα βίτσια υπηρετούνταν. Όλα ήτανε χρήσιμα: Και σε αυτούς που ‘θελαν απλώς να τρυγήσουν μέχρι σταγόνας τους κύλικες των ηδονών και σε κείνους που κατέφευγαν σ’ αυτά για ν’ ανέβουν, από παντού σπρωχνόμενοι, τη κλίμακα της κοινωνικής και πολιτικής ιεραρχίας, αρκεί βέβαια να ‘τανε σε θέση να καταβάλουν το τίμημα, που δεν ήτανε -και πώς άλλωστε μες σε τέτοια κραιπάλη- χρηματικό μόνο, αλλά κι υπαρξιακό-φθοροποιό της υγείας κι όχι σπάνια ισόβαρο του θανάτου.
Αυτή η ζωή ανέμενε στις εισόδους της Ρώμης τον εύπορο νεαρό επαρχιώτη Γάιο Βαλέριο Κάτουλλο, όταν όλος νεύρο κι ορμή άφησε πίσω τη Βερόνα για να τη συναντήσει κι αυτή η ζωή τον ανέδειξε σε μεγάλο λυρικό -τον μεγαλύτερο της λατινικής γραμματείας- ζητώντας του ως αντίτιμο την ίδια τη ζωή του πριν κλείσει καλά-καλά τα 30. Τη ζωή όμως αυτή, αν και δεν της αρνήθηκε τίποτα απ’ όσα του ζητούσε, δε τη σπατάλησε στο σχετικό και το εφήμερο των περιστασιακών σχέσεων και των ανούσιων περιπετειών, που πάντως δεν του λείψαν, αλλά τη χάρισε όλη στο απόλυτο του Έρωτα, που αδυσώπητος τον οδήγησε ώς τον κοιτώνα μιας παντρεμένης αριστοκράτισσας, της Κλαυδίας του Μετέλλου ή Λεσβίας κι εκεί τον άφησε να τυραννιέται ως το τέλος.
Μια τέτοια σχέση καθημερνή, απ’ αυτές που δεν έπαψαν όσο υπάρχουν θεσμοθετημένες κοινωνίες να τροφοδοτούνε κουτσομπολιά, βεντέτες και μυθιστορήματα της πεντάρας, ανήγαγε σε αγώνα υπέρβασης των ορίων αντοχής του, σε αντιδικία με τη μοίρα κι εντέλει σε ύβρη κατά των θεών. Για τον αγώνα αυτό και για την ύβρη που διέπραξε κυνηγώντας τη με τη προοπτική της αθανασίας, όπως ο Δίας κι οι λοιποί θεοί, τον αναθεματίζει η κατά 10 χρόνια μεγαλύτερή του Λεσβία κι είναι τέτοια η ένταση της αποστροφής της ώστε θα ’λεγε κανείς ότι αναθεματίζει τον ίδιο τον Έρωτα, που όταν εμβάλλει στον πειρασμό του απολύτου τα θύματά του και τα εξαπολύει οιστρηλατημένα στο κυνήγι του ανικανοποίητου, μόνο με θάνατο ολοκληρώνεται και λυτρώνει.
Τη καθημερινή αυτή σχέση, τη σχέση μιας παντρεμένης με μικρότερό της επαρχιώτη εραστή, ο άκρως απρεπής Κάτουλλος, που έκανε τη Λεσβία πιό γνωστή από την Ωραία Ελένη αναγάγει σ’ αρχέτυπο εξιδανίκευσης της ομόλογης εμπειρίας κι αποτυπώνει σε ποιήματα τέτοιας τέχνης και τέτοιας τεχνικής που μένουν ακόμη υποδειγματικά της ισορροπίας υφέσεων κι εντάσεων, λυρισμού και σάτιρας, ελεγείας και λίβελλου, Ζωής και Τέχνης. Και το πιο θαυμαστό είναι ότι κατάφερε να προσδιορίσει 19 αιώνες ευρωπαϊκής ποίησης δίχως διόλου να πρωτοτυπήσει -ακολουθώντας απλώς, καθώς το πράξανε στο είδος τους Οράτιος κι Οβίδιος κι όλοι σχεδόν οι Λατίνοι ποιητές και καθώς έπραξαν αργότερα με Έλληνες και Λατίνους οι δυτικοί μέχρι τους συμβολιστές του 19ου αιώνα, ελληνικά κι ελληνιστικά πρότυπα -μεταφράζοντας σχεδόν τους Αλεξανδρινούς.
Το δε ακόμη θαυμαστότερο, κατάφερε να παγιώσει σε στίχους άψογης τεχνικής, σε στίχους μιας τόσο συντηρητικής ποίησης, που καθίσταται επαναστατική σχεδον και χωρίς τη παραμικρότερη απόκλιση απ’ τα παραδεδεγμένα μέτρα, όλες τις φλόγες του κολασμένου έρωτά του κι όλους του ανέμους των ασυγκράτητων παθών του δίχως να ξεφύγει από τον κανόνα. Επιτυγχάνει δηλαδή τούτο το μέγιστο: Να σεβαστεί τις μορφές που το πάθος του συντρίβει. Πονά και κραυγάζει κι ακούγεται και πείθει πέρα από τη μορφή που παραμένει αρυτίδωτη. Είναι ίσως δύσκολο να το καταλάβουμε τώρα που η αφελής μανία της πρωτοτυπίας κι η ελευθεριότητα των εκφραστικών μέσων επιτρέπει στον τεχνίτη -όποιας καλής τέχνης- δοκιμές και πειραματισμούς απεριόριστους, πόσο πειθαρχημένο ήτανε το μετρικό σύστημα των αρχαίων που κυριάρχησε, ως το 1880 περίπου και πόσο γνήσιος πρέπει να ‘ταν ο πόνος του για να αποδειχτεί μόνη εντέλει πρωτοτυπία του στη περιοχή της λυρικής ποίησης η γνησιότητα αυτή, αφού ελευθερόστομοι κι αντικορφομιστές υπήρξαν ακόμα και μεταξύ των Ελλήνων δασκάλων του.
Από τους σημαντικότερους, λοιπόν, ποιητές της Ρωμαϊκής λογοτεχνικής παράδοσης. Επηρεάστηκε από τους Αλεξανδρινούς ποιητές της εποχής του, ήταν ο 1ος που εισήγαγε στην ως τότε αυστηρή Ρωμαϊκή κοινωνία τη ποίηση για το καθημερινό και το ανθρώπινο κι όχι για τα υψηλά ιδεώδη. Έζησε στη τρικυμισμένη περίοδο του 1ου π.Χ. αιώνα, ήτανε σύγχρονος του Καίσαρα. Ήταν εποχή αναταραχών κι εμφυλίων πολέμων όπου η πόλη-κράτος, Ρώμη μετετράπη σε λίγα χρόνια σε απέραντη αυτοκρατορία, αδύνατον πια να διοικηθεί από την αριστοκρατική ολιγαρχία μ’ αποτέλεσμα να ξεπηδήσουν οι μεγάλοι Ρωμαίοι μονάρχες, όπως Καίσαρ κι Οκταβιανός.
Στο διάστημα αυτό παρακμάσανε κι οι πατροπαράδοτες ρωμαϊκές συντηρητικές αξίες του αγέλαστου κι αυστηρού καθωσπρεπισμού. Έχοντας ενσωματώσει την ελληνιστική Ανατολή, η Ρώμη υπέστη την απότομη επιρροή της αντίστοιχης μετακλασικής ελληνικής ποίησης που ‘χε πάψει να υμνεί τις παλιές αξίες κι είχε στραφεί στις απολαύσεις της καθημερινότητας. Ο 1ος Ρωμαίος ποιητής που τόλμησε να εισαγάγει αυτά τα καινά δαιμόνια στη Ρώμη ήταν ο Κάτουλλος κι η παρέα του. Μάλιστα υπέστησαν ακόμα και περιφρονητική κριτική του Κικέρωνα για το γήινο, σκωπτικό, παιχνιδιάρικο και πανέξυπνο λόγο τους. Δεν μιλούσανε για ηρωισμούς αλλά για τα πάθη της καρδιάς τους. Ήταν ουσιαστικά ο 1ος ερωτικός Ρωμαίος ποιητής. Λεπτή ευαισθησία, ερωτισμός, έντονα πάθη, ειρωνεία, χιούμορ ακόμα και χυδαιότητες εναντίον ερωτικών αντιζήλων διατρέχουνε τη προσεκτικά επεξεργασμένη ποίησή του και κάνουνε τα έργα του να φαίνονται σα βγαλμένα από τη σύγχρονη ζωή. Στα μόλις 30 χρόνια της ζωής του αγάπησε σφοδρά κι απόλυτα, αλλά και προδόθηκε άκαρδα. Από την ιστορία αυτή ξεπήδησαν μερικά από τα ωραιότερα ερωτικά ποιήματα όλων των εποχών. Ταυτόχρονα ήταν δριμύς στις κατηγόριες του, δε δίσταζε στα ποιήματά του να στιγματίζει άθλιους φίλους αλλά και πολιτικούς. Στα ποιήματα κατά του Καίσαρα και του καταχραστή γαμπρού του μπορεί να βρει κανείς δυστυχώς αναλογίες στη σημερινή πολιτική κατάσταση. Έγραφε δε, στη λαϊκή γλώσσα της εποχής του.
Από τις ξεχωριστές προσωπικότητες της αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης, λίγοι, άνδρες ή γυναίκες, μπορούν να γίνουνε θέμα μιας ολοκληρωμένης βιογραφίας. Για τον προφανή λόγο ότι δε διασώζονται αρκετά στοιχεία, στη λογοτεχνία, την αρχαιολογία και τις επιγραφές που να παρέχουν επαρκή βάση για την ανασύσταση της ζωής τους. Εξαιρούνται βέβαια ορισμένοι, όπως ο Αλέξανδρος, ο Αύγουστος, ο Ιούλιος Καίσαρας κι ίσως κάποιοι άλλοι. Για τους ποιητές, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Και μόνον ότι το έργο τους επέζησε χάρη στους αντιγραφείς του Μεσαίωνα, είναι θαύμα. Το ότι για μερικούς επέζησαν και κάποια βιογραφικά στοιχεία είναι ένα θαύμα στο τετράγωνο. Τί γνωρίζουμε για τον Όμηρο; Τίποτα! Ένα-δυο πράγματα για τη Σαπφώ και λίγα περισσότερα για τους Ρωμαίους ποιητές, τον Βιργίλιο κι Οράτιο.
Αυτό είναι ένα μειονέκτημα που έχει και τα πλεονεκτήματά του. Οι επίδοξοι βιογράφοι για να γεμίσουν τα κενά της ζωής τους αναγκάζονται να καταφύγουνε στη κοινωνία τους και την εποχή τους για να συμπληρώσουνε τα χάσματα και να παράσχουν ολοκληρωμένη εικόνα. Είναι σχεδόν αναπόφευκτο και πολύ καλό αναπόφευκτο, ότι διαβάζοντας τη βιογραφία τους, διαβάζει κανείς κι όλη την εποχή που ζήσανε, τις κοινωνικές, οικονομικές, θρησκευτικές, αξιολογικές της σχέσεις, δηλαδή τη πολιτικοηθική της φυσιογνωμία. Για τον Κάτουλλο, τον υψηλόν αυτό λυρικό ποιητή των τελευταίων και καταστροφικών χρόνων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ελάχιστα είναι γνωστά. Ένα μοναδικό χειρόγραφο που περιείχε τα 3 βιβλία των 116 τραγουδιών, τα carmina του Ρωμαίου με τους 3.000 στίχους εν συνόλω, εμφανίσθηκε μαγικά στη Βερόνα του 1300 κι εξίσου μαγικά, εξαφανίσθηκε. Είχε γίνει όμως ένα αντίγραφο ή αντίγραφά του.
Ο Άγιος Ιερώνυμος λέει, αναφέροντας ένα βίο που ‘χε χαθεί, ότι γεννήθηκε το 87 π.Χ. και πέθανε, μετά 30 χρόνια, το 57 π.Χ. Όμως, καθώς γράφει ο Τζέιμς Μπάκαν στη Γκάρντιαν, οι ημερομηνίες αυτές δεν πρέπει να ‘ναι σωστές. Όπως και στη περίπτωση της Σαπφούς και του Αρχίλοχου, ό,τι μπορεί να συναχθεί για τον Κάτουλλο, τεκμαίρεται από τα ποιήματά του. Κι αυτά είναι ένα ιδιότυπο κράμα εκλέπτυνσης και σκληρότητας, χωρίς παρόμοιο στη λογοτεχνία. Ίσως κάτι από αυτό να βρίσκεται στο Φρανσουά Βιγιόν, αλλά ο Κάτουλλος είναι ο 1ος ποιητής της μεγαλούπολης και σε αυτό μοιάζει με τον Μπωντλαίρ, μόνο πιο σκληρός.
Προερχόταν από τη Βερόνα ή από κάπου εκεί γύρω, έζησε μερικά χρόνια στη Ρώμη, έχασε έναν αγαπημένο, πρεσβύτερο αδελφό, ταξίδεψε ως κυβερνητικός αξιωματούχος στη Μαύρη Θάλασσα, απέκτησε ένα σκάφος, αλλά δε μπόρεσε να πλουτίσει. Αποκαλεί τον Ιούλιο Καίσαρα παιδεραστή. Απ’ όλα αυτά συνταιριασμένα, όπως τα παρέχει ο Οντρι Μπερλ στη βιογραφία του “Κάτουλλος, ένας ποιητής στη Ρώμη του Ιουλίου Καίσαρα” (Κόνσταμπλ, 320 σελ., 16,99 στερλίνες), ο αναγνώστης αισθάνεται την ελαύνουσα παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τη πολιτική κι ηθική που θα μπορούσε ν’ αποκληθεί όχι ελεύθερη ή έστω ελευθεριάζουσα, όπως στα “Ειδύλλια” του Θεόκριτου, αλλά εκμανής κι ασύδοτη.
Διάσπαρτα μες στα 3 βιβλία υπάρχουν 13 παθιασμένα ερωτικά ποιήματα που αναφέρονται σε μια γυναίκα ονόματι Λεσβία. Είναι ασαφές αν αυτό ήτανε το πραγματικό της όνομα ή αναφορά του ποιητή στη Λέσβο, πατρίδα της Σαπφούς. Αυτό που είναι σαφές είναι ότι μετά τη 1η δημοσίευση των ποιημάτων, στη Βενετία το 1472, η κριτική τείνει να συνδέει τα στοιχεία των ποιημάτων αυτών κι άλλων ερωτικών ετεροφυλικών ποιημάτων, σε μια ενιαία ιστορία πάθους κι έρωτα. Οι δυο τους, Κάτουλλος & Λεσβία, συναντήθηκαν σε κάποιο πάρτυ κι ο ποιητής της δωρίζει τις μεταφράσεις του της Σαπφούς, ενώ αυτή παίζει με το παπαγαλάκι της. Το πουλί πεθαίνει, ο Κάτουλλος του γράφει ένα ψευδοεπικό ποίημα και καταλήγει βαθιά ερωτευμένος μαζί της. Ακολουθούνε συναντήσεις σε δανεικά σπίτια, αλλά οι απιστίες της, σε ποίημα του αναφέρει ότι έκανε έρωτα με όποιον του γούστου της έβρισκε στη πόλη, τονε συνέτριψαν.

Τον 16ο αιώνα, ο λατινιστής από τη Φλωρεντία Πιέτρο Βετότι ταύτισε τη Λεσβία με την ευγενή Κλαυδία, της οικογένειας των Κλαύδιων, σύζυγο του Κουίντου Καικίλιου Μέτελλου, συγκλητικού το 60 π.Χ., κι αδελφή του Πούμπλιου Κλαύδιου Πούλχερ, γνωστού δημαγωγού και τραμπούκου της Ρώμης.
Η σχέση αυτή του Κάτουλλου με γυναίκα περιώνυμη στη Ρώμη για τον ταραχώδη ερωτικό της βίο, από τη μια, από παλιά, αξιοσέβαστη οικογένεια κι από την άλλη, δασκάλα του ανενδοίαστου έρωτα και του δηλητηρίου, έδωσε την αφορμή στον ρήτορα και δικηγόρο Κικέρωνα να συντάξει εξαιρετικής ευγλωττίας μέρη, στον λόγο του υπεράσπισης του Μάρκου Καέλιου Ρούφου. Αλλά ενέπλεξε και τον ίδιο τον Κάτουλλο στη κατάρρευση της πολιτικής τάξης στη Ρώμη, που κατέληξε στη διέλευση του Ρουβίκωνα από τον Καίσαρα, το 49 π.Χ.
Οι 2 αυτές παράλληλες ιστορίες, η προσωπική κι η πολιτική, συγκερασμένες, σχημάτισαν τη φυσιογνωμία του Κάτουλλου εδώ και 4 αιώνες. Αυτή τη γραμμή του συγκερασμού ακολουθεί κι ο νυν βιογράφος του, συμπληρώνοντας όσα λείπουν, με εικοτολογίες από τη βάση των υπαρχόντων. Αν ο Κάτουλλος είχεν ευχέρεια με αριθμούς και ποσά, πρέπει να προερχόταν από εμπορική οικογένεια της Βερόνα με εμπορικούς δεσμούς με τη Μικρά Ασία, άν η Λεσβία-Κλαυδία ήταν ωραία, ο ποιητής θα γοητεύτηκε από τα ακροδάχτυλά της, καθώς χάιδευαν το χέρι του και το λαμπερό καταρράκτη των μαλλιών της.
Ίσως η Λεσβία να ‘ταν η Κλαυδία, ίσως κι όχι. Ίσως να ‘ταν καμιά κι όλες. Κανείς δε ψάχνει να βρει ποιες Ρωμαίες αριστοκράτισσες ήταν οι ηρωίδες του Οράτιου ή η Κύνθια του Προπέρτιου. Τα λυρικά ποιήματα γίνονται εύκολα μυθιστόρημα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να γίνονται. Ίσως αυτά που ‘κανε η Λεσβία ή η Κλαυδία και που πλήγωναν τον εραστή της, να τα κάνανε γενικά οι κόρες της Ρώμης της εποχής. Αν, όμως, έμεινε η Λεσβία ή Κλαυδία είναι γιατί έτυχε να ‘χει εραστή, από τους πολλούς, ονόματι Κάτουλλο, αλλά ποιητή. Ο Κάτουλλος είναι ο 1ος ποιητής της λατινόφωνης δύσης που πέτυχε να κάνει υψηλού επιπέδου ποίηση που να συνδυάζει συνειδητά τη μεγάλη ποικιλία θεματικής εντός της μικρότερης κατά το δυνατόν έκτασης. Από τα γραπτά του Κικέρωνα αντλούνται και οι παλαιότερες πληροφορίες για έναν κύκλο εναλλακτικών -θα λέγαμε με τη σημερινή ορολογία- ποιητών στη Ρώμη.
Οι ποιητές αυτοί δεν ήταν ακριβώς Ρωμαίοι ποιητές, καθώς πολλοί κατάγονταν από την ευρύτερη περιοχή της ιταλικής χερσονήσου. Ο Κικέρωνας αποκαλεί τους ποιητές αυτούς με τον ελληνικό όρο νεώτεροι, διότι το έργο τους διακρινόταν από στοιχεία φορμαλιστικής πρωτοτυπίας σε σημείο αξιοπρόσεκτο –πρωτοτυπία, ωστόσο, την οποία ο Κικέρωνας αποδοκιμάζει εμφανώς. Οι νεώτεροι αυτοί ποιητές (ή poetae novi, όπως είναι γνωστοί στην ιστορία της λογοτεχνίας) υποδέχθηκαν μ’ ενθουσιασμό τις λογοτεχνικές αρχές των ποιητών της Αλεξάνδρειας κι ιδιαίτερα του αρχηγέτη αυτών, Καλλιμάχου. Η πλέον ηγετική φυσιογνωμία της λογοτεχνικής αυτής συντροφιάς, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν τα ονόματα των Κάλβου (Licinius Calvus), Κίννα (Gaius Helvius Cinna), Βαλέριου Κάτωνα (Publius Valerius Cato), είναι ο Κάτουλλος, καθώς κανενός άλλου νεωτέρου ποιητή το έργο δεν έχει διασωθεί σ’ εκτενή μορφή. Γιατί όμως ο κύκλος αυτός των νεωτέρων ποιητών αναπτύχθηκε εμπνεόμενος από τη ποιητική των αλεξανδρινών λογοτεχνών;
Τους λόγους που η ελληνιστική λογοτεχνία γοήτευσε τα ανήσυχα πνεύματα της Ρώμης στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. δεν είναι δύσκολο να τους αντιληφθεί κανείς: η λογοτεχνία των αλεξανδρινών ήτανε ποίηση με συνείδηση του εαυτού της, πρωτοποριακή, προϊόν μιας ομάδας εξαιρετικά μορφωμένων ποιητών-φιλολόγων, που, ευρισκόμενοι δια βίου υπό τη προστασία των ηγεμόνων της Αιγύπτου είχανε δυνατότητα να οργανώσουνε τη ζωή τους αποκλειστικά γύρω από τη φιλολογική μελέτη κι έρευνα της προηγούμενης λογοτεχνικής παράδοσης και τη καλλιέργεια του προσωπικού τους λογοτεχνικού ταλέντου· ήταν η ποίηση που συστηματοποίησε κώδικα αρχών ποιητικής δημιουργίας κι έθεσε ως κεντρική αξία τη ποιότητα και την αυθεντικότητα, ενώ αποκήρυττε μ’ έμφαση τη ποσότητα και τον κομφορμισμό· σε αντίθεση με τη προηγούμενη ελληνική λογοτεχνία της αρχαϊκής και κλασικής εποχής, που συνδεόταν εξ ορισμού με το στοιχείο της παράστασης ενώπιον των μελών της πόλης κι σχολίαζε συγκεκριμένα συμβάντα της σύγχρονης πολιτικής επικαιρότητας, η παραγωγή της Αλεξάνδρειας ήτανε λογοτεχνία α-πολιτική, ενώ η σωστή αποτίμησή τους προϋπέθετε βαθειά φιλολογική και γενικότερη εγκυκλοπαιδική γνώση, όχι μόνο λογοτεχνικό αισθητήριο.
Τέλος, το φαινόμενο, ή ακριβέστερα η ιδέα, της αποκλειστικής εσωτερικότητας ενός κύκλου επίλεκτων θεραπόντων του πνεύματος κι όχι της πολιτικής, είχε βαθειάν απήχηση στους πνευματικούς κύκλους της Ρώμης, τη κοσμόπολη που σταδιακά, μετά τη πτώση της Καρχηδόνας και της κατάκτηση της Ελλάδας το 146 π.Χ., είχεν αρχίσει να γίνεται όχι μόνον ο πολιτικός αλλά κι ο πολιτιστικός πόλος έλξης της Μεσογείου ανταγωνιζόμενη επάξια τη φήμη της ελληνιστικής Αλεξάνδρειας. Η ποίηση του Κατούλλου έγινε διάσημη διότι ήτανε ποίηση ενάντια στη παραδοσιακή ιδεολογία του πολιτικού κατεστημένου της Ρώμης αλλά πλήρως εναρμονισμένη με τις νέες τάσεις κι αξίες μιας νέας Ρωμαϊκής ελίτ διανοουμένων, που 1η φορά στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. εμφανίζεται στη Ρώμη και διακηρύσσει σύστημα αξιών ρηξικέλευθο κι επαναστατικό.
Άρρωστος, μαραζωμένος κι απογοητευμένος από τους πάντες και τα πάντα θα ριχτεί στο κυνήγι των όμορφων αγοριών, θα συγχρωτιστεί με πόρνες, για να καταλήξει στα 30 στο θάνατο. Ο Κάτουλλος είναι πια νεκρός. Τί απέγινε η Λεσβία; Τίποτε δεν μπορούμε να ισχυριστούμε με βεβαιότητα πέρα από το γεγονός ότι η έξοδός της από τη σκηνή είναι τόσο αινιγματική όσο και του Κάτουλλου κι ακόμη ότι τ’ όνομά της έμεινε αθάνατο στις μεγάλες ιστορίες αγάπης εξαιτίας και μόνον αυτού του ποιητή που την ερωτεύτητκε μέχρι τρέλας και την έκανε πιο γνωστή κι από την Ωραία Ελένη.
Γνωμικά του:
Αυτό που η γυναίκα λέει στον παθιασμένο εραστή πρέπει να γραφτεί στον άνεμο και στο τρεχούμενο νερό.
Υπομονή, σε λίγο όλα θα τελειώσουν άσχημα.
Δεν υπάρχει τίποτα πιο ανόητο, από το ανόητο γέλιο.
Αν είχα μιαν ενάρετη ζωή…
===========================================
Ο Κάτουλλος προλογίζει το έργο του, που αποτελείται συνολικά από 116 ποιήματα, έκτασης από 2 ως 408 στίχους, με 10στιχο προγραμματικό κομμάτι, όπου εκθέτει κυρίως τις αρχές της ποιητικής του. Η έμπνευσή του έχει σα πρότυπό της τον Καλλίμαχο και πιο συγκεκριμένα τον πρόλογο της 2ης έκδοσης της ποιητικής συλλογής του με τίτλο Αιτία (Αιτιολογίες). Ωστόσο, το πόνημα του ρωμαίου ποιητή θίγει μια θεματική πολύ ευρύτερη:
Σε ποιόν δωρίζω τούτο δώ το κομψό, νιο βιβλιαράκι,
που πρόσφατα έχει γυαλιστεί με ελαφρόπετρα αδρή;
Κορνήλιε, σε σένανε: διότι εσύ που το συνήθιζες
να λες ότι οι αερολογίες μου έχουνε κάποια αξία,
και μάλιστα όταν εσύ (στους Ιταλούς εις) τόλμησες,
ξετύλιξες ολάκερο το πριν σε τρεις κυλίνδρους,
περισπούδαστους, και μα τον Δία, πολυδουλεμένους.
Πάρε λοιπόν αυτό το βιβλιαράκι ό,τι κι αν είναι
κι ό,τι αν αξίζει· και μακάρι, προστάτιδα παρθένα,
κάτι περσότερο από μια γεννιά ας είναι να κρατήσει.
Η χρήση του dono στο 1ο κιόλας στίχο δηλώνει ότι το βιβλιαράκι είναι δώρο και καθώς ένα δώρο συνήθως αποτελεί ένδειξη τιμής προς τον αποδέκτη του, ο δωρητής τονίζει την αξία του έτσι ώστε η σημασία της χειρονομίας να λειτουργεί αμφίδρομα και συνεπώς η αξία του δώρου και το κύρος του αποδέκτη να επηρεάζονται παράλληλα και με ανάλογο θετικό τρόπο. Έτσι ο έπαινος του αποδέκτη στην ουσία αποτελεί έμμεση προβολή του ίδιου του δώρου. Το βιβλίο είναι χαριτωμένο (lepidum), ολοκαίνουριο (novum), κομψό (το libellum, βιβλιαράκι, είναι υποκοριστικό) και καλογυαλισμένο (arida… expolitum), δηλαδή το ιδανικό δώρο για να τιμήσει τον αποδέκτη του που με τη σειρά του διακρίνεται από ανάλογες εξαιρετικές διανοητικές αναζητήσεις κι ικανότητες.
Ο Κορνήλιος του 3ου στίχου είναι ο Κορνήλιος Νέπωτας, γνωστός σήμερα κυρίως για τις σύντομες βιογραφίες του διάσημων ανδρών, Ελλήνων & Ρωμαίων. Για τον Κάτουλλο, όμως, η συμβολή του Κορνήλιου έγκειται στη συγγραφή του χρονογραφικού του έργου Chronica, επειδή, όπως αναφέρει ρητά, ο Νέπωτας κατόρθωσε μες σε 3 μόνο κυλίνδρους (tribus… cartis) να καταγράψει ολάκερη την ιστορία του ρωμαϊκού έθνους από τις απαρχές μέχρι τις μέρες του συγγραφέα και μάλιστα να παρουσιάσει έργο υποδειγματικό για την επιστημοσύνη (doctis) και την επίπονη εργασία (laboriosis) του.
Η σημασία του εγχειρήματος του Κορνήλιου τονίζεται με την επισήμανση ότι κανείς Ιταλός διανοούμενος στο παρελθόν δεν κατάφερε παρόμοιο συγγραφικό άθλο. Είναι αξιοπρόσεκτο πως ο νεωτερικός ποιητής αναφέρεται στα γραπτά του συγχρόνου του ιστοριογράφου με χαρακτηρισμούς σχεδόν συνώνυμους με αυτούς που αποδίδει στη δική του ποιητική συλλογή. Έτσι, κατ’ αναλογία προς το καινόν (novum) της συλλογής του Κατούλλου, το έργο του Νέπωτα είναι κατ’αρχάς πρωτότυπο (unus) σε βαθμό που να θεωρείται τόλμημα (ausus), καθώς σηματοδοτεί εξέλιξη στην ιστορία της λατινικής λογοτεχνίας με την εισαγωγή της συνοπτικής καταγραφής ιστορίας από κτίσεως Ρώμης. Κατά μία έννοια, οι 3 τόμοι του Κορνηλίου αντιστοιχούν στο βιβλιαράκι του Κατούλλου.
Τα Carmina του απευθύνονται σε συγκεκριμένο ακροατήριο, τους ομοτέχνους και συμπατριώτες του ποιητή, μ’ άλλα λόγια ένα κοινό ρωμαϊκό, ή καλύτερα ιταλικό. Ομολογουμένως, οι δημιουργοί της Αλεξάνδρειας έγραφαν με συγκεκριμένο αναγνωστικό κοινό υπόψη τους, που μέλη του θεράπευαν επίσης τη λεπταλέην (λεπτεπίλεπτη, ντελικάτη) Μούσαν, όμως οι ανοιχτές, ονομαστικές αναφορές σε συγχρόνους ομοτέχνους τους, τόσο επαινετικές όσο κι επικριτικές, ακόμα και καυστικές, είναι ίδιον των Ρωμαίων κι εμφανίζεται 1η φορά στον Κατούλλο. Έτσι, στο ποίημα 95, επαινεί τη σύνθεση ενός άλλου μέλους της κοινής λογοτεχνικής τους συντροφιάς, τη Zmyrna του Κίννα κι ο ενθουσιασμός του είναι έκδηλος, επειδή το έργο είδε επιτέλους το φως της δημοσιότητας ύστερα από 9 ολάκερα χρόνια επίπονης δουλειάς:
Του φίλου Κίννα η Zmyrna εξεδόθη επιτέλους,
εννιά χειμώνες κι εννιά θέρη απ’ τη σύλληψή της,
ενώ ο Ορτένσιος τόσες χιλιάδες λέξεις μες σ’ έν έτος
……….
Θα πάει μακριά, βαθιά πέρ’ απ’ του Σάτραχου τα κύματα,
τη Zmyrna θα τη διαβάζουν για καιρό οι πολλοί αιώνες.
Ενώ του Βολουσίου θα ταφούν κεί δίπλα στη Πάδουα
πριν γίνουν μπακαλόκολλες συχνά για να τυλίγουν γόπα.
Στη καρδιά μου μέσα τό’χω το μικρό [του φίλου] μου μνημείο·
κι ας το λαό να φχαριστιέται με το φουσκωμένο Αντίμαχο.
Είναι προφανές ότι ο Κάτουλλος κι ο Κίννας κινούνται ιδεολογικά στους ίδιους χώρους: η Zmyrna, που δεν έχει διασωθεί, ήτανε σύνθεση αλεξανδρινού χαρακτήρα, εφόσον η θεματική της περιστρεφόταν γύρω από τον έρωτα και τη μεταμόρφωση, η έκτασή της ήτανε περιορισμένη (parva … monimenta), και το περιεχόμενό της δουλεμένο με τέχνη και πυκνό ως προς τη κατανόηση, με απώτερο στόχο την υστεροφημία κι όχι την επίκαιρη δόξα και τη παροδική δημοτικότητα ενός best-seller μαζικής κατανάλωσης (populus… gaudet). Στο ίδιο ποίημα, που αναφέρει τον Αντίμαχο, ο Κάτουλλος μνημονεύει με τα ονόματά τους δύο συγχρόνους του ποιητές, τον Ορτένσιο (Hortensius) και τον Βολούσιο (Volusius), που προφανώς δε συμμερίζονται τις δικές του θεωρίες περί ποιητικής του αποστάγματος (ἄκρον ἄωτον), αλλά επιδίδονται με θέρμη στη παραγωγή πολύστιχων (διηνεκῶν) ποιημάτων. Οι 2 ανταγωνιστές του ποιητή κατονομάζονται εδώ με τα πραγματικά τους ονόματα· σε άλλα ποιήματα τούς διακρίνει κανείς πίσω από ψευδώνυμα, που δε στοχεύουν ν’ αποκρύψουνε τη ταυτότητά τους αλλά, αντίθετα, να την αποκαλύψουνε σε συνδυασμό με την ανάδευση πρόσθετων συνυποδηλώσεων.
Όταν ο Κικέρωνας κατέφυγε στον ελληνικό όρο νεώτεροι, για να αναφερθεί στον Κάτουλλο και τη συντροφιά του, δεν τον επέλεξε τυχαία. Το ρήμα νεωτερίζειν κι ο ουσιαστικοποιημένος πληθυντικός του συγκριτικού, τα νεώτερα, χρησιμοποιούνταν με τη πολιτική σημασία της ανατροπής της καθεστηκυίας τάξης. Ο ίδιος όρος στη λατινική του μετάφραση, res novae (καινούρια πράγματα), είναι η έκφραση όπου οι Ρωμαίοι αναφέρονταν στη πολιτική ανατροπή, την επανάσταση. Είναι λογικό επομένως να υποθέσουμε ότι η νεόκοπη ποιητική ιδεολογία κι ο δυναμισμός της θεωρήθηκαν απειλητικός προάγγελος ανατρεπτικών τάσεων που θα μπορούσε να επεκταθούνε και στο πολιτικό επίπεδο. Οι νεώτεροι, πράγματι, δεν αρκούνται μόνο σε συγκεκαλυμμένες αναφορές στα πνευματικά δρώμενα και στους δρώντες της εποχής τους, αλλά μεταβαίνουν με τόλμη από το παίγνιο και την απρόσωπη ειρωνεία στη κατά μέτωπον επίθεση, που τουλάχιστον όσον αφορά στη περίπτωση του Κάτουλλου, όχι σπάνια περιλαμβάνει προσβλητικούς χαρακτηρισμούς και χυδαιολογίες. Τα ποιήματα του Βολούσιου, για παράδειγμα, που μόνον ως χαρτιά περιτυλίγματος στα ψαράδικα έχουν αξία, μνημονεύονται για μίαν ακόμα φορά, στο ποίημα 36, όπου και συνοδεύονται, και μάλιστα δύο φορές, στις εξαιρετικά σημαντικές από πλευράς έμφασης θέσεις του 1ου και του τελευταίου στίχου, από τον προσδιορισμό σκατόχαρτα (cacata carta):
Χρονικά του Βολούσιου, σκατόχαρτα,
εκπληρώστε μια ευχή εκ μέρους της κοπέλας μου.
Διότι αυτή στην ιερή Αφροδίτη και στον Έρωτα
ευχήθηκε πως, αν στην αγκαλιά της επέστρεφα
και σταματούσα οδυνηρούς ιάμβους να εκτοξεύω,
θα προσέφερε στο τραγοπόδαρο θεό
των χειρίστων ποιητών τα εκλεκτότερα γραπτά,
για να καούν μαζί με ξύλα γρουσουζιάς.
Κι η κοπελιά μου έκρινε τούτα πως είν’ χειρότερα
στους θεούς να τάξει με τσαχπινιά και χιούμορ.
….
Στο μεταξύ, εμπρός, εσείς, γραμμή στη πυροστιά,
γεμάτα σάχλες, λαϊκούρες και χοντράδες,
Χρονικά ανίας του Βολούσιου, σκατόχαρτα.
Και στο ποίημα 14, τα έργα 3 άλλων σύγχρονων ποιητών, των Suffenus, Caesius, κι Aquinus, αποκαλούνται δηλητήρια (στ. 19, venena), ενώ οι ίδιοι οι ποιητές αποπέμπονται ως μπάζα του αιώνα, χείριστοι των ποιητών (στ. 23, saecli incommoda, pessimi poetae):
Κάλβε μου γλυκύτατε, θα έπρεπε να σε μισώ
με το μίσος που ‘χει ο κόσμος στο Βατίνιο
κι αιτία είναι το ίδιο σου το δώρο αυτό:
Γιατί, τί σου ‘κανα, τί σου ‘πα πια και βάλθηκες
να με ξεκάνεις μ’ όλους αυτούς τους ποιητές;
Εύχομαι οι θεοί να στείλουν χίλιες συμφορές
σε κείνο τον πελάτη σου που σού ‘στειλε
μια τέτοια συλλογή πλήξης, κακούργων.
…
Θεοί μου, τι γρουσούζικο κι απαίσιο βιβλίο!
Κι ΑΥΤΟ ακριβώς σύ το ‘στειλες στο φίλο σου
τον Κάτουλλο, για να τονε τελειώσεις επί τόπου
τη μέρα των Σατουρναλιών, τη πιο λαμπρή απόλες!
Όχι, όχι, κατεργάρη μου, δεν θα περάσει έτσι.
Μόνο, περίμενε να ‘ρθει πρωί και σφαίρα
θα πάω στα βιβλιοπουλειά και θα μαζέψω
τους Καίσιους, τους Ακουίνιους, τους Σουφένους
και συλλογή θα κάνω απ’ όλ’ αυτά τα δηλητήρια.
Θα στα δωρίσω κι εγώ κι αυτή θα ‘ν’ η ποινή σου.
Στο μεταξύ εσείς ξεκουμπιστείτε, στα τσακίδια,
γυρίστε πάλι πίσω ‘κεί απού σας φέραν
τα κακότυχα ποδάρια σας, εσείς παλιοσκουπίδια,
μπάζα του αιώνα, οι χείριστοι των ποιητών.
Κι ως προς τη πρόσληψη της ελληνιστικής ποιητικής ο Κάτουλλος επιδιώκει τη δημιουργική ανάπλαση των μανιερισμών των προτύπων του. Έτσι, στο ποίημα 95, κατονομάζεται ο Αντίμαχος, ποιητής της Λύδης, ποιήματος ερωτικού που έφερε τον τίτλο της αγαπημένης του, αλλά προφανώς μεγάλου σε έκταση κι ως εκ τούτου κατακριτέου κατά τον Κάτουλλο -η έκταση αναδύεται έμμεσα με τον ποιητολογικά φορτισμένο χαρακτηρισμό του ίδιου του Αντιμάχου ως φουσκωμένου (tumidus). Αντίθετα, η Zmyrna με την ελλόγιμη κι εξεζητημένη θεματική της είναι έργο doctum, ενώ η 9ετής ενασχόληση του Κίννα με τη σύνθεσή της τη καθιστά και laboriosum (πολυδουλεμένο).
Τέλος, το επύλλιο του Κίννα διακρίνεται από την ίδια φιλοδοξία υστεροφημίας και μακροβιότητας όπως και τα Carmina του Κατούλλου (95.6 τη Zmyrna θα τη διαβάζουνε για καιρό οι πολιοί αιώνες ~ 1.10 μακάρι να παραμείνει περισσότερο από μια γενιά) κι υπό το πρίσμα αυτό, ο χαρακτηρισμός του ως monimenta (μνημεία), είναι απόλυτα εύστοχος και μπορεί να θεωρηθεί πως είναι η αρχέτυπη εμφάνιση σε λογοτεχνικά συμφραζόμενα ενός όρου που θ’ αναχθεί σε κατεξοχή σύμβολο για τη ποιητική δημιουργία: λίγες 10ετίες αργότερα οι ποιητές του Χρυσού Αιώνα της λατινικής λογοτεχνίας, της λεγόμενης Εποχής του Αυγούστου, με αρχηγέτη τους τον Οράτιο και τη περίφημη σφραγίδα του (C. 3.30 exegi monumentum aere perennius, έχτισα μνημείο που θα ζήσει πιο πολύ κι απ’ το χαλκό) θα αναδείξουνε την αλληγορική ταύτιση του μνημείου με το ποιητικό έργο σε λογοτεχνικό τόπο.
Ο Κάτουλλος κατάγονταν από τη Βερόνα της Βόρειας Ιταλίας. Η ευρύτερη περιοχή, γνωστή ως Transpadina Italia, ή η ιταλική γη πέρα από τον ποταμό Πάδο, οργανώθηκε πολιτικο-οικονομικά στις αρχές του 1ου αι. π.Χ., μια γενιά μόλις πριν τον Κάτουλλο, μετά το τέλος των Συμμαχικών πολέμων και τη πολιτική αναγνώριση κι εξίσωση όλων των εθνών της Ιταλίας μέσω της επίδοσης του δικαιώματος του Ρωμαίου πολίτη. Η ευρύτερη περιοχή της Transpadina είχε τη τύχη να κατοικηθεί από μωσαϊκό εθνών από διάφορα μέρη της ιταλικής χερσονήσου, με αποτέλεσμα τη σύσταση πολυπολιτισμικής κοινωνίας, που στους δρόμους της ακούγονταν σε καθημερινή βάση τουλάχιστον 8 διαφορετικές διάλεκτοι· βρισκότανε γεωγραφικά σε μιαν από τις πιο εύφορες περιοχές της ιταλικής χερσονήσου με αποτέλεσμα τη ταχεία οικονομική ευημερία του μέσου πληθυσμού· ενώ η εύκολη πρόσβαση στη θάλασσα οδήγησε πολλούς τολμηρούς στο υπερπόντιο εμπόριο -και σε τεράστια κέρδη, αλλά ταυτόχρονα και στη διάνοιξη των πνευματικών και των γεωγραφικών τους οριζόντων.
Από την άλλη, η Βερόνα σαν πόλη της επαρχίας ήτανε δέσμια ιδιαίτερου κώδικα αυστηρών ηθών. Πράγματι, τα χωριά κι οι επαρχιακές πόλεις της αγροτικής Ιταλίας ταυτίζονταν με το χώρο που η παραδοσιακή χρηστή ηθική εκδηλωνόταν με την αρχέτυπη μορφή της και στην ιδεατή της έκφραση. Η αναφορά στα χρηστά, παραδειγματικά ήθη της ιταλικής επαρχίας, ειδικά στην αιδημοσύνη (verecundia) και τη λιτότητα, ολιγάρκεια (frugalitas), αποτελεί κυρίαρχο λογοτεχνικό μοτίβο στη ρωμαϊκή ποίηση και πεζογραφία. Αυτή η επαρχιακή κοινωνία των σκληρά εργαζόμενων και λιγομίλητων ανθρώπων, που ωστόσο αγαπούσανε κι εκτιμούσανε τον ελληνικό πολιτισμό, τη λογοτεχνία και την εκπαίδευση κι ήτανε τολμηροί και ριψοκίνδυνοι επιχειρηματίες αλλά πάντα στο πλαίσιο της εντιμότητας και της ειλικρίνειας, είναι η κοινωνία που ανέθρεψε τον Κάτουλλο και που δεν έφυγε ποτέ από μέσα του αλλ’ άφησε έντονα τα σημάδια της στη ποίησή του.
Το ποίημα 62 είναι ένα επιθαλάμιο ποίημα (τραγούδι του γάμου θα το λέγαμε σήμερα) τοποθετημένο εμφανώς σε ελληνικήν ατμόσφαιρα και με ξεκάθαρους υπαινιγμούς στη ποίηση της Σαπφούς. Ωστόσο, η ορολογία κι η ιδεολογία προσέγγισης του γάμου ακολουθεί καθαρά τη νομοκεντρική ρωμαϊκή οπτική: αυτό που ‘χει σημασία είναι α) το γαμήλιο συμβόλαιο ανάμεσα στους γονείς της νύφης και του γαμπρού και β) ο ορισμός της παρθενίας της νύφης ως περιουσιακό στοιχείο που ωστόσο ανήκει μόνο κατά το 1/3 στην ίδια τη νύφη. Στο ίδιο πλαίσιο της συνύπαρξης ρωμαϊκών κι ελληνικών στοιχείων που συγκρούονται μεταξύ τους, είναι τοποθετημένο και το ποίημα 61, ένας χορικός ύμνος προς τιμήν του γάμου της Vibia Aurunculeia με τον πατρίκιο Manlius Torquatus. Η έμπνευση είναι ένας κλητικός ύμνος του Καλλιμάχου όπου προσκαλείται ο θεός του γάμου, ο Υμέναιος, να προσέλθει από τη κατοικία του στον Ελικώνα, τον παραδοσιακό τόπο κατοικίας των Μουσών· όμως ο χορός των κοριτσιών που τον προσκαλεί τον επαινεί με όρους κι αίνους από τον χώρο της Ρωμαϊκής παραδοσιακής ηθικής:
Καμμιάν ικανοποίηση η Αφροδίτη δε μπορεί
χωρίς εσέ να ‘χει, που η αγαθή η φήμη θα εγκρίνει.
Όμως μπορεί, όταν εσύ το θέλεις.
Ποιος το τολμά με τέτοιο θεό να συγκριθεί;
Κανένα σπίτι απογόνους δεν ημπορεί χωρίς εσέ να δώσει,
ούτε κανείς γίνεται γονιός με παιδιά που τον στηρίζουν.
Όμως μπορεί, όταν εσύ το θέλεις.
Ποιος το τολμά με τέτοιο θεό να συγκριθεί;
Καμία γη φρουρούς στα σύνορα της χώρας της
χωρίς τις ιερές σου τελετές δεν ημπορεί να δώσει.
Όμως μπορεί, όταν εσύ το θέλεις.
Ποιος το τολμά με τέτοιο θεό να συγκριθεί;
Δεν υπάρχει ελληνικό πρότυπο για ένα ποίημα τόσο έκδηλα ρωμαϊκό και πατριωτικό. Βρισκόμαστε στον κόσμο των proles (γνησίων τέκνων) και propago (απογόνων), όπου η σημασία του γάμου έγκειται πάνω από όλα στη δημιουργία και προσφορά πολιτών για την υπεράσπιση της ρωμαϊκής πολιτείας (Respublica).
Τα επιθαλάμια άσματα στην ουσία ήταν δρώμενα: στην εκτέλεσή τους λάμβαναν μέρος εναλλάξ δύο χορωδίες, μια απ’ αγόρια και μια από κορίτσια. Το ποίημα 62, ένας χορικός ύμνος εκτελείται εξ ολοκλήρου από τις δύο χορωδίες, που τραγουδάνε σε κλίμα ανταγωνισμού μεταξύ τους ενώ περιμένουνε την άφιξη της νύφης στο σπίτι του γαμπρού. Το κυρίως θέμα του τραγουδιού όμως δεν είναι ο γάμος γενικά αλλά συγκεκριμένα η παρθενία της νύφης και το ασυμβίβαστο της αγνότητας απέναντι στο γάμο.
Φυσικά τα αγόρια που υπερασπίζονται τον γάμο πρέπει στο τέλος να κερδίσουνε τον αγώνα, αλλά ο Κάτουλλος τους βάζει να το κατορθώνουν μόνον ύστερα από επίκληση στην εξουσία του πατέρα και στη δύναμη επιβολής του νόμου: οι γονείς της νύφης μαζί με τη προίκα της κόρης τους δίνουνε στο γαμπρό τους και τα νομικά της δικαιώματα. Τονίζεται έμμεσα ο εξαναγκασμός κι η καταπίεση την οποία υφίσταται η νύφη, που την αποτυπώνει πολύ εκφραστικά ο χορός των κοριτσιών όταν επικαλούνται τον Έσπερο, που η άφιξή του σηματοδοτεί την έναρξη της 1ης νύχτας του γάμου:
Έσπερε, ποιό αστέρι πιο σκληρόκαρδο από σένα
τα ουράνια διατρέχει;
Εσύ μπορείς κι αρπάζεις τη κόρη από της μάνας
της την αγκαλιά,
Από της μάνας της την αγκαλιά γαντζωμένη
τη κόρη αρπάζεις,
Και δίνεις το άσπιλο κορίτσι σε φουντωμένο νεαρό.
Τί πιο απάνθρωπο θα κάνουν οι εχθροί
όταν μια πόλη αλώνουν;
Οι στίχοι διαπνέονται πρώτιστα από δραματικότητα. Οι αλώσεις πόλεων κι οι βιασμοί από τους στρατιώτες των κατακτητών ήτανε φαινόμενο πολύ πιο οικείο στον αρχαίο κόσμο απ΄ ότι στον δικό μας κι ορισμένες μάλιστα περιοχές της Ιταλίας είχαν υποστεί ανάλογες συμφορές μόλις μια γενιά νωρίτερα, κατά τους Συμμαχικούς πολέμους και τη μετέπειτα εμφύλια διαμάχη ανάμεσα στον Σύλλα και τον Μάριο. Ο χορός των αγοριών, με ψυχραιμία και περιφρόνηση απέναντι στη σωματική βία κι απέχων από συναισθηματικά φορτισμένες εκδηλώσεις, απαντά με νομικά επιχειρήματα: ο Έσπερος κι η πρώτη νύχτα του γάμου επιβεβαιώνουν την ισχύ του γαμήλιου συμβολαίου που έχει ήδη υπογραφεί ανάμεσα στον γαμπρό και τον πατέρα της νύφης. Το θέμα ωστόσο της παρθενικής αγνότητας συνεχίζει να απασχολεί τον Κάτουλλο και μαζί του και το χορό των κοριτσιών. Η επόμενη στροφή του ποιήματος αποτελεί ένα από τα γνωστότερα αποσπάσματα του Κατούλλου στο σύνολο της ποίησής του:
Όπως το άνθος π’ άγνωστο στα ζωντανά,
ανέγγιχτο απ’ το άροτρο, φυτρώνει μυστικά
και το χαϊδεύουν αύρες, σε περιφραγμένο κήπο,
το δυναμώνει ο ήλιος και το τρέφει η βροχή·
πολλά αγόρια και πολλά το πόθησαν κορίτσια.
Όμως το ίδιο, όταν με βιά κομμένο με νύχι κοφτερό
έχασε τον ανθό του, κανένα αγόρι
και κανένα δεν το πόθησε κορίτσι.
Έτσι κι η παρθένα κοπελιά, όσο μένει άσπιλη,
τόσο είναι για τους δικούς της ακριβή.
Όταν όμως το σώμα της έχει μιανθεί
και της αγνότητας το άνθος έχει χάσει,
ούτε τ’ αγόρια τη βρίσκουν λαχταριστή,
ούτε κι οι κοπελιές την αγαπούνε.
Ο Κάτουλλος δείχνει ιδιαίτερη συμπάθεια για τον έρωτα των γυναικών και για το ευαίσθητο ζήτημα της παρθενικής αγνότητας και της 1ης ερωτικής εμπειρίας. Σε διάφορα σημεία του ποιητικού του έργου τον βλέπουμε ν’ αναφέρεται στον εαυτό του με λεξιλόγιο που θα άρμοζε σε περίπτωση νεαρής γυναίκας. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος που ολοκληρώνει ένα καίριο ποίημα, το ποίημα 65, το εισαγωγικό ποίημα στην ενότητα των ερωτικών ποιημάτων. Απευθυνόμενος στον φίλο του τον Όρταλο, που του παραπονιέται πως δεν του έστειλε το ποίημα που του είχε υποσχεθεί να του ετοιμάσει, ο Κάτουλλος ανταπαντά απολογούμενος:
Ο Όρταλος δεν πρέπει να πιστέψει ούτε στιγμή
ότι ο Κάτουλλος άφησε υπόσχεση να πέσει
από το νου ως ακριβώς μήλο-αθώο δώρο ερωτικό,
γλιστρά απ’ το φόρεμα ενός ερωτευμένου κοριτσιού.
Όπως το μήλο που ‘στειλε -δώρο κρυφό- στη κόρη ο καλός της,
κι εκείνο απ’ τον κόρφο τον αγνό της γλίστρησε, πάει!
Τό ’χε αποθέσει η φτωχή στο μαλακό φουστάνι της επάνω,
κι αποξεχάστηκε, σκεπτόμενη σκηνές κι άγρια φιλιά,
όταν τη μάνα της είδε να ’ρχεται κι όρθια τινάχτηκε.
Κύλησε κείνο γρήγορα της έπεσε πιο πέρα,
κι αυτής η όψη απ’ τη ντροπή γίνηκε παπαρούνα!
Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, λοιπόν, ότι η ευαισθησία κι ο ερωτισμός που προβάλλεται μέσα από τα ποιήματα του Κατούλλου είχαν αρνητικό αντίκτυπο στην πατριαρχική και κυνική κοινωνία της ρωμαϊκής αριστοκρατίας του 1ου αι. π.Χ., που τονε κατηγορούσε για ευάλωτη συναισθηματική ιδιοσυγκρασία κι αδυναμία χαρακτήρα, και όχι σπάνια για έλλειψη ανδρισμού. Ο ποιητής όμως δεν δίσταζε να αντιδράσει και μάλιστα με κυνικό τρόπο, όταν δεχόταν επιθέσεις που έθεταν σε αμφισβήτηση την ηθική του ακεραιότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ακραίας αντίδρασης αποτελεί το ποίημα 16, όπου επιτίθεται στον Μάρκο Αυρήλιο, Ρωμαίο γερουσιαστή και στον Μάρκο Φούριο, ποιητή. Αυτοί τονε χλευάζανε γιατί έγραφε δήθεν ερωτικά ποιήματα όπου όμως δε μιλούσε για τίποτ’ άλλο πέρα από φιλιά· τέτοιου είδους θεματική και περιεχόμενο, λέγανε, δεν είναι δυνατό να ερεθίσει ερωτικά κανέναν. Εφόσον, λοιπόν, ο Κάτουλλος έγραφε τέτοιου είδους ξενέρωτη ερωτική ποίηση, θα πρέπει κι ο ίδιος να είναι μαλθακός και θηλυπρεπής. Χαρακτηρίζοντας τη ποίησή του ευαίσθητη και γλυκερή (γεμάτη σκηνές με φιλιά), αμφισβητούν έντονα τον ανδρισμό του. Ο Κάτουλλος εξαγριωμένος ανταπαντά και τους απειλεί να τους αποδείξει τον ανδρισμό του προσωπικά κι έμπρακτα, ενώ επιχειρηματολογεί πως μαλθακά ποιήματα που επικεντρώνονται στη περιγραφή της ποικιλίας των ερωτικών συναισθημάτων μπορεί να ‘ναι το ίδιο διεγερτικά κι ερωτικά όπως οι περιγραφές που είναι έκδηλα ερωτικές. Τους απαντάει λοιπόν με το παρακάτω, που θεωρείται το πιο απαγορευμένο ποίημα που έχει γραφτεί, τόσο… χυδαίο κι υβριστικό, που μεταφράστηκε 1η φορά ολάκερο στ’ αγγλικά, μόλις στα τέλη του 20ού αι.! Πάντως κι ο ίδιος, δεν αποκλείει τις κατηγορίες, για να μη πω ότι, άθελά του (;) τις επικυρώνει, όπως φαίνεται απ’ τον 1ο κιόλας στίχο. Όσες μεταφράσεις έχω υπόψη μου στα ελληνικά, είτε είναι σεμνότυφες (κι άρα χαντακώνουνε τον καταγγελτικό χαρακτήρα του ποιήματος), είτε στερούνται πλήρως ρυθμού, διαλύοντας τη μουσικότητα του πρωτότυπου:
Carmen 16
Θα σας γαμήσω εγώ τον κώλο και το στόμα,
παλιοαδερφή Αυρήλιε και Φούριε πούστη,
που θαρρείτε πως αφού τα ποιήματά μου
ευαίσθητα είναι, είμαι κι εγώ θηλυπρεπής.
Πράγματι, πρέπει ο αληθινός ο ποιητής αδρός
να ‘ναι ο ίδιος, μα όχι και τα ποιήματά του,
που είναι όντως θελκτικά και πνευματώδη
όταν ευαισθησία έχουνε και γοητεία,
κι ωστόσο μπορούν ένα μούδιασμα να φέρουν,
δεν λέω στ’ αγόρια, μα σε κάτι τριχωτούς
γέρους που δεν μπορεί πια να τους σηκωθεί.
Σεις, που διαβάσατε τ’ αμέτρητα φιλιά μου
θεωρείτε πως εγώ είμαι ο θηλυπρεπής;
Θα σας γαμήσω εγώ τον κώλο και το στόμα.
Μόνο με τη προσφυγή σε χυδαία γλώσσα μπορεί ο Κάτουλλος να περάσει το μήνυμά του έναντι σε άτομα άνευ ευαισθησίας, ανίκανα να διακρίνουνε γραφή πολλών αποχρώσεων σε διανοητικό και σε συναισθηματικό επίπεδο, με λαϊκού χαρακτήρα κριτήρια αξιολόγησης της λογοτεχνίας. Διότι εντέλει ο Κάτουλλος δεν είναι ο ποιητής του λαού, των μαζών. Αυτό που διαπιστώνει μ’ έκπληξην ο αναγνώστης είναι πως ο ποιητής ποτέ δεν αναφέρεται σε δημόσιες αναγνώσεις των ποιημάτων του, ποτέ δεν κάνει λόγο για ακροατήριο -μόνο για ποιήματα που γράφτηκαν με επιμέλεια και κόπο μιλά και που η ανάγνωσή τους συνοδεύεται από μελέτη. Αντίθετα με πολλούς άλλους λογοτέχνες της εποχής του αλλά και μεταγενέστερους που καλλιεργήσανε τη ποίηση στο ίδιο πνεύμα, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν αρκετοί αξιόλογοι, ο Κάτουλλος ήταν άνθρωπος της ουσίας, όχι της προβολής -όντας οικονομικά ανεξάρτητος, δεν είχε ανάγκη να κερδίσει την οικονομική υποστήριξη κάποιου ισχυρού θυσιάζοντας την ανεξαρτησία του λόγου του· όντας αδιάφορος για τα πολιτικά και περιφρονώντας την πολιτική ως καριέρα, δεν είχε την ανάγκη να θυσιάσει την ακεραιότητα του χαρακτήρα του και να πλάσει μέσω της ποίησής του έναν εαυτό ψεύτικο για να γίνει λαοφιλής. Έγραψε για την ελίτ της διανόησης και περιφρονούσε το χυδαίο και το δημόσιο -τα γούστα της μάζας και του συρμού. Πιστός στην αισθητική του Καλλίμαχου επέλεξε να πορευτεί σε μονοπάτι απάτητο και μοναχικό -χωρίς να προσμένει πως η μεγάλη του απήχηση στις επόμενες γενιές επρόκειτο το ίδιο αυτό μονοπάτι να το διανοίξει προοδευτικά σε λεωφόρο.
Πρόσκληση Σε Γεύμα
Σε λίγες μέρες, Φάμπουλε, άν οι θεοί το θέλουν,
Σε περιμένω για να φας καλά στο σπιτικό μου.
Αρκεί σα θα ‘ρθεις πλούσιο, νόστιμο φαΐ να φέρεις,
Καμιά κοπέλα φυσικά, μαζί κρασί και κέφι.
Θα φας καλά, μεγάλε μου, αυτά σα μου τα φέρεις,
Γιατί και του Κάτουλλου του κολλητού σου φίλου
Αραχνιασμένο απέμεινε κι έρμο το πορτόφολο,
Ό,τι το πιο γλυκό και όμορφο υπάρχει.
Αρώματα έχω για σε, αιθέρια, φυλαγμένα
Πού στη καλή μου δώρισαν Έρωτας κι Αφροδίτη.
Σαν τα μυρίσεις, θα ζητάς με όλη τη ψυχή σου,
Να σε εκάναν ολάκερο οι θεοί μας, μια… μύτη.
======================================
Carm. 68
Εισαγωγή
Το ποίημα 68 είναι ένα από τα πιο σημαντικά ποιήματα όχι μόνο του Κάτουλλου αλλά κι ολάκερης της λατινικής ποίησης. Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας, το περιεχόμενο κι η περίτεχνη αρχιτεκτονική του έχουν προκαλέσει (κι εξακολουθούν να προκαλούνε) σοβαρές αντιγνωμίες μεταξύ των μελετητών σχετικά με την ενότητα του ποιήματος. Διακρίνονται τρεις βασικές ενότητες: α) στ. 1-40, β) στ. 41-148, γ) 149-160.
Η 1η είναι μια έμμετρη επιστολική απάντηση στο γράμμα που έλαβε ο ποιητής από τον φίλο του Άλλιο, που του ζητούσε να του στείλει ένα ερωτικό ποίημα (δικό του ή μετάφραση). Ο Κάτουλλος δικαιολογείται για την αδυναμία του να πράξει κάτι τέτοιο, επειδή πενθεί την απώλεια του αδελφού του.
Στη 2η υπάρχει εκτεταμένη, ελεγειακού τύπου, έμμετρη ευχαριστία του ποιητή προς τον φίλο του Άλλιο, επειδή ο τελευταίος εξασφάλισε στον ποιητή και την αγαπημένη του ερωτική στέγη. Ο μύθος της Λαοδάμειας κι ο θάνατος του αδελφού του ποιητή αποτελούν τα δύο βασικά θέματα της ενότητας, που αλληλοσυνδέονται μέσω ενός καλά συγκροτημένου δικτύου συνειρμικών συσχετισμών. Η Λεσβία κατά την άφιξή της στο σπίτι της ερωτικής συνεύρεσης παρομοιάζεται με τη Λαοδάμεια, η οποία, σύμφωνα με τον μύθο, έχασε τον σύζυγό της στην τρωική εκστρατεία. Η αναφορά στην Τροία ενεργοποιεί τον θρήνο για τον αδελφό του, ο οποίος πέθανε εκεί. Η Τροία ως τόπος άδικου αφανισμού νέων ανθρώπων οδηγεί τη σκέψη του ποιητή πίσω στη Λαοδάμεια. Η Λαοδάμεια, μέσω της αρχικής σύγκρισής της με τη Λεσβία, ανακαλεί την αγαπημένη του ποιητή, ο οποίος έρχεται αντιμέτωπος με την ανάγκη να αποδεχθεί τις ερωτικές της ατασθαλίες.
Στη 3η συναντάμε το επιστολικό κλείσιμο του ποιήματος, όπου ο Κάτουλλος παραδέχεται ότι, παρά τους δισταγμούς και την αρχική του άρνηση, ικανοποίησε τελικά την επιθυμία του φίλου του Άλλιου αφιερώνοντας και στέλνοντας σε αυτόν το ποιητικό δώρο που μόλις συνέθεσε.
Αν κι η ενότητα του ποιήματος αμφισβητήθηκε έντονα κατά το παρελθόν, η πλειονότητα των μελετητών σήμερα αντιμετωπίζει τις 3 ενότητες σαν ενιαίο ποίημα. Άλλωστε, η πολυμορφία του ονόματος του αποδέκτη (Allius ή Malius ή Manlius) εύκολα μπορεί να εξηγηθεί παλαιογραφικά. Σε κάθε περίπτωση, την ενότητα του ποιήματος εγγυάται η παρουσία ορισμένων θεματικών, που διατρέχουνε συνολικά το ποίημα από την αρχή μέχρι το τέλος. Το θέμα της αγάπης και της θλίψης (του ποιητή για τη Λεσβία, του ποιητή για τον αδελφό του, της Λαοδάμειας για τον Πρωτεσίλαο), καθώς κι οι αναφορές στη Τροία (τόπος θανάτου του αδελφού του ποιητή και του Πρωτεσίλαου) συνυφαίνουν ένα πυκνό νήμα αναλογιών και συσχετισμών. Παρόμοια ενοποιητική είναι κι η λειτουργία που ‘χει το θέμα του σπιτιού (της ερωτικής συνεύρεσης με τη Λεσβία, της οικογένειας του ποιητή που βυθίστηκε στο πένθος, του νιόπαντρου μυθικού ζεύγους), όπως επίσης και το θέμα του γάμου (μη πραγματικού αλλά ολοκληρωμένου: Κάτουλλος-Λεσβία, πραγματικού αλλά ανολοκλήρωτου: Λαοδάμεια-Πρωτεσίλαος) και το θέμα του θανάτου (του αδελφού, – του Πρωτεσίλαου).
Αξιοσημείωτη είναι, επίσης, η χρήση της παρομοίωσης από τον ποιητή, που αναδεικνύεται σε βασικό δομικό γνώρισμα του ποιήματος. Τη στιγμή κατά την οποία η Λεσβία κάνει να διαβεί το κατώφλι του σπιτιού της ερωτικής συνάντησης, η αφήγηση παγώνει. Η παρομοίωσή της με τη Λαοδάμεια αναβάλλει την εξέλιξη της κυρίως αφήγησης για 60 περίπου στίχους (73-130) κι αντικαθίσταται από μια χωροχρονική περιδιάβαση στη μυθική Τροία. Η παρομοίωση της Λεσβίας με τη Λαοδάμεια πυροδοτεί μια σειρά από συσχετισμούς με τον ίδιο τον ποιητή. Η Λαοδάμεια είναι πιστή στον εραστή της, κάτι που δεν ισχύει στη περίπτωση της Λεσβίας. Η Λαοδάμεια θρηνεί τον θάνατο του συζύγου της, ενώ ο Κάτουλλος του αδελφού του. Αιτία του θανάτου του Πρωτεσίλαου ήταν η απιστία της Ελένης με τον Πάρη· η εξωσυζυγική σχέση του Κάτουλλου με τη Λεσβία τους φέρνει πιο κοντά στο ζεύγος των μοιχών παρά στο ζεύγος των συζύγων. Έτσι, στο ποίημα ο Κάτουλλος καταλήγει να έχει μια «σύζυγο» που δεν είναι δική του, την οποία συναντά σε ένα σπίτι που δεν είναι δικό του, ενώ το δικό του σπίτι έχει βυθιστεί στο πένθος. Μπορεί η ποίηση μέσω της αναγωγής στον μύθο να καταφέρνει να μεταμορφώσει το καθημερινό, στο τέλος, όμως, η πραγματικότητα της καθημερινής ζωής είναι κυρίαρχη.
Ο τόνος, η επεξεργασία του υλικού, η διαπλοκή μύθου και προσωπικής εμπειρίας, οι εκφραστικοί τρόποι και πολλά από τα λογοτεχνικά μοτίβα που χρησιμοποιούνται προσδίδουν στο ποίημα έναν έντονα ελεγειακό χαρακτήρα, κάνοντας πολλούς μελετητές να θεωρήσουν το ποίημα 68 ως μια (πρωτο-)ελεγεία. Δε χωρά αμφιβολία πως πρόκειται για έναν ειδολογικό πειραματισμό του Κάτουλλου που βρίσκεται όχι απλώς κοντά, αλλά μες στο χώρο της ελεγείας*. Ωστόσο, υπάρχει κάποια εκφραστική συγκράτηση από πλευράς του ποιητή, ενώ παρατηρείται, επίσης και μια δυσκαμψία στην επεξεργασία του υλικού, που προδίδει τον πειραματικό χαρακτήρα του εγχειρήματος. Ενδεικτική είναι η μεγάλη έκταση του μυθολογικού παραδείγματος, που λειτουργεί σχεδόν παρεκβατικά στη κυρίως αφήγηση.
———————————————————-
* Στην αρχαιότητα, ελεγεία χαρακτηριζόταν κάθε ποίημα που αναπτυσσόταν σε 2στιχα. Πατρίδα της ήταν η αρχαία Ελλάδα. Αρχικά ο όρος εκ του έλεγος σήμαινε θρησκευτικό άσμα σε μορφή 2στιχου ποιήματος. Αργότερα σήμαινε εκείνη την Ωδή της οποίας ο 1ος στίχος ήτανε δακτυλικός 6μετρος (αποτελούμενος από 2 ακατάληκτες 3ποδίες) κι ο 2ος δακτυλικός 5μετρος, (αποτελούμενος από 2 καταληκτικές 3ποδίες) λεγόμενα ελεγειακά ποιήματα, καταλήγοντας έτσι και σε χαρακτηρισμό ποιητικού μέτρου. Χαρακτηριστικότερο, κλασικό παράδειγμα ελεγείας αποτελεί το περίφημο επίγραμμα των πεσόντων Λακεδαιμονίων στις Θερμοπύλες που συνέγραψε ο Σιμωνίδης ο Κείος.
Ω ξειν’, αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις, ότι τήδε
κείμεθα, τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι.
Οι ελεγείες εξέφραζαν διάφορα συναισθήματα, από την καθημερινή ζωή των αρχαίων Ελλήνων, έτσι διακρίνονταν, ανάλογα αυτών, σε:
Πολεμικές ελεγείες, που αποτελούσαν και θούρια, όπως π.χ. έγραψαν ο Τυρταίος κι ο Καλλίνος.
Ελεγείες αγάπης, όπως π.χ. έγραψε ο Μίμνερμος
Ελεγείες λύπης
Ελεγείες διδακτικές, με τις οποίες μεταδίδονταν φιλοσοφικές ιδέες όπως τέτοιες έγραψε ο Ξενοφάνης
Ελεγείες σοφιστικές, που περιείχαν αποφθέγματα όπως π.χ. έγραψε ο Φωκυλίδης.
Ελεγείες θριαμβικές, όπως π.χ. έγραψαν ο Σόλων κι ο Θέογνις ο Μεγαρεύς με έντονο πολιτικό χαρακτήρα κ.ά.
Γενικά οι ελεγείες στην αρχαία Ελλάδα απαγγέλονταν με συνοδεία αυλητών. Ελεγείες επίσης συνέγραψαν εκτός των παραπάνω και πολλοί άλλοι όπως οι Αντίμαχος, Αισχύλος, Ίων, οι φιλόσοφοι Ξενοφάνης, Παρμενίδης, Πλάτων, Αριστοτέλης καθώς κι ο Κριτίας ένας εκ των Τριάκοντα.
Στην ελληνιστική περίοδο οι ελεγείες αν και διατήρησαν τη μορφή τους, εμπλουτίστηκαν έντονα, ιδίως από τους Αλεξανδρινούς ποιητές, με θέματα από την Ελληνική Μυθολογία, χάνοντας έτσι τον παλαιότερο χαρακτήρα τους. Σπουδαίοι ελεγειακοί ποιητές της περιόδου εκείνης ήταν οι: Φιλητάς ο Κώος, Ερμησιάναξ ο Κολοφώνιος, Καλλίμαχος ο Κυρηναίος (που κρίθηκε άριστος πάντων), Αλέξανδρος ο Αιτωλός (σύγχρονος του Καλλιμάχου) καθώς κι ο Παρθένιος ο Νικαεύς που υπήρξε και δάσκαλος του Βεργιλίου.
Στη Ρωμαϊκή περίοδο οι ελεγείες συνεχίστηκαν από εξαίρετους Λατίνους ποιητές οι οποίοι επανέφεραν το είδος αυτό στον αρχικό του χαρακτήρα. Επιφανέστεροι εξ αυτών ήταν οι: Οβίδιος, Τίβουλλος, Κάτουλλος κι ο Προπέρτιος.
Κατά τον Μεσαίωνα η ελεγεία έχει ήδη λάβει τον χαρακτήρα της έκφρασης του ερωτικού πάθους και πιότερο της ερωτικής απογοήτευσης. Πολλοί θεωρούνε τον μεσαιωνικό θρήνο σα συνέχεια της ελεγείας. Με την εμφάνιση όμως του ουμανισμού που εμπνεόταν από την αρχαία ποίηση, η ελεγεία αρχίζει μιαν έντονην αρχαιοπρεπή παρουσία με την επιστροφή της στον αρχαίο λυρισμό.
Έργα σπουδαίων ποιητών αποτελούν σταθμούς της εξέλιξης της ελεγείας στους νεότερους αιώνες, ειδικότερα στη γαλλική και περισσότερο στην αγγλική και γερμανική λογοτεχνία όπου άρχισε να δίνει τη θέση της στο σύγχρονο λυρισμό.
Στη νεότερη Ελλάδα διαπιστώνεται με έκπληξη η διατήρηση της ελεγείας μέσα στο δημοτικό τραγούδι. Στη νεοελληνική λογοτεχνία-ποίηση, του 19ου και του 20ου αι. την ελεγεία εκπροσώπησαν με τα έργα τους οι Σολωμός, Βαλαωρίτης, Παλαμάς, Πορφύρας, Καρυωτάκης κ.ά. ενώ ο Καβάφης ακολούθησε μάλλον τους απόηχους του ποιητικού αυτού είδους.
———————————————————————
68
Ό,τι από συμφορά πικρή και τύχη συνθλιμμένο
τούτο μου στέλνεις γράμμα σου με δάκρυα γραμμένο,
για να εμψυχώσω ναυαγό που του πελάου τα κύματα
ξεβράσαν κι απ’ του Χάροντα να σώσω το κατώφλι,
αυτόν που ούτ’ η ιερή Αφροδίτη μ’ απαλό να γαληνέψει ύπνο
στέργει σ’ εργένικη παρατημένου κλίνη,
ούτε με των αρχαίων γλυκειά ωδή οι Μούσες των γραφών
ευφραίνουν τον, όταν ο νους ανήμερος ξαγρύπνα:
αυτό μ ευχαριστεί, που φίλο σου με λες κι αυτά τα δώρα
των Μουσών, από ‘με ‘δω ζητάς και της Κυπρίδος.
Μα για να μη σου ‘ν’ άγνωστες οι συμφορές μου, Μάλλιε,
κι ούτε να λογάς πως της ξενίας δε λατρεύω το καθήκον,
άκου σε πoια κύματα της τύχης μου βουλιάζω ο ίδιος,
άλλο να μη ζητάς από κακότυχο, τα δώρα μακάρια.
Απ’ τον καιρό που πρώτα έλαβα αγνό χιτώνα,
όταν γλυκειά ζούσε άνοιξη της νιότης ο ανθός,
αρκετά πολύ έπαιξα: και στη θεά δεν είμαι κι άγνωστος,
που γλυκειά σμίγει με τσ’ έγνοιες μου, πικρία.
Μα μ’ όλ’ αυτό το ζήλο, θρήνο αδελφοθάνατο
μου έκλεψε. Ω απ’ εσέ αδέρφι στερημένος κι άμοιρος,
συ πεθαίνοντας, συ ρήμαξες, αδελφέ, τα αγαθά μου,
με σένανε δια μιας όλη μας θάφτηκε η οικία,
όλες μαζί σου δια μιας χάθηκαν οι χαρές μας,
που έτρεφε στη ζωή μας η γλυκειά σου αγάπη.
Με το χαμό του απ’ το νου μου ολάκερο εξόρισα
τούτες τις σπουδές κι όλες τις ηδονές του πνεύματος.
Γι’ αυτό, αυτό που γράφεις, «ντροπή σου, Κάτουλλε, να ‘σαι
στη Βερόνα, τι εδώ κάποιος από καλύτερη στόφα
τα κρύα σ’ αδειανό ζεσταίνει μέλη κρεβάτι»,
αυτό, Μάλλιε, ντροπή δεν είναι αλλά θλίψη.
Γι’ αυτό θα συγχωρέσεις αν, όσα μου έκλεψε ο θρήνος,
τούτα τα δώρα, σα δεν μπορώ, δε σου δίνω.
Τι άφθονες πηγές συγγραφών δεν έχω μαζί μου
κι έτσι είναι τα πράματα, γιατί στη Ρώμη ζούμε:
αυτή το σπίτι, αυτή η έδρα μου, εκεί ζω τη ζωή μου·
εδώ ένα απ’ τα πολλά κιβώτια με ακολουθεί.
Μιας κι έτσι είναι, δε θα ‘θελα να κρίνεις πως κακόβουλα
έτσι πράττουμε με πνεύμα όχι και τόσο γαλαντόμο,
τι άφθονα τίποτα απ’ ό,τι ζήτησες δεν έλαβες:
μετά χαράς θα πρόσφερα, αν είχα τα αγαθά μου.
Δεν μπορώ να μην πω, θεές, σε ποια ανάγκη μου στάθηκε
ο Άλλιος, με τι πίστη μεγάλη με στήριξε,
μη και φεύγοντας στης λησμονιάς τους αιώνες ο χρόνος
το ζήλο του αυτό με νύχτα καλύψει τυφλή:
μα θα σας πω κι εσείς πιο πέρα πείτε σε πολλές
χιλιάδες και τη σελίδα κάντε αυτήν τη γριά να μιλά.
Έτσι με τα χρόνια να αυξάνεται η φήμη του στο έργο μου
και πιότερο γνωστό του θανόντος να γίνεται το όνομα,
κι ούτε λεπτό ιστό η μετέωρη αράχνη υφαίνοντας
στο έρημο του Άλλιου το όνομα το έργο να πράξει.
Τι τα βάσανα που μου ‘δωσε η διττή Αμαθούσια τα
ξέρετε, και με ποιο τρόπο με τσουρούφλισε,
σαν καιγόμουν με τη λάβα του Τρινάκριου βράχου
και του Μαλιακού το νάμα στις Οιταίες Θερμοπύλες,
και τα θλιμμένα μάτια μου με αέναο κλάμα να λιώνουν
δεν έπαψαν και βροχή πικρή να μουσκεύει τα μάγουλα,
καθώς απ’ την κορφή αιθέριου όρους διάφανο
ρυάκι ξεπηδά από βρυώδη πέτρα
(που κυλώντας κατακόρυφα από κοιλάδα απόκρημνη,
το μέσο του δρόμου διαπερνά πολυσύχναστου,
γλυκιά ανακούφιση διαβάτη που απόκαμε κάθιδρος,
σαν καύσωνας βαρύς τους πυρωμένους σκίζει αγρούς).
Ή σαν σε ναύτες που σε μαύρο στροβιλίζονται κυκλώνα
αύρα ευνοϊκή φυσώντας απαλότερα έρχεται
με την ευχή του Πολυδεύκη με την παράκληση του Κάστορα,
τέτοια για μας ο Άλλιος ήταν βοήθεια.
Αυτός φραγμένο με διάπλατο άνοιξε δρόμο αγρό,
αυτός σπίτι έδωσε σε μας, αυτός και στην κυρία,
σ’ αυτό αγάπες να εξασκούμε αμοιβαίες.
Εκεί η λαμπρή θεά μου έφερε το απαλό της βήμα
και στο ξεφτισμένο κατώφλι το αστραφτερό της πέλμα
πατώντας στου σανδαλιού το τρίξιμο στάθηκε,
σαν άλλοτε με του αντρός της φλεγόμενη τον έρωτα έφτασε
στου Πρωτεσίλαου η Λαοδάμεια την οικία
που μάταια αρχίνισε, μιας και με αίμα ιερό δεν είχε ακόμα
το θύμα ευμενίσει τους ουρανίους αφέντες.
Τόσο σφοδρά να μη με ευφραίνει τίποτα, Ραμνούσια κόρη,
που άστοχα αρχινά σαν δε θέλουν οι αφέντες.
Πόσο πολύ ποθούν να χυθεί αίμα αγνό αδηφάγοι βωμοί
το ‘μαθε σαν έχασε τον άντρα η Λαοδάμεια,
που από ανάγκη του συζύγου άφησε του νιόπαντρου τον τράχηλο,
πριν ερχομός ενός κι ύστερα άλλου πίσω χειμώνα
με νύχτες μακρές τον άπληστο χορτάσει έρωτα,
για να βαστάξει τη ζωή με γάμο ρημαγμένο,
που ήξεραν οι Μοίρες πως χρόνο δε θα ‘παιρνε πολύ,
αν στρατιώτης πήγαινε στα τείχη του Ιλίου.
Τι τότε σαν την Ελένη άρπαξαν των Αχαιών τους πρώτους
άρχισε η Τροία να καλεί στα μέρη της τους άντρες,
η Τροία (ανείπωτο!) τάφος κοινός Ασίας και Ευρώπης,
η Τροία ανδρών κι ανδρείας πάσης στάχτη πικρή,
που τώρα και στον αδελφό μου θάνατο άθλιο
έφερε. Ω απ’ εμέ αδελφέ στερημένε τον άμοιρο,
Ω φως γλυκό απ’ τον άμοιρο αδελφό στερημένο,
με σένα με μιας όλη μας θάφτηκε η οικία,
όλες μαζί σου με μιας χάθηκαν οι χαρές μας,
που έτρεφε στη ζωή η γλυκιά σου αγάπη.
Τώρα αυτός τόσο μακριά ούτε μέσα σε τάφους γνωστούς
κι ούτε δίπλα σε στάχτες οικείων κείται,
μα στη δυσοίωνη Τροία, στην ολέθρια Τροία θαμμένος
ξένη γη σ’ έσχατο χώμα τον κρατά.
Σ’ αυτήν τότε λεν με βιάση διαλεχτή απ’ ολούθε νιότη
Ελληνική τα άδυτα άφησε των εστιών,
για να μη χαίρεται ο Πάρις την κλεμμένη μοιχαλίδα
και λεύθερο σε γαλήνια κάμαρη χρόνο να περνά.
Αυτό τότε το κακό, πανέμορφη Λαοδάμεια, σου
στέρησε κι απ’ τη ζωή κι απ’ την πνοή γάμο
γλυκύτερο: με τέτοια του έρωτα δίνη σφοδρή κύμα
σε ρούφηξε και σε απύθμενο βάραθρο σ’ έριξε,
σαν αυτό που οι Έλληνες λεν πως στον Φηνέα σιμά τον Κυλλήνειο
χώμα στεγνώνει παχύ σαν στραγγίσει το έλος,
και που κάποτε πως έσκαψε του βουνού κόβοντας το μεδούλι
ακούγεται ο ψευδοπάτωρ Αμφιτρυωνιάδης,
τον καιρό που με αλάθευτo τα Στυμφάλια τέρατα βέλος
χτύπησε με κατώτερου αφέντη εντολή,
για να διαβαίνουν πιότεροι θεοί την ουρανία πύλη
κι η Ήβη πολύ καιρό παρθένα να μη μένει.
Μα η βαθιά σου αγάπη απ’ το βάραρθο κείνο βαθύτερη,
αυτή κι αδάμαστη το ζυγό να φέρεις σε δίδαξε.
Τόσο ακριβή σε τσακισμένο απ’ τους χρόνους γονιό δεν είναι
όψιμου εγγονού η ζωή που μοναχοκόρη θηλάζει,
που, σαν για τα πλούτη επιτέλους μόλις βρέθηκε των προγόνων,
με το όνομά του στη σφραγισμένη να μπαίνει διαθήκη,
την ασεβή του γελασμένου συγγενούς χαρά ακυρώνοντας,
τον γύπα απ’ το άσπρο διώχνει κεφάλι˙
Τόσο πολύ περιστέρα δε χάρηκε καμιά το πάλλευκο
ταίρι της (κι ας λεν πως όλο αδράχνει φιλιά
με το ράμφος τσιμπώντας πιο αναίσχυντα από κάθε
γυναίκα, όσο ακόλαστη κι αν είναι).
Μα εσύ μόνη σου νίκησες τα μεγάλα τα πάθη τους
άπαξ κι έσμιξες με τον ξανθό σου άντρα.
Εξ ίσου ή σχεδόν να συγκριθεί μαζί της άξια,
ήρθε το φως μου στην αγκάλη μας,
που μια εδώ μια εκεί πετώντας γύρω της ο Έρως
άστραφτε λαμπρός με λάμψη κροκόπεπλη.
Αν και σ’ αυτήν ένας Κάτουλλος μόνο δε φτάνει,
τις αραιές της σεπτής κυράς θα ανεχτούμε απιστίες,
ανυπόφοροι μη γίνουμε με των βλακών το ήθος.
Κι η Ήρα ακόμη, των ουρανίων η μεγίστη,
τη λάβρα της οργή για το πταίσμα του συζύγου κατάπιε,
κι ας γνώριζε του παναχόρταγου Διός τις πλείστες απιστίες.
Μα θνητούς με θεούς θεμιτό να συγκρίνω δεν είναι
κι ούτε όσα μύρια βάσταξε η Ήρα υπομένω,
κι ούτε εξ ουρανών φωνή με πρόσταξε «Συζύγου επωμίσου,
άχαρο βάρος σήκωσε τρεμάμενου γονιού.»
Μα κείνη σε γάμο απ’ το δεξί του πατρός δε μου δόθηκε
κι ούτε σε σπίτι ήρθε ευωδιαστό με Ασσύρια μύρα,
αλλά μια νύχτα σιωπηλή δωράκια μου ‘δωσε κλεφτά,
απ’ του ίδιου του ανδρός της τον κόρφο κλεμμένα.
Γι’ αυτό κείνο αρκεί, αν σε μας μόνο δίνεται η μέρα,
που κείνη σημαδεύει με ασπρότερη πέτρα.
Αυτό για σένα, όσο μπορούσα, με στίχο φτιαγμένο το δώρο
για τη μέγιστη, Άλλιε, σου δίνεται στήριξη,
για να μην πιάσει με άγρια σκουριά το όνομά σας
αυτή και κείνη κι η άλλη κι άλλη μέρα.
Είθε οι θεοί επιπλέον να δώσουν όλα τα αγαθά, που η Θέμις
παλιά στους αρχαίους συνηθούσε να φέρνει πιστούς.
Μακάριοι να ‘στε κι εσύ και μαζί σου η ζωή σου
και ο οίκος κει που ‘παιξα με τη δέσποινά μου
κι αυτός που πρώτα σε σένα με σύστησε, Άλλιε,
απ’ αυτόν για με όλα τα καλά γεννήθηκαν,
και μακράν πριν απ’ όλους αυτή σε με πιο ακριβή κι από μένα τον ίδιο,
το φως μου, που όσο ζει γλυκειά θα ζω ζωή.
Catulli Carmina 37
Ταβέρνα πρόστυχη και σεις πορνοθαμώνες,
στον αριθμό εννιά του δρόμου των Διδύμων,
σαν τι νομίζετε, μοναχοψώληδες πως είστε;
ή μονοπώλιο το ‘χετε τη κάθε μια γυναίκα
να τη πηδάτε σείς κι οι άλλοι να ‘ναι κότσοι;
Τι λέτε, πως δεν το τολμώ, έτσι που στην αράδα
εκατό-διακόσιοι αράζετε χαλβάδες, μεμιάς όύλους
να σας τον δώσω για τσιμπούκι καρεκλάτο;
Κι όμως να το πιστεύετε, γιατί και στο μπουρδέλο σας
στην πρόσοψη του ολάκερη ψωλές θα ζωγραφίσω.
Η κοπελιά που μου ‘κανε φτερά απ΄την αγκάλη,
που την αγάπησα πολύ όσο καμμίαν άλλη,
που μάχες έδωσα γι’ αυτήν να τη κερδίσω,
εκεί θρονιάστηκε κι εσείς οι ευγενείς λεφτάδες
την έχετε αγκαλιά εσείς -αίσχος σας και ντροπή-
όλα τα ανθρωπάρια, του σοκακκιού γαμιάδες.
Αλλά κι εσύ διαμάντι μέσα στους μαλλιάδες,
Εγνάτιε μούλε από πόρνη κουνέλα ισπανική,
νόμισες πως αρχόντεψες με το παχύ σου γένι,
και που ‘πλυνες τα δόντια σου με κάτουρα Ιβήρων;
41
Η Αμεάνα η κοπέλα η γαμιόλα
μου ζήτησε τα δέκα μου χιλιάρικα όλα,
αυτή ντε, με την ασχημούλα μύτη,
από τη Φόρμια, αυτή η φτηνογκόμενα.
Γειτόνοι, που τη κοπελλίτσα νοιάζεστε,
φίλους, γιατρούς φωνάξτε: στα καλά
της δεν είναι η κοπέλα κι ούτε να ρωτά
το χάλκινο είδωλο πώς είναι συνηθιά.
45
Την αγάπη του ο Σεπτίμιος, την Ακμή,
στον κόρφο του κρατεί κι: “Ακμή μου” λέει
“αν δε σ’ αγαπώ μέχρι θανάτου κι αν στο εξής
να σ’ αγαπώ αιώνια πρόθυμος δεν είμαι
όσο μπορεί κανείς να αγαπά μέχρις εσχάτων,
μονάχος στη Λιβύη ή στη πυρακτωμένη Ινδία,
πρασινομάτη να τρακάρω λιόντα.”
Ως είπ’ αυτό, ζερβά ο Έρωτας σαν άλλοτε
και δεξιά φταρνίστηκε επικροτώντας.
Κι η Ακμή απαλά το κεφάλι γέρνοντας
του γλυκού παιδιού τα μεθυσμένα τα ματάκια
με κείνο το άλικο στόμα φιλώντας:
“Έτσι“, του λέει “ζωή μου Σεπτιμούλη,
αυτό μόνο τον κύρη να ‘περετάμ’ αέναα,
τώρα που πιο πολύ μου μαίνεται κι αγριεύει
η φλόγα στο απαλό μου το μεδούλι.”
Ως είπ’ αυτό, ζερβά ο Έρωτας σαν άλλοτε
και δεξιά φταρνίστηκε επικροτώντας.
Τώρα που με καλούς οιωνούς κινούνε,
με αμοιβαίο πάθος αγαπιώνται κι αγαπούνε:
μια την έχει την Ακμή ο φτωχοΣεπτίμιος
πιο πάνω από Συρίες κι από Βρετανίες.
Στο Σεπτίμιο μόνο πιστή ‘ναι η Ακμή
που λάγνους πόθους κι ηδονές χαρίζει.
Ποιος πιο μακάριο ερωτικό ζευγάρι;
Ποιος είδε πιο ευοίωνη την Αφροδίτη;
46
Τώρα η άνοιξη τους πάγους λιώνει πάλι,
τώρα του ουρανού το μένος, το ισονύχτι,
με τις γλυκές του Ζεφύρου σωπαίνει, αύρες.
Μένουνε πίσω Κάτουλλε, οι Φρύγιοι κάμποι
και της θερμής Νικαίας τ’ ολόχρυσο χωράφι:
στις λαμπρές πετάμε της Ασίας κωμοπόλεις.
Τώρα ο νους ορμητικός να φύγει λαχταρά,
τώρα το βήμα του ξανοίγει με σπουδή γοργά.
Γεια σας των σύντροφων γλυκές μαζωσυνάξεις,
π’ αλάργα ξεκινήσατε από το σπίτι αντάμι
και άλλοι δρόμοι κι απ’ αλλού, πίσω σας φέρνουν πάλι.
Ο Κάτουλλος γεννήθηκε στη Βερόνα το 84 π.Χ. από γονείς αρκετά εύπορους και της υψηλής κοινωνίας, αφού ξέρουμε ότι φιλοξένησαν επανειλημμένα τον Καίσαρα στο σπίτι τους στη Βερόνα. Στα 20 -22 του χρόνια ήρθε στη Ρώμη για σπουδές και σταδιοδρομία και τον βλέπουμε ξαφνικά μέσα στους κύκλους των μεγάλων της Ρώμης. Κάποιος από τους εξέχοντες φίλους του τον εισήγαγε στον κύκλο της Λεσβίας ή πιθανόν να την είχε γνωρίσει στη Βερόνα μαζί με τον άντρα της που βρισκόταν εκεί το 62 π.Χ. Η πρώτη του αντίδραση ήταν να γράψει, όπως πιστεύεται, το ακόλουθο ποίημα:
51
Στα μάτια μου θεός θαμάζει εκείνος,
κι αν είναι όσιο, κι από θεός πιο πάνω,
κείνος που αντίκρυ σου στέκεται κι ολοένα
σε βλέπει και σ’ ακούει να γλυκογελάς.
Αχ Θεοί! Αλίμονο, αλίμονο σε μένα,
γιατί έχασα, Λεσβία μου, τα λογικά,
μόλις σε δώ δε μου απομένει πια λαλιά,
Παγώνει η γλώσσα μου και σ΄ όλα μου τα μέλη
λεπτή μαίνεται φλόγα, και τ’ αυτιά
μου κουδουνίζουνε, και πια νυχτιά
μου σκέπει δίδυμη, τα μάτια.
Η αδράνεια, Κάτουλλε, οχληρή σου ‘ναι.
Από αδράνεια αναπηδάς υπέρβολος γαυριάς.
Η αδράνεια έσβησε παλιά και βασιλιάδες
πάλαί ποτε κι ευτυχισμένες πολιτείες.
57
Ωραία τα βρήκανε οι κίναιδοι οι αισχροί,
ο Μαμούρρας κι ο Καίσαρας οι λούγκρες.
Μην απορείς: η ίδια λέρα και στους δυο,
απ’ την πόλη η μια η άλλη απ’ τη Φόρμια,
βαθιά καθίσανε και δεν ξεπλένονται:
εξ ίσου άρρωστοι, κι αμφότεροι φτυστοί
σε ένα ντιβανάκι οι δυο πολυμαθούληδες,
ο ένας απ’ τον άλλονε πιο αχόρταγος γαμιάς,
σύντροφοι αντίζηλοι των δόλιων κορασίδων.
Ωραία τα βρήκανε οι κίναιδοι οι αισχροί.
59
Η Ρούφα απ΄τη Βονώνια το Ρούφακο ρουφά,
σύζυγος του Μενένου, που συχνά στους τάφους
τη βλέπετε στην ίδια τη πυρά ν’ αρπάζει δείπνο,
όταν κυνήγα το ψωμί π’ απ’ τη φλόγα κύλησε,
με τον αξούριστο πηδιέται νεκροθάφτη.
60
Σίγουρα εσένα λέαινα στα Λιβυστίνια όρη
ή Σκύλλα που αλυχτά απ’ τα λαγόνια κάτω
με τέτοιο νου σκληρό κι απεχθή δε σ’ έκανε,
που του ικέτη τη φωνή στην έσχατη τη συμφορά
να αγνοούσες, άγρια, αχ άγρια καρδιά θηρίου.
H ερωτική ιστορία Κάτουλλου-Λεσβίας είναι μια από τις πιο φημισμένες αγάπης και πάθους στη παγκόσμια λογοτεχνία. Ο άτυχος έρωτας του ποιητή για μια γυναίκα πανέμορφη κι έμπειρη, αλλά και κακής ποιότητας συγχρόνως, ενέπνευσε στον ποιητή αριστουργήματα ερωτικού πάθους, αγάπης και σεβασμού.
Πρέπει να σημειωθεί πως το όνομα Λεσβία είναι βέβαια ψευδώνυμο, όπως μας πληροφορεί ο Οβίδιος, ενώ το πραγματικό της όνομα είναι Clodia, όπως μας πληροφορεί ο Απουλήιος. Για τη ταυτότητα της γυναίκας αυτής διατυπωθήκανε διάφορες απόψεις. Οι περισσότερες όμως κλίνουνε προς τη ταύτισή της με τη σύζυγο του Μετέλλου. Αν πράγματι ισχύει αυτό, τότε οι σχέσεις τους θα πρέπει να άρχισαν νωρίς κι όσο ζούσεν ακόμη ο άντρας της.
Οι σχέσεις όμως της Λεσβίας με τον ποιητή δεν ήταν ασφαλώς πάντα ρόδινες. Οι απιστίες της είναι πολλές. Ο έρωτάς της για τον Καίλιο Ρούφο έχει φουντώσει. Ανάμεσά τους θα μπούνε κι άλλα πρόσωπα όπως ο Κόιντος κι ο αισχρός κι αιμομίχτης Γέλλιος.
Τα παρακάτω ποιήματα εκφράζουν όλα όσα προαναφέρονται πιο πάνω, με τη σειρά… συναισθήματος:
76
Αν είναι ευχάριστο κανείς να ανακαλεί στη μνήμη
ευεργεσίες παρελθόντος, αν σκέφτεται πως είναι ευσεβής
και δεν επρόδωσε την ιερή φιλία, ούτε σε κάποια συμφωνία
ξεγέλασε τους συνανθρώπους του προσβάλλοντας τα θεία,
τότε χαρές πολλές, βρε Κάτουλλε, σε όλη τη ζωή σου,
σε καρτερούν από αυτόν τον άχαρο έρωτά σου.
Για ό,τι καλό μπορούν οι άνθρωποι να κάνουν ή να πούνε
για τους αλλνούς, εσύ και το ‘πες και το έκανες.
Όλα όσα μπιστεύτηκες στ’ αχάριστο μυαλό της εχαθήκαν.
Γιατί λοιπόν, να βασανίζεσαι ακόμα παραπάνω;
Για δε σκληραίνεις τη καρδιά, και σώσου από κείνη
και πάψε να ‘σαι δύστυχος, που ούτ’ οι θεοί το θέλουν;
Δύσκολα παρατάς στα ξαφνικά ένα μακρόχρονο έρωτα,
στ’ αλήθεια, και να το κάμεις μ’ όποιο τρόπο θες εσύ.
Είναι η μόνη σωτηρία σου: νίκη που πρέπει να παρθεί.
Μπορείς ή διόλου δεν μπορείς, αυτό πρέπει να κάνεις.
Ω Θεοί, αν η λύπηση είναι δουλειά δική σας
ή αν προσφέρατε ποτέ σ’ ετοιμοθάνατο βοήθεια,
ρίξτε μου μια ματιά. Κι αν έζησα αγνή ζωή,
πάρτε μακριά μου τη νόσο αυτή και τη καταστροφή,
που σαν παράλυση γλιστρά σε όλα μου τα μέλη
και πέρα διώχνει από τη καρδιά κάθε χαρά μου.
Πια δε ζητώ κείνη να με αγαπήσει, όπως εγώ,
ούτε, πράγμα αδύνατο, να θέλει να ‘ναι τίμια.
Είθε γοργά να ιαθώ κι από τη νόσο να απαλλαγώ,
τη σιχαμένη. Ω Θεοί, δώστε, σα χάρη σας ζητώ
αν όντως ήμουν ευσεβής, γοργά να γιατρευτώ.
83
Η Λέσβια μπρος στον άντρα της ένα σωρό μου σέρνει
κι ο μπούρδας γλυκοχαίρεται με όλη τη καρδιά του.
Κοιμάσαι μούλε; Θάτανε αθώα ν δε μιλούσε.
Τώρα που αυτή γρυλλίζει και με βρίζει τάχα,
όχι μόνο με σκέφτεται, αλλά, το πιο καβλωτικό,
είναι και θυμωμένη. Παναπεί καίγεται! Βράζει!
87
Καμιά δεν αγαπήθηκε στον κόσμο άλλη γυναίκα,
όσο η Λεσβία μου αγαπήθηκε από μένα.
Ποτέ δεσμός δε βρέθηκε που νά ΄χει τόση πίστη,
όση έδειξα εγώ στον έρωτα για σένα.
91
Έλπιζα, Γέλλιε, δε θα μου φερόσουν σκάρτα,
σ΄ αυτό το θλιβερό κι άτυχο έρωτά μου.
Κι όχι επειδή σε γνώριζα ή σε θεωρούσα άντρα
που από ντροπές μπορεί να κάνει κράτει,
αλλά γιατί έβλεπα πως μήτε μάνα σ’ ήταν
μήτ’ αδερφή αυτή που μ΄ έτρωγ’ έρωτάς της.
Όμως για σέ πάλι, και φιλοι νά ‘μασταν,
δε θά ‘ταν λόγος αρκετός, νομίζω.
Τούτο για σέ είν΄ αρκετό: χαρά σου υπερτάτη,
τα αίσχη που ‘χουν μάλιστα και γεύση ατιμίας.