
Βιογραφικό
Ο John Griffith Chaney, γνωστότερος ως Τζακ Λόντον, ήταν Αμερικανός μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος κι ακτιβιστής. Πρωτοπόρος της εμπορικής φαντασίας και των αμερικανικών περιοδικών, ήταν ένας από τους πρώτους Αμερικανούς συγγραφείς που έγινε διεθνής διασημότητα και κέρδισε μεγάλη περιουσία από τη συγγραφή. Ήταν επίσης καινοτόμος στο είδος που αργότερα θα γίνει γνωστό ως επιστημονική φαντασία. Ήταν μέλος της ριζοσπαστικής λογοτεχνικής ομάδας The Crowd στο Σαν Φρανσίσκο και παθιασμένος υπέρμαχος των δικαιωμάτων των ζώων, των δικαιωμάτων των εργαζομένων και του σοσιαλισμού, αν κι ήταν επίσης αμφιλεγόμενος υποστηρικτής της λευκής υπεροχής και της ευγονικής. Έγραψε πολλά έργα που ασχολούνται μ’ αυτά τα θέματα, όπως το δυστοπικό μυθιστόρημά του Η Σιδερένια Φτέρνα (The Iron Heel), το μη μυθιστόρημα εκθέσεώς του The People of the Abyss, War of the Classes και Before Adam. Τα πιο διάσημα έργα του είναι τα, The Call of the Wild και White Fang, που διαδραματίζονται και τα 2 στην Αλάσκα και στο Yukon στη διάρκεια του Klondike Gold Rush, καθώς και τα διηγήματα Build a Fire, An Odyssey of the North κι Αγάπη Της Ζωής. Έγραψε επίσης για το Νότιο Ειρηνικό σε ιστορίες όπως The Pearls of Parlay και The Heathen.
Ο Τζακ στα 9 του χρόνια με τον σκύλο του
Γεννήθηκε στις 12 Γενάρη 1876 στις οδούς Τρίτη και Μπράναν στο Σαν Φρανσίσκο, το σπίτι κάηκε στη πυρκαγιά μετά τον σεισμό του 1906 στο Σαν Φρανσίσκο, -η Ιστορική Εταιρεία Καλιφόρνια τοποθέτησε πλάκα στο χώρο το 1953. Η μητέρα του, Φλόρα Γουέλμαν, ήταν το 5ο και μικρότερο παιδί του οικοδόμου του Καναλιού της Πενσυλβάνια, Μάρσαλ Γουέλμαν και της 1ης του συζύγου, Έλινορ Γκάρετ Τζόουνς. Ο Μάρσαλ Γουέλμαν καταγόταν από τον Τόμας Γουέλμαν, πρώιμο πουριτανό άποικο στην αποικία του κόλπου της Μασαχουσέτης. Η Φλόρα άφησε το Οχάιο και μετακόμισε στην ακτή του Ειρηνικού όταν ο πατέρας της ξανανυμφεύτηκε μετά το θάνατο της μητέρας της. Στο Σαν Φρανσίσκο, η Φλόρα εργάστηκε ως δασκάλα μουσικής και πνευματίστρια, ισχυριζόμενη ότι διοχετεύει το πνεύμα ενός αρχηγού των Σάουκ, του Μπλακ Χοκ. Η βιογράφος Clarice Stasz κι άλλοι πιστεύουν ότι ο πατέρας του Λόντον ήταν ο αστρολόγος William Chaney γιατί η Flora ζούσε μαζί του στο Σαν Φρανσίσκο όταν έμεινε έγκυος. Το αν αυτή κι ο Chaney ήταν νόμιμα παντρεμένοι είναι άγνωστο. Η Stasz σημειώνει ότι στα απομνημονεύματά του, ο Chaney αναφέρει τη Flora Wellman ως σύζυγο, αναφέρει επίσης διαφήμιση όπου η Flora αποκαλούσε τον εαυτό της Florence Wellman Chaney. Σύμφωνα με την αφήγηση, όπως καταγράφεται στο San Francisco Chronicle της 4ης Ιουνίου 1875, ο Chaney της απαίτησε να κάνει έκτρωση. Όταν αυτή αρνήθηκε, αυτός αποποιήθηκε την ευθύνη για το παιδί. Στην απόγνωσή της αυτοπυροβολήθηκε. Δεν τραυματίστηκε σοβαρά, αλλά ήτανε προσωρινά διαταραγμένη.
Ο θετός πατέρας του, Τζων.
Μετά τη γέννα, έστειλε το μωρό για θηλασμό στη Βιρτζίνια (Τζένι) Πρέντις, πρώην σκλάβα Αφροαμερικανίδα και γειτόνισσα. Η Πρέντις ήτανε σημαντική μητρική φιγούρα σ’ όλη τη ζωή του Λόντον κι αργότερα θα την αναφέρει ως κύρια πηγή αγάπης και στοργής του ως παιδί. Στα τέλη του 1876, η Flora Wellman παντρεύτηκε τον John London, μερικώς ανάπηρο βετεράνο του Εμφυλίου Πολέμου κι έφερε το μωρό της John, να ζήσει με το νιόπαντρο ζευγάρι. Η οικογένεια μετακόμισε στη περιοχή του Σαν Φρανσίσκο πριν εγκατασταθεί στο Όκλαντ, που ο μικρός Τζακ ολοκλήρωσε το δημόσιο δημοτικό σχολείο. Η οικογένεια Πρέντις μετακόμισε με τους Λόντον και παρέμεινε μια σταθερή πηγή φροντίδας για το νεαρό. Το 1897, στα 21 του και φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στο Μπέρκλεϋ, έψαξε στ’ αρχεία των εφημερίδων για την απόπειρα αυτοκτονίας της μητέρας και τ’ όνομα του βιολογικού του πατέρα. Έγραψε στον Chaney, που τότε ζούσε στο Σικάγο κι αυτός απάντησε ότι δεν μπορούσε να ‘ναι ο πατέρας του γιατί ήταν ανίκανος. Υποστήριξε πρόχειρα πως η μητέρα του είχε σχέσεις μ’ άλλους άντρες κι υποστήριξε ότι τον είχε συκοφαντήσει όταν είπε ότι επέμενε σε έκτρωση. Κατέληξε λέγοντας ότι ήτανε πιο αξιολύπητος από το Λόντον. Αυτός συνετρίβη απ’ το γράμμα του πατέρα και τους επόμενους μήνες, παράτησε το Μπέρκλεϊ και πήγε στο Klondike στη διάρκεια της έκρηξης του χρυσού.
Αν κι η οικογένεια ήταν εργατικής τάξης, δεν ήτανε τόσο φτωχή όσο ισχυρίστηκε μεταγενέστερα ο Τζακ, που ήτανε σε μεγάλο βαθμό αυτοδίδακτος. Το 1885 βρήκε και διάβασε το μακρύ βικτωριανό μυθιστόρημα Signa του Ouida. Το πίστωσε αυτό ως σπόρο της λογοτεχνικής του επιτυχίας. Το 1886, πήγε στη Δημόσια Βιβλιοθήκη του Όκλαντ και βρήκε συμπαθητική βιβλιοθηκονόμο, την Ίνα Κούλμπριθ, που ενθάρρυνε τη μάθησή του. (Αργότερα έγινε η 1η βραβευμένη ποιήτρια της Καλιφόρνια και σημαντική προσωπικότητα στη λογοτεχνική κοινότητα του Σαν Φρανσίσκο). Το 1889, άρχισε να εργάζεται 12-18 ώρες τη μέρα στο Hickmott’s Cannery. Αναζητώντας διέξοδο, δανείστηκε χρήματα από την ανάδοχη μητέρα του Βιρτζίνια Πρέντις, αγόρασε το σαθρό Razzle-Dazzle από έναν πειρατή στρειδιών που ονομαζόταν French Frank κι έγινε ο ίδιος πειρατής στρειδιών. Στ’ απομνημονεύματά του John Barleycorn, ισχυρίζεται επίσης ότι έχει κλέψει την ερωμένη του French Frank, Mamie. Μετά από μερικούς μήνες, η ράχη του υπέστη ανεπανόρθωτη ζημιά και προσλήφθηκε ως μέλος του California Fish Patrol. Το 1893, υπέγραψε στο σκαρί της σφραγίδας Sophie Sutherland, με προορισμό τις ακτές της Ιαπωνίας. Όταν επέστρεψε, η χώρα βρισκόταν στα χέρια του πανικού του ’93 και το Όκλαντ παρασύρθηκε από εργατικές αναταραχές. Μετά από εξαντλητικές δουλειές σε μύλο γιούτας κι ένα εργοστάσιο ηλεκτροπαραγωγής σε δρόμους σιδηροδρόμων, εντάχθηκε στον στρατό του Coxey και ξεκίνησε τη καρριέρα του ως αλήτης. Το 1894, πέρασε 30 μέρες γι’ αλητεία στο σωφρονιστικό ίδρυμα της κομητείας Erie στο Μπάφαλο της Νέας Υόρκης. Στο The Road έγραψε:
“Ο χειρισμός του ανθρώπου ήταν απλώς από τους πολύ δευτερεύοντες μη δημοσιεύσιμους τρόμους του ιδρύματος της κομητείας Erie. Λέω ‘μη δημοσιεύσιμος’ και στη δικαιοσύνη πρέπει να πω κι απερίγραπτος. Μου ήταν αδιανόητα μέχρι που τα ‘ζησα και δεν ήμουν ανοιξιάτικο κοτόπουλο στους τρόπους του κόσμου και στις απαίσιες αβύσσους της ανθρώπινης υποβάθμισης. Θα χρειαζότανε βαθειά πτώση για να φτάσω στο κατώτατο σημείο της πέννας της κομητείας του Έρι και δεν κάνω παρά να ξύσω ελαφρά κι επιδεικτικά την επιφάνεια των πραγμάτων όπως τα είδα κι έζησα εκεί“.
—Τζακ Λόντον: Ο Δρόμος

Μετά από πολλές εμπειρίες ως αλήτης και ναυτικός, επέστρεψε στο Όκλαντ και φοίτησε στο γυμνάσιο του Όκλαντ. Συνεισέφερε αρκετά άρθρα στο περιοδικό του γυμνασίου, The Aegis. Το 1ο του δημοσιευμένο έργο ήταν το Typhoon off the Coast of Japan, αφήγηση των εμπειριών του από την ιστιοπλοΐα. Ως μαθητής, σπούδαζε… συχνά στο Heinold’s First & Last Chance Saloon, μπαρ δίπλα στο λιμάνι στο Όκλαντ. Στα 17 του, εξομολογήθηκε στον ιδιοκτήτη του μπαρ, Τζον Χάινολντ, την επιθυμία του να πάει στο πανεπιστήμιο και να ακολουθήσει καρριέρα ως συγγραφέας. Ο Χάινολντ του δάνεισε χρήματα για δίδακτρα ώστε να σπουδάσει στο κολλέγιο. Ήθελε απεγνωσμένα να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, που βρίσκεται στο Μπέρκλεϋ. Το 1896, μετά από ένα καλοκαίρι έντονων σπουδών για να περάσει τις εξετάσεις πιστοποίησης, έγινε δεκτός. Οι οικονομικές συνθήκες τον ανάγκασαν να φύγει το 1897 και δεν αποφοίτησε ποτέ. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι έγραψε ποτέ για φοιτητικές δημοσιεύσεις ενώ σπούδαζε κει. Ενώ βρισκόταν εκεί συνέχισε να μελετά και να περνά χρόνο στο σαλόνι του Χάινολντ, όπου γνώρισε ναυτικούς και τυχοδιώκτες που θα επηρεάζανε τη γραφή. Στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, John Barleycorn, ανέφερε την ομοιότητα της παμπ 17 φορές. Το Heinold’s ήταν το μέρος που συνάντησε τον Alexander McLean, έναν καπετάνιο γνωστό για τη σκληρότητά του στη θάλασσα, -βάσισε τον πρωταγωνιστή του Wolf Larsen, στο μυθιστόρημα The Sea-Wolf, σ’ αυτόν. Το First & Last Chance Saloon του Heinold ονομάζεται πλέον ανεπίσημα Ραντεβού Με Τον Jack London προς τιμή του.

Στις 12 Ιουλίου 1897, στα 21 του κι ο σύζυγος της αδερφής του, Captain Shepard, έσπευσαν να ενταχθούνε στο Klondike Gold Rush. Αυτό ήταν το σκηνικό για μερικές από τις 1ες πετυχημένες ιστορίες του. Ωστόσο, ο χρόνος του στο σκληρό Klondike ήταν επιζήμιος για την υγεία του. Όπως πολλοί άλλοι άνδρες που υποσιτίστηκαν στα χρυσωρυχεία, παρουσίασε σκορβούτο. Τα ούλα του πρήστηκαν, μ’ αποτέλεσμα να χάσει τα 4 μπροστινά του δόντια. Ένας συνεχής πόνος του ροκάνιζε επηρεάζοντας τους μύες του ισχίου και των ποδιών του και το πρόσωπό του ήταν σημαδεμενο έτσι ώστε του θυμίζανε πάντα τους αγώνες που αντιμετώπιζε στο Klondike. Ο πατέρας William Judge, “The Saint of Dawson”, είχε εγκατάσταση στο Dawson που παρείχε στέγη, τροφή κι οποιοδήποτε διαθέσιμο φάρμακο στον Τζακ και σε άλλους. Οι προσπάθειες του εκεί εμπνεύσανε το διήγημα του, To Build a Fire (1902, αναθεωρημένο το 1908), που πολλοί κριτικοί αξιολογούν ως το καλύτερό του.
Ο Τζακ έφυγε από το Όκλαντ με κοινωνική συνείδηση και σοσιαλιστικές τάσεις. επέστρεψε για να γίνει ακτιβιστής του σοσιαλισμού. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μόνη ελπίδα του να ξεφύγει από την εργασιακή παγίδα ήταν να λάβει εκπαίδευση και να “πουλήσει” το μυαλό του. Έβλεπε το γράψιμό του ως επιχείρηση, το εισιτήριό του από τη φτώχεια κι ήλπιζε, πως ήταν μέσο να νικήσει τους πλούσιους στο δικό τους παιχνίδι.
Επιστρέφοντας στην Καλιφόρνια το 1898, άρχισε να εργάζεται για να εκδοθεί, ένας αγώνας που περιγράφεται στο μυθιστόρημά του Martin Eden (κυκλοφόρησε το 1908, δημοσιεύτηκε το 1909). Η 1η του δημοσιευμένη ιστορία από το γυμνάσιο ήταν το “To the Man On Trail”, που έχει συλλεχθεί συχνά σε ανθολογίες. Όταν το The Overland Monthly του πρόσφερε μόνο 5 δολάρια γι’ αυτό -και πλήρωνε αργά- ο Τζακ κόντεψε να εγκαταλείψει τη συγγραφική του καρριέρα. Σύμφωνα με τα λόγια του, “κυριολεκτικά σώθηκα” όταν ο Μαύρος Γάτος αποδέχτηκε την ιστορία Χίλιοι Θάνατοι και του πλήρωσε 40 δολάρια -τα “πρώτα χρήματα που έλαβα ποτέ για ιστορία“.
Ξεκίνησε τη συγγραφική του καρριέρα ακριβώς καθώς οι νέες τεχνολογίες εκτύπωσης επιτρέψανε τη παραγωγή περιοδικών με χαμηλότερο κόστος. Αυτό οδήγησε σε μια έκρηξη στα δημοφιλή περιοδικά που στόχευαν σ’ ευρύ κοινό και σε ισχυρή αγορά για μικρού μήκους μυθοπλασίας, -ήταν ένα διήγημα γνωστό είτε ως Diable (1902) ή Bâtard (1904), 2 εκδόσεις της ίδιας βασικής ιστορίας. Ο Τζακ έλαβε 141,25 δολάρια γι’ αυτή την ιστορία στις 27 Μάη 1902. Στο κείμενο, ένας σκληρός Γάλλος Καναδός βασάνιζε τον σκύλο του κι αυτός αντεπιτίθεται και τονε σκοτώνει. Ο Λόντον είπε σε μερικούς από τους επικριτές του ότι οι πράξεις του ανθρώπου είναι η κύρια αιτία της συμπεριφοράς των ζώων τους και θα το έδειχνε αυτό περίφημα σε μια άλλη ιστορία, το The Call of the Wild. Στις αρχές του 1903, πούλησε το The Call of the Wild στην The Saturday Evening Post για $750 και τα δικαιώματα του βιβλίου στον Macmillan, η διαφημιστική καμπάνια του το ώθησε σε γρήγορη επιτυχία.
Ενώ ζούσε στη νοικιασμένη βίλα του στη λίμνη Merritt στο Όκλαντ της Καλιφόρνια, το Λόντον γνώρισε τον ποιητή Τζορτζ Στέρλινγκ. με τον καιρό έγιναν οι καλύτεροι φίλοι. Το 1902, ο Sterling βοήθησε το Λόντον να βρει ένα σπίτι πιο κοντά στο δικό του στο κοντινό Piedmont. Στις επιστολές του απευθυνόταν στον Στέρλινγκ ως “Έλληνας”, λόγω της όξινης μύτης και του κλασσικού προφίλ του Στέρλινγκ, και τα υπέγραφε ως “Λύκος”. Το Λόντον επρόκειτο αργότερα να απεικονίσει τον Sterling ως Russ Brissenden στο αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα Martin Eden (1910) και ως Mark Hall στο The Valley of the Moon (1913). Στη μετά ζωή του, ενέπνευσε τα ευρύτατα ενδιαφέροντά του συγκεντρώνοντας προσωπική βιβλιοθήκη 15.000 τόμων. Αναφέρθηκε στα βιβλία του ως “τα εργαλεία του εμπορίου μου“.
Ο Λόντον νυμφεύτηκε την Elizabeth Mae (ή May) “Bessie” Maddern στις 7 Απριλίου 1900, την ίδια μέρα που κυκλοφόρησε το The Son of the Wolf. Η Μπες ήταν μέρος του κύκλου των φίλων του για αρκετά χρόνια. Είχε σχέση με τις ηθοποιούς Minnie Maddern Fiske και Emily Stevens. Η Stasz λέει, “Και οι δύο αναγνώρισαν δημόσια ότι δεν παντρεύονταν από αγάπη, αλλά από φιλία κι από την πεποίθηση ότι θα κάνανε γερά παιδιά“. Η Μπέσυ ότι δεν τον αγαπούσε, αλλά ότι της άρεσε αρκετά για να κάνει έναν επιτυχημένο γάμο. Ο Λόντον γνώρισε την Μπέσυ μέσω του φίλου του στο γυμνάσιο του Όκλαντ, Φρεντ Τζέικομπς. ήταν η αρραβωνιαστικιά του Φρεντ. Η Μπέσυ, που δίδασκε στην Ακαδημία του Πανεπιστημίου Άντερσον στην Αλαμέντα Καλιφόρνια, δίδαξε τον Τζακ στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τις εισαγωγικές του εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϋ το 1896. Ο Τζέικομπς σκοτώθηκε στο Scandia το 1897, αλλά ο Τζακ κι η Μπέσυ συνέχισαν τη φιλία τους, που περιλάμβανε φωτογραφίες και την ανάπτυξη της ταινίας μαζί. Αυτή ήταν η αρχή του πάθους του Τζακ για τη φωτογραφία.

Στη διάρκεια του γάμου, ο Λόντον συνέχισε τη φιλία του με την Άννα Στρούνσκι, συν-συγγραφέας του The Kempton-Wace Letters, επιστολικό μυθιστόρημα που αντιπαραβάλλει 2 φιλοσοφίες της αγάπης. Η Άννα, γράφοντας τις επιστολές “Dane Kempton”, υποστηρίζοντας ρομαντική άποψη του γάμου, ενώ ο Λόντον, γράφοντας τις επιστολές “Herbert Wace”, υποστήριξε επιστημονική άποψη, βασισμένη στο Δαρβινισμό και την ευγονική. Στο μυθιστόρημα, ο χαρακτήρας αντιπαραβάλλει 2 γυναίκες που είχε γνωρίσει. Το όνομα του κατοικίδιου του Λόντον για την Bess ήταν “Mother-Girl” και του Bess για το Λόντον ήταν “Daddy-Boy”. Το 1ο τους παιδί, η Joan, γεννήθηκε στις 15 Γενάρη 1901 και το 2ο τους, η Bessie “Becky” (αναφέρεται επίσης ως Bess), στις 20 Οκτώβρη 1902. Τα 2 παιδιά γεννηθήκανε στο Piedmont της Καλιφόρνια. Εδώ ο Λόντον έγραψε από τα πιο διάσημα έργα του, το The Call of the Wild. Ενώ ήτανε περήφανος για τα παιδιά του, ο γάμος ήταν τεταμένος. Ο Kingman λέει ότι μέχρι το 1903 το ζευγάρι ήτανε κοντά στο χωρισμό καθώς ήταν “εξαιρετικά ασυμβίβαστοι”. “Ο Τζακ ήταν ακόμα τόσο τρυφερός κι ευγενικός με τη Μπέσυ ώστε ο Κλάουνσλι Τζονς που ήτανε φιλοξενούμενος στο σπίτι τον Φλεβάρη του 1903, δεν υποψιάστηκε τη διάλυση του γάμου τους.
Ο Λόντον φέρεται να παραπονέθηκε στους φίλους Joseph Noel και George Sterling: “Η [Bessie] είναι αφοσιωμένη στην αγνότητα. Όταν της λέω ότι η ηθική είναι μόνο απόδειξη χαμηλής αρτηριακής πίεσης, με μισεί. Θα πουλούσε εμένα και τα παιδιά για τη καταραμένη αγνότητά της. Είναι τρομερό. Κάθε φορά που επιστρέφω αφού λείπω από το σπίτι για ένα βράδυ, δεν με αφήνει να είμαι στο ίδιο δωμάτιο μαζί της, αν μπορεί να το αποφύγει. Ο Stasz γράφει ότι αυτές ήταν “κωδικές λέξεις για τον φόβο [της Μπες] ότι ο [Τζακ] συναναστρεφόταν με πόρνες κι ότι μπορεί να φέρει στο σπίτι αφροδίσια νόσο”. Στις 24 Ιουλίου 1903, ο Λόντον είπε στη Μπέσυ ότι έφευγε κι έφυγε. Στη διάρκεια του 1904, ο Λόντον κι η Μπες διαπραγματεύτηκαν τους όρους διαζυγίου και το διάταγμα εκδόθηκε στις 11 Νοέμβρη 1904. Ο Λόντον αποδέχθηκε την ανάθεση του San Francisco Examiner για τη κάλυψη του Ρωσο-Ιαπωνικού πολέμου στις αρχές του 1904, φτάνοντας στη Γιοκοχάμα στις 25 Γενάρη 1904. Συνελήφθη από τις ιαπωνικές αρχές στο Shimonoseki, αλλά αφέθηκε ελεύθερος με τη παρέμβαση του Αμερικανού πρεσβευτή Lloyd Griscom. Αφού ταξίδεψε στη Κορέα, συνελήφθη ξανά από τις ιαπωνικές αρχές επειδή προχώρησε πολύ κοντά στα σύνορα με τη Μαντζουρία χωρίς επίσημη άδεια και στάλθηκε πίσω στη Σεούλ. Απελευθερώθηκε και πάλι έλαβε άδεια να ταξιδέψει με τον Αυτοκρατορικό Ιαπωνικό Στρατό στα σύνορα και να παρατηρήσει τη Μάχη του Γιαλού.
Ο Λόντον ζήτησε από τον William Randolph Hearst, ιδιοκτήτη του San Francisco Examiner, να του επιτραπεί να μεταφερθεί στον Αυτοκρατορικό Ρωσικό Στρατό, όπου θεώρησε ότι οι περιορισμοί στις αναφορές και στις κινήσεις του θα ήταν λιγότερο αυστηροί. Ωστόσο, προτού να διευθετηθεί αυτό, συνελήφθη για 3η φορά μέσα σε 4 μήνες, αυτή τη φορά επειδή επιτέθηκε στους Ιάπωνες βοηθούς του, τους οποίους κατηγόρησε ότι έκλεψαν τη ζωοτροφή για το άλογό του. Απελευθερωμένος με προσωπική παρέμβαση του Προέδρου Theodore Roosevelt, έφυγε από το μέτωπο τον Ιούνιο του 1904.
Στις 18 Αυγούστου 1904, ο Λόντον πήγε με τον στενό του φίλο, τον ποιητή Τζορτζ Στέρλινγκ, στους “Summer High Jinks” στο Bohemian Grove. Ο Λόντον εξελέγη επίτιμο μέλος του Bohemian Club κι έλαβε μέρος σε πολλές δραστηριότητες. Άλλα σημειωμένα μέλη του Bohemian Club στη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν οι Ambrose Bierce, Gelett Burgess, Allan Dunn, John Muir, Frank Norris και Herman George Scheffauer. Ξεκινώντας Δεκέμβρη του 1914, εργάστηκε στο The Acorn Planter, A California Forest Play, που θα παιχτεί ως ένα από τα ετήσια Grove Plays, αλλά δεν επιλέχθηκε ποτέ. Περιγράφηκε ως πολύ δύσκολο να μελοποιηθεί κι εξέδωσε το The Acorn Planter το 1916.
Μετά το διαζύγιο της Maddern, ο Λόντον νυμφεύτηκε τη Charmian Kittredge το 1905 που την είχε γνωρίσει το 1900 από τη θεία της Netta Eames, που ήτανε συντάκτρια στο περιοδικό Overland Monthly στο Σαν Φρανσίσκο. Οι 2 τους γνωρίστηκαν πριν από τον 1ο γάμο, αλλά έγιναν εραστές χρόνια μετά αφού ο Jack κι η Bessie London επισκέφτηκαν το Wake Robin, το θέρετρο της Netta Eames της Sonoma County, το 1903. Ο Λόντον τραυματίστηκε όταν έπεσε από καρότσι κι η Netta κανόνισε να φροντίσει η Charmian αυτόν. Ανέπτυξαν φιλία, καθώς η Charmian, η Netta, ο σύζυγός της Roscoe κι ο Λόντον ήτανε πολιτικά ευθυγραμμισμένοι με τους σοσιαλιστές. Κάποια στιγμή η σχέση έγινε ρομαντική κι ο Τζακ χώρισε τη γυναίκα του για να νυμφευτεί τη Τσάρμιαν, που ήτανε 5 χρόνια μεγαλύτερή του.
Ο βιογράφος Russ Kingman αποκάλεσε τη Charmian “η αδελφή ψυχή του Τζακ, πάντα στο πλευρό του και τέλειο ταίρι“. Ο χρόνος μαζί τους περιελάμβανε πολλά ταξίδια και κρουαζιέρα το 1907 με το γιοτ Snark στη Χαβάη και την Αυστραλία. Πολλές από τις ιστορίες του βασίζονται στις επισκέψεις στη Χαβάη, η τελευταία για 10 μήνες ξεκινώντας Δεκέμβρη του 1915. Το ζευγάρι επισκέφτηκε επίσης το Γκόλντφιλντ της Νεβάδα το 1907, όπου ήτανε καλεσμένοι των αδερφών Μποντ, των ιδιοκτητών του Ντόσον Σίτι του Λόντον. Οι αδερφοί Μποντ εργάζονταν στη Νεβάδα ως μηχανικοί ορυχείων. Ο Λόντον είχε αντιπαραβάλει τις έννοιες του “Mother Girl” και του “Mate Woman” στα The Kempton-Wace Letters. Το όνομα του κατοικίδιου για την Μπες ήταν “Μητέρα-Κορίτσι”. Το κατοικίδιό του για τον Charmian ήταν “Mate-Woman”. Η θεία της Charmian κι η θετή μητέρα της, μαθήτρια της Victoria Woodhull, την είχαν μεγαλώσει χωρίς επιμέλεια. Κάθε βιογράφος παραπέμπει στην ανεμπόδιστη σεξουαλικότητα της Charmian.
Ο Τζόζεφ Νόελ αποκαλεί τα γεγονότα από το 1903 έως το 1905 “ένα εγχώριο δράμα που θα είχε ιντριγκάρει την πέννα ενός Ίψεν… Ο Λόντον είχε ανακούφιση από αστειότητες κι ένα είδος χαλαρού ρομαντισμού“. Σε γενικές γραμμές, ήταν ανήσυχος στον 1ο του γάμο, αναζήτησε εξωσυζυγικές σεξουαλικές σχέσεις και βρήκε, στη Charmian Kittredge, όχι μόνο έναν σεξουαλικά ενεργό και περιπετειώδη σύντροφό του, αλλά και τη μελλοντική του σύντροφο. Προσπάθησαν να κάνουν παιδιά. ένα παιδί πέθανε στη γέννα και μια άλλη εγκυμοσύνη κατέληξε σε αποβολή. Το 1906, ο Λόντον δημοσίευσε στο περιοδικό Collier’s την αναφορά του αυτόπτη μάρτυρα για τον σεισμό του Σαν Φρανσίσκο.
Mε τις κόρες του αγκαλιά: Η Μπες αριστερά κι η Τζόαν δεξιά
Το 1905, αγόρασε ράντσο 1.000 στρεμμάτων (4,0 km2) στο Glen Ellen, στη κομητεία Sonoma, στη Καλιφόρνια, στην ανατολική πλαγιά του βουνού Sonoma. Έγραψε: “Δίπλα στη γυναίκα μου, το ράντσο είναι το πιο αγαπητό πράγμα στον κόσμο για μένα”. Ήθελε απεγνωσμένα το ράντσο να γίνει επιτυχημένη επιχείρηση. Η συγγραφή, πάντα εμπορική επιχείρηση με το Λόντον, έγινε τώρα ακόμη περισσότερο ένα μέσο για έναν σκοπό: “Γράφω για κανέναν άλλο σκοπό από το να προσθέσω στην ομορφιά που τώρα μου ανήκει. Γράφω ένα βιβλίο για κανέναν άλλο λόγο από το να προσθέσω τρία ή τετρακόσια στρέμματα στο υπέροχο κτήμα μου”.
Η Stasz γράφει ότι ο Λόντον “είχε λάβει πλήρως υπόψη του το όραμα, που εκφραζόταν στην αγροτική του φαντασία, για τη γη ως τη πλησιέστερη γήινη εκδοχή της Εδέμ… εκπαιδεύτηκε μέσω της μελέτης γεωργικών εγχειριδίων κι επιστημονικών τομέων. Συνέλαβε ένα σύστημα κτηνοτροφίας που σήμερα θα επαινεθεί για την οικολογική του σοφία“. Ήτανε περήφανος που είχε το 1ο σιλό από σκυρόδεμα στη Καλιφόρνια. Ήλπιζε να προσαρμόσει τη σοφία της ασιατικής βιώσιμης γεωργίας στις ΗΠΑ. Προσέλαβε Ιταλούς και Κινέζους λιθοξόους, που τα διαφορετικά στυλ είναι εμφανή.
Το Σπίτι του (Wolf House)
Το ράντσο ήταν οικονομική αποτυχία. Συμπαθούντες παρατηρητές όπως η Stasz, αντιμετωπίζουν τα σχέδιά του ως δυνητικά εφικτά κι αποδίδουν την αποτυχία τους σε κακή τύχη ή ότι είναι μπροστά από την εποχή τους. Αντιπαθούντες ιστορικοί όπως ο Kevin Starr προτείνουν ότι ήτανε κακός μάνατζερ, αποσπασμένος από άλλες ανησυχίες κι εξασθενημένος από τον αλκοολισμό του. Ο Starr σημειώνει ότι ο Λόντον απουσίαζε από το ράντσο του περίπου 6 μήνες το χρόνο μεταξύ 1910 και 1916 και λέει, “Του άρεσε η επίδειξη διοικητικής δύναμης, αλλά δεν έδινε προσοχή στη λεπτομέρεια… Οι εργάτες του Λόντον γέλασαν με τις προσπάθειές του να το παίξει μεγάλο-κτηνοτρόφος του χρόνου και θεώρησε την επιχείρηση χόμπι πλουσίων“.
Ο Λόντον ξόδεψε 80.000 $ (2.410.000 $ σε τρέχουσα αξία) για να χτίσει πέτρινο αρχοντικό 15.000 τετραγωνικών ποδιών (1.400 m2) που ονομάζεται Wolf House στο ακίνητο. Την ώρα που η έπαυλη πλησίαζε στην ολοκλήρωσή της, 2 βδομάδες πριν οι Λόντονς σχεδιάσουν να εγκατασταθούν, καταστράφηκε από φωτιά.
Η τελευταία επίσκεψη του Λόντον στη Χαβάη, που ξεκίνησε Δεκέμβρη 1915, διήρκεσε 8 μήνες. Συναντήθηκε με τον δούκα Kahanamoku, τον πρίγκηπα Jonah Kūhiō Kalaniana’ole, τη βασίλισσα Lili’uokalani και πολλούς άλλους, πριν επιστρέψει στο ράντσο του τον Ιούλιο 1916. Υπέφερε από νεφρική ανεπάρκεια, αλλά συνέχισε να εργάζεται. Το ράντσο (που βρίσκεται δίπλα σε πέτρινα απομεινάρια του Wolf House) είναι πλέον Εθνικό Ιστορικό Ορόσημο και προστατεύεται στο Ιστορικό Πάρκο Jack London State. Ο Λόντον έγινε μάρτυρας της σκληρότητας στην εκπαίδευση των ζώων του τσίρκου και τα επόμενα μυθιστορήματά του Jerry of the Islands και Michael Brother of Jerry περιλάμβαναν πρόλογο που παρακαλούσε το κοινό να ενημερωθεί πιότερο γι’ αυτή τη πρακτική. Το 1918, το Μασαχουσέτη Society for the Prevention of Cruelty to Animals και η American Humane Education Society συνεργάστηκαν για να δημιουργήσουν το Jack London Club, που προσπάθησε να ενημερώσει το κοινό για τη σκληρότητα στα ζώα του τσίρκου και να το ενθαρρύνει να διαμαρτυρηθεί για αυτό το ίδρυμα. Η υποστήριξη από τα μέλη της Λέσχης οδήγησε σε μια προσωρινή παύση των ενεργειών με εκπαιδευμένα ζώα στο Ringling-Barnum and Bailey το 1925.
Ο Λόντον πέθανε στις 22 Νοέμβρη 1916, στη βεράντα στο εξοχικό ράντσο του. Ήταν εύρωστος άνδρας, αλλά είχε υποστεί αρκετές σοβαρές ασθένειες, συμπεριλαμβανομένου του σκορβούτου στο Klondike. Επιπλέον, στη διάρκεια των ταξιδιών του με το Snark, αυτός κι η Charmian προσβλήθηκαν με απροσδιόριστες τροπικές λοιμώξεις κι ασθένειες. Τη στιγμή του θανάτου του, υπέφερε από δυσεντερία, αλκοολισμό τελικού σταδίου κι ουραιμία. πονούσε πολύ κι έπαιρνε μορφίνη. Οι στάχτες του θάφτηκαν στην ιδιοκτησία του, κοντά στο Wolf House. Η κηδεία του έγινε στις 26 Νοέμβρη 1916 και συμμετείχαν μόνο στενοί φίλοι, συγγενείς κι εργαζόμενοι του ακινήτου. Σύμφωνα με την επιθυμία του, αποτεφρώθηκε και θάφτηκε δίπλα σε μερικά παιδιά πρωτοπόρων, κάτω από ένα βράχο που ανήκε στο Wolf House. Μετά το θάνατο της η Charmian το 1955, αποτεφρώθηκε και στη συνέχεια θάφτηκε με τον σύζυγό της στο ίδιο σημείο που είχε επιλέξει κι αυτός. Ο τάφος σημαδεύεται από ένα βρυώδη ογκόλιθο. Τα κτίρια και τα ακίνητα διατηρήθηκαν αργότερα ως Jack London State Historic Park, στο Glen Ellen της Καλιφόρνια.
Επειδή χρησιμοποιούσε μορφίνη, πολλές παλαιότερες πηγές περιγράφουν τον θάνατό του ως αυτοκτονία και μερικές ακόμα το κάνουν. Αυτή η εικασία φαίνεται να είναι μια φήμη ή εικασία που βασίζεται σε περιστατικά στα μυθιστορήματα του. Το πιστοποιητικό θανάτου του δίνει την αιτία ως ουραιμία, μετά από οξύ νεφρικό κολικό. Η βιογράφος Stasz γράφει, “Μετά το θάνατο του Λόντον, για διάφορους λόγους, αναπτύχθηκε ένας βιογραφικός μύθος στον οποίο απεικονίστηκε ως αλκοολικός γυναικάς που αυτοκτόνησε. Πρόσφατη υπόθεση βασισμένη σ’ έγγραφα από 1ο χέρι αμφισβητεί αυτή τη κουταμάρα“. Οι περισσότεροι βιογράφοι, συμπεριλαμβανομένου του Russ Kingman, συμφωνούν τώρα ότι πέθανε από ουραιμία που επιδεινώθηκε από τυχαία υπερβολική δόση μορφίνης.
Η μυθοπλασία του περιείχε αρκετές αυτοκτονίες. Στα αυτοβιογραφικά του απομνημονεύματα, ο John Barleycorn, ισχυρίζεται ότι, ως νέος, έπεσε μεθυσμένος στον κόλπο του Σαν Φρανσίσκο. Είπε ότι παρασύρθηκε και σχεδόν κατάφερε να πνιγεί προτού να σωθεί από ψαράδες, όντας πιο νηφάλιος. Στο τέλος της ταινίας The Little Lady of the Big House, η ηρωίδα, αντιμέτωπη με τον πόνο ενός θανάσιμου τραύματος από πυροβολισμό, υποβάλλεται σε αυτοκτονία με τη βοήθεια γιατρού με μορφίνη. Επίσης, στο Martin Eden, ο κύριος πρωταγωνιστής, που μοιράζεται ορισμένα χαρακτηριστικά με το Λόντον, πνίγεται.
Ο Λόντον ήταν ευάλωτος σε κατηγορίες για λογοκλοπή, τόσο επειδή ήταν τόσο ευδιάκριτος, παραγωγικός κι επιτυχημένος συγγραφέας όσο και λόγω των μεθόδων εργασίας του. Έγραψε σε μια επιστολή προς τον Έλγουιν Χόφμαν, “η έκφραση, βλέπετε -με εμένα- είναι πολύ πιο εύκολη από την εφεύρεση“. Αγόρασε ιδέες για πλοκές και μυθιστορήματα από τον νεαρό Σινκλέρ Λιούις και χρησιμοποίησε περιστατικά από αποκόμματα εφημερίδων ως υλικό γραφής. Τον Ιούλιο του 1901, 2 κομμάτια μυθοπλασίας εμφανίστηκαν μέσα στον ίδιο μήνα: το Moon-Face του Λόντον, στον Αργοναύτη του Σαν Φρανσίσκο και το The Passing of Cock-eye Blacklock του Frank Norris στο περιοδικό Century. Οι εφημερίδες έδειχναν τις ομοιότητες μεταξύ των ιστοριών, για τις οποίες ο Λόντον είπε ότι ήταν “αρκετά διαφορετικές ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης, [αλλά] προφανώς ίδιες ως προς τη βάση και το κίνητρο“. Εξήγησε ότι κι οι δύο συγγραφείς βασίστηκαν στις ιστορίες τους στην ίδια εφημερίδα. Ένα χρόνο αργότερα, ανακαλύφθηκε ότι ο Charles Forrest McLean είχε δημοσιεύσει μια φανταστική ιστορία επίσης βασισμένη στο ίδιο περιστατικό.
Ο Έγκερτον Ράερσον Γιανγκ είπε ότι Το Κάλεσμα Της Άγριας Φύσης (1903) ελήφθη απ’ το βιβλίο του Γιανγκ My Dogs in the Northland (1902). Ο Λόντον αναγνώρισε ότι το χρησιμοποίησε ως πηγή κι ισχυρίστηκε ότι έγραψε επιστολή στον Γιανγκ ευχαριστώντας τον. Το 1906, το New York World δημοσίευσε “θανατηφόρες παράλληλες” στήλες που έδειχναν 18 αποσπάσματα από το διήγημα του Λόντον Love of Life δίπλα-δίπλα με παρόμοια αποσπάσματα από ένα άρθρο μη λογοτεχνίας των Augustus Biddle και J. K. Macdonald, με τίτλο Lost in the Land of the Midnightsun. Ο Λόντον σημείωσε ότι ο κόσμος δεν τον κατηγόρησε για “λογοκλοπή”, αλλά μόνο για “ταυτότητα χρόνου και κατάστασης”, που προκλητικά “δήλωνε ένοχος”.
Τζακ με τη σύζυγό του Σάρμιαν, 6 μέρες προτού πεθάνει
Η πιο σοβαρή κατηγορία για λογοκλοπή βασίστηκε στο The Bishop’s Vision του Λόντον, κεφ. 7 του μυθιστορήματός του The Iron Heel (1908). Το κεφάλαιο είναι σχεδόν πανομοιότυπο μ’ ειρωνικό δοκίμιο που δημοσίευσε ο Φρανκ Χάρις το 1901, με τίτλο Ο Επίσκοπος του Λόνδίνου κι η δημόσια ηθική. Ο Χάρις εξοργίστηκε και του πρότεινε να λάβει το 1/60 των δικαιωμάτων από το βιβλίο, το αμφισβητούμενο υλικό που αποτελούσε αυτό το τμήμα ολόκληρου του μυθιστορήματος. Ο Λόντον επέμεινε ότι είχε αποκόψει ανατύπωση του άρθρου, που είχε εμφανιστεί σε αμερικανική εφημερίδα και πίστευε πως ήταν γνήσια ομιλία που εκφωνήθηκε από τον Επίσκοπο του Λόνδίνου.
Ήταν άθεος κι έγραφε από σοσιαλιστική σκοπιά, κάτι που ‘ναι εμφανές στο μυθιστόρημά του The Iron Heel. Ούτε θεωρητικός ούτε διανοούμενος σοσιαλιστής, ο σοσιαλισμός του αναπτύχθηκε από την εμπειρία της ζωής του. Όπως εξήγησε στο δοκίμιό του, Πώς Έγινα Σοσιαλιστής, οι απόψεις του επηρεάστηκαν από την εμπειρία του με τους ανθρώπους στον πάτο του κοινωνικού λάκκου. Η αισιοδοξία κι ο ατομικισμός του ξεθώριασαν κι ορκίστηκε να μη κάνει ποτέ πιότερη σκληρή σωματική εργασία από ό,τι χρειαζόταν. Έγραψε ότι ο ατομικισμός του βγήκε στο σφυρί κι αναγεννήθηκε πολιτικά. Συχνά έκλεινε τα γράμματά του “Δικός σου για την Επανάσταση”.
Εντάχθηκε στο Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα τον Απρίλη του 1896. Την ίδια χρονιά, το San Francisco Chronicle δημοσίευσε μια ιστορία για τον 20άχρονο Λονδρέζο να εκφωνεί νυχτερινές ομιλίες στο πάρκο του Δημαρχείου του Όκλαντ, μια δραστηριότητα για την οποία συνελήφθη για ένα χρόνο αργότερα. Το 1901 αποχώρησε από το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα κι εντάχθηκε στο νέο Σοσιαλιστικό Κόμμα Αμερικής. Έλαβε υποψηφιότητα ως ο υψηλού προφίλ Σοσιαλιστής υποψήφιος δήμαρχος του Όκλαντ το 1901 (λαμβάνοντας 245 ψήφους) και το 1905 (βελτιώθηκε σε 981 ψήφους), περιόδευσε τη χώρα δίνοντας διαλέξεις για το σοσιαλισμό το 1906 και δημοσίευσε 2 συλλογές δοκιμίων για σοσιαλισμό: Πόλεμος του Σοσιαλισμού: οι Τάξεις (1905) κι η Επανάσταση κι άλλα Δοκίμια (1906).
Η Stasz σημειώνει ότι “Ο Λόντον θεώρησε τους Wobblies ως ευπρόσδεκτη προσθήκη στον Σοσιαλιστικό σκοπό, αν και ποτέ δεν συμμετείχε μαζί τους στο να συνιστά σαμποτάζ”. Αναφέρει επίσης προσωπική συνάντηση μεταξύ του Λόντον και του Big Bill Haywood το 1912. Στο πρόσφατο (1913) βιβλίο του The Cruise of the Snark, γράφει για εκκλήσεις προς αυτόν για συμμετοχή στο πλήρωμα του Snark από υπαλλήλους γραφείου κι άλλους “εργάτες” που λαχταρούσαν να δραπετεύσουν από τις πόλεις και να εξαπατηθούν από εργάτες.
Στα χρόνια του Γκλεν Έλεν, ο Λόντον ένιωθε κάποια αμφιθυμία απέναντι στον σοσιαλισμό και παραπονέθηκε για τους αναποτελεσματικούς Ιταλούς εργάτες του. Το 1916, παραιτήθηκε από το τμήμα Glen Ellen του Σοσιαλιστικού Κόμματος, αλλά δήλωσε κατηγορηματικά ότι το έκανε λόγω της έλλειψης πυρός και μάχης και της απώλειας της έμφασης στη ταξική πάλη. Σε ένα κολακευτικό πορτραίτο των ημερών του ραντς του Λόντον, ο ιστορικός πολιτισμού από τη Καλιφόρνια, Κέβιν Σταρ, αναφέρεται σε αυτή την περίοδο ως μετασοσιαλιστική και λέει “… το 1911… ο Λόντον βαριότανε περισσότερο τη ταξική πάλη απ’ ό,τι ήθελε να παραδεχτεί.
Μοιράστηκε κοινές ανησυχίες μεταξύ πολλών Ευρωπαίων Αμερικανών στη Καλιφόρνια σχετικά με την ασιατική μετανάστευση, που περιγράφεται ως ο κίτρινος κίνδυνος. χρησιμοποίησε τον τελευταίο όρο ως τίτλο δοκιμίου του 1904. Αυτό το θέμα ήταν επίσης το θέμα μιας ιστορίας που έγραψε το 1910 με τίτλο Η απαράμιλλη εισβολή. Παρουσιαζόμενη ως ιστορικό δοκίμιο που διαδραματίζεται στο μέλλον, η ιστορία αφηγείται γεγονότα μεταξύ 1976 και 1987, στα οποία η Κίνα, μ’ ένα συνεχώς αυξανόμενο πληθυσμό, καταλαμβάνει κι αποικίζει τους γείτονές της με την πρόθεση να καταλάβει ολόκληρη τη Γη. Τα δυτικά έθνη απαντούν με βιολογικό πόλεμο και βομβαρδίζουνε τη Κίνα με δεκάδες από τις πιο μολυσματικές ασθένειες. Σχετικά με τους φόβους του για τη Κίνα, παραδέχεται, “πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το παραπάνω αξίωμα είναι από μόνο του προϊόν του δυτικού φυλετικού εγωισμού, που υποκινείται από τη πίστη μας στη δική μας δικαιοσύνη κι ενισχύεται από μια πίστη στον εαυτό μας που μπορεί να είναι εξίσου εσφαλμένη όπως είναι κι οι περισσότερες αγαπημένες φυλές“.
Αντίθετα, πολλά από τα διηγήματά του είναι αξιοσημείωτα για την ενσυναίσθητη απεικόνιση μεξικανών (The Mexican), Ασιατών (The Chinago) και Χαβάης (Koolau the Leper) χαρακτήρων. Η πολεμική αλληλογραφία του από τον Ρωσο-Ιαπωνικό Πόλεμο, καθώς και το ημιτελές μυθιστόρημά του Cherry, δείχνουν ότι θαύμαζε πολύ τα ιαπωνικά έθιμα και τις δυνατότητες. Τα γραπτά του ήτανε δημοφιλή στους Ιάπωνες, που πιστεύουν ότι τα απεικόνισε θετικά. Στο Koolau the Leper, περιγράφει τον Koolau, που είναι λεπρός στη Χαβάη -επομένως πολύ διαφορετικό είδος υπερανθρώπου από τον Martin Eden– και που πολεμά έναν ολόκληρο στρατό ιππικού για να διαφύγει τη σύλληψη, ως “αδάμαστος πνευματικά ένας μεγαλειώδης επαναστάτης“. Αυτός ο χαρακτήρας βασίζεται στο λεπρό της Χαβάης Kaluaikoolau, που το 1893 εξεγέρθηκε κι αντιστάθηκε στη σύλληψη από τις δυνάμεις της Προσωρινής Κυβέρνησης της Χαβάης στη κοιλάδα Kalalau.
Επιστατεί στη ναυπήγηση του Σναρκ
Ο Λόντον ήταν άθεος. Φέρεται να είπε, “Πιστεύω ότι όταν είμαι νεκρός, είμαι νεκρός. Πιστεύω ότι με το θάνατό μου εξαφανίζομαι τόσο πολύ όσο το τελευταίο κουνούπι που στριμώξαμε εσείς κι εγώ“. Όσοι υπερασπίζονται τον Λόντον ενάντια στις κατηγορίες για ρατσισμό αναφέρουν την επιστολή που έγραψε στην ιαπωνική-αμερικανική εμπορική εβδομαδιαία εφημερίδα το 1913:
“Σε απάντηση στη δική σας της 16ης Αυγούστου 1913. Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να πω εμποδίζοντας την ηλίθια εφημερίδα να υποδαυλίζει πάντα τη φυλετική προκατάληψη. Αυτό, φυσικά, είναι αδύνατο, θα έλεγα, στη συνέχεια, με την εκπαίδευση του λαού της Ιαπωνίας έτσι ώστε να είναι πολύ έξυπνα ανεκτικοί για να ανταποκριθούνε σε οποιαδήποτε έκκληση για φυλετική προκατάληψη. Και, τέλος, συνειδητοποιώντας, στη βιομηχανία και τη κυβέρνηση του σοσιαλισμού – η τελευταία λέξη είναι απλώς μια λέξη που αντιπροσωπεύει τη πραγματική εφαρμογή της θεωρίας της Αδελφότητας των Ανθρώπων στις υποθέσεις των ανθρώπων. Εν τω μεταξύ, τα έθνη κι οι φυλές είναι μόνο απείθαρχα αγόρια που δεν έχουν ακόμη μεγαλώσει στο ανάστημα των ανδρών. Πρέπει λοιπόν να περιμένουμε από αυτούς να κάνουν απείθαρχα και θορυβώδη πράγματα κατά καιρούς. Κι όπως μεγαλώνουν τα αγόρια, έτσι κι οι φυλές της ανθρωπότητας θα μεγαλώσουνε και θα γελάσουν όταν ανατρέχουν στις παιδικές τους διαμάχες“.
Το 1996, αφού η πόλη Whitehorse, στο Yukon, μετονόμασε οδό προς τιμή του Λόντον, οι διαμαρτυρίες για τον υποτιθέμενο ρατσισμό του ανάγκασαν τη πόλη να αλλάξει το όνομα της οδού από Jack London Boulevard ξανά σε Two-mile Hill.
Λίγο αφότου ο μπόξερ Τζακ Τζόνσον στέφθηκε ο 1ος μαύρος παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών το 1908, ο Λόντον ζήτησε “μεγάλη λευκή ελπίδα” για να νικήσει τον Τζόνσον, γράφοντας: “Ο Τζιμ Τζέφρις πρέπει τώρα να βγει από το αγρόκτημα του Alfalfa και να αφαιρέσει αυτό το χρυσό χαμόγελο από το πρόσωπο του Τζακ Τζόνσον. Τζεφ, εξαρτάται από σένα. Ο Λευκός πρέπει να σωθεί“.
Με άλλους μοντερνιστές συγγραφείς της εποχής, υποστήριξε την ευγονική. Η έννοια της “καλής αναπαραγωγής” συμπλήρωσε τον επιστημονισμό της προοδευτικής εποχής, τη πεποίθηση ότι οι άνθρωποι ταξινομούνται σε μιαν ιεραρχία ανά φυλή, θρησκεία κι εθνικότητα. Ο κατάλογος της κατωτερότητας της Προοδευτικής Εποχής προσέφερε τη βάση για απειλές κατά της φυλετικής ακεραιότητας των Αγγλοσαξόνων Αμερικανών. Ο Λόντον έγραψε στον Frederick H. Robinson του περιοδικού Medical Review of Reviews, δηλώνοντας, “Πιστεύω ότι το μέλλον ανήκει στην ευγονική και θα καθοριστεί από τη πρακτική της ευγονικής“. Αν κι αυτό οδήγησε ορισμένους να επιχειρηματολογήσουν υπέρ της αναγκαστικής στείρωσης εγκληματιών ή όσων θεωρούνταν αδύναμοι. Ο Λόντον δεν εξέφρασε ποτέ αυτό το άκρο. Το διήγημά του Told in the Drooling Ward είναι από τη σκοπιά ενός εκπληκτικά οξυδερκούς “αδύναμου” ανθρώπου.

Ο Hensley υποστηρίζει ότι το μυθιστόρημα του Λόντον Πριν από τον Αδάμ (1906–07) αποκαλύπτει θέματα υπέρ της ευγονικής. Ο Λόντον συμβούλεψε τη συνεργάτιδά του Άννα Στράνσκι στη διάρκεια της προετοιμασίας των Επιστολών του Κέμπτον-Γουέις ότι θα έπαιρνε το ρόλο της ευγονικής στο ζευγάρωμα, ενώ εκείνη θα μάλωνε για λογαριασμό της ρομαντικής αγάπης. (Η αγάπη κέρδισε το επιχείρημα.) Η Κοιλάδα της Σελήνης δίνει έμφαση στο θέμα των “πραγματικών Αμερικανών”, των Αγγλοσάξωνων, ωστόσο στη Μικρή Κυρία του Μεγάλου Οίκου, ο Λόντον είναι πιο διαφοροποιημένος. Το επιχείρημα του πρωταγωνιστή δεν είναι ότι όλοι οι λευκοί είναι ανώτεροι, αλλά ότι υπάρχουν περισσότεροι ανώτεροι μεταξύ των λευκών από ό,τι σε άλλες φυλές. Ενθαρρύνοντας τους καλύτερους σε κάθε φυλή να ζευγαρώσουνε θα βελτιώσουνε τις ιδιότητες του πληθυσμού τους. Η ζωή στη Χαβάη αμφισβήτησε την ορθοδοξία του. Στο My Hawaiian Aloha, σημείωσε τη φιλελεύθερη επιμειξία των φυλών, καταλήγοντας στο πώς “η μικρή Χαβάη, με τις κούρσες της, με τις κούρσες πότς, κάνει καλύτερη επίδειξη από τις ΗΠΑ“. Ο δυτικός συγγραφέας κι ιστορικός Dale L. Walker γράφει:
“Η αληθινή ιδιοφυΐα του Λόντον ήταν η σύντομη ιστορία… Η αληθινή ιδιοφυΐα του Λόντονυ βρισκόταν στη σύντομη μορφή, 7.500 λέξεων και κάτω, όπου η πλημμύρα των εικόνων στον γεμάτο εγκέφαλό του κι η έμφυτη δύναμη του αφηγηματικού του δώρου περιορίστηκαν κι απελευθερώθηκαν αμέσως. Οι ιστορίες που διαρκούνε πιότερο από τις μαγικές 7.500 γενικά -αλλά σίγουρα όχι πάντα- θα μπορούσαν να επωφεληθούν από την αυτο-επεξεργασία“.
Η “ισχύς της εκφοράς” του Λόντον βρίσκεται στο απόγειό της στις ιστορίες του κι είναι επιμελώς καλοδομημένες. Το To Build a Fire είναι η πιο γνωστή απ’ όλες τις ιστορίες του. Διαδραματίζεται στο σκληρό Klondike, αφηγείται το τυχαίο ταξίδι μιας νέας άφιξης που αγνόησε τη προειδοποίηση ενός παλιού χρονομέτρου για τους κινδύνους του να ταξιδεύει μόνος κανείς. Πέφτοντας μέσα από τον πάγο σ’ ένα κολπίσκο σε 75 κάτω απ το 0, ο ανώνυμος άνδρας γνωρίζει καλά πως η επιβίωση εξαρτάται από τις μη δοκιμασμένες δεξιότητές του στο να βάζει γρήγορα φωτιά για να στεγνώσει τα ρούχα του και να ζεστάνει τα άκρα του. Μετά τη δημοσίευση μιας ήμερης εκδοχής αυτής της ιστορίας -με ηλιόλουστο αποτέλεσμα- στο The Youth’s Companion το 1902, ο Λόντον προσέφερε μια 2η, πιο σοβαρή αντίληψη για τη δύσκολη θέση του άνδρα στο περιοδικό The Century το 1908. Η ανάγνωση και των δύο παρέχει μια απεικόνιση της ανάπτυξης και της ωρίμανσής του ως συγγραφέας. Όπως παρατηρεί ο Labor (1994): “Το να συγκρίνεις τις δύο εκδοχές είναι από μόνο του ένα διδακτικό μάθημα για το τι ξεχώριζε ένα μεγάλο έργο λογοτεχνικής τέχνης από μια καλή παιδική ιστορία“.
Άλλες ιστορίες από τη περίοδο Klondike περιλαμβάνουν: All Gold Canyon, σχετικά με μια μάχη μεταξύ ενός χρυσοθήρα κι ενός άλτη αξιώσεων, το The Law of Life, για έναν ηλικιωμένο Αμερικανό Ινδό που εγκαταλείφθηκε από τη φυλή του κι αφέθηκε να πεθάνει, το “Love of Life”, για οδοιπορικό από τυχοδιώκτη στη καναδική τούνδρα, το To the Man on Trail που αφηγείται το στόρυ κατάδικου που δραπετεύει από την Έφιππη Αστυνομία σ’ αγώνα έλκηθρου και θέτει το ερώτημα της αντίθεσης μεταξύ γραπτού νόμου κι ηθικής και Μια Οδύσσεια του Βορρά, που εγείρει ερωτήματα ηθικής υπό όρους και ζωγραφίζει ένα συμπαθητικό πορτραίτο ανθρώπου με ανάμεικτες λευκές κι αλιευτικές καταγωγές.
Ο Λόντον ήταν λάτρης της πυγμαχίας και μανιώδης ερασιτέχνης πυγμάχος. Το A Piece of Steak είναι ιστορία για έναν αγώνα μεταξύ μεγαλύτερων και νεότερων πυγμάχων. Αντιπαραβάλλει τις διαφορετικές εμπειρίες της νεολαίας και της ηλικίας, αλλά θέτει επίσης το κοινωνικό ζήτημα της μεταχείρισης των ηλικιωμένων εργαζομένων. Το The Mexican συνδυάζει τη πυγμαχία με κοινωνικό θέμα, καθώς ένας νεαρός Μεξικανός υπομένει έναν άδικο αγώνα κι εθνοτικές προκαταλήψεις για να κερδίσει χρήματα να βοηθήσει την επανάσταση. Αρκετές από τις ιστορίες του θα χαρακτηρίζονταν σήμερα ως επιστημονικής φαντασίας. Το The Unparalleled Invasion περιγράφει τον πόλεμο μικροβίων κατά της Κίνας. Το Goliath είναι για έν ακαταμάχητο ενεργειακό όπλο. Το The Shadow and the Flash είναι μια ιστορία για 2 αδέρφια που ακολουθούν διαφορετικούς δρόμους για να επιτύχουν την αφάνεια. Το A Relic of the Pliocene είναι μια μεγάλη ιστορία για τη συνάντηση ενός σύγχρονου άνδρα μ’ ένα μαμούθ. Το The Red One είναι μια ύστερη ιστορία από μια περίοδο που ο Λόντον ιντριγκάρονταν από τις θεωρίες του ψυχιάτρου και συγγραφέα Γιουνγκ. Λέει για μια νησιωτική φυλή που κρατιέται σε θρίλερ από ένα εξωγήινο αντικείμενο.
Περίπου 19 πρωτότυπες συλλογές διηγημάτων εκδόθηκαν στη διάρκεια της σύντομης ζωής του Λόντον ή λίγο μετά το θάνατό του. Από αυτή τη δεξαμενή ιστοριών έχουν προκύψει αρκετές μεταθανάτιες ανθολογίες. Πολλές απ’ αυτές τοποθετούνται στο Klondike και στον Ειρηνικό. Μια συλλογή από τις Ιστορίες του Σαν Φρανσίσκο του Λόντον εκδόθηκε τον Οκτώβρη του 2010 από τη Sydney Samizdat Press. Τα πιο διάσημα μυθιστορήματά του είναι το The Call of the Wild, White Fang, The Sea-Wolf, The Iron Heel και Martin Eden.
Σε μια επιστολή με ημερομηνία 27 Δεκεμβρίου 1901, ο εκδότης της Macmillan του Λόντον, George Platt Brett, Sr., είπε ότι πίστευε πως η μυθοπλασία του Jack αντιπροσώπευε το καλύτερο είδος δουλειάς που έγινε στην Αμερική. Ο κριτικός Maxwell Geismar αποκάλεσε το The Call of the Wild “ένα όμορφο πεζό ποίημα”. Ο συντάκτης Franklin Walker είπε ότι ανήκει σε ένα ράφι με τον Walden και τον Huckleberry Finn. κι ο μυθιστοριογράφος Ε.Λ. Ο Ντόκτορου το ονόμασε μια βαρετή παραβολή… το αριστούργημά του. Ο ιστορικός Dale L. Walker σχολίασε: Ο Τζακ Λόντον ήταν ένας άβολος μυθιστοριογράφος, πολύ μεγάλη για τη φυσική του ανυπομονησία και την ταχύτητα του μυαλού του. Τα μυθιστορήματά του, ακόμη και τα καλύτερα από αυτά, έχουν τεράστια ελαττώματα. Ορισμένοι κριτικοί έχουν πει ότι τα μυθιστορήματά του είναι επεισοδιακά και μοιάζουν με συνδεδεμένα διηγήματα. Ο Dale L. Walker γράφει: “Το Star Rover αυτό το υπέροχο πείραμα, είναι πραγματικά μια σειρά διηγημάτων που συνδέονται με μιαν ενοποιητική συσκευή… Το Smoke Bellew είναι μια σειρά από ιστορίες δεμένες μεταξύ τους σε μια μυθιστορηματική μορφή από τον επανεμφανιζόμενο πρωταγωνιστή τους, Kit Bellew. και John Barleycorn … είναι μια συνοπτική σειρά μικρού μήκους επεισοδίων“.
Ο Ambrose Bierce είπε για το The Sea-Wolf ότι “το σπουδαίο πράγμα -κι είναι από τα σπουδαιότερα πράγματα- είναι αυτή η τρομερή δημιουργία, Wolf Larsen… το σκάψιμο και το στήσιμο μιας τέτοιας φιγούρας είναι αρκετό για έναν άνθρωπο να κάνει σε μια ζωή“. Ωστόσο, σημείωσε, “Το στοιχείο της αγάπης, με τις παράλογες καταστολές και τις αδύνατες ιδιότητές του, είναι απαίσιο“. Το The Iron Heel είναι ένα παράδειγμα ενός δυστοπικού μυθιστορήματος που προβλέπει κι επηρέασε το 1984 του Τζορτζ Όργουελ. Η σοσιαλιστική πολιτική του Λόντον εκτίθεται ρητά εδώ. Το Iron Heel συναντά τον σύγχρονο ορισμό της απαλής EΦ. Το Star Rover (1915) είναι επίσης ΕΦ. Ο λογοτεχνικός εκτελεστής του Λόντον, ο Ίρβινγκ Σέπαρντ, παρέθεσε πίστη του Jack London σε εισαγωγή σε συλλογή ιστοριών του, του 1956:
Προτιμώ να είμαι στάχτη παρά σκόνη!
Θα προτιμούσα να σβήσει η σπίθα μου σε μια λαμπερή φλόγα παρά να πνιγεί από ξηρή σήψη.
Θα προτιμούσα να είμαι ένας υπέροχος μετεωρίτης, κάθε άτομο μου σε υπέροχη λάμψη, παρά ένας νυσταγμένος και μόνιμος πλανήτης.
Η λειτουργία του ανθρώπου είναι να ζει, όχι να υπάρχει.
Δεν θα σπαταλήσω τις μέρες μου προσπαθώντας να τις παρατείνω.
Θα χρησιμοποιήσω τον χρόνο μου.
H βιογράφος Stasz σημειώνει ότι το απόσπασμα “έχει πολλά σημάδια του στυλ του Λόντον”, αλλά η μόνη γραμμή που θα μπορούσε να αποδοθεί με ασφάλεια σ’ αυτόν ήταν η 1η. Τα λόγια που παρέθεσε ο Shepard ήταν από μια ιστορία στο San Francisco Bulletin, 2 Δεκέμβρη 1916, του δημοσιογράφου Ernest J. Hopkins, ο οποίος επισκέφτηκε το ράντσο λίγες εβδομάδες πριν από το θάνατο του Λόντον. Η Stasz σημειώνει, ακόμη περισσότερο από ό,τι σήμερα τα αποσπάσματα των δημοσιογράφων ήταν αναξιόπιστα ή ακόμα και καθαρές εφευρέσεις και λέει ότι δεν βρέθηκε άμεση πηγή στα γραπτά του. Ωστόσο, τουλάχιστον μία γραμμή, σύμφωνα με τη Stasz, είναι αυθεντική, καθώς αναφέρεται από το Λόντον κι είναι γραμμένη στο χέρι του στο βιβλίο αυτόγραφων της αυστραλιανής σουφραζέτας Vida Goldstein:
Αγαπητή κυρία Goldstein:-
Πριν από επτά χρόνια σου έγραψα ότι προτιμώ να είμαι στάχτη παρά σκόνη. Εξακολουθώ να συμφωνώ με αυτό το συναίσθημα.
Ειλικρινά δικός σας,
Τζακ Λόντον
13 Ιανουαρίου 1909
Στο διήγημά του By The Turtles of Tasman, ένας χαρακτήρας, που υπερασπίζεται τον ακριβό πατέρα της στον θείο της που μοιάζει με μυρμηγκιά, λέει: “… ο πατέρας μου ήταν βασιλιάς. έζησες… Έζησες μόνο για να ζήσεις; Φοβάσαι να πεθάνεις; Προτιμώ να τραγουδήσω ένα άγριο τραγούδι και να σκάσω τη καρδιά μου με αυτό, παρά να ζήσω χίλια χρόνια παρακολουθώντας τη πέψη μου και φοβούμενη το υγρό. Είναι σκόνη, ο πατέρας μου θα γίνει στάχτη”. Μια σύντομη περιγραφή για το The Scab αναφέρεται συχνά στο εργατικό κίνημα των ΗΠΑ και συχνά αποδίδεται στο Λόντον. Ξεκινά:
Αφού ο Θεός τελείωσε τον κροταλία, τον βάτραχο και το βρικόλακα, του έμεινε κάποια απαίσια ουσία με την οποία έφτιαξε μια ψώρα. Η ψώρα είναι ένα ζώο με δύο πόδια με ανοιχτή ψυχή, εγκέφαλο νερού, συνδυασμός ραχοκοκαλιάς από ζελέ και κόλλα. Εκεί που οι άλλοι έχουνε καρδιές, φέρει έναν όγκο σάπιων αρχών. Όταν μια ψώρα κατεβαίνει στο δρόμο, οι άνδρες γυρίζουνε τη πλάτη τους κι οι άγγελοι κλαίνε στον Παράδεισο κι ο Διάβολος κλείνει τις πύλες της κόλασης για να τη κρατήσει έξω…

Το 1913 και το 1914, ένας αριθμός εφημερίδων τύπωσε τις 3 πρώτες προτάσεις με διαφορετικούς όρους που χρησιμοποιήθηκαν αντί για “ψώρα”, όπως “ρόπτης”, “περιστέρι σκαμνιού” ή “σκανδαλοποιός”. Αυτό το απόσπασμα, όπως δόθηκε παραπάνω, ήταν το αντικείμενο μιας υπόθεσης του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1974, Letter Carriers v. Austin, στην οποία ο δικαστής Thurgood Marshall το ανέφερε ως ένα πολύ γνωστό κομμάτι της συνδικαλιστικής λογοτεχνίας, που γενικά αποδίδεται στον συγγραφέα Jack London. Ένα ενημερωτικό δελτίο του συνδικάτου είχε δημοσιεύσει έναν κατάλογο με “ψώρα”, που θεωρήθηκε πως είναι πραγματικός κι ως εκ τούτου δεν είναι συκοφαντικός, αλλά στη συνέχεια συνέχισε να αναφέρει το απόσπασμα ως τον “ορισμό της ψώρας”. Η υπόθεση άνοιξε το ερώτημα αν ο ορισμός ήτανε συκοφαντικός. Το δικαστήριο έκρινε ότι “ο… ορισμός της ψώρας” του Τζακ Λόντον είναι απλώς ρητορική υπερβολή, μια λάγνη κι ευφάνταστη έκφραση της περιφρόνησης που νιώθουν τα μέλη του συνδικάτου προς εκείνους που αρνούνται να συμμετάσχουν”, κι ως εκ τούτου δεν ήταν συκοφαντικός και προστατευόταν σύμφωνα με την Πρώτη Τροποποίηση. Παρά το γεγονός ότι αποδίδεται συχνά στο Λόντον, το απόσπασμα δεν εμφανίζεται καθόλου στην εκτενή συλλογή των γραπτών του στον ιστότοπο του κρατικού πανεπιστημίου Sonoma. Ωστόσο, στο βιβλίο του War of the Classes δημοσίευσε ομιλία του 1903 με τίτλο The Scab, η οποία έδωσε μια πολύ πιο ισορροπημένη άποψη του θέματος:
Ο εργάτης που δίνει περισσότερο χρόνο ή δύναμη ή δεξιότητα για τον ίδιο μισθό από έναν άλλο, ή ίσο χρόνο ή δύναμη ή ικανότητα για μικρότερο μισθό, είναι ψώρα. Η γενναιοδωρία από τη πλευρά του είναι βλαβερή για τους συναδέλφους του, γιατί τους αναγκάζει σε μια ίση γενναιοδωρία που δεν τους αρέσει και που τους δίνει λιγότερη τροφή και στέγη. Αλλά μια λέξη μπορεί να ειπωθεί για τη ψώρα. Ακριβώς όπως η πράξη του κάνει τους αντιπάλους του υποχρεωτικά γενναιόδωρους, έτσι κι αυτοί, λόγω γέννησης κι εκπαίδευσης, κάνουν υποχρεωτική τη πράξη της γενναιοδωρίας του.
[…]
Κανείς δεν επιθυμεί τη ψώρα, να δώσει τα περισσότερα τουλάχιστον. Η φιλοδοξία κάθε ατόμου είναι ακριβώς το αντίθετο, να δίνει το λιγότερο για τους περισσότερους κι ως εκ τούτου, ζώντας σε μια κοινωνία με νύχια και με δόντια, το battle royal διεξάγεται από τα φιλόδοξα άτομα. Αλλά στην πιο σημαντική πτυχή του, αυτή της πάλης για τη διαίρεση του κοινού προϊόντος, δεν είναι πλέον μια μάχη μεταξύ ατόμων, αλλά μεταξύ ομάδων ατόμων. Το κεφάλαιο κι η εργασία εφαρμόζονται στην α’ ύλη, φτιάχνουνε κάτι χρήσιμο από αυτή, προσθέτουν στην αξία της και μετά προχωρούνε σε διαμάχες για τον καταμερισμό της προστιθέμενης αξίας. Κανείς από τους δύο δεν ενδιαφέρεται να δώσει τα περισσότερα τουλάχιστον. Ο καθένας έχει σκοπό να δώσει λιγότερα από τον άλλο και να λάβει περισσότερα.
* Το όρος Λόντον, γνωστό κι ως Boundary Peak 100, στα σύνορα Αλάσκα-Βρετανική Κολομβία, στις οροσειρές των βουνών της ακτής της Βρετανικής Κολομβίας, πήρε το όνομά του.
* Η πλατεία Τζακ Λόντον στη προκυμαία του Όκλαντ της Καλιφόρνια ονομάστηκε γι’ αυτόν.
* Τιμήθηκε από τη Ταχυδρομική Υπηρεσία των ΗΠΑ με ένα γραμματόσημο της σειράς Great Americans 25¢ που κυκλοφόρησε στις 11 Γενάρη 1986.
* Η λίμνη Τζακ Λόντον (ρωσικά: Озеро Джека Лондона), ορεινή λίμνη που βρίσκεται στην άνω όχθη του ποταμού Kolyma στη περιοχή Yagodninsky της περιφέρειας Magadan.
* Οι φανταστικές ερμηνείες του Λόντον περιλαμβάνουν τον Michael O’Shea στην ταινία του 1943 Jack London, τον Jeff East στην ταινία του 1980 Klondike Fever, τον Michael Aron στο Star Trek: The Next Generation επεισόδιο Time’s Arrow από το 1992, τον Aaron Ashmore στο επεισόδιο Murdoch Mysteries “Murdoch of the Klondike” από το 2012 κι ο Johnny Simmons στη μίνι σειρά του 2014 Klondike.
ΡΗΤΑ:
* Καλύτερα να στέκεσαι στο πλάι κάποιου άλλου παρά μόνος σου.
* Δεν μπορείς να περιμένεις την έμπνευση. Πρέπει να τρέχεις ξοπίσω της με ρόπαλο.
* Αν τα λεφτά έρχονται με τη φήμη, καλώς όρισε η φήμη. Αν τα λεφτά έρχονται χωρίς φήμη, καλώς όρισαν τα λεφτά.
* Η ικανότητα να ξεχνάς σημαίνει διανοητική υγεία.
* Το να ρίχνεις ένα κόκαλο στο σκυλί δεν είναι φιλανθρωπία. Φιλανθρωπία είναι να μοιράζεσαι το κόκκαλο με το σκυλί όταν είσαι εξίσου πεινασμένος με το σκυλί.
* Ο σκοπός του ανθρώπου είναι να ζει, όχι να υπάρχει.=========================
Ο Αποστάτης
Τώρα, όπως ξυπνώ για τη δουλειά,
Θε μου, κράτα μακριά τη τεμπελιά.
Κι αν πάλι ως το βράδυ ξεψυχήσω,
Θε μου, το μεροκάματο ας αξίζω.
Αμήν.
-“Αν δεν σηκωθείς απ’ το κρεβάτι, Τζώννυ, μπουκιά δε θα σου δώσω να φας!”
Η απειλή άφησε το αγόρι ασυγκίνητο. Εξακολούθησε πεισματικά να κοιμάται, παλεύοντας για τη λήθη του ύπνου, σαν τον ονειροπόλο που παλεύει για το όνειρο του. Σχημάτισε χαλαρές γροθιές με τα χέρια κι άρχισε να χτυπά αδύναμα και νευρικά τον αέρα. Οι γροθιές προορίζονταν για την μητέρα του αλλά αυτή, προδίδοντας εξάσκηση κι εξοικείωση, τις απέφευγε ενώ συγχρόνως τον ταρακουνούσε χωρίς καμιά επιείκεια απ’ τους ώμους.
-“Παράτα μ’ ήσυχο!”
Ήταν μια κραυγή που γεννήθηκε βουβή στα βάθη του ύπνου, όρμησε γοργά προς τα έξω, σαν στριγκλιά, με τη μορφή παράφορης επιθετικότητας, κι έσβησε και χάθηκε σ’ ένα ακατάληπτο παράπονο. Ήταν μια κραυγή πρωτόγονη, σαν μιας βασανισμένης ψυχής, κατακλυσμένης από άπειρη διαμαρτυρία και οδύνη. Εκείνη, όμως, αδιαφορούσε. Ήταν μια γυναίκα με θλιμμένα μάτια και κουρασμένο πρόσωπο, συνηθισμένη σ’ αυτή την αγγαρεία, την οποία επαναλάμβανε κάθε μέρα της ζωής της.
Άρπαξε τα σκεπάσματα και προσπάθησε να τα απομακρύνει, αλλά το αγόρι σταμάτησε να γρονθοκοπάει τον αέρα και γαντζώθηκε πάνω τους με απόγνωση. Κουλουριάστηκε, κουκουλωμένο ακόμα, στην άκρη του κρεβατιού. Έπειτα προσπάθησε να τραβήξει όλα τα στρωσίδια στο πάτωμα. Το αγόρι αντιστάθηκε. Εκείνη ανασκουμπώθηκε. Υπερτερούσε σε βάρος, κι έτσι το αγόρι και τα στρωσίδια υποχώρησαν, το πρώτο ακολουθώντας ενστικτωδώς τα δεύτερα, προκειμένου να προφυλαχτεί απ’ το τσουχτερό κρύο του δωματίου που του περόνιαζε το σώμα.
Έτσι όπως παρέπαιε στην άκρη του κρεβατιού, παραλίγο να σωριαστεί με το κεφάλι στο πάτωμα. Μα η συνείδησή του σαν να αφυπνίστηκε. Όρθωσε το κορμί του και προς στιγμήν ταλαντεύτηκε επικίνδυνα, μέχρι που ξαναβρήκε την ισορροπία του. Προσγειώθηκε στο πάτωμα με τα πόδια. Η μητέρα τον άρπαξε επιτόπου απ’ τους ώμους και τον ταρακούνησε. Το αγόρι άρχισε πάλι τις γροθιές, αλλά αυτή τη φορά με περισσότερη δύναμη κι ευθύτητα. Ταυτόχρονα άνοιξε τα μάτια του. Τον άφησε ελεύθερο. Είχε ξυπνήσει.
-“‘Ντάξει“, μουρμούρισε.
Πήρε τη λάμπα και βγήκε βιαστικά απ’ το δωμάτιο, αφήνοντάς τον στο σκοτάδι.
-“Θα χάσεις το μεροκάματο“, τον προειδοποίησε βγαίνοντας.
Το σκοτάδι δεν τον ενοχλούσε. Όταν ντύθηκε, πήγε στη κουζίνα. Τα βήματά του ήτανε πολύ βαριά για ένα τόσο ελαφρύ αγόρι. Τα πόδια του σέρνονταν απ’ το ίδιο τους το βάρος, πράγμα παράλογο, έτσι κοκαλιάρικα που ήτανε. Τράβηξε μια καρέκλα με σπασμένο πάτο στο τραπέζι.
-“Τζώννυ!”, φώναξε η μάνα του αυστηρά.
Εκείνος πετάχτηκε απότομα απ’ την καρέκλα και, χωρίς να πει κουβέντα, πήγε στο νεροχύτη, που ήταν λιγδιασμένος και βρωμερός. Απ’ το σιφόνι αναδυόταν μια δυσάρεστη μυρωδιά. Ούτε που το παρατήρησε. Η μπόχα του νεροχύτη ήτανε γι’ αυτόν μέρος της φυσικής τάξης πραγμάτων, όπως ήταν και το γλιτσιασμένο απ’ τα βρωμόνερα της λάντζας σαπούνι, που δεν έκανε σαπουνάδα. Όχι ότι προσπάθησε και πολύ να το κάνει να βγάλει αφρό. Μερικές πιτσιλιές με το παγωμένο νερό που έσταζε απ’ τη βρύση κι η διαδικασία είχε ολοκληρωθεί. Δεν έπλυνε τα δόντια του. Εδώ που τα λέμε, ποτέ του δεν είχε δει οδοντόβουρτσα, ούτε ήξερε ότι υπήρχαν πλάσματα στον κόσμο που είναι ένοχα για μια τόσο μεγαλειώδη ανοησία, όπως το πλύσιμο των δοντιών.
-“Καλά θα ‘ταν να ‘πλενες τη μούρη σου μια φορά τη μέρα χωρίς να πρέπει να το πω εγώ“, παραπονέθηκε η μητέρα του.
Κρατούσε ένα σπασμένο καπάκι πάνω στο κατσαρολάκι καθώς σέρβιρε δυο κούπες καφέ. Το παιδί δεν σχολίασε, γιατί αυτή ήταν μια μόνιμη διαμάχη μεταξύ τους και το μοναδικό πράγμα για το οποίο η μάνα του ήταν ανένδοτη. Ήταν υποχρεωτικό να πλένει το πρόσωπο του μια φορά τη μέρα. Σκουπίστηκε με μια λιγδιασμένη πετσέτα, νωπή, βρώμικη και ξεφτισμένη, που του γέμισε το πρόσωπο χνούδια. “Μακάρι να μη μέναμε τόσο μακριά“, είπε η μάνα μόλις έκατσε το παιδί. “Κάνω ό, τι καλύτερο μπορώ. Το ξέρεις. Αλλά το δολάριο που γλιτώνουμε απ’ το νοίκι το βάζουμε στην άκρη. Κι εδώ έχουμε και περισσότερο χώρο. Το ξέρεις“. Σχεδόν δεν παρακολουθούσε τι του ‘λεγε. Τα είχε ξανακούσει πολλές φορές. Το εύρος της σκέψης της ήταν περιορισμένο κι όλο αναμασούσε το μαρτύριο που τραβούσανε ζώντας τόσο μακριά απ’ τα εργοστάσια.
-“Ένα δολάριο σημαίνει περισσότερο φαΐ“, σχολίασε βαρύγδουπα το παιδί. “Πρέπει λοιπόν να πάω να φέρω το φαΐ μας“.
Έτρωγε βιαστικά, χωρίς να μασουλάει το ψωμί και κατάπινε τις μεγάλες αμάσητες μπουκιές με τη βοήθεια του καφέ. Έτσι λέγαν αυτό το ζεστό και λασπώδες υγρό που έπιναν. Ο Τζώννυ νόμιζε ότι αυτό ήταν καφές -και μάλιστα εξαιρετικός. Ήταν μια απ’ τις ελάχιστες αυταπάτες που του είχαν απομείνει στη ζωή. Ποτέ του δεν είχε πιει πραγματικό καφέ. Εκτός απ’ το ψωμί, υπήρχε κι ένα μικρό κομμάτι κρύου χοιρινού Η μητέρα τού ξαναγέμισε το φλιτζάνι με καφέ. Το ψωμί τελείωνε κι ο μικρός περίμενε να δει αν θα του δώσει κι άλλο, αλλά εκείνη αντέκρουσε το επαιτικό του βλέμμα.
-“Έλα τώρα, Τζώννυ, μη γίνεσαι άπληστος“, σχολίασε. “Έφαγες τη μερίδα σου. Τ’ αδέρφια σου είναι μικρότερα από σένα“.
Εκείνος άφησε την επίπληξη να πέσει κάτω. Δεν ήτανε και πολύ ομιλητικός. Επίσης έπαψε να τη κοιτάζει παρακλητικά. Δεν παραπονιόταν κι η υπομονή του ήτανε τρομερή, όπως και το σχολείο όπου την είχε διδαχτεί. Τέλειωσε τον καφέ του, σκούπισε το στόμα με την ανάστροφη του χεριού κι έκανε να σηκωθεί.
-“Στάσου μια στιγμή“, τον πρόλαβε. “Νομίζω ότι μας παίρνει να φας κι άλλη μια φέτα ψωμί -μια λεπτή“.
Οι κινήσεις της ήταν ταχυδακτυλουργικές. Έκανε πως κόβει μια φέτα απ’ τη φραντζόλα, τη ξανάβαλε μαζί με τη φέτα πίσω στην ψωμιέρα και του απέκρυψε ότι του ‘δινε τη μια απ’ τις δυο δικές της φέτες. Νόμιζε ότι τον είχε ξεγελάσει, αλλά αυτός είχε παρατηρήσει το κόλπο της. Εν τούτοις, πήρε το ψωμί χωρίς ντροπές. Το είχε φιλοσοφήσει κι είχε καταλήξει ότι η μάνα του, που ήταν πάντα ασθενική, δεν ήταν και πολύ φαγανή, έτσι κι αλλιώς. Εκείνη είδε ότι ξερομασούσε το ψωμί χωρίς να το μουλιάζει κι άδειασε τον καφέ της στο φλιτζάνι του.
-“Δε μου κάθεται καλά στο στομάχι σήμερα“, εξήγησε.
Μια σειρήνα ακούστηκε από μακριά, παρατεταμένη και τσιριχτή, και πετάχτηκαν κι οι δυο όρθιοι. Εκείνη κοίταξε το φτηνιάρικο ξυπνητήρι στο ράφι. Οι δείκτες έδειχναν πεντέμισι. Τώρα ξυπνούσε κι ο υπόλοιπος κόσμος που γύριζε γύρω απ’ τα εργοστάσια. Έριξε στους ώμους ένα σάλι και στο κεφάλι ένα καπέλο ξεθωριασμένο, ατσούμπαλο κι αρχαίο.
-“Πρέπει να βιαστούμε“, είπε καθώς χαμήλωνε το φυτίλι της λάμπας και φύσηξε μες στο γυαλί να σβήσει.
Βγήκαν απ’ το σπίτι ψηλαφιστά και κατέβηκαν τα σκαλιά. Η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή και παγωμένη κι ο Τζώννυ ανατρίχιασε μόλις ήρθε σ’ επαφή με τον αέρα. Τ’ αστέρια στον ουρανό δεν είχαν αρχίσει ακόμα να χλομιάζουν και πάνω απ’ την πόλη απλωνόταν το σκοτάδι. Αμφότεροι ο Τζώννυ κι η μητέρα του περπατούσαν σέρνοντας τα πόδια τους. Οι μύες τους δεν φιλοδοξούσαν να σηκώνουν εντελώς τα πόδια απ’ το έδαφος. Μετά από δεκαπέντε λεπτά σιωπής, η μάνα του έστριψε προς τα δεξιά.
-“Μην αργήσεις“, ήταν η τελευταία της προειδοποίηση πριν την καταπιεί το σκοτάδι.
Το αγόρι δεν απάντησε και συνέχισε σταθερά τον δρόμο του. Στην εργοστασιακή περιοχή πόρτες άνοιγαν από παντού και σύντομα βρέθηκε στριμωγμένος μες στο πλήθος που προχωρούσε στα σκοτεινά. Καθώς διέσχιζε την πύλη του εργοστάσιου, η σειρήνα σφύριξε πάλι. Κοίταξε προς την ανατολή. Πέρα απ’ την άτσαλη γραμμή που σχημάτιζαν οι στέγες τω σπιτιών, άρχισε να αχνοφαίνεται ένα φως. Αυτό ήταν όλο ^ όλο που ‘δε απ’ τη μέρα, πριν της γυρίσει την πλάτη κι ενωθεί με το εργατικό του σινάφι.
Έκατσε στη θέση του σε μια από τις πολλές, μακριές σειρές με τις μηχανές. Μπροστά του, πάνω από ένα κουτί με μικρά μασούρια, υπήρχαν μεγάλες μπομπίνες που περιστρέφονταν με πολύ μεγάλη ταχύτητα. Πάνω σ’ αυτές, τύλιγε τα στριμμένα νήματα των μικρών μασουριών. Η δουλειά ήταν απλή. Το μόνο που απαιτούσε ήταν ταχύτητα. Οι μπομπίνες που άδειαζαν τα μασούρια ήταν πάρα πολλές και τα μασούρια άδειαζαν τόσο γρήγορα που δεν υπήρχαν στιγμές χαλάρωσης.
Δούλευε μηχανικά. Όταν ένα μασούρι άδειαζε, χρησιμοποιούσε το αριστερό του χέρι για φρένο, σταματούσε την μπομπίνα και, συγχρόνως, με αντίχειρα και δείκτη, έπιανε την άκρη του νήματος στον αέρα. Την ίδια στιγμή, έπιανε με το δεξί τη χαλαρή άκρη του νήματος ενός καινούριου μασουριού. Αυτές οι διαφορετικές κινήσεις των χεριών εκτελούνταν ταυτοχρόνως και τάχιστα. Ύστερα, με μια αστραπιαία κίνηση έφτιαχνε μια θηλιά κι έδενε κόμπο τα νήματα, κι απάλλασσε την μπομπίνα. Οι κόμποι δεν ήταν κάτι δύσκολο. Κάποτε, μάλιστα, καυχήθηκε ότι μπορούσε να του: δένει και στον ύπνο του. Όσο γι’ αυτό, πράγματι συνέβαινε καμιά φορά. Στη διάρκεια μιας μόνο νύχτας, μοχθούσε επί αιώνες, δένοντας διαδοχικούς κόμπους χωρίς σταματημό.
Κάποια απ’ τα παιδιά τεμπελιάζανε και δεν αντικαθιστούσαν τα μασούρια όταν άδειαζαν, με αποτέλεσμα να σπαταλούν χρόνο και υλικά. Υπήρχε, βέβαια, ο ελεγκτής για να το αποτρέπει αυτό. Έπιασε τον διπλανό του Τζώννυ στα πράσα και του τράβηξε τ’ αυτιά.
-“Κοίτα καλά που το κάνει ο Τζώννυ -για’ δεν είσαι σαν κι αυτόν;” ρώτησε ο ελεγκτής εξοργισμένος.
Τα μασούρια του Τζώννυ στριφογυρνούσαν ξέφρενα, αλλά ο ίδιος δεν ενθουσιάστηκε με τον έμμεσο έπαινο. Κάποτε το ‘παίρνε πάνω του… αλλά αυτό ήταν παλιά, πάρα πολύ παλιά. Το απαθές του πρόσωπο παρέμεινε ανέκφραστο, ενώ άκουγε να τον φέρνουν σαν φαεινό παράδειγμα. Ήταν ο τέλειος εργάτης. Το γνώριζε. Του το ‘χαν πει πολλές φορές. Ήταν, πλέον, κοινοτοπία, κι εξάλλου γι’ αυτόν δε σήμαινε τίποτα πια. Από τέλειος εργάτης είχε εξελιχθεί στην τέλεια μηχανή. Όταν κάτι πήγαινε στραβά στη δουλειά του, ευθυνόταν κάποιο ελαττωματικό υλικό κι αυτό ίσχυε τόσο γι’ αυτόν όσο και για τη μηχανή. Όσο αδύνατον θα ήταν για την τέλεια μηχανή κοπής καρφιών να κόψει ατελή καρφιά, άλλο τόσο αδύνατον ήταν για τον Τζώννυ να κάνει λάθος.
Και δεν είναι να εκπλήσσεται κανείς. Από τότε που γεννήθηκε, βρισκόταν πάντα σε στενή σχέση με τις μηχανές. Τα μηχανήματα είχαν σχεδόν αποκτήσει υπόσταση μέσα του και, σε κάθε περίπτωση, αυτά τον είχαν αναθρέψει. Πριν από δώδεκα χρόνια, στην αίθουσα με τους αργαλειούς αυτού εδώ του εργοστασίου, δημιουργήθηκε μια συγκινητική αναστάτωση, Η μητέρα του Τζώννυ είχε λιποθυμήσει. Την έβαλαν να ξαπλώσει στο πάτωμα ανάμεσα στους αργαλειούς που στρίγκλιζαν. Κάλεσαν δυο ηλικιωμένες ν’ αφήσουν το πόστο τους και να πάνε ‘κει. Βοήθησε κι ο επιστάτης. Μετά από λίγα λεπτά, μέσα στην αίθουσα υπήρχε μια ψυχή παραπάνω απ’ όσες είχαν μπει απ’ τις πόρτες. Ήταν ο Τζώννυ, που είχε γεννηθεί με το βροντερό, εκκωφαντικό βουητό των αργαλειών στ’ αυτιά του˙ με την πρώτη του αναπνοή εισέπνευσε τον ζεστό, υγρό αέρα, που είχε πήξει απ’ τα αιωρούμενα χνούδια. Εκείνη τη πρώτη μέρα είχε βήξει πολύ προκείμενου ν’ απαλλάξει τα πνευμόνια του απ’ το χνούδι˙ και για τον ίδιο λόγο δε σταμάτησε να βήχει από τότε.
Το αγόρι δίπλα στον Τζώννυ κλαψούριζε και ρουφούσε μύτη του. Το πρόσωπο του είχε παραμορφωθεί απ’ το μίσος του για τον ελεγκτή, ο οποίος τον παρακολουθούσε από απόσταση με βλέμμα απειλητικό˙ όλα του τα μασούρια, πάντως δούλευαν στο φουλ. Το αγόρι εξαπέλυε φοβερές βλαστήμιες στα μασούρια που περιστρέφονταν μπροστά του. Αλλά ο ήχος δεν έφτανε παραπέρα, το βουητό της μηχανής τον συγκρατούσε στο ίδιο σημείο και τον περιέβαλλε σαν τείχος. Ο Τζώννυ δεν έδινε σημασία σ’ όλα αυτά. Είχε τον τρόπο του να δέχεται τα πράγματα. Εξάλλου, η επανάληψη φέρνει τη μονοτονία και τη συγκεκριμένη σκηνή την είχε δει πολλές φορές. Του φαινόταν το ίδιο ανώφελο ν’ αντιταχθεί στον επιτηρητή, όσο και ν’ αψηφήσει τη βούληση μιας μηχανής. Οι μηχανές ήταν φτιαγμένες έτσι ώστε να λειτουργούν με συγκεκριμένους τρόπους και να εκτελούν συγκεκριμένες εργασίες. Αυτό ίσχυε και για τον ελεγκτή.
Αλλά στις έντεκα η ώρα δημιουργήθηκε αναμπουμπούλα στην αίθουσα και, μ’ έναν φαινομενικά μαγικό τρόπο, εξαπλώθηκε παντού εν ριπή οφθαλμού. Το αγόρι με το ένα πόδι που δούλευε διπλά στο Τζώννυ, απ’ την άλλη μεριά, διέσχισε χοροπηδώντας το χώρο και πήγε σ’ ένα άδειο καρότσι με το οποίο μετέφεραν κουτιά. Πήδηξε και κρύφτηκε ‘κει μέσα, μαζί με τις πατερίτσες. Ο διευθυντής του εργοστασίου κατευθυνόταν προς τα κει. συνοδευόμενος από έναν νεαρό άντρα. Αυτός ήταν καλοντυμένος και φορούσε κολλαριστό πουκάμισο – ήταν ένας τζέντλεμαν, σύμφωνα με το σύστημα ταξινόμησης του Τζώννυ για τους άντρες, και, επιπλέον, ήταν “ο Επιθεωρητής”.
Κοιτούσε με διαπεραστικό βλέμμα τ’ αγόρια καθώς περνούσε από μπροστά τους. Ενίοτε σταματούσε κι έκανε ερωτήσεις. Τότε. αναγκαζόταν να φωνάζει μ’ όλη του τη δύναμη κι απ’ το ζόρι του ν’ ακουστεί έκανε διάφορους γελοίους μορφασμούς. Η σβέλτη ματιά του εντόπισε την άδεια θέση δίπλα στον Τζώννυ, αλλά δεν είπε τίποτα. Κι ο Τζώννυ, όμως, έπιασε τη ματιά του Επιθεωρητή και σταμάτησε απότομα. Τον έπιασε απ’ τον ώμο για να τον τραβήξει ένα βήμα απ’ τη μηχανή. Όμως τον άφησε πάλι, βγάζοντας ένα επιφώνημα έκπληξης.
-“Πετσί και κόκαλο“, είπε αμήχανα ο διευθυντής.
-“Καλαμάκια“, απάντησε ο άλλος. “Κοίτα αυτά τα ποδαράκια. Το παιδί έχει ραχίτιδα -σε αρχικό στάδιο, αλλά την έχει. Αν δεν πάθει επιληψία στο τέλος, θα ‘ναι γιατί θα τον έχει προλάβει η φυματίωση“.
Ο Τζώννυ άκουγε, αλλά δεν καταλάβαινε. Επιπλέον, δεν ενδιαφερόταν για μελλοντικές ασθένειες. Αντιμετώπιζε μια πιο άμεση και σοβαρή αρρώστια που τον απειλούσε, υπό τη μορφή του επιθεωρητή.
-“Λοιπόν. νεαρέ μου. θέλω να μου πεις την αλήθεια“, είπε ή μάλλον ούρλιαξε ο επιθεωρητής, σκύβοντας κοντά στο αυτί του παιδιού για να τον ακούσει. “Πόσων χρονών είσαι;”
-“Δεκατέσσερα“, είπε ψέματα ο Τζώννυ -και τα είπε μ’ όλη του τη δύναμη. Έτσι δυνατά που το φώναξε, τον έπιασε ένας σπαστικός ξερόβηχας που ανατάραξε όλο το χνούδι που ‘χε κατακάτσει στα πνευμόνια του απ’ το πρωί.
-“Φαίνεται τουλάχιστον δεκάξι“, είπε ο διευθυντής.
-“Ή εξήντα“, πετάχτηκε ο επιθεωρητής.
-“Πάντα έτσι ήταν“.
-“Από πότε, δηλαδή;” έσπευσε να ρωτήσει ο επιθεωρητής.
-“Εδώ και χρόνια. Δε μεγαλώνει καθόλου“.
-“Ούτε μικραίνει, τολμώ να πω. Να υποθέσω ότι όλα αυτά τα χρονιά δουλεύει εδώ;”
-“Πότε-πότε -αλλά αυτό ήταν πριν περάσει ο καινούργιoς νόμος“, έσπευσε να προσθέσει ο διευθυντής.
-“Μηχανή εν αδρανεία;” ρώτησε ο επιθεωρητής δείχνοντας τη κενή θέση δίπλα στον Τζώννυ, όπου μισογεμάτα τα μασούρια στροβιλίζονταν σαν τρελά.
-“Μάλλον“. Ο διευθυντής φώναξε τον ελεγκτή κι ούρλιαξε στ’ αυτί του δείχνοντας τη μηχανή, “Μηχανή εν αδρανεία“, ανέφερε πίσω στον επιθεωρητή.
Προχώρησαν κι ο Τζώννυ επέστρεψε στη δουλειά του ανακουφισμένος που το κακό είχε αποτραπεί. Μα το κουτσό παιδί δεν στάθηκε τόσο τυχερό. Ο αετομάτης επιθεωρητής το είδε και το τράβηξε έξω απ’ το καρότσι. Τα χείλια του παιδιού τρέμανε και το πρόσωπο του είχε μιαν έκφραση σαν να τον είχε βρει μεγάλη κι ανεπανόρθωτη καταστροφή. Ο επιτηρητής έμοιαζε εμβρόντητος, σαν να το ‘βλεπε για πρώτη φορά, ενώ το πρόσωπο του διευθυντή εξέφραζε ταραχή και δυσαρέσκεια.
-“Αυτόν εδώ τον ξέρω“, είπε ο επιθεωρητής. “Είναι δώδεκα χρονών. Φέτος τον έχω διώξει από τρία εργοστάσια. Αυτό είναι το τέταρτο“. Στράφηκε στο κουτσό παιδί. “Μου υποσχέθηκες, στο λόγο της τιμής σου, ότι θα πας στο σχολείο“.
Το αγόρι έβαλε τα κλάματα.
-“Σας παρακαλώ, κύριε Επιθεωρητά, δύο μωρά μάς πέθαναν κι είμαστε πολύ φτωχοί“.
-“Γιατί βήχεις έτσι;” τον ανέκρινε ο επιθεωρητής, σαν να τον κατηγορούσε για κάποιο έγκλημα.
Και το αγόρι, αρνούμενο την ενοχή του, απάντησε:
-“Δεν είν’ τίποτα. Μόν’ που κρύωσα λίγο τη περασμένη βδομάδα, κυρ- Επιθεωρητά, αυτό ‘ν’ όλο“.
Τελικά, το κουτσό παιδί βγήκε απ’ την αίθουσα μαζί με τον επιθεωρητή, τον οποίο συνόδευε ο διευθυντής, αγχωμένος και διαμαρτυρόμενος. Ύστερα απ’ αυτό επανήλθε η μονοτονία. Το μακρύ πρωινό και το ακόμη μακρύτερο απόγευμα περάσανε κι η σειρήνα σφύριξε το σχόλασμα. Όταν ο Τζώννυ βγήκε έξω και διάβηκε τη πύλη, το σκοτάδι είχε ήδη πέσει. Στο διάλειμμα, ο ήλιος είχε χαράξει χρυσές σχισμές στον ουρανό, είχε πλημμυρίσει την οικουμένη με τη θεία θέρμη του κι είχε βυθιστεί κι εξαφανιστεί στη Δύση, πίσω απ’ την άτσαλη γραμμή που σχημάτιζαν οι στέγες των σπιτιών.
Στο δείπνο καθόταν όλη η οικογένεια στο τραπέζι -ήτανε το μοναδικό γεύμα της μέρας όπου ο Τζώννυ συναντούσε τα μικρότερα αδέρφια του. Έτσι το εκλάμβανε εκείνος, γιατί ήτανε πολύ μεγάλος ενώ τα άλλα εξοργιστικά μικρά. Δεν μπορούσε καθόλου να ανεχτεί την υπερβολική κι απίστευτη ανωριμότητα τους. Δεν τα καταλάβαινε. Εκείνος είχε προ πολλού ξεπεράσει τη δική του παιδικότητα. Ήτανε σαν γερασμένος και ιδιότροπος άντρας, που τον ενοχλεί ο αναβρασμός του νεαρού πνεύματος τους και του φαίνεται απόλυτη ανοησία. Κοιτούσε αμίλητος, με βλέμμα βλοσυρό το πιάτο του κι έβρισκε παρηγοριά στη σκέψη ότι σύντομα θα έπρεπε να πάνε κι αυτά στη δουλειά. Αυτό θα τα κάλμαρε λίγο και θα γίνονταν σοβαροί κι αξιοπρεπείς άνθρωποι -σαν κι αυτόν. Κατά το συνήθειο του ανθρώπου, λοιπόν, ο Τζώννυ θεωρούσε τον εαυτό του μέτρο σύγκρισης και βάσει αυτού μετρούσε το σύμπαν.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του δείπνου, η μητέρα του εξηγούσε με ποικίλους τρόπους κι άπειρες επαναλήψεις ότι έκανε το καλύτερο που μπορούσε. Ήταν μεγάλη η ανακούφιση όταν έχοντας τελειώσει το πενιχρό φαγητό του, έσπρωξε πίσω καρέκλα και σηκώθηκε. Διχάστηκε λίγο μεταξύ κρεβατιού κι εξώπορτας, αλλά τελικά προτίμησε τη δεύτερη. Δεν απομακρύνθηκε πολύ. Έκατσε στο σκαλί, στο βεραντάκι της εισόδου, με τα γόνατα λυγισμένα, τους στενούς ώμους καμπουριαστούς, τους αγκώνες στα γόνατα και τις παλάμες να υποστηρίζουν το σαγόνι. Καθισμένος εκεί, δε σκεφτόταν τίποτα. Απλώς αναπαυόταν. Το μυαλό του κοιμότανε. Τ’ αδέρφια του ήρθαν κι αυτά έξω κι άρχισαν να παίζουν με τα άλλα παιδιά τριγύρω του, κάνοντας φασαρία. Ο γλόμπος μιας ηλεκτρικής λάμπας στη γωνία φώτιζε τις τρέλες τους. Ήταν δύστροπος κι οξύθυμος, αυτό το γνώριζαν μα το πνεύμα της περιπέτειας τα καλούσε να τον πειράξουν. Πιάστηκαν χέρι-χέρι μπροστά του και, κρατώντας το ρυθμό με τα κορμιά τους, του τραγουδούσαν κατάμουτρα αλλόκοτες και κοροϊδευτικές ανοησίες. Στην αρχή εκτόξευε κατάρες μες απ’ τα δόντια του -κατάρες που είχε ακούσει απ’ τα χείλια των διαφόρων επιστατών. Αφού είδε πως αυτό ήταν μάταιο κι έχοντας θυμηθεί την αξιοπρέπειά του, ξανακλείστηκε σ’ ερμητική σιωπή.
Ο αδερφός του ο Γουίλ, ο αμέσως μικρότερος του, που είχε μόλις κλείσει τα δέκα, ήταν ο αρχηγός της συμμορίας. Ο Τζώννυ δεν έτρεφε γι’ αυτόν και τα καλύτερα των συναισθημάτων. Από μικρός ήτανε πικραμένος επειδή συνεχώς έκανε πράγματα για τον Γουίλ κι υποχωρούσε για χάρη του. Ένιωθε με βεβαιότητα ότι ο Γουίλ έπρεπε να του είναι πολύ υποχρεωμένος κι ότι, αντιθέτως, ήταν αχάριστος. Όταν ήταν ο δικός του καιρός για παιχνίδι, πολύ πίσω στο ασαφές παρελθόν, είχε στερηθεί ένα πολύ μεγάλο μέρος της ανεμελιάς του, επειδή ήταν αναγκασμένος να προσέχει τον Γουίλ Ο Γουίλ ήτανε τότε μωρό και τότε, όπως και τώρα, η μητέρα τους περνούσε τις μέρες της στη φάμπρικα. Ο Τζώννυ είχε αναλάβει συγχρόνως το ρόλο του νεαρού πατέρα και της νεαρής μητέρας. Ήταν εμφανές ότι ο Γουίλ επωφελείτο από την ενδοτικότητα και την υποχωρητικότητα του Τζώννυ. Ήτανε γεροδεμένος κι αρκετά δυνατός, είχε το ίδιο ύψος με τον μεγάλο του αδερφό κι ήτανε πιο βαρύς απ’ αυτόν. Ήταν λες και το ζωτικό αίμα του ενός είχε μεταγγιστεί στις φλέβες του αλλουνού. Κι από κέφια, το ίδιο. Ο Τζώννυ ήταν ανόρεχτος, αποκαμωμένος, χωρίς ζωντάνια, ενώ ο μικρός έμοιαζε να βρίθει ζωτικότητας και να του περισσεύει κιόλας.
Το κοροϊδευτικό τραγουδάκι όλο και δυνάμωνε. Ο Γουίλ πλησίαζε χορεύοντας όλο και περισσότερο προς το μέρος του και του ‘βγάζε τη γλώσσα. Το αριστερό χέρι του Τζώννυ τινάχτηκε κι άρπαξε τον μικρό απ’ το λαιμό. Ταυτόχρονα, του ‘δωσε μια μπουνιά στη μύτη με τη σκελετωμένη γροθιά του. Ήταν μια αξιοθρήνητα σκελετωμένη γροθιά, αλλά απ’ ότι αποδείχθηκε απ’ τη κραυγή του πόνου που προκάλεσε, ήταν ικανή να πληγώσει. Τα υπόλοιπα παιδιά άρχισαν να τσιρίζουν τρομοκρατημένα, ενώ η αδερφή του, η Τζένυ, όρμησε μέσα στο σπίτι. Έσπρωξε τον Γουίλ βίαια, τονε κλώτσησε βάναυσα στα καλάμια, μετά τον έπιασε και τον έριξε με το πρόσωπο στο χώμα. Δεν τον άφηνε να φύγει και του έτριψε τη μούρη στη λάσπη πολλές φορές. Τότε έφτασε η μητέρα, ένας αναιμικός ανεμοστρόβιλος έγνοιας και μητρικής οργής.
-“Γιατί δε μ’ αφήνει ήσυχο;” απάντησε ο Τζώννυ όταν άρχισε να τον κατσαδιάζει. “Δε βλέπει ότι είμαι κουρασμένος;”
-“Είμαι το ίδιο μεγάλος με σένα“, χτυπιόταν ο Γουίλ στην αγκαλιά της. Το πρόσωπο του ήταν πασαλειμμένο με δάκρυα. λάσπη κι αίμα. “Είμαι μεγάλος σαν εσένα και θα γίνω ακόμα πιο μεγάλος. Τότε θα σε τσακίσω -θα δεις τι έχεις να πάθεις“.
-“Αφού ‘σαι τόσο μεγάλος για’ δε δουλεύεις;”, μούγκρισε ο Τζώννυ.”Αυτό ‘ναι το πρόβλημα με σένα. θα ‘πρεπε να δουλεύεις. Απ’ τη μάνα σου εξαρτάται αν θα πας στη δουλειά“.
-“Μα είναι πολύ μικρός“, διαμαρτυρήθηκε. “Είναι ακόμα παιδί“.
-“Εγώ ήμουνα μικρότερος απ’ αυτόν όταν ξεκίνησα να δουλεύω“.
Το στόμα του Τζώννυ είχε μείνει ανοιχτό, έτοιμο να εκφράσει κι άλλο την αίσθηση της αδικίας που τον έπνιγε, αλλά το έκλεισε απότομα. Έκανε μεταβολή αποκαρδιωμένος και με αργόσυρτα βήματα μπήκε στο σπίτι και πήγε στο κρεβάτι. Τη πόρτα του δωματίου του την άφηνε ανοιχτή για να μπαίνει μέσα η ζέστη απ’ τη κουζίνα. Καθώς ξεντυνόταν στο μισοσκόταδο άκουγε τη μητέρα του που μιλούσε με μια γειτόνισσα, που είχε περάσει από κει. Η μάνα του έκλαιγε και ρουφούσε τη μύτη της, διακόπτοντας τα λόγια της.
-“Δεν μπορώ να καταλάβω τι τρέχει με τον Τζώννυ“, την άκουσε να λέει. “Παλιά δεν ήταν έτσι. Ήταν ένα υπομονετικό αγγελούδι. Κι είναι πραγματικά καλό παιδί“, βιάστηκε να τον υπερασπιστεί. “Έχει δουλέψει σκληρά, και ναι, πήγε για δουλειά πολύ μικρός. Αλλά δεν έφταιγα. Ό, τι μπορώ κάνω κι εγώ“.
Απ’ τη κουζίνα ακούγονταν παρατεταμένα ρουθουνίσματα κι ο Τζώννυ μουρμούρισε καθώς έκλεινε τα μάτια του,
-“Πως έχω δουλέψει σκληρά, γι’ αυτό να ‘σαι σίγουρη“.
Το επόμενο πρωί, η μάνα του τονε τράβηξε στη κυριολεξία απ’ τα νύχια του ύπνου. Μετά ακολούθησε το φτωχικό πρωινό, η πεζοπορία στο σκοτάδι κι η αχνή ματιά της μέρας πάνω απ’ τις στέγες των σπιτιών, καθώς της γύριζε τη πλάτη και περνούσε κάτω απ’ τη πύλη της φάμπρικας. Ήταν ακόμα μια μέρα σαν όλες τις άλλες κι ήταν όλες ίδιες. Κι όμως, είχε υπάρξει ποικιλία στη ζωή του -κάθε φορά που άλλαζε δουλειά ή που αρρώσταινε. Όταν ήταν έξι χρονών, ήταν σαν πατέρας και μητέρα του Γουίλ και των υπόλοιπων παιδιών, που ήταν ακόμα μικρότερα. Στα εφτά του πήγε στο εργοστάσιο -τύλιγε μασούρια. Στα οχτώ του έπιασε δουλειά σε άλλο εργοστάσιο. Η νέα του δουλειά ήταν εξαιρετικά εύκολη. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να κάθεται κάτω και μ’ ένα ξυλάκι στο χέρι να καθοδηγεί ένα ρυάκι υφάσματος που κυλούσε μπροστά του. Αυτό το υφασμάτινο ρυάκι έβγαινε απ’ το στόμιο μιας μηχανής, περνούσε πάνω από ένα ζεστό κύλινδρο και συνέχιζε το δρόμο του. Καθόταν, όμως, πάντα στην ίδια θέση, εκεί που δεν έφτανε το φως της μέρας, από πάνω του ένα μπουρί εκτόξευε υδρατμούς κι ο ίδιος αποτελούσε μέρος του μηχανισμού.
Ήτανε πολύ χαρούμενος όταν είχε αυτή τη δουλειά, παρά τον υγρό αέρα, γιατί ήταν ακόμα νέος κι είχε όνειρα και ψευδαισθήσεις. Και τι υπέροχα όνειρα έκανε ενώ παρακολουθούσε το αχνιστό ύφασμα να κυλά χωρίς σταματημό! Αυτή η εργασία, όμως, δεν περιελάμβανε καμία άσκηση, ούτε απαιτούσε σκέψη κι έτσι ονειρευόταν όλο και λιγότερο, ενώ το μυαλό του γινόταν ολοένα και πιο ληθαργικό και νωθρό. Παρ’ όλα αυτά, έβγαζε δυο δολάρια τη βδομάδα κι αυτά τα δυο δολάρια αντιπροσωπεύανε τη διαφορά μεταξύ της οξείας λιμοκτονίας και του χρόνιου υποσιτισμού. Στα εννιά του, όμως, έχασε αυτή τη δουλειά. Αιτία ήταν η ιλαρά. Αφού ανάρρωσε, έπιασε δουλειά σ’ ένα εργοστάσιο γυαλιού. Ο μισθός ήτανε καλύτερος κι η δουλειά απαιτούσε επιδεξιότητα. Πληρωνόταν με το κομμάτι κι όσο πιο παραγωγικός ήτανε, τόσο περισσότερα λεφτά έβγαζε. Εδώ υπήρχε κίνητρο. Κι έχοντας κίνητρο, εξελίχθηκε σε υποδειγματικό εργάτη.
Η δουλειά ήταν απλή. Έπρεπε να δένει πώματα σε μικρά γυάλινα μπουκαλάκια. Στη μέση του τύλιγε τον σπάγκο. Στερέωνε τα μπουκάλια ανάμεσα στα γόνατά του, ώστε να μπορεί να δουλεύει και με τα δυο χέρια. Έτσι, λοιπόν, καθιστός και σκυμμένος πάνω απ’ τα γόνατά του για δέκα ώρες κάθε μέρα, το αποτέλεσμα ήταν να κυρτώσουν οι στενοί του ώμοι και να πιέζεται ο θώρακας του. Αυτό μπορεί να ήτανε κακό για τα πνευμόνια του, αλλά έδενε τριακόσιες ντουζίνες μπουκάλια τη μέρα. Ο διευθυντής ήταν πολύ περήφανος για τον Τζώννυ και καλούσε επισκέπτες για να τον βλέπουν. Μέσα σε δέκα ώρες περνούσαν απ’ τα χέρια του τρεις χιλιάδες εξακόσια μπουκάλια. Αυτό σήμαινε πως είχε αποκτήσει τελειότητα μηχανής. Είχε εξαλείψει τη παραμικρή περιττή κίνηση. Κάθε ενέργεια των ισχνών χεριών του και κάθε μυϊκή κίνηση των λεπτών δαχτύλων του ήτανε γρήγορη κι ακριβής. Δούλευε με μεγάλη ένταση, με αποτέλεσμα να γίνει νευρικός ο ίδιος. Τη νύχτα, οι μύες του τινάζονταν καθώς κοιμόταν και τη μέρα δεν μπορούσε να χαλαρώσει και να ξεκουραστεί. Παρέμενε τσιτωμένος κι οι μύες του συνέχιζαν να συσπώνται. Επίσης, ήταν ωχρός κι ο χνουδόβηχάς του χειροτέρευε. Τότε ήτανε που η πνευμονία κυρίευσε τους ασθενικούς του πνεύμονες μες στον πιεσμένο του θώρακα κι έτσι έχασε τη δουλειά στο εργοστάσιο γυαλιού. Ύστερα, επέστρεψε στο εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας, όπου είχε πρωτοξεκινήσει με το τύλιγμα των μασουριών. Η προαγωγή, όμως, τονε περίμενε. Ήτανε καλός εργάτης. Έπειτα θα πήγαινε στο κολλάρισμα κι αργότερα στους αργαλειούς. Μετά απ’ αυτό δεν υπήρχε τίποτα, παρά μόνο αυξημένη αποδοτικότητα.
Τα μηχανήματα λειτουργούσανε γρηγορότερα απ’ όταν είχε πρωτοπάει σ’ αυτή τη δουλειά και το μυαλό του ακόμα πιο αργά. Πλέον δεν ονειρευότανε καθόλου, παρότι τα πρώτα του χρόνια ήτανε γεμάτα όνειρα. Κάποτε, μάλιστα, είχε ερωτευτεί. Ήταν όταν είχε πρωταρχίσει να καθοδηγεί το ύφασμα πάνω στον ζεστό κύλινδρο, η αγαπημένη του ήταν η κόρη του διευθυντή. Ήταν αρκετά μεγαλύτερη απ’ αυτόν, μια νεαρή γυναίκα, που την είχε δει από απόσταση πέντε-έξι φορές. Αλλά αυτό δεν είχε σημασία. Πάνω στην επιφάνεια του υφασμάτινου ρυακιού που έρεε μπροστά του, οραματιζόταν ένα φωτεινό μέλλον, όπου έκανε θαυμαστά κατορθώματα, εφεύρισκε θαυματουργές μηχανές, κέρδιζε με το σπαθί του τη διεύθυνση των εργοστασίων και στο τέλος, την έπαιρνε αγκαλιά και τη φιλούσε σεμνά στο μέτωπο. Αλλά όλ’ αυτά ανήκανε στο απώτερο παρελθόν, όταν δεν ήταν ακόμη πολύ μεγάλος και κουρασμένος για ν’ αγαπήσει. Επιπλέον, εκείνη παντρεύτηκε και το μυαλό του έπεσε σε λήθαργο. Παρ’ όλ’ αυτά, ήταν μια υπέροχη εμπειρία και συνήθιζε να τη σκέφτεται συχνά, όπως άλλοι άντρες και γυναίκες αναπολούνε την εποχή που πίστευαν στις νεράιδες. Αυτός ποτέ του δεν είχε πιστέψει στις νεράιδες ούτε στον Αϊ-Βασίλη. Είχε, όμως, πιστέψει ακράδαντα στο χαμογελαστό μέλλον που είχε πλάσει η φαντασία του πάνω απ’ το ατμώδες υφασμάτινο ρυάκι.
Αντρώθηκε από πολύ νωρίς. Μπήκε στην εφηβεία στα εφτά, όταν πληρώθηκε τους πρώτους του μισθούς. Τον κατέλαβε ένα συναίσθημα ανεξαρτησίας κι η σχέση του με τη μητέρα του άλλαξε. Κατά κάποιο τρόπο, ως βιοπαλαιστή και κουβαλητής, ήταν μάλλον ίσα κι όμοια μ’ εκείνη. Ο ανδρισμός, στη πλήρη του ακμή, τονε βρήκε όταν ήταν έντεκα την εποχή που πήγε να δουλέψει στη νυχτερινή βάρδια για έξι μήνες. Κανένα παιδί που έχει κάνει νυχτέρι δεν παραμένει παιδί. Είχανε συμβεί και κάποια σημαντικά γεγονότα στη ζωή του. Έν απ’ αυτά ήταν όταν η μητέρα του αγόρασε δαμάσκηνα Καλιφόρνιας. Δύο άλλες εξαιρετικές περιστάσεις ήτανε τότε που τους έφτιαξε κρέμα κάσταρντ, από γάλα κι αυγά. Αυτές ήταν γλυκές αναμνήσεις. Και τότε η μητέρα του του είχε πει για ένα εκστατικό φαγητό που θα έφτιαχνε κάποτε -το είχε πει “νησί που αρμενίζει”, “καλύτερο από κάσταρντ”. Για πολλά χρόνια περίμενε με ανυπομονησία τη μέρα που θα καθότανε στο τραπέζι με το νησί που αρμενίζει μπροστά του, μέχρι που τελικά απώθησε αυτή τη σκέψη στη λησμοσύνη των ανεκπλήρωτων ιδανικών. Μια φορά βρήκε ένα ασημένιο κέρμα των 25 σεντς στο πεζοδρόμιο. Κι αυτό, επίσης, ήταν ένα σημαντικό συμβάν της ζωής του, παρ’ ότι τραγικό. Γνώριζε ποιο ήταν το καθήκον του απ’ τη πρώτη στιγμή που το ασήμι άστραψε στα μάτια του, πριν καν σκύψει να το σηκώσει. Στο σπίτι, ως συνήθως, δεν είχαν να φάνε. Εκεί έπρεπε, λοιπόν, να το πάει, όπως έκανε και με το βδομαδιάτικο κάθε Σάββατο βράδυ. Σ’ αυτή τη περίπτωση ήτανε σαφές ποια ήταν η σωστή συμπεριφορά. Αλλά ποτέ δεν είχε ξοδέψει για τον εαυτό του τα λεφτά που ‘βγάζε κι υπέφερε από υπογλυκαιμία. Λαχταρούσε ένα γλυκό απ’ αυτά που είχε γευτεί μόνο στις πολύ σημαντικές γιορτές.
Δεν αποπειράθηκε να ξεγελάσει τον εαυτό του. Ήξερε ότι ήταν αμαρτία κι αμάρτησε επίτηδες όταν επιδόθηκε σ’ αυτό το όργιο γλυκισμάτων αξίας δεκαπέντε σεντς. Τα δέκα σεντς τα κράτησε για μια μελλοντική κραιπάλη. Επειδή, όμως, δεν είχε συνηθίσει να κουβαλάει πάνω του λεφτά, τα έχασε τα δέκα σεντς. Την εποχή που συνέβη αυτό, τον βασάνιζε ήδη η συνείδησή του κι εξέλαβε την απώλεια ως θεία δίκη. Ένιωθε τη τρομαχτική εγγύτητα ενός απαίσιου κι οργισμένου θεού. Ο θεός τον είχε δει. τον είχε τιμωρήσει πάραυτα και του είχε αρνηθεί ακόμα και το βάρος της πλήρους αμαρτίας. Αυτό το περιστατικό το θυμόταν πάντα σαν τη μοναδική μεγαλειώδη εγκληματική πράξη της ζωής του κι όποτε το ανακαλούσε στη μνήμη του, η συνείδησή του αφυπνιζότανε και του ‘δινε μια τσιμπιά. Ήταν το μοναδικό ράμμα στη γούνα του. Επιπλέον, η συντέλεση της πράξης κι οι περιστάσεις ήτανε τέτοιες που το είχε μετανιώσει. Είχε απογοητευτεί απ’ τον τρόπο με τον οποίο είχε σπαταλήσει το κέρμα. Μπορούσε να το έχει επενδύσει καλύτερα και έχοντας πλέον αποκτήσει τη στερνή του γνώση περί της ταχύτητας του θεού. θα τον είχε νικήσει, ξοδεύοντας το κέρμα με τη μία. Αναδρομικά, ξόδεψε το κέρμα χιλιάδες φορές, καθεμιά απ’ τις οποίες με καλύτερο αποτέλεσμα.
Απ’ το παρελθόν διατηρούσε κι άλλη μια θολή και ξεθωριασμένη ανάμνηση, αποτυπωμένη στη ψυχή του σαν πατημασιά που άφησαν τα κτηνώδη πόδια του πατέρα του. Έμοιαζε πιο πολύ με εφιάλτη, παρά με θύμηση μιας εμπειρίας με ειρμό -ήταν περισσότερο σαν τη γενετική μνήμη του ανθρώπου που όταν βυθίζεται στον ύπνο, τονε κάνει ν’ ανατρέχει στους δενδρόβιους προγόνους του. Αυτή η συγκεκριμένη ανάμνηση ποτέ δεν τον έβρισκε μέρα μεσημέρι όταν ήταν εντελώς ξύπνιος. Του ‘ρχότανε τη νύχτα, στο κρεβάτι, όταν το συνειδητό του βυθιζότανε και χανότανε στον ύπνο. Κάθε φορά πεταγότανε τρομαγμένος και για μια ελάχιστη, αρρωστημένη στιγμή, του φαινόταν ότι ήτανε ξαπλωμένος οριζοντίως στο κάτω μέρος του κρεβατιού. Στο κρεβάτι βρίσκονταν οι αόριστες μορφές του πατέρα και της μητέρας του. Ποτέ δεν έβλεπε το πρόσωπο του πατέρα του. Η μοναδική εντύπωση που είχε απ’ αυτόν, ήταν τα βάρβαρα κι ανελέητα πόδια του. Οι πρώιμες αναμνήσεις του δεν τον αποχωρίζονταν, αλλά δεν είχε και νεότερες. Όλες οι μέρες ήταν ίδιες. Το χτες ή το πέρσι μπορούσαν να είναι πριν χίλια χρόνια -ή πριν ένα λεπτό. Τίποτα δε συνέβαινε. Δεν υπήρχανε γεγονότα για να σηματοδοτούνε το πέρασμα του χρόνου. Ο χρόνος δεν περνούσε. Έστεκε πάντα ακίνητος. Μόνο οι μηχανές που περιστρέφονταν κινούνταν, χωρίς να πηγαίνουν πουθενά -παρ’ ότι ολοένα κι επιτάχυναν.
Όταν ήταν δεκατεσσάρων, έπιασε δουλειά στο κολλάρισμα. Αυτό ήτανε κολοσσιαίο γεγονός. Επιτέλους συνέβαινε κάτι που άξιζε να το θυμάται, περισσότερο απ’ ότι έναν νυχτερινό ύπνο ή μια μέρα μισθοδοσίας. Σημάδεψε μιαν ολόκληρη εποχή. Ήταν μια Ολυμπιάδα, ένα χρονικό σημείο αναφοράς. Προτάσεις τύπου “όταν έπιασα δουλειά στο κολλάρισμα”, η “μετά”, ή “πριν πιάσω δουλειά στο κολλάρισμα”, βρίσκονταν συχνά στα χείλια του. Τα δέκατα έκτα γενέθλια του τα γιόρτασε πηγαίνοντας για δουλειά στην αίθουσα με τους αργαλειούς. Εδώ υπήρχε πάλι κίνητρο, γιατί πληρωνόταν με το κομμάτι. Διέπρεψε, καθώς είχε σμιλευτεί απ’ τα ίδια τα εργοστάσια κι είχε γίνει η τέλεια μηχανή. Μετά το πέρας τριών μηνών, λειτουργούσε δυο αργαλειούς κι αργότερα, τρεις και τέσσερις. Όταν έκλεινε και το δεύτερο χρόνο στους αργαλειούς, παρήγαγε περισσότερα μέτρα υφάσματος απ’ όλους τους υφαντές και τουλάχιστον τα διπλάσια απ’ ό,τι οι λιγότερο ικανοί. Τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα και στο σπίτι, τώρα που πλησίαζε στη κορυφή της εισοδηματικής του δύναμης. Αυτό δε σήμαινε, βέβαια, ότι τα αυξημένα του έσοδα υπερκάλυπταν τις ανάγκες. Τα παιδιά μεγάλωναν. Έτρωγαν περισσότερο. Πήγαιναν και στο σχολείο και τα σχολικά βιβλία στοίχιζαν. Και κατά περίεργο τρόπο, όσο πιο γρήγορα δούλευε, τόσο πιο γρήγορα αυξάνονταν κι οι τιμές των πραγμάτων. Ακόμα και το νοίκι αυξανόταν, παρ’ ότι η κατάσταση του σπιτιού όλο και χειροτέρευε.
Είχε ψηλώσει. Αλλά τώρα φαινότανε πιο αδύνατος από ποτέ. Επιπλέον, ήτανε πιο νευρικός. Μαζί με τη νευρικότητά του αυξανόταν κι η οξυθυμία κι η δυστροπία του. Μετά από πολλά πικρά μαθήματα, τα παιδιά μάθαν να τον αποφεύγουν. Η μητέρα του τονε σεβότανε για τα εισοδήματά του, αλλά με κάποιο τρόπο, ο σεβασμός της είχε αλλοιωθεί απ’ το φόβο. Δεν είχε καμιά χαρά στη ζωή. Ποτέ δεν έβλεπε τη διαδοχή των ημερών. Τις νύχτες κοιμότανε βαθιά σε μια νευρόσπαστη ασυνειδητότητα. Τον υπόλοιπο καιρό δούλευε, με συνείδηση μηχανική. Έξω απ’ αυτό, το μυαλό του ήταν ένα κενό. Δεν είχε ιδανικά, αλλά μόνο μιαν αυταπάτη, ότι έπινε εξαιρετικό καφέ. Ήταν ένα εργατικό ζώο. Δεν είχε καθόλου πνευματική ζωή. Κι όμως βαθιά μέσα στις κρύπτες του μυαλού του εν αγνοία του, ζύγιαζε κι εξέταζε κάθε λεπτό του μόχθου του, κάθε κίνηση των χεριών του, κάθε τίναγμα των μυών του κι έκανε προετοιμασίες για μια μελλοντική πορεία που θα εξέπληττε τον εαυτό του κι όλο τον μικρόκοσμο του. Προς το τέλος της άνοιξης, γύρισε σπίτι απ’ τη δουλειά ένα βράδυ νιώθοντας πρωτόγνωρη κούραση. Μια ενθουσιώδης προσμονή πλανιόταν στον αέρα καθώς έκατσε στο τραπέζι, αλλά του πέρασε απαρατήρητη. Κοίταξε το φαγητό κακόκεφος και σιωπηλός κι άρχισε να τρώει μηχανικά αυτό που βρισκότανε στο πιάτο του. Τα παιδιά βγάζαν επιφωνήματα απόλαυσης και πλατάγιζαν τα χείλια τους. Αυτός όμως κώφαινε.
-“Ξέρεις τι ‘ν’ αυτό που τρως;” ρώτησε τελικά η μάνα του απελπισμένη.
Κοίταξε με άδειο βλέμμα το πιάτο μπροστά του κι έπειτα την ίδια.
-“Το νησί που αρμενίζει“, ανακοίνωσε αυτή θριαμβευτικά.
-“Α“, είπε.
-“Το νησί που αρμενίζει!” φώναξαν εν χορώ τα παιδιά.
-“Α“, ξανάπε. Κι αφού έφαγε δυο-τρεις μπουκιές, πρόσθεσε: “Μάλλον δεν πεινάω απόψε“. Πέταξε το κουτάλι του, έσπρωξε πίσω τη καρέκλα σηκώθηκε βαριεστημένα απ’ το τραπέζι. “Και λέω να πάω για ύπνο“.
Καθώς διέσχιζε τη κουζίνα, ένιωθε τα ποδιά του, πιο βαριά απ’ ότι συνήθως. Το να ξεντυθεί ήταν μια τιτάνια προσπάθεια, μια τερατώδης ματαιότητα, κι έκλαψε αδύναμα σύρθηκε στο κρεβάτι, με το ένα παπούτσι ακόμα στο πόδι. Ένιωθε σαν κάτι ν’ αναφύεται, να διογκώνεται μέσα στο κεφάλι του, να του πήζει και να του θολώνει τον εγκέφαλο. Τα λεπτά του δάχτυλα τα ένιωθε πρησμένα, να ‘χουνε γίνει σαν τον καρπό του, ενώ στα ακροδάχτυλά του είχε μια απόμακρη αίσθηση αοριστίας και θολούρας, σαν του εγκεφάλου του. Η μέση του πονούσε αβάσταχτα. Πονούσαν όλα του τα κόκαλα. Πονούσε παντού. Και μέσα στο κεφάλι του άρχισαν να στριγκλίζουν, να σφυροκοπούν, να βουίζουν ένα εκατομμύριο αργαλειοί. Το σύμπαν είχε γεμίσει ιπτάμενες σαΐτες. Ες ακοντίζονταν κι ελίσσονταν περίτεχνα ανάμεσα στ’ αστέρια. Έγνεθε μόνος του σε χιλιάδες αργαλειούς κι αυτοί όλο κι επιτάχυναν, ολοένα και πιο γρήγορα, και ιλιγγιωδώς ο εγκέφαλος του ξετυλιγόταν και γινόταν η κλωστή που τάιζε 3 τις χιλιάδες ιπτάμενες σαΐτες.
Την επόμενη μέρα δεν πήγε στη δουλειά. Ήταν πολύ απασχολημένος με τις κολοσσιαίες υφάνσεις στους χιλιάδες αργαλειούς που χειριζόταν μέσα στο κεφάλι του. Η μητέρα του πήγε στη δουλειά, αφού πρώτα έστειλε να φωνάξουν τον γιατρό. Ο γιατρός είπε ότι επρόκειτο για σοβαρή περίπτωση ισπανικής γρίπης. Η Τζένυ, εκτελώντας χρέη νοσοκόμας, ακολούθησε τις οδηγίες του. Ήτανε κρίσιμη η κατάστασή του και πέρασε μια βδομάδα προτού καταφέρει να ντυθεί και να τρεκλίσει αδύναμος στο πάτωμα. Άλλη μια βδομάδα, είπε ο γιατρός και μετά θα ήτανε σε θέση να επιστρέψει στη δουλειά. Τη Κυριακή το απόγευμα, τη πρώτη μέρα της ανάρρωσής του, τον επισκέφθηκε ο επιστάτης της αίθουσας με τους αργαλειούς.
-“Ο καλύτερος υφαντής της αίθουσας“, είπε ο επιστάτης στη μητέρα του. Η θέση του τον περίμενε, θα μπορούσε να επιστρέψει την επόμενη εβδομάδα.
-“Δεν θα ευχαριστήσεις τον κύριο, Τζώννυ;” ρώτησε η μάνα του με αγωνία. “Ήτανε τόσο άρρωστος που δεν είναι ακόμα στα συγκαλά του“, εξήγησε απολογητικά στον επισκέπτη.
Ο Τζώννυ ανακάθισε κουλουριασμένος με το βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα. Έμεινε σ’ αυτή τη στάση γι’ αρκετή ώρα μετά που έφυγε ο επιστάτης. Έξω είχε ζέστη κι έτσι το απόγευμα έκατσε στο βεραντάκι. Που και που σαλεύανε τα χείλια του. Έμοιαζε προσηλωμένος σε ατέλειωτους υπολογισμούς. Το επόμενο πρωί, όταν ζέστανε η μέρα, έκατσε στη θέση του στο βεραντάκι. Αυτή τη φορά είχε μαζί του μολύβι και χαρτί και συνέχισε με εκπληκτική προσήλωση, να παιδεύεται με τους υπολογισμούς.
-“Τι έρχεται μετά τα εκατομμύρια;” ρώτησε τον Γουίλ το μεσημέρι, όταν γύρισε απ’ το σχολείο. “Και, πώς το λογαριάζεις;”
Εκείνο το απόγευμα ολοκλήρωσε το έργο του. Κάθε μέρα, αλλά χωρίς χαρτί και μολύβι, επέστρεφε στο βεραντάκι. Τον είχε απορροφήσει πλήρως ένα δέντρο που ‘στεκε μόνο του στην απέναντι μεριά του δρόμου. Ώρες ολόκληρες το μελετούσε και του προκαλούσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο τρόπος που λικνίζονταν τα κλαδιά του και κυμάτιζανε τα φύλλα του απ’ τον αέρα. Καθ’ όλη τη διάρκεια κείνης της εβδομάδας, φαινότανε σα χαμένος σε μια μυστήρια επικοινωνία με τον εαυτό του. Τη Κυριακή, ενώ καθόταν στο βεραντάκι, γέλασε δυνατά πολλές φορές, προς σύγχυση της μητέρας του που είχε χρονιά να τον ακούσει να γελά.
Την επόμενη μέρα. με τη πρωινή σκοτεινιά, πήγε στο κρεβάτι του να τονε ξυπνήσει. Είχε χορτάσει ύπνο όλη τη βδομάδα και ξύπνησε εύκολα. Δεν πάλεψε καθόλου κι ούτε αποπειράθηκε να γαντζωθεί στα σεντόνια όταν τον ξεσκέπασε. Παρέμεινε ξαπλωμένος και μίλησε ήρεμα.
-“Δεν έχει νόημα, μάνα“.
-“Θ’ αργήσεις“, είπε, νομίζοντας ότι λέει κουταμάρες μες στον ύπνο του.
-“Ξύπνιος είμαι, μάνα και μη κουράζεσαι, σου λέω. Άσε μ’ ήσυχο, καλύτερα. Δε σηκώνομαι με τίποτα“!
-“Μα θα χάσεις τη δουλειά σου!” φώναξε.
-“Δε σηκώνομαι“, επανέλαβε με μια παράξενη, απαθή φωνή.
Ούτε εκείνη πήγε στη δουλειά εκείνη τη μέρα. Τέτοια αρρώστια δεν είχε ξαναδεί. Τον πυρετό και το ντελίριο μπορούσε να τα καταλάβει αλλά αυτό ήτανε τρέλα. Τονε ξανασκέπασε κι έστειλε τη Τζένυ να φέρει τον γιατρό. Όταν έφτασε, ο Τζώννυ κοιμόταν ήσυχα και το ίδιο ήσυχα ξύπνησε κι επέτρεψε να του πάρουν τον σφυγμό.
-“Δεν έχει τίποτα“, δήλωσε ο γιατρός. “Είναι σοβαρά εξασθενημένος, αυτό είν’ όλο. Δεν έχει κρέας στα κόκαλα του“.
-“Μα πάντα έτσι ήτανε“, προσφέρθηκε η μητέρα.
-“Φύγε τώρα, μάνα, κι άσε με να χουζουρέψω“. Ο Τζώννυ μίλησε μειλίχια κι ευχάριστα και το ίδιο μειλίχια κι ευχάριστα γύρισε πλευρό κι αποκοιμήθηκε.
Στις δέκα η ώρα ξύπνησε και ντύθηκε. Πήγε στη κουζίνα και βρήκε τη μητέρα του με μια τρομαγμένη έκφραση στο πρόσωπο της..
-“Φεύγω, μάνα“, ανακοίνωσε, “και θέλω μόνο να σ’ αποχαιρετίσω“.
Κάλυψε το πρόσωπο της με τη ποδιά που φορούσε, σωριάστηκε σε μια καρέκλα κι άρχισε να κλαίει. Εκείνος περίμενε υπομονετικά.
-“Έπρεπε να το ‘χω καταλάβει” είπε με λυγμούς. “Πού;” ρώτησε εν τέλει, βγάζοντας τη ποδιά απ’ το κεραυνοβολημένο πρόσωπο της και κοιτάζοντάς τον με ελάχιστη περιέργεια.
-“Δεν ξέρω -όπου να ‘ναι“.
Λέγοντάς το αυτό, εμφανίστηκε μπροστά του το απέναντι δέντρο, εκθαμβωτικά λαμπρό, σαν σε εσώτερο όραμα. Ήτανε σα να παραμόνευε κάτω απ’ τα βλέφαρά του και να μπορούσε να το βλέπει όποτε το επιθυμούσε.
-“Κι η δουλειά σου;” είπε με τρεμάμενη φωνή.
-“Δε θα ξαναδουλέψω ποτέ“.
-“Θεέ μου, Τζώννυ!” κραύγασε γοερά, “τί κουβέντες είν’ αυτές!” Αυτό ήτανε βλασφημία. Σαν τη μητέρα που ακούει το παιδί της να αρνείται τον θεό, έτσι σκανδαλίστηκε κι αυτή απ’ τα λόγια του γιου της. “Μα τί σ’ έχει πιάσει, τελοσπάντων;” απαίτησε να μάθει, σε μια αποτυχημένη απόπειρα να του επιβληθεί.
-“Αριθμοί“, απάντησε. “Μόν’ αριθμοί. Έκανα κάμποσους υπολογισμούς αυτή τη βδομάδα, ήταν μεγάλη έκπληξη“.
-“Δεν καταλαβαίνω τι σχέση έχει αυτό“, κλαψούρισε.
Ο Τζώννυ χαμογέλασε υπομονετικά και τότε η μητέρα του συνειδητοποίησε έκπληκτη την επίμονη απουσία της οξυθυμίας και της δυστροπίας του.
-“Θα σου δείξω“, της είπε. “Είμαι ξεθεωμένος. Τι με κουράζει; Οι κινήσεις. Κινούμαι από τότε που γεννήθηκα. Βαρέθηκα να κινούμαι και δεν θα ξανακινηθώ άλλο. Θυμάσαι τότε που δούλευα στο εργοστάσιο γυαλιού; Έβγαζα τρεις χιλιάδες εξακόσια μπουκάλια τη μέρα. Απ’ ότι θυμάμαι, έκανα πάνω-κάτω δέκα διαφορετικές κινήσεις για κάθε μπουκάλι. Αυτό μας κάνει τριάντα έξι χιλιάδες κινήσεις τη μέρα. Δέκα μέρες, τριακόσιες εξήντα χιλιάδες κινήσεις τη μέρα. Ένας μήνας, ένα εκατομμύριο κι ογδόντα χιλιάδες κινήσεις. Βγάζουμε τις ογδόντα χιλιάδες για να το στρογγυλέψουμε-” μιλούσε με την αυτάρεσκη μεγαλοψυχία του φιλάνθρωπου – “βγάζουμε τις ογδόντα χιλιάδες, μας μένουν ένα εκατομμύριο κινήσεις το μήνα – άρα, δώδεκα εκατομμύρια κινήσεις το χρόνο. Στους αργαλειούς κάνω τις διπλάσιες κινήσεις. Αυτό σημαίνει εικοσιπέντε εκατομμύρια κινήσεις το χρόνο κι εγώ νιώθω σαν να κινούμαι έτσι σχεδόν ένα εκατομμύριο χρόνια. Αυτή τη βδομάδα, όμως, δεν κουνήθηκα καθόλου. Για ώρες ολόκληρες δεν έκανα ούτε μία κίνηση. Αλήθεια σου λέω, ήτανε τέλεια. Απλά καθόμουν εκεί, χωρίς να κάνω τίποτα. Πρώτη μου φορά ήμουν ευτυχισμένος. Ποτέ πριν δεν είχα χρόνο. Κουνιόμουν συνέχεια. Δεν μπορείς να είσαι ευτυχισμένος έτσι. Και δεν πρόκειται να το ξανακάνω. Απλά θα κάθομαι και θα ξανακάθομαι και θ’ αράζω και θα ξαναράζω και μετά θ’ αράζω ακόμα λίγο“.
-“Μα τί θ’ απογίνουν ο Γουίλ και τ’ άλλα παιδιά;” ρώτησε απελπισμένη.
-“Αυτό είναι, ‘ο Γουίλ και τα παιδιά“, επανέλαβε κείνος. Μα δεν υπήρχε πικρία στη φωνή του. Ήξερε εδώ και καιρό τις φιλοδοξίες της μητέρας του για τον νεαρότερο γιο, αλλά αυτή η σκέψη δεν τον πονούσε πια. Τίποτα δεν είχε σημασία πια. Ούτε καν αυτό. “Τα ξέρω, μάνα, τα σχέδιά σου για τον Γουίλ -να τον κρατήσεις στο σχολείο και να τον κάνεις λογιστή. Αλλά τώρα πια δεν έχει σημασία. Παραιτήθηκα, θα πρέπει να δουλέψει“.
-“Εγώ δεν σε μεγάλωσα έτσι“, είπε κλαίγοντας κι έκανε να κρύψει το πρόσωπο της στη ποδιά, αλλά άλλαξε γνώμη.
-“Εσύ δε με μεγάλωσες καθόλου“, απάντησε ο Τζώννυ θλιμμένα αλλά καλοσυνάτα. “Εγώ με μεγάλωσα, μάνα, και μεγάλωσα και τον Γουίλ. Είναι πιο μεγάλος από μένα, πιο βαρύς και πιο ψηλός. Θυμάμαι ότι όταν ήμουν εγώ παιδί, δεν έτρωγα καλά. Όταν, όμως, ήταν εκείνος παιδί, εγώ δούλευα και του ‘φερνα φαΐ. Αλλά αυτό πάει πια. Ο Γουίλ ας πάει να δουλέψει, όπως κι εγώ, ή ας πάει στο διάολο, δε με νοιάζει τι απ’ τα δύο! Κουράστηκα. Φεύγω τώρα. Δε θα μου πεις αντίο;”
Δεν απάντησε. Είχε πετάξει πάλι τη ποδιά στο κεφάλι της και πλάνταζε στο κλάμα. Ο Τζώννυ κοντοστάθηκε στην πόρτα.
-“Θαρρώ πως έκανα το καλύτερο που μπορούσα” είπε με αναφιλητά.
Βγήκε απ’ το σπίτι και κατηφόρισε στον δρόμο Μόλις αντίκρισε το μοναχικό δέντρο, απλώθηκε στο πρόσωπο του μια μελαγχολική ευδαιμονία. “Απλά θα κάθομαι και δεν θα κάνω τίποτα“, σιγοτραγούδησε ψιθυριστά στον εαυτό του Κοίταξε ανέμελα προς τον ουρανό, αλλά ο λαμπερός ήλιος τονε ζάλισε και τονε τύφλωσε.
Ήταν μακρύς ο δρόμος που ‘χε πάρει και δεν βιαζότανε. Πέρασε μπροστά απ’ το εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας. Το πνιχτό βουητό των αργαλειών έφτασε στ’ αυτιά του και χαμογελάσε. Ήταν ένα ευγενικό, ευχάριστο χαμόγελο. Δεν ένιωθε μίσος για κανέναν, ούτε καν για τις βροντερές, θορυβώδεις μηχανές. Δεν είχε κακία μέσα του, τίποτα παρά μια υπερβολική δίψα για ξεκούραση.
Όσο πλησίαζε στην εξοχή, τα σπίτια και τα εργοστάσια άρχισαν να αραιώνουνε κι οι ανοιχτές εκτάσεις να υπερτερούν. Επιτέλους, άφηνε πίσω του τη πόλη και κατηφόριζε ένα δρόμο στρωμένο με φύλλα, παράλληλο με τις γραμμές στενό θώρακα, γκροτέσκος κι ελεεινός.
Πέρασε μπροστά από έναν μικρό σιδηροδρομικό σταθμό και ξάπλωσε στο χορτάρι κάτω από ένα δέντρο. Έμεινε ξαπλωμένος εκεί όλο το απόγευμα. Πότε-πότε λαγοκοιμόταν, με τους μύες του να συσπώνται. Όταν ξυπνούσε, παρέμενε ξαπλωμένος κι ακίνητος, χάζευε τα πουλιά ή κοιτούσε ψηλά στον ουρανό ανάμεσα απ’ τα κλαδιά του δέντρου, που είχε αράξει. Μια-δυο φορές γέλασε δυνατά, αλλά χωρίς να σχετίζεται αυτό με κάτι που είδε ή ένιωσε.
Όταν το λυκόφως έσβησε, με το πρώτο σκοτάδι της νύχτας, ένα βρυχώμενο φορτηγό-τραίνο μπήκε στον σταθμό. Καθώς η ατμομηχανή άλλαζε βαγόνια στη βοηθητική γραμμή, ο Τζώννυ μπουσούλισε στα πλάγια του τραίνου. Άνοιξε τη πλαϊνή πόρτα ενός άδειου αποθηκευτικού βαγονιού και σκαρφάλωσε μέσα αδέξια και με δυσκολία. Έκλεισε τη πόρτα. Η μηχανή σφύριξε.
Ο Τζώννυ, ξαπλωμένος κατάχαμα, χαμογέλασε μες στο σκοτάδι…
Απ’ τη συλλογή διηγημάτων Όταν Ο Θεός Γελά
(τίτλος πρωτ.: When God Laughs 1911)
μτφρ.: Χριστιάνα Σμυρνιώτη
Εκδόσεις Φαρφουλάς Αθήνα, 2010