Το να κόψει κανείς το κάπνισμα,
είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο.
Εγώ προσωπικά, το ‘χω
κόψει πάνω από 100 φορές.

Βιογραφικό
Ο Σάμουελ Λάνγκχορν Κλέμενς (Samuel Langhorne Clemens), γνωστός κυρίως με το ψευδώνυμο Μαρκ Τουαίην, ήταν Αμερικανός συγγραφέας. Ανάμεσα στα πιο γνωστά βιβλία του είναι οι Περιπέτειες του Τομ Σώγιερ κι οι Περιπέτειες του Χάκλμπερι Φιν. Μέσα από τα κείμενα του καταδίκασε την aπανθρωπιά και τη αδικία και καταφέρθηκε εναντίον της δουλείας, της θρησκευτικής υποκρισίας, του ιμπεριαλιστικού πολέμου και δήλωνε υποστηρικτής των εργατικών συνδικάτων και των επαναστάσεων. Πολλά από αυτά τα κείμενα δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατό του, με πιο γνωστό το United States of Lyncherdom που ήταν άγρια επίθεση ενάντια στο ρατσισμό. Πολλοί τον αποκάλεσαν “αρχέτυπο του Homo Americanus“, αν κι ενσάρκωσε και πολλά χαρακτηριστικά που κάνανε μισητή την Αμερική στον κόσμο.
Γεννήθηκε 30 Νοέμβρη 1835 στο χωριό Φλόριντα της πολιτείας του Μιζούρι, ΗΠΑ, γιος του Τζον και της Τζέην Κλέμενς. Σε ηλικία 4 ετών, η οικογένειά του μετακόμισε στη παραποτάμια πόλη Χάνιμπαλ, αναζητώντας καλύτερες οικονομικές συνθήκες. Οι εντυπώσεις του από τη ζωή στον ποταμό Μισισσιππή οφείλονται στην ίδια την προσωπική του εμπειρία. Η πόλη που μεγάλωσε καθώς κι οι κάτοικοί της, αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για έν από τα δημοφιλέστερα έργα του, τις Περιπέτειες του Τομ Σώγιερ (1876). Αν κι η στοιχειώσης μόρφωσή του ήταν μικρή, ωστόσο μπόρεσε ν’ αντλήσει το υλικό που απαθανάτισε σε πολλά του έργα από τη ζωή της παιδικής του ηλικίας.
Ο Μαρκ στα 15 του
Ο πατέρας του πέθανε το 1847 αφήνοντας στην οικογένεια αρκετά οικονομικά χρέη, γεγονός που τον ανάγκασε να εγκαταλείψει το σχολείο και να εργαστεί. Ο μεγαλύτερος αδελφός του Οράιον, ξεκίνησε το 1850 να εκδίδει την εφημερίδα Hannibal Journal, όπου κι ο Τουαίην δημοσίευε κατά διαστήματα κείμενά του. Παράλληλα πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στις ανατολικές και στις δυτικές πολιτείες των Η.Π.Α., εργαζόμενος ως τυπογράφος. Έπειτα από 10 χρόνια, ενώ ταξίδευε για δουλειές στη Νέα Ορλεάνη, αποφάσισε ξαφνικά να γίνει οδηγός ποταμόπλοιου, επάγγελμα που ο ίδιος αναγνώρισε πως του πρόσφερε σημαντικές εμπειρίες, ενώ ήρθε σε επαφή με πολλούς διαφορετικούς χαρακτήρες. Ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος σε συνδυασμό με την εμφάνιση των σιδηροδρόμων, είχε ως αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί το εμπόριο μέσω ποταμόπλοιων, γεγονός που τον ανάγκασε ν’ αναζητήσει νέα επαγγελματική διέξοδο.
Ο Τουαίην απέφυγε την ανάμιξη του στον εμφύλιο και γύρισε πίσω με σκοπό να συνεργασθεί και πάλι με τον αδελφό του, αναλαμβάνοντας το ρόλο ιδιαίτερου γραμματέα του, που είχε διοριστεί γραμματέας του κυβερνήτη της Νεβάδα. Οι εμπειρίες τους στην αμερικανική Δύση, αποτέλεσαν τη βάση για το 2ο βιβλίο του, Roughing It (1872). Καθώς η θέση του σαν ιδιαίτερος γραμματέας δεν ήτανε θεσμοθετημένη και κατά συνέπεια δεν μπορούσε να αμοίβεται, το επόμενο διάστημα εργάστηκε ως ανθρακωρύχος χωρίς να σημειώσει ωστόσο ιδιαίτερη επιτυχία. Αργότερα ο ιδιοκτήτης της εφημερίδας Territorial Enterprise της Βιρτζίνια, του ανέθεσε την έκδοσή της. Σε κείμενό του, στις 3 Φλεβάρη 1863 χρησιμοποίησε 1η φορά το ψευδώνυμο Μαρκ Τουαίην (Mark Twain).
Μαρκ Τουαίην στις 7 Φλεβάρη 1871
Ελάχιστα γνωστό είναι το γεγονός ότι δεν είναι ο 1ος, αλλά μάλλον ο 2ος που χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο “Μαρκ Τουαίην”. Πριν απ’ αυτόν το είχε χρησιμοποιήσει ένας συγγραφέας από το Πικαγιούν της Νέας Ορλεάνης, ο Ησαΐας Σέλερς. “Μαρκ Τουαίην” είναι μία έκφραση βυθομετρητών που συνόδευαν πάντα τα ποταμόπλοια στα ταξίδια τους. Η φωνή τους ακουγόταν κάθε τόσο να λέει: “Μαρκάρισε μισό”, “μαρκάρισε ένα” κ.λπ. “Μαρκ Τουαίην” θα πει “μαρκάρισε δύο βάθη”.
Το 1864, μετακόμισε στο Σαν Φρανσίσκο, όπου εργάστηκε για αρκετές τοπικές εφημερίδες. Τον επόμενο χρόνο σημείωσε τη 1η του λογοτεχνική επιτυχία ολοκληρώνοντας ένα σατιρικό σύντομο διήγημα στα πλαίσια μιας συλλογής κειμένων του Artemus Ward. Ο Τουαίην υπέβαλε το έργο του καθυστερημένα και τελικά δεν αποτέλεσε μέρος της συλλογής, ωστόσο ο εκδότης φρόντισε να δημοσιευτεί το κείμενο στην εφημερίδα Saturday Press. Το διήγημα, με τον πρωτότυπο τίτλο Jim Smiley and his Jumping Frog, γνωστό σήμερα ως The Celebrated Jumping Frog of Calaveras County, είχε σημαντική απήχηση και στη συνέχεια ανατυπώθηκε και μεταφράστηκε. Ο εκδότης της Atlantic Monthly, James Russell Lowell, περιέγραψε το έργο του σαν “το καλλίτερο δείγμα χιουμουριστικής λογοτεχνίας στη Αμερική“.
Την Άνοιξη του 1866, ως απεσταλμένος της εφημερίδας Sacramento Union, ταξίδεψε στις νήσους Σάντουιτς (σημερινή Χαβάη) προκειμένου να γράψει μια σειρά από ταξιδιωτικά άρθρα. Με την επιστροφή του στο Σαν Φραντσίσκο, μετά από προτροπή του εκδότη John McComb (της εφημερίδας Alta California) αλλά και ωθούμενος από την απήχηση των κειμένων του, ο Τουαίην αποφάσισε να παραχωρήσει μία σειρά διαλέξεων, που τον καταξίωσαν ως ικανό ομιλητή. Το 1867, ο Τουαίην έπεισε τον McComb να χρηματοδοτήσει 2ο ταξίδι του, αυτή τη φορά στην Ευρώπη και τη Μ. Ανατολή. Τα ταξιδιωτικά κείμενα του, δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Alta California με μεγάλη απήχηση, ενώ αποτέλεσαν επιπλέον την βάση για το 1ο βιβλίο του, The Innocents Abroad, δημοσιευμένο το 1869 και που του πρόσφερε σημαντική αναγνώριση από το κοινό.
Στις 14 Αυγούστου 1867 το ατμόπλοιο Κουάκερ αγκυροβόλησε στο λιμάνι του Πειραιά. Οι επιβάτες, μεταξύ άλλων κι αυτός βλέπανε τον Παρθενώνα από το πλοίο κι ήταν όλοι ανυπόμονοι να βγούνε στη στεριά. Όμως, οι ελληνικές αρχές τούς ενημέρωσαν πως, επειδή έρχονταν από λιμάνι της Ανατολής, έπρεπε πρώτα να μπουν σε καραντίνα για 11 ημέρες, αλλιώς έπρεπε να αποπλεύσουν. Εκείνη τη νύχτα ο Μαρκ Τουαίην μαζί με άλλους τρεις επιβάτες βγήκανε κρυφά στην ακτή, παραβιάζοντας τους νόμους της καραντίνας, με σκοπό να επισκεφθούν την Ακρόπολη. Την περιπέτειά του αυτή στην Αθήνα, τη περιέγραψε με απίστευτη αθωότητα στο The Innocents Abroad. Η μετάφραση του συγκεκριμένου αποσπάσματος εμπεριέχεται στο ιστορικό μυθιστόρημα Το Νησί Πέρα από Ακτή που το θέμα του αφορά αυθεντικές μαρτυρίες, ιστορίες περιηγητών του 19ου αι., όπως ήταν κι ο Τουαίην, στην Αθήνα, τον Πειραιά και τα ελληνικά νησιά.
Μαρκ Τουαίην & Χένρυ Χάτλστον Ρότζερς 1908
Το μυθιστόρημα Χάκλμπερυ (Χακ) Φιν εκδόθηκε 1η φορά στη Βρεττανία το Δεκέμβρη του 1884 και στις ΗΠΑ το επόμενο έτος. Περιγράφει τις περιπέτειες ενός λευκού έφηβου (Χακ Φιν) κατώτερης κοινωνικής τάξης, που φεύγει από το σπίτι του για να απαλλαγεί από τον μέθυσο και βίαιο πατέρα του, παρέα με έναν δραπέτη δούλο, τον Τζιμ. Ο Τουαίην στο μυθιστόρημα χρησιμοποιεί τη λαϊκή γλώσσα της εποχής του και, μεταξύ άλλων, επαναλαμβάνει πάνω από 200 φορές τη λέξη “νέγρος” (nigger). Το έργο ήδη από το 1885 δέχτηκε αρνητική κριτική από τους λευκούς λόγω της χυδαίας γλώσσας και της ανηθικότητάς του, οπότε χαρακτηρίστηκε έως και “αληθινό σκουπίδι”, και εξαιρέθηκε από κάποιες δημόσιες βιβλιοθήκες. Εν τούτοις, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ το έχει χαρακτηρίσει ως τη βάση όλης της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας. Στις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα το έργο δέχτηκε νέα κριτική ως ρατσιστικό, και απαγορεύθηκε σε ορισμένα σχολεία των ΗΠΑ, όπου προηγουμένως εχρησιμοποιείτο ως βοηθητικό βιβλίο. Σε νεώτερες αγγλόφωνες εκδόσεις του μυθιστορήματος έχει αντικατασταθεί η λέξη “νέγρος” με το “σκλάβος” και έχει παραληφθεί η λέξη “injun”, που αναφερόταν στους ιθαγενείς της Αμερικής. Η απαγόρευση του βιβλίου σε σχολείο της Φιλαδέλφεια “από έναν πολιτικά ορθό όχλο” κρίθηκε αρνητικά, και χαρακτηρίστηκε “λογοκρισία” από εκπρόσωπο του Γραφείου Πνευματικής Ελευθερίας της Αμερικανικής Ένωσης Βιβλιοθηκών.
Την ίδια χρονιά, γνώρισε την Ολίβια (Λίβυ) Λάγκντον και τη νυμφεύτηκε στις 2 Φλεβάρη 1870 κι εγκαταστάθηκαν μαζί, για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, στο Μπάφαλο της Νέας Υόρκης. Εκεί, ανέλαβε καθήκοντα εκδότη και συγγραφέα για τη τοπική εφημερίδα Buffalo Express. Μετά την γέννηση του γιου τους, Λάνγκντον, στις 7 Νοεμβρίου του 1871, εγκαταστάθηκαν στο Χάρτφορντ του Κονέκτικατ. Στις 19 Μαρτίου του 1872, γεννήθηκε η 1η τους κόρη, Ολίβια Σούζαν, ενώ τον Ιούνιο του ίδιου έτους ο Λάνγκντον πέθανε έχοντας προσβληθεί από διφθέρια. Απέκτησαν μαζί άλλες 2 κόρες, τη Κλάρα (1874) και την Τζέην Λάμπτον (1880). Στο διάστημα αυτό, έδωσε αρκετές διαλέξεις, στις ΗΠΑ και στην Αγγλία, που την επισκέφτηκε 1η φορά.
Μέχρι το 1891, έζησε στο Χάρτφορντ, όπου ολοκλήρωσε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, μεταξύ των οποίων Οι περιπέτειες του Τομ Σώγιερ (1876), Ο Πρίγκιπας και ο Φτωχός (1881) και Ένας Γιάνκης του Κονέκτικατ στην αυλή του βασιλιά Αρθούρου (1889). Οι περιπέτειες του Χάκλμπερι Φιν -κατά πολλούς το πιο γνωστό βιβλίο του- δημοσιεύτηκε το 1885 κι ήταν από τα 1α βιβλία που εκδόθηκαν από τον εκδοτικό οίκο του ίδιου του Τουαίην, The Charles L. Webster Company, για τη διεύθυνση του οποίου ανέλαβε καθήκοντα ο ανηψιός του, Charles Webster.
Αν και τα έργα του είχαν μεγάλη απήχηση, γεγονός που του εξασφάλιζε σημαντικά οικονομικά κέρδη, ο Τουαίην προέβη σε πολλές άστοχες επενδύσεις των χρημάτων του, γεγονός που τον οδήγησε τελικά στα όρια της χρεωκοπίας. Σε μία προσπάθεια του να εξοικονομήσει χρήματα, ώστε να καλύψει τα οικονομικά του χρέη, εγκαταστάθηκε το 1891 οικογενειακώς στην Ευρώπη πραγματοποιώντας αρκετά ταξίδια ανά τον κόσμο μέχρι το 1900. Το 1894, η εκδοτική του εταιρεία αναγκάστηκε να διακόψει τη λειτουργία της γεγονός που ώθησε τον Τουαίην να δώσει σειρά διαλέξεων σε διάφορες χώρες, προκειμένου και πάλι να εξοικονομήσει χρήματα. Καταλυτική για τη βελτίωση της οικονομικής του κατάστασης ήταν η στενή φιλία που ανέπτυξε με τον βιομήχανο Χένρυ Χάτλστον Ρότζερς, στέλεχος της πετρελαϊκής εταιρείας Standard Oil.
Ο Τουαίην επέστρεψε στην Αμερική το 1900. Κατά τον Ισπανο-Αμερικανικό πόλεμο του 1898, είχε ήδη υϊοθετήσει σκληρή στάση απέναντι στην αμερικανική κυβέρνηση, πολιτική στάση που διατήρησε και μετά την επιστροφή στην πατρίδα του, ως αντιπρόεδρος της Αμερικανικής Αντι-Ιμπεριαλιστικής Ένωσης (American Anti-Imperialist League). Οι πολιτικές του απόψεις του είχαν ως αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί από ορισμένους ως προδότης, αλλά και τη μη δημοσίευση ορισμένων κειμένων του σε περιοδικά της εποχής, εξαιτίας του φόβου πολλών εκδοτών για πιθανή δυσφήμιση. Το 1903, έχοντας ζήσει στην Νέα Υόρκη 3 χρόνια, η σύζυγός του αρρώστησε κι εγκαταστάθηκαν στη Φλωρεντία της Ιταλίας, όπου η Ολίβια Λάγκντον πέθανε ένα χρόνο μετά. Μετά το θάνατό της, ο Τουαίην επέστρεψε στη Νέα Υόρκη. Πέθανε στο Ρέντινγκ του Κονέκτικατ στις 21 Απρίλη 1910, σε ηλικία 74 ετών.
Ο Μαρκ Τουαίην ήταν αριστοτέχνης χιουμορίστας. Η ζωή του δείχνει τον άνθρωπο, τον γεμάτο ανήσυχη ευθυμία, διαυγή οξυδέρκεια και δυνατή λογική. Τα έργα του, από τη φιλολογική άποψη έχουν γονιμότητα, ευρείς ορίζοντες κι αριστοτεχνικό χειρισμό πολλών ζητημάτων και θεμάτων.
Η τύχη και ο πλούτος ευνόησαν απλόχερα τον μεγάλο συγγραφέα που, παρόλο που γελούσε αληθινά στη ζωή, ήταν στο βάθος ένας πικρός σαρκαστής. Και το μυστικό του αυτό το πήρε μαζί του όταν πέθανε.
Ο αστεροειδής 2362 Μαρκ Τουαίην (2362 Mark Twain) πήρε τ’ όνομά του από τον συγγραφέα.
_____________________
Παιδί του Μισισσιπή, μεγαλωμένος πλάι στο ποτάμι και ταξιδεμένος με τα ποταμόπλοια, μ’ ένα φιλολογικό ψευδώνυμο δανεισμένο από τη ναυτική ορολογία, αλλά ταυτόχρονα υπαινικτικά αναφερόμενο στη διδυμία, στη συνύπαρξη δύο εαυτών στο ίδιο σώμα, ο Σάμιουελ Λάνγχορν Κλέμενς, άλλως Μαρκ Τουαίην, γεννήθηκε στις 30 Νοεμβρίου 1835 -τη μέρα που ο κομήτης του Χάλεϊ εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον ουρανό- στη Φλόριντα του Μιζούρι.
Πέθανε στις 21 Απρίλη 1910 -μία μέρα αφότου ο κομήτης ξαναφάνηκε στον αμερικανικό ουρανό. Πάντοτε έλεγε ότι είχε έρθει με τον κομήτη και θα έφευγε μαζί του- η προφητεία του πραγματοποιήθηκε στο ακέραιο. Στο μεσοδιάστημα δούλεψε στα ατμόπλοια, έμαθε τη τέχνη της τυπογραφίας, εργάστηκε ως αρθρογράφος στις εφημερίδες του τόπου του και ποτέ δεν εγκατέλειψε τη δημοσιογραφική πέννα. Ρήτορας από τους λίγους, συνδύαζε την εξυπνάδα με το χιούμορ και καθήλωνε το κοινό με τον αστραφτερό λόγο του. Όσο για τη λογοτεχνία του, αυτή αποτέλεσε τομή στα αμερικανικά γράμματα.
Το έργο που τον καθιέρωσε ως γοητευτικό αφηγητή και μεγάλο χιουμορίστα ήταν μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο Ο ονομαστός άλτης βάτραχος της κομητείας Καλαβέρας (1867), διάσημο όμως τον έκαναν οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις του από την Ευρώπη. Το βιβλίο του The innocents abroad, or the New Pilgrims’s progress (Οι αδαείς εις την ξένην, ή Το νέο προσκύνημα, 1869) ήταν μια ευφυέστατη παρωδία της ιδιαίτερα δημοφιλούς στα μέσα του 19ου αι. συναισθηματικής ταξιδιωτικής λογοτεχνίας. Ο Μαρκ Τουαίην θα κατακτούσε μετά τους μεγάλους και τη καρδιά των παιδιών.
Πατέρας του Τομ Σόγερ (1876) και του Χόκλμπερι Φιν (1884), θα μιλήσει μ’ εξαιρετική επιτυχία στα παιδιά, επιχειρώντας όμως ταυτόχρονα, ιδιαίτερα μέσω του Φιν, του πικαρέσκου ήρωά του, ένα οξύ σχόλιο στη δουλοκτητική κοινωνία και τη παρακμή της. Όμως, παρ’ ότι θα καθιστούσε τη παιδική ηλικία προνομιακό χώρο των συγγραφικών του εξορμήσεων, δεν θα συνέχιζε ως το τέλος να τη βλέπει σαν έναν ανέφελο, ευτυχισμένο τόπο. Τα βιβλία του Χρυσή εποχή (1873), Πρίγκηπας και φτωχός (1881), αφιερωμένο στις δύο κόρες του, Ένας γιάνκι από το Κονέκτικατ στην αυλή του βασιλιά Αρθούρου (1889), σάτιρα του παλιού κόσμου, της ιπποσύνης, της βασιλείας και του κλήρου, είναι πνευματώδη και χαριτωμένα, όσα όμως ακολουθούν τον θάνατο της 1ης του κόρης, περνούν από την ειρωνεία στη χλεύη κι από το χιούμορ στον σαρκασμό, αποκαλύπτοντας τη προϊούσα μισανθρωπία και τη βαθύτατη πικρία που γεννά στο σοφό γερο-Τουαίην η ανθρώπινη κατάσταση. Σημαντικότερα έργα αυτής της περιόδου, που θα σημαδευτεί από το θάνατο και της 2ης κόρης του και της συζύγου του Ολίβια Λάνγκτον, είναι Η τραγωδία του πεπονοκέφαλου Γουίλσον (1894), σφοδρή καταδίκη των κοινωνιών που ανέχονται τη δουλεία, Ο μυστηριώδης ξένος (1898), ένα ελεγείο στη παιδική αθωότητα, Ο άνθρωπος που διέφθειρε το Χάιντελμπεργκ (1900), καταγγελία της υποκρισίας των μικρών αμερικανικών κωμοπόλεων.
Μάστορας των τεχνικών της υπερβολής, της ασέβειας και της ολύμπιας αταραξίας, υπήρξε μεγάλος χιουμορίστας, ένας κυνικός, που οι αφορισμοί του έμειναν στην ιστορία. Αλιεύοντας μία από τις πιο χαρακτηριστικές αποστροφές του, όπου σε λίγες γραμμές περιγράφεται η διαφορά μεταξύ χιουμοριστικής και κωμικής ιστορίας, δίνω, νομίζω, το στίγμα της αντίληψης του, για τη λειτουργία και τον τρόπο άσκησης του χιούμορ: “Η χιουμοριστική ιστορία λέγεται με σοβαρότητα. Ο αφηγητής κάνει ό,τι είναι δυνατόν προκειμένου να συγκαλύψει το γεγονός ότι μπορεί η ιστορία του να ‘χει κάτι το αστείο. Ο αφηγητής μιας κωμικής ιστορίας όμως τη διηγείται όλο ζήλο κι απόλαυση κι είναι ο πρώτος που γελά μόλις τελειώσει. Και μερικές φορές, αν η ιστορία του έχει επιτυχία, είναι πια τόσο χαρούμενος κι ευτυχισμένος, που επαναλαμβάνει την “ατάκα”. Είναι ένα θέαμα τουλάχιστον οικτρό“. Οι αναγνώστες που δεν μπερδεύουν το χιούμορ με το χοντρό καλαμπούρι θα προσυπέγραφαν ενθουσιωδώς.
Μαζί με τους αφορισμούς του, πάντως, ο Μαρκ Τουαίην μάς άφησε τους αξεπέραστους ήρωές του κι έναν εξόχως οξυδερκή και παρατηρητικό τρόπο προσέγγισης της κοινωνικής σκηνής. Όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί ο Μάλκολμ Μπράντμπερι, ήταν εκείνος που ολοκληρώνοντας το ταξίδι από τη μεθόριο στην εκβιομηχάνιση, από το δημοσιογραφικό χιούμορ στη σοβαρή αφήγηση, από το γέλιο στο σκοτάδι και τη σάτιρα, από τη διεθνή φήμη στην οικονομική κατάρρευση και στη συνέχεια στην αντοχή, από τον αναρχικό οπτιμισμό στην ηθική απαισιοδοξία, έδωσε στο παρελθόν πολλές από τις σύγχρονες αποχρώσεις του και στον τόπο του τη ξεχωριστή φωνή του.
Κατερίνα Σχινά
__________________
Η τελευταία 10ετία του 19ου αι. τονε βρήκε οικονομικά χρεωκοπημένο, εξαιτίας άστοχων επενδύσεων, κάτι που τον ανάγκασε να περιοδεύει δίνοντας διαλέξεις σε πολλά μέρη του κόσμου, ενώ παράλληλα συνέχισε και τη συγγραφή. Σε αυτήν την περίοδο συγκαταλέγεται και το διήγημά του, Ενός εκατομμυρίου λιρών χαρτονόμισμα, (ελλ. έκδοση μτφρ. Παπαδιαμάντη) την ίδια χρονιά της αγγλικής έκδοσής της Το καινοτόμο περιοδικό του Βλάση Γαβριηλίδη, που είχε διάρκεια ζωής μόνο 2 έτη, από το 1892-3, μετακένωσε στους αναγνώστες του όλες τις πρωτοποριακές ιδεολογίες της εποχής. Σε αυτό δημοσιεύονται συχνότερα μεταφράσεις και μάλιστα όχι τόσο αφηγηματικών όσο επιστημονικών κειμένων, και λιγότερο συχνά πρωτότυπο έργο.), που εμπεριέχεται σε ομώνυμη συλλογή διηγημάτων του. που εκδόθηκε στη διάρκεια της παραμονής του στην Αγγλία.
Εδώ, δημιουργεί ένα φανταστικό κόσμο, μέσα στον οποίο είναι δυνατό η αγάπη και η τιμιότητα να συμπορεύονται με τα χρήματα. Υιοθετώντας απίθανες σκηνές, όπως η αναπάντεχη μεταφορά του κεντρικού ήρωα του διηγήματος, Ένρυ, από την Αμερική στην Αγγλία κι η ξαφνική αλλαγή στον τρόπο ζωής του, αφού από εργάτης γίνεται ένας πάμπλουτος νέος με διασυνδέσεις με την αριστοκρατία της Αγγλίας, δημιουργεί ένα ονειρικό περιβάλλον, στο οποίο από την αρχή μπορεί να συμμετέχει ο αναγνώστης. Η συλλογή δε πέρασε απαρατήρητη στην Αγγλία, μολονότι δεν απέσπασε μόνο καλές κριτικές. Η Ακρόπολις διαφημίζει το περιοδικό, κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στο μεταφρασμένο διήγημα του. Στη μετάφραση του Παπαδιαμάντη προστίθεται υπότιτλος Ιστορία ενός έθνους αγρίων, καθώς επίσης κι εισαγωγική παράγραφος.
_________________________
* Δεν άφησα ποτέ τη σχολική διδασκαλία να αναμειχθεί με την εκπαίδευση μου.
* Η ιστορία δε θα σταματήσει να επαναλαμβάνεται, γιατί η φύση του ανθρώπου δεν μπορεί να εμποδίσει την επανάληψη.
* Κουράγιο δεν είναι η έλλειψη φόβου. Είναι να δρας σε πείσμα του (φόβου).
* Κλασσικό είναι ένα βιβλίο που όλοι υμνούν, αλλά κανείς δεν το έχει διαβάσει.
* Το να κόψει κανείς το κάπνισμα, είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Εγώ προσωπικά, το έχω κόψει πάνω από 100 φορές.
* Το γεγονός πως ο άνθρωπος γνωρίζει το καλό και το κακό, αποδεικνύει την ανωτερότητα της σκέψης του σε σχέση με τα ζώα. Το γεγονός πως παρ’ όλ’ αυτά, κάνει το κακό, αποδεικνύει την ηθική κατωτερότητα σε σχέση με τα ζώα.
* Ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που τρώει χωρίς να πεινά, πίνει χωρίς να διψά και μιλά χωρίς να έχει τίποτα να πει.
* Είκοσι χρόνια από τώρα θα είσαι πιο απογοητευμένος για τα πράγματα που δεν έκανες παρά για τα πράγματα που έκανες. Γι’ αυτό, λύσε τους κάβους. Σαλπάρισε μακριά από το σίγουρο λιμάνι. Εξερεύνησε, ονειρέψου, ανακάλυψε.
* Οι δυο πιο σημαντικές μέρες στη ζωή σου είναι η μέρα που γεννιέσαι και η μέρα που ανακαλύπτεις γιατί.
* Καλοί τρόποι είναι η συμφιλίωση της μεγάλης ιδέας που έχουμε για τον εαυτό μας με τη μικρή ιδέα που έχουμε για τους άλλους.
* Απόφευγε ανθρώπους που προσπαθούν να μειώσουν τις φιλοδοξίες σου. Οι μικροπρεπείς άνθρωποι πάντα το κάνουν αυτό. Αλλά οι πραγματικά μεγάλοι, σε κάνουν να αισθανθείς ότι κι εσύ μπορείς να γίνεις μεγάλος.
* Όποτε βρεθείς με τη πλευρά της πλειοψηφίας, είναι η στιγμή που πρέπει να σταθείς και να συλλογιστείς.
* Ο παράδεισος βρίσκεται εκεί που είναι η Εύα.

* Η πεποίθηση ότι οι θρησκείες των αλλόδοξων είναι ψεύτικες, με κάνει να υποψιάζομαι ότι ίσως κι η δική μου θρησκεία να είναι ψεύτικη.
* Να πας στον Παράδεισο για το κλίμα και στη Κόλαση για τη παρέα.
* Οι ρυτίδες θα έπρεπε απλώς να υποδεικνύουν από πού έχουν περάσει χαμόγελα.
* Η πραγματική πηγή του χιούμορ δεν είναι η χαρά, αλλά η λύπη. Δεν υπάρχει χιούμορ στον Παράδεισο.
* Οι ευτυχισμένοι πρέπει να ξέρουν πως όσο πιο γεμάτο είναι ένα ποτήρι, τόσο πιο εύκολα χύνεται.
* Πίστη στη πατρίδα, πάντα. Πίστη στη κυβέρνηση, όταν το αξίζει.
* Τράπεζα είναι το μέρος που σου δανείζουν χρήματα, αν μπορείς ν’ αποδείξεις ότι δεν τα έχεις ανάγκη.
* Ο Αδάμ ήταν άνθρωπος: δεν θέλησε το μήλο για το μήλο, το θέλησε επειδή ήταν απαγορευμένο.
* Ο καλύτερος τρόπος να δίνεις κουράγιο στον εαυτό σου είναι να δίνεις κουράγιο στους άλλους.
* Στη ζωή μου έχω περάσει από φρικτές καταστάσεις, μερικές από τις οποίες μάλιστα συνέβησαν και στην πραγματικότητα.
* Δεν είναι τα εδάφια της βίβλου που δεν καταλαβαίνω, που με προβληματίζουν. Είναι τα κομμάτια που καταλαβαίνω.
* Είναι πιο εύκολο να εξαπατήσεις τους ανθρώπους παρά να τους πείσεις ότι έχουν εξαπατηθεί.
* Καλοί φίλοι, καλά βιβλία και μια αποκοιμισμένη συνείδηση. Αυτά είναι η ουσία μιας ευτυχισμένης ζωής.
* Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, κάνει όμως ομοιοκαταληξίες.
* Η κυβέρνηση είναι απλώς ένας υπηρέτης -ένας προσωρινός υπηρέτης. Δεν είναι στα καθήκοντά της να ορίζει τι είναι σωστό και τι είναι λάθος και να αποφασίζει ποιος είναι πατριώτης και ποιος δεν είναι. Η δουλειά της είναι να υπακούει σε εντολές, όχι να τις δίνει.
* Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν αντέχουν να κάτσουν στην εκκλησία ούτε για μια ώρα τη Κυριακή. Πώς υποτίθεται ότι θα μπορούσαν να ζήσουν σε κάτι πολύ παρόμοιο για μια αιωνιότητα;
* Βαθιά μέσα του, κανένας άνθρωπος δεν είναι δυνατόν να έχει σε μεγάλη υπόληψη τον εαυτό του.
* Ο άνθρωπος που έχει μια καινούργια ιδέα είναι ένας παράξενος μέχρι η ιδέα να πετύχει.

* Προσέξτε αυτήν τη φοβερή παροιμία: «Από παιδί κι από τρελλό μαθαίνεις την αλήθεια». Συμπέρασμα: Οι μεγάλοι και οι σοφοί άνθρωποι δεν τη λένε ποτέ.
* Μπορώ να διδάξω στον καθένα πώς να αποκτήσει αυτό που θέλει στη ζωή. Το πρόβλημα είναι ότι δεν βρίσκω κανέναν που να ξέρει τι θέλει.
* Όταν έχεις αμφιβολίες, πες την αλήθεια.
* Ο μόνος τρόπος να διατηρήσεις την υγεία σου είναι να τρως αυτά που δεν θέλεις, να πίνεις αυτά που δεν σου αρέσουν και να κάνεις αυτά που θα προτιμούσες να μην έκανες.
* Πολιτισμός είναι ο ασταμάτητος πολλαπλασιασμός μη αναγκαίων αναγκών.
* Ο θόρυβος δεν αποδεικνύει τίποτα. Συχνά, η κότα που έκανε απλά ένα αυγό κακαρίζει λες κι έχει γεννήσει έναν αστεροειδή.
* Ο καλύτερος τρόπος για να φτιάξει το κέφι σου είναι να προσπαθήσεις να φτιάξεις το κέφι κάποιου άλλου.
* Μια γάτα που κάθισε πάνω σε μια ζεστή σόμπα, δεν πρόκειται να καθίσει σε μια ζεστή σόμπα ξανά, αλλά δεν θα ξανακαθίσει ούτε πάνω σε μια κρύα σόμπα.
* Ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που κοκκινίζει· ή που θα έπρεπε να το κάνει.
* Όλες οι γενικεύσεις είναι λαθεμένες, της παρούσης συμπεριλαμβανομένης.
* Λίγα πράγματα συγκρίνονται με την ενόχληση που προξενεί το καλό παράδειγμα.
* Δεν μ’ αρέσει η δουλειά, ακόμα κι όταν την κάνει κάποιος άλλος.
* Αν λες πάντα την αλήθεια, δεν χρειάζεται να θυμάσαι τι είπες.
* Ποτέ μη μάθεις να κάνεις τίποτα. Αν δεν μάθεις, πάντα θα βρίσκεις κάποιον άλλο να το κάνει για σένα.
* Η μεγαλύτερη φάρσα που έκανε ο Θεός στην ανθρώπινη φυλή είναι η απαίτηση μια γυναίκα κι ένας άντρας να ζουν μαζί παντρεμμένοι.
* Ποτέ μην αναβάλλεις για αύριο αυτό που μπορείς να κάνεις μεθαύριο.
* Η σωστή δοσολογία των αφορισμών: μάξιμουμ νόημα, μίνιμουμ λέξεις.
* Δεν είμαι απ’ αυτούς που όταν εκφέρουν τη γνώμη τους περιορίζονται στα γεγονότα.
* Ποτέ μην είσαι υπερόπτης με τους ταπεινούς. Ποτέ μην είσαι ταπεινός με τους υπερόπτες.
* Δεν θα ήταν καλό να σκεφτόμασταν όλοι το ίδιο: Είναι ο ανταγωνισμός που κάνει το άλογο να τρέχει.
* Για να ζήσεις την απόλυτη ευτυχία, θα πρέπει να έχεις κάποιον για να τη μοιραστείς.

* Μου έχουν κάνει κομπλιμέντα πολλές φορές και πάντοτε με φέρνουν σε δύσκολη θέση, επειδή πάντα έχω την αίσθηση ότι δεν λένε αρκετά.
* Η ίδια η μελάνη που γράφεται η ιστορία είναι υγρή προκατάληψη.
* Ο φόβος για το θάνατο είναι επακόλουθο του φόβου για τη ζωή. Όποιος ζει μια γεμάτη ζωή, είναι έτοιμος να πεθάνει ανά πάσα στιγμή.
* Αγόρασε γη. Δεν βγάζουν πια άλλο απ’ αυτό το πράγμα.
* Δεν υπάρχει πιο θλιβερό θέαμα από νέο που ‘ναι απαισιόδοξος, εκτός από γέρο που ‘ναι αισιόδοξος.
* Έρωτας είναι η ακαταμάχητη επιθυμία να μας ερωτευθούν ακαταμάχητα.
* Μετά λύπης μου σας πληροφορώ ότι οι φήμες περί του θανάτου μου είναι κάπως υπερβολικές.
* Μη πείτε στη μητέρα μου ότι ασχολούμαι με τη πολιτική. Νομίζει πως είμαι πιανίστας σε μπουρδέλο.
* Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν τον κόσμο κυβερνούν κάποιοι έξυπνοι που μας δουλεύουν ή κάποιοι ηλίθιοι που μιλάνε σοβαρά.
* Δεν είμαι ένας Αμερικανός, εγώ είμαι ο Αμερικανός.
* Ο θυμός είναι ένα οξύ που μπορεί να κάνει περισσότερο κακό στο σκεύος στο οποίο αποθηκεύεται παρά σ’ αυτό στο οποίο χύνεται.
* Είναι καλύτερο να σιωπήσεις και να αφήσεις τους άλλους να σκεφτούν ότι είσαι ανόητος, παρά να ανοίξεις το στόμα σου αποδεικνύοντας το.
* Ένα πρόσωπο που δεν διαβάζει δεν έχει πλεονέκτημα σε σχέση με κάποιον που δεν ξέρει να διαβάζει.
* Ένας άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ποτέ ευχαριστημένος, αν ο ίδιος δεν είναι ευχαριστημένος με τον εαυτό του.
* Να κάνεις αυτό που φοβάσαι περισσότερο κι ο θάνατος του φόβου είναι βέβαιος.
* Ένας στρόγγυλος άνθρωπος δεν μπορεί να περιμένεις να χωρέσει σε μια τετράγωνη τρύπα αμέσως. Πρέπει να του δοθεί χρόνος για να τροποποιήσει το σχήμα του.
* Μπορείς αν θέλεις να είσαι απρόσεκτος στο ντύσιμο σου αλλά κράτησε τη ψυχή σου καλοντυμένη.
* Ήμουν ικανοποιημένος όταν απάντησα αμέσως. Είπα ότι δεν ήξερα την απάντηση.
* Χιλιάδες ιδιοφυΐες ζουν και πεθαίνουν άγνωστοι – είτε από τους ίδιους είτε από άλλους.
* Όλοι λένε: “Πόσο σκληρό είναι να πεθάνουμε”. Παράξενο παράπονο, που βγαίνει απ’ το στόμα αυτών που έζησαν.
* Καλοί τρόποι είναι η συμφιλίωση της μεγάλης ιδέας που έχουμε για τον εαυτό μας με τη μικρή ιδέα που έχουμε για τους άλλους.
* Η πραγματική πηγή του χιούμορ δεν είναι η χαρά, αλλά η λύπη. Δεν υπάρχει χιούμορ στον Παράδεισο.
* Μες στο χιούμορ βρίσκει κανείς τον αστεϊσμό ενός ανθρώπου που είναι σπάνια ευδιάθετος και ποτέ ευτυχισμένος.
* Τα ρούχα κάνουν τον άνθρωπο. Οι γυμνοί άνθρωποι έχουν μικρή ή μηδαμινή επιρροή στην κοινωνία.
* Καλοί τρόποι είναι η συμφιλίωση της μεγάλης ιδέας που έχουμε για τον εαυτό μας με τη μικρή ιδέα που έχουμε για τους άλλους.
* Ας υποθέσουμε ότι είσαι ηλίθιος. Κι ας υποθέσουμε ότι είσαι μέλος του Κογκρέσου. Αλλά επαναλαμβάνομαι.
* Καλό είναι να διαβάζουμε τη πρόγνωση του καιρού πριν προσευχηθούμε για βροχή.
* Το κρεβάτι είναι το πιο επικίνδυνο μέρος. Το 90% των ανθρώπων πεθαίνουν εκεί.
* Απόφευγε ανθρώπους που προσπαθούν να μειώσουν τις φιλοδοξίες σου. Οι μικροπρεπείς άνθρωποι πάντα το κάνουν αυτό. Αλλά οι πραγματικά μεγάλοι, σε κάνουν να αισθανθείς ότι κι εσύ μπορείς να γίνεις μεγάλος.
* Υπάρχουν διάφορα καλά προστατευτικά μέσα εναντίον των πειρασμών, αλλά το καλύτερο απ’ όλα είναι η δειλία.
* Όταν είσαι θυμωμένος, μέτρα μέχρι το τέσσερα. Όταν είσαι πολύ θυμωμένος, βρίσε.
* Όταν κάποιος σου προκαλεί θυμό, να το ξέρεις, είναι δυνατότερός σου.
* Στο Παρίσι με κοιτάνε με απορία όταν τους μιλάω Γαλλικά. Δεν μπόρεσα ποτέ να κάνω αυτούς τους ηλίθιους να καταλάβουν την ίδια τους τη γλώσσα!
* Η βασική διαφορά μεταξύ μιας γάτας και ενός ψέμματος είναι ότι η γάτα έχει μόνο εννιά ζωές..
* Όλοι μιλούν για τον καιρό, αλλά κανένας δεν κάνει τίποτα γι’ αυτό.
Βίντεο του Τόμας Έντισον, που δείχνει τον Μαρκ Τουαίην
===================
Η τελευταία 10ετία του 19ου αι. τον βρήκε οικονομικά χρεωκοπημένο, εξαιτίας άστοχων επενδύσεων, κάτι που τον ανάγκασε να περιοδεύει δίνοντας διαλέξεις σε πολλά μέρη του κόσμου, ενώ παράλληλα συνέχισε και τη συγγραφή. Το έγραψε το 1872 και περιλαμβάνεται στη συλλογή Roughin it. Εγώ το πήρα από τη δίτομη έκδοση Μαρκ Τουαίην: -Διηγήματα Α’+Β’ που είναι επιλογή από τα Άπαντά του, σε μετάφραση της Ρένας Χατχούτ.
Τη δίτομη έκδοση των Γραμμάτων, που έχει εξαντληθεί πια και δεν έχει ξανακυκλοφορήσει, την είχα αγαπήσει πολύ τότε που βγήκε, το 1979 -υπάρχει ακόμα γραμμένη με μολύβι η τιμή, 140 δρχ. ο τόμος. Το διήγημα έχει πολλά αμερικάνικα κύρια ονόματα, που έχουν μεταγραφεί με τις συμβάσεις της εποχής, δηλαδή χωρίς απλογράφηση, π.χ. Τζέηκοπς αντί Τζέικοπς που θα λέγαμε σήμερα. Τα άφησα όπως ήταν, μάλλον από φυγοπονία. Άφησα και το Ιλλινόις διότι έτσι το λέγαμε τότε, να μορφωθούμε και να μάθουμε ότι το λένε Ιλινόι.
Η Ιστορία Με Το Κριάρι
Εκείνο τον καιρό τα παιδιά μου ‘λεγαν πότε πότε ότι έπρεπε να παρακαλέσω κάποιον Τζιμ Μακ Μπλέην να μου διηγηθεί τη συναρπαστική ιστορία με το κριάρι του παππού του -αλλά πάντα πρόσθεταν ότι δεν έπρεπε ν’ αναφέρω το θέμα αν ο Τζιμ δεν ήταν μεθυσμένος εκείνη την ώρα -όχι πολύ δηλαδή, απλώς όσο χρειάζεται για να ‘ρθει στο κέφι και να νιώθει άνετα. Μου το ‘λεγαν συνέχεια, μέχρι που άρχισε να με τρώει η περιέργεια. Έγινα η σκιά του Μπλέην. Αλλά μάταια, γιατί τα παιδιά όλο και κάποια αντίρρηση είχαν για την κατάστασή του. Συχνά μέθαγε αρκετά, ποτέ όμως ικανοποιητικά. Ποτέ δεν είχα ξαναπαρακολουθήσει άνθρωπο με τόσο αμείωτο ενδιαφέρον, με τέτοια ανήσυχη αγωνία. Ποτέ δεν είχα λαχταρήσει τόσο να δω έναν άνθρωπο να γίνεται σκνίπα.
Επιτέλους, ένα βράδι, έτρεξα βιαστικά στην καλύβα του, γιατί είχα μάθει ότι αυτή τη φορά η κατάστασή του ήταν τέτοια, που ακόμα κι οι πιο σχολαστικοί την έβρισκαν άψογη -ήταν ήρεμα, γαλήνια, συμμετρικά μεθυσμένος- ούτε ένας λόξιγκας δεν έσπαγε τη φωνή του, ούτε ένα σύννεφο στο μυαλό του δε σκοτείνιαζε τη μνήμη του. Μπαίνοντας τον είδα να κάθεται πάνω σ’ ένα άδειο βαρέλι από μπαρούτι, μ’ ένα πήλινο τσιμπούκι στο ένα χέρι και το άλλο σηκωμένο για να επιβάλει την ησυχία. Το πρόσωπό του ήταν κόκκινο, ολοστρόγγυλο και πολύ σοβαρό. Ο λαιμός του ήταν γυμνός και τα μαλλιά του ανάκατα. Στην εμφάνιση και την αμφίεση ήταν ένας αντιπροσωπευτικός τύπος χρυσοθήρα τής εποχής. Πάνω στο τραπέζι ήταν στημένο ένα κερί και στο θαμπό του φως ξεχώρισα «τα παιδιά» καθισμένα εδώ κι εκεί σε ράντζα, κιβώτια, βαρέλια από μπαρούτι κλπ.
«Σσσ!» είπαν. «Μη μιλάτε, αρχίζει».
Βρήκα αμέσως κάθισμα κι ο Μπλέην είπε:
«Δε φαντάζομαι να ξανάρθουν ποτέ κείνες οι μέρες. Εγώ πάντως τέτοιο βαρβάτο κριάρι δεν έχω ξαναδεί. Ο παππούς το ‘φερε απ’ το Ιλινόις -τ’ αγόρασε από κάποιον Γέητς -Μπίλ Γέητς- μπορεί και να τον έχετε ακουστά. Ο πατέρας του ήταν ψάλτης -Βαπτιστής- κι ήταν και κομπιναδόρος, μεγάλη μάρκα. Έπρεπε να σηκωθείς πολύ νωρίς για να τον πιάσεις στον υπνο το γέρο Γέητς. Εκείνος ήταν που ‘βαλε τους Γκρην να διπλαρώσουν τον παππούλη μου όταν ξεκίνησε για δυτικά. Ο Σεθ Γκρην ήταν ο καλύτερος του χωριού. Παντρεύτηκε μια Γουίλκερσον -τη Σάρα Γουίλκερσον- καλόβολο πλάσμα ήταν, και το καμάρι του Στόνταρντ, έτσι λέγαν όσοι την ξέρανε. Έπαιρνε το σακί με το αλεύρι κι έκανε μια και το φόρτωνε στον ώμο σα να ‘ταν πούπουλο. Κι ήτανε και χρυσοχέρα! Κι ανεξάρτητη! Άκου να δεις: Ήρθε ο Σάιλ Χώκινς κι άρχισε να τη γυρνοβολάει, κι εκείνη του λέει ότι δε με νοιάζουν τα λεφτά σου, πάντως εγώ χωριό με σένα δεν κάνω. Βλέπεις, ο Σάιλ Χώκινς -έ, λοιπόν όχι, δεν ήταν ο Σάιλ Χώκινς- ήταν ένας αλητάμπουρας, ο Φίλκινς – μου διαφεύγει το μικρό του. Αλλά ήτανε μεγάλος μασκαράς. Ένα βράδυ, σουρωμένος, μπαίνει στον εσπερινό κι αρχίζει να φωνάζει «Ζήτω ο Νίξον» -νόμιζε πώς ήταν προεκλογική συγκέντρωση. Και σηκώνεται ο γέρο Φέργκιουσον, έξαλλος, και τον πετάει από το παράθυρο και πέφτει πάνω στη Μις Τζέφερσον, καρφωτός στο κεφάλι τής ήρθε, τής δύστυχης. Καλή ψυχή -είχε γυάλινο μάτι και το δάνειζε στη γριά Γουάγκνερ, όταν της έρχονταν επισκέψεις, γιατί εκείνη δεν είχε. Αλλά της έπεφτε μικρό, κι όταν ξεχνιόταν η Μις Γουάγκνερ, στριφογύριζε στην κόχη και κοίταζε προς τα πάνω ή στα πλάγια, κι από δω κι από κει. Και τ’ άλλο μάτι στυλωμένο να κοιτάζει ίσια μπροστά σαν κανοκιάλι. Τούς μεγάλους δεν τους ένοιαζε, αλλά τα παιδιά μπήγανε τα κλάματα μόλις την έβλεπαν, ήταν ανατριχιαστικό. Παιδευόταν να το στερεώσει με μπαμπάκι -αλλά δε γινόταν- έφευγε το μπαμπάκι και περίσσευε από τη μια μεριά και την έβλεπαν τα παιδιά και πάθαιναν σπασμούς. Της έπεφτε συνέχεια, και σε κοίταζε με κείνη την άδεια τρύπα και σ’ έφερνε σε δύσκολη θέση, γιατί εκείνη πού να καταλάβει πότε της έλειπε, τέτοια τύφλα που ‘χε από κείνη τη μεριά. Κι έτσι κάποιος τη σκούνταγε και της έλεγε, «Το μάτι σας έχει χαλαρώσει κάπως, αγαπητή δεσποινίς Γουάγκνερ» -κι έπειτα όλοι κάθονταν και περίμεναν να το ξανασφηνώσει στη θέση του- το μπρος πίσω συνήθως, κι ήταν πράσινο σα βάτραχος, γιατ’ ήτανε και ντροπαλή και τα ‘χανε εύκολα μπροστά σε κόσμο. ‘Έτσι κι αλλιώς βέβαια δεν πείραζε που ήτανε το μπρος πίσω, γιατί το δικό της το μάτι ήτανε γαλανό και το γυάλινο ήτανε κίτρινο μπροστά, κι έτσι απ’ όπου και να το ‘βαζε δεν ταίριαζε έτσι κι αλλιώς. Άσσος στην τράκα, η γριά Γουάγκνερ. Όποτε είχε κόσμο στο σπίτι, δανειζόταν το ξύλινο πόδι της Μις Χίγκινς για να μπορεί να περπατάει. Ήταν πολύ πιο κοντό απ’ τ’ άλλο της το ξερό, αλλά εκείνην δεν την ένοιαζε. ‘Έλεγε ότι δεν τ’ άντεχε τα δεκανίκια όταν είχε κόσμο, γιατ’ ήταν χασομέρι. Όταν είχε κόσμο, λέει, κι έπρεπε να γίνουν ένα σωρό δουλειές, ήθελε να σηκώνεται και να τις ξεπετάει στα γρήγορα, μόνη της. Ήτανε και φαλακρή σα λαμπόγυαλο και δανειζόταν την περούκα της Μις Τζέηκοπς -η Μις Τζέηκοπς ήταν, η γυναίκα του νεκροθάφτη- μια παλιοβρώμα ήταν κι όταν κάποιος αρρώσταινε πήγαινε και θρονιαζόταν στο σπίτι του και τον περίμενε. Και το τομάρι ο άντρας της καθόταν όλη μέρα στη σκιά σ’ ένα φέρετρο που λογάριαζε ότι θα ταίριαζε στον υποψήφιο. Κι αν χασομέραγε ο πελάτης και δεν ήταν σίγουρος, έπαιρνε σάντουιτς και μια κουβέρτα και κοιμότανε μέσα στο φέρετρο τη νύχτα. Έτσι την πάτησε μια φορά, με παγωνιά, κάπου τρεις βδομάδες, να κάθεται να περιμένει μπροστά στο σπίτι του γέρο Ρόμπινς. Και μετά, δυο χρόνια ολόκληρα του ‘χε κόψει την καλημέρα του γέρου, γιατί του την έσκασε. Έπαθε κρυοπαγήματα στο ένα πόδι κι έχασε κι ένα σκασμό λεφτά γιατί ο γέρο Ρόμπινς έγινε περδίκι. Λοιπόν, όταν ξαναρρώστησε ο Ρόμπινς, ο Τζέηκοπς σκέφτηκε να τα φτιάξει πάλι μαζί του και πέρασε ένα χέρι βερνίκι το ίδιο φέρετρο και το πήρε και πήγε να τόνε δει. Αλλά δεν ήταν και τόσο απλό να τόνε ρίξεις το γέρο Ρόμπινς. Του είπε να μπει μέσα και φαινόταν ετοιμοθάνατος κι αγόρασε το φέρετρο δέκα δολάρια κι ο Τζέηκοπς είπε ότι θα του τα ‘δινε πίσω κι άλλα εικοσπέντε από πάνω αν ο Ρόμπινς το δοκίμαζε και δεν το ‘βρίσκε του γούστου του. Κι έπειτα ο Ρόμπινς πέθανε, και στην κηδεία σπάει το καπάκι και πετάγεται πάνω τυλιγμένος στο σάβανο και λέει στον παπά τέρμα η παράσταση γιατί εγώ τέτοιο φέρετρο δεν το αντέχω. Βλέπετε είχε ξαναπάθει νεκροφάνεια μια φορά στα νιάτα του, κι έτσι σκέφτηκε να το παίξει μονά ζυγά. Έκανε το λογαριασμό του κι αν ξαναγύριζε, ήταν λεφτά στην τσέπη του, κι αν όχι, εκείνος δε θα ‘χανε δεκάρα. Και, μα το Θεό, έκανε μήνυση στο Τζέηκοπς και κέρδισε και τη δίκη. Κι έστησε το φέρετρο στο σαλόνι κι έλεγε ότι τώρα δε βιαζόταν. Κι ο Τζέηκοπς έβγαζε αφρούς απ’ το κακό του. Ξανάφυγε για την Ιντιάνα, μετά από λίγο -πήγε στη Γουέλσβιλ- απ’ τη Γουέλσβιλ ήταν κι οι Χόγκαντορν. Εξαιρετική οικογένεια. Από το Μαίρηλαντ, γενιές ολόκληρες. Δεν έχω δει άνθρωπο ν’ ανακατεύει τα ποτά του και να βλαστημάει καλύτερα από το γέρο Χόγκαντορν. Η δεύτερη γυναίκα του ήταν η Χήρα Μπίλινγκς – πρώην Μπέκυ Μάρτιν. Η μάνα της ήταν η πρώτη γυναίκα του Ντάνλαπ. Η μεγαλύτερη κόρη, η Μαρία, παντρεύτηκε έναν ιεραπόστολο και πέθανε σα χριστιανή -τη φάγανε οι άγριοι και κείνον τόνε φάγανε, το δύστυχο -τον κάνανε βραστό. Δεν ήταν έθιμο, έτσι λένε, αλλά εξήγησαν στους φίλους του που πήγανε να πάρουνε τα πράγματά του, ότι τούς είχαν δοκιμάσει μ’ ένα σωρό τρόπους τούς Ιεραπόστολους και ποτέ δεν τούς γίνονταν νόστιμοι -κι οι συγγενείς του συγχίστηκαν που χαράμισε τη ζωή του για ένα ηλίθιο πείραμα, τρόπος του λέγειν. Αλλά να ξέρετε, τίποτα δεν πάει ποτέ χαμένο. Όλα που δεν καταλαβαίνουνε οι άνθρωποι και δε βλέπουνε το λόγο, όλα φανερώνονται όταν επιμένεις και τα σκαλίσεις λιγάκι. Και το κρέας εκείνου του ιεραπόστολου, ούτε κι αυτός δεν το ‘ξερε, προσηλύτισε μέχρι και τον τελευταίο κανίβαλο που δοκίμασε τη σούπα. Μόνο αυτό τούς έπεισε. Λοιπόν, μη μου λέτε εμένα ότι τον έβρασαν τυχαία. Τίποτα δε γίνεται τυχαία. Όταν ο μπάρμπας μου ο Λεμ είχε ανέβει σε μια σκαλωσιά μια φορά κι έσκυβε απέξω, θα ξέρναγε ή μεθυσμένος θα ‘ταν, δεν ξέρω, ένας Ιρλανδέζος μ’ ένα τσουβάλι τούβλα έπεσε πάνω του από το τρίτο πάτωμα και τού ‘σπάσε τη ραχοκοκαλιά σε δυο μεριές. Κι είπαν ότι ήταν ατύχημα. Σιγά το ατύχημα. Δεν ήξερε ούτε πώς βρέθηκε εκεί, αλλά βρέθηκε εκεί για έναν καλό λόγο. Αν δεν ήταν εκεί, ο Ιρλανδός θα ‘χε γίνει κομματάκια. Και κανένας δε μου το βγάζει από το μυαλό. Ήταν κι ο σκύλος του εκεί, του μπάρμπα Λεμ. Γιατί δεν έπεσε πάνω στο σκύλο ο Ιρλανδός; Γιατί ο σκύλος θα τον είχε δει και θα ‘χε φύγει. Γι’ αυτό δεν έπεσε πάνω στο σκύλο. Δε μπορείς να βασίζεσαι σ’ ένα σκύλο για να εκτελεί τις βουλές της Θείας Πρόνοιας. Ακούστε που σας λέω, ήταν στημένη υπόθεση. Ατυχήματα δεν υπάρχουν, παιδιά. Ο σκύλος του μπάρμπα Λεμ -θα ‘πρεπε να τόνε βλέπατε εκείνο το σκύλο. Τσοπανόσκυλο ήταν -ή μάλλον μισό τσοπανόσκυλο, μισό μπουλντόγκ- θαυμάσιο ζώο. Ήταν του πάστορα Χάγκαρ πριν τον πάρει ο μπάρμπα Λεμ. Χάγκαρ απ’ τους Χάγκαρ της Ρηζέρβ. Μεγάλο σόι. Η μάνα του ήταν Γουώτσον. Μια από τίς αδερφές του παντρεύτηκε έναν Γουήλερ. Εγκαταστάθηκαν στο Μόργκαν και τον έφαγε η μηχανή σε μια ταπητουργία και σε δεκαπέντε δευτερόλεπτα τον έβγαλε χαλί από την άλλη. Η χήρα του το αγόρασε εκείνο το κομμάτι κι οι άνθρωποι ήρθαν από εκατό μίλια μακριά για να πάνε στην κηδεία. Ήταν δεκατέσσερα μέτρα ολόκληρα το κομμάτι, κι εκείνη δεν τους άφηνε να τον τυλίξουν, αλλά τον φύτεψε έτσι όπως ήταν -σ’ όλο το μήκος. Η εκκλησία δεν ήταν και πολύ μεγάλη κι η μια άκρη του φέρετρου περίσσευε από το παράθυρο. Δεν τον έθαψαν, τον φύτεψαν στημένο έτσι -σά μνημείο- και κάρφωσαν και μια ταμπέλα που έγραφε – έγραφε – έγραφε – εις μ-ν-ή-μ-η-ν δεκατεσσάρων μ-έ-τ-ρ-ω-ν χα…λιού – με τα λ-εί-ψ-α-ν-α του Γ-ου-ί-λ-ι-α-μ Γου-ή-»
Εδώ και λίγη ώρα ο Τζιμ Μπλέην είχε αρχίσει να χασμουριέται ολοένα και πιο συχνά -το κεφάλι του έπεσε μπροστά, μια, δυο, τρεις φορές- μέχρι που ακούμπησε στο στήθος του και βυθίστηκε σ’ ένα γαλήνιο κι ατάραχο ύπνο. Δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλα των παιδιών -κόντευαν να πνιγούν προσπαθώντας να κρατήσουν τα γέλια τους. Από την αρχή γέλαγαν, μόλο που εγώ δεν το είχα προσέξει. Κατάλαβα ότι “μου την είχαν σκάσει”. Έμαθα τότε πώς η ιδιομορφία του Τζιμ Μπλέην ήταν ότι όποτε έφτανε σ’ ένα ορισμένο στάδιο μέθης, καμιά ανθρώπινη δύναμη δε μπορούσε να τον εμποδίσει ν’ αρχίσει να διηγείται τη θαυμάσια περιπέτεια που τού είχε συμβεί κάποτε με το κριάρι του παππού του -κι η πρώτη φράση του σχετικά με το κριάρι ήταν κι η μοναδική που είχε ακούσει ποτέ άνθρωπος. Πάντα πήδαγε από το ένα θέμα στο άλλο, ασταμάτητα, μέχρι που δεν άντεχε άλλο στο ουίσκι και τον έπαιρνε ο ύπνος. Τί ήταν εκείνο που είχε συμβεί σ’ αυτόν και το κριάρι του παππού του, είναι ένα σκοτεινό μυστήριο, γιατί μέχρι σήμερα κανένας δεν το ‘χει μάθει.
_________________
Η Τέχνη Του Ψεύδους
Περί της παρακμής της τέχνης του ψεύδους
(αποσπ.)
ΠΑΡΑΚΑΛΏ ΠΡΟΣΕΞΤΕ ΜΕ: δεν έχω πρόθεση να υπαινιχθώ ότι η συνήθεια του ψεύδεσθαι έχει παρακμάσει ή έχει διακοπεί -όχι. Γιατί το Ψεύδος, ως Αρετή κι ως Αρχή, είναι αιώνιο· το Ψεύδος ως αναδημιουργία, παρηγοριά, καταφυγή σε καιρούς ανάγκης -ως τέταρτη Χάρις, ως δέκατη Μούσα, ως ο καλύτερος και πιστότερος φίλος του ανθρώπου- είναι αθάνατο κι είναι αδύνατον ν’ αφανιστεί από τη γη όσο θα συνεχίσει να υπάρχει αυτή η Λέσχη. Το παράπονό μου απλώς αφορά τη παρακμή της τέχνης του ψεύδους. Κάθε υψηλόφρων άνθρωπος, κάθε άνθρωπος με ευαισθησίες που παρατηρεί τον αδέξιο κι άχαρο τρόπο με τον οποίο ψευδόμαστε σήμερα, θλίβεται βλέποντας μια τόσο ευγενή τέχνη να εκπορνεύεται. Μπροστά σε βετεράνους σαν κι εσάς, όπως είναι φυσικό, μπαίνω στο θέμα μου με κάποια επιφυλακτικότητα, νιώθω σαν μια γριά παραμάνα που προσπαθεί να υποδείξει τρόπους διαπαιδαγώγησης των νηπίων σε μητέρες στο Ισραήλ.
Κύριοι, δεν θα περνούσε ποτέ από το μυαλό μου να επικρίνω εσάς, που σχεδόν όλοι είστε μεγαλύτεροί μου σε ηλικία -κι ανώτεροί μου σ’ αυτήν την τέχνη– κι έτσι, αν πότε-πότε σας φανεί πως το αποτολμώ, σας διαβεβαιώνω ότι στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό θα συμβεί υπό το πνεύμα του θαυμασμού παρά της φιλοκατηγορίας ή του καταλογισμού, γιατί, αληθινά, αν αυτή η πλέον εκλεπτυσμένη από τις καλές τέχνες είχε αντιμετωπιστεί παντού με τη φροντίδα, την ενθάρρυνση και την ευσυνείδητη άσκηση κι εκμετάλλευση την οποία της έχει αφιερώσει αυτή η Λέσχη, δεν θα χρειαζόταν να εκφράσω αυτήν μου τη θλίψη, ή να χύσω έστω κι ένα δάκρυ. Δεν το λέω αυτό για να σας κολακέψω: το λέω μέσα σε πνεύμα δίκαιης κι ευγνώμονος αναγνώρισης. [Είχα την πρόθεση, σ’ αυτό το σημείο, να αναφέρω ονόματα και να δώσω επιφανή παραδείγματα, όμως υπέπεσαν στην αντίληψή μου ορισμένες ενδείξεις, οι οποίες με προέτρεψαν να αποφύγω ειδικές μνείες και να περιοριστώ σε γενικότητες.]
Καμμιά αντίληψη δεν είναι πιο εμπεδωμένη από εκείνη που θεωρεί το ψεύδος μια αναγκαιότητα υπό τις συνθήκες που ζούμε – το συμπέρασμα, λοιπόν, ότι είναι Αρετή είναι αυταπόδεικτο. Καμμιά αρετή δεν μπορεί να φθάσει στο υπέρτατο ύψος και στην ύψιστη χρησιμότητά της χωρίς προσεκτική και επιμελή καλλιέργεια -ως εκ τούτου, αναμφίλεκτα, η αρετή του ψεύδους θα ‘πρεπε να διδάσκεται μέσω των σχολείων, της οικογενειακής εστίας, ακόμη και των εφημερίδων. Τι πιθανότητες έχει ο αδαής, ακαλλιέργητος ψεύτης έναντι του εκπαιδευμένου ειδικού; Τι πιθανότητες έχω εγώ έναντι του κυρίου Περ…, έναντι ενός δικηγόρου; Το συνετό ψεύδος είναι αυτό που χρειάζεται ο κόσμος. Μερικές φορές σκέφτομαι πως είναι καλύτερο και ασφαλέστερο να μην ψεύδεσαι καθόλου, παρά να ψεύδεσαι ασύνετα. Ένα αδέξιο, μη επιστημονικό ψεύδος είναι εξίσου αναποτελεσματικό, όσο κι η αλήθεια.
Και τώρα ας δούμε τι λένε οι φιλόσοφοι. Προσέξτε κείνη τη τόσο διαδεδομένη παροιμία: “Από μικρό κι από τρελλό μαθαίνεις την αλήθεια“. Το συμπέρασμα είναι απλό κι ολοκάθαρο: οι ενήλικοι κι οι πνευματικά υγιείς ποτέ δεν λένε αλήθεια. Ο Πάρκμαν, ο ιστορικός, επισημαίνει: «ή αρχή της αληθείας ενδέχεται να καταλήξει σε παραλογισμό». Σ’ άλλο σημείο, στο ίδιο κεφάλαιο, τονίζει: “Το απόφθεγμα είναι πολύ παλιό: η αλήθεια δεν πρέπει να λέγεται όλες τις φορές κι εκείνοι, τους οποίους ενοχλεί μια ασθενής συνείδηση, ωθώντας τους σε μια καθ’ έξιν παράβαση του ανωτέρω γνωμικού, είναι ηλίθιοι και κοινωνικές μάστιγες“. Σκληρή γλώσσα, κι όμως απολύτως αληθινή.
Κανείς από μας δεν θα μπορούσε να ζήσει πλάι σε έναν καθ’ έξιν φιλαλήθη· όμως, δόξα τω Θεώ, κανένας από μας δεν είναι υποχρεωμένος να το κάνει. Ένας καθ’ έξιν ειλικρινής απλούστατα είναι ένα πλάσμα της φαντασίας. δεν υπάρχει και δεν έχει υπάρξει ποτέ. Φυσικά, υπάρχουν άνθρωποι που νομίζουν ότι ποτέ δεν ψεύδονται, όμως δεν είναι έτσι -κι αυτή ακριβώς η άγνοια είναι ένα από τα πράγματα που ντροπιάζουν τον λεγόμενο «πολιτισμό» μας. Όλοι ψεύδονται, κάθε μέρα και κάθε ώρα. Στον ύπνο και στον ξύπνο τους. Στα όνειρα, στη χαρά και στη λύπη τους. Ακόμα κι αν συγκρατήσουν τη γλώσσα τους, τα χέρια τους, τα μάτια τους, η συμπεριφορά τους, όλα εκφράζουν εξαπάτηση και μάλιστα σκόπιμη. Ακόμη και στις θρησκευτικές τελετές… συγγνώμη, παραδέχομαι πως μόλις είπα μια κοινοτοπία.
Σε μια μακρινή χώρα όπου διαβιούσα κάποτε, οι κυρίες συνήθιζαν να τριγυρίζουν στην πόλη και να κάνουν επισκέψεις, υπό το ανθρώπινο και ευγενές πρόσχημα ότι θέλουν να δουν η μία την άλλη· κι όταν επέστρεφαν σπίτι τους, κατηγορούσαν με ευφρόσυνη φωνή όσες είχαν επισκεφθεί, ανακράζοντας: «Κάναμε δεκαέξι επισκέψεις κι ανακαλύψαμε ότι οι δεκατέσσερις είχαν ξεπορτίσει», χωρίς να εννοούν ότι ανακάλυψαν κάτι ανήθικο εναντίον των δεκατεσσάρων, όχι ήταν απλώς μια έκφραση της καθομιλουμένης που σήμαινε ότι οι κυρίες αυτές βρίσκονταν εκτός οικίας κι ο τρόπος με τον οποίο την έλεγαν εξέφραζε τη ζωηρή τους ικανοποίηση για το γεγονός. Λοιπόν, το ότι υποδύονταν πως ήθελαν να δουν τις δεκατέσσερις -και τις άλλες δύο με τις οποίες δεν είχαν φανεί τόσο τυχερές- ήταν ο πλέον συνήθης κι ήπιος τρόπος του ψεύδεσθαι, ο οποίος περιγράφεται επαρκώς ως απόκλιση από την αλήθεια.
Είναι δικαιολογήσιμος; Ασφαλώς. Είναι όμορφος, είναι ευγενής· επειδή στόχος των κυριών αυτών δεν ήταν να αποκομίσουν κάποιο όφελος, αλλά να ευχαριστήσουνε και τις δεκαέξι γνωστές τους. Ο σκληρόκαρδος αληθοκάπηλος απλώς θα δήλωνε ή έστω θα ανέφερε το γεγονός ότι πραγματικά, δεν ήθελε να δει αυτούς τους ανθρώπους, με αποτέλεσμα και να φανεί αγενής και να προκαλέσει μιαν εντελώς περιττή δυσαρέσκεια. Κι επιπλέον, εκείνες οι κυρίες σ’ εκείνη τη μακρινή χώρα… δεν πειράζει όμως, ας το προσπεράσουμε. Όντως, γνώριζαν εκατοντάδες ευχάριστους τρόπους…
(…)
___________
Οι Περιπέτειες Του Τομ Σώγιερ
(αποσπ.)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Η ΘΕΙΑ ΠΟΛΥ
-Τoμ!
Καμμία απάντηση.
-Τομ!
Καμμία απάντηση.
-Αναρωτιέμαι πού στην ευχή έχει πάει αυτό το παιδί! Τομ! Ε Τομ!
Η γριά κατέβασε τα γυαλιά στη μύτη της, έριξε μια ματιά στο δωμάτιο κι ύστερα τα σήκωσε στο μέτωπό της και κοίταξε πάλι γύρω της. Κανονικά δεν χρησιμοποιούσε ποτέ τα γυαλιά της για να ψάξει για ένα τόσο ασήμαντο αντικείμενο, όπως ένα παιδί, τα φορούσε μόνο σαν στολίδι, όταν ντυνόταν με τα καλά της. Έμεινε σαστισμένη για μια στιγμή κι ύστερα συνέχισε με λιγότερο άγρια φωνή, αλλά αρκετά δυνατά:
-Αν σε πιάσω στα χέρια μου κακομοίρη θα σε…
Η φράση έμεινε μισοτελειωμένη γιατί, διπλωμένη στα δύο, έψαχνε με τη σκούπα κάτω από το κρεβάτι και της πιάστηκε η ανάσα. Παρ’ όλες όμως τις προσπάθειές της, το μόνο που κατάφερε ήταν να ξετρυπώσει τον γάτο.
-Όλη την ώρα πρέπει να τρέχω να κυνηγάω αυτό το παλιόπαιδο! Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Η γριά κυρία πήγε και στάθηκε στο κατώφλι και βάλθηκε να επιθεωρεί τις ντομάτες και τα αγριόχορτα του κήπου. Πουθενά ο Τομ!
-Ε Τομ, φώναξε ακόμη ποιο δυνατά για να ακουστεί μακριά. Άκουσε έναν ελαφρύ θόρυβο πίσω της και γύρισε αρκετά γρήγορα ώστε να προφτάσει να αρπάξει από την άκρη του σακακιού του ένα αγοράκι έτοιμο να ξεγλιστρήσει.
-Σε τσάκωσα, έπρεπε να το είχα φανταστεί πως θα ήσουν μέσα στο κελάρι. Τι έκανες εκεί μέσα;
-Τίποτε!
-Τίποτε; Δες τα χέρια σου, δες το στόμα σου! Πώς πασαλείφτηκες έτσι;
-Δεν ξέρω θεία μου.
-Ξέρω όμως εγώ! Είσαι γεμάτος μαρμελάδες! Κι όμως σ’ το είπα χίλιες φορές πως αν ξαναπειράξεις τη μαρμελάδα, θα σε συγυρίσω, που θα το θυμάσαι για μια ζωή! Δωσ’ μου εκείνη τα βίτσα!
-Θεούλη μου, πρόσεχε πίσω σου, θείτσα μου!
Η γριά κυρία στράφηκε απότομα μαζεύοντας αλαφιασμένη την φαρδιά της φούστα για να προφυλαχτεί από τον άγνωστο κίνδυνο. Ο πιτσιρικάς βρήκε την ευκαιρίας, πήδηξε το ξύλινο φράχτη του κήπου κι εξαφανίστηκε. Η θεία Πόλυ έμεινε εμβρόντητη. Ύστερα μόλις συνήλθε από την έκπληξη, έβαλε τα γέλια.
-Παλιόπαιδο!
Πάλι την έπαθα! Θα ‘πρεπε να το υποψιαστώ πως κάτι θα μου σκάρωνε! Δεν είναι, βλέπεις, η πρώτη φορά που με ξεγελά! Μα όσο γερνά κανείς, τόσο ξεμωραίνεται. Αλλά τι φταίω κι εγώ; Κάθε μέρα κάτι καινούργιο σκαρφίζεται! Ποτέ δεν κάνει δύο φορές το ίδιο κόλπο, για να ξέρω πώς να φερθώ. Κι αφού με κάνει έξω φρενών με τα καμώματά του, κάτι θα μηχανευτεί κάθε φορά για να τραβήξει αλλού την προσοχή μου ή για να με κάνει να γελάσω, έτσι που μου περνά ο θυμός και δεν έχω πια τη διάθεση να τον δείρω. Δεν κάνω σωστά το καθήκον μου με αυτό το παιδί. Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο, όπως λέει κι η Αγία Γραφή, και δεν έχει κι άδικο. Ο Τομ έχει το διάβολο μέσα του, αλλά είναι παιδί της καημένης της αδερφής μου και δεν αντέχω να τον δέρνω. Κάθε φορά που τον συγχωρώ το έχω βάρος στην συνείδησή μου μα και κάθε φορά που σηκώνω χέρι πάνω του, ματώνει η καρδιά μου. Πώς να μην στεναχωριέμαι! Θα το σκάσει τώρα από το σχολείο και για να τον τιμωρήσω, θα αναγκαστώ να τον βάλω να δουλέψει αύριο. Κι ωστόσο είναι σκληρό να δουλεύει το Σάββατο, που όλα τα παιδιά κάθονται κι ειδικά αυτός, που σιχαίνεται τη δουλειά. Από την άλλη όμως, πρέπει να κάνω το καθήκον μου, αλλιώς θα καταστραφεί το παιδί.
Ο Τομ όντως το έσκασε από το σχολείο και διασκέδασε με την ψυχή του στο ποτάμι. Δεν γύρισε στο σπίτι παρά την ώρα που θα βοηθούσε τον Τζιμ, τον μικρό νέγρο, να πριονίσει τα ξύλα για την επόμενη μέρα και να κόψει τα προσανάμματα για το δείπνο. Γύρισε πάντως αρκετά νωρίς, ώστε να κάνει την περισσότερη δουλειά. Ο Σιντ, ο ετεροθαλής αδερφός του Τομ, είχε τελειώσει κιόλας τη δουλειά του γιατί ήταν ένα ήσυχο παιδί και δεν του άρεσαν οι αταξίες.
Στο δείπνο ενώ ο Τομ έτρωγε (κλέβοντας κάθε φορά που ‘βρισκε ευκαιρία κομμάτια ζάχαρης), η θεία Πόλυ του ‘κανε διάφορες πλάγιες ερωτήσεις, προσπαθώντας να τον ψαρέψει. Όπως όλα τα αθώα πλάσματα, πίστευε πως ήταν θαυμάσια διπλωμάτισσα και θεωρούσε τις αφελέστατες ερωτήσεις της σαν θαύματα πονηριάς.
-Τομ, έκανε πολύ ζέστη στο σχολείο σήμερα; τον ρώτησε
-Ναι θεία.
-Φοβερή ζέστη;
-Ναι.
-Δεν είχες την επιθυμία να πας να κολυμπήσεις;
Λίγο ανήσυχος ο Τομ άρχισε να μην αισθάνεται τόσο άνετα Κοίταξε ερευνητικά την θεία του αλλά δεν μπόρεσε να καταλάβει τίποτα από την έκφραση του προσώπου της.
-Τώρα πάντως δεν είσαι ιδρωμένος.
Κολακευόταν που είχε διαπιστώσει πως το πουκάμισο ήταν στεγνό, χωρίς να ξέρει που θα μπορούσε να καταλήξει. Ο Τομ, όμως, είχε μυριστεί πού το πήγαινε η θεία του κι έλαβε τα μέτρα του πριν από την καινούργια επίθεση της.
-Μερικοί συμμαθητές μας το βρήκαν παιχνίδι να μας πιτσιλίσουνε το κεφάλι με νερό.. Ακόμα είναι βρεγμένα τα μαλλιά μου, βλέπεις;
Η θεία Πόλυ στεναχωρήθηκε: εκείνη έπρεπε να είχε προσέξει αυτή την ενοχοποιητική λεπτομέρεια. Τώρα πια, έχανε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Έπειτα όμως της ήρθε μια καινούργια έμπνευση.
-Τομ, δεν πιστεύω να ξήλωσες το γιακά από το πουκάμισό σου όταν ρίχνατε νερό στα κεφάλια σας; Για ξεκούμπωσε το σακάκι να δω!
Κάθε ανησυχία έσβησε από το πρόσωπο του Τομ. Άνοιξε πρόθυμα το σακάκι, ο γιακάς ήταν στέρεα ραμμένος.
-Εντάξει! Ήμουνα σίγουρη πως το είχες σκάσει από το σχολείο και είχες πάει για κολύμπι μα έκανα λάθος, σε συγχωρώ και για το πρωί! Όσο σκανδαλιάρης και να είσαι, ήξερες ότι σου τα είχα πολλά μαζεμένα σήμερα και δεν τόλμησες να κάνεις του κεφαλιού σου!
Η θεία Πόλυ ήταν μισοθυμωμένη μισοχαρούμενη. Θυμωμένη που τα πονηρά της τεχνάσματα δεν είχαν αποδώσει,χαρούμενη που αυτή τη φορά ο Τομ φάνηκε υπάκουος. Τότε όμως πετάχτηκε ο Σιντ:
-Για δες, θα έβαζα το χέρι μου στη φωτιά πως του είχε ράψει το γιακά με άσπρη κλωστή, ενώ τώρα είναι ραμμένος με μαύρη.
-Μα βέβαια, με άσπρη τον είχα ράψει. ΤΟΜ!
Ο Τομ δεν περίμενε την συνέχεια. Πετάχτηκε έξω σαν σίφουνας ενώ πριν βγει από την πόρτα φώναξε:
-Σιντ, θα μου το πληρώσεις!
(…)
