Debord Guy-Louis: In Girum Imus Nocte Et Consumimur Igni

                                         Βιογραφικό

     Ο Γκυ Λουί Ντεμπόρ (Guy Louis Debord 1931-1994) υπήρξε Γάλλος θεωρητικός του Μαρξισμού, συγγραφέας, παραγωγός, μέλος της Letterist International, ιδρυτικό μέλος της Καταστασιακής Διεθνούς και παροδικό μέλος της Socialisme ou Barbarie. Ένα από τα ανατρεπτικότερα πνεύματα του 20ου αιώνα.
      Γεννήθηκε στο Παρίσι 28 Νοέμβρη 1931. Ο πατέρας του ήτανε φαρμακοποιός που πέθανε νωρίς. Μητέρα του ήταν η Πωλέτ Ρόσσι. Αυτή τον έστειλε στη γιαγιά του στην Ιταλία. Ο Ντεμπόρ έφυγε από το σπίτι κατά τη διάρκεια του Β’ΠΠ κι άρχισε να τριγυρνά άστεγος. Κατέληξε στις Κάννες, όπου πήγε στο γυμνάσιο και στράφηκε προς τον κινηματογράφο. Ενηλικιώθηκε κι αντιτάχτηκε στον πόλεμο της Αλγερίας. Διαδήλωσε μαζί με το λαό στο Παρίσι. Την εποχή εκείνη,  σε ηλικία μόλις 19 ετών προσχώρησε στη Γραμματική Διεθνή, που τότε διοικείτο από τον αυταρχικό Ισιντόρ Ισού και διασπάσθηκε σε πολλούς πυρήνες. Γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου των Παρισίων, αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές του για να ασχοληθεί με τη ποίηση, τη συγγραφή και τον κινηματογράφο, έχοντας ήδη μία βαθειά καλλιέργεια κι άριστη γνώση της γαλλικής λογοτεχνίας και των πολιτικο-κοινωνικών θεωριών του 19ου και 20ου αιώνα.



     Τον Ιούνιο του 1952 ίδρυσε μαζί με τον Gil Joseph Wolman το καλλιτεχνικό κίνημα των «Λεττριστών» («Λεττριστική Διεθνής», «Internationale Lettriste», που στο διάστημα 1952-4 εξέδωσε 14 τεύχη της ομώνυμης επιθεώρησης) που μέσα από ‘κει γνώρισε τη Ρωσοεβραία σύζυγό του Μισέλ Μπερνστάϊν (Michele Bernstein) και τη νυμφεύθηκε το 1953. Στις 22 Ιουνίου 1954 η «Λεττριστική Διεθνής», εξέδωσε προς υποστήριξη των απόψεών της το δελτίο «Potlatsch» (με υπότιτλο «Bulletin dinformation du groupe francais de lInternationale lettriste», 1954-9, 30 συνολικά τεύχη), ονομασμένο έτσι από ένα παλαιό ινδιάνικο έθιμο που ήθελε να καταστρέφονται τα «επικίνδυνα» δώρα ως επίδειξη δύναμης του δωρολήπτη, μα κι ως συνειδητή άρνηση όλων των υλικών αγαθών. Ως οι καλύτερες στιγμές της αρθρογραφίας του Ντεμπόρ στο «Potlatch» θεωρούνται τα κείμενα «Pourquoi le lettrisme?» (τεύχος 22, 9 Σεπτέμβρη 1955), «Un pas en arriere» (τεύχος 28, 22 Μαϊου 1957), «Les derniers jours de Pompei» (τεύχος 21, 30 Ιουνίου 1955, με τον Mohamed Dahou) και «Encore un effort si vous voulez etre situationnistes» (τεύχος 29, 5 Νοέμβρη 1957).



     Αφού είχε ήδη διαγράψει τη πλειοψηφία των μελών της «Λεττριστικής Διεθνούς», στις 13 Ιανουαρίου 1957 ο Ντεμπόρ διέγραψε τελικά κι αυτόν ακόμα τον Wolman, για άγνωστους λόγους και παρά την αντίδραση ακόμα και της συζύγου του Μισέλ. 6 μήνες αργότερα, στις 28 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς ίδρυσε στη Cosio di Arroscia της ιταλικής Λιγουρίας με πολλούς άλλους νέους συνεργάτες τη «Καταστασιακή Διεθνή» («Internationale Situationniste», 1957-72), ως διεθνή οργάνωση, πουκατά τα γραφέντα από τον Μπομπ Μπλακ (Bob Black), «έχοντας ως έδρα κι ορμητήριο το Παρίσι, ανέλαβε ως στόχο την αναδημιουργία του εγχειρήματος των ιστορικών πρωτοποριών, αλλά σε μία καινούργια και ανώτερη κλίμακα που θα καθιστούσε αδύνατο τον οποιονδήποτε συμβιβασμό». Αρχικά η νέα εκείνη οργάνωση αποτελούσε συγχώνευση της «Λεττριστικής Διεθνούς» και του «Διεθνούς Κινήματος για ένα Φανταστικό Μπάουχαουζ» του ζωγράφου Άσγκερ Γιόρν (Asger Jorn, 1914 – 1973), του πειραματιστή των εικαστικών τεχνών Τζουζέπε Πίνοτ-Γκαλίτσο και πρώην μελών της διεθνούς καλλιτεχνικής ομάδας «Κόμπρα» («Cobra», έτος διάλυσης: 1951), το οποίο επεδίωκε τη δημιουργική «απελευθέρωση των μορφών», ωστόσο με τον καιρό ο χαρακτήρας της οργάνωσης άλλαξε αρκετά. Ο Μπομπ Μπλακ γράφει σχετικά:

   «…αν και πάντα εμφανιζόταν ως ένα αρραγές σύνολο, η Καταστασιακή Διεθνής γνώρισε αρκετά σχίσματα και κατά καιρούς διεγράφησαν 45 από τα 70 μέλη της. Η θεμελιώδης αντινομία, που σε γενικές γραμμές αντιστοιχούσε στην αρχική διαίρεση σε μέλη που προέρχονταν από το Διεθνές Κίνημα για ένα Φανταστικό Μπάουχαουζ και σε μέλη που προέρχονταν από τους Λεττριστές, ήταν ανάμεσα στους θεωρητικούς της αισθητικής και σε εκείνους της πολιτικής. Οι πρώτοι ήσαν συνήθως σαξονικής καταγωγής (όπως ο Δανός Γιορν, ο Ολλανδός Κονστάντ, οι Γερμανοί της ομάδας Spur, με την χαρακτηριστική εξαίρεση του Ιταλού Πίνοτ – Γκαλίτσο) ενώ οι δεύτεροι ήσαν νοτιο-ευρωπαϊκής καταγωγής και συσπειρώνονταν γύρω από την καθοδήγηση του Γκυ Ντεμπόρ… Στην 5η Συνδιάσκεψη της Καταστασιακής Διεθνούς στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας, οι δύο τάσεις συγκρούστηκαν ανοιχτά. Οι politicos είχαν πρόσφατα επιδοθεί στην έρευνα της Ιστορίας του επαναστατικού κινήματος και είχαν υιοθετήσει τον συμβουλιακό κομμουνισμό, επηρεασμένοι από την επιθεώρηση (και ομάδα των Κορνήλιου Καστοριάδη, Κλωντ Λεφόρ, κ.ά.) ‘‘Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα’’. Οι θεωρητικοί της αισθητικής δεν ήσαν εντελώς αντίθετοι στον προσανατολισμό αυτόν. Έδειχναν όμως έντονα σκεπτικιστές όσον αφορά την προοπτική μίας ανανεωμένης προλεταριακής εξέγερσης, μέσα στο τέλμα της κοινωνίας της ευημερίας των αρχών της δεκαετίας του ’60. Εκείνο που, αντίθετα, πρότειναν στην παρούσα φάση ήταν να αναπτύξουν περισσότερο τις δυνάμεις τους εκεί όπου αυτές ήσαν ήδη αισθητές, δηλαδή στον κόσμο της Τέχνης. Οι θεωρητικοί της πολιτικής ανταπάντησαν ότι οι θεωρητικοί της αισθητικής (που αντιπροσωπεύονταν κύρια από την γερμανική ομάδα Spur) υποτιμούσαν τις χειρονομίες άρνησης που εκδηλώνονταν κάτω από την μύτη τους».

     Από τη δική του προσωπική πλευρά, ο Ντεμπόρ, που ήδη είχε ιδρύσει κι ομώνυμη του κινήματος επιθεώρηση (την «Internationale Situationniste», που εξέδωσε 12 συνολικά τεύχη κατά το διάστημα 1958-69), πρότεινε ως κύριος καθοδηγητής των politicos να χρησιμοποιηθούν ως εργαλεία η «διπλή μέθοδος της μεταστροφής» κι η «περιπλάνηση». Η πρώτη (detournement, όπως ο ίδιος την αποκαλούσε) αναποδογύριζε κι επαναδιατύπωνε απλούς κοινούς τόπους ή θέσεις μεγάλων στοχαστών, ενώ η δεύτερη («derive», όπως την αποκαλούσε) καθόριζε έναν συγκεκριμένο τρόπο διάβασης από τα πράγματα. Η θεωρία της «περιπλάνησης» αναπτύχθηκε στο κείμενο του Ντεμπόρ «Theorie de la derive», που πρωτοδημοσιεύθηκε στο «Les Levres Nues», τεύχος 9, τον Νοέμβριο του 1956 και αναδημοσιεύθηκε στο 1ο τεύχος της επιθεώρησης «Internationale Situationniste» τον Δεκέμβριο του 1958.
     Συνέγραψε το 1957 το 1ο βιβλίο του με τίτλο «Το τέλος της Κοπενχάγης» (Fin de Copenhagen) σε συνεργασία με τον Άσγκερ Γιορν και την πρωτομαγιά του επόμενου έτους (1958) ακολούθησε το 2ο με τίτλο «Αναμνήσεις» (Memoires, πάλι μαζί με τον Γιορν), που ήταν δεμένο με γυαλόχαρτο ώστε να καταστρέφει όλα τα άλλα βιβλία που τοποθετούντο δίπλα του. Ο Ντεμπόρ υπήρξε προχωρημένος, ολιγόλογος όσο κι ακριβολόγος θεωρητικός κι ένας «έργω» ποιητής, ένας στρατηγικός ανατροπέας που οργάνωνε και προέβαλε μόνος του αυτός ο ίδιος τις όποιες δραστηριότητές του («στρατηγό» τον αποκάλεσαν οι θαυμαστές του), ταυτόχρονα πολύ ιδιοφυής και πολύ αυταρχικός, ώστε να ταυτίσει τελικά το πρόσωπό του και τις προσωπικές του θέσεις με τη «Καταστασιακή Διεθνή» (όπως ο Ροβεσπιέρος είχε ταυτιστεί με την Γαλλική Επανάσταση κατά την περίοδο 1792-4), οριοθετώντας τόσο το όλο πολιτικό στίγμα της όσο και τα όρια της επαναστατικής επιρροής της.



     Μετά από τη 5η ετήσια συνδιάσκεψή της στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας το έτος 1962, η «Καταστασιακή Διεθνής» υιοθέτησε ακραία πολιτική, επαναστατική θέση και προσανατολισμό, διέγραψε αρκετά «αφοπλισμένα» κι «απλώς καλλιτεχνίζοντα» μέλη της από τη Γερμανία και τις Σκανδιναβικές χώρες και συσπειρωμένη γύρω από τις ανατρεπτικές θέσεις του Ντεμπόρ, αλλά και των Ραούλ Βανεγκέμ και Μουσταφά Καγιάτι, κατόρθωσε να οργανώσει την ιδιαίτερη θεωρητική της συνοχή και διεισδυτικότητα στον εργατικό και φοιτητικό χώρο, δημιουργώνας μάλιστα στον δεύτερο το περίφημο «σκάνδαλο του Στρασβούργου» που στάθηκε ο προάγγελος της εξέγερσης του Μάη του ‘68.
     Το 1967 ο κυκλοφόρησε το διεισδυτικό βιβλίο του «Η Κοινωνία του Θεάματος» («La Societe du Spectacle», «Society of the Spectacle»), που θα γίνει τρόπον τινά η «Βίβλος» των καταστασιακών και θα επηρεάσει έντονα το γαλλικό κι όχι μόνο, επαναστατικό κίνημα της επόμενης χρονιάς. Πολλές φράσεις της «Κοινωνίας του Θεάματος» φιγουράριζαν τον Μάη του ‘68 ως συνθήματα εξεγερμένων στους τοίχους του Παρισιού.
     Γύρω στο 1970 ο Ντεμπόρ εγκατέλειψε την Μισέλ Μπερνστάϊν (πήρε διαζύγιο Γενάρη 1972) για τη κατά 10 χρόνια νεότερη γαλλοκινέζα (από κινέζα μητέρα) συγγραφέα και ποιήτρια Αλίς Μπέκερ-Χο (Alice Becker-Ho), μέλος της «Καταστασιακής Διεθνούς» από το 1963, την οποία νυμφεύθηκε στις 5 Αυγούστου 1972.  Το 1972, επίσης,  μαζί με τον Σανγκουινέττι ήταν τα μόνα εναπομείναντα μέλη της Καταστασιακής Διεθνούς, που τα μέλη της απελάθηκαν από τη Γαλλία. Το ίδιο έτος η «Καταστασιακή Διεθνής» προχώρησε σε μία ακόμα συζήτηση προσανατολισμού, όπου ο Ντεμπόρ πρότεινε και πέτυχε την αυτοδιάλυσή της για να αποφευχθεί η επαναφομοίωσή της από το σύστημα και το κατεστημένο, αν κι έκτοτε πάμπολλες ομάδες στον κόσμο ακολούθησαν θέσεις και κατευθύνεις της.



     Μετά τη διάλυση της «Διεθνούς», ο Ντεμπόρ απομονώθηκε και αφιερώθηκε στο διάβασμα και στο επιλεκτικό γράψιμο, ενώ, επανερχόμενος στον χώρο του κινηματογράφου, δημιούργησε κάποιες ταινίες με χρηματοδότηση από τον πλούσιο παραγωγό και εκδότη Gerard Lebovici. Από τις ταινίες του εκείνης της περιόδου ξεχώρησαν η κινηματογραφική απόδοση της «Κοινωνίας του Θεάματος» το 1973 και η σχεδόν αυτοβιογραφική ταινία «In Girum Imus Nocte Et Consumimur Igni» (Κάνουμε κύκλους μέσα στην νύχτα κι αναλωνόμαστε από φωτιά) το 1978, η οποία έμελλε να είναι και η τελευταία ταινία του.  Στράφηκε στον κινηματογράφο και στην έκδοση επαναστατικών προκηρύξεων. Μπλέχτηκε και κατηγορήθηκε για τον ανεξήγητο θάνατο του παραγωγού κι εκδότη Ζεράρ Λεμποβισί. Αποσύρθηκε από τη δημοσιότητα κι ασχολήθηκε με το διάβασμα και το γράψιμο. Η φορτωμένη καταχρήσεις ζωή του, επιβάρυνε την υγεία του. Μετά από χρόνιο εθισμό στο αλκοόλ, σε ηλικία 62 ετών πληροφορήθηκε ότι πάσχει από αλκοολική πολυνευρίτιδα και προτίμησε την αξιοπρέπεια της άμεσης αποχώρησης από τον κόσμο των θνητών, αυτοκτονώντας με μία σφαίρα στη καρδιά, μια μέρα μετά το τελευταίο του αυτοβιογραφικό ντοκιμαντέρ, στις 30 Νοέμβρη 1994. Οι φίλοι κι οπαδοί του στην Αθήνα του απέδωσαν τις τελευταίες τιμές μ’ ένα προσφιλή, στον ίδιο, κώδικα: οι τοίχοι στο κέντρο της πόλης γέμισαν συντροφικούς αποχαιρετισμούς, γεμάτους τρυφερότητα.
     Ο Ντεμπόρ υπήρξε ζωντανός θρύλος της επανάστασης πολύ πριν από την εκούσια αποχώρησή του από τη ζωή. Πρόσωπο μυθικό για περισσότερες από μία γενιές αριστερών στην Ευρώπη, σφράγισε με τη ζωή και το έργο του, που κατά τρόπο μοναδικό όσο κι αξιοθαύμαστο ταυτίστηκαν, τη σκέψη και τη δράση της νεολαίας. Βαθιά καλλιεργημένος, με στέρεη ιστορική συνείδηση, οπαδός του Ένγκελς, του Μαρξ , του Μπωντλαίρ και του Λωτρεαμόν, φιλοπαίγμων και μέγας αιρετικός, αλλά κι εξαιρετικά διορατικός, στα Σχόλια στην Κοινωνία του θεάματος σκιαγραφεί με εντυπωσιακή διαύγεια τα κύρια χαρακτηριστικά της εκσυγχρονισμένης θεαματικής εξουσίας: αδιάκοπη τεχνολογική ανανέωση, κρατικοοικονομική συγχώνευση, γενικευμένο μυστικό, ψεύτικο που δεν επιδέχεται αντίρρηση κι οικοδόμηση ενός διαρκούς παρόντος. Τη τελευταία 5ετία το ενδιαφέρον για το πρόσωπό του έχει αναζωπυρωθεί. Βιογραφίες, ρετροσπεκτίβες, ιστοσελίδες αναβιώνουν τη θεωρία και τη δράση του, ως αντίδοτο ίσως στα κακά που ο ίδιος με τόση ακρίβεια προέβλεψε.
     Επίγονος υπό μιαν έννοια της σουρεαλιστικής υπερβολής και πρόκλησης, έθεσε κύριο και μοναδικό στόχο του να κάνει καθημερινή πράξη και ποίηση τη πολιτική ανατροπή. Εξεγερμένος ενάντια στη κοινωνία που γέννησε τη φρίκη 2 παγκόσμιων πολέμων, ενάντια στον καπιταλισμό, θα προσχωρήσει αρχικά στους λετριστές, θα πρωτοστατήσει στη Λετριστική Διεθνή και στη συνέχεια θα γίνει η ψυχή της Καταστασιακής Διεθνούς. Αρνούμενος καθετί προερχόμενο από τη κοινωνία που απέρριπτε, ποτέ δε σπούδασε, ποτέ δεν εργάστηκε, ποτέ δε κατέλαβε οποιαδήποτε θέση στο σύστημα. Δική του έμπνευση αποτελεί το περίφημο σύνθημα του Μάη «Μην εργαστείτε ποτέ», ένα σύνθημα ενάντια στην αλλοτρίωση της εργασίας, που έφθασε στο απόγειό της στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ως το τέλος του θα θεωρεί μείζονος σημασίας γεγονός στη ζωή του ότι το 1953 έγραψε το εν λόγω σύνθημα με κιμωλία σ’ ένα τοίχο. Περιπλανώμενος, ερωτευμένος με τη ζωή, τις γυναίκες και την επανάσταση, θα είναι ένας από τους πρωτεργάτες του Μάη του ’68. Στη συνέχεια όμως δε θα διστάσει να διαλύσει τη Καταστασιακή Διεθνή, για να αποφύγει την τυχόν αναδοχή της από το σύστημα, την αφομοίωσή της στο κατεστημένο.
     Κινηματογραφιστής της σιωπής και του θραύσματος, θα γυρίσει 7 ταινίες, πουθα πραγματώνει το ιδεώδες του για την υπέρβαση της τέχνης: θα τη καταργεί την ώρα που θα τη πραγματώνει. Ολιγόλογος, ακριβολόγος, καίριος, στα βιβλία του, στη Κοινωνία του θεάματος ή στον Πανηγυρικό, στα διάφορα περιοδικά που κατά καιρούς ίδρυσε, όπως η Internationale Situationniste και το Potlatsch, στις ταινίες και στη καθημερινή του πρακτική ο Ντεμπόρ θα χρησιμοποιήσει τη διπλή μέθοδο της μεταστροφής -όπως ο Γ. Ι. Μπαμπασάκης έχει αποδώσει το ντεμπορικό detournement- και της περιπλάνησης, της derive. Με τη μεταστροφή, θα επαναδιατυπώσει ανεστραμμένες τις θέσεις γνωστών φιλοσόφων και θεωρητικών ή και απλούς κοινούς τόπους. Η περιπλάνηση θα γίνει ο τρόπος ζωής του. Από το Παρίσι στη Φλωρεντία κι από την Ιταλία στην Ισπανία και πίσω στην Ωβέρνη, θα διοικεί ως «στρατηγός», όπως ήταν το παρατσούκλι του, τις διάφορες «ομάδες» του, αφανής, πανταχού παρών κι αόρατος. Χορτασμένος από τον έρωτα, το ποτό, το ξενύχτι, με τη συνείδησή του ως αγωνιστή ήσυχη, όταν θα πληροφορηθεί ότι πάσχει από αλκοολική πολυνευρίτιδα και δεν έχει ελπίδες, θα προτιμήσει να αποχωρήσει όρθιος, με σφαίρα στη καρδιά, ερμηνεύοντας ο ίδιος τη τελευταία πράξη στο μύθο του.
     Με το έργο και το βίο του έχει επηρεάσει σχεδόν όλα τα σημαντικά πρωτοποριακά κινήματα της εποχής μας. Όλα τα έργα του είναι ελεγείες, εγκώμια και πανηγυρικοί του τρόπου ζωής που ακολούθησε αυτός κι οι φίλοι του. Οι ταινίες του αφηγούνται τις περιπέτειες ενός κλειστού κύκλου μυημένων σ’ ένα είδος ποιητικής ακολασίας, τα βιβλία του διηγούνται τις περιπέτειες της διαλεκτικής που οδηγεί, εμπράκτως πάντα, στην άρνηση ενός ολόκληρου συστήματος παρακμασμένων αξιών.
     Το έργο του τιμήθηκε 15 χρόνια μετά το θάνατό του από το Γάλλο Υπουργό Πολιτισμού, που ανακήρυξε το αρχείο του Ντεμπόρ «εθνικό θησαυρό» της Γαλλίας, ενώ τον ίδιος τον ανακήρυξε σαν «έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους φιλοσόφους με θέση στην ιστορία» του δευτέρου ημίσεος του 20ού αιώνα.

                                 Βιβλία:

(1957) “Έκθεση περί της κατασκευής καταστάσεων
(1964) “Ενάντια στον κινηματογράφο
(1967) “Η κοινωνία του Θεάματος
1985) “Παρατηρήσεις για την δολοφονία του Ζεράρ Λεμπoβισί
(1987) “Το παιχνίδι του πολέμου
(1988) “Σχόλια πάνω στην κοινωνία του θεάματος
(1989) “Πανηγυρικός
(1990) “In girum imus nocte et consumimur igni

  Επίσης κυκλοφορούνε στα Ελληνικά:

Η αισθητική της ανατροπής
Η επανάσταση ως υποκείμενο κι ως αναπαράσταση
Για μια επαναστατική κριτική της τέχνης
Για την ένοπλη πάλη στην Ισπανία και τους φυλακισμένους ελευθεριακούς

                                Ταινίες:

* Hurlements en faveur de Sade (Howls for Sade) 1952
* Sur le passage de quelques personnes à travers une assez courte unité de temps (On the Passage of a Few Persons Through a Rather Brief Unity of Time) 1959 (short film, Dansk-Fransk Experimentalfilmskompagni)
* Critique de la séparation (Critique of Separation) 1961 (short film, Dansk-Fransk Experimentalfilmskompagni)
* La Société du spectacle (Society of the Spectacle) 1973 (Simar Films)
* Réfutation de tous les judgements, tant élogieux qu’hostiles, qui ont été jusqu’ici portés sur le film « La Société du spectacle » (Refutation of * All the Judgements, Pro or Con, Thus Far Rendered on the Film “The Society of the Spectacle”) 1975 (short film, Simar Films)
* In girum imus nocte et consumimur igni (We Turn in the Night, Consumed by Fire) (Simar Films) 1978 This film was meant to be Debord’s last one and is largely autobiographical. The film script was reprinted in 2007 in No: a journal of the arts.
* Guy Debord, son art, son temps (Guy Debord – His Art and His Time) 1994 (a ‘sabotage television film’ by Guy Debord and Brigitte Cornand, Canal Plus)

                  Πρόλογος-Επίλογος Στην Ελληνικήν Έκδοση

     Η Ελληνική έκδοση του In girum αποτελεί μετάφραση της λεγόμενης κριτικής, γαλλικής έκδοσης, που κυκλοφόρησε το 1990 στο Παρίσι από τις εκδόσεις Gerard Lebovici. Το κείμενο της ταινίας είχε περιληφθεί αρχικά στον τόμο «Κινηματογραφικά Άπαντα» του Γκυ Ντεμπόρ (εκδόσεις Champ Libre, Παρίσι 1978), υπό μορφή σεναρίου. Η ταινία γυρίστηκε το 1978 με σκηνοθέτη τον Ντεμπόρ και παραγωγό τον Λεμποβισί, αλλά προβλήθηκε δημόσια 3 χρόνια μετά, επειδή κανείς αιθουσάρχης δεν τη δεχόταν. Το 1981 ο Λεμποβισί, προβαίνοντας σε μια σπάνια χειρονομία γενναιοδωρίας απέναντι στο στενό φίλο και συνεργάτη Ντεμπόρ, αγόρασε μιαν αίθουσα κινηματογράφου στο κέντρο του Παρισιού, με την επωνυμία Cujasμε σκοπό την αποκλειστική προβολή των 6 ταινιών του Ντεμπόρ, αυτό διήρκεσε μέχρι τις 5 Μάρτη 1984, ημερομηνία θανάτου του Λεμποβισί, όταν δολοφονήθηκε σε μια μυστηριώδη ενέδρα στο Παρίσι.
     Αντιδρώντας ακαριαία στον χείμαρρο συκοφαντιών που κατέκλυσε, από την επομένη, τα γαλλικά μέσα ενημέρωσης τόσο κατά του δολοφονηθέντος όσο και κατά του ίδιου του Ντεμπόρ, ο Γκυ απαγόρευσε δια παντός κάθε δημόσια προβολή των ταινιών του στη Γαλλία, απαγόρευση που γενίκευσε αργότερα, φοβούμενος τη μεταχείριση που θα μπορούσε να επιφυλαχθεί εξαιτίας αλλαγών που ‘χαν μεσολαβήσει στη βιομηχανία του θεάματος.
     Οι 6 κινηματογραφικές δημιουργίες του Ντεμπόρ, για τις οποίες γίνεται λόγος πιο πάνω, είναι:

  1.  «Ουρλιαχτά Για Χάρη Του Σαντ» (1952)
2. «Σχετικά με το πέρασμα ορισμένων προσώπων μέσα από μια αρκετά μικρή χρονική μονάδα»                                  (1959)
3. «Κριτική Του Διαχωρισμού»                               (1961)
4. «Η Κοινωνία Του Θεάματος»                               (1973)
5. «Ανασκευή όλων των κρίσεων, εχθρικών ή εγκωμιαστικών, που έχουν εκφρασθεί μέχρι στιγμής όσον αφορά στη ταινία «Η κοινωνία του θεάματος» (1975)
6. «In girum imus nocte et consumimur igni»(1978).

    * Λατινική καρκινική φράση, διαβάζεται δηλαδή κι ανάποδα και σημαίνει:
   «Τριγυρνάμε μες στη νύχτα και φωτιά μας καταπίνει»!

     Η δομή της τελευταίας, μ’ εξαίρεση τα «Ουρλιαχτά Για Χάρη Του Σαντ» όπου δεν υπήρχαν καθόλου εικόνες, ήταν ανάλογη με την δομή των προηγούμενων. Δηλαδή, με την επικράτηση ενός πλήρους αποσυντονισμού μεταξύ λόγου και εικόνας, σχηματίζεται ένα παράδοξο κινηματογραφικό «κουβάρι» όπου εμπλέκονται η φωνή ενός αφηγητή που εκφωνεί το κείμενο της ταινίας, μουσικά κομμάτια, αποσπάσματα από διάφορες ταινίες (εν είδει κινηματογραφικού sampling)καθώς κι ένα ετερογενές οπτικό υλικό που, άλλοτε άμεσα κι άλλοτε έμμεσα, σχετίζεται με τον αφηγούμενο λόγο, χωρίς ωστόσο να προβάλλεται σε μια συνεχή ροή.
     Η τελευταία, αυτοβιογραφική, ταινία του, η πιο ολοκληρωμένη και προσωπική του, ένα είδος «Πανηγυρικού» φέρει ως τίτλο ένα παλίνδρομο, μια φράση δηλαδή που διαβάζεται κι ανάποδα. «Ολόκληρη η ταινία» γράφει ο ίδιος, «είναι χτισμένη πάνω στο θέμα του νερού. Πρόκειται για τον χρόνο που κυλά. Μνημονεύουμε λοιπόν (εκτρέποντας φράσεις τους) τους ποιητές της διάλυσης των πάντων (Λι Πο, Ομάρ Καγιάμ, Ηράκλειτος, Μποσουέ, Σέλεϋ)». Δευτερευόντως, υπάρχει το θέμα της φωτιάς, της έκρηξης της στιγμής: είναι η επανάσταση, το Σεν Ζερμέν ντε Πρε, η νεότητα, ο έρωτας, η άρνηση του μεσονυκτίου, ο Διάβολος, η μάχη και οι «ανολοκλήρωτες επιχειρήσεις» όπου πάνε οι άνθρωποι για να πεθάνουν, τυφλωμένοι σαν «ταξιδιώτες που περνάνε».
-=============-

                    In girum imus nocte et consumimur igni

     Σ’ αυτή τη ταινία (στα 1978, μια ταινία εικονογραφούσε παραστατικά αυτό το λόγο. Είναι σίγουρο ότι μια τέτοιου είδους ταινία δεν είχε πραγματικά θέση στον κινηματογράφο, όπως βλέπουμε τώρα ότι κι ο ίδιος ο κινηματογράφος δεν έχει καμμιά θέση μες στη κοινωνία. Τα λόγια από μόνα τους, με τη προϋπόθεση της προσθήκης κάποιων σημειώσεων που να διευκολύνουν τη κατανόηση, θα ‘ναι ωστόσο διαφωτιστικά. Η εποχή μας θ’ αφήσει ελάχιστα κείμενα που να εξετάζουν με τόση παρρησία τις μεγάλες μεταμορφώσεις που τη σημάδεψαν. Γιατί τί αληθινό θα μπορούσαν να δουν και να πουν αυτοί που συμμερίζονται οτιδήποτε απ’ τις συνδυασμένες αυταπάτες και φιλοδοξίες αυτής της εποχής;) δεν θα κάνω καμιά παραχώρηση στο κοινό. Ένα πλήθος εξαίρετων λόγων δικαιολογεί, στα μάτια μου, μια τέτοια στάση και θα τους εκθέσω  ευθύς αμέσως.
     Καταρχήν είναι πολύ γνωστό ότι δεν έχω κάνει σε τίποτα παραχωρήσεις στις κυρίαρχες ιδέες της εποχής μου ούτε σε καμιά από τις υπάρχουσες εξουσίες. Άλλωστε, για όποια εποχή κι αν πρόκειται, τίποτα σημαντικό δεν ανακοινώθηκε ποτέ καλοπιάνοντας ένα κοινό, ακόμη κι αν αποτελείτο από συγχρόνους του Περικλέους και, μέσα στον παγωμένο καθρέφτη της οθόνης, οι θεατές δεν βλέπουν σήμερα τίποτα που να θυμίζει τους αξιοσέβαστους πολίτες μιας δημοκρατίας.
     Εδώ ακριβώς έγκειται η ουσία: αυτό το κοινό που έχει στερηθεί παντελώς την ελευθερία κι έχει τα πάντα ανεχθεί, αξίζει λιγότερο από κάθε άλλο να το καλοπιάνεις. Οι χειραγωγοί της διαφήμισης με τον παραδοσιακό κυνισμό εκείνων που ξέρουν ότι οι άνθρωποι έχουν τη τάση να δικαιολογούν τις προσβολές για τις οποίες δεν παίρνουν εκδίκηση, του ανακοινώνουν σήμερα ατάραχα ότι «όποιος αγαπά τη ζωή, πηγαίνει σινεμά». (Γύρω απ’ αυτό το ηλίθιο σλόγκαν είχε οργανωθεί μια ολόκληρη διαφημιστική καμπάνια που όμως δεν έπεισε το κοινό να ξαναγυρίσει στις αίθουσες προβολής). Αλλά αυτή η ζωή κι αυτό το σινεμά είναι εξίσου ασήμαντα και γι’ αυτό ουσιαστικά μπορεί να αντικαθιστά το ένα το άλλο αδιάφορα.
     Το κοινό του κινηματογράφου, που ποτέ δεν ήταν πολύ αστικό και σχεδόν δεν είναι πια λαϊκό, στρατολογείται στο εξής, σχεδόν εξολοκλήρου, από ένα μονάχα κοινωνικό στρώμα, που έχει γίνει άλλωστε ευρύ: εκείνο των ειδικευμένων υπαλληλίσκων στα διάφορα πόστα των «υπηρεσιών» εκείνων που το σημερινό παραγωγικό σύστημα έχει τόσο επιτακτική ανάγκη: διαχείριση, έλεγχος, συντήρηση, έρευνα, εκπαίδευση, προπαγάνδα, διασκέδαση και ψευτοκριτική. Όλα αυτά αρκούνε για να τους περιγράψεις. Σ’ αυτό το κοινό που πηγαίνει ακόμα σινεμά, πρέπει οπωσδήποτε να συμπεριλάβουμε επίσης κι εκείνους του ίδιου φυράματος οι οποίοι, όντας νεότεροι, βρίσκονται ακόμα στο στάδιο της συνοπτικής εκμάθησης των διαφόρων αυτών καθηκόντων στελέχωσης.
     Στο ρεαλισμό και τα επιτεύγματα αυτού του περιβόητου συστήματος, μπορούμε ήδη να αναγνωρίσουμε τις προσωπικές ικανότητες των εκτελεστικών οργάνων που έχει εκπαιδεύσει. Κι όντως αυτοί εδώ πλανώνται σε όλα και δεν μπορούνε παρά να παραπαίουν ανάμεσα σε ψέματα. Πρόκειται για μισθωτούς φουκαράδες που περνιούνται για ιδιοκτήτες, για παραμυθιασμένους αδαείς που περνιούνται για μορφωμένοι, για νεκρούς που νομίζουν ότι ψηφίζουν.
     Πόσο σκληρά τους φέρθηκε ο τρόπος παραγωγής! Από εξέλιξη σε προαγωγή, έχουν χάσει και τα λίγα που είχαν και κέρδισαν αυτά που κανείς δεν ήθελε. Συγκεντρώνουν τις αθλιότητες και τις ταπεινώσεις όλων των εκμεταλλευτικών συστημάτων του παρελθόντος και το μόνο που αγνοούν απ’ αυτά είναι η εξέγερση. Μοιάζουν πολύ με σκλάβους, γιατί στοιβάζονται μαζικά μέσα σε κτίρια άθλια, ανθυγιεινά και καταθλιπτικά, διατρέφονται άσχημα με τροφή μολυσμένη κι άγευστη, νοσηλεύονται υπό άθλιες συνθήκες όταν προσβάλλονται από αρρώστιες, που συνεχώς υποτροπιάζουνε βρίσκονται υπό συνεχή και ταπεινωτική επιτήρηση και συντηρούνται μες στον εκσυγχρονισμένο αναλφαβητισμό, (Ο εκσυγχρονισμένος αναλφαβητισμός δεν σήμαινε, κείνη την εποχή, τίποτα άλλο απ’ την απλή θεαματική κουλτούρα. Μερικά χρόνια αργότερα διαπιστώσαμε πως η τελευταία επανέφερε τον αναλφαβητισμό, με τη κυριολεκτική έννοια του όρου, με άτυπη μορφή.) και τις θεαματικές δεισιδαιμονίες, που ανταποκρίνονται στα συμφέροντα των αφεντικών τους. Ξεριζώθηκαν, βρέθηκαν μακριά από τις επαρχίες ή τις γειτονιές τους, σ’ ένα καινούργιο κι εχθρικό τοπίο, σύμφωνα με τις συγκεντρωτικές τάσεις της σύγχρονης βιομηχανίας. Δεν είναι παρά νούμερα σε γραφικές παραστάσεις σχεδιασμένες από ηλίθιους. Πεθαίνουν σωρηδόν στους δρόμους, σε κάθε επιδημία γρίππης, σε κάθε κύμα καύσωνα, σε κάθε λάθος εκείνων που νοθεύουν τα τρόφιμά τους, σε κάθε τεχνική καινοτομία που είναι επικερδής για τους πολυάριθμους αναδόχους ενός σκηνικού του οποίου αυτοί είναι τα πρώτα θύματα. Οι μαρτυρικές συνθήκες ύπαρξής τους επιφέρουν τον σωματικό, διανοητικό και ψυχικό εκφυλισμό τους. Τους μιλάνε πάντα σαν σε υπάκουα παιδιά, στα οποία αρκεί να πεις «πρέπει» κι αυτά αμέσως υποτάσσονται. Κυρίως, όμως, τους αντιμετωπίζουνε σαν ηλίθια παιδιά, μπρος στα οποία ψελλίζουνε και παραληρούνε δεκάδες πατερναλιστικές εξειδικεύσεις, που αυτοσχεδιάστηκαν την προηγούμενη, κάνοντάς τους να δεχτούν οτιδήποτε, λέγοντάς το όπως να ‘ναι, και μάλιστα, την επομένη το εντελώς αντίθετο.
     Διαχωρισμένοι μεταξύ τους εξαιτίας της γενικής απώλειας κάθε γλώσσας που να ανταποκρίνεται στα γεγονότα, απώλειας που τους απαγορεύει και τον παραμικρό διάλογο, διαχωρισμένοι εξαιτίας του αδιάκοπου και διαρκώς οξυνόμενου ανταγωνισμού τους μες στην επιδεικτική κατανάλωση του κενού κι επομένως, διαχωρισμένοι εξ αιτίας μιας επιθυμίας, που είναι η πλέον αβέβαιη κι ανίκανη να βρει κάποια ικανοποίηση, διαχωρισμένοι ακόμα κι από τα ίδια τα παιδιά τους, τη μόνη, μέχρι πρόσφατα, ιδιοκτησία όσων δεν έχουν τίποτα. (Έννοια της λέξης «προλετάριος», στους Ρωμαίους.) Τους αφαιρούν, από πολύ νωρίς, τον έλεγχο των παιδιών τους, που είναι ήδη αντίπαλοι τους, που δεν ακούνε πια καθόλου τις αβασάνιστες γνώμες των γονιών τους και περιγελούνε τη παταγώδη τους αποτυχία· που περιφρονούν κι όχι άδικα, τη καταγωγή τους κι αισθάνονται πολύ περισσότερο παιδιά του κυρίαρχου θεάματος, παρά κείνων των υποτακτικών του που τα γεννήσαν τυχαία: ονειρεύονται πως είναι μιγάδες που προήλθαν απ’ αυτούς εκεί τους νέγρους. Πίσω από το προσωπείο της προσποιητής αγαλλίασης, σ’ αυτά τα ζευγάρια, όπως κι ανάμεσα σ’ αυτά και τα παιδιά τους, δεν ανταλλάσσονται παρά βλέμματα μίσους.
     Ωστόσο, αυτοί οι προνομιούχοι εργαζόμενοι της ολοκληρωμένης εμπορευματικής κοινωνίας, διαφέρουν από τους σκλάβους στο ότι οφείλουν να μεριμνούν οι ίδιοι για τη συντήρησή τους. Η κατάστασή τους μπορεί να συγκριθεί μάλλον με τη δουλοπαροικία, επειδή είναι προσκολλημένοι αποκλειστικά σε μιαν επιχείρηση και στην επιτυχή της πορεία, αν και δίχως αμοιβαίο όφελος και προπάντων, επειδή είναι αναγκασμένοι να κατοικούν σ’ ένα και μοναδικό χώρο: το ίδιο κύκλωμα κατοικιών, γραφείων, αυτοκινητοδρόμων, θερέτρων κι αεροδρομίων, πάντα πανομοιότυπων.
     Αλλά μοιάζουν επίσης με τους σύγχρονους προλετάριους ως προς το αβέβαιο των αποδοχών τους, που αντιφάσκει με τη προγραμματισμένη ρουτίνα των εξόδων τους και το γεγονός ότι είναι αναγκασμένοι να εκμισθώνουν τον εαυτό τους στην ελεύθερη αγορά, δίχως να κατέχουν κανένα από τα εργαλεία της εργασίας τους: επειδή έχουν ανάγκη από χρήματα. Είναι αναγκασμένοι ν’ αγοράζουν εμπορεύματα και τους έχουνε φέρει σε σημείο να μη μπορούν να διατηρήσουν επαφή με οτιδήποτε δεν είναι εμπόρευμα.
     Αλλά εκεί που η οικονομική τους κατάσταση προσιδιάζει ακριβέστερα στο ιδιότυπο σύστημα δουλοπαροικίας, τη «πεονία» (Φεουδαρχικό σύστημα δουλοπαροικίας που εμφανίστηκε στο Μεξικό. Στα πλαίσια αυτού, οι μεγαλογαιοκτήμονες εκμισθώνουν την εργατική δύναμη ακτημόνων αγροτών {πεόνων}), είναι ότι, δεν τους παραχωρείται πια ούτε η πρόσκαιρη διαχείριση του χρήματος γύρω από το οποίο περιστρέφεται όλη η δραστηριότητά τους. Προφανώς, δε μπορούν παρά να το ξοδεύουν, αφού το λαμβάνουν σε πολύ μικρή ποσότητα για να το συσσωρεύσουν. Τελικά, όμως, υποχρεώνονται να καταναλώνουν επί πιστώσει, αλλά η πίστωση που τους παρέχεται παρακρατείται από τον μισθό τους κι έτσι για να τη ξοφλήσουνε πρέπει να δουλέψουν ακόμα πιότερο. Καθώς ολόκληρη η οργάνωση της διανομής των αγαθών είναι συνδεδεμένη με την οργάνωση της παραγωγής και του Κράτους, τους ροκανίζουν ανενόχλητα το μερίδιο που τους αναλογεί, τόσο σε τροφή όσο και σε χώρο, ποσοτικά και ποιοτικά. Αν και τυπικά παραμένουν ελεύθεροι εργαζόμενοι και καταναλωτές, δε μπορούν να απευθυνθούν αλλού, γιατί παντού τους εμπαίζουν.
     Δε θέλω να πέσω στο απλουστευτικό λάθος να ταυτίσω εντελώς τη κατάσταση αυτών των μισθωτών 1ης κατηγορίας με προγενέστερες μορφές κοινωνικο-οικονομικής καταπίεσης. Πρώτα απ’ όλα, επειδή, αν αφήσουμε κατά μέρος το πλεόνασμα της ψευδούς συνείδησης τους και τη διπλή ή τριπλή συμμετοχή τους στην απόκτηση των αξιοθρήνητων σκουπιδιών που κατακλύζουνε το σύνολο σχεδόν της αγοράς, είναι φανερό ότι μοιράζονται τη θλιβερή ζωή της πλειονότητας των σημερινών μισθωτών: εξάλλου στα πλαίσια της αφελούς πρόθεσης να κάνουν να ξεχαστεί αυτή η εξοργιστική χυδαιότητα, πολλοί βεβαιώνουν ότι αισθάνονται ενοχλημένοι ζώντας μες στη τρυφή, τη στιγμή που μακρινοί λαοί μαστίζονται από τη στέρηση. (Σ’ αυτήν ακριβώς τη κοινωνική ανάγκη ανταποκρίνεται έν αρκετά μεγάλο μέρος της τρέχουσας πληροφόρησης καθώς κι οι εμπορικές δραστηριότητες των λεγόμενων “φιλανθρωπικών οργανώσεων”). Ένας άλλος λόγος για να μη τους συγχέει κανείς με τους δυστυχείς του παρελθόντος, είναι ότι η ιδιότυπη κατάσταση τους εμπεριέχει καθαυτή χαρακτηριστικά αναμφισβήτητα σύγχρονα.
     Για πρώτη φορά στην ιστορία, βλέπουμε οικονομικούς παράγοντες υψηλής ειδίκευσης οι οποίοι, πέρα από την εργασία τους, πρέπει να κάνουν τα πάντα μόνοι τους: οδηγούν οι ίδιοι τα αυτοκίνητα τους, έχουν αρχίσει να βάζουν μόνοι τους βενζίνη, κάνουν οι ίδιοι τα ψώνια τους ή ασχολούνται προσωπικά με ό,τι αποκαλούνε μαγειρική, αυτοεξυπηρετούνται στα σούπερ-μάρκετ, όπως και σ’ ό,τι αντικατέστησε τα βαγκόν ρεστοράν. Αναμφίβολα, τα διόλου άμεσα παραγωγικά τους προσόντα τα απέκτησαν γρήγορα, αλλά στη συνέχεια, αφού προσφέρουνε το μερίδιο τους σε ώρες εξειδικευμένης εργασίας, είναι υποχρεωμένοι να κάνουν με τα ίδια τους τα χέρια όλα τα υπόλοιπα. Η εποχή μας δε, κατόρθωσε ακόμη να ξεπεράσει την οικογένεια, το χρήμα, τον καταμερισμό της εργασίας, παρ’ όλα αυτά όμως, θα λέγαμε ότι γι’ αυτούς εδώ η υπάρχουσα πραγματικότητα έχει ήδη διαλυθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου, μες στην απλή στέρηση. Αυτοί που δεν είχανε ποτέ τίποτα ουσιώδες, τώρα δεν έχουν απολύτως τίποτα.
     Ο απατηλός χαρακτήρας του πλούτου που ισχυρίζεται ότι μοιράζει η σημερινή κοινωνία, ακόμα κι αν δεν ήταν αναγνωρίσιμος σ’ όλους τους άλλους τομείς, θα ήταν επαρκώς αποδεδειγμένος απ’ αυτή και μόνο τη παρατήρηση: ότι για πρώτη φορά ένα τυραννικό σύστημα συντηρεί τόσο άσχημα τους δικούς τους, τους ειδικούς του, τους γελωτοποιούς του. Αυτούς τους εξουθενωμένους υπηρέτες του, το κενό τους φιλοδωρεί με νόμισμα κατ’ εικόνα του. Και για να το πούμε αλλιώς, είναι η 1η φορά που φτωχοί νομίζουν ότι αποτελούνε τμήμα μιας οικονομικής ελίτ, παρότι υπάρχουν αποδείξεις περί του αντιθέτου. Αυτοί οι δύστυχοι θεατές, όχι μόνον εργάζονται, αλλά και κανένας δεν εργάζεται για λογαριασμό τους και πολύ περισσότερο, οι άνθρωποι που πληρώνονται απ’ αυτούς: διότι, ακόμα κι οι προμηθευτές τους, θεωρούν τους εαυτούς τους μάλλον ως επιστάτες τους, οι οποίοι επιβλέπουν αν προσέρχονται με αρκετή προθυμία για να συγκεντρώσουν τα ερζάτς που είναι υποχρεωμένοι ν’ αγοράσουν. Τίποτα δε θα μπορούσε να κρύψει τη ταχεία φθορά, που είναι ενσωματωμένη ήδη εξαρχής, όχι μόνο σε κάθε υλικό αντικείμενο, αλλά ακόμα και στο νομικό επίπεδο, στις σπάνιες ιδιοκτησίες τους. Όπως δεν πήραν κληρονομιά δεν θ’ αφήσουν κιόλας.
     Λοιπόν, μια που το κοινό του κινηματογράφου έχει να σκεφτεί, πρώτα απ’ όλα, αλήθειες τόσο σκληρές που το αφορούν άμεσα και που τόσο συχνά του αποκρύπτονται, δεν μπορούμε ν’ αρνηθούμε ότι μια ταινία που, για μια φορά, του προσφέρει την επώδυνη υπηρεσία να του αποκαλύψει ότι η αρρώστια του δεν είναι τόσο μυστηριώδης όσο νομίζει και ίσως ούτε αθεράπευτη -αν τυχόν κατορθώναμε μια μέρα να καταργήσουμε τις τάξεις και το Κράτος- έχει, ως προς αυτό τουλάχιστον, κάποιαν αξία. Δεν θα έχει άλλη.
     Πράγματι, αυτό το κοινό που θέλει να περνιέται παντού για ειδήμονας και που δικαιολογεί όσα υφίσταται, που δέχεται να βλέπει ν’ αλλάζουν προς το αποκρουστικότερο το ψωμί που τρώει κι ο αέρας που αναπνέει, τα κρέατα και τα σπίτια του, δεν αποστρέφεται την αλλαγή παρά μόνο όταν πρόκειται για τον κινηματογράφο που έχει συνηθίσει και, προφανώς, αυτή είναι η μόνη απ’ τις συνήθειες του που έχει γίνει σεβαστή. (Αυτό έπαψε να ισχύει. Είδαμε ότι, μετά από μια σειρά άλλων πραγμάτων, η οικονομική πρόοδος κατάργησε και τον κινηματογράφο, που οι θεατές συντηρούσαν μάλλον βλακωδώς. Οι καινούργιες ανάγκες, απ’ τις οποίες εξαρτάται ολοκληρωτικά ο θεατής, κατόρθωσαν να προβάλλουν μια πιο ακριβή αναπαράσταση της εκλογίκευσης τους: έπρεπε ν’ αγαπήσουμε το βιντεοκλίπ). Ίσως να είμαι ο μόνος που το πρόσβαλε από παλιά ως προς αυτό το σημείο. Διότι όλοι οι άλλοι, ακόμα και οι μοντερνίζοντες μέχρι του σημείου να εμπνέονται από συζητήσεις που γίνονται της μόδας από τον τύπο, προϋποθέτουν την αθωότητα ενός τέτοιου κοινού και του δείχνουν, σύμφωνα με τη θεμελιώδη συνήθεια του κινηματογράφου, όσα συμβαίνουν μακριά: διαφόρων ειδών βεντέτες που έχουν ζήσει στη θέση του και τις οποίες κοιτά μες από τη κλειδαρότρυπα με μια χυδαία οικειότητα.
     Ο κινηματογράφος, για τον οποίο μιλάω εδώ, είναι η παράλογη μίμηση μιας παράλογης ζωής, μια αναπαράσταση επινοητική στο να μη λέει τίποτα, επιδέξια να ξεγελά για μια ώρα τη πλήξη μέσα από τον αντικατοπτρισμό αυτής της πλήξης· η δειλή μίμηση, που είναι το θύμα του παρόντος κι ο ψευδομάρτυρας του μέλλοντος, που, μέσα από πολλές μυθοπλασίες κι υπερθεάματα, το μόνο που κατορθώνει είναι να αναλώνεται άσκοπα, συσσωρεύοντας εικόνες που παρασύρονται από το χρόνο. (Παράφραση του Μποσυέ, Επικήδειος λόγος της Ενριέττας-Άννας της Αγγλίας. “Η φρόνηση για την οποία μιλά εδώ είναι αυτή η παράλογη φρόνηση, επινοητική στο να βασανίζει τον εαυτό της, επιδέξια στο να τον ξεγελά, που σαπίζει στο παρόν, που χάνεται στο μέλλον, που μετά από πολλούς συλλογισμούς και μεγάλες προσπάθειες, το μόνο που καταφέρνει είναι να αναλώνεται άσκοπα συσσωρεύοντας πράγματα που παρασύρονται απ’ τον άνεμο”). Τι παιδιάστικος σεβασμός για εικόνες! Ταιριάζει μια χαρά σ’ αυτό το συρφετό ματαιόδοξων, τον πάντα ενθουσιώδη και πάντα απογοητευμένο, τον δίχως γούστο, γιατί δεν είχε ποτέ μια ευτυχισμένη εμπειρία από τίποτα και που δεν αναγνωρίζει τίποτα από τις ατυχείς του εμπειρίες επειδή δε διαθέτει ούτε γούστο ούτε κουράγιο, σε σημείο που κανένα είδος απάτης, γενικότερης ή ειδικότερης, δε μπόρεσε ποτέ να κάμψει την ιδιοτελή του ευπιστία.
     Θα πίστευε κανείς, μετά από όσα έχει δει καθένας, ότι υπάρχουν ακόμα, ανάμεσα στους ειδικευμένους θεατές που δίνουν στους άλλους μαθήματα, διεστραμμένοι ικανοί να υποστηρίζουν ότι μια αλήθεια που εκφράζεται στον κινηματογράφο, αν δεν αποδεικνύεται με εικόνες, έχει κάτι το δογματικό; Εξάλλου, η διανοητική σκλαβιά αυτής της εποχής, (Τα media την είχαν αποκαλέσει κάποτε «Νέα Φιλοσοφία»). αποκαλεί ζηλόφθονα «λόγο του δασκάλου» ό,τι περιγράφει τον δουλικό της χαρακτήρα, όσο για τα γελοία δόγματα των πατρώνων της, ταυτίζεται τόσο πολύ μαζί τους ώστε δεν τα γνωρίζει. Τί θα ‘πρεπε να αποδειχτεί με εικόνες. Τίποτα δεν αποδεικνύεται ποτέ παρά μονάχα από τη πραγματική κίνηση που καταργεί τις υπάρχουσες συνθήκες, δηλαδή την οργάνωση των παραγωγικών σχέσεων μιας εποχής και τις μορφές ψευδούς συνείδησης που αναπτύχθηκαν πάνω σ’ αυτή τη βάση.
     Δεν έχουμε δει ποτέ κάποια πλάνη να καταρρέει ελλείψει μιας καλής εικόνας. Αυτός που πιστεύει ότι οι καπιταλιστές είναι εξοπλισμένοι κατάλληλα ώστε να διαχειρίζονται, όλο και πιο ορθολογικά, τη διεύρυνση της ευτυχίας του και τις ποικίλες απολαύσεις της αγοραστικής του δύναμης, θα αναγνωρίσει εδώ ικανά κεφάλια πολιτικών κι αυτός που πιστεύει πως οι σταλινικοί γραφειοκράτες αποτελούν το κόμμα του προλεταριάτου, θα δει εκεί ωραία κεφάλια εργατών. Οι υπαρκτές εικόνες δεν αποδεικνύουνε παρά υπαρκτά ψεύδη.
     Οι αναπαριστώμενες ιστοριούλες είναι οι λίθοι με τους οποίους χτίστηκε όλο το οικοδόμημα του κινηματογράφου. Δεν βρίσκει κανείς στον κινηματογράφο παρά τους παλιούς θεατρικούς ήρωες, πάνω όμως σε μια σκηνή πιο ευρύχωρη και πιο ευκίνητη ή τους ήρωες των μυθιστορημάτων, μέσα όμως σε ενδύματα και περιβάλλοντα πιο άμεσα αισθητά. Η κοινωνία κι όχι η τεχνική, έκανε έτσι τον κινηματογράφο. Ο τελευταίος θα μπορούσε να ήταν ιστορική έρευνα, θεωρία, δοκίμιο, απομνημονεύματα. Θα μπορούσε να ήταν η ταινία που κάνω αυτή τη στιγμή.
     Ιδού, λόγου χάρη, μια ταινία όπου δεν λέω παρά μονάχα αλήθειες με εικόνες που είναι όλες ασήμαντες ή ψεύτικες· μία ταινία που περιφρονεί τη σκόνη των εικόνων που την συνθέτει. Δε θέλω να διατηρήσω τίποτα από τη γλώσσα αυτής της ξεπερασμένης τέχνης, εκτός ίσως από το contre-champ {Αντίστροφη λήψη (κινηματογραφικός όρος)} του μόνου κόσμου που κοίταξε κι ένα travelling πάνω στις εφήμερες ιδέες μιας εποχής. Ναι, κολακεύομαι που κάνω μια ταινία μ’ οτιδήποτε και το βρίσκω διασκεδαστικό που παραπονιούνται γι’ αυτό εκείνοι που άφησαν όλη τους τη ζωή να γίνει οτιδήποτε.
     Αξιώθηκα το καθολικό μίσος της κοινωνίας του καιρού μου και θα πικραινόμουνα, αν είχα άλλου είδους αρετές στα μάτια μιας τέτοιας κοινωνίας. Ωστόσο, παρατήρησα ότι στον κινηματογράφο προκάλεσα τη πιο πλήρη και πιο ομόθυμη αγανάκτηση. Η απέχθεια τους έφτασε μάλιστα σε σημείο να με λεηλατήσουν πολύ λιγότερο απ’ ό,τι αλλού, ως τώρα τουλάχιστον. (Θέλησαν ν’ αρχίσουν στα 1982. Πολύ αργά, βέβαια, για να κάνει κανείς καριέρα σ’ αυτήν την τέχνη πριν την διάλυση της). Ακόμα κι η ίδια μου η ύπαρξη στον κινηματογράφο, παραμένει μια υπόθεση που γενικά αμφισβητείται. Να’ μαι, λοιπόν, τοποθετημένος υπεράνω όλων των νόμων του συναφιού. Εξ άλλου, όπως έλεγε κι ο Σουίφτ, «δεν είναι δα και μικρή ικανοποίηση για μένα το να παρουσιάσω ένα έργο υπεράνω κάθε κριτικής».
     Προκειμένου να δικαιολογηθεί, έστω και στο ελάχιστο, το απόλυτο αίσχος όσων έγραψε ή κινηματογράφησε αυτή η εποχή, θα ήταν κανείς υποχρεωμένος να ισχυριστεί μια μέρα ότι δεν υπήρξε, στη κυριολεξία, τίποτα άλλο κι επομένως, ότι τίποτα άλλο, ποιος ξέρει γιατί, δεν ήταν εφικτό. Καλά τώρα! Αυτή την αμήχανη δικαιολογία, εγώ από μόνος μου θα αρκούσα για να τη καταρρίψω με το παράδειγμα μου. Κι όπως δε μου χρειάστηκε να αφιερώσω παρά ελάχιστο χρόνο και κόπο γι’ αυτό, τίποτα δεν θα μ’ έκανε να παραιτηθώ από μια τέτοια ικανοποίηση.
     Δεν είναι τόσο φυσικό, όσο θα ‘θελαν να πιστεύουνε σήμερα, το να περιμένουμε απ’ οποιονδήποτε, μεταξύ κείνων που το επάγγελμα τους είναι να ‘χουνε το λόγο μες στις σημερινές συνθήκες, να εισαγάγει εδώ ή εκεί επαναστατικές καινοτομίες. Μια τέτοια ικανότητα ανήκει βέβαια μόνο σ’ αυτόν που συνάντησε παντού εχθρότητα και κατατρεγμό κι όχι σ’ αυτόν που παίρνει κρατικές επιχορηγήσεις. Και μάλιστα, σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο, παρά τη γενικευμένη συνωμοσία σιωπής γύρω απ’ αυτό, μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι καμιά πραγματική αμφισβήτηση δε θα μπορούσε να προέλθει από άτομα που, επιδεικνύοντας την, ανέβηκαν κοινωνικά λίγο περισσότερο απ’ ότι αν απείχαν από αυτή. {Αυτός ο ιστορικός νόμος δεν επιδέχεται καμιά εξαίρεση. Σ’ αυτόν έγκειται η κύρια δυσκολία των αντικαπιταλιστικών επαναστάσεων, όπως επισήμανε, ήδη από τα 1912, ο Robert Μichels στο έργο του: «Προσεγγίσεις μιας Κοινωνιολογίας τον Κόμματος στη Σύγχρονη Δημοκρατία»: (Έρευνα πάνω στις Ολιγαρχικές Τάσεις της Ομαδικής Ζωής)}. Κι όλα αυτά σύμφωνα με το πασίγνωστο παράδειγμα του ευημερούντος συνδικαλιστικού και πολιτικού προσωπικού, πάντα έτοιμου να παρατείνει για μια χιλιετία τους στεναγμούς των προλετάριων, με μοναδικό σκοπό τη διαιώνιση ενός υπερασπιστή τους.
     Σ’ ό,τι με αφορά, αν μπόρεσα να είμαι τόσο κατακριτέος στον κινηματογράφο, είναι επειδή υπήρξα πολύ πιο ένοχος αλλού. Θεώρησα εξαρχής καλό να αφοσιωθώ στην ανατροπή αυτής της κοινωνίας και έδρασα αναλόγως. Έλαβα αυτή την απόφαση σε μια στιγμή που όλοι σχεδόν πίστευαν ότι το υπάρχον αίσχος, στην αστική ή τη γραφειοκρατική του εκδοχή, είχε το πιο αίσιο μέλλον. Κι από τότε δεν άλλαξα γνώμη, ούτε μία ούτε πιότερες φορές όπως άλλοι, με την αλλαγή των καιρών, μάλλον οι καιροί άλλαξαν σύμφωνα με τις δικές μου απόψεις. Κι αυτό προκαλεί δυσαρέσκεια στους συγχρόνους μου.
     Έτσι λοιπόν, αντί να προσθέσω μια ακόμα ταινία στις χιλιάδες άλλες ασήμαντες ταινίες, προτιμώ να εκθέσω εδώ γιατί δε θα κάνω κάτι τέτοιο, πράγμα που ισοδυναμεί με την αντικατάσταση των ανούσιων περιπετειών που αφηγείται ο κινηματογράφος με την εξέταση ενός θέματος σημαντικού: του εαυτού μου. Συχνά μου έχουν προσάψει, άδικα πιστεύω, ότι κάνω δύσκολες ταινίες: ε, λοιπόν, θα κάνω μια δύσκολη. Σ’ όποιον οργιστεί επειδή δεν θα μπορεί να καταλάβει κάθε μου υπαινιγμό ή δηλώσει ανίκανος να διακρίνει ξεκάθαρα τις προθέσεις μου, θα απαντήσω μόνον ότι θα πρέπει να λυπάται για την έλλειψη κουλτούρας και για τη στειρότητα του κι όχι για τη συμπεριφορά μου, θα πρέπει να λυπάται που έχασε τον καιρό του στο Πανεπιστήμιο, όπου μεταπωλούνται λαθραία λιγοστά αποθέματα μουχλιασμένων γνώσεων. Εξετάζοντας την ιστορία της ζωής μου, βλέπω ξεκάθαρα πως δε μπορώ να κάνω ό,τι αποκαλείται κινηματογραφικό έργο. Και πιστεύω ότι μπορώ εύκολα να πείσω οποιονδήποτε γι’ αυτό, τόσο με τη μορφή όσο και με το περιεχόμενο αυτού του λόγου μου. Πρώτα απ’ όλα, οφείλω να αποκρούσω τον πιο ψευδή απ’ όλους τους μύθους, σύμφωνα με τον οποίο είμαι ένα είδος θεωρητικού των επαναστάσεων. Δείχνουν να πιστεύουν, εδώ που τα λέμε, τα ανθρωπάκια, ότι παίρνω τα πράγματα από τη θεωρητική τους πλευρά, ότι είμαι ένας κατασκευαστής θεωρίας, ενός σοφού οικοδομήματος στο οποίο μπορείς να πας να κατοικήσεις από τη στιγμή που ξέρεις τη διεύθυνση του και του οποίου θα μπορούσες, μάλιστα, να τροποποιήσεις λιγάκι μια-δυο βάσεις, δέκα χρόνια αργότερα, μετατοπίζοντας τρεις κόλλες χαρτί, ώστε να φτάσει στην οριστική τελειότητα της θεωρίας που θα επέφερε τη λύτρωση τους.
     Οι θεωρίες, όμως, δεν φτιάχνονται παρά για να πεθαίνουν μέσα στον πόλεμο του χρόνου: είναι μονάδες, λίγο-πολύ ισχυρές, που πρέπει να ρίξεις στη μάχη τη κατάλληλη στιγμή κι όποιες κι αν είναι οι αρετές ή οι ανεπάρκειες τους, δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις στα σίγουρα παρά μόνον εκείνες που είναι διαθέσιμες. Όπως ακριβώς οι θεωρίες πρέπει να αντικαθίστανται, επειδή οι αποφασιστικές τους νίκες προκαλούνε τη φθορά τους ακόμα περισσότερο απ’ ότι οι επιμέρους ήττες τους, έτσι και καμιά ζωντανή εποχή δεν είχε ως αφετηρία μια θεωρία: στην αρχή ήταν παιχνίδι, σύγκρουση, ταξίδι. Μπορούμε να πούμε επίσης για την επανάσταση ό,τι είπε ο Ζομινί για τον πόλεμο: ότι «δεν είναι διόλου μια θετική και δογματική επιστήμη, αλλά μια τέχνη που υπόκειται σε ορισμένες γενικές αρχές και, ακόμα περισσότερο, ένα παθιασμένο δράμα».
     Ποιά είναι τα πάθη μας και πού μας οδήγησαν; Οι άνθρωποι συχνότερα, τείνουν τόσο να υπακούουν σε καταναγκαστικές ρουτίνες ώστε, ακόμα κι αν προτίθενται να επαναστατικοποιήσουν τη ζωή εκ βάθρων, να διαγράψουν το παρελθόν και ν’ αλλάξουν τα πάντα, δε βρίσκουν παρ’ όλα αυτά αφύσικο το ν’ ακολουθήσουνε τον κύκλο σπουδών που είναι προσιτός σ’ αυτούς και, στη συνέχεια, ν’ αναλάβουν ορισμένα λειτουργήματα ή να επιδοθούν σε διάφορες αμειβόμενες εργασίες ανάλογα με το επίπεδο των προσόντων τους ή και λιγάκι πιο πάνω απ’ αυτό. Να γιατί εκείνοι που μας εκθέτουν διάφορες σκέψεις σχετικά με τις επαναστάσεις, αποφεύγουν συνήθως να μας μιλήσουν για τον τρόπο με τον οποίο έζησαν.
     Εγώ, όμως, που δε μοιάζω με κανέναν από αυτούς, θα μπορούσα μονάχα να μιλήσω, με τη σειρά μου, «για τις κυρίες, τους ιππότες, τα όπλα, τους έρωτες, τις συζητήσεις και τα παράτολμα εγχειρήματα» (Οι 2 πρώτοι στίχοι του επικού άσματος του Αριόστο, Μαινόμενος Ορλάνδος) μιας εποχής μοναδικής. Άλλοι είναι σε θέση να προσανατολίζουν και να εκτιμούνε τη πορεία του παρελθόντος τους, σύμφωνα με την αναρρίχηση τους στα πλαίσια μιας καριέρας, την απόκτηση κάθε λογής αγαθών ή, καμιά φορά, με τη συσσώρευση έργων επιστημονικής ή καλλιτεχνικής υφής, που ανταποκρίνονται σε κάποια κοινωνική ζήτηση. Έχοντας απορρίψει κάθε παρόμοια επιλογή, δε ξαναβλέπω μες στο διάβα αυτού του χαοτικού καιρού, παρά μόνο τα στοιχεία που, για μένα, τονε συγκροτήσανε πραγματικά -ή, μάλλον, τις λέξεις και τις φιγούρες που τους μοιάζουν: ημέρες και νύχτες, πόλεις κι ανθρώπους και, στο φόντο όλων αυτών, έναν αδιάκοπο πόλεμο.
     Πέρασα τον καιρό μου σε μερικές χώρες της Ευρώπης και στα μέσα του αιώνα, (1951), όταν ήμουνα 19 ετών, άρχισα να διάγω μια ζωή εντελώς ανεξάρτητη κι ευθύς αμέσως βρέθηκα σα στο σπίτι μου μες στην πιο κακόφημη παρέα. Ήτανε στο Παρίσι, μια πόλη τόσο όμορφη τότε, που πολλοί προτιμούσαν να ζουν εκεί έστω και φτωχοί, παρά οπουδήποτε αλλού όντας πλούσιοι. Ποιός θα μπορούσε να το καταλάβει αυτό, τώρα που δεν έχει απομείνει τίποτα, εκτός απ’ αυτούς που θυμούνται τη δόξα εκείνη; Ποιός άλλος θα μπορούσε να ξέρει τις κακουχίες και τις απολαύσεις που γνωρίσαμε σε κείνα τα μέρη, που όλα τώρα έχουν γίνει τόσον άσχημα;

«Εδώ βρισκόταν
η αρχαία κατοικία
του βασιλιά του Ου.
Χλόη φυτρώνει ατάραχα

επάνω στα συντρίμμια.

Εκεί, το μυστηριώδες παλάτι των Τσιν,
που γεμάτο ήτανε χλιδή

και σκόρπιζε το δέος.
Όλα για πάντα τέλειωσαν,
όλα κυλούν συνάμαάνθρωποι και γινόμενα
σαν τ’ ατελείωτα κύματα

του Γιανγκ-τσε-Κιανγκ
που χάνονται στη θάλασσα
».     
     (Ποίημα του Λι Πο)

     Το Παρίσι, τότε, μες στα όρια των είκοσι διαμερισμάτων του, δεν κοιμότανe ποτέ τελείως κι επέτρεπε στη κραιπάλη ν’ αλλάζει τρεις φορές γειτονιά κάθε νύχτα. Δεν είχαν ακόμα διαιρέσει και διασκορπίσει τους κατοίκους του. (Η μέθοδος αναφέρθηκε μ’ αυτούς τους όρους από τον Μακιαβέλι στο έργο, “Ο Ηγεμόνας”). Κατοικούσε εκεί ένας λαός που είχε στήσει δέκα φορές στους δρόμους του οδοφράγματα κι είχε τρέψει σε φυγή βασιλιάδες. Ήταν ένας λαός που δεν τον ικανοποιούσαν οι εικόνες. Κανείς δεν θα τολμούσε, όταν ζούσε στη πόλη του, να τονε κάνει να φάει ή να πιει αυτό που η χημεία των υποκατάστατων δεν είχε τολμήσει ακόμα να επινοήσει.
     Τα σπίτια στο κέντρο δεν ήταν ερημωμένα, ή μεταπωλημένα σε κινηματογραφικούς θεατές που γεννήθηκαν αλλού, κάτω από άλλες στέγες. Το σύγχρονο εμπόρευμα δεν είχε έρθει ακόμα για να μας δείξει πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί ένας δρόμος. (Ο Δάντης, στη 12η Ωδή του Παραδείσου, λέει τα εξής για την αρχαία Φλωρεντία: «Τα σπίτια δεν ήταν έρημα… Ο Σαρδανάπαλος δεν είχε έρθει ακόμη για να μας δείξει πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί ένα δωμάτιο»). Κανείς δεν ήταν υποχρεωμένος να πηγαίνει να κοιμάται αλλού εξαιτίας των πολεοδόμων.
     Δεν είχαμε δει ακόμα, από υπαιτιότητα της κυβέρνησης, τον ουρανό να σκοτεινιάζει, τον καλό καιρό να εξαφανίζεται και τη τεχνητή ομίχλη της μόλυνσης να καλύπτει διαρκώς τη μηχανική κυκλοφορία των πραγμάτων σ’ αυτή τη κοιλάδα των δακρύων. Τα δέντρα δεν πέθαιναν από ασφυξία και τ’ άστρα δεν είχανε σβήσει απ’ τη πρόοδο της αλλοτρίωσης.
     Οι ψεύτες ήταν, όπως πάντα, στην εξουσία, αλλά η οικονομική ανάπτυξη δεν τους είχε ακόμα προσφέρει τα μέσα να ψεύδονται επί παντός θέματος ή να επικυρώνουνε τα ψεύδη τους νοθεύοντας το πραγματικό περιεχόμενο ολόκληρης της παραγωγής. Θα μας εξέπληττε, τότε, εξίσου, αν βρίσκαμε τυπωμένα ή φτιαγμένα στο Παρίσι όλα αυτά τα βιβλία που έκτοτε συντάχθηκαν με τσιμέντο κι αμίαντο κι όλα αυτά τα κτίρια χτισμένα με κοινότοπες σοφιστείες, με το να δούμε να αναβιώνει ένας Ντονατέλο ή ένας Θουκυδίδης.
     Ο Μούζιλ, στον “Ανθρωπο Χωρίς Ιδιότητες”, σημειώνει ότι, «υπάρχουν διανοητικές δραστηριότητες, όπου δεν είναι τα ογκώδη βιβλία, αλλά οι μικρές πραγματείες που κάνουν περήφανο έναν άνθρωπο. Αν, λόγου χάρη, κάποιος ανακάλυπτε πως οι πέτρες, κάτω από ορισμένες συνθήκες που θα είχαν μείνει μέχρι τώρα απαρατήρητες, μπορούν να μιλάνε, δεν θα χρειαζότανε παρά λίγες σελίδες για να περιγράψει και να εξηγήσει ένα φαινόμενο τόσο επαναστατικό». Θα περιοριστώ, λοιπόν, σε λίγες λέξεις για να ανακοινώσω πως, ό,τι κι αν λένε ορισμένοι, το Παρίσι δεν υπάρχει πλέον. Η καταστροφή του Παρισιού δεν είναι παρά μια υποδειγματική απεικόνιση της θανάσιμης αρρώστιας που αυτή τη στιγμή αφανίζει όλες τις μεγαλουπόλεις κι αυτή η αρρώστια δεν είναι κι η ίδια παρά ένα από τα πολλά συμπτώματα της υλικής παρακμής μιας κοινωνίας. Το Παρίσι όμως είχε περισσότερα να χάσει από κάθε άλλη πόλη. Ήταν μεγάλη τύχη να ζήσεις νέος μέσα σ’ αυτή τη πόλη, τότε που, για τελευταία φορά, έλαμψε μια φλόγα τόσο έντονη.
     Υπήρχε, τότε, στην αριστερή όχθη του ποταμού -“δε μπορείς δυο φορές το ίδιο ποτάμι να διαβείς, ούτε δυο φορές ν’ αγγίξεις μιαν ύλη φθαρτή στην ίδια κατάσταση“- (Ηράκλειτος), «μια συνοικία όπου το αρνητικό είχε την αυλή του» («Στα 1952, στο κέντρο του 6ου Διαμερίσματος» –του Παρισιού). Είναι κοινότοπη η παρατήρηση ότι, ακόμα και στις περιόδους που συγκλονίζονται από μεγάλες αλλαγές, ακόμα και τα πιο νεωτεριστικά πνεύματα δύσκολα απαλλάσσονται από πολλές αντιλήψεις του παρελθόντος που έχουν πλέον χάσει τη συνοχή τους και διατηρούνε τουλάχιστον ορισμένες απ’ αυτές, γιατί θα ήταν αδύνατο να απορρίψουν τελείως ως λανθασμένες κι άνευ αξίας κάποιες βεβαιότητες καθολικά αποδεκτές.
     Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να προσθέσουμε πως, όταν γνωρίζει κανείς μέσω της πρακτικής αυτό το είδος υποθέσεων, κάτι τέτοιες δυσκολίες παύουν να αποτελούν εμπόδιο από τη στιγμή που μια ομάδα ανθρώπων αρχίζει να θεμελιώνει την πραγματική της ύπαρξη στην αποφασιστική άρνηση όσων είναι καθολικά αποδεκτά και στη πλήρη περιφρόνηση όσων θα μπορούσαν να προκύψουν απ’ αυτά.
      Όσοι είχαν συγκεντρωθεί εκεί έμοιαζαν να έχουν υιοθετήσει ως μοναδική αρχή δράσης, ευθύς εξαρχής και δημοσίως, το μυστικό που ο «Γέρος του Βουνού» (Γέρος τον Βουνού: Χασάν Ι Σαμπάχ. Ηγέτης της Σιιτικής Iσμαηλιτικής αίρεσης των Ασασίνων) μεταβίβασε, καθώς λένε, την ύστατη ώρα, στον πιο έμπιστο απ’ τους φανατικούς υπαρχηγούς του: «Τίποτα δεν είναι αληθινό, όλα επιτρέπονται». Σ’ ό,τι αφορούσε το παρόν, δεν έδιναν καμιά σημασία σε όσους δεν ήταν στις τάξεις τους και νομίζω ότι είχαν δίκιο και σ’ ό,τι αφορούσε το παρελθόν, αν κάποιος είχε κερδίσει τη συμπάθειά τους, αυτός ήταν ο Αρτύρ Κραβάν, λιποτάκτης 17 εθνών και ίσως κι ο Λασενέρ, λόγιος ληστής.
      Σ’ αυτό το μέρος, ο εξτρεμισμός είχε κηρυχθεί ανεξάρτητος από κάθε επιμέρους αιτία και ήταν αλαζονικά απαλλαγμένος από κάθε σχέδιο. Μια κοινωνία, ήδη παραπαίουσα, αν και το αγνοούσε ακόμη, επειδή οπουδήποτε αλλού οι παλιοί κανόνες ήταν ακόμη σεβαστοί, άφησε για μια στιγμή το πεδίο ελεύθερο σ’ αυτό που συχνότερα απωθείται, αλλά πάντα υπήρχε: τον ατίθασο υπόκοσμο, το άλας της γης, ανθρώπους πανέτοιμους να πυρπολήσουν τον κόσμο για να λάμψει περισσότερο.
     «Άρθρον 488. Η ενηλικίωσις άρχεται άμα τη συμπληρώσει του 21ου έτους της ηλικίας, εις την ηλικίαν ταύτην είναι κανείς ικανός δια οιανδήποτε πράξιν του δημοσίου βίου». (Αυτή η παράγραφος κι οι 7 επόμενες είναι αποσπάσματα από τη ταινία “Ουρλιαχτά Για Χάρη Του Σαντ”).
   «Αυτό που μένει να γίνει είναι μια επιστήμη των καταστάσεων που θα αντλήσει στοιχεία από την ψυχολογία, τη στατιστική, την πολεοδομία και την ηθική. Αυτά τα στοιχεία θα πρέπει να συμβάλλουν σε έναν απολύτως καινούργιο στόχο: μια συνειδητή δημιουργία καταστάσεων».
   «Μα δεν γίνεται λόγος για τον Σαντ σ’ αυτήν την ταινία».
   «Η τάξη βασιλεύει αλλά δε κυβερνά».
   «Ο Δαίμων των Όπλων. Θυμάστε. Αυτό είναι. Κανείς δεν ήταν αρκετός για μας. Παρ’ όλα αυτά… Χαλάζι πάνω στα γυάλινα λάβαρα. Θα τον θυμόμαστε αυτόν τον πλανήτη».
   «Άρθρον 489. Ο ενήλιξ ο οποίος τελεί εις συνήθην κατάστασιν μωρίας, παράνοιας ή φρενίτιδος, πρέπει να απολύεται, ακόμη και εάν η κατάστασίς του εμφανίζει διαλείμματα διαύγειας».
   «Μετά απ’ όλες τις άκαιρες απαντήσεις και τη νιότη που γερνά, η νύχτα ξαναπέφτει από πολύ ψηλά».
   «Ζούμε σαν χαμένα παιδιά τις ανολοκλήρωτες περιπέτειες μας».

     Μια ταινία που έκανα κείνη την εποχή κι η οποία, όπως είναι φυσικό, πυροδότησε την οργή των πλέον προχωρημένων εστέτ, ήταν από την αρχή ως το τέλος, όπως αυτά που προηγήθηκαν κι αυτές τις φτωχές φράσεις που προφέρονταν, ενώ η οθόνη ήταν εντελώς λευκή, τις διέκοπτε σιγή που συνοδευόταν από μακράς διάρκειας μαύρες σεκάνς. Χωρίς αμφιβολία, ορισμένοι θα ήθελαν να πιστεύουν ότι η πείρα θα με πλούτιζε ίσως σε ταλέντο ή σε καλή θέληση. Δηλαδή, η πείρα της βελτίωσης όσων αρνιόμουν τότε; Ας γελάσω. Γιατί, άραγε, κάποιος που, ενώ στα νιάτα του, θέλησε να είναι τόσο ανυπόφορος στον κινηματογράφο, θα αποδεικνύονταν πιο ενδιαφέρων στα γεράματα; Ό,τι υπήρξε τόσο πολύ κακό δεν μπορεί ποτέ στ’ αλήθεια να γίνει καλύτερο. Ας λέμε: «Γέρασε κι άλλαξε», έμεινε επίσης ο ίδιος (Πασκάλ).
     Σ’ αυτό το μέρος που υπήρξε η εφήμερη πρωτεύουσα της αναταραχής, αν αληθεύει πως ο εκλεκτός πληθυσμός περιλάμβανε έναν ορισμένο αριθμό κλεφτών και περιστασιακά, δολοφόνων, η ύπαρξη όλων χαρακτηριζότανε, κατά κύριο λόγο, από μια φοβερή απραξία- κι ανάμεσα στα τόσα κακουργήματα και πλημμελήματα, για τα οποία κατηγορήθηκαν απ’ τις αρχές, αυτό έγινε αισθητό ως το πλέον απειλητικό.
     Ήταν ο λαβύρινθος ο καλύτερα φτιαγμένος για να παγιδεύει τους ταξιδιώτες. Όσοι σταμάτησαν εκεί για δυο μέρες δεν έφυγαν ξανά ή, τουλάχιστον, έμειναν όσο υπήρχε- οι περισσότεροι όμως είδαν να έρχεται πρώτα το τέλος της σύντομης ζωής τους. Κανείς δεν εγκατέλειπε εκείνους τους δρόμους κι εκείνα τα τραπέζια όπου είχε ανακαλυφθεί το απόγειο του χρόνου (Εικόνα που χρησιμοποίησε ο Τόμας Χομπς αναφερόμενος σε μια εποχή αναταραχής). Όλοι θαύμαζαν τους εαυτούς τους που ανταποκρίθηκαν σε μια τόσο εξαιρετικά ολέθρια πρόκληση και πράγματι πιστεύω ότι κανένας απ’ όσους πέρασαν από εκεί δεν απέκτησε την παραμικρή φήμη εντιμότητας στον κόσμο.
     Ο καθένας έπινε καθημερινά περισσότερα ποτήρια απ’ όσα ψέματα λέει ένα συνδικάτο καθόλη τη διάρκεια μιας άγριας απεργίας. Ομάδες αστυνομικών, που τα αιφνιδιαστικά βήματα τους φώτιζε μεγάλος αριθμός χαφιέδων, δεν έπαυαν να εξαπολύουν εφόδους με οποιοδήποτε πρόσχημα, συχνότερα όμως για να κατάσχουν ναρκωτικά και να μαζέψουν τα κορίτσια που δεν είχαν κλείσει τα 18. Πώς να μη θυμηθώ τους γοητευτικούς αλήτες και τα αγέρωχα κορίτσια που μαζί τους έζησα στη κατώτατη υποστάθμη της κοινωνίας, όταν αργότερα άκουσα ένα τραγούδι που τραγουδούν οι φυλακισμένοι στην Ιταλία; Ο χρόνος όλος είχε κυλήσει σαν τις νύχτες μας τότε, δίχως ν’ απαρνηθώ τίποτα.

«Εκεί ‘ναι κοριτσόπουλα που δίνουνε τα πάντα
πρώτα τη καλησπέρα τους και ύστερα το χέρι…


Στην οδό Φιλαντζιέρι υπάρχει μια καμπάνα
κάθε δικός της χτύπος καταδίκη…
Τα καλύτερα παιδιά

στη φυλακή πεθαίνουν».
 (Τραγούδι του υποκόσμου του Μιλάνου: ”Porta Romana Βella”)

     Μολονότι περιφρονούσαν όλες τις ιδεολογικές αυταπάτες κι αδιαφορούσαν αρκετά για ό,τι θα ερχόταν αργότερα να τους δικαιώσει, αυτοί οι καταραμένοι δεν απαξίωσαν να ανακοινώσουν προς τα έξω ό,τι θα επακολουθούσε. Έδωσαν στη τέχνη τη χαριστική βολή, πήγαν και ανακοίνωσαν μέσα σ’ ένα κατάμεστο καθεδρικό ναό ότι ο Θεός ήταν νεκρός, σχεδίαζαν να ανατινάξουν τον Πύργο του Άϊφελ. Να ποια ήταν τα μικρά σκάνδαλα στα οποία επεδίδοντο σποραδικά αυτοί που ο τρόπος ζωής τους ήταν διαρκώς ένα τόσο μεγάλο σκάνδαλο. Προβληματίζονταν, επίσης, σχετικά με την αποτυχία ορισμένων επαναστάσεων αναρωτιόντουσαν αν το προλεταριάτο υπάρχει και αν ναι, τί στην ευχή θα μπορούσε να είναι.
     Όταν μιλάω για τους ανθρώπους αυτούς, δίνω ίσως την εντύπωση πως τους περιγελώ, δεν είναι όμως έτσι. Ήπια το κρασί τους (Η τυπική έκφραση πίστεως στον φεουδαρχικό κόσμο ήταν: «Έφαγα το ψωμί του»). Τους είμαι πιστός. Και δε νομίζω πως έγινα στη συνέχεια καλύτερος σε οτιδήποτε, απ’ ό,τι ήταν αυτοί κείνο τον καιρό.
     Λαμβάνοντας υπόψη τη μεγάλη δύναμη της συνήθειας και του νόμου, που βάραινε αδιάκοπα πάνω μας για να μας σκορπίσει, κανείς δεν ήταν σίγουρος ότι θα βρισκόταν ακόμα εκεί στο τέλος της εβδομάδας κι εκεί βρίσκονταν όλα όσα θα αγαπούσαμε ποτέ. Ο χρόνος αναλωνόταν ταχύτερα απ’ ότι αλλού, και πάλι δεν μας έφτανε. Αισθανόμασταν τη γη να σείεται.
     Η αυτοκτονία πήρε πολλούς. «Το ποτό κι ο διάβολος ξαπόστειλαν τους υπόλοιπους», όπως λέει κι ένα τραγούδι (Τραγούδι από το βιβλίο του Στήβενσον, “Η Νήσος Των Θησαυρών”). Στα μισά του δρόμου της αληθινής ζωής, μας περιέβαλε μια ζοφερή μελαγχολία, που με τόσα σαρκαστικά και θλιμμένα λόγια εκφράστηκε στο καφενείο της χαμένης νιότης.

 «Για να το πούμε απερίφραστα
και δίχως παραβολές,
   είμαστε τα πιόνια μιας παρτίδας

που παίζουν οι Ουράνιες Δυνάμεις.

  Διασκεδάζουνε μαζί μας

στη σκακιέρα της Ύπαρξης
  και κατόπιν επιστρέφουμε ένας-ένας

στο κουτί της Ανυπαρξίας».
(στίχος του Ομάρ Καγιάμ)

   «Πόσες φορές το υπέροχο τούτο δράμα που δημιουργούμε θε να παιχτεί μες στους αιώνες σε γλώσσες άγνωστες και σε λαούς αγέννητους;»  (Σαίξπηρ: “Ιούλιος Καίσαρ”)

   «Τί είναι η γραφή; Ο φύλακας της ιστορίας… Τί είναι ο άνθρωπος; Ο σκλάβος του θανάτου, ένας ταξιδιώτης που περνά, ο φιλοξενούμενος ενός μόνο τόπου… Τί είναι η φιλία; Η ισότητα των φίλων».
(Αλκουίνος: “Η Υπόσχεση Του Φρόνιμου Παιδιού”)

   «Μπερνάρ, τί ζητάς απ’ τον κόσμο; Βλέπεις κάτι που θα σε ικανοποιούσε; Γλιστρά, γλιστρά σα φάντασμα, που, αφού μας πρόσφερε κάποιαν ικανοποίηση όσο έμενε μαζί μας, μας εγκαταλείπει αφήνοντας μας μόνο ταραχή… Μπερνάρ, Μπερνάρ, έλεγε, η άγουρη τούτη νιότη δε θα κρατήσει για πάντα...»
(Μποσυέ: “Πανηγυρικός Του Μπερνάρ Ντε Κλερβώ”)

     Τίποτα όμως δε μετέφραζε αυτό το αδιέξοδο κι ανήσυχο παρόν όσο η αρχαία κείνη καρκινική φράση, δομημένη γράμμα το γράμμα σαν ένας λαβύρινθος απ’ όπου δε μπορείς να βγεις, συνδυάζοντας τόσο τέλεια τη μορφή και το περιεχόμενο της αιώνιας απώλειας:

   In girum imus nocte et consumimur igni.
   Tριγυρνάμε μες στη νύχτα και μας κατατρώγει η φωτιά..

   “Γενεά υπάγει και γενεά έρχεται, η δε γη διαμένει εις τον αιώνα. Κι ανατέλλει ο ήλιος και δύει ο ήλιος, και σπεύδει προς τον τόπον αυτού, όθεν ανέτειλεν. Πάντες οι ποταμοί υπάγουσιν εις την θάλασσαν κι η θάλασσα ποτέ δε γεμίζει, εις τον τόπον όθεν ρέουσιν οι ποταμοί, εκεί πάλιν επιστρέφουσι δια να υπάγωσι… Χρόνος είναι είς τα πράγματα και καιρός παντί πράγματι υπό τον ουρανόν. Καιρός του αποκτείνειν και καιρός του ιατρεύειν καιρός του καταστρέφειν και καιρός του οικοδομείν… Καιρός του σχίζειν και καιρός του ράπτειν καιρός του σιγάν και καιρός του λαλείν… Κάλλιον είναι να βλέπει τις δια των οφθαλμών, παρά να περιπλανάται με την ψυχήν και τούτο ματαιότης και θλίψις πνεύματος… Διότι τίς γνωρίζει τί είναι καλόν δια τον άνθρωπον εν τη ζωή, κατά πάσας τας ημέρας της ζωής της ματαιότητος αυτού, τας οποίας διέρχεται ως σκιάν;» (Εκκλησιαστής)

   «Θα διαβούμε τον ποταμό και θα ξαποστάσουμε στη σκια εκείνων των δέντρων».
Τελευταία λόγια του στρατηγού Stonewall».
Jackson, καθώς έπεφτε νεκρός στο πεδίο της μάχης.)

     Εκεί αποκτήσαμε τη σκληρότητα που μας συνόδευε σ’ όλες τις μέρες της ζωής μας και που επέτρεψε σε πολλούς από μας να είμαστε ελαφρά τη καρδία σε πόλεμο μ’ ολόκληρη τη γη. Κι όσο για μένα ειδικά, υποθέτω ότι εξαιτίας των περιστάσεων εκείνης της εποχής έζησα φυσικότατα την αλληλουχία τόσων βιαιοτήτων και τόσων ρήξεων, όπου τόσοι άνθρωποι υπέστησαν τόση κακομεταχείριση, κι όλ’ αυτά τα χρόνια τα πέρασα, ας πούμε, κρατώντας πάντοτε μαχαίρι.
     Θα ήμασταν άραγε λιγότερο αμείλικτοι, αν είχαμε βρει ένα ήδη διαμορφωμένο εγχείρημα, που να κρίναμε άξιο να του αφιερώσουμε τις δυνάμεις μας; Κάτι τέτοιο όμως δεν υπήρχε. Τη μόνη υπόθεση που υποστηρίξαμε χρειάστηκε να την ορίσουμε και να τη διευθύνουμε μεiς οι ίδιοι. Και δεν υπήρχε τίποτα πάνω από μας που ν’ άξιζε την εκτίμηση μας.
     Κάποιος που σκέφτεται κι ενεργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, είναι αλήθεια πως δεν ενδιαφέρεται ν’ ακούσει ούτε λεπτό όσους βρίσκουνε κάτι καλό ή έστω αξιοσέβαστο, μες στις υπάρχουσες συνθήκες, ή όσους χάνουνε το δρόμο που είχανε δείξει πως ήθελαν ν’ ακολουθήσουν, ούτε καν, ενίοτε, όσους δεν κατάλαβαν αρκετά γρήγορα. Άλλοι, αργότερα, βάλθηκαν να εξυμνούνε την επανάσταση της καθημερινής ζωής, με τις άτολμες φωνές τους ή τις εκπορνευμένες πένες τους, πλην όμως από αρκετά μακριά και με την ατάραχη σιγουριά της αστρονομικής παρατήρησης. Ωστόσο, αν είχε κάποιος την ευκαιρία να συμμετάσχει σε μια τέτοιου είδους απόπειρα, ακόμα κι αν απέφευγε τις σημαντικές καταστροφές που τη περιβάλλουν ή την ακολουθούν, η θέση του δε θα ‘τανε και τόσον εύκολη. Η ζέστη και το κρύο της εποχής εκείνης δε θα σας εγκαταλείψουνε πια. Θα ‘πρεπε κανείς ν’ ανακαλύψει πώς θα ‘τανε δυνατό να ζήσει μιαν επαύριον αντάξια μιας τόσο καλής αρχής. Αυτή τη πρώτη εμπειρία της παρανομίας θες να τη συνεχίσεις για πάντα.
     Να πώς πυροδοτήθηκε, λίγο-λίγο, μια νέα εποχή αναφλέξεων, που κανένας απ’ όσους ζουν αυτή τη στιγμή δεν θα δει το τέλος της: η υπακοή πέθανε. Είναι αξιοθαύμαστη η διαπίστωση πως οι ταραχές που προήλθαν από έναν ασήμαντο κι εφήμερο τόπο, κλονίσανε τελικά τη τάξη του κόσμου. Αν είχαμε να κάνουμε με μια κοινωνία αρμονική, ικανή να διαχειριστεί τη δύναμη της, δεν θα μπορούσαμε ποτέ να κλονίσουμε τίποτα με τέτοιες μεθόδους, αλλά η δική μας, καθώς γνωρίζουμε τώρα πια, ήταν το εντελώς αντίθετο.
     Όσο για μένα, ποτέ δεν μετάνιωσα για τίποτα απ’ όσα έκανα κι ομολογώ, ότι ακόμα και τώρα αδυνατώ τελείως να φανταστώ τι άλλο θα μπορούσα να έχω κάνει, όντας αυτό που είμαι. (Κάποιοι ανακίνησαν ένα ανώφελο ερώτημα: ένα τέτοιο συμπέρασμα εκφράζει μετριοφροσύνη ή έπαρση; Νομίζω ότι έχω κρίνει με πολύ αντικειμενικότητα τα ελαττώματα και τα βίτσια μου).
     Στη 1η φάση της σύγκρουσης, παρά τη δριμύτητα της, προσδόθηκαν από την μεριά μας όλα τα χαρακτηριστικά μιας στατικής αμυντικής στάσης. Μια τέτοια αυθόρμητη εμπειρία, καθορισμένη κυρίως απ’ τον τοπικό της περιορισμό, δεν έγινε επαρκώς κατάνοητή σαν αυτό που ήτανε κι επίσης παραμέλησε υπερβολικά τις μεγάλες ανατρεπτικές δυνατότητες που ήτανε παρούσες μες στο εμφανώς εχθρικό κλίμα που την περιέβαλε. Ενώ βλέπαμε την άμυνα μας να εξασθενίζει και το κουράγιο ορισμένων να κλονίζεται ήδη, μερικοί από μας σκέφτηκαν ότι θα ‘πρεπε αναμφίβολα να συνεχίσουμε, τοποθετούμενοι σε μια επιθετική προοπτική: κοντολογής, αντί να περιχαρακωθούμε στο συγκινησιακό οχυρό μιας στιγμής, να αναπτερωθούμε, να επιχειρήσουμε μια έξοδο, να προελάσουμε και να επιδοθούμε απλούστατα στην ολοσχερή καταστροφή αυτού του εχθρικού σύμπαντος για να το ανοικοδομήσουμε, σε τελική ανάλυση, αν ήταν δυνατόν, πάνω σε άλλες βάσεις. Είχαν υπάρξει προηγούμενα, αλλά τότε είχαν ξεχαστεί. Έπρεπε να ανακαλύψουμε πού οδηγούσε η ροή των πραγμάτων και να τη διαψεύσουμε τόσο πλήρως ώστε, αντίστροφα, να αναγκαστεί μια μέρα να υποταχθεί στις δικές μας ορέξεις. Ο Κλαούζεβιτς παρατηρεί χαριτολογώντας: «Όποιος διαθέτει ευφυία οφείλει να τη χρησιμοποιεί, αυτός είναι ο κανόνας» κι ο Μπαλτάσαρ Γκράθιαν: «Πρέπει να διασχίσεις το αχανές ορυχείο του χρόνου για να φτάσεις στο κέντρο της ευκαιρίας».
     Αλλά πώς μπορώ να λησμονήσω αυτόν που βλέπω παντού στις μεγαλύτερες στιγμές των περιπετειών μας (Αυτή η παράγραφος κι η επόμενη είναι ένα εγκώμιο προς τον Ιβάν Βλαντιμίροβιτς Στσεγκλόφ), αυτόν που, κείνες τις αβέβαιες μέρες, χάραξε ένα νέο δρόμο και προχώρησε τόσο γρήγορα επιλέγοντας εκείνους που θ’ ακολουθούσαν, επειδή κανείς άλλος δεν το άξιζε κείνη τη χρονιά; Θα έλεγε κανείς ότι κοιτάζοντας απλά τη πόλη και τη ζωή, τις άλλαζε. Ανακάλυψε μέσα σ’ ένα χρόνο αντικείμενα διεκδικήσεων για έναν αιώνα. Κατέκτησε τα άδυτα και τα μυστήρια του αστικού χώρου.
     Οι σημερινές εξουσίες, με τη φτωχή και παραποιημένη τους πληροφόρηση, η οποία παραπλανά και τις ίδιες στον ίδιο βαθμό σχεδόν που παραζαλίζει τους υπηκόους τους, δεν έχουνε καταφέρει ακόμα να εκτιμήσουνε πόσο τους στοίχισε το σύντομο πέρασμα αυτού του ανθρώπου. Αλλά και τί μ’ αυτό; Όσοι προκαλούν ναυάγια γράφουν τ’ όνομα τους μονάχα πάνω στο νερό («Ενθάδε κείται ένας άνθρωπος τ’ όνομα του οποίου γράφτηκε πάνω στο νερό». Ο Σέλλεϋ, που χάθηκε στη θάλασσα, είχε γράψει αυτό το επιτάφιο επίγραμμα για τον εαυτό του).
     Τη συνταγή της ανατροπής του κόσμου δεν την αναζητήσαμε στα βιβλία, αλλά αλητεύοντας. Ήταν μια περιπλάνηση που κρατούσε μέρες ολόκληρες, όπου καμιά δεν έμοιαζε με την προηγούμενη και που δε σταματούσε ποτέ. Συναρπαστικές συναντήσεις, σημαντικά εμπόδια, προδοσίες ολκής, επικίνδυνα ξελογιάσματα, τίποτα δεν έλειψε από την αναζήτηση ενός άλλου ολέθριου Γκράαλ, που κανείς άλλος δεν είχε θελήσει κι έτσι, μια μαύρη μέρα, ο ωραιότερος παίκτης ανάμεσα μας χάθηκε μέσα στα δάση της τρέλας. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη τρέλα από την παρούσα οργάνωση της ζωής.
     Βρήκαμε τελικά το αντικείμενο της αναζήτησης μας; Θέλω να πιστεύω ότι τουλάχιστον το διακρίναμε φευγαλέα- γιατί είναι σε κάθε περίπτωση ολοφάνερο ότι από κει και πέρα ήμασταν σε θέση να αποκτήσουμε μια πολύ παράξενη δύναμη σαγήνης: διότι, από τότε, κανείς δεν μας πλησίασε χωρίς να θέλει να μας ακολουθήσει κι έτσι γίναμε ξανά κύριοι του μυστικού της διαίρεσης αυτού που ήταν ενιαίο. Ό,τι κατανοήσαμε δε πήγαμε να το πούμε στην τηλεόραση. Δεν αποβλέπαμε σε επιχορηγήσεις επιστημονικής έρευνας, ούτε στα εγκώμια των διανοουμένων των εφημερίδων. Ρίξαμε λάδι στη φωτιά. Έτσι προσχωρήσαμε οριστικά στο κόμμα του Διαβόλου, δηλαδή, του ιστορικού κακού που οδηγεί τις υπάρχουσες συνθήκες στην καταστροφή, στη «κακή πλευρά» που δημιουργεί την ιστορία καταστρέφοντας κάθε καθιερωμένη ικανοποίηση.
     Όσοι δεν έχουν αρχίσει ακόμα να ζουν, αλλά επιφυλάσσονται για μια καλύτερη εποχή κι επομένως, φοβούνται πολύ να γεράσουνε, δεν περιμένουνε τίποτα λιγότερο από έναν αιώνιο παράδεισο. Ο ένας τον τοποθετεί στην ολική επανάσταση κι ο άλλος –πράγμα που καμιά φορά είναι το ίδιο- στην άνοδό του στην ιεραρχία της μισθωτής εργασίας. Κοντολογίς, περιμένουν ν’ αποκτήσουν πρόσβαση σ’ ό,τι ενατενίζουν μες στην ανεστραμμένη εικονογραφία του θεάματος: μια ευτυχισμένη ενότητα αιώνια παρούσα (Ενώ συγκαλύπτει προφανώς μιαν ατυχή διαίρεση που ανά πάσα στιγμή διαλύεται). Όσοι όμως επέλεξαν να χρησιμοποιήσουν ως όπλο το χρόνο, ξέρουν ότι το όπλο τους είναι επίσης ο αφέντης τους και δε μπορούν να παραπονεθούν γι αυτό. Είναι επίσης αφέντης όσων δεν έχουν όπλα και μάλιστα ο πιο σκληρός. Όποιος δε θέλει να ενταχθεί στην απατηλή διαύγεια του ανεστραμμένου κόσμου, εκλαμβάνεται οπωσδήποτε από τους πιστούς της ως αμφιλεγόμενος θρύλος, ένα κακόβουλο κι αόρατο φάντασμα, ένας διεστραμμένος Άρχοντας του Σκότους. Ωραίος τίτλος εξάλλου: το σύστημα της παρούσας διαύγειας δεν απονέμει άλλους τόσο τιμητικούς.
     Γίναμε λοιπόν, απεσταλμένοι του Πρίγκηπα του Διχασμού, «του αδικημένου» (Κάποιες χιλιαστικές αιρέσεις -του Μεσαίωνα π.χ.- χαρακτήριζαν μ’ αυτόν τον ευφημισμό το Διάβολο και πολύ αργότερα ακόμα με την έκφραση αυτή χαρακτηρίστηκε ο Μπακούνιν από τους Ιταλούς οπαδούς του εξαιτίας της τύχης που του επιφυλάχθηκε στην Διεθνή Ένωση Εργαζομένων) κι επιχειρήσαμε να οδηγήσουμε σε απόγνωση όσους θεωρούσαν τον εαυτό τους άνθρωπο.
     Στα χρόνια που ακολούθησαν, συγκεντρώθηκαν  άνθρωποι από 20 χώρες και προσχωρήσανε σ’ αυτή τη σκοτεινή συνωμοσία με τις απεριόριστες απαιτήσεις. Πόσα βιαστικά ταξίδια! Πόσοι πολύωροι διαπληκτισμοί! Πόσες παράνομες συναντήσεις σ’ όλα τα λιμάνια της Ευρώπης!
     Έτσι εκπονήθηκε το καλύτερο πρόγραμμα για τη πλήρη αμφισβήτηση του συνόλου της κοινωνικής ζωής: τάξεις κι εξειδικεύσεις, εργασία και διασκέδαση, εμπόρευμα και πολεοδομία, ιδεολογία και Κράτος, αποδείξαμε πως ήταν όλα για πέταμα. Ένα τέτοιο πρόγραμμα δεν περιείχε καμιάν άλλη επαγγελία εκτός απ’ αυτή μιας αυτονομίας χωρίς φραγμούς και χωρίς κανόνες. Αυτές οι προοπτικές έχουνε σήμερα διεισδύσει στα ήθη και παντού ο καθένας μάχεται υπέρ ή εναντίον τους. Τότε, όμως, θα είχαν φανεί σίγουρα χιμαιρικές, αν η συμπεριφορά του σύγχρονου καπιταλισμού δεν ήταν ακόμα πιο χιμαιρική.
     Υπήρχαν βέβαια τότε ορισμένα άτομα που θα μπορούσαν να συμφωνήσουν, με λιγότερη η περισσότερη συνέπεια, με τη μια ή με την άλλη απ’ αυτές τις κριτικές, αλλά δεν υπήρχε κανείς που να μπορούσε να τις ασπαστεί όλες κι ακόμα λιγότερο, να ξέρει να τις διατυπώσει και να τις δημοσιοποιήσει. Γι αυτό, καμιά άλλη επαναστατική απόπειρα κείνης της περιόδου δεν είχε την παραμικρή επίδραση στον μετασχηματισμό του κόσμου. Ήταν ο αιώνας των αντεπαναστάσεων και της προόδου της δουλείας. Τα εγχειρήματα, που ήταν αληθινά διατεθειμένα να ρίξουνε το βάρος τους στην αντίθετη κατεύθυνση, ήτανε σπάνια. Τα περισσότερα, συνδυάζοντας το θεωρητικό και το πρακτικό κενό, δεν κατάλαβαν προς τα που όδευε η ταξική κοινωνία και ποια θα ήταν στο εξής τα αδύνατα σημεία της.
     Οι αγκιτάτορές μας διέδωσαν παντού ιδέες σύμφωνα με τις οποίες μια ταξική κοινωνία είναι αδύνατον να επιβιώσει. Οι διανοούμενοι στην υπηρεσία του συστήματος, οι οποίοι εξάλλου είναι ακόμα πιο εμφανώς σε παρακμή απ’ ό,τι αυτό, προσπαθούν σήμερα να πειραματιστούν μ’ αυτά τα δηλητήρια για να βρουν αντίδοτο, αλλά δεν θα τα καταφέρουν. Είχαν καταβάλει νωρίτερα πολύ μεγάλες προσπάθειες για να τα αγνοήσουν, εξίσου όμως μάταια: τόσο μεγάλη είναι η δύναμη του λόγου που εκφέρεται στον καιρό του.
     Ενώ οι εξεγερτικές μας δολοπλοκίες εξαπλώνονταν στην ήπειρο κι άρχιζαν μάλιστα να αγγίζουνε και τις άλλες ηπείρους, το Παρίσι, όπου τόσον εύκολα μπορούσες να περάσεις απαρατήρητος, ήταν ακόμα το επίκεντρο όλων των ταξιδιών μας, ο πιο πολυσύχναστος τόπος συναντήσεων μας. Τα τοπία του, όμως, είχαν αλλοιωθεί κι όλα κατέληγαν να υποβαθμίζονται και να καταστρέφονται. Κι όμως, το ηλιοβασίλεμα αυτής της πόλης άφηνε, κατά τόπους, κάποιες εκλάμψεις. Καθώς κοιτάζαμε να κυλούν οι τελευταίες μέρες, βρισκόμασταν μέσα σ’ ένα σκηνικό που θα εξαφανιζόταν, απορροφημένοι από ομορφιές που δε θα ξαναρθούν. Θά ‘πρεπε σύντομα να την εγκαταλείψουμε, αυτήν τη πόλη που για μας υπήρξε τόσον ελεύθερη, αλλά που θα πέσει ολοκληρωτικά στα χέρια των εχθρών μας. Ήδη, εφαρμόζεται αμετάκλητα ο αμείλικτος νόμος τους που ξαναφτιάχνει τα πάντα κατ’ εικόνα του, δηλαδή, έχοντας ως πρότυπο, ένα είδος νεκροταφείου: «Τι συμφορά, τι οδύνη! Το Παρίσι τρέμει». (Το τέλος ενός ποιήματος απ’ το «Κολασμοί» του Ουγκώ: «Στο μισαρό κοιμητήρι…»)
     Θα πρέπει να την εγκαταλείψουμε, όχι όμως χωρίς να ‘χουμε προσπαθήσει, έστω για μια φορά, να τη καταλάβουμε δια της βίας (Αναφορά στο Μάη του ’68). Θα πρέπει τελικά να την εγκαταλείψουμε, μετά από τόσα άλλα πράγματα, για να ακολουθήσουμε το δρόμο που καθορίζουν οι ανάγκες του παράδοξου πολέμου μας, που τόσο μακριά μας έχει οδηγήσει.
     Γιατί η πρόθεση μας δεν ήταν άλλη από το να κάνουμε να φανεί στη πράξη μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σ’ όσους επιθυμούν ακόμα κάτι από το υπάρχον κι όσους δεν επιθυμούνε πια τίποτα απ’ αυτό. Κι άλλες εποχές γνώρισαν επίσης τη μεγάλη σύγκρουση, την οποία δεν διάλεξαν, αλλά όπου οφείλεις να διαλέξεις στρατόπεδο. Είναι το εγχείρημα μιας γενιάς με το οποίο θεμελιώνονται ή γκρεμίζονται οι αυτοκρατορίες κι οι πολιτισμοί τους. Πρόκειται για την άλωση της Τροίας ή για την υπεράσπιση της. Αυτές οι στιγμές, όπου πρόκειται να χωριστούν και να μην ξαναειδωθούν όσοι θα πολεμήσουν σε αντίπαλα στρατόπεδα, μοιάζουν όλες μεταξύ τους, από κάποια άποψη.
     Είναι ωραία κείνη η στιγμή, που εξαπολύεται επίθεση εναντίον της τάξης του κόσμου. (Αυτή η παράγραφος καθώς κι οι 4 επόμενες θέλουν να συνοψίσουν την ιστορία της Καταστασιακής Διεθνούς 1957-1972).
     Στο σχεδόν ανεπαίσθητο ξεκίνημα της, ξέρουμε ήδη ότι πολύ σύντομα ό,τι κι αν συμβεί, τίποτα δε θα ‘ναι πια όπως ήταν.
     Είναι μια επέλαση που ξεκινάει αργά, επιταχύνει την πορεία της, περνά απ’ το σημείο πέρα απ’ το οποίο κάθε υποχώρηση είναι αδύνατη κι οδεύει αμετάκλητα να συγκρουστεί με ό,τι έμοιαζε απρόσβλητο, το οποίο ήτανε τόσο συμπαγές και τόσο οχυρωμένο, αλλά ωστόσο προορισμένο επίσης να κλονιστεί και να βυθιστεί σε αταξία.
     Να λοιπόν τι κάναμε όταν, βγαίνοντας από τη νύχτα, ξεδιπλώσαμε για μια ακόμα φορά το λάβαρο της «παλιάς καλής υπόθεσης», (Έκφραση των Ισοπεδωτών –Levellers- στην Αγγλική επανάσταση του 17ου αι.) και προελάσαμε κάτω απ’ τα πυρά του χρόνου.
     Στη διάρκεια αυτής της πορείας, πολλοί πέθαναν ή αιχμαλωτιστήκανε στα χέρια του εχθρού κι άλλοι πολλοί τέθηκαν εκτός μάχης ή τραυματιστήκανε και δε θα εμφανιστούνε πια σε τέτοιες συναντήσεις. Συνέβη ακόμα να εγκαταλείψει μερικούς το θάρρος και να οπισθοχωρήσουν, αλλά ποτέ, τολμώ να πω, δε παρέκκλινε απ’ τη γραμμή του ο σχηματισμός μας, μέχρι να φτάσει στην ίδια τη καρδιά της καταστροφής.
     Ποτέ δε κατάλαβα πολύ καλά τις μομφές που συχνά μου ‘χουνε προσάψει, σύμφωνα με τις οποίες οδήγησα, υποτίθεται, στον όλεθρο αυτό τον ωραίο στρατό με μια απονενοημένη έφοδο ή μ’ ένα είδος νερώνιας αυταρέσκειας. Παραδέχομαι, φυσικά, πως εγώ επέλεξα τη στιγμή και το στόχο της επίθεσης και συνεπώς αναλαμβάνω, το δίχως άλλο, προσωπικά την ευθύνη για όλα όσα συνέβησαν. Πώς; Μήπως δεν θελήσαμε να πολεμήσουμε έναν εχθρό που κι ο ίδιος δρούσε πραγματικά; Και μήπως δεν στάθηκα πάντα μερικά βήματα πιο μπροστά απ’ τη πρώτη γραμμή; Όσοι δεν δρούνε ποτέ νομίζουν ότι θα μπορούσε κανείς να επιλέξει εντελώς ελεύθερα το μέτρο της αρετής εκείνων που θα λάβουν μέρος σε μια μάχη, καθώς και τον χρόνο και τον τόπο του ακαταμάχητου και αποτελεσματικού πλήγματος. Δεν είναι όμως έτσι: ανάλογα με το διαθέσιμο υλικό και τις όποιες θέσεις είναι εκ των πραγμάτων πιο ευπρόσβλητες, εφορμά κανείς στη μια ή την άλλη μόλις αντιληφθεί μια ευνοϊκή στιγμή, αν όχι, εξαφανίζεται χωρίς να κάνει τίποτα. Ο στρατηγός Σουν Τσε απέδειξε από πολύ παλιά ότι «το πλεονέκτημα κι ο κίνδυνος είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα με τον ελιγμό». Κι ο Κλαούζεβιτς αναγνωρίζει ότι «στον πόλεμο βρίσκεται κανείς πάντοτε σε αβεβαιότητα σχετικά με την αμοιβαία κατάσταση των δύο στρατοπέδων. Πρέπει κανείς να εξοικειωθεί με το να δρα πάντα σύμφωνα με τις γενικές πιθανότητες κι είναι αυταπάτη να περιμένει τη στιγμή που θα έχει πλήρη επίγνωση της κατάστασης…» Αντίθετα με τις ονειροπολήσεις των θεατών της ιστορίας, όταν επιχειρούν να γίνουνε στρατηγοί στον Σείριο, ακόμα κι η τελειότερη θεωρία δε θα μπορούσε ποτέ να εγγυηθεί τι θα γίνει στη πράξη, αλλά αντίθετα, το πραγματικό γεγονός είναι ο εγγυητής της θεωρίας. Έτσι λοιπόν, πρέπει κανείς να ρισκάρει και να πληρώνει τοις μετρητοίς για να δει τη συνέχεια (Η φράση παραπέμπει ταυτόχρονα στο πόκερ, όπου ενίοτε πρέπει «να πληρώσεις για να δεις» και στον παραλληλισμό του Κλαουζεβιτς, όταν χαρακτηρίζει, στον ισολογισμό του πολέμου, τη στιγμή της μάχης ως το σημείο όπου σταματά η πίστωση και πρέπει να πληρώσεις τοις μετρητοίς με αίμα).
     Άλλοι θεατές, που η φαντασία τους δε φτάνει τόσο μακριά, μην έχοντας δει, ούτε από απόσταση, την έναρξη αυτής της επίθεσης, παρά μόνο το τέλος της, νόμισαν ότι πρόκειται για το ίδιο πράγμα και βρήκανε πως υπήρχε κάποιο ψεγάδι στη διάταξη των δυνάμεών μας και πως οι στολές μας εκείνη τη στιγμή δεν ήταν πια όλες το ίδιο άψογες. Πιστεύω ότι αυτό είναι αποτέλεσμα των πυρών που ο εχθρός συγκέντρωσε πάνω μας, για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Όταν πλησιάζει το τέλος, δεν αρμόζει να κρίνει κανείς από τη στολή αλλά από το αποτέλεσμα. Αν ακούσει κανείς εκείνους, οι οποίοι δείχνουν να μετανιώνουν που η μάχη διεξήχθη χωρίς να τους περιμένει, θα νόμιζε ότι το κύριο αποτέλεσμα είναι το γεγονός ότι μια πρωτοπορία θυσιάστηκε, διαλυόμενη πλήρως μέσα σ’ αυτή τη σύγκρουση. Φρονώ, όμως, ότι γι αυτό ακριβώς είχε σχηματισθεί.
     Η πρωτοπορίες έχουν περιορισμένη διάρκεια ζωής και ό,τι ευτυχέστερο θα μπορούσε να τους συμβεί, είναι να ολοκληρώσουν τον κύκλο τους. Μετά απ’ αυτό, οι μάχες διεξάγονται σ’ ένα ευρύτερο θέατρο επιχειρήσεων. Μπουχτίσαμε να βλέπουμε τα επίλεκτα σώματα κείνα που αφού έχουν επιτελέσει κάποιο γενναίο κατόρθωμα, αντί να αποσυρθούνε, παρελαύνουν επιδεικνύοντας τα παράσημα τους και στρέφονται κατόπιν εναντίον της υπόθεσης που είχαν υπερασπίσει. Τίποτα παρόμοιο δε μπορείς να φοβηθείς, από κείνες των οποίων η επίθεση διεξήχθη μέχρι τη πλήρη διάλυση τους.
     Αναρωτιέμαι, τι καλύτερο θα μπορούσε να περιμένει κανείς; Το μερικό φθείρεται μαχόμενο (Χέγκελ). Ένα ιστορικό σχέδιο σίγουρα δεν μπορεί να αξιώνει να διατηρήσει την αιώνια νιότη του, απρόσβλητο από τα χτυπήματα. Η συναισθηματική ένταση είναι τόσο μάταιη, όσο και τα ψευδοστρατηγικά τεχνάσματα! «Όμως τα κόκκαλά σου θα σαπίσουνε, θαμμένα μες στης Τροίας τις πεδιάδες, για μιαν επιχείρηση ανολοκλήρωτη» (Ιλιάδα). Ο Φρειδερίκος Β’, βασιλιάς της Πρωσίας, είπε σ’ ένα πεδίο μάχης, σε κάποιο διστακτικό νεαρό αξιωματικό: «Σκύλε! Ελπίζεις λοιπόν ότι θα ζήσεις για πάντα;» Κι ο Σαρπηδώνας λέει στον Γλαύκο, στη 12η ραψωδία της Ιλιάδας: «Καλέ μου φίλε, αν ήτανε ξεφεύγοντας από τον πόλεμο να μείνουμε για πάντα αγέραστοι κι αθάνατοι, δε θα πολεμούσα ανάμεσα στους πρώτους… Όμως, έτσι κι αλλιώς, χίλιοι θάνατοι κρέμονται συνέχεια πάνω απ’ τα κεφάλια μας, απ’ τους οποίους ούτε να ξεφύγει ούτε να γλυτώσει μπορεί κανείς. Εμπρός λοιπόν».
     Όταν ο καπνός της μάχης διαλύεται, πολλά πράγματα εμφανίζονται αλλαγμένα. Μια εποχή έχει περάσει. Ας μη μας ρωτάνε τώρα, τι αξία είχανε τα όπλα μας: έχουνε κάτσει στο λαιμό του συστήματος των κυρίαρχων ψεμάτων. Το αθώο του ύφος δεν θα επιστρέψει πιά.
     Μετά από αυτήν την υπέροχη διάλυση, συνειδητοποίησα ότι έπρεπε, με μιαν αιφνίδια κι αθέατη κίνηση, να αποφύγω να γίνω μια υπερβολικά λαμπρή διασημότητα. Ξέρουμε ότι αυτή η κοινωνία υπογράφει ένα είδος συμφώνου ειρήνης με τους πιο δεδηλωμένους εχθρούς της, όταν τους παραχωρεί μια θέση μέσα στο θέαμα της. Όμως εγώ είμαι πραγματικά ο μόνος, αυτό τον καιρό, που έχω κάποια φήμη σκοτεινή και κακή και δεν έχουνε καταφέρει να με κάνουν να εμφανιστώ σ’ αυτή τη σκηνή της απάρνησης.
     Οι δυσκολίες δεν σταματούν εκεί. Θα το θεωρούσα εξίσου χυδαίο να γίνω αυθεντία τόσο της αμφισβήτησης της κοινωνίας όσο και της ίδιας της κοινωνίας κι αυτό δεν είναι και λίγο. Έτσι λοιπόν, αναγκάστηκα να αρνηθώ, σε διάφορες χώρες, να τεθώ επικεφαλής κάθε λογής ανατρεπτικών προσπαθειών, που η μια ήταν πιο αντιιεραρχική από την άλλη, αλλά των οποίων μου πρόσφεραν, παρόλ’ αυτά, την ηγεσία: πώς γίνεται να μη προστάζει το ταλέντο σ’ αυτές τις υποθέσεις, όταν διαθέτει μια τέτοια πείρα; Ήθελα όμως να δείξω ότι, μετά από μερικές ιστορικές επιτυχίες, μπορεί κανείς να παραμείνει κάλλιστα εξίσου φτωχός σε εξουσία και γόητρο όσο και πριν -ό,τι εξαρχής διέθετα ο ίδιος απ’ αυτά, μού ήταν πάντοτε αρκετό. Ένα είδος προσωπικού κύρους, που υπήρχε ανέκαθεν και που δεν εκτέθηκε βέβαια στον κίνδυνο ν’ αυξηθεί μέσω οποιασδήποτε μορφής κοινωνική αποδοχή.
     Αρνήθηκα, επίσης, να ανοίξω πολεμική για χίλιες-δυο λεπτομέρειες με τους πολυπληθείς ερμηνευτές κι αφομοιωτές όσων είχαν ήδη γίνει. Δεν ήμουνα διατεθειμένος να απονείμω διπλώματα κι εγώ δε ξέρω ποιας ορθοδοξίας, ούτε ν’ αποφανθώ για διάφορες αφελείς φιλοδοξίες που καταρρέουνε χωρίς καν να τις αγγίξεις. (Τελεσίδικη απόφαση για τους «φιλοκαταστασιακούς» και την εποχή που ονειρεύονταν ότι θα μπορούσαν να μιμηθούν την Κ.Δ.). Αγνοούσαν ότι ο χρόνος δεν περιμένει, ότι η καλή θέληση δεν αρκεί κι ότι δεν υπάρχει κάποια ιδιοκτησία, για να αποκτηθεί ή να διατηρηθεί, πάνω σ’ ένα παρελθόν που δεν είναι πλέον δυνατόν να διορθωθεί. Το βαθύ κίνημα που θα οδηγήσει τους ιστορικούς μας αγώνες μέχρι εκεί που μπορούν να φτάσουνε, παραμένει ο μόνος κριτής του παρελθόντος, όταν δρα στο καιρό του. Φρόντισα να δράσω έτσι ώστε καμιά ψευδοσυνέχεια να μη διαστρεβλώσει τον απολογισμό των επιχειρήσεων μας. Όσοι κάποια μέρα θα πράξουν ακόμα καλύτερα, θα δημοσιοποιήσουν ελεύθερα τα σχόλια τους, που με τη σειρά τους, δε θα περάσουν απαρατήρητα.
     Πρόσφερα στον εαυτό μου τα μέσα να παρεμβαίνει από μακριά γνωρίζοντας, μάλιστα, ότι οι περισσότεροι παρατηρητές, ως συνήθως, εύχονταν πάνω απ’ όλα να παραμείνω σιωπηλός. Έχω εξασκηθεί από παλιά να ζω μ’ έναν τρόπο σκοτεινό και ασύλληπτο. Έτσι μπόρεσα να διευρύνω τις στρατηγικές μου εμπειρίες, που είχαν τόσο καλό ξεκίνημα. Αυτό, σύμφωνα με τα λεγόμενα κάποιου που δεν του έλειπαν οι ικανότητες, είναι μια σπουδή κατά την οποία κανείς δε μπορεί ποτέ να γίνει διδάκτωρ (Ο ναύαρχος ντε Κολινύ, που τον αναφέρει στα Απομνημονεύματά του ο καρδινάλιος του Ρετζ, κατέληγε έτσι αναφορικά με την επιστήμη των φατριών και των πολιτικών ταραχών). Το αποτέλεσμα αυτών των ερευνών και αυτό είναι το μόνο καλό νέο της παρούσας επικοινωνίας μου με το κοινό, δε θα το δώσω με μορφή κινηματογραφική. Ήδη απ’ τα 1978, είχα ανακοινώσει ότι αυτή η ταινία θα ήταν η τελευταία μου.
     Αλλά, φυσικά, όλες οι ιδέες είναι κενές όταν δε συναντάς πια το μεγαλείο στη καθημερνή ύπαρξη: έτσι, τα άπαντα των στοχαστών εκτροφείου, που προωθούνται στην αγορά αυτή τη στιγμή του αποσυντεθειμένου εμπορεύματος, δε κατορθώνουν να κρύψουνε τη γεύση της τροφής που τους εξέθρεψε. Αυτά τα χρόνια, έζησα σε μια χώρα όπου ήμουν ελάχιστα γνωστός. Ο χώρος μια απ’ τις καλύτερες πόλεις που υπήρξαν ποτέ (Φλωρεντία), τον οποίο είχα στη διάθεσή μου, τα πρόσωπα κι η χρήση του χρόνου που κάναμε, συνέθεταν ένα σύνολο που θύμιζε πολύ τις πιο ευχάριστες τρέλες της νιότης μου.
     Πουθενά δεν αναζήτησα φιλόξενη κοινωνία και τόσο το καλύτερο: γιατί ποτέ δε βρήκα καμιά. Συκοφαντήθηκα πολύ στην Ιταλία, που είχανε την ευχαρίστηση να μου βγάλουνε τη φήμη τρομοκράτη. Μένω όμως, τελείως αδιάφορος στις κάθε λογής κατηγορίες, μια που τό ‘χε η μοίρα μου να τις προκαλώ στο πέρασμά μου και γιατί γνωρίζω καλά το λόγο. Δεν δίνω σημασία παρά μόνο σε ό,τι με γοητεύει σ’ αυτή τη χώρα και που δε θα μπορούσε να βρεθεί αλλού.
     Αναπολώ κείνη που ήταν εκεί σα μια ξένη στην ίδια της τη πόλη. “Κάθε μια πολίτης είναι μιας πολιτείας αληθινής, αλλά θες να πεις, ότι έζησε εξόριστη στην Ιταλία“.(Δάντης, Καθαρτήριο, 13η Ωδή). Αναπολώ «τις όχθες του Άρνου γεμάτες αποχαιρετισμούς». (Μυσέ “Λορεντζάτσιο”). Και μένα επίσης, μετά από τόσους άλλους, με εξόρισαν από τη Φλωρεντία. Έτσι κι αλλιώς, διανύει κανείς μιαν εποχή όπως κάποιος διασχίζει το ακρωτήρι της Ντογκάνα, δηλαδή, μάλλον γρήγορα.  Στην αρχή δε το βλέπεις καθώς πλησιάζει προς το μέρος σου κι ύστερα, φθάνοντας στο ύψος του, το ανακαλύπτεις και πρέπει να δεχτείς ότι φτιάχτηκε έτσι κι όχι αλλιώς. Ήδη, όμως, προσπερνάμε αυτό το ακρωτήρι κι αφήνοντάς το πίσω, ξανοιγόμαστε σε άγνωστα νερά.

   «Σαν ήμασταν νέοι περάσαμε κάποιον καιρό
κοντά σ’ ένα δάσκαλο,
    νιώθαμε ευχαρίστηση από τη πρόοδο μας.
    Κοίτα στο βάθος όλων αυτών:

μας συνέβηκε;
    Ήρθαμε σα τη βροχή

και φύγαμε σα τον άνεμο».
   (στίχος του Ομάρ Καγιάμ).

     Μες σε 20 χρόνια δεν έχεις τον καιρό να κατοικήσεις στ’ αλήθεια παρά σ’ ένα μικρό αριθμό σπιτιών. Κι αυτά ήτανε φτωχικά σπίτια, το τονίζω, αλλά παρόλ’ αυτά, σε καλή τοποθεσία. Οτιδήποτε αξιόλογο ήτανε πάντα ευπρόσδεκτο, τα υπόλοιπα τα πετάγαμε έξω. Η ελευθερία δεν διέθετε τότε πολλές άλλες κατοικίες.
   «Πού ‘ναι οι χαριτωμένοι τυχοδιώκτες που ακολουθούσα κάποτε;» (Φρανσουά Βιγιόν). Εκείνοι φύγανε γοργά και κάποιος άλλος έζησε ακόμα πιο γρήγορα μέχρι να πέσει η αυλαία της τρέλας.
     Η αίσθηση της ροής του χρόνου ήταν πάντα για μένα έντονη και με έλκυε όπως άλλοι έλκονται απ’ το κενό ή το νερό. Μ’ αυτή την έννοια, αγάπησα την εποχή μου, που έμελλε να δει να χάνεται κάθε υπαρκτή ασφάλεια και να σαρώνεται ό,τι ήταν κοινωνικά διευθετημένο. Ιδού μερικές απολαύσεις που ακόμα κι η άσκηση της πιο υψηλής τέχνης δε θα μπορούσε να μας προσφέρει.
     Όσο γι αυτά που κάναμε, πώς θα μπορούσαμε να αξιολογήσουμε το αποτέλεσμά τους στο παρόν; Περιδιαβαίνουμε τώρα αυτό το τοπίο, το ρημαγμένο απ’ τον πόλεμο που μια κοινωνία διεξάγει ενάντια στον εαυτό της, ενάντια στις ίδιες της τις δυνατότητες. Το ασχήμισμα των πάντων ήταν, το δίχως άλλο, το αναπόφευκτο τίμημα αυτής της σύγκρουσης. Αρχίσαμε να νικάμε επειδή ο εχθρός ξεπέρασε κάθε όριο στα λάθη του. (Κανείς δεν έχει αποτολμήσει να εκτιμήσει ακόμα τη σημασία της πυρηνικής καταστροφής του Τσερνομπίλ, το 1986, σ’ ό,τι αφορά τη κατάρρευση της ολοκληρωτικής γραφειοκρατίας στη Ρωσία, που άρχισε 3 χρόνια αργότερα, ούτε ως ποιο σημείο οι αυξανόμενες ευκολίες των μεθόδων δημοκρατικής-θεαματικής διακυβέρνησης κι η υπερβολική χρήση που τους έγινε, επέφεραν ακαριαία ατροφία της στρατηγικής αίσθησης σ’ όσους βασιλεύουνε κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες).
     Η αληθινή αιτία του πολέμου, που τόσες παραπλανητικές εξηγήσεις δόθηκαν, έγκειται στο ότι έπρεπε αναγκαστικά να εμφανιστεί υπό τη μορφή αντιπαράθεσης ως προς την αλλαγή -δεν απέμενε πια σ’ αυτόν κανένα από τα χαρακτηριστικά μιας πάλης ανάμεσα στη συντήρηση και την αλλαγή. Εμείς ήμασταν, πιότερο από οποιονδήποτε άλλο, οι άνθρωποι της αλλαγής σε μιαν εποχή που άλλαζε. Οι ιδιοκτήτες της κοινωνίας ήταν υποχρεωμένοι, προκειμένου να διατηρήσουνε τη θέση τους, να επιδιώξουν μιαν αλλαγή αντίθετη από τη δική μας. Θέλαμε να ξαναχτίσουμε τα πάντα κι αυτοί επίσης, αλλά σε κατεύθυνση εκ διαμέτρου αντίθετη. Ό,τι έκαναν δείχνει επαρκώς, στο αρνητικό, το σχέδιο μας. Τα τεράστια έργα τους δεν τους οδηγήσανε παρά εδώ, σ’ αυτή τη διαφθορά. Το μίσος για τη διαλεκτική οδήγησε τα βήματά τους σ’ αυτό το βούρκο. (Όσα αναφέρονται εδώ κι εκεί ως τυχαίες παρενέργειες της μόλυνσης, στην ουσία δεν είναι παρά λογικές αναγκαιότητες, αθέατα πανταχού παρούσες μέσα στην «ευτυχία» που διάλεξε η θεαματική-εμπορευματική κοινωνία).
     Οφείλαμε να εξαφανίσουμε και διαθέταμε τα κατάλληλα όπλα γι αυτό, κάθε ψευδαίσθηση διαλόγου ανάμεσα σ’ αυτές τις ανταγωνιστικές προοπτικές και κατόπιν, τα γεγονότα θα προσφέρανε την ετυμηγορία τους. Τη προσέφεραν.
     Έγινεν αδύνατον να κυβερνηθεί αυτή η «κατεστραμμένη γη», όπου οι καινούργιες οδύνες μεταμφιέζονται, παίρνοντας τα ονόματα παλιότερων ηδονών κι όπου οι άνθρωποι φοβούνται τόσο πολύ. Κάνουν κύκλους μέσα στη νύχτα κι η φωτιά τους καταβροχθίζει. Ξυπνάνε αλαφιασμένοι και ψάχνουνε, ψηλαφώντας, τη ζωή. Κυκλοφορεί η φήμη ότι αυτοί που την απαλλοτριώνανε, τελικά τη χάσανε. Ιδού λοιπόν ένας πολιτισμός που καίγεται, ανατρέπεται και καταποντίζεται αυτούσιος. Τί ωραίος τορπιλισμός!
     Κι εγώ; Τί απέγινα εγώ μες στη δίνη αυτού του ολέθριου ναυάγιου, που το θεωρώ αναγκαίο και για το οποίο μάλιστα μπορεί να πει κανείς ότι εργάστηκα, αφού σίγουρα αληθεύει ότι απείχα από οποιαδήποτε άλλη εργασία; Θα μπορούσε άραγε να ισχύσει σ’ αυτή τη στιγμή της ιστορίας μου, αυτό που έγραψε ένας ποιητής της Δυναστείας Τσανγκ στο “Ξεπροβοδίζοντας Ένα Ταξιδιώτη“;

   Ξεπέζεψα και με κρασί τον φίλεψα
    για να τον αποχαιρετήσω
    τον ρώτησα που πήγαινε.
    Μ’ απάντησε: στ’ ανθρώπινα
    τα πράγματα διόλου δεν τα κατάφερα
    και στα βουνά Ναν Τσαν ξαναγυρνώ,
    για νά βρω τη γαλήνη
.

     Μα όχι, το βλέπω ξεκάθαρα, γαλήνη για μένα δεν υπάρχει και, πρώτ’ απ’ όλα, γιατί κανείς δε μου κάνει τη χάρη να σκεφτεί πως στα ανθρώπινα τα πράγματα διόλου δεν τα κατάφερα. Αλλά, ευτυχώς, δεν υπάρχει και κανείς που θα μπορούσε να πει πως τα κατάφερα. Οφείλουμε, λοιπόν, να παραδεχτούμε πως δεν υπήρξε ούτε επιτυχία ούτε αποτυχία για τον Γκυ Ντεμπόρ και τις υπέρμετρες φιλοδοξίες του.
     Ήταν ήδη η αυγή της κουραστικής αυτής ημέρας, που βλέπουμε να φτάνει στο τέλος της, όταν ο νεαρός Μαρξ έγραφε στον Ρούγκε, τον Μάη του 1843: «Μη μου πείτε ότι τρέφω υπερβολική εκτίμηση για τη σημερινή εποχή. Κι αν, παρόλ’ αυτά, δεν απελπίζομαι είναι επειδή η απελπιστική της κατάσταση με γεμίζει ελπίδα».
     Σαλπάροντας για την ψυχρή ιστορία, η εποχή αυτή δε γαλήνεψε, οφείλω να ομολογήσω, κανέν από τα πάθη, που τόσον ωραία και τόσο θλιβερά παραδείγματα έδωσα.
     Όπως αποδεικνύουν επίσης αυτές οι τελευταίες σκέψεις πάνω στη βία, δε θα υπάρξει για μένα ούτε οπισθοχώρηση ούτε συμφιλίωση.
     Η σύνεση δε θα ‘ρθει ποτέ.

                              ΝΑ ΞΑΝΑΠΙΑΣΤΕΙ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΡΧΗ* 

  * Αντίθετα με τις παραδοσιακές λέξεις «τέλος» ή «συνεχίζεται », η φράση αυτή πρέπει να γίνει κατανοητή μ’ όλες τις έννοιες του ρήματος «ξαναπιάνω». Σημαίνει, πρωτ’ απ’ όλα, πως η ταινία, που ο τίτλος είναι καρκινικός, θα κέρδιζε, αν κανείς τη ξανάβλεπε αμέσως ώστε να πετύχει καλύτερα το αποκαρδιωτικό της αποτέλεσμα: μόνο ξέροντας το τέλος μπορείς να καταλάβεις την αρχή. Σημαίνει, επίσης, ότι πρέπει να καταπιαστείς ξανά τόσο με τη δράση, όσο και με τα σχόλια που σχετίζονται μ’ αυτή. Σημαίνει, τέλος, ότι πρέπει να αναθεωρηθούν όλα εξαρχής, να διορθωθούν, ακόμα και να κατακριθούνε για να φθάσουμε μια μέρα σε πιο αξιοθαύμαστα αποτελέσματα.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *