Deledda Grazia Κυρία Με Τα Όλα Της

Βιογραφικό

—–Η Γκράτσια Μαρία Κόζιμα Νταμιάνα Ντελέντα (Grazia Maria Cosima Damiana Deledda), ήταν Ιταλίδα συγγραφέας που έλαβε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1926 «για τα ιδεαλιστικά εμπνευσμένα γραπτά της που με πλαστική σαφήνεια απεικονίζουν τη ζωή στο νησί της [δηλαδή τη Σαρδηνία] και με βάθος και συμπάθεια αντιμετωπίζουν τα ανθρώπινα προβλήματα γενικά». Ήταν η 1η Ιταλίδα που έλαβε το βραβείο και μόνο η 2η γυναίκα γενικά μετά τη Σέλμα Λάγκερλεφ που τιμήθηκε με το δικό της το 1909.

—–Γεννήθηκε 27 Σεπτέμβρη 1871 στο Nuoro της Σαρδηνίας, σε μεσοαστική οικογένεια, από τον Giovanni Antonio Deledda και τη Francesca Cambosu, 4η από τα 7 αδέρφια. Παρακολούθησε το δημοτικό σχολείο (το ελάχιστο απαιτούμενο κείνη την εποχή) και στη συνέχεια εκπαιδεύτηκε από ιδιωτικό δάσκαλο (καλεσμένο από τους συγγενείς) και συνέχισε να σπουδάζει λογοτεχνία μόνη της. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου άρχισε να δείχνει ενδιαφέρον για τη συγγραφή σύντομων μυθιστορημάτων, κυρίως εμπνευσμένων από τη ζωή των αγροτών της Σαρδηνίας και τους αγώνες τους. Ο δάσκαλος την ενθάρρυνε να υποβάλει τα γραπτά της σ’ εφημερίδες και στα 13 είχε τη 1η της ιστορία, δημοσιεύτηκε σε τοπικό περιοδικό.

—–Η Γκράτσια, θέλοντας ν’ ακολουθήσει τον δικό της δρόμο, εναντιώθηκε στις πεποιθήσεις της εποχής και των γονιών της. Η μεγαλύτερη της επιρροή ήταν ο συγγραφέας Enrico Costa, που ήταν ο πρώτος άνθρωπος που πίστεψε στο ταλέντο της και τη παρακίνησε προς τη συγγραφή. Μερικά από τα 1α έργα της δημοσιευτήκανε στο περιοδικό μόδας L’ultima moda μεταξύ 1888-9. Το 1890 η Τρεβιζάνι δημοσίευσε το Nell’azzurro (Into the Blue), τη 1η συλλογή διηγημάτων. Η κύρια εστίαση της Deledda ήταν η αναπαράσταση της φτώχειας και των αγώνων που συνδέονται μ’ αυτή μέσω συνδυασμού φανταστικών κι αυτοβιογραφικών στοιχείων. Θα ‘λεγε κανείς πως τη κλίση της προς τη συγγραφή και τη λογοτεχνία ίσως και να της τη μεταλαμπάδευσε ο πατέρας. Ωστόσο, ζώντας σε κλειστή κοινωνία, η ενασχόληση νεαρής κοπέλας με κάτι άλλο πέρα με τα του οίκου της, κάθε άλλο παρά αποδεκτή ήταν. Η οικογένειά της δεν υποστήριξε λοιπόν ιδιαίτερα την επιθυμία της να γράψει.

—–Το 1ο μυθιστόρημά της, Fiori di Sardegna (Λουλούδια της Σαρδηνίας) εκδόθηκε το 1892. Το βιβλίο της Paesaggi sardi (1896), που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Speirani, χαρακτηρίζεται από μια πεζογραφία εμπνευσμένη τόσο από τη μυθοπλασία όσο κι από τη ποίηση. Εκείνη την εποχή η Deledda ξεκίνησε τακτική συνεργασία μ’ εφημερίδες και περιοδικά, κυρίως La Sardegna, Piccola Rivista και Nuova Antologia. Το έργο της κέρδισε σημαντική προβολή καθώς και κριτικό ενδιαφέρον. Οκτώβρη του 1899, η Deledda συνάντησε τον Palmiro Madesani, υπάλληλο του Υπουργείου Οικονομικών, στο Κάλιαρι. Ο Madesani κι η Deledda παντρεύτηκαν το 1900. Εκείνος θέλοντας να βοηθήσει τη γυναίκα του στο έργο της, παραιτήθηκε από το Υπουργείο Οικονομικών και ρίχθηκε με ζήλο στην ενασχόληση με τη λογοτεχνία στο πλάι της συζύγου του. Το ζευγάρι είχε μετακομίσει στη Ρώμη αμέσως μετά τη δημοσίευση του Il vecchio della montagna (Ο γέρος από το βουνό, 1900). Μαζί απέκτησαν, μάλιστα και 2 παιδία.

—–Παρά τη γέννηση των 2 γιων της, του Σάρντους (1901) και του Φραντσέσκο “Φραντς” (1904), η Ντελέντα κατάφερε να συνεχίσει να γράφει παραγωγικά, δημοσιεύοντας περίπου ένα μυθιστόρημα το χρόνο. Το 1903 δημοσίευσε το Elias Portolu, το οποίο γνώρισε εμπορική και κριτική επιτυχία, ενισχύοντας τη φήμη της ως συγγραφέα. Ακολούθησε το Cenere (Ashes, 1904), L’edera (Ο κισσός, 1908), Sino al conlimit (Στα σύνορα, 1910), Colombi e sparvieri (Περιστέρια και Σπουργίτια, 1912) και το πιο δημοφιλές βιβλίο της, Canne al vento (Καλάμια στον άνεμο, 1913).

—–Το 1916 το Cenere ήταν η έμπνευση για μια βωβή ταινία με τη διάσημη Ιταλίδα ηθοποιό Eleonora Duse. Ήταν η πρώτη και μοναδική φορά που η Duse, μια θεατρική ερμηνεύτρια, εμφανίστηκε σε ταινία. Η Deledda ήταν ένας από τους συντελεστές του εθνικιστικού γυναικείου περιοδικού Lidel, το οποίο ιδρύθηκε το 1919. Παράλληλα είχε τη τύχη να έρθει σε επαφή και με εξέχουσες προσωπικότητες του χώρου, όπως ο Άντζελο ντε Γκουμπερνάτις κι ο Ρουτζέρο Μπονγκί.

—–Το 1926 ο Henrik Schück, μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας, πρότεινε τη Deledda για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η Deledda κέρδισε «για τα ιδεαλιστικά εμπνευσμένα γραπτά της που με πλαστική σαφήνεια απεικονίζουν τη ζωή στο νησί της και με βάθος και συμπάθεια αντιμετωπίζουν τα ανθρώπινα προβλήματα γενικά». Της απονεμήθηκε το βραβείο σε τελετή στη Στοκχόλμη το 1926. Η αρχική της απάντηση στην είδηση ήταν «Già» (“Ήδη“).

—–Η νίκη της Deledda συνέβαλε στην αύξηση της δημοτικότητας της γραφής της. Ο Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος μόλις είχε εδραιώσει την εξουσία του, έστειλε στη Ντελέντα ένα υπογεγραμμένο πορτραίτο του με μια αφιέρωση όπου εξέφραζε τον βαθύ θαυμασμό του για τη συγγραφέα. Σμήνη δημοσιογράφων και φωτογράφων άρχισαν να επισκέπτονται το σπίτι της στη Ρώμη. Η Deledda αρχικά τους καλωσόρισε αλλά τελικά κουράστηκε από τη προσοχή. Μια μέρα παρατήρησε ότι το αγαπημένο της κατοικίδιο κοράκι, η Checca, ήταν εμφανώς εκνευρισμένη από τη φασαρία, με ανθρώπους να μπαινοβγαίνουν συνεχώς στο σπίτι. «Αν ο Checca έχει χορτάσει, το ίδιο κι εγώ», φέρεται να είπε η Deledda κι επέστρεψε σε μια πιο… συνταξιούχα ρουτίνα. Τα γεγονότα επιβάρυναν επίσης το εξαιρετικά μεθοδικό πρόγραμμα συγγραφής της Deledda. Η μέρα της ξεκινούσε με ένα πρωινό αργά, ακολουθούμενο από ένα πρωινό με σκληρό διάβασμα, μεσημεριανό γεύμα, έναν γρήγορο υπνάκο και μερικές ώρες γραφής πριν το δείπνο.

—–Η Deledda συνέχισε να γράφει ακόμα και όταν μεγάλωνε και γινότανε πιο εύθραυστη. Τα επόμενα έργα της, La Casa del Poeta (Το σπίτι του ποιητή, 1930) και Sole d’Estate (Καλοκαιρινός ήλιος, 1933), δείχνουν μια πιο αισιόδοξη άποψη για τη ζωή, ακόμη και όταν αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας.

—–Η Deledda πέθανε 15 Αυγούστου 1936 στη Ρώμη σε ηλικία 64 ετών από καρκίνο του μαστού. Το La chiesa della solitudine (Η Εκκλησία της Μοναξιάς, 1936), το τελευταίο μυθιστόρημα της Deledda, είναι μια ημι-αυτοβιογραφική απεικόνιση μιας νεαρής Ιταλίδας που συμβιβάζεται με μια θανατηφόρα ασθένεια. Ένα ολοκληρωμένο χειρόγραφο του μυθιστορήματος Cosima ανακαλύφθηκε μετά το θάνατό της και δημοσιεύτηκε μετά θάνατον το 1937.

—–Το έργο της Deledda έχει εκτιμηθεί ιδιαίτερα από συγγραφείς της ιταλικής λογοτεχνίας, συμπεριλαμβανομένων των Luigi Capuana, Giovanni Verga, Enrico Thovez, Pietro Pancrazi, Renato Serra κλπ. Σαρδηνοί συγγραφείς, όπως ο Sergio Atzeni, ο Giulio Angioni κι ο Salvatore Mannuzzu, επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από το έργο της, ωθώντας τους να ιδρύσουν αυτό που αργότερα έγινε γνωστό ως Λογοτεχνική Άνοιξη της Σαρδηνίας. Το 1947 ανατέθηκε στην καλλιτέχνιδα Amelia Camboni ένα πορτραίτο της Deledda, που σήμερα στέκει κοντά στο σπίτι της στη Ρώμη στη γειτονιά Pincio.

—–Η γενέτειρα και το παιδικό σπίτι της Deledda στο Nuoro ανακηρύχθηκε κτίριο εθνικής κληρονομιάς και αγοράστηκε το 1968 από τον Δήμο Nuoro, ο οποίος το 1979 το παρέδωσε στο Περιφερειακό Εθνογραφικό Ινστιτούτο (ISRE) στη συμβολική τιμή των 1.000 ιταλικών λιρών. Το Ινστιτούτο μετέτρεψε το σπίτι σε μουσείο στη μνήμη του συγγραφέα και τώρα ονομάζεται Museo Deleddiano. Το μουσείο αποτελείται από 10 αίθουσες που παρουσιάζουν τα πιο σημαντικά επεισόδια στη ζωή της Deledda. Ένα εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας από άνθρακα άνοιξε στο Portoscuso το 1965. Από το 2013, αυτός ο σταθμός παραγωγής ενέργειας που ονομάζεται Grazia Deledda έχει ισχύ 590 MW.

—–Η ζωή, τα έθιμα κι οι παραδόσεις της Σαρδηνίας κατέχουν εξέχουσα θέση στα γραπτά της Deledda. Συχνά βασίζεται σε λεπτομερείς γεωγραφικές περιγραφές κι οι χαρακτήρες της συχνά παρουσιάζουν μια ισχυρή σύνδεση με τον τόπο καταγωγής τους. Πολλοί από τους χαρακτήρες της είναι απόκληροι που παλεύουν σιωπηλά με την απομόνωση. Συνολικά, το έργο της Deledda επικεντρώνεται στην αγάπη, τον πόνο και το θάνατο, πάνω στα οποία στηρίζονται συναισθήματα αμαρτίας και μοιραίου. Τα μυθιστορήματά της τείνουν να επικρίνουν τις κοινωνικές αξίες και τους ηθικούς κανόνες παρά τους ανθρώπους που είναι θύματα τέτοιων περιστάσεων. Στο έργο της είναι εμφανής η επιρροή του βερισμού του Giovanni Verga και μερικές φορές και του παρακμασμού του Gabriele D’Annunzio, αν και το στυλ γραφής της δεν είναι τόσο περίτεχνο. Παρά τον πρωτοποριακό ρόλο της στην ιταλική και παγκόσμια λογοτεχνία, η Deledda δεν έχει θεωρηθεί φεμινίστρια συγγραφέας, πιθανώς λόγω της τάσης της να απεικονίζει τον πόνο και τα βάσανα των γυναικών σε αντίθεση με την αυτονομία των γυναικών.

ΕΡΓΑ:

Στέλλα ντ’ Οριέντε (1890)
Nell’azzuro (1890)
Fior di Sardegna (1891)
Racconti sardi (1894)
Tradizioni popolari di Nuoro in Sardegna (1894)
La via del male (1896)
Anime oneste (1895)
Paesaggi sardi (1897)
La tentazioni (1899)
Il tesoro (1897)
L’ospite (1897)
La giustizia (1899)
Nostra Signora del buon consiglio: leggenda sarda (1899)
Le disgrazie che può causare il denaro (1899)
Il Vecchio della montagna (1900)
Dopo il divorzio (1902; Αγγλική μετάφραση: Μετά το διαζύγιο, 1905)
La regina delle tenebre (1902)
Ελίας Πορτόλου (1900)
Cenere (1904; Αγγλική μετάφραση: Ashes, 1908)
Όντιο Βινς (1904)
Νοσταλγία (1905)
L’ombra del passato (1907)
Amori moderni (1907)
L’edera (1908), αγγλική μετάφραση ως Ivy από τη Mary Ann Frese Witt και τη Martha Witt (2019)
Il nonno (1908), αγγλική μετάφραση του διηγήματος “Il ciclamino” ως “The Cyclamen” των Maria Di Salvatore και Pan Skordos, στο “Journal of Italian Translation”, Volume XIV, Number 1, Spring 2019
Il nostro padrone (1910)
Sino al confine (1910)
I giuochi della vita (1911)
Nel deserto (1911)
L’edera: dramma in tre atti (1912)
Colombi e sparvieri (1912)

Κιαροσκούρο (1912)
Canne al vento (1913), Reeds in the Wind (1999 αγγλική μετάφραση από τη Martha King)
Le colpe altrui (1914)
Μαριάννα Σίρκα (1915)
Il fanciullo nascosto (1915)
L’incendio nell’oliveto (1918)
Il ritorno del figlio (1919)
Το Naufraghi στο Πόρτο (1920)
La madre (1920; Αγγλική μετάφραση: The Woman and the Priest, 1922; Αγγλική μετάφραση: The Mother, της Mary G. Steegman, 1923; Αγγλική μετάφραση: The Mother, των Martha Witt & Mary Ann Frese Witt, 2025)
Il segreto dell’uomo solitario (1921)
Cattive compagnie: novelle (1921)
La grazia (1921)
Il Dio dei viventi (1922)
Σίλβιο Πέλικο (1923)
Il flauto nel bosco (1923)
La danza della collana (1924); Αγγλική μετάφραση: The Dance of the Necklace, των Mary Ann Frese Witt & Martha Witt, 2023)
Μια σινίστρα (1924)
La fuga in Egitto (1925)
Il sigillo d’amore (1926)
Ανναλένα Μπιλσίνι (1927)
Il vecchio e i fanciulli (1928)
Il dono di natale (1930)
La casa del poeta (1930)
Ευγενία Γκραντέ, μτφρ. εις μνήμη Μπαλζάκ (1930)
Il libro della terza classe elementare: letture, religione, storia, geografia, aritmetica (1931)
Giaffa: racconti per ragazzi (1931)
Il paese del vento (1931)
Sole d’estate (1933)
L’argine (1934)
La chiesa della solitudine (1936); Αγγλική μετάφραση από την E. Ann Matter, The Church of Solitude (University of New York Press, 2002)
Cosima (1937) δημοσιεύτηκε μετά θάνατον, αγγλ. μετάφραση από τη Martha King (1988)
Il cedro del Libano (1939) που δημοσιεύτηκε μετά θάνατον
Grazia Deledda: premio Nobel per la letteratura 1926 (1966)
Opere scelte (1968)
Letter inedite di Grazia Deledda ad Arturo Giordano direttore della rivista letteraria (Alchero: Nemaprress, 2004)

==========================================

—–Η Μητέρα ακολουθεί μια γυναίκα και το γιο της, που είναι ιερέας, που μετακομίζουν στο μικρό χωριό Arra στο απομακρυσμένο ιταλικό νησί της Σαρδηνίας. Το χωριό υπάρχει στα όρια μεταξύ της καθιερωμένης θρησκείας και της αγροτικής δεισιδαιμονίας. Όπου οι άνθρωποι πιστεύουν στις καθολικές διδασκαλίες που έφερε ο ιερέας κι η ενορία του, αλλά ζουν επίσης με τη δεισιδαιμονία του χωριού και τις παγανιστικές πεποιθήσεις. Υπάρχουν ακόμη κι ιστορίες για τον προηγούμενο ιερέα, που η ψυχή του στοιχειώνει ακόμα τη μικρή ενορία. Παρά αυτές τις προκλήσεις, η μητέρα και ο γιος της φτάνουν εκεί, αποφασισμένοι να μετατρέψουν αυτό το χωριό σε ένα σωστό, θεοφοβούμενο μέρος. Όλα λειτουργούν καλά μέχρι που ο γιος, Πάολο, αρχίζει να παραπλανιέται από μοναχική γυναίκα την Άνιες, παραβιάζοντας τους ιερατικούς του όρκους. Τη νύχτα που η μητέρα μαθαίνει για τη σχέση τους, την επισκέπτεται το κακό πνεύμα του προηγούμενου ιερέα, προειδοποιώντας τη να φύγει απ’ το χωριό αλλιώς θ’ αντιμετωπίσει τρομερές συνέπειες.
Η ιστορία που προκύπτει είναι καλή, οι χαρακτήρες κι η ψυχική τους αγωνία τόσο απίστευτα αληθινή, παρά τον ελαφρύ μαγικό ρεαλισμό της πλοκής. Το μυθιστόρημα ασχολείται με τη σύγκρουση δυνάμεων: Καθολικισμός εναντίον αγροτικού παγανισμού, ο πειρασμός της αγάπης εναντίον των όρκων της ιεροσύνης, η αγάπη της μητέρας για την ελευθερία του γιου της εναντίον της ανησυχίας για τη ψυχή του. Εκπληκτικά ζωντανό μυθιστόρημα που ζωγραφίζει το μικρό ιταλικό νησί και τους χωρικούς του με ρεαλιστικά χρώματα.

——————————————–Η Μητέρα

(αποσπ. -μόνο το 1ο κεφ.)

Κεφ. 1

Απόψε πάλι ο Paul ετοιμαζόταν να βγει έξω…
Από το δωμάτιό της δίπλα στο δικό του, η μητέρα τον άκουγε να κινείται κρυφά, ίσως περιμένοντας να βγει έξω μέχρι να το κάνει έσβησε το φως κι έπεσε στο κρεβάτι.
Έσβησε το φως της, αλλά τελικά δεν έπεσε στο κρεβάτι.
Καθισμένη κοντά στην πόρτα, έσφιξε τα χέρια της σφιχτά μεταξύ τους, αυτά τα φθαρμένα χέρια ενός υπηρέτη, πιέζοντας τους αντίχειρες Από την άλλη να δώσει κουράγιο στον εαυτό της. Αλλά κάθε στιγμή η ανησυχία της μεγάλωνε και ξεπερνούσε την πεισματική ελπίδα της ότι ο γιος της Καθόταν ήσυχα, όπως συνήθιζε, και άρχιζε να διαβάζει ή πήγαινε για ύπνο. Για λίγα λεπτά, πράγματι, ο νεαρός ιερέας ήταν προσεκτικός Τα βήματα ήταν σιωπηλά. Ένιωθε ολομόναχη. Έξω, ο θόρυβος του ανέμου αναμειγνύονταν με το μουρμουρητό των δέντρων που φύτρωναν στο κορυφογραμμή ψηλού εδάφους πίσω από το μικρό πρεσβυτέριο. όχι δυνατός άνεμος, αλλά αδιάκοπος, μονότονος, που ακουγόταν σαν να ήταν τυλίγοντας το σπίτι σε κάποια αόρατη ζώνη που τρίζει, όλο και πιο κοντά, προσπαθώντας να το ξεριζώσει από τα θεμέλιά του και να το σύρει το έδαφος.
Η μητέρα είχε ήδη κλείσει την πόρτα του σπιτιού και την είχε φράξει με δύο σταυρωτά κάγκελα, για να αποτρέψει τον διάβολο, που φυσούσε Οι νύχτες περιφέρονται στο εξωτερικό αναζητώντας ψυχές, από το να διεισδύσουν στο σπίτι. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, δεν πίστευε πολύ σε μια τέτοια πράγματα. Και τώρα σκεφτόταν με πικρία, και μια αόριστη περιφρόνηση για τον εαυτό της, ότι το κακό πνεύμα ήταν ήδη μέσα στο μικρό πρεσβυτέριο, ότι ήπιε από το φλιτζάνι του Παύλου και αιωρήθηκε γύρω από τον καθρέφτη που είχε κρεμάσει στον τοίχο κοντά στο παράθυρό του.
Εκείνη τη στιγμή άκουσε τον Πολ να κινείται ξανά. Ίσως στεκότανε πραγματικά μπρος στον καθρέφτη, αν κι αυτό απαγορευότανε στους Ιερείς. Αλλά τι δεν είχε επιτρέψει ο Παύλος στον εαυτό του εδώ κι αρκετό καιρό;
Η μητέρα θυμήθηκε ότι τον τελευταίο καιρό τον είχε συναντήσει αρκετές φορές να κοιτά τον εαυτό του στο τζάμι όπως κάθε γυναίκα, να καθαρίζεται και να φτιάχνεται. Γυάλιζε τα νύχια του ή βούρτσιζε τα μαλλιά του, που τα ‘χε αφήσει να μακρύνουνε και μετά τα έφερνε πίσω πάνω από το κεφάλι του, σαν να προσπαθούσε να κρύψτε το ιερό σημάδι της κουράς. Και μετά έκανε χρήση αρωμάτων, βούρτσισε τα δόντια του κι έκανε γαργάρες με αρωματική πούδρα, ακόμη και τα φρύδια του χτένισε.
Φαινόταν να τον βλέπει τώρα τόσο καθαρά σαν να μην υπήρχε ο διαχωριστικός τοίχος, μια μαύρη φιγούρα στο λευκό φόντο του δωμάτιο; Μια ψηλή, αδύνατη φιγούρα, σχεδόν πολύ ψηλή, που πηγαινοερχόταν με τα απρόσεκτα βήματα ενός αγοριού, συχνά σκοντάφτοντας και γλιστρώντας, αλλά κρατώντας πάντα τον εαυτό του όρθιο. Το κεφάλι του ήταν λίγο πολύ μεγάλο για τον λεπτό λαιμό, το πρόσωπό του χλωμό και επισκιασμένο από το προεξέχον μέτωπο που έμοιαζε να αναγκάζει τα φρύδια να συνοφρυωθούν και τα μακριά μάτια να πέσουν από το βάρος του. Αλλά το δυνατό σαγόνι, το φαρδύ, Το γεμάτο στόμα και το αποφασιστικό πηγούνι έμοιαζαν με τη σειρά τους να επαναστατούν με περιφρόνηση ενάντια σε αυτή την καταπίεση, αλλά να μην μπορούν να την αποτινάξουν.
Αλλά τώρα σταμάτησε μπροστά στον καθρέφτη και ολόκληρο το πρόσωπό του φωτίστηκε, τα βλέφαρα άνοιξαν στο έπακρο και οι κόρες του καθαρού καφέ του Τα μάτια έλαμπαν σαν διαμάντια.
Στη πραγματικότητα, στα βάθη της μητρικής της καρδιάς, η μητέρα του χαιρόταν που τον έβλεπε τόσο όμορφο και δυνατό, και μετά τον ήχο του Τα κρυφά βήματα που κινούνταν ξανά την ανακάλεσαν απότομα στην ανησυχία της.
Έβγαινε έξω, δεν μπορούσε να υπάρξει άλλη αμφιβολία γι’ αυτό. Άνοιξε την πόρτα του δωματίου του και στάθηκε πάλι ακίνητος. Ίσως και αυτός, άκουγε τους ήχους έξω, αλλά δεν ακουγόταν τίποτα εκτός από τον άνεμο που χτυπούσε πάντα το σπίτι.
Η μητέρα έκανε μια προσπάθεια να σηκωθεί από την καρέκλα της, να φωνάξει «Γιε μου, Παύλο, παιδί του Θεού, μείνε εδώ!» αλλά μια δύναμη ισχυρότερη από αυτήν Η δική της θέληση την κράτησε κάτω. Τα γόνατά της έτρεμαν σαν να προσπαθούσε να επαναστατήσει ενάντια σε αυτή την κολασμένη δύναμη. Τα γόνατά της έτρεμαν, αλλά τα πόδια της αρνήθηκε να κουνηθεί, και ήταν σαν δύο επιτακτικά χέρια να την κρατούσαν κάτω στο κάθισμά της.
Έτσι ο Πωλ μπορούσε να κρυφτεί αθόρυβα κάτω, να ανοίξει τη πόρτα και να βγει έξω κι ο άνεμος φαινόταν να τον καταπίνει και να τον παίρνει μακρυά σαν αναλαμπή.
Μόνο τότε μπόρεσε να σηκωθεί και να ανάψει ξανά τη λάμπα της. Αλλά ακόμη και αυτό επιτεύχθηκε μόνο με δυσκολία, γιατί, αντί να ανάψει, Τα σπίρτα άφηναν μακριές βιολετί ραβδώσεις στον τοίχο όπου κι αν τα χτυπούσε. Αλλά τελικά η μικρή ορειχάλκινη λάμπα έριξε μια αμυδρή λάμψη πάνω Το μικρό δωμάτιο, γυμνό και φτωχό σαν υπηρέτη, και άνοιξε την πόρτα και στάθηκε εκεί, ακούγοντας. Έτρεμε ακόμα, κι όμως κινούνταν άκαμπτα και ξύλινα, και με το μεγάλο κεφάλι της και τη κοντή, φαρδιά φιγούρα της ντυμένη στα σκουριασμένα μαύρα έμοιαζε σαν να είχε λαξεύτηκε με ένα τσεκούρι, όλο κομμάτι, από τον κορμό μιας βελανιδιάς.
Από το κατώφλι της κοίταξε κάτω από τις σκάλες από σχιστόλιθο που κατέβαιναν απότομα ανάμεσα σε ασβεστωμένους τοίχους, στο κάτω μέρος των οποίων η πόρτα Τινάχτηκε στους μεντεσέδες του με τη βία του ανέμου. Και όταν είδε τα δύο κάγκελα που ο Παύλος είχε λύσει και είχε αφήσει γερμένα Στον τοίχο γέμισε με ξαφνικό άγριο θυμό.
Α, όχι, πρέπει να νικήσει τον διάβολο. Μετά έβαλε το φως της στο πάτωμα στην κορυφή της σκάλας, κατέβηκε και βγήκε κι αυτή.
Ο άνεμος την άρπαξε άγρια, φυσώντας τις φούστες της και το μαντήλι πάνω από το κεφάλι της, σαν να προσπαθούσε να την αναγκάσει πίσω στο σπίτι. Αλλά έδεσε το μαντήλι σφιχτά κάτω από το πιγούνι της και προχώρησε με σκυμμένο κεφάλι, σαν να χτυπούσε πέρα από όλα τα εμπόδια στο δρόμο της. Ένιωσε το δρόμο της πέρα από το μπροστινό μέρος του πρεσβυτερίου, κατά μήκος του τοίχου του λαχανόκηπου και πέρα από το μπροστινό μέρος της εκκλησίας, αλλά στη γωνία της εκκλησίας σταμάτησε. Ο Πωλ είχε γυρίσει εκεί, και γρήγορα, σαν κάποιο μεγάλο μαύρο πουλί, ο μανδύας του Φτερουγίζοντας γύρω του, είχε σχεδόν πετάξει πάνω από το χωράφι που εκτεινόταν μπροστά από ένα παλιό σπίτι χτισμένο κοντά στην κορυφογραμμή της γης που έκλεινε στον ορίζοντα πάνω από το χωριό.
Το αβέβαιο φως, πότε μπλε, πότε κίτρινο, καθώς το πρόσωπο του φεγγαριού έλαμπε καθαρό ή το διέσχιζαν μεγάλα σύννεφα, φώτιζε το μακρύ γρασίδι του το χωράφι, η μικρή υπερυψωμένη πλατεία, μπροστά από την εκκλησία και το πρεσβυτέριο, και οι δύο σειρές εξοχικών σπιτιών εκατέρωθεν του απότομου δρόμου, που στριφογύριζε και κατέβαινε μέχρι που χάθηκε ανάμεσα στα δέντρα στην κοιλάδα. Και στο κέντρο της κοιλάδας, σαν ένα άλλο γκρίζο και ελικοειδής δρόμος, ήταν το ποτάμι που κυλούσε και με τη σειρά του χανόταν ανάμεσα στα ποτάμια και τους δρόμους του φανταστικού τοπίου που Τα σύννεφα που οδηγούνταν από τον άνεμο αποκαλύπτονταν και κρύβονταν εναλλάξ σε αυτόν τον μακρινό ορίζοντα που βρισκόταν πέρα από την άκρη της κοιλάδας.
Στο ίδιο το χωριό δεν φαινόταν ούτε ένα φως, ούτε καν μια κλωστή καπνού. Όλοι κοιμόντουσαν τώρα στη φτώχεια εξοχικές κατοικίες, που προσκολλήθηκαν στη χορταριασμένη πλαγιά του λόφου σαν δύο σειρές προβάτων, ενώ η εκκλησία με τον λεπτό πύργο της, προστατευόταν από το κορυφογραμμή γης πίσω του, θα μπορούσε κάλλιστα να αντιπροσωπεύει τον βοσκό που ακουμπάει στο ραβδί του.
Τα γέρικα δέντρα που φύτρωναν κατά μήκος του στηθαίου της πλατείας μπροστά από την εκκλησία λύγιζαν και στριφογύριζαν με μανία στον άνεμο, μαύρα και άμορφα τέρατα στο σκοτάδι, και ως απάντηση στο θρόισμα της κραυγής τους ήρθε ο θρήνος των λεύκων και των καλαμιών στην κοιλάδα. Και Μέσα σε όλη αυτή τη μελαγχολία της νύχτας, τον βογγητό του ανέμου και το φεγγάρι που πνίγεται ανάμεσα στα θυμωμένα σύννεφα, συγχωνεύτηκε η θλίψη του μητέρα που αναζητά τον γιο της.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε προσπαθήσει να εξαπατήσει τον εαυτό της με την ελπίδα ότι θα τον έβλεπε να κατεβαίνει πριν από αυτήν στο χωριό για να επισκέφτηκε κάποιον άρρωστο ενορίτη, αλλά αντ’ αυτού, τον είδε να τρέχει σαν να τον έσπρωξε ο διάβολος προς το παλιό σπίτι κάτω από το κορυφή.
Και σε εκείνο το παλιό σπίτι κάτω από την κορυφογραμμή δεν υπήρχε κανείς εκτός από μια γυναίκα, νέα, υγιής και μόνη…
Αντί να πλησιάσει την κύρια είσοδο σαν συνηθισμένος επισκέπτης, πήγε κατευθείαν στη μικρή πόρτα στον τοίχο του οπωρώνα και Αμέσως άνοιξε και έκλεισε ξανά πίσω του σαν ένα μαύρο στόμα που τον είχε καταπιεί.
Μετά έτρεξε κι αυτή στο λιβάδι, βαδίζοντας στο μονοπάτι που είχαν κάνει τα πόδια του στο μακρύ γρασίδι. Έτρεξε κατευθείαν στη μικρή πόρτα και Έβαλε τα ανοιχτά της χέρια πάνω του, σπρώχνοντας με όλη της τη δύναμη. Αλλά η μικρή πόρτα παρέμενε κλειστή, φαινόταν μάλιστα να την απωθεί Μια ενεργή δύναμη από μόνη της, και η γυναίκα ένιωσε ότι έπρεπε να τη χτυπήσει και να φωνάξει δυνατά. Κοίταξε τον τοίχο και τον άγγιξε σαν να ήθελε Δοκίμασε τη στερεότητά του και τελικά με απόγνωση έσκυψε το κεφάλι της και άκουγε προσεκτικά. Αλλά τίποτα δεν ακουγόταν εκτός από το τρίξιμο και θρόισμα των δέντρων μέσα στο περιβόλι, φίλοι και συνεργοί της ερωμένης τους, που προσπαθούν να καλύψουν με τους δικούς τους θορύβους όλους τους άλλους ακούγεται εκεί μέσα.
Αλλά η μητέρα δεν θα χτυπιόταν, έπρεπε να ακούσει και να μάθει -ή μάλλον, αφού στα μύχια της ψυχής της ήξερε ήδη την αλήθεια, ήθελε κάποια δικαιολογία για να εξαπατήσει ακόμα τον εαυτό της.
Απρόσεκτη τώρα αν την έβλεπαν ή όχι, περπάτησε σε όλο το μήκος του τοίχου του οπωρώνα, πέρα από το μπροστινό μέρος του σπιτιού και πέρα Μέχρι τη μεγάλη πύλη της αυλής. Και καθώς προχωρούσε, άγγιξε τις πέτρες σαν να έψαχνε κάποια που θα υποχωρούσε και θα έφευγε μια τρύπα από την οποία θα μπορούσε να μπει. Αλλά όλα ήταν σταθερά, συμπαγή, γρήγορα κλειστά – η μεγάλη πύλη εισόδου, η πόρτα του χολ, η κάγκελα Τα παράθυρα ήταν σαν τα ανοίγματα σε ένα φρούριο.
Εκείνη τη στιγμή το φεγγάρι αναδύθηκε πίσω από τα σύννεφα και έλαμψε καθαρά σε μια λίμνη μπλε, φωτίζοντας την κοκκινωπή πρόσοψη του Το σπίτι, το οποίο επισκιαζόταν εν μέρει από τις βαθιές μαρκίζες της προεξέχουσας στέγης με γρασίδι. τα εσωτερικά παντζούρια του Τα παράθυρα ήταν κλειστά και τα τζάμια έλαμπαν σαν πρασινωποί καθρέφτες, αντανακλώντας τα παρασυρόμενα σύννεφα και τα μπαλώματα του γαλάζιου ουρανού και Τα κλαδιά των δέντρων που πετούσαν πάνω στην κορυφογραμμή.
Μετά γύρισε πίσω, χτυπώντας το κεφάλι της στους σιδερένιους κρίκους που είχαν μπει στον τοίχο για να δένουν τα άλογα. Και πάλι σταμάτησε μπροστά στο κύρια είσοδο, και μπροστά σε εκείνη τη μεγάλη πόρτα με τα τρία γρανιτένια σκαλοπάτια, τη γοτθική βεράντα και τη σιδερένια πύλη, ένιωσε ξαφνικά ταπεινωμένη, ανίσχυρη να πετύχει, μικρότερη ακόμα και από όταν, ως μικρό κορίτσι, είχε περιπλανηθεί κοντά με άλλα φτωχά παιδιά του χωριού, περιμένοντας μέχρι Ο κύριος του σπιτιού πρέπει να βγει έξω και να τους πετάξει μερικές πέννες.
Είχε συμβεί μερικές φορές εκείνες τις μακρινές μέρες η πόρτα να έχει μείνει ορθάνοιχτη και να έχει θέα σε μια σκοτεινή είσοδο αίθουσα, στρωμένη με πέτρα και επιπλωμένη με πέτρινα καθίσματα. Τα παιδιά είχαν φωνάξει σε αυτό και πετάχτηκαν μπροστά ακόμα και στο κατώφλι, οι φωνές τους αντηχούν ξανά στο εσωτερικό του σπιτιού σαν σε σπηλιά. Τότε εμφανίστηκε ένας υπηρέτης για να τους διώξει.
«Τι! Κι εσύ εδώ, Μαρία Μανταλένα! Δεν ντρέπεσαι να τρέχεις με αυτά τα αγόρια, ένα υπέροχο κορίτσι σαν εσένα;»
Και εκείνη, το κορίτσι, είχε συρρικνωθεί ντροπιασμένη, αλλά παρ’ όλα αυτά είχε γυρίσει να κοιτάξει με περιέργεια το μυστηριώδες εσωτερικό του σπιτιού. Και ακριβώς έτσι οπισθοχώρησε τώρα και απομακρύνθηκε, σφίγγοντας τα χέρια της με απόγνωση και κοιτάζοντας ξανά τη μικρή πόρτα που είχε κατάπιε τον Παύλο της σαν παγίδα. Αλλά καθώς ξαναγύρισε τα βήματά της και περπάτησε ξανά προς το σπίτι, άρχισε να μετανιώνει που δεν το είχε κάνει φώναξε, ότι δεν είχε πετάξει πέτρες στην πόρτα και ανάγκασε όσους ήταν μέσα να την ανοίξουν και να την αφήσουν να προσπαθήσει να σώσει τον γιο της. Αυτή μετάνιωσε για την αδυναμία της, στάθηκε ακίνητη, αναποφάσιστη, γύρισε πίσω, μετά πάλι προς το σπίτι, παρασυρμένη από εδώ κι εκεί από τη βασανιστική της ανησυχία, αβέβαιη τι να κάνει: μέχρι που επιτέλους το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, η ανάγκη να συγκεντρώσει τις σκέψεις της και να συγκεντρώσει τις δυνάμεις της για την αποφασιστική μάχη, την οδήγησε στο σπίτι όπως ένα πληγωμένο ζώο βρίσκει καταφύγιο στη φωλιά του.
Τη στιγμή που μπήκε μέσα στο πρεσβυτέριο, έκλεισε την πόρτα και κάθισε βαριά στην κάτω σκάλα. Από την κορυφή της σκάλας Ερχόταν το αμυδρό τρεμάμενο φως της λάμπας, και όλα μέσα στο μικρό σπίτι, μέχρι τώρα τόσο σταθερά και ήσυχα όσο μια φωλιά χτισμένη σε κάποιο σχισμή των βράχων, έμοιαζε να ταλαντεύεται από τη μια πλευρά στην άλλη: ο βράχος τινάχτηκε συθέμελα και η φωλιά έπεφτε στο έδαφος.
Έξω ο άνεμος βογκούσε και σφύριζε ακόμα πιο δυνατά. Ο διάβολος κατέστρεφε το πρεσβυτέριο, την εκκλησία, ολόκληρο τον κόσμο της Χριστιανοί.
«Ω Κύριε, ω Κύριε!» φώναξε η μητέρα και η φωνή της ακούστηκε σαν τη φωνή κάποιας άλλης γυναίκας που μιλούσε.
Μετά κοίταξε τη σκιά της στον τοίχο της σκάλας και της έγνεψε καταφατικά. Πραγματικά, ένιωθε ότι δεν ήταν μόνη και άρχισε να το κάνει Μιλήστε σαν να ήταν ένα άλλο άτομο εκεί μαζί της, ακούγοντας και απαντούσε.
«Τι μπορώ να κάνω για να τον σώσω»;
«Περίμενε εδώ μέχρι να έρθει και μετά μίλησέ του καθαρά και σταθερά όσο είσαι ακόμα στην ώρα σου, Μαρία Μανταλένα».
«Αλλά θύμωνε και τα αρνιόταν όλα. Θα ήταν καλύτερα να πάμε στον Επίσκοπο και να τον παρακαλέσουμε να μας διώξει από αυτό το μέρος Όλεθρο. Ο Επίσκοπος είναι άνθρωπος του Θεού και γνωρίζει τον κόσμο. Θα γονατίσω στα πόδια του. Σχεδόν τον βλέπω τώρα, ντυμένο στα λευκά, Καθισμένος στην κόκκινη αίθουσα υποδοχής του, με τον χρυσό σταυρό του να λάμπει στο στήθος του και τα δύο δάχτυλα υψωμένα σε ευλογία. Μοιάζει με το δικό μας Ο ίδιος ο Κύριος! Θα του πω: Monsignore, γνωρίζετε ότι η ενορία του Aar, εκτός του ότι είναι η φτωχότερη στο βασίλειο, βρίσκεται κάτω από ένα κατάρα. Για σχεδόν εκατό χρόνια ήταν χωρίς ιερέα και οι κάτοικοι ξέχασαν εντελώς τον Θεό. Τότε επιτέλους ήρθε εδώ ένας ιερέας, αλλά Ο Monsignore ξέρει τι είδους άνθρωπος ήταν. Καλός και άγιος μέχρι τα πενήντα του χρόνια: αποκατέστησε το πρεσβυτέριο και το εκκλησία, έχτισε μια γέφυρα στο ποτάμι με δικά του έξοδα, και βγήκε για σκοποβολή και μοιράστηκε την κοινή ζωή των βοσκών και Κυνηγοί. Τότε ξαφνικά άλλαξε και έγινε τόσο κακός όσο ο διάβολος. Ασκούσε μαγεία. Άρχισε να πίνει και έγινε αυταρχικός και παθιασμένος. Κάπνιζε πίπα και έβριζε, και καθόταν στο έδαφος παίζοντας χαρτιά με τους χειρότερους κακοποιούς του τόπου, που τον συμπαθούσε και τον προστάτευε, όμως, και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι άλλοι τον άφηναν ήσυχο. Στη συνέχεια, κατά τα τελευταία του χρόνια, έκλεισε Ο ίδιος ανέβηκε στο πρεσβυτέριο ολομόναχος χωρίς καν υπηρέτη, και ποτέ δεν έβγαινε έξω από την πόρτα παρά μόνο για να πει τη Λειτουργία, αλλά πάντα Το είπε πριν ξημερώσει, για να μην πάει ποτέ κανείς. Και λένε ότι συνήθιζε να γιορτάζει όταν ήταν μεθυσμένος. Οι ενορίτες του ήταν επίσης φοβόταν να του προσάψουν οποιαδήποτε κατηγορία, γιατί έλεγαν ότι τον προστάτευε ο διάβολος αυτοπροσώπως. Και μετά όταν αρρώστησε, δεν υπήρχε γυναίκα που θα πήγαινε να τον φροντίσει. Ούτε γυναίκα ούτε άντρας, αξιοπρεπούς είδους, πήγαν να τον βοηθήσουν να το κάνει Τις τελευταίες μέρες, και όμως τη νύχτα κάθε παράθυρο στο πρεσβυτέριο ήταν φωτισμένο. Και οι άνθρωποι έλεγαν ότι εκείνες τις τελευταίες νύχτες ο διάβολος είχε σκάψει ένα υπόγειο πέρασμα από αυτό το σπίτι στο ποτάμι, μέσω του οποίου θα μετέφερε τα θνητά λείψανα του ιερέα. Και από την Αυτό το απόσπασμα το πνεύμα του ιερέα συνήθιζε να επιστρέφει στα χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατό του και να στοιχειώνει το πρεσβυτέριο, έτσι ώστε κανένα άλλο Ο ιερέας θα ερχόταν ποτέ να ζήσει εδώ. Ένας ιερέας ερχόταν από άλλο χωριό κάθε Κυριακή για να κάνει λειτουργία και να θάψει τους νεκρούς, αλλά ένας Νύχτα το πνεύμα του νεκρού ιερέα κατέστρεψε τη γέφυρα, και μετά από αυτό για δέκα χρόνια η ενορία ήταν χωρίς ιερέα, μέχρι που ήρθε ο Παύλος μου. Και ήρθα μαζί του. Βρήκαμε το χωριό και τους κατοίκους του να έχουν μεγαλώσει αρκετά άγριοι και απολίτιστοι, χωρίς καθόλου πίστη, αλλά τα πάντα αναβίωσε ξανά μετά τον ερχομό του Παύλου μου, όπως η γη στην επιστροφή της άνοιξης. Αλλά οι δεισιδαίμονες είχαν δίκιο, η καταστροφή θα πέσει πάνω στο νέος ιερέας γιατί το πνεύμα του παλιού εξακολουθεί να βασιλεύει στο πρεσβυτέριο. Κάποιοι λένε ότι δεν είναι νεκρός και ότι ζει σε ένα υπόγεια κατοικία που επικοινωνεί με το ποτάμι. Εγώ ο ίδιος δεν πίστεψα ποτέ σε τέτοιες ιστορίες, ούτε άκουσα ποτέ θορύβους. Για επτά χρόνια ζούμε εδώ, ο Παύλος μου και εγώ, σαν σε ένα μικρό μοναστήρι. Μέχρι πριν από λίγο καιρό ο Παύλος ζούσε τη ζωή ενός αθώου παιδιού, Μελετούσε και προσευχόταν και ζούσε μόνο για το καλό των ενοριτών του. Μερικές φορές έπαιζε φλάουτο. Δεν ήταν χαρούμενος φύση, αλλά ήταν ήρεμος και ήσυχος. Επτά χρόνια ειρήνης και αφθονίας είχαμε, όπως αυτά της Βίβλου. Ο Παύλος μου δεν έπινε ποτέ, έπινε Δεν έβγαινε να πυροβολεί, δεν κάπνιζε και δεν κοίταζε ποτέ μια γυναίκα. Όλα τα χρήματα που μπορούσε να εξοικονομήσει τα έβαλε στην άκρη για να ξαναχτίσει το γέφυρα κάτω από το χωριό. Είναι είκοσι οκτώ χρονών, είναι ο Παύλος μου, και τώρα η κατάρα έπεσε πάνω του. Μια γυναίκα τον έπιασε στα δίχτυα της. Ω, κύριε επίσκοπέ μου, διώξε μας από εδώ. Σώσε τον Παύλο μου, γιατί διαφορετικά θα χάσει την ψυχή του όπως ο προηγούμενος ιερέας! Και η γυναίκα πρέπει να σωθεί επίσης. Άλλωστε είναι μια γυναίκα που ζει μόνη της και έχει τους πειρασμούς της και σε εκείνο το μοναχικό σπίτι, μέσα στην ερήμωση αυτού του μικρού χωριού όπου δεν υπάρχει κανείς κατάλληλος να αντέξει τη συντροφιά της. Κύριε Επίσκοπε, η Εξοχότητά σας το γνωρίζει αυτό Γυναίκα, ήσουν καλεσμένος της με όλους τους ακόλουθούς σου όταν ήρθες εδώ για την ποιμαντική σου επίσκεψη. Υπάρχει χώρος και πράγματα να περισσέψουν, σε εκείνο το σπίτι! Και η γυναίκα είναι πλούσια, ανεξάρτητη, μόνη, πάρα πολύ μόνη! Έχει αδέρφια και μια αδερφή, αλλά είναι όλα μακριά, παντρεμένοι και ζουν σε άλλες χώρες. Έμεινε εδώ μόνη της για να φροντίσει το σπίτι και την περιουσία και σπάνια βγαίνει έξω. Και Μέχρι πριν από λίγο ο Παύλος μου δεν την ήξερε καν. Ο πατέρας της ήταν ένας παράξενος άνθρωπος, μισός κύριος, μισός χωρικός, κυνηγός και αιρετικός. Ήταν φίλος του γέρου ιερέα και δεν χρειάζεται να πω περισσότερα. Δεν πήγε ποτέ στην εκκλησία, αλλά κατά τη διάρκεια της τελευταίας του ασθένειας έστειλε γιατί ο Παύλος μου, και ο Παύλος μου έμειναν μαζί του μέχρι που πέθανε και του έκαναν μια κηδεία που δεν είχε ξαναδεί ποτέ σε αυτά τα μέρη. Κάθε ένα άτομο στο χωριό πήγε σε αυτό, ακόμη και τα μωρά μεταφέρθηκαν στην αγκαλιά των μητέρων τους. Στη συνέχεια, ο Paul μου συνέχισε να επισκέπτεται το μόνο επιζών αυτού του νοικοκυριού. Και αυτό το ορφανό κορίτσι ζει μόνο του με κακούς υπηρέτες. Ποιος την κατευθύνει, ποιος τη συμβουλεύει; Ποιος είναι εκεί για να τη βοηθήσουμε αν δεν το κάνουμε»;
Τότε η άλλη γυναίκα τη ρώτησε:
«Είσαι σίγουρη γι’ αυτό, Μαρία Μανταλένα; Είστε πραγματικά σίγουροι ότι αυτό που πιστεύετε είναι αλήθεια; Μπορείς πραγματικά να πας ενώπιον του Επισκόπου; Και να μιλάς έτσι για τον γιο σου και για εκείνο το άλλο άτομο, και να το αποδεικνύεις; Και να υποθέσουμε ότι δεν θα έπρεπε να είναι αλήθεια»;
«Ω Κύριε, ω Κύριε!»
Έθαψε το πρόσωπό της στα χέρια της και αμέσως εμφανίστηκε μπροστά της το όραμα του Παύλου και της γυναίκας μαζί σε ένα ισόγειο δωμάτιο στο παλιό σπίτι. Ήταν ένα πολύ μεγάλο δωμάτιο που έβλεπε στον οπωρώνα, με θολωτή οροφή, και το πάτωμα ήταν από σφυρηλατημένο τσιμέντο με το οποίο είχαν αναμειχθεί μικρά κοχύλια και βότσαλα. Από τη μία πλευρά υπήρχε ένα τεράστιο τζάκι, δεξιά και αριστερά του που βρισκόταν μια πολυθρόνα και μπροστά ήταν ένας καναπές αντίκα. Οι ασβεστωμένοι τοίχοι ήταν στολισμένοι με μπράτσα, κεφάλια ελαφιών και κέρατα, και πίνακες των οποίων οι μαυρισμένοι καμβάδες κρέμονταν κουρελιασμένοι, λίγα από τα θέματα διακρίνονταν στις σκιές εκτός από εδώ και Εκεί ένα σκοτεινό χέρι, κάποιο ίχνος προσώπου, από μαλλιά γυναίκας ή ένα μάτσο φρούτα.
Ο Παύλος κι η γυναίκα κάθονταν μπροστά στη φωτιά, σφίγγοντας ο ένας τα χέρια του άλλου.
«Ω, Θεέ μου!» ακούστηκε η βογκητή κραυγή της μητέρας.
Και για να διώξει αυτό το διαβολικό όραμα προκάλεσε ένα άλλο. Ήταν πάλι το ίδιο δωμάτιο, αλλά τώρα φωτιζόταν από το πρασινωπό φως που έμπαινε από το καγκελωτό παράθυρο που έβλεπε στο λιβάδι και την πόρτα που άνοιγε κατευθείαν από το δωμάτιο στο περιβόλι, και μέσα από το οποίο είδε τα δέντρα και το φύλλωμα να αστράφτουν, ακόμα βρεγμένα από τη φθινοπωρινή δροσιά. Μερικά πεσμένα φύλλα φυσήθηκαν απαλά Γύρω από το πάτωμα και οι αλυσίδες της αντίκας ορειχάλκινης λάμπας που στεκόταν πάνω στο ράφι του τζακιού ταλαντεύονταν πέρα δώθε στο ρεύμα. Μέσω ενός μισάνοιχτη πόρτα από την άλλη πλευρά μπορούσε να δει άλλα δωμάτια, όλα κάπως σκοτεινά και με κλειστά παράθυρα.
Στεκόταν εκεί περιμένοντας, με ένα δώρο φρούτων που είχε στείλει ο Παύλος της στην κυρία του σπιτιού. Και τότε ήρθε η ερωμένη, με Ένα γρήγορο βήμα και όμως λίγο ντροπαλό. Ήρθε από τα σκοτεινά δωμάτια, ντυμένη στα μαύρα, με το χλωμό της πρόσωπο πλαισιωμένο ανάμεσα σε δύο μεγάλους κόμπους μαύρες κοτσίδες και τα λεπτά λευκά χέρια της να αναδύονται από τις σκιές όπως αυτά στις εικόνες στον τοίχο.
Και ακόμη και όταν πλησίασε και στάθηκε στο πλήρες φως του δωματίου, υπήρχε γύρω από τη μικρή λεπτή φιγούρα της κάτι φευγαλέο, αμφίβολος. Τα μεγάλα σκούρα μάτια της έπεσαν αμέσως στο καλάθι με τα φρούτα που στεκόταν στο τραπέζι και μετά γύρισαν με ένα διερευνητικό βλέμμα στο γυναίκα που στεκόταν περιμένοντας, και ένα γρήγορο χαμόγελο, μισή χαρά, μισή περιφρόνηση, πέρασε πάνω από τις θλιβερές και αισθησιακές καμπύλες των χειλιών της.
Και εκείνη τη στιγμή, αν και δεν ήξερε πώς και γιατί, η πρώτη υποψία αναδεύτηκε στη καρδιά της μητέρας…

(τέλος αποσπ.)

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *