Βιογραφικό

Ο Καρτέσιος έχει αναγγελθεί ως ο 1ος σύγχρονος φιλόσοφος. Είναι διάσημος για τη σημαντική σύνδεση μεταξύ γεωμετρίας κι άλγεβρας, που επέτρεψε την επίλυση γεωμετρικών προβλημάτων με αλγεβρικές εξισώσεις. Είναι επίσης διάσημος για τη προώθηση νέου τρόπου σύλληψης της ύλης, που επέτρεψε τη λογιστική της φυσικής σε φαινόμενα μέσω μηχανικών εξηγήσεων. Ωστόσο, είναι πιο διάσημος για τη συγγραφή ενός σχετικά σύντομου έργου, Meditationes de Prima Philosophia (Στοχασμοί Πάνω στη Πρώτη Φιλοσοφία), δημοσιεύθηκε το 1641 και παρέχει φιλοσοφική βάση για τη δυνατότητα των επιστημών. Συχνά πιστώνεται ως ο “Πατέρας της Σύγχρονης Φιλοσοφίας“. Ο τίτλος αυτός δικαιολογείται λόγω της ρήξης του με τη παραδοσιακή σχολαστική-αριστοτελική φιλοσοφία που επικρατούσε στην εποχή του και λόγω της ανάπτυξης και προώθησης των νέων, μηχανιστικών επιστημών. Η θεμελιώδης ρήξη του με τη σχολαστική φιλοσοφία ήταν διττή. 1ον, πίστευε ότι η μέθοδος των Σχολαστικών ήταν επιρρεπής στην αμφιβολία, δεδομένης της εξάρτησής τους από την αίσθηση ως πηγή για όλη τη γνώση. 2ον, ήθελε να αντικαταστήσει το τελικό αιτιώδες μοντέλο επιστημονικής εξήγησης με το πιο σύγχρονο, μηχανιστικό μοντέλο.
Προσπάθησε να αντιμετωπίσει το πρώτο ζήτημα μέσω της μεθόδου αμφιβολίας του. Η βασική στρατηγική του ήταν να θεωρεί ψευδή κάθε πεποίθηση που πέφτει θύμα ακόμη και της παραμικρής αμφιβολίας. Αυτή η «υπερβολική αμφιβολία» χρησιμεύει στη συνέχεια για να ανοίξει το δρόμο για αυτό που ο Καρτέσιος θεωρεί ως μια απροκατάληπτη αναζήτηση της αλήθειας. Αυτή η εκκαθάριση των προηγούμενων πεποιθήσεών του τον τοποθετεί στη συνέχεια σε ένα επιστημολογικό σημείο μηδέν. Από εδώ ο Καρτέσιος ξεκινά να βρει κάτι που βρίσκεται πέρα από κάθε αμφιβολία. Τελικά ανακαλύπτει ότι το «υπάρχω» είναι αδύνατο να αμφισβητηθεί και, ως εκ τούτου, είναι απολύτως βέβαιο. Είναι από αυτό το σημείο που ο Καρτέσιος προχωρά για να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού και ότι ο Θεός δεν μπορεί να είναι απατεώνας. Αυτό, με τη σειρά του, χρησιμεύει για να καθορίσει τη βεβαιότητα όλων όσων είναι σαφώς και ευδιάκριτα κατανοητά και παρέχει την επιστημολογική βάση που ο Καρτέσιος έθεσε ως στόχο να βρει.
Μπορεί να προχωρήσει στην ανοικοδόμηση του συστήματος των προηγουμένως αμφίβολων πεποιθήσεών του σε αυτό το απολύτως βέβαιο θεμέλιο. Αυτές οι πεποιθήσεις, που αποκαθίστανται με απόλυτη βεβαιότητα, περιλαμβάνουν την ύπαρξη ενός κόσμου σωμάτων εξωτερικών προς το νου, τη δυαδική διάκριση του άυλου νου από το σώμα και το μηχανιστικό μοντέλο φυσικής που βασίζεται στις σαφείς και διακριτές ιδέες της γεωμετρίας. Αυτό δείχνει προς τη δεύτερη, μεγάλη ρήξη του με τη σχολαστική αριστοτελική παράδοση, καθώς ο Καρτέσιος σκόπευε να αντικαταστήσει το σύστημά τους που βασιζόταν σε τελικές αιτιώδεις εξηγήσεις με το σύστημά του βασισμένο σε μηχανιστικές αρχές. Ο Καρτέσιος εφάρμοσε επίσης αυτό το μηχανιστικό πλαίσιο στη λειτουργία του φυτικού, ζωικού και ανθρώπινου σώματος, της αίσθησης και των παθών. Όλα αυτά τελικά καταλήγουν σε ένα ηθικό σύστημα βασισμένο στην έννοια της γενναιοδωρίας.
Ο Ρενέ Ντεκάρτ (Rene Descartes ή Des Cartes) γεννήθηκε στη La Ηaye της Τουρραίν στις 31 Μάρτη 1596, από τον Joachim Descartes και τη Jeanne Brochard. Ήταν ένα από τα πολλά επιζώντα παιδιά (2 αδέλφια και 2 ετεροθαλή). 3ο παιδί και δευτερότοκος γιός του μέλους του Parlement της Βρεττάνης, δηλαδή ανώτερου δικαστού, που προφανώς του άφηνε λίγο χρόνο για την οικογένεια. Τέτοια ανώτερα δικαστήρια υπήρχανε καμμιά δεκαριά στις κυριότερες επαρχίες τής Γαλλίας. Η οικογένειά του ανήκε στη μικροαριστοκρατία, αποτελούμενη κυρίως από γιατρούς και μερικούς δικηγόρους. Η μητέρα του πέθανε τον Μάη του έτους που ακολούθησε τη γέννησή του κι αυτός, ο αδελφός κι η αδελφή του, ο Pierre κι η Jeanne, αφέθηκαν να ανατραφούν από τη γιαγιά τους στο La Haye και παρέμειναν εκεί ακόμη και μετά τον νέο γάμο του πατέρα τους το 1600. Στα νιάτα του, κυρίως όταν πρωτοπήγε στρατιωτικός στην Ολλανδία, πρόθυμα συστηνόταν ως “Άρχοντας του Περόν” (Seigneur du Perron). Perron ήταν μικρό τιμάριο που ο Ρενέ το ‘χε κληρονομήσει από μεγαλοθειά του. Αργότερα, όταν τ’ όνομα Ντεκάρτ θα ‘ναι πια τίτλος ανυπέρβλητος, ο φιλόσοφος θα πει πως απεχθάνεται όλους τούς τίτλους.
Δε γνώρισε τη μάννα του. Σε γράμμα στη Πριγκήπισσα Ελισσάβετ του Παλατινάτου, που είναι η γυναίκα που εμπιστεύτηκε τις περισσότερες λεπτομέρειες της ιδιωτικής του ζωής, αφηγήθηκε πως η μητέρα του πέθανε λίγες μέρες μετά τη γέννησή του. Στη πραγματικότητα είχε πεθάνει 14 μήνες αργότερα, στη γέννα ενός άλλου παιδιού, που δεν έζησε. Η μητέρα του είχε πεθάνει από τις συνέπειες αρρώστιας που τα συμπτώματά. της μας κάνουν εύκολη διάγνωση: ξερόβηχας κι ύπουλος πυρετός. Την ίδια κλονισμένη υγεία, τον ίδιο βήχα και τον ύπουλο πυρετό, κληρονόμησε κι ο Ρενέ. Οι γιατροί τονε θεωρούσαν χαμένο και σύστησαν ν’ απαλλαχτεί το παιδί από κάθε αυστηρή πειθαρχία. Έτσι, τον άφησαν να ζήσει όπως ήθελε και μεγάλωσε στη La Haye και σε όλη του τη ζωή κράτησε τις αναμνήσεις τών εξοχικών του εντυπώσεων. Ήτανε παρατηρητικός και στοχαστικός κι ο πατέρας του τον ονόμαζε τότε “ο μικρός μου φιλόσοφος“. Η αδύνατη κράση βάσταξε όλη τη παιδική κι εφηβική ηλικία κι η υγεία σταθεροποιήθηκε στα 20 του, αλλά. θα μείνει κοντός κι αδύνατος.
Ο Ρενέ μεγάλωσε στα χέρια της από μάννα γιαγιάς του και παραμάννας, που της επιφύλαξε μεγάλη στοργή ως το τέλος της ζωής του. Αυτές οι απλές γυναίκες εποχής όπου το θρησκευτικό αίσθημα είχε παροξυνθεί μέσα στους πολέμους, έδωσαν στον μικρό τις 1ες πεποιθήσεις. Είναι εόκολο να φανταστεί κανείς με τί ευσέβεια και δεισιδαιμονίες του καιρού τους, πότισαν τη παιδιάστικη ψυχή του. Αυτές οι 1ες παραστάσεις άφησαν σίγουρα ίχνη που εξηγούνε κάποια χαρακτηριστικά τής προσωπικότητάς του. Για τη 1η εποχή τής ζωής του δε γνωρίζουμε πολλές λεπτομέρειες. Περισρίζεται μόνο σε αισθηματική ανάμνησή του. Όταν ήταν 8-9 ετών, αγάπησε τη Φρανσουάζ, μικρή συνομήλική του και δεν τη λησμόνησε ποτέ. Όταν, στην Ολλανδία, 40 πια απόκτησε κορούλα, την ονόμασε Φρανσίν. Και προς το τέλος της ζωής του εκμυστηρεύτηκε σε φίλο πως εκείνη η 1η αγάπη τον έκανε να προτιμά πάντα τις γυναίκες που είχανε το ίδιο με τη Φρανσουάζ χαρακτηριστικό στο βλέμμα: η μικρή ήταν αλλοίθωρη. Ας σημειωθεί από τώρα πως ελάχιστες γυναίκες, έστω και μη αλλοίθωρες, βρέθηκαν στο δρόμο του.
Όταν έγινε 10 έπρεπε να μάθει γράμματα. Οι Ιησουίτες είχανε πετύχει στα 1603 απο τον βασιλιά Henri IV την άδεια ν’ ανοίξουν σχολεία στη Γαλλία. Ο Ερρίκος πήρε μάλιστα υπό την υψηλή προστασία του το Κολλέγιο της Ja Fleche, κάπου στα ΒΔ της Τουρ. Εκεί στείλανε το Ρενέ και τον μεγαλότερο αδελφό του Πέτρο, στα 1606. Οι σπουδές διαρκούσαν 9 χρόνια. Ο Ρενέ θα μείνει μόνον 8. Φαίνεται πως όσοι σκόπευαν να σπουδάσουν Ιατρική ή Νομικά παρατούσανε το Κολλέγιο 1 χρόνο πριν το τέλος και περνούσανε στο Πανεπιστήμιο. Ο Ρενέ έδειξε αμέσως την εξαιρετική του επίδοση στα μαθηματικά, σε βαθμό που να φέρνει κάποτε σε δύσκολη θέση τοός δασκάλους με τις ερωτήσεις του.
Τα χρόνια του σχολείου είναι τα μόνα που αφοσιώθηκε πράγματι στην ανάγνωση. Καταβρόχθισε όλα τα σχολικά βιβλία, αλλά κι όσα άλλα του πέφτανε στα χέρια, ακόμα και κείνα που πραγματεύονταν τις απόκρυφες επιστήμες. Είχε άλλωστε άφθονο καιρό για διάβασμα. Του είχαν επιτρέψει να μη παρακολουθεί τα πρωϊνά μαθήματα και να μένει στο κρεββάτι πολύ αργότερα από τους άλλους. Πρώτα, επειδή η υγεία του ήταν ασθενική. Κι έπειτα είχε κάπως και τα μέσα. Ο διευθυντής τού Κολλεγίου ήταν μακρυνός συγγενής του. Ο Ρενέ φερνόταν και με τα βιβλία του εξίσου πρωτότυπα όσο και με τους δασκάλους του. Προσπαθούσε από τον τίτλο -είναι αλήθεια πως οι τίτλοι έπιαναν τότε συνήθως μισή σελίδα να μαντέψει το περιεχόμενο και το συμπέρασμα που θα κατέληγε ο συγγραφέας. Κι έγραψε ότι, εξετάζοντας μετά πως το καταφερνε, έβγαλε σιγά-σιγά τους κανόνες τής μεθόδου του. Θα υπάρχει κάποια υπερβολή σ’ αυτό. Οι κανόνες του οφείλονται κυρίως στο μαθηματικό πνεύμα του. Οπωσδήποτε έμαθε λατινικά λαμπρά, όχι όμως τόσα που να μην έχει ανάγκη να δίνει να του διορθώνουν τα έργα του, όταν τα έγραφε λατινικά. Έμαθε και λίγα ελληνικά, αλλά δεν τα συμπάθησε. Οι αρχαίοι συγγραφείς δεν συγκινούσαν το μαθηματικό του μυαλό. Πολύ αργότερα, θα πει για τη Βασίλισσα Χριστίνα πως του ήταν ακατανόητο το να χάνει τον καιρό της διαβάζοντας ελληνικά. Το ίδιο είπε και σε κάποιαν άλλη που μελετούσε εβραίκά για να διαβάσει τη Βίβλο στο πρωτότυπο.
Πάντως, ο Ντεκάρτ διαβάζει τότε όλα τα βιβλία που βρίσκει, αλλά μένει ανικανοποίητος. Χωρίς να επηρεάζεται από τη κατάνυξη, που οι δάσκαλοι κι οι συμμαθητές του ρουφούν τη καθιερωμένη σοφία τού Σχολαστικισμού, αυτός δεν θαμπώνεται. Ακούει, κρίνει και διατηρεί επιφυλάξεις. Ολάκερος ο μεγάλος Ντεκάρτ βρίσκεται ήδη στη στάση που ο Ρενέ κρατά: στα μαθητικά θρανία. Έτσι, σύντομα θα κόψει τις σχέσεις με τα βιβλία. Μόνο ελάχιστα διατηρεί κι ελάχιστα διαβάζει. Μερικά μυθιστορήματα του αρέσουν κάπως. Για τ’ άλλα βιβλία ρίζωσε νωρίς μέσα του η πεποίθηση πως δεν είχε να μάθει τίποτα από την έντυπη σοφία που δίνουν. Σε λίγο , θ’ αποφασίσει να μελετήσει μόνο το μεγάλο βιβλίο του Κόσμου, της Ζωής, ώσπου να το βαρεθεί κι αυτό και να βρει το δρόμο του σπουδάζοντας το μόνο αποκαλυπτικό: το βιβλίο του νου του. Έφυγε απ’ το Κολλέγιο πιθανότατα το: 1614. Δεν είναι ακριβώς γνωστό τί κάνει τα χρόνια που ακολούθησαν. Πάντως ανακηρύχτηκε προλύτης (Jicencie) τής Νομικής στο Πανεπιστήμιο Πουατιέ στις 10 Νοέμβρη 1616.
Το 1618, στα 22, κατατάχθηκε στο στρατό του πρίγκηπα Μαυρίκιου του Νασσάου. Δεν είναι γνωστό ποια ήταν ακριβώς τα καθήκοντά του, αν κι ο Baillet προτείνει ότι πιθανότατα θα τον έλκυε αυτό που τώρα θα ονομαζόταν Σώμα Μηχανικών. Αυτή η διαίρεση θα είχε εμπλακεί σε εφαρμογή μαθηματικά, σχεδιάζοντας μια ποικιλία δομών και μηχανών με στόχο προστασία και παροχή βοήθειας στους στρατιώτες στη μάχη. Ο Sorell από την άλλη, γράφει ότι στη Μπρέντα, που βρισκόταν ο Ρενέ, ο στρατός “διπλασιάστηκε ως στρατιωτική ακαδημία για νέους ευγενείς. Κι, ο Gaukroger σημειώνει ότι η εκπαίδευση των νέων ευγενών ήτανε δομημένη γύρω από το εκπαιδευτικό μοντέλο του Λίψιους (1547–1606), αξιοσέβαστου Ολλανδού πολιτικού θεωρητικού που έλαβε εκπαίδευση Ιησουιτών στη Κολωνία. Αν και τα ιστορικά αρχεία δείχνουν ότι υπάρχει στρατιωτική παρουσία στη Breda, δεν υπάρχουν οριστικές αποδείξεις για την ύπαρξη μιας πλήρους ακαδημίας. Υπάρχουνε λόγοι για να πιστεύουμε ότι ο Ρενέ μπορεί να ήτανε στρατιώτης, αλλά η πλειοψηφία των βιογράφων προτείνει ότι είναι πιο πιθανό πως τα καθήκοντά του προσανατολίζονταν περισσότερο προς τη μηχανική ή την εκπαίδευση.
Ενώ βρισκόταν στη Μπρέντα, συνάντησε τον Ισαάκ Μπίκμαν (1588–1637). Σημειώσεις που διατηρούσε σχετικές με την αλληλογραφία αποκαλύπτουν ότι αυτός κι ο Beeckman είχαν γίνει κάτι περισσότερο από απλοί γνωστοί -η σχέση τους ήτανε πιότερο σχέση δασκάλου και φοιτητής (ο Ρενέ το δεύτερο). Αυτή η σχέση θα αναζωπυρώσει στο φοιτητή το έντονο ενδιαφέρον για τις επιστήμες. Εκτός από συζητήσεις σχετικά με ευρεία ποικιλία θεμάτων στις φυσικές επιστήμες, άμεσο αποτέλεσμα ορισμένων ερωτήσεων που έθεσε ο Beeckman τον ανάγκασε να γράψει το Compendium Musicae. Μεταξύ άλλων, η Επιτομή προσπάθησε να επεξεργαστεί θεωρία της αρμονίας ριζωμένη στις έννοιες της αναλογίας ή της αναλογίας, που προσπάθησε να εκφράσει την έννοια της αρμονίας με μαθηματικούς όρους. Δεν θα δημοσιευόταν στη διάρκεια της του. Όσο για τον Beeckman, ο Descartes θα το έκανε αργότερα υποβαθμίζοντας την επιρροή του.
Αφού εγκατέλειψε το στρατό, το 1619, το πού βρισκόταν για τα επόμενα χρόνια είναι άγνωστο. Με βάση όσα λέει στο Discours de la Methode, που δημοσιεύθηκε το 1637, υπάρχουν εικασίες ότι πέρασε χρόνο κοντά στο Ουλμ (προφανώς παρακολούθησε τη στέψη του Φερδινάνδου Β’ στη Φρανκφούρτη το 1619). Εκεί είναι κάποια στοιχεία που υποδηλώνουν ότι ήταν στη Γαλλία το 1622, γιατί εκείνη τη στιγμή η περιουσία που είχε κληρονομήσει πωλήθηκε, τα έσοδα θα του παρείχαν απλό εισόδημα για πολλά χρόνια. Στη διάρκεια του έτους 1619 ο Ρενέ εγκαταστάθηκε στο Ουλμ κι είχε 3 όνειρα που τον ενέπνευσαν να αναζητήσει νέα μέθοδο επιστημονικής έρευνας και να οραματιστεί ενοποιημένη επιστήμη. Λίγο μετά, το 1620, άρχισε να ψάχνει γι’ αυτή τη νέα μέθοδο, αρχίζοντας αλλά ποτέ ολοκληρώνοντας αρκετές εργασίες σχετικά, συμπεριλαμβανομένων των σχεδίων των 1ων 11 κανόνων για την κατεύθυνση του νου. Εργάστηκε πάνω σ’ αυτό για χρόνια μέχρι που τελικά εγκαταλείφθηκε οριστικά το 1628. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, εργάστηκε επίσης σε άλλα, πιο επιστημονικά προσανατολισμένα έργα όπως η οπτική. Στη διάρκεια αυτών των ερευνών, είναι πιθανό ότι ανακάλυψε το νόμο της διάθλασης ήδη από το 1626. Είναι επίσης στη διάρκεια αυτής της περιόδου που ‘χε τακτική επαφή με τον πατέρα Marin Mersenne (1588-1648), που επρόκειτο να γίνει μακροχρόνιος φίλος κι η επαφή με τη πνευματική κοινότητα στη παραμονή των 20 ετών του στην Ολλανδία. Υπάρχουν κάποιες εικασίες ότι μεταξύ 1623 και 1625 επισκέφθηκε την Ιταλία. Εμφανίζεται το 1625 στο Παρίσι, με τις σημειώσεις του να αποκαλύπτουν ότι ήταν σε επαφή με τον πατέρα Mersenne, μέλος στο Τάγμα των Minims. Αυτή η σχέση θα τον ωθούσε να κάνει δημόσια τις σκέψεις του για τη φυσική φιλοσοφία. Είναι μέσω του Mersenne που το έργο του θα βρει το δρόμο του στα χέρια μερικών από τα καλύτερα μυαλά που ζουν στο Παρίσι -π.χ., Antoine Arnauld (1612–1694), Pierre Gassendi (1592–1655), και Τόμας Χομπς (1588–1679).
Το 1628 εγκατέλειψε το Παρίσι. Αυτή τη στιγμή φαίνεται να εργαζότανε στο Regulae ad Directionem Ingenii (Κανόνες για η Κατεύθυνση του Νου), έργο που θα εγκατέλειπε αλλά όχι εντελώς. Αξίζει να σημειωθεί ότι σχετικά πρόσφατα ανακαλύφθηκε αντίγραφο του Κανονισμού σε βιβλιοθήκη στο Πανεπιστήμιο Cambridge. Οι μελετητές δεν είναι σίγουροι πώς πήγε εκεί. Επί του παρόντος, με βάση αυτό που περιλαμβάνει, πιστεύεται ότι αυτό το χειρόγραφο αναπαριστά το έργο όπως ήταν όταν το είχε εγκαταλείψει το 1628. Η μεταγενέστερη εκτύπωση του Άμστερνταμ (1701) κι ένα αντίγραφο του Leibniz που αποκτήθηκε από τον Clerselier (π. 1670) βεβαίωσε προόδους σε σχέση με αυτό που βρίσκεται στο χειρόγραφο του Cambridge. Έτσι, αυτό φαίνεται ότι ο Καρτέσιος πήρε ξανά το έργο. Κάποιοι έχουν κάνει εικασίες ότι αυτό μπορεί να συνέβη μετά από μια επίσκεψη το 1635 από τον John Dury (1596–1680) και Samuel Hartlib (1600–1662), όπου ο Hartlib αναφέρει ότι ο Dury είχε επιστρέψει στην Αγγλία με αντίγραφα μερικών από τα έργα του Descartes· Η εικασία είναι ότι το πρόσφατα ανακαλυφθέν χειρόγραφο σχετίζεται με κάτι που έφερε πίσω από τον Dury. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στη Χάγη. Dury και Hartlib ήτανε φίλοι του φιλοσόφου του Cambridge Henry More (1614-1687), που είχε αλληλογραφήσει ο Ρενέ κι άλλων στον κύκλο του Μορ, συμπεριλαμβανομένου του Τζον Μίλτον (1608-1674). Ίσως το αντίγραφο έγινε στη διάρκεια της επίσκεψης και μεταφέρθηκε πίσω στο Κέμπριτζ. (Εν πάση περιπτώσει, πρόκειται για νέα κι ενδιαφέρουσα εξέλιξη στην Υποτροφία Descartes).
Ο Ρενέ μετακόμισε στην Ολλανδία στα τέλη του 1628 και, παρά τις αρκετές αλλαγές διεύθυνσης και μερικά ταξίδια πίσω στη Γαλλία, παρέμεινε εκεί μέχρι να μετακομίσει στη Σουηδία μετά από πρόσκληση της βασίλισσας Χριστίνας στα τέλη του 1649. Μετακόμισε στην Ολλανδία για να επιτύχει τη μοναξιά και την ησυχία που δεν μπορούσε να πετύχει μ’ όλους τους περισπασμούς του Παρισιού και τη συνεχή εισβολή των επισκεπτών. Είναι στο 1629 που άρχισε να εργάζεται πάνω σε μικρή πραγματεία, που του πήρε περίπου 3 χρόνια να την ολοκληρώσει, με τίτλο Ο κόσμος. Είχε σκοπό να δείξει πώς η μηχανιστική φυσική θα μπορούσε να εξηγήσει την τεράστια ποικιλία φαινομένων στον κόσμο χωρίς αναφορά στις σχολαστικές αρχές των ουσιαστικών μορφών και των πραγματικών ιδιοτήτων, ενώ ταυτόχρονα θα υποστήριζε μια ηλιοκεντρική αντίληψη του ηλιακού συστήματος. Αλλά η καταδίκη του Γαλιλαίου από την Ιερά Εξέταση για τη διατήρηση αυτής της τελευταίας θέσης τον οδήγησε να καταστείλει τη δημοσίευσή της. Από το 1634-6, ολοκλήρωσε τα επιστημονικά του δοκίμια Dioptique και Meteors, που εφαρμόζουν τη γεωμετρική του μέθοδο σ’ αυτά τα πεδία. Έγραψε επίσης πρόλογο το χειμώνα του 1635-6 για να επισυναφθεί εκτός από άλλο για τη γεωμετρία. Αυτός ο πρόλογος έγινε ο λόγος για τη μέθοδο και δημοσιεύθηκε στα γαλλικά μαζί με τα 3 δοκίμια τον Ιούνιο του 1637. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου η κόρη του, Francine, γεννήθηκε το 1635, η μητέρα της ήταν υπηρέτρια στο σπίτι όπου έμενε. Αλλά η Φρανσίν, σε ηλικία πέντε ετών, πέθανε από πυρετό το 1640, όταν κανόνιζε να ζήσει με συγγενείς στη Γαλλία, ώστε να εξασφαλίσει την εκπαίδευσή της. Υπάρχουν στοιχεία υπονοώντας ότι κλήθηκε μακρυά από το Λέιντεν περίπου την εποχή του θανάτου, επιστρέφοντας αμέσως μετά. Κάποιοι εικάζουν ότι έφυγε από το Λέιντεν να ‘ναι στο πλευρό της. Επίσης, στη διάρκεια αυτού του έτους, ο πατέρας του κι η αδελφή πέθαναν. Η σχέση του με τον πατέρα και τον αδελφό ήταν του είδους που ο Pierre, απέφευγε ακόμη και να τον ενοχλούν με την είδηση του θανάτου τους. Αντίθετα, φαίνεται να ήταν σε επιστολή από τον Mersenne ότι πρώτα μαθαίνει γι ‘αυτό, -σε συμπληρωματική επιστολή προς τον Mersenne, με ημερομηνία 3 Δεκέμβρη 1640: Εκφράζει τη λύπη του που δεν μπόρεσε να δει το πατέρα πριν από το θάνατό του. Όμως, αρνείται να φύγει από το Λέιντεν για να παρευρεθεί στο κηδεία του πατέρα κι αντ’ αυτού μένει για να ολοκληρώσει την έκδοση των Διαλογισμών.
Το 1632 μετακόμισε ξανά, αυτή τη φορά στο Deventer, για να διδάξει προφανώς στον Henry Reneri (1593-1639) τη φυσική του. Είναι επίσης στη διάρκεια της παραμονής του στο Deventer ότι πιθανότατα εργάστηκε σε τελικό σχέδιο του Traite de l’homme (Πραγματεία για τον Άνθρωπο), που σε σχέση με την Οπτική και τη Μετεωρολογία προοριζόταν πιθανώς αρχικά να είναι μέρος του Κόσμου. Όταν ο Κόσμος ήταν έτοιμος για δημοσίευση το 1633, ακούγοντας για την καταδίκη του Γαλιλαίου από την Εκκλησία (1564–1642) την ίδια χρονιά, αποφάσισε να μην το δημοσιέψει. Διότι, το παγκόσμιο σύστημα που είχε υιοθετήσει στο βιβλίο υπέθεσε: όπως και του Γαλιλαίου, το ηλιοκεντρικό μοντέλο του Κοπέρνικου. Σε επιστολή στο Mersenne, με ημερομηνία Νοέμβρη 1633, εκφράζει το φόβο ότι αν εξέδιδε τον Κόσμο, η ίδια μοίρα που είχε ο Γαλιλαίος θα τον έπληττε. Κι, αν κι αυτό είναι κάτι που δικαιολογημένα θα ήθελαν να αποφύγουν, ορισμένοι μελετητές αμφισβητούν. Η εκφρασμένη ανησυχία για τη ζωή του στην Ολλανδία θα τον κρατούσε μακρυά από τις καθολικές αρχές. Ο κόσμος φαίνεται να αποτελείται από πολλά μικρότερα, αλλά σχετικά, έργα: Μια πραγματεία για τη φυσική, μια πραγματεία για τη μηχανική (μηχανές), μια πραγματεία για τα ζώα και μια πραγματεία για τον άνθρωπο. Αν και μεγάλο μέρος του κόσμου έχει χαθεί, μερικά από αυτά φαίνεται να έχουν επιζήσει με τη μορφή δοκιμίων προσαρτημένων στον Λόγο, που όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, θα δημοσιεύονταν 4 χρόνια μετά, το 1637. Και, μερικά από αυτά δημοσιεύθηκαν μετά θάνατον. Αναμφισβήτητα ο Constantijn Huygens (1596-1687) έλαβε αυτό που αναφέρει ο Ρενέ ως “τρία φύλλα” του Κόσμου, μαζί μ’ επιστολή της 5ης Οκτώβρη 1637. Αυτά τα “φύλλα” ασχολούνται κυρίως με μηχανική.
Άρχισε να εργάζεται πάνω στους Διαλογισμούς πάνω στη Πρώτη Φιλοσοφία το 1639. Μέσω του Mersenne, ζήτησε κριτική γι’ αυτούς από τους πιο μορφωμένους ανθρώπους της εποχής του, συμπεριλαμβανομένων των Antoine Arnauld, Peirre Gassendi και Thomas Hobbes. Η 1η έκδοση δημοσιεύθηκε στα λατινικά το 1641 με 6 ομάδες αντιρρήσεων και τις απαντήσεις του. 2η έκδοση που δημοσιεύθηκε το 1642 περιελάμβανε επίσης 7η σειρά αντιρρήσεων κι απαντήσεων, καθώς κι επιστολή προς τον πατέρα Dinet που υπερασπίστηκε το σύστημά του ενάντια στις κατηγορίες της ανορθοδοξίας. Αυτές οι κατηγορίες διατυπώθηκαν στα Πανεπιστήμια Ουτρέχτης και Λέιντεν και προήλθαν από διάφορες παρεξηγήσεις σχετικά με τη μέθοδό του και την υποτιθέμενη αντίθεση των θέσεών του στον Αριστοτέλη και τη χριστιανική πίστη.
Αυτή η διαμάχη τον οδήγησε να δημοσιεύσει 2 ανοιχτές επιστολές εναντίον των εχθρών του. Η 1η τιτλοφορείται Σημειώσεις για ένα πρόγραμμα που δημοσιεύτηκε το 1642 που αντικρούει τις θέσεις του πρόσφατα αποξενωμένου μαθητή του, Henricus Regius, καθηγητή ιατρικής στην Ουτρέχτη. Αυτές οι σημειώσεις είχανε σκοπό όχι μόνο ν’ αντικρούσουν αυτό που αντιλαμβανόταν ως ψευδείς θέσεις του Regius, αλλά και ν’ αποστασιοποιηθεί από τον πρώην μαθητή του, που ‘χε ξεκινήσει αναταραχή εκεί κάνοντας ανορθόδοξους ισχυρισμούς σχετικά με τη φύση των ανθρώπων. Η 2η είναι μακρά επίθεση εναντίον του πρύτανη της Ουτρέχτης, Gisbertus Voetius στην Ανοιχτή Επιστολή προς τον Voetius που δημοσιεύτηκε το 1643. Αυτό ήταν απάντηση σε φυλλάδιο που κυκλοφόρησε ανώνυμα από μερικούς από τους φίλους του Voetius στο Πανεπιστήμιο Leiden που επιτίθονταν περαιτέρω στη φιλοσοφία του. Αυτή οδήγησε τον Βοέτιους να τον καλέσει ενώπιον του συμβουλίου Ουτρέχτης και τον απείλησε με αποβολή και δημόσιο κάψιμο των βιβλίων του. Ο Ρενέ ωστόσο, κατάφερε να διαφύγει στη Χάγη και να πείσει τον πρίγκηπα της Οράγγης να παρέμβει για λογαριασμό του.
Γύρω στο 1635, στο Πανεπιστήμιο Ουτρέχτης, ο Reneri άρχισε να διδάσκει Καρτεσιανή φυσική. Επίσης στη διάρκεια του τρέχοντος έτους, εγχώρια υπηρέτης με το όνομα Ελένη γέννησε ένα κοριτσάκι, τη Φρανσίν. Η Ζενεβιέβ Ρόντις-Λιούις ισχυρίζεται ότι η Φρανσίν γεννήθηκε στις 19 Ιουνίου 1635. Σύμφωνα με βαπτιστικό υπόμνημα, με ημερομηνία 28 Ιουλίου 1635: Ο Ρενέ ονομάζεται πατέρας. Ωστόσο, ο Gaukroger ισχυρίζεται ότι η ημερομηνία βάπτισης ήταν 7 Αυγούστου 1635. Το 1636 ο Ρενέρι απέκτησε επίσημη έδρα Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ουτρέχτης, και συνέχισε να οικοδομεί ακολουθία των φοιτητών ενδιαφέρονται για την καρτεσιανή επιστήμη. Γύρω στο Μάρτη του 1636, στα 40, μετακόμισε στο Λέιντεν για να επεξεργαστεί την έκδοση του Λόγου. Και, το 1637 δημοσιεύεται. Σε μια επιστολή με ημερομηνία 30 Αυγούστου 1637 τον βρίσκουμε προφανώς να ετοιμάζει συμφωνία για τη Φρανσίν, αλλά περιέργως αναφέρεται σε αυτήν ως ανιψιά του -πράγμα που υποδηλώνει ότι δεν ήθελε ορισμένοι άνθρωποι να γνωρίζουν ότι ήταν πατέρας ή ότι η Φρανσίν ήταν γεννημένη εκτός γάμου. Ο Gaukroger προτείνει ότι παρά αυτή τη προφανή άρνηση πατρότητας, όχι μόνο αντιστοιχεί με τη Φρανσίν, αλλά το 1637 φέρνει αυτήν και την Ελένη στο νέο του σπίτι στο Santpoort ή Egmond-Binnen.
Ο Λόγος είναι το 1ο δημοσιευμένο έργο του, περίπου 4 χρόνια μετά την αποχώρησή του από τον Κόσμο. Ο Λόγος είναι σημαντικός για πολλούς λόγους. Για παράδειγμα, μας λέει τι φαίνεται να κάνει ο ίδιος έχουν σκεφτεί την πρώιμη εκπαίδευσή του κι ειδικότερα, την πρώιμη έκθεση στα μαθηματικά. Ο Roger Ariew προτείνει ότι αυτές οι σκέψεις δεν είναι τόσο κείνες του ιστορικού Καρτέσιου, όσο είναι κείνες περσόνας που υιοθετεί ο Ρενέ στην αφήγηση της ιστορίας του Λόγου. Αδιαμφισβήτητη, ωστόσο, είναι την άποψη ότι ο Λόγος σκιαγραφεί το μεταφυσικό βάσεις του καρτεσιανού συστήματος κι ως μπόνους, έχει 3 έργα που ‘ναι προσαρτημένα σ’ αυτό και προφανώς προστίθενται έτσι ώστε να παραδειγματίζουν τη μέθοδο έρευνας που αναπτύσσει (αν κι ομολογουμένως είναι ασαφές πώς εφαρμόζεται η μέθοδος σ’ αυτά τα δοκίμια). Τα συνημμένα δοκίμια είναι η Οπτική, η Μετεωρολογία κι η Γεωμετρία. Όπως γράφτηκε νωρίτερα, η Οπτική κι η Μετεωρολογία ήτανε πολύ πιθανές εκδόσεις του έργου που προορίζονταν αρχικά για τον κόσμο.
Το 1643 ξεκίνησε στοργική και φιλοσοφικά γόνιμη αλληλογραφία με την πριγκήπισσα Ελισσάβετ της Βοημίας, που ήτανε γνωστή για την οξεία διάνοιά της κι είχε διαβάσει την Ομιλία για τη Μέθοδο. Ωστόσο, καθώς άρχιζε η αλληλογραφία, ήταν ήδη στη μέση της συγγραφής έκδοσης εγχειριδίου της φιλοσοφίας του με τίτλο Αρχές της Φιλοσοφίας, που τελικά αφιέρωσε σ’ αυτήν. Αν κι αρχικά υποτίθεται ότι θα είχε 6 μέρη, το δημοσίευσε το 1644 με μόνο 4 ολοκληρωμένα: Οι Αρχές της Ανθρώπινης Γνώσης, Οι Αρχές των Υλικών Πραγμάτων, Το Ορατό Σύμπαν κι Η Γη. Τα άλλα 2 επρόκειτο ν’ αφορούν στη φυτική και ζωική ζωή και τους ανθρώπους, αλλά αποφάσισε ότι θα ήταν αδύνατο για αυτόν να διεξάγει όλα τα πειράματα που ήταν απαραίτητα για τη συγγραφή τους. Η Ελισσάβετ τον εξέτασε για θέματα που δεν είχε ασχοληθεί με πολλές λεπτομέρειες πριν, συμπεριλαμβανομένης της ελεύθερης βούλησης, των παθών και της ηθικής. Αυτό τελικά τον ενέπνευσε να γράψει πραγματεία με τίτλο Τα πάθη της ψυχής, που δημοσιεύθηκε λίγο πριν από την αναχώρησή του για τη Σουηδία το 1649. Επίσης στη διάρκεια αυτών των τελευταίων ετών, οι Διαλογισμοί κι οι Αρχές μεταφράστηκαν από τα λατινικά στα γαλλικά για ευρύτερο, πιο δημοφιλές κοινό και δημοσιεύθηκαν το 1647.
Στα τέλη του 1646, η βασίλισσα Χριστίνα της Σουηδίας ξεκίνησε μια αλληλογραφία με το Ρενέ μέσω ενός Γάλλου διπλωμάτη και φίλου του ονόματι Chanut. Η Χριστίνα τονε πίεσε για ηθικά ζητήματα και συζήτηση για το απόλυτο καλό. Αυτή η αλληλογραφία οδήγησε τελικά σε πρόσκληση γι’ αυτόν να ενταχθεί στην αυλή της βασίλισσας στη Στοκχόλμη τον Φλεβάρη του 1649. Αν κι είχε τις επιφυλάξεις να πάει, δέχτηκε τελικά τη πρόσκλησή της τον Ιούλιο του ίδιου έτους. Έφτασε στη Σουηδία Σεπτέμβρη του 1649, όπου του ζητήθηκε να σηκωθεί στις 5:00 π.μ. για να συναντήσει τη βασίλισσα για να συζητήσουν τη φιλοσοφία, σε αντίθεση με τη συνήθη συνήθειά του, που αναπτύχθηκε στο La Fleche, να κοιμάται αργά. Η απόφασή του να πάει στη Σουηδία, ωστόσο, ήταν μοιραία, γιατί ο Καρτέσιος έπαθε πνευμονία και πέθανε στις 11 Φλεβάρη 1650.
ΡΗΤΑ
* Από όλα τα πράγματα, η ορθοφροσύνη είναι αυτή που είναι διανεμειμένη πιο ακριβοδίκαια, γιατί ο καθένας βρίσκει πως είναι τόσο καλά εφοδιασμένος με ορθοφροσύνη, ώστε κι εκείνοι ακόμα που ικανοποιούνται δυσκολότατα σε κάθε άλλο πράγμα, δεν έχουν τη συνήθεια να ποθούν περισσότερη απ’ όση έχουν.
* Δεν αρκεί να έχει κανείς καλό μυαλό, το κυριότερο είναι να το χρησιμοποιεί καλά.
* Οι μεγαλύτερες ψυχές είναι ικανές για τις μεγαλύτερες κακίες όσο και για τις μεγαλύτερες αρετές.
* Εκείνοι που περπατούν πάρα πολύ σιγά μπορούν, αν ακολουθούν πάντα τον ίδιο δρόμο, να προχωρήσουν πολύ περισσότερο από εκείνους που τρέχουν, μα που απομακρύνονται από αυτόν.
* Το να συναναστρέφεται κανείς ανθρώπους των περασμένων αιώνων είναι περίπου το ίδιο με το να ταξιδεύει.
* Σαν ένας άνθρωπος που περπατεί μόνος και μέσα στο τρισκόταδο, αποφάσισα να πηγαίνω τόσο αργά και να χρησιμοποιώ σε όλα τόση περίσκεψη ώστε, κι αν ακόμα προχωρούσα πολύ λίγο, τουλάχιστον θα φυλαγόμουν καλά από τα πεσίματα.
* Διαιρώ τη καθεμιά από τις δυσκολίες που εξετάζω σε όσα τεμάχια είναι δυνατόν και χρειάζεται για να λυθεί καλύτερα.
* Καθώς η ενέργεια της σκέψης, με την οποία πιστεύουμε κάτι, διαφέρει από εκείνη με την οποία γνωρίζουμε πως το πιστεύουμε, υπάρχουν συχνά η μία χωρίς την άλλη.
* Σκέπτομαι, άρα υπάρχω. (1644) (Cogito, ergo sum).
* Μπορώ να αμφιβάλλω για όλα τα πράγματα που με περιβάλλουν και για όλα όσα σκέφτομαι, Οι άνθρωποι συχνά σφάλλουν στους συλλογισμούς τους ακόμα και σε απλά θέματα και δεν υπάρχει λόγος να πιστεύω ότι οι αισθήσεις μου δεν με ξεγελούν ή ότι οι σκέψεις μου δεν είναι παρά σαν τα όνειρά μου όταν κοιμάμαι. Μπορώ να αμφιβάλλω λοιπόν για όλα όσα σκέφτομαι και πιστεύω, αλλά για ένα πράγμα σε καμμία περίπτωση δεν μπορώ να αμφιβάλλω, δηλαδή για το ότι αμφιβάλλω.
ΕΡΓΑ
1618. Compendium Musicae. Πραγματεία της μουσικής θεωρίας κι αισθητικής της για τον 1ο συνεργάτη του Isaac Beeckman.
1626-8. Regulae ad directionem ingenii (Κανόνες για τη καθοδήγηση του πνεύματος). Ατελές.
1630-3. Le Monde (Ο Κόσμος) and L’Homme (Άνθρωπος). Συστηματική παρουσίαση της φυσικής φιλοσοφίας του.
1637. Discours de la méthode (Λόγος περί της Μεθόδου). Εισαγωγή στο Essais.
1637. La Géométrie (Γεωμετρία). Το μείζον έργο του Ντεκάρτ στα Μαθηματικά.
1641. Meditationes de prima philosophia Στοχασμοί περί της Πρώτης Φιλοσοφίας, επίσης γνωστό ως Μεταφυσικοί Στοχασμοί
1644. Principia philosophiae (Αρχαί Φιλοσοφίας). Γράφτηκε ν’ αντικαταστήσει τα αριστοτελικά κείμενα των πανεπιστημίων
1647. Notae in programma (Comments on a Certain Broadsheet). Απάντηση στον πρώην μαθητή του Henricus Regius.
1647. Περιγραφή του ανθρώπινου σώματος. Εκδόθηκε μετά θάνατον.
1648. Responsiones Renati Des Cartes Συζήτηση με τον Μπούρμαν (Frans Burman) στις 16/4/1648.
1649. Les passions de l’âme (Πάθη της Ψυχής). Αφιερωμένο στη πριγκίπισσα Ελισσάβετ της Βοημίας.
1657. Αλληλογραφία. Εκδόθηκε από τον Claude Clerselier.
Η παρουσίαση που ακολουθεί παρέχει αποσπάσματα της φιλοσοφικής σκέψης του Καρτέσιου σε σχέση με αυτά τα ποικίλα μεταφυσικά, επιστημολογικά, θρησκευτικά, ηθικά κι επιστημονικά ζητήματα, καλύπτοντας το ευρύ φάσμα των δημοσιευμένων έργων και της αλληλογραφίας του.
========================
Κατά του σχολαστικισμού
Ο Καρτέσιος συχνά αποκαλείται ο «Πατέρας της Σύγχρονης Φιλοσοφίας», υπονοώντας ότι παρείχε τον σπόρο για μια νέα φιλοσοφία που απομακρύνθηκε από την παλιά με σημαντικούς τρόπους. Αυτή η «παλιά» φιλοσοφία είναι του Αριστοτέλη, όπως οικειοποιήθηκε και ερμηνεύτηκε σε όλη την ύστερη μεσαιωνική περίοδο. Στην πραγματικότητα, ο Αριστοτελισμός ήταν τόσο εδραιωμένος στους πνευματικούς θεσμούς της εποχής του Καρτέσιου που οι σχολιαστές υποστήριξαν ότι αποδείξεις για την αλήθεια του θα μπορούσαν να βρεθούν στη Βίβλο. Συνεπώς, αν κάποιος προσπαθούσε να αντικρούσει κάποιο βασικό αριστοτελικό δόγμα, τότε θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι κατέχει θέση αντίθετη με τον λόγο του Θεού και να τιμωρηθεί. Ωστόσο, μέχρι την εποχή του Καρτέσιου, πολλοί είχαν ταχθεί με κάποιο τρόπο εναντίον της μιας ή της άλλης σχολαστικής-αριστοτελικής θέσης. Έτσι, όταν ο Καρτέσιος υποστήριξε την εφαρμογή του σύγχρονου συστήματος φιλοσοφίας του, η ρήξη με τη σχολαστική παράδοση δεν ήταν άνευ προηγουμένου.
Έσπασε αυτή τη παράδοση με τουλάχιστον 2 θεμελιώδεις τρόπους. Η πρώτη ήταν η απόρριψη των ουσιαστικών μορφών ως επεξηγηματικών αρχών στη φυσική. Μια ουσιαστική μορφή θεωρούνταν μια άυλη αρχή της υλικής οργάνωσης που κατέληγε σε ένα συγκεκριμένο πράγμα ορισμένου είδους. Η βασική αρχή των ουσιαστικών μορφών ήταν η τελική αιτία ή ο σκοπός της ύπαρξης αυτού του είδους. Για παράδειγμα, το πουλί που ονομάζεται χελιδόνι. Η ουσιαστική μορφή της «κατάποσης» ενώνεται με την ύλη έτσι ώστε να την οργανώσει για χάρη του να είναι ένα είδος χελιδόνι. Αυτό σημαίνει επίσης ότι οποιεσδήποτε διαθέσεις ή ικανότητες έχει το χελιδόνι λόγω του ότι είναι κάτι τέτοιο, εξηγείται τελικά από το στόχο ή την τελική αιτία του να είναι χελιδόνι. Έτσι, για παράδειγμα, ο στόχος του να είσαι χελιδόνι είναι η αιτία της ικανότητας του χελιδόνι να πετάει. Ως εκ τούτου, για το λόγο αυτό, ένα χελιδόνι πετάει για χάρη του να είναι χελιδόνι. Αν και αυτό μπορεί να είναι αλήθεια, δεν λέει τίποτα νέο ή χρήσιμο για τα χελιδόνια, και έτσι φάνηκε στον Καρτέσιο ότι η σχολαστική φιλοσοφία και επιστήμη ήταν ανίκανη να ανακαλύψει οποιαδήποτε νέα ή χρήσιμη γνώση.
Απέρριψε τη χρήση ουσιαστικών μορφών και τις συνακόλουθες τελικές αιτίες τους στη φυσική ακριβώς για αυτόν τον λόγο. Πράγματι, το δοκίμιό του Μετεωρολογία, που εμφανίστηκε παράλληλα με τον Λόγο για τη Μέθοδο, είχε σκοπό να δείξει ότι σαφέστερες και πιο γόνιμες εξηγήσεις μπορούν να ληφθούν χωρίς αναφορά σε ουσιαστικές μορφές, αλλά μόνο μέσω συμπερασμάτων από τη διαμόρφωση και την κίνηση των μερών. Ως εκ τούτου, το επιχείρημά του ήταν να δείξει ότι οι μηχανιστικές αρχές είναι πιο κατάλληλες για την πρόοδο στις φυσικές επιστήμες. Ένας άλλος λόγος που ο Καρτέσιος απέρριψε τις ουσιαστικές μορφές και τις τελικές αιτίες στη φυσική ήταν η πεποίθησή του ότι αυτές οι έννοιες ήταν το αποτέλεσμα της σύγχυσης της ιδέας του σώματος με εκείνη του νου. Στις Έκτες Απαντήσεις, ο Καρτέσιος χρησιμοποιεί τη σχολαστική αντίληψη της βαρύτητας σε μια πέτρα, για να τονίσει την άποψή του. Από αυτή την άποψη, ένας χαρακτηριστικός στόχος του να είσαι πέτρα ήταν η τάση να κινείσαι προς το κέντρο της γης. Αυτή η εξήγηση υπονοεί ότι η πέτρα έχει γνώση αυτού του στόχου, του κέντρου της γης και του πώς να φτάσει εκεί. Αλλά πώς μπορεί μια πέτρα να γνωρίζει τίποτα, αφού δεν σκέφτεται; Έτσι, είναι λάθος να αποδίδουμε διανοητικές ιδιότητες όπως η γνώση σε εντελώς φυσικά πράγματα. Αυτό το λάθος πρέπει να αποφευχθεί διακρίνοντας σαφώς την ιδέα του νου από την ιδέα του σώματος. Ο Καρτέσιος θεωρούσε τον εαυτό του ως τον πρώτο που το έκανε αυτό. Η απέλαση από τις μεταφυσικές αρχές των ουσιαστικών μορφών και των τελικών αιτιών βοήθησε να ανοίξει ο δρόμος για τις νέες μεταφυσικές αρχές του Καρτέσιου στις οποίες βασίστηκε η σύγχρονη, μηχανιστική φυσική του.
Το 2ο θεμελιώδες σημείο διαφοράς που είχε με τους Σχολαστικούς ήταν η άρνησή του για τη θέση ότι όλη η γνώση πρέπει να προέρχεται από την αίσθηση. Οι Σχολαστικοί ήταν αφοσιωμένοι στο αριστοτελικό δόγμα ότι ο καθένας γεννιέται με καθαρό σχιστόλιθο και ότι όλο το υλικό για διανοητική κατανόηση πρέπει να παρέχεται μέσω της αίσθησης. Ο Καρτέσιος, ωστόσο, υποστήριξε ότι δεδομένου ότι οι αισθήσεις μερικές φορές εξαπατούν, δεν μπορούν να αποτελέσουν αξιόπιστη πηγή γνώσης. Επιπλέον, η αλήθεια των προτάσεων που βασίζονται στην αίσθηση είναι φυσικά πιθανοτική και οι προτάσεις, επομένως, είναι αμφίβολες υποθέσεις όταν χρησιμοποιούνται σε επιχειρήματα. Ο Καρτέσιος ήταν βαθιά δυσαρεστημένος με μια τέτοια αβέβαιη γνώση. Στη συνέχεια αντικατέστησε τις αβέβαιες προϋποθέσεις που προέρχονται από την αίσθηση με την απόλυτη βεβαιότητα των σαφών και διακριτών ιδεών που γίνονται αντιληπτές μόνο από το νου.
Το έργο του
Στον πρόλογο της γαλλικής έκδοσης των Αρχών της Φιλοσοφίας, χρησιμοποιεί δέντρο ως μεταφορά για την ολιστική του άποψη για τη φιλοσοφία. “Οι ρίζες είναι μεταφυσική, ο κορμός είναι φυσική κι οι κλάδοι που αναδύονται από τον κορμό είναι όλες οι άλλες επιστήμες, που μπορούν να αναχθούν σε 3 κύριες, δηλαδή την ιατρική, τη μηχανική και την ηθική“. Αν και δεν επεκτείνεται πολύ περισσότερο σε αυτή την εικόνα, μπορούν να διακριθούν μερικές άλλες ιδέες για το συνολικό έργο του. 1ον, παρατηρήστε ότι η μεταφυσική αποτελεί τις ρίζες που εξασφαλίζουν το υπόλοιπο δέντρο. Γιατί είναι στη μεταφυσική του Καρτέσιου όπου ανακαλύπτεται ένα απολύτως βέβαιο κι ασφαλές επιστημολογικό θεμέλιο. Αυτό, με τη σειρά του, θεμελιώνει τη γνώση των γεωμετρικών ιδιοτήτων των σωμάτων, που αποτελεί τη βάση για τη φυσική του. 2ον, η φυσική αποτελεί τον κορμό του δέντρου, το οποίο μεγαλώνει απευθείας από τις ρίζες και παρέχει τη βάση για τις υπόλοιπες επιστήμες. 3ον, οι επιστήμες της ιατρικής, της μηχανικής και της ηθικής αναπτύσσονται από τον κορμό της φυσικής, πράγμα που σημαίνει ότι αυτές οι άλλες επιστήμες είναι απλώς εφαρμογές της μηχανιστικής επιστήμης του σε συγκεκριμένες θεματικές περιοχές. Τέλος, οι καρποί του δέντρου της φιλοσοφίας βρίσκονται κυρίως σε αυτούς τους 3 κλάδους, που είναι οι επιστήμες πιο χρήσιμες κι ωφέλιμες για την ανθρωπότητα. Ωστόσο, μια τέτοια προσπάθεια δεν μπορεί να διεξαχθεί τυχαία, αλλά πρέπει να πραγματοποιηθεί με τακτικό και συστηματικό τρόπο. Ως εκ τούτου, πριν καν επιχειρήσει να φυτέψει αυτό το δέντρο, πρέπει πρώτα να βρει μέθοδο για να το κάνει.
Μέθοδος
Ο Αριστοτέλης κι οι μεταγενέστεροι μεσαιωνικοί διαλεκτικοί έθεσαν ένα αρκετά μεγάλο, αν και περιορισμένο, σύνολο αποδεκτών μορφών επιχειρημάτων γνωστών ως «συλλογισμοί» που αποτελείται από μια γενική ή μείζονα προϋπόθεση, μια συγκεκριμένη ή δευτερεύουσα προϋπόθεση και ένα συμπέρασμα. Αν και ο Καρτέσιος αναγνώρισε ότι αυτές οι συλλογιστικές μορφές διατηρούν την αλήθεια από τις υποθέσεις μέχρι το συμπέρασμα, έτσι ώστε αν οι υποθέσεις είναι αληθινές, τότε το συμπέρασμα πρέπει να είναι αληθινό, τις βρήκε ακόμα ελαττωματικές. Πρώτον, αυτές οι υποθέσεις υποτίθεται ότι είναι γνωστές όταν, στην πραγματικότητα, απλώς πιστεύονται, αφού εκφράζουν μόνο πιθανότητες που βασίζονται στην αίσθηση. Κατά συνέπεια, τα συμπεράσματα που προέρχονται από απλώς πιθανές υποθέσεις μπορούν να είναι πιθανά μόνο τα ίδια, και, ως εκ τούτου, αυτοί οι πιθανοί συλλογισμοί χρησιμεύουν περισσότερο για την αύξηση της αμφιβολίας παρά της γνώσης. Επιπλέον, η χρήση αυτής της μεθόδου από εκείνους που είναι εμποτισμένοι με τη σχολαστική παράδοση είχε οδηγήσει σε τόσο λεπτές εικασίες και αληθοφανή επιχειρήματα που τα αντεπιχειρήματα κατασκευάστηκαν εύκολα, οδηγώντας σε βαθιά σύγχυση. Ως αποτέλεσμα, η σχολαστική παράδοση είχε γίνει ένας τόσο συγκεχυμένος ιστός επιχειρημάτων, αντεπιχειρημάτων και λεπτών διακρίσεων που η αλήθεια συχνά χανόταν στις ρωγμές.
Ο Ρενέ προσπάθησε να αποφύγει αυτές τις δυσκολίες μέσω της σαφήνειας και της απόλυτης βεβαιότητας της γεωμετρικής επίδειξης. Στη γεωμετρία, τα θεωρήματα εξάγονται από ένα σύνολο αυτονόητων αξιωμάτων και καθολικά συμφωνημένων ορισμών. Κατά συνέπεια, η άμεση κατανόηση σαφών, απλών και αδιαμφισβήτητων αληθειών (ή αξιωμάτων) μέσω της διαίσθησης και των συμπερασμάτων από αυτές τις αλήθειες μπορεί να οδηγήσει σε νέα και αδιαμφισβήτητη γνώση. Ο Καρτέσιος το βρήκε πολλά υποσχόμενο για διάφορους λόγους. Πρώτον, οι ιδέες της γεωμετρίας είναι σαφείς και διακριτές, και ως εκ τούτου είναι εύκολα κατανοητές σε αντίθεση με τις συγκεχυμένες και σκοτεινές ιδέες της αίσθησης. Δεύτερον, οι προτάσεις που συνιστούν γεωμετρικές επιδείξεις δεν είναι πιθανοτικές εικασίες, αλλά είναι απολύτως βέβαιες ώστε να είναι απρόσβλητες. Αυτό έχει το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι κάθε πρόταση που προέρχεται από κάποια ή συνδυασμό αυτών των απολύτως βέβαιων αληθειών θα είναι από μόνη της απολύτως βέβαιη. Ως εκ τούτου, οι κανόνες συμπερασμάτων της γεωμετρίας διατηρούν απολύτως βέβαιη αλήθεια από απλά, αδιαμφισβήτητα και διαισθητικά κατανοητά αξιώματα στις παραγωγικές συνέπειές τους σε αντίθεση με τους πιθανούς συλλογισμούς των Σχολαστικών.
Η επιλογή της γεωμετρικής μεθόδου ήταν προφανής, δεδομένης της προηγούμενης επιτυχίας του στην εφαρμογή αυτής της μεθόδου σε άλλους κλάδους όπως η οπτική. Ωστόσο, η εφαρμογή αυτής της μεθόδου στη φιλοσοφία δεν ήταν προβληματική λόγω της αναβίωσης αρχαίων επιχειρημάτων για παγκόσμιο ή ριζοσπαστικό σκεπτικισμό που βασιζόταν στην αμφιβολία της ανθρώπινης λογικής. Αλλά ο Καρτέσιος ήθελε να δείξει ότι αλήθειες τόσο διαισθητικά κατανοητές όσο και συναγόμενες είναι πέρα από αυτή τη δυνατότητα αμφιβολίας. Η τακτική του ήταν να δείξει ότι, παρά τα καλύτερα σκεπτικιστικά επιχειρήματα, υπάρχει τουλάχιστον μία διαισθητική αλήθεια που είναι πέρα από κάθε αμφιβολία και από την οποία μπορεί να συναχθεί η υπόλοιπη ανθρώπινη γνώση. Αυτό ακριβώς είναι το έργο του σημαντικού έργου του Descartes, Meditations on First Philosophy.
Στον Πρώτο Διαλογισμό, εκθέτει διάφορα επιχειρήματα για να αμφισβητήσει όλες τις προηγούμενες πεποιθήσεις του. Αρχικά παρατηρεί ότι οι αισθήσεις μερικές φορές εξαπατούν, για παράδειγμα, τα αντικείμενα σε απόσταση φαίνεται να είναι αρκετά μικρά και σίγουρα δεν είναι συνετό να εμπιστευόμαστε κάποιον (ή κάτι) που μας έχει εξαπατήσει έστω και μία φορά. Ωστόσο, αν και αυτό μπορεί να ισχύει για αισθήσεις που προέρχονται κάτω από ορισμένες συνθήκες, δεν φαίνεται βέβαιο ότι «είμαι εδώ, κάθομαι δίπλα στη φωτιά, φορώντας ένα χειμωνιάτικο φόρεμα, κρατώντας αυτό το κομμάτι χαρτί στα χέρια μου και ούτω καθεξής». Το σημείο του είναι ότι παρόλο που οι αισθήσεις μας εξαπατούν μερικές φορές, ποια βάση αμφιβολίας υπάρχει για την άμεση πεποίθηση ότι, για παράδειγμα, διαβάζετε αυτό το άρθρο; Αλλά ίσως η πεποίθηση της ανάγνωσης αυτού του άρθρου ή του να κάθεσαι δίπλα στο τζάκι δεν βασίζεται καθόλου στις αληθινές αισθήσεις, αλλά στις ψευδείς αισθήσεις που βρίσκονται στα όνειρα. Εάν τέτοιες αισθήσεις είναι απλώς όνειρα, τότε δεν συμβαίνει πραγματικά να διαβάζετε αυτό το άρθρο, αλλά στην πραγματικότητα κοιμάστε στο κρεβάτι. Δεδομένου ότι δεν υπάρχει κανένας ηθικός τρόπος διάκρισης της ξύπνιας ζωής από τα όνειρα, κάθε πεποίθηση που βασίζεται στην αίσθηση έχει αποδειχθεί αμφίβολη. Αυτό περιλαμβάνει όχι μόνο τις εγκόσμιες πεποιθήσεις σχετικά με την ανάγνωση άρθρων ή το να κάθεσαι δίπλα στη φωτιά, αλλά ακόμη και οι πεποιθήσεις της πειραματικής επιστήμης είναι αμφίβολες, επειδή οι παρατηρήσεις στις οποίες βασίζονται μπορεί να μην είναι αληθινές, αλλά απλές ονειρικές εικόνες. Ως εκ τούτου, όλες οι πεποιθήσεις που βασίζονται στην αίσθηση έχουν τεθεί υπό αμφισβήτηση, επειδή μπορεί όλα να είναι ένα όνειρο.
Αυτό, ωστόσο, δεν αφορά μαθηματικές πεποιθήσεις, αφού δεν βασίζονται στην αίσθηση αλλά στη λογική. Γιατί ακόμα κι αν κάποιος ονειρεύεται, για παράδειγμα, ότι, 2 + 3 = 5, η βεβαιότητα αυτής της πρότασης δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση, επειδή 2 + 3 = 5 είτε αυτός που την πιστεύει είναι ξύπνιος είτε ονειρεύεται. Ο Καρτέσιος συνεχίζει να αναρωτιέται για το αν ο Θεός θα μπορούσε ή όχι να τον κάνει να πιστέψει ότι υπάρχει γη, ουρανός και άλλα εκτεταμένα πράγματα, όταν, στην πραγματικότητα, αυτά τα πράγματα δεν υπάρχουν καθόλου. Στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι μερικές φορές κάνουν λάθη για πράγματα που πιστεύουν ότι είναι πιο σίγουρα, όπως μαθηματικοί υπολογισμοί. Αλλά ίσως οι άνθρωποι δεν κάνουν λάθος μόνο μερικές φορές, αλλά όλη την ώρα έτσι ώστε να πιστεύουν ότι 2 + 3 = 5 είναι κάποιο είδος επίμονου και συλλογικού λάθους, και έτσι το άθροισμα των 2 + 3 είναι πραγματικά κάτι άλλο από το 5. Ωστόσο, μια τέτοια παγκόσμια απάτη φαίνεται ασυμβίβαστη με την υπέρτατη καλοσύνη του Θεού. Πράγματι, ακόμη και η περιστασιακή εξαπάτηση του μαθηματικού εσφαλμένου υπολογισμού φαίνεται επίσης ασυμβίβαστη με την αγαθότητα του Θεού, ωστόσο οι άνθρωποι μερικές φορές κάνουν λάθη. Στη συνέχεια, σύμφωνα με τους σκεπτικιστές, ο Descartes υποθέτει, για χάρη της μεθόδου του, ότι ο Θεός δεν υπάρχει, αλλά αντ ‘αυτού υπάρχει ένας κακός δαίμονας με υπέρτατη δύναμη και πονηριά που βάζει όλες τις προσπάθειές του για να τον εξαπατήσει, έτσι ώστε να είναι πάντα λάθος για τα πάντα, συμπεριλαμβανομένων των μαθηματικών.
Με αυτόν τον τρόπο, ο Καρτέσιος αμφισβήτησε όλες τις προηγούμενες πεποιθήσεις του μέσα από μερικά από τα καλύτερα σκεπτικιστικά επιχειρήματα της εποχής του. Αλλά δεν ήταν ακόμα ικανοποιημένος και αποφάσισε να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα θεωρώντας ψευδή κάθε πεποίθηση που πέφτει θύμα ακόμη και της παραμικρής αμφιβολίας. Έτσι, μέχρι το τέλος του Πρώτου Διαλογισμού, ο Καρτέσιος βρίσκεται σε μια δίνη ψευδών πεποιθήσεων. Ωστόσο, είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτές οι αμφιβολίες και το υποτιθέμενο ψεύδος όλων των πεποιθήσεών του είναι για χάρη της μεθόδου του: δεν πιστεύει πραγματικά ότι ονειρεύεται ή εξαπατάται από έναν κακό δαίμονα. Αναγνωρίζει ότι η αμφιβολία του είναι απλώς υπερβολική. Αλλά ο σκοπός αυτής της «μεθοδολογικής» ή «υπερβολικής» αμφιβολίας είναι να καθαρίσει το μυαλό από προκαταλήψεις που θα μπορούσαν να συσκοτίσουν την αλήθεια. Ο στόχος λοιπόν είναι να βρεθεί κάτι που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ακόμα κι αν ένας κακός δαίμονας τον εξαπατά και παρόλο που ονειρεύεται. Αυτή η πρώτη αδιαμφισβήτητη αλήθεια θα χρησιμεύσει στη συνέχεια ως ένα διαισθητικά κατανοητό μεταφυσικό «αξίωμα» από το οποίο μπορεί να συναχθεί απολύτως βέβαιη γνώση. Για περισσότερα, δείτε τον καρτεσιανό σκεπτικισμό.
Ο νους α’: Cogito, ergo sum
Στο Δεύτερο Διαλογισμό, προσπαθεί να εδραιώσει απόλυτη βεβαιότητα στην περίφημη συλλογιστική του: Cogito, ergo sum ή “σκέφτομαι, άρα υπάρχω“. Αυτοί οι Διαλογισμοί διεξάγονται από τη προοπτική του πρώτου προσώπου, από τον Καρτέσιο». Ωστόσο, περιμένει από τον αναγνώστη του να διαλογιστεί μαζί του για να δει πώς κατέληξαν τα συμπεράσματά του. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στον Δεύτερο Διαλογισμό, όπου εμφανίζεται η διαισθητικά κατανοητή αλήθεια του «υπάρχω». Έτσι, η συζήτηση εδώ αυτής της αλήθειας θα λάβει χώρα από την προοπτική του πρώτου προσώπου ή του «εγώ». Όλες οι αισθητηριακές πεποιθήσεις είχαν βρεθεί αμφίβολες στον προηγούμενο διαλογισμό, και επομένως όλες αυτές οι πεποιθήσεις θεωρούνται τώρα ψευδείς. Αυτό περιλαμβάνει την πεποίθηση ότι έχω ένα σώμα προικισμένο με αισθητήρια όργανα. Αλλά μήπως το υποτιθέμενο ψεύδος αυτής της πίστης σημαίνει ότι δεν υπάρχω; Όχι, γιατί αν έπεισα τον εαυτό μου ότι οι πεποιθήσεις μου είναι ψευδείς, τότε σίγουρα πρέπει να υπάρχει ένα «εγώ» που πείστηκε. Επιπλέον, ακόμα κι αν εξαπατηθώ από έναν κακό δαίμονα, πρέπει να υπάρχω για να εξαπατηθώ. Έτσι, πρέπει τελικά να συμπεράνω ότι η πρόταση, “Είμαι”, “Υπάρχω”, είναι αναγκαστικά αληθής όποτε προβάλλεται από μένα ή συλλαμβάνεται στο μυαλό μου. Αυτό σημαίνει απλώς ότι το απλό γεγονός ότι σκέφτομαι, ανεξάρτητα από το αν αυτό που σκέφτομαι είναι αληθινό ή ψευδές ή όχι, υπονοεί ότι πρέπει να υπάρχει κάτι που εμπλέκεται σε αυτή τη δραστηριότητα, δηλαδή ένα “εγώ”. Ως εκ τούτου, το “υπάρχω” είναι μια αδιαμφισβήτητη κι ως εκ τούτου, απολύτως βέβαιη πεποίθηση που χρησιμεύει ως αξίωμα από το οποίο μπορούν να συναχθούν άλλες, απολύτως βέβαιες αλήθειες.
β’ Η φύση του νου κι οι ιδέες του
Ο Δεύτερος Διαλογισμός συνεχίζεται με τον Καρτέσιο να ρωτάει: «Τι είμαι;» Αφού απέρριψε την παραδοσιακή σχολαστική-αριστοτελική έννοια του ανθρώπου ως ορθολογικού ζώου λόγω των εγγενών δυσκολιών ορισμού του «λογικού» και του «ζώου», καταλήγει τελικά στο συμπέρασμα ότι είναι ένα σκεπτόμενο πράγμα, ένας νους: “Ένα πράγμα που αμφιβάλλει, καταλαβαίνει, επιβεβαιώνει, αρνείται, είναι πρόθυμο, είναι απρόθυμο, και επίσης φαντάζεται και έχει αισθητηριακές αντιλήψεις”. Στις Αρχές, μέρος Ι, τμήματα 32 και 48, ο Καρτέσιος διακρίνει τη διανοητική αντίληψη και βούληση ως αυτό που ανήκει σωστά μόνο στη φύση του νου, ενώ η φαντασία και η αίσθηση είναι, κατά μία έννοια, ικανότητες του νου στο βαθμό που είναι ενωμένος με ένα σώμα. Έτσι, η φαντασία και η αίσθηση είναι ικανότητες του νου με ασθενέστερη έννοια από τη διάνοια και τη θέληση, αφού απαιτούν ένα σώμα για να εκτελέσουν τις λειτουργίες τους. Τέλος, στον Έκτο Διαλογισμό, ο Καρτέσιος ισχυρίζεται ότι ο νους ή το «εγώ» είναι ένα μη εκτεταμένο πράγμα. Τώρα, αφού η επέκταση είναι η φύση του σώματος, είναι ένα απαραίτητο χαρακτηριστικό του σώματος, έπεται ότι ο νους δεν είναι από τη φύση του σώμα αλλά ένα άυλο πράγμα. Επομένως, αυτό που είμαι είναι ένα άυλο πράγμα σκέψης με τις ικανότητες της διάνοιας και της θέλησης.
Είναι επίσης σημαντικό να παρατηρήσουμε ότι ο νους είναι μια ουσία και οι τρόποι μιας σκεπτόμενης ουσίας είναι οι ιδέες της. Για τον Καρτέσιο μια ουσία είναι ένα πράγμα που δεν απαιτεί τίποτα άλλο για να υπάρξει. Αυστηρά μιλώντας, αυτό ισχύει μόνο για τον Θεό του οποίου η ύπαρξη είναι η ουσία του, αλλά ο όρος «ουσία» μπορεί να εφαρμοστεί στα πλάσματα με μια ειδική έννοια. Οι διάνοιες είναι ουσίες με την έννοια ότι δεν χρειάζονται τίποτα άλλο εκτός από τη συναίνεση του Θεού, προκειμένου να υπάρξουν. Αλλά οι ιδέες είναι «τρόποι» ή «τρόποι» σκέψης και, ως εκ τούτου, οι τρόποι δεν είναι ουσίες, αφού πρέπει να είναι οι ιδέες κάποιου μυαλού ή άλλου. Έτσι, οι ιδέες απαιτούν, εκτός από τη συναίνεση του Θεού, κάποια δημιουργημένη σκεπτόμενη ουσία για να υπάρξουν. Ως εκ τούτου, ο νους είναι μια άυλη ουσία σκέψης, ενώ οι ιδέες του είναι οι τρόποι ή οι τρόποι σκέψης του.
Συνεχίζει να διακρίνει 3 είδη ιδεών στην αρχή του Τρίτου Διαλογισμού, δηλαδή εκείνες που είναι κατασκευασμένες, τυχαίες ή έμφυτες. Οι κατασκευασμένες ιδέες είναι απλές εφευρέσεις του νου. Κατά συνέπεια, ο νους μπορεί να τα ελέγξει έτσι ώστε να μπορούν να εξεταστούν και να παραμεριστούν κατά βούληση και το εσωτερικό τους περιεχόμενο να μπορεί να αλλάξει. Οι τυχαίες ιδέες είναι αισθήσεις που παράγονται από κάποιο υλικό πράγμα που υπάρχει εξωτερικά στο μυαλό. Αλλά, σε αντίθεση με τις επινοήσεις, οι τυχαίες ιδέες δεν μπορούν να εξεταστούν και να παραμεριστούν κατά βούληση ούτε το εσωτερικό τους περιεχόμενο μπορεί να χειραγωγηθεί από το μυαλό. Για παράδειγμα, ανεξάρτητα από το πόσο σκληρά προσπαθεί κανείς, αν κάποιος στέκεται δίπλα σε μια φωτιά, δεν μπορεί παρά να αισθανθεί τη θερμότητα ως θερμότητα. Δεν μπορεί να παραμερίσει την αισθητηριακή ιδέα της θερμότητας απλώς θέλοντάς την, όπως μπορούμε να κάνουμε με την ιδέα μας για τον Άγιο Βασίλη, για παράδειγμα. Επίσης, δεν μπορεί να αλλάξει το εσωτερικό του περιεχόμενο έτσι ώστε να αισθάνεται κάτι άλλο εκτός από θερμότητα -ας πούμε, κρύο. Τέλος, οι έμφυτες ιδέες τοποθετούνται στο νου από τον Θεό κατά τη δημιουργία. Αυτές οι ιδέες μπορούν να εξεταστούν και να παραμεριστούν κατά βούληση, αλλά το εσωτερικό τους περιεχόμενο δεν μπορεί να χειραγωγηθεί. Οι γεωμετρικές ιδέες είναι παραδείγματα έμφυτων ιδεών. Για παράδειγμα, η ιδέα ενός τριγώνου μπορεί να εξεταστεί και να παραμεριστεί κατά βούληση, αλλά το εσωτερικό του περιεχόμενο δεν μπορεί να χειραγωγηθεί έτσι ώστε να πάψει να είναι η ιδέα μιας τριμερούς φιγούρας. Άλλα παραδείγματα έμφυτων ιδεών θα ήταν μεταφυσικές αρχές όπως «ό,τι γίνεται δεν μπορεί να αναιρεθεί», η ιδέα του νου και η ιδέα του Θεού…
(τέλος αποσπασμάτων)