Dick Philip Kindred: Μεταξύ Τρέλλας & Ιδιοφυίας

Βιογραφικό

     Ο Φίλιπ Κίντρεντ Ντικ (Philip Kindred Dick), ήταν Αμερικανός συγγραφέας, μία από τις 2-3 σημαντικότερες μορφές της ΕΦ του 20ού αι. Αν και φτωχός και σχετικά άγνωστος στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, σήμερα θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς κι ανανεωτές του είδους, ενώ τα τελευταία χρόνια γνωρίζει πλατειά επιτυχία λόγω της προσαρμογής αρκετών έργων του σε ταινίες (όπως οι Blade Runner & Minority Report). Το έργο του χαρακτηρίζεται από 2 θεμελιώδη ερωτήματα που προσπάθησε, σχεδόν με αγωνία, να απαντήσει όχι μόνο στα γραπτά αλλά και στη ζωή του: Τί είναι πραγματικό και τι είναι ανθρώπινο; Στα έργα του η πραγματικότητα συχνά παρουσιάζεται σαν κάτι υποκειμενικό κι ευμετάβλητο, ενώ η πλαστοπροσωπεία, η κατάρρευση του πολιτισμού κι η απειλή του ολοκληρωτισμού παραμονεύει παντού, συχνά σ’ ένα καταθλιπτικό και κλειστοφοβικό σκηνικό, όπως ήταν κι η ίδια η ζωή του. Η μεταφυσική, η φιλοσοφία, η ψυχανάλυση, η πολιτική και, στο ύστερο έργο του, ο γνωστικισμός, η πρωτοχριστιανική φιλοσοφία κι η θεολογία είναι κατευθυντήριες γραμμές στο έργο του.
     Γεννήθηκε στο Σικάγο 16 Δεκέμβρη 1928, γιος του Έντγκαρ Ντικ και της Ντόροθυ Κίντρεντ Ντικ. Γεννήθηκε πρόωρα, μαζί με τη δίδυμη αδελφή του Τζέιν που πέθανε στις 26 Γενάρη 1929. Ο θάνατος της αδελφής του άρχισε να στοιχειώνει τον Ντικ από πολύ μικρή ηλικία, προκαλώντας του ενοχές κι εμφανιζόμενη ως θέμα σε κάποια από τα έργα του, ένας θάνατος που σημάδεψε τη ζωή και τα γραπτά έργα του Φίλιπ Ντικ. Το 1932 οι γονείς του χωρίζουνε κι η μάνα με το Φίλιπ μετακομίζουνε στην Ουάσινγκτον. Επιστρέφουν στο Μπέρκλεϋ στη Καλιφόρνια το 1938 μέρος που έγινε σκηνικό για πολλά από τα μετέπειτα γραπτά του. Πήγε σχολείο στο Μπέρκλεϋ κι έγινε δεκτός στο εκεί πανεπιστήμιο για σπουδές στα Γερμανικά και τη Μεταφυσική, αποβλήθηκε όμως πριν τελειώσει το Α’ εξάμηνο επειδή αρνήθηκε να παρακολουθήσει ένα (υποχρεωτικό τότε στα Κολλέγια της Αμερικής) μάθημα στρατιωτικής εκπαίδευσης. Μετά από έναν 6μηνο γάμο, στα 20 του, με τη Ζανέτ Μαρλίν το 1948, παντρεύτηκε την ελληνικής καταγωγής Κλειώ Αποστολίδου το 1950, με την οποία θα έμενε μέχρι το 1958. Την περίοδο εκείνη εργαζόταν σε δισκοπωλείο, ενώ είχε και τη δική του ραδιοφωνική εκπομπή κλασικής μουσικής. Αναμίχθηκε στη πολιτική και το ριζοσπαστικό κίνημα της εποχής και FBI κι αστυνομία θ’ ασχολούνταν αρκετά συχνά μαζί του, ειδικά στη δεκαετία ’50.



     Διάβασε επιστημονική φαντασία 1η φορά στα 12, στο περιοδικό Stirring Science Stories και τον επόμενο κιόλας χρόνο έγραψε το 1ο του σύντομο μυθιστόρημα με τίτλο Επιστροφή στη χώρα των Λιλλιπούτειων. Στην αρχή των 50’ς άρχισε να δημοσιεύει διηγήματα στο περιοδικό Fantasy & Science Fiction του Σαν Φρανσίσκο, που διευθυνόταν από το μέντορα και φίλο Άντονυ Μπουσέ. Το 1ο διήγημα ΕΦ που πούλησε, φθινόπωρο 1951, ήταν το Ρουγκ (Roog), ενώ το 1ο που δημοσιεύτηκε ήταν το Πίσω Παραμονεύει το Γουμπ (Beyond Lies the Wub) το 1952. Τη 3ετία 1952-4 δημοσίευσε 62 διηγήματα (τα μισά απ’ τη συνολική του παραγωγή). Ιούνιο 1953, 7 διηγήματά του εμφανίστηκαν ταυτόχρονα σε διάφορα περιοδικά. Πολλές ιστορίες του συμπεριλήφθηκαν στα A Handful of Darkness (γραμμένο 1952-4 εκδόθηκε το 55 και 56), The Variable Man and Other Stories (1952-4) και The Book of Philip K. Dick (1952-5). Οι πρώτοι τόμοι του The Collected Stories of Philip K. Dick είναι αφιερωμένοι σε αυτή τη περίοδο. Η υπερπαραγωγή αυτή ήταν αποτέλεσμα όχι μόνο του πάθους για την ΕΦ, μα και της δύσκολης οικονομικής του κατάστασης: στην εισαγωγή της συλλογής διηγημάτων Ο Χρυσός Άντρας, περιγράφει το πώς αυτός κι η γυναίκα του ήταν αναγκασμένοι συχνά να τρέφονται με κιμά αλόγου, που κανονικά χρησιμοποιείται για σκυλοτροφή. Η αντιμετώπιση της ΕΦ, κείνη την εποχή, ως περιθωριακό είδος είχεν αποτέλεσμα το ουσιαστικά ανύπαρκτο δίκτυο διανομής και την αδυναμία ελέγχου των δικαιωμάτων. Έτσι το έργο αυτής της περιόδου, δημοσιευμένο σε μικρά περιοδικά, του απέφερε δυσανάλογα μικρά ποσά σε σχέση με τη παραγωγή του. Παρ’ όλ’ αυτά όχι μόνο δεν σταμάτησε να γράφει, αλλά εγκατέλειψε και τη δουλειά του στο δισκοπωλείο, αποφασισμένος να γίνει επαγγελματίας συγγραφέας. Τα διηγήματα αυτής της περιόδου, μπρος απ’ την εποχή τους, είναι μεταβατική φάση ανάμεσα στη space opera των 50’ς  και τη σοβαρή, εναλλακτική ΕΦ που θ’ άνθιζε την επόμενη 10ετία.



     Το 1953, μετά από μια συνάντηση με το είδωλό του Α. Ε. Βαν Βογκτ, αποφάσισε να στραφεί στη συγγραφή μυθιστορημάτων, Τα 1α μυθιστορήματα του, The Cosmic Puppets (1953) και Dr. Futurity (1953) γράφτηκαν για περιοδικά. To 1953 γράφει και το 1ο του βιβλίο που εκδόθηκε, το Solar Lottery και πουλήθηκε καλά. Γράφοντας τα μυθιστορήματά του με τον ίδιο πυρετώδη ρυθμό, εκδίδει 16 μυθιστορήματα μεταξύ 1955-64. 4 μείναν αδημοσίευτα: ήταν μυθιστορήματα συμβατικής λογοτεχνίας που όλα απορριφθήκανε, γεγονός που στοίχισε πολύ στον Ντικ. Το 1959 παντρεύεται στο Μεξικό τη 3η γυναίκα του Άνι Γουίλιαμς Ρουμπενστάιν (Anne Williams Rubenstein) με την οποία αποκτά τη 1η κόρη Λώρα Άρτσερ Ντικ (Laura Archer Dick) το 1960, γάμος που κράτησε μέχρι το 1964 (το διαζύγιο βγήκε το 1965). Αποκορύφωμα αυτής της δημιουργικής περιόδου, που ουσιαστικά συνδύασε την ΕΦ με τη πειραματική κι εναλλακτική λογοτεχνία, ήταν το Ο Άνθρωπος Στο Ψηλό Κάστρο (The Man In The High Castle), βιβλίο γραμμένο με τη βοήθεια του Ι Τσινγκ (το οποίο παίζει και κεντρικό ρόλο στην υπόθεση), που του απέφερε το βραβείο Hugo 1963. Παρά τη βράβευση όμως και την ολοένα μεγαλύτερη αναγνώριση από κριτικούς και κοινό, τα οικονομικά του δεν καλυτέρευσαν, εν μέρει λόγω της επιμονής του να δουλεύει χωρίς συμβόλαιο με εκδότη. Όπως έγραφε ο ίδιος αργότερα, ήταν αναγκασμένος να γράφει σε τρελούς ρυθμούς, τελειώνοντας ως κι 60 σελίδες τη μέρα και για να τα καταφέρει στηρίχτηκε στις αμφεταμίνες, που θα τον συντρόφευαν ως το τέλος της ζωής του. Το αποτέλεσμα της φτώχειας, της απογοήτευσης αλλά και της αμφεταμίνης ήτανε τόσο να διαλυθεί ο γάμος του όσο και κάτι άλλο, που θα άλλαζε την οπτική του για τον κόσμο.
     Μετά το The World Jones Made και το Eye in the Sky, κάνει μια εξαιρετικά φιλόδοξη (κι αποτυχημένη) προσπάθεια να γράψει κλασική λογοτεχνία. Από αυτή την περίοδο έχουμε τα: Mary and the Giant (1953-5), The Broken Bubble (1956), Puttering About in a Small Land (1957), In Milton Lumky Territory (1958-9), Confessions of a Crap Artist (1959), The Man whose Teeth were All Exactly Alike (1960) και Humpty Dumpty in Oakland (1960). Το 1958 γράφει το Time Out of Joint και στα μεταγενέστερα βιβλία του βλέπουμε την δημιουργικότητά του να πλάθει εναλλακτικές πραγματικότητες. Εξίσου σημαντικά είναι και τα Martian Time-Slip (1962), Dr Bloodmoney, or How We Got Along After the Bomb (1963). Άλλα έργα αυτής της περιόδου: We Can Build You (1962), The Game-Players of Titan (1963), The Simulacra (1963), Now Wait for Last Year (1963), Clans of the Alphane Moon (1963-4), The Crack in Space (1963-4), The Zap Gun (1964), The Penultimate Truth (1964), The Unteleported Man (1964-5) και Counter-Clock World (1965).



     Το 1963, στη διάρκεια περιπάτου, στρέφει το βλέμμα στον ουρανό κι αντικρύζει μοχθηρό, απαίσιο πρόσωπο με σκιστά μάτια. Το όραμα τον καταδιώκει για μήνες και σ’ αυτό αναγνωρίζει το απόλυτο κακό, την εντροπία που κυβερνά το σύμπαν και καταστρέφει τα πάντα. Καρπός της μεταφυσικής αυτής εμπειρίας είναι το μυθιστόρημα Τα Τρία Στίγματα Του Πάλμερ Έλντριτς, ενώ η ιδέα του πανταχού παρόντος εντροπικού κακού διαποτίζει το έργο του -και τη ζωή του- για την επόμενη 10ετία. Στρέφεται για βοήθεια στο Χριστιανισμό κι αργότερα στο Βουδισμό, ενώ αρχίζει να κατασκευάζει ένα δικό του κόσμο (idios kosmos), μες στον οποίο σε λίγα χρόνια θα χαθεί. Τα μυθιστορήματά του γίνονται σκοτεινότερα, οι ήρωες πιο απελπισμένοι, η πραγματικότητα πιο εύθραυστη. Στα μυθιστορήματα αυτής της περιόδου, όπως στα Αντίστροφος Κόσμος κι Ubik, η ροή του χρόνου αντιστρέφεται κι η πραγματικότητα επηρεάζεται τόσο απ’ το παρόν όσο κι απ’ το μέλλον, έτοιμη να καταρρεύσει ανά πάσα στιγμή.
     Αρχίζει να πίνει, παίρνοντας κι αμφεταμίνες και βυθίζεται στη κατάθλιψη. Παντρεύεται ξανά το 1966, τη Νάνσυ Χάκετ (Nancy Hackett) -4ος γάμος με την οποία θα αποκτήσει το 1967 τη 2η κόρη του Ιζόλδη Φρέια Ντικ (Isolde Freya Dick)- κι η οποία τον εγκαταλείπει το 1970 και τελικά χωρίζει το 1972. Σταματά το γράψιμο και πέφτει για τα καλά στα ναρκωτικά (LSD) και για ένα διάστημα οι παρέες του είναι πρεζόνια κι έμποροι. Εγκαθίσταται στο Βανκούβερ, προσπαθώντας ν’ αλλάξει τα πράγματα, αλλά καταλήγει, μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας (1972), σε κλινική αποτοξίνωσης. Γυρίζοντας στο Όραντζ, καθαρός πια, παντρεύεται τον Απρίλη 1973 την Τέσσα Μπάζμπυ, τη τελευταία του γυναίκα, με την οποία αποκτούνε το 3ο του παιδί Κρίστοφερ, 1ο αγόρι και ξαναρχίζει να γράφει.
     Στις 20 Φλεβάρη 1974 η ζωή του Φίλιπ Ντικ άλλαξε για πάντα. Κείνη τη μέρα, παραλαμβάνοντας ένα πακέτο με παυσίπονα, πρόσεξε ότι το κορίτσι που έκανε τη παράδοση φορούσε ως μενταγιόν τον Ιχθύ, το σύμβολο των 1ων χριστιανών για τον Ιησού. Μετά τη συνάντηση αυτή είχεν όραμα, όπου το κορίτσι κι αυτός ζούσανε στα 1α μ.Χ. χρόνια. Σε λίγες μέρες άρχισε να ‘χει παραισθήσεις, φωτιές που ‘βγαιναν απ’ το πουθενά και φωνές που, μεταξύ άλλων τονε προειδοποίησαν για μια εκ γενετής ανατομική ανωμαλία του γιου του Κρίστοφερ. Μετά την επιμονή του Ντικ να γίνουν εξετάσεις στο παιδί, αποδείχτηκε ότι όντως είχε βουβωνοκήλη. Επίσης, ισχυρίστηκε πως έζησε ένα χρόνο τη ζωή των 1ων χριστιανικών χρόνων μέσα απ’ τα μάτια του Θωμά, ενός χριστιανού της 1ης μ. Χ. εποχής, που έγινε το alter ego του σε κείνα τα χρόνια. Κατά τους ισχυρισμούς της συζύγου, κείνο τον καιρό μιλούσε κατά καιρούς τη Κοινή Ελληνική, μια αρχαία ελληνική διάλεκτο που ποτέ πριν δεν είχε μελετήσει ή μάθει.
     Αυτό που κυρίως έβλεπε όμως ήτανε δέσμη ροζ φωτός, που το Μάρτη 1974 τον επισκεπτόταν συχνά και τον τροφοδοτούσε με πληροφορίες για τη φύση του κόσμου και του θεού. Αυτή η οντότητα νιώθει ότι τον έχει κυριεύσει κι ελέγχει τις πράξεις του. Τη δέσμη αυτή πληροφοριών ο Ντικ ονόμασε Valis και, χωρίς ποτέ να σταματήσει να αμφισβητεί την αντικειμενική ύπαρξή της ή και την ίδια του την ψυχική υγεία, υποστήριξε ότι ήτανε προσπάθεια επικοινωνίας από εξωγήινους μέσω ενός αρχαίου δορυφόρου που βρίσκεται σε τροχιά γύρω από τη Γη. Ο Λόγος του θεού, κατά τη θεωρία αυτή, κοιμήθηκε για 2.000 έτη στους κώδικες του Ναγκ Χαμαντί και τώρα επέστρεφε με τη μορφή του Valis στη Γη για να βάλει τέλος στην “Αυτοκρατορία που ποτέ δεν τελείωσε”, τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία που συνέχιζε στις μέρες μας με τη μορφή των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ρίτσαρντ Νίξον.
     Τις συναντήσεις του με το Valis και τις σκέψεις του πάνω στην εμπειρία του αυτή κατέγραψε σ’ ένα ημερολόγιο 8.000 σελίδων με τίτλο Εξήγησις (Exegesis) και θεολογικό/γνωστικιστικό τόνο. Εκ των υστέρων μάλιστα ανακάλυψε ότι το Valis του είχεν υπαγορεύσει μια προφητεία για την επιστροφή του Χριστού, που ήτανε κρυμμένη στο μυθιστόρημα του 1974, Κυλήστε Δάκρυά Μου, Είπε ο Αστυνόμος. Η εμπειρία του περιγράφεται με λεπτομέρεια και στ’ ομώνυμο μυθιστόρημα Valis, ένα απ’ τα τελευταία έργα του, που γράφτηκε μέσα σ’ 7 μόνο μέρες το 1979. Το Valis είναι αρκτικόλεξο που σημαίνει Vast Active Living Intelligence SystemΑχανές Ενεργό Ζωντανό Σύστημα Νοημοσύνης.
     Τη περίοδο αυτή επίσης άρχισε να φοβάται όλο και περισσότερο συνωμοσίες της CIA και του FBI εναντίον του, με αποτέλεσμα αρκετές φορές να μη βγαίνει απ’ το σπίτι για μέρες και να κλονιστεί ο γάμος του. Τόσον ήτανε το δόσιμό του στη μυστικιστική αυτή εμπειρία που, όταν το 1976 το Valis -αλλά κι η γυναίκα του με το παιδί του- τον εγκαταλείιψανε, προσπάθησε ξανά να αυτοκτονήσει. Τον επόμενο χρόνο, στο Συνέδριον ΕΦ στο Μετς της Γαλλίας του επιφυλάχθηκε υποδοχή μεγάλου συγγραφέα. Εκεί σόκαρε τους παρευρισκόμενους εκφωνώντας ένα 2ωρο ακατανόητο λόγο (κάτι που αναγνωρίζει πλήρως αργότερα), βασισμένο στις πληροφορίες που είχε αντλήσει από το Valis. Παρ’ όλ’ αυτά, ο γραπτός του λόγος παρέμεινε σαφής, καθαρός και δυνατός όπως και πριν, μέχρι το τέλος της ζωής του. Τα μυθιστορήματα αυτής της περιόδου είναι κυρίως αυτοβιογραφικά κι εκτός απ’ το Έρευνα στο Σκοτάδι (A Scanner Darkly), που βασίζεται στις εμπειρίες του με τα ναρκωτικά, και το Deus Irae που ξεκίνησε να γράφει μαζί με τον Ρότζερ Ζελάζνυ, έχουν να κάνουν με τα γεγονότα που ο ίδιος ονόμασε 2-3-74 (Φλεβάρης-Μάρτης 1974). Μέχρι το θάνατό του πάντως, ο ίδιος δεν ήταν σίγουρος τι ακριβώς ήταν αυτό που βίωσε.
     Στα τελευταία χρόνια της ζωής του γνώρισε την αναγνώριση και την οικονομική άνεση που τόσο στερήθηκε το προηγούμενο διάστημα. Εκδόθηκε επιτέλους ένα συμβατικό μυθιστόρημά του, το Πριν από το Τέλος του Κόσμου, και μεγάλα ποσά άρχισαν να φτάνουν απ’ τις αυξανόμενες πωλήσεις των βιβλίων του. Χάρισε αρκετά απ’ αυτά τα χρήματα σε φιλανθρωπίες και συνέχισε να ζει λιτά, αφοσιωμένος στην ολοκλήρωση της θεολογικής 3λογίας μυθιστορημάτων ValisΘεϊκή Εισβολή κι Η Μετεμψύχωση του Τίμοθυ Άρτσερ. Το 1978 πεθαίνει η μητέρα του. Το 1980 άρχισε το γύρισμα σε ταινία του βιβλίου του Ονειρεύονται τα ανδροειδή ηλεκτρικά πρόβατα; με τον τίτλο Blade Runner, μια υπόθεση που τον άγχωσε υπερβολικά και τον έφερε αρχικά σε αντιπαράθεση με το σκηνοθέτη Ρίντλεϊ Σκοτ. Η ταινία θα του χάριζε φήμη στο πλατύ κοινό· μια φήμη όμως που δεν πρόλαβε να χαρεί. Η υπερπροσπάθεια κι οι καταχρήσεις των προηγούμενων χρόνων, μαζί με το άγχος του για τη ταινία, άρχισαν να κλονίζουν σοβαρά την υγεία του. Στα μέσα Φλεβάρη 1982 έπαθε εγκεφαλικό. Δεν συνήλθε ποτέ και στις 2 Μάρτη 1982 πέθανε στη Σάντα Άνα της Καλιφόρνια από καρδιακή ανεπάρκεια. Το Blade Runner βγήκε στις αίθουσες μόλις 4 μήνες μετά.
     Η σορός του μεταφέρθηκε από τον πατέρα του στο Φορτ Μόργκαν του Κολοράντο, όπου ήταν θαμμένη η δίδυμη αδελφή του. Όταν είχε πεθάνει η Τζέιν, στον τάφο είχαν χαραχτεί τα ονόματα και των δυο τους, μ’ ένα κενό χώρο για την ημερομηνία θανάτου του Φιλ. Μετά από 53 χρόνια, η ημερομηνία αυτή χαράχτηκε κι ο Φίλιπ Ντικ ενώθηκε ξανά μαζί της.
     Θεωρείται από τις πιο σημαντικές και πολυσυζητημένες παρουσίες στο είδος του. Συνδύασε την εναλλακτική λογοτεχνία με την ΕΦ, ανοίγοντας το δρόμο στους σημαντικούς συγγραφείς του είδους που ακολούθησαν τα 60’ς, όπως ο Ρότζερ Ζελάζνυ, ο Χάρλαν Έλλισον, ο Νόρμαν Σπίνραντ. Θεωρείται δε πρόδρομος του Cyberpunk, του παρακλαδιού της ΕΦ που θα αναπτυσσόταν στις 10ετίες ’70 κι ’80.
     Σε αντίθεση με τους περισσότερους συγγραφείς ΕΦ της γενιάς του, που γράφανε για αστραφτερά διαστημόπλοια, επικές μάχες κι όμορφες εξωγήινες, ο Ντικ προτίμησε για ήρωες στα διηγήματα και μυθιστορήματά του απλούς, καθημερινούς ανθρώπους, που όμως γίνονται ξαφνικά μάρτυρες μιας αποκάλυψης κοσμικών διαστάσεων ή βρίσκονται να κρατάνε τη τύχη του κόσμου στα χέρια τους, συχνά χωρίς να καταφέρουν να φανούν αντάξιοι. Στα έργα του, η πραγματικότητα αποσυντίθεται ή αποδεικνύεται πως είναι όνειρο μέσα σ’ όνειρο μέσα σ’ άλλο όνειρο. Διαθέτοντας αεικίνητη και σπινθηροβόλα φαντασία, κατάφερε να παρουσιάζει, συχνά με πικρή ειρωνεία, το εξωπραγματικό ως εντελώς οικείο και το ανάποδο, σε μια πλοκή γεμάτη ανατροπές: ένα μικροσκόπιο επιτίθεται στο χειριστή του· ο Χριστός των εξωγήινων τρώει το σώμα των πιστών του κι όχι το αντίθετο· πεταλούδες επιτίθενται στους ανθρώπους οπλισμένες με σιδεροπρίονα· μεταλλαγμένα ποντίκια ασχολούνται με τη λογιστική· αυτό που ενεργοποιεί τη βόμβα στο σώμα ενός ρομπότ είναι η συνειδητοποίηση πως είναι ρομπότ κι όχι άνθρωπος. Οι φιλοσοφικοί, πολιτικοί κι υπαρξιακοί προβληματισμοί που εκφράζονται στα έργα του, τονε κατατάσσουν ανάμεσα στους διανοητές σύγχρονους συγγραφείς. Από αρκετούς θεωρείται ο σημαντικότερος Αμερικανός λογοτέχνης του 2ου μισού του 20ού αιώνα.
     Η “παρανοϊκή” αντίληψή του -όπως εκδηλώνεται στο The Cosmic Puppets– για το ότι η συναινετική πραγματικότητα μορφοποιείται κι ελέγχεται από κάποια ή κάποιες θεϊκές οντότητες χαρακτηρίζει ένα θέμα που θα το επαναλάμβανε, σαν έμμονη ιδέα, σε λιγότερο ακατέργαστη μορφή στα επόμενα έργα του, ακριβώς όπως η σύγχυση ανθρώπων και μηχανικών ομοιωμάτων (simulacra) που σκιαγραφείται 1η φορά στο 2ο βιβλίο Dr Futurity, μπορεί να θεωρηθεί μια χαρακτηριστική παραλλαγή του κυριότερου θέματος που διατρέχει το έργο του: την αντιπαράθεση 2 “επιπέδων πραγματικότητας” -το ένα αυτό που καθορίζεται “αντικειμενικά”, το άλλο ένας φαινομενικός κόσμος που επιβάλλεται στους χαρακτήρες με διάφορα μέσα και μεθόδους
     Για πολλούς, ακροβάτησε στη λεπτή γραμμή που χωρίζει την ιδιοφυΐα από τη τρέλα, πότε στην από δω μεριά και πότε στην από κει. Υπάρχουν αυτοί που τονε τοποθετούνε σαφώς σε μια από τις δυο πλευρές. Όπως κι αυτοί που αναγνωρίζουν έναν “άγιο Φιλ” στα έργα του των τελευταίων χρόνων. Σε κάθε περίπτωση, ο Φίλιπ Ντικ έγραψε μυθιστορήματα και διηγήματα που όχι μόνο συνεχίζουνε να κερδίζουνε φανατικούς αναγνώστες, μα που άλλαξαν και το είδος της ΕΦ, φτάνοντάς το στην ωριμότητά του. Χάρη και σε αυτόν, η ΕΦ βγήκε απ’ το περιθώριο και καθιερώθηκε ως σοβαρό λογοτεχνικό είδος· αυτός, όμως, πλήρωσε το μεγαλύτερο τίμημα γι’ αυτή την αλλαγή.

          Βραβεία

1963 Ο Άνθρωπος στο Ψηλό Κάστρο (The Man in the High Castle), 1ο Βραβείο στα Hugo.

1965 Δόκτωρ Μπλάντμάνεϊ (Dr. Bloodmoney) και Τα Τρία Στίγματα του Πάλμερ Έλντριτς (The Three Stigmata of Palmer Eldritch), υποψηφιότητα για τα Βραβεία Nebula.

1968 Το Ηλεκτρικό Πρόβατο (Do Androids Dream of Electric Sheep?), υποψηφιότητα για τα Βραβεία Nebula.

1974 Κυλήστε Δάκρυά μου Είπε ο Αστυνόμος (Flow My Tears, the Policeman Said), υποψηφιότητα για τα Βραβεία Nebula.

1975 Κυλήστε Δάκρυά μου Είπε ο Αστυνόμος υποψηφιότητα για τα Βραβεία Hugo και τα Βραβεία Locus SF, 1ο Βραβείο στα John W. Campbell.

1978 Έρευνα στο Σκοτάδι (A Scanner Darkly), 1ο Βραβείο στα British Science Fiction Award και 3ο Βραβείο στα John W.Campbell.

1982 Η Μετεμψύχωση του Τίμοθυ Άρτσερ (The Transmigration of Timothy Archer), υποψηφιότητα για τα Βραβεία Nebula και Θεϊκή Εισβολή ( The Divine Invasion), υποψηφιότητα για τα Βραβεία British Science Fiction Award.

1983 Η Μετεμψύχωση του Τίμοθυ Άρτσερ, υποψηφιότητα για τα Βραβεία Locus F.

            Ταινίες βασισμένες σε βιβλία του

     Ο Ντικ είναι στις μέρες μας, μετά τον Στέφεν Κινγκ, ο συγγραφέας φανταστικής λογοτεχνίας με τις περισσότερες μεταφορές έργων του στον κινηματογράφο. Οι ταινίες που βασίστηκαν σε έργα του είναι:

 * Blade Runner (1982) σε σκηνοθεσία Ρίντλεϊ Σκοτ και βασισμένη στο βιβλίο Ονειρεύονται τα ανδροειδή ηλεκτρικά πρόβατα; (Το Ηλεκτρικό Πρόβατο) Αν κι ελεύθερη διασκευή του βιβλίου, είναι μάλλον η πιο πιστή μέχρι σήμερα μεταφορά έργου του Ντικ. Σήμερα θεωρείται καλτ ταινία.

 * Ολική Επαναφορά (Total Recall1990) σε σκηνοθεσία Πωλ Βερχόφεν. Βασισμένο στο διήγημα We can remember it for you wholesale. Απ’ το διήγημα έχει διατηρηθεί μόνο η αρχική ιδέα και κάποια λίγα στοιχεία της πλοκής.

 * Confessions d’un Barjo (1992), βασισμένο στο μυθιστόρημα Πριν από το Τέλος του Κόσμου.

 * Screamers (1995), βασισμένη στο διήγημα Δεύτερη ποικιλία (Second Variety).

 * Minority Report (2002) του Στίβεν Σπίλμπεργκ, βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα Το μειοψηφικό πόρισμα.

 * Imposter (Πλαστοπροσωπεία2002, βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα.

 Η επιταγή (Paycheck2003) του Τζον Γου, βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα.

 * A Scanner Darkly (2006), βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα Έρευνα στο σκοτάδι.

 Next (2007), βασισμένη στο διήγημα Ο Χρυσαφένιος άντρας.

     Κάποια έργα του έχουν διασκευαστεί και για το θέατρο, ενώ έχει γραφτεί και μια όπερα βασισμένη στο Valis. Ταινίες που είναι στο στάδιο των συζητήσεων:

 * Radio Free Albemuth – βασισμένη στο διήγημα Ελεύθερη Ραδιοφωνία Άλμπεμουθ σχεδιάζεται να δημιουργηθεί από τον John Alan Simon συγγραφέα, παραγωγό.

 * Κing of the Elves – βασισμένη στο διήγημα Ο βασιλιάς των ξωτικών αναμένεται να κυκλοφορήσει το χειμώνα του 2012 από την Walt Disney Animation Studios.

 * Ubic – βασισμένη στο διήγημα Ούμπικ σχεδιάζεται να δημιουργηθεί από τον Hengameh Panahi και την Isolde Freya Dick (τώρα Isa Dick Hackett).

 * Flow My Tears, the Policeman Said – βασισμένη στο διήγημα Κυλήστε δάκρυά μου, είπε ο Αστυνόμος. Υιοθετήθηκε η παραγωγή της από την Halcyon Company.

– – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – 

     Το Blade Runner 2049, ήρθε για να ξεσηκώσει τους απανταχού πιστούς του Φίλιπ Κ. Ντικ -γιατί μόνο τέτοιοι υπάρχουν, ειδικά όταν μιλάμε γι’ αυτό τον αλλόκοτο, γοητευτικά απροσάρμοστο, ευφυή και πρωτοποριακό τύπο με τη νεο-μπαρόκ πένα, που δεν εφησύχαζε παρά μόνο μέσα από τη γραφή. Για τους φανατικούς της ΕΦ, ο Φίλιπ Κ. Ντικ θεωρείται κάτι σαν ροκ σταρ, για όλους τους υπόλοιπους παραμένει ένας ευφυής συγγραφέας που αξίζει, επιτέλους, να αλλάξει θέση στη βιβλιοθήκη και να ταξινομηθεί με τους κλασικούς. Ακόμα δεν έχει αποτιμηθεί πλήρως το αχαρτογράφητο έργο του, παρ’ ότι ο άλλοτε περιθωριακός συγγραφέας έχει πλέον περάσει στη πίστα των «μεγάλων» και δεν είναι πια ένας παρανοϊκός συνωμοσιολόγος αλλά αυτός που μελέτησε σε βάθος τους ανθρώπινους χαρακτήρες και προέβλεψε σκοτεινά σενάρια από νωρίς σαν ένας ρομαντικός προφήτης στην καρδιά της πιο παράδοξης ποίησης. Γι’ αυτό και τα αλληγορικά γραπτά του εύλογα φέρνουν στον νου τις εκστατικές και εμπνευσμένες αναφορές του Πόε, στον οποίο μοιάζει όχι μόνο ως προς τη ζοφερή ποιητικότητα αλλά και ως προς τον τρόπο που αδικήθηκε όσο ακόμα ήταν εν ζωή. Το έργο του αναγνωρίστηκε εκ των υστέρων, όπως και του Πόε, ενώ ο ίδιος υπήρξε τέκνο των εμμονών και του θανάτου, αφού γεννήθηκε πρόωρα μαζί με τη δίδυμη αδελφή του που πέθανε. Το γεγονός αυτό θα στοιχειώσει τον Ντικ για πάντα, καθώς ο τρόμος της απώλειας, καταστροφές και ασθένειες σκεπάζουν συχνά-πυκνά τις ιστορίες του.
     Ο θάνατος παραμονεύει και στις ατμοσφαιρικές λεωφόρους του Blade Runner, όταν, ύστερα από τον Τελικό Παγκόσμιο Πόλεμο, η ραδιενεργός μόλυνση δείχνει να έχει απλωθεί σε ολόκληρο τον πλανήτη: οι περισσότεροι έχουν πεθάνει και όσοι έχουν επιβιώσει υποφέρουν από τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Η ταινία που βασίστηκε στο Ηλεκτρικό Πρόβατο και κλιμακώνει την σειρά μυθιστορημάτων στα οποία μηχανικές απομιμήσεις ανθρώπων παρουσιάζονται ως αντιπρόσωποι της ψευδαίσθησης, επανέρχεται, παρά τις όποιες παρεκκλίσεις, ακριβώς σε αυτό το θέμα: στο νόημα της ανθρώπινης φύσης, σε ένα περιβάλλον στερημένο και φειδωλό. Ο πρωταγωνιστής Ρικ Ντέκαρντ -άμεση η αναφορά στον φιλόσοφο Ρενέ Ντεκάρτ-συνεργάζεται με τους αστυνομικούς ως κυνηγός ανδροειδών, τα οποία κατάφεραν να φτάσουν στη Γη, έχοντας προηγουμένως σκοτώσει τα αφεντικά τους. Λέγονται έτσι επειδή διαθέτουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά και δύσκολα θα τα ξεχώριζες από τους πραγματικούς ανθρώπους, κάτι που αναλαμβάνει να κάνει ο Ντέκαρt. Όσο για το έπαθλο, αυτό θα είναι ένα πραγματικό πρόβατο αντί του ηλεκτρικού, το οποίο θα φροντίζει μαζί με τη γυναίκα του. Αλλά πώς ακριβώς θα καταφέρει ο Ντέκαρντ να ξεχωρίσει τους πραγματικούς ανθρώπους από τα ανδροειδή; Μοναδικό κριτήριο είναι η ενσυναίσθηση, μια απόδειξη πως στο κέντρο του σύμπαντος του Ντικ βρίσκεται πάντα και πρωτίστως το συμπάσχειν, η τρυφερότητα και αυτό που θα μας ξανακάνει και πάλι ανθρώπους. Σε μια εποχή κατά την οποία όλοι θέλγονταν από τις εξωφρενικές διαστάσεις της ΕΦ κι αναζητούσαν σε αυτό ίχνη από ρομπότ και εξωγήινους, ο ίδιος επέμενε στο πρωτογενές στοιχείο της ανθρώπινης διάρκειας. Κλείνοντας το μάτι στον υποψιασμένο αναγνώστη, τολμούσε να πάει την αφήγηση ένα βήμα παραπέρα, συγκεκριμένα σε ένα εξωγενές περιβάλλον όπου όλοι αναρωτιούνται για τα μελλούμενα κι όλοι νιώθουν την απειλή όχι μόνο για τον εξωτερικό αλλά και για τον εσωτερικό τους κόσμο.
     Αυτό φαίνεται και στις 2 τελευταίες “γαλήνιες” ιδιοφυείς δουλειές του, το Ubik (1966), που παρουσιάζει την δημιουργία ενός υποκειμενικού κόσμου από μια ομάδα ανθρώπων που σκοτώθηκαν σε ατύχημα αλλά επανήλθαν σε ένα είδος συνείδησης με την βοήθεια μιας μηχανής συντήρησης, και το A Maze of Death (1968), μια δηλητηριασμένη άσκηση θεολογίας που έχει περιγραφεί και σαν μια από τις καλύτερες δουλειές του. Από αυτό το σημείο τα μεταφυσικά ερωτήματα του Dick τον κυρίεψαν. Το Galactic Pot-Healer ξεκινά σχεδόν σαν παρωδία, αλλά σύντομα καταπιάνεται με την μανιχαϊστική διαμάχη σκοταδιού και φωτός. Θεολογικά θέματα βρίσκονται και στο διήγημα Faith of Our Fathers (1967) και στο μυθιστόρημα Our Friends From Frolix 8 (1968-9).
     Ήταν άλλωστε ο πρώτος που καθιέρωσε σε μυθιστόρημα τα ανθρωποειδή, σε μια προσπάθεια να δείξει ότι η ενσυναίσθηση, η δικαιοσύνη κι η τρυφερότητα δεν χωράνε στα ενσαρκωμένα όρια. Το ερώτημα είναι σχεδόν πάντα το ίδιο: «Γιατί υπάρχει το κακό και το άδικο, τι είναι αυτό που κινεί τον κόσμο;». Βαρβάτες φιλοσοφικές αναζητήσεις διαπερνούν τις περισσότερες ιστορίες του, όπως το άλλο αριστούργημα , Τα τρία στίγματα του Πάλμερ Έλντριτς. Κυρίαρχη είναι, εν προκειμένω, η εικόνα του κακού δημιουργού μιας παράξενης αίρεσης που εμφανίζεται με διάφορες μορφές. Κατ’ ουσίαν, είναι ένας «διαπλανητικός μεγαλοβιομήχανος», ο οποίος αποβλέπει στον έλεγχο των πνευμάτων και των συνειδήσεων μέσα από ένα ναρκωτικό που λέγεται τσου-ζεντ. Με το σύνθημα «Ο Θεός υπόσχεται αιώνια ζωή, εγώ την παραδίδω» φιλοδοξεί να γίνει ο νέος παντοκράτωρ μέσα από την κατίσχυση των μόνιμων παραισθήσεων. Κι εδώ υπάρχουν όλα τα χαρακτηριστικά του Γουόρχολ με ισχυρές δόσεις από Κάφκα και με τη γνωστή τρομακτική προφητική ικανότητα που συνταράσσει ακόμα και τον σύγχρονο αναγνώστη σχετικά με την υπερθέρμανση του πλανήτη και τη περιβαλλοντική καταστροφή που διείδε ο Ντικ ήδη από τότε. Άλλωστε ήταν η αυξημένη ευαισθησία του που τον έκανε ευεπίφορο σε ενορασιακές επισημάνσεις, σε παρανοϊκές εκρήξεις και σε χωρισμούς.
     Το 1965 είχε προλάβει ήδη να συνάψει 3 γάμους, η 2η γυναίκα του, μάλιστα, ήταν Ελληνίδα, κάτι που ίσως εξηγεί τα πολλά ελληνικά ονόματα και τις ελληνικές αναφορές στα διηγήματά του, ενώ είναι ίσως κι ο λόγος πού προσπάθησε να κατασκευάσει τον δικό του «ίδιο κόσμο» («idios kosmos», όπως τον ανέφερε, επηρεασμένος και από τη βαθιά γνώση αρχαίας φιλοσοφίας και την εμμονή του με τους Γνωστικούς). Οι αρχές της δεκαετίας του ’60 θα τον βρουν σε δημιουργικό οίστρο, οπότε και γράφει το πλέον αριστουργηματικό του βιβλίο, το Ο άνθρωπος στο ψηλό κάστρο. Ειδικά σήμερα, με την επικράτηση της ακροδεξιάς στην Ευρώπη, το βιβλίο φαντάζει ανατριχιαστικά επίκαιρο, καθώς περιγράφει ένα ολοκληρωτικό καθεστώς που έχει εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον πλανήτη: η Γερμανία κι η Ιαπωνία έχουν κερδίσει τον Β’ Παγκ. Πόλ., έχουνε κατακτήσει την Αφρική κι απειλούν όχι μόνο τη Γη αλλά και το Διάστημα. Όχι μόνο έχουν αποξηράνει τη Μεσόγειο -πάλι η περιβαλλοντική καταστροφή- αλλά έχουνε φτάσει, μετά τη κατάκτηση της Γης, να στείλουν αστροναύτες στον Άρη, άλλη μια απόδειξη ότι η βαθειά γνώση της Ιστορίας και της ιστορικότητας στο έργο του Ντικ μπορεί να συνδυαστεί με τη πιο αχαλίνωτη φαντασία. Το δυστοπικό αυτό δημιούργημα διαθέτει επιπλέον αρκετές δόσεις ρεαλιστικής αξιοσύνης, ίσως γιατί ο συγγραφέας του είχε βαθιά επίγνωση των πολιτικών που κυβερνούσαν τότε και θα κυβερνούσαν στο μέλλον.
     Τη 10ετία του ’60 ήταν ακόμα νωπές οι αναμνήσεις του μακαρθισμού, ενώ ήταν γνωστή για τις διώξεις των αντιφρονούντων στον πόλεμο του Βιετνάμ, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλεγόταν κι ο ίδιος. Η παράνοια, τα ναρκωτικά, ο Ψυχρός Πόλεμος κι οι θεωρίες συνωμοσίας δεν τον άφησαν ανεπηρέαστο, όπως και κανένα συγγραφέα της εποχής εκείνης που έζησε την αλλόφρονα ώσμωση του ’60 και του ’70. Χωρίς αυτό το ψυχεδελικό κλίμα ενδεχομένως να μην υπήρχαν αριστουργήματα όπως η Americana του Ντε Λίλο ή ο δικός του Άνθρωπος στο ψηλό κάστρο, που του απέφερε το βραβείο Ουγκό, μία από τις ελάχιστες διακρίσεις που αποκόμισε από τον κόσμο της λογοτεχνίας.
     Από τις αρχές της 10ετίας ’70 η θεολογία έδωσε τη θέση της βαθμιαία στη παράνοια και στην ίδια την ζωή του, με αποκορύφωμα μια θρησκευτική εμπειρία τον Μάρτη του 1974. Πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του αναλύοντάς την σαν μια μορφή “Βιβλικής Ερμηνείας” (“Exegesis”)’ ένα μικρό αυτοτελές κομμάτι αυτών των αναλύσεων δημοσιεύτηκε ως Cosmogony and Cosmology (1978)’ μεγάλο μέρος αυτού του υλικού συνενώθηκε σαν In Pursuit of VALIS: Selections from the Exegesis (1991).
     Στο ίδιο υλικό επικεντρώνονται τα: The Selected Letters of Philip K.Dick: 1972-1973 (συλλογή, 1993), The Selected Letters of Philip K. Dick: 1974 (συλλογή, 1991) και The Selected Letters of Philip K. Dick: 1975-76 (συλλογή, 1992). Έτσι, μετά από 20 χρόνια, η ροή των μυθιστορημάτων του μειώθηκε. Το Flow My Tears, the Policeman Said (1970-73) βραβεύτηκε με το John W. Campbell Memorial Award. Ακολούθησε μια μάλλον ατυχής συνεργασία με τον Roger Zelazny, το Deus Irae. Το Radio Free Albemuth εκδόθηκε μετά τον θάνατο του. Τα VALIS (1978), The Divine Invasion (1980) και The Transmigration of Timothy Archer (1981) ήτανε τα τελευταία του μυθιστορήματα. Άλλα έργα του: The Ganymede Takeover (1964-6; 1967) με τον Ray (R.F.) Nelson, The Preserving Machine (συλλογή 1953-66), The Best of Philip K. Dick (συλλογή 1952-73), A Letter from Philip K. Dick (1960), Nazism and the High Castle (1964?), We Can Remember it for You Wholesale (1965), Nick and the Glimmung (παιδικό 1966), The Golden Man (συλλογή 1952-73), The Dark-Haired Girl (1972-5), Ubik: The Screenplay (1974, 1985)
     Ουσιαστικά όμως τα οικονομικά του δεν τον βοήθησαν ποτέ να βγει από την αφάνεια, ενδεχομένως γιατί πάντοτε ήθελε να δουλεύει ανεξάρτητα, χωρίς ατζέντηδες, χωρίς να ανήκει σε κάποια από τις κάστες που υποστήριζε το συγγραφικό σινάφι. Παρέμεινε αποσυνάγωγος μέχρι τέλους, έχοντας αποπειραθεί 2 φορές να αυτοκτονήσει, έχοντας συνάψει 5 γάμους έχοντας αποκτήσει 3 παιδιά κι έχοντας καταστήσει την αμφιβολία και τη καταιγιστική φαντασία απαράμιλλους όρους του πάντοτε ανοιχτού στις προκλήσεις κανόνα του. Ήξερε, άλλωστε, ότι είμαστε «φτιαγμένοι από το υλικό που πλάθονται τα όνειρα», όπως θα ήθελε ο φίλος του ο Σαίξπηρ, ευάλωτοι κι ανυπεράσπιστοι, μετρώντας «τις στιγμές που χάνονται στον χρόνο όπως τα δάκρυα στη βροχή» -ακουγόταν σε μία από τις τελευταίες σεκάνς του πρώτου Blade Runner.

======================

                                   To Μικρό Κίνημα

      Ο άνδρας καθόταν πάνω στο πεζοδρόμιο, κρατώντας σφιχτά και με τα δυο του χέρια το κουτί. Ανυπόμονα μετακίνησε το καπάκι και τα χέρια του τεντώθηκαν από την υπερένταση και το άγχος.
 -’‘Εντάξει’‘ μουρμούρισε ο άνδρας. Υγρές, βαριές στάλες ιδρώτα κύλησαν στο πρόσωπο του. Άνοιξε αργά το κουτί κρατώντας με προσοχή τα δάκτυλα του πάνω από το άνοιγμα. Από μέσα ξεπήδησε ένας μεταλλικός τυμπανισμός, μία σιγανή επίμονη δόνηση αναδυόταν απελπισμένα καθώς το ηλιόφως διείσδυε στο κουτί. Ένα μικρό στρογγυλό και λαμπερό κεφαλάκι εμφανίστηκε και μετά ακόμα ένα κι ακόμα περισσότερα στη συνέχεια τινάχτηκαν απότομα στο φως, και προσπαθούσανε τεντώνοντας το λαιμό τους να δουν ολόγυρα.
 -’‘Είμαι πρώτος’‘ είπε ένα με διαπεραστική φωνή σχεδόν στριγκλίζοντας. Υπήρξε μία στιγμή αμηχανίας και κατόπιν μία γρήγορη συμφωνία. Ο άνδρας καθισμένος στο πεζοδρόμιο σήκωσε με τρεμάμενα χέρια τη μεταλλική φιγούρα. Τη τοποθέτησε πάνω στο πεζοδρόμιο κι άρχισε να τη κουρδίζει αδέξια. Η ζωγραφισμένη με έντονα χρώματα μεταλλική φιγούρα παρίστανε στρατιώτη με κράνος κι όπλο σε στάση προσοχής. Καθώς ο άνδρας έστριψε το κλειδί τα χέρια του μικρού στρατιώτη πήγανε πάνω και κάτω. Πάλεψε άπληστα, ανυπόμονα.
     Κατά μήκος του πεζοδρομίου δύο γυναίκες πλησίαζαν προς τον άνδρα, μιλώντας μεταξύ τους. Κοίταξαν με περιέργεια τον άνδρα που εξακολουθούσε να κάθεται στο πεζοδρόμιο, το κουτί και τη λαμπρή μεταλλική φιγούρα στα χέρια του άνδρα.
 -’‘Πενήντα σεντς’‘ μουρμούρισε ο άνδρας. ‘‘Αγοράστε κάτι για τα παιδιά σας για…’‘
 -’‘Περίμενε! Όχι αυτές!’‘ μία ξεψυχισμένη μεταλλική φωνή, ακούστηκε. Ξαφνικά ο άνδρας σάστισε. Οι δύο γυναίκες κοίταξαν αρχικά η μία την άλλη και κατόπιν τον άνδρα και μετά τη μικρή μεταλλική φιγούρα. Έφυγαν βιαστικά συνεχίζοντας τη βόλτα τους. Ο μικρός στρατιώτης κοίταξε με επίμονη ματιά πάνω και κάτω στο δρόμο, τα αυτοκίνητα, και τους ανθρώπους που είχαν βγει για τα ψώνια τους. Άξαφνα άρχισε να τρέμει και να μιλά κοφτά με βραχνή κι ανυπόμονη φωνή. Ο άνδρας ξεροκατάπιε.
 -’‘Όχι το παιδί’‘, είπε απεγνωσμένα. Προσπάθησε να κρατήσει τη φιγούρα αλλά τα μεταλλικά χέρια έσκαψαν γρήγορα μέσα στις παλάμες του. Λαχάνιασε.
 -’‘Πες τους να σταματήσουν!’‘ στρίγκλισε η μεταλλική φιγούρα. ‘‘Κάνε τους να σταματήσουν!’‘ Ο μικρός μεταλλικός στρατιώτης με τα άκαμπτα κι ακίνητα πόδια του απομακρύνθηκε κροταλίζοντας κατά μήκος του πεζοδρομίου.
     Το παιδί και ο πατέρας σταμάτησαν στην άκρη της διάβασης των πεζών περιμένοντας το φανάρι να γίνει πράσινο και κοίταξαν τη μεταλλική φιγούρα με ενδιαφέρον. Ο άνδρας που εξακολουθούσε να κάθεται στο πεζοδρόμιο γέλασε ασθενικά. Παρακολούθησε το μικρό στρατιώτη να τους πλησιάζει, γυρνώντας από πλευρά σε πλευρά κουνώντας τα χέρια του πάνω κάτω.
 -’‘Αγοράστε κάτι για το γιο σας. Έναν υπέροχο σύντροφο στο παιχνίδι και για να του κρατά συντροφιά’‘.
     Ο πατέρας χαμογέλασε επιδοκιμαστικά, παρακολουθώντας το μικρό στρατιώτη να έρχεται κατευθείαν πάνω στο παπούτσι του και να αναπηδά πάνω σε αυτό. Ξέπνοο σταμάτησε να κινείται.
 -’‘Κούρδισε το’‘ φώναξε το παιδί. Ο πατέρας σήκωσε τη φιγούρα.
 – ‘‘Πόσο κοστίζει’‘;
 -’‘Πενήντα σεντς’‘ πρόφερε δειλά ο πωλητής, σφίγγοντας το κουτί επάνω του.
 -’‘Κράτα του συντροφιά. Διασκέδασε τον’‘. Ο πατέρας αναποδογύρισε τη φιγούρα.
 -’‘Μπόμπυ, είσαι σίγουρος ότι το θέλεις’‘;
 -’‘Μα φυσικά! Κούρδισε το!’‘ φώναξε ο Μπόμπυ προσπαθώντας να φτάσει το μικρό στρατιώτη. ‘‘Άστο να φύγει!’‘.
 -’‘Θα το αγοράσω’‘ είπε ο πατέρας. Έβαλε το χέρι μέσα στη τσέπη του έβγαλε ένα δολάριο και το έδωσε στον άνδρα. Εκείνος εντελώς αδέξια του έδωσε τα ρέστα.
     Η κατάσταση ήταν τέλεια.
     Η μικρή φιγούρα ξάπλωσε ήρεμα, αναλογιζόμενη όλα όσα είχαν συμβεί. Όλες οι περιστάσεις είχανε συνωμοτήσει με τέτοιο τρόπο για να αποφέρουνε τη βέλτιστη λύση. Το Παιδί ίσως και να μην είχε θελήσει να σταματήσει ή ο Ενήλικας να μην είχε χρήματα μαζί του. Πολλά θα μπορούσαν να ‘χανε πάει στραβά. Τον τρόμαζε ακόμα κι η σκέψη για κάτι τέτοιο. Όμως όλα πήγαν τέλεια.
     Ακουμπισμένη στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, η μικρή φιγούρα κοίταξε ολόγυρα με ανακούφιση κι ευχαρίστηση. Είχε σωστά μεταφράσει ορισμένα σημάδια: οι Ενήλικοι είχανε τον έλεγχο και τα χρήματα. Είχανε δύναμη αλλά αυτή ακριβώς η δύναμη έκανε δύσκολη τη προσέγγιση τους. Η δύναμη και το μέγεθός τους. Με τα παιδιά ήτανε διαφορετικά. Αυτά ήταν μικρά και πιο εύκολο να μιλήσεις σε αυτά. Δέχονταν οτιδήποτε είχαν ακούσει κι έκαναν οτιδήποτε τους έλεγαν να κάνουν. Ή αυτό τουλάχιστο λεγόταν στο εργοστάσιο.Η μεταλλική φιγούρα εξακολουθούσε να είναι ξαπλωμένη και χαμένη σε υπέροχες ονειρικές σκέψεις.
     Η καρδιά του αγοριού χτυπούσε δυνατά και γρήγορα. Ανέβηκε γοργά τις σκάλες κι έσπρωξε τη πόρτα να ανοίξει. Αφού έκλεισε προσεκτικά τη πόρτα του δωματίου του πήγε και κάθισε στο κρεβάτι του. Κοίταξε αυτό που κρατούσε μες στις παλάμες του.
 -’‘Πώς σε λένε;’‘ είπε. ‘‘Πώς σε φωνάζουν’‘; Η μεταλλική φιγούρα δεν απάντησε. ‘‘Θα σε συστήσω στους υπόλοιπους. Πρέπει να τους γνωρίσεις όλους. Θα σου αρέσει πολύ εδώ’‘. Ο Μπόμπυ ακούμπησε τη φιγούρα πάνω στο κρεβάτι. Έτρεξε προς τη ντουλάπα κι έσυρε έξω ένα παραφουσκωμένο από παιχνίδια χαρτοκιβώτιο. ‘‘Αυτός είναι ο Μπόνζο’‘ είπε, τραβώντας έξω από το σωρό ένα χλωμό υφασμάτινο λαγουδάκι. ‘‘Κι ο Φρεντ’‘ είπε, γυρίζοντας το λαστιχένιο γουρουνάκι προς το μέρος του μικρού στρατιώτη για να το δει. ‘‘Κι ο Τέντο, φυσικά. Αυτός είναι ο Τέντο’‘. Κουβάλησε τον Τέντο στο κρεβάτι και τον ακούμπησε δίπλα στο στρατιωτάκι. Ο Τέντο ξαπλώθηκε στο κρεβάτι με τα δυο του γυάλινα μάτια να είναι καρφωμένα στο ταβάνι. Ο Τέντο ήταν ένα καφέ αρκουδάκι με μικρές δέσμες από άχυρα να ξεπροβάλλουν από τις αρθρώσεις του.
 ‘‘Και πως θα σε ονομάσουμε;’‘ είπε ο Μπόμπυ. ‘‘Νομίζω ότι θα πρέπει να κάνουμε ένα συμβούλιο και να αποφασίσουμε. Σταμάτησε κι αναρωτήθηκε. Θα σε κουρδίσω για να δούμε όλοι πως δουλεύεις’‘. Άρχισε να κουρδίζει προσεκτικά τη φιγούρα αναποδογυρίζοντας τη με το κεφάλι προς τα κάτω. Όταν το κλειδί έσφιξε, έσκυψε και τοποθέτησε τη φιγούρα στο πάτωμα. ‘‘Προχώρα’‘ είπε ο Μπόμπυ. Η μεταλλική φιγούρα παρέμεινε ακίνητη. Κατόπιν, άρχισε να στριφογυρίζει και να βουίζει. Διέσχισε κατά μήκος το δωμάτιο με δύσκαμπτα μονοκόμματα τινάγματα. Ξάφνου άλλαξε κατεύθυνση και κατευθύνθηκε προς τη πόρτα. Σταμάτησε μπρος της. Σε λίγο άρχισε να σπρώχνει ένα σωρό σκόρπια τουβλάκια.
     Ο Μπόμπυ παρακολουθούσε με ενδιαφέρον. Η μικρή φιγούρα πάλεψε σκληρά με τα τουβλάκια, στοιβάζοντας τα σε μια πυραμίδα. Επιτέλους, κατάφερε να σκαρφαλώσει επάνω τους και γύρισε το κλειδί στη κλειδαριά. Ο Μπόμπυ έξυσε το κεφάλι του με αμηχανία.
 -’‘Γιατί το έκανες αυτό;’‘ είπε. Η φιγούρα κατέβηκε από τη κορφή της πυραμίδας και κατευθύνθηκε προς τον Μπόμπυ, στριφογυρίζοντας και βουίζοντας. Ο Μπόμπυ και τα υφασμάτινα ζωάκια κοιτάξανε το στρατιωτάκι μ’ έκπληξη κι απορία . Η φιγούρα έφτασε στο κρεβάτι και κοντοστάθηκε.
 -’‘Σήκωσε με πάνω’‘ είπε επιτακτικά με τη λεπτή μεταλλική φωνή του. ‘‘Γρήγορα. Μην κάθεσαι εκεί χωρίς να κάνεις τίποτα’‘. Τα μάτια του Μπόμπυ γεμάτα έκπληξη έδειξαν να μεγαλώνουν κι άρχισαν να ανοιγοκλείνουν. Τα υφασμάτινα ζωάκια δεν είπαν τίποτα. ‘‘Μα επιτέλους, ανέβασέ με’‘, κραύγασε το μικρό στρατιωτάκι.
     Ο Μπόμπυ έσκυψε. Το στρατιωτάκι γέμισε ασφυκτικά τη παλάμη του. Ο Μπόμπυ τινάχτηκε
 -’‘Πρόσεχε’‘ διέταξε το στρατιωτάκι. ‘‘Σήκωσε με προσεκτικά κι ακούμπησε με στο κρεβάτι. Έχω πράγματα να συζητήσω μαζί σου,  πολύ σημαντικά’‘. Ο Μπόμπυ τον έβαλε πάνω στο κρεβάτι δίπλα του. Μόνο το ξέψυχο βούισμα της φιγούρας διέκοπτε την σιωπή του δωματίου. ‘‘Αυτό είναι ένα πολύ όμορφο δωμάτιο’‘ είπε σύντομα το στρατιωτάκι. ‘‘Ένα πολύ όμορφο δωμάτιο’‘. Ο Μπόμπυ τραβήχτηκε λίγο προς τα πίσω πάνω στο κρεβάτι.
 -’‘Μα τι έχεις;’‘ ρώτησε κοφτά το στρατιωτάκι, γυρίζοντας το κεφάλι του και κοιτάζοντας επίμονα.
 -’‘Τίποτα’‘.
 -’‘Μα τι είναι;’‘ ξαναρώτησε η μικρή φιγούρα χωρίς να ξεκολλά τα μάτια της από πάνω του. ‘‘Δεν με φοβάσαι έτσι δεν είναι’‘; Ο Μπόμπυ μετακινήθηκε ανήσυχα. ‘‘Να φοβάσαι εμένα;’‘ γέλασε το στρατιωτάκι. ‘‘Μα, δεν είμαι παρά ένα μικρό μεταλλικό ανθρωπάκι, 6 ίντσες ψηλό’‘ και συνέχισε να γελά. Σταμάτησε ξαφνικά κι είπε: ‘‘Ακουσε με. Θα μείνω εδώ μαζί σου για λίγο. Δεν θα σου κάνω κακό. Σου δίνω το λόγο μου. Είμαι φίλος- ένας καλός φίλος’‘. Κοίταξε το αγόρι επίμονα μα και με κάποιαν αγωνία. ‘‘Όμως, θέλω να κάνεις κάποια πράγματα για μένα. Δε σε πειράζει, έτσι δεν είναι; Πες μου, πόσα είναι τα μέλη της οικογένειας σου’‘; Ο Μπόμπυ δίστασε. ‘‘Μα έλα τώρα, πόσοι Ενήλικοι υπάρχουν’‘;
 -’‘Τρεις…ο πατέρας, η μητέρα κι η Φόξυ’‘.
 -’‘Φόξυ; Ποιά είναι αυτή’‘;
 -’‘Η γιαγια μου’‘.
 -’‘Τρεις Ενήλικοι’‘ έγνεψε ικανοποιημένη από την απάντηση η φιγούρα. ‘‘Καταλαβαίνω. Μόνο τρεις. Μα δεν έρχονται άλλοι που και που; Επισκέπτονται άλλοι Ενήλικοι το σπίτι’‘; Ο Μπόμπυ έγνεψε ‘‘ναι’‘ με μία κίνηση του κεφαλιού του. ‘‘Τρεις λοιπόν. Δεν είναι τόσοι πολλοί. Τρεις δεν είναι πρόβλημα. Πάντα σύμφωνα με το εργοστάσιο-’‘. Η μικρή φιγούρα διέκοψε απότομα. ‘‘Ωραία. Άκουσέ με λοιπόν. Θέλω να μη τους πεις τίποτα για μένα. Είμαι δικός σου φίλος, ο δικός σου μυστικός φίλος. Δεν θα τους ενδιαφέρει ν’ ακούσουεν για μένα. Δεν θα σου κάνω κακό, μη το ξεχνάς. Δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι. Πρόκειται να μείνω ακριβώς εδώ, μαζί σου’‘. Κοίταξε το αγόρι επίμονα χρονοτριβώντας στις τελευταίες λέξεις. ‘‘Θα ‘μαι κάτι σαν ένας ιδιωτικός δάσκαλος. Θα σου διδάξω πράγματα, πράγματα να κάνεις, πράγματα να πεις. Ακριβώς όπως θα έκανε ένας προσωπικός σου δάσκαλος. Θα σου άρεσε αυτό’‘;
     Απόλυτη σιωπή.
 -’‘Μα φυσικά θα σου αρέσει. Θα μπορούσαμε να αρχίσουμε αμέσως τώρα. Ίσως θέλεις να ξέρεις πώς να με προσφωνείς κατάλληλα. Θέλεις να το ξέρεις’‘;
 -’‘Να σε προσφωνώ;’‘ είπε ο Μπόμπυ με έκπληξη.
 -’‘Λοιπόν θα με προσφωνείς…’‘ η φιγούρα δίστασε να συνεχίσει. Ίσιωσε το σώμα του περήφανα κι είπε: ‘‘Θα με καλείς- Κύριε μου’‘. Ο Μπόμπυ έκλεισε με τα χέρια του το πρόσωπο. ‘‘Κύριε μου’‘ συνέχισε να επαναλαμβάνει η φιγούρα. ‘‘Κύριε μου. Δεν είναι ανάγκη να ξεκινήσεις τώρα αμέσως. Κουράστηκα’‘. Η φιγούρα χαλάρωσε και καμπούριασε. ‘‘Είμαι σχεδόν εξαντλημένος. Κούρδισε με ξανά σε παρακαλώ σε καμμιάν ώρα’‘. Η φιγούρα άρχισε να τεντώνεται και πάλι και σήκωσε το βλέμμα της προς το αγόρι. ‘‘Σε μία ώρα. Θα με κουρδίσεις σφιχτά; Θα το κάνεις, έτσι δεν είναι’‘;
     Η φωνή του έσβησε μέσα στην ησυχία.
     O Μπόμπυ συμφώνησε κουνώντας σιγά και καταφατικά το κεφάλι του.
 -’‘Εντάξει’‘ μουρμούρισε. ‘‘Εντάξει’‘.
     Ήτανε Τρίτη. Το παράθυρο ήταν ανοιχτό και ζεστές ηλιαχτίδες πλημμυρίζανε το δωμάτιο. Ο Μπόμπυ ήτανε στο σχολείο. Το σπίτι ήταν ήσυχο κι άδειο. Τα υφασμάτινα ζωάκια ήταν μες στη ντουλάπα. Ο Κύριος ακουμπισμένος στο κομοδίνο, και βλέποντας έξω από το παράθυρο, ξεκουραζόταν ευχαριστημένος.
     Τότε ήτανε που ‘φτασε στ’ αυτιά του έν απόμακρο βουητό. Άξαφνα κάτι μικρό πέταξε στο δωμάτιο. Το μικρό αντικείμενο έκανε μερικούς κύκλους και στη συνέχεια ήρθε αργά κι ακούμπησε πάνω στο λευκό κέντημα του κομοδίνου, δίπλα από το μεταλλικό στρατιωτάκι. Ήταν ένα τοσοδούλι μικρό αεροπλανάκι-παιχνίδι.
 -’‘Πως πάει; Είναι όλα εντάξει μέχρι τώρα;’‘ ρώτησε το αεροπλανάκι.
 -’‘Ναι’‘ απάντησε ο Κύριος.
 -’‘Κι οι άλλοι’‘;
 -’‘Όχι τόσο καλά. Μόνο μία χούφτα από δαύτους κατάφερε να προσεγγίσει Παιδιά’‘. Η φωνή του μικρού στρατιώτη κόπηκε από τη λύπη. ‘‘Οι περισσότεροι από αυτούς έπεσαν στα χέρια των Ενηλίκων. Όπως καταλαβαίνεις, αυτό δεν ήταν ικανοποιητικό. Είναι πολύ δύσκολο να ελεγχθούν οι Ενήλικες. Αυτοί ξεφεύγουν ή έχουν υπομονή να
περιμένουν μέχρι η κατάσταση να τους ευνοεί-’‘.
 -’‘Το ξέρω’‘.
     Ο Κύριος έγνεψε σκυθρωπά συμφωνώντας.
 -’‘Τα νέα κατά πάσα πιθανότητα θα συνεχίσουν να είναι άσχημα. Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι γι’ αυτό’‘.
 -’‘Υπάρχει κι άλλο. Πες μου’‘.
 -’‘Ειλικρινά, σχεδόν οι μισοί έχουν ήδη καταστραφεί, από τα πόδια των Ενηλίκων. Λέγεται κι ότι ένας σκύλος χάλασε ένα. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως η μόνη μας ελπίδα είναι μέσω προσέγγισης των Παιδιών. Αν πετύχουμε, αυτό θα γίνει μέσω αυτών’‘.
     Ο μικρός στρατιώτης συμφώνησε με ένα κούνημα του κεφαλιού. Ο αγγελιοφόρος είχε δίκιο, φυσικά. Πότε δεν είχαν πιστέψει ότι μία κατά μέτωπο επίθεση εναντίον της άρχουσας φυλής, τους Ενήλικες, θα πετύχαινε. Το μέγεθος, η δύναμη κι ο τεράστιος δρασκελισμός τους θα τους προστάτευε. Ο πωλητής παιχνιδιών ήτανε καλό παράδειγμα. Αρκετές ήταν οι φορές που προσπάθησε να ξεφύγει, να τους ξεγελάσει και να τους αφήσει ακούρδιστους. Κάποιοι από τους συντρόφους έπρεπε να κουρδίζονται συνέχεια προκειμένου να τον επιτηρούνε κι εξάλλου υπήρχε κείνη η ανατριχιαστική μέρα όταν απέτυχε να τους κουρδίσει σφιχτά, ελπίζοντας ότι-…
 -’‘Δίνεις οδηγίες στο Παιδί;’‘ ρώτησε το αεροπλανάκι. ‘‘Τονε προετοιμάζεις’‘;
 -’‘Ναι. Καταλαβαίνει ότι θα μείνω εδώ. Τα Παιδιά φαίνεται να είναι έτσι. Ως μια υποτακτική φυλή, έχουν διδαχτεί να αποδέχονται. Είναι ότι μπορούν να κάνουν. Είμαι ένας διαφορετικός δάσκαλος που εισβάλει στη ζωή του δίνοντας του διαταγές. Κάποια άλλη φωνή του λέει ότι-’‘
 -’‘Έβαλες σε εφαρμογή τη φάση Β’’‘;
 -’‘Τόσο γρήγορα;’‘ είπε έκπληκτος ο Κύριος. ‘‘Γιατί; Είναι απαραίτητο να αρχίσει τόσο γρήγορα’‘;
 -’‘Η υπομονή του εργοστασίου αρχίζει να εξαντλείται. Οι περισσότεροι της ομάδας έχουν ήδη καταστραφεί, όπως σου είπα’‘.
 -’‘Το ξέρω’‘ έγνεψε αφηρημένα ο Κύριος. ‘‘Το αναμέναμε, το σχεδιάσαμε με ρεαλισμό γνωρίζοντας τις πιθανότητες’‘. Πάσχισε να κινηθεί μπρος και πίσω πάνω στο κομοδίνο. ‘‘Φυσικά, πολλοί θα πέφτανε στα χέρια των Ενηλίκων. Αυτοί είναι παντού, σε κάθε θέση-κλειδί, σε κάθε σημαντικό σταθμό. Είναι η ψυχολογία της άρχουσας φυλής να ελέγχει ασφυκτικά κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής. Όμως, όσο θα επιζούν εκείνοι που προσεγγίζουν τα Παιδιά-’‘
 -’‘Υποτίθεται ότι δε θα ‘πρεπε να το μάθεις αλλά εκτός από σένα, μόνον άλλοι τρεις έχουν απομείνει. Μόνο τρεις’‘.
 -’‘Τρεις;’‘ είπε ο Κύριος, με γουρλωμένα μάτια.
 -’‘Ακόμα κι εκείνοι που κατάφεραν να πλησιάσουνε τα Παιδιά, έχουν ήδη καταστραφεί δεξιά κι αριστερά. Ηκατάσταση είναι το δίχως άλλο τραγική. Αυτός είναι κι ο λόγος που θέλουν εσύ να ξεκινήσεις αμέσως τη φάση Β’’‘.
     Ο Κύριος έσφιξε τις γροθιές και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του συσπάστηκαν με σιδερένιο τρόμο. Μόνο τρεις απέμειναν… άραγε πόσες ελπίδες είχαν επιστρατεύσει για να συστήσουνε την ομάδα του, ριψοκινδυνεύοντας, τόσο μικρόσωμοι, εξαρτώμενοι τόσο πολύ από τον καιρό κι από ένα σφιχτό κούρδισμα. Αν ήταν μόνο λίγο ψιλότεροι! Οι Ενήλικες ήτανε τόσο τεράστιοι. Όμως τα Παιδιά. Τί πήγε στραβά; Τι συνέβη στη μία και μοναδική εύθραυστη ελπίδα τους;
 -’‘Πώς έγινε αυτό; Τι συνέβη’‘;
 -’‘Κανείς δε ξέρειι. Το εργοστάσιο είναι αναστατωμένο. Και σα να μην έφτανε αυτό, ξεμένουνε κι από πρώτες ύλες. Κάποιες από τις μηχανές χαλάσανε και κανείς δε ξέρει πως να τις επισκευάσει’‘. Το αεροπλανάκι κατευθύνθηκε προς την άκρη του κομοδίνου. ‘‘Πρέπει να γυρίσω πίσω. Θα περάσω κι αργότερα να δω πως τα πας’‘.
     Το αεροπλανάκι πέταξε μακριά μέσα στον αέρα και έξω από το παράθυρο. Ο Κύριος το παρακολούθησε ζαλισμένος. Μα τι μπορεί να έχει συμβεί; Ήταν όλοι τόσο σίγουροι για τα Παιδιά. Ήταν όλα σχεδιασμένα- Συλλογίστηκε.
     Βράδυ. Το αγόρι κάθισε στο τραπέζι του κοιτώντας αφηρημένα το βιβλίο του της γεωγραφίας. Άλλαξε θέση μίζερα, ξεφυλλίζοντας τις σελίδες. Επιτέλους έκλεισε το βιβλίο. Γλίστρησε από τη καρέκλα του και πήγε προς τη ντουλάπα. Είχε περίπου φτάσει στο παραγεμισμένο χαρτοκιβώτιο όταν μία φωνή ήρθε διεισδυτικά στα αυτιά του από το πάνω μέρος του κομοδίνου:
 -’‘Αργότερα. Μπορείς να παίξεις μ’ αυτά αργότερα. Πρέπει να συζητήσω κάτι μαζί σου’‘. Το αγόρι γύρισε πίσω στο τραπέζι, με το πρόσωπο του αδιάφορο και κουρασμένο. Έγνεψε καταφατικά κι έβαλε τα κεφάλι πάνω στα χέρια του που ‘χεν ακουμπήσει στο τραπέζι. ‘‘Δεν κοιμάσαι, έτσι δεν είναι;’‘ είπε ο Κύριος.
 -’‘Όχι’‘.
 -’‘Λοιπόν άκου. Αύριο όταν θα φύγεις από το σχολείο, θέλω να πας σε ένα συγκεκριμένο μέρος. Δεν είναι μακριά από το σχολείο. Είναι ένα μαγαζί με παιχνίδια. Ίσως και να το ξέρεις. Η Παιχνιδούπολη του Ντον’‘.
 -’‘Δεν έχω χρήματα’‘.
 -’‘Δεν πειράζει. Αυτό έχει ήδη από καιρό κανονιστεί. Πήγαινε σε αυτό το μαγαζί και πες στον άνδρα πως ήρθες για το πακέτο. Μπορείς να το θυμηθείς αυτό; Ήρθες για το πακέτο’‘.
 -’‘Τί υπάρχει στο πακέτο’‘;
 -’‘Μερικά εργαλεία και παιχνίδια για σένα. Για να συνοδεύσουν εμένα’‘. Η μεταλλική φιγούρα έτριψε τα χέρια της. ‘‘Όμορφα σύγχρονα παιχνίδια, δύο τανκς κι ένα πολυβόλο. Και κάποια ανταλλακτικά για-’‘
     Απ’ έξω ακούστηκαν βήματα στη σκάλα.
 -’‘Μη ξεχνάς’‘ είπε νευρικά ο Κύριος. ‘‘Θα το κάνεις; Αυτή η φάση του σχεδίου είναι εξαιρετικά σημαντική’‘. Έστριψε τα χέρια μεταξύ τους με αγωνία.
     Το αγόρι βούρτσισε τις τελευταίες τούφες από τα μαλλιά του, έβαλε το καπέλο του και πήρε τα σχολικά του βιβλία. Έξω το πρωινό ήταν γκρίζο και θλιβερό. Έβρεχε αργά, σιωπηλά. Ξαφνικά το αγόρι άφησε πάλι τα βιβλία του κάτω. Κατευθύνθηκε προς τη ντουλάπα και την άνοιξε. Τα δάκτυλα του έκλεισαν γύρω από το λαιμό του Τέντο και τον έσυρε έξω.Το αγόρι κάθισε στο κρεβάτι εξακολουθώντας να κρατά τον Τέντο από το λαιμό. Κάθισε εκεί με το υφασμάτινο αρκουδάκι για πολλήν ώρα χωρίς να δίνει σημασία σε τίποτα άλλο. Ξαφνικά κοίταξε προς το κομοδίνο. Ο Κύριος είχε ξαπλώσει κι ήτανε τεντωμένος κι ήσυχος. O Μπόμπυ πήγε γρήγορα πίσω στη ντουλάπα κι άφησε τον Τέντο στο χαρτοκιβώτιο. Διέσχισε το δωμάτιο και πήγε προς τη πόρτα. Καθώς την άνοιγε, η μικρή μεταλλική φιγούρα ξεσηκώθηκε.
 -’‘Θυμήσου, Παιχνιδούπολη του Ντον…’‘.
     Η πόρτα έκλεισε. Ο Κύριος άκουσε το Παιδί να κατεβαίνει βαριεστημένα τις σκάλες. Ο Κύριος ήτανε χαρούμενος. Όλα δουλεύαν ρολόι. O Μπόμπυ δεν θα ‘θελε να το κάνει αλλά θα το ‘κανε. Κι όταν τα εργαλεία με τα ανταλλακτικά και τα όπλα θα ‘ταν ασφαλή εκεί μέσα, δεν θα υπήρχε πιθανότητα αποτυχίας. Ίσως θα καταλάμβαναν ένα δεύτερο εργοστάσιο. Ή ακόμα καλύτερα: Θα φτιάχνανε μήτρες και μηχανές οι ίδιοι για να παράγουν ψηλότερους Κυρίους. Ναι, αν μπορούσαν να ‘ναι μόνο λίγο ψηλότεροι, τόσο δα περισσότερο… Ήτανε τόσο κοντοί, τόσο μικροσκοπικοί, μόνο μερικές ίντσες μπόι. Θα αποτύγχανε άραγε το Κίνημα γιατί απλώς ήτανε τόσο μικροσκοπικοί κι εύθραυστοι;
     Αλλά με τα τανκ και τα πολυβόλα! Κι όμως από όλα τα πακέτα τα τόσο μυστικά κρυμμένα στο μαγαζί παιχνιδιών, αυτό θα ‘τανε το μοναδικό, το μοναδικό για να-…
     Κάτι κινήθηκε.
     Ο Κύριος γύρισεν απότομα. Από τη ντουλάπα βγήκε ο Τέντο περπατώντας αργά βαριά κι άχαρα.
 -’‘Μπόνζο’‘ είπε. ‘‘Μπόνζο, πήγαινε και κράτα τσίλιες στο παράθυρο. Νομίζω ότι ήρθε από εκεί, αν δεν κάνω λάθος’‘. Το υφασμάτινο λαγουδάκι έφτασε στο γείσο του παραθύρου με ένα πήδημα. Κουλουριάστηκε και κοίταξε έξω με μεγάλη προσοχή.
 -’‘Τίποτα ακόμα’‘.
 -’‘Ωραία’‘. Ο Τέντο κινήθηκε προς το κομοδίνο. Κοίταξε προς τα πάνω. ‘‘Μικρέ Κύριε, κατέβα κάτω σε παρακαλώ. Έμεινες εκεί ψηλά για πάρα πολύ’‘.
     Ο Κύριος γούρλωσε. Ο Φρεντ το λαστιχένιο γουρουνάκι έβγαινε έξω από τη ντουλάπα. Αγκομαχώντας έφτασε στο κομοδίνο. ‘‘Θ’ ανέβω πάνω και θα τονε πιάσω’‘ είπε. ‘‘Δεν νομίζω ότι θα κατέβει κάτω από μόνος του. Πρέπει να τον αναγκάσουμε να το κάνει’‘.
 -’‘Μα τι κάνετε;’‘ φώναξε ο Κύριος. Το λαστιχένιο γουρουνάκι ετοιμαζότανε καθισμένο στους γλουτούς του με τα’ αυτιά κάτω κολλημένα στο κεφάλι. ‘‘Μα τι συμβαίνει’‘; O Φρέντ πήδηξε πάνω. Την ίδια στιγμή ο Τέντο άρχισε να σκαρφαλώνει σβέλτα χρησιμοποιώντας τις λαβές του κομοδίνου. Με μεγάλην επιδεξιότητα έφτασε στη κορφή. Ο Κύριος βρισκόταν με τη πλάτη στον τοίχο στη μιαν άκρη του κομοδίνου κοιτώντας με κλεφτές ματιές το πάτωμα, κάτω μακριά. ‘‘Ώστε αυτό συνέβη και στους άλλους…’‘, ψιθύρισε. ‘‘Καταλαβαίνω…. Μια Οργάνωση, μας περιμένει. Μετά όλα είναι γνωστά’‘. Και πήδηξε στο κενό.
     Όταν συνέλεξαν τα κομμάτια και τα κρύψανυ κάτω από το χαλί, ο Τέντο είπε:
 -’‘Αυτή η φάση ήταν εύκολη. Ας ελπίσουμε ότι και το υπόλοιπο δεν θα είναι δυσκολότερο’‘.
 -’‘Τί εννοείς;’‘ είπεν ο Φρεντ.
 -’‘Το πακέτο με τα παιχνίδια. Τα τανκ και τα όπλα’‘.
 -’‘Α! Εντάξει μπορούμε να το τακτοποιήσουμε κι αυτό. Θυμήσου πως βοηθήσαμε δίπλα όταν εκείνος ο πρώτος μικρός Κύριος, ο πρώτος με τον οποίο ποτέ αναμετρηθήκαμε-’‘
     O Τέντο γέλασε.
 -’‘Εκείνος πάλεψε έστω και λίγο. Ήταν σκληρότερος από τούτον εδώ. Αλλά είχαμε τα αρκουδάκια Πάντα από την άλλη μεριά του δρόμου’‘.
 -’‘Θα το ξανακάνουμε’‘ είπεν ο Φρεντ. ‘‘Το συνηθίζω κι αρχίζω να το διασκεδάζω’‘.
 -’‘Κι εγώ το ίδιο’‘ πρόσθεσε κι ο Μπόνζο από το παράθυρο.

The Little Movement (1952)
μτφρ.: Kων/νος Διακουμάκος
————————————–

                                 Aναλώσιμος

     Bγήκε στο κατώφλι και μελέτησε την ημέρα. Φωτεινή και καθάρια με δροσοσταλίδες στο χορτάρι. Κούμπωσε το παλτό του κι έβαλε τα χέρια στις τσέπες. Όπως κατέβαινε τα σκαλιά οι δυο κάμπιες που περίμεναν δίπλα στο γραμματοκιβώτιο κουνήθηκαν νευρικά, με ενδιαφέρον.
 -‘’Νάτος, φεύγει’’,  είπε η μια. ‘‘Στείλε αναφορά’‘.
     Καθώς η άλλη άρχισε να κουνά τις κεραίες της ο άνδρας σταμάτησε και γύρισε απότομα.
 -‘‘Το άκουσα αυτό’‘, είπε.
     Με το πόδι του κατέβασε τις κάμπιες από τον τοίχο στο τσιμέντο και τις έλιωσε. Ύστερα κατέβηκε βιαστικά το μονοπάτι ως το πεζοδρόμιο. Όπως περπατούσε κοίταζε γύρω του. Πάνω στη κερασιά ένα πουλί με λαμπερά μάτια χοροπηδούσε τσιμπολογώντας τα κεράσια. Ο άνδρας το παρατήρησε με προσοχή.
     Εντάξει; Ή….. Το πουλί πέταξε μακριά. Τα πουλιά ήταν εντάξει. Απ’ αυτά δεν υπήρχε κίνδυνος. Συνέχισε. Στη γωνία έπεσε πάνω σ’ έναν ιστό αράχνης που στηριζόταν στους θάμνους και στο στύλο του τηλεφώνου. Η καρδιά του χτύπησε δυνατά. Ξεκόλλησε τον ιστό από πάνω του, χτυπώντας με το χέρι του τον αέρα. Συνέχισε το δρόμο του, κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο του.
     Η αράχνη κατέβαινε αργά από τον θάμνο, ψηλαφίζοντας τις ζημιές στον ιστό της. Για τις αράχνες δεν ήτανε σίγουρος. Δεν μπορούσε να βγάλει συμπέρασμα. Χρειαζότανε κι άλλα στοιχεία- δεν είχε επαφή ακόμη. Περίμενε στη στάση του λεωφορείου, χτυπώντας κάτω τα πόδια του για να τα ζεστάνει. Το λεωφορείο ήρθε, επιβιβάστηκε κι ένιωσε ξαφνικά την απόλαυση του να κάθεσαι ανάμεσα σε ζεστούς, σιωπηλούς ανθρώπους που κοιτάζουν μπροστά τους με απάθεια. Εν’ αδιόρατο κύμα ασφάλειας άρχισε να τονε διαποτίζει. Χαμογέλασε κι ένιωσε ηρεμία, για πρώτη φορά μετά από μέρες. Το λεωφορείο κατηφόρισε το δρόμο.
     Ο Τίρμους ανέμισε με έξαψη τις κεραίες του.
 -‘‘Ψηφίστε, λοιπόν, αν το θέλετε’‘. Πέρασε γρήγορα ανάμεσά τους, ανεβαίνοντας στο χωμάτινο βουναλάκι. ‘‘Αλλά, πριν αρχίσετε, θα σας ξαναπώ τα ίδια που είπα και χτες’‘.
 -‘‘Τα ‘παμε αυτά’‘, φώναξε ο Λάλα με ανυπομονησία. ‘‘Ας ξεκινήσουμε. Το σχέδιο δράσης το ‘χουμε έτοιμο. Τι μας κρατά’‘;
 -‘‘Η φωνή της λογικής με την οποία σας μιλώ’‘. Ο Τίρμους ατένισε γύρω του το συνέδριο των θεών. ‘‘Ο Λόφος ολάκερος ετοιμάζεται να ορμήσει καταπάνω στον υπό συζήτηση γίγαντα. Γιατί; Γνωρίζουμε πως αδυνατεί να επικοινωνήσει με τους ομοίους του – γεγονός αδιαμφισβήτητο. Οι δονήσεις, η γλώσσα που χρησιμοποιούν δεν του αφήνει περιθώριο να κάνει αντιληπτές τις σκέψεις του για μας, τις-‘‘
 -‘‘Ανοησίες’‘. Ο Λάλα έκανε ένα βήμα εμπρός. ‘‘Οι γίγαντες επικοινωνούν μια χαρά μεταξύ τους’‘.
 -‘‘Απ’ όσο ξέρουμε, ποτέ ως τώρα γίγαντας δε διέδωσε πληροφορία για μας’‘.
     Η στρατιά αναδεύτηκε με ανυπομονησία.
 -‘‘Αφήστε τον’‘ είπε ο Τίρμους. ‘‘Τζάμπα παιδεύεστε. Είναι ακίνδυνος – αποκομμένος. Γιατί χάνετε την ώρα σας και- ‘‘
 -‘‘Ακίνδυνος’‘; Ο Λάλα τονε κοίταξε στα μάτια. ‘‘Μα δεν καταλαβαίνεις; Ξέρει’‘!
     Ο Τίρμους κατέβηκε από το χωμάτινο λοφάκι.
 -‘‘Αντιτίθεμαι στην άχρηστη βία. Πρέπει να διατηρήσουμε τη δύναμή μας. Μπορεί να τη χρειαστούμε’‘.
     Η ψηφοφορία έγινε. Όπως αναμενόταν ο στρατός αποφάσισε επίθεση κατά του γίγαντα. Ο Τίρμους αναστέναξε κι άρχισε να σχεδιάζει στο έδαφος.
 -‘‘Ορίστε η θέση του. Αναμένεται να εμφανιστεί εδώ κατά το τέλος της περιόδου. Τώρα, σύμφωνα με την άποψή μου– ‘‘ Και συνέχισε να ζωγραφίζει στο μαλακό χώμα, περιγράφοντας το σχέδιό του.
     Ένας από τους θεούς έσκυψε προς τον διπλανό του, οι κεραίες τους ακούμπησαν.
 -‘‘Ο γίγαντας δεν έχει καμιά πιθανότητα. Τον λυπάμαι λιγάκι. Πώς έγινε και μπλέχτηκε’‘;
 -‘‘Ατύχημα’‘. Χαμογέλασε. ‘‘Ξέρεις, όπως συνήθως, έτσι που χώνουν τη μύτη τους εδώ κι εκεί’‘.
 -‘‘Μεγάλη ατυχία, πάντως, γι’ αυτόν’‘.
     Νύχτα. Ο δρόμος σκοτεινός κι έρημος. Ο άνδρας φάνηκε κάτω στο πεζοδρόμιο, με την εφημερίδα στη μασχάλη. Περπατούσε γρήγορα, ρίχνοντας ματιές γύρω του. Στο μεγάλο δέντρο που φύτρωνε στην άκρη του κράσπεδου κι έσκυβε πάνω από το δρόμο έστριψε, πέρασε απέναντι κι έπιασε το άλλο πεζοδρόμιο. Μόλις έστριψε τη γωνία πιάστηκε στον ιστό που ήτανε πλεγμένος ανάμεσα στο θάμνο και τον τηλεφωνικό στύλο. Χωρίς να το σκεφτεί πάλεψε να ξεφύγει διώχνοντάς τον με τα χέρια του. Καθώς τα νήματα κόπηκαν, άκουσε ένα σιγανό ψίθυρο, με σκληρή, μεταλλική χροιά.
 -‘‘…Σταθείτε!’‘ Έμεινε ακίνητος. ‘‘… προσέχετε … μέσα … περιμένετε …’‘
     Έσφιξε τα χείλια του. Τα τελευταία νήματα σπάσανε στα χέρια του και προχώρησε. Η αράχνη κουνήθηκε πάνω στα υπολείμματα του ιστού της, παρακολουθώντας τον. Ο άνδρας γύρισε και τη κοίταξε.
 -‘‘Δε θα ‘σαι καλά που θα κάτσω εδώ πέρα δεμένος’‘ είπε.
     Προχώρησε στο πεζοδρόμιο, προς το δρομάκι. Ανέβηκε το μονοπάτι με μεγάλα βήματα, αποφεύγοντας τους σκοτεινούς θάμνους. Βρήκε το κλειδί του στη μαρκίζα, το έβαλε στη κλειδαριά. Κοντοστάθηκε. Μέσα; Καλύτερα απ’ έξω, ιδίως τη νύχτα. Άσχημη ώρα η νύχτα. Πολλά σουρσίματα κάτω απ’ τους θάμνους, που δεν του άρεσαν. Άνοιξη την πόρτα κι έκανε ένα βήμα μέσα. Μπρος του το χαλάκι σκοτεινή λίμνη κι από την άλλη μεριά διακρινόταν το περίγραμμα του αμπαζούρ. Τέσσερα βήματα ως το αμπαζούρ. Σήκωσε το πόδι του. Σταμάτησε. Τί είπε η αράχνη; Τί; Περίμενε, στήνοντας αυτί. Σιωπή. Έβγαλε τον αναπτήρα του και τον άναψε.
     Το χαλί από μυρμήγκια φούσκωσε προς το μέρος του, ανασηκώθηκε σα παλιρροϊκό κύμα. Πήδησε στο πλάι, προς το κατώφλι. Τα μυρμήγκια όρμησαν με φούρια, ασυγκράτητα και το γρατζούνισμα των ποδιών τους στο πάτωμα ακούστηκε καθαρά στο μισόφωτο. Μ’ έναν πήδο έφτασε στο χώμα κι έστριψε στη γωνία του σπιτιού. Με το που φάνηκε το πρώτο κύμα μυρμήγκια να γλιστρά στο κατώφλι, ήδη στριφογύριζε γρήγορα το διακόπτη της βρύσης, πιάνοντας ταυτόχρονα το λάστιχο. Ο πίδακας του νερού σήκωσε τα μυρμήγκια στον αέρα, τα σκόρπισε και τα τίναξε σ’ όλες τις κατευθύνσεις. Ρύθμισε το μουσούδι του λάστιχου και προσπάθησε να διακρίνει μέσ’ απ’ τη θολούρα. Προχώρησε, παίζοντας πέρα-δώθε το σκληρό, υδάτινο ρεύμα.
 -‘‘Να σας πάρει ο διάολος’‘ είπε, με δόντια σφιγμένα. ‘‘Μου την είχατε στημένη-‘‘ Είχε τρομοκρατηθεί. Μέσα, πρώτη φορά! Παρά τη κρύα νύχτα το πρόσωπό του πλημμύρισε από ιδρώτα. Μέσα. Ποτέ δεν είχανε μπει μέσα ως τώρα. Καναδυό νυχτοπεταλούδες ίσως και μύγες, φυσικά. Ικανές για ακίνδυνα, θορυβώδικα φτεροκοπήματα μονάχα-
     Χαλί από μυρμήγκια!
     Συνέχισε να τα περιλούζει, με αγριότητα, ώσπου διέλυσαν το σχηματισμό τους και χώθηκαν στα χόρτα, μες στους θάμνους, κάτω απ’ το σπίτι. Έκατσε κατάχαμα, κρατώντας ακόμα το λάστιχο, τρέμοντας ολόκληρος. Δεν παίζανε. Δεν ήτανε σπασμωδική επιδρομή από οργή, ενόχληση, ήταν επίθεση σχεδιασμένη κι εκτελεσμένη.
     Του ‘χανε στήσει παγίδα. Ένα βήμα ακόμη-
     Ας ήταν καλά η αράχνη.
     Έκλεισε τη βρύση και σηκώθηκε. Ησυχία. Ήχος πουθενά. Οι θάμνοι θρόισαν ξαφνικά. Μέλισσα; Κάτι σκούρο έτρεξε, το πάτησε. Αγγελιαφόρος, ίσως. Έτρεχε γρήγορα. Μπήκε στο σκοτεινό σπίτι με μεγάλη προσοχή, φωτίζοντας μπρος με τον αναπτήρα.
     Αργότερα, καθόταν στο γραφείο του, έχοντας δίπλα του το βαρύ χάλκινο φλιτ. Άγγιξε με τα δάχτυλα την υγρή του επιφάνεια. Εφτά η ώρα. Το ραδιόφωνο έπαιζε πίσω του, απαλά. Άπλωσε το χέρι και μετακίνησε το πορτατίφ να φέγγει το πάτωμα, δίπλα στο γραφείο. Άναψε τσιγάρο και πήρε χαρτί και στυλό. Σταμάτησε, σκεφτικός. Ώστε θέλαν να τον ξεκάνουνε στ’ αλήθεια, τόσο πολύ που καταστρώσαν ολάκερο σχέδιο. Χείμαρρος ζοφερής απόγνωσης τον πλάκωσε. Τι να ‘κανε; Σε ποιόν να πήγαινε; Να μίλαγε; Έσφιξε τις γροθιές του, στητός πάνω στη καρέκλα.
     Η αράχνη γλίστρησε από ψηλά δίπλα του, στην επιφάνεια του γραφείου.
 -‘‘Συγγνώμη. Μήπως σας τρόμαξα, όπως στο ποίημα’‘;
     Την ατένισε.
 -‘‘Η ίδια είσαι; Με κείνη στη γωνία; Που με προειδοποίησε’‘;
 -‘‘Όχι. Αλλος ήταν εκείνος. Σβουράτος. Εγώ είμαι καθαρόαιμος Μασουλάτος. Δες τα σαγόνια μου’‘. Ανοιγόκλεισε το στόμα της. ‘‘Όλα τα μασουλάω’‘. Ο άντρας χαμογέλασε.
 -‘‘Δουλεύουνε μια χαρά’‘.
 -‘‘Σίγουρα. Ξέρετε πόσοι από μας υπάρχουνε σε, ας πούμε, ένα στρέμμα χωράφι; Για μαντέψτε’‘.
 -‘‘Χίλιοι’‘.
 -‘‘Όχι. Δυόμισι εκατομμύρια. Απ’ όλα τα είδη. Μασουλάτοι, όπως εγώ, Σβουράτοι, Τσιμπάτοι’‘.
 -‘‘Τσιμπάτοι’‘;
 -‘‘Οι καλύτεροι. Για να δούμε’‘. Η αράχνη σκεφτότανε. ‘‘Για παράδειγμα, η Μαύρη Χήρα, όπως τη λέτε. Ανεκτίμητη’‘. Σταμάτησε.
 -‘‘Ένα πράγμα μονάχα’‘.
 -‘‘Τί πράγμα’‘;
 -‘‘Έχουμε τα προβλήματά μας. Οι θεοί -‘‘
 -‘‘Θεοί!’‘
 -‘‘Τα μυρμήγκια, που λέτε. Οι ηγέτες. Δε μπορούμε να τα βάλουμε μαζί τους, δυστυχώς. Έχουν αηδιαστική γεύση- σου φέρνουν αναγούλα. Αναγκαζόμαστε να τους αφήνουμε στα πουλιά’‘. Ο άντρας σηκώθηκε.
 -‘‘Τα πουλιά; Είναι-‘‘
 -‘‘Εμμ… έχουμε κάνει ένα είδος συμφωνίας, που κρατά πολλές γενιές. Θα σας πω την ιστορία. Έχουμε λίγο χρόνο’‘.
     Η καρδιά του συσπάστηκε.
 -‘‘Λίγο χρόνο; Τι εννοείς’‘;
 -‘‘Τίποτα. Ένα προβληματάκι λίγο αργότερα, απ’ ότι καταλαβαίνω. Επιτρέψτε μου να αναφερθώ στο γενικό πλαίσιο. Πιστεύω πως το αγνοείτε’‘.
 -‘‘Προχώρα, ακούω’‘. Σηκώθηκε κι άρχισε να βηματίζει μπρος πίσω.
 -‘‘Πριν από ένα δισεκατομμύριο χρόνια περίπου, τη Γη τη κυβερνούσαν εκείνοι και τα πήγαιναν αρκετά καλά. Βλέπεις, οι άνθρωποι ήρθαν από άλλο πλανήτη. Από ποιον; Δε γνωρίζω. Προσγειώθηκαν και βρήκαν τη Γη καλλιεργημένη θαυμάσια, από εκείνους. Ξέσπασε πόλεμος’‘.
 -‘‘Δηλαδή, εμείς είμαστε οι εισβολείς’‘ μουρμούρισε ο άντρας.
 -‘‘Σίγουρα. Ο πόλεμος υποβίβασε τους αντιμαχόμενους σε βαρβάρους κι εκείνους κι εσάς. Εσείς λησμονήσατε πώς να επιτίθεστε κι εκείνοι εκφυλίστηκαν σε κλειστά κοινωνικά σύνολα, μυρμήγκια, τερμίτες-‘‘
 -‘‘Καταλαβαίνω’‘.
 -‘‘Οι τελευταίοι από σας μ’ επίγνωση όλης της ιστορίας βάλανε μπρος εμάς. Ανατραφήκαμε-‘‘ η αράχνη καθάρισε το λαιμό της με το χαρακτηριστικό της τρόπο ‘‘ανατραφήκαμε κρυφά για τον άξιο τούτο σκοπό. Κρατάμε σταθερό τον αριθμό τους με αρκετή επιτυχία. Ξέρετε πώς μας αποκαλούν εκείνοι; Φαγάνες. Δυσάρεστο δεν είναι’‘;
     Άλλες δυο αράχνες κατηφορίσανε στριφογυριστά καβάλα στις αραχνοκλωστές τους κι αφιππεύσανε πάνω στο γραφείο. Οι τρεις αράχνες το ‘ριξανε στο κουβεντολόι.
 -‘‘Χειρότερα απ’ όσο νόμιζα’‘ είπε απλά ο Μασουλάτος. ‘‘Δεν ήξερα όλα τα πάρε-δώσε. Ο Τσιμπάτος από δω– ‘‘
     Η μαύρη χήρα πλησίασε στην άκρη του γραφείου.
 -‘‘Γίγαντα’‘, τραγούδησε μεταλλικά ‘‘θα ‘θελα να σας μιλήσω’‘.
 -‘‘Ακούω’‘ είπε ο άνθρωπος.
 -‘‘Θα ‘χουμε φασαρίες. Άρχισαν να κινούνται προς τα εδώ κι είναι πολυάριθμοι. Είπαμε να μείνουμε μαζί σας για λίγο. Να έχουμε άμεση άποψη’‘.
 -‘‘Καταλαβαίνω’‘. Κατένευσε. Πέρασε τη γλώσσα του πάνω απ’ τα χείλη του, τα δάχτυλά του μέσα απ’ τα μαλλιά του. ‘‘Πιστεύετε? δηλαδή, τι ελπίδες υπάρχουν-‘‘
 -‘‘Ελπίδες;’‘ Ο Τσιμπάτος βημάτισε σκεφτικός. ‘‘Γεγονός είναι πως είμαστε σ’ αυτή τη δουλειά πολύ καιρό. Σχεδόν ένα εκατομμύριο χρόνια. Πιστεύω πως τους έχουμε του χεριού μας, παρά τα όποια μειονεκτήματά μας. Οι συμφωνίες μας με τα πουλιά και, φυσικά, με τους βατράχους– ‘‘
 -‘‘Νομίζω θα μπορέσουμε να σας σώσουμε’‘ πετάχτηκε χαρωπά ο Μασουλάτος. ‘‘Εδώ που τα λέμε, μια τέτοια στιγμή ονειρευόμαστε όλοι μας’‘.
     Αποκάτω από τις σανίδες του πατώματος ακούστηκαν πνιχτά ξυσίματα, θόρυβοι από πλήθος μικροσκοπικά φτερά και νύχια, ήχοι αμυδροί, μακρινοί, παλλόμενοι. Ο άνθρωπος άκουγε. Το σώμα του χαλάρωσε άψυχο.
 -‘‘Είσαστε απολύτως βέβαιοι; Πιστεύετε να τα καταφέρετε’‘;
     Σφούγγισε τον ιδρώτα απ’ τα χείλη του και σήκωσε το φλιτ, δίχως να σταματήσει ν’ αφουγκράζεται. Ο ήχος αποκάτω τους δυνάμωνε, φούντωνε, κάτω απ’ το πάτωμα, κάτω απ’ τα πόδια τους. Θροΐσματα ακούγονταν απ’ τους θάμνους έξω απ’ το σπίτι, νυχτοπεταλούδες χτύπαγαν στο παράθυρο. Όλο και πιο δυνατός, πιο εκκωφαντικός ερχόταν ο ήχος, από πέρα κι από κάτω, από παντού, βουητό οργής κι αποφασιστικότητας που όλο δυνάμωνε. Έψαξε γύρω του με το βλέμμα.
 -‘‘Είσαστε σίγουροι πως θα τα καταφέρετε;’‘ ψιθύρισε. ‘‘Θα μπορέσετε να με σώσετε’‘;
 ‘‘Ω!’‘ είπε ο Τσιμπάτος, αμήχανα. ‘‘Δεν εννοούσα αυτό. Μιλούσα για το είδος, τη φυλή … όχι για εσάς, ως άτομο’‘.
     Ο άνθρωπος τον κοίταξε με στόμα ανοιχτό κι οι τρεις Φαγάνες κουνήθηκαν ανήσυχα. Κι άλλες νυχτοπεταλούδες σκάσανε στο παράθυρο. Το πάτωμα αποκάτω τους αναδεύτηκε, ταρακουνήθηκε.
 -‘‘Καταλαβαίνω…’‘ είπε ο άνθρωπος. ‘‘Συγγνώμη που παρανόησα’‘.
_______________________
Expendable (1953)
μετφρΓιώργος Γούλας
——————————–

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *