

Βιογραφικό
Ο Ντίκενς (ψευδ. Boz) ήταν Άγγλος μυθιστοριογράφος και θεωρείται ο μεγαλύτερος της Βικτωριανής περιόδου. Τα έργα του χαρακτηρίζονται από τις επιθέσεις του ενάντια στα κοινωνικά δεινά, την αδικία και την υποκρισία. Η φτώχεια που βίωσε στη παιδική ηλικία και τα αισθήματα εγκατάλειψης (αν κι οι πτυχές της ζωής του ήταν άγνωστες στους αναγνώστες του και μαθεύτηκαν μόνο μετά το θάνατό του) αποτέλεσαν μεγάλη επιρροή στις μετέπειτα απόψεις του “για τη κοινωνική μεταρρύθμιση και τον κόσμο” που θα δημιουργήσει μέσω της φαντασίας του. Οι χαρακτήρες του άλλοτε καλοί, άλλοτε κακοί κι άλλοτε κωμικοί απεικονίζονται πολύ ζωντανά στα έργα του, όπως ο σκληρός και τσιγκούνης Σκρουτζ, ο επίδοξος συγγραφέας Δαβίδ Κόπερφιλντ ή η έμπιστη κι αθώα κ. Πίκγουικ, κι έχουν συναρπάσει γενεές και γενεές αναγνωστών.
Ο Κάρολος Τζον Χόφμαν Ντίκενς (Charles John Huffman Dickens), όπως ήταν ολόκληρο τ’ όνομά του γεννήθηκε στις 7 Φλεβάρη 1812 (στην οδό Mile End Terrace 387) στο Λάντπορτ, ένα προάστιο του Πόρτσμουθ στην Αγγλία. Πατέρας του ήταν ο Τζον υπάλληλος του Πολεμικού Ναυτικού, ενώ μητέρα του ήταν η Ελισάβετ,το γένος Μπάροου (Barrow). Είχε επίσης μια μεγαλύτερη αδελφή κι άλλα 6 αδέλφια. Το 1814, ο πατέρας του αναπόλησε το Λονδίνο κι έτσι η οικογένεια εγκαταστάθηκε εκεί, αλλά το 1816 μετακόμισαν για δεύτερη φορά, στο Chatham.
Σα παιδί ήταν αδηφάγος αναγνώστης συγγραφέων όπως οι, Χένρυ Φίλντινγκ, Ντάνιελ Νταφόε κι Όλιβερ Γκόλντσμιθ. Μάλιστα, όταν φοιτούσε στο σχολείο ήταν έξυπνος μαθητής. Μαζί με τα αδέρφια του παίζανε παιχνίδια προσποίησης, απάγγελλαν ποιήματα, τραγουδούσαν και δημιουργούσαν θεατρικές παραστάσεις. Όλα αυτά τα ενδιαφέροντα πράγματα έμελλαν να πυροδοτήσουν τη δια βίου αγάπη του για το θέατρο.

Το 1821, όταν ήταν 9 ετών, η οικογένειά του αντιμετώπισε σοβαρό οικονομικό πρόβλημα. Οι μεταρρυθμίσεις κι οι περικοπές στο Βρεττανικό Ναυαρχείο είχαν ως αποτέλεσμα ο πατέρας του Τζον να χάσει τη θέση του και το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός του. Για να μειώσουν το κόστος, οι γονείς του αποφάσισαν να μετακομίσουν σε ευτελές κατάλυμα σε σκοτεινό δρόμο στο Camden, αλλά αμέσως μετά ο πατέρας του απολύθηκε κι έτσι έχασε και το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός του. Οι δικοί του δε μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά και σύντομα βρέθηκαν χρεωμένοι. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα στις 20 Φλεβάρη 1824 ο Τζον Ντίκενς να συλληφθεί για χρέη και να οδηγηθεί στις φυλακές Marshalsea του Λονδίνου. Τότε όλη η οικογένεια εγκαταστάθηκε μαζί του φυλακή (όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή), εκτός από τον Κάρολο ο οποίος σε ηλικία μόλις 12 ετών υποχρεώθηκε να αφήσει το σχολείο και να εργαστεί για ορισμένους μήνες στο εργοστάσιο βερνικιών Warren’s (τοποθετώντας ετικέτες σε μπουκάλια) κερδίζοντας 6 σελίνια τη βδομάδα προκειμένου να συμβάλλει στη στήριξη των δικών του.
Ζούσε σε οικοτροφείο στη πόλη Κάμπντεν και σε καθημερινή βάση πήγαινε στη δουλειά του με τα πόδια, ενώ τις Κυριακές επισκεπτόταν την οικογένειά του στη φυλακή. Οι συνθήκες εργασίας για όλους τους εργαζομένους στα εργοστάσια της βικτωριανής Αγγλίας ήταν εξαιρετικά άσχημες. Ο μισθός ήταν πολύ χαμηλός κι οι ώρες εργασίας πολλές. Η υποβάθμιση κι η μιζέρια της εργασίας που επικρατούσε στο εργοστάσιο επηρέασε βαθιά τη ψυχή του μικρού Κάρολου. Ως ενήλικας ο Ντίκενς δεν άντεχε να μιλά γι’ αυτό το περιστατικό. Ωστόσο, πολλά από τα έργα του παραπέμπουν στην κακοποίηση που υπέστησαν τα φτωχά παιδιά στα εργοστάσια της βικτωριανής εποχής.
Στις 28 Μάη του ιδίου έτους ο Τζον αποφυλακίστηκε κι η οικογένεια πήγε πίσω στο Κάμντεν. Τη περίοδο 1824-27 (μετά την αποφυλάκιση του πατέρα) ο Τζον αποφάσισε ότι ο γιος του έπρεπε να συνεχίσει τις μελέτες του και γι’ αυτό τον έστειλε σε δημόσιο σχολείο, το Wellington όπου ο Κάρολος περνούσε τις μέρες του μαθαίνοντας αγγλικά, γαλλικά, λατινικά, γραφή και μαθηματικά. Από το 1827 έως το 1828 διετέλεσε υπάλληλος σε ένα δικηγορικό γραφείο και στη συνέχεια εργάστηκε ως στενογράφος και πρακτικογράφος στη Βουλή. Aπεχθανόταν την εργασία αυτή και μεγάλωσε αποφασισμένος να αλλάξει προς το καλύτερο τη ζωή του. Έτσι επεδίωξε να γίνει δημοσιογράφος. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου αρχίζει να συχνάζει σε διάφορα θέατρα του Λονδίνου.

Σε ηλικία 19 ετών ύστερα από αίτηση αποκτά εισιτήριο αναγνώστη στο Βρετανικό Μουσείο όπου με ιδιαίτερη προθυμία διάβαζε έργα του Σαίξπηρ καθώς και την Ιστορία της Αγγλίας του Γκολντσμιθ. Το 1830 γνωρίζει κι ερωτεύεται τη Maria Beadnell, κόρη τραπεζίτη κι άρχισε να τη φλερτάρει. Ωστόσο, οι γονείς της Μαρίας τον αποδοκίμασαν επειδή τονε θεωρούσανε πολύ νέο κι ανεύθυνο κι έτσι απαγόρεψαν στη κόρη τους να τον βλέπει. Το φλερτ τους έτσι, έληξε άδοξα το 1833.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1830 ο Ντίκενς κατάφερε να βρει μόνιμη απασχόληση σε μια εφημερίδα του Λονδίνου ως δημοσιογράφος. Με την ιδιότητα αυτή έπρεπε να γυρίζει τη χώρα προκειμένου να καλύψει τα διάφορα γεγονότα που συνέβαιναν. Ήταν δύσκολο και κουραστικό έργο επειδή έπρεπε να ταξιδεύει με τα πόδια εκατοντάδες χιλιόμετρα σε ανώμαλο οδόστρωμα. Ωστόσο, η δουλειά του ρεπόρτερ αποδείχθηκε πολύτιμη για την μετέπειτα καριέρα του ως μυθιστοριογράφου, καθώς ερχόταν σε επαφή με όλους τους τύπους ανθρώπων και κοινωνικών θέσεων. Έτσι έγινε ακριβής παρατηρητής της ανθρώπινης συμπεριφοράς κι ιδιομορφίας που συνάμα του έδωσε υλικό για δημιουργία των εξαίσιων, φανταστικών χαρακτήρων του.

Η καρριέρα του ως συγγραφέας μυθιστορημάτων ξεκίνησε το 1833 όταν μικρά διηγήματα και δοκίμιά του δημοσιεύτηκαν στο “Monthly Magazine”. Ακολούθησαν κι άλλα κείμενα, όμως στην αρχή δε πληρωνόταν επειδή το περιοδικό δε μπορούσε να αντέξει οικονομικά. Τα άρθρα του νεαρού Κάρολου άρχισαν να γίνονται γνωστά με αποτέλεσμα ένα άλλο περιοδικό, το “Evening Chronicle” να τον προσλάβει ως δημοσιογράφο και ταυτόχρονα ως συγγραφέα. Στο περιοδικό ο Ντίκενς κέρδιζε 5 γκινέες τη βδομάδα κι αυτό σε ηλικία μόλις 21 ετών. Το 1834 υιοθέτησε το ψευδώνυμο Μποζ. Το ίδιο έτος ο πατέρας του συνελήφθη πάλι για χρέη κι ο Κάρολος τον βοήθησε. Για πολλά χρόνια αργότερα οι γονείς και μερικά από τα αδέλφια του στρέφονταν σε κείνον για οικονομική βοήθεια.
Το 1835 γνωρίζει κι αρραβωνιάζεται τη Catherine Hogarth κόρη του φίλου του George Hogarth που ήταν συντάκτης στο περιοδικό “Evening Chronicle”. Το 1836 τα κείμενα που έγραψε για το “Evening Chronicle” συλλέχθηκαν και δημοσιεύθηκαν υπό τον τίτλο Σκίτσα του Μποζ (Sketches by Boz). Στις 2 Απρίλη 1836 παντρεύτηκε τη Catherine Hogarth στο St. Luke στο Τσέλσι και το ίδιο έτος έγινε συντάκτης του “Bentley’s Miscellany” όπου και δημοσιεύει (Δεκέμβρης) τη 2η σειρά των “Σκίτσων Του Boz”. Επίσης συνάντησε τον John Forster, που θα γίνει στενός φίλος καθώς και 1ος βιογράφος του.
Τη περίοδο 1836-7 δημοσιεύονται τα “Έγγραφα Πίκγουικ” (Pickwick Papers) σε συνέχειες. Μετά από την επιτυχία τους ξεκίνησε μια παραγωγική κι εμπορικά επιτυχημένη περίοδος της ζωής του ως συγγραφέα. Τα περισσότερα από τα μυθιστορήματα του δημοσιεύτηκαν 1η φορά σε συνέχειες σε μηνιαία περιοδικά, καθώς αυτό αποτελούσε μια κοινή πρακτική της εποχής.

Το 1837 η νεότερη αδελφή της συζύγου του, Μαίρη εγκαταστάθηκε στο σπίτι του ζεύγους, αλλά αρρώστησε και πέθανε λίγους μήνες μετά σε ηλικία 17 ετών στην αγκαλιά του Ντίκενς. Σχετικά με αυτό το θέμα ορισμένοι βιογράφοι έχουν υποψίες ότι έτρεφε αισθήματα αγάπης για την αδερφή της γυναίκας του. Μετά το θάνατο της Μαίρης το ζευγάρι θέλησε να βρει λίγη ηρεμία κι έτσι άρχισαν να ταξιδεύουν σε διάφορα μέρη της Αγγλίας. Αφού παραιτήθηκε από το Bentley’s το 1839 μετακόμισαν στο Devonshire Terrace στο Regent’s Park. Σε αυτή τη περίοδο άρχισε να γράφει τα σημαντικότερα βιβλία του.
Ο “Όλιβερ Τουίστ” (Oliver Twist-1837) απεικονίζει τον υπόκοσμο του Λονδίνου και αφηγείται την ιστορία του ορφανού Όλιβερ και τις άθλιες συνθήκες στα πτωχοκομεία της βικτωριανής εποχής. Ο Ντίκενς χρησιμοποιεί τους χαρακτήρες και τις καταστάσεις για να κάνει ένα αιχμηρό κοινωνικό σχόλιο. Επιτίθεται στην υποκρισία και στα ελαττώματα των θεσμικών οργάνων, μαζί και της κυβέρνησης, της κοινωνίας των πολιτών του, των νόμων της και του ποινικού συστήματος, καθώς και τις μεθόδους του για την αντιμετώπιση των φτωχών ανθρώπων. Είναι ενδιαφέρον ότι δεν προτείνει κάποια λύση, αλλά δίνει έμφαση στην ταλαιπωρία που προκαλείται από τα συστήματα αυτά και στη βαθειά αδικία τους. Το 1839 ακολούθησε ο Νίκολας Νίκλεμπυ (Nicholas Nickleby) που ο συγγραφέας μας ταξιδεύει στα διαβόητα οικοτροφεία στο Γιορκσάιρ για να κάνει έρευνα που ασχολείται με τη κακομεταχείριση των παιδιών που αποστέλλονται σε αυτά. Αν και το κεντρικό θέμα είναι αρκετά σοβαρό, ωστόσο αναμιγνύει και μερικές από τις καλύτερες κωμικές πινελιές της γραφής του. Το βιβλίο κυκλοφόρησε μεταξύ 1838=39. Το επόμενο βιβλίο του ήταν Το παλαιοπωλείο (The old curiosity shop) 1840-41 κι ακολούθησετο Μπάρναμπι Ρατζ (Barnaby Rudge) το 1841. Το 1842 το ζεύγος συνεχίζοντας τα ταξίδια πηγαίνει στις ΗΠΑ και στον Καναδά. Εκεί εμπνεύστηκε το αμφιλεγόμενο βιβλίο του “Αμερικανικές Σημειώσεις” (American Notes).

Catherine Hogarth-Dicens
Κάτι που ίσως δεν έχει γίνει ευρύτερα γνωστό είναι πως ο Ντίκενς καθώς λάτρευε το θέατρο, ήθελε να γίνει ηθοποιός. Αν δεν αδιαθετούσε το πρωινό προγραμματισμένης ακρόασης στο Κόβεντ Γκάρντεν Θίατερ (Covent Garden theate) αρχές της 10ετίας 1830, μπορεί να είχε κάνει καρριέρα στη σκηνή. Αφού πέρασαν αρκετά χρόνια που βρισκόταν μακριά από τη σκηνή, του δόθηκε η ευκαιρία να πραγματοποιήσει το παλιό του όνειρο: συμφώνησε να διευθύνει και να παίξει σε 3 θεατρικά έργα στο χρονικό διάστημα που βρισκόταν στο Μόντρεαλ το 1842. Η επιτυχία που είχε κει, αναζωπύρωσε την αγάπη του για το θέατρο. Μόλις επέστρεψε στο Λονδίνο, συγκέντρωσε μερικούς φίλους προκειμένου να παίξει στο έργο του Μπεν Τζόνσον “Κάθε Άνθρωπος & Το Χιούμορ του” για φιλανθρωπικούς σκοπούς, που έκανε τεράστια επιτυχία. Αυτές οι ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις συνεχιστήκανε στη πορεία του Ντίκενς ως παγκοσμίου φήμης συγγραφέα.
Δούλεψε ακούραστα ως ηθοποιός και διευθυντής σκηνής κι όπως ο φίλος του Τζον Φόρστερ είχε αναφέρει: “συχνά προσάρμοζε τα σκηνικά με τη βοήθεια ξυλουργού, ενώ επινοούσε κοστούμια, έφτιαχνε αφίσες και επέβλεπε το σύνολο της παραγωγής των παραστάσεων” . Πολλοί από τους φίλους και συνεργάτες του στις τέχνες, συμπεριλαμβανομένων των Φόρστερ, Ντάγκλας Τζέρολντ, Τζον Λι, Μαρκ Λέμον, Ογκαστ Εγκ κ.α., συμμετείχαν σε αυτές τις θεατρικές παραστάσεις που πραγματοποιήθηκαν σε όλη τη Βρεττανία. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι το θάνατό του.

Το 1843 ταξίδεψε με την οικογένειά του στην Ιταλία κι εγκαταστάθηκε στη Γένοβα για ένα έτος που έγραψε τις Εικόνες Από την Ιταλία (Pictures From Italy) το 1846. Τα 1843-5 έγραψε τα “Βιβλία Των Χριστουγέννων”. Πρόκειται για συλλογή από 5 ιστορίες: “Μια Χριστουγεννιάτικη Ιστορία” (A Christmas Carol), από τα πιο αγαπημένα βιβλία του συγγραφέα όπου παρακολουθούμε τον τσιγκούνη Εμπενίζερ Σκρούτζ και το μάθημα που παίρνει. Στην ουσία μέσα από αυτήν την ιστορία κατηγορεί τη τεράστια ταξική διαστρωμάτωση της βικτωριανής Αγγλίας, τον εγωισμό των πλουσίων και -εμμέσως- τους άθλιους Νόμους που κρατάνε χαμηλά τη κατώτερη τάξη. Ο Σκρουτζ είναι το προφανές σύμβολο του πλούσιου κι άπληστου της εποχής, ενώ ο Μπομπ Κράτσιτ (ο υπάλληλος του Σκρούτζ) εκπροσωπεί τους φτωχούς εργαζόμενους. Ενώ υπερβαίνει συναισθηματικά με τα πορτραίτα που δημιουργεί, συγχρόνως αποκαλύπτει το υπογάστριο της πόλης. Τα επόμενα 4 βιβλία της συλλογής ήταν: Οι καμπάνες (The Chimes), Ο Γρύλλος στο τζάκι (The Cricket on the Hearth ), Η μάχη της ζωής (The Battle of Life) κι Ο στοιχειωμένος άνθρωπος (αυτοβιογραφικό κομμάτι) (The Haunted Man). Ο Ντίκενς είχε αποκτήσει αναγνωστικό κοινό που περίμενε με ανυπομονησία επόμενα έργα του. Μέχρι το 1847 ο Ντίκενς ταξίδευε με τους δικούς του του από την Ιταλία και την Γαλλία μέχρι και την Ελβετία.

Γκραβούρα John Leech, κοσμεί τη 1η έκδ. της
“Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας” Chapman & Hall, 1843.
Το 1847, ενώ βρισκόταν ακόμη στην Ελβετία άρχισε να γράφει το Ντόμπι κι Υιός (Dombey and Son), που διήρκεσε μέχρι τον Απρίλη του 1848. Το 1848 ο στοιχειωμένος άνθρωπος σκηνοθετήθηκε και παίχτηκε σε διάφορες ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις.
Το 1849 έγραψε τον Δαβίδ Κόπερφηλντ (David Copperfield), εξαιρετικό έργο (χρησιμοποιούνται προσωπικές του εμπειρίες από την εργασία σ’ εργοστάσιο) όπου στην αφήγηση της ιστορίας του παιδιού Δαβίδ εμφανίζει τη μοναδική ικανότητά του να κάνει τον αναγνώστη να δει μέσα από τα μάτια του παιδιού, συλλαμβάνοντας τη πεμπτουσία της παιδικής ηλικίας. Στο ίδιο έτος έγινε ιδρυτής κι εκδότης του εβδομαδιαίου περιοδικού Household Words, που σημείωσε μεγάλη επιτυχία και το επιμελήθηκε μέχρι το θάνατό του.
Το 1851 ολοκλήρωσε το Έρημο σπίτι (Bleak House) που ανήκει στα μεγάλα του έργα της κοινωνικής κριτικής. Το μυθιστόρημα επικεντρώνεται γύρω από δίκη, η κλασσική περίπτωση των Jarndyce και Jarndyce, που επηρεάζει όλους όσους έρχονται σε επαφή με αυτήν. Μεγάλο μέρος της ιστορίας αποτελεί η αφήγηση -σε 1ο πρόσωπο- από νεαρή γυναίκα την Esther Summerson, νόθα κόρη της υπερήφανης Λαίδης Dedlock και του Hawdon Captain. Ο χαρακτήρας του Χάρολντ Skimpole, ανεύθυνου κι ακόλαστου τεμπέλη, λέγεται ότι δημιουργήθηκε με βάση τον ποιητή και δημοσιογράφο Leigh Hunt.

Το 1853 περιόδευσε στην Ιταλία με τους Augustus Egg και Wilkie Collins όπου έδωσε στην επιστροφή του στην Αγγλία, τη 1η από τις πολλές δημόσιες αναγνώσεις των δικών του έργων. Το Δύσκολοι καιροί (Hard Times) άρχισε να εμφανίζεται σε εβδομαδιαία βάση από το δικό του περιοδικό το 1854 και συνεχίστηκε μέχρι τον Αύγουστο του ίδιου έτους. Οκτώβρη του 1855 ο Ντίκενς κι οι δικοί του έφτασαν στο Παρίσι όπου άρχισε να γράφει τη Μικρή Ντόριτ (Little Dorrit). Σε αυτό το βιβλίο οι παιδικές αναμνήσεις του σχετικά με τη φυλάκιση του πατέρα του λόγω χρέους αποτελεί το επίκεντρο του κεντρικού του ήρωά του, Γουίλιαμ Ντόριτ. Θέτει το μυθιστόρημα στη 10ετία του 1820, περίπου την εποχή όπου ο πατέρας του ήταν έγκλειστος στις φυλακές Marshalsea, αλλά ουσιαστικά αγνοεί αυτό το χρονικό διάστημα υπέρ του παρόντος (μέσα του 1850), εισάγοντας πολλούς αναχρονισμούς. Το θέμα της φυλάκισης, από σωματικής κι από ψυχολογικής διάστασης μεταφέρεται έντονα σε όλο το μυθιστόρημα.
Το 1856 ο Ντίκενς κι ο Wilkie Collins συνεργάστηκαν σε θεατρικό έργο, το The Frozen Deep, Το ίδιο έτος αγόρασε τον λόφο Gad κτήμα που θαύμαζε από τότε που ήταν παιδί και που ήτο η τελευταία του κατοικία. Αυτός ο λόφος βρισκόταν κοντά στο Ρότσεστερ στην κομητεία του Κεντ. Τον Αύγουστο του 1857 η θεατρική εταιρεία του ανέβασε το The Frozen Deep για τη Βασίλισσα. Τότε ήταν που νεαρή ηθοποιός ονόματι Ellen Ternan έλαβε μέρος στη διανομή των ρόλων για το έργο. Ο Ντίκενς μόλις τη γνώρισε την ερωτεύτηκε.
Ενώ επαγγελματικά πήγαινε πολύ καλά, το αντίθετο συνέβαινε στη προσωπική του ζωή. Τα 1α χρόνια του γάμου τους ήτανε προφανώς αρκετά ευχαριστημένοι, ήταν ερωτευμένος με τη νέα σύζυγό του, ενώ κι εκείνη ήτανε πολύ περήφανη για το διάσημο σύζυγό της. Ωστόσο, με το πέρασμα των χρόνων ένιωθε δυσαρεστημένος από το γάμο του. Αφενός αγανάκτησε με το γεγονός ότι είχαν αποκτήσει 10 παιδιά (αυτό το θεώρησε ως σφάλμα της γυναίκας του) κι αφετέρου άρχισε να νιώθει πως εκείνη δεν ήτανε ποτέ πνευματικά ίση του. Έτσι, χώρισαν το 1858 επειδή κυκλοφορούσαν φήμες για τις απιστίες του. Καθώς το διαζύγιο ήτανε σπάνιο κείνες τις εποχές παρέμειναν παντρεμένοι, αλλά ζούσανε χώρια. Ο Ντίκενς σύναψε δεσμό με την ηθοποιό Έλεν Τέρναν το 1857 (που παρέμεινε κρυφός μέχρι το θάνατό του). Η Έλεν ήταν μόλις 18 ετών ενώ ο Ντίκενς 45. Δεν είναι σαφές αν έζησαν μαζί αλλά είχανε σχέση για 13 χρόνια κι όταν εκείνος πέθανε, της άφησε ιδιαίτερη μερίδα του κτήματός του.

Το 1859 ο Ντίκενς συνέχισε τις αναγνώσεις του στο Λονδίνο, ενώ έγραψε το Ιστορία δύο πόλεων (A Tale of Two Cities) που δημοσιεύτηκε στο καινούργιο περιοδικό “Όλες οι εποχές του έτους”. Η ιδέα γι’ αυτό το βιβλίο προήλθε από δύο κύριες πηγές. Ο Ντίκενς πάντα ενδιαφερόταν για την αλληλεπίδραση μεταξύ των ατόμων και της κοινωνίας και παράλληλα, του κινήθηκε το ενδιαφέρον για το βιβλίο του Τόμας Καρλάιλ η Γαλλική Επανάσταση. Είδε ομοιότητες μεταξύ των δυνάμεων που οδήγησαν στην επανάσταση, της καταπίεσης και των αναταραχών που συνέβαιναν στην Αγγλία την εποχή του. Αν κι υποστήριξε τους ανθρώπους που επαναστάτησαν ενάντια στη τυραννία, η βία που χαρακτήριζε τη Γαλλική Επανάσταση τον προβλημάτισε.
Το 1860-1861 έγραψε τις Μεγάλες προσδοκίες (Great Expectations), από τα μεγαλύτερα και πολυπλοκότερα μυθιστορήματά του κι έχει στοιχεία αυτοβιογραφικά. Εδώ ο Ντίκενς χρησιμοποιεί εξελιγμένη γλώσσα που στήνει σαφή εικόνα του προφίλ των χαρακτήρων και των ιστορικών στοιχείων του μυθιστορήματος. Οι μεγάλες προσδοκίες είναι η ιστορία του ορφανού Philip Pirrip αποκαλούμενου «σπόρου», που περιγράφει τις 1ες μέρες ζωής του: από τη παιδική ηλικία στην ενηλικίωση όπου ο πρωταγωνιστής προσπαθεί, στο μυθιστόρημα να γίνει τζέντλεμαν.
Το 1861 ξεκίνησε άλλη σειρά δημόσιων αναγνώσεων στο Λονδίνο, που διήρκεσαν μέχρι τα μέσα του 1862. Το 1863, έκανε δημόσιες αναγνώσεις σε Παρίσι και Λονδίνο. Το 1864 γράφει και δημοσιεύει το Ο κοινός μας φίλος (Our mutual friend) που εμφανίστηκε μηνιαία έως το Νοέμβρη του 1865. Η υπόθεση αναφέρεται σχετικά με τις επιπτώσεις της απληστίας και της διαφθοράς που φέρνουν τα χρήματα. Κείνο το έτος ο Ντίκενς ήταν σε κακή κατάσταση υγείας, γεγονός που οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό από συνεχή υπερκόπωση.

Το 1865, ένα περιστατικό που συνέβη στον Ντίκενς είχε ως αποτέλεσμα να διαταραχθεί σε μεγάλο βαθμό τόσο ψυχολογικά όσο και σωματικά: ο Ντίκενς κι η Έλεν Τέρναν επιστρέφοντας από τις διακοπές τους τραντάχτηκαν άσχημα σε ατύχημα με τον σιδηρόδρομο, που μεγάλος αριθμός επιβατών τραυματίστηκε. Το 1866 o Ντίκενς πραγματοποίησε μεγάλη σειρά από δημόσιες αναγνώσεις, αυτή τη φορά σε διάφορες περιοχές της Αγγλίας και της Σκωτίας, ενώ ακόμα περισσότερες δημόσιες αναγνώσεις στην Αγγλία και την Ιρλανδία πραγματοποιήθηκαν το έτος1867. Παρ’ όλο που δεν αισθανόταν ιδιαίτερα καλά από πλευράς υγείας, ωστόσο πίεζε αρκετά τον εαυτό του, λειτουργώντας αντίθετα από τις συμβουλές του ιατρού του. Προς τα τέλη του 1867 ξεκίνησε καινούργια περιοδεία από τις δημόσιες αναγνώσεις του στις ΗΠΑ, που συνεχίστηκε και το 1868. Το 1868 ολοκληρώνει τη τουρνέ των αναγνώσεών του στις ΗΠΑ. Η υγεία του επιδεινώνεται, αλλά παρ’ όλα αυτά γίνεται διευθυντής του εβδομαδιαίου περιοδικού”All the Year Round”.

Στη διάρκεια του 1869, συνέχισε τις δημόσιες αναγνώσεις του σε Αγγλία, Σκωτία και Ιρλανδία, μέχρι που τελικά κατέρρευσε, όπου παρουσίασε συμπτώματα ήπιου εγκεφαλικού επεισοδίου. Αναγκάστηκε να ακυρώσει ορισμένες αναγνώσεις που θα πραγματοποιούσε στην επαρχία, αλλά ξεκίνησε να γράφει το τελευταίο του βιβλίο Το μυστήριο του Έντουιν Ντρουντ (Mystery of Edwin Drood), που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει.
Οι τελευταίες δημόσιες αναγνώσεις που πραγματοποίησε στο Λονδίνο το 1870, όμως υπέστη ένα άλλο εγκεφαλικό επεισόδιο στις 8 Ιουνίου και πέθανε την επόμενη ημέρα. Θάφτηκε στο Αββαείο του Γουέστμινστερ στις 14 Ιουνίου, και το τελευταίο επεισόδιο του ατέλειωτου μυστήριου του Έντουιν Ντρουντ δημοσιεύτηκε το Σεπτέμβρη του ίδιου έτους. Είχε εκφράσει την επιθυμία του να θαφτεί όπως είπε: “χωρίς τυμπανοκρουσίες, με φθηνό, λιτό κι αυστηρά ιδιωτικό τρόπο”, σε μικρό νεκροταφείο στο Ρότσεστερ, αλλά το Έθνος δεν το επέτρεψε. Στο Αββαείο του Γουεστμίνστερ, τα λουλούδια από χιλιάδες θαυμαστές του ξεχείλισαν τον ανοικτό τάφο. Ανάμεσα στις πιο όμορφες ανθοδέσμες ήταν πολλές απλές συστάδες αγριολούλουδων, τυλιγμένες σε κουρέλια.
Ως πολυγραφότατος συγγραφέας 19ου αιώνα με διηγήματα, θεατρικά έργα, νουβέλες και μυθιστορήματα στο ενεργητικό του, έγινε γνωστός σε όλο τον κόσμο για τους αξιοσημείωτους χαρακτήρες που έπλασε, για τη κυριότητά του πεζού λόγου στην αφήγηση της ζωής τους, τις απεικονίσεις της κοινωνικής τάξης καθώς και τα ήθη και τις αξίες της εποχής του.
Μερικοί τον χαρακτήρισαν ως τον καταλληλότερο εκπρόσωπο των φτωχών, καθώς ευαισθητοποιήθηκε ιδιαίτερα από την κατάστασή τους και μέσα από τα έργα του υπερασπίστηκε τους καταπιεσμένους και τους μη έχοντες. Παρ’ όλο που υπήρχε μικρός αριθμός επικριτών του, όπως η Βιρτζίνια Γουλφ κι ο Χένρι Τζέιμς, ωστόσο είχε κι έχει εκατομμύρια θαυμαστές από όλο τον κόσμο που ακόμη και με την ανατολή του 21ου αι. διαβάζουν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα βιβλία του.

(ΣΗΜ:Κι αυτό το βιό, στήθηκε χάρις στη Μαρία Αλεξιάδου, φίλη πάντοτε και συνεργάτιδα ενίοτε και την ευχαριστώ ξανά, δημοσίως! Χ.Π.)
————————————————————————————–
Η Ιστορία Του “Κανένα”
Zούσε πλάι σ’ ένα μεγαλόπρεπο ποτάμι, πλατύ και βαθύ, που αδιάκοπα κυλούσε σιωπηλό προς έναν αχανή ανεξερεύνητο ωκεανό. Αδιάκοπα κυλούσε, από τις απαρχές του κόσμου. Είχεν αλλάξει μερικές φορές το διάβα του κι είχε στραφεί σε καινούργια κανάλια, αφήνοντας τα παλιά του περάσματα στεγνά και άγονα, όμως αείρροα κυλούσε και θα κυλά πάντοτε ώσπου να πάψει να υπάρχει ο Χρόνος. Στο δυνατό, ανεξιχνίαστο ρεύμα του τίποτα δεν αντιστεκόταν. Κανένα πλάσμα ζωντανό, λουλούδι, φύλλο ή μόριο έμψυχης ή άψυχης ύλης δε ξέφυγε ποτέ απ’ το κάλεσμα του ανεξερεύνητου ωκεανού. Η παλίρροια του ποταμού προς αυτόν κατευθυνόταν, ανήμπορη να αντισταθεί κι η παλίρροια ποτέ δε σταματούσε, όπως δε σταματά η γη να περιστρέφεται γύρω απ’ τον ήλιο.
Ζούσε σ’ ένα πολυσύχναστο τόπο και δούλευε σκληρά για να ζήσει. Ελπίδα καμιά δεν είχε πως κάποτε θα αποκτούσε χρήματα αρκετά ώστε να βγάλει έστω κι ένα μήνα χωρίς σκληρή δουλειά, αλλά, μάρτυς μου ο Θεός, ήταν ευχαριστημένος και μοχθούσε με κέφι.
Ήτανε παιδί μιας τεράστιας οικογένειας, που όλοι της οι γιοι κι οι κόρες κερδίζανε το καθημερινό ψωμί τους με καθημερινή δουλειά, από την ώρα που ξυπνούσανε το πρωί ώς την ώρα που σωριάζονταν στο στρώμα τους τη νύχτα. Πέρα απ’ αυτό το πεπρωμένο προσδοκίες δεν είχε ούτε αναζητούσε άλλους ορίζοντες.
Μεγάλη φασαρία -κομπασμοί, τυμπανοκρουσίες, λόγοι- επικρατούσε στη γειτονιά του, όμως εκείνος δεν ανακατευότανε μ’ αυτά. Ο ορυμαγδός κι οι κλαγγές προέρχονταν από την οικογένεια Μπίγκγουιγκ, ένα σόι που την ακατανόητη δραστηριότητά του τη θαύμαζε πολύ. Όλοι αυτοί στήναν αλλόκοτα αγάλματα, από σίδερο, μάρμαρο, χαλκό και μπρούντζο, μπρος στη πόρτα του, πόδια κι ουρές αλόγων, άξεστα φιλοτεχνημένων, σκοτεινιάζανε το σπίτι του. Αναρωτιόταν τι σήμαιναν όλα αυτά, χαμογελούσε με τον τραχύ καλοκάγαθο τρόπο του και συνέχιζε τη σκληρή δουλειά του.
Η οικογένεια Μπίγκγουιγκ (που την αποτελούσαν οι πιο επιφανείς άνθρωποι του τόπου και οι πιο θορυβώδεις) είχε αναλάβει να τον απαλλάξει από τον κόπο να σκέφτεται για λογαριασμό του και να διαχειρίζεται ο ίδιος τον εαυτό του και τις υποθέσεις του.
-“Αληθινά“, είχε πει κείνος, “ελάχιστο απ’ το χρόνο μου ορίζω κι αν εσείς έχετε την ευγενή καλοσύνη να με φροντίσετε, με αντάλλαγμα χρήματα που θα πληρώνω” -γιατί η οικογένεια Μπίγκγουιγκ δεν υπήρχε περίπτωση να αρθεί υπεράνω χρημάτων- “θα ανακουφιστώ και θα σας είμαι υπόχρεως, παίρνοντας πάντα υπ’ όψη μου ότι σείς ξέρετε καλύτερα“.
Εξ ου κι όλη αυτή η φασαρία, οι κομπασμοί, οι τυμπανοκρουσίες, οι λόγοι κι οι άσχημες εικόνες των αλόγων, που αναμενόταν από εκείνον να γονατίσει μπροστά τους και να τις λατρέψει.
-“Δε τα καταλαβαίνω όλα αυτά“, έλεγε κείνος, τρίβοντας μπερδεμένος το αυλακωμένο του μέτωπο. “Ίσως έχουν ένα νόημα, εύχομαι μόνο να μπορούσα να το βρω“.
-“Το νόημά τους είναι“, τον προλάβαινε η οικογένεια Μπίγκγουιγκ έχοντας μαντέψει τα λόγια του, “τιμή και δόξα στον καλύτερο“.
-“Α!” έκανε αυτός. Κι ευχαριστήθηκε που το άκουσε.
Όμως, όσο κι αν περιεργαζόταν τα αγάλματα από σίδερο, μάρμαρο, χαλκό ή μπρούντζο, δεν βρήκε πουθενά κείνο τον πανάξιο συμπατριώτη του, γιο ενός εμπόρου μαλλιού από το Γουόρκσαϊρ, ή κάποιον άλλο πατριώτη του από την ίδια στόφα, οποιονδήποτε. Δε βρήκε κανέναν απ’ αυτούς που η γνώση τους είχε σώσει τον ίδιο και τα παιδιά του από τρομερές, παραμορφωτικές αρρώστιες, που η τόλμη τους είχε ελευθερώσει τους προγόνους του απ’ τα δεσμά της δουλοπαροικίας, που η σοφή τους φαντασία είχε προετοιμάσει μια καινούργια και καλύτερη ζωή για τους ταπεινούς, που η δεξιοσύνη τους είχε γεμίσει τον κόσμο των δουλευτών με πλήθος από θαύματα. Αντίθετα, βρήκε άλλους, που από το χέρι τους δεν γνώρισε καλό κι άλλους που πολύ τον είχαν βλάψει.
-“Ουφ!” είπε. “Δεν τα πολυκαταλαβαίνω όλα αυτά“.
Έτσι γύρισε στο σπίτι του και κάθισε πλάι στην πυροστιά, για να τα βγάλει όλα τούτα απ’ το μυαλό του. Το σπίτι του ήταν κρύο και γυμνό, τριγυρισμένο από σοκάκια σκοτεινά, όμως γι’ αυτόν ήταν πολύτιμο. Τα χέρια της γυναίκας του είχανε σκληρύνει από τον μόχθο κι είχε γεράσει πριν την ώρα της, όμως την αγαπούσε. Τα παιδιά του, μ’ ανασταλμένη την ανάπτυξή τους, είχανε σημαδευτεί από την ανθυγιεινή διατροφή, μα στα δικά του μάτια ήταν όμορφα. Πάνω από κάθε τι, ο διακαής πόθος που φλόγιζε τη ψυχή του ανθρώπου ήτανε τα παιδιά του να σπουδάσουν.
-“Αν εγώ καμιά φορά πλανιέμαι” έλεγε, “γιατί μου λείπει η γνώση, τουλάχιστον ας μάθουν τα παιδιά μου περισσότερα για να αποφύγουνε τα λάθη μου. Αν για μένα είναι δύσκολο να δρέψω τους καρπούς της απόλαυσης και της διδαχής που είναι αποθηκευμένοι στα βιβλία, είθε κείνα να το καταφέρουν“.
Όμως η οικογένεια Μπίγκγουιγκ ξέσπασε σε άγριους οικογενειακούς καβγάδες, διαφωνώντας για το τι ήτανε νόμιμο να διδαχτούν τα παιδιά αυτού του ανθρώπου. Άλλοι επιμέναν ότι πρωτεύον κι αναντικατάστατο κι υπέρτατο είναι το ένα, άλλοι επιμέναν ότι πρωτεύον κι αναντικατάστατο κι υπέρτατο είναι το άλλο, κι η οικογένεια Μπίγκγουιγκ, μοιράστηκε στα δύο. Τα μέλη της γράψαν φυλλάδια, συγκάλεσανε συνελεύσεις, απήγγειλαν κατηγορίες, επιδόθηκαν σε αγορεύσεις και σε κάθε λογής λόγους, έσυραν ο ένας τον άλλο σε δικαστήρια νομικά και δικαστήρια εκκλησιαστικά, λασπολογήσανε, γρονθοκοπηθήκανε και ξεμαλλιαστήκανε με ακατανόητη εχθρότητα. Στο μεταξύ, αυτός ο άνθρωπος, καθώς τον έπαιρνε για λίγο ο ύπνος το βραδάκι δίπλα στη φωτιά, είδε τον δαίμονα της Άγνοιας να ορθώνεται μπρος του και να του κλέβει τα παιδιά του. Είδε τη κόρη του μεταμορφωμένη σε βαρύ, ασουλούπωτο δουλικό, είδε τον γιο του να κατρακυλά στην ευτελή ηδυπάθεια, τη βαναυσότητα και το έγκλημα, είδε το φως της ευφυΐας που ανέτελλε στα μάτια των μωρών του να μετατρέπεται σε πονηριά και καχυποψία -τόσο που θα τα προτιμούσε ηλίθια.
-“Μπας και τούτο το καταλαβαίνω καλύτερα;”, έκανε. “Όμως νομίζω πως δεν είναι σωστό. Όχι, μα το συννεφιασμένο Ουρανό πάνωθέ μου, διαμαρτύρομαι ενάντια σε τούτο το κρίμα“!
Όταν ειρήνεψε το πνεύμα του και πάλι (αφού το πάθος του συνήθως ήτανε βραχύβιο κι η φύση του ήρεμη και καλοσυνάτη) αναλογίστηκε τις Κυριακές και τις γιορτές του και είδε πόση μονοτονία και κούραση κουβαλούσαν και πως το μεθοκόπημα κι όλη του η ολέθρια κουστωδία, απέρρεε απ’ αυτές. Ύστερα, πρόσπεσε στην οικογένεια Μπίγκγουιγκ κι είπε:
-“Είμαστε άνθρωποι του μόχθου κι έχω μια αμυδρή υποψία μέσα μου ότι εμείς, οι κάθε λογής άνθρωποι του μόχθου, είμαστε έτσι καμωμένοι -από μια διάνοια υπέρτερη της δικής σας, όπως ταπεινά πιστεύω- που χρειαζόμαστε πνευματική αναζωογόνηση και ψυχαγωγία. Κοιτάξτε πώς ξεπέφτουμε όταν μας τη στερούν. Ελάτε! Διασκεδάστε με ανώδυνα, δείξτε μου κάτι ωραίο, κάντε με να ξεφύγω“!
Όμως, στο σημείο αυτό, η οικογένεια Μπίγκγουιγκ επιδόθηκε σε μιαν οχλαγωγία ολότελα εκκωφαντική. Όταν κάποιες ελάχιστες φωνές ακούστηκαν αδύναμα, προτείνοντας να του δείξουν τα θαύματα του κόσμου, το μεγαλείο της δημιουργίας, τις επιβλητικές αλλαγές του χρόνου, τα έργα της φύσης και την ομορφιά της τέχνης -να του τα δείξουν δηλαδή σε όποια περίοδο της ζωής του ήταν εύκαιρος να τα κοιτάξει- ξέσπασε ανάμεσα στους Μπίγκγουιγκ τέτοια βουή κι αντάρα, τέτοια κηρύγματα και τέτοιες ικεσίες, τέτοια παραληρήματα και τέτοιες αγορεύσεις, τέτοιες βρισιές και τέτοιες πετριές, ένας τόσο διαπεραστικός άνεμος κοινοβουλευτικών ερωτημάτων κι υποτονικών απαντήσεων -που το «δε τολμώ» ανταγωνιζόταν το «θέλω»- ώστε ο καημένος ο άνθρωπος έμεινε άναυδος, περιφέροντας αλαφιασμένος το βλέμμα του από τον ένα στον άλλο.
-“Εγώ τα προκάλεσα όλα αυτά” είπε βουλώνοντας με τα χέρια του τα φοβισμένα του αυτιά, “με μια αθώα στις προθέσεις της παράκληση που πρόδηλα αναδύθηκε από τη πείρα κι από τη κοινή γνώση όλων των ανθρώπων που επιλέγουν να ανοίξουν τα μάτια τους; Δεν καταλαβαίνω και δεν με καταλαβαίνουν. Τι θα βγει άραγε από μια τέτοια κατάσταση;!”
Έσκυβε πάνω από τη δουλειά του, κάνοντας κάθε τόσο την ίδια ερώτηση στον εαυτό του, όταν άρχισε να διαδίδεται η είδηση ότι μια επιδημία είχε εμφανιστεί ανάμεσα στους ανθρώπους του μόχθου και τους ξεπάστρευε κατά χιλιάδες. Έριξε μια ματιά τριγύρω του κι ανακάλυψε πως ήταν αλήθεια. Έβριθαν από ετοιμοθάνατους και νεκρούς τα γειτονικά μολυσμένα σπίτια, ανάμεσα στα οποία είχε περάσει όλη του η ζωή. Καινούργιο δηλητήριο είχε διηθηθεί στη πάντα θολή, πάντα αηδιαστική ατμόσφαιρα. Η ρώμη κι η αδυναμία, τα γηρατειά κι η νηπιακή ηλικία, οι πατεράδες κι οι μανάδες, όλοι είχαν προσβληθεί.
Τι μέσα διέθετε για να ξεφύγει;
Έμεινε εκεί, στο μέρος όπου βρισκόταν κι είδε τα πιο αγαπημένα του πρόσωπα να πεθαίνουν. Ένας καλόγνωμος παπάς τον πλησίασε και προσφέρθηκε να πει μια προσευχή για να γλυκάνει τον πόνο του, όμως αυτός του απάντησε:
-“Ω, ποιό το όφελος, παπά, να ’ρθεις σε μένα, άνθρωπο καταδικασμένο να κατοικεί σε τούτο το δύσοσμο τόπο, όπου κάθε αίσθηση που μου χαρίστηκε για να απολαύσω τη ζωή έγινε βάσανο κι όπου κάθε λεπτό των μετρημένων μου ημερών είναι καινούργια λάσπη στιβαγμένη πάνω στο σωρό κάτω από τον οποίο κείτομαι χωρίς ανάσα! Χάρισέ μου αν θες τη πρώτη μου ματιά στο Παράδεισο προσφέροντας λίγο από το φως και το αεράκι του, δώσ’ μου καθαρό νερό, βοήθησέ με να απαλλαγώ απ’ τη βρωμιά, ελάφρυνε τούτη τη βαριά ατμόσφαιρα και τη βαριά ζωή που βυθίζεται το πνεύμα μας κι έτσι γινόμαστε τα απαθή κι άσπλαχνα πλάσματα που τόσο συχνά βλέπετε σε μας, πάρε από εδώ, με αβρότητα και καλοσύνη, τα κορμιά όσων πεθαίνουν ανάμεσά μας, απομάκρυνέ τα από τούτον τον στενό χώρο όπου μεγαλώνουμε, μόνο και μόνο για να εξοικειωθούμε πρώιμα με τη φρικτή μεταβολή που ακόμη κι η ιερότητά της έχει χαθεί για μας, και τότε, Δάσκαλε, θ’ ακούσω -κι εσύ το γνωρίζεις καλύτερα από τον καθένα- Εκείνον που οι σκέψεις Του ήτανε στραμμένες πάντα στους φτωχούς και συμπονούσε κάθε ανθρώπινη δυστυχία“!
Βρισκόταν πάλι στη δουλειά του μονάχος και λυπημένος, όταν ήρθε ο Αφέντης του και στάθηκε κοντά του, ντυμένος στα μαύρα. Κι αυτός υπέφερε βαριά. Η νεαρή γυναίκα του, η όμορφη, καλή νεαρή του γυναίκα ήταν νεκρή, το ίδιο και το μοναχοπαίδι του.
-“Αφέντη, είναι δύσκολο ν’ αντέξεις, το ξέρω, μα γαλήνεψε. Θα σου ’δινα εγώ παρηγοριά, αν το μπορούσα“.
Ο Αφέντης τον ευχαρίστησε από τα βάθη της καρδιάς του, όμως είπε:
-“Ω σείς, οι άνθρωποι του μόχθου! Από σάς ξεκίνησε η συμφορά. Αν ζούσατε πιο υγιεινά και πιο κόσμια δε θα ’μουν σήμερα βυθισμένος στο πένθος, χαροκαμένος, χήρος“.
-“Αφέντη“, αντιγύρισε ο άλλος, κουνώντας το κεφάλι, “άρχισα να καταλαβαίνω ότι οι πιο πολλές συμφορές, όπως και τούτη, θα ’ρθουν από μας κι ότι κανένας δε θα σταματήσει στις φτωχικές μας πόρτες αν δεν ενωθούμε με κείνη τη μεγάλη οικογένεια που τσακώνεται πιο κάτω, ώστε να κάνουμε τα πράγματα σωστά. Δεν μπορούμε να ζήσουμε υγιεινά και κόσμια αν εκείνοι που έχουν αναλάβει να διαχειρίζονται τη ζωή μας δεν μας παρέχουν τα μέσα. Δεν μπορούμε να εκπαιδευτούμε αν αυτοί δεν μας διδάξουν, δεν μπορούμε να διασκεδάσουμε με μέτρο, αν αυτοί δεν μας διασκεδάσουν, δε γίνεται παρά να ‘χουμε λίγους δικούς μας, σφαλερούς θεούς, όσο εκείνοι στήνουνε τόσο πολλούς δικούς τους σ’ όλους τους δημόσιους χώρους. Οι φριχτές συνέπειες της ατελούς εκπαίδευσης, οι φριχτές συνέπειες της ολέθριας παραμέλησης, οι φριχτές συνέπειες της αφύσικης καταστολής και της άρνησης κάθε χαράς που εξανθρωπίζει, όλες θα έρθουν από μας και καμμιά απ’ αυτές δε θα σταματήσει σε μας. Θα εξαπλωθούν παντού. Πάντα έτσι γινόταν και πάντα έτσι θα γίνεται -όπως όταν ξεσπούν επιδημίες. Νομίζω πως, επιτέλους, κατάλαβα πολλά“.
Όμως ο Αφέντης είπε πάλι:
-“Ω σείς, οι άνθρωποι του μόχθου! Σπάνια ακούμε κάτι για σας, κι όταν αυτό συμβαίνει, πάντοτε έχει σχέση με αναποδιές“!
-“Αφέντη», απάντησε ο άνθρωπος, “είμαι ο Κανένας και δεν υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να ακούσετε κάτι για μένα (κι ίσως ούτε θέλετε ν’ ακούσετε) παρά μονάχα όταν συμβαίνει κάποια αναποδιά. Όμως ποτέ δεν αρχίζει από μένα και ποτέ δεν γίνεται να τελειώσει σε μένα. Έρχεται από μένα, από χαμηλά κι ανεβαίνει πάνω από μένα. Κι αυτό είναι σίγουρο, όσο σίγουρος είναι κι ο Θάνατος“.
Ήτανε τόσο λογικά αυτά που είπε, ώστε η οικογένεια Μπίγκγουιγκ, πιάνοντας τα λόγια του στον αέρα και τρέμοντας από το φόβο του πρόσφατου ολέθρου, αποφάσισε να συνεργαστεί μαζί του για να κάνουν τα πράγματα σωστά -τουλάχιστον στο βαθμό που όσα είχε πει συνδέονταν με την άμεση πρόληψη μιας ακόμα επιδημίας. Όμως καθώς ο φόβος τους εξανεμιζόταν, ξανάρχισαν να μαλώνουν μεταξύ τους και δεν έκαναν τίποτα. Και το αποτέλεσμα ήταν ότι η μάστιγα επανήλθε, από τα χαμηλά όπως πριν, κι απλώθηκε εκδικητικά προς τα πάνω όπως πριν και θέρισε τους καβγατζήδες. Ωστόσο ούτε ένας απ’ αυτούς δεν παραδέχτηκε, αν ίσως το είχε έστω κατ’ ελάχιστο αντιληφθεί, ότι κι αυτός ο ίδιος είχε σχέση με τη συμφορά.
Kι έτσι ο Κανένας έζησε και πέθανε με τον παλιό, παλιό, παλιό, τρόπο κι αυτή, με λίγα λόγια, είναι ολόκληρη η ιστορία του Κανένα.
Δεν είχε όνομα; θα αναρωτιέστε. Ίσως το όνομά του ήταν Λεγεώνα. Μικρή σημασία έχει ποιο ήταν το όνομά του. Ας τον πούμε Λεγεώνα.
Αν ποτέ βρεθείτε στα βελγικά χωριά κοντά στο πεδίο μάχης του Βατερλώ, θα δείτε, σε κάποιο ήρεμο εκκλησάκι, ένα μνημείο που ανήγειραν οι πιστοί εν όπλοις σύντροφοι, στη μνήμη του Συνταγματάρχη Α, του Ταγματάρχη Β, των Λοχαγών Γ, Δ και Ε, των υπολοχαγών Ζ, Η και Θ, επτά υπαξιωματικών κι εκατόν τριάντα κοινών οπλιτών που πέσαν κάνοντας το καθήκον τους κείνη τη αξιομνημόνευτη μέρα. Η ιστορία του Κανένα είναι η ιστορία των κοινών οπλιτών της γης. Σήκωσαν το βάρος της μάχης, είχανε το μερίδιό τους στη νίκη, πέσανε, δεν άφησανε κανένα όνομα. Η πορεία και των πιο περήφανων από μας καταλήγει στην ίδια σκόνη που άφησαν πίσω τους κι εκείνοι. Ω! Ας τους σκεφτούμε φέτος πλάι στη χριστουγεννιάτικη φωτιά κι ας μη τους λησμονήσουμε μαζί με τα αποκαΐδια.
