Dickinson Emily Elizabeth: Αιθέρια, Αέρινη Ποιητική

                                      Βιογραφικό

     Η Έμιλι Ελίζαμπεθ Ντίκινσον (Emily Elizabeth Dickinson) ήταν Αμερικανίδα ποιήτρια. Το κορίτσι με τ’ άσπρα, που ‘δε το φως της ζωής στις 10 Δεκέμβρη 1860, στο Άμερστ Μασσαχουσέτης, μικρή πόλη 2.000 κατοίκων, πλάι σε δάση από έλατα και σημύδες κι έφυγε ένα μαγιάτικο απομεσήμερο στις 15 Μάη 1886, σε άσπρο φέρετρο για την αθανασία, αν κι έζησε ζωή κρυμμένη και κλειδωμένη γράφοντας στη κάμαρά της, έμελλε με τη ποίησή της να σημαδέψει τους αιώνες που ακολουθούν. Μορφή μυθική πια της λογοτεχνίας, λίγο νεότερη από τον Πόε, και σύγχρονη του Ουίτμαν, του Μέλβιλ και του Χώθορν, έγινε διαχρονική σπρώχνοντας όπως-όπως τον καιρό της. Υπήρξε οικουμενική δίχως να ξεμυτίσει από το δωμάτιό της στη μικρή πουριτανική πόλη του Άμερστ. Έγινε διάσημη, δίχως ποτέ να εκδώσει βιβλίο όσο ζούσε. Αν κι όχι τόσο διάσημη όσο ήταν εν ζωή, πλέον θεωρείται, μαζί με τον Ουώλτ Ουίτμαν, από τους πιο αναγνωρισμένους κι αντιπροσωπευτικούς Αμερικανούς ποιητές του 19ου αι. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της μένοντας κλεισμένη στο σπίτι των γονιών της κι ολόκληρη η εργογραφία της παρέμεινε κρυμμένη κι ανέκδοτη μέχρι το θάνατό της. Εξαίρεση αποτέλεσαν μόνο 5 ποιήματα, που 3 δημοσιεύτηκαν ανώνυμα κι ένα εν αγνοία της. Προερχόμενη από οικογένεια με ρίζες στη Νέα Αγγλία: οι πρόγονοί της έφτασαν στη Αμερική στο 1ο μεταναστευτικό πουριτανικό κύμα, η αυστηρή προσήλωση της οικογένειάς της στον προτεσταντισμό επηρέασε και το έργο της.

Το σπίτι της στο Άμχερστ της Μασσαχουσσέτης

     Γεννήθηκε σαν 3ο παιδί της οικογένειας.  Ο πατέρας της Έντουαρντ, είχε σπουδάσει νομικά στο Πανεπιστήμιο Γέιλ κι εργαζόταν ως δικηγόρος στο Άμερστ, ενώ μετά εκλέχθηκε μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Συγκλήτου της πολιτείας και μέλος του Αμερικάνικου Κογκρέσσου. Στις 6 Μάη 1828, παντρεύτηκε την Έμιλι Νόρκρος κι έκαναν 3 παιδιά: τον Γουίλιαμ Ώστιν, την Έμιλι Ελίζαμπεθ και τη Λαβίνια Νόρκρος, που ήταν αυτή που ανακάλυψε το έργο της αδερφής της, το συγκέντρωσε και το εξέδωσε μετά το θάνατό της. Τα παιδικά χρόνια της αφιερωθήκανε σε σχολικές υποχρεώσεις, σε οικιακές ασχολίες, σε διάφορες δραστηριότητες,  στο Κατηχητικό, σε ανάγνωση βιβλίων και σε μαθήματα τραγουδιού και πιάνο. Μετά το πέρας της βασικής εκπαίδευσης, με τις επιδόσεις της να λογίζονται εξαιρετικές, φοιτά στην ακαδημία Mount Holyoke College για 1 έτος, που ‘ναι και το μεγαλύτερο διάστημα που έλειψε ποτέ από το σπίτι της. Η νεαρή Έμιλι έδειχνε αξιοσημείωτη κοινωνικότητα -που θα αποσυρόταν βέβαια όσο ο καιρός περνούσε-, έχοντας πολλούς φίλους και φίλες στα πρώτα αυτά χρόνια της ζωής της. Ταυτόχρονα, είχε τουλάχιστον μία πρόταση γάμου, με την ίδια ωστόσο να μη παντρεύεται ποτέ.

            Η Έμιλυ, αριστερά, ο Ώστιν κι η Λαβίνια δεξιά

     Όντας πλέον στα 20 της, η συγγραφή αρχίζει να διαδραματίζει ολοένα και πιο σημαίνοντα ρόλο, βρίσκοντας στη ποίηση νέο κόσμο ιδεών. Τα ποιήματα της εποχής είναι ρομαντικά και σε τελείως άλλο τόνο από τα ώριμα έργα της. Παρ’ όλ’ αυτά, κάποια βρίσκουνε το δρόμο της έκδοσης, είτε στην επιθεώρηση του κολλεγίου το 1850 είτε σε τοπική εφημερίδα το 1852. Παρά το γεγονός ότι η Ντίκινσον άρχισε να ασχολείται σοβαρά με την ποίηση ήδη από την εφηβεία της, θα ήταν σε μια σχετικά σύντομη περίοδο συγγραφικού πυρετού που θα άφηνε λογοτεχνικό έργο: στα 1858-1865 γράφει κι αποθηκεύει στα συρτάρια της 100δες ποιήματα, περίοδος που συμπίπτει βέβαια με το σημαντικότερο γεγονός της αμερικανικής ιστορίας του 19ου αι., τον εμφύλιο πόλεμο Βορρά & Νότου. Είναι βέβαια και περίοδος ραγδαίων αλλαγών για την ίδια, με την οικογένεια να επιστρέφει στο πατρικό κτήμα, τον μεγαλύτερο αδελφό της να παντρεύεται τη καλύτερή της φίλη και το ζευγάρι να μένει στο κτήμα. Η ίδια έχει υιοθετήσει ωστόσο ιδιαίτερο τρόπο ζωής, απολαμβάνοντας την ησυχία της και περνώντας ώρες στο κτήμα και το θερμοκήπιο ασχολούμενη με τη μεγάλη της αγάπη, τη κηπουρική, όταν δεν έγραφε βεβαίως.

Το σπίτι από άλλη οπτική, σήμερα μουσείο Ντίκινσον

     Παιδί χαρισματικό κι ώριμο, μεγάλωσε σε σπίτι που κυκλοφορούσανε βιβλία, σε προτεσταντικά σχολεία μ’ εξαιρετικούς δασκάλους, «Είμαι πάντα ερωτευμένη μαζί τους», στο Άμερστ με τη ζωηρή πνευματική κίνηση (Λέσχη Σαίξπηρ, διαλέξεις, ρεσιτάλ). Στο σπίτι της βρεθήκανε 19 αντίτυπα της Αγίας Γραφής. Τα βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης ήτανε το θεμέλιο ανάγνωσμα των Νεοεγγλέζων κι ο εκκλησιασμός, η προσευχή και τα κηρύγματα, αναπόσπαστο τμήμα της κάθε μέρας. Την ποιήτρια που «δεν ήταν η αφοσιωμένη μαθήτρια κανενός», μονάχα η Βίβλος και τα έργα του Σαίξπηρ τη θρέψαν, τη στήριξαν και την ενέπνευσαν. Έζησε απομονωμένη στο δωμάτιό της μέχρι το θάνατο. Σπάνια έβγαινε από το σπίτι κι ερχότανε σ’ επαφή μ’ ελάχιστους ανθρώπους, που όμως την επηρέασαν σε μέγιστο βαθμό στη ποίηση και το τρόπο σκέψης της.
     Το 1854, γνώρισε τον πάστορα Τσαρλς Γουάντσγορθ σε ταξίδι στην Φιλαδέλφεια. Ορισμένοι κριτικοί πιστεύουν ότι οι ρομαντικοί στίχοι των ποιημάτων της τα επόμενα χρόνια προέρχονταν από τον πλατωνικό έρωτά της για τον πάστορα, ωστόσο η ίδια τον αποκαλούσε “τον πιο κοντινό της άνθρωπο πάνω στη γη”. Τα αδέρφια της δεν ήταν μόνο η οικογένειά της, αλλά κι οι σύντροφοι στις πνευματικές ενασχολήσεις της. Η ποίησή της αντανακλά τη μοναξιά που ένιωθε η ίδια, αλλά και στιγμές έμπνευσης που δίνουν ίσως αίσθηση ευτυχίας. Επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό απ’ το θρησκευτικό συντηρητισμό της οικογένειας, αλλά και του αστικού πουριτανικού περιβάλλοντος της πόλης που ζούσε, ενώ φαίνεται ν’ αντλεί επιρροές κι από τους Μεταφυσικούς Άγγλους ποιητές του 17ου αι. Θαύμαζε τον Τζον Κητς και τους Ρόμπερτ κι Ελίζαμπεθ Μπάρετ Μπράουνινγκ.
     Μέχρι να κλείσει τα 35 της, είχε ήδη γράψει περισσότερα από 1.100 ποιήματα που εξερευνούσαν με νηφαλιότητα και σύνεση τον πόνο, τη θλίψη, τη χαρά, τον έρωτα, τη φύση και την ίδια την τέχνη. Η ίδια καθαρόγραψε 800 περίπου απ’ αυτά σε ξεχωριστά χειροποίητα βιβλιαράκια, τις προσωπικές της εκδόσεις, που δεν άφηνε βέβαια να δει ανθρώπινο μάτι. Για τη παραγωγική αυτή 7ετία δεν είναι και πολλά γνωστά, με τους ιστορικούς να προσπαθούν πλέον να ανασυγκροτήσουν τα γεγονότα από τα γραπτά της. Φαίνεται λοιπόν να υπάρχει ισχυρό ρομαντικό δέσιμο με νεαρό ή νεαρή, που δεν κατονομάζεται ωστόσο, αλλά και τουλάχιστον ένα τραυματικό γεγονός στη ζωή της, που πάλι όμως περιβάλλεται από σκοτάδι. Η ίδια αναγνωρίζει σε γράμμα της το γεγονός πως θα χρειαζόταν έναν οικοδιδάσκαλο να χαλιναγωγήσει τη δαιμονισμένη πέννα της και να της δώσει συμβουλές για το πώς να εκδώσει το έργο της. Οι μετακινήσεις που θα κάνει το 1864-5 στη Βοστόνη για θεραπεία στο μάτι θα ‘ναι μάλιστα κι οι τελευταίες φορές που θα ‘βγαινε έξω από το πατρικό κτήμα. Επιστρέφοντας το 1865 στην αγροικία έπειτα από 6μηνη παραμονή στη πόλη, σπάνια πια θα εγκατέλειπε το σπίτι.

     Η ποιήτρια είχε πια προσαρμοστεί στην απομόνωση που η ίδια επέβαλλε στη ζωή της, περνώντας τον χρόνο με τους γονείς και την αδελφή της. Συνεχίζει να γράφει ποιήματα, όχι όμως με την ίδια συχνότητα κι επιμέλεια: δεν τα οργανώνει πλέον σε ποιητικές συλλογές, ενώ πολλά τα αφήνει ημιτελή. Τα χειρόγραφα της εποχής δείχνουνε πιο πρόχειρα γραμμένα απ’ τη περίοδο της εντατικής συγγραφής (1858-65), με πολλά να ‘ναι όντως γραμμένα πάνω σ’ οτιδήποτε. Στην όψιμη αυτή περίοδό της, δείγμα του έργου της περιέρχεται στα χέρια συγγραφέων κι εκδοτών, που δείξαν ενδιαφέρον για ενδεχόμενη έκδοση. Ελάχιστα ποιήματα βρίσκουνε και πάλι δρόμο για τη δημοσιότητα, αν και στις περισσότερες περιπτώσεις συνέβη και πάλι χωρίς την έγκρισή της. Ο έρωτας θα κάνει και πάλι την εμφάνισή του στη ζωή της, αυτή τη φορά με τη μορφή ενός χήρου δικαστή, οικογενειακού φίλου, με τις επιστολές της Ντίκινσον να δείχνουνε πως σκεφτόταν ακόμα και να τον παντρευτεί, αν και δεν το ‘κανε ποτέ.
     Τα τελευταία χρόνια της ζωής της σημαδεύονται από αρρώστια και θάνατο: ο πατέρας της πεθαίνει το 1874, η μητέρα της το 1875, ο ανηψιός της το 1883 (στα 8 του), ο δεσμός της το 1884 κι η καλύτερή της φίλη το 1885. Από το 1883 πέφτει κι η ίδια άρρωστη, με τα τόσα χρόνια ασθενειών να έχουν επιβαρύνει την υγεία της. Έμενε σε κακή κατάσταση εξουθενωμένη από αλλεπάλληλους νευρικούς κλονισμούς, μ’ επίσημη αιτία θανάτου πάθηση των νεφρών, τη νόσο του Bright, μέχρι και το θάνατό της στις 15 Μάη 1886, φτάνοντας σε ηλικία 56 ετών.

     Πέρα μακρυά, στη κατάφυτη κοιλάδα του Κοννέκτικατ, μαγιάτικο απομεσήμερο του 1886, σε λευκό φέρετρο, βγάζαν από τη πίσω πόρτα του σπιτιού, όπως η ίδια είχε θελήσει, την Έμιλυ Ντίκινσον. Λίγη ώρα πριν, στη μεγάλη σάλα του κάτω πατώματος, 2 φίλοι ιερείς διάβασαν αγαπημένα της εδάφια από τη Βίβλο, προσευχήθηκαν γι’ αυτή και κάποιος που της στάθηκε σε δύσκολη στιγμή απάγγειλε το «Δεν έχω εγώ δειλή ψυχή» της Εμ. Μπροντέ. Μες απ’ τα χτήματα της οικογένειας και τα όλο φτέρες μονοπάτια 6 Ιρλανδοί εργάτες του σπιτιού μετέφεραν το σώμα της κι από κοντά, οι λίγοι κείνοι που δέθηκαν μαζί της, με προορισμό το κοιμητήρι της μικρής πόλης.
Ανέλπιστα, μια εβδομάδα μετά, στο δωμάτιό της, η αδελφή της θ’ ανακαλύψει τας ποιήματά της, τα περισσότερα σ’ ένα κλειδωμένο έπιπλο από ξύλο κερασιάς κι άλλα στο συρτάρι του γραφείου της. Από τα ποιήματα που άφησε, 1.100 περίπου τα ‘χε καθαρογράψει σε αυτοσχέδια τεύχη από διπλωμένα φύλλα χαρτιού αλληλογραφίας, ενώ άλλα 700 βρέθηκαν σε διάφορες φάσεις επεξεργασίας πάνω σε φακέλους, στο πίσω μέρος λογαριασμών και προσκλήσεων.

Η 1η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων της

Η Λαβίνια ήξερε πως η αδερφή της έγραφε, αλλά δε μπορούσε να φανταστεί πως η παραγωγή της ήτανε τόσο μεγάλη, αφού, όσο ζούσε, μονάχα 10 ποιήματά της είχανε δημοσιευτεί (κυρίως σε εφημερίδες, με πρωτοβουλίες φίλων που τη θαύμαζαν και χωρίς ποτέ να το επιδιώξει η ίδια), ανυπόγραφα κι αλλαγμένα από τους εκδότες, ώστε να συμμορφωθούν με τις συμβάσεις της εποχής. Η Λαβίνια ανέλαβε το χρέος να φροντίσει για την έκδοσή τους: ως το τέλος της ζωής της (1899), δημοσιεύτηκαν 3 συλλογές και 2 τόμοι με γράμματα. Ωστόσο, έπρεπε να περάσουν 70 χρόνια από το θάνατό της, για να έχουμε, το 1955, από τον T. H. Johnson, τη 1η συγκεντρωτική έκδοση 1.775 ποιημάτων της (variorum edition) και μία έκδοση αναθεωρημένη, το 1998, από τον R. W. Franklin με 1.789 ποιήματα. Τα 1.046 γράμματά της τυπώθηκαν το 1958, με επιμέλεια του T. H. Johnson και της Theodora Ward.
     Οι 1ες ποιητικές συλλογές της σημειώσανε σημαντικήν εκδοτική επιτυχία. Η 1η μάλιστα επίσημη κι επιμελημένη έκδοση του έργου της, το 3τομο «The Poems of Emily Dickinson» σε επιμέλεια Thomas H. Johnson, δεν θα εμφανιζόταν πριν από το 1955. Παρά ταύτα, τα περιεκτικά, βασανισμένα και συναισθηματικά φορτισμένα ποιήματά της θα επηρέαζαν δραστικά την αμερικανική ποίηση του 20ού αι., κάνοντάς τη από τις σημαντικότερες πέννες της Αμερικής του 19ου αι.

     H Έμιλυ ήταν ιδιαίτερα παραγωγική στον αριθμό των ποιημάτων της, που ξεπερνούνε τα 800 και συχνά τα έστελνε μέσω αλληλογραφίας σε φίλους, ωστόσο δεν αναγνωρίστηκε ευρέως κατά τη διάρκεια της ζωής της. Ασυμβίβαστη με την κοινωνία της εποχής,  με ιδιαίτερη, ξεχωριστή γραφή αδιαφορώντας για συντακτικούς και γραμματικούς κανόνες εμπνέεται από σκηνές της φύσης και καταλήγει με ποιήματα βουτηγμένα σε βαθύ στοχασμό. Αν και δεν ταξίδευσε ποτέ της και σπάνια έβγαινε από το σπίτι της είχε μια ενόραση που της επέτρεπε να ξεφεύγει από το κλειστό και πουριτανικό περιβάλλον της εποχής της. Παρόλο που δεν έβγαινε σχεδόν ποτέ από το σπίτι της και όσο περνούσαν τα χρόνια το απεχθανόταν όλο και περισσότερο, επρόκειτο για μια γυναίκα με χιούμορ, εξυπνάδα και πρωτότυπο πνεύμα. Από τις σπάνιες ποιήτριες που ‘ζησε τη ζωή της μέσα στον εσωτερικό της, αστείρευτο κόσμο. Πέθανε στο Άμερστ το 1886, σε ηλικία 56 ετών κι ο 1ος τόμος ποιημάτων εκδόθηκε μετά θάνατον το 1890 κι ο τελευταίος το 1955.

Η Έμιλυ αριστερά με μια φίλη (Κέητ Τέρνερ) 1859 (!?)

     “Είσαι μεγάλη ποιήτρια” θα της πει η συγγραφέας Ελεν Χαντ Τζακσον το 1898 προφητικά, αλλά ο κόσμος δε θα τη μάθει παρά μόνον αρκετά χρόνια μετά το θάνατό της. Ένα κλειδωμένο έπιπλο από ξύλο κερασιάς με 2000 ποιήματα που θα ανακαλύψει η αδελφή της Λαβίνια την ώρα που κείνη ξεκινούσε για το δίχως επιστροφή ταξίδι, θα ‘ναι το όχημα που θα αποδείξει για ακόμα μια φορά ότι η μεγάλη τέχνη βρίσκει τον τρόπο κι επιβάλλεται στον κόσμο, πολλές φορές με τρόπο αρκούντως παράδοξο. «Με κάλεσαν πίσω» πρόλαβε κι είπε να χαράξουν στον τάφο της.
     «Μακάρι να ‘μασταν πάντα παιδιά, δεν ξέρω πώς να μεγαλώσω», το μόνιμο άγχος και το πρόβλημά της. Μοναδικό της βάσανο «αν τα ποιήματά της ανασαίνουν». Κι 70 χρόνια μετά το θάνατό της τα ποιήματα και τα γράμματά της θα γίνουν η ποιητική δωρεά της στον κόσμο.

      χειρόγραφο ποίημα της με τίτλο: “Wild Nights”

     Στα νυχτέρια της μοναξιάς, της γραφής και της μελέτης της, συντροφιά της η Αγία Γραφή, ο Σαίξπηρ και το λεξικό Webster’s. Το ζυμωτό ψωμί και τα μικρά γλυκά που έφτιαχνε με τα χέρια της, τα ζουζούνια και τ’ άνθη του αρχοντικού της. Τα ποιήματα που ‘γραφε χωρίς παραλήπτη και δίχως σταματημό σε αυτοσχέδια τεύχη από διπλωμένα φύλλα χαρτιού αλληλογραφίας, πάνω σε φακέλους, στο πίσω μέρος λογαριασμών και προσκλήσεων. Για την εμπειρία της έκστασης και για τον έρωτα, για την εγκατάλειψη και το θάνατο, για τη παντοδυναμία και την ομορφιά της φύσης, για την αναζήτηση το Θεού και την αμφιβολία. Και 1000 γράμματα. Εφάμιλλα πολλά απ’ αυτά με την ποίησή της. Τα νυχτέρια της γραφής και της μελέτης ίσως ήταν η αιτία που κατέστρεψε η Ντίκινσον την όρασή της. Διάβαζε με βουλιμία, είχε εποπτεία της παλαιότερης και της σύγχρονής της λογοτεχνίας. «Οι λέξεις… δε ξέρω κάτι άλλο πιο δυνατό», έλεγε, όμως κανένας άλλος ποιητής δεν όφειλε στα βιβλία τόσο λίγα. Αν κι έγιναν επίμονες απόπειρες να προσδιοριστούν οι πρόγονοί της, οι επιδράσεις που δέχτηκε και το λογοτεχνικό κίνημα όπου ανήκει, η Ντίκινσον αντιστέκεται σε όποια κατάταξη και μένει μακριά από κάθε άμεση εξάρτηση. Με κέντρο ανάγνωσης τη Βίβλο και τον Σαίξπηρ, μελέτησε τους Αγγλους μεταφυσικούς του 17ου αιώνα (Χέρμπερτ, Βων, Σερ Τόμας Μπράουν) κι όλη σχεδόν την αγγλόφωνη ρομαντική και βικτωριανή λογοτεχνία.

     Από τους Αμερικανούς: Έμερσον και Θορώ, Χώθορν, πολύ πιθανόν Πόε και Μέλβιλ. (Αρνήθηκε, όπως φαίνεται, τη ποίηση του Ουίτμαν). Από τους Άγγλους: Κητς και Μπάυρον, Γουέρντσγουερθ και Τέννυσον, Ντίκενς. Ιδιαίτερα, όμως, τους Μπράουνινγκ (έγραψε τουλάχιστον 2 ποιήματα για την Ελίζαμπεθ), την Τζωρτζ Έλιοτ (2 ποιήματα είναι αφιερωμένα στη μνήμη της), την Εμιλυ και Σαρλότ Μπροντέ. Πολύ νέα διάβασε τη «Μίμηση του Χριστού» του Γερμανού μυστικού Thomas Kempis, που της φανέρωσε ένα παράδειγμα ζωής ριζικό κι απόλυτο: “απαρνήσου τον κόσμο, απόδιωξε τη ταραχή του, βρες καταφύγιο στα μύχια της καρδιάς”. Γνώριζε σε βάθος το έργο του Ράσκιν και του Καρλάυλ. Στα βιβλία του σπιτιού περιλαμβάνονταν ακόμη θρησκευτική ιστορία, θεολογία, φιλοσοφικά μελετήματα, βιογραφίες (αγαπημένο της ανάγνωσμα).
      Όσο κι αν έλεγε φύλακα άγγελό της, τη Λαβίνια, που κι αυτή έμεινε ανύπαντρη, «δεν έχει Πατέρα και Μάνα, αλλά μόνο εμένα, κι εγώ δεν έχω Γονείς παρά μόνη αυτή», ο άνθρωπος που έγινε η πιστή σκιά της ήταν το μεγαλύτερο από τα 3 παιδιά, ο άτολμος Ώστιν, ο «αδερφός Πήγασος», που υπήρξε για τη Ντίκινσον σχέση έντονα συναισθηματική και πνευματική. «Νομίζω ότι, όσο μεγαλώνουμε, λείπουμε ο ένας στον άλλο πιο πολύ, γιατί δε μοιάζουμε σχεδόν με κανένα και γι’ αυτό εξαρτιόμαστε περισσότερο ο ένας από τον άλλον, για να βρούμε χαρά», του έγραφε. “Δεν έχω άλλο σύντροφο στο παιγνίδι“, εξομολογείται το μυστικό της στον Ώστιν, που σπουδάζει νομικά στο Χάρβαρντ: «Θα σου πω πως έχουν τα πράγματα -έχω κι εγώ τη συνήθεια να γράφω». Λίγες μέρες αργότερα: «Μακάρι να ‘μασταν παιδιά, δε ξέρω πώς να μεγαλώσω». Και τον επόμενο χρόνο, στα 23 της: «Δε φεύγω από το σπίτι, εκτός κι αν μια πειστική ανάγκη με πάρει από το χέρι». Στους σκονισμένους δρόμους του Άμερστ φάνηκαν κάποιες σκιές, άνθρωποι μισό πραγματικοί μισό γυρνάμενοι μες στο μυαλό της, οι λίγοι κείνοι που σφράγιζαν τη ζωή της: καλούπια της πραγματικότητας, που στάλαξε μέσα τους την ύλη του ιδιώματός της. Γιατί στην Έμιλυ, ακόρεστη και δύσπιστη καθώς ήτανε μπρος στην ευτυχία, η ερωτική ιδέα ήταν αχώριστη από την ποιητική.

     Γράμματα (το είδος του πεζού λόγου στο οποίο εκφράστηκε) έχει αρχίσει να γράφει από τα 12, και συνέχισε χωρίς διακοπή μέχρι τις τελευταίες της μέρες (σώθηκαν πάνω από χίλια, αν και πολλά χάθηκαν ή σκόπιμα καταστράφηκαν). Όσο κυλούν τα χρόνια, η αλληλογραφία γίνεται όλο και πιο πολύ κομμάτι της ζωής της, καθώς τα γράμματα «αποτελούν το μοναδικό μέσο διαφυγής από τον εκούσιο εγκλεισμό της»(Johnson & Ward 1958, xix) -«ένα Γράμμα είναι χαρά Γήινη που οι θεοί τη στερούνται» (Γ 960). Η συνήθεια να ταχυδρομεί ποιήματα για γράμματα, να ενσωματώνει ποιήματά της μέσα σε γράμματα, η συχνή χρήση παύλας, οι έμμετρες προτάσεις και οι εσωτερικές τους ομοιοκαταληξίες, «όλα τείνουνε προς την αμφισβήτηση μιας αυστηρής ειδολογικής διαφοράς ανάμεσα στη ποίηση και στο πεζό της λόγο» (Farr 1992, 16).
     Πυκνά κι αποσπασματικά, κατάμεστα από μεταφορές και μετωνυμίες, πολλά γράμματα είναι ισοδύναμα με τα ποιήματά της. Πώς αλλιώς, αφού με την αλληλογραφία της θέλησε να επικοινωνήσει και να γοητεύσει, να ασκηθεί ποιητικά και να συστήσει τον εαυτό της, να συγκεντρώσει γύρω της ποιητικό ακροατήριο, καθώς οι 40 από τους 99 αλληλογράφους μιας ολόκληρης ζωής ήτανε κι οι μοναδικοί παραλήπτες των ποιημάτων της, ορισμένων ποιημάτων της, μιας κι ήταν ελάχιστοι κείνοι που έλαβαν περισσότερα από ένα (Juhasz 1984, 170-192· Miller 1968, 29-39). «Ένα Γράμμα το νιώθω πάντα σαν αθανασία, γιατί είναι μόνο ο νους του φίλου χωρίς το σώμα του». «Η Δημοσίευση είναι η Δημοπρασία του Ανθρώπινου Νου», «Ατίμωση της Τιμής», έγραφε το 1863. Η άρνησή της να εκδώσει μένει ανεξήγητη. Η αποθάρρυνση από τον Χίγκινσον κι οι επεμβάσεις στα 10 ποιήματά της που είδε τυπωμένα, ο φόβος πως θα ‘χανε το προνόμιο της μόνωσης, η τακτική να επιστρέφει στα ποιήματα μετά από χρόνια, η πεποίθηση ότι οι αλληλογράφοι της ήτανε το ιδανικό ακροατήριο, είναι κάποιες πιθανές απαντήσεις.

     Από τους 2 στυλοβάτες της αμερικανικής ποίησης, ο Ουίτμαν επέβαλε άμεσα τη κυριαρχία του στους μεταγενέστερους, ενώ η Ντίκινσον έδρασε με τρόπο αργό κι υπόγειο. Μόλις το 1994 ο Harold Bloom, επικυρώνοντας καθυστερημένα την είσοδό της στο Δυτικό Κανόνα, τη θεωρεί ως τη «μεγαλύτερη ποιήτρια της Δύσης» (Bloom 1994, 295) κι αναγνωρίζει ότι «δεν υπάρχει κανένας κριτικός που να στέκεται στο ύψος των διανοητικών της αξιώσεων και ούτε πρόκειται να υπάρξει» (Bloom 1994, 292). Αλλά κι ο Alfred Kazin, στο μείζον έργο του An American Procession, σημειώνει ότι «ήταν η πρώτη νεωτερική συγγραφέας που έβγαλε η Νέα Αγγλία» (Kazin 1984, 164).
     Αν κι είναι πιθανό πως άρχισε να γράφει από το 1845, το 1ο γνωστό ποίημά της χρονολογείται τον Μάρτη του 1850, στα 20 της. Από τη παραγωγή των επόμενων 8 χρόνων κράτησε μόνο 4 ποιήματα. Το 1858 αρχίζει να συγκεντρώνει προσεχτικά τα ποιήματά της αντιγράφοντάς τα σε χειροποίητα τετράδια, σα να ‘θελε να βάλει τάξη στη παραγωγή της, που αύξανε διαρκώς, σα να επιθυμούσε να συνθέσει τις συλλογές της. Την εποχή αυτή φαίνεται πως συμβαίνει στη ζωή της κάποιο γεγονός αποφασιστικής σημασίας (αντικείμενο εξαντλητικών συζητήσεων). Το αποτέλεσμα ήταν ένας εσωτερικός εμπρησμός που την οδήγησε στη δημιουργία 1.116 ποιημάτων, τα 2/3 του έργου της, σε διάστημα 8 χρόνων, από το 1858 ως το 1865. Πρόκειται για τη πιο γόνιμη περίοδο, μιας και το 1862 γράφει 227 ποιήματα, το annus mirabilis 1863, 295, σχεδόν ένα τη μέρα, το 1865, 229. Θα συνεχίσει να γράφει μέχρι το τέλος της ζωής της, «δεν έχω άλλο σύντροφο στο παιχνίδι», με ετήσιο μέσο όρο 26 ποιήματα, όμως ποτέ με την ορμή των αρχών της δεκαετίας του 1860.

Το δωμάτιο όπου έγραφε…

     Η ποίησή της, δραματική, αμφίσημη κι ειρωνική, αν και θα μπορούσε να ταιριάξει στο κλίμα που καλλιέργησε ο μοντερνισμός, παρασιωπήθηκε ωστόσο από τον Πάουντ και τον Έλιοτ, τους κορυφαίους αγγλόφωνους εκφραστές του. Στο περιοδικό του Έλιοτ, The Criterion δημοσιεύτηκαν, το 1925, σοβαρές επιφυλάξεις για το έργο της. Νωρίτερα, η Amy Lowell (1874-1925) την είχε θεωρήσει πρόδρομο της νεώτερης ποίησης και υπόδειγμα για το κίνημα του εικονισμού. Ο Allen Tate (1899-1979), στο ιστορικό δοκίμιό του για τη Ντίκινσον (1932), τη προβάλλει ως βασικό πρότυπο για τις αρχές της Νέας Κριτικής. Ο Archibald MacvLeish (1892-1982) βρίσκει τη φωνή της άμεση και δραματική, «τυπικά νεωτερική».
     Ποιητές που δέχτηκαν βαθύτερα την επίδρασή της ήταν ο Wallace Stevens (1897-1955) και ο Hart Crane (1899-1932), που της απευθύνεται στο ποιητικό του κατόρθωμα Η Γέφυρα (The Bridge, 1930). Ο Robert Frost (1874-1963) ήταν από τους πρώτους ένθερμους υποστηρικτές της («η σπουδαιότερη γυναίκα συγγραφέας»), ο William Carlos Williams (1883-1963), αν και μαθήτευσε στην ποίηση του Whitman, θαύμαζε την οικονομία και την ελλειπτικότητα των στίχων της, ονομάζοντάς τη «προστάτισσα αγία» του, ενώ η Marianne Moore (1887-1972) επηρεάστηκε από τις λεκτικές της επιλογές και τις ανατροπές στη σύνταξη. Η πεζογράφος Gertrude Stein (1874-1946) ομολογούσε τη πνευματική της συγγένεια. Μετά το Β΄ Παγκ. Πόλ., όταν η ποίηση μιλά για τη ψυχική διάλυση και τη πνευματική αγωνία, το έργο της Ντίκινσον θα ‘ρθει στο προσκήνιο.

     Για τη ζωή της δεν είναι λοιπόν και πολλά γνωστά, όπως δεν θα ήταν και το έργο της, αν δεν έβρισκε η αδελφή της τα ανέκδοτα χειρόγραφα. Γιατί η πλέον αναγνωρισμένη Αμερικανή ποιήτρια του 19ου αι. δεν δημοσίευσε ούτε στίχο όταν ζούσε, με μια χούφτα ποιήματά της που βρήκαν τον δρόμο της έκδοσης να μην έχουνε καν την έγκρισή της. Το μεγάλο μυστήριο των αμερικανικών γραμμάτων έγραψε μανιωδώς μια σειρά από ποιήματα σε μια σύντομη χρονική περίοδο και μετά σίγησε για πάντα, για να αφήσει λες τους στίχους της ν’ ακουστούνε δυνατότερα…

================================

Δεν Υπάρχει Φρεγάτα Σαν Το Βιβλίο

Σαν το βιβλίο δεν υπάρχει μια φρεγάτα
σε χώρες μακρυνές να μας πηγαίνει,
Μηδ’ ο γοργός ταξιδευτής, μία σελίδα
γεμάτη στίχου καλπασμό, δε προλαβαίνει.

Η διαδρομή αυτή μπορεί να πάρει
τον πιο φτωχό και να τον ταξιδέψει,
χωρίς το φόβο ναύλα να ξοδέψει.

Πόσο λιτό στ’ αλήθεια είναι το άρμα
που κάνει μιαν ανθρώπινη ψυχή να πάλλει!

    Άγριες Νύχτες

Άγριες νύχτες-Άγριες νύχτες!
Αν ήμουν μαζί σου
Οι Άγριες νύχτες θα ήταν
Η απόλαυση μας

Μάταιοι οι άνεμοι
Για μια καρδιά σε λιμάνι
Αρκετά με τη Πυξίδα
Αρκετά με τους Χάρτες

Κωπηλατώντας στην Εδέμ
Αχ! η Θάλασσα!
Μονάχα να προσόρμιζα
Σε σένανε Απόψε!

      Σαν Πέτρα

Η ψυχή διαλέγει τους Ομοίους της
Μετά σφαλνά τη Θύρα
Στη θεϊκή πλειοψηφία της
Άλλον να εισβάλλει δεν αφήνει

Ακλόνητη μετρά τους Ηνιόχους που σταματούν
Στην Ταπεινή της Πύλη
Ακλόνητη ο αυτοκράτωρ το γόνυ κλίνει
Επάνω στο χαλί της

Τη ξέρω από μεγάλο έθνος
Διαλέγει Έναν
Μετά τις Βαλβίδες κλείνει της προσοχής της
Σαν Πέτρα

Αν Μπορώ

Αν μπορώ να σταματήσω
μια καρδιά που πάει να σπάσει
Δεν θα ζήσω μάταια.

Αν μπόρω να απαλύνω
μιας ζωής την Οδύνη
Ή ηρεμήσω άλλου τον Πόνο
Ή να βοηθήσω
ένα μισολιπόθυμο Κοκκινολαίμη
Να μπει ξανά μες στη Φωλιά του
Δεν θα ζήσω μάταια.

        Σκόρπια

1
Μακάρι να ‘μουνα για σένα καλοκαίρι,

Όταν οι μέρες του καλοκαιριού έχουν πετάξει!
Και μουσική σου που να παραμένει,
Όταν τα Νυχτοπούλια και οι Φλώροι, έχουν σωπάσει!

Θα υπερπηδήσω, και θ᾽ανθίσω, όλον μ᾽ άνθη
Θα τον γεμίσω από πάνω! Καί μακάρι
Να με μαζέψεις όλη Aνεμώνη
Παντοτινό, δικό σου άνθος!

Για χάρη σου ακόμα και στον τάφο

2
Έχω τον τίτλο της συζύγου, δίχως όμως
να ‘χω την άδεια καθώς ορίζει ο Νόμος.
Σκληρή μου δόθηκε, πικρή κι άδικη μοίρα.
«Βασίλισσα του Γολγοθά» για τίτλο πήρα.

Κι όλα είναι βασιλικά, εκτός το στέμμα,
κι ο αρραβώνας, δίχως λίγωμα στο βλέμμα
που ο Θεός σε κάθε θηλυκό χαρίζει,
όταν το κράτημα άλλου χεριού γνωρίζει.

Διαμαντικό με το διαμαντικό ταιριάζει
και το χρυσάφι, το χρυσάφι αγκαλιάζει.
Η γέννηση, ο αρραβώνας και κατόπι
δυο-τρία μέτρα από του σάβανου το τόπι.

Τριπλή μια νίκη σε μια μέρα να ‘ναι, φτάνει.
«Ο άντρας μου», λεν οι γυναίκες με στεφάνι
μ’ ένα σκοπό που κι η ψυχή τους τραγουδάει.
Να ‘ναι ο τρόπος τάχα, αυτός; Ποιός απαντάει;

3
Στ’ Αλαβάστρινά τους Δώματα, Ασφαλισμένοι
Ανέγγιχτοι απ’ το πρωί κι από το μεσημέρι
Κοιμούνται της Ανάστασης οι πράοι εταίροι,
Ατλάζινοι Δοκοί και Πέτρινη η Στέγη

Θριαμβικά περνούν τα Χρόνια πάνω τους
μες στο Μισό Φεγγάρι και τα Σύμπαντα
τα Τόξα τους λαξεύουν και Στερεώματα
κωπηλατούν, κατρακυλάνε τα Διαδήματα
Και Δόγηδες σιωπηλά που παραδίδονται
σα τα Σημάδια, σ’ ένα Δίσκο από Χιόνι

4
Τη Δύναμή μου στα Χέρια πήρα
Και κόντρα σ’ όλο τον Κόσμο πήγα
Δεν ήταν πολλή σαν του Δαυίδ
Μα ήμουν εγώ διπλά τολμηρή

Έριξα το Χαλίκι μου μα αυτή
Που ‘πεσε χάμω ήμουν Εγώ
Ήταν ο Γολιάθ τόσο πελώριος
Ή ήμουν εγώ τόσο μικρή;

5
Μια ψαλιδιά ένιωσα στο νου
σαν να ‘χε χωριστεί
έπιασα να το ράψω
δεν ταίριαζε η κλωστή.

6
Όταν η νύχτα φεύγει κι είναι
το χάραμα τόσο κοντά
π’ αγγίζεις πλέον τα κενά,
ώρα να στρώσεις τα μαλλιά,

να ετοιμάσεις τα λακκάκια,
και ν’ απορήσεις τι να ήσαν
τα γηραιά, ξεθωριασμένα
μεσάνυχτα και σε φοβήσαν.

7
Η Φύση κάνει να διψούμε,
ώστε, πεθαίνοντας μετά,
λίγο νερό εκλιπαρούμε
σε δάχτυλα περαστικά.

Δηλοί τη πιο λεπτή για εμάς
ανάγκη που εν αφθονία
πληροί το μέγα προς δυσμάς,
το Ύδωρ, η Αθανασία.

8
Η φήμη είναι μέλισσα.
Έχει κεντρί, έχει τραγούδι
Α, έχει όμως και φτερά.

9
Δε χρειάζεται κάποιος να ‘ναι δωμάτιο
για να στοιχειώσει.
Δε χρειάζεται κάποιος να είναι σπίτι
Το μυαλό έχει διαδρόμους
που υπερβαίνουνε τον υλικό χώρο.

10
Μπορεί τ’ απέραντα να αιτήθηκα
Απ’ ουρανούς δε θα δεχτώ χασούρα
Γιατί, στη Πόλη που γεννήθηκα
πυκνώνουνε οι Γαίες σαν τα Μούρα

Tο καλαθάκι μου έχει μέσα μόνο τ’ Άπειρα
που λεύτερα στο μπράτσο μου αιωρούνται
Αλλά μικρότερα δεμάτια συνωθούνται.

11
Πέθανα για την ομορφιά
και μπαίνοντας στο χώμα
ακούω κάποιον ν` ακουμπά’
στο πλαϊνό μου στρώμα.

Ψιθύρισε «τι έφταιξε;»
«η ομορφιά» του είπα
«για την αλήθεια πέθανα»
είπε «είμαστε αδέρφια».

Κι όπως μιας νύχτας συγγενείς
μιλήσαμε, όσο ποτέ κανείς
ώσπου ήρθανε στα χείλη μας τα κρύα,
κι έκρυψαν τ` όνομά μας, βρύα.

12
Κι όμως ο Χρόνος συνεχίζεται
-Το λέω χαρούμενη σ` όσους πονάνε τώρα-
Θα ζήσουν
Υπάρχει Ήλιος
Δεν το πιστεύουν τώρα
Που έχασα τα Πάντα,
Μ` εμπόδισε
Να χάσω Πράγματα μικρότερα.

Αν δε φαινόταν κάτι μεγαλύτερο
Από την Εκτροπή ενός Κόσμου από έναν Άξονα
Ή από του Ήλιου τον Αφανισμό
Τόσο μεγάλο δε θάταν βέβαια
Πού να σηκώσω εγώ το βλέμμα απ’ τη δουλειά μου
Για περιέργεια.

13
Υπάρχει η μοναξιά του χώρου
κι η μοναξιά των θαλασσών
και μοναξιά θανάτου, κι όλες
μοιάζουν εσμοί πρωτευουσών

μπροστά στο πολικό τοπίο
-μια περατή απεραντότης-
εκεί που η ψυχή ανοίγει
και δέχεται τον εαυτό της.

14
Δεν πέρασα το Χάρο να πάρω τάχα,
και μού ‘κανε ο ίδιος τη τιμή.
στην άμαξα καθίσαμε μονάχα
εμείς κι η μετά θάνατον ζωή.

Βραδύναμε, εκείνος δεν βιαζόταν,
κι εγώ από τα έργα και τους κόπους
κι απ’ την ανάπαυλα μου είχα πλέον
παραιτηθεί, για τους καλούς του τρόπους.

Περάσαμε εκεί που τα παιδάκια
στο διάλειμμα παλεύαν του σχολείου,
περάσαμε απ’ αθώα χορταράκια,
και πέρα από τη δύση του ηλίου.

Κι ο ήλιος μας προσπέρασε. Το πούσι
έφερνε παγωνιά κι ανατριχίλα
αράχνης είχα φόρεμα, και τούλι
γύρω στους ώμους μου που τρέμανε σα φύλλα.

Σταθήκαμε μπροστά σε κάποιο σπίτι,
Που έμοιαζε μ’ εξόγκωμα στη γη.
Μόλις που διακρινόταν η σκεπή του,
το γείσωμά του έμπαινε στη γη.

Πάει καιρός πολύς, μα κείνη η μέρα
μοιάζει πολύ μακρύτερη για μένα,
που κοίταξα και είδα των αλόγων
στραμμένα τα κεφάλια στους αιώνες.

         Τόσο Ανεπαίσθητα

Τόσο ανεπαίσθητα σα μια μικρούλα λύπη
Το Καλοκαίρι έσβησε σαν παρουσία
Τόσο ανεπαίσθητα που από κοντά μας λείπει,
Χωρίς να φαίνεται πως έχει κάνει προδοσία.

Παντού σκορπίστηκε σιωπή, παντού γαλήνη,
Σα ξαφνικά το σούρουπο μεγάλο να ‘χει αρχίσει
Σαν να θέλει ασυντρόφευτη να μείνει
Σε δείλι απόμακρο, μονάχη της η φύση.

Νωρίς, το σύθαμπο τη θέση του έχει πάρει
Το πρωινό θολές ανταύγειες ξετυλίγει
Με ευγενική κι όλο μελαγχολία, χάρη,
Σαν επισκέπτης που ετοιμάζεται να φύγει.

Κι έτσι χωρίς φτερά, κουπιά, χωρίς τιμόνι
Σ’ ονειρική, παραμυθένια τρυφεράδα
Το Καλοκαίρι με αναμνήσεις μας φορτώνει
Και φεύγει Θείο, στη στερνή του Ομορφάδα.

   Ρίξε Τα Εμπόδια Χάρε

Ρίξε τα εμπόδια Χάρε, τα κοπάδια
Να ‘μπουνε τα κουρασμένα,
Που ‘χει τελειώσει η βόσκησή τους
Και πια πάψαν να βελάζουν.

Δική σου είν’ η πιο γαλήνια νύχτα,
Δικό σου και το πατρικό μαντρί,
Πολύ σιμά ‘σαι, να σ’ αναζητούμε,
και πρόθυμος πολύ, σαν σε καλούμε.

                 Ελπίδα

Είναι η ελπίδα ένα πράγμα με φτερά
που ‘χει κουρνιάσει στη ψυχή μου
και δίχως λέξεις το σκοπό μου τραγουδά
χωρίς ποτέ, ποτέ, ποτέ να σταματά.

Κι ακούγεται στη καταιγίδα πιο γλυκά,
ντροπή της πρέπει τέτοια θύελλα κακιά,
που το μικρό μπορεί να διώξει, το πουλί,
που ζέσταινε καιρό, κόσμο πολύ.

Το ‘χω ακούσει και στη παγωμένη γη,
Και στα πιο αγρια κύματα, τα ξένα.
Κι όμως, ούτε στη χρεία του ποτέ,
ούτ’ ένα ψίχουλο δε ζήτησε από μένα.

Την Ηδονή Πρώτα Ζητά Η Καρδιά

Την ηδονή πρώτα ζητά η καρδιά
κι έπειτα την οδήνη ν’ αποφεύγει
Κι ύστερα κείνα τα μικρά παυσίπονα
Που ξεγελάν τον πόνο.

Μετά, να πάει να κοιμηθεί
Κι αν είν’ στο τέλος, βολετό,
Με θέλημα τ’ Αφέντη της
Τη λευτεριά, τα μάτια της να κλείσει.

Χωρισμός

Δύο φορές τέλειωσε η ζωή μου,
πριν τελειώσει,
Μένει ακόμη να φανεί αν η Αθανασία
μου φανερώσει
και ένα τρίτο γεγονός
τόσο μεγάλο,
τόσο δυσκολονόητο όσο αυτά
που ήδη μου τύχαν δύο φορές

Ο χωρισμός
είν’ τα γνωστά του παραδείσου,
Κι όλα τα χρειαζούμενα
απ’ τη κόλαση.

Αντιστάθμισμα

Κάθε μικρή στιγμή εκστατική
Πρέπει να τη πληρώσουμε μ’ οδύνη
Σ’ αναλογία με την Έκσταση, οξεία
και τρεμαμένη. Για κάθε ώρα λατρευτή,
χρόνια ζωής με πενταροδεκάρες.

Με τον πικρό αγώνα αποκτημένες
Και με σεντούκια δάκρυα γιομάτα.

Ο Θάνατος Είναι Ένας Διάλογος

Ο Θάνατος είναι ένας διάλογος
ανάμεσα στο Πνεύμα και τη Σκόνη.
«Διαλύσου» λέει ο θάνατος.
Το πνεύμα απαντά,
«Κύριε, έχω άλλη αποστολή».

Ο Θάνατος το αμφισβητεί,
φιλονικεί απ’ το Χώμα.
Το Πνεύμα απομακρύνεται,
κι απεκδύεται προσωρινά,
έτσι σαν επιχείρημα,
το ένδυμα της Σάρκας.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *