Dupin Amantine Aurore Lucile (Γεωργία Σάνδη): Πολυτάραχη Ζωή Πολλαπλό Τάλαντο

Βιογραφικό

       Η Αμαντίν Ωρόρ Λυσίλ Ντυπέν (Amantine Aurore Lucile Dupin), αργότερα Βαρόνη Ντυντεβάν (Dudevant)  ήτανε Γαλλίδα μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος και πρώιμη φεμινίστρια (προ της επινόησης του όρου) που συνέγραφε με το συγγραφικό ψευδώνυμο Γεωργία Σάνδη (George Sand). Η συγγραφέας με το ελληνικό ψευδώνυμο που υποστήριξε τη γυναικεία χειραφέτηση, ασυμβίβαστη κι ανατρεπτική, έγινε γνωστή για την εκκεντρική της συμπεριφορά, το πλούσιο συγγραφικό της έργο αλλά και τις αμέτρητες σχέσεις της με μεγάλες προσωπικότητες της εποχής της. Κάπνιζε δημόσια, πράγμα που θεωρούνταν προσβλητικό για γυναίκα, φορούσε ανδρικά ρούχα, που απαγορευόταν και μάλιστα χωρίς να πάρει άδεια από την αστυνομία -σε κάποιες γυναίκες δινόταν άδεια να φοράνε παντελόνια λόγω επαγγέλματος- και κατάφερε να επικρατήσει σ’ έν ανδροκρατούμενο περιβάλλον ως ισότιμο μέλος. Όσο έζησε ήταν μία από τις πιο δημοφιλείς συγγραφείς στην Ευρώπη, όντας διάσημη από τον Βίκτορ Ουγκώ και τον Ονορέ ντε Μπαλζάκ στην Αγγλία κατά τις 10ετίες του 1830 και 1840. Αναγνωρίζεται ως μία από τις πιο αξιόλογες συγγραφείς κι εκπροσώπους του ρομαντισμού στην Ευρώπη, με πιότερα από 70 μυθιστορήματα στο ενεργητικό της και 50 τόμους με διάφορα έργα, συμπεριλαμβανομένων μυθιστορημάτων, παραμυθιών, θεατρικών έργων και πολιτικών κειμένων. Ακολούθησε τα βήματα της πρόγιαγιας της, Λουίζ Ντυπέν, που της έτρεφε αμμέριστο θαυμασμό. Τάχθηκε υπέρ των δικαιωμάτων των γυναικών, επέκρινε τη τελετή του γάμου και πολέμησε ενάντια στις προκαταλήψεις μιας συντηρητικής κοινωνίας, πάλεψε απέναντι στις συμβάσεις και κατάφερε να κερδίσει τη δική της θέση στη παγκόσμια λογοτεχνία..
     Γεννήθηκε στο Παρίσι τη 1η Ιουλίου 1804, από τον Μωρίς Ντυπέν, πατέρα αριστοκρατικής γενιάς και τη Σοφί Βικτουάρ Ντελαμπόρντ, μητέρα κοινής καταγωγής, ανατράφηκε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής της ηλικίας από τη γιαγιά της Μαρί Ωρόρ ντε Σαξ στο πατρικό της κτήμα, στο Νοάν, στη γαλλική περιοχή του Μπερρύ, μια τοπογραφία που αργότερα χρησιμοποιήθηκε σε πολλά μυθιστορήματά της. Η γιαγιά της ήταν νόθα κόρη του Μαυρικίου της Σαξονίας, στρατάρχη της Γαλλίας και νόθου γιου του Αυγούστου Β’ της Πολωνίας, Ελέκτωρα της Σαξονίας. Η γιαγιά της Μαρί-Ωρόρ ντε Σαξ, όμως, ήταν οπαδός του Ζαν Ζακ Ρουσσώ δήλωνε άθεη και φυσιολάτρισσα, ήταν εκείνη που άσκησε μεγάλη επιρροή στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς της. Η μικρή Ωρόρ μεγάλωσε υπό την επίβλεψή της στην επαρχία Νοάν κι έζησε τα παιδικά της χρόνια στη φύση. Αγοροκόριτσο από μικρή, αρνιόταν να παίζει με κούκλες και προτιμούσε τα παιχνίδια στο δρόμο. Άλλωστε η αγροτική ζωή κι η εργατική τάξη αργότερα θα αποτελέσουνε πηγή έμπνευσης για το έργο της και θα την οδηγήσουνε σε μελέτες πρώιμης εθνογραφίας. Όταν έκλεισε τα 13 η οικογένειά της την έστειλε στο Παρίσι για σπουδές, σε οικοτροφείο που διεύθυναν καλόγριες. Η ασφυκτική ζωή όμως ενός συντηρητικού ιδρύματος δεν ταίριαζε στο χαρακτήρα της μικρής Ωρόρ, που διάβαζε φανατικά ΡουσσώΣατωμπριάνΜπάιρον και Σαίξπηρ. Έτσι μετά από 3 έτη και με τη βοήθεια της αγαπημένης της γιαγιάς, επέστρεψε στο χωριό της.



     Το 1822, σε ηλικία 18 ετών, παντρεύτηκε τον (ΦρανσουάΚαζιμίρ Ντυντεβάν (Casimir Dudevant), γιο του βαρώνου Ζαν-Φρανσουά Ντυντεβάν. Μαζί απέκτησαν 2 παιδιά: τον Μωρίς (1823-1889) και τη Σολάνζ (1828–1899). Ο σύζυγός της όμως αδιαφορούσε για τις καλλιτεχνικές της ανησυχίες, όποτε κείνη άρχισε να αναζητά τη τρυφερότητα και την αγάπη σε παράνομους δεσμούς, το 1825, είχε μια θυελλώδη αλλά μάλλον πλατωνική σχέση με τον νεαρό δικηγόρο Aurelien de Seze,  μέχρι που τελικά το 1831, στα 27, αποφάσισε να εγκαταλείψει τον βαρώνο. Εκείνος δεν της αρνήθηκε το διαζύγιο κι η Ωρόρ μετακόμισε πλέον μόνιμα στη γαλλική πρωτεύουσα με τα παιδιά της, σε μια εποχή που η πανούκλα θέριζε. Εκείνη όμως ήταν γεμάτη ενθουσιασμό για το νέο ξεκίνημά της. Το ψευδώνυμο Γεωργία Σάνδη μάλλον οφείλεται στη συνεργασία της με τον Γάλλο συγγραφέα Juliet Sandeau, που είχε ερωτική σχέση. Μαζί συνέγραψαν το πρώτο της βιβλίο. Ωστόσο δεν αποκλείεται, η επιλογή ενός ελληνικού ονόματος να οφείλεται και στο γενικό κλίμα φιλελληνισμού που επικρατούσε τότε στη γαλλική κοινωνία. Αυτή της η απόφαση προέκυψε από τη σφοδρή της επιθυμία να προκαλέσει σύγχυση σχετικά με την ταυτότητά της κι έτσι να αυξήσει τις πιθανότητές της να εισχωρήσει σ’ έναν αμιγώς ανδροκρατούμενο εκδοτικό κόσμο. Η φιλία της με το διευθυντή της εφημερίδας Λε ΦιγκαρόΑνρί ντε Λατούς τη βοήθησε ν’ αρχίσει λογοτεχνική καρριέρα. Το 1835, χώρισε νομικά τον Ντυντεβάν κι ανέλαβε την επιμέλεια των παιδιών τους.
     Αφού άφησε τον άντρα της έκανε όλο και λιγότερο κρυφή τη προτίμησή της στα αντρικά ρούχα σε σχέση με τα γυναικεία, αν και συνέχισε να ντύνεται γυναικεία σε κοινωνικές περιπτώσεις. Αυτή η αντρική αμφίεση της έδωσε δυνατότητα να κυκλοφορεί πιότερο ελεύθερα στο Παρίσι και της έδωσε αυξανόμενη πρόσβαση σε μέρη όπου θα είχαν αρνηθεί σε μια γυναίκα της κοινωνικής της θέσης. Αυτή ήταν μια αποκλίνουσα πρακτική για τον 19ο αι., όταν οι κοινωνικοί κώδικες -ιδιαίτερα της ανώτερης τάξης- είχαν υψηλή σημασία. Ως συνέπεια, έχασε πολλά από τα προνόμια της ως Βαρώνη. Κατά ειρωνικό τρόπο, μέρος των ηθών της εποχής αυτής επέτρεπε σε γυναίκες των υψηλότερων τάξεων να ζουν σωματικά χωρισμένες από τους συζύγους τους χωρίς να κακοχαρακτηρίζονται, αν δεν επεδείκνυαν κάποια προσβλητική κι ασυνήθιστη συμπεριφορά προς τον έξω κόσμο. Ο Ουγκώ σχολίασε: “Η Γεωργία Σάνδη δεν μπορεί να προσδιορίσει αν είναι άνδρας ή γυναίκα. Εκφράζω μεγάλη εκτίμηση για κάθε συνάδελφο μου, αλλά δεν είναι δική μου θέση να αποφασίσω αν είναι η αδερφή μου ή ο αδερφός μου“. Η παρισινή κοινωνία αναστατώθηκε με τη συνήθειά της να κυκλοφορεί ντυμένη αντρικά -με παντελόνι, γιλέκο, ρεντιγκότα και καπέλο- και να καπνίζει πίπα δημοσίως! Αυτή η αποκλίνουσα συμπεριφορά, αν κι επικρίθηκε έντονα και της στέρησε τα προνόμια που ‘χε σα βαρώνη, της έδωσε πρόσβαση σε μέρη που ακόμα και μια γυναίκα της κοινωνικής της θέσης δεν θα μπορούσε να ‘χει.



     H Σάνδη είχε συνάψει ρομαντικές σχέσεις με τον μυθιστοριογράφο Ζυλ Σαντώ (1831), τον συγγραφέα Προσπέρ Μεριμέ (Prosper Merimee), τον δραματουργό Αλφρέ ντε Μυσέ (καλοκαίρι 1833-Μάρτης 1835), τον Λουί-Χρυσόστομο Μισέλ (Louis-Chrysostome Michel), τον ηθοποιό Πιερ-Φρανσουά Μποκάζ (Pierre-Francois Bocage), τον συγγραφέα Σαρλ Ντιντιέρ (Charles Didier), τον συνθέτη Φελισιάν Μαλεφί (Felicien Mallefille), τον Λουί-Χρυσόστομο Μισέλ (Louis-Chrysostome Michel), τον Αλεξαντρ Μανσώ (Alexandre Manceau), τον πολιτικό Λουί Μπλανκ (Louis Blanc) και τον συνθέτη Φρεντερίκ Σοπέν (1837-1847). Αργότερα στη ζωή της αλληλογραφούσε με τον Γκυστάβ Φλωμπέρ και παρά τις ετερόκλιτες ιδιοσυγκρασίες τους, τελικά έγιναν στενοί φίλοι. Είχε επίσης μια στενή ρομαντική σχέση με την ηθοποιό Μαρί Ντορβάλ (Marie Dorval).Οι δυο τους συναντήθηκαν Γενάρη του 1833, όταν έπειτα από τη παρακολούθηση μίας παράστασής της της, έστειλε επιστολή που της εξέφραζε την εκτίμηση της. Η Σάνδη έγραψε για τη Ντορβάλ, ενώ πολλά αποσπάσματα τη περιγράφουν ως τσιμπημένη με αυτήν.

   “Μόνον όσοι ξέρουνε πόσο διαφορετικά ήμασταν φτιαγμένοι μπορούν να συνειδητοποιήσουν πόσο ενθουσιάστηκα μαζί της…Ο Θεός της είχε δώσει τη δύναμη να εκφράζει αυτό που ‘νιωθε. Ήταν όμορφη κι απλή. Δεν της είχανε διδάξει ποτέ τίποτα, αλλά δεν υπήρχε τίποτα που να μην ήξερε από ένστικτο. Δεν μπορώ να βρω λέξεις που να μπορώ να περιγράψω το πόσο ψυχρή κι ημιτελής είναι η δική μου φύση. Δεν μπορώ να εκφράσω τίποτα. Πρέπει να υπάρχει ένα είδος παράλυσης στον εγκέφαλό μου που εμποδίζει αυτό που νιώθω να βρει ποτέ μια μορφή μέσω της οποίας να μπορεί να επιτύχει επικοινωνία…Όταν εμφανίστηκε στη σκηνή, με τη κρεμασμένη της σιλουέτα, το άτονο βάδισμά της, τη λυπημένη και διεισδυτική ματιά της… Μπορώ να πω μόνον ότι ήτανε σα να κοιτούσα έν ενσαρκωμένο πνεύμα“.
  —Γ. Σ.

     Ο κριτικός θεάτρου Γκουστάβ Πλανς (Gustave Planche) φαίνεται να τη προειδοποίησε να μείνει μακρυά της, ομοίως, ο κόμης Αλφρέ Ντε Βινί (Alfred de Vigny), εραστής της Ντορβάλ από το 1831 ως το 1838, προειδοποίησε την ηθοποιό να μείνει μακρυά από την Σάνδη, αποκαλώντας τη “αυτή η καταραμένη λεσβία“. Το 1840, η Ντορβάλ έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ έν έργο που έγραψε η Σάνδη, με τίτλο Cosima κι οι δύο γυναίκες συνεργάστηκαν στο σενάριο. Ωστόσο, το έργο δεν σημείωσε μεγάλη επιτυχία κι ακυρώθηκε μετά από μόνον 7 προβολές. Η Σάνδη κι η Ντορβάλ παρέμειναν στενές φίλες για το υπόλοιπο της ζωής.

     Στη Μαγιόρκα μπορεί κανείς να επισκεφτεί το (τότε εγκαταλειμμένο) Καρθουσιανό μοναστήρι του Valldemossa, όπου πέρασε το χειμώνα του 1838-39 μαζί με τον Σοπέν και τα παιδιά της. Το ταξίδι αυτό στη Μαγιόρκα περιγράφηκε στο βιβλίο της Un hiver a Majorque (Ένας χειμώνας στη Μαγιόρκα), που εκδόθηκε το 1841. Ο Σοπέν ήδη από την αρχή της σχέσης του με την Σάνδη έπασχε από φυματίωση σε πρώιμο στάδιο, με αποτέλεσμα ο κρύος κι υγρός χειμώνας εκεί να επιδεινώσει τα συμπτώματα του. Η Σάνδη κι ο Σοπέν πέρασαν επίσης πολλά καλοκαίρια στο εξοχικό αρχοντικό της Σάνδη στη Νοάν από το 1839 ως το 1846, εκτός του 1840. Εκεί, ο Σοπέν έγραψε μερικά από τα πιο διάσημα έργα του, συμπεριλαμβανομένου του Fantaisie in F minor, Op. 49, Piano Sonata No. 3, Op. 58, and the Ballade No. 3 Op. 47.
     Στο μυθιστόρημά της Lucrezia Floriani (Λουκρητία Φλοριάνι), εμπνεύστηκε από τον Σοπέν τον χαρακτήρα του άρρωστου πρίγκηπα της Αν. Ευρώπης ονόματι Κάρολ. Στο μυθιστόρημα τον φροντίζει μια μεσήλικη ηθοποιός, η Λουκρητία, που υποφέρει πολύ από τη στοργή της για τον Καρλ. Αν κι η Σάνδη ισχυρίστηκε ότι δεν έπλασε μία καρικατούρα του Σοπέν, η δημοσίευση του βιβλίου κι η ευρεία αναγνωρισιμότητα του στο κοινό μπορεί αργότερα να όξυνε τις προστριβές μεταξύ του ζευγαριού. Μετά το θάνατο του Σοπέν, η Σάνδη έκαψε μεγάλο μέρος της αλληλογραφίας τους, αφήνοντας μόνο 4 επιστολές των δυο τους. 3 απ’ αυτές δημοσιεύτηκαν στη σειρά Classiques Garnier το 1968. Μία άλλη ρήξη ανάμεσα στο ζευγάρι προκλήθηκε από την ευνοϊκή στάση που διατήρησε ο Σοπέν απέναντι στην κόρη της Σάνδη, Σολάνζ και συνέχισε να ‘χει θερμές σχέσεις αφ’ ότου κείνη μαζί με τον σύζυγο της, Ογκίστ Κλεζίνγκερ (Auguste Clesinger), ήρθαν σε αντιπαράθεση με τη Σάνδη για χρήματα. Η Σάνδη εξέλαβε την υποστήριξη του Σοπέν απέναντι στη Σολάνζ σαν προδοσία, επιβεβαιώνοντας ότι ο Σοπέν πάντα αγαπούσε τη Σολάνζ.
     Ο γιος της Μωρίς, αντιπαθούσε τον Σοπέν, ήθελε να ‘χει τη πρωτοκαθεδρία και τον αντιμετώπιζε σαν αντίπαλό του. Επίσης ο ίδιος αφαίρεσε 2 προτάσεις από ένα γράμμα που έγραψε η Σάνδη στον Σοπέν όταν το δημοσίευσε, επειδή ένιωθε ότι ήταν υπερβολικά τρυφερή απέναντι του και στη Σολάνζ. Ο Σοπέν κι η Σάνδη χώρισαν 2 έτη πριν από το θάνατό του για διάφορους λόγους. Ο Σοπέν επέστρεψε στο Παρίσι μετά από μια περιοδεία στην Αγγλία, για να πεθάνει στη Place Vendome το 1849. Η Σάνδη απουσίαζε από τη κηδεία του.
     Η Σάνδη δεν είχε άλλη επιλογή από το να γράφει για το θέατρο λόγω οικονομικών δυσκολιών. Στη Νοάν, άσκησε ακόμη και τα καθήκοντα του γιατρού του χωριού, έχοντας σπουδάσει ανατομία και βοτανοθεραπεία με το γιατρό Deschartres. Αλλά δεν περιοριζόταν μόνο στη Νοάν αλλά ταξίδεψε και στη Γαλλία, και συγκεκριμένα με τον μεγάλο της φίλο Charles Robin-Duvernet στο Chateau du Petit Coudray, ή στο εξωτερικό. Μαζί με τον Πιέρ Λερού ίδρυσαν εφημερίδα κι η Σάνδη το 1848 συμμετείχε ενεργά στην επανάσταση εναντίον του βασιλιά. Απογοητευμένη από τη καταστολή της εργατικής εξέγερσης τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς, εγκατέλειψε τη πολιτική και το Παρίσι κι επέστρεψε στη Νοάν.
     Πέθανε στη Νοάν, κοντά στο Chateauroux, στο τμήμα Indre της Γαλλίας στις 8 Ιουνίου 1876, σε ηλικία 71 ετών. Τάφηκε στο ιδιωτικό νεκροταφείο πίσω από το παρεκκλήσι στο Nohant-Vic. Το 2003, η προοπτική να μεταφερθούνε τα λείψανά της στο Πάνθεον, στο Παρίσι, προκάλεσε διαμάχες.


                                     Ο Τάφος της στη Νοάν

     Οι 1ες λογοτεχνικές απόπειρές της ήτανε σε συνεργασία με τον συγγραφέα Σαντώ. Δημοσίευσαν πολλές ιστορίες μαζί με την υπογραφή του. Επίσης, το 1ο δημοσιευμένο μυθιστόρημά της, Rose et Blanche (1831), συγγράφηκε σε συνεργασία με τον Σαντώ. Έτσι το 1832 εξέδωσε το 1ο της ατομικό μυθιστόρημά της , με το ψευδώνυμο που την έκανε διάσημη, Γεωργία Σάνδη, με τίτλο, Ινδιάνα (Indiana, 1832), που κατήγγειλε τις κοινωνικές συμβάσεις και την υποκρισία του γάμου. Η ηρωίδα της, άλλωστε, εγκατέλειπε το σύζυγό της για χάρη του αληθινού έρωτα, όπως δηλαδή περίπου έκανε και η ίδια.. Η επιτυχία της ήτανε τεράστια, μάλιστα ήταν από τις ελάχιστες που κατάφερνε να βγάζει χρήματα από τα βιβλία της και γρήγορα το σπίτι της στο Παρίσι έγινε το κέντρο της καλλιτεχνικής ζωής.
     Ο Μπαλζάκ, ο Φραντς Λιστ, ο Προσπέρ Μεριμέ, ο Χάινε είναι μόνο μερικά από τα ονόματα των διανοούμενων που ανήκανε στον κύκλο της, που με πολλούς είχε κι ερωτικές σχέσεις. Μέχρι την ηλικία των 27 ετών, ήταν η πιο δημοφιλής συγγραφέας της Ευρώπης μεταξύ και των δύο φύλων, δημοφιλέστερη από τον Ουγκώ και τον Μπαλζάκ στην Αγγλία στις 10ετίες του 30-40 και παρέμεινε εξαιρετικά δημοφιλής όλη τη ζωή της και πολύ μετά το θάνατό της. Στις αρχές της καρριέρας της, η δουλειά της είχε μεγάλη ζήτηση. Το 1836 δημοσιεύθηκε η 1η συλλογή των έργων της που κυκλοφόρησε σε 24 τόμους και στο μέλλον κυκλοφόρησαν ακόμη περισσότερες συλλογές από διαφορετικούς εκδότες. Συνολικά εκδόθηκαν 4 ξεχωριστές εκδόσεις των Ολοκληρωμένων Έργων της όσο βρισκόταν εν ζωή. Το 1880, τα παιδιά της πουλήσανε τα δικαιώματα της λογοτεχνικής της περιουσίας για 125.000 φράγκα (που ισοδυναμούνε τώρα με 36 κιλά χρυσού ή 1.300.000 ευρώ).
     Οι φήμες έδιναν κι έπαιρναν κι οι κακές γλώσσες της εποχής την χαρακτήριζαν ακόρεστη σεξουαλικά, λέγοντας πως άλλαζε μαζί με τους εραστές και τις φιλοσοφικές και πολιτικές απόψεις της. Αυτό βέβαια δεν ανταποκρίνεται στη πραγματικότητα, αφού είχε μακροχρόνιους δεσμούς με τους μεγάλους της έρωτες, ενώ υποστήριζε τις σοσιαλιστικές της απόψεις, πίστευε πάντα στη κοινωνική δικαιοσύνη και στην αξία της μόρφωσης, ενώ υπερασπιζόταν ένθερμα τα δικαιώματα των γυναικών, γι’ αυτό και πολλοί τη θεωρούν μία από τις πρώτες φεμινίστριες. Μάλιστα ήταν από τις πρώτες που διεκδίκησε τον τίτλο της συγγραφέως, σε μια εποχή που κάτι τέτοιο για μια γυναίκα θεωρούνταν ως κι απαράδεκτο. Γοητευτική και μοιραία, έκανε πολλούς άνδρες να την ερωτευτούν εκείνη όμως έδωσε τη καρδιά της σε 2 μόνο: το ρομαντικό ποιητή Αλφρέ ντε Μισέ και τον μεγαλοφυή Σοπέν με τον οποίο συνέζησε 8 χρόνια.
     Εμπνευσμένη από τις παιδικές της εμπειρίες στην ύπαιθρο έγραψε τα αγροτικά μυθιστορήματα La Mare du Diable (Ο Βάλτος του Διαβόλου, 1846), Francois le Champi (1847-8), La Petite Fadette (Η μικρή Φαντέτ, 1849), και Les Beaux Messieurs Bois-Dore. Στο βιβλίο της Un hiver a Majorque (Ένας χειμώνας στη Μαγιόρκα) περιγράφει τη περίοδο που έζησε κείνη κι ο Σοπέν στο νησί στα 1838-9. Στο συγγραφικό της έργο περιλαμβάνονται κι άλλα μυθιστορήματα, όπως τα βιβλία Indiana (Ινδιάνα, 1832), Lelia (Λέλια, 1833), Mauprat (1837), Le Compagnon du Tour de France (1840), Consuelo (Κονσουέλο, 1842-3) και Le Meunier d’Angibault (1845). Θεατρικά κι αυτοβιογραφικά της έργα είναι τα: Histoire de ma vie (Η Ιστορία της Ζωής Μου, 1855), Elle et Lui (Αυτή & Αυτός, 1859, που αφηγείται τη σχέση της με τον Μυσέ) Journal Intime (μεταθανάτια 1926, Ημερολόγιο Της Καρδιάς) και Correspondence (Αλληλογραφία). Η Σάνδη έπαιζε συχνά τα θεατρικά της έργα στο μικρό της ιδιωτικό θέατρο στο κτήμα της στη Νοάν. Έγραψε επίσης λογοτεχνικές κριτικές και πολιτικά κείμενα.

     Στη πρώιμη ζωή της, τάχθηκε υπέρ των φτωχών και της εργατικής τάξης κι υπερασπίστηκε τα δικαιώματα των γυναικών. Όταν ξεκίνησε η Επανάσταση το 1848, ήτο ένθερμη ρεπουμπλικανή. Ξεκίνησε τη δική της εφημερίδα, που εκδόθηκε σ’ έναν εργατικό συνεταιρισμό. Έγινε πολιτικά ακόμη πιο δραστήρια μετά το 1841 κι οι ηγέτες της εποχής της συχνά λάμβαναν υπόψην τις συμβουλές της. Ήταν μέλος της προσωρινής κυβέρνησης του 1848, εκδίδοντας σειρά από φλογερά μανιφέστα. Ενώ πολλοί Ρεπουμπλικάνοι φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν μετά το πραξικόπημα του Λουδοβίκου-Ναπολέοντα Βοναπάρτη το Δεκέμβρη του 1851, η Σάνδη παρέμεινε στη Γαλλία, διατήρησε μια ασαφή σχέση με το νέο καθεστώς και διαπραγματεύτηκε ελαφριές και μειωμένες ποινές για τους φίλους της. Ήταν επίσης γνωστή για τους υπαινιγμούς στα γραπτά της στη διάρκεια της Παρισινής Κομμούνας του 1871, όπου πήρε θέση για τη συνέλευση των Βερσαλλιών κατά των κομμουνάρδων, προτρέποντάς τους να αναλάβουνε βίαιη δράση κατά των ανταρτών. Ήτανε τρομοκρατημένη από τη βία της, γράφοντας: “Η φρικτή περιπέτεια συνεχίζεται. Εξαγοράζουν, απειλούν, συλλαμβάνουν, κρίνουν. Έχουνε καταλάβει τα δημαρχεία, όλα τα δημόσια ιδρύματα, λεηλατούνε τα πολεμοφόδια και τις προμήθειες τροφίμων“.
Η γραφή της ήταν εξαιρετικά δημοφιλής στη διάρκεια της ζωής της κι η ίδια έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τη λογοτεχνική και πολιτιστική ελίτ της Γαλλίας. Ο Ουγκώ, στο επιτάφιο που εκφώνησε στη κηδεία της, είπε “η λύρα ήταν μέσα της“.

   “Κλαίω μια νεκρή, χαιρετώ μια αθάνατηΗ Γεωργία Σάνδη ήταν μία ιδέα. Ήταν ένα ξεχωριστό μέρος στην ιστορία μας. Άλλοι είναι σπουδαίοι άντρες… Εκείνη ήταν μία σπουδαία γυναίκα. Σε αυτή τη χώρα που χρέος της είναι να ολοκληρώσει τη Γαλλική Επανάσταση και να ξεκινήσει αυτή της ισότητας των δύο φύλων, για την ισότητα των ανθρώπων χρειαζόταν μία σπουδαία γυναίκα. Ήταν απαραίτητο ν’ αποδειχθεί ότι μια γυναίκα μπορεί να έχει όλα τ’ αντρικά χαρίσματα χωρίς να χάνει καμμία από τις αγγελικές της ιδιότητες, μπορεί να ‘ναι δυνατή χωρίς να παύει να ‘ναι τρυφερή… Αυτό απέδειξε η Γεωργία Σάνδη“.
  —Βίκτωρ ΟυγκώLes funerailles de George Sand

     Ο Ντελακρουά ήτανε στενός φίλος της κι έτρεφε σεβασμό για το λογοτεχνικό της χάρισμα. Ο Φλωμπέρ ήταν εμφανής θαυμαστής της. Ο Μπαλζάκ, που τη γνώριζε προσωπικά, είπε κάποτε ότι “αν κάποιος πιστεύει ότι η Γεωργία Σάνδη γράφει άσχημα, είναι επειδή τα δικά του πρότυπα κριτικής είναι ανεπαρκή“. Σημείωσε επίσης ότι η μεταχείριση της εικόνας στα έργα της έδειχνε ότι η γραφή της είχε μια εξαιρετική λεπτότητα, έχοντας την ικανότητα “να βάζει στην ουσία την εικόνα στη λέξη“. Ο Αλφρέ Ντε Βινύ την αποκαλούσε Σαπφώ. Δεν θαύμαζαν όλοι οι σύγχρονοί της την ίδια ή τη γραφή της. Ο Μπωντλαίρ ήταν ένας σύγχρονος κριτικός της που είχε πει: “Είναι ανόητη, βαρειά και φλύαρη. Οι ιδέες της για τα ήθη έχουνε το ίδιο βάθος κρίσης και λεπτότητας συναισθήματος με αυτές των καθαρίστριων και των έγκλειστων γυναικών… Το γεγονός ότι υπάρχουν άντρες που θα μπορούσαν να ερωτευτούν αυτή τη πόρνη είναι πράγματι μια απόδειξη της ταπείνωσης των ανδρών αυτής της γενιάς“.
     Ο Ντοστογιέφσκι διάβασε πολλά από τα πολυάριθμα μυθιστορήματα της Σάνδη και μετέφρασε το βιβίο της La derniere Aldini το 1844, μόνο και μόνο για να μάθει ότι είχε ήδη εκδοθεί στα ρωσικά. Σε ώριμη ηλικία εξέφρασε μια αμφίλογη στάση απέναντί της. Για παράδειγμα, στη νουβέλα του Notes from Underground (Σημειώσεις από το Υπόγειο, 1864), εκφράζει ως εξής τα αισθήματα του: “Σε αυτό το σημείο ξεκινάω τις ευρωπαϊκές, ανεξήγητα υψηλές λεπτότητες a la Γεωργία Σάνδη“. Η Βρεττανή ποιήτρια Ελίζαμπεθ Μπάρετ Μπράουνινγκ (1806–61) έγραψε 2 ποιήματα για τη Σάνδη: To George Sand: A Desire (1853) και το George Sand: A Recognition. Ο Αμερικανός ποιητής Ουίτμαν ανέφερε το μυθιστόρημα Consuelo της Σάνδη ως το προσωπικό του αγαπημένο κι η συνέχεια αυτού του μυθιστορήματός της, La Comtesse de Rudolstadt (Η Κόμισσα του Ρούντολσταντ, 1843), περιέχει τουλάχιστον μερικά αποσπάσματα που φαίνεται να άσκησαν άμεση επιρροή πάνω του.
     Εκτός από την επιρροή της στην αγγλική και ρωσική λογοτεχνία, η γραφή κι οι πολιτικές απόψεις της επηρεάσανε πολλούς συγγραφείς του 19ου αι. στην Ισπανία και τη Λατινική Αμερική, συμπεριλαμβανομένης της Gertrudis Gomez de Avellaneda, γεννημένη στη Κούβα συγγραφέα που έγραψε κι έζησε στην Ισπανία. Οι κριτικοί έχουν ανακαλύψει δομικές και θεματικές ομοιότητες μεταξύ της Indiana της Σάνδη, που εκδόθηκε το 1832 και της νουβέλας κατά της δουλείας της Αvellaneda με τίτλο Sab, που εκδόθηκε το 1841. Στο 1ο επεισόδιο του Προοιμίου του Swann’s Way (Από τη μεριά του Σουάν, 1913) -το πρώτο μυθιστόρημα της σειράς In Search of Lost Time (Αναζητώντας το χαμένο χρόνο) του Μαρσέλ Προυστ– ένας νεαρός, ταραγμένος Μαρσέλ ηρεμεί απ’ τη μητέρα του καθώς του διαβάζει ένα απόσπασμα από το Francois le Champi, ένα μυθιστόρημα που (αργότερα εξηγεί) αποτελούσε μέρος του δώρου της γιαγιάς του, που περιλάμβανε επίσης τα βιβλία La Mare du Diable (Ο Βάλτος του Διαβόλου, 1846), La Petite Fadette (Η μικρή Φαντέτ, 1849) και Les Maitres Sonneurs (όλα συγεγγραμένα από τη Σάνδη). Όπως σε πολλά επεισόδια που αφορούνε τη τέχνη στο In Search of Lost Time, αυτή η αναδρομή περιλαμβάνει και σχολιασμό του έργου.


                           Πορτραίτο δια χειρός Ντελακρουά

     Στο δοκίμιο A Room of One’s Own (Ένα Δικό της Δωμάτιο, 1929) της η Γουλφ αναφέρει τη Σάνδη μαζί με τους Έλιοτ και Σαρλότ Μπροντέ, λέγοντας “… όλες τους θύματα εσωτερικής διαμάχης, όπως αποδεικνύουνε τα γραπτά τους, προσπάθησαν αναποτελεσματικά να κρυφτούνε πίσω από το όνομα ενός άντρα“. Συχνές λογοτεχνικές αναφορές της εμφανίζονται στο Possession (1990) της Α.Σ. Μπάιατ και στο έργο Voyage, το πρώτο μέρος της τριλογίας The Coast of Utopia του (2002). Εμφανίζεται στο μυθιστόρημα Zorro (Ζορρό, 2005) της Ιζαμπέλ Αλιέντε, ως μία νεαρή κοπέλα που ερωτετεύεται τον τον Ντιέγκο ντε λα Βέγκα (Ζορρό). Τη Σάνδη έχουν υποδυθεί η Μερλ Όμπερον στην ταινία A Song to Remember (1945), η Πατρίσια Μόρισον στη ταινία Song Without End (1960), η Ρόζμαρι Χάρις στη σειρά Notorious Woman (1974), η Τζούντι Ντέιβις στη βρεττανοαμερικανική ταινία του Τζέιμς Λάπιν Impromptu (1991) η Ζιλιέτ Μπινός στη γαλλική ταινία Τα Παιδιά του αιώνα (Les Enfants du siecle, 1999). Επίσης στην ταινία George Who? (George qui?), μια γαλλική βιογραφική ταινία του 1973 σε σκηνοθεσία Michele Rosier που πρωταγωνιστεί η Anne Wiazemsky ως Σάνδη. Στη πολωνική ταινία του 2002 Chopin: Desire for Love σε σκηνοθεσία Jerzy Antczak, τη Σάνδη υποδύεται η Danuta Stenka. Στη γαλλική ταινία Flashback (2021) σε σκηνοθεσία Caroline Vigneaux, την υποδύεται η Suzanne Clement.

   “Μια από τις πιο έξοχες αντιπροσώπους του γυναικείου φύλου, γυναίκα ασύγκριτη για τη δύναμη του πνεύματος και του ταλέντου της, ένα όνομα που στο εξής ανήκει στην ιστορία. Η Γεωργία Σάνδη είχε μαγέψει τους Ρώσους συγγραφείς. Τα έργα της εμφανίστηκαν στη Ρωσία στα μέσα της δεκαετίας του 1830… Ήμουν δεκαέξι χρονών, αν θυμάμαι καλά, όταν διάβασα για πρώτη φορά κάποια νουβέλα, η οποία παραμένει ένα από τα σημαντικότερα πρώιμα έργα της. Δεν μπορώ να λησμονήσω τον πυρετό που όλη νύχτα με τυράννησε από ετούτη την ανάγνωση. Δε θα σφάλλω αν πω, απ’ όσα αναθυμούμαι, ότι η Γεωργία Σάνδη κατέλαβε διά μιας την πρώτη θέση ανάμεσα στους συγγραφείς των οποίων ο αντίλαλος της επιτυχίας έφτανε ως εμάς απ’ την Ευρώπη. Ούτε καν ο Ντίκενς, που έγινε γνωστός στη Ρωσία την ίδια εποχή, δεν μπόρεσε να κατακτήσει όπως εκείνη το κοινό… Η Γεωργία Σάνδη δεν είναι ένας μελετητής αλλά μια συγγραφέας που κατόρθωσε να σμιλέψει αριστουργηματικά την εποχή μιας ανθρωπότητας πιο ευτυχισμένης. Αφιέρωσε τη ζωή της στο κυνήγι ετούτης της χίμαιρας, γιατί την πίστεψε και την ανάστησε μέσα της. Είναι προνόμιο των μεγάλων ψυχών, εκείνων που αγαπούν βαθιά την ανθρωπότητα, να φυλάγουν την πίστη αυτή μέχρι το τέλος“.
 —Ντοστογιέφσκι

   “Στο δωμάτιό μου στην εξοχή, έχω πορτραίτο της προγόνου μου στα νιάτα της. Δείχνει συγκλονιστική καλλονή που ποζάρει μπρος στο ζωγράφο, μάλιστα μακιγιαρισμένη. Εξαιρετικά μελαχρινή, εντελώς αντίθετα από την ιδέα που έχουμε εμείς για τις βόρειες καλλονές. Τα μαλλιά της, κατάμαυρα σαν μελάνι, είναι δεμένα πίσω με αγκράφες με ρουμπίνια, ενώ το μέτωπο της, εντελώς λείο και ακάλυπτο, δεν έχει τίποτε το σεμνό. Μεγάλες κι ακατάστατες τρέσες πέφτουνε πάνω στο στήθος της. Φορά την ίδια ρόμπα από χρυσό μπροκάρ καλυμμένο με πολύτιμα πετράδια και τον κόκκινο βελούδινο μανδύα με γούνα ζιμπελίνας που φορούσε όταν την βρήκανε μέσα στο φέρετρο. Παραδέχομαι πως αυτή η καλλονή με το σκληρό χαμόγελο δεν μού αρέσει, μάλιστα μετά την εκταφή το πορτραίτο μου φέρνει λίγο φόβο, το βράδυ, όταν με κοιτάζει με τα λαμπερά της μάτια. Μοιάζει σαν να μού λέει, “Με τι χαζομάρες, καημενούλα μου, εκφυλισμένο έκτρωμα της περήφανής μου ράτσας, ταλαιπωρείς το φτωχό σου μυαλουδάκι; Τί είναι αυτή η χίμαιρα της ισότητας που γεμίζει τα όνειρά σου; Ο έρωτας δεν είναι αυτό που πιστεύεις. Οι άντρες δεν θα γίνουνε ποτέ αυτό που ελπίζεις. Δεν φτιάχτηκαν για τίποτ’ άλλο παρά για να τους κοροϊδεύουν οι βασιλιάδες, οι γυναίκες κι οι ίδιοι τους οι εαυτοί. Η πιο ζωντανή και μάλιστα η πιο θρησκευτική απ’ όλες τις προόδους του ανθρώπινου πνεύματος είναι, για να μιλήσω τη γλώσσα της δικής μου εποχής, η έννοια της αλληλεγγύης. Οι άνθρωποι όλων των εποχών την αισθάνονταν, είτε από ένστικτο είτε χάρη στη πνευματική τους διαύγεια […] Υπάρχει όμως κι ένα άλλο είδος προσωπικής δουλειάς, που την κάνουμε πιο σπάνια κι η οποία κατά τη γνώμη μου έχει εξίσου μεγάλη χρησιμότητα. Είναι το ν’ αφηγηθείς την εσωτερική σου ζωή, τη ζωή της ψυχής, με άλλα λόγια την ιστορία του πνεύματος και της καρδιάς σου, με σκοπό την αδελφική διδαχή“.
  —George Sand



ΡHTA:

* Υπάρχει μια μόνο ευτυχία σ’ αυτήν τη ζωή: να αγαπάς και ν’ αγαπιέσαι.

* Όποιος έχει καλή καρδιά δεν είναι ποτέ βλάκας.

* Παράδεισος είναι η ένωση δυο ψυχών στο φιλί της αγάπης.

* Το πνεύμα ψάχνει κι είναι η καρδιά που βρίσκει.

* Το αληθινό είναι υπερβολικά απλό. Πρέπει να φτάνεις σ’ αυτό πάντα μέσα από το πολύπλοκο.

* Η κριτική είναι πιο εύκολη από τη πρακτική.

* Ειδικά στη Γαλλία, οι λέξεις έχουν μεγαλύτερη εξουσία από τις ιδέες.

ΕΡΓΑ:

Προσωπικά

Voyage en Auvergne (autobiographical sketch, 1827)
Un hiver à Majorque (1842)
Histoire de ma vie (Story of My Life) (autobiography up to the revolution of 1848; 1855)

Noυβέλλες

Rose et Blanche (1831, with Jules Sandeau)
Indiana (1832)
Valentine (1832)
Lélia (1833)
Andréa (1833)
Mattéa (1833)
Jacques (1833)
Kouroglou / Épopée Persane (1833)
Leone Leoni (1833)
André (1834)
La Marquise (1834)
Simon (1835)
Mauprat (1837)
Les Maîtres mosaïstes (The Master Mosaic Workers) (1837)
L’Orco (1838)
L’Uscoque (The Uscoque, or The Corsair) (1838)
Spiridion (1839)
Pauline (1839)
Horace (1840)
Le Compagnon du tour de France (The Journeyman Joiner, or the Companion of the Tour of France) (1840)


                                       Το πατρικό στη Νοάν

Consuelo (1842)
La Comtesse de Rudolstadt (Countess of Rudolstadt) (1843, a sequel to Consuelo)
Jeanne (1844)
Teverino (1845) (translated as Jealousy: Teverino)
Le Péché de M. Antoine (The Sin of M. Antoine) (1845)
Le Meunier d’Angibault (The Miller of Angibault) (1845)
La Mare au Diable (The Devil’s Pool) (1846)
Lucrezia Floriani (1846)
François le Champi (The Country Waif) (1847)
La Petite Fadette (1849)
Château des Désertes (1850)
Histoire du véritable Gribouille (1851, translated as The Mysterious Tale of Gentle Jack and Lord Bumblebee)
Les Maîtres sonneurs (The Bagpipers) (1853)
Isidora (1853)
La Daniella (1857)
Les Beaux Messiers de Bois-Dore (The Gallant Lords of Bois-Dore or The Fine Gentlemen of Bois-Dore) (1857)
Elle et Lui (She and He) (1859)
Narcisse (1859)
Jean de la Roche (1859)
L’Homme de neige (The Snow Man) (1859)
La Ville noire (The Black City) (1860)
Marquis de Villemer (1860)
Valvedre (1861)
Antonia (1863)


                                                   Μνημείο της

Mademoiselle La Quintinie (1863)
Laura, Voyage dans le cristal (Laura, or Voyage into the Crystal) (1864)
Monsieur Sylvestre (1866)
Le Dernier Amour (1866, dedicated to Flaubert)
Mademoiselle Merquem (1868)
Pierre Qui Roule (A Rolling Stone) (1870)
Le Beau Laurence (Handsome Lawrence) (1870, a sequel to Pierre Qui Roule)
Malgretout (1870)
Cesarine Dietrich (1871)
Nanon (1872)
Ma Sœur Jeanne (My Sister Jeannie) (1874)
Flamarande (1875)
Les Deux Frères (1875, a sequel to Flamarande)
Marianne (1876)
La Tour de Percemont (The Tower of Percemont) (1876)



Θεατρικά

Gabriel (1839)
Cosima ou La haine dans l’amour (1840)
Les Sept cordes de la lyre (translated as A Woman’s Version of the Faust Legend: The Seven Strings of the Lyre) (1840)
François le Champi (1849)
Claudie (1851)
Le Mariage de Victorine (1851)
Le Pressoir (1853)
French adaptation of As You Like It (1856)
Le Pavé (1862, The Paving Stone)
Le Marquis de Villemer (1864)
Le Lis du Japon (1866, The Japanese Lily)
L’Autre (1870, with Sarah Bernhardt)
Un Bienfait n’est jamais perdu (1872, A Good Deed Is Never Wasted)




=========================

                                               Η Μαύρη Πόλη
(
αποσπ.)

 “Η Γεωργία Σάνδη θα ‘ναι καύχημα του αιώνα μας και της χώρας. Τίποτα δε λείπει απ’ αυτή τη δοξασμένη γυναίκα. Μεγάλη καρδιά σαν του Μπαρμπέ, μεγάλο πνεύμα σαν του Μπαλζάκ και ψυχή μεγάλη σαν του ΛαμαρτένVictor HugoΑπ’ όσα έχω δει (1887)

Κεφ. 1ο
 -“Γιατί είσαι θλιμμένος, φίλε μου; Τι σε έχει δυσαρεστήσει; Είσαι νέος και δυνατός, δεν έχεις πατέρα ή μάνα, γυναίκα ή παιδιά, κανένας δικός σου δεν υποφέρει λοιπόν. Εργάζεσαι γρήγορα και σωστά.Δεν μένεις ποτέ χωρίς δουλειά. Κανείς δεν σε κακολογεί που δεν είσαι από εδώ. Αντιθέτως, σε εκτιμούν για τον χαρακτήρα σου και τα ταλέντα σου, γιατί για εργάτης είσαι μορφωμένος: ξέρεις να διαβάζεις, να γράφεις και να μετράς τόσο καλά σχεδόν όσο ένας υπάλληλος. Έχεις μυαλό και λογική, κι επίσης είσαι ο πιο ωραίος άνδρας της πόλης. Τέλος, είσαι είκοσι τεσσάρων ετών, τι ωραία ηλικία! Τι σου λείπει λοιπόν, και γιατί, αντί να έρθεις για έναν περίπατο και να κουβεντιάσεις μαζί μας την Κυριακή, κάθεσαι μόνος σου, σαν να θεωρείς ότι δεν είσαι ίσος με τους άλλους, ή σαν να κρίνεις ότι εκείνοι δεν είναι αντάξιοί σου“;
     Έτσι μίλησε ο Λουί Γκοσέ, ο μαχαιροποιός, στον Ετιέν Λαβούτ, τον λεγόμενο Επτάσπαθο, τον μαχαιροποιό-οπλοποιό. Κάθονταν στον ήλιο, μπροστά σε μία από τις πεντακόσιες ή εξακόσιες βιοτεχνίες που στριμώχνονται η μια πάνω στην άλλη στις δύο όχθες του χείμαρρου, στο μέρος που λέγεται η Τρύπα της Κολάσεως. Για να ακούγεται η φωνή τους στην άκρη αυτού του ορμητικού και θαυμάσιου καταρράκτη, χρειάζονταν τη συνήθεια που είχαν να καταλαβαίνουν την ανθρώπινη ομιλία στον αδιάκοπο θόρυβο των σφυριών, στις διαπεραστικές κραυγές των εργαλείων και στο σφύριγμα του καμινιού.
     Οι δυο εργάτες έτρωγαν ενώ συζητούσαν. Ο Γκοσέ είχε μια γαβάθα στα γόνατά του, μια γαβάθα νόστιμη σούπα που του είχε φέρει, με υπερήφανο και σοβαρό ύφος, η μεγαλύτερη κόρη του που ήταν πέντε ετών. Η νεαρή μητέρα, που κρατούσε ένα άλλο παιδί στην αγκαλιά της, είχε ακολουθήσει τη μικρή για να την προσέχει, και τώρα το κορίτσι και το αγόρι κυλιόντουσαν στην άμμο, ενώ η γυναίκα, βλέποντας τον άνδρα της να συζητάει εμπιστευτικά, στεκόταν με σεβασμό λίγο πιο πίσω, και έριχνε απλώς κάποιες ματιές πότε πότε, για να δει αν έτρωγε με ευχαρίστηση. Ο Επτάσπαθος έτρωγε όπως τρώνε τα αγόρια, στο πόδι, και με την αδιαφορία αυτών που δεν έχουν ούτε σύντροφο ούτε μητέρα. Τα χέρια του ήταν, όπως του συντρόφου του, γυμνά, λερωμένα με μαύρες μουντζούρες, και το κεφάλι του εκτεθειμένο στον καυτό ήλιο του μεσημεριού, σχετική δροσιά γι’ αυτούς που ζουν στην κόλαση του σιδηρουργείου. Ο Επτάσπαθος δεν απάντησε στον Γκοσέ. Του έσφιξε το χέρι για να του δώσει να καταλάβει ότι ήταν ευγνώμων για το ενδιαφέρον του· όμως χαμήλωσε το κεφάλι του και κοίταξε τον χείμαρρο να κυλάει.
 -“Λοιπόν, λοιπόν, είπε ο μαχαιροποιός, κάτι δεν πάει καλά με σένα! Υπάρχει κάτι που μπορούμε να κάνουμε; Μίλα! Σε συμπαθώ και θα ήθελα να σε βοηθήσω“.
 -“Ευχαριστώ, φίλε μου“, απάντησε ο νεαρός με κάποια περηφάνεια. “Ξέρω ότι έχεις καλή καρδιά, και αν σε είχα ανάγκη, θα σου ζητούσα αυτό που χρειάζομαι· αλλά δεν μου λείπει τίποτα, και δεν θα σου κρύψω ότι, αν ήθελα, εμένα που με βλέπεις, θα έβγαζα δώδεκα φράγκα τη μέρα“.
 “Και γιατί δεν θέλεις; Φοβάσαι ότι δεν αξίζει τον κόπο“;
 -“Όχι· αλλά όταν θα καίγομαι να διπλασιάσω το μεροκάματό μου, θα έχω καταφέρει κάτι περισσότερο“;
 -“Ναι, θα ξεκουράζεσαι περισσότερο όταν σε ευχαριστεί να ξεκουράζεσαι και τη μέρα που θα θέλεις να ξεκουραστείς μια για πάντα, θα είσαι ακόμα νέος. Αν δεν είχα οικογένεια να θρέψω, κι αν είχα τα ταλέντα σου, θα ήθελα, σε δέκα χρόνια από τώρα, να ανοίξω μια δική μου βιοτεχνία“.
 -“Ναι, ναι, να γίνεις αφεντικό, να πληρώνεις και να επιβλέπεις τους εργάτες, να κρατάς τα βιβλία, να εμπορεύεσαι, για να αγοράσεις, ύστερα από άλλα δέκα χρόνια, γη στην πάνω πόλη και να χτίσεις ένα μεγάλο σπίτι που θα σε καταστρέψει, επειδή σε κατέλαβε η τρέλλα του πλούτου; Ορίστε η φιλοδοξία του ντόπιου εργάτη“.
 -“Και λοιπόν; Γιατί όχι;“, συνέχισε ο Γκοσέ. “Λίγο μυαλό μαζί με τη δουλειά κι ο εργάτης μπορεί να γίνει μεγαλοαστός. Κοίτα εκεί, πάνω από τα κεφάλια μας, πάνω στην αναβαθμίδα του βουνού, αυτούς τους όμορφους δρόμους με τα σκαλοπάτια, αυτά τα μονοπάτια απ’ όπου βλέπουμε πενήντα λεύγες ορίζοντα, αυτά τα λευκά και ροζ τείχη, αυτούς τους ανθισμένους κήπους, που έχουνε κάγκελα στεφανωμένα με πρασινάδες, όλ’ αυτά έχουνε βγει από την άβυσσο όπου ιδροκοπούμε από το πρωί μέχρι το βράδυ, ο ένας στον τροχό και στη τανάλια, κι ο άλλος στη σιδερένια ράβδο και στο σφυρί. Όλοι αυτοί οι πλούσιοι που, από εκεί ψηλά, μας κοιτάζουν να ιδρώνουμε, διαβάζοντας τις εφημερίδες τους ή κλαδεύοντας τις τριανταφυλλιές τους, είναι, ή παλιοί σύντροφοι, ή τα παιδιά παλιών αρχιεργατών, οι οποίοι κέρδισαν αυτά που έχουν, και που δεν περιφρονούν τα λερωμένα πρόσωπά μας και τις δερμάτινες ποδιές μας. Μπορούμε να τους ζηλεύουμε χωρίς να τους μισούμε, εφόσον από μας εξαρτάται ή τουλάχιστον από κάποιους από εμάς, να φτάσουμε εκεί που έφτασαν. Κοίτα! Δεν είναι μακρυά! Διακόσια τριακόσια μέτρα βράχοι ανάμεσα στην κόλαση που είμαστε και στον παράδεισο που μας καλεί, αυτό αντιστοιχεί σε μια εικοσαετία θάρρους κι επιμονής, αυτό είναι όλο! Εγώ που σου μιλάω, το έχω ονειρευτεί αυτό!Αλλά ο έρωτας μου χτύπησε την πόρτα, και ήρθαν τα παιδιά. Αυτός που παντρεύεται νέος και χωρίς οικονομίες δεν έχει πια πιθανότητες να τα βγάλει πέρα· έχει όμως τη γυναίκα και τα παιδιά του για να βρίσκει παρηγοριά! Να γιατί, ενώ είμαι καταδικασμένος να κάνω πάντα το ίδιο πράγμα σε όλη τη ζωή μου, δεν παραπονιέμαι και δέχομαι ό,τι κι αν μου φέρει η ζωή.
 -“Αυτό είναι που σου αποδεικνύει“, είπε ο Επτάσπαθος, “ότι υπάρχουνε δύο επιλογές: ή να μείνεις φτωχός κι ευτυχισμένος, ή να δυστυχήσεις για να πλουτίσεις. Λοιπόν! Είμαι ανάμεσα σ’ αυτές εδώ τις δυο ιδέες και δεν ξέρω ποια να επιλέξω. Να γιατί είμαι, όχι θλιμμένος όπως νομίζεις, αλλά ανήσυχος κι αλλάζοντας σχέδια κάθε μέρα μη μπορώντας να βρω ένα που δεν θα με φοβίζει“.
 -“Νομίζω ότι είσαι απ’ αυτούς που ανακατεύουνε πολύ το φαγητό τους πάνω στη φωτιά και το αφήνουν να καεί. Βλέπεις τη κακή πλευρά των πραγμάτων και βλέπεις πάντα το ποτήρι μισοάδειο. Σε τι θα σου χρησιμεύσει το μυαλό σου, αν όχι για να δεις το καλό στη ζωή σου; Εγώ που δεν είμαι μορφωμένος, δεν το ψάχνω και πολύ. Κοιτώ γύρω μου κι αφού επέλεξα να παντρευτώ το κορίτσι που αγαπούσα, δεν με ενοχλεί καθόλου να θαφτώ για πάντα στη κάτω πόλη. Αντίο στο περιποιημένο σπίτι με τους χρυσαφένιους ανεμοδείκτες του να σφυρίζουνε στον άνεμο του κάμπου! Αντίο στο ήρεμο νεράκι μες στις μικρές γούρνες! Αντίο στο όνειρο του νεαρού εργάτη“!
 -“Σιγά! Η κόλασή μας δεν είναι τόσο άσχημη όσο θέλουν να λένε! Τα μάτια μου την έχουνε συνηθίσει κι όλες αυτές τις ξύλινες σκεπές που έχουν μαυρίσει από τον καπνό και τις κρεμαστές γέφυρες που τρέμουνε πάνω απ’ τους καταρράκτες και το συνονθύλευμα από υπόστεγα που απλώνουνε πάνω απ’ το νερό τα μεγάλα κλαδιά τους που είναι φορτωμένα με σταφύλια, τις θολωτές καμάρες, τους υπόγειους δρόμους που στηρίζουν ορόφους διαλυμένων σπιτιών κι όπου ακούω να τρίζουν οι σιδερένιες ράβδοι πάνω στις πλατφόρμες, όλοι οι θόρυβοι που κάνουνε το κεφάλι σου να σπάσει και που δεν εμποδίζουνε τον τεχνίτη να σκέφτεται ακόμη και να ονειρεύεται, όλ’ αυτά τα λερωμένα παιδιά απ’ τη κάπνα και τα ρινίσματα σιδήρου που ξαναγίνονται ρόδινα τη Κυριακή και που στροβιλίζονται σαν πεταλούδες στους βράχους αφού έχουνε τρέξει όλη τη βδομάδα γύρω από τις μηχανές σαν μυρμήγκια. μάλιστα, όλ’ αυτά χορεύουν μπρος στα μάτια μου και κελαηδούνε στ’ αυτιά μου! Μου αρέσει η τραχειά μουσική της δουλειάς, κι αν τύχει να σκεφτώ κάτι θλιβερό, ενώ χτυπάω το αμόνι μου, βγαίνω για λίγο έξω, για να έρθω εδώ και να κοιτάξω το νερό και τον ήλιο να γελούνε για να νιώσω περήφανος και χαρούμενος! Ναι, περήφανος! Γιατί, τελικά, ζούμε σ’ ένα μέρος που ο διάβολος δεν θα το είχε διαλέξει για κατοικία του κι εμείς κατακτήσαμε τη δική μας, γκρεμίσαμε ένα βουνό, αναγκάσαμε ένα ορμητικό ποτάμι να δουλέψει για εμάς καλύτερα απ’ ότι θα κάνανε τριάντα χιλιάδες άλογα, τέλος τοποθετήσαμε τις κάμαρές μας, τα κρεβάτια μας και τα τραπέζια μας σε γκρεμούς που τα παιδιά μας βλέπουνε και περνούν από δίπλα τους χωρίς να νιώθουν φόβο και σε καταρράκτες που το τρεμούλιασμά τους τα νανουρίζει ακόμη καλύτερα κι από το τραγούδι των μανάδων τους!…
     Ξέρεις ότι εδώ και τριακόσια χρόνια, από πατέρα σε γιο, σκάβουμε αυτό το στενό φαράγγι όπου τόσες οικογένειες έχουν βρει τρόπο να στοιβαχτούν, να βγάλουν το ψωμί τους ακόμα και να πλουτίσουν; Κάποιοι ξεκίνησαν από μικροί, με δικό τους ρίσκο και κίνδυνο, να μάχονται απέναντι στη φύση και απέναντι στις διαπιστεύσεις και στους κινδύνους του εμπορίου, εμπόδια πιο επίμονα και πιο απειλητικά κι από την ίδια τη φύση. Και τώρα, σε αυτό το μαύρο ρήγμα του βράχου, σε αυτούς τους κλιμακωτούς καταρράκτες που ονομάζουμε κάτω πόλη, εμείς είμαστε περισσότερα από οκτώ χιλιάδες ζευγάρια χέρια που βρίσκουν δουλειά, οκτώ χιλιάδες άνθρωποι κάθε μέρα γεμάτοι σιγουριά για την επομένη και μπορώντας έτσι, με τη δουλειά, να περάσουμε από τη νιότη στον θάνατο χωρίς πολλές δυσκολίες και ανησυχίες, ενώ εκεί πάνω, στη θέση ενόςάθλιου οικισμού, υψώνεται μια πλούσια πόλη, μια πολύχρωμη πόλη με απαλά και χαρούμενα χρώματα που οι ταξιδιώτες τη συγκρίνουν με πόλη της Ιταλίας, μια σχεδόν νέα πόλη με σιντριβάνια, με κτήρια, με δρόμους! Είναι κάτι, φίλε μου, να βρίσκεσαι σε ένα μέρος όπου οι άνθρωποι δεν είναι ούτε νωθροί ούτε αναξιόπιστοι, και δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου κάτοικοι της πάνω πόλης που δεν κοιτάζουν με περηφάνεια τους καπνούς και τους κεραυνούς της κάτω πόλης που ανεβαίνουν στον ουρανό, σαν ψαλμωδία και λιβάνι, προς τιμήν εκείνου που τους έκανε να μεγαλώσουν και να ευημερήσουν“.
 -“Έχεις δίκιο“, απάντησε ο Επτάσπαθος “και το περίσσιο θάρρος σου μου φτιάχνει τη διάθεση! Ναι, είναι όμορφη, η κάτω πόλη μας, η μαύρη πόλη μας, όπως τη λένε στα μέρη μας. Θυμάμαι την έκπληξή μου όταν έφτασα εδώ για να μάθω τη δουλειά. Ήμουν μόλις δώδεκα ετών, και όλα τα χρόνια μου τα είχα περάσει στην εξοχή, είκοσι πέντε λεύγες από εδώ. Δεν ήταν πολύς καιρός που είχα χάσει τον πατέρα και τη μητέρα μου, και ήμουν γεμάτος πόνο! Δεν μου είχε μείνει κανένας στον κόσμο εκτός από τον καλό νονό μου, που με θυμήθηκε, αν και είχε φύγει πριν από πολύ καιρό από την περιοχή, με ζήτησε λέγοντας ότι ήθελε να μου μάθει μια καλή τέχνη, τη δική του. Καθώς οι γονείς μου δεν μου είχαν αφήσει τίποτα, ήμουν πολύ φτωχός· αλλά πάντα αγαπάμε τον τόπο μας, και θυμόμουν τόσο λίγο τον νονό μου κιένιωθα πολύ δυστυχισμένος που έπρεπε να τον υπακούσω. Αν ο δήμαρχος και ο ιερέας του χωριού μου δεν μου είχαν μιλήσει με αυστηρότητα, θα είχα μείνει. Συνεπώς έκλαιγα σε όλη τη διαδρομή, και όταν μπήκα στη Μαύρη Πόλη, ήταν το κάτι άλλο! Με κυρίευσε ο φόβος. Ανέβηκα τυχαία στην πάνω πόλη, ντροπιασμένος και δεν τολμούσα να μιλήσω σε κανέναν. Όταν πήρα την απόφαση να ρωτήσω για την κάτω πόλη, γέλασαν μες στη μούρη μου. “Για να βρεις την κάτω πόλη, αγόρι μου, δεν ήταν ανάγκη να κάνεις μια λεύγα ανεβαίνοντας. Τώρα, πρέπει να ξανακατέβεις· θα σου δείξουμε όμως ένα μονοπάτι λίγο δύσβατο που θα σε βγάλει όλο ευθεία.” Και κατέβηκα μέσα από τους κήπους, έπειτα κατά μήκος του βράχου, και τέλος στα δρομάκια που περπατάμε στα τυφλά, και τόλμησα να ρωτήσω για τον νονό μου, τον μπαρμπα-Λαγκέρ. Κατέβαινε κι άλλο, μου  απάντησαν·  κατέβαινε μέχρι την Τρύπα της Κολάσεως, κι εκεί θα δεις στα αριστερά σου το εργαστήρι που δουλεύει.
     Νόμιζα ότι με κορόιδευαν: η Τρύπα της Κολάσεως! Εγώ είμαι από τον κάμπο, και δεν ήξερα σχεδόν καθόλου τους γκρεμούς. Κι έπειτα μια τρύπα της κολάσεως στη μέση μιας πόλης, μου φαινόταν αδύνατο! Ωστόσο άκουγα το βουητό του καταρράκτη· αλλά καθώς είχε έρθει η νύχτα και οι φλόγες από τους φούρνους ανέβαιναν κατά εκατοντάδες κάτω από τα πόδια μου, είδα ξαφνικά τον καταρράκτη φωτισμένο και κόκκινο, και φαντάστηκα ότι έβλεπα φωτιά να τρέχει και να πέφτει. Ήμουν έτοιμος να φύγω τρέχοντας! Ωστόσο πήρα θάρρος, τόλμησα να ανέβω σε μια κρεμαστή γέφυρα. Όταν ήμουν στη μέση και ένιωσα να αναπηδώ πάνω στα σύρματα, ένιωσα ότι είμαι χαμένος. Τελικά έφτασα εδώ, όπου είμαστε, και βρήκα το θάρρος να κοιτάξω την άβυσσο. Το κεφάλι μου στριφογύριζε, με είχε πιάσει ζαλάδα·παρόλα αυτά η κατάπληξη και οι νεωτερισμοί με καναν να ξεχάσω τη θλίψη μου. Φανταζόμουν ότι βρίσκομαι τόσο μακρυά από τον τόπο μου που δεν θα μπορούσα ποτέ να ξαναγυρίσω κι έλεγα στον εαυτό μου: Εφόσον, για όσες μέρες μου μένουν, είμαι στον πάτο της κόλασης, ας δούμε πώς είναι“!
     Την επομένη, ο νονός μου με πήγε σε όλες τις βιοτεχνίες, σε όλα τα εργαστήρια, για να δω το μέρος και να συνηθίσω τα κατατόπια. Στην αρχή θεωρούσα ότι όλα αυτές οι βιοτεχνίες που ήταν κολλημένες η μία στην άλλη ήταν μόνο μία, και δυσκολευόμουν να καταλάβω ότι υπήρχαν τόσες διαφορετικές όσα τα άλματα που έκανε το ποτάμι στα βράχια. Έπειτα, κάτω από τα στέγαστρα που κάπνιζαν και πάνω από τις κρεμαστές γέφυρες που χόρευαν, είδα να πηγαινοέρχονται πολλοί κατάμαυροι άνδρες και παιδιά.
 -“Είναι οι οπλοποιοί, οι μαχαιροποιοί κι οι κλειθροποιοί“, μου είπε ο νονός μου. “Είναι οι άνθρωποι της φωτιάς. Κοίτα πιο μακρυά αυτούς που, μικροί και μεγάλοι, είναι κάτασπροι, πεντακάθαροι, και τα χέρια τους είναι τόσο απαλά όσο των δεσποινίδων: είναι οι χαρτοποιοί, οι άνθρωποι του νερού. Κοίτα καλά, αγόρι μου, γιατί δεν έχεις ξαναδεί ποτέ κάτι παρόμοιο. Δεν υπάρχει τίποτα εξίσου όμορφο στον κόσμο από το να βλέπεις να δουλεύουν όλοι αυτοί εδώ οι άνθρωποι, τόσο δραστήριοι, τόσο ικανοί, τόσο ειδήμονες ή τόσο επιμελείς ο καθένας στο στοιχείο του: κάποιοι βγάζουν από το κόσκινο μια μικρή στρώση πολτού που ξέρουν να την απλώνουν και να τη χειρίζονται σαν ένα κομμάτι ύφασμα· οι άλλοι στρίβουν μια ακατέργαστη μεταλλική ράβδο και αφού την έχουν σφυρηλατήσει τόσο γρήγορα και θαρραλέα και αφού την περάσουν από το ένα χέρι στο άλλο, σε λιγότερο από είκοσι λεπτά τη βλέπεις να μετατρέπεται σε ένα εύχρηστο, ελαφρύ, στέρεο, γυαλιστερό και πανέμορφο εργαλείο!
     Κι εγώ, νόμιζα ότι ονειρευόμουν… Πέρασα τη μέρα μου να παρατηρώ, χωρίς να με κουράζει, τη δουλειά όλων αυτών των επιδέξιων χεριών που έμοιαζαν να παίζουν με ό,τι είναι πιο ανθεκτικό όπως και με ό,τι είναι πιο εύκαμπτο και μαλακό, τον βαμμένο χάλυβα και τον χαρτοπολτό. Θεωρώ ότι το χαρτί με εντυπωσίαζε ακόμη περισσότερο από τη μαχαιροποιία·όμως το σίδερο μου φαινόταν πιο αρρενωπό, και ήμουν ευχαριστημένος που ο νονός μου με προόριζε γι’ αυτό. Από τη Δευτέρα το πρωί, με πήγε στη δουλειά. Ξέρεις τι είδους άνθρωπος είναι ο μπαρμπα-Λαγκέρ και πώς πασχίζει ακόμα με λύσσα με το σίδερο και τη φωτιά παρά τα εβδομήντα δύο χρόνια του.Με διέταξε να τον κοιτάξω κι όταν αφαιρούμουν, κάτι πολύ φυσικό για την ηλικία μου, ούρλιαζε σε σημείο που με έκανε να τρέμω και με απειλούσε με το σφυρί του σαν να ήθελε να μου ανοίξει το κεφάλι.
     Δεν τον φοβόμουν για πολύ καιρό ακόμα. Σύντομα είδα ότι ήταν ο καλύτερος άνθρωπος που είχα γνωρίσει ποτέ, κι ότι ενώ πάντα είχε ένα οργισμένο ύφος, είχε τα μάτια του πάνω μου σαν να ήμουν το αγαπημένο του παιδί. Δεν καταχράστηκα σχεδόν καθόλου την καλοσύνη του. Η πλήξη τού να μην κάνω τίποτα μου προκάλεσε γρήγορα την επιθυμία να δουλέψω. Ζήλευα που έβλεπα πιο μικρά παιδιά από εμένα να είναι ήδη χρήσιμα και να φαίνονται πολύ επιδέξια. Φοβόμουν λίγο μήπως με κοροϊδέψουν· αλλά ο συναγωνισμός με έκανε να ξεπεράσω την ντροπή, και ξέρεις ότι έμαθα τη δουλειά μου το ίδιο γρήγορα με αυτούς που είχαν ξεκινήσει πολύ καιρό πριν από εμένα.
     Να λοιπόν δώδεκα χρόνια κιόλας που δουλεύω! Εδώ και τέσσερα χρόνια ήδη βγάζω σχεδόν όσα κι οι πιο επιδέξιοι και η καλή διαγωγή μου μού επιτρέπει να κάνω κάποιες οικονομίες. Κανείς δεν κάνει παράπονα για εμένα‧ τα αφεντικά μου δείχνουν εμπιστοσύνη, και αγαπώ τη δουλειά μου. Ξέρω, αισθάνομαι ότι η δουλειά είναι κάτι όμορφο, τελικά έχω ό,τι χρειάζεται για να είμαι ευτυχισμένος, κι αν δεν είμαι, αναγνωρίζω ότι είναι δικό μου λάθος!…
     Ο Γκοσέ πήγε να απαντήσει και να ρωτήσει τον σύντροφό του γι’ αυτή τη τελευταία σκέψη του, όπου έβλεπε να έρχεται και πάλι η κρυφή μελαγχολία μιας ανήσυχης ψυχής, όταν το κουδούνι του εργοστασίου ειδοποίησε τους εργάτες ότι το διάλειμμα για το φαγητό είχε τελειώσει. Αν και σχεδόν όλοι πληρώνονταν με το κομμάτι και όχι με τη μέρα, το κουδούνι καλούσε αυτούς που ήθελαν να κάνουν το καθήκον τους, και ο Γκοσέ, αφού επέστρεψε τη γαβάθα στη γυναίκα του και φίλησε τα δύο παιδιά του, γύρισε στη δουλειά, ενώ υποσχέθηκε στον εαυτό του να κάνει τον φίλο του να μιλήσει μια άλλη φορά. Εκείνος έμεινε στο χείλος του Πηδήματος της Κολάσεως, βυθισμένος στις σκέψεις του. Όταν αποφάσισε να ακολουθήσει το παράδειγμα του Γκοσέ, είδε, επιστρέφοντας, τη γυναίκα του φίλου του, που τον πλησίαζε για να του μιλήσει.
 -“Επτάσπαθε“, του είπε, “εκμυστηρεύτηκες στον άνδρα μου αυτό που σε βασανίζει“;
 -“Όχι, Λιζ“, απάντησε εκείνος “άλλο πράγμα συζητήσαμε“.
 -“Ε λοιπόν!” συνέχισε εκείνη, “έκανες λάθος: ο Λουί μου δίνει καλές συμβουλές, και θα ήθελα να σε βοηθήσει να καταλήξεις σε μια απόφαση. Γνωρίζεις καλά ότι δεν μπορείς να μείνεις πολύ καιρό χωρίς να μιλήσεις στη Τονίν: Είναι ή ναι ή όχι. Δεν θα ήταν συμπεριφορά ενός έντιμου άνδρα αυτή!
     Ο Επτάσπαθος ανασήκωσε τους ώμους του, όχι με περιφρονητικό τρόπο, αλλά αντιθέτως με τρόπο που έδειχνε ότι υπέφερε πολύ που δεν μπορούσε να απαντήσει όπως επιθυμούσε η Λιζ. Λυπήθηκε για το θλιμμένο ύφος του.
 -“Έλα να δειπνήσεις σπίτι μας απόψε“, συνέχισε. “Ίσως η καρδιά σου σού πει να συμβουλευτείς τον Γκοσέ“.
 -“Δεν του έχεις πει τίποτα δηλαδή“;
 -“Όχι! Μου ζήτησες να το κρατήσω μυστικό και το έκανα, επειδή υποσχέθηκες ότι θα το πεις ο ίδιος“.
 -“Εντάξει λοιπόν!” συνέχισε ο Επτάσπαθος, “δώσε μου είκοσι τέσσερις ώρες ακόμα,… εκτός κι αν έρθω να δειπνήσω σπίτι σας σήμερα. Ναι! Θα έρθω,… θα προσπαθήσω να έρθω!
     Κι επέστρεψε στη δουλειά του, αφήνοντας τη νεαρή γυναίκα δυσαρεστημένη με αυτή την απάντηση κι ανήσυχη για το μέλλον της Τονίν.
(…)
     (τέλος αποσπ.)

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *