Η λύπη κοιτά πίσω.
Ο φόβος κοιτά τριγύρω.
Η πίστη κοιτά ψηλά.
Το πιο σίγουρο δηλητήριο: ο χρόνος.
Βιογραφικό
Ο Ραλφ Γουάλντο Έμερσον (Ralph Waldo Emerson), ήταν Αμερικανός δοκιμιογράφος, λέκτορας, φιλόσοφος, υπέρμαχος κατάργησης δουλείας και ποιητής που ηγήθηκε του υπερβατισμού* στα μέσα του 19ου αι.. Θεωρήθηκε υπέρμαχος του ατομικισμού και της κριτικής σκέψης, καθώς και προφητικός επικριτής των αντισταθμιστικών πιέσεων της κοινωνίας και της συμμόρφωσης. Ο Nietzsche πίστευε ότι ήταν ο πιο προικισμένος από τους Αμερικανούς κι ο Whitman τον αποκαλούσε αφέντη του. Σταδιακά απομακρύνθηκε από τις θρησκευτικές και κοινωνικές πεποιθήσεις των συγχρόνων του, διατυπώνοντας κι εκφράζοντας τη φιλοσοφία του Υπερβατικού στο δοκίμιό του Φύση το 1836. Μετά απ’ αυτό το έργο, έδωσε ομιλία με τίτλο Ο Αμερικανός Μελετητής το 1837, που ο Oliver Wendell Holmes ο πρεσβύτερος θεωρούσε ως τη πνευματική Διακήρυξη Ανεξαρτησίας Αμερικής.
Έγραψε πρώτα τα περισσότερα από τα σημαντικά δοκίμιά του ως διαλέξεις και στη συνέχεια τα αναθεώρησε για εκτύπωση. Οι 2 πρώτες συλλογές δοκιμίων του, Δοκίμια: 1η Σειρά (1841) και Δοκίμια: 2η Σειρά (1844), αντιπροσωπεύουν τον πυρήνα της σκέψης του. Περιλαμβάνουν τα γνωστά δοκίμια Αυτοδυναμία, Η υπερψυχή, Κύκλοι, Ο ποιητής κι Εμπειρία. Μαζί με το Nature, αυτά τα δοκίμια έκαναν τη 10ετία από τα μέσα του 1830 ως τα μέσα του 1840 τη πιο γόνιμη περίοδό του. Έγραψε για σειρά θεμάτων, χωρίς ποτέ να ενστερνιστεί σταθερές φιλοσοφικές αρχές, αλλ’ αναπτύσσοντας ορισμένες ιδέες όπως η ατομικότητα, η ελευθερία, η ικανότητα της ανθρωπότητας να συνειδητοποιήσει σχεδόν οτιδήποτε κι η σχέση μεταξύ της ψυχής και του γύρω κόσμου. Η Φύση του ήτανε πιότερο φιλοσοφική παρά νατουραλιστική: “Φιλοσοφικά, το σύμπαν αποτελείται από τη Φύση και τη Ψυχή“. Είναι από τις πολλές προσωπικότητες που υιοθετήσανε πιο πανθεϊστική προσέγγιση απορρίπτοντας τις απόψεις, του Θεού ως ξεχωριστού από τον κόσμο. Παραμένει μεταξύ των ακρογωνιαίων λίθων του αμερικανικού ρομαντικού κινήματος και το έργο του έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τους στοχαστές, συγγραφείς και ποιητές που τον ακολούθησαν. Έγραψε: “Σ’ όλες τις διαλέξεις μου, έχω διδάξει ένα δόγμα, δηλαδή, την απεραντοσύνη του ιδιώτη“. Είναι γνωστός ως μέντορας και φίλος του Henry David Thoreau, ενός συναδέλφου του Υπερβατικού.
_________________
*Υπερβατισμός είναι φιλοσοφικό κίνημα που αναπτύχθηκε στα τέλη της 10ετίας του 1820 στις ανατολικές ΗΠΑ. Ξεκίνησε ως αντίδραση στον ιντελεκτουαλισμό και πνευματισμό της τότε εποχής. Ο Υπερβατισμός ξεπήδησε απ’ τον αγγλικό και γερμανικό ρομαντισμό, τον σκεπτικισμό του Ντέηβιντ Χιουμ και τη φιλοσοφία του Ιμμάνουελ Καντ. Επίσης επηρεάστηκε από ινδουιστικά κείμενα φιλοσοφίας. Το βασικό χαρακτηριστικό του είναι πίστη στη καλοσύνη του ανθρώπου και της φύσης. Οι υπερβατιστές πιστεύουνε πως η κοινωνία κι οι θεσμοί της διαφθείρουνε την αγνότητα του ατόμου. Πιστεύουν ως εκ τούτου πως οι άνθρωποι είναι καλύτεροι όταν είναι αυτάρκεις κι ανεξάρτητοι.
Ως νοησιαρχία αποδίδεται στα ελλ. λατ. όρος intellectualismus (από το intellectus=νους). Σημαίνει κυριαρχία, προτεραιότητα του νου, της νόησης έναντι των άλλων αρχών ή στοιχείων που καθορίζουνε στην ουσία τον κόσμο, τη γνώση, τον ψυχικό και πρακτικό βίο. Ειδικά στην οντολογία, ως νοησιαρχική χαρακτηρίζεται κάθε φιλοσοφική στάση που θεωρεί τον νου ως ουσία και 1η αρχή των όντων κατά συνέπεια υποστηρίζει ότι ο υλικός κόσμος είναι αναγώγιμος σε νοητικά στοιχεία (ιδέες, απόλυτες αλήθειες). Η νοησιαρχία δίδοντας προτεραιότητα στο νου, είναι σε ριζική αντίθεση με βολουνταρισμό που θεωρεί τη βούληση κυρίαρχο στοιχείο πραγματικότητας.
Στην ακραία εκδοχή της -όπως αυτή, π.χ., που υποστήριξε ο Λάιμπνιτς και μετά εκπρόσωποι του γερμανικού ιδεαλισμού- η θέση αυτή ταυτίζει απόλυτα το είναι με το νοείν. Σε μετριοπαθέστερη εκδοχή -όπως αυτή, π.χ., που διατυπώθηκε από τον Καρτέσιο– η νόηση (res cogitans) διαφέρει ως προς την ουσία της από τον υλικό κόσμο (res extensa) αλλά η res cogitans νοεί τη res extensa) κι έχει δυνατότητα ν’ αποκτήσει πλήρη κι ακριβή εικόνα της. Στη ριζική αντίθεση με το βολουνταρισμό, η νοησιαρχία υποστηρίζει ότι η πραγματικότητα ως προς το βαθύτερο είναι της κι αιτία της είναι νους ή λόγος κι όχι βούληση. Στη ψυχολογία, η νοησιαρχία υποστηρίζει τη προτεραιότητα της νόησης έναντι των άλλων ψυχικών ιδιοτήτων είτε από την άποψη ότι αυτή καθορίζει την ουσία της ευδαιμονίας (Αριστοτέλης, Θωμάς ο Ακινάτης) είτε εσφαλμένα ότι ψυχικές λειτουργίες -βούληση, συναίσθημα κ.α.- μπορούν ν’ αναχθούν σε νοητικές γιατί είναι συγκεχυμένα νοητικά φαινόμενα ή αποτελέσματα νοητικών φαινομένων είτε γιατί είναι μεν μη αναγώγιμα αλλά δευτερεύουσας σημασίας.
———————————

Γεννήθηκε στο Νιούμπερι της Μασαχουσέτης στις 25 Μάη 1803, από τη Ρουθ Χάσκινς και τον αιδεσιμότατο Γουίλιαμ Έμερσον, Ουνιταριανό υπουργό. Πήρε τ’ όνομά του από τον αδελφό της μητέρας του Ralph και τη προγιαγιά του πατέρα του Rebecca Waldo. Ο Ralph Waldo ήτανε 2ος από τους 5 γιους που επέζησαν στην ενηλικίωση. Οι άλλοι ήταν ο Γουίλιαμ, ο Έντουαρντ, ο Ρόμπερτ Μπούλκλεϋ κι ο Καρλ, 3 άλλα παιδιά -η Phoebe, ο John Clarke κι η Mary Caroline– πέθαναν σε παιδική ηλικία. Ήταν αγγλικής καταγωγής κι η οικογένειά του βρισκότανε στη Νέα Αγγλία από τη πρώιμη αποικιακή περίοδο, με τον Έμερσον να ‘ναι απόγονος 7ης γενιάς ταξιδευτών του Mayflower των John Howland κι Elizabeth Tilley μέσω της κόρης τους Hope. Ο πατέρας του πέθανε από καρκίνο του στομάχου στις 12 Μάη 1811, λιγότερο από 2 βδομάδες πριν από τα 8α γενέθλιά του.
Ανατράφηκε απ’ τη μητέρα του, με τη βοήθεια των άλλων γυναικών της οικογένειας. Η θεία του, Mary Moody Emerson, ειδικότερα, είχε βαθειά επίδραση πάνω του. Έζησε με την οικογένεια και διατήρησε μια συνεχή αλληλογραφία με τον Έμερσον μέχρι το θάνατό της το 1863. Η επίσημη εκπαίδευση του Έμερσον ξεκίνησε στο Boston Latin School το 1812, όταν ήταν εννέα ετών. Τον Οκτώβρη του 1817, στα 14, πήγε στο Κολλέγιο Χάρβαρντ πρωτοετής αγγελιοφόρος για τον πρόεδρο, απαιτώντας από τον Έμερσον να φέρει παραβατικούς φοιτητές και να στείλει μηνύματα στη σχολή. Στα μέσα του πριν έτους του, άρχισε να κρατά μια λίστα βιβλίων που ‘χε διαβάσει και ξεκίνησε ημερολόγιο σε σειρά από σημειωματάρια που θα ονομάζονταν Wide World.
Πήρε εξωτερικές δουλειές για να καλύψει τα σχολικά του έξοδα, μεταξύ άλλων ως σερβιτόρος για το Junior Commons κι ως περιστασιακός δάσκαλος που εργαζόταν με τον θείο του Samuel και τη θεία Sarah Ripley στο Waltham της Μασαχουσέτης. Μέχρι το τελευταίο έτος, αποφάσισε να πάει με το μεσαίο του όνομα, Waldo. Ήταν ο ποιητής της τάξης. Όπως συνηθιζόταν, παρουσίασε ένα ποίημα τη Mέρα Τάξης Χάρβαρντ, ένα μήνα πριν από την επίσημη αποφοίτησή του στις 29 Αυγούστου 1821, όταν ήταν 18 ετών. Δεν ξεχώρισε σα φοιτητής κι αποφοίτησε ακριβώς στη μέση της τάξης των 59 ατόμων. Στις αρχές της 10ετίας του 1820, ήτανε δάσκαλος στο Σχολείο Νέων Κυριών (που διοικούνταν από τον αδελφό του Γουίλιαμ). Στη συνέχεια πέρασε 2 έτη ζώντας σε καλύβα στο τμήμα Canterbury του Roxbury της Μασαχουσέτης, όπου έγραψε και μελέτησε τη φύση. Προς τιμή του, αυτή η περιοχή ονομάζεται τώρα Schoolmaster Hill στο Franklin Park της Βοστώνης.
Πιτσιρής με τη μαμά του
Το 1826, πέρασε με κακή υγεία και πήγε ν’ αναζητήσει θερμότερο κλίμα. Αρχικά πήγε στο Τσάρλεστον της Νότιας Καρολίνας, αλλά διαπίστωσε πως ο καιρός ήταν ακόμα πολύ κρύος. Έπειτα πήγε νοτιότερα στον Άγιο Αυγουστίνο της Φλόριντα, έκανε μεγάλους περιπάτους στη παραλία κι άρχισε να γράφει ποίηση. Ενώ στον Άγιο Αυγουστίνο γνώρισε τον πρίγκηπα Achille Murat, ανιψιό του Βοναπάρτη. Ο Μουράτ ήτανε 2 έτη μεγαλύτερός του. Γίνανε καλοί φίλοι κι απολάμβαναν ο ένας τη παρέα του άλλου. Οι δυο τους ασχολήθηκαν με διαφωτιστικές συζητήσεις για τη θρησκεία, τη κοινωνία, τη φιλοσοφία και τη κυβέρνηση. Ο Έμερσον τονε θεωρούσε σημαντική προσωπικότητα στη πνευματική του εκπαίδευση. Ενώ βρισκότανε στον Άγιο Αυγουστίνο, είχε τη 1η επαφή με τη δουλεία. Κάποια στιγμή, παρακολούθησε συνάθροιση της Βιβλικής Εταιρίας ενώ γινόταν δημοπρασία σκλάβων έξω στην αυλή. Έγραψε: “Το ένα αυτί άκουγε λοιπόν τα νέα της μεγάλης χαράς, ενώ το άλλο διασκέδαζε με το: Πηγαίνετε, κύριοι, πηγαίνετε!“
Μετά το Χάρβαρντ, βοήθησε τον αδελφό του Γουίλιαμ σε σχολείο για νεαρές κυρίες που ιδρύθηκε στο σπίτι της μητέρας τους, αφού είχε ιδρύσει το δικό του σχολείο στο Τσέλμσφορντ της Μασαχουσέτης. Όταν ο αδελφός του πήγε στο Γκέτινγκεν για να σπουδάσει νομικά στα μέσα του 1824, ο Ραλφ έκλεισε τη σχολή, αλλά συνέχισε να διδάσκει στο Καίιμπριτζ της Μασαχουσέτης μέχρι αρχές 1825. Έγινε δεκτός στη Θεολογική Σχολή Χάρβαρντ τέλη του 1824 κι εισήχθη στο PBK το 1828. Ο αδελφός του, Έντουαρντ, 2 έτη νεότερος, εισήλθε στο γραφείο του δικηγόρου Ντάνιελ Γουέμπστερ, αφού αποφοίτησε από το Χάρβαρντ 1ος στη τάξη. Η σωματική υγεία του Έντουαρντ άρχισε να επιδεινώνεται και σύντομα υπέστη και ψυχική κατάρρευση. Μεταφέρθηκε στο άσυλο McLean τον Ιούνιο του 1828 σε ηλικία 25 ετών. Αν κι ανέκτησε τη ψυχική του ισορροπία, πέθανε το 1834, προφανώς από μακροχρόνια φυματίωση. Ένας άλλος από τους λαμπρούς και πολλά υποσχόμενους νεότερους αδελφούς του Έμερσον, ο Τσαρλς, γεννημένος το 1808, πέθανε το 1836, επίσης από φυματίωση, καθιστώντας τον το 3ο νεαρό άτομο στον εσώτατο κύκλο των Έμερσον που πέθανε σε λίγα έτη.
Ο Ραλφ γνώρισε τη 1η του σύζυγο, Έλεν Λουίζα Τάκερ, στο Κόνκορντ του Νιου Χάμσαϊρ, Χριστούγεννα του 1827 και τη παντρεύτηκε όταν ήτανε 18 2 έτη μετά. Το ζεύγος μετακόμισε στη Βοστώνη, με τη μητέρα του Emerson, που πήγε μαζί τους για να βοηθήσει στη φροντίδα της Ellen, που ήταν ήδη άρρωστη με φυματίωση. Λιγότερο από 2 έτη μετά, στις 8 Φλεβάρη 1831, η Έλεν πέθανε, στα 20 αφού είπε τα τελευταία της λόγια, “Δεν έχω ξεχάσει την ειρήνη και τη χαρά“. Ο Ραλφ επηρεάστηκε έντονα απ’ το θάνατό της κι επισκεπτότανε καθημερινά το τάφο της στο Ρόξμπερι. Σε μια καταχώρηση ημερολογίου με ημερομηνία 29 Μάρτη 1832, έγραψε: “Επισκέφθηκα τον τάφο της Έλεν κι άνοιξα το φέρετρο“.
Η Δεύτερη Εκκλησία της Βοστώνης τονε κάλεσε να υπηρετήσει ως κατώτερος πάστοράς της και χειροτονήθηκε στις 11 Γενάρη 1829. Ο αρχικός μισθός του ήταν 1,200 $ ετησίως (ισοδύναμο με 34,335 $ το 2023), αυξάνοντας σε 1,400 $ τον Ιούλιο, αλλά με τον εκκλησιαστικό του ρόλο ανέλαβε άλλες ευθύνες: ήταν ο εφημέριος του νομοθετικού σώματος της Μασαχουσέτης και μέλος της Σχολικής Επιτροπής Βοστώνης. Οι εκκλησιαστικές δραστηριότητες τον κράτησαν απασχολημένο, αν και στη διάρκεια αυτής της περιόδου κι αντιμετωπίζοντας τον επικείμενο θάνατο της συζύγου του, άρχισε να αμφιβάλλει για τις πεποιθήσεις του.
Μετά το θάνατο της συζύγου, άρχισε να διαφωνεί με τις μεθόδους της εκκλησίας, γράφοντας στο ημερολόγιό του τον Ιούνιο του 1832: “Μερικές φορές σκέφτηκα ότι, για να ‘μαι καλός διάκονος, ήταν απαραίτητο να εγκαταλείψω τη διακονία. Το επάγγελμα είναι απαρχαιωμένο. Σε αλλαγμένη εποχή, λατρεύουμε στις νεκρές μορφές των προγόνων μας“. Οι διαφωνίες με τους αξιωματούχους της εκκλησίας σχετικά με τη διαχείριση της υπηρεσίας της Κοινωνίας κι οι αμφιβολίες σχετικά με τη δημόσια προσευχή οδήγησαν τελικά στη παραίτηση το 1832. Όπως έγραψε: “Αυτός ο τρόπος μνήμης του Χριστού δεν μου ταιριάζει. Αυτός είναι αρκετός λόγος για που πρέπει να την εγκαταλείψω“. Όπως έχει επισημάνει ένας μελετητής του Emerson, “Προσβάλλοντας το αξιοπρεπές μαύρο του πάστορα, ήταν ελεύθερος να επιλέξει το φόρεμα του λέκτορα και του δασκάλου, του στοχαστή που δεν περιορίζεται στα όρια ενός θεσμού ή μιας παράδοσης“.
Ο Έμερσον περιόδευσε στην Ευρώπη το 1833 και μετά έγραψε για τα ταξίδια του στα αγγλικά Traits (1856). Έφυγε με το μπρίκι Jasper τα Χριστούγέννα του 1832, πλέοντας στη Μάλτα. Στη διάρκεια του ευρωπαϊκού ταξιδιού, πέρασε αρκετούς μήνες στην Ιταλία, επισκεπτόμενος τη Ρώμη, τη Φλωρεντία και τη Βενετία, μεταξύ άλλων πόλεων. Όταν ήταν στη Ρώμη, συναντήθηκε με τον John Stuart Mill, που του ‘δωσε συστατική επιστολή να συναντήσει τον Thomas Carlyle. Πήγε στην Ελβετία κι έπρεπε να συρθεί από συνεπιβάτες για να επισκεφθεί το σπίτι του Βολταίρου στο Ferney,διαμαρτυρόμενος σ’ όλη τη διαδρομή για την αναξιότητα της μνήμης του. Στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι, θορυβώδη σύγχρονη Νέα Υόρκη ενός τόπου, όπου επισκέφθηκε τον Jardin des Plantes. Συγκινήθηκε πολύ από την οργάνωση των φυτών βάσει συστήματος ταξινόμησης του Jussieu και τον τρόπο που όλ’ αυτά τα αντικείμενα σχετίζονταν και συνδέονταν. Όπως λέει ο Robert D. Richardson, “η στιγμή της ενόρασης του Emerson για τη διασύνδεση των πραγμάτων στον Jardin des Plantes ήταν μια στιγμή σχεδόν οραματικής έντασης που τον έστρεψε μακρυά από τη θεολογία και προς την επιστήμη“.
Προχωρώντας βόρεια στην Αγγλία, συνάντησε τους Γουίλιαμ Γουόρντσγουορθ, Σάμιουελ Τέιλορ Κόλριτζ και Τόμας Καρλάιλ. Ο Carlyle ειδικότερα ήταν ισχυρή επιρροή πάνω του. Ο Έμερσον αργότερα υπηρέτησε ως ανεπίσημος λογοτεχνικός πράκτορας στις ΗΠΑ για τον Καρλάιλ και τον Μάρτη του 1835 προσπάθησε να τονε πείσει να ‘ρθει στις ΗΠΑ να δώσει διαλέξεις. Διατήρησαν αλληλογραφία μέχρι το θάνατο του Carlyle το 1881.
Ο Έμερσον επέστρεψε στις ΗΠΑ στις 9 Οκτώβρη 1833 κι έζησε με τη μητέρα του στο Νιούτον της Μασαχουσέτης. Τον Οκτώβρη του 1834, μετακόμισε στο Κόνκορντ της Μασαχουσέτης για να ζήσει με τον πατριό του, Δρ Έζρα Ρίπλεϊ, σε αυτό που αργότερα ονομάστηκε The Old Manse. Δεδομένου του εκκολαπτόμενου κινήματος Lyceum, που παρείχε διαλέξεις για κάθε είδους θέματα, είδε πιθανή σταδιοδρομία ως λέκτορας. Στις 5 Νοέμβρη 1833, έκανε τη 1η από τις περίπου 1.500 διαλέξεις, Οι χρήσεις της φυσικής ιστορίας, στη Βοστώνη. Αυτή ήταν εκτεταμένη περιγραφή της εμπειρίας του στο Παρίσι. Σ’ αυτή τη διάλεξη, εξέθεσε μερικές απ’ τις σημαντικές πεποιθήσεις κι ιδέες που θ’ αναπτύξει μετά στο 1ο δημοσιευμένο δοκίμιό του, Nature:
“Η φύση είναι γλώσσα και κάθε νέο γεγονός που μαθαίνει κανείς είναι μια νέα λέξη. Αλλά δεν είναι μια γλώσσα κομματιασμένη και νεκρή στο λεξικό, αλλά η γλώσσα που συντίθεται σε μια πιο σημαντική και καθολική έννοια. Θέλω να μάθω αυτή τη γλώσσα, όχι για να μάθω νέα γραμματική, αλλά να διαβάσω το μεγάλο βιβλίο που ‘ναι γραμμένο σ’ αυτή τη γλώσσα“.
Στις 24 Γενάρη 1835, έγραψε επιστολή στη Λίντια Τζάκσον προτείνοντας γάμο. Η αποδοχή της έφτασε σ’ αυτόν μέσω ταχυδρομείου στις 28. Τον Ιούλιο του 1835, αγόρασε σπίτι στο Cambridge and Concord Turnpike στο Concord της Μασαχουσέτης, που ονόμασε Bush. είναι πλέον ανοιχτό στο κοινό ως Ralph Waldo Emerson House. Έγινε γρήγορα απ’ τους κορυφαίους πολίτες της πόλης. Έδωσε διάλεξη για τον εορτασμό της 200ης επετείου της πόλης Concord στις 12 Σεπτέμβρη 1835. 2 μέρες μετά, παντρεύτηκε τη Τζάκσον στη γενέτειρά της, το Πλύμουθ της Μασαχουσέτης και μετακόμισε στο νέο σπίτι στο Κόνκορντ μαζί με τη μητέρα του τις 15 Σεπτέμβρη.
Ο Έμερσον άλλαξε γρήγορα το όνομα της συζύγου του σε Λίντιαν και την αποκαλούσε Κουίνι και μερικές φορές Ασία και κείνη τον αποκαλούσε κύριο Έμερσον. Τα παιδιά τους ήταν ο Waldo, η Ellen, η Edith κι ο Edward. Ο Edward ήτανε πατέρας του Raymond Emerson. Η Έλεν πήρε το όνομά της από τη 1η του σύζυγο, μετά από πρόταση της Λίντιαν. Προσέλαβε τη Sophia Ford για να εκπαιδεύσει τα παιδιά του. Ήτανε φτωχός όταν ήτανε στο Χάρβαρντ, αλλά μετά ήτανε σε θέση να στηρίξει την οικογένειά του για μεγάλο μέρος της ζωής του. Κληρονόμησε δίκαιο χρηματικό ποσό μετά το θάνατο της 1ης συζύγου, αν κι έπρεπε να καταθέσει αγωγή εναντίον της οικογένειας Tucker το 1836 για να το πάρει. Έλαβε 11.600 $ το Μάη του 1834 (ισοδύναμα με 354.032 $ το 2023) κι άλλα 11.674,49 $ τον Ιούλιο του 1837 (ισοδύναμα με 314.374 $ το 2023). Το 1834, θεώρησε ότι είχε εισόδημα 1.200 δολαρίων ετησίως από την αρχική πληρωμή της περιουσίας, ισοδύναμο μ’ αυτό που ‘χε κερδίσει ως πάστορας.
Στις 8 Σεπτέμβρη 1836, τη μέρα πριν τη δημοσίευση του Nature, συναντήθηκε με τον Φρέντερικ Χένρι Χέτζ, τον Τζορτζ Πούτναμ και τον Τζορτζ Ρίπλεϊ να προγραμματίσουνε περιοδικές συγκεντρώσεις άλλων ομοϊδεατών διανοουμένων. Αυτή ήταν η αρχή της Υπερβατικής Λέσχης, που χρησίμευσε ως κέντρο για το κίνημα. Η 1η επίσημη συνεδρίασή της πραγματοποιήθηκε στις 19 Σεπτέμβρη 1836. Τη 1η Σεπτέμβρη 1837, οι γυναίκες παρακολουθήσανε 1η φορά συνάντηση της Υπερβατικής Λέσχης. Ο Έμερσον κάλεσε τη Μάργκαρετ Φούλερ, την Ελίζαμπεθ Χόαρ και τη Σάρα Ρίπλεϊ για δείπνο στο σπίτι του πριν από τη συνάντηση για να διασφαλίσει ότι θα ήταν παρούσες στη βραδινή συγκέντρωση. Ο Φούλερ θ’ αποδεικνυότανε σημαντική φιγούρα στον Υπερβατικό.
Έστειλε ανώνυμα το 1ο του δοκίμιο, Nature, στον James Munroe and Company για να δημοσιευθεί στις 9 Σεπτέμβρη 1836. Έν έτος μετά, στις 31 Αυγούστου 1837, εκφώνησε τη πλέον διάσημη ομιλία του Phi Beta Kappa, The American Scholar, τότε με τίτλο An Oration, Delivered before the Phi Beta Kappa Society at Cambridge. Μετονομάστηκε σε συλλογή δοκιμίων (που περιελάμβανε τη πρώην γενική έκδοση του Nature) το 1849. Οι φίλοι τονε παρότρυναν να δημοσιεύσει την ομιλία και το ‘κανε με δικά του έξοδα, σ’ έκδοση 500 αντιτύπων, που εξαντλήθηκε σ’ ένα μήνα. Στην ομιλία του, κήρυξε λογοτεχνική ανεξαρτησία στις ΗΠΑ και προέτρεψε τους Αμερικανούς να δημιουργήσουνε δικό τους στυλ γραφής, απαλλαγμένο από την Ευρώπη. Ο Τζέιμς Ράσελ Λόουελ, που ήτανε φοιτητής στο Χάρβαρντ εκείνη την εποχή, το αποκάλεσε “γεγονός χωρίς προηγούμενο παράλληλο στα λογοτεχνικά μας χρονικά“. Έν άλλο μέλος του ακροατηρίου, ο αιδεσιμότατος John Pierce, το αποκάλεσε “φαινομενικά ασυνάρτητη κι ακατανόητη ομιλία“.
Το 1837, ο Έμερσον έγινε φίλος με τον Henry David Thoreau. Αν και πιθανότατα είχανε συναντηθεί ήδη από το 1835, το φθινόπωρο του 1837, τονε ρώτησε: “Κρατάς ημερολόγιο“;. Η ερώτηση συνέχισε ν’ αποτελεί δια βίου έμπνευση για τον Thoreau. Το περιοδικό του Έμερσον δημοσιεύθηκε σε 16 μεγάλους τόμους, στην οριστική έκδοση του Harvard University Press που εκδόθηκε μεταξύ 1960 και 1982. Μερικοί μελετητές θεωρούν ότι το περιοδικό είναι το βασικό λογοτεχνικό έργο του Emerson. Τον Μάρτη του 1837, έδωσε σειρά διαλέξεων για τη φιλοσοφία της ιστορίας στον Τεκτονικό Ναό Βοστώνης. Αυτή ήταν η 1η φορά που διαχειρίστηκε σειρά διαλέξεων μόνος κι ήταν η αρχή της καρριέρας ως λέκτορας. Τα κέρδη απ’ αυτή τη σειρά διαλέξεων ήτανε πολύ μεγαλύτερα από ό,τι όταν πληρώθηκε απ’ οργανισμό για να μιλήσει και συνέχισε να διαχειρίζεται τις δικές του διαλέξεις συχνά καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Τελικά έδινε ως κι 80 διαλέξεις το έτος, ταξιδεύοντας στις βόρειες ΗΠΑ μέχρι το Σαιντ Λούις, το Ντε Μόιν, τη Μινεάπολη και τη Καλιφόρνια.
Στις 15 Ιουλίου 1838, προσκλήθηκε στο Divinity Hall, Harvard Divinity School, για να εκφωνήσει την ομιλία αποφοίτησης του σχολείου, που έγινε γνωστή ως Διεύθυνση Θεολογικής Σχολής. Ο Έμερσον απέρριψε τα βιβλικά θαύματα και διακήρυξε ότι, ενώ ο Ιησούς ήταν ένας μεγάλος άνθρωπος, δεν ήτανε Θεός: ο ιστορικός Χριστιανισμός, είπε, είχε μετατρέψει τον Ιησού σε ημίθεο, όπως οι Ανατολικοί ή οι Έλληνες θα περιέγραφαν τον Όσιρι ή τον Απόλλωνα. Τα σχόλιά του εξοργίσανε το κατεστημένο και τη γενική προτεσταντική κοινότητα. Καταγγέλθηκε ως άθεος και δηλητηριαστής του μυαλού των νέων. Παρά το βρυχηθμό των επικριτών, δεν απάντησε, αφήνοντας άλλους να τον υπερασπιστούνε. Δε προσκλήθηκε ξανά να μιλήσει στο Χάρβαρντ για 30 έτη.
Η ομάδα Transcendental άρχισε να εκδίδει το εμβληματικό περιοδικό της, The Dial, Ιούλιο του 1840. Σχεδιάσανε το περιοδικό ήδη απ’ τον Οκτώβρη του 1839, αλλά δεν άρχισαν να εργάζονται σ’ αυτό μέχρι τη 1η βδομάδα του 1840. Ο ενωτικός υπουργός George Ripley ήταν ο διευθύνων συντάκτης. Η Μάργκαρετ Φούλερ ήταν η 1η συντάκτρια αφού προσεγγίστηκε από τον Έμερσον ενώ αρκετοί άλλοι είχαν αρνηθεί το ρόλο. Η Fuller παρέμεινε για περίπου 2 έτη, όταν ανέλαβε ο Emerson, χρησιμοποιώντας το να προωθήσει ταλαντούχους νέους συγγραφείς, συμπεριλαμβανομένων των Ellery Channing και Thoreau. Το 1841 δημοσίευσε τα Δοκίμια, το 2ο βιβλίο του, που περιλάμβανε το διάσημο δοκίμιο Αυτοδυναμία. Η θεία του το αποκάλεσε παράξενο συνονθύλευμα αθεϊσμού και ψευδούς ανεξαρτησίας, αλλά κέρδισε ευνοϊκές κριτικές στο Λονδίνο και το Παρίσι. Αυτό το βιβλίο κι η δημοφιλής υποδοχή του, πιότερο απ’ οποιαδήποτε απ’ τις συνεισφορές του μέχρι σήμερα, έθεσε τις βάσεις για τη διεθνή φήμη του. Γενάρη του 1842 ο 1ος γιος του, Waldo, πέθανε απ’ οστρακιά. Ο Έμερσον έγραψε για τη θλίψη του στο ποίημα Threnody (Γιατί αυτή η απώλεια είναι αληθινός θάνατος) και στο δοκίμιο Εμπειρία. Τον ίδιο μήνα, γεννήθηκε ο William James κι ο Emerson συμφώνησε να ‘ναι ο νονός του.
Ο Bronson Alcott ανακοίνωσε τα σχέδιά του Νοέμβρη του 1842 να βρει αγρόκτημα 100 ακρ σ’ άριστη κατάσταση με καλά κτίρια, καλό οπωρώνα κι εδάφη. Ο Charles Lane αγόρασε αγρόκτημα 90 στρεμμάτων (36 εκτάρια) στο Χάρβαρντ το Μάη του 1843 για αυτό που θα γινότανε Fruitlands, κοινότητα βασισμένη σε ουτοπικά ιδεώδη εμπνευσμένα εν μέρει από τον υπερβατισμό. Το αγρόκτημα θα λειτουργούσε με βάση κοινοτική προσπάθεια, χωρίς να χρησιμοποιεί ζώα για εργασία. Οι συμμετέχοντες δε τρώγανε κρέας και δε χρησιμοποιούσαν μαλλί ή δέρμα. Ο Έμερσον είπε ότι ένιωθε λυπημένος στη καρδιά που δεν συμμετείχε ο ίδιος. Ακόμα κι έτσι, δεν ένιωθε ότι το Fruitlands θα ήταν επιτυχία. Ολόκληρο το δόγμα τους είναι πνευματικό, αλλά πάντα τελειώνουν λέγοντας: Δώστε μας πολλή γη και χρήματα. Ακόμη κι ο Alcott παραδέχτηκε ότι δεν ήταν προετοιμασμένος για τη δυσκολία στη λειτουργία του Fruitlands. “Κανείς από μάς δεν ήταν έτοιμος να πραγματοποιήσει πρακτικά την ιδανική ζωή που ονειρευόμασταν. Έτσι καταρρεύσαμε“, έγραψε. Μετά την αποτυχία του, ο Έμερσον βοήθησε να αγοράσει ένα αγρόκτημα για την οικογένεια του Άλκοτ στο Κόνκορντ που ο Άλκοτ ονόμασε Hillside. Το Καντράν σταμάτησε να εκδίδεται τον Απρίλη του 1844. Ο Horace Greeley το ανέφερε ως το τέλος του πιο πρωτότυπου και στοχαστικού περιοδικού που εκδόθηκε ποτέ σ’ αυτή τη χώρα. Το 1844, ο Έμερσον δημοσίευσε τη 2η συλλογή δοκιμίων του, Δοκίμια: Δεύτερη Σειρά. Αυτή η συλλογή περιελάμβανε Ο ποιητής, Εμπειρία, Δώρα κι 1 δοκίμιο με τίτλο Φύση, διαφορετικό έργο από το ομώνυμο δοκίμιο του 1836.
Έβγαζε τα προς το ζην ως δημοφιλής λέκτορας στη Νέα Αγγλία και σε μεγάλο μέρος της υπόλοιπης χώρας. Είχε αρχίσει να δίνει διαλέξεις το 1833. Μέχρι τη 10ετία του 1850 έδινε ως κι 80 διαλέξεις ετησίως. Απευθύνθηκε στη Boston Society for the Diffusion of Useful Knowledge και στο Gloucester Lyceum, μεταξύ άλλων. Mίλησε για ευρεία ποικιλία θεμάτων και πολλά απ’ τα δοκίμιά του προέκυψαν από τις διαλέξεις του. Χρέωνε μεταξύ 10 και 50 δολαρίων για κάθε εμφάνιση, φέρνοντάς του ως και 2.000 $ σε τυπική χειμερινή περίοδο διαλέξεων. Αυτό ήτανe περισσότερο απ’ τα κέρδη του απ’ άλλες πηγές. Σε λίγα έτη κέρδισε ως κι 900 $ για σειρά 6 διαλέξεων και σε άλλη, για χειμερινή σειρά ομιλιών στη Βοστώνη, κέρδισε 1.600 $. Τελικά έδωσε περίπου 1.500 διαλέξεις στη διάρκεια της ζωής του. Τα κέρδη του του επέτρεψαν να επεκτείνει τη περιουσία του, αγοράζοντας 11 στρέμματα (4,5 εκτάρια) γης από τη λίμνη Walden και μερικά ακόμη στρέμματα σε γειτονικό πευκοδάσος. Έγραψε ότι ήταν ιδιοκτήτης κι άρχοντας νερού, λίγο-πολύ 14 στρεμμάτων..
Ο Έμερσον εισήχθη στην ινδική φιλοσοφία μέσα από τα έργα του Γάλλου φιλοσόφου Βίκτορ Ξάδερφ. Το 1845, τα ημερολόγιά του δείχνουν ότι διάβαζε τη Μπαγκαβάτ Γκίτα και τα Δοκίμια του Χένρι Τόμας Κόλμπρουκ για τις Βέδες. Επηρεάστηκε έντονα από τη Βεδάντα και μεγάλο μέρος της γραφής του έχει έντονες αποχρώσεις του μη δυϊσμού. Έν απ’ τα σαφέστερα παραδείγματα αυτού μπορεί να βρεθεί στο δοκίμιό του The Over-soul:
“Ζούμε διαδοχικά, διαιρεμένα, μερικά, σωματίδια. Εν τω μεταξύ, μες στον άνθρωπο βρίσκεται η ψυχή του συνόλου. τη σοφή σιωπή. η συμπαντική ομορφιά, που με κάθε μέρος και σωματίδιο σχετίζεται εξίσου, το αιώνιο ΕΝΑ. Κι αυτή η βαθειά δύναμη που μέσα της υπάρχουμε και που ο μακαρισμός είναι όλος προσιτός σε μας, δεν είναι μόνο αυτάρκης και τέλειος σε κάθε ώρα, αλλά η πράξη της όρασης και το ορατό, ο βλέπων και το θέαμα, το υποκείμενο και το αντικείμενο, είναι ένα. Βλέπουμε τον κόσμο κομμάτι-κομμάτι, όπως ο ήλιος, το φεγγάρι, το ζώο, το δέντρο. Αλλά το σύνολο, που αυτά είναι λαμπερά μέρη, είναι η ψυχή“
Το κεντρικό μήνυμα που άντλησε απ’ τις ασιατικές σπουδές του ήταν ότι ο σκοπός της ζωής ήταν η πνευματική μεταμόρφωση κι η άμεση εμπειρία της θεϊκής δύναμης, εδώ και τώρα στη γη. Το 1847-48, περιόδευσε στις Βρεττανικές Νήσους. Επισκέφθηκε επίσης το Παρίσι μεταξύ της Γαλλικής Επανάστασης του 1848 και των αιματηρών ημερών του Ιουνίου. Όταν έφτασε, είδε τους κορμούς των δέντρων που είχανε κοπεί για να σχηματίσουν οδοφράγματα στις ταραχές του Φλεβάρη. Στις 21 Μάη, στάθηκε στο Champ de Mars εν μέσω μαζικών εορτασμών για ομόνοια, ειρήνη κι εργασία. Έγραψε στο ημερολόγιό του: “Στο τέλος του έτους θα λάβουμε υπόψη και θα δούμε αν η Επανάσταση άξιζε τα δέντρα“. Το ταξίδι άφησε σημαντικό αποτύπωμα στο μεταγενέστερο έργο του. Το βιβλίο του 1856 English Traits βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε παρατηρήσεις που καταγράφονται στα ταξιδιωτικά ημερολόγια και σημειωματάριά του. Αργότερα είδε τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο ως επανάσταση που μοιραζότανε κοινό έδαφος με τις ευρωπαϊκές επαναστάσεις του 1848. Σε ομιλία του στο Κόνκορντ της Μασαχουσέτης στις 3 Μάη 1851, κατήγγειλε τον νόμο περί φυγάδων σκλάβων:
“Η πράξη του Κογκρέσου είναι νόμος που ο καθείς από σάς θα παραβιάσει με τη 1η ευκαιρία -νόμος που κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να υπακούσει, ή να υποκινήσει την υπακοή, χωρίς απώλεια αυτοσεβασμού κι απώλεια του ονόματος του τζέντλεμαν“.
Εκείνο το καλοκαίρι, έγραψε στο ημερολόγιό του:
“Αυτή η βρώμικη θέσπιση έγινε τον 19ο αι. από ανθρώπους που μπορούσαν να διαβάσουνε και να γράψουνε. Δεν θα υπακούσω“.
Φλεβάρη του 1852 ο Έμερσον, ο Τζέιμς Φρίμαν Κλαρκ κι ο Ουίλιαμ Χένρι Τσάνινγκ επιμελήθηκαν έκδοση των έργων και των επιστολών της Μάργκαρετ Φούλερ, που ‘χε πεθάνει το 1850. Μια βδομάδα απ’ το θάνατό της, ο εκδότης της στη Νέα Υόρκη, Horace Greeley, του πρότεινε να προετοιμαστεί γρήγορα βιογραφία της, που θα ονομαζόταν Margaret & Her Friends, πριν το ενδιαφέρον που που αυξήθηκε απ’ το θλιβερό θάνατό της περάσει. Δημοσιεύθηκε με τίτλο The Memoirs of Margaret Fuller Ossoli, Τα λόγια της λογοκρίθηκαν έντονα ή ξαναγράφτηκαν. Οι 3 συντάκτες δεν ανησυχούσαν για την ακρίβεια. Πίστευαν ότι το ενδιαφέρον του κοινού για τη Φούλερ ήτανε προσωρινό κι ότι δεν θα επιβίωνε ως ιστορική προσωπικότητα. Ακόμα κι έτσι, ήταν η βιογραφία με τις καλύτερες πωλήσεις της 10ετίας και πέρασε από 13 εκδόσεις πριν από το τέλος του αιώνα. Ο Whitman δημοσίευσε τη καινοτόμο ποιητική συλλογή Leaves of Grass το 1855 κι έστειλε αντίγραφο στον Emerson για τη γνώμη του. Ο Έμερσον απάντησε θετικά, στέλνοντας του κολακευτική επιστολή 5 σελίδων ως απάντηση. Η έγκριση του Έμερσον βοήθησε τη 1η έκδοση να προκαλέσει σημαντικό ενδιαφέρον κι έπεισε τον Whitman να εκδώσει 2η έκδοση λίγο μετά. Αυτή η έκδοση παρέθεσε μια φράση από την επιστολή του Emerson, τυπωμένη σε φύλλα χρυσού στο εξώφυλλο: “Χαιρετίζω την αρχή μιας μεγάλης καρριέρας“. Ο Έμερσον προσβλήθηκε που αυτή η επιστολή δημοσιοποιήθηκε κι αργότερα ήτανε πιο επικριτικός για το έργο.
Το καλοκαίρι του 1858, ο Έμερσον στρατοπέδευσε στο Adirondacks μ’ 9 άλλους: Louis Agassiz, James Russell Lowell, John Holmes, Horatio Woodman, Ebenezer Rockwood Hoar, Jeffries Wyman, Estes Howe, Amos Binney & William James Stillman. Προσκεκλημένοι, αλλά δεν μπόρεσαν να κάνουν το ταξίδι, ήταν οι Oliver Wendell Holmes, Henry Wadsworth Longfellow & Charles Eliot Norton, όλοι μέλη του Saturday Club (Βοστώνη, Μασαχουσέτη). Αυτή η κοινωνική λέσχη ήταν ως επί το πλείστον λογοτεχνική, με ιδιότητα μέλους, που συνεδρίαζε το τελευταίο Σάββατο του μήνα στο Boston Parker House Hotel (Omni Parker House). Ο Stillman ήτανε ζωγράφος κι ιδρυτικός συντάκτης ενός περιοδικού τέχνης που ονομάζεται Crayon. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Schenectady που ήταν ακριβώς νότια των βουνών Adirondack. Αργότερα ταξίδεψε εκεί για να ζωγραφίσει το τοπίο της ερημιάς, να ψαρέψει και να κυνηγήσει. Μοιράστηκε τις εμπειρίες του σ’ αυτή την έρημο με τα μέλη του Saturday Club, αυξάνοντας το ενδιαφέρον τους για αυτήν την άγνωστη περιοχή. Ο Lowell κι ο Stillman ηγηθήκανε της προσπάθειας να οργανωθεί ταξίδι στους Adirondacks. Ξεκίνησαν το ταξίδι τους στις 2 Αυγούστου 1858, ταξιδεύοντας με τραίνο, ατμόπλοιο, άμαξα και κανό. Η είδηση πως αυτοί οι καλλιεργημένοι άνθρωποι ζούσανε σαν Σακ και Σιου στην έρημο εμφανίστηκε σε εφημερίδες σ’ όλη τη χώρα. Αυτό έγινε γνωστό ως το στρατόπεδο των φιλοσόφων.
Αυτό το γεγονός ήταν ορόσημο στο πνευματικό κίνημα του 19ου αι., συνδέοντας τη φύση με τη τέχνη και τη λογοτεχνία. Αν κι έχουνε πολλά γραφτεί εδώ και πολλά έτη από μελετητές και βιογράφους της ζωής του, λίγα έχουνε γραφτεί γι’ αυτό που ‘χει γίνει γνωστό ως Στρατόπεδο Φιλοσόφων στο Follensbee Pond. Ωστόσο, το επικό ποίημά του Adirondac διαβάζεται σαν ημερολόγιο καθημερινής λεπτομερούς περιγραφής των περιπετειών στην έρημο με τους συναδέλφους του στη Λέσχη του Σαββάτου. Αυτή η εκδρομή κατασκήνωσης 2 βδομάδων τον έφερε πρόσωπο με πρόσωπο με πραγματική ερημιά, κάτι που μίλησε στο δοκίμιό του Nature, που δημοσιεύθηκε το 1836. Είπε, “στην έρημο βρίσκω κάτι πιο αγαπητό κι έμφυτο από ό,τι στους δρόμους ή τα χωριά“.
Ο Έμερσον ήτανε σθεναρά αντίθετος στη δουλεία, αλλά δεν εκτιμούσε το γεγονός ότι βρισκότανε στο δημόσιο προσκήνιο και δίσταζε να δώσει διαλέξεις για το θέμα. Στα χρόνια που προηγήθηκαν του Εμφυλίου Πολέμου, έδωσε αρκετές διαλέξεις, ωστόσο, ξεκινώντας ήδη από τον Νοέμβρη του 1837. Ορισμένοι από τους φίλους και τα μέλη της οικογένειάς του ήτανε πιο ενεργοί υπέρμαχοι της κατάργησης της δουλείας από αυτόν, στην αρχή, αλλά από το 1844 και μετά αντιτάχθηκε πιο ενεργά στη δουλεία. Έδωσε μια σειρά από ομιλίες και διαλέξεις και καλωσόρισε τον Τζον Μπράουν στο σπίτι του στη διάρκεια των επισκέψεων του Μπράουν στο Κόνκορντ. Ψήφισε Αβραάμ Λίνκολν το 1860, αλλά απογοητεύτηκε που ο Λίνκολν ενδιαφερόταν πιότερο για τη διατήρηση της Ένωσης παρά για την εξάλειψη της δουλείας εντελώς. Μόλις ξέσπασε ο αμερικανικός εμφύλιος, κατέστησε σαφές ότι πίστευε στην άμεση χειραφέτηση των σκλάβων.
Περίπου κείνη την εποχή, το 1860, δημοσίευσε το The Conduct of Life, την 7η συλλογή δοκιμίων του. “Καταπιάστηκε με μερικά από τα πιο ακανθώδη ζητήματα της στιγμής κι η εμπειρία του στις τάξεις της κατάργησης είναι μια αποκαλυπτική επιρροή στα συμπεράσματά του“. Σ’ αυτά τα δοκίμια αγκάλιασε έντονα την ιδέα του πολέμου ως μέσου εθνικής αναγέννησης: “Ο εμφύλιος πόλεμος, η εθνική χρεωκοπία ή η επανάσταση, είναι πιο πλούσια σε κεντρικούς τόνους από τα νωθρά χρόνια ευημερίας“. Επισκέφθηκε την Ουάσινγκτον στα τέλη Γενάρη 1862. Έδωσε δημόσια διάλεξη στο Σμιθσόνιαν στις 31 Γενάρη και δήλωσε: “Ο Νότος αποκαλεί τη δουλεία θεσμό… Το ονομάζω ένδεια… Η χειραφέτηση είναι το αίτημα του πολιτισμού“. Μετά, 1 Φλεβάρη, ο φίλος του Charles Sumner τον πήγε να συναντήσει το Λίνκολν στο Λευκό Οίκο. Ο Λίνκολν εξοικειωμένος με το έργο του, αφού προηγουμένως τον είχε δει να δίνει διάλεξη. Οι αμφιβολίες του Έμερσον για τον Λίνκολν άρχισαν να μαλακώνουν μετά από αυτή τη συνάντηση. Το 1865, μίλησε σε μνημόσυνο που πραγματοποιήθηκε για τον Λίνκολν στο Κόνκορντ: “Όσο παλιά κι αν είναι η ιστορία και πολλαπλές όπως είναι οι τραγωδίες της, αμφιβάλλω αν κάποιος θάνατος έχει προκαλέσει τόσο πόνο όσο αυτός, ή θα έχει προκαλέσει, στην ανακοίνωσή του“. Ο Έμερσον συναντήθηκε επίσης με πολλούς υψηλόβαθμους κυβερνητικούς αξιωματούχους, μαζί κι ο Salmon P. Chase, του υπουργού Οικονομικών, ο Edward Bates, ο γενικός εισαγγελέας, ο Edwin M. Stanton, ο γραμματέας πολέμου, ο Gideon Welles, ο γραμματέας του ναυτικού κι ο William Seward, ο υπουργός Εξωτερικών.
Στις 6 Μάη 1862, ο προστατευόμενος του, Henry David Thoreau, πέθανε από φυματίωση σε ηλικία 44 ετών. Ο Έμερσον εκφώνησε τον επικήδειό του. Συχνά αναφερόταν στο Θορώ ως τον καλύτερό του φίλο, παρά τη πτώση που ξεκίνησε το 1849 όταν ο Θορώ δημοσίευσε το A Week on the Concord and Merrimack Rivers. Ένας άλλος φίλος, ο Nathaniel Hawthorne, πέθανε 2 έτη μετά, το 1864 και κουβάλησε το φέρετρο όταν θάφτηκε στο Κόνκορντ, όπως έγραψε: “…Σε μια λαμπρότατη ηλιοφάνεια και μες στο πράσινο“.
Εξελέγη μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών & Επιστημών το 1864. Το 1867, εξελέγη μέλος της Αμερικανικής Φιλοσοφικής Εταιρείας. Αρχές του 1867, η υγεία του άρχισε να χαλά. Έγραφε πολύ λιγότερα στα ημερολόγιά του. Ήδη από το καλοκαίρι του 1871 ή την άνοιξη του 1872, άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα μνήμης κι έπασχε από αφασία. Μέχρι το τέλος της 10αετίας, ξεχνούσε τ’ όνομά του κατά καιρούς κι αν τονε ρωτούσαν πώς ένιωθε, απαντούσε “Πολύ καλά. Έχω χάσει τις διανοητικές μου ικανότητες, αλλά είμαι πολύ καλά“.
Την άνοιξη του 1871, έκανε ένα ταξίδι στον διηπειρωτικό σιδηρόδρομο, μόλις 2 έτη μετά την ολοκλήρωσή του. Στη πορεία και στη Καλιφόρνια συνάντησε αρκετούς αξιωματούχους, συμπεριλαμβανομένου του Μπρίγκαμ Γιανγκ στη διάρκεια μιας στάσης στη Σωλτ Λέηκ Σίτυ. Μέρος της επίσκεψής του στη Καλιφόρνια περιλάμβανε ταξίδι στο Γιοσέμιτι κι ενώ ήταν εκεί συνάντησε ένα νεαρό κι άγνωστο John Muir, -χαρακτηριστικό γεγονός στη καρριέρα του Muir.
Το σπίτι του Έμερσον στο Κόνκορντ έπιασε φωτιά στις 24 Ιουλίου 1872. Ζήτησε βοήθεια απ’ τους γείτονες κι εγκαταλείποντας τη κατάσβεση των φλογών, όλοι προσπάθησαν να σώσουν όσο το δυνατόν περισσότερα αντικείμενα. Η φωτιά σβήστηκε από τον Ephraim Bull Jr., τον ένοπλο γιο του Ephraim Wales Bull. Δωρεές συλλέχθηκαν από φίλους για να τονε βοηθήσουν να ανοικοδομήσει, συμπεριλαμβανομένων 5.000 $ που συγκεντρώθηκαν από το Φράνσις Κάμποτ Λόουελ, άλλων 10.000 $ που συγκεντρώθηκαν από το ΛεΜπάρον Ράσελ Μπριγκς και μιας προσωπικής δωρεάς 1.000 $ από τον Τζορτζ Μπάνκροφτ. Προσφέρθηκε επίσης υποστήριξη για στέγαση. Αν κι οι Emersons κατέληξαν να μείνουν με την οικογένεια στο Old Manse, οι προσκλήσεις προήλθαν από την Anne Lynch Botta, τον James Elliot Cabot, τον James T. Fields και την Annie Adams Fields. Η πυρκαγιά σηματοδότησε το τέλος της σοβαρής σταδιοδρομίας διδασκαλίας του. Από τότε έδινε διαλέξεις μόνο σ’ ειδικές περιστάσεις και μόνο μπρος σε γνώριμο κοινό. Ενώ το σπίτι ξαναχτιζόταν, ταξίδεψε στην Αγγλία, την ηπειρωτική Ευρώπη και την Αίγυπτο. Έφυγε στις 23 Οκτώβρη 1872, μαζί με τη κόρη του Έλεν, ενώ η σύζυγός του Λίντιαν πέρασε χρόνο στο Old Manse και με φίλους. Ο Έμερσον κι η κόρη του Έλεν επέστρεψαν στις ΗΠΑ με το πλοίο Olympus μαζί με το φίλο του Charles Eliot Norton στις 15 Απρίλη 1873. Η επιστροφή του στο Κόνκορντ γιορτάστηκε απ’ τη πόλη και το σχολείο ακυρώθηκε κείνη τη μέρα.
Τέλη του 1874, δημοσίευσε ανθολογία ποίησης με τίτλο Παρνασσός, που περιλάμβανε ποιήματα των Anna Laetitia Barbauld, Julia Caroline Dorr, Jean Ingelow, Lucy Larcom, Jones Very, καθώς και του Thoreau κι αρκετών άλλων. Αρχικά, η ανθολογία είχε προετοιμαστεί ήδη απ’ το φθινόπωρο του 1871, αλλά καθυστέρησε όταν οι εκδότες ζήτησαν αναθεωρήσεις. Τα προβλήματα με τη μνήμη του είχανε γίνει ενοχλητικά και σταμάτησε τις δημόσιες εμφανίσεις το 1879. Απαντώντας σε πρόσκληση για εορτασμό συνταξιοδότησης του Οκτάβιου Φρόθινγκχαμ, έγραψε: “Δεν είμαι σε θέση να κάνω επισκέψεις ή να συμμετάσχω σε συζητήσεις. Τα γηρατειά όρμησαν πάνω μου το τελευταίο έτος, δέσανε τη γλώσσα μου, κρύψανε τη μνήμη μου κι έτσι κάνανε καθήκον μου να μείνω στο σπίτι“. Το New York Times επικαλέστηκε την απάντησή του και σημείωσε πως η λύπη του διαβάστηκε δυνατά στον εορτασμό. Ο Χολμς έγραψε για το πρόβλημα λέγοντας: “Ο Έμερσον φοβάται να εμπιστευτεί πολύ τον εαυτό του στη κοινωνία, λόγω της αποτυχίας της μνήμης του και της μεγάλης δυσκολίας που βρίσκει να βρει τις λέξεις που θέλει. Είναι οδυνηρό να βλέπεις την αμηχανία του κατά καιρούς“.
Στις 21 Απριλίου 1882, βρέθηκε να πάσχει από πνευμονία. Πέθανε 6 μέρες αργότερα, στις 27 Απρίλη 1882. Είναι θαμμένος στο νεκροταφείο Sleepy Hollow, Concord, Μασαχουσέτη. Τοποθετήθηκε στο φέρετρό του φορώντας μια λευκή ρόμπα που δόθηκε από τον Αμερικανό γλύπτη Daniel Chester French.
Οι θρησκευτικές απόψεις του θεωρούνταν συχνά ριζοσπαστικές εκείνη την εποχή. Πίστευε ότι όλα τα πράγματα συνδέονται με τον Θεό κι ως εκ τούτου, όλα τα πράγματα είναι θεϊκά. Οι κριτικοί πίστευαν ότι ο Έμερσον αφαιρούσε τη κεντρική φιγούρα του Θεού. Όπως είπε ο Henry Ware Jr., ο Emerson κινδύνευε να πάρει τον Πατέρα του Σύμπαντος και να αφήσει μόνο συντροφιά παιδιών σε ένα ορφανό άσυλο. Ο Έμερσον επηρεάστηκε εν μέρει από τη γερμανική φιλοσοφία και τη βιβλική κριτική. Οι απόψεις του, η βάση του Υπερβατισμού, πρότειναν ότι ο Θεός δεν χρειάζεται να αποκαλύψει την αλήθεια, αλλά ότι η αλήθεια θα μπορούσε να βιωθεί διαισθητικά απευθείας από τη φύση. Όταν ρωτήθηκε για τη θρησκευτική του πίστη, δήλωσε: “Είμαι περισσότερο Κουάκερος απ’ οτιδήποτε άλλο. Πιστεύω στην ήρεμη, μικρή φωνή κι αυτή η φωνή είναι ο Χριστός μέσα μας“.
Ο Έμερσον ήταν υποστηρικτής της εξάπλωσης των κοινοτικών βιβλιοθηκών τον 19ο αι., έχοντας να πει γι’ αυτές τα εξής: “Σκεφτείτε τι έχετε στη μικρότερη επιλεγμένη βιβλιοθήκη. Μια ομάδα από τους σοφότερους και ευφυέστερους ανθρώπους που θα μπορούσαν να επιλεγούν από όλες τις πολιτικές χώρες, σε 1000 έτη, έχουνε θέσει σε καλύτερη σειρά τ’ αποτελέσματα της μάθησης και της σοφίας τους“. Είχε ρομαντικό ενδιαφέρον για διάφορες γυναίκες καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, συμπεριλαμβανομένης της Άννας Μπάρκερ και της Καρολάιν Στουργκίς. Δεν έγινε ένθερμος υποστηρικτής της κατάργησης της δουλείας μέχρι το 1844, αν και τα ημερολόγιά του δείχνουν ότι ενδιαφερότανε για τη δουλεία ξεκινώντας απ’ τα νιάτα του, ακόμη κι ονειρευόταν να βοηθήσει στην απελευθέρωση σκλάβων. Τον Ιούνιο του 1856, λίγο μετά τον ξυλοδαρμό του Τσαρλς Σάμνερ, γερουσιαστή των ΗΠΑ, για τις σθεναρές απόψεις του υπέρ της κατάργησης της δουλείας, παραπονέθηκε ότι ο ίδιος δεν ήταν τόσο αφοσιωμένος στον σκοπό. Έγραψε: “Υπάρχουν άνθρωποι που μόλις γεννηθούνε παίρνουνε γραμμή μέλισσας στο τσεκούρι του ιεροεξεταστή. … Θαυμάσιος ο τρόπος που σωζόμαστε απ’ αυτή την αδιάλειπτη παροχή του ηθικού στοιχείου“.
Μετά την επίθεση στον Sumner, ο Emerson άρχισε να μιλά για τη δουλεία. “Νομίζω ότι πρέπει ν’ απαλλαγούμε από τη δουλεία ή πρέπει ν’ απαλλαγούμε από την ελευθερία“, είπε σε μια συνάντηση στο Concord εκείνο το καλοκαίρι. Χρησιμοποίησε τη δουλεία ως παράδειγμα ανθρώπινης αδικίας, ειδικά στο ρόλο του ως υπουργός. Στις αρχές του 1838, που προκλήθηκε από τη δολοφονία ενός εκδότη υπέρ της κατάργησης της δουλείας από το Άλτον του Ιλινόις, ονόματι Elijah Parish Lovejoy, έδωσε τη 1η του δημόσια ομιλία κατά της δουλείας. Όπως είπε, “Είναι μόνο τις προάλλες που ο γενναίος Lovejoy έδωσε το στήθος του στις σφαίρες ενός όχλου, για τα δικαιώματα της ελευθερίας του λόγου και της γνώμης και πέθανε όταν ήτανε καλύτερο να μη ζήσει“. Ο John Quincy Adams είπε ότι η δολοφονία του Lovejoy από τον όχλο “έστειλε ένα σοκ όπως κάθε σεισμός σε όλη αυτή την ήπειρο“. Ωστόσο, ο Έμερσον υποστήριξε ότι η μεταρρύθμιση θα επιτευχθεί μέσω ηθικής συμφωνίας κι όχι μέσω μαχητικής δράσης. Μέχρι τη 1η Αυγούστου 1844, σε μια διάλεξη στο Κόνκορντ, δήλωσε σαφέστερα την υποστήριξή του στο κίνημα κατάργησης: “Είμαστε υπόχρεοι κυρίως σ’ αυτό το κίνημα και στους συνεχιστές του, για τη λαϊκή συζήτηση κάθε σημείου πρακτικής ηθικής“.
Ο Έμερσον είναι συχνά γνωστός ως από τους πιο φιλελεύθερους δημοκρατικούς στοχαστές της εποχής του, που πίστευε ότι μέσω δημοκρατικής διαδικασίας, η δουλεία πρέπει να καταργηθεί. Ενώ ήταν άπληστος υπέρμαχος της κατάργησης της δουλείας που ήτανε γνωστός για τη κριτική του στη νομιμότητα της δουλείας, ο Έμερσον αγωνίστηκε με τις συνέπειες της φυλής. Οι συνήθεις φιλελεύθερες τάσεις του δεν μεταφραστήκανε σαφώς όταν ήρθε η ώρα να πιστέψει πως όλες οι φυλές είχαν ίση ικανότητα ή λειτουργία, που ήτανε κοινή αντίληψη για τη περίοδο που έζησε. Πολλοί κριτικοί πιστεύουν ότι ήταν οι απόψεις του για τη φυλή που τον εμπόδισαν να γίνει υπέρμαχος της κατάργησης νωρίτερα κι επίσης τον εμπόδισαν να ‘ναι πιο ενεργός στο κίνημα κατά της δουλείας. Μεγάλο μέρος της πρώιμης ζωής του, ήταν σιωπηλός για το θέμα της φυλής και της δουλείας. Μόνο όταν ήταν στα 30, άρχισε να δημοσιεύει γραπτά για τη φυλή και τη δουλεία και μόνο στα τέλη της 10ετίας του ’40 και του ’50 έγινε γνωστός ως ακτιβιστής κατά της δουλείας.
Στη διάρκεια της πρώιμης ζωής του, φάνηκε ν’ αναπτύσσει ιεραρχία φυλών βασισμένη στην ικανότητα λογικής ή μάλλον, αν οι Αφρικανοί σκλάβοι ήτανε διακριτά ίσοι με τους λευκούς με βάση την ικανότητά τους να σκέφτονται. Σε καταχώρηση ημερολογίου που γράφτηκε το 1822, έγραψε για μια προσωπική παρατήρηση: “Δεν μπορεί να ‘ναι αλήθεια ότι η διαφορά έγκειται στο λόγο. Είδα στους δρόμους 10-20-100 μεγάλους μαύρους άνδρες με χαμηλά χείλη, που εκτός απ’ το απλό θέμα της γλώσσας, δεν ξεπερνούσανε τη σύνεση του ελέφαντα. Τώρα είναι αλήθεια ότι αυτά δημιουργήθηκαν ανώτερα από αυτό το σοφό ζώο και σχεδιάστηκαν για να το ελέγχουν; Και σε σύγκριση με τις ανώτερες τάξεις των ανθρώπων, οι Αφρικανοί θα σταθούν τόσο χαμηλά ώστε να κάνουνε τη διαφορά που υπάρχει μεταξύ αυτών και των συνετών θηρίων ασήμαντη“.
Όπως συμβαίνει με πολλούς υποστηρικτές της δουλείας, στη διάρκεια των 1ων ετών του, φαίνεται να πίστευε πως οι ικανότητες των Αφρικανών σκλάβων δεν ήταν ίσες με κείνες των λευκών ιδιοκτητών σκλάβων. Αλλά αυτή η πίστη στις φυλετικές κατωτερότητες δεν έκανε τον Έμερσον υποστηρικτή της δουλείας. Έγραψε μετά κείνο το έτος ότι “Καμμία ευφυής σοφιστεία δεν μπορεί ποτέ να συμφιλιώσει το μη διεστραμμένο μυαλό με τη χάρη της δουλείας. τίποτα άλλο παρά τεράστια εξοικείωση και τη προκατάληψη του ιδιωτικού συμφέροντος“. Είδε την απομάκρυνση των ανθρώπων απ’ τη πατρίδα τους, τη μεταχείριση των σκλάβων και τους ιδιοτελείς ευεργέτες των σκλάβων ως κατάφωρες αδικίες. Γι’ αυτόν η δουλεία ήταν ηθικό ζήτημα, ενώ η ανωτερότητα των φυλών ήταν ένα ζήτημα που προσπάθησε ν’ αναλύσει από επιστημονική άποψη με βάση αυτά που πίστευε ότι ήταν κληρονομικά χαρακτηριστικά.
Ο Έμερσον έβλεπε τον εαυτό του ως άνθρωπο σαξονικής καταγωγής. Σε ομιλία που δόθηκε το 1835 με τίτλο Μόνιμα χαρακτηριστικά της αγγλικής εθνικής ιδιοφυΐας, είπε: “Οι κάτοικοι των ΗΠΑ, ειδικά του βόρειου τμήματος, κατάγονται από τον λαό της Αγγλίας κι έχουν κληρονομήσει τα χαρακτηριστικά του εθνικού τους χαρακτήρα“. Είδε άμεσους δεσμούς μεταξύ της φυλής που βασίζεται στην εθνική ταυτότητα και της εγγενούς φύσης του ανθρώπου. Οι λευκοί Αμερικανοί που γεννήθηκαν στις ΗΠΑ κι είχαν αγγλική καταγωγή κατηγοριοποιήθηκαν απ’ αυτόν ως ξεχωριστή φυλή, που πίστευε ότι είχε θέση υπεροχής από άλλα έθνη. Η ιδέα του για τη φυλή βασίστηκε σε κοινή κουλτούρα, περιβάλλον κι ιστορία. Πίστευε ότι οι γηγενείς Αμερικανοί αγγλικής καταγωγής ήταν ανώτεροι από τους Ευρωπαίους μετανάστες, συμπεριλαμβανομένων των Ιρλανδών, των Γάλλων και των Γερμανών κι επίσης ως ανώτεροι από τους Άγγλους από την Αγγλία, που τους θεωρούσε 2η και τη μόνη πράγματι συγκρίσιμη ομάδα.
Αργότερα στη ζωή του, οι ιδέες του για τη φυλή άλλαξαν όταν ενεπλάκη πιότερο στο κίνημα κατάργησης δουλείας, ενώ την ίδια στιγμή, άρχισε ν’ αναλύει πιο διεξοδικά τις φιλοσοφικές επιπτώσεις των φυλετικών ιεραρχιών. Οι πεποιθήσεις του μετατοπίσανε την εστίαση σε πιθανά αποτελέσματα των φυλετικών συγκρούσεων. Οι φυλετικές απόψεις του ήτανε στενά συνδεδεμένες με τις απόψεις του για τον εθνικισμό και την εθνική ανωτερότητα, κάτι που ήτανε κοινή άποψη στις ΗΠΑ κείνη την εποχή. Χρησιμοποίησε τις σύγχρονες θεωρίες της φυλής και των φυσικών επιστημών για να υποστηρίξει θεωρία της φυλετικής ανάπτυξης. Πίστευε πως η τρέχουσα πολιτική μάχη κι η τρέχουσα υποδούλωση άλλων φυλών ήταν ένας αναπόφευκτος φυλετικός αγώνας, που θα οδηγούσε στην αναπόφευκτη ένωση των ΗΠΑ. Τέτοιες συγκρούσεις ήταν απαραίτητες για τη διαλεκτική της αλλαγής που τελικά θα επέτρεπε τη πρόοδο του έθνους. Σε μεγάλο μέρος του μεταγενέστερου έργου του, φαίνεται να επιτρέπει την ιδέα ότι διαφορετικές ευρωπαϊκές φυλές τελικά θα αναμειχθούνε στην Αμερική. Αυτή η διαδικασία υβριδισμού θα οδηγούσε σε ανώτερη φυλή που θα ‘τανε προς όφελος της ανωτερότητας των ΗΠΑ.
Ως λέκτορας και ρήτορας, -με το παρατσούκλι ο Σοφός της Ομόνοιας- έγινε ηγετική φωνή της πνευματικής κουλτούρας στις ΗΠΑ. Ο James Russell Lowell, εκδότης του Atlantic Monthly και του North American Review, σχολίασε στο βιβλίο του My Study Windows (1871), ότι ο Έμερσον δεν ήταν μόνον ο πιο σταθερά ελκυστικός λέκτορας στην Αμερική, αλλά κι από τους πρωτοπόρους του συστήματος διαλέξεων. Ο Χέρμαν Μέλβιλ, που ‘χε γνωρίσει τον Έμερσον το 1849, αρχικά πίστευε πως είχε ελάττωμα στη περιοχή της καρδιάς κι έπαρση τόσο έντονα διανοητική που στην αρχή διστάζει κανείς να την αποκαλέσει με το σωστό της όνομα, αν και μετά παραδέχτηκε πως ήταν σπουδαίος άνθρωπος. Ο Theodore Parker, υπουργός κι υπερβατικός, σημείωσε την ικανότητα του να επηρεάζει και να εμπνέει άλλους: “η λαμπρή ιδιοφυΐα του Emerson ανέτειλε τις χειμωνιάτικες νύχτες και κρεμότανε πάνω απ’ τη Βοστώνη, τραβώντας τα μάτια των ιδιοφυών νέων ανθρώπων να κοιτάξουνε ψηλά αυτό το μεγάλο νέο αστέρι, μια ομορφιά κι ένα μυστήριο, που γοήτευσε προς στιγμήν, ενώ έδωσε επίσης αιώνια έμπνευση, καθώς τους οδήγησε σε νέα μονοπάτια και σε νέες ελπίδες“.
Το έργο του Emerson όχι μόνο επηρέασε τους συγχρόνους του, όπως ο Whitman κι ο Thoreau, αλλά συνέχισε να επηρεάζει στοχαστές και συγγραφείς στις ΗΠΑ και σ’ όλο τον κόσμο μέχρι σήμερα. Αξιοσημείωτοι στοχαστές που αναγνωρίζουνε την επιρροή του περιλαμβάνουνε το Νίτσε και τον Γουίλιαμ Τζέιμς, νονό του Έμερσον. Υπάρχει μικρή διαφωνία ότι ήταν ο συγγραφέας με τη μεγαλύτερη επιρροή στην Αμερική του 19ου αι. αν κι αυτές τις μέρες είναι σε μεγάλο βαθμό η ανησυχία των μελετητών. Ο Whitman, ο Thoreau κι ο William James ήταν όλοι θετικοί Emersonians, ενώ ο Melville, ο Hawthorne κι ο Henry James ήταν Emersonians σε άρνηση -ενώ θέσανε τους εαυτούς τους σ’ αντίθεση με το σοφό, δεν υπήρχε διαφυγή από την επιρροή του. Για τον Τ. Σ. Έλιοτ, τα δοκίμια του Έμερσον ήταν ένα βάρος. Ο Waldo the Sage επισκιάστηκε από το 1914 ως το 1965, όταν επέστρεψε για να λάμψει, αφού επέζησε στο έργο μεγάλων Αμερικανών ποιητών όπως ο Robert Frost, ο Wallace Stevens κι ο Hart Crane.
Στο βιβλίο του The American Religion, ο Harold Bloom αναφέρεται επανειλημμένα στον Emerson ως “Ο προφήτης της αμερικανικής θρησκείας“, που στο πλαίσιο του βιβλίου αναφέρεται σ’ αυτόχθονες αμερικανικές θρησκείες όπως ο μορμονισμός κι η χριστιανική επιστήμη, που προέκυψαν σε μεγάλο βαθμό στη διάρκεια της ζωής του Emerson, αλλά και στις κύριες προτεσταντικές εκκλησίες που ο Bloom λέει ότι έχουνε γίνει στις ΗΠΑ πιο γνωστικές από τους ευρωπαίους ομολόγους τους. Στο Δυτικό Κανόνα, ο Μπλουμ συγκρίνει τον Έμερσον με τον Μισέλ ντε Μονταίν: “Η μόνη ισοδύναμη εμπειρία ανάγνωσης που γνωρίζω είναι να ξαναδιαβάζω ασταμάτητα στα σημειωματάρια και τα περιοδικά του Ραλφ Γουάλντο Έμερσον, την αμερικανική έκδοση του Μονταίν“. Αρκετά από τα ποιήματα του Έμερσον συμπεριλήφθηκαν στο The Best Poems of the English Language του Μπλουμ, αν κι έγραψε ότι κανέν απ’ τα ποιήματα δεν είναι τόσον εξαιρετικό όσο τα καλύτερα δοκίμιά του, που ο Μπλουμ ανέφερε ως Αυτοδυναμία, Κύκλοι, Εμπειρία και σχεδόν όλα της Συμπεριφοράς της Ζωής. Στη πεποίθησή του ότι τα μήκη των γραμμών, οι ρυθμοί κι οι φράσεις καθορίζονται από την αναπνοή, η ποίηση του Έμερσον προανήγγειλε τις θεωρίες του Τσαρλς Όλσον.
ΠΡΟΣ ΤΙΜΗ ΤΟΥ:
* Το Μάη του 2006, 168 χρόνια αφότου ο Έμερσον εκφώνησε την Ομιλία του στη Θεολογική Σχολή, η Θεολογική Σχολή Χάρβαρντ ανακοίνωσε την ίδρυση της έδρας Emerson Unitarian Universalist Association. Το Χάρβαρντ έχει επίσης ονομάσει ένα κτίριο, το Emerson Hall (1900), απ’ αυτόν.
* Το Κουαρτέτο Εγχόρδων Emerson, που σχηματίστηκε το 1976, πήρε το όνομά του απ’ αυτόν.
* Το Βραβείο Ralph Waldo Emerson απονέμεται ετησίως σε μαθητές γυμνασίου για δοκίμια σχετικά με ιστορικά θέματα.
* Η Emerson Collective είναι μια εταιρεία αφιερωμένη στη κοινωνική αλλαγή.
* Η οδός Emerson στο Napier της Νέας Ζηλανδίας πήρε τ’ όνομά του.
* Η πόλη Emerson, στο New Jersey πήρε το όνομά του.
ΡΗΤΑ:
* Όταν διαβάζω ένα καλό βιβλίο, εύχομαι η ζωή μου να διαρκούσε 3000 χρόνια.
* Κάνε πάντα αυτό που φοβάσαι να κάνεις.
* Η λύπη κοιτά πίσω. Ο φόβος κοιτά τριγύρω. Η πίστη κοιτά ψηλά.
* Στη ζωή βασικά ψάχνουμε κάποιον που θα μας αναγκάσει να κάνουμε αυτό που μπορούμε.
* Κάθε άνθρωπος που συναντώ είναι σε κάτι ανώτερος από μένα. Έτσι, μαθαίνω απ’ αυτόν.
* Το κάπνισμα σου επιτρέπει να νομίζεις πως κάτι κάνεις, παρόλο που δεν κάνεις τίποτε.
* Οι άνθρωποι δεν φαίνεται ν’ αντιλαμβάνονται πως η γνώμη τους για το κόσμο είναι και μια εξομολόγηση για το χαρακτήρα τους.
* Χωρίς φιλοδοξία, τίποτα δεν αρχίζει. Χωρίς δουλειά, τίποτα δεν τελειώνει.
* Μην ακολουθείς το μονοπάτι για να πας εκεί όπου μπορεί να σ’ οδηγήσει. Αντίθετα, πήγαινε από κεί που δεν υπάρχει μονοπάτι κι άφησε το χνάρι σου. Ακολούθησε το ρυθμό της Φύσης. Το μυστικό της είναι η υπομονή.
* Ο φόβος πάντα ξεκινά απ’ την άγνοια.
* Οι περισσότερες σκιές στη ζωή μας δημιουργούνται επειδή εμείς στεκόμαστε μπρος στο δικό μας φως.
* Οι άνθρωποι επιδιώκουν να βολευτούν. Μόνον όμως όσο είναι ξεβολεμένοι υπάρχει ελπίδα γι’ αυτούς.
* Η γη γελά με λουλούδια.

* Οι προσπάθειες που κάνουμε για να ξεφύγουμε από το πεπρωμένο μας, έχουν σαν μοναδικό αποτέλεσμα να μας οδηγήσουν σ’ αυτό.
* Οι καλύτερες σκέψεις μου έχουνε κλαπεί από τους αρχαίους.
* Βασικά θέλουμε κάποιον που να μας εμπνεύσει να γίνουμε αυτό που ξέρουμε ότι μπορούμε να ‘μαστε.
* Αυτό που υπάρχει πίσω μας και αυτό που υπάρχει μπροστά μας είναι μικροπράγματα σε σχέση μ’ αυτό που υπάρχει μέσα μας.
* Πριν αποκτήσουμε εξουσία, πρέπει ν’ αποκτήσουμε σοφία, για να τη διαχειριστούμε καλά.
* Οι ρηχοί άνθρωποι πιστεύουνε στη τύχη. Οι σωστοί άνθρωποι πιστεύουνε στην αιτία και το αποτέλεσμα.
* Το στολίδι ενός σπιτιού είναι οι φίλοι που συχνάζουνε σ’ αυτό.
* Ακόμα κι ο μεγαλύτερος καλλιτέχνης υπήρξε αρχάριος.
* Οι άνθρωποι βλέπουν μόνο αυτά που είναι προετοιμασμένοι να δουν.
* Η αγάπη της ομορφιάς είναι καλό γούστο. Η δημιουργία της ομορφιάς είναι τέχνη.
* Πρέπει να παίρνουμε τους ανθρώπους σε πολύ μικρές δόσεις.
* Στη Δημοκρατία κάθε άνθρωπος είναι αναγκαίος.
* Το να είσαι ο εαυτός σου σε έναν κόσμο που διαρκώς προσπαθεί να σε αλλάξει σε κάτι άλλο είναι ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα.
* Ο φόβος νικάει περισσότερους ανθρώπους από οτιδήποτε άλλο πράγμα στον κόσμο.
* Γράψτο στη καρδιά σου ότι κάθε μέρα είναι η καλύτερη μέρα του χρόνου.
* Τα μικρά μυαλά έχουν μικρές έγνοιες. Τα μεγάλα μυαλά δεν έχουν χρόνο για έγνοιες.
* Οι περισσότεροι άγιοι ήταν φτωχοί, όμως αυτό δεν σημαίνει πως οι περισσότεροι φτωχοί είναι άγιοι.
* Η ομορφιά χωρίς χάρη είναι σαν αγκίστρι χωρίς δόλωμα.
* Με τους φίλους μου κάνω ό,τι και με τα βιβλία μου. Τους έχω κάπου που μπορώ να τους βρω, αλλά σπάνια τους μεταχειρίζομαι.
* Οι Σπαρτιάτες, οι στωικοί, οι ήρωες, οι άγιοι και οι θεοί χρησιμοποιούσαν έναν σύντομο και ισχυρό λόγο.
* Το μεγαλύτερο δώρο είναι ένα κομμάτι του εαυτού σου.
* Τα πράγματα που διδάσκονται στα σχολεία και στα κολέγια δεν είναι εκπαίδευση, αλλά μέσα για την εκπαίδευση.
* Όλα όσα έχω δει μου έχουν διδάξει να εμπιστεύομαι τον Δημιουργό για όλα όσα δεν έχω δει.
* Η υγεία του ματιού φαίνεται πως χρειάζεται έναν ορίζοντα. Δεν κουραζόμαστε ποτέ όσο μπορούμε να δούμε αρκετά μακρυά.
* Δέσε τ’ αμάξι σου σ’ ένα αστέρι.
* Από τον Πλάτωνα προέρχονται όλα τα θέματα που ακόμα γράφουν και διαφωνούν οι άνθρωποι του πνεύματος. Ο Πλάτων είν’ η φιλοσοφία κι η φιλοσοφία είν’ ο Πλάτων.
* Αυτή η εποχή -όπως όλες- είναι καλή, αλλά μόνον αν ξέρουμε τι να κάνουμε μ’ αυτή.
* Το πιο σίγουρο δηλητήριο είναι ο χρόνος.
* Η κοινωνία είναι κύμα. Το κύμα προχωρά μπρος, αλλά το νερό που το αποτελεί, όχι.
* Οι καλύτερες ιδέες μας έρχονται από άλλους.
* Όλα είναι γρίφος και το κλειδί για το γρίφο είναι κι αυτό ένας γρίφος.
* Αν χτυπήσεις ένα βασιλιά, πρέπει να τονε σκοτώσεις.
* Όταν κινείσαι επάνω σε λεπτό πάγο, η ασφάλεια εξαρτάται από τη ταχύτητα.
* Κάθε ήρωας γίνεται στο τέλος ένα βάρος.
* Υπάρχουν μόνο δέκα λεπτά στη ζωή ενός αχλαδιού που είναι τέλειο για φάγωμα.
* Στη τέχνη, το χέρι δεν πρέπει ποτέ να εκτελεί κάτι ανώτερο απ’ αυτό που η καρδιά μπορεί να φανταστεί.
* Ένα παιδί που κοιμάται μου δίνει την εντύπωση ενός ταξιδιώτη σε μια πολύ μακρινή χώρα.
* Είν’ από τις όμορφες ανταμοιβές στη ζωή ό,τι, όποτε κάποιος προσπαθεί ειλικρινά να βοηθήσει κάποιον, βοηθά και τον εαυτό του.
* Μια θρησκεία ή μια φιλοσοφία δοκιμάζεται από το πόσα πράγματα μπορεί να εξηγήσει.
ΕΡΓΑ:
Συλλογές
Δοκίμια: 1η Σειρά (1841)
Δοκίμια: 2η Σειρά (1844)
Ποιήματα (1847)
Φύση, ομιλίες και διαλέξεις (1849)
Αντιπροσωπευτικοί άνδρες (1850)
Αγγλικά χαρακτηριστικά (1856)
Η διαγωγή της ζωής (1860)
May-Day κι άλλα κομμάτια (1867)
Κοινωνία και μοναξιά (1870)
Φυσική Ιστορία της Διάνοιας: οι τελευταίες διαλέξεις του Ralph Waldo Emerson (1871)
Γράμματα και κοινωνικοί σκοποί (1875)
Ατομικά δοκίμια
Φύση (1836)
Αυτοδυναμία (Δοκίμια: 1η Σειρά)
Αποζημίωση (1η Σειρά))
The Over-Soul (1η Σειρά)
Κύκλοι (1η Σειρά)
Ο Ποιητής (Δοκίμια: 2η Σειρά)
Εμπειρία (Δοκίμια: 2η Σειρά)
Πολιτική (2η Σειρά))
Saadi στο Atlantic Monthly (1864)
Ο Αμερικανός μελετητής
Μεταρρυθμιστές της Νέας Αγγλίας
Ιστορία
Μοίρα
Ποιήματα
Ύμνος Concord
Η Rhodora
Μπράχμα
Ουριέλ
Γράμματα
Επιστολή προς τον Martin Van Buren
Η αλληλογραφία του Thomas Carlyle και του Ralph Waldo Emerson, 1834-72============================
Φύση
Ι.
Οι χειμώνες ξέρουν
Εύκολα να ρίχνουν το χιόνι,
Και η αδίδακτη Άνοιξη είναι σοφή
Σε ηράνθεμα και ανεμώνες.
Η φύση, μισώντας τέχνη και φροντίδες
Παρεμποδίζει και φέρνει σε αμηχανία εγκεφάλους που συλλογίζονται·
Ατύχημα και Έκπληξη
Είναι οι κόρες των ματιών της·
Αλλά στοργικά αγαπά τον φτωχό,
Και, από θαυμασμό γι’ αυτήν
Γκρεμίζει τον θορυβώδη διεκδικητή.
Γιατί η Φύση ακούει στο ρόδο,
Και δίνει προσοχή μέσα από τη στεφάνη της μουριάς,
Να βοηθήσει τους φίλους της, να πληγώσει τους εχθρούς της,
Και σαν σοφός Θεός κρίνει σωστά.
Ωστόσο προέχει η αγάπη της
Προς τις ψυχές που ποτέ δεν πέφτουν,
Προς τους χωρικούς που ζουν ευτυχισμένα,
Και τα καταφέρνουν καλά επειδή το επιθυμούν
Που περπατούν σε άγνωστους δρόμους
Και πραγματοποιούν κατορθώματα πριν γίνουν γνωστοί.
ΙΙ.
Είναι παιχνιδιάρα και καλή,
Αλλά με ευμετάβλητη διάθεση,
Χωρίς θλιβερή επανάληψη κάθε τόσο,
Θα είναι όλα τα πράγματα για όλους τους ανθρώπους.
Αυτή που είναι τόσο γριά, αλλά σε καμιά περίπτωση αδύναμη,
Διοχετεύει τη δύναμη της στους ανθρώπους,
Χαρούμενα και πολλαπλά χωρίς κώλυμα,
Τους φτιάχνει και τους πλάθει όπως είναι,
Και αυτό που αυτοί ονομάζουν τρόπο της πόλης
Δεν είναι τρόπος τους, αλλά δικός της,
Και αυτό που λένε ότι φτιάξανε σήμερα,
Το μάθανε από τις βελανιδιές και τα έλατα.
Γεννά ανθρώπους σαν φρέσκες μολόχες,
Ήρωες και κόρες, σάρκα εκ της σαρκός της·
Εμπλουτίζει το νερό της και το σιτάρι της
Με γεύσεις τις οποίες βρίσκει κατάλληλες,
Και τους δίνει κάτι να πιουν και να φάνε·
Και έχοντας έτσι άρτο και ανάπτυξη,
Της κάνουν προσφορές, όχι ακούσιες.
Ότι είναι περισσότερο δικό τους, δεν το κατέχουν,
Αλλά είναι δανεισμένο από άτομα σιδήρου και πέτρας,
Και στα περίφημα έργα Τέχνης τους
Η κυρίαρχη πινελιά είναι πάλι δικιά της.
Τι Σημαίνει Θρίαμβος
Να γελάς πολύ και συχνά.
Να αξίζεις τον σεβασμό των ευφυών ανθρώπων
και την αγάπη των παιδιών.
Να κερδίζεις την επιδοκιμασία των τίμιων κριτών
και να υπομένεις την προδοσία των ψεύτικων φίλων·
Να εκτιμάς την ομορφιά,
να βρίσκεις το καλύτερο στους άλλους.
Να δίνεσαι στους άλλους.
Να αφήσεις τον κόσμο
λίγο καλύτερο απ΄όσο τον βρήκες:
Μ΄ένα υγιές παιδί, μ΄έναν κήπο
ή με μια καλύτερη κοινωνία.
Να έχεις παίξει και γελάσει με ενθουσιασμό
και να έχεις τραγουδήσει με πάθος.
Να ξέρεις ότι κάποια ζωή ανάσανε καλύτερα
επειδή έζησες εσύ.
Αυτό σημαίνει θρίαμβος.