Ένας
Τι μόνος που είναι αυτός
βλέπει το Θάνατο να θριαμβεύει.
Ξέρει πως μοιάζουν χαμένα όλα και μελετά στα μάτια των ηττημένων τους ίσκιους της αγοραίας άγνοιας.
Σκύβει.
Χωρίς να γνωρίζει αν θα ξανασηκωθεί, σκύβει να μαζέψει ένα φθινοπωρινό φύλλο, που μυρωδάτα σαπίζει στη μνήμη μιας βροχής που κάποτε ξέπλενε τα χώματα, μα τώρα, ανίκανη κι αυτή να υπάρξει ως πρέπει, αδιάφορη κυλά, κυλά στους υπονόμους.
Σκύβει
και μ' ένα παραπάτημα, βρίσκεται κάτω από τα σκουπίδια που μάζεψε ο χείμαρρος, σε μια γωνιά, αυτή του σπιτιού του, κάπου στον κόσμο, μπορεί και σ' αυτή που βρίσκεται αιώνες τώρα λαξεμμένη από βροχές στα πόδια του πιο ψηλού βουνού.
Καθώς γλιστρά.
Καθώς βουτά.
Καθώς χάνεται
ίσως, ίσως και να προλαβαίνει ν' αρπάξει στο δάκρυ του, το πρώτο άστρο τ' ουρανού, που μόλις τώρα άρχισε να προβάλλει πίσω από τα σύννεφα, τα σύννεφα που τρέχουν παρασυρμένα από έναν άνεμο που δεν ηχεί που δεν θροίζει, από έναν άνεμο που δεν βογγά.
Τι μόνος που είναι αυτός
ο κάθε που είναι Ένας, μέσα στον κόσμο των μαζί, μέσα στους κόκκους της ερήμου, που μια βροχή -αρκεί- για να τους κάμει λάσπη έτοιμη για να πλαστεί στο όπως είναι αρεστές στους άλλους οι μορφές -πάντα σ' αυτούς τους άλλους...