Τούτη η κάπως παλιά ιστορία, είναι εντελώς, μα εντελώς αληθινή, -όπως όλες άλλωστε. Ίσως μόνο να με προδίδει κάπως η μνήμη μου, ιδιαίτερα στις μικρολεπτομέρειες, μα και πάλι τούτο δεν αφαιρεί τίποτε από την αλήθεια -ασχέτως αληθοφάνειας ή μη- και την ουσία της. Μιλώ για την αληθοφάνειά της, γιατί ακόμα και σήμερα που αποφάσισα να τη γράψω, δεν έχω καταλάβει αν την ονειρεύτηκα ξυπνητός ή την έζησα σε κάποιο ονειρικό μου ταξίδι, απ' αυτά ...ξέρετε τα ...ένσαρκα κι έννοα που κάνω συχνά. Αλλά τούτο, αφήνω να το κρίνετε σεις. Τώρα που καμα τούτη την εισαγωγή, νιώθω ήσυχος κι έτοιμος να ξεκινήσω. Μόνο που λόγω της αλήθειας, αντί για ονόματα ή τίποτε ηλίθια "ψευδώνυμα" θα χρησιμοποιήσω αρχικά. Η Σι κι ο Ε. λοιπόν ή αν προτιμάτε, ο Ε. κι η Σι. Πάμε...
Γνωριστήκανε σ' ένα μπαρ, σε κάπως προχωρημένη ώρα, μιας μοναχικής νύχτας. Το μπαρ εκείνο από νωρίς συνήθως ήτανε γεμάτο κόσμο κι όπως αποδείχτηκε μετά, ήτανε θαμώνες κι οι δυο τους από πολύ πριν. Φαίνεται λοιπόν πως εκείνη τη νύχτα, κείνη την ώρα, συνομωτήσανε πολλά για να βρεθούνε κατάφατσα. Σχιστήκανε τα πέπλα που τους χωρίζανε, παραμέρισανε καπνός κι άλλα πρόσωπα και κοιταχτήκανε. Ας μη πω γι' άλλα πιο ...ποταπά άλλοθι κι ας τα φορτώσω κι εγώ, όπως όλοι μας, σ' αυτή τη πολλάκις παράξενη συνομωσία του σύμπαντος.
Τώρα πια που ξέρω -κι ελπίζω να θυμάμαι καλά- ολάκερη την ιστορία, τώρα που καταλάγιασε και μέστωσε μέσα μου, μπορώ να πω πως η γνωριμία τούτη πέρασε από τρία στάδια, με κάμποσο χρονικό διάστημα στο καθένα. Ίσως επίσης ναναι λογικό και το πως εκείνη η γνωριμία σταμάτησε σχεδόν απότομα, όταν μάλλον θαπρεπε να περάσει σε τέταρτο στάδιο ή να ...ξεφουσκώσει. Επίσης να πω από την αρχή, πως αυτή η γνωριμία δεν έφτασε ποτέ και με κανένα τρόπο σε στάδιο ερωτικής, σαρκικής επαφής.
Στο πρώτο στάδιο λοιπόν, θα εντάξω φυσικά τούτη τη πρώτη επαφή τους. Το στάδιο που αν μου συγχωρέσετε το τόλμημα, λέω να το βαφτίσω "Ακατάσχετη Μπουρδομπαρουφολογία Συνεπεία Φόβου Μοναξιάς". Πράγματι, από ένα "γεια" και την απάντησή του, μεταξύ δυο ατόμων διαφορετικού φύλου, που το καθένα του -εκ των υστέρων αυτό αποδεδειγμένο-, είχε ξεμείνει εκεί στην άκρη ενός πάγκου, συντροφιά μ' ένα ποτήρι, -χωρίς ναναι κανείς από τους δυο ...επαγγελματίας πότης- για διαφορετικό λόγο έκαστος, με προσωπική του επιλογή μονάχο. Εν πολλοίς αδιάφορο τόσο περί των άμεσα τεκταινομένων, όσο και για την εντύπωση που θα κάμει και τι πιθανήν έκβαση θάχουν οι κινήσεις και τα λόγια του. Τελικά κατάφερε να βγει ανάλαφρα τούτη η πρώτη μπουρδόλογη κουβέντα, που κράτησε μάλιστα πολλήν ώρα, χωρίς να χρειαστεί να παραγγείλουνε κι άλλο ποτό.
Επιμένω με τον όρο, μπουρδο...και τα ρέστα, γιατί πρώτον, δεν ανταλλάξανε κανένα προσωπικό στοιχείο και δεύτερον, καταφέρανε να μιλάνε, χωρίς να θίξουνε κανέν από τα ....βασικά θέματα, όπως πολιτική, ποδόσφαιρο, γυναίκες, ανθρώπινες σχέσεις, τρέχουσα επικαιρότητα και τα συνήθη συναφή. Επίσης κανέν από τα σοβαρά-βαριά θέματα φιλοσοφικού περιεχομένου, ξέρετε τα πληκτικά σε τέτοια μέρη θέματα. Τίποτε, μήτε καν τ' αγαπημένα τους χόμπι, μήτε τους λόγους που τους φέρανε σε τούτη δω την άκρη του μπαρ, σε τούτη δω την άκρη του κόσμου. Μπορεί να το λέω χλευαστικά, μπουρδολογία, μα πραγματικά τώρα που το ξανασκέφτομαι, διαπιστώνω πως επρόκειτο για πραγματικόν επίτευγμα, το να μιλάς, γεμίζοντας τόσην ώρα χωρίς τα βασικά σου ..."όπλα" συζήτησης και να μη πλήξει κανείς. Και το πιο θαυμαστά περίεργο: όταν χωριστήκανε, δε νιώσανε την ανάγκη να κανονίσουνε, μια πιθανήν επόμενη συνάντησή τους. Μόνον έν απλό "γειά", ακριβώς όπως ξεκινήσανε!
Η δεύτερη συνάντηση, έγινε λίγες μέρες μετά, πάλι στο ίδιο μπαρ, περίπου την ίδιαν ώρα και με τις ίδιες ...προδιαγραφές. (Για να μην κουράζω, θα πω από τώρα πως όλες οι συναντήσεις τους γίνανε σε κείνη την άκρη του ίδιου εκείνου μπαρ και περίπου την ίδια ώρα της νύχτας.) Φυσικά κι οι δυο τους ήταν εκεί από πολύ νωρίτερα. Αν τη πρώτη φορά θεώρησα κατόρθωμα τη συνομιλία τους και σπεύσατε να συμφωνήσετε μαζί μου, τώρα θα σας πω, πως ακριβώς το ίδιο πράμα, κράτησε όλο το πρώτο στάδιο της γνωριμίας τους κι αυτό το πρώτο στάδιο ήτανε και σχετικά μεγάλο. 'Αρα, ...ογκόλιθος κατορθώματος. Η γνωριμία κράτησε περίπου ενάμιση χρόνο, χωρίς φυσικά να βλέπονται κάθε μέρα, αλλ' αραιά στην αρχή και μετά, περίπου δυο με τρεις φορές τη βδομάδα, το πρώτο στάδιο κράτησε περίπου οχτώ (!) μήνες. Μάλιστα! Οχτώ ολάκερους μήνες, στην άκρη του μπαρ, περασμένη ώρα, όταν η κάπνα κι ο κόσμος καταλάγιαζαν κι ανοίγανε τα πέπλα τους, εκείνοι βρίσκονταν και κατάφερναν να μπουρδολογούνε για ώρα πολλή, τρεις φορές τη βδομάδα, επί οχτώ μήνες κι όχι μόνο δε πλήττανε, μα περνούσανε κι ευχάριστα μπορώ να πω.
Το μόνο που λυπάμαι τώρα, είναι που σε τούτο το μεγαλύτερο κι ίσως το βασικό στάδιο της γνωριμίας τους, δε μπορώ να σας μεταφέρω τίποτε απόλύτως, μήτ' ένα ψήγμα κουβέντας τους, ακριβώς γι' αυτό το λόγο. Δεν ήτανε τίποτ' άλλο από έξυπνες ετοιμόλογες και δομημένες στη στιγμή μπούρδες. Ως γνωστόν οι μπούρδες δύσκολα καταγράφονται στη μνήμη, ειδικά τώρα που πάει πια πολύς καιρός από τότε. Ωστόσο μπουρδολόγησα εγώ τόσην ώρα καλύπτοντας το κενό, αλλά ήτανε σημαντικό να μεταφέρω αυτόν ακριβώς το κλίμα, γιατί έχει μεγάλη σημασία σε τούτη την ιστορία.
Εν άλλο βασικό που επίσης επικράτησεν, όλο τούτο το μακρύ πρώτο στάδιο γνωριμίας, είναι πως δεν επιδιώκανε να ξανασυναντηθούνε, ακόμα κι όταν φτάνανε νωρίτερα, δεν επιδιώκανε να βρεθούνε, αν και ξέρανε πως μάλλον ήτανε κι ο άλλος μέσα ή πως έστω θα φτανε κάποια στιγμή. Φυσικά ούτε λόγος για ...χαρά την ώρα της συνάντησης ή κάποιας εκδήλωσης έστω, που να μαρτυρά τη θέληση για συνάντηση. Παρόλο που, -θα το ξαναπώ: δε πλήττανε ποτέ μαζί. Κρατάμε λοιπόν όλα όσα είπαμε μέχρι τώρα κι ας περάσω στο δεύτερο στάδιο γνωριμίας, που σκέφτομαι να τ' ονομάσω "Φανέρωμα Κάποιων Εσωτερικών Πτυχών Αναγκαστικά Μάλλον Λόγω Εξαντλήσεως Μπουρδών"!
Ακριβώς έτσι πιστεύω, ό,τι λέει ο τίτλος! Πάλι καλά που βρεθήκανε και τόσες φορές, να γεμίσουνε τόσο κενό και σιωπηλό χρόνο. Δε ξέρω να σας πω, δε πρόσεξα, δε θυμάμαι καλά πλέον, ποιανού τελειώσανε πρώτα οι μπούρδες. Δεν έχει όμως σημασία νομίζω. Ίσως πάλι να μη τελειώσανε κανενός, μα να θέλανε ν' αλλάξουνε στάδιο και να το περπατήσουν αλλιώς τούτο το μονοπάτι. Ποιος ξέρει; Σημασία έχει πως άνοιξεν επιτέλους το πιο εσωτερικό κουτάκι. Εκείνο ξέρετε, με τ' αληθινά μας ψέμματα, τα μύχια, που ήτανε μέχρι τότε, ερμητικά κλειστό. Πάντως η μετάβαση έγινεν ανώδυνα κι ομαλά. Μια κουβέντα δω, μια κουβέντα κει κι από τις μπούρδες περάσανε να μιλάνε για τον εαυτό τους. Ξέρετε πως γίνεται καμιά φορά. Μπορεί να μιλάς και να καλαμπουρίζεις μ' ένα φίλο για ώρα λέγοντας χαζομάρες και μια στιγμή να του πεις γελαστά πως του πήδηξες τη γυναίκα κι αυτός από κεκτημένη ταχύτητα να γελάσει μέχρι δακρύων ή να γυρίσει να σου πει κι αυτός γελαστά πως ήταν ο μεγάλος έρωτας της συχωρεμένης της Μέριλιν και πως αυτό την οδήγησε στον τάφο. Τέλος πάντων, ατυχή τα παραδείγματα και δεν έχουνε σχέση με την ιστορία μου.
Γεγονός είναι πως αφεθήκανε να ενδώσουνε στη πιο μέσα φάση, πιστεύοντας πως είναι πια καιρός να πούνε και κάτι της προκοπής. Ίσως να θέλανε να μετρηθούνε κι σ' άλλους τομείς κι ίσως μάλιστα να το θέλανε καιρό μα κανείς δεν έβρισκε την ευκαιρία. Έν άλλο πουχει σημασία σε τούτο το δεύτερο στάδιο είναι πως δε μπορώ να σας μεταφέρω ακριβώς το τέλος του πρώτου και την αρχή του, γιατί τα σύνορα είναι δυσδιάκριτα και πιθανολογώ πως δεν έγινε η αρχή ταυτόχρονα. Τούτο οφείλεται στο ότι τ' ανοίγματά τους, σα καλοί ...κλέφτες, τα κάνανε όπως είπα και πριν, πεταχτά. 'Αντε να πω κι αυτό να δω πως θα το πάρει και τα ρέστα. Πάντως έπαιξε ρόλο το πως ταιριάξανε στη μπούρδα σα δυο σταγόνες νερό.
Τούτο το δεύτερο στάδιο λοιπόν έφερε άλλον ένα περίτρανο αναγνωρισμένο ρεκόρ κι έν ακόμα χρυσό ...μετάλλιο στα στήθη των δυο συμπαικτών. Καταφέρνανε να μιλάνε, ταξιδεύοντας, σχεδόν κυριολεκτικά. Χωρίς ακόμα να ξέρει κανείς για κανένα τίποτε, καταφέρνανε να συναντώνται σε μυθικούς τόπους, σε κάποια ονειρικά ταξίδια, σε πλήρη ταύτιση και πλήρη εναρμόνιση. Επαναλαμβάνω αυτό πουπα στην αρχή: δε κάναν έρωτα μήτε αγγιχτήκανε ποτέ. Απλώς ο ένας ακολουθούσε τον άλλο στις πτήσεις των σκέψεων και της φαντασίας κι ο άλλος με χαρά του διαπίστωνε πως είχε παρέα δίπλα του για πρώτη φορά. Να το πω κι αλλιώς: όταν ο ένας πετούσε τον χαρταετό των σκέψεών του με χαρά κι έκπληξη έβλεπε δίπλα του να πετά ο χαρταετός του άλλου. Αρχίσανε να μοιράζονται ευχαρίστως, τα όνειρα των φανταστικών τους κόσμων κι όταν πια κουράζονταν να πετάνε, μαζί κουράζονταν, μαζεύανε σιγά-σιγά τη καλούμπα, μένανε για λίγο σιωπηλοί, εξουθενωμένοι και μετά πετούσαν ένα "γεια" και χωρίζονταν. Δεν ήτανε πότες μα πιστεύω ακράδαντα πως με τα ταξίδια τούτα, μεθούσανε κι οι δυο.
Ευτυχώς κι εδώ υπήρξε ταύτιση! Πότε τον έπαιρνε αυτή στη δική της πτήση και πότε αυτός στα δικά του οδοιπορικά, εναλλάξ. Και τούτο παρακαλώ χωρίς ναχει γίνει καμιά συμφωνία εκ των προτέρων. Μετά το "γεια" και κάποιες ψιλομπουρδίτσες, χωρίς ούτε καν το πως πέρασε κανείς τη μέρα, τη βδομάδα ή κάτι τέτοιο, αρχίζαν μ' άνεση να ξετυλίγουνε το νήμα. Δυο, εκ των υστέρων φυσικά, συμπεράσματα: πρώτον κι οι δυο τους είχανε περάσει χοντρό λούκι κι εξαιτίας του ήτανε μονάχοι και φυσικά πολύ τρομαγμένοι και ταλανιζόμενοι ακόμα από τον κραδασμό κι αργότερα από τον απόηχό του, και δεύτερον, αν με πιέσει κανείς να βρω την όποιαν αρχική αφετηρία αιτιών ή αφορμών που το τρίτο στάδιο δε πέρασε στο τέταρτο, θα το αναζητούσα δω. Μάλιστα εδώ! Εδώ που η ...κόντρα των πτήσεων, επέβαλλε κι υπέβαλλε και στους δυο ξεχωριστά, το να προσπαθούνε να φτιαξουνε μια καλή πτήση για τον σύντροφο της μοναχικής τους νύχτας, εδώ στην άκρη του μπαρ, εδώ στην άκρη του κόσμου. Ίσως και να κατάντησε βαρετό ν' ακούει κανείς τον άλλο, όταν δεν ήταν η σειρά του να πετά, μα τούτη η εκδοχή δε παίζει πολύ σοβαρά, γιατί μάλλον δε θαχανε καν τρίτο στάδιο.
Μπορεί να μη ξέρω ποιος ξεκίνησε τη βουτιά στα εσώτερα μα ξέρω καλά πως εκείνη ξεκίνησε τα ..."ταξίδια" κι αυτός ακολούθησε. Ίσως γιατί το λαχταρούσε να ταξιδέψει, ίσως λαχταρούσε να ταξιδέψει με τον απίθανο σύντροφο στις μπούρδες, ίσως όμως και να θελε με τούτο τον τρόπο να κρατήσει μακριά τον εισβολέα, όταν περάσανε στα προσωπικά, ίσως πάλι ναθελε να δώσει κείνη τον βηματισμό προς τ' αγαπημένα της στέκια. Το θέμα είναι πάντως πως κι οι δυο ενδίδανε στις πρωτοβουλίες του άλλου. Έτσι, εκείνη πρώτη τονε πήγε στο αγαπημένο της ονειρικό λιβάδι, μέρος που φύλαγε καλά από τ' αδιάκριτα μάτια του κόσμου. Τον οδήγησε μες από μια δαιδαλώδη διαδρομή, από μισοκρυμμένα μονοπάτια, από μυστικά περάσματα και πολύ πλούσιο περπάτημα. Του περιέγραφε λεπτομερώς το καθετί, λες κι ήταν εκεί κείνη τη στιγμή, λες και περνούσε κείνη την ώρα. Πλούσια φαντασία, πλούσια περιγραφή, για να τον οδήγησει στη καλοκρυμμένη σπηλιά ψηλά στο λοφάκι, δίπλα σε μια πηγή που τρεχε γάργαρο νερό. Την είσοδο της σπηλιάς μάλιστα, την είχε κρύψει καλά, για να μη τη βρει άλλος, -έτσι τουπε.
Του 'πεν επίσης, πως η σπηλιά είχε σταλακτίτες, είχε μεγάλο βάθος και πως την είχεν ανακαλύψει σε μια από τις περιπλανήσεις της φαντασίας της. (Ξέρω καλά πως δεν υπήρχε τέτοιο μέρος, όλα ήταν αποκυήματα μιας τρομερά γόνιμης φαντασίας, -εκ των υστέρων φυσικά). Του εξήγησε πολύ καλά τον δρόμο για να μη χαθεί αν τυχόν ποτέ θελήσει να την επισκεφτεί εν απουσία της, τουδειξε σημάδια αλάθευτα και τονε φοβέρισε πως δεν έπρεπε να μαρτυρήσει ποτέ και σε κανένα, για κανένα λόγο, τούτη τη διαδρομή, γιατί δεν ήθελε περίεργους στο αγαπημένο της μέρος. Του το ζήτησε τόσο σοβαρά και τόσον απόλυτα με μανιασμένο πρόσωπο, που εκείνος της το υποσχέθηκε σοβαρά και μόνο τότε ξεκινήσανε.
Όταν φτάσαν εκεί ήταν αποκαμωμένοι κι οι δυο γιατί η διαδρομή κι η λεπτομερής περιγραφή του κάθε θάμνου, της κάθε πέτρας, του κάθε τοπίου, τους είχε κουράσει, ήπιανε γλυκό νερό από τη πηγή και πλαγιάσανε έξω στο γρασίδι, δίπλα στην είσοδο της σπηλιάς. Του επέτρεψε δηλαδή να πλαγιάσει δίπλα της, να ξεκουραστούνε για λίγο, γιατί στην επιστροφή είχανε πολύ δρόμο, μιας και θα τονε περνούσε κι από άλλα μέρη πουχεν ανακαλύψει με τον καιρό.
Εκείνος τηνε πήγαινε στον μυστικό του κήπο. Μυστικό; Όχι και τόσο! Σε κείνο τον επινοημένο κήπο είχε ταξιδέψει πριν ...αλλά τούτο δεν έχει σημασία κι αν ποτέ το πω, θα το πω στην ώρα του. 'Ασχετο! Λοιπόν εκείνος θαμπωμένος από την ισχυρή δύναμη της περιγραφικής της διήγησης, έπρεπε ναναι εφάμιλλος και να εμπλουτίσει το σχετικά απλούστερο ταξίδι του προς τον κήπο. Αυτό ειδικά, έπιασε τον εαυτό του να του αρέσει πολύ. Εκείνος ουσιαστικά, αντίθετα με κείνην αδιαφορούσε σχετικά με τη διαδρομή. Λαχταρούσε να πηγαίνει στον κήπο του, τον τόπο άφιξης, τον οποίο φυσικά είχε στολίσει με κάθε λογής γοητευτική λεπτομέρεια. Για χάρη της λοιπόν έβαλε, ένα μικρό παρακλάδι από ένα ποταμάκι, ένα ρυάκι στον κήπο με τα κεράσια και τα όμορφα ολάνθιστα αγριολούλουδα. Στον κήπο του πάντα ήταν 'Ανοιξη και πάντα οι κερασιές κατάφορτες. Όμως όταν τη πρωτοπήγε, ένιωσε μεγάλην αγωνία, αν θα εγκρίνει κι αν θα της αρέσει κι εκείνης.
Εκείνη έδειξε να το χαίρεται, όχι δα και τόσο πολύ, μα πάντως της άρεσε. Ίσως και να της άρεσε μόνον η ιδέα, ίσως και να τη γοήτευσε η συντροφιά σε τούτα, ίσως και να της άρεσε πραγματικά όμως. Έτσι της εξήγησε πως ο κήπος του είχε γνωρίσει και καλύτερες μέρες και πως αν της άρεσε η διαδρομή και το θυμότανε, μπορούσε να πάει και μονάχη της όποτε ήθελε, αλλά να μη πειράξει τα κεράσια, γιατί δεν ήτανε δικά της. Αυτό έδειξε να την ικανοποιεί. Του απάντησε πως δίχως άλλο θα περάσει από κει μια μέρα και πως δε θα πειράξει τα κεράσια. Της εξήγησε πως θα το καταλάβει αν πειράξει κάτι και πως θα τη μαλλώσει πολύ κι εκείνη συμφώνησε κάπως... απρόθυμα. Πάντως με ιερήν ευλάβεια, ακολούθησε τις οδηγίες του για το που έπρεπε να πατήσει και για το κάθε τι τονε ρωτούσε τι έπρεπε να κάνει.
Θαύμασε το μέρος και μετά του πρότεινε να κάνουνε μια βουτιά στο ποταμάκι. Πράγματι, χωρίς ίχνος ...σεξουαλικής ορμής (αλλά δε παίρνω κι όρκο) γδυθήκαν απλά και βουτήξανε στο νερό. Κοντρίτσες στο κολύμπι και πιτσιλίματα, τα γνωστά και μετά βγήκαν αποκαμωμένοι στην όχθη και πλαγιάσανε κάτω στο γρασίδι ανάσκελα να λιαστούνε και να στεγνώσουνε. Έπειτα από κάμποσο, ντυθήκανε και πήρανε τον δρόμο του γυρισμού, από άλλη συναρπαστική εξίσου, διαδρομή.
Για όσο διήρκεσε τούτο το δεύτερο στάδιο, πήγανε πολλές τέτοιες διαδρομές, σε διάφορα μέρη, μα πάντα γυρίζανε στα μέρη τους. Μια φορά, όταν είχανε μέρες να βρεθούνε, τουπε μόλις τον είδε πως πήγε στον κήπο του, είδε τα κεράσια, τα λιμπίστικε μα δε τα πείραξε. Εκείνος δεν έδειξε να τη πιστεύει κι όταν ταξιδέψανε μαζί, έκανε έλεγχο. Έπειτα της είπε πως πια ο κήπος του δεν έχει πλέον το απαγορευτικό (αυτή είναι όπως είπα, άλλη ιστορία) και πως πλέον μπορεί αν θέλει να δοκιμάσει. Όταν εκείνη έδειξε και καλά πως αρνείται, της έκοψε ό ίδιος μερικά με το χέρι του και της πρόσφερε. Τα δοκίμασε και του είπε πως της αρέσανε πολύ και πως δε καταλάβαινε γιατί κάποιος θα παρατούσε ένα τέτοιο κήπο. Της έκοψε τη κουβέντα και συνεχίσανε το ταξίδι τους.
Όλο τούτο λοιπόν το δεύτερο στάδιο, που κράτησε περίπου άλλους έξη μήνες, πιστεύω πως πια τους έδινε χαρά πλέον το συναπάντημα αν και δε το δείχνανε, χωρίς ακόμα το ξαναλέω, να ξέρουνε προσωπικά στοιχεία μεταξύ τους και χωρίς να επιδιώκουν να κανονίζουν από πριν την επόμενη συνάντηση. Συνήθεια δεύτερη φύση λένε. Δείχνανε μεγάλην υπομονή μεταξύ τους και καθώς είχανε καταφέρει τα τόσα μεγάλα ...κατορθώματα, ήρθε η ώρα κι ο καιρός να περάσει η γνωριμία τους στο επόμενο στάδιο! Βέβαια δε το συζητήσανε κάτι τέτοιο. Ξεκίνησεν απρόσμενα από ένα ...καβγαδάκι. Μάλιστα! Ένα καβγαδάκι!
Έτυχε-πέτυχε να μη συναντηθούνε για κάμποσες μέρες, Πότε δε πήγαινε ο ένας, πότε δε πήγαινε η άλλη και για πρώτη φορά στην ...σύντομη ιστορία τους κάνανε περί τις δυο βδομάδες να βρεθούνε. Δεν ήταν ευθύνη κι υπαιτιότητα κανενός τους κι όπως δε κλείνανε ραντεβού, ήτανε θαύμα που δεν είχε συμβεί τόσο καιρό, -πάνω από χρόνο πλέον. Όταν λοιπόν ξαναβρεθήκανε, στην άκρη του μπαρ, όταν η νύχτα είχε προχωρήσει και κάπνα και κόσμος είχαν αραιώσει, μ' ένα ποτήρι μισοπιωμένο ποτό, καταφέρανε να κρύψουν (υποθέτω) τη χαρά τους κι αντ' αυτής βγάλανε ...νυχάκια. Κάτι ατάκες του στυλ: -"Βρε-βρε... σα τα χιόνια!" ή -"Χάθηκες! Που έβοσκες;" και τα ρέστα ψιλοπειραχτικά, που ευτυχώς δε κρατήσανε πολύ, γιατί επικράτησεν η χαρά, έστω και μη φανερά. Όμως φαίνεται πως ο μελλοντικός κίνδυνος νέας ...απώλειας, τους πήρεν από το χέρι και τους πέρασε στο επόμενο στάδιο.
Αν επιχειρήσω να του δώσω τίτλο, θα δυσκολευτώ πολύ. Μια μικρή φράση δε θαταν αρκετή: "Τολμηρό Ξύσιμο Σε Σκληρήν Επιφάνεια Με Τη Δύναμη Της Μπουρδολογίας Και Των Πτήσεων Πλέον Πακτωμένες". Εκείνη τη νύχτα του πρώτου (και προτελευταίου) ας πούμε ...καβγά τους, τα κάμανε κάπως απότομα και γρήγορα, όλα. Με πρωτοβουλία του Ε. είπανε να μη πετάξουνε σήμερα και πρότεινε να γνωριστούνε καλύτερα (επιτέλους). Εκείνη συμφώνησε νωχελικά και φαινομενικά απρόθυμα. Ίσως όμως νατανε προσποιητό, γιατί είχεν εξασφαλίσει πλεόν την εγγυημένη επιμονή του. 'Αλλωστε αν ήθελε μπορούσε και ν' αρνηθεί ή να χεν εξαφανιστεί τελείως. Η πρότασή του λοιπόν ήτανε να μιλήσουνε λιγάκι για κείνους και της είπε πως ανησύχησε σα δε την είδε τόσο καιρό, -δεν είπε πως του λειψε- και πως τότε κατάλαβε πως τόσο καιρό δεν ήξερε τίποτε για κείνη. Της είπεν επίσης πως αν, -χτύπα ξύλο- είχε πάθει κάτι, αυτός δεν είχε κανένα τρόπο να το πληροφορηθεί. Εκείνη του αντέταξε χλιαρά, πως τα ίδια ισχύανε και για κείνη, έτσι όμως όπως της το φερε δε μπορούσε να του θυμώσει. Ένιωσε τόσο λογικά εγκλωβισμένη (εδώ θ' αναζητούσα μια δεύτερη πιθανήν αιτία για τη μη μετάβαση στο τέταρτο στάδιο) κι έτσι δέχτηκε. Αλλά δε θέλησε ν' αρχίσει αυτός πρώτος κι έτσι του πρότεινε στεγνά, να τη ρωτά γιά ό,τι θέλει να μάθει κι εκείνη ν' απαντά. Του υποσχέθηκε δε ν' απαντά με ειλικρίνεια, σε κάθε ερώτησή του.
Τότε και μόνο τότε, ένα χρόνο και, έμαθε όνομα, ηλικία (αν και σε τούτο δεν είχε πέσει έξω), τόπο διαμονής, (αλλά όχι διεύθυνση και τηλέφωνο), ότι ήτανε παντρεμένη κατ' όνομα, αλλά σε διάσταση, λίγους μήνες πριν γνωριστούνε. Δίστασε να τη ρωτήσει βαθύτερα πράματα, μιας και θεώρησε αρκετά καλή τη συνεισφορά και τη δεκτικότητά της, αλλά και γιατί διέκρινεν απροθυμία στα βαθύτερα αγγίγματα των ερωτήσεών του. Αρκέστηκε λοιπόν στις λίγες αυτές ρηχές ερωτήσεις που φυσικά σε τίποτε δε θα βοηθούσαν αν -χτύπα ξύλο- αν πάθαινε κάτι. Το λέω αυτό γιατί αυτή ήταν η ...πρόφαση των αποκαλύψεων. Θεώρησε μάλλον κι επιτυχία που κατάφερε να της αποσπάσει και τόσα. Έπειτα έκανε και τη σκέψη πως ίσως τη παράσερνε από την εκφραστικότητα και το δικό του άνοιγμα, σε βαθύτερες αποκαλύψεις, αργότερα. Πίστευε πάντως πως την είχε πιάσει απροετοίμαστη κι έτσι της είπε πως θεωρεί τον εαυτό του καλυμμένο απ' όσα έμαθε σε τούτη τη φάση και τότε του φάνηκε πως είδε την ανακούφιση στο πρόσωπό της.
Μείνανε σιωπηλοί για κάμποσο. Τη κοιτούσε με προσμονή, μα κείνη κοιτούσε το ποτήρι της και καμωνότανε πως κοίταζε και γύρω.
-"Λοιπόν;" της είπε διερευνητικά.
-"Τι;" αθώα περιστερά εκείνη.
-"Δε θα με ρωτήσεις κι εσύ;" επέμεινεν εκείνος.
-"Τι πράγμα;" ξαναρώτησε μαλακά εκείνη.
-"Για μένα!" της είπε κοφτά. Μέσα του ένιωθε να βράζει, μα δε το δειξε.
-"Αν θες πες τα από μόνος σου και πες ό,τι θες" τουπεν αφοπλιστικά και σχεδόν αδιάφορα. Αυτό τον αποκαρδίωσε. Εκεί που ταν έτοιμος να της ανοίξει τη καρδιά του αποφάσισε με κρυφήν οργή να κρατήσει το ίσο. Της είπε σύντομα, εν είδη ψεκασμού, τα ίδια ακριβώς πράματα, σε αξία, μέγεθος και πλήθος με τα όσα του χε πει κι αυτή. Μετά, μείνανε σιωπηλοί για κάμποσο και φυσικά ούτε λόγος για πτήση. Χωριστήκανε πάλι μ' ένα "γεια", όπως πάντα κι έτσι απλά, είχανε περάσει στο τρίτο στάδιο.
Η αμέσως επόμενη συνάντηση ήτανε κρίσιμη για πολλούς λόγους. Εκείνος ένιωθε πως την είχεν αναγκάσει να μιλήσει για πράματα που δεν ήθελε κι αναρωτιότανε πως και πότε θα τύχαινε να τη ξαναδεί. Ωστόσο δεν αργήσε τούτο. Κανείς τους δεν έδειξε ναχει αλλάξει κάτι μεταξύ τους. Τώρα εκ των υστέρων μπορώ να σκεφτώ πως η ανάγκη της για συντροφιά, είχεν επικρατήσει και θεωρώντας ένα διάλειμα το προηγούμενο, συνέχισε σα να μην είχε συμβεί τίποτε. Εκείνος το αντιλήφθηκε κι έδειξε την υπομονή που χρειαζότανε, για να ρολάρει η συντροφιά, πράγμα που λίγον αργότερα έφερε καρπούς.
Κάνανε πάλι τις πτήσεις τους όπως πρώτα, αλλά πιο ελεγχόμενα και πιο βεβιασμένα. Κάποια στιγμή τονε ρώτησεν αν είχε περάσει από τη σπηλιά της όσο δεν είχανε ειδωθεί. Όταν αυτός αρνήθηκε -μη ξέροντας ουσιαστικά τι να πει-, τότε κείνη του μολόγησε πως είχε περάσει από τον κήπο του, είχε κοιτάξει παντού-παντού, είχε πάει στο ρυάκι για να κάνει μπάνιο μα τονε διαβεβαίωσε, μ' ένα τρόπο διόλου πειστικό, είναι αλήθεια- πως δεν είχε πειράξε κανέν από τα φρούτα εκείνης. Αυτό του άρεσε, του άρεσε πολύ! Τότε της είπε πως δεν έχει πια νόημα να φυλάει φρούτα για κάποια που τόσο καιρό δε δείχνει να ενδιαφέρεται πια γι' αυτά και πως αν ξαναπάει, μπορεί να φάει όσα θέλει και πως μπορεί να πηγαίνει στον κήπο του όσο θέλει, ακόμα κι αν εκείνος δεν είναι παρών. Κι αυτή έδειξε να την ευχαριστεί αυτό, αλλά είπε πως θα προσπαθήσει να μη το κάνει. -"Μόνον άν είναι ανάγκη", του πέταξε διφορούμενα, "και να ξέρεις, πολύ μ' αρέσει ο κήπος σου, παρόλο που τον έχεις τόσο παραμελήσει". Έπειτα από λίγο πρόσθεσε χαμηλόφωνα: "Σ' ευχαριστώ που μου τον έδειξες και που μ' αφήνεις να πηγαίνω", προφανώς έχοντας μαντέψει πως ήτανε το μόλις δεύτερο άτομο πουχε πατήσει το πόδι του κει. Έπειτα τουπε πως στη σπηλιά της δεν έχει πατήσει ποτέ κανείς άλλος, εκτός απ' αυτόν, πράγμα που επίσης του άρεσε πολύ.
Πάνω κει, της άνοιξε λίγο τη καρδιά του και της είπε πως ήτανε χωρισμένος κι αυτός και πως μετά είχε μια σχέση πουχε τελειώσει λίγους μήνες πριν πρωτοβρεθούνε. Μετά συνέχισε, φανερώνοντάς της τι αγαπούσε, τι ονειρευότανε κι έπειτα πρόσεξε πως από αμηχανία, είχε τελειώσει το ποτό του. Τη ρώτησε, στρατηγικά, αν θάθελε να παραγγείλουν άλλο ένα κι εκείνη συμφώνησε -κι αυτό επίσης του άρεσε πάρα πολύ. Μόλις ήρθε το δεύτερο ποτό, τσουγκρίσανε τα ποτήρια, σα φίλοι από καιρό κι εκείνη άρχισε να λέει τα δικά της -κι αυτό του άρεσε ακόμα πιότερο. Μίλησε για τον διαλυμένο γάμο, για τη δουλειά της, για το πάθος για τη μηχανή της, για τη μουσική που λατρεύει κι εκείνος άκουγεν ήρεμα. Κάποια στιγμή, σταμάτησε να μιλά κι είχανε τελειώσει κι οι δυο το ποτό τους, ξανά. Έπεσε σιωπή για κάμποσο. Χαζέψανε σιωπηλά τον χώρο, για λίγο και μετά είπανε "γεια" και χωριστηκάνε μες στη νύχτα.
Από κει και πέρα, όλα μεταξύ τους γίνανε μηχανικά. Οι επόμενες συναντήσεις είχανε την επιτήδευση της απόγνωσης και επίγνωσης. Γίνανε πιο κοφτές, πιο ρηχές και πιο γήινες. Η όποια μαγεία των πτήσεων έδειχνε ναχει χαθεί κι ούτε καν αυτή η κενή μπουρδολογία δε μπορούσε να επιστρέψει. Στις πτήσεις τους δε, κείνος γινότανε πιο τολμηρός. Την άγγιζε. Τον άφηνε να το κάνει κι έδειχνε μάλιστα να της αρέσει, αλλά μ' έναν απόμακρο τρόπο, πράγμα που δε τον ενέπνεε να το κάνει πιο έντονα και στη πραγματικότητα. Λίγο πριν το τέλος, συνέβη άλλο ένα σχετικά μεγάλο κενό μεταξύ τους, χωρίς να βρεθούνε. Όταν ξαναβρεθήκανε στο σκίσιμο των πέπλων των προσώπων και του καπνού, εκεί στην άκρη του μπαρ, κι όχι από αναζήτηση, ένιωσε θιγμένος. Της τοκανε θέμα. Έδειξε πολύ θυμωμένη αλλά και συνάμα τρομαγμένη. Ο θυμός της τον εξόργισε γιατί πίστευε πως είχε δίκιο κι ο φόβος της τον έκανε να σκεφτεί πως μπορούσε να πιέσει λιγάκι τη κατάσταση. Της είπε λοιπόν πως έτσι δε θάθελε να το συνεχίσουν αυτό με τέτοιες συνθήκες. Ο τρόπος που της τοπε, της άφηνε δυο επιλογές: είτε να το αποδεχτεί, με καβγά ή ήπια, είτε να πασχίσει να τον μεταπείσει.
Η Σι δεν έκανε κανέν από τα δυο. Ή μάλλον έκανε κάποιο ...μίγμα τους. Έδειξε θυμωμένη κι έδειξε πως ήθελε να συνεχίζανε, αλλά στο τέλος έβαλε το καπάκι της:
-"...αλλά αφού αυτό θέλεις, δε μπορώ να κάνω κάτι γι' αυτό" του πε κι εκείνος ένιωσε πως δεν είχε πιάσει το κόλπο. Αυτό μεγάλωσε την οργή του κι έτσι δε πισωγύρισε. Ήθελε τόσο να συνεχίσουνε τη παρέα τους, ώστε δε τη ξέχεσε τελείως, Έβλεπεν όμως καθαρά πως είχανε μπει σ' αδιέξοδο και χωρίς ν' αναιρέσει ό,τι είχε πει, μίλησεν απότομα. Ποντάρισε στην ...υποτιθέμενη μεγαλύτερη δύναμή του και πως αυτό πουθελε κείνος θα το θελε κι αυτή, τουλάχιστον εξίσου κι έτσι έβαλε την οριστική ταφόπλακα, -εκ των υστέρων φυσικά το λέω.
-"Δε το θέλησα μα με οδήγησε να στο πω, η δικη σου στάση. Ας γίνει λοιπόν έτσι αφού δε σε νοιάζει και πολύ", της είπε κι όταν είδε πως δε μίλησε αλλά είχε κάπως βουρκώσει, πρόσθεσε μαλακότερα: "Σ' ευχαριστώ πάντως για την όμορφη συντροφιά όλον αυτό τον καιρό". Αυτό το τελευταίο το πε γιατί ένιωσε τύψεις που χεν επιτεθεί τόσο κι επίσης ήτανε κάτι που θα της έφερνε στο νου τόσες όμορφες στιγμές και θ' αποτελούσεν έτσι ένα μοχλό μνημιτικής πίεσης. Εκείνη μάλλον το πήρε άσχημα. Ίσως γιατί ήθελε και τη βόλευε να το πάρει έτσι. Ότι και καλά, "σας χρησιμοποίησα τόσο καιρό για να περάσω καλά και τωρα που βαρέθηκα σας ευχαριστώ πολύ και ναστε καλά". Και τσίνισε, τσίνισε άσχημα. Σοβάρεψε ακόμα πιο πολύ, φόρεσε μια πέτρινη, παγερή μάσκα και του πέταξε ξερά:
-"Κι εγώ σ' ευχαριστώ και καλή τύχη" κι αμέσως μετά, το κλασικό "γεια" και χάθηκε στη νύχτα. "Γεια" μονολόγησε κι αυτός και στράφηκε στο ποτό και στα τσιγάρα του, νιώθωντας ήδη κενό.
Για κάμποσο διάστημα μετά, όταν τα πέπλα της νύχτας ξανοίγανε, που και που την έβλεπε. Δεν τονε κοιτούσε. Ίσως και να τονε κοιτούσε χωρίς να το καταλαβαίνει εκείνος. Ίσως πάλι να τονε κοιτούσε, όταν εκείνος δε κοιτούσε προς τα κει. Ποιος ξέρει; Μετά... μάλλον αλλάξανε στέκια.
Γιατί είπα τούτη την ιστορία και γιατί τώρα και γιατί έτσι; Υπήρχανε τόσες στιγμές παλιότερα, που θα μπορούσα να την είχα γράψει και φυσικά ένας σωρός άλλοι τρόποι να τη πω. Θα μπορούσα επίσης να την είχα καταπιεί μέσα μου. Σε μερικά έχω βρει απαντήσεις, σε μερικά άλλα όμως δε θαθελα να το ψάξω βαθύτερα. Πάντως ένα μόνο μπορώ να πω εύκολα: Η ιστορία αυτή που ζούσε μέσα μου ...ήσυχα, κατέστη αδύνατο να παραμείνει έτσι απ' όταν είδα τη δουλειά του Χόπερ. Τη συνολική φυσικά δουλειά του που αναβλύζει μοναχικότητα και μελαγχολία, αλλά ειδικότερα τον πίνακα που τιτλοφορεί "Νυχτοβάτες".
Μάης 2006