Βιογραφικό
Ο Τζερόμ Κλάπκα Τζερόμ -πήρε το μεσαίο του όνομα προς τιμήν ενός Ούγγρου Στρατηγού, ήρωα της Ουγγρικής Επανάστασης του 1848-9- γεννήθηκε στις 2 Μάη 1859, στο Γουόλσολτου Στάφορντσάιρ. Ήτανε το 4ο παιδί του Τζερόμ Τζερόμ, αρχιτέκτονα κι ιεροκήρυκα, και της Μαργκερίτ, κόρης ενός δικηγόρου από το Σουόνσι. Όταν γεννήθηκε λοιπόν, οι γονείς του ήτανε σε μεγάλην οικονομική δυσχέρεια, γιατί η επιχείρηση του πατέρα είχε καταλήξει φιάσκο. Έτσι 3 χρόνια μετά, μετακομίζουνε στο Στόρμπριτζ και λίγο μετά στο Ηστ Εντ του Λονδίνου, όπου ο πατέρας προσπάθησε να στήσει μιαν επιχείρηση σιδήρου. Η περιοχή τρόμαζε τον μικρό και χρόνια αργότερα, θα γράψει πως ίσως εκεί οφειλόταν η κακοκεφιά κι η μελαγχολία που διακρίνανε τη ζωή του.
Το 1869 γράφεται στο Γυμνάσιο Μεριλεμπόουν κι έπρεπε να κάνει καθημερινά 3 ώρες ταξίδι με το τρένο, πάει-έλα. Στα 12 χάνει τον πατέρα του και 3 χρόνια μετά χάνει και τη μητέρα του κι έτσι ορφανός πια, αναγκάζεται ν' αντιμετωπίσει πολλές από τις δυσκολίες της ζωής. Αναγκάστηκε να παρατήσει το σχολείο στα 14 και να εργαστεί στην Εταιρεία Σιδηροδρόμων με μισθό 26 λίρες τον χρόνο. Για συμπλήρωμα, έκανε υπερωρίες κι αργότερα άρχισε να παίζει μικρούς ρόλους σε διάφορες θεατρικές παραστάσεις, έχοντας δείξει από νωρίς τη κλίση του προς τη λογοτεχνία. Πετυχαίνοντας στις θεατρικές του παραστάσεις παρατά τον σιδηρόδρομο και ξεκινά τουρνέ με θίασο. Επιστρέφοντας μαθαίνει στενογραφία και δουλεύει κατά σειράν ως: ρεπόρτερ, υποδιευθυντής σχολείου, γραμματέας εργολάβου οικοδομών, γραμματέας εμπορικής αντιπροσωπείας και τέλος, υπάλληλος δικηγορικού γραφείου. Φυσικά, στον ελεύθερο χρόνο του έγραφε διηγήματα, θεατρικά και δοκίμια, χωρίς όμως ιδιαίτερην επιτυχία, στην αρχή.
Μετά από διάφορες ανεπιτυχείς απόπειρες, το 1889 έγραψε το "Τρεις Σε Μια Βάρκα", έργο που τον έκανε διάσημο σ' ολάκερο τον κόσμο. Η επιτυχία ήταν άμεση και καταιγιστική. Μεταφράστηκε γρήγορα σε πάρα πολλές γλώσσες και μόνο στις ΗΠΑ, πούλησε πάνω από 1.000.000 αντίτυπα. Λίγο πριν την έκδοσή του, είχε παραιτηθεί από γραμματέας κι είχεν επίσης παντρευτεί τη Τζωρτζίνα Στάνλεϋ, που 'ταν Ισπανίδα από πατέρα κι Ιρλανδέζα από μητέρα. Έτσι είχε στήσει λοιπόν το πρώτο του αληθινό σπιτικό στο Λονδίνο. Κατόπιν της επιτυχίας αυτής, μπορούσε πλέον ν' αφιερωθεί αποκλειστικά στο γράψιμο. Ακολουθήσανε κι άλλα έργα και το 1892 εκπλήρωσε και μια βασική παιδική του επιθυμία, να διευθύνει ένα έντυπο, ιδρύοντας το IDLER, μηνιαίο εικονογραφημένο περιοδικό, στο οποίο συνεργαστήκανε κατά καιρούς οι: Mark Twain, Conan Doyle κι άλλοι πολλοί. Ο ίδιος έγραφεν εκεί μια σειρά άρθρων με τίτλο "Πρωτότυπες Παρατηρήσεις", τα οποία μετά, εξέδωσε σε βιβλίο. Την επόμενη χρονιά, ίδρυσε την εβδομαδιαία εφημερίδα TODAY κι έχοντας συνεργασία με τους εκλεκτότερους συγγραφείς της εποχής, έγινε σύντομα, έν από τα πιο επιτυχημένα έντυπα της 10ετίας του 1890. Το 1897 εξαιτίας μιας αγωγής για συκοφαντική δυσφήμιση, αναγκάστηκε να πουλήσει το μερίδιό του και στα 2 έντυπα και να παραιτηθεί από τη θέση του.
Η φήμη του εδραιώθηκε κυρίως από τα δημοσιογραφικά γραπτά του μα έγραψε κι ευθυμογραφήματα, θεατρικά και πεζά, και σ' όλα εξέφραζε την έντονη σοβαρότητα της φύσης του και τις υψηλές επιδιώξεις των λογοτεχνικών του στόχων. Υπήρξεν επίμονος κι ενθουσιώδης ταξιδευτής ακόμα και στους χαλεπούς καιρούς. Έτσι έκανε πάμπολλα ταξιδία σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και 3 περιοδείες στις ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκ. Πολ., υπηρέτησεν 1 χρόνο σαν οδηγός ασθενοφόρου, στο Βερντέν. Λίγον αργότερα προσχώρησε σε μιαν ομάδα διακεκριμένων Βρεττανών που κάναν έκκληση για διαπραγμάτευση σύναψης ειρήνης με τη Γερμανία. Τον Φλεβάρη του 1927, του απονεμήθηκε το παράσημο της Ελευθερίας του Γουόλσολ, της γενέτειράς του. Στις 30 Μάη του ίδιου έτους, έπαθεν εγκεφαλική συμφόρηση, ενώ βρισκότανε σε ταξίδι διακοπών με τη σύζυγό του και τη κόρη του. Πέθανε τελικά στις 14 Ιουνίου στο Νόρθαμπτον, σ' ηλικία 68 ετών και θάφτηκε στο Ewelme του Oxfordshire.
============================
Τρεις Σε Μια Βάρκα
κεφ. 3
τα σχεδια οριστικοποιουνται - η μεθοδος εργασιας του Χαρις - πως ο γερος οικογενειαρχης κρεμα ενα καδρο - ο Τζωρτζ κανει μια λογικη παρατηρηση -...
Έτσι λοιπόν το επόμενο βράδυ μαζευτήκαμε ξανά για να συζητήσουμε και να οριστικοποιήσουμε τα σχέδιά μας. Ο Χάρις είπε:
-"Το πρώτο πράμα που πρέπει να ρυθμίσουμε είναι τι θα πάρουμε μαζί μας. Τζερόμ, πάρε ένα φύλλο χαρτί και σημείωνε, κι εσύ Τζωρτζ, φέρε τη λίστα με τα τρόφιμα κι ας μου δώσει κάποιος ένα μολύβι και μετά εγώ θα φτιάξω τον κατάλογο".
Αυτή είναι η τυπική μέθοδος εργασίας του Χάρις, -πάντα έτοιμος ν' αναλάβει αυτοπροσώπως το βάρος για όλα και να το φορτώσει στη συνέχεια στις πλάτες των άλλων. Πάντα μου θύμιζε τον καημένο τον θείο Πότζερ. Δεν έχετε δει ποτέ σας τόση αναστάτωση σ' ένα σπίτι, όση όταν ο θείος Πότζερ αναλάμβανε να κάνει μια δουλειά. Ας πούμε πως είχεν έρθει ένας πίνακας από το κορνιζάδικο και περίμενε στημένος στη τραπεζαρία να κρεμαστεί. Η θεία Πότζερ ρωτούσε τι έπρεπε να γίνει μ' αυτό τον πίνακα κι ο θείος Πότζερ έλεγε:
-"Α αυτό αστο σε μένα. Μην ανησυχείς, μην ανησυχεί κανείς σας γι' αυτό. Θα το κάνω εγώ".
Μετά έβγαζε το παλτό του κι άρχιζε. Έστελνε τη μικρή να του αγοράσει μια χούφτα καρφιά και μετά έστελνε έν από τ' αγόρια ξοπίσω της για να της πει τι μέγεθος καρφιά ν' αγοράσει και συνέχιζε στο ίδιο μοτίβο, επιστρατεύοντας όλο το σπιτικό:
-"Γουίλ πιάσε μου το σφυρί" φώναζε "και Τομ, φέρε μου τον χάρακα. Θα χρειαστώ και τη σκάλα, φέρε για καλό και για κακό και μια καρέκλα από τη κουζίνα. Και, Τζιμ! τρέχα στου κυρίου Γκογκλς και πες του: 'Χαιρετισμούς από τον μπαμπά και περαστικά για το πόδι σας. Μήπως θα μπορούσατε να του δανείσετε το αλφάδι σας'. Εσύ Μαρία μη φεύγεις, γιατί θέλω κάποιον να μου κρατά τη λάμπα κι όταν γυρίσει η μικρή, θα πρέπει να ξαναπάει να πάρει ένα κομμάτι κορδόνι για πίνακες και Τομ! -που είναι ο Τομ;- Τομ έλα δω, θα σε χρειαστώ για να μου δώσεις τον πίνακα".
Και μετά σήκωνε τον πίνακα, που του έπεφτε κι έβγαινε από τη κορνίζα. Προσπαθώντας να περισώσει το γυαλί, έκοβε το χέρι του και μετά έκανε το γύρο του δωματίου ψάχνοντας για το μαντίλι του. Δεν έβρισκε το μαντίλι του γιατί ήτανε στη τσέπη του παλτού που 'χε βγάλει και δεν ήξερε που είχε αφήσει το παλτό του κι όλη η οικογένεια έπρεπε να ψάχνει για το παλτό του, ενώ εκείνος μπερδευότανε στα πόδια τους και τους εμπόδιζε:
-"Δε ξέρει κανείς σ' αυτό το σπίτι που είναι το παλτό μου; Μα τη πίστη μου δεν έχω ξαναδεί τέτοιο μάτσο άχρηστους. Έξι είστε βρέ! Και δε μπορείτε να βρείτε ένα παλτό που έβγαλα πριν από πέντε μόλις λεπτά! Αν είναι ποτέ..."
Τότε σηκωνόταν, ανακάλυπτε πως καθότανε πάνω στο παλτό του και φώναζε:
-"'Αντε σταματήστε τώρα. Το βρήκα μόνος μου. Την άλλη φορά θα στείλω τη γάτα να μου βρει αυτό που θέλω, αντί για όλους εσάς τους άχρηστους". Κι αφού είχε περάσει μισή ώρα για να δεθεί το δάχτυλο και να 'ρθει το καινούριο τζάμι, τα εργαλεία, η σκάλα και το κερί, ξεκινούσε απ' την αρχή, μ' όλη την οικογένεια, συμπεριλαμβανομένης και της μικρής και της παραδουλεύτρας, να στέκεται γύρω του σε ημικύκλιο, έτοιμη να βοηθήσει. Δυο άνθρωποι έπρεπε να κρατάνε τη καρέκλα, ένας τρίτος έπρεπε να τονε βοηθήσει ν' ανεβεί και να τονε κρατήσει κει, ένας τέταρτος να του δώσει το καρφί κι ένας πέμπτος να του δώσει το σφυρί κι όταν εκείνος έπαιρνε το καρφί, του 'πεφτε:
-"Ορίστε μας!" έλεγε με θιγμένο ύφος, "τώρα χάθηκε το καρφί". Κι έπρεπε να πέσουμε όλοι στα γόνατα και να το ψάξουμε, ενώ κείνος στεκότανε πάνω στη καρέκλα και γκρίνιαζε κι ήθελε να μάθει αν σκοπεύαμε να τον αφήσουμε κει όλο το βράδυ. Το καρφί βρισκότανε τελικά, αλλά στο μεταξύ είχε χάσει το σφυρί.
-"Που είναι το σφυρί; Τι έκανα το σφυρί; Θεέ και Κύριε! Εφτά νοματαίοι χάσκουνε γύρω μου και δε μπορούν να βρούνε τι έκανα το σφυρί"!
Του βρίσκαμε το σφυρί και μετά έχανε το σημάδι που 'χε κάνει στον τοίχο, εκεί που 'πρεπε να καρφώσει το καρφί κι ο καθένας μας έπρεπε ν' ανεβεί με τη σειρά, στη καρέκλα δίπλα του για να ψάξουμε να του βρούμε το σημάδι κι ο καθένας μας το ανακάλυπτε σε διαφορετικό σημείο και μας αποκαλούσε όλους ανόητους, τον ένα μετά τον άλλο και μας έλεγε να κατεβούμε. Έπαιρνε τον χάρακα και ξαναμετρούσε κι ανακάλυπτε πως έπρεπε να υπολογίσει το μισό των πενήντα εφτά κόμμα τρία εκατοστών από τη γωνία και προσπαθούσε να κάνει τη διαίρεση με το νού του κι εκνευριζόταν. Προσπαθούσαμε να κάνουμε όλοι μας τη διαίρεση με το νου μας κι όλοι μας καταλήγαμε σε διαφορετικά αποτελέσματα και κοροϊδέυαμε ο ένας τον άλλο. Mες στη γενική αναμπουμπούλα, το αρχικό νούμερο είχε ξεχαστεί φυσικά κι ο θείος Πότζερ έπρεπε να το ξαναμετρήσει.
Αυτή τη φορά χρησιμοποιούσε ένα κομμάτι σχοινί και τη κρίσιμη στιγμή, όταν ο γερο-ανόητος έγερνε πάνω στη καρέκλα σε γωνία σαρανταπέντε μοιρών προσπαθώντας να φτάσει ένα σημείο δέκα πόντους μακρύτερα απ' όσο ήτανε δυνατό να φτάσει, το σχοινί γλιστρούσε κι εκείνος έπεφτε στο πιάνο, δημιουργώντας ένα καταπληκτικό ηχητικό εφέ με τη φόρα που το κεφάλι και το σώμα του χτυπούσαν όλες τις νότες ταυτόχρονα. Τότε η θεία Μαρία έλεγε πως δε θα επέτρεπε στα παιδιά της να 'ναι παρόντα και ν' ακούνε τέτοιο υβρεολόγιο. Τελικά ο θείος Πότζερ ξανάβαζε το σημάδι, ακουμπούσε την άκρη του καρφιού πάνω του με το αριστερό του χέρι κι έπαιρνε το σφυρί με το δεξί του χέρι. Με το πρώτο χτύπημα, πετύχαινε τον αντίχειρά του κι έριχνε το σφυρί μ' ένα ουρλιαχτό, πάνω στα δάχτυλα κάποιου ποδιού.
Η θεία Μαρία παρατηρούσε με μελιστάλαχτο ύφος πως την επόμενη φορά που ο θείος Πότζερ θα σκόπευε να καρφώσει καρφί στον τοίχο, ήλπιζε να την ειδοποιούσε εκ των προτέρων, ούτως ώστε να κανόνιζε να πάει να περάσει μια βδομάδα με τη μητέρα της μέχρι να τελειώσει η δουλειά.
-"Αχ! Γυναίκες, με το παραμικρό γκρινιάζετε", απαντούσεν ο θείος Πότζερ προσβεβλημένος. "Αφού ξέρεις ότι μου αρέσει να κάνω καμμια δουλίτσα κάθε τόσο".
Και μετά δοκίμαζε ξανά και στο δεύτερο χτύπημα το καρφί περνούσεν άνετα μέσα στο σοβά, μαζί με το μισό σφυρί κι ο θείος Πότζερ κολλούσε στον τοίχο μ' αρκετή φόρα, ώστε να ισοπεδώσει τη μύτη του. Μετά έπρεπε να ξαναβρούμε τον χάρακα και το σχοινί και φτιαχνότανε μια καινούρια τρύπα. Περί τα μεσάνυχτα τελικά το κάδρο θα 'χε κρεμαστεί -πολύ στραβό και κακοστερεωμένο με τον τοίχο ολόγυρα να μοιάζει λες και τον είχες περάσει με τσουγκράνα κι όλους μας κατάκοπους κι αξιοθρήνητους, εκτός από τον θείο Πότζερ.
-"Ορίστε", έλεγε τότε, πατώντας μ' όλο του το βάρος τον κάλο της παραδουλεύτρας, ενώ κατέβαινε από τη καρέκλα κι επιθεωρώντας το χάλι που 'χε δημιουργήσει μ' εμφανή περηφάνεια, "ευτυχώς που υπάρχει κι ένας άντρας σ' αυτό το σπίτι, γιατί εσείς δεν είστε ικανοί για το παραμικρό".
Ο Χάρις λοιπόν θα εξελιχθεί σ' αυτό το είδος του άντρα όταν μεγαλώσει, είμαι βέβαιος και του το 'πα. Είπα πως η συνείδησή μου δε μου επιτρέπει να τον αφήσω να φορτωθεί τόσο μεγάλο κομμάτι της δουλειάς. Είπα:
-"Όχι, εσύ να φέρεις το χαρτί, το μολύβι και τον κατάλογο. Ο Τζωρτζ θα γράψει κι εγώ θα κάνω όλη τη δουλειά".
Ο πρώτος κατάλογος που συμπληρώσαμε αναγκαστικά απορρίφθηκε. Ήτανε φανερό πως στα πιο ψηλά σημεία του Τάμεση, θα 'ταν αδύνατη η διέλευση μιας βάρκας τόσο μεγάλης, ώστε να χωρά τα πράματα που 'χαμε καταγράψει ως απαραίτητα. Έτσι λοιπόν σκίσαμε τον κατάλογο και κοιταχτήκαμε. Ο Τζωρτζ είπε:
-"Ξέρετε, ακολουθούμε λάθος μέθοδο. Δε πρέπει να σκεφτόμαστε τα πράματα που μπορούμε να πάρουμε, αλλά τα πράματα που δε μπορούμε να μη πάρουμε".
Ο Τζωρτζ μερικές φορές αποδεικνύεται πολύ λογικός. Είναι να εκπλήσσεται κανείς. Αυτό εγώ το αποκαλώ καθαρή σοφία, όχι απλώς σ' ό,τι αφορά στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και σχετικά με το ταξίδι μας στο ποτάμι της ζωής γενικά. Πόσοι άνθρωποι, σ' αυτό το ταξίδι, δε φορτώνουνε τη βάρκα, μέχρι που να κινδυνεύει να βυθιστεί, μ' ένα σωρό ανόητα πράματα που θεωρούν απαραίτητα για την απόλαυση και την άνεση του ταξιδιού, ενώ στη πραγματικότητα, είναι απλώς άχρηστο έρμα...
...
------------------------------------------------
Jerome K. Jerome
"Three Men In A Boat" (1889 London)
Μετάφραση: Λίλη Ιωαννίδου
Εκδόσεις: BELL (Ιούνιος 1997)