Πρüλογος
Η Ýμμετρη λαúκÞ ρßμα που παρουσιÜζεται εδþ, δημοσιεýθηκε για πρþτη φορÜ στο Αττικüν Ημερολüγιον του Ειρηναßου Ασωπßου το Ýτος 1879. ΑναφÝρεται σ' ηφαιστειακÞ Ýκρηξη που 'λαβε χþρα στη ΘÞρα το 1650 και συνοδεýτηκε απü παλιρροúκü κýμα (τσουνÜμι). Το Ýμμετρο αυτü ποßημα εßν' Ανþνυμο αλλ' αποτελεß δεßγμα λαúκÞς δημιουργßας νησιωτικοý χþρου της εποχÞς της Βενετοκρατßας μÜλιστα σε μια κρßσιμη εποχÞ, üταν Þτανε σ' εξÝλιξη οι Βενετοτουρκικοß πüλεμοι. Τα üρια ανÜμεσα στο σýγχρονο ρεπορτÜζ και τη λογοτεχνικÞ δημιουργßα εßν' ακüμα ρευστÜ.
ΣτÝλλα ΚοντογιÜννη
====================
ΔιÞγησις ωραιüτατη για το κακü που γßνη
ΛÝγω üντας Þψε η φωτιÜ επÜ στη ΣαντορÞνη
Με δüξαν του Ιησοý Χριστοý οπ' üλοι προσκηνοýμεν
για να μου δþση δýναμιν λüγον καλüν να ποýμεν
Δυο βÝρσα που βουλÞθηκα στον κüσμον δια να δþσω
πασανüς για να τα γρικÜ ωσÜν τ' αποτελειþσω
Κι üποιος διαβÜσει και βρη τα κι εßναι πολλÜ σφαλμÝνα
και εις τον τüπον που ζητοýν δεν εßναι συνθεμÝνα
Παρακαλþ τονε λοιπüν εμÝ να συμπαθÞση
γιατß ακüμη αμαθÞς βρßσκομαι σ' τÝτοια φýσι
Μα 'γþ αυτüς μου δεν μπορþ τα βÝρσα ν' αρχηνÞσω
και βοýλομαι παρακαλιÜ σ' Θεüν μου να ποιÞσω
ΘεÝ μου παντοδýναμε και πλαστουργÝ, τ' ανθρþπων
ποý τοýπες πÜντοτε να ζη με ßδρωτα και με κüπον
Με κüπον και με ßδρωτα θÝλω κι εγþ ν' αρχßσω
και δüσμου την σην φþτησιν για να μετανοÞσω
Εκ τα πρωτινÜ μου κρßματα , απ' αυτÜ να απÝχω
κι εις το δικü σου θÝλημα πÜντοτε να ξετρÝχω
ΘεÝ που üλα τα βαστÜς και üλα τα σηκþνεις
και τα κρυφÜ και φανερÜ , εσý üλα τα γνþνεις
ΕσÝν και γω παρακαλþ και σÝνα Ýχω θÜρρος
Üνε και σφÜλω ποýβετις* μηδÝν το πÜρης βÜρος
Εσý ΘεÝ τα δýνεσαι üλα να μου τα δþσης
και τους νεκροýς απü την γÞν δýνεσαι να σηκþνης
Καθþς με μιαν σου φωνÞν ΛÜζαρος ενεστÜθη
και εσηκþθηκεν ορθüς, ποκÜτω αποý τα βÜθη
Λοιπüν ΘεÝ μου που αυτÞ Þκαμες θαυμασßαν
δος και σεμÝνα τον φτωχüν δýναμιν και σοφßαν
Για να μπορþ με τ' üμορφο μüδο να τα τελειþσω
αυτÞνα που εβÜλθηκα σε ρßμα να τα δþσω
ΧριστÝ δÝξε την δÝησιν ετοýτην οποý κÜνω
ιδÝ μου και την üρεξιν και κüπον οποý βÜνω
ΠÜτερ αγÝννητε ΘεÝ κýριε των κυρßων
και συ ΧριστÝ μου γεννητÝ σýν πνεýμα το αγßον
ΤριÜδα ομοοýσιος που εßστε μßα θεüτης
καßχετε μßα βοýληση και μßα αγιüτης
δüξαν λοιπüν να Ýχετε ομÜδι και τα τρßα
μαζß και με την δÝσποινα Μαρßαν την αγßα
ΛÝγω μητÝραν του Χριστοý , παρθÝνα τω παρθÝνων
πÜντοτε πρÝσβευε γιαμε τον πολλÜ αμαρτεμÝνον
ΑξßωσÝ με δÝσποινα να σε Ýχω παντοχÞ μου
.......................................................................
Και εις τους κüλπους του ΑβραÜμ να Ýλθω και να φτÜσω
üσα μου προετοßμασε ο υιüς σου να απολαýσω
Λοιπüν αγßα δÝσποινα μυριοχαριτωμÝνη
που με θεüν και σον υιüν εßσαι δεδοξασμÝνη
Εσεßς και με αξιþσετε να Ýβρω Üνεσιν καμπüση
και στεßλετε Üγγελον αγαθüν βοÞθεια να μου δþση
'Αγγελε φýλαξ, βλÝπε με απü τα κακÜ να απÝχω
και στου θεοý το θÝλημα πÜντοτε να ξετρÝχω
Ο κýριος σε þρισε να εßστε συντροφιÜν μου
οποý και ανεβρßσκομαιν να σÝχω βοÞθειÜ μου
ΜηδÝ μ αφÞσης μοναχüν και βρει και με τραβÞξη
οχθρüς μου ο παμπüνηρος και σαμαρτßα με ρßξη
Λοιπüν Üγιε Üγγελε πρÝσβευε ογιαμÝνα
Δια üλα μου τα κρßματα να εßν' συμπαθημÝνα
Και üλοι οι αρχÜγγελοι ποιεßτε ικεσßαν
διαμÝνα τον αμαρτωλüν να Ýβρω σωτηρßαν
Και συ πρüδρομε βαπτιστÜ δÝσποτα του Χριστοý μου
δια μÝνα πρεσβÝβευσε λοιπüν εμπρüς στου ποιητου μου
Τα κρßματα που Þκαμα να 'ναι συμπαθημÝνα
και ας χαρßση την ψυχÞν σÞμερον απ' εμÝνα
ΑνδρÝα μου πρωτüκλητε, με τσ' Üλλους αποστüλους
εβγÜλετε κι εσεßς, απü του εχθροý τους δüλους
ΕπειδÞ γυρεýει πÜντοτε εμÝνα να πειρÜζη
απü του θεοý την συνταγÞ γυρεýει να με βγÜζη
Παρακαλþ πρεσβευσατε βοÞθεια να μου δþση
κεις κüλασι παντονÞ να μη με αποδþσην
Ω! Üγιε Βασßλιε, Χρισüστομε ΙωÜννη
Γρηγüριε Θεüλογε πÜς Ýνας σας ας κÜμη
¹γουν ωσÜν παρÜκλησι, πρÝσβευσε ογιαμÝνα
δια να μου δþση ο Θεüς συμπÜθειαν στα φταισμÝνα
Γεþργιε, ΔημÞτριε, ΘεüδωρÝ μου ΤÞρων
οποý επολαýσετε και σεßς τον κλÞρον των μαρτýρων
Που εχýσετε το αßμα σας διαγÜπην του Χριστοý μου
γλυτþσετÝ μου την ψυχÞν και σεις απü του εχθροý μου
Αντþνιε, Χριστüδουλε, ΣÜββα ασκητþν το κλÝος
νÝον παιδß τις δαßμονες εßπετε κεßχε........................
Χορüς μαρτýρων γυναικþν και ασκητþν οσßων
οποý κι εσεßς εβρßσκεστε με πÜντων των αγßων
ΠαρακαλÝτε καισεßς κýριον τον Θεüν μου
δια να με βγÜλη γρÞγορα εκ τα βÜσανα του κüσμου
Να Ýρθω και να χαßρομαι στην Üνω βασιλεßαν
να μη ζητÜ πλιü το κορμß να κÜνη αμαρτßα
ΑξßωσÝ με κýριε τι Üρχισα να τελειþσω
και τα κακÜ οποý κÜμα üλα να μετανιþσω
Να βρßσκομαι στην χÜρι σου στα Ýργα τα δικÜ σου
για να θυμοýμαι πÜντοτε και τα μυστÞριÜ σου
Να κοινωνþ μιαν φορÜν κÜθε σαρακοστÞ σου
καθþς επαραγγεßλασι πατÝρες οι εδικοß σου
Μüνον ΘεÝ συμπÜθειον ασεßν στα κρßματÜ μου
γιατß πολλÜ σου Þσφαλα κýριε ποιητÜ μου
Και τþρα αρχÞν με θÝλημα το εδικüν σου βÜνω
και απü τþρα και ομπρüς να μην σου αμαρτÜνω
ΜονÜχα σε παρακαλþ δος μου να τελειþσω
τα üσα 'δω ελüγιασα σε ρßμα να τα δþσω
Λοιπüν τοýτα αρχÞνωτα με θÝλημα δικüν σου
και μην μας αποχωρÞσης πλιü ΧριστÝ το πρüσωπüν σου
Μα στεßλε μου το πνεýμα σου νÜρθη να με φωτßση
ωσÜν τους αποστüλους σου και μÝνα να οδηγÞση
Δüξαν ΧριστÝ μονογενÞ να το οποý κατεβαßνει
το πνεýμα σου το Üγιον και εισεμÝ εμπαßνει
Λοιπüν ετþρα βοýλομαι κι εγþ Üρχοντες ν' αρχßσω
τα εßδασι τα μÜτια μου μιαν πÜρτη να μιλÞσω
Γιατß κατÝχω δεν μπορþ üλα να σας τα δþσω
Þγουν να τα γρικÞσετε ουδ' Ýγω να σας τα δþσω
Και αγκαλÜ και ο λογισμüς μου λÝει μην απλþσης
ν' αρχßσης πρÜγμα περισσü να μην μπορεßς να σþσης
ΠÜλιν θωρþν την üρεξιν, οποý πολý με βιÜζει
και δια να γρÜψω την αρχÞν με σýρνει συ............
Τþρα λοιπüν ηνκλÞνομαι της üρεξης να δþσω
εκεßνο που βουλÞθηκα και ως μπορþ αποσþσω
Και Ýτζι σας παρακαλþ με πüθον φικρασθεßτε
üσα που σας διηγοýμαι 'δω αλλοý να τα μιλεßτε
Μη δεν θαρρÞτε Χριστιανοß πως θÝλω ν' αρχηνßσω
να λÝγετε και μπουφουνιÝς θÝλω να σας μιλÞσω
Και Ýτζι σας παρακαλþ κλαßγετε μετ' εμÝνα
και λÝγω σας αλÞθεια το πως κλαßσι και μÝνα
Τα μÜτια θυμþντας τα εκεßνα του εßχαν δοýσι
τα χεßλη μου του ταπεινοý φρßττουσι κι αποροýσι
οποý 'δαμεν εμεßς επÜ κι στα νησÜ τα Üλλα
Μα το περßσσο Ýγινε επÜ στην ΣαντορÞνη
οποý λογιÜζαμεν πως ποτÝ τÝτοιον να μην εγßνη
........τα λÝγω γρικÞσομεν πÜρτη απü τους γονιοýς μας
..........ξανÜψεν η φωτιÜ με γνþμην του Θεοý μας
ΧριστÝ μου και λυπÞσου τους δüστωνε σωτηρßα
να μην ιδοýσι οι φτωχοß του εχθροý την τιμωρßα
ΑξßωσÝτες κýριε σ' παρÜδεισον να μποýσι
και μ' üλους σου τους δßκαιους να σε υμνολογοýσι
Να χαßρονται τ' αγÜλουνται κüσμου να μη θυμοýνται
γονÝους παιδιÜ εφÞκασι να μην τους ελυποýνται
Τοýτα λοιπüν τα ýστερα Ýγιναν την ΔευτÝρα
οποýτονε του ΝοÝμπριου η τετÜρτη ημÝρα
Μια φορÜ μüνο Þβγανε αυτÞνην την ημÝραν
και πλÝον δεν εφÜνηκε και Þρθεν η εσπÝρα
Και Τρßτη εξημÝρωσε πÜλι 'δαμεν και κÜνει
πüτε σ' μνιÜν þραν πüτε σ'δυü μιαν φορÜν εβγÜνει
Κι Üνθρωποι εξεφοβÞθησαν στον Üμμον εδιαβÞκαν
δεν ημπορþ να σας ειπþ τα ψÜρια οποý βρÞκαν
Κοφινια εγεμþσασι και φÝραντα απÜνω
και Þφαγα και 'γω απ' αυτÜ καθþς αναθιβÜνω
Λοιπüν Þμπε και ΔεκÝβριος και τους σεισμοýς συχνιÜζει
και λÝγαμεν τα σπÞτια μας πας Ýνας να τ' αδειÜζη
Εκ τους περßσσους τους σεισμοýς μην πÝσου και χαλÜσου
Üνθρωποι ναι να σκοτωθοý και ροýχατους να χÜσου
Κι üσον επλÞθυναν οι σεισμοß η φλÝγα αδυναμßζει
και να σχολÜζη τον θυμüν οποý 'χεν αρχηνßζει
Και εις τας πÝντε του αυτοý ΠÝμπτη ημÝρα πÜλι
του Üγιου ΝικολÜου το σπερνü εθÝλασιν εψÜλλει
Και εßπαν πως ανÝβηκε η θÜλασσα παρÜνω
μα νÝφος δεν εφÜνηκε καθþς αναθιβÜνω
Τüτες το ητι εγÝννηκε εγþ ουδÝν το εßδα
γιατß 'μουνε στην εκκλησÜ οποýτον πανηγýρα
ΚÞρθεν η ΠÝφτη το ταχý και φλÝγα ουδÝν βγÜνει
σαν πÜντοτε οποý 'ζαρε δýο και τρεις να κÜνει
ΒλÝποντας εχαρÞκαμεν ολßγον οι θλιμμÝνοι
......τÜς πως εσκüλαζε η φλÝγα η οργισμÝνη
Και ειστüν καιρüν των Ýγινε νησß που λÝν καμÝνη
ογδüντα χρüνοι εßπασι πως να 'ναι περασμÝνοι
Και σφÜλαν οι γονÝοι μας, τÜδασι δεν τα γρÜψαν
και πÞρασιν τα εßδασι και μαζßτως τα θÜψαν
Μα 'ν εßχα μας στα γρÜψουσι ουδÝν τα λησμονοýμαν
και εßσε στρÜταν θεúκÞν θυμüντας τα επερνοýμαν
Μα οι γÝροντες επüθαναν κι οι νÝοι εποξεχÜσαν
κι αφÞκαν üλοι τα καλÜ και τα κακÜ επιÜσαν
Ο φθüνος επερßσσευε, πορνßες και κλεψßες
οι ζοýρες και ζηλοφθονιÝς και οι καταλαλÞσεις
Γιαυτü ο Θεüς θωρþντας μας θÝλει να μας παιδÝψη
φüρση μετανοÞσωμεν σημεßα σαν μας πÝψει
ΚÜρχισε κÞκανε σεισμüν μιαν φορÜν τον μÞνα
και πÜλιν μετÜ τον σεισμüν, μας Þπεψε και πεßνα
Και μεις εις το χειρüτερο πÜντα επορπατοýμαν
οýτε θεοý θυμοýμεσταν οýτε φτωχüν λεοýμαν
Και γρÜφ' τþρα αρχÞν, ποτÝ του που ερχηνßσαν
σεισμοß καθημεροýσιοι και μας εφοβερßσαν
Χßλιους εξακüσιους πενÞντα που βαστοýμεν
τον μÞνα τον ΣεπτÝβριο Ýγινε το διηγοýμεν
ΣÜββατο μÝρα Þτονε ýψωσις του σταυροý μας
κι üλοι μας ενηστεýαμεν δι' αγÜπην του Χριστοý μας
Τüτε λοιπüν κÜνει σεισμüν και Þτονε μεγÜλος
μα 'μεις δεν ελογιÜζαμεν πως θÝνα γÝνη κι Üλλος
ΚυριακÞν εξημÝρωσε κι üλη την νýχτα κÜνει
τα κλÜματα ηρχßσαμεν πολλÜ μας κακοφÜνη
Ευρßσκαμεν τους γÝροντας κι üλους τους ρωτοýμεν
λüγον καλüν να μας ειποýν να παρηγορηθοýμεν
ΛÝση μας φυσικüν της γÞς εßναι σεισμοýς να κÜνη
με τις μπονÜτζιες τις καλÝς γι' αυτü Üνεμο δεν κÜνει
¼λο μπονÜτζιες Þτονε και üλοι το λογιÜζαν
.......να εßναι καθþς λÝμεν Ýτζι το λογαριÜζαν
Μα αρχßζει κÜμνει κι Üνεμος και οι σεισμοß κρεσÝρου
μου δε την νýχτα παýουσι αλλοýθε ταχυτÝρου
Η εβδομÜδα εμÝσωσε και τüσον εσυχνιÜζαν
και τüτες πÜλι οι φρüνιμοι Üλλα ελογαριÜζαν
Οι γÝροντες αρχßζουσι να κλαßσι να βρυχοýνται
και üσοι εφρονοýσασι με φüβον τους φικροýνται
ΛÝσιν παιδßα κατÝχζετε και κατÜ που θωροýμεν
φωτιÜ θ' ανÜψη στο νησß και θÝνα φοβηθοýμεν
Μα ας βγÜλομεν κονßσματα Θεοý να δεηθοýμεν
κι ας δþσομεν και των φτωχþν εκεßνο που μποροýμεν
ΜÞπως και πÜψη τον θυμüν και να μεταγνωμÞση
να μην την Üδη στο νησß και θÝλει μας κεντÞση
¹τονε μÝρα ΚυριακÞ, τüτες οποý τα λÝγαν
και κεßνοι που τ' ακοýγασι ερχßσασι και κλαßγαν
Τüτε επρωτοβγÜλασι κονßσματα οι παπÜδες
κι üλοι τους ακλοýθησαν οι νÝοι και οι γρÜδες
ΕπÞγαμεν γυρßσαμεν καστÝλι φοβισμÝνοι
λÝμεν βοÞθησε ΧριστÝ γιατßμεστεν φταισμÝνοι
Και πÞγαμεν σταλÜραμεν εις την Üγιαν Θεοδοσßαν
και οι παπÜδες στον Χριστüν ποιοýν την ικεσßαν
Και το καστÝλι και αυτü γυρßσαμÝν το μÝσα
και πÜλε τα κονßσματα στις εκκλησßες τα θÝσα
Τüτες εμελετÞσασι ΤετρÜδην αν εζοýμεν
στις πλιÜ αλÜργου εκκλησÝς üλοι μας να διαβοýμεν
Λοιπüν την Τρßτην απüσπεροý καμπÜνες διαλαλοýσι
ΤετρÜδη εÜν ξημερωθÞ üλοι να μαζοκτοýσι
Ετσι σαν εξημÝρωσε üλοι εμαζοκτÞκαν
μικροß τρανοß και γÝροντες γιατß üλοι φοβηθÞκαν
Και οι παπÜδες αρχηνοýν παρÜκλησιν ποιοýσι
και üλοι απÜνω στο βουß εßπασι να διαβοýσι
Παßρνομεν τα κονßσματα και πιαßναμεν με βßα
Σε μßαν þραν σþσαμεν στο Üγιον Ηλßαν
ΔιαβÜζουσι και λειτουργοý λÝσι σεισμοý κανüνα
οποý εμεßς γρικþντας στην τα μÜτια μας βουρκþνα
ΜÜλιστα στην ενÜτην ωδÞ εßπασι Ýνα τροπÜρι
που üποιος το πρωτüγραψε εßχεν περßσσα χÜρη
Και θεναγρÜψω την αρχÞν και πιÜσετε να το δεßτε
για να μετανοÞσετε θεοý να θυμηθεßτε
Η γη οποý εßναι Üγλωσσος βοÜ και μας λÝγει
για τις δικÝσας αμαρτßες κýριος με σαλεýγει
Τοýτα εμεßς ακοýγοντας ετρÝμαμεν σαν ψÜρη
πως μας εκαταδßκαζε εκεßνο το τροπÜρι
Και Üλλα πολλÜ διαβÜσαμεν και λÝνε να τραβοýμεν
μÝσα στον Üγιον ΣτÝφανον üλοι μας να διαβοýμεν
Κινοýμεν οι κακüτυχοι με φüβον περπατοýμεν
σαυτÞνη την κακοστρατιÜ πως να την κατεβοýμεν,
Και με την χÜρην του Χριστοý üλοι εκατεβÞκαν
και ειστüν Üγιον ΣτÝφανον επÞγασιν και μπÞκαν
Τüτε κι εκεß οι παπÜδες μας αρχßζου λειτουργοýσι
πÜρτη απ' εμÜς διψοýσασι δεν εßχασι να πιοýσι
Γιατß νερü δεν Þν και πÞγασι να βροýσι
και οποý να το φÝρουσι παπÜδες λειτουργοýσι
Λοιπüν ωσÜν το φÝρασι Þπιαν üσοι διψοýσαν
και παρευθýς αρχßζουσι την στρÜταν επερπατοýσαν
Και ειστü ΚαμÜρι επÞγαμεν και üλοι καρτεροýμεν
και λειτουργοýσι και εκεß και απüκεις διακινοýμεν
Κεις την κερÜν την ΜπισκοπÞ κινÞσαμεν και πÜμεν
üλοι μας επεινοýσαμεν δεν εßχαμεν τι φÜμεν
Και απ' εκεß εσιμþσαμεν λαüν πολýν θωροýμεν
απü το κÜστρον Þτανε κι εκει συνομιλοýμεν
Και αποχαιρετιστÞκαμε την στρÜταν τως αρχßσαν
πÜσι ειστü καστÝλιν τως και μας εκεß εφÞσαν
Την στρÜταν τως επιαßνασι και üλον εμÜς θωροýσι
üπως εβρÝθημεν πολλοß εκεßνοι αποροýσι
ΕδιÜβαμεν στην ΜπαναγιÜ κι üταν ελειτουργοýμαν
σεισμüν μεγÜλον Þκαμε και üλοι αποροýμαν
Παßρνομεν δυο κονßσματα απü την Παναγßαν
κειστο καστÝλι ερχοýμεσταν με φüβον και με βßαν
Ερχοýμεσταν σιμþνομεν απÝξω στο καστÝλι
και πÜλι σεισμüν Þκαμε και να μας φÜει θÝλει
¸ρχουνται αρωτοýμεν τους γιατßποτις μαντÜτο
λεν τα καστÝλια εκüντεψα να πÜσι Üνω κÜτω
Απü σεισμοýς τους φοβεροýς , πολλοýς και δυνατοß Þσαν
πÜρτη σπßτια εχαλÜσασι και πÜρτη εραγßσαν
Αρχßζομεν και κλαßγαμεν και üχι διÜ την ζωÞν μας
μα δια τα Ýργα τα κακÜ κλαßγαμεν την ψυχÞν μας
Διατß αναποθÜνουμεν αφνßδια οι καημÝνοι
κατÝχω οι περισσüτεροι Þμεστεν κολασμÝνοι
Α αμÞ ο παλυÝλεος να μας συμπαθÞση
και απü την παρÜδειςον να μην μας εχωρßση
Και οι παπÜδες μας λÝγουσι αýριον ΠÝφτη εßναι
και ξεýρετε η εορτÞ του Θεολüγου εßναι
Και αν θÝλετε ας πÜγομεν üλοι στην εκκλησßαν
και Üνδρες γυναßκες και παιδιÜ να κÜμομ' αγρυπνßαν
Και παρευθýς εδιÜβημεν, απü βραδý ντελüγκου
ογια να κÜμομεν αγρυπνßα του αγßου Θεολüγου
Και üλην την νýχτα Ýτρεμε η γÞς η καûμÝνη
μα μεßς δεν εξανοßξαμεν την νýχτα τι εγÝνη
Γιατß 'παν κÞψε η φωτßα τüτες τη νýχτα 'κεßνη
εßσε χωρßα κατοικοýν, οποý την εßδαν 'κεßνοι
Γιατß οποý εßπαν κεßδαν τη Ýγινε η γαλÞνη
καθþς θÝλομεν σας 'πει ýστερα τι εγßνη
Και επÞγαμεν στη λειτουργιÜ στο μοναστÞρι εμπÞκαν
στου Θεολüγου την εορτÞν üλοι εμαζοκτÞκαν
¸καμαν αρχÞ να λειτουργοý πÜλιν σεισμüν γρικοýμεν
........ποτÝ του δυνατüς και üλοι αποροýμεν
ΑφÜνη πως η εκκλησßα γÝρνει να μας πλακþση
Üψαλτους ακοινþνητους εßθε να μας χþση
Οοικονüμος λειτουργÜ δþνει τ' αντιδερÜκι
και παßρνει μας εις το κελß και δþνει μας ρακÜκι
Και σαν μας αποκÝρασε λÝγει εδÜ διαβεßτε
στα üξω σπßτια γυρßσετε και απüκεις γευθεßτε
ΠÜμε λοιπüν στα ξþπορτα κι εκεß βρþμον γρικοýμεν
τüσον εβρþμην Üσκημα και üλοι αποροýμεν
ΩσÜν τζεντßνα καραβιοý σου φαßνεται και Þτον
η βρþμα ουδÝτινÜς δεν Þξευρε τι Þτον
Και ως τÜφη και ως μπüλμπερη κι ως λÜσπη βουρκιασμÝνη
καθολικÜ σου φαßνουντο η βρþμα οποý βγαßνει
Και εις την πüρτα επÞγαμεν και λÝσιντο και 'κεßνοι
πως τÝτοια βρþμα ουδÝποτε δεν εßδασι αυτοßνοι
ΠÝρνα επÞγασι Üνθρωποι να ειδοýσι
και παρευθýς εδρÜμασι και Þρθαν να μας ποýσι
Το πως γαλÞνη εßδασι σαν να 'τονε σημÜδι
και üσοι Ýτυχαν εδεκεß εδρÜμαμεν ομÜδι
Μιαν αλωνÜδα βλÝπομεν και üλοι θαυμαστÞκαν
Πολλοß ελüγιασαν κεßπασι σημÜδι να μην Þτο
μα ýστερα στανιüτονε εμολογÞσασßν το
Και βÜνουσι και στοßχημα απü μπονÜτζα νÜναι
Ýνα 'κοσÜρι εβÜλανε να πÜσι να το φÜνε
Πολλοß απ' εμÜς εστÝκαμεν üλοι εκεß θωροýμεν
και ο Κονüμος μας μηνÜ να πÜμεν να γευτοýμεν
¼σοι λοιπüν εθÝλαμεν πÜμε για να γευτοýμεν
και κεßθεν που γευοýμεστεν για την φωτßαν μιλοýμεν
ΚηκλÝγαμεν ο εßς τ' αλλοý λες κι φωτßα θενÜψη
αν Üψη στην γαλÞνη αυτÞ üλους θενÜ μας κÜψη
.....σιμÜ εξÜνηκε λÝσι να 'ναι μßλια Ýξι
.....Ýκαμεν μÝγαν κακü επÜθελε να βρÝξη
Εκ τον Κολοýμπο Þδεικτε αντßκρυς Αιρακλεßας
φüβος γαρ Þτονε σε μας τρüμος τε και δειλßα
Λοιπüν, λßγον ενÝπαυσε η βρþμα που εφÜνη
και ο Κονüμος αρχηνÜ και το ποτÞρι πιÜνει
Και τα γεμÜτα ερχßσαμεν κι αφÞνομεν τον βρþμον
παπÜ Ανετüλιον τον λÝν αυτüνον τον Κονüμον
Και απßτης επογεýτημε üλοι εμαζοκτÞκαν
και εις το μýλον στο δροσü πολλοß απ' εμÜς διαβÞκαν
Και στην γαλÞνη πÜντοτε πολλοß απ' εμÜς θωροýμεν
και μερικοß εφοβοýντανε και μεις τους εγελοýμεν
Το μεσημÝρι βλÝπομεν και ωσÜν βουνÜκι βγÜζει
λÝγω απü την γαλÞνη αυτÞ και πÜνω το ανεβÜζει
Ντελüγκο ερχηνßσαμεν και üλοι μοιρολογοýμεν
τα στÞθη μας εδÝρναμεν Θεüν παρακαλοýμεν
ΔÝσποτα πολυÝλεε και κÜμε λεμοσýνη
και πÜψε αυτüνο το κακü π' εφÜνη στην γαλÞνη
Κι üταν αβρÜδυαζε ο Θεüς Üλλο Ýνα εβγÜνει
ωσÜν το απÜνω που εßπαμεν και την γαλÞνη εφÜνη
Και βασιλεýει ο Þλιος πÜμεν στις εκκλησßες
στανιü απü τον φüβον μας κÜνομεν αγρυπνßες
Και τα λοιπÜ καστÝλια και αυτÜ εφοβηθÞκαν
για το σημÜδι που εßδασι üλα παραπαρθÞκαν
Μα μεßς επαντÝχαμεν πüτε να ξημερþση
να πÜμεν στην κερÜ-ΠαναγιÜ, βουλÞ 'χασι μας δþση
¼λοι παπÜδες το 'πασι εμÜς για να διαβοýμεν
δßχως φαú δßχως πιοτü να πÜμεν και να 'ρθοýμεν
¸τσι σαν εξημÝρωσε κονßσματα εβγÜναν
και οι παπÜδες αρχηνοýν και δÝησιν εκÜναν
Περßσσοι εμαζÝκτηκαν και üλοι μας κινοýμεν
και απÜνω που κινοýσαμεν μια φωνÞ γρικοýμεν
ΛÝσι, ΧριστÝ βοÞθησε και σα βουνß εβγÞκε
.....του την γαλÞνη αυτÞν κι απÜνω ενεβÞκε
'Ασπρο και μαýρο Þτονε στον ουρανü παγαßνει
το Üσπρο με τα νÝφαλα ανÜκατα εγÝνη
Γιατß τα μαýρα εßπασι πÝτρες και χþμα να'το
θωρþντας πως εγýρισαν και πÞγασιν εκÜτω
Τüτε φρονßμοι ελüγιασαν απÜνω μη διαβοýμεν
Þγουν στην κερÜ ΠαναγιÜ να να δυσκολευτοýμεν
Και οι παπÜδες λÝσι μας παιδιÜ μη φοβÞθητε
και δεν μας βλÜπτει η Παναγßα μον' üλοι σας να 'ρθεßτε
Και με τον λüγον αυτονüν αρχßζομεν τον δρüμον
αμßλητοι εδιαβαßναμεν με φüβον και με τρüμον
ΕφτÜξαμεν στην Παναγßαν με φüβον λειτουργοýσι
την Παναγßαν παρακαλοý δια να μας υπακοýσι
Και ο παπÜ-ΜακÜριος εßπεν την λειτουργßαν
και αντßδωρα εφÜγαμεν γυναßκες και παιδßα
Και πÜραυτα κινÞσαμεν κÜτω να κατεβοýμεν
στον Üγιον Ηλßαν σταλÜραμεν νερÜκι ογιÜ να πιοýμεν
Τüτε πÜλιν εσÞκωσεν Ýνα βουνü μεγÜλο
κι εκεßνο εφοβÞθημεν παρÜ κανÝνα Üλλο
Σαν κομματßες εκτýπησεν και üλοι τις γρικοýμεν
την στρÜταν εκινÞσαμεν και üλοι εγλακοýμεν
Και μια βÜρκα εßδαμεν κι θÜλασσα την παßρνει
και πÜλι ματαγýρισε στον Üμμο την εφÝρνει
ΛÝμεν παιδßα ας πÜγουσι Üνδρες να τη γλυτþσου
και κεßνοι που την Ýχουσι θÝλουσι τις πλερþσου
ΑμÞ τινÜς δεν Þθελε να πÜγη να την εýρη
καλλιÜ η βÜρκα να χαθÞ παρ' Üλλος να παρτÞρη
ΠÜμε λοιπüν ογλÞγορα πλιο δεν καρτεροýμεν
γιατß üλοι εσπουδÜζαμε στα σπßτια μας νÜρθοýμεν
Λοιπüν, Þρθαμεν και κατÝβημεν στον Πýργο κουρασμÝνοι
εßμεστα εκ τη πßκρα μας ωσÜν ξεψυχησμÝνοι
Και απÞν εβρÜδυνε ο Θεüς πÜμε να κοιμηθοýμεν
Το ΣÜββατο εξημÝρωσε γαλÞνη παναδοýμεν
χειρüτερα εκρεσÝριζε κι üλοι μοιρολογοýμεν
¹βγανε και εσκüλαζε το μαýρο κατεβαßνει
το Üσπρο φαßνουνταν καπνüς στον ουρανü ανεβαßνει
Ολημεροýσιο Þβγανε μα πüτε που και λßγου
ημÝρα οποý εßχαμεν χÜριτος του αγßου
Το ΣÜββατο εβρÜδιασε πÜμε στις εκκλησßες
και πÜλιν ελογιÜζαμεν να κÜμομεν αγρυπνßες
Εμεßναμεν στις εκκλησÝς Þως να ξημερþση
και τον παπÜ ενεμÝναμεν απüλυσι να δþση
¸καμε την απüλυσι και βγαßνομεν να δοýμεν
και ρüδιζε η ανετολÞ και üλοι την θωροýμεν
Τα πρÜγματα οποýδαμεν μην εßχαμεν να δοýμεν
ποιος Þθελεν πειν οπ εμÜς πως θενα 'βραδιαστοýμεν
Μικροß τρανοß εμπροβÜλαμεν να δοýμεν την γαλÞνην
και δα δηγοýμαι, ανÞμπορα ηντÜδαμεν...................
Εις την γιαλÞνη Þβγηκε ωσÜν βουνü μεγÜλο
μ' αυτü ουδÝν εσκüλαζε ωσÜν σκολÜζει το Üλλο
Μ' Üλλον απÜνω ενÝβηκε και Üλλο κατεβαßνει
κι απÜνω εκ την κορυφÞν φωτιÜ εßδαμεν και βγαßνει
Και πÜραυτα με την φωτιÜ κτýπους βροντÝς γρικοýμεν
και λÝγαμεν εκ του φüβου μας πως θÝνα τρεζαθοýμεν
¹τονε μÝρα ΚυριακÞ, Κυριακοý του Αγßου
εικοσιεννÝα εßχαμεν τüτε του Σεπτεβρßου
ΕδρÜμαμεν στις εκκλησÝς και Ýρχισα λειτουργοýσα
και üποιοι Þταν Üξιοι ανθρþποι κοινωνοýσα
Και κÜνοντας απüλυσι πÜμε ογια να δοýμεν
και πÜντα εκρεσÝριζε και üλοι αποροýμεν
Μαýρος εγßνη ο ουρανüς κι θÜλασσαα φορμßζει
πÜρτη χωρÜφια παßρνει μας κßσηρα τα γεμßζει
Κι üλοι μας ετρομÜξαμεν κονßσματα αρποýμεν
και οι παπÜδες λÝσι μας το γýρω να διαβοýμεν
ΚαστÝλι να γυρßσωμεν μικροß τε και μεγÜλοι
τüτε σ' αυτü γυρßσαμεν μας εßπασßνε πÜλι
ΑμÝτε εις τα σπßτια σας αθÝτε να γευτεßτε
Üμε φυλÜγεστε κρασß κανεß σας να μην πγεßτε
ΕπÞγαμεν μα üρεξη δεν εßχαμεν να φÜμεν
και παρευθýς εφýγαμεν και ειστην πüρτα πÜμεν
και το κακü ουκ Ýπαυε μα πÜντα του εβγÜνει
και κτýπους και αστραπüβροντα üλην την μÝρα κÜνει
Και τüσον οποý σÞκωνε την θÜλασσα πληθαßνει
και λÝγαμεν κατακλυσμüς, ΧριστÝ μου, να μην γÝνη
Γιατß üσο εμεσημÝριαζε ετüσον και πληθαßνα
λÜντζες βροντÝς και αστραπÝς που την γιαλÞνη βγαßνα
Κη γης ουδÝν εσκüλαζε μα πÜντα της ςσοýντο
και πας Ýνας Þρχισε και απü καρδιÜς βριχοýντο
Καινας του αλλοý ηλÝγαμεν το Ýχομεν να γενοýμεν
και πÜλε εις την εκκλησιÜ εßπαμεν να διαβοýμεν
ΕδιÜβημεν στην εκκλησιÜ εις αγßα Θεοδοσßα
σημÜ στην μπüρτα βρÞσκεται αυτÞ η εκκλησßα
¼λοι μας εμαζÝκτημεν τα κλÜματα αρχηνοýμεν
κι Ýνας τον Üλλον σκýφταμεν συγχþρεσι αιτοýμεν
ΠαπÜδες εδιαβÜζασι εκεßνο που μποροýσα
κι Ýνας τον Üλλονε και αυτοß συγχωροýσα
¹ντα καρδßα λιγιÜζετε πως εßχαμεν οι καûμÝνοι
καθολικÜ φερνοýμεστεν ωσÜν αποθαμÝνοι
Κι απü το κÜστρον εßδασι και üλοι τως κατεβαßνου
μα μεßς ουδÝν εξÝραμεν την στρÜταν που πηγαßνου
Κι εßπαμεν ας πÜγομεν με αυτοýς νανταμωθοýμεν
γι' üλοι να γλυτþσωμεν γη üλοι να χαθοýμεν
Βγαßνομεν μαζευτοýμεστε κι εμεßς δε διακινοýμεν
αφÞνομεν τα σπßτια μας και πÜμεν που μποροýμεν
ΠαπÜδες, νÝοι, γÝροντες, Üρχοντες ακλουθοýσι
ΜανÜδες οι κακüτυχες τα βρÝφη τως βαστοýσι
Και πÜρτη εγυρßζαμεν τα σπßτια μας θωροýμεν
κλαßμεν τα δεν ολπßζοντες πλÝον σ' αυτÜ να μποýμεν
Αρχßσαμεν παγαßναμεν εις Μαρßναν την Αγßαν
και στου Χριστοý φωνÜζαμεν να μας εδþση υγεßαν
Και απßτης εσιμþσαμεν στον Üγιον ΑνδρÝαν
μας εßδαν οι καστριγιανοß κι αρχßσανε κι εκλαßγαν
ΛÝγω αυτοßνοι μου 'παμεν το πως κατεβαßναν
μÝσα ειστον ΑρχÜγγελο μας εßπαν πως πηγαßναν
Κι απÞν ενταμωθÞκαμεν μιαν στρÜταν περπατοýμαν
κι Ýνας τον Üλλον μας θωρþ κι üλοι μοιρολογοýμαν
Εις την αγßαν Μαρßναν επÞγαμεν και κεß 'παν να σταλÜρου
Ýνας απü τον Üλλο μας συγχþρεσι να πÜρου
ΜεγÜλη ανεκÜτωσι Ýγινεν εις εκεßνον
τον τüπον που στεκοýμεστα εκ των παιδþν τον θρÞνον
ΔÝνομεν τα χερÜκια μας και πüρτα στις παπÜδες
επÞραμεν συγχþρεσι και ýστερα στις μανÜδες
Κλßνομεν το κεφÜλι μας πÜμεν ειςς τους γονιοýς μας
λÝσι Ýχετε συγχþρεσι τÝκνα αποý του θεοý μας
πÞραμεν συγχþρεσι Ýνας τ' αλλοý φιλοýμεν
γονοß μας συγχωρÜτε μας και πλιο δεν σας θωροýμεν
Η γλþσσα μου δεν δýνεται οσÜδα να τα γρÜψη
μüνον ας 'πω δια την φωτιÜ που 'θελε να μας κÜψη
Εκεß που συγχωροýμασταν αστροπελÝκι φτÜνει
'σ' πÝτρα μεγÜλη ριζιμνιÜ κομμÜτια την εκÜνει
Ειστο πλευρü μας Ýπεσε δεν φτÜνει μισü μßλι
μα τα κομμÜτια δεν μποροý να τα μετροýν τα χεßλη
ΛÝγω της πÝτρας αυτÞνÞς ετüσα μου γενÞκαν
κι αλÜργα που την πÝτραν αυτÞ σας λÝγω και διαβÞκαν
Μα τüτε δεν την εßδαμεν γιατß 'μεστεν πεσμÝνοι
στην γην απü τον φüβον μας ωσÜν αποθαμÝνοι
Τ' αστροπελÝκι επÝρασε και 'ναν σεισμüν γρικοýμεν
......ωσÜν και τη φωτιÜ εßχαμεν φοβηθοýμεν
Κι ýστερα πÜλι εκ του σεισμοý αστροπελÝκι βγαßνει
κι εμεßς στην γην επÝσαμεν πßμητα οι καûμÝνοι
Και πÜλιν εσηκþθημεν και οι σεισμοß δεν μπÜγου
αυτßνοι μονιταρικþς Þθελαν να μας φÜγου
Και οι παπÜδες οι φτωχοß παντοτεινü διαβÜζου
ζωÞν ερεφουδÜρουσι τον θÜνατον λογιÜζου
Και στÝκαμεν με λογισμüν το πως να πορευτοýμεν
και απÜνω εφοβοýμεσταν και κÜτω να διαβοýμεν
Δεν το λογιÜζαμεν ποτÝ πως θε να βραδιαστοýμεν
και θρÞνον ερχηνßσαμεν κι üλοι μοιρολογοýμεν
Αρχßζουσι οι καστρινοß στον αρχÜγγελο διαβαßνου
εδþτονε τα κλÜματα που 'ρχησαν να παγαßνου
¼λοι ποιοýσιν ασπασμüν πως θενα χωριστοýσι
ο εßς υπÝρ του Üλλουνοý πλÝον να μην ειδοýσι
Κι Ýσυρνε ο κýρης τον υιüν, τα τÝκνα τον πατÝρα
και οι γυναßκες τ' üμοιον μÜνα την θυγατÝρα
Διατß εκ το κÜστρο Þτανε στον μπýργο παντρεμÝνη
τ' üμοιον και εκ τον πýργον μας σ' κÜστρο 'τον διαβασμÝνοι
Λοιπüν πας Ýνας Þθελε να 'ν με την γυνÞν του
και κßνησε και διÜβαινεν κι αφÞνει τον γονÞν του
¹ντα καρδßα λογιÜζετε Üρχοντες να βαστοýσαν
παιδιÜ να φÝγου εκ τους γονιοýς θρÞνον πολý ποιοýσαν
ΠαιδιÜ μου χωριζοýμεστε πλÝο να μην σας 'δοýμεν
που ελογιÜζαμεν απüσας πολλÞν χαρÜ να δοýμεν
Και αφνßδια χωριζοýμεστε τÝκνα ηγαπημÝνα
και αποθαßνομεν üλοι μας με χεßλη πικραμÝνα
Þλιε υπÝρφωτε γιαντÜ 'κρυψες το φþς σου
την σÞμερον απ' εμÜς οποý εßναι χωρισμüς σου
Θαýμα μεγÜλο βλÝπομεν την σÞμερον ημÝρα
τον Þλιον δεν εßδαμεν και Þρθεν η εσπÝρα
ΧριστÝ οποý μας εστÝρησες τον Þλιον τον λαμπτÞρα
...κιας τη νýκτα δεßξε μας τον δεýτερο φωστÞρα
ΚÜμε, ΧριστÝ μου, Ýλεος, μην αποχωριστοýμεν
τον Þλιον και σελÞνη σου μα πÜλιν να τα δοýμεν
τÝκνα και θυγατÝρες μας και τÜχα να μας δÞτε
σαν ξημερþσει ο Θεüς και εισεμÜς να 'ρθÞτε
Πρüφθασε, Παναγßα μου, να κÜμη λεημοσýνη
üσος υιüς λÝμεν σ' εμÜς μα üχι δικαιοσýνη
ΛοιπÞσου, Παναγßα μου, τα νÞπια πως φωνÜζου
και αμÜρτημα δεν Ýχουσι μον' Κýριε ελÝησον κρÜζου
ΠαιδιÜ μας κακορßζικα τι βÜπομεν ομÜδι
üλοι μας αποθαßναμενκαι πÜμεν ειστον 'Αδη
Μα σÝχομεν υπομονÞ γιατß Üλλος κυριεýει
για των γονÝων τα κακÜ τα νÞπια παιδεýει
ΣÞμερον φαßνεται εις εμÜς δευτÝρα παρουσßα
που θÝνα κÜνει ο κýριος την δικαιοκρισßαν
Καθþς το γρÜφουν τα χαρτιÜ πως θÝνα χωριστοýσι
γονοß εκ τα παιδιÜ τωνε πλÝο να μην τα δοýσι
ΣÞμερον τις γυναßκες στως χÜνουν οι παντρεμÝνοι
κλαßσι και δεν μερεýγου και 'χουν καρδιÜ καûμÝνη
ΣÞμερον τα σπιτÜκια μας ολüκερα 'πομÝνου
κι αμπÝλια και χωρÜφια μας εις το καλü διαβαßνου
ΑφÞνομεν το Ýχει μας, χÜνομεν τα παιδιÜ μας
και πÜμεν ειστην κüλασι για τ' αμαρτÞματÜ μας
Το σκιÜς ας εκατÝχαμεν ανÝσιν ανεβοýμεν
μη χÜσαμεν και την ζωÞν κι εις κüλασιν να μποýμεν
ΚÜμε ΧριστÝ μου Ýλεος εις παρÜδεισον να μποýμεν
και αν μας πÜρης την ζωÞν ουδÝν την εψηφοýμεν
Ταýτα και Üλλα περισσÜ μικροß τρανοß φωνÜζαν
και γÝροντες και νÞπια «ΒοÞθα ΧριστÝ» εκρÜζαν
ΜÝγας κλαυθμüς εγÝνηκεν εκεßνην την ημÝραν
λοιπüν διαβαßνου οι καστρινοß γιατß 'τονε εσπÝρα
Και πÜσι στον αρχÜγγελο μÝσα στο ΑκρωτÞρι
κι εμεßς Πýργο ανεβαßνομεν πÜλι οι κακομοßροι
Κι εκεß που ανεβαßναμεν Ýνας τ' αλλοý κτυποýμεν
εκ τους σεισμοýς οποý 'καμε κι ολßγον εγκαλοýμα
Εßχα να γρÜψω περισσÜ πρÜγματα μα φοβοýμαι
να μην παραλογιÜσετε και ψüματα δηγοýμαι
Και εδεπÜ ας αφÞσομεν τα εßδαμεν την ημÝραν
και ας εποýμεν τα λοιπÜ που Ýγιναν την εσπÝραν
Απßτης ενεβÞκαμεν την θÜλασσα θωροýμεν
κι Üλλα σημεßα εßδαμεν πως θÝνα χαθοýμεν
Και μιαν βουλÞν εδþκαμεν üλοι μας να διαβοýμεν
να βροýμεν τους πνευματικοýς να ξομολογηθοýμεν
Ντελüγκο εδιÜβηκα κι εγþ οδιÜ να ξαγορεýσω
τα üσ' πλεßστα μου κακÜ για να τα εξολοθρεýσω
ΕπÞγα στον πνευματικüν λÝγω τα κρßματÜ μου
και δþνει μου συγχþρεσι εις üλα τα κακÜ μου
ΛÝσι παιδß πολλÜ κακÜ Þν που Ýχεις καμωμÝνα
μ' απο την σÞμερον και μπρüς να κρÝμουνται σε μÝνα
ωσÜν τα πρþτα που 'πραξες μην κÜμη το κορμß σου
Και αýριον Þ üταν θÝς σýρε να κοινωνÞσης
να πας στην παρÜδεισον οπüταν ξεψυχÞσης
Σýρε παιδß μου στο καλü και ο Θεüς να μας ξιþση
και απü τοýτο το κακü να μας ελευθερþση
¸φυγα με τα κλÜματα στο σπßτι δεν πηγαßνω
μα κεß σιμÜ στη ΠαναγιÜ Üρχισα και διαβαßνω
ΕμπÞκα ειστην εκκλησιÜ και κÜθουμου και κλαßγω
και τþρα του εφημÝριου το üνομα σας λÝγω
ΠαπÜ-Αντþνη τον ελÝν αυτüν που 'φημερεýγει
μ' απο τον φüβον του κι αυτüς κλαßγει και δεν μερεýγει
Και η εκκλησßα οποýμεστεν την λÝσι Παναγßα
κι αυτßνη επρεσβεýομεν να μας εδþση υγεßα
ΒÜζει παπÜς εβλοητüν αρχßζω εγþ διαβÜζω
........περισσüτερον το κλÜμμα δεν σκολÜζω
ΑγÜλι-αγÜλι εδιÜβαζα γιατß 'μου' βραχνιασμÝνος
κι απü την πßκραν Þμουνε ωσÜν απεθαμÝνος
Και κει οποý διαβÜζαμεν Þρχισε να τινÜσση
απü σεισμüν η εκκλησιÜ Þθελε να χαλÜση
ΠολλÜ μας φÜνη δυνατüς κι εβγÞκαμεν να 'δοýμεν
ανεγλυτþσα κι οι λοιποß να πÜμεν να τους βροýμεν
Ω! γιατß üλοι ελογιÜσαμεν πως τüτε χωρßς Üλλο
τ' αντρüγυνα χωρßζονται ο εις απü τον Üλλο
¹τον μιαν þραν της νυκτüς τüτε σεισμüς που γßνη
και βγαßνομεν εκ την εκκλησιÜ να δοýμεν την γαλÞνη
Θωροýμεν τη και Þρχισεν ολßγον και σκολÜζει
μα πλεßσα ετρομÜξαμεν στην βρþμα που εβγÜζει
Την βρþμα εγÝμαν η εκκλησÝς κι Ýρχισαν και θυμνιÜσαν
κι ανθρþποι απ' Ýξω Þρθανε και μας εξελεγιÜσαν
ΛÝσι μας βγÜτε γρÞγορα να δεßτε τι μυρßζει
και πÜσα Ýνας Þρχισεν για να καλοκαρδßζη
ΕβγÞκανε, θαμÜζαμεν την τüση μυρωδßα
και ποιος διηγÞσεται Θεοý τα τüσα μυστηρßα
Που μüσχος γη γαροýφαλα να θÝλασι μυρßζει
ωσÜν τη μυρωδιÜ Θεοý που μας χαρßζει
Εκλαßαμεν απü την χαρÜ Θεüν ευχαριστοýμαν
και την ΜητÝραν του Χριστοý üλοι δοξολογοýμαν
ΚαθολικÜ ο κýριος μας Þδειξε σημÜδι
το πως μας ελευθÝρωσε ετüτε απü τον 'Αδη
Η μυρωδιÜ που φÜνηκε, χριστιανοß μου, ετüτες
ουδÝ σε μας ουδ' Üλλου θÝλει φÜνη αλλüτες
Κι εις μιαν þρα πÝρασε η μυρωδßα πÜλι,
και πÜσα Ýνας απ' εμÜς εκλαßγαμεν επÜλι
Πως Þφυγε η μυρωδιÜ που εßχαμεν οι καûμÝνοι
και μεßναμε εκ του φüβου μας ωσÜν ξεψυχισμÝνοι
ΟλοτελÞς επÝρασε η μυρωδιÜ κι εχÜθη
.......ερχινßσαμεν και μπαßναμεν στα πÜθη
Την βρþμα πÜλι Þφερε και üλους μας βρωμßζει
και απαυτüνο το κακü τα σπßτια μας γεμßζει
ΚαλÜ και τ' αστραπüβροντα και κτýπους ουδÝν βγÜζει
απüσταν Þρθε η μυρωδιÜ αυτÜνα 'χε σκολÜζει
ΠÜμε, λοιπüν, στις εκκλησιÝς Ýως να ξημερþση
κι αρχßζει πÜλι ο παπÜς τα 'φηκε να τελειþση
¹βαλεν πÜλε χερικÜ να ψÜλη ο καûμÝνος
αμÞτον ο καλüτυχος περßσσα βραχνιασμÝνος
¹ψαλεν και εκλαßγαμεν Θεüν παρακαλοýμεν
Κýριε και ξημÝρωσε το φþς σου να ειδοýμεν
Και Þρθεν το μεσÜνυχτο και βγÞκα να ειδοýσι
πÜλι εßδαν το και σÞκωσε κι Þρθασι να μας ποýσι
Πως πÜλε κτýπαν και βροντÝς κι Þβγαινε και φωτßες
και εκ τον φüβον στÝκαμεν μÝσα στις εκκλησßες
Σαν Þρχιζε ξημÝρωνε επÞραμεν βουλÞ μας
να πÜμεν να προσπÝσομεν πÜλιν του ποιητÞ μας
Στον Μπýργο μας εβρßσκουντα κι οι Απανωμερßται
βγαßνομεν και θωροýμεν τους λÝσιν τι μας θωρεßτε
πÜμε να λειτουργÞσωμεν στον Üγιον Ηλßαν
και ýστερα να πÜγωμεν κÜτω στην Παναγßαν
Αρχßσασι διαβαßνουσι πλÝον δεν καρτεροýσιν
πως αποχωριζüμεστεν το κλÜμα αρχινοýσι
Και μαζοκτÞκαμεν κι εμεßς και üλοι διακινοýμεν
και μÝσα στην κατεριανÞν εßπασι να διαβοýμεν
Τον δρüμον ερχηνßσαμεν πÜμεν στον Εμπορεßον
λÝσι επÞγασι κι εμÜς στον Üγιον Μερκουρßον
ΛÝγω πÜντα κονßσματα αυτÜ τα ΜποργιανÝκα
οýτε Üνδρας εναπüμεινε κι οýτε καμνιÜ γυναßκα
ΟγιÜ να κÜμου δÝησιν κι ογια να παν δοýσι
το θÜμασμα που Ýγινε üλοι τως αποροýσι
ΘÜλασσα 'πÞρε, χριστιανοß, τρεις-τÝσσαρες 'κκλησßες
......, οποý βρßσκουνται (..............)στις παραβραχßες
Τους Μποργιανοýς 'νταμüναμεν κÜτω στην εκκλησßαν
στον Üγιον Γεþργιον εις την παραβραχßαν
Μα τßποτις δεν εßδαμεν σημÜδι εκκλησßας
οýτε κομμÜτι εβρßκαμεν τραπÝζος της αγßας
¼λοι μας ερηνßσαμεν παρÜκλησιν ποιοýμεν
την θÜλασσαν που ενÝβηκε αλÜργα εποροýμε
¸να-δυο μßλια 'νÝβηκεν η θÜλασσα απÜνω
ΧωρÜφια επÞρε περισσÜ καθþς αναθιβÜνω
ΠÝτρες μεγÜλες Þβγανε üλοι μας τες θωροýμεν
μÝστα χωρÜφια τζ' Þφερε θωρþντας θες αποροýμεν
Κεις την περßσσα εδιÜβημεν και κει γιανÜ ειδοýμεν
τα üσα εßδαμεν και κει ετþρα τα διηγοýμεν
Τον Üγιον Γεþργιον επÞραν κι αποκεßθεν
Τüσα χοντρÞ η θÜλασσα ετüτε οποý Þρθεν
Ακüμη δýο εκκλησιÝς εκεßθεν εβρεθÞκαν
και απü τη μÝσι και αυτÝς σας λÝγω χωριστÞκαν
ΜεγÜλη χÜρις του Χριστοý σημÜδια που φανÞκαν
παρακαλþ ακοýσετε και τ' Üλλα που βρεθÞκαν
Στον ρüπον οποý εßπαμεν Þγουν εις την Περßσσα
τα μÜρμαρα που ξÝχωσε πολλÜ 'τονε περßσσα
Και βρÝθηκαν και σπßτια με μÜρμαρα κτισμÝνα
και μνÞματα με κüκκαλα εßδαμεν γεμισμÝνα
Κι αυτÜ θωρþνταστα εμεßς εßπαμεν να Þτον χþρα
πρωτýτερα μα βοýλησε και διÜβη στην κακÞ þρα
¸τσι ελÝγαμεν κι εμεßς το πως θενα χαθοýμεν
μ' αλÞθεια στην παρÜδεισον λßγοι 'χαμε να μποýμεν
Για τα πολλÜ μας κρßματα Κýριος μας παιδεýει
να δεßξωμεν μετÜνοιαν απ' üλους μας γυρεýει
Τüτε αλÞθεια μοναχÜ στανιü μετανοοýμεν
και ýστερα στα πρþτα μας κρßματα περπατοýμε
Λοιπüν, εδιαβÞκαμεν που 'χαμεν πρωτοποýμεν
απÜνω στην κατεριανÞ ηθÝλαμε ανεβοýμεν
Εκεß ελειτουργÞσασι και üλοι προσκινοýμεν
αντßδερον εφÜγαμεν, την στρÜταν μας κινοýμεν
Με βßαν ανεβαßναμεν γλÞγορα περπατοýμεν
νÜρθωμεν στο καστÝλι μας τα σπßτια μας να δοýμεν
Κι απßτης εσιμþσαμεν, Üνθρωποι κατεβαßνου
για να μας συνεπÜρουσι μ' αυτοß μας παραπαßρνου
ΛÝσι μας να κατÝχτε τα γρüσα εμαυρßσαν
κι üσοι βαστοýσασι μπουκιÜ ντελüγκο τα ελýσαν
ΒλÝπουν τα γρüσια ολüμαυρα και üλοι θαυμαστÞκαν
και μÝσα ειστÜ σπßτια τως πÜρτη απ' εμÜς διαβÞκαν
Και βρßσκουσι τις κοýπες τως οποý εßχαν ασημÝνιες
και φαßνουντα καθολικÜ ωσÜ χαρκωματÝνιες
ΒατζÝλια, καντηλÝρια, πηροýνια εθεωροýμεν
κουτÜλια και μαυρßζασι και üλοι αποροýμεν
Και σßγλες και χαλκþματα αυτÜ εκοκκινßζαν
πÜρτη χρυσÜ κονßσματα κι αυτÜνα εμαυρßζαν
Και τα χρυσÜ των γυναικþν και σκοýφιες των μαυρßσα
που στις κασÝλες τα 'χασι και κλειδωμÝνα Þσα
Ευχαριστοýμεν τον Χριστüν που δεν μας απελπßζει
μα δεßτε μας θαμÜσματα εισÝ καλüν μας γκρßζη
Και θÝλοντος μη θÝλοντος στανιü μετανοοýμεν
γιατß σημεßα φαßνουνται πως μÝλλει να χαθοýμεν
Ετοýτα οποý εßπαμεν εθÝλασι γινοýσι
την ΚυριακÞ ολημερßς μας εßχασιν ειποýσι
Μα 'μεις που την τραβÜγια μας λßγα 'χαμεν ειδοýσι
γιατß üλοι μας ελÝγαμεν πως μÝλλει να χαθοýμεν
Και μ' αυτü την αλÞθειαν δεν ξεýρουσι να 'ποýσι
τα δεν εßδαν τα μÜτια μου τα χεßλη πως να 'ποýσι
Και οýτε χρυσÜφι βλÝπαμεν, γρüσα δεν εθωροýμεν
την κüλασιν εβλÝπαμεν και üλο μοιρολογοýμεν
Την ΚυριακÞν εγßνηκαν ετοýτα δßχως Üλλο
.........ΔευτÝρα Üρχοντες καθþς αναθιβÜλω
Γι' ακοýτε και τα δελοιπÜ τüτες που 'χα γενοýσι
κι Þρθασι και μας τα 'πασι και üλοι αποροýσι
Τον Üγιον Νικüλαον μας παßρνει στο ΚαμÜρι
ακοýγοντÜς το λÝγαμεν Ýτζι μας εντοκÜρει
Για θες δικÝς μας αμαρτßες παßρνει τις εκκλησÝς μας
μα μεις ουδÝν σκολÜζομεν πÜντα εις αμαρτιÝς μας
ΚισÞρους τα χωρÜφια μας και πÝτρες τα γεμßζει
που Üθρωπος να τα θωρÞ Ýτζι παραξενßζει
ΧωρÜφια εφÜνηκε εκεß εις το ΚαμÜρι κÜτω
που τα πÞρε και μÜρμαρα εβρÝθηκε γεμÜτο
ΛÝμεν και χþρα να 'τονε σε κεßνο το χωρÜφι
σαν Σüδομα και Γüμορα εβοýλησε και χÜθη
Τα ßδια που φÜνησαν κÜτω εις την Περßσσαν
Ýτζι κι αυτοý τα ßδαμεν και φαινοýντανε Þσα
Και το νησß ολüκληρο με κßσηραν το δÝρνει
οι θÜλασσα απü μεσαθιü βÜρκα κιαμνιÜ δεν βγαßνει
ΑμÞ απ Ýξω πÞρεν τις απ' üλην την ριβÝραν
μα ας ποýμεν και τα δελοιπÜ 'πογινα τη ΔευτÝρα
ΠÜρτη ετυφλωθÞκανε μικροß τε και μεγÜλοι
και πÜσα Ýνας Þκλαψε θεüν επαρακÜλει
ΧριστÝ, Üνοιξον τα μÜτια μου καθÜρισον το φως μου
να βλÝπω την εικüνα σου οποý εßναι ανασωσμüς μου
ΚÜμε, ΧριστÝ μου, Ýλεος και μην μας ετυφλÜνεις
κÜλλιον να ποθÜνωμεν παρÜ 'τζι να μας κÜνεις
ΑποθεμÝνοι ανοßξετε τα μνÞματα να μποýμεν
Þντα μας χρÞζει η ζωÞ ουδÝν βλÝποντας να δοýμεν
πλοýτος και κακορρßζικο και πως να σ' αρνηθοýμεν
να σ' Ýχομεν κι ουδÝποτε εσÝνα να θωροýμεν
Δεν 'ξßζει πλοýτος και ζωÞν τυφλοß να περπατοýμεν
μÜγκο γυναßκα Þ παιδιÜ δεν βλÝπομεν να ειδοýμεν
Εκλαßγασßνε τα παιδιÜ δεν βλÝπου τις μανÜδες
Εκλαßγασι κι οι γÝροντες εκλαßγασι κι οι γρÜδες
Αλοß κακüν που πÜθαμεν εδÜ στα γηρατειÜ μας
να τυφλωθοýμεν και εμεßς και 'γγüνια και παιδιÜ μας
Τυφλüς τον τýφλον Þσυρνε δεν ξεýρου να διαβοýσι
στα σπßτια τως οι ταπεινοß να τα 'βρουσι να μποýσι
Και ο ειστον Üλλον αρωτÜ για πÝμου αν 'ξανοßγης
και σýρε με στο σπßτι μας αν βλÝπης να μ' ανοßγης
ΠÜρτη τυφλοß ετÜγηκαν ανÞ ξετυφλαθοýσι
μηδÝ τυρνüν μηδÝ κρÝας να φÜσι þστε να ζοýσι
Και Üλλοι εταγÞκασι καλüγεροι να γÝνου
μα τþρα που τα λüγια τως ερχßσασι και βγαßνου
Γιαß τüτες εκλαßγασι το φως τωνε εχÜσαν
μα τþρα οποý βλÝπουσι το τÜ 'παν εξεχÜσαν
Πολλοß εξετυφλÜθησα ΔευτÝρα αποσπÝρα
Üλλοι την Τρßτην το ταχý κι οι Üλλοι ως την ημÝραν
Τοýτα εδþ ας αφÞσωμεν και üλοι ξετυφλωθÞκαν
μα τα Üλλα ας αρχßσωμεν ετüτες που εγενÞκαν
¹γουν αυτÞν την βραδυνÞν ΔευτÝρα αποσπÝρα
οπüτονε του Σεπτεβριοý η ýστερη ημÝρα
Στα πÜνω μÝρη εßδασι τις πÝτρες οποý βγÞκαν
κι απü την θÜλασσα στην γην αλÜργο ενεβÞκαν
Και δρÜμασι με την χαρÜν γιατß 'χασι θαρροýσι
οι πÝτρες βÜρκες να 'τονε και πÞγασι να δοýσι
Και απßτης εσιμþσασι θωροýσινε ψαρÜκια
και δρÜμασι να τα πιÜσουσι τα νιÜ παλικαρÜκια
Και üσοι σßμωσαν στο γυαλü ντελüγκο ξεψυχÞσα
και Üλλοι που τους εßδασι την στρÜταν εκινÞσα
Και εκ τον φüβον τως και αυτοß πÜρτη ετρεζαθÞκαν
παπÜδες το μαθαßνουσι και πÜραυτα διαβÞκαν
Κι Þβραν τους και παραμιλοýν και üλους τους διαβÜσα
και σþσαν και συφÝρασι τον κýριον δοξÜσα
.....Üνθρωποι εποθÞνα σ' μερÝαν την ΑπÜνω
......στο ΚÜστρο Üλλοι τρεις καθþς αναθιβÜνω
ΠαπÜς ουδÝν εδιÜβηκεν ετüτες να τους θÜψη
μ' αφÞκαν τους Ýως ταχý φüρσι κακü να πÜψη
και πρüβατα τυφλÜθηκαν γαδÜροι και βουδÜκια
και κüτες και οι üρνιθες σκýλοι και γουρουνÜκια
Και τ' Üλλα τ' Üγρια πουλιÜ και κεßνα τυφλαθÞκαν
κι εκεßνοι που τα εßδασι σ' εμÝ τα διηγηθÞκαν
Κι εßπαν μου και κουνÜδια που πιÜναν τυφλωμÝνα
και δυü þρες τ' αφÞνασι και 'γαßναν τα καûμÝνα
Και για τα ζþα που εßπασι πÜρτη απ' αυτÜ ψοφÞσαν
φοβοýναι να τα φÜσινε κι αφÞκαν τα βρωμßσαν
Κι η ρßβα του γιαλοý Þτανε ψÜρια γεμισμÝνη
Üνθρωποι δεν τα πιÜνασι γιατß 'ταν φοβισμÝνοι
ΠρÜγματα ανηπßστευτα, χριστιανοß μου, γενÞκαν
που üλα τα ποιÞματα τον πλÜστην φοβηθÞκαν
Λοιπüν, ΔευτÝρα πÝρασε κι η Τρßτη ξημερþνει
και τüτες εσυνÞπαψαν οι πρωτινοß μας πüνοι
Και Þτονε αρχιμενιÜ του μÞνα Οκτωβρßου
που Ýχομεν στις 'κοσιÝξ του αγßου Δημητρßου
ΠÜλι εις γαλÞνη πÞγαμεν αυτÞν για να ειδοýμεν
ανßσως και συνÝπαψε ολßγον και χαροýμεν
¹βγαλεν και εσκüλαζε ολßγον και μιτζÜκι
και παýσασι και οι σεισμοι ετüτες ελιγÜκι
Και την ΤετρÜδη το ταχý Ýνα ξýλο θωροýμεν
εκεß σιμÜ ειστü κακü και üλοι αποροýμεν
Την ΠÝφτη ξημÝρωσε επÜ στην ΣαντορÞνη
και φοβηθÞκαν το κακü 'μεις εßπασιν κι εκεßνοι
Κι εßπαν πως Þτον εις Μοργüν την ΚυριακÞν ημÝραν
κι üλοι τρομÜξασι κι εκεß απü το ταχý ως εσπÝρα
Απü τους τüσους κεραυνοýς κι απü την βρþμα τüση
που λÝγασι κι ο θÜνατος θÝλει να τους πλακþση
Με μιαν κουσÝρβαν Ýρχουντα την νýκτα ξεχωρßσα
.....δεν κατÝχουσι Þτα αυτοß γενÞκαν
Διατß βρþμα τους επλÜκωσε και üλους τους τυφλαßνει
και μες το ξýλο επÝσασι ωσÜν απεθαμÝνοι
Και μας εβÜσταζε απ' αυτοýς και πιÜνει και τζιμÜρει
τ' Üλ' ξýλον επüμεινε κι αυτοß 'χαν αλαργÜρει
Και λÝγαν πως εβÜλασι στα ρ'θοýνια τως κρασÜκι
και τüτε τως εφýσησε και πλειüτερο αγερÜκι
Καμπüσον ελαργÜρασι κουσÝρβα δεν θωροýσι
και γι' αυτü αν εχÜθησα δεν ξεýρουσι να ποýσι
Και ýστερα εμÜθαμεν στην ºο τους εβρÞκαν
εννÝα ανθρþποι Þτανε και üλοι εκαγÞκαν
Μ' ακοýσετε και τα λοιπÜ οι Νιþτες που μας εßπαν
Þντα λογÞς επÞγασι και εις το ξýλο μπÞκαν
ΑλÜργα το 'δαν απü την γην στÝκει ουδÝν μαρμÜσσει
εκεß οποý ξημερþθηκε πÜλι 'θελε βραδιÜσει
ΑνÜμεσα στον κßσηρα εστÝκουνταν αρμÝνου
και εφοβοýνται εις αυτü οι Νιþτες να διαβαßνου
¾στερ' αποφασßσασι 'σ βÜρκα μικρÞν εμπÞκαν
και τα κουπßα ελÜμνασι στο ξýλο εδιαβÞκαν
ΕπÞγαν εσιμþσασι στο ξýλο θενα μποýσι
και üλοι παραξενßζονται στο πρÜγμα που θωροýσι
Εßδαν τους τους κακüτυχους κι üλοι 'τονε πεσμÝνοι
πρησμÝνοι κι ανεγνþριστοι κι εκ την φωτιÜ καμÝνοι
Κι εκρÜτει κÜθε εις τωνε το αργÜνι του στη χÝρα
και Ýτζι τους επÞρασι στην ºο τους εφÝρα
Εßπασι πως κι οι γλþσσες τως εφαßνουντα καμÝνες
üξω Ýναν γκινüστομον να Þτον πετασμÝνες
ΕιδÝτε πüση παιδωμÞ εßδασιν οι καûμÝνοι
που Þρχουντα στα σπßτια στως καλÜ πραγματεμÝνοι
¸τζι σας λÝγω εις την ºο επÞγαν και τους χþσα
και το μαντÜτο ýστερα τα σπßτια τως εδþσα
Παρακαλþ σας χριστιανοß αυτοýς σε συμπονεßτε
να 'μποýσι στον παρÜδεισον Θεüν παρακαλεßτε
Και σþνει των η κüλασι οποý εßδαν οι καûμÝνοι
που üλοι τως εβρÝθησαν ξÜφνου ξεψυχισμÝνοι
ΧριστÝ μεγαλοδýναμε, δος τωνε σωτηρßα
και μην τους βÜλεις τους πτωχοýς στ' οχθροý τÝτιμωρßα
ΛυπÞσου πολυÝλεε το πλÜσμα το δικü σου
βÜλε τους στην παρÜδεισον να βλÝπουσι το φþς σου
Ακοýσετε, χριστιανοß, τι θαýματα μεγÜλα
μας Ýδειξεν ο κýριος και πρÝπουσß μας κι Üλλα
Γιατß ουδÝν σκολÜζομεν λÝγω, τες αμαρτßες
μα κλεýγομεν, πορνεýομεν, κÜμνομεν αδικßες
¼λος ο κüσμος Þκουσε αυτÜνα που γενÞκαν
κι ως απ' την ΚρÞτην στÝλλουσι ανθρþπους κι ανεβÞκαν
Με βÜρκαν ογια να 'δοýσινε σημεßον που εφÜνη
γιατß κι εκεß η θÜλασσα χειρüτερα τα κÜνει
Ως Ýφτασι εφýγασι να πÜσι το μαντÜτο
του γενερÜλε που αυτüς τους 'στειλε αποκÜτω
Και γρÜψασßν του απ' εδþ üσα εγενÞκα
θÝλοντας και μην θÝλοντας γιατß τον φοβηθÞκα
Κι üλος ο κüσμος Þφρηξε στην ταραχÞν που Þκουσα
κι εßπαν αρμÜδες πολεμοýν κι Ýνας τ' Üλλου 'ρωτοýσα
Μα ýστερα τον κßσηρα οποýδανε ελογιÜσα
κι η ΣαντορÞνη βοýλησε τους φßλους των εχÜσα
Και üλοι μας εκλαßγασι πως Þμεστε χαûμÝνοι
στον 'Αδην τον αχüρταγο να 'μεστεν διαβασμÝνοι
Μα ταýτα ας αφÞσωμεν να ποýμεν τι εγßνη
εκεß που πρωτοφÜνηκε εκεßνη η γαλÞνη
Καθüλου δεν εσκüλαζε αμÝ λιγÜκι κÜνει
ως δÝκα δþδεκα φορÝς το μερονýκτι βγÜνει
Λοιπüν, πÜλι την ΜπαρασκÞ, ΤετÜρτη Οκτωβρßου
εßπασι μιαν παρÜκλησι να κÜνουν του Κυρßου
ΕπÞραν τα κονßσματα κεßπανε να διαβοýσι
......στον ΑρχÜγγελον και λειτουργßαν να ποýσι
ΕπÞγαν ελειτοýργησαν και üλοι εχαρÞκαν
και απ' εκεß στον Üγιον Νικüλαον εδιαβÞκαν
Σ' μαýρον ραχßδι τηνε λÝν' την εκκλησßαν
κÜτω σιμÜ εβρßσκεται ειστην παραβραχßαν
Και κισÞρους εßδασι πιÜνουν τους να τους δοýσι
τÜφη γεμÜτοι Þτανε κι üλοι τως αποροýσι
'Ασπροι κατÜσπροι Þτανε αμ' üλοι εβρωμοýσα
και βγÜναν τις εκ τον γυαλüν και üλοι τις θωροýσα
¹λεγαν κρßμα στην θωριÜ πο 'χουνε οι καûμÝνοι
αμ' Üπο κεßνον το κακüν βρßσκουνται βρωμεσμÝνοι
Μ' ας ποýμεν δα για τη γαλÞνη αυτÞ που πÜντα της εβγÜνει
και θÝλησε ο κýριος κι üλο μπονÜτζες κÜνει
¼λο γαρμπÞνους Þκανε και λßγο και δαμÜκι
τüτε πολλοß επεινοýσασι δεν Ýχονες ψωμÜκι
Που την μπονÜτζα κι αουλιÜς οι μýλοι δεν γυρßζουν
κι üσοι δεν εßχασι ψωμß üλοι τους μουρμουρßζουν
Και πÜσα που 'θελε φυσÜ να κÜνη γρεγαλÜκι
την βρþμα πÜλι Þφερνε εις üλον το νησÜκι
Και πÜσα που 'θελεν ερθÞ τα γρüσα εμαυρßζαν
και χÜνασι τον κüπον τως εκεßνοι που τ' ασπρßζαν
ΕπÝρνα ο Οκτþβριος πÜντα γαλÞνη βγÜνει
κι ακοýτε πÜλι για σεισμοýς ποτ' Ýρχισεν να κÜνη
Ειστις 'κοσιÝξη του μηνüς αυτοý του Οκτωβρßου
οποý 'χαμεν την εορτÞ του αγßου Δημητρßου
ΠÜλιν Ýρχισαν οι σεισμοß και κÜναν καθ' ημÝραν
οýτε την νýκτα επαýασι ουδÝ üλην την ημÝραν
Κι Þρθεν η Üλλη αρχιμενιÜ του μÞνα Νοεβρßου
και ακοýσετε τι Ýγßνηκε στις τÝσσερις του ιδßου
ΔευτÝρα εξημÝρωσε και εις σε μßαν þραν
πÜλι κακü εσÞκωσε α κι Þτονε κακÞ þρα
Γιατß γενÞκα πρÜγματα που θÝλετε τ' ακοýσει
......και τα χεßλη μου μποροýσι να τα ποýσι
ΜÝγαν κακüν εγßνηκε εκεßνην την ημÝρα
λÝγω μηνüς του Νοεμπριοý την ΤÝταρτην ημÝρα
Μια φορÜ εσÞκωσε μα 'τον πολλÜ μεγÜλο
και φοβηθÞκαμεν κι αυτü σαν και το πρþτο τ' Üλλο
Ως Þβαλε ερχÞνισε η θÜλασσα κι ανÝβη
απÜνω στα χωρÜφια και πÜλε εκατÝβη
Κει στου Βουρβοýλου τη μερÜ ανθρþποι εβρεθÞκαν
το ζευγαρÜκι κÜνασι κι üλοι παραπαρθÞκα
Κι ως εßδασινε το κακü Þρχισαν και διαβαßναν
κι η βρþμα τους επλÜκωσε στην στρÜταν που παγαßναν
ΩσÜν ανÝφαλο Þριξε σ' εκεßνην την μερßα
και πÝρασαν και Þφταξε στην απÜνω μερßα
ΔÝκα Üνθρωπου επüθαναν στου ΚÜστρου την μερÝα
και γι' Üλλους δÝκα εßπασι στην απÜνω μερÝα
Και μετρημüν δεν εßχασι üσοι εραθυμÞσαν
μα ευχαριστοýμαν τον Θεüν που δεν εξεψυχÞσαν
Και πÞγαν οι δικοß τωνε κι Þβραν τους τους καûμÝνους
αυτοýνους οποý εßπαμεν κι Þτον ραθυμισμÝνους
ΚρασÜκι τις βÜλασι στα ρ'θοýνια και 'σεφÝρα
αμÝ τυφλοýς και σηκωτοýς στα σπßτια τως τους φÝρα
ΚλÜμμα πολýν εγßνηκε και θρÞνος ξεναρχßζει
γιατß εις üλον το νησß η βρþμα μας γεμßζει
Κι ακοýσαμεν τον θÜνατον και εßχαμεν τον τρüμον
μην αποθÜνομεν και μεις με τον περισσüν βρþμον
ΛογιÜζω να ψοφßσασι μιαν τριανταριÜ βουδÜκια
και Ýως μιαν εικοσαρÜ εßπασι γαδουρÜκια
Και πρüβατα και üρνιθες και πÝρδικες ψοφßσαν
και επ' üλα τα Üγρια πουλιÜ οι κÜμποι εγεμßσαν
Μ' αυτÜνα δεν λυποýμεστεν μα κλαßμεν τους ανθρþπους
μην πÜσι εις την κüλασιν εις βÜσανα και κüπους
...ο πολυÝυσπλαχνος θÝλει τως συμπαθÞσει
....ειδοýν την κüλασι ουδÝ του εχθροý την κρßσι
Και μÝρωσεν η θÜλασσα και Ýγινεν σαν πρþτα
γιατß 'ταν πρÜσινη χλωμÞ σαν φαßνονται τα χüρτα
Γýρου τριγýρου το νησß κοκκινομελανßζει
þρες μαýρο εφαßνουντον και þρες πρασινßζει
Λßγος καιρüς επÝρασε κι η φλÝγα να σκολÜση
και νÜψη ουδÝν κανÝνας μας δεν εßχε το λογιÜσει
Μα στου μηνüς του ßδιου λßγο του Δεκεβρßου
που 'τον τα προεüρτια ΓÝννησης του Κυρßου
Τüτες πÜλε ερχßνησε η φλüγα να φουσκþνη
κισÞρους, πÝτρες, χþματα απÜνω τα σηκþνει
και Ýκανε καθημερνü ωσÜν τις περασμÝνες
τις μÝρες τις πρωτýτερες οπü 'χομεν γραμμÝνες
Και δεν ελεßπαν οι σεισμοß πüτε και που κτυποýσι
Üλλοι δεν τις ενιþθασι οι Üλλοι τις γρικοýσι
¸τσι επÝρνα ο καιρüς κι Þρθεν ο Üλλος χρüνος
κι η φλÝγα δεν εσκüλαζε να μας περÜσει ο πüνος
Λοιπüν, αυτÞνη την χρονιÜν λßγο κριθÜρι 'γßνη
απü την βρþμαν που 'κανε λÝσιν να μην εγßνη
Και üλοι επατßραμεν μην Ýχοντες κριθÜρι
και πÜσα εις επÞγαιναν εις τα νησÜ να πÜρη
Και φÝρασι εζÞσαμεν Θεüν ευχαριστοýμεν
τη Παναγßα δÝσποινα ολοδοξολογοýμεν
Που πÜντα Ýχει την Ýγνοια μας και δε μας παντονÜρει
και βλÝπει μας που τον εχθρüν που πÜσκει να μας πÜρη
Λοιπüν, ΕσÝ παρακαλþ κι εγþ ΧαριτωμÝνη
Ýπαρμε στη παρÜδεισον ΜητÝρα βλογημÝνη
Και αν Þκαμα αμαρτÞματα θα μου τα συμπαθÞσει
και üντα θε να 'βγη η ψυχÞ εχθρüς μη τη μπιδÞση
ΑμÞν! ΑμÞν! ΑμÞν!
* ποýβετις = πουθενÜ
Ανωνýμου «Αττικüν Ημερολüγιον» Ειρηναßου Ασωπßου ¸τος 1879
Αυτü το σπÜνιο κεßμενο που απü σÞμερα κοσμεß το ΣτÝκι, βρÞκε, το κüπιασε και το 'στειλε η πολý καλÞ φßλη, ΣτÝλλα ΚοντογιÜννη, που την ευχαριστþ δημüσια, μες απü τη καρδιÜ μου.
ΠÜτροκλος ΧατζηαλεξÜνδρου