ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ËáïãñáöéêÜ 

Bourliaguet Leonce: ÌåãÜëïò Åêðáéäåõôéêüò,+ ÐáñáìõèÜò

                      

                                                 Βιογραφικü

     ΓεννÞθηκε 6 ΓενÜρη 1895, στο μικρü χωριü Thiviers, πολý κοντÜ στις επαρχßες Limousin & Perigord, μοναχογιüς ενüς τσαγκÜρη κι εßναι αξιοπρüσεκτο που αρκετοß δημοφιλεßς, -üπως οι Giono, Guéhénno, Guilloux- Þταν επßσης γιοι τσαγκαρÜδων και σχεδüν σýγχρονοß του. Ευαßσθητο και ρομαντικü παιδÜκι με πολý ζωηρÞ φαντασßα, αν και σýντομα η σκληρÞ ζωÞ κατÜφερε να τραυματßσει αυτü το εýθραυστο περßβλημα και να τονε κÜνει να δυσπιστÞσει κÜπως στα μεγÜλα και τρυφερÜ üνειρα, Ýτσι ο μüνος δρüμος διαφυγÞς Þταν ο δρüμος της ζωηρÞς του φαντασßας.

     Απü μικρüς αγαποýσε πολý να διαβÜζει, τüσο πολý μÜλιστα, þστε μια φορÜ που κατÝβαινε τη σκÜλα του σπιτιοý του βουτηγμÝνος στο "Ροβινσþνα Κροýσο", να κτýπησει με τη μýτη του πÜνω στο τζÜμι μιας πüρτας και να του μεßνει μüνιμα μια ουλÞ σαν θυμητÜρι, και παρÜλληλα μια βÜναυση επαφÞ με τη σκληρÞ πραγματικüτητα.
     ¸χασε τη μητÝρα του στα 15 του, τüτε που γρÜφτηκε στη Δημüσια ΠαιδαγωγικÞ ΣχολÞ του Περιγκüρ. Αυτü εßχε σαν αποτÝλεσμα να περÜσει 4 χρüνια κει, απομονωμÝνος απü τους συμμαθητÝς του, λüγω της ιδιαßτερης, ευφÜνταστης, ευαßσθητης και ρομαντικÞς ιδιοσυγκρασßας του, αλλÜ με μεγÜλη επιτυχßα στα μαθÞματÜ του. ¹δη απü κει Ýδειξε αυτÞ τη πρωτοτυπßα, αυτü το πνεýμα της ανεξαρτησßας και τον αντικομφορμισμü του βÜθους της προσωπικüτητÜς του, και συνÝχιζε να διαβÜζει με μανßα. Η αναζÞτησÞ του Þτανε να βρει κι Üλλους που να σκÝφτονται το ßδιο, να βρει οδηγοýς στην ομορφιÜ και σκεπτüμενους στοχαστÝς. ΧÜρη σε Ýναν ευφυÞ δÜσκαλο που του 'χε δþσει αρχικüν ερÝθισμα, οι προτιμÞσεις του πÞγαν ενστικτωδþς στα μεγÜλα και ισχυρÜ μυαλÜ και που αυτÜ θÝλησε να διαμορφþσουν και να θρÝψουν τη σκÝψη του: ΘερβÜντες, Πλοýταρχος κλπ. Απü κεßνα τα χρüνια, Ýδειξε αυτÞν την αφοσßωση στο ýφος που δε σταμÜτησε να εκδηλþνει και μες στα βιβλßα του.
     17 ΔεκÝμβρη 1914, στα 19 του, κατατÜσσεται στο 49ο Σýνταγμα Πεζικοý. ΚατÜ τη διÜρκεια των 5 ετþν, μÝχρι 28 ΓενÜρη 1919, που διÞρκεσεν ο Α' Παγκ. Πολ., αυτüς ο νεαρüς ιδεαλιστÞς, ο Üνθρωπος που δεν εßχε γνωρßσει ακüμη τßποτα απü τη ζωÞ, θα ριχτεß, Ýξω απü τους φιλüξενους τοßχους του σχολεßου του, μες στο χÜος των οργισμÝνων ανθρþπων, του πολÝμου και του θανÜτου. Εκεß, μαθαßνει πως πρÝπει να γßνει σκληρüς κÜνοντας γνωρßμια με τη φοβερÞ φυσιογνωμßα της δημιουργßας, που Üλλοτε τη καταπολεμÜ με τη 'φυγÞ' και τη σκληρÜδα, Üλλοτε καταπßπτει σε μελαγχολßα και τελικÜ αυτü το διÜστημα, προσÝδωσε στο πνεýμα του κεßνη την ειρωνικÞ και κυνικÞ κριτικÞ παρατÞρηση της πραγματικüτητας, που Üλλωστε, εßναι ßδιον των ΓÜλλων, και που Þταν η δικÞ του αυτοÜμυνα για να μπορÝσει ν' αντÝξει. Εκεß, αποτÜσσει οριστικÜ, το μελοδραματικü στοιχεßο στα γραπτÜ του, αφαιρεß τη συγκßνηση απü το χιοýμορ, εκεß αναπτýσσει κι εμπλουτßζει üλα τα υπüλοιπα. ¼ντας αιχμÜλωτος απü τις 17 Απρßλη 1916, στο Darmstad, θα ζÞσει κι αυτÞ την εμπειρßα απü τις αγροτικÝς αναγκαστικÝς εργασßες του στρατοπÝδου.
     30 Αυγοýστου 1919, θα ξεκινÞσει σταδιοδρομßα στη διδασκαλßα, το αντικεßμενο που σποýδασε και γßνεται παιδαγωγüς. Δεν εßναι Ýνας στεγνüς δημüσιος υπÜλληλος αλλÜ τονε διακατÝχει Ýνας πüθος κι Ýνα πÜθος για την εργασßα του, πρÜγμα που γßνεται αμÝσως αντιληπτü. ΚαταφÝρνει να περÜσει με Üνεση στις τÜξεις του, αυτüν τον οßστρο, αυτÞν τη λεπτÞν ειρωνεßα με τη λεπτÞ παιδαγωγικÞν αßσθηση, που θα τονε κÜνει Ýναν εξαιρετικü δÜσκαλο. Διαμορφþνει τους μαθητÝς του και σφυρηλατεßται κι ο ßδιος. ΚÜποια στιγμÞ αργüτερα, γßνεται δÜσκαλος των δασκÜλων κι εκεß διαπρÝπει επßσης, προσπαθþντας να εμφυσÞσει την ßδια φλüγα και στους μελλοντικοýς παιδαγωγοýς.
     Στη συγγραφÞ στρÝφεται μüνο μετÜ το 1930. Φαßνεται πως üλο τοýτο το διÜστημα του Þταν απαραßτητο να συγκεντρþσει τα εφüδια και την ωρßμανση, που αυτüς νüμιζε, για να μπορεß να εκφÝρει τον γραπτü λüγο με τον οποßο να Ýνιωθε ο ßδιος ικανοποιημÝνος. ¸τσι με τη πÜροδο των ετþν συνÝγραψε περß τα 50 βιβλßα, απ' αυτÜ που εýκολα θα μποροýσε κανεßς να τα χαρακτηρßσει παιδικÜ, μα ουσιαστικÜ δεν Þταν μüνον αυτü. Και φυσικÜ, με τη πÜροδο των ετþν ερχüντουσαν κι οι τιμÝς κι οι βραβεýσεις. ΜεταφρÜστηκε σε πολλÝς γλþσσες και καθιÝρωσε πολλÜ πρÜγματα στη παιδικÞ λογοτεχνßα, ενþ δεν Ýχασε αυτÞ τη φρεσκÜδα που τονε διακατεßχε, μÞτε ακüμα και στην ηλικßα των 70, λßγο πριν πεθÜνει.
     Στις 26 ΜÜρτη 1965, υπÝκυψε σε μια κρßση εμφρÜγματος κι Üφησε τοýτο τον κüσμο λιγþτερο. Σε πολλÝς οδοýς και λεωφüρους πλÝον υπÜρχει τ' üνομÜ του, στη γενÝτειρÜ του, καθþς επßσης και στο ΚολλÝγιο Thiviers.
_______________________________________

                                               Ο Βροντοφþνης

     Ζοýσε μια φορÜ κι Ýνα καιρü, στα παλιÜ, πολý παλιÜ χρüνια, Ýνας νεαρüς χωρικüς που τονε λÝγανε Βροντοφþνη, γιατß εßχε φωνÞ βροντερÞ κι üταν Üνοιγε το στüμα του να πει "ΚαλημÝρα", "ΚαλησπÝρα", θαρροýσες κι Ýπεφτε κεραυνüς! ¸τρεμε η γη, πηγαßναν να ξεριζωθοýνε τα δÝντρα και να γκρεμιστοýν οι καλýβες, τüσο βροντερÞ Þταν η φωνÞ του! Αλλ' αυτüς δε το 'ξερε, γιατß üλοι γýρω του μιλοýσανε το ßδιο βροντερÜ üπως κι εκεßνος. ¸τσι, θαρροýσε κανεßς πως σε κεßνο τον τüπο, üλο Üστραφτε και μπουμποýνιζε.
     Τα ζþα κι οι ανθρþποι κεßνου του τüπου, το βρßσκανε πολý φυσικü να μιλÜν Ýτσι βροντερÜ, γιατß το χωριü τους Þτανε βαθιÜ μÝσα στο πυκνü δÜσος και δεν Ýβλεπαν Üλλους ανθρþπους, οýτε Üλλα ζþα, προσÝξουνε πüσο διαφορετικÞ Þταν η φωνÞ τους.
     Το χωριü, μες στο πυκνü δÜσος, Þτανε πολý φτωχικü κι ο Βροντοφþνης εßχε πια βαρεθεß να τρþει üλο ξερü ψωμß και να πßνει νερü απü βαλτονÝρια που βρωμοýσαν. ΑποφÜσισε λοιπüν να φýγει απü το χωριü του και να πÜει σ' Üλλα μÝρη, μπας και βρει τßποτα καλýτερο να φÜει και να πιει.
     ΠερπÜτησε μÝρες πολλÝς, þσπου να βγει απü το πυκνü δÜσος και τÝλος Ýφτασε σ' Ýνα κÜμπο με σταροχþραφα. ¹ταν μεσημÝρι κι οι θεριστÜδες τρþγανε καθισμÝνοι στον ßσκιο ενüς δÝντρου. ΕπειδÞ δεν Þξερε που βρισκüταν, ο Φροντοφþνης τους ρþτησε:
 -"Καλοß μου Üνθρωποι, μου λÝτε σας παρακαλþ, τß τüπος εßναι αυτüς εδþ";
     Μüλις Üκουσαν εκεßνη τη βροντερÞ φωνÞ οι θεριστÜδες νομßσαν üτι πßσω απü το δÜσος ερχüτανε θýελλα που θα τους κατÝστρεφε τα θερισμÝνα στÜχυα. ΣηκωθÞκανε λοιπüν, αφÞνοντας το φαγητü τους στη μÝση, πÞρανε τις δικρÜνες τους και βιαστικοß αρχßσανε να κÜνουν σωροýς τα στÜχυα, για να τα σκεπÜσουν Ýπειτα με μουσαμÜδες, μη τους τα πÜρει η μπüρα. Ο Βροντοφþνης του κÜκου περßμενε μιαν απÜντησÞ τους. Τους ρþτησε μια-δυο φορÝς ακüμα, αλλÜ κεßνοι üσο ακοýγανε τη φωνÞ του, που 'μοιαζε με κεραυνü, τüσο βιαζüντανε πιüτερο να κÜνουνε σωροýς τα στÜχυα, για να μη τους τα καταστρÝψει η δυνατÞ βροχÞ. ΑναγκÜστηκε λοιπüν ο καημÝνος ο Βροντοφþνης να συνεχßσει το δρüμο του. Σε λßγο Ýφτασε σε μια περιοχÞ με λüφους και στη κορυφÞ ενüς απ' αυτοýς εßδε κÜποιο βοσκü που 'βοσκε τα πρüβατÜ του. Του φþναξε απü το δρüμο που βρισκüτανε:
 -"ΚαλÝ μου Üνθρωπε, μου λες σε παρακαλþ τß τüπος εßναι αυτüς εδþ";
     ¼ταν Üκουσε κεßνη τη φωνÞ που 'μοιαζε με μπουμπουνητü, ο βοσκüς νüμισε πως ξÝσπασεν η μπüρα πßσω απü τους λüφους κι Üρχισε να τρÝχει και να φωνÜζει σα τρελüς, για να συμμαζÝψει τα πρüβατÜ του και πßσω του Ýτρεχε κι ο σκýλος γαβγßζοντας. ¸τσι μπüρεσε και μÜζεψε γρÞγορα-γρÞγορα το κοπÜδι του και το γýρισε στη στÜνη. Κι üσο του φþναζεν ο Βροντοφþνης ρωτþντας τον να του πει πως λÝγανε κεßνο τον τüπο, τüσο κι ο βοσκüς Ýτρεχε πιο πολý, κυνηγþντας το κοπÜδι του για να προφτÜσει να το κλεßσει στη στÜνη, προτοý ξεσπÜσει η μπüρα. Κι ο καημÝνος ο Βροντοφþνης ξανÜμεινε μονÜχος στο δρüμο χωρßς να μπορÝσει να μÜθει σε ποιον τüπο βρισκüταν.
     ΑποφÜσισε λοιπüν να προχωρÞσει, αλλÜ τþρα δε συναντοýσεν Üνθρωπο πουθενÜ, γιατß η περιοχÞ Þταν Üγονη και φτωχικÞ. Δεν υπÞρχαν οýτε χωρÜφια καλλιεργημÝνα, οýτε στÜνες με πρüβατα, οýτε καλýβες. ΚατÜλαβε λοιπüν üτι σ' Ýνα τüπο τüσο φτωχικü δε θα 'βρισκε να φÜει οýτε καν το ξερüψωμο που 'τρωγε στο χωριü του, μες στο πυκνü το δÜσος. ΣκÝφτηκε τüτε πως το καλýτερο που 'χε να κÜνει Þταν να πÜει στη προωτεýουσα, εκεß που ζοýσε ο βασιλιÜς του τüπου, γιατß μüνον εκεß θα 'βρισκε καλü φαγητü, μια που οι βασιλιÜδες τρþνε απ' üλα και δε τους λεßπει τßποτα. ΣυνÝχισε λοιπüν τον δρüμο του και τÝλος Ýφτασε σε μια μικρÞ πολιτεßα που φαινüταν Þσυχη και νοικοκυρεμÝνη. Ρþτησε τüτε Ýνα περαστικü:
 -"Σας παρακαλþ κýριε, πÝστε μου ποιüς εßναι αυτüς ο τüπος";
     ¼ταν Üκουσε κεßνη τη βροντερÞ φωνÞ που 'μοιαζε μπουμπουνητü, ο διαβÜτης, üπως κι üλοι οι κÜτοικοι κεßνης της μικρÞς πολιτεßας, πßστεψε πως üπου να 'ναι θα ξεσπÜσει δυνατÞ μπüρα και τρÝξαν üλοι να κλειστοýνε στα σπßτια τους, οι μανÜβηδες βÜλανε βιαστικÜ τα λαχανικÜ τους μες στα μαγαζιÜ, οι εμπüροι κλειδþσανε τα καταστÞματÜ τους, οι νυκοκοιρÝς αμπαρþσανε πüρτες και παρÜθυρα κι ο νεωκüρος της εκκλησßας βÜλθηκε να χτυπÜ τη καμπÜνα σα τρελüς, για ν' ακοýσουν οι δουλευτÜδες και ν' αφÞσουνε τα χωρÜφια τους και τις δουλειÝς τους και να συμμαζευτοýνε στα σπßτια τους προτοý ξεσπÜσει η μπüρα και το χαλÜζι. Σε λßγο, üλοι οι δρüμοι εßχαν αδειÜσει, üλα τα σπßτια εßχανε κλειδωθεß κι ο καημÝνος ο Βροντοφþνης απÝμεινε και πÜλι ολομüναχος. Τοýτη τη φορÜ üμως κατÜλαβε πως οι Üνθρωποι φοβüντουσαν ακοýγοντας τη φωνÞ του, που 'μοιαζε μπουμπουνητü κι αποφÜσισε να μη ξαναβγÜλει λÝξη απü το στüμα του, μüνο να συνεννοεßται με γνεψßματα σα να 'ταν μουγκüς.
     ΣιγÜ-σιγÜ, καθþς προχωροýσε, κατÜφερε ακοýγοντας τους Üλλους να μιλÜνε χωρßς αυτüς να βγÜζει λÝξη απü το στüμα του, να μÜθει που Þταν η πρωτεýουσα κεßνου του τüπου. ¿σπου να φτÜσει üμως εκεß πÝρασε πολýς καιρüς κι ο Βροντοφþνης για να ζÞσει, αναγκÜστηκε να κÜνει üλων των ειδþν τις δουλειÝς: πüτε δοýλευε σκαφτιÜς, πüτε ακüνιζε μαχαßρια, πüτε κοýρευε σκυλιÜ. Παντοý üμως üπου πÞγαινε, Ýβλεπε τη δυστυχßα και τη πεßνα να βασιλεýουνε. Το ψωμß που του δßναν Þτανε πιο ξερü απü κεßνο που 'τρωγε στο χωριü του και το νερü δεν Þτανε καλýτερο.
     ΤÝλος, Ýφτασε στη πρωτεýουσα. Κεßνες τις μÝρες ο ΒασιλιÜς που 'τανε θυμωμÝνος γιατß Üκουγε απü παντοý πως ο λαüς του δυστυχοýσε, αποφÜσισε να συγκαλÝσει δþδεκα υπηκüους του, για να του ποýνε τß ακριβþς συνÝβαινε. ΕπειδÞ üμως δεν Þθελε να μÜθει την αλÞθεια -γιατß την Þξερε- αλλÜ Þθελε μüνο να δεßξει πως ενδιαφερüτανε για το λαü του, εßπε να του μαζÝψουνε δþδεκα ανθρþπους που να 'ναι κουφοß, μουγκοß Þ ψευδοß. Του 'χανε βρει μÝχρι τüτε τους Ýντεκα και üταν μÜθανε πως Ýφτασε στη πρωτεýουσα κι Ýνας ακüμα μουγκüς, ο Βροντοφþνης, τονε μαζÝψανε κι αυτüν. Ο ΒασιλιÜς διÝταξε:
 -"Αυτüς ακριβþς μου χρειÜζεται! Σ' üλο το βασßλειü μου, δεν υπÜρχει Üλλος μουγκüς. Να μου τονε φÝρουν αμÝσως".
     ΠÞγανε λοιπüν το Βροντοφþνη στο ΒασιλιÜ, που 'χε στο μεταξý μαζÝψει και τους Üλλους Ýντεκα κουφοýς και ψευδοýς για να κÜνουνε το Συμβοýλιο.
 -"Τþρα εßμαστε Ýτοιμοι και σε απαρτßα", τους εßπεν ο ΒασιλιÜς ξεκινþντας. "Ακοýστε γιατß σας μÜζεψα εδþ: ΘÝλω να μου πεßτε τη γνþμη σας, γιατß Üκουσα πως ο λαüς παραπονιÝται εναντßον μου. Καθþς ξÝρετε üλος ο κüσμος τρþει καλÜ..."
     Οι κουφοß που δεν ακοýγανε, τονε κοιτοýσανε στο στüμα για να καταλÜβουνε τß τους Ýλεγε, οι ψευδοß πÜλι, θÝλησαν να πουν "¼χι", αλλÜ το μüνο που μπορÝσανε να πουν Þταν:
 -"Ο... ο..."
     Ο Βροντοφþνης που Üκουσε τα λüγια του ΒασιλιÜ, πÞρε μια βαθιÜν ανÜσα.
 -"...¼λοι τρþνε και πßνουνε καλÜ..." συνÝχισεν ο ΒασιλιÜς.
     Οι κουφοß κουνοýσανε τα κεφÜλια τους. Ναι...; ¼χι...; δε ξÝρανε τι να ποýνε γιατß δεν εßχαν ακοýσει λÝξη απ' üσα εßχε πει ο ΒασιλιÜς. Οι ψευδοß πÜλι ξαναρχßσανε να λÝνε:
 -"Ο... ο..." χωρßς να μποροýνε να ποýνε σωστÜ "üχι". Ο δε Βροντοφþνης ξανανÜσανε βαθιÜ.
 -"...¼λοι λοιπüν τρþνε καλÜ, πßνουνε καλÜ, κοιμοýνται καλÜ..." συνÝχισεν απτüητος ο ΒασιλιÜς, μα ο Βροντοφþνης δε βÜσταξεν Üλλο:
 -"Αυτü δεν εßναι αλÞθεια!" εßπε.
     Η φωνÞ του, ßσως γιατß εßχε πολý καιρü να μιλÞσει, Þτανε πιο βροντερÞ απü κÜθε Üλλη φορÜ. Ακοýστηκε σαν "ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ" κι Þτανε τüσο δυνατÞ, þστε το παλÜτι γκρεμßστηκε και πλÜκωσε το ΒασιλιÜ και τους δþδεκα συμβοýλους του. ¼ταν κατακÜθισεν η σκüνη κι Ýτρεξαν οι Üνθρωποι στα χαλÜσματα, βρÞκανε το ΒασιλιÜ σκοτωμÝνο. Ο καημÝνος ο Βροντοφþνης ζοýσεν ακüμα, αλλÜ μüλις τονε τραβÞξαν απü τα πüδια για να τονε βγÜλουν απü τα χαλÜσματα, ξεψýχησε κι αυτüς.
 -"Αυτüς φταßει!" εßπαν üλοι. "Αν δε μιλοýσε τüσο δυνατÜ, το παλÜτι δε θα γκρεμιζüτανε κι ο ΒασιλιÜς μας θα ζοýσεν ακüμα..."
     Και κλÜψανε για το ΒασιλιÜ που τους Üφηνε νηστικοýς κι üχι για το Βροντοφþνη που 'ταν ο μüνος που τüλμησε να πει κατÜμουτρα στο ΒασιλιÜ πως δυστυχοýσαν...
_____________________________________

                                 Ο ΚολοκυθοκÝφαλος

     Εßχε πολλοýς ζητιÜνους το βασßλειο του Κικιρικικß, αλλÜ κανεßς δεν εßχε τüσα μαλλιÜ στο κεφÜλι του, τüσα γÝνια στο πρüσωπü του και τüσες τρßχες σ' üλο του το κορμß, üσο ο ΚολοκυθοκÝφαλος. Ο ΚολοκυθοκÝφαλος Þταν Ýνας καρεκλÜς που 'χε παρατÞσει τη τÝχνη του και δεν επιδιüρθωνε καρÝκλες, γιατß του Üρεσε πιüτερο να περνÜ τις þρες του στη ταβÝρνα πßνοντας κρασß, παρÜ να κÜθεται στο καλυβÜκι του και να πλÝκει ψαθιÜ για καρÝκλες. Και τþρα καθüτανε στη γωνιÜ του δρüμου ζητιανεýοντας και μüλις μÜζευε μερικÜ λεφτÜ, Ýτρεχε στη ταβÝρνα να πιει κρασß κι Ýπειτα ξαναγýριζε στη γωνιÜ του δρüμου και συνÝχιζε τη ζητιανιÜ κι οýτω καθ' εξÞς. ΜÜλιστα, απü το πολý κρασß, το πρüσωπü του εßχε γßνει κατακüκκινο κι εßχε πρηστεß τüσο πολý, þστε Ýμοιαζε με μια μεγÜλη κολοκýθα και γι' αυτü üλοι τονε φωνÜζανε ΚολοκυθοκÝφαλο.  ¼ταν τριγýριζε στους δρüμους ζητιανεýοντας, τραγουδοýσε παραπατþντας, γιατß τα πüδια του δε τονε βαστοýσανε καλÜ:

                                ¼ταν Þμουνα μικροýλης
                                 μ' Üρεσε το γαλατÜκι.
                                Τþρα που 'γινα μεγÜλος
                                 μου αρÝσει το κρασÜκι.

     Και μÝσα στο μεθýσι του, προσπαθοýσε κιüλας να χορÝψει κι Ýμοιαζε τüτε με κεßνες τις αρκοýδες που τις τριγυρνοýν οι γýφτοι στα χωριÜ και τις βÜζουν να χορÝψουν, χτυπþντας τους ρυθμικÜ το ντÝφι.
     ¸να βρÜδυ που ο ΚολοκυθοκÝφαλος εßχε πιει πολý κρασß και το πρüσωπü του εßχε κοκκινßσει περισσüτερο απü κÜθε Üλλη φορÜ, θÝλησε πÜλι να χορÝψει τραγουδþντας στη μÝση του δρüμου, αλλÜ Ýκαμε τüσο πολý φασαρßα þστε τον ακοýσανε κÜτι χωροφýλακες κι Þρθανε και τον Ýπιασαν. Στην αρχÞ θελÞσαν να τονε ξεμεθýσουνε ρßχνοντÜς του νερü με τους κουβÜδες, αλλÜ ο ΚολοκυθοκÝφαλος εßχε πιει περισσüτερο απü ποτÝ και δε ξεμεθοýσε με τßποτα. Τüτε οι χωροφýλακες του βγÜλανε τα μουσκεμÝνα κουρÝλια που φοροýσε, απü το κατÜβρεγμα, και τονε κλεßσαν ολüγυμνο στην υπüγεια φυλακÞ üπου δε θα κρýωνε, γιατß στο πÜτωμα εßχανε ρßξει αρκετÜ δεμÜτια σανü κι εκεß μÝσα τονε ξεχÜσανε.
     ΜÝσα σε κεßνο το υπüγειο κελß εκτüς απü τον ΚολοκυθοκÝφαλο και το σανü, υπÞρχε και μια ΑρÜχνη, που 'χε πλÝξει το δßχτυ της σε μια γωνιÜ. Η ΑρÜχνη συνÞθιζε ν' ανεβοκατεβαßνει πÜνω στο δßχτυ της κι üταν Ýφτανε κοντÜ στο πρüσωπο του ΚολοκυθοκÝφαλου, η ανÜσα του, που μýριζε κρασßλα, τη ζÝσταινε κι αυτü της Üρεσε, þσπου στο τÝλος Üρχισε κι αυτÞ να τρεκλßζει πÜνω στο δßχτυ της σα να 'ταν μεθυσμÝνη.
     Μες στο υπüγειο μüλο που 'χαν ρßξει σανü κÜτω Ýκανε κρýο κι ο ΚολοκυθοκÝφαλος που δε φοροýσε τßποτα το 'νιωθε πιο πολý. ΘυμÞθηκε λοιπüν üτι Þτανε καρεκλÜς, πως Þξερε να πλÝκει ψαθιÜ κι αποφÜσισε να πλÝξει μ' Üχυρο μια μπλοýζα για να μη κρυþνει.
     ¸να πρωß καθþς κατÝβαινε η ΑρÜχνη για να τονε παρακολουθÞσει στη δουλειÜ του, παραπÜτησε κι Ýκοψε Ýνα νÞμα απü τον ιστü της. ΣτεναχωρÞθηκε γιατß δε θα μποροýσε τþρα να ξανανεβεß, αλλÜ ο ΚολοκυθοκÝφαλος, που τη λυπÞθηκε, Ýπιασε τις δυο Üκρες του νÞματος και τις Ýδεσε μ' Ýνα πολý λεπτü κüμπο, τüσον επιδÝξια, þστε δε φαινüτανε πια που εßχε κοπεß.
 -"Εßσαι πολý επιδÝξιος", του εßπε η ΑρÜχνη, "γιατß λοιπüν πλÝκεις μπλοýζα με το σανü και δε τη πλÝκεις με ηλιαχτßδες";
 -"Μα... γßνεται;" ρþτησεν απορημÝνος ο ζητιÜνος.
 -"Δοκßμασε και θα δεις", τονε συμβοýλεψεν η ΑρÜχνη.
     Ο ΚολοκυθοκÝφαλος καιρü δεν Ýχασε, Üπλωσε το δÜχτυλü του κι Üρχισε να τυλßγει γýρω απ' αυτü την ηλιαχτßδα που 'μπαινε απü το φεγγßτη της φυλακÞς του μα üσο κι αν τýλιγε, η ηλιαχτßδα δε τελεßωνε, σÜμπως Ýξω απü το παρÜθυρο της φυλακÞς ο Þλιος να 'ταν Ýνα κουβÜρι χρυσü που ξετυλιγüταν εýκολα. Ηλιαχτßδα την ηλιαχτßδα, ο ζητιÜνος μÜζεψε τüσες πολλÝς, þστε αντß να φτιÜξει μια μπλοýζα üπως λογÜριαζε, μπüρεσε κι Ýφτιασε Ýνα μακρý πανωφüρι, που τονε σκÝπαζεν ολÜκερο. Φαινüταν ολüγυμνος γιατß το παλτü που τονε σκÝπαζε εßχε το χρþμα της ηλιαχτßδας κι Ýλαμπε, αλλÜ τονε ζÝσταινε üπως δε θα τονε ζÝσταινε καμμιÜ μÜλλινη μπλοýζα.
 -"Κüψε τþρα την ηλιαχτßδα", συμβοýλεψεν η ΑρÜχνη, "γιατß αλλιþς, üταν ο Þλιος βασιλÝψει, θα τραβÞξει τις αχτßδες του και θα σου ξηλþσει το παλτü".
-"Δßκιο Ýχεις", παραδÝχτηκε ο ΚολοκυθοκÝφαλος, κι Ýκοψε αμÝσως την ηλιαχτßδα εκεß που 'χε τελειþσει τη πλÝξη του. ΑμÝσως η κομμÝνη ηλιαχτßδα αποτραβÞχτηκε μες απü το παρÜθυρο της φυλακÞς, γιατß πια εßχε βραδυÜσει, και χÜθηκε στον ουρανü.
 -"Κοßταξε πως λÜμπει το παλτü σου μες στη νýχτα", του εßπεν η ΑρÜχνη. "¼ταν θα 'ναι μÝρα, δε θα φαßνεται καθüλου, αλλÜ τη νýχτα θα λαμποκοπÜ σα χρυσÜφι. Και θα γßνεις βασιλιÜς, Üκουσε μÝνα που στο λÝω. 'Αλλωστε τß εßναι ο βασιλιÜς; ¸νας Üνθρωπος που φορÜ τη πιο φανταχτερÞ στολÞ μες σ' üλο το βασßλειο. Απü δω και πÝρα üμως, τη πιο φανταχτερÞ στολÞ θα τη φορÜς εσý. 'Ακουσε τþρα τι θα κÜνεις: Μüλις πετÜξει η πρþτη νυχτερßδα, βγες απ' αυτÞ τη φυλακÞ, πÞγαινε στη πρωτεýουσα, ανÝβα στο θρüνο και γßνου συ βασιλιÜς. Φρüντισε üμως ν' αλλÜξεις το παλτü που 'πλεξες με τις ηλιαχτßδες, με μια φανταχτερÞ στολÞ του βασιλιÜ. Θ' αλλÜξεις προτοý ξυπνÞσουνε τα πουλιÜ και κελαδÞσουν. ΑλλÜ για να τα πετýχεις αυτÜ, πρÝπει να μη πιεις οýτε μια σταγüνα κρασß üλη τη νýχτα".
 -"Σου τ' ορκßζομαι πως θα κÜμω ü,τι με συμβοýλεψες", της υποσχÝθηκεν ο ΚολοκυθοκÝφαλος. "Σου τ' ορκßζομαι σ' üλες τις καρÝκλες που 'χω επιδιορθþσει ως τþρα και σ' üλες τις καρÝκλες που θα επιδιορθþσω þσπου να πεθÜνω". Γιατß καθþς Þτανε ΚολοκυθοκÝφαλος, δε μποροýσε να καταλÜβει πως μια και θα γινüτανε βασιλιÜς δε θα 'χε πια καμμιÜν ανÜγκη να επιδιορθþνει καρÝκλες για να μπορεß να ζει.
     Στο αναμεταξý εßχε νυχτþσει για καλÜ, αλλÜ η φυλακÞ φωτιζüταν απü το παλτü του ΚολοκυθοκÝφαλου, που 'λαμπε σαν Þλιος μες στο σκοτÜδι. Οι χωροφýλακες που φυλÜγαν Ýξω απü τη πüρτα της φυλακÞς, εßδαν να βγαßνει φως απü τη χαραμÜδα και παραξενευτÞκανε. Ξεκλειδþσανε γρÞγορα-γρÞγορα τη πüρτα, την ανοßξανε κι üταν αντικρýσανε τον ΚολοκυθοκÝφαλο να λÜμπει σαν τον Þλιο, τα χÜσανε και γονατßσανε φωνÜζοντας:
 -"ΖÞτω ο ΒασιλιÜς"!
     Δεν Ýχασε την ευκαιρßα τüτε ο ΚολοκυθοκÝφαλος, μια που η πüρτα της φυλακÞς του Þταν ανοιχτÞ κι οι χωροφýλακες πεσμÝνοι στα γüνατα μπρος του, προτßμησε να φýγει.
     ¸ξω Þταν νýχτα βαριÜ. ¼λος ο κüσμος κοιμüταν. Οι Üνθρωποι στα σπßτια τους, οι κüτες στα κοτÝτσια τους, οι βατρÜχοι στα χαντÜκια τους, αλλÜ το παλτü του ΚολοκυθοκÝφαλου σκορποýσε τÝτοια λÜμψη που τα κοκüρια, νομßζοντας πως βγÞκεν ο Þλιος, αρχßσαν να φωνÜζουν απü κοτÝτσι σε κοτÝτσι:
 -"Κικιρßκουουου..." και φωνÜζανε τüσο δυνατÜ üλα τα κοκüρια στις αυλÝς, στα κοτÝτσια, στους κÞπους, þστε üλος ο κüσμος ξýπνησε κι οι Üνθρωποι Þτανε κατατρομαγμÝνοι, γιατß νομßζαν üτι γινüτανε σεισμüς, επειδÞ κÜθε φορÜ που 'ναι να γßνει σεισμüς τα κοκüρια χαλÜνε τον κüσμο με τα "κικιρßκου" τους.
     Στο αναμεταξý ο ΚολοκυθοκÝφαλος προχωροýσε απü χωριü σε χωριü και παντοý τα κοκüρια λαλοýσανε μες στη νýχτα, σα να 'χε ξημερþσει. ΤÝλος Ýφτασε σε μια μεγÜλη πολιτεßα κι εκεß τα κοκüρια ξεσηκωθÞκανε κι αρχßσανε να λαλοýνε "κικιρßκου..."
τüσο δυνατÜ, που οι Üνθρωποι τρομαγμÝνοι βγÞκαν Ýξω κι αντικρýσαν Ýναν Üνθρωπο να περνÜ στο δρüμο, λÜμποντας σαν τον Þλιο.
 -"Ο ΒασιλιÜς!" φωνÜξανε. "Εßναι ο ΒασιλιÜς! ΖÞτω ο ΒασιλιÜς!" γιατß ποιüς Üλλος εκτüς του βασιλιÜ θα μποροýσε να φορÜ μια τüσο λαμπερÞ στολÞ;
     Σε λßγην þρα ο ΚολοκυθοκÝφαλος βρÝθηκε κυκλωμÝνος απü Ýνα πυκνü πλÞθος, που τονε χαιρετοýσε, τονε ζητωκραýγαζε κι üλα τα κεφÜλια σκýβανε μπρος του, γιατß κανÝνας δε μποροýσε να τον αντικρýσει, τüσο πολý τους θÜμπωνε η στολÞ του.
 -"Ναι φßλοι μου, εßμαι ο ΒασιλιÜς σας", εßπε τüτε ο ΚολοκυθοκÝφαλος. "Μερικοß κακοß ανθρþποι με διþξαν απü το παλÜτι μου κι αποφÜσισα να βγω στους δρüμους για να συγκεντρþσω τους πιστοýς μου υπηκüους, να με βοηθÞσουν να ξανανεβþ στο θρüνο μου".
 -"ΘÜνατος στους προδüτες!" φþναξε τüτε το πλÞθος κι üλοι οι Üντρες τρÝξανε στα σπßτια τους για ν' αρματωθοýνε και να υποστηρßξουνε το ΒασιλιÜ τους να ξανανÝβει στο θρüνο του. ΦÝρανε μÜλιστα κι Ýνα Üλογο σελωμÝνο κι ο ΚολοκυθοκÝφαλος το καβÜλησε και μπÞκε μπρος. Εßχανε μαζευτεß καμμιÜ δεκαριÜ χιλιÜδες Üντρες αρματωμÝνοι, ολÜκερος στρατüς δηλαδÞ.
 -"Εμπρüς!" φþναξε δυνατÜ ο ΚολοκυθοκÝφαλος κι üλος εκεßνος ο στρατüς ξεκßνησε ακολουθþντας τον ΒασιλιÜ του, που πÞγαινε μπρος καβÜλα στ' Üλογο φωτßζοντÜς τους το δρüμο με τη λαμπερÞ στολÞ του σα να 'ταν μÝρα-μεσημÝρι κι ας Þταν ακüμα μεσÜνυχτα.
     Απ' üπου περνοýσανε κι Üλλοι ανθρþποι παßρνανε τα üπλα τους και τρÝχαν να ενωθοýν με το στρατü του ΒασιλιÜ, που πÞγαινε να ξαναπÜρει το θρüνο του κι ο ΚολοκυθοκÝφαλος προχωροýσε μπρος καμαρωτüς-καμαρωτüς, λαμποκοπþντας πÜνω στ' Üλογü του, αλλÜ δεν Þτανε καθüλου ευχαριστημÝνος, μüλο που πßσω του üλες εκεßνες οι χιλιÜδες Üνθρωποι τονε ζητωκραýγαζαν. Και δεν Þταν ευχαριστημÝνος γιατß εßχεν αρχßσει και διψοýσε... Διψοýσε πλÝον τρομερÜ και το μαρτýριü του χειροτÝρευε κÜθε φορÜ που περνοýσανε κοντÜ απü ταβÝρνα. Αχ πüσο θα 'θελε να σταματÞσει τ' Üλογü του, να ξεπεζÝψει και να πιει μερικÜ ποτÞρια κρασß, που θα του κüβαν αμÝσως τη δßψα! Θα 'τανε πρüθυμος να χαρßσει το μισü του βασßλειο για μια μποτßλια δροσερü κρασß. Θυμüταν üμως εκεßνο που του 'χε πει η ΑρÜχνη και προχωροýσε χωρßς να σταματÜ. Προχþρησε Ýτσι Ýνδοξος και διψασμÝνος, προσπερνþντας πÜνω απü διακüσιες ταβÝρνες χωρßς να σταματÞσει σε καμμιÜ.
   "Δε θα το πßστευα κι εγþ ο ßδιος, πως θα μποροýσα να κρατηθþ τüσο πολý και να μη πιω κρασß" εßπε μÝσα του.
     ΤÝλος, üλος εκεßνος ο στρατüς με τον ΚολοκυθοκÝφαλο μπροστÜ, Ýφτασε στα πρüθυρα της πρωτεýουσας, την þρα που κüντευε να ξημερþσει. Ο ΚολοκυθοκÝφαλος, καβÜλα πÜντα στ' Üλογο, μπÞκε απü μια πýλη μες στη πρωτεýουσα, τη στιγμÞ ακριβþς που ο αληθινüς βασιλιÜς Ýβγαινε απü μιαν Üλλη. Ο καημÝνος ο βασιλιÜς ο πραγματικüς, εßχεν αγουροξυπνÞσει ακοýγοντας üλα κεßνα τα "κικιρßκου" κι üλες εκεßνες τις ζητωκραυγÝς κι üταν Ýμαθε πως ολÜκερος στρατüς ερχüταν εναντßον του, το 'σκασε με τα νυχτικÜ του üπως Þταν και μαζß του το σκÜσανε κι üλοι οι αυλικοß του, κι αυτοß με τα νυχτικÜ τους.
     Το παλÜτι Ýμεινεν αδειανü. Ο ΚολοκυθοκÝφαλος Þτανε τþρα λεýτερος να μπει μÝσα, να φορÝσει μια βασιλικÞ στολÞ, να βÜλει στο κεφÜλι του το στÝμμα και να καθßσει στο θρüνο σα βασιλιÜς. ¹τανε καιρüς, γιατß κüντευε πια να ξημερþσει κι ο πρþτος κορυδαλλüς χτυποýσε τα φτερÜ του, για ν' ανÝβει ψηλÜ στον ουρανü. ΚατÝβηκε λοιπüν απü το Üλογü του μπρος στο μεγÜλο κι Ýρημο πια παλÜτι. Η γλþσσα του εßχε τüσο πολý στεγνþσει απü τη δßψα, þστε δε μποροýσε να μιλÞσει. ¸γνεψε μüνο να τον αφÞσουν να μπει μονÜχος μες στο παλÜτι. ¼ταν βρÝθηκε στα βασιλικÜ διαμερßσματα σκÝφτηκε για μια στιγμÞ να κατÝβει στην αποθÞκη για να βρει καμμιÜ μποτßλια καλü κρασß, αλλÜ θυμÞθηκε τß του 'χε πει η ΑρÜχνη και συγκρατÞθηκε. ΠÝρασε μπρος απü τις κουζßνες και πÜλι σκÝφτηκε πως εκεß θα υπÞρχε δροσερü κρασÜκι μα συγκρατÞθηκεν ακüμα μια φορÜ.
  "Εßναι η τελευταßα φορÜ που διψþ" εßπε μÝσα του. "Ας τελειþνουμε πρþτα με τα πιο βιαστικÜ και μετÜ θα 'χω καιρü να πßνω üσο θÝλω".
     Με τα πολλÜ, Ýφτασε σ' Ýνα μεγÜλο δωμÜτιο με ντουλÜπες, που Þτανε κρεμασμÝνες οι στολÝς του βασιλιÜ. ΠοιÜ να διαλÝξει üμως; Τη γαλÜζια; Τη πρÜσινη; Τη κüκκινη; Για λßγες στιγμÝς Ýμεινε αναποφÜσιστος. Στο τÝλος διÜλεξε μια στολÞ ναυÜρχου. Καθþς üμως την Ýπιασε, Ýνιωσε κÜτι σκληρü: Þταν μια μποτßλια ροýμι, που ο βασιλιÜς συνÞθιζε να πßνει üταν ανÝβαινε σε καρÜβι, γιατß τον Ýπιανε η θÜλασσα. Τþρα πια ο ΚολοκυθοκÝφαλος δε κρατÞθηκε, σÞκωσε τη μποτιλßτσα και την Üδειασε μονοροýφι.
     ΑμÝσως τα μÜγουλÜ του γßνανε κατακüκκινα, η μýτη του μελιτζανιÜ και ξεχνþντας τις συμβουλÝς που του 'χε δþσει η ΑρÜχνη, Üρχισε να χοροπηδÜ τραγουδþντας:

                                 ¼ταν Þμουνα μικροýλης
                                 μ' Üρεσε το γαλατÜκι.
                                Τþρα που 'γινα μεγÜλος
                                 μου αρÝσει το κρασÜκι.

    
  Στο αναμεταξý, Ýξω απü το παλÜτι ο λαüς που 'χε συγκεντρωθεß, εξακολουθοýσε να ζητωκραυγÜζει και να ζητÜ να δει το ΒασιλιÜ του.

 -"ΚαλÜ, καλÜ..." μουρμοýρισεν ο ΚολοκυθοκÝφαλος, "μη κÜνετε Ýτσι... Θα βγω στο μπαλκüνι να σας βγÜλω λüγο..." Και βγÞκεν αποφαστικÜ στο μεγÜλο μπαλκüνι του παλατιοý, την þρα που η αυγÞ ρüδιζε στον ορßζοντα. Το παλτü του απü τις ηλιαχτßδες, που το 'χε ρßξει στους þμους του, Ýλαμπεν ακüμα. Κι οι κÜτοικοι της πρωτεýουσας, που 'χανε συγκεντρωθεß στη πλατεßα, εßδανε το ΒασιλιÜ τους να χοροπηδÜ πÜνω στο μπαλκüνι και τον Üκουσαν να τραγουδÜ:

                                 Χτες που Ýπινα νερü
                                 εκατÜπια βÜτραχü.
                                 ¸πινα νερü απ' τη βρýση
                                 τη φωτιÜ μου να μου σβÞσει.
                                 Αýριο μüνο γαλατÜκι
                                 σα να Þμουνα παιδÜκι.
                                 ΣÞμερα üμως Þπια ροýμι
                                 κι εßμαι τþρα μια χαρÜ
                                 κι εσεßς χαßρεστε π' ακοýτε
                                 μεθυσμÝνο ΒασιλιÜ...

     ΑλλÜ τη στιγμÞ κεßνη, πρüβαλε ο Þλιος και στις φωτεινÝς του ακτßνες, Ýσβησε η λÜμψη που 'βγαινε ως τüτε απü το παλτü που φοροýσε ο ΚολοκυθοκÝφαλος κι οι υπÞκοοß του εßδανε πως πÜνω στο μεγÜλο μπαλκüνι του παλατιοý βρισκüταν Ýνας ζητιÜνος, που τραγουδοýσε μεθυσμÝνος...
___________________________________________

                              Το ΔÝντρο Των ΚρεμασμÝνων

    
ΑυτÞ εßναι η ιστορßα του ΑγριοβασιλιÜ, που βασßλευε δω και πολλÜ χρüνια στο Αγριοβασßλειο. Ο ΑγριοβασιλιÜς, βρισκüτανε πÜντα σε πüλεμο με τα γειτονικÜ του βασßλεια και στο Αγριοβασßλειü του Üλλο δεν Üκουγες παρÜ χλιμιντρßσματα αλüγων και βρüντους αρμÜτων. ΚÜθε τüσο, ο Þλιος σκεπαζüταν απü πυκνÜ σýννεφα καπνοý. ¹τανε τα χωριÜ κι οι πολιτεßες των γειτονικþν βασιλεßων που τους βÜζανε φωτιÜ οι στρατιþτες του ΑγριοβασιλιÜ και συχνÜκις τους Ýβλεπες να σÝρνουνε τους φτωχοýς κατοßκους των, που τους εßχανε πιÜσει αιχμÜλωτους στη μÜχη. Οι χωρικοß του Αγριοβασιλεßου που βλÝπαν αυτÝς τις θλιβερÝς συνοδειÝς να περνÜνε, τρÝμαν απü το φüβο τους και κρýβονταν στα σπιτÜκια τους για να μη δοýνε το τÝλος. Γιατß το τÝλος το ξÝρανε: οι στρατιþτες του ΑγριοβασιλιÜ πηγαßναν üλους εκεßνους τους δεμÝνους αιχμαλþτους στο ΔÝντρο Των ΚρεμασμÝνων.

     Το ΔÝντρο Των ΚρεμασμÝνων Þτανε μια πανýψηλη γÝρικη αγριοκαστανιÜ, που ο κορμüς της Þτανε κουφαλιασμÝνος, αλλ' οι ρßζες της απλþνονταν βαθιÜ μες στο χþμα. Υψωνüταν ολομüναχη πÜνω στη κορφÞ ενüς λüφου και στα κλαδιÜ της ο ΑγριοβασιλιÜς κρεμοýσε τους δýστυχους αιχμαλþτους που 'πιανε στον πüλεμο. Αν ο αιχμÜλωτος τýχαινε να 'ναι κανÜς πρßγκηπας, ο ΑγριοβασιλιÜς του 'λεγεν ειρωνικÜ:
 -"ΞÜδελφÝ μου, θα σε κÜνω Δεσπüτη στα χωρÜφια. Απü κει πÜνω που θα 'σαι θα βλογÜς τους χωριÜτες με τα πüδια σου". Κι αν Þταν ανθρωπÜκος του λαοý, του 'λεγε:
 -"Θα σε κÜμω βοσκü, να φυλÜς τα πρüβατα πÜνω στο φεγγÜρι".
     Τα βρÜδια μετÜ απü μÜχη, το δÝντρο γÝμιζε απü κρεμασμÝνους κι ο ΔιÜβολος που το 'ξερε, Ýτρεχε κει πÝρα και τ' Üλλο πρωß στα κλαδιÜ της αγριοκαστανιÜς δεν υπÞρχανε παρÜ μüνον οι θηλειÝς. Ο ΔιÜβολος εßχε πÜρει üλους τους κρεμασμÝνους. Αυτü πιστεýαν üλοι οι Üνθρωποι που ζοýσανε στο Αγριοβασßλειο κι αυτü πßστευε κι ο ßδιος ο ΑγριοβασιλιÜς.
     Η αλÞθεια üμως Þταν Üλλη: το ΔÝντρο Των ΚρεμασμÝνων δεν εßχε καμμιÜ σχÝση με τον ΔιÜβολο. Η γÝρικη αγριοκαστανιÜ Þτανε το πιο καλü δÝντρο που υπÞρχε στον κüσμο. ΑμÝσως μüλις οι στρατιþτες του ΑγριοβασιλιÜ κρεμοýσανε τους αιχμαλþτους τους και φεýγανε για να γυρßσουνε στις στρατþνες τους, η αγριοκαστανιÜ χαμÞλωνε τα κλαδιÜ της κι ακουμποýσε προσεκτικÜ τους κρεμασμÝνους πÜνω στη χλüη. ΣιγÜ-σιγÜ τüτε, οι δýστυχοι κεßνοι ανασαßνανε και πÜλι μια που δε τους Ýσφιγγε πια η θηλειÜ στο λαιμü και τÝλος, συνÝρχονταν εντελþς. ¸πειτα, βλÝποντας πως εßχανε γλυτþσει απü το θÜνατο, τη βγÜζαν απü το λαιμü τους και τρÝχανε να φýγουνε μες στο σκοτÜδι της νýχτας, χωρßς να σκεφτοýν να ευχαριστÞσουνε τη γÝρικη αγριοκαστανιÜ που τους εßχε γλυτþσει. Κι üταν γυρßζανε στα σπßτια τους δε λÝγανε τßποτε κι αφÞνανε τον κüσμο να πιστεýει πως τους εßχε πÜρει ο ΔιÜβολος και γι' αυτü εßχαν εξαφανιστεß απü τις κρεμÜλες τους.
     Ο ΑγριοβασιλιÜς μÜλιστα, νüμιζε πως το ΔιÜβολο τονε βοηθοýσανε και τα κορÜκια γι' αυτü κÜθε φορÜ που γýριζε απü κÜποια μÜχη, φþναζε στα κορÜκια που πετοýσανε σα σýννεφο πÜνω απü το κεφÜλι του:
 -"ΚορÜκια, πηγαßντε στο ΔÝντρο Των ΚρεμασμÝνων, üπου σας ετοßμασα πλοýσιο δεßπνο". Τα κορÜκια πετοýσανε τüτε üλα μαζι πÜνω απü την αγριοκαστανιÜ, κÜνοντας γýρους και κρþζοντας με θυμü, γιατß στα κλαδιÜ του, δε βρßσκανε παρÜ ÜδειανÝς θηλειÝς κι Þτανε θυμωμÝνα με τον ΑγριοβασιλιÜ γιατß νομßζανε πως τα κορüιδευε.
     ¸να βρÜδυ λοιπüν, που ο ΑγριοβασιλιÜς περνοýσεν ολομüναχος απü Ýνα ερημικü μÝρος, καβÜλλα στ' Üλογü του, τα κορÜκια που τον εßδανε, πÝσανε πÜνω του κι αρχßσανε να τονε τσιμποýν. Δε θα γλýτωνε κεßνη τη φορÜ αν δε τýχαινε να βρßσκεται κοντÜ στο ΔÝντρο Των ΚρεμασμÝνων. ΠαρÜτησε λοιπüν το σκοτωμÝνο Üλογü του για να το φÜνε κι αυτüς Ýτρεξε καταματωμÝνος απü τα τσιμπÞματα και χþθηκε μες στη κουφÜλα της αγριοκαστανιÜς.
     ¼ταν βρÝθηκε κει μÝσα και δε κινδýνευε πια, σωριÜστηκεν αναßσθητος στο χþμα. Τα κορÜκια που δε ξÝρανε που 'χε κρυφτεß, δε ψÜξανε να τονε βροýνε, παρÜ μüνο αρχßσανε να τρþνε το σκοτωμÝνο Üλογο. Το ΔÝντρο δε, üταν κατÜλαβε πως ο ΑγριοβασιλιÜς ξαναβρÞκε τις αισθÞσεις του, μουρμοýρισε:
 -"ΚÜθισε Þσυχος! Μη κουνιÝσαι... Τα κορÜκια βρßσκονται ακüμα δω κοντÜ... Αν καταλÜβουνε πως κρýφτηκες στη κουφÜλα μου θα μεßνουν απ' Ýξω παραμονεýοντας þσπου να πεθÜνεις απü τη πεßνα και τη δßψα. ¼ταν τελειþσουν με τ' Üλογü σου που τρþνε, θα φýγουνε. Μεßνε Þσυχος και κÜμε υπομονÞ... Στο μεταξý θα σου γιατρÝψω τις πληγÝς με το χυμü μου".
 -"Μα πþς, ΔÝντρο Των ΚρεμασμÝνων, εσý με λυπÜσαι;" ρþτησε παραξενεμÝνος ο ΑγριοβασιλιÜς. Γιατß νüμιζε πως το ΔÝντρο θα του φερüτανε σα δÞμιος και θα τον Ýπνιγε με τα κλαδιÜ του κι Ýπειτα θα τονε παρÜδινε στον ΔιÜβολο.
 -"Και γιατß θα φερνüμουνα σε σÝνα διαφορετικÜ απü τους κρεμασμÝνους σου;" ψιθýρισεν η γÝρικη αγριοκαστανιÜ. "¼ταν οι στρατιþτες σου απομακρýνονται, χαμηλþνω τα κλαδιÜ μου κι οι κατÜδικοι βγÜζουνε τη θηλειÜ απü το λαιμü τους και φεýγουν..."
     Κι Ýτσι Ýμαθεν ο ΑγριοβασιλιÜς πως η γÝρικη αγριοκαστανιÜ Þταν Ýνα δÝντρο γεμÜτο καλωσýνη. "ΠρÝπει να βρω Üλλο δÝντρο για κρεμÜλα" σκÝφτηκε.
     ¼σο μιλοýσαν üμως, ο χυμüς του δÝντρου Ýμπαινε σιγÜ-σιγÜ μες στις φλÝβες του ΑγριοβασιλιÜ ενþ παρÜλληλα, το δικü του Üρχισε να κυλÜ στον κορμü και στα κλαδιÜ του. Στο μεταξý, τα κορÜκια Ýχοντας φÜει το σκοτωμÝνο Üλογο, χορτÜτα πια, πετÜξανε και φýγανε μακριÜ. ¸τσι ο ΑγριοβασιλιÜς μπüρεσε και βγÞκε απü τη κουφÜλα της γÝρικης αγριοκαστανιÜς που 'χε κρυφτεß κι απομακρýνθηκε σκεφτικüς, χωρßς να πει Ýνα καλü λüγο στο ΔÝντρο που τον εßχε σþσει.
     Αυτü που Ýγινε μετÜ üμως παραξÝνεψε üλο τον κüσμο: απü κεßνη τη μÝρα ο ΑγριοβασιλιÜς Ýγινε Üλλος Üνθρωπος. ¼σο αγαποýσε πριν τον πüλεμο, τüσο τονε σιχαινüτανε τþρα. ¼σο πριν Þτανε σκληρüκαρδος, τüσο τþρα δειχνüτανε πονüψυχος. ¼λο για ΕιρÞνη μιλοýσε και δεν Þξερε πως üλα τοýτα, τα üφειλε στο χυμü του ΔÝντρου που κυλοýσε μες στις φλÝβες του.
     Στο μεταξý, οι εχτροß του καταλÜβανε πως εßχεν αλλÜξει κι αποφασßσανε να του ριχτοýν üλοι μαζß, τþρα που δεν εßχεν üρεξη για πüλεμο, üπως πριν. ¸γινε λοιπüν μια μεγÜλη μÜχη, ο ΑγριοβασιλιÜς νικÞθηκε και πιÜστηκεν αιχμÜλωτος.
 -"Ας γßνει τþρα κι αυτüς Δεσπüτης των χωραφιþν", εßπαν οι εχτροß του. "Ας τονε κρεμÜσουμε στο ΔÝντρο του, κει που κρεμοýσε τους ανθρþπους μας, üταν πÝφτανε στα χÝρια του" και τονε πÞγανε δεμÝνο στο ΔÝντρο Των ΚρεμασμÝνων.
     Ο ΑγριοβασιλιÜς χαμογελοýσε, την þρα που του περνοýσανε τη θηλειÜ στο λαιμü. ¹ξερε πως μüλις οι εχτροß του απομακρýνονταν, η καλÞ γÝρικη αγριοκαστανιÜ θα χαμÞλωνε τα κλαδιÜ της και θα τον Üφηνε να φýγει.
     Εκεßνο που δεν Þξερε ο ΑγριοβασιλιÜς Þτανε πως και το ΔÝντρο εßχεν αλλÜξει, üπως εßχεν αλλÜξει κι αυτüς. Με το αßμα του, που κυλοýσε μαζß με το χυμü του μες στον κορμü και στα κλαδιÜ του, εßχε γßνει αυτü σκληρüκαρδο, üπως Þτανε πριν ο ΑγριοβασιλιÜς.
     ΚρεμÜσανε τον ΑγριοβασιλιÜ οι εχτροß του απü το κλαδß της γÝρικης αγριοκαστανιÜς κι Ýπειτα φýγανε. Τüτε, το ΔÝντρο Των ΚρεμασμÝνων, αντß να χαμηλþσει το κλαδß του απ' üπου κρεμüταν ο ΑγριοβασιλιÜς, το σÞκωσε τüσο ψηλÜ, þστε Ýφτασε σ' Ýνα αστÝρι. Κι εκεß, ακüμα και σÞμερα, κρÝμεται ο σκληρüκαρδος ΑγριοβασιλιÜς.
     ΑλλÜ για να τονε δει κανεßς, χρειÜζεται Ýνα μεγÜλο τηλεσκüπιο...
______________________________________

                                Το Πετοýμενο ΧωρÜφι

     ¸νας χωρικüς üργωνε το χωρÜφι του κι Þθελε να το φυτÝψει λÜχανα. Εßχε φτιÜξει μÜλιστα κι Ýνα ΣκιÜχτρο για να διþχνει τα πουλιÜ και να μη του πειρÜζουνε το σπüρο. Το ΣκιÜχτρο που 'μοιαζε μ' Üνθρωπο, το 'χε φτιÜξει με δυο σταυρωτÝς σανßδες που τις εßχε ντýσει με κÜτι παλιüρουχα, παραγεμισμÝνα μ' Üχυρα. ¸στησε το ΣκιÜχτρο σε μιαν Üκρη του χωραφιοý κι αυτüς πÞρε ν' ανοßξει ακüμα μερικÜ αυλÜκια με τ' αλÝτρι του και για να μη του πÝσει ο σπüρος την þρα που üργωνε, τον Ýβαλε μες στη τσÝπη του παλιοý σακακιοý, που 'χε φορÝσει στο ΣκιÜχτρο.

     ΞαφνικÜ κει που üργωνε, ο ουρανüς σκοτεßνιασε κι Ýπειτα σηκþθηκεν Üνεμος δυνατüς. Ο χωρικüς ßσα που πρüκαμε να σπρþξει τα βüδια του, που σÝρνανε τ' αλÝτρι, μÝσα σ' Ýνα χαντÜκι για να προφυλαχτοýν απü τον Üνεμο, που 'τανε τüσο δυνατüς, þστε γκρÝμισε τα δÝντρα, Üρπαξε τις στÝγες των σπιτιþν και σÞκωσε το χþμα, κεßνο το παχý χþμα που 'χε τüσο πολý κοπιÜσει ο χωρικüς για να τ' οργþσει. Μαζß με το χþμα, σÞκωσε και το ΣκιÜχτρο και το πÞρε μαζß του.
     Το καημÝνο το ΣκιÜχτρο φοβÞθηκε, καθþς ο Üνεμος το 'σερνε μαζß του, μεταξý ουρανοýς και γης. Αλλ' ο Üνεμος στο τÝλος κουρÜστηκε κι Üφησε να πÝσουνε καταγÞς, πολý μακριÜ απü κει που τα 'χε πÜρει, το χþμα το παχý και το ΣκιÜχτρο. Κι εκεß που 'πεσε το το χþμα, Þταν Ýνας ξερüτοπος, üπου ποτÝ ως τüτε δε φýτρωνε τßποτα.
     Το ΣκιÜχτρο, üταν βρÝθηκε üρθιο καταγÞς κι εßδε το χþμα το παχý γýρω του, θυμÞθηκε πως εßχε στη τσÝπη του σακακιοý του το σακουλÜκι με το σπüρο που 'χε βÜλει κει ο χωρικüς. "Τþρα που 'χω Ýνα χωρÜφι δικü μου γιατß να μη το σπεßρω, üπως Ýκανε και τ' αφεντικü μου" σκÝφτηκε και πηδþντας πÜνω στο ξýλινο ποδÜρι του, Ýσπειρε σιγÜ-σιγÜ, üλο το χωρÜφι.
     Σε λßγο καιρü τα λÜχανα φυτρþσανε κι αρχßσανε να μεγαλþνουν, να μεγαλþνουν και να γßνονται ολοστρüγγυλα. Το ΣκιÜχτρο τα 'βλεπε και τα καμÜρωνε. Τα μÜζεψε üταν Þρθεν ο καιρüς τους, Ýβγαλε το σπüρο και τα σþριασε σε γωνιÜ του χωραφιοý. ΦυσικÜ κανεßς δεν Þρθε να τ' αγορÜσει, γιατß το μÝρος εκεßνο Þταν ερημικü και ξερüτοπος ως τüτε, αλλÜ το ΣκιÜχτρο δε στεναχωρÞθηκε διüλου, γιατß δεν εßχε κανÝν Ýξοδο και δεν ενδιαφερüταν αν θα τα πουλοýσεν Þ üχι.
     Το δεýτερο χρüνο ξανÜσπειρε το χωρÜφι του, αφοý πρþτα το 'σκαψε üσο μποροýσε καλýτερα με το ξýλινο ποδÜρι του. Και πÜλι φυτρþσανε τα λÜχανα, αλλ' üχι τüσον üμορφα και τüσο μεγÜλα, üσο τη πρþτη χρονιÜ. Το ΣκιÜχτρο üμως δεν ενδιαφερüταν αν τα λÜχανα Þτανε μεγÜλα Þ μικρÜ. Αυτü περνοýσε τον καιρü του μια που δεν εßχε τßποτις Üλλο να κÜμει.
     ¸σκαψε λοιπüν και τρßτη χρονιÜ το χþμα με το ξýλινο ποδÜρι του και ξανÜσπειρε το σπüρο που 'χε μαζÝψει και πÜλι ο σπüρος φýτρωσε και το χωρÜφι γÝμισε λÜχανα, αλλ' αυτÞ τη φορÜ πολý πιο μικρÜ. "Τους λεßπει το λßπασμα, γι' αυτü βγαßνουνε τüσο μικρÜ" σκÝφτηκε το ΣκιÜχτρο και πηδþντας πÜνω στο ξýλινο ποδÜρι του βγÞκεν απü το χωρÜφι, πÞγε κοýτσα-κοýτσα μακριÜ, κει που υπÞρχανε χωρÜφια καλλιεργημÝνα και περνþντας απü σπßτι σε σπßτι ζητοýσε απü τους χωρικοýς λßγο λßπασμα. ¼λοι üμως γελοýσανε μ' αυτü και κανεßς δε του 'δωσε μÞτε μια χοýφτα κι Ýτσι το καημÝνο το ΣκιÜχτρο γýρισε πßσω στο χωρÜφι του με τα ξýλινα χÝρια του αδειανÜ. ΠÜλι üμως Ýσκαψε, πηδþντας με το ξýλινο ποδÜρι του το χþμα και πÜλι Ýσπειρε το σπüρο που 'χε φυλÜξει κι αυτÞ τη φορÜ φυτρþσανε κÜτι λαχανÜκια, που 'τανε μικροýλικα σα ραπανÜκια. Το καημÝνο το ΣκιÜχτρο, απελπßστηκε και δεν Þξερε τι να κÜνει.
     ¼που, η τýχη το 'φερε και κεßνη τη μÝραν ακριβþς πÝρασεν απü τον ερημüτοπü του ο ΒασιλιÜς της χþρας, που 'χε βγει στο κυνÞγι με μερικοýς Üρχοντες. ΕνθουσιαστÞκαν üταν εßδανε σε κεßνη την ερημιÜ Ýνα χωρÜφι καταπρÜσινο κι ο ΒασιλιÜς ρþτησε ποιüς Þταν αυτüς ο χωρικüς που 'καμε τüσο κüπο για να καλλιεργÞσει κεßνο τον ερημüτοπο. Εßδανε τüτε πως ο "χωρικüς" Þταν Ýνα ΣκιÜχτρο που üχι μüνο εßχε καλλιεργÞσει τον ερημüτοπο, αλλÜ εßχε βγÜλει και κÜτι παρÜξενα λÜχανα, μικροýλικα σα ραπανÜκια. Τα δοκιμÜσαν ο ΒασιλιÜς κι οι Üρχοντες και τους φανÞκανε πολý νüστιμα.
     Το καημÝνο το ΣκιÜχτρο Ýβλεπε το ΒασιλιÜ και τους Üρχοντες να τρþν απü τα μικροýλικα λÜχανÜ του και στεκüτανε ντροπιασμÝνο, γιατß φοβüταν üτι θα το τιμωροýσανε.
 -"Τß μπορþ να κÜμω για σÝνα φßλε μου;" ρþτησεν ο ΒασιλιÜς με καλωσýνη.
 -"Να μου δþσετε ροýχα να φορÝσω, γιατß αυτÜ που 'χω εßναι κουρÝλια", αποκρßθηκεν αμÝσως με σεβασμü το ΣκιÜχτρο.
 -"Αυτü θα γßνει αμÝσως κι üλας", εßπεν ο ΒασιλιÜς και πρüσταξε τους Üρχοντες που 'τανε μαζß του, να δþσουνε στο ΣκιÜχτρο απ' αυτÜ που φοροýσανε. Του δþσανε λοιπüν, Üλλος Ýνα μανδýα, Üλλος μια γραβÜτα, Üλλος Ýνα καπÝλο, Üλλος παποýτσια κι Ýτσι το ΣκιÜχτρο που τα φüρεσε πÜνω απü τα κουρÝλια του, Ýμοιαζε σαν αρχοντüπουλο.
     ¼ταν ο ΒασιλιÜς κι η συνοδειÜ του φýγανε, το ΣκιÜχτρο σκÝφτηκε: "Εßναι καιρüς να δεßξω πια σ' üλους τß αξßζω!" και πηδþντας στο ξýλινο ποδÜρι του, βγÞκεν απü το χωρÜφι και πÞγε κοýτσα-κοýτσα μακριÜ, κει που υπÞρχανε καλλιεργημÝνα χωρÜφια. ¼ταν Ýφτασε στο πρþτο σπßτι, φþναξε απüτομα στο χωρικü που στεκüτανε μπρος στη πüρτα:
 -"Δþσε μου αμÝσως πÝντε κÜρα λßπασμα, γιατß αλßμονü σου!" κι ο χωρικüς βλÝποντας εκεßνο τον καλοντυμÝνο με το ξýλινο ποδÜρι, νüμισε πως Þτανε κανÝνας Üρχοντας, απü κεßνους που 'χανε φιλßες με το ΒασιλιÜ κι απÜντησε τρομαγμÝνος:
 -"ΑμÝσως 'ΑρχοντÜ μου... θα γßνει το θÝλημÜ σου!" κι αντß για πÝντε κÜρα, φüρτωσε δÝκα με λßπασμα και το πÞγε στο χωρÜφι του ΣκιÜχτρου.
     Τüτε το ΣκιÜχτρο ξανÜρχισε τη δουλειÜ: σκüρπισε το λßπασμα στο χωρÜφι του, το 'σκαψε βαθιÜ με το ξýλινο ποδÜρι του, üσο μποροýσε κι Ýπειτα Ýσπειρε το σπüρο που 'χε φυλÜξει. ΑυτÞ τη φορÜ, τα λÜχανα βγÞκανε μεγαλýτερα και τον Üλλο χρüνο πιο μεγÜλα ακüμα και τη τρßτη χρονιÜ πÝντε φορÝς μεγαλýτερα απ' üσο εßχανε πρωτοβγεß. Το ΣκιÜχτρο Þτανε κατευχαριστημÝνο. '¼ταν δει ο ΒασιλιÜς τα λÜχανÜ μου, θα ενθουσιαστεß, γιατß τüσο μεγÜλα δε βγαßνουνε σε κανÝνα χωρÜφι του βασιλεßου του και θα με κÜμει κι εμÝνα Üρχοντα", σκεφτüτανε.
     ΠρÜγματι, ο ΒασιλιÜς θυμÞθηκε κÜποτε κεßνα τα πεντανüστιμα μικροýλικα λαχανÜκια που μοιÜζανε με ραπανÜκια, που 'χε φÜει στον ερημüτοπο κι Ýνα πρωß πÞρε τη συνοδειÜ του, τους Üρχοντες της ακολουθßας του, και πÞγανε κει πÝρα καβÜλλα στ' ÜλογÜ τους. Το ΣκιÜχτρο Ýσκυψε üσο πιο πολý μποροýσε το σανιδÝνιο του κορμß και προσκýνησε το ΒασιλιÜ.
 -"Δþσε μας απü κεßνα τα νüστιμα λαχανÜκια σου", του 'πε με καλωσýνη ο ΒασιλιÜς.
 -"ΑμÝσως ΒασιλιÜ μου" εßπε το ΣκιÜχτρο, μπÞκε στο χωρÜφι του, διÜλεξε το μεγαλýτερο λÜχανο που βρÞκε, το 'κοψε και του το πρüσφερε με σεβασμü. ΑλλÜ üταν το 'δεν ο ΒασιλιÜς θýμωσε πολý.
 -"Τß εßναι τοýτο που μου 'φερες;", το ρþτησεν αγριεμÝνος. "Που 'ναι κεßνα τα μικροýλικα, πεντανüστιμα λαχανÜκια που μας πρüσφερες την Üλλη φορÜ; Φαßνεται πως σε χαλÜσανε τα καινοýρια ροýχα που σου δþσαμε και πÞρανε τα μυαλÜ σου αÝρα. Να τα βγÜλεις αμÝσως, γιατß δεν εßσαι Üξιος να τα φορÜς"!
     Το καημÝνο το ΣκιÜχτρο αναγκÜστηκε να βγÜλει üλα κεßνα τα üμορφα ροýχα που του 'χανε δþσει και θα 'μενε χωρßς τßποτε, αν δε φοροýσεν απü κÜτω τα κουρÝλια του, που üμως μετÜ τüσο καιρü, εßχανε γßνει ακüμα πιο κουρÝλια.
     Ο ΒασιλιÜς με τους Üρχοντες φýγανε καβÜλλα στ' ÜλογÜ τους και το καημÝνο το ΣκιÜχτρο Ýμεινε ολομüναχο στο χωρÜφι του με τα μεγÜλα, τα τερÜστια λÜχανα, που δεν Þξερε τß να τα κÜνει.
___________________________________________

                                  Η Ιστορßα Ενüς Ποτηριοý

     Αν η υπηρÝτρια της ταβÝρνας δεν Ýλεγε τßποτα, το ΠοτÞρι κεßνο θα 'μενε ü,τι Þταν: Ýνα ποτÞρι απü χοντρü γυαλß με χοντρü πÜτο. ΑλλÜ η υπηρÝτρια καθþς το 'πλενε με σαπουνÜδα, Ýλεγε κÜθε μÝρα:
 -"Αυτü το ποτÞρι μοιÜζει με βÜτραχο"! Και το 'λεγε αυτü γιατß κÜθε φορÜ που το 'τριβε με τη σαπουνÜδα, το γυαλß του Ýκανε "κοÜξ, κοÜξ".
     Το ΠοτÞρι λοιπüν που πρüσεξε τα λüγια της πÞρε τα πÜνω του. "Εγþ δε μοιÜζω με τ' Üλλα ποτÞρια" σκÝφτηκε, "πþς εßναι δυνατü λοιπüν να περÜσω üλη μου τη ζωÞ σ' αυτÞ τη ταβÝρνα; Και πþς εßναι δυνατü να κÜθομαι να με γεμßζουνε κρασß και να μ' αδειÜζουν απü το πρωß ως το βρÜδυ"; ΑλλÜ δßσταζε να φýγει απü τη ταβÝρνα γιατß φοβüτανε μÞπως και φεýγοντας απü κει χÜσει τη φωνÞ του και δε μπορÝσει να ξαναπεß "κοÜξ, κοÜξ".
     ¾στερα απü λßγο καιρü, ανακÜλυψε πως Þξερε κι Üλλα πρÜματα να κÜνει. ΔηλαδÞ αυτü δε τ' ανακÜλυψεν αυτü το ßδιο, αλλÜ Ýνας μεθυσμÝνος καθþς Ýπινε το κρασß του, Ýβαλε το ποτÞρι ανÜποδα πÜνω στο τραπÝζι και σχηματßστηκε, βρεγμÝνο καθþς Þταν, Ýνας κýκλος.
 -"Κοßταξτε τß Ýξυπνο ποτÞρι Ýχω!", εßπεν ο μεθυσμÝνος. "Μπορεß και φτιÜχνει ολομüναχο Ýνα τÝλειο κýκλο, σαν τον καλýτερο ζωγρÜφο".
     Οι Üλλοι μεθυσμÝνοι της ταβÝρνας εßπαν üτι και τα δικÜ τους ξÝρανε να κÜνουνε κýκλους κι Üρχισε τüτε μια ζωηρÞ κουβÝντα που κατÝληξε σε τσακωμü και στο τÝλος üλα τα ποτÞρια εßχανε σπÜσει εκτüς απü Ýνα: αυτü που η υπηρÝτρια Ýλεγε πως μοιÜζει με βÜτραχο. Τüτε το ΠοτÞρι το πÞρε πιüτερο πÜνω του.
 -"Εγþ δε μοιÜζω με τ' Üλλα τα ποτÞρια!", σκÝφτηκε. "Πþς εßναι δυνατü λοιπüν να περÜσω üλη μου τη ζωÞ σ' αυτÞ τη ταβÝρνα και πþς εßναι δυνατü να κÜθομαι να με γεμßζουνε κρασß και να μ' αδειÜζουν απü το πρωß ως το βρÜδυ, που φτιÜχνω τüσο τÝλειους κýκλους, σαν τον καλýτερο ζωγρÜφο και που αντÝχω στους καυγÜδες πιüτερο απü τ' Üλλα"; ΑλλÜ και πÜλι δßσταζε να φýγει απü τη ταβÝρνα. γιατß φοβüτανε μÞπως εκεß που θα πÞγαινε του ζητοýσανε να φτιÜξει τετρÜγωνα, τρßγωνα Þ Üλλα σχÝδια, ενþ αυτü Þξερε μüνο να φτιÜχνει τÝλειους κýκλους. ΤÝλος, ανακÜλυψε ποιüς Þταν ο προορισμüς του.
     Μια μÝρα η υπηρÝτρια που το σαποýνιζε και το 'τριβε κι Ýλεγε πως Ýμοιαζε με βÜτραχο, το 'βαλεν ανÜποδα πÜνω στο τραπÝζι για να στεγνþσει κι Ýτυχε καθþς το 'βαζεν Ýτσι ανÜποδα, να σκεπÜσει μια μýγα, που 'χε βραχεß κι εßχεν απομεßνει κει μισοπνιγμÝνη. Μια αχτßδα του Þλιου üμως περνþντας μες απü το κρýσταλλο του ποτηριοý, στÝγνωσε τη βρεγμÝνη μýγα, που ξανÜρχισε να κουνÜ τα φτερÜ της. Σε λßγο μÜλιστα εßχε συνÝλθει εντελþς κι Þταν Ýτοιμη να ξαναπετÜξει. Τüτε πια το ΠοτÞρι πÞρε την απüφασÞ του: "Δε θα περÜσω üλη μου τη ζωÞ σ' αυτÞ τη ταβÝρνα, να με γεμßζουνε κρασß και να μ' αδειÜζουν απü το πρωß ως το βρÜδυ!" σκÝφτηκε. "Θα φýγω, για να γνωρßσω τον απÝραντο κüσμο και να ζÞσω τη ζωÞ μου με περιπÝτειες". Και ξεκßνησε να ζÞσει μια καινοýρια ζωÞ.
     Καθþς προχωροýσε, βρÞκε στο δρüμο του Ýνα μικρü φυτü, που τα δυο φυλλαρÜκια του εßχαν ανοßξει σýρριζα στο χþμα. "Αυτü θα γινüτανε ψηλü ως τον ουρανü, αν το σκÝπαζα και το ζÝσταινα", σκÝφτηκε το ΠοτÞρι. "Κι αν ψÞλωνε ως τον ουρανü, θα μποροýσα κι εγþ να φτÜσω κει πÜνω στα σýννεφα".
     ΣκÝπασε λοιπüν το μικροýλικο φυτü κι üπως εßχε γßνει με τη μýγα, οι αχτßδες του Þλιου ζεσταßνανε τþρα πιüτερο τα φυλλαρÜκια του. ΣιγÜ-σιγÜ τα φýλλα μεγÜλωσαν, Ýβγαλαν λουλοýδι, το λουλοýδι Ýγινε καρπüς και στο τÝλος σχηματßστηκεν Ýνα üμορφο πεπüνι, που üλο και μεγÜλωνε. Το ΠοτÞρι απÝμεινε πÜνω στη κορφÞ του πεπονιοý, που 'μοιαζε σα να φοροýσε φÝσι κι Þτανε τüσον αστεßο, þστε τα πουλιÜ γελοýσαν üταν το βλÝπανε.
     Το ΠοτÞρι πειρÜχτηκε και κατÝβηκε απü τη κορφÞ του πεπονιοý, για να συνεχßσει το δρüμο του. Στην Üκρη ενüς χωραφιοý βρÞκε Ýνα αβγü που το 'χε γεννÞσει κÜποια κüτα και το 'χε παρατÞσει κει πÝρα. Το καημÝνο το αβγü Þτανε παγωμÝνο. "Τß κρßμα!" σκÝφτηκε το ΠοτÞρι, "Θα 'ναι αβγü αετοý κι αν το ζεστÜνω θα βγει απü μÝσα Ýνας αετüς, που θα με πÜρει στα φτερÜ του, ψηλÜ στα σýννεφα". Και σκÝπασε το αβγü για να το ζεστÜνει και να το κλωσσÞσει.
     ¾στερα απü εικοσιμßα μÝρες κι Üλλες τüσες νýχτες, το πουλÜκι που 'τανε μες στ' αβγü, Ýσπασε το τσüφλι του και βγÞκεν Ýξω. Μες στο ΠοτÞρι Þτανε ζεστασιÜ και το πουλÜκι μεγÜλωσε γρÞγορα, ψÞλωσε κι Ýγινεν Ýνας üμορφος πετεινüς, που στο κεφÜλι του φοροýσε σα φÝσι, το ΠοτÞρι. ¼ταν μεγÜλωσεν ο πετεινüς κßνησε να βρει κι Üλλους πετεινοýς και κüτες φορþντας πÜντα στη κορφÞ του κεφαλιοý του το ΠοτÞρι σα φÝσι.
   "Αν το φυτü κεßνο, αντß να 'ναι πεπονιÜ, ψÞλωνε ως τον ουρανü, το πολý-πολý να 'βλεπα τα σýννεφα", σκÝφτηκε το ΠοτÞρι. "Αν πÜλι τοýτο το αβγü Þταν αετοý, θα με σÞκωνε ψηλÜ πÜνω στα φτερÜ του και μπορεß να 'σπαζα σε κανÝνα βρÜχο. Καλýτερα λοιπüν που βγÞκε πετεινüς κι Ýτσι θα γυρßσω μαζß του, να γνωρßσω τον κüσμο".
     ΤÝλος ο πετεινüς βρÞκε Ýνα κοτÝτσι, üπου τον υποδÝχτηκαν üπως συνÞθως υποδÝχονται τους νεοφερμÝνους οι Üλλοι πετεινοß: πÝσαν üλοι μαζß δηλαδÞ πÜνω του κι αρχßσανε να τονε τσιμπÜνε στο κεφÜλι. ΑλλÜ τοýτος ο πετεινüς φοροýσε στο κεφÜλι του το ΠοτÞρι σα φÝσι, κι Ýτσι τα τσιμπÞματα των Üλλων δεν τονε πληγþνανε διüλου. ¼ταν το 'δαν αυτü οι Üλλοι πετεινοß, αποφασßσανε να τονε κÜμουν αρχηγü τους.
     Ο πετεινüς ευχαριστÞθηκε πολý που τονε βγÜλαν αρχηγü κι αποφÜσισε να ζÞσει Þσυχα μες σε κεßνο το κοτÝτσι. ΑλλÜ το ΠοτÞρι εßχεν Üλλες ιδÝες: τß θα πει αρχηγüς σ' Ýνα κοτÝτσι; Αυτü κÜθε πετεινüς που σÝβεται τον εαυτü του, το πετυχαßνει Ýτσι Þ αλλιþς. Αν γινüταν üμως αυτοκρÜτορας, τüτε θα 'τανε πολý διαφορετικÜ. Γιατß ο καθεßς δε μποροýσε να γßνει αυτοκρÜτορας. ¸πρεπε λοιπüν να 'ναι καλüς πολεμιστÞς και να κερδßσει πολλÝς μÜχες για να γßνει αυτοκρÜτορας!
     Ο πετεινüς που του ζÝσταινε το κεφÜλι το ΠοτÞρι, Üρχισε να βÜζει τÝτοιες ιδÝες στο μυαλουδÜκι του κι Üλλο δεν ονειρευüτανε παρÜ πολÝμους. ¸πεισε λοιπüν τους Üλλους πετεινοýς του κοτετσιοý να πολεμÞσουν μ' üλα τα κοτÝτσια της χþρας και να γßνουν αυτοß αρχηγοß τους κι εκεßνοι δεχτÞκανε μ' ενθουσιασμü το σχÝδιü του.
     ΠολεμÞσανε πρþτα τις πÜπιες, που τρομαγμÝνες πÝσανε στο νερü και κολυμπþντας φτÜσανε σ' Ýνα νησÜκι κι Ýτσι γλυτþσανε.
     Ο νικητÞς πετεινüς που πßστευε πια πως Þταν αυτοκρÜτορας, οδÞγησε τüτε το στρατü του σε καινοýρια μÜχη: θα πολεμοýσανε τþρα με τις χÞνες, που βüσκαν Þσυχες στο λιβÜδι, χωρßς να μαντεýουνε τß τις περßμενε.
 -"ΑπÜνω τους!" πρüσταξεν ο αυτοκρÜτορας πετεινüς κι üρμησε πρþτος πÜνω στις χÞνες, με τα φτερÜ μισανοιγμÝνα σε θÝση μÜχης, για να τρÝχει καλýτερα. Σε λßγο, Ýστριψε το κεφÜλι του για να δει αν οι Üλλοι πετεινοß τον ακολουθοýσανε και να δþσει οδηγßες και καθþς δε πρüσεξε, χτýπησε πÜνω σ' Ýνα κλαρß μηλιÜς που 'ξεßχε και το ΠοτÞρι στο κεφÜλι του, Ýπεσε με δýναμη στο πÝτρινο Ýδαφος κι Ýσπασε.
     Οι Üλλοι πετεινοß, βλÝποντας πως ο αυτοκρÜτορÜς τους δε φοροýσε πια τßποτα στο κεφÜλι του, κατÜλαβαν üτι δε θα τα βγÜζανε πÝρα με τις χÞνες και πÝσανε λοιπüν üλοι μαζß πÜνω στον αρχηγü τους κι αρχßσανε να τονε τσιμπÜνε. ¸πειτα γυρßσανε στο κοτÝτσι τους κι εßπανε στις κüτες πως η βασιλεßα του πετεινοý εßχε καταργηθεß.
     ¼σο για το ΠοτÞρι, Ýκρυψε καταθυμωμÝνο τα κομμÜτια του μες στη χλüη, για να τα πατÞσει κανÝνας διαβÜτης απρüσεχτος και να πληγωθεß.
     ¸τσι θα 'κανε κι αυτü κÜτι στη ζωÞ του!
___________________________________

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers