ÐåæÜ

Ðïßçóç-Ìýèéá

Ï Dali & Åãþ

ÈÝáôñï-ÄéÜëïãïé

Äïêßìéá

Ó÷üëéá-Áñèñá

ËáïãñáöéêÜ

ÅíäéáöÝñïíôåò

ÊëáóóéêÜ

Áñ÷áßá Åëë Ãñáìì

ÄéáóêÝäáóç

ÐéíáêïèÞêç

ÅéêáóôéêÜ

Ðáãê. ÈÝáôñï

Ðëçñ-Ó÷ïë-Åðéêïéí.

Öáíôáóôéêü

Åñ. Ëïãïôå÷íßá

Ãëõðô./Áñ÷éô.

ÊëáóóéêÜ ÉÉ

 
 

ËáïãñáöéêÜ 

'Áóìáôá: Äçìþäç

ΚΛΕΦΤΙΚΑ

         Τ' ΑντρειωμÝνου Τ' 'Αρματα

Τ' αντρειωμÝνου τ' Üρματα δε πÜει να πουλιþνται,
τους πρÝπει μες στην εκκλησιÜν, εκεß να λειτουργιþνται,
πρÝπει να κρÝμονται ψηλÜ σ' αραχνιασμÝνο πýργο,
σκουριÜ να τρþει τ' Üρματα και γη τον αντρειωμÝνο.

                         Τ' ΑνÜπλι

-ΑνÜπλι τι δε χαßρεσαι και δε βαρεßς παιγνßδια;
-Σαν πως μου λες να χαßρομαι και να βαρþ παιγνßδια,
οποý ειμ' ΑνÜπλι ξακουστü κι ΑνÜπλι παινεμÝνο,
πüχω τα τüπια για χαρÜ, τουφÝκια για παιγνßδι,
και συ με θÝλεις για ραγιÜ, με θες χαρατσωμÝνο;
-ΑνÜπλι δος τα τα κλειδιÜ, ΑνÜπλι παραδþσου,
γιατß üσο αßμα κι αν χυθεß θαν τüχεις στο λαιμü σου.
-Δεν παραδßνω γω κλειδιÜ και δεν Ýχω χαμπÝρι.
Στο ΠαλαμÞδι κρÝμονται και σýρε να τα πÜρεις.

                  Του Κßτσου Η ΜÜνα

Του Κßτσου η μÜνα κÜθεται στην Üκρη στο ποτÜμι.
Με το ποτÜμι μÜλωνε και το πετροβολοýσε:
-ΠοτÜμι για λιγüστεψε, ποτÜμι στρÝψε πßσω,
για να περÜσω αντßπερα, πÝρα στα κλεφτοβοýνια,
πüχουν οι κλÝφτες μÜζωξη και οι καπεταναßοι.
Τον Κßτσι τονε πιÜσανε και παν να τον κρεμÜσουν.
Χßλιοι τον παν απü μπροστÜ και δυο χιλιÜδες πßσω
κι η μÜνα του του Ýλεγε κι η μÜνα του του λÝει:
-Κßτσο μου πüχεις τ' Üρματα τις ασημοπιστüλες;
-ΜÜνα μουρλÞ, μÜνα τρελÞ, μÜνα ξεμυαλισμÝνη
το τι τα θελεις τ' Üρματα, τις ασημοπιστüλες,
που μÝνανε με πιÜσανε και πα να με κρεμÜσουν;

                   Του ΚιαμÞλ ΜπÝη

ΠÞραν τα κÜστρα, πÞραν τα, πÞραν και τα ντερβÝνια,
πÞραν και τη ΤροπολιτσÜ, τη ξακουσμÝνη χþρα.
Κλαßνε στους δρüμους Τοýρκισσες, κλαßνε εμιροποýλες,
κλαßει και μια χανοýμισα τον δüλιο τον ΚιαμÞλη:
-Αχ πουσαι και δε φαßνεσαι, καμαρωμÝνε αφÝντη;
¹σουν κολüνα στο ΜοριÜ και φλÜμπουρο στη Κüρθο,
Ýνας παπÜς σου τÜκαψε τα Ýρμα τα παλÜτια.
Κλαßνε τ' αχοýρια γι' Üλογα και τα τζαμιÜ γι' αγÜδες,
κλαßει και η ΚιαμÞλαινα τον δüλιο της τον Üντρα.
ΣκλÜβος ραγιÜδων Ýπεσε και ζει ραγιÜς ραγιÜδων.

                   Των Πετιμεζαßων

Τρεις περδικοýλες κÜθουνταν ψηλα στον 'Αη-ΘανÜση
κι εßχαν τα νýχια κüκκινα και φτερÜ βαμÝνα,
εßχαν και τα κεφÜλια τους στο αßμα βουτηγμÝνα,
μοιρολογοýσαν κι Ýλεγαν, μοιρολογοýν και λÝνε:
-Τι ειν' το κακü που γßνεται στη μÝση στο Λεβßδι,
μÞνα βουβÜλια σφÜζονται, μÞνα θεριÜ μαλþνουν;
-ΜÜιτε βουβÜλια σφÜζονται, μÜιτε θεριÜ μαλþνουν,
ΠετιμεζÜδες πολεμοýν μ' εννιÜ χιλιÜδες Τοýρκους,
μ' ΟμÝρ-ΠασÜ, με Κουρ-ΠασÜ, με τον ΣμαÞλη-ΠλιÜσα.
Μαυραναγνþστης χοýγιαξε μÝσα απ' το ταμποýρι:
-Το πουσαι μπÜρμπα-ΚωνσταντÞ και ξÜδερφε Βασßλη
και ΝικολÜκη, γρÞγορα κι αξιÜ μου παλικÜρια;
ΕλÜτε να με βγÜλετε απ' τ'ς Üπιστους Λαλιþτες.
Σαν Ýκαμαν και κßνησαν, σαν Ýκαμαν και πÜνε,
πÝτρα τη πÝτρα περβατοýν, λιθÜρι το λιθÜρι,
στα δüντια σÝρνουν τα σπαθιÜ, στα χÝρια τα τουφÝκια,
βÜνουν τους Τοýρκους ομπροστÜ, σαν τα παλιογελÜδια,
σαν τη κοπÞ τα πρüβατα, σαν τη κοπÞ τα γßδια.

                     Του Κιοýλκα

Φýσα βοριÜ, φýσα καιρÝ, φýσα καλÝ μου αγÝρα,
φýσα κι αγÝρι στα παιδιÜ του Κιοýλκα του λεβÝντη,
που πολεμÜ κατÜκαμπα, μ' οýλο το μεσημÝρι,
χωρßς ψωμß, χωρßς νερü, με λßγα τα φυσÝκια.
ΠουλÜκι πÞγε κι Ýκατσε στου Κιοýλκα το κεφÜλι.
Δε κελαδοýσε σα πουλß, μηδÝ σα χελιδüνι,
μον εκελÜδει κι Ýλεγε μ' ανθρþπινη λαλßτσα:
-ΣÞκω Κιοýλκα και πÞγαινε, σÞκω Κιοýλκα και φεýγε,
και πÜψε και τον πüλεμο κι απüλα και τους σκλÜβους,
γιατß φτασαν ο Ντιρ-ΑλÞς, με δυο, με τρεις χιλιÜδες.
-Οσü 'ν' ο Κιοýλκας ζωντανüς, τους Τοýρκους δε φοβÜται!

                       Η ΜονεμβασιÜ

Διαβεßτε απ' τη ΜονεμβασιÜ, απ' το παλιοκαστρßτσι
εκεß να δγεßτε γιαßματα, εκεß να δγεßτε λÝσια
που βγÞκε ο ΚεχαγιÜμπεης μ' οýλους τους Αρβανßτες.
Κι οι κλÝφτες üταν τüμαθαν πολý τους κακοφÜνη,
βÜνουνε βßγλα και βιγλοýν, βÜνουν και καραοýλια.
Η κÜτω βßγλα φþναξε, το κÜτω καραοýλι:
-ΠιÜστε τον τüπο δυνατÜ και φτιÜστε τα ταμποýρια.
Ο ΚεχαγιÜς μας πλÜκωσε μ' üλους τους Αρβανßτες.
Πρþτη μπατÜλια που πεσε τη ρßχνει ο Κυριακοýλης,
βαρεß τον ΜπαúραχτÜρ-αγÜ κι αυτüν τον σιλιχτÜρη,
παßρνει μουλÜρια με φλωρß, μουλÜρια με χρυσÜφι.
-Πουσαι καημÝνε Θüδωρε και συ Κολοκοτρþνη,
που ξεπατþνεις τη ΤουρκιÜ και τους παλιοýς αγÜδες!
-Τι λες σκυλß ΚιαμÞλ-μπεη και συ μπρε ΚουμουρμÜτη;
Θα πιÜσω σκλÜβους μπÝηδες και σκλÜβους βεζιρÜδες,
θα πιÜσω τα ρετσÜλια σου κι οýλα σου τα χαρÝμια.
ΠιÜνουν χαρÝμια δεκαχτþ και μπÝηδες δεκαπÝντε.

                 Των Κολοκοτρωναßων

ΛÜμπουν τα χιüνια στα βουνÜ κι ο Þλιος στα λαγκÜδια,
λÜμπουν και τα 'λαφρÜ σπαθιÜ των Κολοκοτρωναßων,
πüχουν τ' ασÞμια τα πολλÜ, τις ασημÝνιες πÜλες,
τις πÝντε αρÜδες τα κουμπιÜ, τις Ýξι τα τσαπρÜζια
οποý δε καταδÝχονται της γης να τη πατÞσουν.
ΚαβÜλλα τρþνε το ψωμß, καβÜλλα πολεμÜνε,
καβÜλλα παν στην εκκλησιÜ, καβÜλλα προσκυνÜνε,
καβÜλλα παιρν' αντßδερο απ' του παπÜ το χÝρι.
ΦλωριÜ ρßχνουν στη ΠαναγιÜ, φλωριÜ και στους Αγßους
και στον αφÝντη τον Χριστü, τις ασημÝνιες πÜλες.
-ΧριστÝ μας βλüγα τα σπαθιÜ, βλüγα μας και τα χÝρια.
Κι ο ΘοδωρÜκης μßλησε κι ο ΘοδωρÜκης λÝει:
-Τουτ´οι χαρÝς που κÜνουμε σε λýπη θα μας βγÜλουν.
Απüψ' εßδα στον ýπνο μου, στην υπνοφαντασιÜ μου,
θολü ποτÜμι πÝρναγα και πÝρα δεν εβγÞκα.
ΕλÜτε να σκορπßσουμε, μπουλοýκια να γενοýμε.
Σýρε Γιþργο μ' στον τüπο σου, ΝικÞτα στο ΛιοντÜρι.
Εγþ πÜω στην Καρýταινα, πÜω στους εδικοýς μου,
ν' αφÞκω τη διαθÞκη μου και τις παραγγελιÝς μου,
τι θα περÜσω θÜλασσα, στη ΖÜκυνθο θα πÜω.
_____________________________________

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

       Ο ΞενητευτÞς

¼λα τα πουλÜκια, ζυγÜ-ζυγÜ
τα χελιδονÜκια, ζευγαρωτÜ,
το Ýρημο τ' αηδüνι, το μüναχο
περπατεß στους κÜμπους με τον αητü,
περπατεß και λÝει και κελαδεß:
-Βρε Σαλονικιþτη πραματευτÞ,
και Μεσολογγßτη ταξιδευτÞ,
που την εδιαλÝξες αυτÞ τη νια,
τη ξανθομαλλοýσα τη ΠατρινιÜ;
-Απ' τη Πüλη 'ρχüμουν κι απ' τα νησÜ
κι απ' τη γειτονιÜ της επÝρασÜ,
το βασιλικü της επüτιζε
και τις μαντζουρÜνες της δρüσιζε.
Της ζητþ κλωνÜρι και μþδωσε,
μου πε κι Ýνα λüγο και μÜρεσε:
"Βρε παλικαρÜκι, σα μ' αγαπÜς,
τι περνοδιαβαßνεις και δε μιλÜς;
Στεßλε προξενÞτρες στη μÜνα μου,
και προξενητÜδες στο μπÜρμπα μου".

       ΠαρÜπονο

Οýλες οι δÜφνες, δÜφνες
κι οýλες οι μαυρομÜτες,
οýλες φιλß μου δþσαν
και δε το μετανιþσαν.
Μα μια μικρÞ δαφνοýλα
μου καψε τη καρδοýλα.
Κεßνη δε μου το δßνει,
ΘÝλω ναν τη γελÜσω
το χÝρι να της πιÜσω,
να πÜρω τον ανθü της
πüχει στο μÜγουλü της.

         Ερωτικü

Ποιος εßδε πρÜσινο δεντρß
-μαυροματοýσα και ξανθÞ-
νÜχει γερÜνια φýλλα
-μαýρα μÜτια, μαýρα φρýδια-
και στη κορφÞ μαλÜματα,
-κορßτσια με τα κλÜματα-
στη ρßζα κρýα βρýση.
-Ποιος την εßδε τÝτοια κρßση-
Κει Ýσκυψα να πιω νερü,
-μαýρα ειν' τα μÜτια π' αγαπþ-
να πιω και να γεμßσω
-μαýρα μÜτια να φιλÞσω-
κι Ýπεσε το μαντßλι μου,
-καημü πüχει τ' αχεßλι μου-
το βαρυξομπλιασμÝνο,
-μια χαρÜ ταν το καημÝνο-
οποý μου το κεντοýσανε
-κορÜσια τραγουδοýσανε-
τρι' απÜρθενα κορÜσια.
-σαν του ΜÜη τα κερÜσια-
Η μια κεντÜει τον αητü
-δε βγαßνεις Ýξω να σε δω-
κι η Üλλη τον πετρßτη
-μια ΠαρασκευÞ μια Τρßτη-
το 'να 'ναι απ' τον ΓαλατÜ
-Ýχε το νου σου δυνατÜ-
και τ' Üλλο απ' το Μπραχüρι.
-του ΚατσιγιαννÜκη η κüρη-.

    Το ΛεúμονÜκι

ΛεúμονÜκι μυρωδÜτο
κι απü περιβüλι αφρÜτο,
μη παραμυρßζεις τüσο
και με κÜνεις και νυχτþσω.

Κι αν νυχτþσεις παλικÜρι
κÜτσε να βγει το φεγγÜρι
να σε δω να σε γνωρßσω
και να σε καλορωτÞσω
απü τι σειρÜ κρατιÝσαι
κι üλο σειÝσαι και λυγιÝσαι.

               Ο ΓελασμÝνος

Στον 'Αδη θα κατÝβω, το ΧÜρο για να βρω
να τονε πιÜσω φßλο και αδερφοποιτü
μÞνα και μου δανεßσει σαÀτες κοφτερÝς,
να πÜω να σαúτÝψω τρεις βεργολυγερÝς
οποý μου προμετÜραν κι οι τρεις τους το φιλß
κι ýστερα με γελÜσαν σαν το μικρü παιδß.

           Πως ΠιÜνεται Η ΑγÜπη...

Το παληκÜρι το καλü παρÜκαιρα γερÜζει,
γερÜζει απü τις Ýμορφες κι απü τις μαυρομÜτες.
Η αγÜπη θÝλει φρüνηση, θÝλει ταπεινοσýνη
θÝλει λαγοý περπατησÜ, αητοý γληγοροσýνη.
¼ντας διαβαßνει με πολλοýς, να κÜνει πως δε γλÝπει
κι üντας διαβαßνει μοναχüς, γλυκü φιλß ν' αρπÜζει.
Κι üταν του λεν πως πüρεψες, να λÝει της αγÜπης:
-Καλοπερνþ üντας Ýρχομαι, κακοπερνþ üντας φεýγω.

ΕβγÜτ' αγüρια στο χορü, κορÜσια στα τραγοýδια
πÝστε και τραγουδÞσετε πως πιÜνετ' η αγÜπη.
Απü τα μÜτια πιÜνεται, στα χεßλη κατεβαßνει
κι απü τα χεßλη στη καρδιÜ ριζþνει και δε βγαßνει.

-ΝÜχα νερÜντζι νÜρριχνα στο πÝρα παραθýρι
να τσÜκιζα το μαστραπÜ πüχει το καρυοφýλλι.
Για σε το λÝω αγÜπη μου που σαι στο παραθýρι.
Το μαντηλÜκι που κεντÜς σε μÝνα ναν το στεßλεις
και μη το στεßλεις μοναχü, παρÜ με τη κυρÜ του.
Κι η κüρη το παρÜκουσε και μοναχü το στÝλνει.
Στα γüνατÜ του τ' Üπλωσε και το συχνορωτÜει:
-Για πες μου μαντηλÜκι μου, αν μ' αγαπÜ η κυρÜ σου.
-¼ντας σε συλλογßζεται και σε καλοθυμÜται
σα θÜλασσα βουρλßζεται, σα κýμα δÝρνει ο νους της
σα το ψαρÜκι του γιαλοý βροντοχτυπÜ η καρδιÜ της.
¼ντας σε βλÝπει και περνÜς κι ακοýει τη λαλιÜ σου
πηδÜ απü τον τüπο της και ροδοκοκκινßζει.
¼ντας αργÞσει να σε δει στÝκεται μαραμÝνη
κι üπου κι αν στÝκει μοναχÞ κλαßει κι αναστενÜζει.

                Η Μαγοποýλα

Μαýρα μου χηλιδüνια κι Üσπρα μου πουλιÜ,
αυτου ψηλÜ που πÜτε, χαμηλþσετε
για να σας δþκω γρÜμμα για τον τüπο μου,
να πÜτε της καλÞς μου και της μÜνας μου,
να μη με παντηχαßνουν και με καρτεροýν.
Τι εμÝνα με παντρÝψαν εδþ στη ξενητιÜ,
μου δþκαν μαγοποýλα, μÜγισσας παιδß,
μαγεýει τα καρÜβια, δεν αρμενßζουνε
μαγεýει τις βαρκοýλες, δεν περπατοýν
μαγεýει τα πουλÜκια και δεν απÝτουνται,
με μÜγεψε και μÝνα, δεν ημπορþ ναρθþ.
¼ντας κινÜω νÜρθω, χιüνια και νερÜ
κι üντας γυρßζω πßσω, Þλιος και ξαστεριÜ,
σελþνω τ' Üλογü μου και ξεσελþνεται
φορþ και τ' ÜρματÜ μου και ξεφοραßνουνται.
_____________________________________

ΤΗΣ ΞΕΝΗΤΕΙΑΣ

                     Ο ΞενιτεμÝνος

Για δεστε τον αμÜραντο σε τι γκρεμνÜ φυτρþνει!
Τον τρων' τα λÜφια και ψοφοýν, τ' αρκοýδια και μερþνουν.
ΝÜχε τον φÜει κι η μÜνα μου να μη 'χε κÜμει εμÝνα!
Κι αν μ' Ýκαμε τι μ' Þθελε κι αν μ' Ýχει τι με θÝλει
που 'γω στα ξÝνα περπατþ, στα ξÝνα παραδÝρνω,
τον ýπνο δεν εχüρτασα, τις νýχτες δε κοιμÜμαι,
το χÝρι μου προσκÝφαλο και το σπαθß μου στρþμα
και στο προσκεφαλÜκι μου, κορßτσι αγκαλιασμÝνο.

-Μη με μαλþνεις βρε πουλß και βρε καλü πουλÜκι
εγþ τρεις μÞνες θαμαι δω κι απ' ýστερα θα φýγω.
Το ΜÜη και τον ΘεριστÞ κι οýλο τον ΑλωνÜρη
κι ýστερα φεýγω βρε πουλß, στο τüπο μου πηγαßνω
κι Ýλα και συ στον τüπο μου, να δεις τους εδικοýς μου,
πως δÝχουνται, πως χαßρουνται τα ξÝνα τα πουλÜκια.

        ΞενιτεμÝνο Μου Πουλß...

ΞενιτεμÝνο μου πουλß και παραπονεμÝνο,
η ξενητειÜ σε χαßρεται κι εγþ 'χω τον καúμü σου.
Τι να σου στεßλω, ξÝνε μου, τι να σου προβοδÞσω;
ΜÞλο να στεßλω; ΣÝπεται. Κυδþνι; ΜαραγκιÜζει!
Να στεßλω με τα δÜκρυÜ μου μαντÞλι μουσκεμÝνο;
Τα δÜκρυÜ μου 'ναι καυτερÜ και καßνε το μαντÞλι.
Τι να σου στεßλω ξÝνε μου, τι να σου προβοδÞσω;

Σηκþνουμαι τη χαραυγÞ, γιατ' ýπνο δεν ευρßσκω,
ανοßγω το παρÜθυρο, κυττÜζω τους διαβÜτες,
κυττÜζω της γειτüνισσες και τις καλοτυχßζω,
πως ταχταρßζουν τα μικρÜ και τα γλυκοβυζαßνουν.
Με παßρνει το παρÜπονο, το παραθýρι αφÞνω
και μπαßνω μÝσα, κÜθομαι και μαýρα δÜκρυα χýνω.

-Νεραντζοýλα φουντωμÝνη που εßναι τ' Üνθη σου;
Η πρþτη σ' ομορφÜδα; Τα πρþτα κÜλλη σου;
-Φýσηξ' αγÝρας και βοριÜς, πÝρα τα τßναξε,
φουρτοýνα του πελÜγου, τα αποχÜλασε.
Παρακαλþ βοριÜ μου, φýσαγε ταπεινÜ,
ταπεßνωσ' την αντÜρα, μα και τον κουρνιαχτü
τη βουÞ σου τη μεγÜλη μα και τον αχητü,
ν' αρÜξουν τα καρÜβια, -αχ- τα σπετσιþτικα,
ναρθοýν τα παληκÜρια -βαχ- τα νησιþτικα.
ΑρÜξαν τα καρÜβια, κι οýλα φανÞκανε
κι ο δικüς μου λεβÝντης -αχ- δεν εφÜνηκε,
ποιος ξÝρει -βαχ- τι κýμα τον δÝρνει, να πνιγεß;
-Δε κλαßς την ομορφιÜ σου κüρη πεντÜμορφη
μον κλαßς τον ταξιδιþτη που σε απÜριασε;
ΤÜχα ποιαν να φιλÞσει, -αχ- τα μεσÜνυχτα,
ποιαν τÜχα ν' αγκαλιÜσει -βαχ- το ξημÝρωμα;
_________________________________________

                         ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ

                        ΠαρÜπονο

Σε σüπρεπε, δε σüμοιαζε χÜμου στη γη να πÝσεις,
μον σüπρεπε και σüμοιαζε σε περιβüλι μÝσα,
να πÝφτουν τ' Üνθια πÜνω σου, τα μÞλα στη ποδιÜ σου,
τα κüκκινα τριαντÜφυλλα, στα ροδομÜγουλÜ σου.

                        Στον 'Αδη

Εδþ σ' αυτÞ την εκκλησιÜ, σε τοýτο το ξαμüνι,
κοιμοýντ' οι νιÝς σα λεúμονιÝς κι οι νιοι σα κυπαρßσσια,
κοιμοýνται και οι γÝροντες, δεντρÜ ξεριζωμÝνα,
κοιμοýνται κι οι νοικοκυρÝς, σαν πüρτες χαλασμÝνες,
κοιμοýνται τα μικρÜ παιδιÜ σα μÞλα μαραμÝνα.

                       Απ' Τον 'Αδη

ΠουλÜκι βγÞκ' απü τη γη κι απü τον ΚÜτουΚüσμο,
μÞτε σε πÝτρα κÜθησε, μÞτε σ' ελιÜς κλωνÜρι,
μον' πÞγε κι αποκοýμπησε, στης εκκλησιÜς τη πüρτα.
ΤρÝχουν ματÜκια θλιβερÜ, τρÝχουν καρδιÝς καûμÝνες:
-Πες μας, πες μας πουλÜκι μου, τ' εßδες στον ΚÜτουΚüσμο;
-Τι να σας πω το δýστυχο, τι να σας μολογÞσω;
Εßδα τα φßδια σταυρωτÜ και τις οχιÝς κουβÜρια,
εßδα τους νιοýς ξαρμÜτωτους, τις νιες ξεστολισμÝνες
και των μανÜδων τα παιδιÜ σε μÞλα ραβδιασμÝνα.

                      ΜÜνας ΚλÜιμα

Αυτοý που πας στη Μαýρη Γη, 'φτοý που θα μπεßς στον 'Αδη,
μη μας ξεχÜσεις, Üμοιρε και μη μας λησμονÞσεις,
γιατß λυποýνται τα παιδιÜ και κλαιν' και λαχταρßζουν,
που μεßναμε στην αρφανιÜ, στο κÜμπο ξαπλωμÝνα,
κι Üλλος τα λÝει κακüμοιρα, κι Üλλος κατακαημÝνα,
κι Ýρχονται στη μανοýλα τους κι οýλο παραπονιοýνται:
-ΜÜνα γιατ' εßμαστ' αρφανÜ και μαυροφορεμÝνα;
Για στüλισÝ μας τ' αρφανÜ κι ας εßν' και μαýρα ροýχα,
να πα να γονατßσουμε στο μνÞμα του πατÝρα,
ναν τον παρακαλÝσουμε να ξαναρθεß στο σπßτι,
για να μη κλαις μανοýλα μου και να μη κοπανιÝσαι.
Αν δε θελÞσει για ναρθεß, να κÜτσουμε κοντÜ του,
για να μας Ýχει συντροφιÜ, να τον παρηγορÜμε.

                     Εις 'Αγουρον

Δεν εßναι κρßμα κι Üδικο, παραλογιÜ μεγÜλη,
να στÝκουν τα παλιüδεντρα και τα σαφρακιασμÝνα,
να πÝφτουνε τα νιüδεντρα, με τ' Üνθη φορτωμÝνα;

                      Εις ΧÞραν

ΚυρÜ, που κÜθεσαι ψηλÜ, κατÝβα παρακÜτω
και κÜτσε με τις Üμοιρες και κÜτσε με τις χÞρες
και τßναχ' το κεφÜλι σου, να γκρεμιστεß η κορþνα,
τßναξε και το δÜχτυλο να πÝσει η αρραβþνα,
και βγÜλ' τα κατακüκκινα και φüρεσε τα μαýρα.
Τα κüκκινÜ 'ναι της χαρÜς, τα μαýρα 'ναι της λýπης.

Η χÞρα μÝσα κÜθεται κι üξω τη κουβεντιÜζουν
αν περπατÞσει ταπεινÜ, της λεν πως καμαρþνει,
κι αν περπατÞσει γλÞγορα, της λεν πως εξουρλÜθη
κι αν κουβεντιÜσει μ' Üλλονε, της λεν, Üντρα γυρεýει.
Κι α γνÝθει και τη ρüκα της, της λεν πως προßκα φκειÜνει
κι αν αρρωστÞσει και καμμιÜ, της λεν παιδß θα κÜμει.

Μοιρολüγι Της ΜÜνης

         Του ΔημαρÜ


"Το μοιρολüι αναφÝρεται σε εκοýσια απαγωγÞ, φαινüμενο üχι Üγνωστο στη  ΜÜνη.  Η απαγωγÞ εθεωρεßτο προσβολÞ για την οικογÝνεια της κüρης με συνÝπειες κÜποτε αιματηρÝς. Ο γÜμος που ακολουθοýσε εδημιουργοýσε κατÜσταση ανοχÞς και αποφεýγανε τις εχθροπραξßες.
Ο ΔημαρÜς του μοιρολογιοý σκοτþθηκε απü τους συγγενεßς της κüρης, γιατß Þταν πρωτοξÜδερφα απü τις μαννÜδες τους και δεν μποροýσαν να νομιμοποιÞσουν τις σχÝσεις των με γÜμο. Αυτü προκαλοýσε μüνιμη ηθικÞ βλÜβη στην οικογÝνεια της κüρης.  Στις περιπτþσεις αυτÝς μοναδικÞ επανüρθωση εθεωρεßτο ο φüνος
.
"

Μßα ΔευτÝρ' αποταχιÜ
σηκþθηκα πολλÜ πρωß,
τ' εßχα στο φοýρνο Üλεσμα.
ΠχιÜνου το μýλο μου σφιχτÜ,
του 'δωκα γýρο γυριστÜ,
τη νýφη μ' αποκοßμισα
και στροýνου χÜμου τη βασκιÜ[i]
και γουμα'ρúÜζου τα προικιÜ
και τα μορφοζαλþθηκα
κ' Ýβαλα δρüμο στα μπροστÜ.
Στο Δßπορο[1] ανηφüριζα,
üντ' ελαλοýσα τα πουλιÜ,
οúμÝ εξημÝρουσε
κι ο ΔημαρÜς δεν Þρθεκε,
μ' Üκουσα μνιÜ σφυρισμα'τ'Ü,
μπροστÜ Þτα ο ΔημαρÜς
κ'εßχε τη ντÜσκ' αναρριχτÜ
και το ντουφÝκι 'διÜπλατα
και τον εκαλημÝρισα,
με διπλοκαλαδÝχτηκε. ΜωρÞ
καλþς τη Σταυ'ρ'ανÞ, μωρÞ
γιατ' Üργησες να 'ρθεις;
Αμποý[ii]' θα πÜμε ΔημαρÜ; Ýλα
να πÜμε στα βουνÜ. ΞεχνÜς
καημÝνε ΔημαρÜ, τ' εßμαστε
πρωτοξÜδερφα; καφÜδες οι
μαννÜδε μας, εγ' üλα τ' Üλλα
τ' αφαιροý. Το λÝεις ναν τον
αρνηθοý του ΛαζαρÜκο τον
υγιü, που Ýναι αρχοντüπουλο,
κÜνει το λÜδι σα νερü;
Εκεßνος δεν τ' αγροßκησε,
επÝτησε[iii] σαν τον αúτü καß
σαν την πÝρδικα κ' εγþ,
ιδιÜημα στ' αψηλü βουνü.
Την Üλλη μÝρα το πρωÀ
ερχüτανε Ýνα παιδß
κ' εßχε στα χεßρα του χαρτß
και το 'πχιασε ο ΔημαρÜς,
το 'πÜρε και το ιδ'Üβαζε
και τρÝμασι τα χεßρα του
και τρÝχασι τα μÜιτα του,
κ' εζýγωσα κ' εγþ κοντÜ,
του 'πα τι τρÝχει ΔημαρÜ;
Τι να ζου που ε Σταυ'ρ'ανÞ,
α ζου το που, θα πικραθεßς.
¼λοι εσυφωνÞσασι
γÝνο ζου και πεθερικü,
τον πýργο να χαλÜσουσι
και με το νοικοκýρη του.
ΕπÝτησε σαν τον αúτü
και σαν την πÝρδικα κ' εγþ,
απÜ στον πýργ' ανÝβημα
κ' εκλεßστημα με το κλειδß
πÝντε χρονÜκια φυλακÞ.
Κι απÝει τι μ' εφþτισε
κ' ειδ'Üηκα και πÝρασα
απü τουν αλλωνοýνε μου.
ΧÜμου στη ροýγα εκÜθοντα,
τους εδιπλοχαιρÝτησα,
μ' εδιπλοχαιρετÞσασι.
ΜωρÞ καλþς τη Σταυ'ρ'ανη,
μωρÞ κι αμπü[iiii] 'ν' ο ΔημαρÜς;
Πες του να βγεß να κυνηγÜ
και δεν τüνε πεßραζομε.
Ε'δ'Üηκα του το 'πεκα,
ρßχνει τη ντÜσκ' αναρριχτÜ
και το ντουφε'κι 'δ'Üπλατα
κ' ε'δ'Üηκε και πÝρασε
απü τουν αλλωνοýνε μου.
ΧÜμου στη ροýγα εκÜθοντα
τους εδιττλοχαιρε'τησε,
καÝνας δεν εμßλησε,
μüν' το ΞαρχÜκι το στραβü,
που μπαßνει πρþτο στο χορü,
κι ανακουνÜ τι τσÝπε του,
λÝσι πως Ýχει χρÞματα,
αμÝσως εγονÜτισε
και τον επüσταρε καλÜ
μεσ' την αριστερÞ με'ρ'Ü.

[1]. Δßπορο, ΘÝση στο βουνü Νικüλακος. Τοπωνýμιο Πορß στα
Δημαρßστικα. Σημαßνει πÝρασμα, πüρος,
[i]. φ > β, πρüκειται για τη λατινικÞ λÝξη fascia.
[ii] αμποý< αμÞ που.
[iii] επÝτησε= επÝταξε, ενεργητικüς αüριστος του ρ. πÝτομαι.
[iiii] αμπü 'ν < αμÞ που Ýναι. Το αρχικü ε σιγεßται και ακολουθεß η
προφορÜ ου > ο. Στην καθημερινÞ ομιλßα δεν εκθλßβεται πÜντοτε και
συνηθÝστατα ακοýγεται -αμποý Ýναι- Þ -αμποà Ýπεσε-. ΕκθλιβομÝνου του
ε ακολουθεß το Üνοιγμα ου > ο, το οποßο üμως δεν παρατηρεßται, αν δεν
ακολουθεß ε αλλÜ i. To i στην καθημερινÞ ομιλßα μÝνει αμετÜβλητο -
αμποà εßσαι-αμποà Þτανε-. ΚÜποτε ακολουθεß συνßζηση και παρατηρεßται
το φαινüμενο της επενθÝσεως.
(Απü τη συλλογÞ «Μοιρολüγια της ΜÜνης Μνημεßα ΓλωσσικÜ " ΙστορικÜ"
ΛαογραφικÜ» του ΑνÜργυρου ΚουτσιλιÝρη. Εκδüσεις ΜπεκÜκος 1997)

 

 

Web Design: Granma - Web Hosting: Greek Servers